Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως του Κυρίου δεηθώμεν...........Κύριε ελέησον.... المسيح قام ..... حقا قام ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ .... ВОИСТИНУ ВОСКРЕСЕ
Σελίδες
▼
Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011
Οι πειρασμοί υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στη ζωή μας!
του μακαριστού Αρχ. Φιλοθέου Ζερβάκου
Εδώ δεν έχομε πατρίδα αληθινή, είμεθα ξένοι! Η πατρίδα μας είναι στους ουρανούς. Γνωρίζω καλά πόσο μεγάλη ωφέλεια προξενεί η πρόσκαιρη ασθένεια σε εκείνους που έχουν υπομονή στις θλίψεις, δεν γογγύζουν αλλά λέγουν σαν τον Ιώβ δόξα σοι ο Θεός.
Όλοι οι Άγιοι και οι δίκαιοι στον κόσμο αυτό είχαν ασθένειες, θλίψεις, στερήσεις, διωγμούς, εξορίες, βασάνους, τιμωρίες, εάν, όμως, δεν είχαν υπομονή, δεν θα άγιαζαν· γι’ αυτό ο Κύριος είπε· όποιος έχει υπομονή μέχρι τέλους, εκείνος θα σωθεί. Με την υπομονή τους οι Άγιοι άγιασαν και έλαβον μεγάλη χάρη και εδώ στη γη και στους Ουρανούς….
Οι Άγιοι πάντες Προφήτες, Απόστολοι, Μάρτυρες, Όσιοι και δίκαιοι και ο ίδιος ο αναμάρτητος Κύριός μας, είχαν θλίψεις. Πώς εμείς θέλουμε, χωρίς θλίψεις και πειρασμούς, να σωθούμε;
Οι ασθένειες είναι δώρο Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού. Μας παιδεύει εδώ στην πρόσκαιρη ζωή ολίγον για να μας αναπαύσει στην αιώνια, και «ολίγα παιδευθέντες μεγάλα ευεργετηθήσονται», λέγει το Άγιο Πνεύμα.
Όλοι οι Άγιοι είχαν ασθένειες, θλίψεις, πειρασμούς στην πρόσκαιρη ζωή, αλλά τώρα χαίρουν και θα χαίρουν αιώνια.
Εμείς οι αμαρτωλοί οφείλουμε να πιστεύουμε και να παραδεχόμαστε, ότι όσα κάμνει ο Κύριος είναι καλά, είναι δίκαια και ωφέλιμα.
Θεωρώ αναγκαίον να σου υπομνήσω ό,τι και εγώ και συ και όλοι οι Χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε υπομονή στις θλίψεις. Χωρίς θλίψεις, ασθένειες και πειρασμούς είναι δύσκολο να σωθούμε,
Έχεις δίκαιο να παραπονιέσαι για την αστοργία στις θλίψεις και συμφορές σου των θεωρουμένων φίλων και πνευματικών αδελφών, που αν ήθελαν, θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν… Εάν εγνώριζες τί καλό σου προξενούν οι φίλοι με την καταφρόνησή τους θα έχαιρες. Πρέπει να γνωρίζεις ότι έχεις χιλιάδες και σε παρακολουθούν, συμπονούν και βοηθούν, που δεν τους βλέπεις. Είναι οι Άγιοι Πάντες, οι Άγιοι Άγγελοι, η Κυρία Θεοτόκος, Αυτός ο ίδιος ο Χριστός. Λοιπόν μη φοβάσαι, μη στενοχωριέσαι, μη δειλιάζεις, αλλά να ευχαριστείς το Θεό….
Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις, διά της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Μπορείς όμως να βάζεις και μεσίτες για τα αιτήματά σου την Κυρία Θεοτόκο και όλους τους Αγίους, οι οποίοι, επειδή έχουν λάβει χάρη, μπορούν να σε βοηθήσουν.
Οι πειρασμοί υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στη ζωή μας και πρέπει να φυλαγόμαστε από τις αμέτρητες παγίδες που στήνει εναντίον μας ο παμπόνηρος Διάβολος. Μόνο με την ταπεινοφροσύνη και την προσευχή μπορούμε να τις αποφύγουμε και ασφαλιστούμε…Όποιος προσέχει και είναι συνετός, ωφελείται πολύ από τις θλίψεις και τους πειρασμούς.
Όπως ο Θεός σε υπομένει, σε ανέχεται, να υπομένεις και συ το παιδί σου. Έχεις καθήκον να το συμβουλεύεις, όχι όμως με ταραχή και με θυμό, αλλά με τρόπο ήρεμο και γαλήνιο. Εάν δεν σε ακούει, εκείνο έχει όλη την ευθύνη. Συ τότε να παρακαλείς το Θεό να το φωτίσει και οδηγήσει στην οδό των εντολών του.
Ή έγγαμο ή άγαμο βίον ακολουθήσεις, φρόντισε να αγαπάς το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του και θα σωθείς ευκολότερα από πολλούς κληρικούς, που έγιναν και γίνονται αναξίως ιερείς. Να προτιμήσεις να σώσεις τη ψυχή σου.
Σε συμβουλεύω να έχεις υπομονή, να έχεις την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και να μην αφήνεις να φεύγει ο Θεός από κοντά σου. Ο πάγκαλος Ιωσήφ ήταν στην Αίγυπτο, στο τόπο της αμαρτίας και δεν αμάρτησε διότι είχε την ενθύμηση του Θεού. Ο Αδάμ ήταν στο παράδεισο, που δεν υπήρχε αμαρτία, επειδή λησμόνησε το Θεό, τον παράκουσε, έχασε τον παράδεισο. Λοιπόν, όχι ο τόπος, αλλά ο τρόπος σώζει τον άνθρωπο, λέγει ο θείος Χρυσόστομος.
Για τις αμαρτίες μας έρχεται η οργή του Θεού
Σε χάος μεγάλο βρίσκεται ολόκληρη η ανθρωπότητα. Βαδίζει κατά κρημνών και βαράθρων. Βαδίζει στο σκοτάδι και χωρίς πυξίδα. Πού άραγε θα καταντήσει; Εκεί που κατάντησαν όλοι οι αμαρτωλοί και παραβάτες των εντολών του Θεού… Η τωρινή γενεά είναι πονηρή και προς τους πονηρούς ο Κύριος στέλνει ανάλογες τιμωρίες για να μετανοήσουν…
Ο Σατανάς κάνει την τελευταία έφοδο, και στα χρόνια μας μεγάλη θλίψη και μεγάλη οργή θα έρθει στον κόσμο… Τώρα μόνον ο Θεός να μας σκεπάσει από τους πονηρούς και κακούς εχθρούς, αόρατους και ορατούς.
Μακρυά από τα έργα, την λατρεία και την πομπή του Σατανά
Έργα του Σατανά είναι:
Η υπερηφάνεια, ο φθόνος, ο φόνος, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αρπαγή, η κλοπή, το ψεύδος, η συκοφαντία, η επιορκία, η καταλαλιά, η κατάκριση, η ακρασία, η κραιπάλη, η μέθη, η ασωτία και γενικά όλα όσα είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού.
Λατρεία του Σατανά είναι:
Οι μαγείες, οι γοητείες, ο πνευματισμός, ο υπνωτισμός και τα παραπλήσια με αυτά. Επίσης και όσοι στις ανάγκες ή τις ασθένειές τους καταφεύγουν στους μάγους, τους πνευματιστές και ζητούν βοήθεια, και όσες γυναίκες παρατηρούν στα φλιτζάνια και μαντεύουν. Όλες αυτές είναι λατρευτές των δαιμόνων, δηλαδή απονέμουν λατρεία στους δαίμονες.
Πομπή δε του Σατανά είναι:
Οι άσεμνοι χοροί, τα άσεμνα και ερωτικά άσματα, τα άσεμνα θέατρα και θεάματα, οι άνθρωποι που γίνονται μασκαράδες και ντύνονται στις απόκρεω, οι άνδρες με ρούχα γυναικεία και οι γυναίκες ανδρικά. Πρόσθεσε και τα βαψίματα και φκιασίδια των γυναικών που μεταχειρίζονται για να φανούν δήθεν ανώτερες από τον Πλάστη και Δημιουργό Θεό μας, να δώσουν ανώτερη μορφή από εκείνη που τους έδωσε ο Θεός. Όσοι και όσες είναι υποκείμενοι στα παραπάνω, εάν δεν έλθουν σε αίσθηση, να μετανοήσουν και εξομολογηθούν, είναι παραβάτες των υποσχέσεων που ομολόγησαν στο Άγιο Βάπτισμα, ότι αποστρέφονται, μισούν και δεν θα πράξουν και ακολουθήσουν τα έργα, την λατρεία και την πομπή του Σατανά, όσοι και όσες μάλιστα δεν αρκούνται στη δική τους κακία, αλλά προτρέπουν και άλλους στην αμαρτία, ιδίως στο φθόνο, την ασέλγεια και τις μαγείες· αυτοί ή αυτές είναι τέκνα του διαβόλου και όχι του Θεού….
Ας είμαστε, λοιπόν, πάντοτε ντυμένοι το Χριστό· ας σκεπτόμαστε πάντοτε το χάρισμα της υιοθεσίας που πήραμε με το άγιο Βάπτισμα, τις υποσχέσεις που δώσαμε, και να αγαπάμε Αυτόν με όλη μας τη ψυχή και τη καρδιά, για να είμαστε και εδώ στην πρόσκαιρη ζωή μαζί με το Χριστό ενωμένοι και στην αιωνιότητα.
Μη πλανώμεθα, αγαπητοί, τα έργα μας δείχνουν τί έχουμε στο νου μας. Εμείς οι άνθρωποι της σημερινής γενεάς στο νου μας κάθε μέρα έχουμε τί θα φάμε και τί θα πιούμε!…. Τί δε να πω και για τις γυναίκες; δεν έχουν άλλο στο νου τους παρά πώς να στολιστούν. Συναγωνίζονται ποιά θα ξεπεράσει την άλλη στο στολισμό. Τί πάλι να πω και για την άσεμνη ενδυμασία, την οποία ο εφευρέτης της κακίας Διάβολος δίδαξε τις γυναίκες να ντύνονται με γυμνά χέρια, στήθη και πόδια; Αλίμονο, αλίμονο για την άθλια κατάσταση των Χριστιανών! Κρύψε με, Θεέ μου, ή πάρε με, για να μη βλέπω τέτοιες αισχρότητες και αθλιότητες! Πώς δεν αισχύνονται οι γυναίκες των Ελλήνων Χριστιανών; Οι γυναίκες των Τούρκων να ντύνονται κόσμια και να καλύπτουν και το πρόσωπο, για να μη δίδουν σκάνδαλο στους άνδρες, και οι ελληνίδες και οι γυναίκες των χριστιανών, οι οποίες έχουν παράδοση από τον Χριστό, τους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρας να ντύνονται σεμνά, έφθασαν σε σημείο τέλειας παραφροσύνης, με τον τρόπο που ντύνονται….
Εδώ δεν έχομε πατρίδα αληθινή, είμεθα ξένοι! Η πατρίδα μας είναι στους ουρανούς. Γνωρίζω καλά πόσο μεγάλη ωφέλεια προξενεί η πρόσκαιρη ασθένεια σε εκείνους που έχουν υπομονή στις θλίψεις, δεν γογγύζουν αλλά λέγουν σαν τον Ιώβ δόξα σοι ο Θεός.
Όλοι οι Άγιοι και οι δίκαιοι στον κόσμο αυτό είχαν ασθένειες, θλίψεις, στερήσεις, διωγμούς, εξορίες, βασάνους, τιμωρίες, εάν, όμως, δεν είχαν υπομονή, δεν θα άγιαζαν· γι’ αυτό ο Κύριος είπε· όποιος έχει υπομονή μέχρι τέλους, εκείνος θα σωθεί. Με την υπομονή τους οι Άγιοι άγιασαν και έλαβον μεγάλη χάρη και εδώ στη γη και στους Ουρανούς….
Οι Άγιοι πάντες Προφήτες, Απόστολοι, Μάρτυρες, Όσιοι και δίκαιοι και ο ίδιος ο αναμάρτητος Κύριός μας, είχαν θλίψεις. Πώς εμείς θέλουμε, χωρίς θλίψεις και πειρασμούς, να σωθούμε;
Οι ασθένειες είναι δώρο Θεού, είναι σημείο της αγάπης του Θεού. Μας παιδεύει εδώ στην πρόσκαιρη ζωή ολίγον για να μας αναπαύσει στην αιώνια, και «ολίγα παιδευθέντες μεγάλα ευεργετηθήσονται», λέγει το Άγιο Πνεύμα.
Όλοι οι Άγιοι είχαν ασθένειες, θλίψεις, πειρασμούς στην πρόσκαιρη ζωή, αλλά τώρα χαίρουν και θα χαίρουν αιώνια.
Εμείς οι αμαρτωλοί οφείλουμε να πιστεύουμε και να παραδεχόμαστε, ότι όσα κάμνει ο Κύριος είναι καλά, είναι δίκαια και ωφέλιμα.
Θεωρώ αναγκαίον να σου υπομνήσω ό,τι και εγώ και συ και όλοι οι Χριστιανοί οφείλουμε να έχουμε υπομονή στις θλίψεις. Χωρίς θλίψεις, ασθένειες και πειρασμούς είναι δύσκολο να σωθούμε,
Έχεις δίκαιο να παραπονιέσαι για την αστοργία στις θλίψεις και συμφορές σου των θεωρουμένων φίλων και πνευματικών αδελφών, που αν ήθελαν, θα μπορούσαν να σε βοηθήσουν… Εάν εγνώριζες τί καλό σου προξενούν οι φίλοι με την καταφρόνησή τους θα έχαιρες. Πρέπει να γνωρίζεις ότι έχεις χιλιάδες και σε παρακολουθούν, συμπονούν και βοηθούν, που δεν τους βλέπεις. Είναι οι Άγιοι Πάντες, οι Άγιοι Άγγελοι, η Κυρία Θεοτόκος, Αυτός ο ίδιος ο Χριστός. Λοιπόν μη φοβάσαι, μη στενοχωριέσαι, μη δειλιάζεις, αλλά να ευχαριστείς το Θεό….
Στους πειρασμούς, τις θλίψεις, τους κινδύνους, τις στενοχώριες, να καταφεύγεις, διά της προσευχής, προς τον Θεό ζητώντας βοήθεια. Μπορείς όμως να βάζεις και μεσίτες για τα αιτήματά σου την Κυρία Θεοτόκο και όλους τους Αγίους, οι οποίοι, επειδή έχουν λάβει χάρη, μπορούν να σε βοηθήσουν.
Οι πειρασμοί υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε στη ζωή μας και πρέπει να φυλαγόμαστε από τις αμέτρητες παγίδες που στήνει εναντίον μας ο παμπόνηρος Διάβολος. Μόνο με την ταπεινοφροσύνη και την προσευχή μπορούμε να τις αποφύγουμε και ασφαλιστούμε…Όποιος προσέχει και είναι συνετός, ωφελείται πολύ από τις θλίψεις και τους πειρασμούς.
Όπως ο Θεός σε υπομένει, σε ανέχεται, να υπομένεις και συ το παιδί σου. Έχεις καθήκον να το συμβουλεύεις, όχι όμως με ταραχή και με θυμό, αλλά με τρόπο ήρεμο και γαλήνιο. Εάν δεν σε ακούει, εκείνο έχει όλη την ευθύνη. Συ τότε να παρακαλείς το Θεό να το φωτίσει και οδηγήσει στην οδό των εντολών του.
Ή έγγαμο ή άγαμο βίον ακολουθήσεις, φρόντισε να αγαπάς το Θεό και να τηρείς τις εντολές Του και θα σωθείς ευκολότερα από πολλούς κληρικούς, που έγιναν και γίνονται αναξίως ιερείς. Να προτιμήσεις να σώσεις τη ψυχή σου.
Σε συμβουλεύω να έχεις υπομονή, να έχεις την αδιάλειπτη νοερά προσευχή και να μην αφήνεις να φεύγει ο Θεός από κοντά σου. Ο πάγκαλος Ιωσήφ ήταν στην Αίγυπτο, στο τόπο της αμαρτίας και δεν αμάρτησε διότι είχε την ενθύμηση του Θεού. Ο Αδάμ ήταν στο παράδεισο, που δεν υπήρχε αμαρτία, επειδή λησμόνησε το Θεό, τον παράκουσε, έχασε τον παράδεισο. Λοιπόν, όχι ο τόπος, αλλά ο τρόπος σώζει τον άνθρωπο, λέγει ο θείος Χρυσόστομος.
Για τις αμαρτίες μας έρχεται η οργή του Θεού
Σε χάος μεγάλο βρίσκεται ολόκληρη η ανθρωπότητα. Βαδίζει κατά κρημνών και βαράθρων. Βαδίζει στο σκοτάδι και χωρίς πυξίδα. Πού άραγε θα καταντήσει; Εκεί που κατάντησαν όλοι οι αμαρτωλοί και παραβάτες των εντολών του Θεού… Η τωρινή γενεά είναι πονηρή και προς τους πονηρούς ο Κύριος στέλνει ανάλογες τιμωρίες για να μετανοήσουν…
Ο Σατανάς κάνει την τελευταία έφοδο, και στα χρόνια μας μεγάλη θλίψη και μεγάλη οργή θα έρθει στον κόσμο… Τώρα μόνον ο Θεός να μας σκεπάσει από τους πονηρούς και κακούς εχθρούς, αόρατους και ορατούς.
Μακρυά από τα έργα, την λατρεία και την πομπή του Σατανά
Έργα του Σατανά είναι:
Η υπερηφάνεια, ο φθόνος, ο φόνος, η φιλαργυρία, η πλεονεξία, η αρπαγή, η κλοπή, το ψεύδος, η συκοφαντία, η επιορκία, η καταλαλιά, η κατάκριση, η ακρασία, η κραιπάλη, η μέθη, η ασωτία και γενικά όλα όσα είναι ενάντια στο θέλημα του Θεού.
Λατρεία του Σατανά είναι:
Οι μαγείες, οι γοητείες, ο πνευματισμός, ο υπνωτισμός και τα παραπλήσια με αυτά. Επίσης και όσοι στις ανάγκες ή τις ασθένειές τους καταφεύγουν στους μάγους, τους πνευματιστές και ζητούν βοήθεια, και όσες γυναίκες παρατηρούν στα φλιτζάνια και μαντεύουν. Όλες αυτές είναι λατρευτές των δαιμόνων, δηλαδή απονέμουν λατρεία στους δαίμονες.
Πομπή δε του Σατανά είναι:
Οι άσεμνοι χοροί, τα άσεμνα και ερωτικά άσματα, τα άσεμνα θέατρα και θεάματα, οι άνθρωποι που γίνονται μασκαράδες και ντύνονται στις απόκρεω, οι άνδρες με ρούχα γυναικεία και οι γυναίκες ανδρικά. Πρόσθεσε και τα βαψίματα και φκιασίδια των γυναικών που μεταχειρίζονται για να φανούν δήθεν ανώτερες από τον Πλάστη και Δημιουργό Θεό μας, να δώσουν ανώτερη μορφή από εκείνη που τους έδωσε ο Θεός. Όσοι και όσες είναι υποκείμενοι στα παραπάνω, εάν δεν έλθουν σε αίσθηση, να μετανοήσουν και εξομολογηθούν, είναι παραβάτες των υποσχέσεων που ομολόγησαν στο Άγιο Βάπτισμα, ότι αποστρέφονται, μισούν και δεν θα πράξουν και ακολουθήσουν τα έργα, την λατρεία και την πομπή του Σατανά, όσοι και όσες μάλιστα δεν αρκούνται στη δική τους κακία, αλλά προτρέπουν και άλλους στην αμαρτία, ιδίως στο φθόνο, την ασέλγεια και τις μαγείες· αυτοί ή αυτές είναι τέκνα του διαβόλου και όχι του Θεού….
Ας είμαστε, λοιπόν, πάντοτε ντυμένοι το Χριστό· ας σκεπτόμαστε πάντοτε το χάρισμα της υιοθεσίας που πήραμε με το άγιο Βάπτισμα, τις υποσχέσεις που δώσαμε, και να αγαπάμε Αυτόν με όλη μας τη ψυχή και τη καρδιά, για να είμαστε και εδώ στην πρόσκαιρη ζωή μαζί με το Χριστό ενωμένοι και στην αιωνιότητα.
Μη πλανώμεθα, αγαπητοί, τα έργα μας δείχνουν τί έχουμε στο νου μας. Εμείς οι άνθρωποι της σημερινής γενεάς στο νου μας κάθε μέρα έχουμε τί θα φάμε και τί θα πιούμε!…. Τί δε να πω και για τις γυναίκες; δεν έχουν άλλο στο νου τους παρά πώς να στολιστούν. Συναγωνίζονται ποιά θα ξεπεράσει την άλλη στο στολισμό. Τί πάλι να πω και για την άσεμνη ενδυμασία, την οποία ο εφευρέτης της κακίας Διάβολος δίδαξε τις γυναίκες να ντύνονται με γυμνά χέρια, στήθη και πόδια; Αλίμονο, αλίμονο για την άθλια κατάσταση των Χριστιανών! Κρύψε με, Θεέ μου, ή πάρε με, για να μη βλέπω τέτοιες αισχρότητες και αθλιότητες! Πώς δεν αισχύνονται οι γυναίκες των Ελλήνων Χριστιανών; Οι γυναίκες των Τούρκων να ντύνονται κόσμια και να καλύπτουν και το πρόσωπο, για να μη δίδουν σκάνδαλο στους άνδρες, και οι ελληνίδες και οι γυναίκες των χριστιανών, οι οποίες έχουν παράδοση από τον Χριστό, τους Αποστόλους και τους Αγίους Πατέρας να ντύνονται σεμνά, έφθασαν σε σημείο τέλειας παραφροσύνης, με τον τρόπο που ντύνονται….
Τετάρτη 29 Ιουνίου 2011
Οι πρωτοκορυφαίοι Απόστολοι Πέτρος και Παύλος
Ο Πέτρος καταγόταν από τη Βηθσαϊδά της Γαλιλαίας και ήταν γιος του Ιωνά, αδελφός του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτόκλητου. Ο Πέτρος και ο Ανδρέας ήταν ψαράδες στη λίμνη Γεννησαρέτ. Είχε νυμφευθεί στην Καπερναούμ, όπου έμενε οικογενειακά μαζί με την πεθερά του. Όπως μας πληροφορεί το Ευαγγέλιο, όταν ο Ιησούς έφθασε στη λίμνη της Γεννησαρέτ συνάντησε τούς δύο αδελφούς Πέτρο και Ανδρέα οι οποίοι έριχναν τα δίχτυα τους. Αμέσως μετά την κλήση τους, άφησαν τα δίχτυα και τις οικογένειές τους και τον ακολούθησαν.
Ψαράς στο επάγγελμα, ήταν τύπος αυθόρμητος, ορμητικός, και τη ζωή του κοντά στο Χριστό τη μαθαίνουμε από τα τέσσερα Ευαγγέλια, ενώ την αποστολική του δράση, από τις πράξεις των Αποστόλων.
Έγραψε και δύο Καθολικές Επιστολές, μέσα στις οποίες να τι προτρέπει τους χριστιανούς: «Νηψατε, γρηγορησατε· ο αντιδικος υμων διαβολος ως λεων ωρυομενος περιπατει ζητων τινα καταπιη» (Α΄ Πέτρου, ε΄ 8). Δηλαδή εγκρατευθείτε, γίνετε άγρυπνοι και προσεκτικοί. Διότι ο αντίπαλος και κατήγορός σας ο διάβολος, σαν λιοντάρι που βρυχάται, περιπατεί με μανία και ζητάει ποιον να τραβήξει μακριά από την πίστη και να τον καταπιεί.
Τρίτη 28 Ιουνίου 2011
Είσαι δίκαιος; Να μην ταπεινώνεις τον αδελφό σου.
Έχεις άφθονα κατορθώματα; Να μη χλευάζεις τον πλησίον σου και μειώνεις το εγκώμιό σου. Και να προσέχεις τα λόγιά σου, αγαπητέ μου. Περισσότερο οφείλει ο δίκαιος να φοβάται την υπερηφάνεια, παρά ο αμαρτωλός.
Αυτό το είπα και χθες, το λέω και σήμερα.... Διότι ο αμαρτωλός αναγκαστικά έχει τη συνείδησή του ταπεινή, ενώ ο δίκαιος καυχιέται για τα κατορθώματά του.
Όπως, ακριβώς, και στα πλοία. Εκείνοι που έχουν άδειο πλοίο, δεν φοβούνται την επίθεση των πειρατών, διότι εκείνοι δεν έρχονται να διαρρήξουν το πλοίο που δεν έχει τίποτα.
Ενώ εκείνοι που έχουν πλοίο γεμάτο με φορτίο, φοβούνται τους πειρατές, διότι ο πειρατής πηγαίνει εκεί που υπάρχει χρυσάφι, που υπάρχει ασήμι, που υπάρχουν πολύτιμα πετράδια. Έτσι και ο διάβολος, δεν απειλεί εύκολα τον αμαρτωλό, αλλά τον δίκαιο, όπου υπάρχει πλούτος πολύς.
Επειδή πολλές φορές η υπερηφάνεια προέρχεται από την εχθρότητα του διαβόλου, είναι απαραίτητο να είμαστε προσεκτικοί.
Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου
http://1myblog.pblogs.gr/
Στο κρεβάτι του πόνου ......+ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΡΟΥ
+ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΜΥΡΟΥ
Ο περιβόητος Βολταίρος που σ’ όλη του τη ζωή σατίρισε τη Χριστιανική Θρησκεία, είχε τραγικό τέλος. Ο γιατρός του Tranchlin έλεγε, ότι όλοι οι άπιστοι θα έπρεπε να παρευρίσκονται στο κρεβάτι του πατριάρχου της απιστίας, για να δουν ένα τρομερό θέαμα: Την ψυχή που αποχωρίζεται ένα άπιστο σώμα, το σώμα που δεν σεβάστηκε τη Θεότητα.
Σήμερα όμως, αγαπητοί αναγνώστες, θα ζήσουμε μαζί ένα αντίθετο συγκλονιστικό θέαμα: Τον αποχωρισμό του σώματος από μία ευγενική ψυχή, που αγάπησε πολύ το Θεό. Πρόκειται για ένα παλικάρι, που διάβηκε τη γήινη σφαίρα εξαγνισμένο πάνω στο κρεβάτι του πόνου. Το περιοδικό μας είχε και άλλοτε αναγράψει το όνομα του παλικαριού αυτού. Ήταν μεταξύ των νέων εκείνων, που αποτέλεσαν το ιεραποστολικό συνεργείο και δούλεψαν ολοπρόθυμα στα φιλανθρωπικά έργα της μητροπόλεώς μας…
Το κεφάλαιο της ζωής του ανοίγει σ’ ένα χωριό, κάμποσα χιλιόμετρα νοτιανατολικά της Κοζάνης, το Παλαιογράτσανο. Δρόμος αμαξωτός δεν οδηγεί στο χωριό. Ο πολιτισμός ξέχασε να το προσέξει. Ίσως σεβάστηκε τη φυσική ομορφιά του. Και κείνο, κρυμμένο σε μια πλαγιά των Πιερίων, όπου πεύκα σμίγουν με έλατα, μένει αγνό, ανέγγιχτο, ζει τις πενήντα οικογένειες του μέσα στην καλοσύνη και την απλότητα της βουνήσιας ζωής.
Δίπλα στην εκκλησιά, μέσα στον περίβολό της, είναι το πατρικό σπίτι του Κώστα. Εκεί αντίκρισε για πρώτη φορά το φώς της μέρας. Η μάλλον κάτι άλλο… Καθώς το ιερό κτίριο, λες και αγκαλιάζει με τον ίσκιο του το πατρικό του σπίτι, ήταν πιο φυσικό το παρθένο βλέμμα του να δει πρώτα το ναό και σχεδόν αμέσως το φως του ουρανού… Η παιδική του ζωή κύλισε στο χώρο αυτό και στις πλαγιές της φύσεως.
Έφηβος πια αφήνει το χωριό του. Έρχεται στην Κοζάνη για γυμνασιακές σπουδές. Στο οικοτροφείο «40 Μάρτυρες», όπου ένα χρόνο νωρίτερα είχε έρθει ο μεγαλύτερος αδελφός του, ο Παναγιώτης , γνωρίζει μια άλλη οικογένεια, την πνευματική οικογένεια. Μια νέα ζωή αρχίζει τώρα. Η ανήσυχη φύσις του αναζητά, ψάχνει, ποθεί τα ύψη. Αναζητά το άπειρο. Βοηθούς έχει το διευθυντή του και τα μεγάλα του αδέλφια. Η ευαίσθητη ψυχή του πυρώνεται απ’ την εσταυρωμένη Αγάπη. Τη δίψα του δροσίζει στα γάργαρα νερά της Αγίας Γραφής…
Από τότε ο Χριστός βρίσκεται μπροστά του. Να τι γράφει το ημερολόγιο του όταν ήταν στη Β΄ τάξη του Γυμνασίου <<…Από σήμερα ας προσπαθήσω να γίνω καλύτερος στην χριστιανική ζωή, κι’ ας δώσω το ταλέντο μου στην υπηρεσία του Κυρίου>>. Η καρδιά του είχε επιθυμήσει την αληθινή χαρά. Την βρήκε στα ίχνη Εκείνου. Ζει στον ωκεανό της χάριτος. Βέβαια έχει να διανύσει μια δύσκολη ανάβαση, γεμάτη πέτρες κι’ αγκάθια που δεν μπορεί ακόμη καθαρά να μαντέψει. Όμως τι με τούτο; Πολλές φορές είχε ακούσει τον διευθυντή του να λέει «Όποιος είναι παλικάρι στην καρδιά και στην ψυχή, μόνο αυτός μπορεί α ζήσει την χριστιανική ζωή». Κι ο Κώστας ήταν παλικάρι. Αποφάσισε να ανέβει τον ανηφορικό δρόμο. Δεν φοβότανε τα ύψη. Ήταν άλλωστε δεινός αλπινιστής από μικρό παιδί, όταν έπαιρνε την φλογέρα και σκαρφάλωνε στα βουνά με τα έλατα και τις οξιές για να βοσκίσει το κοπάδι του. Όλες οι ραχούλες αντηχούσαν τότε από την γλυκιά μουσική. Τώρα ακούει ο ίδιος την φωνή του ουρανού. « Τα πρόβατα, τα εμα της φωνής μου ακούει, καγώ γινώσκω αυτά, και ακολουθούσι μοι» ( Ιωάν. 10,27) Μπορεί να αρνηθεί το κάλεσμά της; Ποτέ. Γιατί σ’ αυτήν βρίσκει την εκπλήρωση των ονείρων του.
Ήταν ψηλός και ευθυτενής. Γεμάτος σφρίγος και ζωντάνια. Το πρόσωπό του σοβαρό και επιβλητικό. Η χριστιανική αγνότητα ήταν ανθισμένη στα ακτινοβόλα μάτια του, στα μάτια εκείνα, που τόσα έλεγαν και που μέσα τους κλείνονταν η ζωή του ολόκληρη. Εκείνο όμως που περισσότερο θαυμάζαμε όλοι, ήταν η χαρούμενη απλότητά του, που φανέρωνε την ειλικρινή του διάθεση. Αλησμόνητες οι λεπτές του απαντήσεις. Στα αστεία του πηγαίος και ευχάριστος. Ορμητικός στον χαρακτήρα. Πρώτος στα μαθήματα. Ένα βουνίσιο φώς που κατέβηκε ανάλαφρα από τα Πειέρεια, για να κερδίσει τις καρδιές συμμαθητών, καθηγητών και φίλων του…
…Σεπτέμβριος μήνας του ‘70. Ο Κώστας ετοιμάζεται για το σχολείο. Απομένει η τελευταία τάξη. Πριν κατεβεί από το χωριό, τακτοποιεί, όπως πάντα, τις δουλειές του σπιτιού. Γερός στο σώμα, επιδέξιος στο χέρι, κουβαλά τα ξύλα για το χειμώνα. Βοηθάει στον τρύγο. Κάνει κάθε τι για να ξεκουράσει τους γονείς του. Άλλωστε είναι τόσες λίγες μέρες που μένει κοντά τους. Τα τελευταία χρόνια τις πιο πολλές μέρες των δίκοπων τις αφιερώνει στην ιεραποστολή. Πότε κατεβαίνει στο ιεραποστολικό κέντρο της αδελφότητος « Σταυρός» στην Αθήνα και βοηθάει στις διάφορες εργασίες, και πότε ανεβαίνει πάνω στην Φλώρινα για να δώσει το «παρών» στο κάλεσμα του φλογερού ιεράρχου της. Ζωντανή η συμμετοχή του στο ιεραποστολικό συνεργείο. Δουλεύει για το κτίσιμο εκκλησιών και ευαγών ιδρυμάτων. Το τελευταίο καλοκαίρι διακρίθηκε στο κτίσιμο του Αγίου Κοσμά στην Σιταριά…
Έτσι ικανοποιημένος, εσωτερικά, γυρίζει στα αγαπημένα του βιβλία… Όμως την εσωτερική του γαλήνη έρχονται να ταράξουν ανεξήγητοι πόνοι στα οστά. Δύο μέρες αργότερα παρουσιάστηκε και πυρετός. Μπαίνει στο Νοσοκομείο Κοζάνης. Οι γιατροί ερευνούν την αιτία των πόνων. Οι εξετάσεις, που μεσολαβούν, δείχνουν πως η νόσος πρέπει να εντοπίζεται στο αίμα.
Από δώ και πέρα αρχίζει η γνωριμία μου μαζί του… Τον γνώρισα στον πόνο. Τον βρήκα προετοιμασμένο να σηκώσει το σταυρό του πόνου. Μελετούσε βαθιά το πάθος του Κυρίου. Τον είδα να βαδίζει το δύσκολο μονοπάτι της δοκιμασίας του τραγουδώντας « Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον». Έζησα τον πόνο και το τραγούδι του. Τι παράξενη αντίθεση! Θα πουν οι άπιστοι. Τι μεγαλείο αγνής και γενναίας ψυχής! Θα πουν οι χριστιανοί.
Δέκα μέρες αργότερα βρίσκεται στο νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ της Θεσσαλονίκης. Ο εργαστηριακός εξοπλισμός του βοηθάει στην διάγνωση της αρρώστιας. Εν τω μεταξύ η κατάστασή του πάει προς το χειρότερο. Οι πόνοι πληθύνονται. Πυρετός και ιδρώτας μαστίζουν το κορμί του. Αιμορραγίες συμπληρώνουν την τραγική κλινική εικόνα. Μένει το αποτέλεσμα της βιοψίας του μυελού… Αγωνία!… Ξάφνου τα τηλέφωνα σε συναγερμό. Τα πνευματικά του αδέρφια στην Φλώρινα, στην Κοζάνη, στα Γρεβενά, στην Αθήνα, στην Θεσσαλονίκη, μαθαίνουν αστραπιαία την είδηση. Αλλοίμονο! Ό Κώστας έπασχε από οξεία λευχαιμία…
Οι γιατροί του ΑΧΕΠΑ δίνουν τη μάχη. Η ζωή με τον θάνατο κονταροχτυπιούνται. Προσπαθούμε να του κρύψουμε την αρρώστια του, αλλά και κείνος κρύβει από μας ότι την έχει καταλάβει. Τις τελευταίες στιγμές θα το αποκαλύψει… Περιμένει τον θάνατο, ενώ τα 18 του χρόνια προβάλλουν δυνατή την απαίτηση της ζωής. Αγωνίζεται να βρει την υγεία, για να μην χάσει τα μαθήματα. Απ’ το άλλο μέρος προσπαθεί να διώξει το φόβο του θανάτου. Οι σκέψεις, που διαβάζοντας στα τελευταία του βιβλία, υπογράμμιζε, το μαρτυρούν. Σαν ετούτη «… Αύριο θα ανταμωθούμε ο θάνατος κι εγώ… Πόσο όμως με κάνει να πονώ η θύμηση κάθε στιγμής που ξόδεψα στα χαμένα… Η πνευματική οικογένεια ετοιμάζεται κι αυτή για την δικιά της μάχη. Συσπειρώνεται το στρατόπεδο προσευχής. Όλοι σε επιφυλακή.
…Νύχτα! Πολλές ψυχές, γονατιστές, υψώνουν στον Θεό την παράκληση αν είναι θέλημά Του να μείνει ο Κώστας ακόμη εδώ κάτω. Οι μαθητές στο Οικοτροφείο κάνουν παράκληση «… Παρθένε θεράπευσον εξ αρρωστείας εις ρώσιν μετασκευάζουσα.» Κι’ ενώ η προσευχή συνεχίζεται, πολλοί καταφτάνουν στην Θεσσαλονίκη. Ο Κώστας έχει ανάγκη από αίμα. Ανοίγουν τις φλέβες τους και το ζεστό τους αίμα μεταγγίζεται στο βασανισμένο κορμί.
Η είδηση της αρρώστιας του Κώστα συγκλονίζει όλους. Ο Σύλλογος των καθηγητών του στέλνει αντιπροσωπεία στο ΑΧΕΠΑ να επισκεφθεί τον πρώτο μαθητή του Γυμνασίου. Ο Κώστας συγκινείται…
Ο Κύριος, που με την τακτική Θεία Κοινωνία βρίσκεται μέσα Του, Τον ενισχύει. Του προσφέρει την δύναμη να υπομένει τους σωματικούς πόνους. Και εκείνος μαθαίνει να υπομένει το μαρτύριό του. Ώ αυτή η υπομονή! Δεν γογγύζει ούτε παραπονιέται. Κρύβει τον πόνο του στους επισκέπτες. Ένα χαμόγελο χρωματίζει την απάντησή του «Είμαι καλά…».
…Η αρρώστια εξελίσσεται μεταξύ καλυτερεύσεων και υποτροπών την μια μέρα οι ελπίδες ξαναζούν και όλων οι καρδιές αντιχούν χαρμόσυνα για το θαύμα. Ύστερα αρχίζει πάλι η παράκληση… Αλλ’ ο Κώστας σ’ όλη ατή ην περίοδο παραμένει πάντα το ίδιο ψύχραιμος. Έχει λουστεί στο λουτρο της εξομολογήσεως. Είναι ενωμένος με τον Χριστό, και από Εκείνον κανείς δεν θα μπορέσει να τον χωρίσει. Τον ακλουθεί, βαδίζοντας πάνω στο μονοπάτι του πόνου, που ετοιμάστηκε γι’ αυτόν. Ο δρόμος του Φωτός ξανοίγεται μπροστά του, και η ζωή πάνω στο κρεβάτι της οδύνης, γίνεται μια προετοιμασία, για την θεϊκή συνάντηση.
Δύο μήνες πέρασαν. Επιτέλους! Η πρώτη κρίση πέρασε. Καλυτέρεψε αρκετά. Εγκαταλείπει το νοσοκομείο. Ξαναγυρίζει στην Κοζάνη. Το γυμνάσιο και το Οικοτροφείο του ετοίμαζαν θερμή υποδοχή. Όλοι γιόρταζαν την επάνοδο του.
Ο χειμώνας σαν να του δίνει καινούριες δυνάμεις. Μόνο που η όψη του είναι τώρα ωχρή. Τα μαλλιά του έχουν πέσει. Ποθεί να βρει τα χαμένα ροδοκόκκινα χαρακτηριστικά. Οι φίλοι του το κάνουν αίτημα προσευχής, και η άνοιξη φέρνει την απάντηση. Στο πρόσωπό του ανθίζει και πάλι ένα ροδαλό χρώμα. Το ίδιο και στα χέρια. Τα μαλλιά φούντωσαν νέα. Οι δυνάμεις του ανέλαβαν. Όλα δείχνουν ότι τα πράγματα πάνε καλά.
Τέλη Ιουνίου του 71 ο Κώστας καλείται επειγόντως στο ΑΧΕΠΑ. Κι’ όμως καθυστερεί. Οι απολυτήριες εξετάσεις τελειώνουν. Πρέπει να πάρει το απολυτήριο. Παρευρίσκεται στην απονομή των βραβείων στους καλύτερους μαθητές απ’ το Νομάρχη Κοζάνης. Οι καθηγητές τον τιμούν με το πρώτο βραβείο της τάξεώς του… Μα η νέα υποτροπή καλπάζουσα τον οδηγεί στο Νοσοκομείο…
Ο Κώστας υποφέρει σιωπηλά, δίχως παράπονο. Με τη λεπτή του ευαισθησία συγκεντρώνει την αγάπη γιατρών και νοσοκόμων. Ελπίδα όμως ανθρωπίνως δεν υπάρχει πια… Ο Ιούλιος τον βρίσκει στην Κοζάνη. Στη φιλόξενη στέγη του Οικοτροφείου ζει τις τελευταίες του μέρες. Επιμένει να πιστεύει, ότι θα δώσει εξετάσεις στο Πανεπιστήμιο. Και στο κρεβάτι ακόμα κρατά το βιβλίο στο χέρι… Μα δεν θα φθάσει η ζωή του μέχρι τις μέρες των εξετάσεων…
Στενοί συγγενείς και πνευματικά του αδέρφια βρίσκονται κοντά του τις τελευταίες μέρες. Στο Θανάση , φίλο του και κοντοχωριανό του, αφήνει την τελευταία του «γραφίδα», «Ω άνδρες Παλαιογρατσάνου!…» Ακόμη και σ’ αυτό το σημείωμα διαφαίνεται η χαρά μιας ψυχής που τα βλέπει όλα από την ουράνια άποψη.
…8 Αυγούστου… Ζητά και πάλι ιερέα. Εξομολογείται και κοινωνεί τα Άχραντα Μυστήρια. Κλείνει μέσα στην καρδιά του τον Βασιλέα των μαρτύρων. Το πρόσωπό του, παραμορφωμένο από τη σφραγίδα του μαρτυρίου ειρηνεύει… Η μια μέρα διαδέχεται την άλλη. Οι βολβοί των ματιών του κουνιούνται άτακτα εδώ και κεί. Είναι οι ειρηνευτικές κινήσεις, που κάνουν τα μάτια του τυφλού ανθρώπου. Τα κυτταροστατικά φάρμακα και οι τριχοειδικές αιμορραγίες στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες τελειώνουν το καταστροφικό τους έργο. Τώρα διακρίνει μόνο σκιές ανθρώπων… Το σώμα βαραίνει. Θέλει να μείνει στην γή. Η ψυχή όμως δεν σταματά. Τινάζει το κορμί. Ζητά να πετάξει σε μια ανώτερη, σε μια αιώνια ζωή.
…16 Αυγούστου… Ημέρα Δευτέρα… Ώρα 6η πρωινή. Η ενέργεια της πεθιδίνης πέρασε. Ο άρρωστος ξύπνησε με γενικευμένους πόνους…
-Θα πεθάνω Θανάση…
-Κώστα, όλοι θα φύγουμε όταν μας καλέσει ο Κύριος.
-Ναι, αλλά εγώ κατάλαβα από χτές βράδυ ότι φεύγω. Φέρτε μου τον πνευματικό, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω…
Ο Θανάσης κι’ ο αδερφός του Κώστα, ο Παναγιώτης, κοιτάχτηκαν στα μάτια. Η κυρά Σταυρούλα, η μητέρα του, πλησίασε αθόρυβα το κρεβάτι. Μια συγκρατημένη θλίψις ζωγραφιζόταν στην όψη της.
-Μπρός λοιπόν. Τι κάθεστε; Θέλω παπά. Τ’ ακούτε; Τώρα αμέσως…
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα. Συγκέντρωσε όλες του τις δυνάμεις…
-Γρήγορα να μου τον φέρετε…
Ο Θανάσης με τον Παναγιώτη τρέξανε στον έρημο δρόμο. Μια φωνή βούιζε στ’ αυτιά τους. Στον Αϊ Δημήτρη αντάμωσαν το νεωκόρο. Ο παπάς δεν είχε ακόμη φανεί. Τον βρήκαν στο σπίτι του έτοιμο σχεδόν για τη θεία Λειτουργία…
…Όποιος διαβάτης περνούσε το δημόσιο δρόμο, έβλεπε το πρωινό αυτό της 16ης Αυγούστου, έναν ιερέα να οδηγεί σιωπηλά τα βήματά του στο Οικοτροφείο. Το πρόσωπό του είχε ιδιαίτερη λάμψη. Τα χέρια του έσφιγγαν στο στήθος τον πολύτιμο Μαργαρίτη. Ήταν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, που ένα ανθρώπινο πλάσμα περίμενε τόσο ανυπόμονα!
Λίγο αργότερα ο Κώστας κοινωνούσε τα Άχραντα Μυστήρια και γινόταν ένα με το Χριστό. Το Ζωηρό Αίμα του Χριστού έσμιγε με το αρρωστημένο αίμα του Κώστα. Αυτές τις στιγμές ο ετοιμοθάνατος ζούσε με τη νοσταλγία της Αιωνιότητος. Βρισκόταν κιόλας στην Αιωνιότητα…
Από βράδυ της ίδιας μέρας βάρυνε πολύ Ο ρόγχος και τα τινάγματα των χεριών του μαρτυρούσαν τον αγώνα της ζωής. Που και που άκουγες την ίδια πάντα ερώτηση. – Τι ώρα είναι;… Ήταν περασμένες τρείς, όταν η ίδια φωνή ακούστηκε έντονα. Ωστόσο είχε κάτι το εξωκοσμικό…
-Τι ώρα είναι τώρα;
-Γύρω στις τέσσερις Κώστα.
-Πρέπει να φύγω…
Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε το πρώτο σφύριγμα του τραίνου. Τέντωσε τα σκέλη του. Τα μάτια του έπαιξαν.
-Εγώ φεύγω, φεύγω…
-Πού θα πάς; Τόλμησε να πει ο πατέρας;
-Για μακρινό ταξίδι… Μακριά, πολύ μακριά… Ψηλά, πολύ ψηλά… Να! Με καλούν… με καλούν,… φεύγω…
- Ποιοι είναι αυτοί που σε καλούν, Κώστα;
-Άγνωστοι, δεν γνωρίζω κανέναν…
Και λέγοντας αυτά έπεσε στην αγκαλιά της μητέρας και του πατέρα. Το κορμί του ήταν πνιγμένο στον ιδρώτα. ¨Έμεινε έτσι αρκετά λεπτά. Ανάπνευσε βαθιά…
-Πού βρίσκομαι, πού είμαι; Ρώτησε.
-Στο οικοτροφείο, Κώστα. Πού ήσουνα;
-Πολύ μακριά,… ψηλά, πολύ ψηλά…
-Τι ήταν εκεί πάνω;
-Όλα έλαμπαν. Φώς πέρα… Τι παντοδύναμο Φώς! Έβλεπα. Ήταν μεσημέρι.
-Εδώ βλέπεις;
-Όχι. Εσείς έχετε σκοτάδι. Ώ! Πόσο όμορφα ήταν εκεί πάνω!
Έμεινε ακίνητος στην ίδια θέση. Αργά – αργά έστρεψε το κεφάλι στη μεριά του αδερφού.
-Ποιος είναι αυτός;
-Ο Παναγιώτης, Κώστα.
-Ο Παναγιώτης, που σπουδάζει στην Αθήνα; Καλά… Τι θα γίνεις όταν τελειώσεις;
-Θεολόγος.
-Κι’ ύστερα; Κι’ ύστερα, πες μου, τι θα γίνεις;
Έκανε μια κίνηση νευρική. Θέλησε να σηκωθεί, να στηριχτεί στο κρεβάτι. Δεν του αρκούσαν αυτά που άκουγε. Ζητούσε κάτι περισσότερο.
-Κληρικός… Θέλεις τίποτε από μένα τον αδερφό σου;
-Ναι, θέλω. Σαν γίνεις παπάς, θέλω να περνάς το όνομά μου…
-Και από μένα το Θανάση;
-Και από σένα το ίδιο…
Έγινε ησυχία. Δεν κράτησε όμως πολύ. Μια φωνή ανάμικτη με λυγμό ακούστηκε.
-Παιδί μου, είμαι η μάνα σου. Τι θα ήθελες από μένα παιδάκι μου;
-Μην κλαίς μάνα. Θέλω να μ’ ανάβεις ένα κερί.
Εκείνη τη στιγμή ένας δυνατός πόνος συγκλόνισε τον ασθενή. Η οδύνη έπνιγε την φωνή του…
-Αχ, πατέρα μου, πονώ… πονώ, σου λέω… Πατέρα, μη με ξεχνάς.
-Ποτέ γυιόκα μου. Ποτέ δεν θα σε ξεχάσουμε. Είσαι, γυιέ μου, ευχαριστημένος; Έχεις κανένα παράπονο; Θα μας θυμάσαι, Κώστα;
-Ω! Σας ευχαριστώ όλους. Ήσασταν τόσο καλοί μαζί μου! Πάντα θα σας θυμάμαι… Πάντα… Εσείς θα με θυμάστε;
-Θα είσαι μέσα στην καρδιά μας…
-Ξημερώνει, γλυκοχαράζει,… είπε και τα βλέφαρα έκλεισαν.
Ξημέρωσε… Το μαρτύριο του κορυφώθηκε. Μια ωχροκίτρινη πανάδα πλανιόταν σ’ όλο το σώμα.
-Θεέ μου, γιατί μ’ άφησες πάλι; Γιατί δεν με πήρες; Λυπήσου με, Χριστέ μου… Οι λέξεις έβγαιναν με μεγάλη δυσκολία. Κάποτε άκουγες –Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον με,… ενώ αργότερα ακολουθούσε αυτοσχέδια προσευχή. –Χριστέ μου, φύλαγε τον πατέρα Δανιήλ, τον αδερφό Στέργιο, την αδερφή Αγνή… Μα ο ρόγχος του θανάτου έπνιγε την φωνή, δεν άφηνε να ξεδιαλύνουμε τις λέξεις, τα αισθήματά του, που χρωμάτιζαν σαν ουράνιο τόξο ακόμα και το θάνατο.
Το απόγευμα στύλωσε το βλέμμα έξω από το παράθυρο. Τα χείλη του κινήθηκαν. –Εικών ειμί της αρρήτου δόξης σου… Το αρχαίον κάλλος αναμορφώσασθαι… Παραδείσου πάλιν ποιών πολίτην με…».. Είχε βγάλει έξω από το σκέπασμα ένα χλωμό χέρι, φλογισμένο από τον πυρετό. Ο μεγάλος πνευματικός του αδερφός που ήρθε από τη Φλώρινα, ο κ. Στέργιος Σάκκος, έσκυψε επάνω του.
-Πονάς;…
-Πολύ, είπε ψιθυριστά, τόσο αδύνατα, που περισσότερο μάντεψε, παρά άκουσε.
Ακολούθησαν τραγικές στιγμές. Σηκωνόταν να στηριχθεί στην αγκαλιά του πατέρα. Αργότερα έπεφτε βαρύς στην κλίνη. Ο Κώστας πνιγόταν. Τα ερυθρά αιμοσφαίρια τελείωναν. Ήταν φοβερό. Αναζητούσε στο βάθος, κει μέσα στους πνεύμονές του, ένα απομεινάρι αναπνοής. Αλλοίμονο, δεν μπορούσε να βρει πια. Έβλεπα ν’ ανεβαίνει το νεανικό του στήθος, να βαθουλώνει πάλι, να τινάζει το κεφάλι, να ρίχνει το βάρος στους ώμους του Παναγιώτη. Έπιανα το σφυγμό και κείνος χανότανε. Θα’ λέγε κανείς, πως όση ζωή του απέμεινε είχε συγκεντρωθεί στα τυφλά του μάτια, που κουνιόνταν άτακτα πάνω – κάτω, πίσω απ’ το μέτωπό του, που το σκίαζαν τα μαλλιά του, τα μουσκεμένα απ’ τον ιδρώτα του θανάτου.
-Αχ! Δεν βαστώ άλλο… Ως εδώ ήταν… Θεέ μου, λυπήσου με…
Κι’ εμείς μαζεμένοι ο ένας κοντά στον άλλο, μικροί και αδύνατοι, κοιτούσαμε το θάνατο να συμπληρώνει το έργο του. Το στήθος του έβγαζε αναστεναγμούς. Το χρώμα του έγινε κέρινο. Τα χέρια του τραβούσαν και ξανατραβούσαν τα σεντόνια.
Βγήκαμε έξω. Το ρολόι που σημάδευε το χρόνο έδειχνε μεσάνυχτα. Μία και κάτι. Στο δωμάτιο έμειναν οι τέσσερις. Πατέρας, μητέρα, αδερφός και ο Κώστας. Μια χριστιανική οικογένεια αντιμετώπιζε το θάνατο του παιδιού της. Όχι με κλάματα και κραυγές απελπισίας, αλλά με την βέβαιη ελπίδα της ανταμώσεως στον ουρανό. Ευλογημένη χριστιανική οικογένεια!
Τα σβησμένα του μάτια έκλεισαν. Η φωνή του ακούστηκε να ψάλλει το κύκνειο άσμα. «Τώρα τέλος. Κύριε, ελέησον. Κύριε, ελέησον. Δι’ ευχών των αγίων πατέρων ημών, Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός, ελέησον και σώσον ημάς, Αμήν». Αργά – βαθειά, ανάπνευσε τρεις φορές σε διαστήματα. Έκλινε το κεφάλι και ήρεμα παρέδωσε την ψυχή του στην αγκαλιά του Θεού για την ουράνια πατρίδα.
Συγκεντρωθήκαμε όλοι μέσα. Επικρατούσε ησυχία. Μόνο η προσευχή του κ. Σάκκου παλλότανε γλυκά. Γαλήνευε τις καρδιές. Από τα μισάνοιχτα παράθυρα το φώς της χαραυγής φώτιζε το μαρτυρικό κορμί, που δεν πονούσε πια. Η μορφή του, γαλήνια κι ήρεμη αποκτούσε μια ομορφιά που ποτέ δεν είχε όσο ζούσε. Νόμιζες πως ακτίνες έβγαιναν από το μέτωπό του, που θα μπορούσαν να φωτίσουν όλο το σύμπαν…
Η μάνα όρμησε και σφιχταγκάλιασε το νεκρό.
-Παιδί μου,… Γιέ μου… μακάρι να μ’ αξιώσει ο Θεός να έχω το δικό σου τέλος.
Το μεσημέρι μας βρήκε στο δρόμο που οδηγούσε στο χωριό. Ο Σύλλογος «40 Μάρτυρες» διέθεσε αυτοκίνητα για τη μεταφορά του νεκρού και των συγγενών του. Και κει που σταματά ο αμαξωτός δρόμος, για ν’ αρχίσει η ανάβαση, τι συγκίνηση! Όλοι οι χωρικοί από το Παλαιογράτσανο με τα μουλάρια και τα γαϊδουράκια τους περίμεναν το νεκρό και τη συνοδεία του. Συγκλονιστικές στιγμές. Νέοι του χωριού σήκωσαν στα δυνατά τους χέρια το φέρετρο. Οι ξένοι ανέβηκαν στα ζώα. Η ιερή συνοδεία ξεκίνησε. Ο ουρανός από πάνω, σαν βυζαντινός τρούλος, λαμποκοπούσε. Ακολουθήσαμε με τα πόδια.
-Πάρε να δεις, μου λέει σε μια στιγμή ο Θανάσης, και άφησε στα χέρια μου ένα μικρό βιβλίο. Το άνοιξα. Ήταν η Καινή Διαθήκη του Κώστα. Το αγαπημένο του βιβλίο. Ξεφύλλισα τις σελίδες που του πρόσφεραν την αιώνιο ζωή. Όλες υπογραμμισμένες…
Η καμπάνα του χωριού ακούστηκε με τον πένθιμο ήχο της. Φτάσαμε στο χωριό. Όλα έχουν ετοιμαστεί. Οι γυναίκες από τα χαράματα άναψαν τους φούρνους. Έψησαν ζεστό ψωμί. Μαγείρεψαν τη «μακαρία». Οι άνδρες δεν πήγαν στη δουλειά τους. Έπρεπε να τιμήσουν το νεκρό. Μα και τα μικρά παιδιά σκαρφάλωσαν στις ραχούλες. Κόψανε λουλούδια για τον αξιαγάπητο Κώστα. Έτσι μέσα στην εκκλησία έβλεπες λουλούδια, πολλά λουλούδια, λουλούδινα στεφάνια, λουλούδινους σταυρούς, λουλούδινα μαξιλάρια… Και ανάμεσά τους πρόβαλλε ο Κώστας στο φέρετρο. Τα σπίτια άδειασαν. Όλοι ήρθαν να τον αποχαιρετήσουν. Όμως τι στιγμές αλησμόνητες για όλους μας! Δεν ακούγονται μοιρολόγια και απελπισμένες κραυγές. Με τις προσευχές και τους ύμνους προσπαθούμε να παρηγορηθούμε για το χωρισμό.
Κηδεία πράγματι χριστιανική. Κλαίμε ως έχοντες ελπίδα. Με προσοχή παρακολούθησαν όλοι τη νεκρώσιμη ακολουθία… Ένα κοριτσάκι, γύρω στα δέκα χρόνια, ξαδερφούλα του Κώστα, έβγαλε ένα χαρτί και διάβασε «Κώστα, αγαπημένε μας ξάδερφε…» Άλλα ένας λυγμός που βγήκε από την παιδική καρδούλα, διέκοψε τη συνέχεια. Τα δάκρυα έτρεξαν στα παιδικά μάγουλα… «Δεν θα σε ξαναδούμε ανάμεσά μας; Δεν θα μας πεις πια ιστορίες για τον καλό Χριστό;» Ύστερα ο δεύτερος ομιλητής έκανε δειλά δύο βήματα. Ήταν ένα μελαχρινό αγοράκι. «Κώστα μας, καμάρι του σχολείου, μεγάλε μας αδερφέ… Θυμάσαι που έλεγες: Πάντα εμπρός, παιδιά με το Χριστό!; Και μείς πόσο σε καμαρώναμε!» Νέα δάκρυα κύλισαν Ο διευθυντής του Οικοτροφείου «40 Μάρτυρες» κ. Ιωάννης Τζάλλας έστελνε στο μαθητή του τον τελευταίο χαιρετισμό «Θα σ’ ονομάσω αδερφό, και όχι οικοτρόφο… Πόσο θαυμάζαμε την ειλικρίνιά σου!… Ναι ο Κώστας ήταν υποψήφιος. Έδωκε εξετάσεις και πέτυχε. Όχι στο γήινο Πανεπιστήμιο, αλλά στο ουράνιο. Πήρε το βαθμό άριστα. Κέρδισε το Χριστό, που κατέκτησε την ψυχή του και που σήμερα είναι ολοκληρωτικά δική του»… Το πλήθος έκανε τόπο. Πέρασε ο Παναγιώτης. Η ματιά του πλανήθηκε τριγύρω για να στυλωθεί στο φέρετρο. «Αδερφέ μου… Δυο φορές αδερφέ μου…» Λυγμοί συντάραξαν το εκκλησίασμα. Ύστερα ο πρόεδρος του Συλλόγου «40 Μάρτυρες» κ. Ευθύμιος Καρμαζής τον αποχαιρετά με συγκίνηση… Τελευταίος ομιλητής ο κ. Στέργιος Σάκκος. Το κήρυγμα του μεγάλου αδερφού πυρπόλησε τις καρδιές. «Θα μπει μέσα στον τάφο το κορμί. Θα λειώσει η σκουριά τα αμαρτίας, που κόλλησε στον άνθρωπο ύστερα από τη θεία καταδίκη. Θ’ αναστηθεί ένα σώμα τέλειο, όπως ήταν στην αρχή. Θα φορέσουμε το αιώνιο και αθάνατο σώμα, που δεν θα πονά, ούτε θα λυγίζει στην αρρώστια, στο θάνατο… Ο Κώστας έδωκε στους δικούς του τη μαρτυρία της ουρανίου ζωής. Ταξίδευσε μια μέρα πρωτού κοιμηθεί… Ζούμε με τη βεβαιότητα της Βασιλείας του Θεού. Κώστα, ώρα καλή, παλληκάρι μου, καλό σου ταξίδι, πνευματικέ μας αδερφέ. Αναπάυσου στα ουράνια σκηνώματα…»
Κάνεις δεν μιλούσε. Κανείς. Μόνο τα μάτια άστραφταν από ελπίδα. Ο λόγος του Κυρίου γαλήνευε τις καρδιές. Ο άγιος Γρηγόριος ο Νύσσης μιλώντας για την ψυχή και την ανάσταση λέει κάπου. «Όψει γαρ τούτο το σωματικόν περιβόλαιον, το νυν διαλυθέν τω θανάτω, εκ των αυτών πάλιν οξύ, φαινόμενον ου κατά την παχυμερή ταύτην και βαρείαν κατασκευήν, αλλ΄επί το λεπτότερον τε και αερώδες» (Ε. Π. Μigne 46, 108Λ). Ο Κώστας εγκατέλειψε το βαρύ σώμα. Θ’ αναπαυθεί στον τάφο, και κάποια μέρα θα ντυθεί το «λεπτότερον», το «αερώδες», το ανυπέρβλητο σε κάλλος ένδυμα της αθανασίας.
Ο Κώστας φεύγει για την τελευταία του κατοικία. Τα παιδιά τον ξεπροβοδίζουν. «Που τραβάς ανθοπέταλο, τη ζωή σου να σβήσεις;… Πάω να φέρω την άνοιξη, σε μια χώρα άλλης ζήσης». Εκείνη την ώρα ένας λαχανιασμένος άνθρωπος προλαβαίνει τον νεκρό στην εκκλησία. Ανέβηκε μια μίση ώρα ανήφορο και πνιγμένος στον ιδρώτα ήρθε ν’ αποχαιρετήσει τον Κώστα. Ένα μεγάλο στεφάνι και λίγες λέξεις αγάπης. Διάβασα «Στον αγαπημένο μου μαθητή Κώστα. Ο δάσκαλός του Άγγελος».
Ο Κώστας έφυγε. Δεν πέθανε. Ζει στον ουρανό και στις καρδιές μας. Μας χάρισε την ελπίδα πριν πετάξει. Κανείς δεν τον ξέχασε ποτέ. Τώρα αναπαύεται ανάμεσα σε κείνα τα δένδρα, που τόσο αγαπούσε, σ’ ένα απλό βουνήσιο κοιμητήρι, ψηλά, κοντά στον ουρανό. Επιθυμούσα τα δάκρυα να τρέξουν. Μα δεν πρέπει να κλαίμε, γιατί ο Κώστας έφθασε στο τέρμα νικητής. Μόνο μια προσευχή βγαίνει από την καρδιά μας. «Κύριε, δέξου την προσευχή μας, και στη θέση του πόνου και της οδύνης, πρόσφερε του στον ουρανό την ήσυχη ανάπαυση της αιώνιας γαλήνης…». Κώστα, ένωσε και συ την προσευχή σου με τη δική μας. Προσεύχου, ο Κύριος να επισπεύσει την εκπλήρωση των επιθυμιών σου. Δεν ξεχνάμε τη μορφή σου, το φώς που μας χάρισες, το φώς που πλημμυρίζει όλο το σύμπαν και αστράφτει στις ψυχές μας σαν κεραυνός. «Ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήση εν τη σκοτία αλλ’ έξει το φώς της ζωής» (Ιωάν 8,12)
Ιωάννης Κουντουράς
Ιατρός
Πηγή: π. Θεολόγος
http://istologio.org
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ ΚΑΙ ΤΗΣ «ΚΑΡΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ»
ΑΝΑΚΟΙΝΩΣΙΣ
ΙΕΡΑΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΕΩΣ
ΚΑΙ ΤΗΣ «ΚΑΡΤΑΣ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΗ»
Ἡ «Κάρτα τοῦ Πολίτη» ταυτοποιεῖ τήν προσωπικότητα τοῦ πολίτη καί τόν μετατρέπει σέ ἕνα ἀριθμό τοῦ συστήματος τῆς ἠλεκτρονικῆς διακυβερνήσεως. Ὅλοι οἱ πολίτες ἐντάσσονται πλέον σέ ἕνα ἠλεκτρονικό σύστημα, τό ὁποῖο ἐλέγχει καί ἐπεξεργάζεται τά στοιχεῖα τῆς προσωπικῆς τους ζωῆς (οἰκονομική δραστηριότης, θέματα ὑγείας, ἐργασίας, κοινωνικῆς συμπεριφορᾶς κ.λπ.), καταργώντας οὐσιαστικά τίς προσωπικές τους ἐλευθερίες.
Ἐπειδή τό σύστημα αὐτό ἔχει τήν δυνατότητα νά μετεξελίσσεται εὔκολα θεωροῦμε ὅτι εἶναι ὁρατός ὁ κίνδυνος γιά τούς Χριστιανούς νά παραβιάζεται ἡ ἐλευθερία τῆς θρησκευτικῆς τους συνειδήσεως, στερώντας τους τήν δυνατότητα νά ὁμολογοῦν ἐλεύθερα τήν πίστι τους καί νά κηρύσσουν τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Ἐπειδή μάλιστα ἡ ἐξουσία χρήσεως τοῦ συστήματος αὐτοῦ παραδίδεται σέ φορεῖς ἀκαθόριστους ὡς πρός τόν δημόσιο ἤ ἰδιωτικό τους χαρακτήρα καί τούς δίδεται ἡ εὐχέρεια νά προσθαφαιροῦν στήν Κάρτα δεδομένα, ὑπάρχει τό ἐνδεχόμενο ἀκόμη καί τῆς ἀνεπίγνωστης ἐκ μέρους τῶν πιστῶν χρήσεως ἀντιχριστιανικῶν συμβόλων.
Γιά ὅλους τούς παραπάνω λόγους ἡ Ἱερά Κοινότης τοῦ Ἁγίου Ὄρους ἐκφράζει τήν ἔντονη ἀνησυχία της καί ὑποβάλλει θερμή παράκλησι πρός τήν Ἑλληνική Κυβέρνησι νά μή προχωρήση στήν ἔκδοσι τῆς ἠλεκτρονικῆς «Κάρτας τοῦ Πολίτη», συνιστᾶ δέ στούς χριστιανούς νά χρησιμοποιοῦν τά συμβατικά μέσα ταυτοποιήσεώς τους. Ἡ ὑποχρεωτικὴ ἐπιβολή τοιούτου εἴδους Κάρτας μᾶς εὑρίσκει ἀντιθέτους.
Ὡς Ὀρθόδοξοι Χριστιανοί δέν λησμονοῦμε ὅτι «μείζων ὁ ἐν ἡμῖν ἤ ὁ ἐν τῷ κόσμῳ», καί ὅτι ὁ Χριστός «νενίκηκε τόν κόσμον»· τοῦτο ὅμως δέν συνεπάγεται καί τήν συμφωνία μας σέ ὑποχρεωτικές καί ἀνελεύθερες πρακτικές. Εὐχόμεθα ὁλοψύχως ἡ Κυρία Θεοτόκος, ἡ Προστάτις καί Ἔφορος τοῦ Ἁγίου Ὄρους, νά δίδη στόν εὐλαβῆ λαό τῆς πατρίδος μας τήν δύναμι νά ἀνταπεξέρχεται σέ ὅλες τίς δυσκολίες τοῦ βίου, μάλιστα μέσα στή δυσχερῆ αὐτή συγκυρία πού διερχόμεθα.
Ἅπαντες οἱ ἐν τῇ κοινῇ Συνάξει Ἀντιπρόσωποι καί Προϊστάμενοι
τῶν εἴκοσιν Ἱερῶν Μονῶν τοῦ Ἁγίου Ὄρους Ἄθω.
ΤΟ ΠΡΟΤΥΠΟ ΤΗΣ ΕΝΟΡΙΑΣ ΕΙΝΑΙ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ......
Πρίν 10 περίπου αἰῶνες ἕνας ἐκ τῶν ἀληθινῶν Θεολόγων τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος, ἔλεγε: «Σέ ὅλα αὐτά (ἐννοεῖται στούς λόγους τοῦ Εὐαγγελίου, στήν διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ) πιστεύουμε μόνο μέ λόγια, ἐνῶ μέ τά ἔργα τά ἀρνούμαστε. Δέν ὁμολογεῖται παντοῦ ὁ Χριστός στίς πόλεις, στά χωριά, στά κοινόβια, στά ὄρη; Κοίταξε ὅμως καί ἐρεύνησε ἄν τηροῦν τίς ἐντολές Του. Μετά βίας θά βρεῖς μέσα σέ χιλιάδες καί μυριάδες ἕναν, πού νά εἶναι μέ ἔργα καί λόγια χριστιανός»[1].
Ἄν ζοῦσε σήμερα ὁ ἅγιος Συμεών, πιθανότατα, θά ἔλεγε τά ἴδια λόγια μέ αὐτά πού εἶπε πρίν ἀπό 1000 περίπου χρόνια, ἀναφερόμενος στούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς του.
«Μόνο ἕνας πνευματικά τυφλός καί ἀδιάφορος ἄνθρωπος θά ἀρνιόταν» σημειώνει ὁ π. Ἀλέξανδρος Σμέμαν «ὅτι, παρά τή σχετική της εὐημερία (ἐξωτερική καί ὑλική), αὐτό πού ἀπειλεῖ τήν Ἐκκλησία προέρχεται ἐκ τῶν ἔσω καί δέν εἶναι παρά ὁ κίνδυνος τῆς ἐκκοσμίκευσης, τῆς βαθιᾶς πνευματικῆς ἀποσύνθεσης»[2].
Ἡ ἐκκοσμίκευση στήν Ἐκκλησία ὀφείλεται κυρίως στήν ἐκκοσμίκευση τῆς Ἐνορίας καί τῆς ἐνοριακῆς ζωῆς· διότι «στήν ὀρθόδοξη πραγματικότητα ἡ μικρότερη ἑνότητα ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς εἶναι ἡ Ἐνορία»[3].
Ἡ μικρότερη ἐκκλησιαστική μονάδα εἶναι ἡ Ἐνορία. «Ὡς εὐχαριστιακή σύναξη τῶν πιστῶν ἐμφανίζεται ἡ (κάθε) Ἐνορία -σέ συνάρτηση βέβαια μέ τήν Ἐπισκοπή, στήν ὁποία ὀργανικά ἀνήκει- ὡς ἡ "καθολική Ἐκκλησία" στόν συγκεκριμένο τόπο καί χρόνο. Ὁ πιστός ζεῖ τό μυστήριο τῆς Ἐκκλησίας στήν ζωή καί πράξη τῆς Ἐνορίας του, μέσα στήν ὁποία ἁγιαζόμενος καί ἀγωνιζόμενος, ἑνώνεται μέ τόν Χριστό καί τούς ἐν Χριστῷ ἀδελφούς του, πραγματοποιώντας συνεχῶς τήν ἐν Χριστῷ ὕπαρξή του, τήν ἐκκλησιαστικότητά του»[4].
Ἡ ἐκκοσμικευμένη Ἐνορία ἔχασε ἐν πολλοῖς τό πρότυπό της, πού εἶναι τό μοναστηριακό κοινόβιο. Ὅπου, αὐτό παραμένει ὡς πρότυπο, ἡ Ἐνορία εἶναι ὑγιής, ζωντανή καί λειτουργεῖ θεραπευτικά[5] γιά τά μέλη της.
Θεραπεύει ψυχοσωματικά τόν ἄνθρωπο, διότι ἡ Ἐνορία καί τό πρότυπό της, τό Ὀρθόδοξο Μοναστήρι:
α) εἶναι κοινότητα καί
β) διαθέτει μιά τέλεια θεραπευτική ἀγωγή[6], τήν θεραπευτική τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας πού συνίσταται: α) στήν Μυστηριακή καί β) στήν Ἡσυχαστική ζωή.
Ὅταν ἡ ἐνορία λειτουργεῖ μέ πρότυπο τό Μοναστῆρι, τότε ἀσκεῖ καί τήν ἀληθινή ἱεραποστολή. « Οἱ ἀσκητὲς», διδάσκει ὁ Ἅγιος Ἰουστίνος Πόποβιτς, «εἶναι οἱ μοναδικοὶ ἱεραπόστολοι τῆς Ὀρθοδοξίας καὶ ὁ ἀσκητισμὸς εἶναι ἡ μόνη ἱεραποστολικὴ σχολὴ μέσα στὴν Ὀρθοδοξία. Ἡ ὀρθοδοξία εἶναι ἄσκηση καὶ ζωὴ, γι' αὐτὸ καὶ μονάχα διὰ τῆς ἀσκήσεως καὶ τῆς ζωῆς ἐπιτελεῖται τὸ κήρυγμα καὶ ἡ ἱεραποστολή. Ἡ ἀνάπτυξη τῆς ἀσκητικότητας -προσωπικὰ καὶ καθολικὰ- αὐτὴ πρέπει νὰ γίνει ἡ ἐσωτερικὴ ἀποστολὴ τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα στὸν λαό. Οἱ ἐνορίες πρέπει νὰ μεταβληθοῦν σὲ ἀσκητικὰ κέντρα, ἀλλὰ αὐτὸ μπορεῖ νὰ τὸ ἐπιτύχει μονάχα ἕνας ἐφημέριος - ἀσκητής. Πρέπει νὰ ἐνισχύσουμε τὴν προσευχὴ καὶ τὴν νηστεία, νὰ ἀναπτύξουμε τὴν ἐκκλησιαστικὴ εὐταξία, ἡ ὁποία εἶναι ἀπὸ τὰ κύρια μέσα τῆς Ὀρθοδοξίας, [μέσο] μὲ τὸ ὁποῖο ἐκείνη ἐπιδρᾶ ἀναγεννητικὰ στὸν ἄνθρωπο. Ὅλα αὐτὰ ὅμως ἀπαιτοῦν ὡς προϋπόθεση: οἱ ἱερεῖς καὶ οἱ μοναχοί μας νὰ γίνουν οἱ ἴδιοι ἀσκητές»[7].
Ἱερομόναχος Σάββας Ἁγιορείτης
[1] Ὁσ. Συμεών Νέου Θεολόγου, Ἁρπαγή στό Φῶς,ἐλεύθερη ἀπόδοση τοῦ ΚΒ' Κατηχητικοῦ λόγου, ἔκδοση Ἱ. Μονῆς Ἁγίου Συμεών τοῦ Νέου Θεολόγου, Κάλαμος Ἀττικῆς.
[2] Πρωτοπρεσβυτέρου Ἀλεξάνδρου Σμέμαν, Ἐξομολόγηση καί Θεία Κοινωνία, περιοδικό Ἐπίγνωση, τ. 86, Φθινόπωρο 2003.
[3] Μεταλληνοῦ Γεωργ., Πρωτοπρεβυτέρου – Καθηγητοῦ, Ἐνορία: Ὁ Χριστό ς ἐν τῷ μέσῳ ἡμῶν,1990, σελ. 9.
[4] Ὅ.π. σελ.9-10.
[5] Βλ. Βλάχου Ἱεροθέου, Ἀρχιμ. (νῦν Μητροπολίτου), Ἡ Ἐνορία ὡς θεραπευτική κοινότητα, Ἀθήνα 1995.
[6] Ὅ.π.
[7]Τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, Ἐκλογαί ἀπό κηρύγματα,http://www.impantokratoros.gr/B8984782.el.aspx
http://hristospanagia3.blogspot.com/
«Δυο φωτεινοί και αλησμόνητοι Άγιοι »
Στο σπήλαιο τον οσίου Μελετίου
Μεγάλη ήταν ή χαρά του Γέροντα, οσάκις δημιουργούσε ευκαιρίες αναστροφής μεταξύ των μοναστικών αδελφοτήτων, για να συσφίγγονται οι δεσμοί της αδελφικής εν Χριστώ αγάπης.
Έτσι, το έτος 1979, ό Παππούς, με όλη την αδελφότητα, επισκέφθηκε την παλαίφατο ιερά Μονή του Οσίου Μελετίου, για να λειτουργήσει στο σπήλαιο όπου ασκήτευε ό Όσιος. Ό π. Δαμασκηνός έτρεφε ιδιαίτερη ευλάβεια προς τον πολιστή του Κιθαιρώνος, ό όποιος -κατά μία εκδοχή- πιθανώς είχε ιδρύσει, μεταξύ των άλλων, και την Μονή του Μακρινού.
Στην Θεία Μυσταγωγία μέσα στο ιερό σπήλαιο, ή παρουσία του Οσίου ήταν πολύ αισθητή και ή χάρις του Μυστηρίου μετέδιδε σε όλους την αγαλλίασι της Αναστάσεως. Το σκοτεινό, αποπνικτικό κρησφύγετο του Οσίου είχε μεταβληθεί σε φωτεινό και δροσερό ενδιαίτημα. Μέσα στην ασκητική παλαίστρα του, την πλημμυρισμένη ευωδία, ό όσιος Μελέτιος προεξήρχε της πανηγύρεως και σκόρπιζε την ευλογία του.
Εκείνη ή θεία Λειτουργία ήταν μία πραγματική μυσταγωγία. Ό Γέροντας μεταρσιωμένος, μετέδιδε τα κύματα τής Χάριτος γύρω του. Ή αλλοιωμένη όψις του, ή λυγμική φωνή του και τα δάκρυα που έρρεαν από τα μάτια του έδειχναν ότι είχε ενδυθεί την Χάρι... Επί πολύ καιρό μετά μιλούσε για εκείνη την θεσπέσια Θεία Λειτουργία.
Στην σύναξη που ακολούθησε, οι αδελφές είπαν με ενθουσιασμό:
-Γέροντα, τί ευλογία ήταν αυτή! Τί Ουράνια Λειτουργία!
-Πράγματι! Έτσι είναι! Τα μέρη, όπου αγωνίσθηκαν Άγιοι ασκητές, είναι αγιασμένα από τους ιδρώτες και τα δάκρυά τους. Και ή πράξις του ασκουμένου είναι μυσταγωγία!.. Έτσι είναι...
Αυτήν την μυσταγωγία απολάμβανε ό Πάππους κάθε φορά που επισκεπτόταν τα Θεια εκείνα σκηνώματα. Άλλωστε και άλλοι ιεροί δεσμοί τον συνέδεαν με τον άγιο αυτό χώρο.
«Δυο φωτεινοί και αλησμόνητοι Άγιοι »
Στην ιερά Μονή του Οσίου Μελετίου, έλαμψε με την αγιότητα του, για πολλά χρόνια (1950-1967), ένας πραγματικός φίλος του Θεού και γνήσιος Πατήρ τής Εκκλησίας, ό Ιερομόναχος Παύλος Βενεκάς, ό όποιος είχε γεννηθεί στο Κρανίδι. Ό αφανής αυτός εργάτης του Χριστού προηγουμένως είχε διατελέσει Ηγούμενος στην τότε ανδρώα Μονή του Αγίου Χαραλάμπους (Λευκών), στο Αύλωνάρι της Ευβοίας, όπου ή φωτεινή του προσωπικότης είχε καταυγάσει όλη την γύρω περιοχή. Είναι δε αξιοσημείωτο ότι από την θεόλεκτο εκείνη αδελφότητα, της όποιας προΐστατο, ανεδείχθησαν άγιες μορφές της εποχής μας, όπως ό πατήρ Πορφύριος (Μπαϊρακτάρης), ό πατήρ Σίμων (Αρβανίτης), ό πατήρ Αντώνιος (Γκίκιζας).
Ό αοίδιμος πατήρ Πορφύριος αναφέρει ό ίδιος την επικοινωνία που είχε- εν Πνεύματι Αγίω- με τον θεόφωτο Ηγούμενο του, πατέρα Παύλος:
«Πολλοί άγιοί μας επίσης, συνεννοούντο από μακριά και συμπροσηύχοντο. Όλα γίνονται με την χάρι του Θεού. Με την χάρι του Θεού δεν υπάρχουν αποστάσεις. Να με συγχωρέσει ό Θεός που θα το πω, αλλά παλιά, μ' έναν ιερομόναχο από' το Μοναστήρι του Αγίου Χαραλάμπους στην Εύβοια, τον πατέρα Παύλο, συνεννοούμεθα πολλές φορές από μακριά».
Αφού, λοιπόν, ή Μονή του Αγίου Χαραλάμπους μετετράπη σε γυναικεία, ό πατήρ Παύλος ανέλαβε την καθοδήγηση των μοναζουσών.
Αργότερα δε, όταν ή αδελφότης αύτη μεταφυτεύθηκε στην Μονή του Όσιου Μελετίου, στον Κιθαιρώνα, ό πατήρ Παύλος συνέχισε να έχει την πνευματική της πατρότητα. Εκεί τον γνώρισε ό πατήρ Δαμασκηνός και θαυμάζοντας την αγιότητα του και τις ευαγγελικές αρετές που τον κοσμούσαν -την μεγάλη απλότητα, την ταπεινοφροσύνη, την διάκριση, την ευσπλαχνία, την αγάπη και, κατ' εξοχήν, την ενδυθεί Χριστώ ελευθερία, τον εξέλεξε για Πνευματικό του.
Μετά την κοίμηση του μακαριστού πατρός Παύλου (25 Μαρτίου 1986), ό Πάππους δεν έπαυσε να έχει πνευματικό σύνδεσμο μαζί του. Ευρισκόταν ενδυθεί Πνεύματι Άγίω κοντά του, προσευχόμενος γι' αυτόν, ενώ συγχρόνως επικαλείτο τις άγιες ευχές του, επειδή γνώριζε ότι ό αφανής αυτός ευαγγελικός πατήρ «λάθρα βιώσας» στην γη, λάμπει τώρα μέσα στην δόξα του Θεού.
Συχνά ό Παππούς προέτρεπε: «Άς έχουμε έντονη επιθυμία να επικοινωνούμε νοερώς με εκείνους πού έζησαν βίο άγιο ανάμεσα μας και ευαρέστησαν στον Θεό. Τούς ανθρώπους αυτούς, τούς αίσθανόμεθα ως ζωντανούς και ας βρίσκονται στην απέναντι όχθη. Δύο φωτεινοί και αλησμόνητοι άγιοι: ό πατήρ Πορφύριος και ό πατήρ Παύλος!.. Να άναλογιζώμεθα την ζωή τους, να μετέχουμε στην σταυρική τους πορεία και να ζούμε μαζί τους κάθε στιγμή.
Ό πατήρ Παύλος είναι μέσα στο φως της Βασιλείας του Θεού, γιατί, όταν προσεύχομαι γι' αυτόν, ευφραίνεται και αναπαύεται ή ψυχή μου και δέχεται την Χάρι του Θεού».
ΒΙΒΛΙΟΓ. Ο ΠΑΤΗΡ ΔΑΜΑΣΚΗΝΟΣ ΚΑΤΡΑΚΟΥΛΗΣ. ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΠΡΟΔΡΟΜΟΥ ΜΑΚΡΥΝΟΥ . ΜΕΓΑΡΑ 2006
http://apantaortodoxias.blogspot.com/
Οικογενειακές στενοχώριες και αγιασμός -.......Γερων Πορφύριος
Για να διορθώσει σ' έναν αδελφό τα πολλά ελαττώματα του, όπως καί σέ όλους μας, έπαιρνε ό Γέροντας παραδείγματα άπό τή φύση και τή ζωή του και τοϋ έλεγε:
«Να ξέρεις, παιδί μου, τίποτα δεν έγινε εκεί και ώς έτυχε.
Όλα έχουν τό σκοπό τους. Και τίποτα δέν γίνεται χωρίς νά υπάρχει αίτία. Ούτε μια πευκοβελόνα δέν πέφτει άπό τό πεύκο αν δέ θέλει ό Θεός.
Γι' αυτό θά πρέπει νά μή στενοχωριέσαι γιά ό,τι σού γίνεται. Έτσι αγιαζόμαστε.
Νά! εσύ στενοχωριέσαι μέ τά πρόσωπα τού σπιτιού σου και βασανίζεσαι πότε μέ τή γυναίκα σου καί πότε μέ τά παιδιά σου.
Αυτά είναι όμως πού σέ κάνουν καί ανεβαίνεις πνευματικά ψηλά.
"Αν δέν ήσαν αυτοί, έσύ δέν θά προχωρούσες καθόλου. Σού τους έχει δώσει ό Θεός γιά σένα. Μά θά μού πείς -συνέχισε ό Γέροντας- είναι καλό νά υποφέρουμε άπό τους αγαπημένους μας;
Έ! έτσι τό θέλει ό Θεός.
Καί έσύ είσαι ευαίσθητος πολύ καί άπό τή στενοχώρια σου, σού πονάει τό στομάχι σου καί ή κοιλιά σου εκεί χαμηλά. "Ετσι δέν είναι;»
Ναί, μά είναι κακό Παππούλη, τον ρωτάει ό αδελφός, νά είναι κανείς ευαίσθητος;
«Ναί, τού απαντάει ό Γέροντας, είναι κακό νά είναι κανείς πολύ ευαίσθητος σαν εσένα, γιατί με τη στενοχώρια δημιουργείς διάφορες σωματικές αρρώστιες. Δέν ξέρεις ακόμα ότι καί όλες οί ψυχικές αρρώστιες είναι δαιμόνια;»
Όχι, τοΰ λέει ό αδελφός.
«Έ! μάθε το τώρα άπό μένα» κατέληξε ό Γέροντας.
http://1myblog.pblogs.gr
Δευτέρα 27 Ιουνίου 2011
Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Ο Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος
Ἐξῆγεν ὁ πρὶν ἐκ γνάθου Σαμψὼν πόμα.
Ὁ νῦν δὲ Σαμψὼν μύρον ἐκ τάφου βρύει.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Σαμψὼν θάνε, βλῦσέ τε μύρα.
Βιογραφία
Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη.
Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο. Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου.
Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.
Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.
Αντιμετώπιση περιπτώσεων απελπισίας............Γέροντας Παισιος
Ήρθε κάποιος νεαρός αναστατωμένος και μου είπε: «Γέροντα, δεν πρόκειται να διορθωθώ. Μου είπε ο πνευματικός μου: ''αυτά είναι και κληρονομικά ...;''». Τον είχε πιάσει απελπισία.
Εγώ, όταν μου πη κάποιος ότι έχει προβλήματα κ.λπ., θα του πω: «Αυτό συμβαίνει γι' αυτόν και γι' αυτόν τον λόγο· για ν' αλλάξης, πρέπει να κάνης εκείνο κι εκείνο». Έχει λ.χ. κάποιος έναν λογισμό που τον βασανίζει και δεν κοιμάται, παίρνει χάπια για το κεφάλι, για το στομάχι και με ρωτάει: «Να κόψω τα χάπια;». «Όχι, του λέω, να μην κόψης τα χάπια. Να πετάξης τον λογισμό που σε βασανίζει και ύστερα να τα κόψης. Αν δεν πετάξης τον λογισμό, έτσι θα πας· θα ταλαιπωρήσαι». Γιατί, τι θα ωφελήση να κόψη τα χάπια, όταν κρατάη μέσα του τον λογισμό που τον βασανίζει;
Καλά είναι ο πνευματικός να μη φθάνη μέχρι του σημείου να ανάβη κόκκινο φως· να ανέχεται λίγο μία κατάσταση, αλλά φυσικά πρέπει και ο άλλος να δουλεύη σωστά, για να βοηθηθή. Ένας νεαρός ζόρισε κάποια φορά την αρραβωνιαστικιά του - ποιος ξέρει τι της έλεγε; - και εκείνη από την αγανάκτησή της πήρε το αυτοκίνητο και έφυγε και στον δρόμο σκοτώθηκε.
Μετά ο νεαρός ήθελε να αυτοκτονήση, γιατί ένιωθε ότι αυτός έγινε αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα. Όταν ήρθε και μου το είπε, αν και στην ουσία είχε κάνει έγκλημα, τον παρηγόρησα και τον έφερα σε λογαριασμό. Έπειτα όμως το έρριξε τελείως έξω, έγινε τελείως αδιάφορος, βρήκε εν τω μεταξύ και μια άλλη. Όταν ξαναήρθε μετά από δύο-τρία χρόνια, του έδωσα ένα τράνταγμα γερό, γιατί τότε δεν υπήρχε κίνδυνος να αυτοκτονήση.
Χρειαζόταν το τράνταγμα, αφού δεν υπήρχε αναγνώριση. «Δεν καταλαβαίνεις, του είπα, ότι έκανες φόνο, ότι έγινες αιτία και σκοτώθηκε η κοπέλα;». Αν δούλευε σωστά, θα συνέχιζε να υποφέρη, αλλά θα ανταμειβόταν με θεϊκή παρηγοριά· δεν θα έφθανε σ' αυτήν την κατάσταση την αλήτικη της αδιαφορίας.
Θέλει δηλαδή πολλή προσοχή. Κάνει κάποιος ένα σφάλμα και πέφτει στην απελπισία. Εκείνη την στιγμή μπορεί να τον παρηγορήσης, αλλά, για να μη βλαφθή, χρειάζεται και το δικό του φιλότιμο. Μια φορά είχε έρθει στο Καλύβι ένα νέο παιδί απελπισμένο, γιατί έπεφτε σε σαρκική αμαρτία και δεν μπορούσε να απαλλαγή από αυτό το πάθος.
Είχε πάει σε δύο πνευματικούς που προσπάθησαν με αυστηρό τρόπο να το βοηθήσουν να καταλάβη ότι είναι βαρύ αυτό που κάνει. Το παιδί απελπίσθηκε. «Αφού ξέρω ότι αυτό που κάνω είναι αμαρτία, είπε, και δεν μπορώ να σταματήσω να το κάνω και να διορθωθώ, θα κόψω κάθε σχέση μου με τον Θεό».όταν άκουσα το πρόβλημά του, το πόνεσα το καημένο και του είπα: «Κοίταξε, ευλογημένο, ποτέ να μην ξεκινάς τον αγώνα σου από αυτά που δεν μπορείς να κάνης, αλλά από αυτά που μπορείς να κάνης. Για να δούμε τι μπορείς να κάνης, και να αρχίσης από αυτά.
Μπορείς να εκκλησιάζεσαι κάθε Κυριακή;». «Μπορώ», μου λέει. «Μπορείς να νηστεύης κάθε Τετάρτη και Παρασκευή;». «Μπορώ». «Μπορείς να δίνης ελεημοσύνη το ένα δέκατο από τον μισθό σου ή να επισκέπτεσαι αρρώστους και να τους βοηθάς;». «Μπορώ». «Μπορείς να προσεύχεσαι κάθε βράδυ, έστω κι αν αμάρτησες, και να λες ''Θεέ μου, σώσε την ψυχή μου'';». «Θα το κάνω, Γέροντα», μου λέει. «Άρχισε λοιπόν, του λέω, από σήμερα να κάνης όλα αυτά που μπορείς, και ο παντοδύναμος Θεός θα κάνη το ένα που δεν μπορείς».
Το καημένο ηρέμησε και συνέχεια έλεγε: «Σ' ευχαριστώ, πάτερ». Είχε, βλέπεις, φιλότιμο και ο Καλός Θεός το βοήθησε.
πατηρ Παϊσιος
http://1myblog.pblogs.gr/
Εορτή των Αγίων της Λέσβου. ....Κυριακή 26 Ιουνίου 2011
Η Αγιοτόκος Λέσβος εκτός από ανθρώπους του πνεύματος, των τεχνών και των επιστημών, έχει αναδείξει με την ευλογία του Θεού 40 Αγίους, οι οποίοι κοσμούν και λαμπρύνουν το Ορθόδοξο Εορτολόγιο της Εκκλησίας μας. Μερικοί από αυτούς είναι Λέσβιοι οι οποίοι έζησαν και τελείωσαν εν Κυρίω την ζωή τους ή μαρτύρησαν στο νησί. Άλλοι πάλι έζησαν σε διαφορετικά μέρη και ήλθαν στην Λέσβο όπου και εκοιμήθηκαν ή μαρτύρησαν και αγίασαν το χώμα της με το μαρτυρικό τους αίμα.
Η μνήμη τους κάθε χρόνο εορτάζεται την επόμενη Κυριακή μετά την των Αγίων Πάντων με λαμπρότητα και επισημότητα όπως τους αρμόζει με σειρά από εορταστικές εκδηλώσεις στις οποίιες συμματέχει με κατάνυξη ο ευσεβής λαός της Λέσβου και πολλοί επισκέπτες του νησιού.
Παλαιοί άγιοι της Λέσβου.
Πέντες Νεάνιδες Μάρτυρες (4ος αιών)
Αλέξανδρος ο εν Λέσβω (5ος αιών)
Ανδρέας ο Μελωδός συντάκτης του Μεγάλου Κανώνος (740)
Δαβίδ, εκ τον Οσίων Αυταδέλφων (795)
Γεώργιος Μυτιλήνης, ο Σημειοφόρος (821)
Συμεών, ο νέος Στυλίτης (844)
Γεώργιος Μυτιλήνης, ο Ομολογητής (846)
Αγάθων ο Εφέσιιος (9ος αιών)
Θεοκτίστη η Μηθυμναία (9ος αιών)
Θωμαίς η Λεσβία (10ος αιών)
Θεοφάνης Σιγριανής (1000)
Γρηγόριος Επίσκοπος Άσσου (1130)
Ολυμπία Μοναχή (1235)
Ευφροσύνη Μοναχή (1235)
Θεωνάς Θεσσαλονίκης, ο Λέσβιος (1541)
Ιγνάτιος Μηθύμνης (1566)
Νεομάρτυρες.
Ραφαήλ Ιερομόναχος (1463)
Νικόλαος Διάκονος (1463)
Ειρήνη η Παρθένος η 12ετής κόρη (1463)
Βασίλειος, προεστώς Θερμής πατέρας Ειρήνης (1463)
Μαρία, μητέρα 12ετούς Ειρήνης (1463)
Θεόδωρος, ο διδάσκαλος Θερμής μαρτυρίσας μετά του Αγίου Ραφαήλ
Δούκας , ο ράπτης (1564)
Παρθένιος, Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (1657)
Γεώργιος Πασγιάνος (1693)
Γεώργιος, (Τζώρτζης) ο Ίβηρ (1770)
Νικόλαος ο Μυτιληναίος (1771)
Θεόδωρος (Χατζής) Μυτιληναίος (17840
Θεόδωρος ο Βυζάντιος (1795)
Λουκάς ο Ανδριανουπολίτης (1802)
Γεώργιος ο Χιλιοπολίτης (1807)
Δημήτριος ο εκ Λαρίσης (1809)
Αναστάσιος Πανέρας (1806)
Δημήτριος Μπεγιάζης (1816)
Κωνσταντίνος ο εξ Αγαρηνών (1819)
Ευθύμιος Επίσκοπος Ζήλων (1921)
Σύνολο 40 Άγιοι.
τα απολυτίκια τους, καθενός ξεχωριστά, είναι εδώ
Απολυτίκιο των Λεσβίων αγίων.
Θείον σύστημα κλεινών οσίων, και ομήγυριν αρχιερέων,
και μαρτύρων ακαθαίρετον φάλαγγα
η νήσος Λέσβος γεραίρει χορεύουσα,
ως εν αυτή τον Χριστόν μεγαλύνοντας
και πρεσβεύοντας δωρησασθαι ταις ψυχαίς ημών,
ειρήνην αληθή και μέγα έλεος.
Η ευχή των εν Λέσβω διαλαμψάντων αγίων να σκέπει και να φρουρεί όλον τον κόσμο.
http://leimwnas.blogspot.com/
Σάββατο 25 Ιουνίου 2011
Τίποτε δεν είναι για το σώμα πιο εχθρικό και βλαβερό όσο η πολυφαγία και η ακολασία!
Ο ιερός Χρυσόστομος στις ομιλίες του συχνά ανέλυε την Αγία Γραφή, τόσο την Παλαιά όσο και την Καινή Διαθήκη. Η σχετική διδασκαλία γινόταν στο ναό σε απογευματινές συνήθως ώρες. Ανέπτυσσε με σειρά ένα από τα κείμενα της Αγίας Γραφής πάνω σε κάποιο κεντρικό θέμα.
Κάποτε άλλαζε μέθοδο και ανέλυε ένα θέμα που έκρινε ότι χρειαζόταν να αντιμετωπιστεί, έστω κι αν δε συνδεόταν άμεσα με το βασικό θέμα.
Μια τέτοια περίπτωση έχουμε στην ανάπτυξη που έκανε πάνω στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, με τη ΜΔ' ομιλία του. Το θέμα που τον απασχόλησε στο τέλος-τέλος της ομιλίας και που δε σχετιζόταν απολύτως με τα προηγούμενα ήταν το θέμα της «τρυφής»(δηλ. της απόλαυσης) . Αξίζει να παρακολουθήσουμε το ίδιο το κείμενο, γιατί θα μπορούσε να χαρακτηριστεί καυστικό και πιθανότατα επίκαιρο.
«Να μην απορείς, εάν την «τρυφή» [δηλαδή πλούσια και φιλήδονη ζωή πολυφαγίας και ακολασίας] την ονόμασε «αγκάθια». Κι εσύ το αγνοείς, όντας μεθυσμένος από το πάθος. Εκείνοι όμως που είναι υγιείς γνωρίζουν ότι η πολυφαγία και η ακολασία κεντάει περισσότερο από το αγκάθι και δαπανάει την ψυχή περισσότερο από τη μέριμνα, ενώ δημιουργεί χειρότερους πόνους και στο σώμα και στην ψυχή.
Γιατί δεν πλήττεται κάποιος τόσο από τη φροντίδα όσο από την αφθονία. Όταν τον άνθρωπο τον πιάνουν οι αϋπνίες, το χασμουρητό, το βάρος στο κεφάλι και πόνοι στα σπλάχνα, κατάλαβε από πόσα αγκάθια είναι χειρότερα όλα αυτά. Και όπως τ' αγκάθια σαν τα μαζέψεις ματώνουν τα χέρια που τα κρατούν, έτσι και η πολυφαγία και η ακολασία και τα πόδια και τα χέρια και το κεφάλι και τα μάτια και απλά όλα τα μέλη τα ρημάζει.
Ξερή και άκαρπη, όπως το αγκάθι, προξενεί στενοχώρια και κακοπάθεια πολύ περισσότερη και πολύ πιο καίρια.
Φέρνει πρόωρο γήρας, αμβλύνει τις αισθήσεις, θολώνει το λογισμό, σακατεύει το νου που ήτανε ξυράφι και κάνει πλαδαρό το σώμα, έτσι που η αποθήκη της κόπρου γίνεται πλουσιότερη και ικανή να μαζεύει σωρεία κακών και μεγαλύτερο φορτίο με το υπέρογκο γέμισμα. Εξαιτίας της πολλά και συνεχή είναι τα πτώματα και πυκνά τα ναυάγια.
Γιατί, λοιπόν, πες μου, «λιπαίνεις» το σώμα; Μήπως σε έχουμε για να σε προσφέρουμε θυσία; Ή για να σε παραθέσουμε σε τραπέζι; Τις όρνιθες καλώς τις παχαίνεις. Μάλλον ούτε κι εκείνες καλώς, γιατί όταν παχύνουν είναι άχρηστες για υγιεινή δίαιτα [...].
Τίποτε δεν είναι για το σώμα πιο εχθρικό και βλαβερό όσο η πολυφαγία και η ακολασία [...].
Ακόμη και οι κρασοπώλες δεν αφήνουν τους πελάτες τους να πιούν περισσότερο του κανονικού, για να μη σκάσουν. Όμως οι φαγοπότες ούτε αυτή την προστασία δε λαμβάνουν για την κοιλιά τους, αλλά απεναντίας φροντίζουν να τη γεμίσουν μέχρι, τ' αυτιά, μέχρι τις μύτες, μέχρι το φάρυγγα" γεμίζουν τα πάντα προκαλώντας διπλή στενοχώρια και στο πνεύμα και στο ζωντανό οργανισμό.
Μήπως γι' αυτό σου δόθηκε ο φάρυγγας, για να τον γεμίζεις μέχρι το στόμα επάνω με σάπιο κρασί και όποια άλλη διαφθορά; Όχι γι' αυτό, άνθρωπε, αλλά πρώτα για να ψάλλεις στο Θεό και να αναπέμπεις τις ιερές ευχές και για να συμβουλεύεις τους πλησίον σου αυτά που τους συμφέρουν.
Εσύ όμως, σαν γι' αυτό να έλαβες το φάρυγγα, ούτε για λίγο δεν τον αφήνεις να ξεκουραστεί και σ' όλη σου τη ζωή τον υποτάσσεις σ' αύτη την πονηρή δουλεία.
Είναι σαν να πήρε κάποιος κιθάρα με χρυσές χορδές καλά κουρδισμένη και αντί να παίζει μ' αυτήν αρμονική μελωδία να την παραχώνει με πολλή κοπριά και με πηλό. Έτσι κάνουν κι αυτοί.
Και δεν είπα κοπριά την τροφή αλλά την τρυφή και την πολλή εκείνη ανοησία. Γιατί το επιπλέον αυτού που είναι αναγκαίο δεν είναι τροφή άλλα μόνο καταστροφή. Η κοιλιά, αυτή καθ' εαυτή, έγινε μόνο για την υποδοχή των τροφών ενώ το στόμα και ο φάρυγγας και η γλώσσα και για άλλα πολύ αναγκαιότερα πράγματα.
Μάλιστα και η κοιλιά ακόμη δεν έγινε απλώς για την υποδοχή των τροφών αλλά για την υποδοχή των τροφών με μέτρο. Και αυτό μας το γνωστοποιεί βροντοφωνάζοντάς το μας με χίλιους τρόπους όταν την παραφορτώσουμε με αύτη την πλεονεξία.
Και όχι μόνο βροντοφωνάζει, αλλά ευρισκόμενη σε άμυνα για την αδικία απαιτεί για μας την έσχατη ποινή. Και πρώτα τιμωρούνται τα πόδια που μας βαστάζουν και μας πηγαίνουν στα πονηρά εκείνα συμπόσια, έπειτα τα χέρια που την υπηρέτησαν μεταφέροντας τόσα και τέτοια εδέσματα.
Πολλοί κατέστρεψαν και αυτό το στόμα και τα μάτια και το κεφάλι.
Και όπως ο δούλος όταν του δοθούν εντολές που ξεπερνούν τη δύναμή του χάνει το μυαλό του και βρίζει πολλές φορές αυτόν που του τις έδωσε, έτσι και αυτή μαζί με τα μέλη αυτά καταστρέφει και διαφθείρει αναγκαστικά πολλές φορές και τον εγκέφαλο.
Ο Θεός οικονόμησε και αυτά τα πράγματα καλά ώστε από την αμετρία να γίνεται τόση βλάβη που και όταν με τη θέλησή σου δε ζεις ενάρετα να μάθεις να βάζεις μέτρο έστω και παρά τη θέλησή σου από το φόβο της τόσο μεγάλης φθοράς.
Γνωρίζοντάς τα λοιπόν αυτά, ας αποφεύγουμε την απόλαυση, ας φροντίζουμε να έχουμε μέτρο, για να απολαύσουμε σωματική υγεία και να απαλλάξουμε και την ψυχή από κάθε αρρώστια και να επιτύχουμε τα μέλλοντα αγαθά με τη χάρη και τη φιλανθρωπία του Κυρίου μας Ιησού Χριστού στον οποίο ανήκει η δόξα πάντοτε, και τώρα και σ' όλους τους αιώνες. Αμήν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος κατά της τρυφής !
http://1myblog.pblogs.gr/
Γιώργης, ο δια Χριστόν σαλός...
Παλιά ήταν ένας δια Χριστόν σαλός, όλοι τον ήξεραν σα Γιώργη.
Ήταν ρακένδυτος , κάτι κουρέλια σκέπαζαν το κορμί του. Ανάμεσα στα βάτα αν άνοιγε τα χέρια του δεν ήξερες αν ήταν άνθρωπος ή αϊτός.
Δε μαγείρευε ποτέ.
Έτρωγε βατόμουρα, κάστανα, κούμαρα, και στο τέλος βελανίδια.
Ζούσε έξω από την Εσφιγμένου και γυρνούσε στα πανηγύρια. Δεν έτρωγε τίποτε.
Κοινωνούσε εκεί κι ύστερα πασάλειβε με αυγά και φαγιά τα γένια του και νόμιζες πως πάντα τρώει. Φεύγοντας απ΄τα πανηγύρια φώναζε φαΐ -ζωή, νηστεία -θάνατος.
Στην αρχή τον είχα για δαιμονισμένο. Όλοι τον έλεγαν ο δαιμονισμένος.
Μα ο π.Γερμανός, ένας γέροντας πάνω από 85 χρόνια, που είχε προορατικό μού είπε να το εξομολογηθώ.
Τότε ήμουν τραπεζάρης.
Ήρθε λοιπόν ο Γιώργης , και τον παραφύλαξα.
Κάθονταν έξω και ήξερε όλους τους ήχους, τα πάντα, όλη την τάξη τής εκκλησίας απ΄έξω.
(από διηγήσεις του π.Παϊσίου στη Σιμωνόπετρα, στις 3 Νοεμβρίου του 1979)
http://misha.pblogs.gr/
Η γερόντισα Φωτεινή...
Ἡ μακαριστὴ Γερόντισσα Φωτεινή, καί κατά κόσμο Ντέμου Χαρούλα, γεννήθηκε τό 1954, στο ορεινό χωριό Καστανέα Κονίτσης καί διετέλεσε Καθηγούμενη της Ιεράς Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου (Πελαγίας).
Οι γονείς της Απόστολος και Αγγελική ήταν άνθρωποι πολὺ φτωχοὶ και απλοί. Με την βοήθεια του Θεοῦ και την τίμια εργασία τους κατόρθωσαν να αναθρέψουν τα δύο τους παιδιά. Ὁ πατέρας της ήταν βοσκός και ἡ μητέρα της αναγκαζόταν να κάνη όλες τις δουλειὲς στο χωριό για να μπορέσει να εξοικονομήσει τα απαραίτητα. Τίναζε τις καρυδιές όλου του χωριού, έκοβε τα τριφύλλια, κουβαλούσε τα οικοδομικά υλικά.
Με πόνο διηγείτο ἡ Γερόντισσα ότι ἡ μητέρα της πολλές φορὲς έφτασε να σκάβει τούς τάφους των κεκοιμημένων συγχωριανών ἤ να πλένει τα οστά, όταν γινόταν ἡ εκταφή…
Επειδή όλη την ημέρα απουσίαζε από το σπίτι έμαθε στην θυγατέρα της, ενώ ήταν μικρή στην ηλικία, να κάνη όλες τις δουλειές του σπιτιού. Να μαγειρεύει, να ζυμώνει, να ταΐζει και να αρμέγει τις κατσίκες, να κουβαλά νερό. Άναβε το τζάκι, χτυπούσε με τις ώρες το γάλα για να γίνει το βούτυρο. Που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα και για παιχνίδι! Σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, διάβαζε με την λάμπα πετρελαίου ἤ με το κερί.
Ομολογούν συγχωριανοί της, πολλοί συμμαθητὲς και συμμαθήτριες, που την επισκέπτονταν στο Μοναστήρι, ότι ήταν μια αγνή χωριατοπούλα, πάντα χαρούμενη και με φωτεινό πρόσωπο, καμιά μιζέρια και πάντα ευχαριστημένη από την ζωή. Χαιρόσουν να κάνης παρέα μαζί της, έλεγαν. Ήταν αγαπητή σε όλους.
Όταν ήρθε στο Μοναστήρι ἡ μητέρα της, μετά από την κουρά της και όταν την πρωτοείδε ως μοναχή, αποκάλυψε στις μοναχές το όνειρο που είχε δει όταν ήταν έγκυος σ' αὐτὴν στον 8ο μήνα.
«Είδα μία εικόνα της Παναγίας με το καντήλι να βγαίνει από τον Ναό του Αγίου Δημητρίου και να κατευθύνεται προς τον Ναό της Παναγίας απέναντι. Όταν πήγα να την πιάσω στα χέρια μου αυτή έφευγε και πήγε και στάθηκε στο τέμπλο της εκκλησίας. Άκουσα τότε μία φωνή: "Δεν είναι για σένα"». Βλέποντας την μοναχή με σιγουριά πλέον εξηγούσε πώς το όνειρο που είχε δη φανέρωνε την αφιέρωση της θυγατέρας της στον Θεό και ιδιαίτερα στην Ιερὰ Μονὴ της Παναγίας.
Όταν ήταν σὲ ηλικία 9 ἐτῶν ἄκουσε ότι ἡ φίλη της δασκάλας της (πρόκειται για την μοναχή Θέκλα που ἀσκεῖται στην Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μετσόβου) θὰ γινόταν μοναχή. Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἀπορῶ με τον ἑαυτό μου. Ἤμουν μικρή στην ηλικία όταν πρωτοάκουσα για τον Μοναχισμό. Κι ὅμως ἀγάπησα τόσο πολὺ κάτι πρὶν καλὰ-καλὰ το γνωρίσω».
Ἐκτιμοῦσε πολύ τούς γονείς της. Δεν είχε ποτὲ αἴσθημα κατωτερότητας ἤ κάποιο κόμπλεξ επειδή καταγόταν από φτωχικὴ οἰκογένεια.
Το ἀντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Καυχόταν για την καταγωγὴ και τούς γονείς που είχε. Τούς θαύμαζε για την ὑπομονή τους στις δυσκολίες της ζωῆς και τούς τιμοῦσε ιδιαίτερα. Με πολλὴ συγκίνηση μιλοῦσε για του λίγους κατοίκους που ἀπέμειναν στο χωριό και για τούς δικούς της λέγοντας «οἱ ἐν σκότει και σκιὰ θανάτου καθήμενοι».
Ἀπέδιδε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὴν μητέρα της ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις ποὺ κατέβαλε γιὰ νὰ τὴν σπουδάση, ἀλλὰ καὶ γιατί, ζώντας στὸ σπίτι μ’ ἕναν δύστροπο στὸν χαρακτήρα παππού, ποὺ ἐξ αἰτίας του δημιουργοῦνταν φασαρίες στὴν οἰκογένεια, τῆς ἐνέπνευσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη σ’ αὐτόν. Ἔτσι ἀπὸ παιδὶ ἔμαθε νὰ ἀγαπάη αὐτοὺς ποὺ τὴν πικραίνουν καὶ τὴν ταπεινώνουν.
Ἐπίσης πάντα μὲ καμάρι ἔλεγε ὅτι ὁ πατέρας της εἶναι βοσκός.
Θαύμαζε τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο τοῦ χαρακτήρα του. Πολλὲς φορές, τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν καθαρότητα τῶν Ποιμένων ποὺ προσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος, δὲν παρέλειπε νὰ συμπληρώνη ὅτι καὶ αὐτὴ κατάγεται ἀπὸ ποιμενικὴ οἰκογένεια.
«Τὰ χρήματα πού μοῦ ἔστελναν οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἤμουν φοιτήτρια στὴν Θεσσαλονίκη, αἰσθανόμουν», ἔλεγε, «ὅτι ἔσταζαν αἷμα καὶ ἱδρώτα. Γι’ αὐτό δὲν τὰ ξόδευα ἄσκοπα.
Λαχταροῦσα κάποτε νὰ πάρω ἕνα γλυκὸ καὶ δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα». Μάλιστα, ἔλεγε ὅτι ὁ Καθηγητής της, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀείμνηστος Δημήτριος Τσάμης βλέποντας τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ εἶχε καὶ θέλοντας νὰ τὴν βοηθήση τὴν κάλεσε στὸ σπίτι του καὶ τῆς πρότεινε νὰ παραδίδη μαθήματα στὰ παιδιά του.
Ἂν καὶ σπούδασε μὲ πολλὲς στερήσεις, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε γι’ αὐτό. Ἦταν πάντα ὀλιγαρκὴς σὲ ὅλες τὶς προσωπικές της ἀνάγκες. Δὲν φοβόταν τὴν στέρηση ἀγαθῶν καὶ δὲν ἐπιζητοῦσε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Τὸ μόνο ποὺ τὴν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἦταν πάντα πρόθυμη νὰ βοηθήση.
Ὅταν ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο συνέχισε τὶς σπουδές της στὸ Γυμνάσιο τῆς Πωγωνιανῆς. Ἔμενε τότε στὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Πρόνοιας μὲ δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης.
Μία παιδική της φίλη διηγεῖται:
«Ἡ δύναμις τοῦ Οἰκοτροφείου ἦταν 240 κορίτσια. Στὸν θάλαμο εἴμασταν 40 σὲ 20 διώροφα κρεββάτια. Δὲν γνωριζόμασταν ὅλες μεταξύ μας. Τὴν Χαρὰ ὅμως ὅλες τὴν γνώριζαν καλά, ἤθελαν νὰ κάνουν παρέα μαζί της, τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴν ἐκτιμοῦσαν πολύ.
Θυμᾶμαι τὴν χαρά της, ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ κοινωνήση, καὶ ἀποροῦσα. Γιὰ νὰ μὴ πληρώνη στὸ Οἰκοτροφεῖο τὴν μικρὴ οἰκονομικὴ συνδρομὴ γιὰ τὴν διαμονή της, γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη τοὺς γονεῖς της, ποὺ ἤσαν φτωχοί, κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες καὶ διάβαζε πολὺ ὥστε νὰ διατηρῆ τὴν ὑποτροφία καὶ νὰ διαμένη δωρεάν.
Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ δὲν χορταίναμε τὸ φαγητὸ καὶ ἀγοράζαμε ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖο κονσέρβες καὶ τὶς μοιραζόμασταν».
Στὴν ἡλικία αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸ κατηχητικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Σὲ ἐπιστολὴ της μία φίλη της ποὺ ἔζησαν μαζὶ στὸ Οἰκοτροφεῖο, ἡ κ. Ἀγγελικὴ Μόκα, μεταξὺ τῶν πολλῶν σημειώνει τὰ ἑξῆς:
«Ἡ Γερόντισσα ἦταν στὴν Δ΄ Γυμνασίου καὶ ἐγὼ στὴν Α΄. Μᾶς μάζευε, ὅταν τὸ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες, κυρίως τὰ Σαββατοκύριακα καὶ ἀργίες καὶ μᾶς ἔκανε κύκλο Ἁγίας Γραφῆς. Τῆς ἄρεσε, θυμᾶμαι, ἀφοῦ πρῶτα ἔπαιρνε ἄδεια ἀπὸ τὴν Διευθύντρια τοῦ Οἰκοτροφείου, νὰ μᾶς πηγαίνη μὲ δική της εὐθύνη νὰ ἀνάβουμε τὰ καντηλάκια στὰ ἐξωκκλήσια, κυρίως ὅταν ξημέρωνε Κυριακὴ ἤ κάποια γιορτή.
Ἡ Γερόντισσα μὲ ἔμαθε ὅτι γιορτάζω τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέχρι σήμερα τὸ θυμᾶμαι. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ἡ πειθαρχία της, ἡ ὑπομονή της, ἡ ἀντοχή, ἡ ἐργατικότητα καὶ κυρίως ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Βοηθοῦσε ὅλες τὶς κοπέλες στὸ Οἰκοτροφεῖο, ὅπου ἡ καθεμιὰ τὴν καλοῦσε, ἀκόμη καὶ στὰ μαθήματα. Θυμᾶμαι, ὅταν κάποια κοπέλα δὲν τὰ κατάφερνε τόσο καλὰ στὸ διάβασμα, ἐκείνη δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἄλλη μέρα νὰ πάη διαβασμένη, καθόταν ἀργὰ τὴν νύχτα καὶ τὴν βοηθοῦσε νὰ καταλάβη τὸ μάθημα καὶ ἔπειτα αὐτὴ θὰ πήγαινε νὰ κοιμηθῆ, γιὰ νὰ ξυπνήση πάλι τὸ πρωΐ πρώτη καὶ νὰ ἔχη τὴν ἔγνοια ἂν ὅλες ἑτοιμαστήκαμε γιὰ νὰ φύγουμε γιὰ τὸ σχολεῖο.
Θυμᾶμαι τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ τὶς συμβουλές της καὶ σήμερα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οὔτε ἡ μητέρα μου δὲν θὰ μὲ φρόντιζε ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ δὲν σὲ χαϊδεύει, ἀλλὰ σὲ μαθαίνει νὰ στηρίζεσαι στὰ πόδια σου.
Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν ὑπευθυνότητα καὶ τὴν ὡριμότητα ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος. Γιὰ τὴν ἡλικία της ἦταν φοβερὰ ὑπεύθυνος ἄνθρωπος καὶ πονοῦσε αὐτὴ γιὰ τὰ λάθη τῶν ἄλλων. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ θάρρος, γιατί τίποτε δὲν τὴν τρόμαζε στὴν ζωή της. Ἡ δυνατή της πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ φαινόταν στὸν τρόπο ζωῆς της».
Ἀγαποῦσε καὶ τιμοῦσε τοὺς Κατηχητές, τὶς Κατηχήτριές της, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς Καθηγητές της στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔλεγε «τοὺς χρωστάω εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιατί μοῦ ἄλλαξαν τὴν ζωή».
Ἰδιαίτερα σεβόταν τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸ Σεβαστιανό.
Ἔλεγε: «Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσουμε καλὰ ράσα» ἐννοώντας τὸν Μητροπολίτη τοῦ τόπου καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ.
Ἔλεγε ὅτι διάβαζε πολὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ ἦταν ἄριστη μαθήτρια στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ἀργότερα -ἔλεγε συγκεκριμένα- ὅταν γνώρισα τὸν Χριστό, μειώθηκε ἡ ἐπίδοσή μου στὰ μαθήματα γιατί εἶχα θέσει ἄλλες προτεραιότητες καὶ προτιμήσεις.
Ὡς φοιτήτρια στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸς μετέπειτα, βοήθησε πολλὰ νέα παιδιὰ μὲ τὸν λόγο της, τὸν ἐνθουσιασμό της καὶ τὸ παράδειγμά της. Εἶχε πολλὲς φίλες καὶ συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὴν κάθε μία ξεχωριστά.
Διατηροῦσε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Καθηγητές της ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, τὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, μὲ τοὺς Κατηχητὲς καὶ τὶς Κατηχήτριές της καὶ μὲ πολλοὺς μαθητές της. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι καὶ ἐξέφραζαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν χαρὰ τους ὅταν τὴν ἔβλεπαν. Ἰδιαίτερα τὴν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός.
Ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Μετσοβο, τὴν Ἔδεσσα. Διαβεβαίωναν δὲ τὶς μοναχὲς ὅτι τὴν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητά της καὶ τὸ αὐθόρμητο τοῦ χαρακτήρα της. Πραγματικά, ἡ Γερόντισσα Φωτεινὴ δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν ψεύτικη εὐγένεια.
Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ κολακέψη ἄνθρωπο. Ἦταν πάντα ἀληθινή. Ἔλεγε:
«Δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ ξέρω ὅτι ζῆ στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸ ἀντέχω. Θὰ κάνω τὰ ἀδύνατα δυνατά ( νά τόν γλυτώσω...)».
«Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κανεὶς ἄλλος μεταξύ μας». «Γιὰ δύο λόγους ἤθελα νὰ γίνω μοναχή: γιὰ νὰ ζῶ πιὸ πολὺ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα ἀλλιῶς νὰ τοὺς βοηθήσω παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή».
Σὲ ἀγαπητό της πρόσωπο ἔλεγε: «Δὲν θέλω νὰ φοβᾶσαι ὅταν θὰ πεθάνης» ἤ
«Πρόσεχε πῶς ζῆς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διανοηθῶ ὅτι ἐσὺ δὲν θὰ σωθῆς».
Στοὺς "ἀντιδραστικοὺς" μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔλεγε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση:
«Αὐτὸν θὰ τὸν "ἐκδικηθῶ" μὲ τὴν ἀγάπη».
Καὶ πράγματι αὐτὴ ἡ "ἐκδίκηση" πάντα εἶχε θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ὁποῖος ἦταν τυχερὸς ἀπὸ τὴν γνωριμία της ἔμπαινε στὴν καρδιά της γιὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν αἰωνιότητα, ὅπως ἔλεγε.
Ὡς Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, 1987-2007, σεβόταν ὑπερβολικά τούς θεσμούς. Ἐκτιμοῦσε βαθύτατα τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη μας, τὸν Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο.
Ἔλεγε: «Πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ δῶρο». Αἰσθανόταν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια στὸ πρόσωπό Του. Ἐπίσης τιμοῦσε ὅλους τους ἱερεῖς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη της στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἐργάζονται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸ Μοναστήρι.
Μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ ἐνθουσιασμὸ μιλοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἐνορίτες Ἀκραιφνίου καὶ Κοκκίνου. Οἱ ἱερεῖς τῶν δύο Ἐνοριῶν καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου συνεργάσθηκαν ἄριστα μαζί της. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση μεγάλη καὶ τὴν συγκινοῦσε βαθύτατα ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων γιὰ τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκφραζόταν μὲ πολλοὺς τρόπους.
Ἤθελε τὸ Μοναστήρι νὰ δέχεται μὲ χαρὰ ὅλους τους προσκυνητές. Ἀκούραστη πάντα ἄκουγε τὰ προβλήματά τους καὶ συμμετεῖχε στὸν πόνο τους. Τὰ τελευταία χρόνια ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι πολλοὶ προσκυνητὲς μὲ λεωφορεῖα εἴτε ἀπὸ Ἐνορίες μὲ ἱερεῖς, εἴτε ἀπὸ τουριστικὰ Γραφεῖα.
Ὅσο ἀπασχολημένη καὶ ἂν ἦταν θὰ κατέβαινε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ χαιρετήση καὶ νὰ ἀπευθύνη λόγο ποὺ ἀνέπαυε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς προσκυνητές. Μερικοί, βλέποντας τὴν ἁπλότητα ποὺ διέκρινε τὴν Γερόντισσα στὴν φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη της στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε, γίνονταν ἀπαιτητικοὶ μὲ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τους στὴν Μονή.
Παρουσίαζαν γιὰ ἀλήθεια τὶς πιὸ ἀπίθανες ἱστορίες ποὺ πάντα ἦταν δακρύβρεχτες. Ἔτσι συνήθισαν νὰ ἔρχονται διάφοροι "ζητιάνοι", ἐπαγγελματίες, γιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγουν ὅλοι μὲ γεμάτα τὰ χέρια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό...
«Μία μέρα ἦρθε κάποιος τσιγγάνος μὲ τὴν μάνα του. Ὁδηγοῦσε ἕνα πολυτελέστατο αὐτοκίνητο, τελευταίας τεχνολογίας, σὲ μεταλλικὸ ἀσημὶ χρῶμα. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Νομαρχία φρόντιζε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Μοναστήρι, νομίσαμε πὼς ἦρθε ὁ Νομάρχης. Ὅταν καταλάβαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως μερικὲς ἀδελφὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐκεῖ δυσανασχέτησαν. Ἡ Γερόντισσα τοὺς ἑτοίμασε μόνη της τὸν δίσκο μὲ τὸν καφέ, τοὺς ἔδωσε τρόφιμα καὶ τοὺς πλήρωσε τὴν βενζίνη ποὺ ἔκαψαν γιὰ νὰ ἔρθουν στὸ Μοναστήρι».
Ὁ λόγος τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα τῆς Μονῆς, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰεροθέου, ποὺ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, ἔχει τὴν πνευματικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἦταν γι’ αὐτήν νόμος. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ της μία ἁπλὴ μοναχή, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες.
Σὲ πολλὰ πνευματικὰ θέματα, ἂν καὶ γνώριζε καλὰ τί ἔπρεπε νὰ πῆ, ἀπέφευγε νὰ ἀπαντήση ἡ ἴδια καὶ ἔλεγε στὶς μοναχές: «Περιμένετε, ρωτῆστε τὸν Δεσπότη ὅταν ἔρθη».
Ἡ ὑπακοή της καὶ ἡ ἀφοσίωσή της στὸν Πνευματικό της Πατέρα ἦταν ὑποδειγματική. Ὅταν ἔλεγε κανεὶς ἐπαινετικὰ λόγια γιὰ τὸ Μοναστήρι ἤ γιὰ τὴν ἴδια ἔλεγε: «Τὸ Μοναστήρι τὸ φροντίζει ἡ Παναγία πρῶτα καὶ ἔπειτα ἂς εἶναι καλὰ τὰ δύο γιώτα (Ἱερώνυμος-Ἰερόθεος)».
Σεβόταν τὴν κάθε μοναχὴ καὶ τὴν θεωροῦσε πρόσωπο καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε: «Ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς ξέρει γιατί ἔγινε μοναχὴ καὶ τί ζητάει». Συχνὰ τόνιζε πὼς «σημασία ἔχει μὲ ποιὰ κίνητρα κάνω κάτι καὶ μὲ τί λογισμό». Ἔλεγε ὅτι: «Ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἀληθινή, ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη στὸν ἀδελφό». Δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν περιφρόνηση στὸν ἀδελφό.
«Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ χαρίσματα, ὅταν δὲν σεβόμαστε τὸν ἀδελφό, "τὸν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο, ὅ ἐστιν ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ πολυτελές"!». «Καλὸ καὶ τὸ διακόνημα, ἀλλὰ ὅσο τέλεια καὶ νὰ τὸ κάνω δὲν φτάνει. Τί γίνεται μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν αὐτομεμψία;». «Ἐμεῖς οἱ Μοναχὲς πρέπει νὰ ζοῦμε ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Σταυρὸ ἀφοῦ Τὸν ἀγαποῦμε. Εὐτυχῶς ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμασταν πεθαμένοι. Ὅλα ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι ἀτμός».
«Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό! Νὰ ἔχουμε τὸ μέλι καὶ νὰ μὴ τὸ δοκιμάζουμε, τί κρίμα, ἐνῶ εἴμαστε πλούσιες, νὰ πεθάνουμε φτωχὲς "γύφτες", νὰ μὴ προλάβουμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ ἐρωτευθήκαμε! Διαβάσαμε, ἀκούσαμε, καὶ εἴδαμε τόσα πολλά! Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητες "ἐν τῆ ἡμέρᾳ τῆ φοβερᾶ"».
Στενοχωριόταν τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἔβλεπε τὶς μοναχὲς νὰ τὴν φροντίζουν ἰδιαίτερα, λόγῳ τῆς ἀσθενείας της, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔλεγε: «Συγχωρέστε με ποὺ σᾶς κουράζω. Μ' ἔχετε βασίλισσα!».
Ἀγαποῦσε πολὺ τὶς Ἀκολουθίες στὸν Ναό. Ἔλεγε ὅτι μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βρισκόμαστε σὲ πλεονεκτικὴ θέση. Ἐνῶ ὁ κόσμος βγαίνει πρωΐ-πρωΐ γιὰ τὶς δουλειές του, ἐμεῖς ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό! Τῆς ἄρεσε νὰ διαβάζη τὸ Ψαλτήρι. Πολλὲς φορές, ἂν διέκρινε ὅτι κάποια ἀδελφὴ ἦταν κουρασμένη τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ζητοῦσε νὰ διαβάση τὸ Ψαλτήρι γιὰ νὰ τὴν ξεκουράση.
Διάβαζε καὶ ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ ἐμᾶς. Εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς καὶ παρακολουθοῦσε ἰδιαίτερά τούς Κανόνες καὶ τὸ Μηναῖο, μάλιστα ὅταν ἔβλεπε νὰ γράφη "Ἰωάννου Μοναχοῦ" ἦταν ἀδύνατο νὰ κρύψη τὸν ἐνθουσιασμό της, γιατί ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Ὁ Ἀναστάσιμος ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τοὺς Ἀναβαθμούς, τὰ Ἐξαποστειλάρια, τὰ Ἑωθινὰ καὶ στὴν συνέχεια ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἦταν γι’ αὐτὴν ἕνα πανηγύρι.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς ἀσθενείας της, μετὰ τὴν διάγνωση τῆς μαγνητικῆς ἐξέτασης εἶπε:
«Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Προσευχηθεῖτε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω σωστά. Ταλαιπωρῶ τόσους ἀνθρώπους. Τόσοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μένα! Σὰν μοναχές, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, ὅλοι μᾶς σέβονται καὶ μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Πόσο ταλαιπωρεῖται ὅμως ὁ κόσμος!».
Ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ δοξολογία. Ὁ θάνατός της ἦταν μία κοίμηση. Εἶχε πλήρη συναίσθηση μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ἔφυγε προσευχομένη ἐν μέςῳ προσευχομένων ἀδελφῶν καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ της Πατέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ Μοναστήρι της προσεύχονταν θερμὰ ὅλες οἱ ἀδελφές.
Πολλὲς φορὲς ἡ Γερόντισσα μιλοῦσε γιὰ τὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργῆ ὁ Μοναχός. «Ὅλη τὴν ζωὴ μας πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε σὰν προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πῆ τὸ STOP νὰ μὴ φοβόμαστε».
Κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἐπανελάμβανε προτάσεις ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς φωνῆς της τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα τοῦ Πάσχα.
Τὸ Μέγα Σάββατο αὐτὴν τὴν χρονιὰ λειτούργησε στὸ Μοναστήρι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερώνυμος. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἔψαλλε τὸ "Ἀνάστα ὁ Θεός..." καὶ πετοῦσε στὸν Ναὸ τὶς δάφνες, ἡ Γερόντισσα, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ζοῦσε τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καί, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πῆρε στὰ χέρια της τὸ πανέρι καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ σκόρπισε ἡ ἴδια τὶς ὑπόλοιπες δάφνες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν θέση της εἶπε: «Τί μεγαλεῖο ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ ζῶντος». Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, τῆς προτάθηκε νὰ ἀναπαυθῆ λίγο, γιατί ἦταν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπὸ τὴν xημειοθεραπεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, εἶπε:
«Δὲν αἰσθάνομαι καθόλου κουρασμένη. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, δὲν μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν"». Ὅσοι τὴν ἔζησαν ἐκεῖνες τὶς ὧρες, αἰσθάνονταν ὅτι εἶχαν κοντὰ τους μία μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον "ἐξ ἀκοῆς" ἀλλὰ καὶ "ἀπὸ θέας", μία μαθήτρια καὶ εὐαγγελίστρια Χριστοῦ.
Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα ὅλη της τὴν ζωή, Τὸν ἔχοντα ζωῆς καὶ θανάτου τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν συναριθμήση "ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων" καὶ "ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων". Νὰ τῆς χαρίση τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀτελεύτητη ζωὴ ὅπου λάμπει τὸ φαιδρὸ καὶ ἀνέσπερο
http://apantaortodoxias.blogspot.com
Οι γονείς της Απόστολος και Αγγελική ήταν άνθρωποι πολὺ φτωχοὶ και απλοί. Με την βοήθεια του Θεοῦ και την τίμια εργασία τους κατόρθωσαν να αναθρέψουν τα δύο τους παιδιά. Ὁ πατέρας της ήταν βοσκός και ἡ μητέρα της αναγκαζόταν να κάνη όλες τις δουλειὲς στο χωριό για να μπορέσει να εξοικονομήσει τα απαραίτητα. Τίναζε τις καρυδιές όλου του χωριού, έκοβε τα τριφύλλια, κουβαλούσε τα οικοδομικά υλικά.
Με πόνο διηγείτο ἡ Γερόντισσα ότι ἡ μητέρα της πολλές φορὲς έφτασε να σκάβει τούς τάφους των κεκοιμημένων συγχωριανών ἤ να πλένει τα οστά, όταν γινόταν ἡ εκταφή…
Επειδή όλη την ημέρα απουσίαζε από το σπίτι έμαθε στην θυγατέρα της, ενώ ήταν μικρή στην ηλικία, να κάνη όλες τις δουλειές του σπιτιού. Να μαγειρεύει, να ζυμώνει, να ταΐζει και να αρμέγει τις κατσίκες, να κουβαλά νερό. Άναβε το τζάκι, χτυπούσε με τις ώρες το γάλα για να γίνει το βούτυρο. Που να βρεθεί χρόνος για διάβασμα και για παιχνίδι! Σε όλες τις τάξεις του Δημοτικού Σχολείου, επειδή δεν υπήρχε ηλεκτρικό ρεύμα στο χωριό, διάβαζε με την λάμπα πετρελαίου ἤ με το κερί.
Ομολογούν συγχωριανοί της, πολλοί συμμαθητὲς και συμμαθήτριες, που την επισκέπτονταν στο Μοναστήρι, ότι ήταν μια αγνή χωριατοπούλα, πάντα χαρούμενη και με φωτεινό πρόσωπο, καμιά μιζέρια και πάντα ευχαριστημένη από την ζωή. Χαιρόσουν να κάνης παρέα μαζί της, έλεγαν. Ήταν αγαπητή σε όλους.
Όταν ήρθε στο Μοναστήρι ἡ μητέρα της, μετά από την κουρά της και όταν την πρωτοείδε ως μοναχή, αποκάλυψε στις μοναχές το όνειρο που είχε δει όταν ήταν έγκυος σ' αὐτὴν στον 8ο μήνα.
«Είδα μία εικόνα της Παναγίας με το καντήλι να βγαίνει από τον Ναό του Αγίου Δημητρίου και να κατευθύνεται προς τον Ναό της Παναγίας απέναντι. Όταν πήγα να την πιάσω στα χέρια μου αυτή έφευγε και πήγε και στάθηκε στο τέμπλο της εκκλησίας. Άκουσα τότε μία φωνή: "Δεν είναι για σένα"». Βλέποντας την μοναχή με σιγουριά πλέον εξηγούσε πώς το όνειρο που είχε δη φανέρωνε την αφιέρωση της θυγατέρας της στον Θεό και ιδιαίτερα στην Ιερὰ Μονὴ της Παναγίας.
Όταν ήταν σὲ ηλικία 9 ἐτῶν ἄκουσε ότι ἡ φίλη της δασκάλας της (πρόκειται για την μοναχή Θέκλα που ἀσκεῖται στην Ἱερὰ Μονὴ Παναγίας Μετσόβου) θὰ γινόταν μοναχή. Ἀργότερα ἔλεγε: «Ἀπορῶ με τον ἑαυτό μου. Ἤμουν μικρή στην ηλικία όταν πρωτοάκουσα για τον Μοναχισμό. Κι ὅμως ἀγάπησα τόσο πολὺ κάτι πρὶν καλὰ-καλὰ το γνωρίσω».
Ἐκτιμοῦσε πολύ τούς γονείς της. Δεν είχε ποτὲ αἴσθημα κατωτερότητας ἤ κάποιο κόμπλεξ επειδή καταγόταν από φτωχικὴ οἰκογένεια.
Το ἀντίθετο μάλιστα συνέβαινε. Καυχόταν για την καταγωγὴ και τούς γονείς που είχε. Τούς θαύμαζε για την ὑπομονή τους στις δυσκολίες της ζωῆς και τούς τιμοῦσε ιδιαίτερα. Με πολλὴ συγκίνηση μιλοῦσε για του λίγους κατοίκους που ἀπέμειναν στο χωριό και για τούς δικούς της λέγοντας «οἱ ἐν σκότει και σκιὰ θανάτου καθήμενοι».
Ἀπέδιδε μεγάλη εὐγνωμοσύνη στὴν μητέρα της ὄχι μόνο γιὰ τοὺς κόπους καὶ τὶς στερήσεις ποὺ κατέβαλε γιὰ νὰ τὴν σπουδάση, ἀλλὰ καὶ γιατί, ζώντας στὸ σπίτι μ’ ἕναν δύστροπο στὸν χαρακτήρα παππού, ποὺ ἐξ αἰτίας του δημιουργοῦνταν φασαρίες στὴν οἰκογένεια, τῆς ἐνέπνευσε τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἀγάπη σ’ αὐτόν. Ἔτσι ἀπὸ παιδὶ ἔμαθε νὰ ἀγαπάη αὐτοὺς ποὺ τὴν πικραίνουν καὶ τὴν ταπεινώνουν.
Ἐπίσης πάντα μὲ καμάρι ἔλεγε ὅτι ὁ πατέρας της εἶναι βοσκός.
Θαύμαζε τὴν καθαρότητα τῆς ζωῆς του, τὴν ἁπλότητα καὶ τὸ ἀνεπιτήδευτο τοῦ χαρακτήρα του. Πολλὲς φορές, τὴν ἑορτὴ τῶν Χριστουγέννων, ὅταν μιλοῦσε γιὰ τὴν καθαρότητα τῶν Ποιμένων ποὺ προσκύνησαν τὸ θεῖο Βρέφος, δὲν παρέλειπε νὰ συμπληρώνη ὅτι καὶ αὐτὴ κατάγεται ἀπὸ ποιμενικὴ οἰκογένεια.
«Τὰ χρήματα πού μοῦ ἔστελναν οἱ γονεῖς μου, ὅταν ἤμουν φοιτήτρια στὴν Θεσσαλονίκη, αἰσθανόμουν», ἔλεγε, «ὅτι ἔσταζαν αἷμα καὶ ἱδρώτα. Γι’ αὐτό δὲν τὰ ξόδευα ἄσκοπα.
Λαχταροῦσα κάποτε νὰ πάρω ἕνα γλυκὸ καὶ δὲν εἶχα τὴν δυνατότητα». Μάλιστα, ἔλεγε ὅτι ὁ Καθηγητής της, στὴν Θεολογικὴ Σχολὴ τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, ἀείμνηστος Δημήτριος Τσάμης βλέποντας τὶς οἰκονομικὲς δυσκολίες ποὺ εἶχε καὶ θέλοντας νὰ τὴν βοηθήση τὴν κάλεσε στὸ σπίτι του καὶ τῆς πρότεινε νὰ παραδίδη μαθήματα στὰ παιδιά του.
Ἂν καὶ σπούδασε μὲ πολλὲς στερήσεις, ποτὲ δὲν παραπονέθηκε γι’ αὐτό. Ἦταν πάντα ὀλιγαρκὴς σὲ ὅλες τὶς προσωπικές της ἀνάγκες. Δὲν φοβόταν τὴν στέρηση ἀγαθῶν καὶ δὲν ἐπιζητοῦσε τίποτε ἐκτὸς ἀπὸ τὰ ἀπαραίτητα. Τὸ μόνο ποὺ τὴν ἐνδιέφερε ἦταν ἡ προσφορὰ τῆς ἀγάπης πρὸς ὅλους, μικροὺς καὶ μεγάλους. Ἦταν πάντα πρόθυμη νὰ βοηθήση.
Ὅταν ἀποφοίτησε ἀπὸ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο συνέχισε τὶς σπουδές της στὸ Γυμνάσιο τῆς Πωγωνιανῆς. Ἔμενε τότε στὸ Μαθητικὸ Οἰκοτροφεῖο τῆς Πρόνοιας μὲ δύσκολες συνθῆκες διαβίωσης.
Μία παιδική της φίλη διηγεῖται:
«Ἡ δύναμις τοῦ Οἰκοτροφείου ἦταν 240 κορίτσια. Στὸν θάλαμο εἴμασταν 40 σὲ 20 διώροφα κρεββάτια. Δὲν γνωριζόμασταν ὅλες μεταξύ μας. Τὴν Χαρὰ ὅμως ὅλες τὴν γνώριζαν καλά, ἤθελαν νὰ κάνουν παρέα μαζί της, τὴν ἀγαποῦσαν καὶ τὴν ἐκτιμοῦσαν πολύ.
Θυμᾶμαι τὴν χαρά της, ὅταν ἑτοιμαζόταν νὰ κοινωνήση, καὶ ἀποροῦσα. Γιὰ νὰ μὴ πληρώνη στὸ Οἰκοτροφεῖο τὴν μικρὴ οἰκονομικὴ συνδρομὴ γιὰ τὴν διαμονή της, γιατί δὲν ἤθελε νὰ ἐπιβαρύνη τοὺς γονεῖς της, ποὺ ἤσαν φτωχοί, κατέβαλε ἰδιαίτερες προσπάθειες καὶ διάβαζε πολὺ ὥστε νὰ διατηρῆ τὴν ὑποτροφία καὶ νὰ διαμένη δωρεάν.
Ὑπῆρχαν φορὲς ποὺ δὲν χορταίναμε τὸ φαγητὸ καὶ ἀγοράζαμε ἀπὸ τὸ παντοπωλεῖο κονσέρβες καὶ τὶς μοιραζόμασταν».
Στὴν ἡλικία αὐτὴ συνδέθηκε μὲ τὸ κατηχητικὸ καὶ ἱεραποστολικὸ ἔργο τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης. Σὲ ἐπιστολὴ της μία φίλη της ποὺ ἔζησαν μαζὶ στὸ Οἰκοτροφεῖο, ἡ κ. Ἀγγελικὴ Μόκα, μεταξὺ τῶν πολλῶν σημειώνει τὰ ἑξῆς:
«Ἡ Γερόντισσα ἦταν στὴν Δ΄ Γυμνασίου καὶ ἐγὼ στὴν Α΄. Μᾶς μάζευε, ὅταν τὸ ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες, κυρίως τὰ Σαββατοκύριακα καὶ ἀργίες καὶ μᾶς ἔκανε κύκλο Ἁγίας Γραφῆς. Τῆς ἄρεσε, θυμᾶμαι, ἀφοῦ πρῶτα ἔπαιρνε ἄδεια ἀπὸ τὴν Διευθύντρια τοῦ Οἰκοτροφείου, νὰ μᾶς πηγαίνη μὲ δική της εὐθύνη νὰ ἀνάβουμε τὰ καντηλάκια στὰ ἐξωκκλήσια, κυρίως ὅταν ξημέρωνε Κυριακὴ ἤ κάποια γιορτή.
Ἡ Γερόντισσα μὲ ἔμαθε ὅτι γιορτάζω τῶν Ταξιαρχῶν καὶ μέχρι σήμερα τὸ θυμᾶμαι. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ πολλὰ χαρίσματα. Ἡ πειθαρχία της, ἡ ὑπομονή της, ἡ ἀντοχή, ἡ ἐργατικότητα καὶ κυρίως ἡ ἀγάπη γιὰ τὸν ἄνθρωπο.
Βοηθοῦσε ὅλες τὶς κοπέλες στὸ Οἰκοτροφεῖο, ὅπου ἡ καθεμιὰ τὴν καλοῦσε, ἀκόμη καὶ στὰ μαθήματα. Θυμᾶμαι, ὅταν κάποια κοπέλα δὲν τὰ κατάφερνε τόσο καλὰ στὸ διάβασμα, ἐκείνη δὲν σκεφτόταν τὸν ἑαυτό της γιὰ τὴν ἄλλη μέρα νὰ πάη διαβασμένη, καθόταν ἀργὰ τὴν νύχτα καὶ τὴν βοηθοῦσε νὰ καταλάβη τὸ μάθημα καὶ ἔπειτα αὐτὴ θὰ πήγαινε νὰ κοιμηθῆ, γιὰ νὰ ξυπνήση πάλι τὸ πρωΐ πρώτη καὶ νὰ ἔχη τὴν ἔγνοια ἂν ὅλες ἑτοιμαστήκαμε γιὰ νὰ φύγουμε γιὰ τὸ σχολεῖο.
Θυμᾶμαι τὸ ἐνδιαφέρον της καὶ τὶς συμβουλές της καὶ σήμερα μπορῶ νὰ πῶ ὅτι οὔτε ἡ μητέρα μου δὲν θὰ μὲ φρόντιζε ἔτσι μὲ αὐτὴ τὴν ἀγάπη, ποὺ δὲν σὲ χαϊδεύει, ἀλλὰ σὲ μαθαίνει νὰ στηρίζεσαι στὰ πόδια σου.
Δὲν θὰ ξεχάσω τὴν ὑπευθυνότητα καὶ τὴν ὡριμότητα ποὺ εἶχε ὡς ἄνθρωπος. Γιὰ τὴν ἡλικία της ἦταν φοβερὰ ὑπεύθυνος ἄνθρωπος καὶ πονοῦσε αὐτὴ γιὰ τὰ λάθη τῶν ἄλλων. Ἦταν ἄνθρωπος μὲ ἰσχυρὴ θέληση καὶ θάρρος, γιατί τίποτε δὲν τὴν τρόμαζε στὴν ζωή της. Ἡ δυνατή της πίστη στὸν ἀληθινὸ Θεὸ φαινόταν στὸν τρόπο ζωῆς της».
Ἀγαποῦσε καὶ τιμοῦσε τοὺς Κατηχητές, τὶς Κατηχήτριές της, τοὺς δασκάλους καὶ τοὺς Καθηγητές της στὸ Γυμνάσιο καὶ ἔλεγε «τοὺς χρωστάω εὐγνωμοσύνη μεγάλη γιατί μοῦ ἄλλαξαν τὴν ζωή».
Ἰδιαίτερα σεβόταν τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Δρυϊνουπόλεως, Πωγωνιανῆς καὶ Κονίτσης κυρὸ Σεβαστιανό.
Ἔλεγε: «Μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ γνωρίσουμε καλὰ ράσα» ἐννοώντας τὸν Μητροπολίτη τοῦ τόπου καὶ τὸν μακαριστὸ Μητροπολίτη Ἐδέσσης Πέλλης καὶ Ἀλμωπίας κυρὸ Καλλίνικο τὸν ὁποῖο ἀγαποῦσε πολύ.
Ἔλεγε ὅτι διάβαζε πολὺ ἐκεῖνα τὰ χρόνια καὶ ἦταν ἄριστη μαθήτρια στὸ Γυμνάσιο, ἀλλὰ ἀργότερα -ἔλεγε συγκεκριμένα- ὅταν γνώρισα τὸν Χριστό, μειώθηκε ἡ ἐπίδοσή μου στὰ μαθήματα γιατί εἶχα θέσει ἄλλες προτεραιότητες καὶ προτιμήσεις.
Ὡς φοιτήτρια στὴν Θεολογικὴ Σχολή, ἀλλὰ καὶ ὡς ἐκπαιδευτικὸς μετέπειτα, βοήθησε πολλὰ νέα παιδιὰ μὲ τὸν λόγο της, τὸν ἐνθουσιασμό της καὶ τὸ παράδειγμά της. Εἶχε πολλὲς φίλες καὶ συνδεόταν προσωπικὰ μὲ τὴν κάθε μία ξεχωριστά.
Διατηροῦσε ἐπικοινωνία μὲ τοὺς Καθηγητές της ἀπὸ τὸ Πανεπιστήμιο, τὸ Γυμνάσιο καὶ τὸ Δημοτικὸ Σχολεῖο, μὲ τοὺς Κατηχητὲς καὶ τὶς Κατηχήτριές της καὶ μὲ πολλοὺς μαθητές της. Πολλοὶ ἀπὸ αὐτοὺς τὴν ἐπισκέπτονταν στὸ Μοναστήρι καὶ ἐξέφραζαν μὲ ποικίλους τρόπους τὴν ἀγάπη τους καὶ τὴν χαρὰ τους ὅταν τὴν ἔβλεπαν. Ἰδιαίτερα τὴν ἐπισκέπτονταν ἀπὸ τοὺς τόπους ποὺ ἔζησε καὶ ἐργάσθηκε ὡς ἐκπαιδευτικός.
Ἀπὸ τὰ Γιάννενα, τὴν Θεσσαλονίκη, τὸ Μετσοβο, τὴν Ἔδεσσα. Διαβεβαίωναν δὲ τὶς μοναχὲς ὅτι τὴν ἐκτιμοῦσαν γιὰ τὴν ἁπλότητά της καὶ τὸ αὐθόρμητο τοῦ χαρακτήρα της. Πραγματικά, ἡ Γερόντισσα Φωτεινὴ δὲν τὰ πήγαινε καλὰ μὲ τὸν καθωσπρεπισμὸ καὶ τὴν ψεύτικη εὐγένεια.
Δὲν μποροῦσε ποτὲ νὰ κολακέψη ἄνθρωπο. Ἦταν πάντα ἀληθινή. Ἔλεγε:
«Δὲν μπορῶ νὰ ἀγαπῶ ἕναν ἄνθρωπο καὶ νὰ ξέρω ὅτι ζῆ στὴν ἁμαρτία. Δὲν τὸ ἀντέχω. Θὰ κάνω τὰ ἀδύνατα δυνατά ( νά τόν γλυτώσω...)».
«Νὰ ἀγαπήσουμε τὸν Χριστό. Αὐτὸς καὶ ἐγώ. Κανεὶς ἄλλος μεταξύ μας». «Γιὰ δύο λόγους ἤθελα νὰ γίνω μοναχή: γιὰ νὰ ζῶ πιὸ πολὺ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τοὺς ἀνθρώπους ποὺ ἀγαπῶ. Δὲν θὰ μποροῦσα ἀλλιῶς νὰ τοὺς βοηθήσω παρὰ μόνο μὲ τὴν προσευχή».
Σὲ ἀγαπητό της πρόσωπο ἔλεγε: «Δὲν θέλω νὰ φοβᾶσαι ὅταν θὰ πεθάνης» ἤ
«Πρόσεχε πῶς ζῆς. Δὲν μπορῶ νὰ τὸ διανοηθῶ ὅτι ἐσὺ δὲν θὰ σωθῆς».
Στοὺς "ἀντιδραστικοὺς" μὲ τὴν Ἐκκλησία ἔλεγε τὴν χαρακτηριστικὴ φράση:
«Αὐτὸν θὰ τὸν "ἐκδικηθῶ" μὲ τὴν ἀγάπη».
Καὶ πράγματι αὐτὴ ἡ "ἐκδίκηση" πάντα εἶχε θετικὸ ἀποτέλεσμα. Ὁποῖος ἦταν τυχερὸς ἀπὸ τὴν γνωριμία της ἔμπαινε στὴν καρδιά της γιὰ πάντα, μέχρι καὶ τὴν αἰωνιότητα, ὅπως ἔλεγε.
Ὡς Ἡγουμένη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, 1987-2007, σεβόταν ὑπερβολικά τούς θεσμούς. Ἐκτιμοῦσε βαθύτατα τὸν οἰκεῖο Ποιμενάρχη μας, τὸν Μητροπολίτη Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερώνυμο.
Ἔλεγε: «Πρέπει νὰ δοξάζουμε τὸν Θεὸ γι’ αὐτὸ τὸ δῶρο». Αἰσθανόταν σιγουριὰ καὶ ἀσφάλεια στὸ πρόσωπό Του. Ἐπίσης τιμοῦσε ὅλους τους ἱερεῖς ποὺ ἐπισκέπτονταν τὴν Ἱερὰ Μονὴ καὶ ἐξέφραζε τὴν εὐγνωμοσύνη της στοὺς ἱερεῖς ποὺ ἐργάζονται στὰ Γραφεῖα τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως καὶ ἐξυπηρετοῦν τὸ Μοναστήρι.
Μὲ πολλὴ εὐχαρίστηση καὶ ἐνθουσιασμὸ μιλοῦσε πάντοτε γιὰ τοὺς κατοίκους τῆς περιοχῆς καὶ μάλιστα γιὰ τοὺς ἐνορίτες Ἀκραιφνίου καὶ Κοκκίνου. Οἱ ἱερεῖς τῶν δύο Ἐνοριῶν καθὼς ἐπίσης καὶ οἱ ἀρχὲς τοῦ τόπου συνεργάσθηκαν ἄριστα μαζί της. Τῆς ἔκανε ἐντύπωση μεγάλη καὶ τὴν συγκινοῦσε βαθύτατα ἡ ἀγάπη τῶν κατοίκων γιὰ τὸ Μοναστήρι ποὺ ἐκφραζόταν μὲ πολλοὺς τρόπους.
Ἤθελε τὸ Μοναστήρι νὰ δέχεται μὲ χαρὰ ὅλους τους προσκυνητές. Ἀκούραστη πάντα ἄκουγε τὰ προβλήματά τους καὶ συμμετεῖχε στὸν πόνο τους. Τὰ τελευταία χρόνια ἐπισκέπτονταν τὸ Μοναστήρι πολλοὶ προσκυνητὲς μὲ λεωφορεῖα εἴτε ἀπὸ Ἐνορίες μὲ ἱερεῖς, εἴτε ἀπὸ τουριστικὰ Γραφεῖα.
Ὅσο ἀπασχολημένη καὶ ἂν ἦταν θὰ κατέβαινε στὸ ἀρχονταρίκι γιὰ νὰ χαιρετήση καὶ νὰ ἀπευθύνη λόγο ποὺ ἀνέπαυε καὶ παρηγοροῦσε τοὺς προσκυνητές. Μερικοί, βλέποντας τὴν ἁπλότητα ποὺ διέκρινε τὴν Γερόντισσα στὴν φιλοξενία καὶ τὴν ἀγάπη της στὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἔπασχε, γίνονταν ἀπαιτητικοὶ μὲ τὶς συχνὲς ἐπισκέψεις τους στὴν Μονή.
Παρουσίαζαν γιὰ ἀλήθεια τὶς πιὸ ἀπίθανες ἱστορίες ποὺ πάντα ἦταν δακρύβρεχτες. Ἔτσι συνήθισαν νὰ ἔρχονται διάφοροι "ζητιάνοι", ἐπαγγελματίες, γιὰ ἐλεημοσύνη ποὺ ἔπρεπε ὅμως νὰ φύγουν ὅλοι μὲ γεμάτα τὰ χέρια ἀπὸ τὸ Μοναστήρι. Ἐνδεικτικὸ εἶναι ἕνα περιστατικό...
«Μία μέρα ἦρθε κάποιος τσιγγάνος μὲ τὴν μάνα του. Ὁδηγοῦσε ἕνα πολυτελέστατο αὐτοκίνητο, τελευταίας τεχνολογίας, σὲ μεταλλικὸ ἀσημὶ χρῶμα. Ἐπειδὴ ἐκείνη τὴν περίοδο ἡ Νομαρχία φρόντιζε τὸν δρόμο γιὰ τὸ Μοναστήρι, νομίσαμε πὼς ἦρθε ὁ Νομάρχης. Ὅταν καταλάβαμε τὸν σκοπὸ τῆς ἐπισκέψεως μερικὲς ἀδελφὲς ποὺ βρέθηκαν ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἐκεῖ δυσανασχέτησαν. Ἡ Γερόντισσα τοὺς ἑτοίμασε μόνη της τὸν δίσκο μὲ τὸν καφέ, τοὺς ἔδωσε τρόφιμα καὶ τοὺς πλήρωσε τὴν βενζίνη ποὺ ἔκαψαν γιὰ νὰ ἔρθουν στὸ Μοναστήρι».
Ὁ λόγος τοῦ Πνευματικοῦ Πατέρα τῆς Μονῆς, τοῦ Μητροπολίτου Ναυπάκτου καὶ Ἁγίου Βλασίου κ. Ἰεροθέου, ποὺ μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Μητροπολίτου Θηβῶν καὶ Λεβαδείας κ. Ἱερωνύμου, ἔχει τὴν πνευματικὴ ἐπίβλεψη τῆς Ἱερᾶς Μονῆς, ἦταν γι’ αὐτήν νόμος. Θεωροῦσε τὸν ἑαυτὸ της μία ἁπλὴ μοναχή, ὅπως ὅλες οἱ ἄλλες.
Σὲ πολλὰ πνευματικὰ θέματα, ἂν καὶ γνώριζε καλὰ τί ἔπρεπε νὰ πῆ, ἀπέφευγε νὰ ἀπαντήση ἡ ἴδια καὶ ἔλεγε στὶς μοναχές: «Περιμένετε, ρωτῆστε τὸν Δεσπότη ὅταν ἔρθη».
Ἡ ὑπακοή της καὶ ἡ ἀφοσίωσή της στὸν Πνευματικό της Πατέρα ἦταν ὑποδειγματική. Ὅταν ἔλεγε κανεὶς ἐπαινετικὰ λόγια γιὰ τὸ Μοναστήρι ἤ γιὰ τὴν ἴδια ἔλεγε: «Τὸ Μοναστήρι τὸ φροντίζει ἡ Παναγία πρῶτα καὶ ἔπειτα ἂς εἶναι καλὰ τὰ δύο γιώτα (Ἱερώνυμος-Ἰερόθεος)».
Σεβόταν τὴν κάθε μοναχὴ καὶ τὴν θεωροῦσε πρόσωπο καὶ εἰκόνα τοῦ Θεοῦ.
Ἔλεγε: «Ἡ κάθε μία ἀπὸ τὶς ἀδελφὲς ξέρει γιατί ἔγινε μοναχὴ καὶ τί ζητάει». Συχνὰ τόνιζε πὼς «σημασία ἔχει μὲ ποιὰ κίνητρα κάνω κάτι καὶ μὲ τί λογισμό». Ἔλεγε ὅτι: «Ἡ ἀγάπη στὸν Θεὸ δὲν εἶναι ἀληθινή, ὅταν δὲν συνδέεται μὲ τὴν ἀγάπη στὸν ἀδελφό». Δὲν μποροῦσε νὰ δεχθῆ τὴν περιφρόνηση στὸν ἀδελφό.
«Τί νὰ τὰ κάνω ἐγὼ τὰ χαρίσματα, ὅταν δὲν σεβόμαστε τὸν ἀδελφό, "τὸν κρυπτό τῆς καρδίας ἄνθρωπο, ὅ ἐστιν ἐνώπιόν τοῦ Θεοῦ πολυτελές"!». «Καλὸ καὶ τὸ διακόνημα, ἀλλὰ ὅσο τέλεια καὶ νὰ τὸ κάνω δὲν φτάνει. Τί γίνεται μὲ τὴν μετάνοια, τὴν προσευχή, τὴν αὐτομεμψία;». «Ἐμεῖς οἱ Μοναχὲς πρέπει νὰ ζοῦμε ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Σταυρὸ ἀφοῦ Τὸν ἀγαποῦμε. Εὐτυχῶς ὑπάρχει ἡ αἰωνιότητα. Ἀλλιῶς θὰ εἴμασταν πεθαμένοι. Ὅλα ἐδῶ στὴν γῆ εἶναι ἀτμός».
«Νὰ μάθουμε νὰ εἴμαστε εἰλικρινεῖς μὲ τὸν ἑαυτό μας. Τί λόγο θὰ δώσουμε στὸν Θεό! Νὰ ἔχουμε τὸ μέλι καὶ νὰ μὴ τὸ δοκιμάζουμε, τί κρίμα, ἐνῶ εἴμαστε πλούσιες, νὰ πεθάνουμε φτωχὲς "γύφτες", νὰ μὴ προλάβουμε νὰ ζήσουμε αὐτὸ ποὺ ἐρωτευθήκαμε! Διαβάσαμε, ἀκούσαμε, καὶ εἴδαμε τόσα πολλά! Θὰ εἴμαστε ἀναπολόγητες "ἐν τῆ ἡμέρᾳ τῆ φοβερᾶ"».
Στενοχωριόταν τὸν τελευταῖο καιρὸ ποὺ ἔβλεπε τὶς μοναχὲς νὰ τὴν φροντίζουν ἰδιαίτερα, λόγῳ τῆς ἀσθενείας της, καὶ μὲ δάκρυα στὰ μάτια ἔλεγε: «Συγχωρέστε με ποὺ σᾶς κουράζω. Μ' ἔχετε βασίλισσα!».
Ἀγαποῦσε πολὺ τὶς Ἀκολουθίες στὸν Ναό. Ἔλεγε ὅτι μᾶς ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ βρισκόμαστε σὲ πλεονεκτικὴ θέση. Ἐνῶ ὁ κόσμος βγαίνει πρωΐ-πρωΐ γιὰ τὶς δουλειές του, ἐμεῖς ὑμνοῦμε καὶ δοξάζουμε τὸν Θεό! Τῆς ἄρεσε νὰ διαβάζη τὸ Ψαλτήρι. Πολλὲς φορές, ἂν διέκρινε ὅτι κάποια ἀδελφὴ ἦταν κουρασμένη τὴν ὥρα τῆς Ἀκολουθίας, ζητοῦσε νὰ διαβάση τὸ Ψαλτήρι γιὰ νὰ τὴν ξεκουράση.
Διάβαζε καὶ ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ μὲ τὸν τρόπο αὐτὸ παρακινοῦσε καὶ ἐμᾶς. Εἶχε μεγάλη ἀδυναμία στὸ βιβλίο τῆς Παρακλητικῆς καὶ παρακολουθοῦσε ἰδιαίτερά τούς Κανόνες καὶ τὸ Μηναῖο, μάλιστα ὅταν ἔβλεπε νὰ γράφη "Ἰωάννου Μοναχοῦ" ἦταν ἀδύνατο νὰ κρύψη τὸν ἐνθουσιασμό της, γιατί ἀγαποῦσε πολὺ τὸν ἅγιο Ἰωάννη τὸν Δαμασκηνό. Ὁ Ἀναστάσιμος ὄρθρος τῆς Κυριακῆς μὲ τοὺς Ἀναβαθμούς, τὰ Ἐξαποστειλάρια, τὰ Ἑωθινὰ καὶ στὴν συνέχεια ἡ θεία Λειτουργία τῆς Κυριακῆς ἦταν γι’ αὐτὴν ἕνα πανηγύρι.
Ὅσον ἀφορᾶ τὸ θέμα τῆς ἀσθενείας της, μετὰ τὴν διάγνωση τῆς μαγνητικῆς ἐξέτασης εἶπε:
«Δὲν εἶναι τυχαία αὐτὴ ἡ ἀσθένεια. Ὁ Θεὸς τὴν ἐπέτρεψε. Ἔχει τοὺς λόγους Του. Προσευχηθεῖτε νὰ τὴν ἀντιμετωπίσω σωστά. Ταλαιπωρῶ τόσους ἀνθρώπους. Τόσοι ἐνδιαφέρονται καὶ προσεύχονται γιὰ μένα! Σὰν μοναχές, ὅπου καὶ ἂν πᾶμε, ὅλοι μᾶς σέβονται καὶ μᾶς ἐξυπηρετοῦν. Πόσο ταλαιπωρεῖται ὅμως ὁ κόσμος!».
Ἀντιμετώπισε τὴν ἀσθένεια μὲ πίστη στὸν Θεὸ καὶ δοξολογία. Ὁ θάνατός της ἦταν μία κοίμηση. Εἶχε πλήρη συναίσθηση μέχρι τὴν τελευταία στιγμή. Ἔφυγε προσευχομένη ἐν μέςῳ προσευχομένων ἀδελφῶν καὶ μὲ τὴν εὐχὴ τοῦ Πνευματικοῦ της Πατέρα, τὴν στιγμὴ ποὺ στὸ Μοναστήρι της προσεύχονταν θερμὰ ὅλες οἱ ἀδελφές.
Πολλὲς φορὲς ἡ Γερόντισσα μιλοῦσε γιὰ τὸν θάνατο καὶ γιὰ τὴν μνήμη τοῦ θανάτου ποὺ πρέπει νὰ καλλιεργῆ ὁ Μοναχός. «Ὅλη τὴν ζωὴ μας πρέπει νὰ τὴν θεωροῦμε σὰν προετοιμασία γιὰ τὴν ὥρα τοῦ θανάτου. Ὅταν ὁ Θεὸς θὰ πῆ τὸ STOP νὰ μὴ φοβόμαστε».
Κάθε χρόνο τὴν ἡμέρα τοῦ Πάσχα ἐπανελάμβανε προτάσεις ἀπὸ τὸν Κατηχητικὸ Λόγο τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου. Ἔλεγε συγκεκριμένα: «Μηδεὶς φοβείσθω θάνατον• ἠλευθέρωσε γὰρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος». Ἔψαλλε μὲ ὅλη τὴν δύναμη τῆς ψυχῆς της καὶ τῆς φωνῆς της τὸν Ἀναστάσιμο Κανόνα τοῦ Πάσχα.
Τὸ Μέγα Σάββατο αὐτὴν τὴν χρονιὰ λειτούργησε στὸ Μοναστήρι ὁ Μητροπολίτης κ. Ἱερώνυμος. Τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Σεβασμιώτατος ἔψαλλε τὸ "Ἀνάστα ὁ Θεός..." καὶ πετοῦσε στὸν Ναὸ τὶς δάφνες, ἡ Γερόντισσα, κατὰ κοινὴ ὁμολογία, ζοῦσε τὴν χαρὰ τῆς Ἀναστάσεως καί, ὅταν ὁ Σεβασμιώτατος μπῆκε μέσα στὸ Ἅγιο Βῆμα, πῆρε στὰ χέρια της τὸ πανέρι καὶ μὲ πολλὴ χαρὰ καὶ ἐνθουσιασμὸ σκόρπισε ἡ ἴδια τὶς ὑπόλοιπες δάφνες ποὺ εἶχαν ἀπομείνει.
Ὅταν ἐπέστρεψε στὴν θέση της εἶπε: «Τί μεγαλεῖο ζοῦμε μέσα στὴν Ὀρθοδοξία! Εἶναι τιμὴ γιὰ μᾶς νὰ εἴμαστε παιδιὰ Θεοῦ ζῶντος». Ὅταν, μετὰ τὸ τέλος τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν συζήτηση ποὺ εἶχε μὲ τὸν Σεβασμιώτατο, τῆς προτάθηκε νὰ ἀναπαυθῆ λίγο, γιατί ἦταν ταλαιπωρημένη καὶ ἀπὸ τὴν xημειοθεραπεία καὶ ἀπὸ τὴν ὀρθοστασία, εἶπε:
«Δὲν αἰσθάνομαι καθόλου κουρασμένη. Ὁ Ἀπόστολος, ποὺ ἀκούσαμε σήμερα στὴν Θεία Λειτουργία, δὲν μ’ ἀφήνει σὲ ἡσυχία, "ἵνα ὥσπερ ἠγέρθη Χριστὸς ἐκ νεκρῶν διὰ τῆς δόξης τοῦ Πατρός, οὕτω καὶ ἡμεῖς ἐν καινότητι ζωῆς περιπατήσωμεν"». Ὅσοι τὴν ἔζησαν ἐκεῖνες τὶς ὧρες, αἰσθάνονταν ὅτι εἶχαν κοντὰ τους μία μάρτυρα τῆς Ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον "ἐξ ἀκοῆς" ἀλλὰ καὶ "ἀπὸ θέας", μία μαθήτρια καὶ εὐαγγελίστρια Χριστοῦ.
Παρακαλοῦμε τὸν Κύριο, ποὺ γνωρίζει πιὸ καλὰ ἀπὸ τὸν καθένα ὅλη της τὴν ζωή, Τὸν ἔχοντα ζωῆς καὶ θανάτου τὴν ἐξουσία, νὰ τὴν συναριθμήση "ἐν τῆ Ἐκκλησίᾳ τῶν πρωτοτόκων" καὶ "ἐν ταῖς λαμπρότησι τῶν Ἁγίων". Νὰ τῆς χαρίση τὴν ἀνώδυνη καὶ ἀτελεύτητη ζωὴ ὅπου λάμπει τὸ φαιδρὸ καὶ ἀνέσπερο
http://apantaortodoxias.blogspot.com