Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως του Κυρίου δεηθώμεν...........Κύριε ελέησον.... المسيح قام ..... حقا قام ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ .... ВОИСТИНУ ВОСКРЕСЕ
Σελίδες
▼
Δευτέρα 31 Οκτωβρίου 2011
Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011
Η Ελλάδα υπό κατοχή.......... Ανοικτή Επιστολή προς τον Ελληνισμό
Αγαπητοί συμπολίτες, η Πατρίδα μας η Ελλάδα ευρίσκεται υπό κατοχή. Με αύξουσα επικινδυνότητα η κατοχή είναι οικονομική, πολιτική, εθνική και πνευματική.
Οικονομική κατοχή από τα ξένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τις ντόπιες συντεχνίες, τον διεφθαρμένο συνδικαλισμό, τις ΔΕΚΟ και τα διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Πολιτική κατοχή από το κατ’ επίφαση δημοκρατικό σύστημα που στην πράξη υποθάλπει μία ανεξέλεγκτη κομματική δικτατορία με στρατιώτες της γραβάτας και του λευκού πουκάμισου, υποστηριζόμενη από τα επιστημονικώς καθοδηγούμενα μέσα μαζικής επιρροής ΜΜΕ.
Εθνική κατοχή από νεοταξικούς εθνομηδενιστές, υπηρέτες της παγκοσμιοποίησης, που οδηγούν το έθνος κράτος σε αλλοτρίωση και σε συρρίκνωση .
Πνευματική κατοχή από αμοραλιστές, διαφθορείς της πνευματικής και ψυχικής υγείας των πολιτών, υποβαθμιστές της παιδείας, εκμαυλιστές της νεολαίας και αρνητές κάθε φιλόπονης έννοιας αρετής.
Τα αίτια που μας οδήγησαν έως εδώ είναι πολλά και κατά περίπτωση αν και έχουν αναλυθεί σε λεπτομέρεια εντούτοις συγκαλύπτονται από σύγχυση που δημιουργούν ο καταιγισμός με άσχετες πληροφορίες, οι ποικίλες υστερόβουλες αναλύσεις και τα αντικρουόμενα συμπεράσματα εξεταστικών δήθεν επιτροπών που η κάθε μία παρουσιάζει διαφορετική άποψη για το ίδιο θέμα.
Τα γεγονότα ξεκίνησαν με τη μεταπολίτευση όταν πολλά αιτήματα για βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης, ελευθερίας, μόρφωσης και υπαρξιακής ολοκλήρωσης έγιναν αντικείμενο εκμετάλλευσης, διαστρέβλωσης των εννοιών και μετατροπής τους σε μηχανισμούς υποτέλειας και εξάρτησης.
Στην οικονομία τα αιτήματα βελτίωσης του επιπέδου ζωής δεν ικανοποιήθηκαν από την οικονομική ανάπτυξη σαν αποτέλεσμα βελτίωσης της παραγωγικότητας αλλά καλύφθηκαν από δανεισμό που σπαταλήθηκε στην ικανοποίηση ξενόφερτων καταναλωτικών συνηθειών και τρόπων διαβίωσης που προέβαλε το διεθνές εμπόριο και πολιτιστική προπαγάνδα. Συγχρόνως ξεκίνησε ένα σύστημα επιδοτήσεων χωρίς τον απαιτούμενο έλεγχο για την επένδυση τους σε παραγωγικά συστήματα.
Τα κομματικά ρουσφέτια αύξησαν υπέρμετρα τις προσλήψεις στον στενό και ευρύτερο δημόσιο τομέα ενώ επινοήθηκαν και επιβλήθηκαν δημοσιονομικές ανάγκες που επιβαρυμένες από το τη διαπλοκή και την κατάχρηση, αύξησαν τις δαπάνες σε βαθμό μεγαλύτερο από αυτόν που δικαιολογούσε η παραγωγικότητα της χώρας και τα εξ αυτής έσοδα του κράτους. Τουναντίον, η πραγματική οικονομία συρρικνώθηκε, ενώ πολλές παραγωγικές βιομηχανικές μονάδες κοινωνικοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να καταστούν ζημιογόνες υπό το βάρος της κομματικής τους διαχείρισης και τη λοιμική των συνδικαλιστικών αρπακτικών, που υποστήριζαν τις κομματικές ή και υστερόβουλες επιλογές σε βάρος των ίδιων των επιχειρήσεων. Σε όλα αυτά να προσθέσουμε τις διάφορες συντεχνιακές ομάδες που συντηρήθηκαν με ευνοϊκές για αυτές συνθήκες αδειοδότησης, λειτουργίας και φορολογικών ελαφρύνσεων εις βάρος των μισθωτών και συνταξιούχων.
Όλα αυτά έγιναν δυνατά με πολιτικές αποφάσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις που διέλυσαν το κράτος και ενίσχυσαν τον κομματικό μηχανισμό. Εξαλείφθηκε κάθε έννοια αξιοκρατίας, ενώ η εξάρτηση, το ρουσφέτι και η συνδιαλλαγή έγιναν ο τρόπος επιβίωσης και κοινωνικής καταξίωσης. Η αρχοντιά του ελεύθερου παραγωγικού πολίτη που δημιουργεί επ’ ωφελεία του κοινωνικού συνόλου και καταξιώνεται μέσα από αυτό αντικαταστάθηκε από τη μιζέρια του διαπλεκόμενου, που όντας ανάξιος να παράγει, επιβιώνει εκμυζώντας από το δημόσιο τομέα και το κοινωνικό σύνολο. Ο αυθεντικός ζήλος για δημιουργία μετετράπηκε σε δουλικά αιτήματα δικαιωμάτων, πολλές φορές για πράγματα που δεν ανταποκρίνονται σε αντίστοιχα προσόντα.
Δυστυχώς το υπάρχον πολιτικό σύστημα με τις επιπρόσθετες απαξιωτικές ρυθμίσεις του Συντάγματος, που επέβαλε ο κομματικός μηχανισμός επέτρεπε στην εκάστοτε εξουσία να επηρεάζει τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, ακόμη και αυτόν του Προέδρου της Δημοκρατίας, μετατρέποντας το πολίτευμα από προεδρευομένη σε πρωθυπουργική δημοκρατία. Η κομματική αντιπαράθεση δεν επέτρεψε τη λήψη μέτρων για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα των συστημάτων κοινωνικής ασφάλισης και υγείας, της παραγωγικότητας του δημόσιου τομέα και της εξασφάλισης ενός λειτουργικού νομοθετικού πλαισίου. Έπρεπε να έλθουν οι δανειστές μας για να μας τα επιβάλλουν και μόνο τότε αρχίσαμε να τα διαφημίζουμε σαν αναγκαία. Τι ντροπή! Για κάθε υπόθεση υπάρχουν αντικρουόμενοι νόμοι και νομοθετικές διατάξεις που έχουν μετατρέψει το νόμο σε ιστό αράχνης, που συγκρατεί μεν τα μικρά έντομα αλλά διαπερνάται από τα μεγάλα, με αποτέλεσμα την διατάραξη του κοινού περί δικαιοσύνης αισθήματος.
Λόγω της τραυματικής εμπειρίας της χούντας ήταν εύκολο να υποβαθμισθεί η ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων και να γίνει έρμαιο στις εκάστοτε επιλογές της κομματικής εξουσίας. Το φιάσκο στα Ίμια, το Μακεδονικό, οι απαιτήσεις των Τούρκων στο Αιγαίο, το Κυπριακό , τα τεκταινόμενα στη Θράκη αλλά και το μεταναστευτικό δείχνουν ότι ο ρόλος του Στρατού στις εθνικές υποθέσεις και την κατάρτιση στρατηγικών σχεδίων πέραν των καθαρά επιχειρησιακών έχει έλθει σε δεύτερη μοίρα. Το θυσιαστικό παράδειγμα των Ελλήνων αξιωματικών αλλοιώθηκε στα μάτια του έθνους από τον πλουτισμό των πολιτικών που τους έχουν υποσκελίσει. Η έννοια της πατρίδας ως νοηματική προϋπόθεση υπαρξιακής ολοκλήρωσης έχει μετατραπεί σε έννοια συνόλου ανθρώπων με κοινά συμφέροντα που μπορεί κανείς να την επιλέγει κατά το δοκούν. Η ηγεσία μας , πιστή στο νεοταξικό δόγμα του εθνομηδενισμού, της αυτοκατάργησής της και της δημιουργίας μιας παγκόσμιας κυβέρνησης, οδηγεί το έθνος κράτος προς εξαφάνιση
Η χειρότερη όμως μορφή κατοχής, που απειλεί την υπαρξιακή μας συνείδηση , θέτει σε κίνδυνο τη βιωσιμότητα μας και αμφισβητεί τη διατήρηση των χαρακτηριστικών και των ιδιαιτεροτήτων του έθνους και της φυλής μας, είναι η πολιτιστική κατοχή. Επιβάλλεται με την κατάργηση του γλωσσικού μας πλούτου, την παραποίηση της ιστορίας, την αλλοίωση της κοσμοθεωρίας και της θρησκευτικής μας παράδοσης με την ανεξέλεγκτη εισροή λαθρομεταναστών και την προπαγάνδα αλλά κυρίως με την απαξίωση των αρετών. Αυτά δηλαδή που μέχρι τώρα συνέβαλαν και συμβάλουν στην διατήρηση της εθνικής μας συνείδησης για δύο χιλιάδες χρόνια υπό τον ζυγό πρώτα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, που την μετατρέψαμε σε Ελληνική και μετά της Οθωμανικής, από την οποία απελευθερωθήκαμε με την Εθνική Επανάσταση του 1821.
Σήμερα οι λέξεις έχουν χάσει το νόημα τους και η υποκρισία, η υστεροβουλία, το ψέμα, η αυθάδεια και η αδιαντροπιά χαρακτηρίζουν όχι μόνο τις σχέσεις των πολιτών αλλά δυστυχώς και το δημόσιο λόγο των ‘αρχόντων’ που θυσιάζεται στο βωμό της αρχομανίας και συγκαλύπτεται από τα επιστημονικά οργανωμένα μέσα μαζικής επιρροής. Η πασιφανής υποβάθμιση της παιδείας και ο εκμαυλισμός των νέων σε αυτό αποσκοπεί, στον αποπροσανατολισμό τους και τη μείωση των αντιστάσεων του έθνους μπροστά στον μεθοδευόμενο μηδενισμό του. Το είναι μας έχει αντικατασταθεί από το έχει μας και η έννοια της ελευθερίας έχει χάσει το συστατικό της υποχρέωσης και αναγνωρίζει μόνο δικαιώματα. Η υφιστάμενη αλλοίωση στην κρίση των πολιτών και της νεολαίας φαίνεται στα ευτελή αιτήματα τους που κλείνουν τα σχολεία και τα πανεπιστήμια για μακρές περιόδους ακόμη και στην ανακόλουθη ένταση των κινητοποιήσεων τους. Για ένα ατυχές και θλιβερό γεγονός, το οποίο προφανώς δεν ήταν προκατασκευασμένο από τον κρατικό μηχανισμό κάηκε η μισή Αθήνα το Δεκέμβριο του 2008 ενώ η εν ψυχρώ δολοφονία ενός δημοσιογράφου και μάλιστα της ερευνητικής δημοσιογραφίας πέρασε στα ψιλά γράμματα.
Συμπατριώτες, το πράγμα έχει ωριμάσει από καιρό και οι συνέπειες του είναι ήδη ορατές. Κάτι πρέπει να γίνει εδώ και τώρα με ελεγχόμενο τρόπο πριν η ροή των εξελίξεων μας φέρει σε νέες ανεξέλεγκτες εθνικές περιπέτειες μπροστά στις οποίες η υφιστάμενη δυσκολία των οικονομικών μέτρων φαίνεται ασήμαντη. Το μέγα πρόβλημα είναι το ίδιο το πολιτικό σύστημα που αναπαράγει τους ίδιους ανθρώπους και την ίδια νοοτροπία της εξουσιαστικής συναλλαγής. Τα αιτήματα στις κινητοποιήσεις δεν πρέπει να είναι μόνο κατά των εν μέρει αναγκαίων, εδώ που φτάσαμε, και κοινωνικά άδικων οικονομικών μέτρων, αλλά κατά του σχεδιαζόμενου εθνομηδενισμού. Μας οδηγούν χρεοκοπημένους σε ένα σχεδιαζόμενο τραπέζι διαπραγματεύσεων όπου θα παιχθούν πολλά και σημαντικά εθνικά θέματα.
Η πρόταση μας είναι η κατάργηση της υφιστάμενης κομματικής δικτατορίας. Να γίνει ανασχεδιασμός του πολιτικού συστήματος έτσι ώστε να εξασφαλίζεται αμεσότερη δημοκρατία και να υπάρχουν ελεγκτικοί μηχανισμοί που να μην εξαρτώνται από την εκάστοτε εξουσία αλλά να εκλέγονται κατευθείαν από το λαό. Σαν παράδειγμα θα μπορούσε κανείς να αναφέρει
• Την άμεση μείωση του αριθμού των Βουλευτών,
• Την ανάδειξη τους στις εκλογικές, κατά περιφέρεια, λίστες όχι από τους αρχηγούς των κομμάτων αλλά από θεσμοθετημένα όργανα αξιολόγησης τους
• Τη δημιουργία Γερουσίας και Προεδρίας της Δημοκρατίας που να εκλέγονται από τον λαό με αυξημένες αρμοδιότητες κυρίως σε εθνικά θέματα και στον έλεγχο του στρατού.
• Τη δημιουργία ελεγκτικών μηχανισμών υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας που να αποδίδει ευθύνες για την κακοδιαχείριση των εθνικών και δημοσίων θεμάτων.
• Την σύσταση Συνταγματικής Εθνοσυνέλευσης που να καθορίσει το νέο σύνταγμα.
Πιστεύουμε ότι στο έθνος μας υπάρχουν άνθρωποι με τις απαραίτητες γνώσεις, την εμπειρία, τις δημιουργικές ικανότητες και κυρίως το απαραίτητο ήθος και τον ανάλογο οραματισμό, ακόμη και μέσα στα σημερινά κόμματα, για να θεσμοθετήσουν ένα νέο καταστατικό χάρτη. Αυτούς καλούμε να βοηθήσουν στην αναγέννηση του έθνους και τη σωτηρία του όχι τόσο από την οικονομική κατοχή αλλά από την μεθοδευμένα επερχόμενη αλλοίωση και συρρίκνωση του.
Υπογράφουν 60 καθηγητές πανεπιστημίου και 24 ιδιώτες, επιχειρηματίες.
Επικοινωνία: Καθηγητής Ηλίας Σταμπολιάδης, elistach@mred.tuc.gr
Σάββατο 29 Οκτωβρίου 2011
Παρασκευή 28 Οκτωβρίου 2011
ΘΑΥΜΑ ΕΜΦΑΝΙΣΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΟ 1940
Ο ΑΝΘΥΠΑΣΠΙΣΤΗΣ ΝΙΚΟΛΑΟΣ ΓΚΑΤΖΑΡΟΣ,ΑΦΗΓΕΙΤΑΙ ΤΟ ΣΥΓΚΛΟΝΙΣΤΙΚΟ ΘΑΥΜΑ ΠΟΥ ΕΖΗΣΕ ΤΟ 1940,ΟΤΑΝ Η ΠΑΝΑΓΙΑ ΤΟΝ ΠΡΟΦΥΛΑΞΕ ΑΠΟ ΒΕΒΑΙΟ ΘΑΝΑΤΟ!
ΤΟΤΕ ΠΟΥ ΕΙΠΑΜΕ ΤΟ ΟΧΙ ΣΤΟΝ ΕΧΘΡΟ ΗΡΘΕ Η ΑΝΩΘΕΝ ΒΟΗΘΕΙΑ......
ΕΝΑ ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ ΕΠΟΣ ΤΟΥ 1940 ,
ΣΤΗΝ ΕΠΕΤΕΙΟ ΤΟΥ ΟΧΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΛΗΘΕΙΑ FM.
ΖΩΝΤΑΝΟ ΡΕΠΟΡΤΑΖ ΜΕ ΥΠΕΡΗΛΙΚΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΟ ΜΑΣ ΠΟΥ ΕΙΔΕ ΤΗΝ ΠΑΝΑΓΙΑ ΜΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΤΟΥ ΣΤΟ ΑΛΒΑΝΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ.
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
Τετάρτη 26 Οκτωβρίου 2011
Εγκώμιο του Αγ.Γρηγορίου του Παλαμά στον Άγ.Δημήτριο τον Μυροβλήτη
«Εμοί δε λίαν ετιμήθησαν οι φίλοι σου ο Θεός, λίαν εκραταιώθησαν αι αρχαί αυτών».
Με αυτόν τον στίχον του Δαβίδ αρχίζει ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς το εγκώμιό του στον Μυροβλύτη άγιο, που σαν Μεγαλομάρτυς ανήκει και αυτός στις «αρχές», δηλαδή στην ηγεσία των Αγίων και Φίλων του Θεού.
«Εγώ με πολλή τιμή περιβάλλω τους φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη εξουσία και παρρησία έχουν εκείνοι που προεξάρχουν μεταξύ τους», θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, δίνοντας όμως στα ίδια αυτά λόγια του Προφητάνακτος πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο. Διότι για μάς Φίλοι του Θεού είναι και οι δύο Άγιοι, και ο εγκωμιάζων και ο εγκωμιαζόμενος, αλλά ακόμη και οι φίλοι των Φίλων του Θεού, ο φιλάγιος και Παναγιώτατος Ποιμενάρχης κύριος Παντελεήμων με το ευλαβές του ποίμνιο, που με τον θείο ζήλο τους για την τιμή και τον έπαινο των όντως μεγάλων Αγίων της Αποστολικής Μητροπόλεως δεν παύουν από του να επισύρουν άθελα επάνω τους τον δίκαιο έπαινο και την αγάπη της στρατευόμενης αλλά και της θριαμβευούσης Εκκλησίας του Χριστού.
Ο λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίο πρέπει σήμερα να παρουσιάσουμε ανταποκρινόμενοι σε τιμητική πρόσκληση του Παναγιωτάτου, πρέπει, σύμφωνα με εσωτερικά τεκμήρια, να εκφωνήθηκε από τον Άγιο σε ένα από τα έτη της αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα μετά το Ευαγγέλιο της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας μέσα στον πάνσεπτο τούτο ναό, και αποτελεί άριστο δείγμα του εορταστικού εγκωμιαστικού λόγου, στο οποίο ανήκει.
«Ο μεν πόθος μάς παρακινεί να μιλήσουμε ανάλογα με τη δύναμή μας, και η περίσταση απαιτεί τον επίκαιρο λόγο, και το οφειλόμενο χρέος βιάζοντας μας δεν μάς αφήνει να θαυμάσουμε άνευ λόγων το υπέρ λόγον μεγαλείο του Μάρτυρος», λέγει κάπου στην αρχή του λόγου του ο Άγιος.
Η μακρά παράδοσις του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τυπικό, το οποίο εγνώριζε καλά ο Άγιος Γρηγόριος, μια και είχε ζήσει αρκετό διάστημα σ’ αυτήν, ακόμη και πριν αρχιερατεύσει. Αυτό το τυπικό φαίνεται ότι καθόριζε το περιεχόμενο της ομιλίας του, και αυτό τον κάνει να αισθάνεται λίγο περιορισμένος.
Θα ήθελε ίσως, παίρνοντας μόνον αφορμή από τον Μάρτυρα, να επιμείνει σε πνευματικά θέματα, όμως είναι υποχρεωμένος να αναφέρει, όπως κάθε χρόνο, τα απαραίτητα, μα πασίγνωστα πια μαρτυρολογικά στοιχεία, πράγμα που τον κάνει να σκεφθεί λίγο και την δυνατότητα της σιωπής.
Τελικά όμως, όπως φαίνεται στην συνέχεια, καταφέρνει να τα συγκεράσει όλα, και αγιολογία και ηθική διδασκαλία και θεολογία και ρητορεία και ερμηνευτική, σε έναν αριστοτεχνικό εγκωμιαστικό λόγο, απόλυτα ισορροπημένο και απαλλαγμένο από το πολύ σύνηθες σε τέτοια έργα στοιχείο της υπερβολής.
Θα ήταν μάταιο, νομίζουμε, μέσα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε έστω και εν περιλήψει ολόκληρο τον ειρμό και το περιεχόμενο του λόγου. Όσο για λογοτεχνική ανάλυση και αξιολόγηση, που οπωσδήποτε ξεφεύγει τις δυνατότητες μας, αρκούμεθα να εκφράσουμε ευλαβικά το θαυμασμό μας για τα «κάλλη του φθέγματος» του θείου Γρηγορίου του Παλαμά που του προσετέθησαν από τη θεία Πρόνοια, για να διατυπώσει επάξια «τα βάθη του Πνεύματος» που «εξεζήτησε» και αυτός, όπως ακριβώς και ο συνώνυμος του Θεολόγος. Ας μάς επιτραπεί λοιπόν να μεταφέρουμε κατ’ εκλογήν ορισμένες μόνο από τις βασικές τοποθετήσεις του λόγου παρατρέχοντας τα πάμπολλα ευρήματα και τούς βιβλικούς παραλληλισμούς, που ίσως μόνο μια δόκιμη μετάφραση θα μπορούσε να αποδώσει.
Ήδη εκ προοιμίων, αλλά και πολύ συχνά στη μετέπειτα ροή του λόγου, ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει στα πολλαπλά χαρίσματα της αγιότητος του Δημητρίου. Η μετά ευχαριστίας αποστέρηση της κατά κόσμον ευτυχίας και δόξης τον κατατάσσουν μεταξύ των δικαίων, με τους οποίους όμως συγκρινόμενος —και μάλιστα με τον Ιώβ— βρίσκεται πολύ ανώτερος. Αξιώθηκε και προφητικής χάριτος, όπως φαίνεται από τους λόγους του προς το Νέστορα, που ευλαβικά μάς διέσωσε η παράδοση: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Η προ του μαρτυρίου Ιεραποστολική του δράσις στη Θεσσαλονίκη από την επίσημη μάλιστα θέση του υπάτου, αλλά και η μετά θάνατον δια των θαυμάτων του Αγίου μεταστροφή ολοκλήρου της πόλεως στο Χριστιανισμό είναι μάρτυρες της αποστολικής χάριτος και αξίας που του εδόθη. Η παρθενία του και η άμεμπτη προ του μαρτυρίου ζωή του τον κατατάσσουν αυτοδικαίως και στις τάξεις των όσιων. Η «σπουδή της σοφίας» και «η περί λόγους παιδεία», που τον κοσμούσαν σαν ανώτατο αξιωματούχο του κράτους, του δίδουν το χρίσμα του διδασκάλου. Μάλιστα στον «ωρατίωνα», τον κοντό εκείνο αγορευτικό μανδύα που φορούσαν στους ώμους οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, και στον υπατικό δακτύλιο του, που μετά το μαρτύριό του άρχισαν να θαυματουργούν στα χέρια του Λούπου, ο Γρηγόριος δεν κρύβει πώς βλέπει κάποιο συμβολισμό της «μυστικώς δεδομένης διδασκαλικής αξίας και προεδρίας». Μόνη η ορατή Ιεροσύνη του λείπει φαίνεται να υπονοεί η φράση: «…μόνος ή πάνυ μετ’ ολίγων τα πάντα τελεί». Ιδιαίτερα στο θέμα της παρθενίας του Αγίου Δημητρίου επανέρχεται πολλές φορές ο παρθένος και μοναχός Παλαμάς, το ειδικό όμως αυτό θέμα έχει έξαντλήσει ολόκληρο συνέδριο που διοργανώθηκε μέσα στον Ιερό τούτο χώρο.
Με τη σειρά μας θα λέγαμε πως η συνάντηση αυτή όλων των γνωρισμάτων της αγιότητος σε ένα και το αυτό πρόσωπο είναι χαρακτηριστικό όλων των άλλων Αγίων της Εκκλησίας μας. Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ο βίος του ίδιου του μεγάλου Παλαμά, τον αποδεικνύει όχι μόνον όσιο και διδάσκαλο και Ιεράρχη, αλλά και προφήτη και απόστολο και μάρτυρα τη προαιρέσει. επαληθεύεται και πάλι το ότι μόνον ένας μεγάλος μπορεί να καταλάβει και παινέσει επάξια έναν μεγάλο.
Ένα άλλο κεντρικό σημείο του λόγου είναι ο παραλληλισμός του Αγίου Δημητρίου με τον Χριστό, η επισήμανση δηλαδή στο πρόσωπο του Μεγαλομάρτυρος ενός «τύπου Χριστού μετά Χριστόν», αν είναι δυνατόν να λεχθεί κάτι τέτοιο. Το στοιχείο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Βέβαια για κάθε άγιο ισχύει το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Στον Άγιο Δημήτριο όμως όλα τα βιογραφικά στοιχεία με αφορμή και αφετηρία τη λόγχευση της πλευράς συντείνουν σε μία όχι μόνο μυστική, αλλά και εξωτερική εξεικόνιση του Χριστού στο πρόσωπό του: Το νεανικό της ηλικίας, η παρθενία, η διδασκαλική δράση που επιστεγάζεται από το εκούσιο μαρτύριο, η τετρωμένη πλευρά που γίνεται πηγή μύρου και ιάσεων, ο εξιλαστικός χαρακτήρας που παίρνει το μαρτύριο του Αγίου υπέρ μιας ολοκλήρου πόλεως είναι στοιχεία που πολύ νωρίς επεσημάνθησαν και ίσως πήραν τις ανάλογες λατρευτικές προεκτάσεις, ενώ μεταγενέστερα επί του αγίου Συμεών αποκρυσταλλώνονται πλέον λειτουργικά και υμνογραφικά σε ακολουθίες και ύμνους σαν αυτούς που ακούγονται ιδιαίτερα κατά τους όρθρους όλης αυτής της εβδομάδος μέσα στον εφέστιο τούτο του Μεγαλομάρτυρος.
Ειδικά, ο Άγιος Γρηγόριος, εκτός από την εφαρμογή ορισμένων χριστολογικών χωρίων και τύπων της Παλαιάς Διαθήκης που κάνει στον Άγιο Δημήτριο, αναφερόμενος και στην πολλαπλή λόγχευση της πλευράς του, την θεωρεί αναπλήρωση των «υστερημάτων των θλίψεων του Χριστού» κατά τον Απόστολο Παύλο, η οποία γίνεται από τους Αγίους υπέρ του Σώματος Του που είναι η Εκκλησία.
«Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία του μάρτυρος και το σύντομο μαρτύριό του θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία την φιλοπράγμονα διάθεση των περί τα συναξαριακά ενασχολούμενων ευλαβών, όπως ακριβώς και εκείνου του Αγιορείτη ασκητή Βιταλίου, που αναφέρεται στις διηγήσεις των θαυμάτων του Αγίου. Να η απορία του, όπως την συνοψίζει ο αφηγητής του θαύματος Σταυράκιος: «Αφού τόσο σύντομος ήταν ο μαρτυρικός αγώνας του και ακαριαίο το μαρτύριό του και μόνη η πλευρά του επλήγη, τι ήταν αυτό που του προεξένησε την τόση αφθονία των μύρων;» Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που και περισσότερα και δριμύτερα και πιο μακροχρόνια βάσανα υπέμειναν και παρθένοι ήσαν και ίσως να ετελειώθησαν και με λόγχευση της πλευράς κατά μίμησιν του Χριστού. Τι είναι εκείνο που ανέδειξε μεγαλομάρτυρα και οικουμενικό θαυματουργό τον Δημήτριο;
«Επί τω Δημητρίω ακραιφνώς τα πάντα συνέδραμον» σπεύδει να απαντήσει ο ρητορικότατος Σταυράκιος, προτού διηγηθεί το σχετικό θαύμα που έπεισε τελικά στην πράξη τον Βιτάλιο. Στο σημείο αυτό ο θείος Γρηγόριος αισθάνεται ότι έχει να πει περισσότερα. Και εδώ μόνος αυτός μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον Μάρτυρα βάσει της δικής του εμπειρίας. Να λοιπόν πώς εξηγεί αυτός εκείνο το «ακραιφνώς» του Σταυρακίου: «Γιατί ούτε στο νου του, λέγει, δεν καταδέχθηκε ποτέ να βάλει (ο Άγιος) κάτι από τα μη θεοσεβή, ούτε ξεκίνησε να κάνει καμιά πράξη όχι θεάρεστη. Αλλά αφού φύλαξε αμίαντη στον εαυτό του τη Θεία Χάρη του κατά Χριστόν βαπτίσματος, είχε πάντοτε το θέλημά του σύμφωνο με τον νόμο του Κυρίου». Και λίγο πιο κάτω: «(Ο Δημήτριος) ήταν ωραίος, όχι μόνον κατά τον έξω αισθητό άνθρωπο, αλλά πολύ περισσότερο κατά τον εσωτερικό και αόρατο, τον οποίο βλέποντας ο καρδιογνώστης Θεός τόσο αιχμαλωτίσθηκε από το νοερό κάλλος του, ώστε να ευδοκήσει να σκηνώσει μέσα σ’ αυτόν και να αποτελέσει ένα πνεύμα με αυτόν, και ξεκινώντας από εκεί να τον κάνει ολόκληρο θείο».
Ο Δημήτριος δηλαδή είχε φθάσει διά της νήψεως ήδη και προ του μαρτυρίου στην τελειότητα και στη θέωση και έτσι, κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού, δε χρειαζόταν παρά ένα σύντομο μαρτύριο, με το οποίο σαν άλλος πνευματικός στάχυς θα θεριζόταν, για να συναχθεί στις ουράνιες αποθήκες.
Τα φοβερά βασανιστήρια από τα όποια έπρεπε να περάσουν άλλοι μάρτυρες υποβασταζόμενοι από την Χάρη του Θεού, για να δοκιμασθεί έτσι και να ατσαλωθεί η προαίρεσή τους, δεν χρειαζόταν στον Δημήτριο, γιατί αυτός, όπως λέγει ο θείος Παλαμάς «πριν ή γνώναι το κακόν, έξελέξατο το αγαθόν». Με την νηπτική εργασία, η οποία ήταν θεοδίδακτος, είχε καταστεί τόσο τέλειος κατά την προαίρεση, ώστε ο πειράζων, μη βλέποντας καμμιά πιθανότητα επιτυχίας, μετά τον πρώτο ανιχνευτικό πειρασμό του σκορπιού, δεν τόλμησε να επιστρέψει από φόβο μήπως πολλαπλασιάσει τους στεφάνους του Μάρτυρος.
Όλα αυτά βέβαια δεν αναφέρονται επί λέξει στο εγκώμιο και ας μάς συγχωρήσει ο Άγιος Γρηγόριος! Πιστεύουμε όμως πως διερμηνεύουμε εκείνα στα οποία αυτός δεν μπόρεσε να επεκταθεί περιορισμένος από την περίσταση και «σχήμα του λόγου», όπως λέγει. Στον περίφημο όμως δεύτερο λόγο του στα Εισόδια, που συνέγραψε μέσα στο οικείο περιβάλλον της ησυχίας του Αγίου Όρους, μάς δίνει ένα άλλο πιο εκτεταμένο παράδειγμα αυτού του είδους της «Νηπτικής ερμηνείας».
Εξηγεί δηλαδή ο μύστης της Θεοτόκου Γρηγόριος ότι εκείνο που έκανε την Παρθένο άξια να γίνει Μητέρα του Θεού ήταν η τελειότητα της προαιρέσεως της, στην οποία έφθασε διά της νήψεως και της Ιεράς ησυχίας στο διάστημα της παραμονής της μέσα στον Ναό.
«Πολιά δε έστιν φρόνησις άνθρώποις και ηλικία γήρως βίος άκηλίδωτος». Ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγιότητος του Δημητρίου, το οποίο φαίνεται να υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος, είναι το νεαρόν της ηλικίας του. Τον ονομάζει «νεανίαν απαλόν», «νέον έτι κομιδή» και «στεφανίτην έκ ου». Το γεροντικό του φρόνημα όμως τον έκανε διδάσκαλο και εμψυχωτή όχι μόνον του Νέστορος, του οποίου την νεότητα και ο ίδιος ο Μαξιμιανός λυπήθηκε αλλά και πάντων των «εύσεβεΐν αίρουμένων», οι οποίοι ασχέτως ηλικίας κατέφευγαν στην υπόγεια εκείνη στοά, όπου δίδασκε ο Μάρτυς και η οποία γι’αυτό τον λόγο, όπως υποστηρίζει ο Άγιος, έδωσε το όνομα «Καταφυγή» στον ναό της Θεοτόκου που αργότερα κτίστηκε επάνω της.
«Αγαθόν ανδρί όταν άρη τον ζυγόν αυτού εκ νεότητος αυτού». Απόδειξη ο Δημήτριος, ο Νέστωρ, ο ίδιος ο Παλαμάς. Η νεότητα έχει λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση. Οι μεγαλύτεροι ας μην σπεύδουμε πάντοτε να προδικάζουμε το νεανικό ενθουσιασμό. Χρειάζονται ισχυρά αντίδοτα, για να καταπολεμηθεί η σημερινή γενική δηλητηρίαση. Η αγιότητα, η θυσία, το μαρτύριο είναι τα μόνα ικανά να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Η Εκκλησία θεμελιώθηκε με το αίμα του Χριστού πάνω στους τάφους και τα λείψανα των Μαρτύρων. Χωρίς θυσία, αδύνατη η αλλαγή και η μεταμόρφωσις.
Αλλά ας επανέλθουμε στα λόγια του Παλαμά: «Μου έρχεται, λέγει, να πω για τον Δημήτριο εκείνο που λέγει ο θείος Παύλος για τον Χριστό: Αποδεικνύει την αγάπη του σ’ εμάς ο Μέγας Δημήτριος με το ότι ενώ ήμασταν ακόμη ασεβείς, αυτός «κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε», κατά χάριν βέβαια και μίμησιν του Δεσπότου του. Και ολόκληρη η πόλις αύτη «κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου αυτού»6.
Και συνεχίζει αντιδιαστέλλοντας την πρώην ειδωλολατρική και ασεβή Θεσσαλονίκη με το περίφημο κέντρο της Βυζαντινής ευσέβειας που αυτός γνώριζε, τους μεγάλους και περικαλλείς ναούς του, την πολυθρύλητη ευλάβεια των κατοίκων του, τα μύρα και τα θαύματα του Άγιου Δημητρίου που σαν ποταμός πλημμύριζαν την οικουμένη.
Ιερή νοσταλγία καταλαμβάνει την κάθε ευλαβική ψυχή διαβάζοντας αυτές τις γραμμές του θείου Γρηγορίου. Άδειες σήμερα οι μαρμάρινες μυροδόχες λεκάνες στην κρύπτη του μαρτυρίου του…
Τα θραυσμένα πήλινα «κουτρούβια» του μύρου, αρχαιολογικά ευρήματα μέσα στις βιτρίνες…
Αποξενωμένος από την θεία λατρεία ο αρχικός χώρος του μαρτυρίου και του τάφου του… Ισχνή η ακοή των θαυμάτων του… Αναμφίβολα, πολλούς Δημητρίους χρειάζεται σήμερα η Θεσσαλονίκη, για να την «καταλλάξουν» πάλι με τον Θεό. Ένα νέο είδος ειδωλολατρίας την καταδυναστεύει.
Τι φταίει; Ας μάς επιτραπεί λίγη ακόμη αγιολογική φιλοπραγμοσύνη. Γιατί στην Αίγινα, στα νησιά του Ιονίου και άλλου διαλαλούνται καθημερινά τόσα θαύματα; Σε τι υστερεί ο δικός μας άγιος; Η αίτια πρέπει να βρίσκεται σε μας. Εκείνος έκανε και συνεχίζει να κάνει ό,τι υπαγορεύει η αγάπη της θείας ψυχής του διά της υπέρ των Θεσσαλονικέων ικεσίας του προς Θεόν. Εκείνος επέτυχε να του δοθεί η άδεια να επιστρέψει στους συμπατριώτες του. Μοναχικός μάς περιμένει ώρες ατελείωτες κάθε μέρα στη λάρνακά του να έλθουμε να του εκμυστηρευθούμε ευλαβικά τους πόνους και τα αιτήματά μας. Ο σεπτός ποιμενάρχης κάνει κι αυτός το χρέος του. Ακολουθώντας την προτροπή που κάνει στο τέλος του λόγου του ο εν αγίοις προκάτοχός του Γρηγόριος και μιμούμενος τον επίσης προκάτοχό του Άγιο Συμεών «πολυπλασιάζει» την πανηγύρι στον Μεγαλομάρτυρα και προσπαθεί με κάθε μέσο να ενισχύσει την ευλάβεια του ποιμνίου του προς αυτόν. Σε μάς απομένει να τον ακολουθήσουμε.
Και διά να καταλήξουμε την ομιλία μας πάλι με τους λόγους του Αγίου Γρηγορίου, ας παρακαλέσουμε να αξιωθούμε, με την προς Θεόν Ικεσία και πρεσβεία του αγίου ένδοξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και «της ατελεύτητου των σωζομένων πανηγύρεως εν ουρανοίς, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τώ ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
1. Ομιλία εκφωνηθείσα στον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη στις 23-10-1984
2. Μετάφρασις της ομιλίας στυής έχουν πρόσφατα δημοσιευθή στα βιβλία:
Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, τ. 11, σ. 163 κ. εξ., Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 79, Θεσσαλονίκη 1986.
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγοι: α) Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου β) Εις τον Άγιον Δημήτριον. Έκδοσις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου, Άγιον Όρος 1987, σ. 55 κ.εξ. (“…μεταγλωτισθείς εις το απλούν υπό ανωνύμου”).
3. Βλ. Ι. Φουντούλη, “Μεγάλη Εβδομάς” του Αγίου Δημητρίου, Κείμενα Λειτουργικής 17, Θεσσαλονίκη 1979
4. βλ. Ιωακείμ ‘Ιβηρίτου, Ιωάννου Σταυρακίου, Λόγος είς τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, Μαχεδονιχά τ. 1, θεσσαλονίκη 1940, σ. 351 κ. εξ.
5. πρβλ. Ρωμ. ε’ 6
6. πρβλ. Ρωμ. ε’ 10
του Αρχιμ. Εφραίμ Ξηροποταμηνού
από το περιοδικό «Αγιορείτικη μαρτυρία»,
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, τεύχος 5, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1989
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr
http://proskynitis.blogspot.com/
Με αυτόν τον στίχον του Δαβίδ αρχίζει ο εν Αγίοις Πατήρ ημών Γρηγόριος ο Παλαμάς το εγκώμιό του στον Μυροβλύτη άγιο, που σαν Μεγαλομάρτυς ανήκει και αυτός στις «αρχές», δηλαδή στην ηγεσία των Αγίων και Φίλων του Θεού.
«Εγώ με πολλή τιμή περιβάλλω τους φίλους σου, Θεέ μου, μεγάλη εξουσία και παρρησία έχουν εκείνοι που προεξάρχουν μεταξύ τους», θα λέγαμε κι εμείς σήμερα, δίνοντας όμως στα ίδια αυτά λόγια του Προφητάνακτος πολύ πιο ευρύ περιεχόμενο. Διότι για μάς Φίλοι του Θεού είναι και οι δύο Άγιοι, και ο εγκωμιάζων και ο εγκωμιαζόμενος, αλλά ακόμη και οι φίλοι των Φίλων του Θεού, ο φιλάγιος και Παναγιώτατος Ποιμενάρχης κύριος Παντελεήμων με το ευλαβές του ποίμνιο, που με τον θείο ζήλο τους για την τιμή και τον έπαινο των όντως μεγάλων Αγίων της Αποστολικής Μητροπόλεως δεν παύουν από του να επισύρουν άθελα επάνω τους τον δίκαιο έπαινο και την αγάπη της στρατευόμενης αλλά και της θριαμβευούσης Εκκλησίας του Χριστού.
Ο λόγος του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, τον οποίο πρέπει σήμερα να παρουσιάσουμε ανταποκρινόμενοι σε τιμητική πρόσκληση του Παναγιωτάτου, πρέπει, σύμφωνα με εσωτερικά τεκμήρια, να εκφωνήθηκε από τον Άγιο σε ένα από τα έτη της αρχιερατείας του στη Θεσσαλονίκη, κατά την ημέρα της εορτής του Αγίου Δημητρίου και μάλιστα μετά το Ευαγγέλιο της πανηγυρικής Θείας Λειτουργίας μέσα στον πάνσεπτο τούτο ναό, και αποτελεί άριστο δείγμα του εορταστικού εγκωμιαστικού λόγου, στο οποίο ανήκει.
«Ο μεν πόθος μάς παρακινεί να μιλήσουμε ανάλογα με τη δύναμή μας, και η περίσταση απαιτεί τον επίκαιρο λόγο, και το οφειλόμενο χρέος βιάζοντας μας δεν μάς αφήνει να θαυμάσουμε άνευ λόγων το υπέρ λόγον μεγαλείο του Μάρτυρος», λέγει κάπου στην αρχή του λόγου του ο Άγιος.
Η μακρά παράδοσις του εορτασμού της μνήμης του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη φαίνεται ότι είχε δημιουργήσει ένα ιδιαίτερο τυπικό, το οποίο εγνώριζε καλά ο Άγιος Γρηγόριος, μια και είχε ζήσει αρκετό διάστημα σ’ αυτήν, ακόμη και πριν αρχιερατεύσει. Αυτό το τυπικό φαίνεται ότι καθόριζε το περιεχόμενο της ομιλίας του, και αυτό τον κάνει να αισθάνεται λίγο περιορισμένος.
Θα ήθελε ίσως, παίρνοντας μόνον αφορμή από τον Μάρτυρα, να επιμείνει σε πνευματικά θέματα, όμως είναι υποχρεωμένος να αναφέρει, όπως κάθε χρόνο, τα απαραίτητα, μα πασίγνωστα πια μαρτυρολογικά στοιχεία, πράγμα που τον κάνει να σκεφθεί λίγο και την δυνατότητα της σιωπής.
Τελικά όμως, όπως φαίνεται στην συνέχεια, καταφέρνει να τα συγκεράσει όλα, και αγιολογία και ηθική διδασκαλία και θεολογία και ρητορεία και ερμηνευτική, σε έναν αριστοτεχνικό εγκωμιαστικό λόγο, απόλυτα ισορροπημένο και απαλλαγμένο από το πολύ σύνηθες σε τέτοια έργα στοιχείο της υπερβολής.
Θα ήταν μάταιο, νομίζουμε, μέσα στα πλαίσια μιας σύντομης ομιλίας να επιχειρήσουμε να παρουσιάσουμε έστω και εν περιλήψει ολόκληρο τον ειρμό και το περιεχόμενο του λόγου. Όσο για λογοτεχνική ανάλυση και αξιολόγηση, που οπωσδήποτε ξεφεύγει τις δυνατότητες μας, αρκούμεθα να εκφράσουμε ευλαβικά το θαυμασμό μας για τα «κάλλη του φθέγματος» του θείου Γρηγορίου του Παλαμά που του προσετέθησαν από τη θεία Πρόνοια, για να διατυπώσει επάξια «τα βάθη του Πνεύματος» που «εξεζήτησε» και αυτός, όπως ακριβώς και ο συνώνυμος του Θεολόγος. Ας μάς επιτραπεί λοιπόν να μεταφέρουμε κατ’ εκλογήν ορισμένες μόνο από τις βασικές τοποθετήσεις του λόγου παρατρέχοντας τα πάμπολλα ευρήματα και τούς βιβλικούς παραλληλισμούς, που ίσως μόνο μια δόκιμη μετάφραση θα μπορούσε να αποδώσει.
Ήδη εκ προοιμίων, αλλά και πολύ συχνά στη μετέπειτα ροή του λόγου, ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει στα πολλαπλά χαρίσματα της αγιότητος του Δημητρίου. Η μετά ευχαριστίας αποστέρηση της κατά κόσμον ευτυχίας και δόξης τον κατατάσσουν μεταξύ των δικαίων, με τους οποίους όμως συγκρινόμενος —και μάλιστα με τον Ιώβ— βρίσκεται πολύ ανώτερος. Αξιώθηκε και προφητικής χάριτος, όπως φαίνεται από τους λόγους του προς το Νέστορα, που ευλαβικά μάς διέσωσε η παράδοση: «Και τον Λυαίον νικήσεις και υπέρ Χριστού μαρτυρήσεις». Η προ του μαρτυρίου Ιεραποστολική του δράσις στη Θεσσαλονίκη από την επίσημη μάλιστα θέση του υπάτου, αλλά και η μετά θάνατον δια των θαυμάτων του Αγίου μεταστροφή ολοκλήρου της πόλεως στο Χριστιανισμό είναι μάρτυρες της αποστολικής χάριτος και αξίας που του εδόθη. Η παρθενία του και η άμεμπτη προ του μαρτυρίου ζωή του τον κατατάσσουν αυτοδικαίως και στις τάξεις των όσιων. Η «σπουδή της σοφίας» και «η περί λόγους παιδεία», που τον κοσμούσαν σαν ανώτατο αξιωματούχο του κράτους, του δίδουν το χρίσμα του διδασκάλου. Μάλιστα στον «ωρατίωνα», τον κοντό εκείνο αγορευτικό μανδύα που φορούσαν στους ώμους οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι, και στον υπατικό δακτύλιο του, που μετά το μαρτύριό του άρχισαν να θαυματουργούν στα χέρια του Λούπου, ο Γρηγόριος δεν κρύβει πώς βλέπει κάποιο συμβολισμό της «μυστικώς δεδομένης διδασκαλικής αξίας και προεδρίας». Μόνη η ορατή Ιεροσύνη του λείπει φαίνεται να υπονοεί η φράση: «…μόνος ή πάνυ μετ’ ολίγων τα πάντα τελεί». Ιδιαίτερα στο θέμα της παρθενίας του Αγίου Δημητρίου επανέρχεται πολλές φορές ο παρθένος και μοναχός Παλαμάς, το ειδικό όμως αυτό θέμα έχει έξαντλήσει ολόκληρο συνέδριο που διοργανώθηκε μέσα στον Ιερό τούτο χώρο.
Με τη σειρά μας θα λέγαμε πως η συνάντηση αυτή όλων των γνωρισμάτων της αγιότητος σε ένα και το αυτό πρόσωπο είναι χαρακτηριστικό όλων των άλλων Αγίων της Εκκλησίας μας. Και για να μην πάμε πολύ μακριά, ο βίος του ίδιου του μεγάλου Παλαμά, τον αποδεικνύει όχι μόνον όσιο και διδάσκαλο και Ιεράρχη, αλλά και προφήτη και απόστολο και μάρτυρα τη προαιρέσει. επαληθεύεται και πάλι το ότι μόνον ένας μεγάλος μπορεί να καταλάβει και παινέσει επάξια έναν μεγάλο.
Ένα άλλο κεντρικό σημείο του λόγου είναι ο παραλληλισμός του Αγίου Δημητρίου με τον Χριστό, η επισήμανση δηλαδή στο πρόσωπο του Μεγαλομάρτυρος ενός «τύπου Χριστού μετά Χριστόν», αν είναι δυνατόν να λεχθεί κάτι τέτοιο. Το στοιχείο αυτό δεν είναι κάτι καινούριο. Βέβαια για κάθε άγιο ισχύει το του Αποστόλου Παύλου: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός». Στον Άγιο Δημήτριο όμως όλα τα βιογραφικά στοιχεία με αφορμή και αφετηρία τη λόγχευση της πλευράς συντείνουν σε μία όχι μόνο μυστική, αλλά και εξωτερική εξεικόνιση του Χριστού στο πρόσωπό του: Το νεανικό της ηλικίας, η παρθενία, η διδασκαλική δράση που επιστεγάζεται από το εκούσιο μαρτύριο, η τετρωμένη πλευρά που γίνεται πηγή μύρου και ιάσεων, ο εξιλαστικός χαρακτήρας που παίρνει το μαρτύριο του Αγίου υπέρ μιας ολοκλήρου πόλεως είναι στοιχεία που πολύ νωρίς επεσημάνθησαν και ίσως πήραν τις ανάλογες λατρευτικές προεκτάσεις, ενώ μεταγενέστερα επί του αγίου Συμεών αποκρυσταλλώνονται πλέον λειτουργικά και υμνογραφικά σε ακολουθίες και ύμνους σαν αυτούς που ακούγονται ιδιαίτερα κατά τους όρθρους όλης αυτής της εβδομάδος μέσα στον εφέστιο τούτο του Μεγαλομάρτυρος.
Ειδικά, ο Άγιος Γρηγόριος, εκτός από την εφαρμογή ορισμένων χριστολογικών χωρίων και τύπων της Παλαιάς Διαθήκης που κάνει στον Άγιο Δημήτριο, αναφερόμενος και στην πολλαπλή λόγχευση της πλευράς του, την θεωρεί αναπλήρωση των «υστερημάτων των θλίψεων του Χριστού» κατά τον Απόστολο Παύλο, η οποία γίνεται από τους Αγίους υπέρ του Σώματος Του που είναι η Εκκλησία.
«Τελειωθείς εν ολίγω επλήρωσε χρόνους μακρούς». Τα ελάχιστα βιογραφικά στοιχεία του μάρτυρος και το σύντομο μαρτύριό του θέτουν πάντοτε σε δοκιμασία την φιλοπράγμονα διάθεση των περί τα συναξαριακά ενασχολούμενων ευλαβών, όπως ακριβώς και εκείνου του Αγιορείτη ασκητή Βιταλίου, που αναφέρεται στις διηγήσεις των θαυμάτων του Αγίου. Να η απορία του, όπως την συνοψίζει ο αφηγητής του θαύματος Σταυράκιος: «Αφού τόσο σύντομος ήταν ο μαρτυρικός αγώνας του και ακαριαίο το μαρτύριό του και μόνη η πλευρά του επλήγη, τι ήταν αυτό που του προεξένησε την τόση αφθονία των μύρων;» Υπάρχουν πολλοί μάρτυρες που και περισσότερα και δριμύτερα και πιο μακροχρόνια βάσανα υπέμειναν και παρθένοι ήσαν και ίσως να ετελειώθησαν και με λόγχευση της πλευράς κατά μίμησιν του Χριστού. Τι είναι εκείνο που ανέδειξε μεγαλομάρτυρα και οικουμενικό θαυματουργό τον Δημήτριο;
«Επί τω Δημητρίω ακραιφνώς τα πάντα συνέδραμον» σπεύδει να απαντήσει ο ρητορικότατος Σταυράκιος, προτού διηγηθεί το σχετικό θαύμα που έπεισε τελικά στην πράξη τον Βιτάλιο. Στο σημείο αυτό ο θείος Γρηγόριος αισθάνεται ότι έχει να πει περισσότερα. Και εδώ μόνος αυτός μπορεί να καταλάβει και να ερμηνεύσει τον Μάρτυρα βάσει της δικής του εμπειρίας. Να λοιπόν πώς εξηγεί αυτός εκείνο το «ακραιφνώς» του Σταυρακίου: «Γιατί ούτε στο νου του, λέγει, δεν καταδέχθηκε ποτέ να βάλει (ο Άγιος) κάτι από τα μη θεοσεβή, ούτε ξεκίνησε να κάνει καμιά πράξη όχι θεάρεστη. Αλλά αφού φύλαξε αμίαντη στον εαυτό του τη Θεία Χάρη του κατά Χριστόν βαπτίσματος, είχε πάντοτε το θέλημά του σύμφωνο με τον νόμο του Κυρίου». Και λίγο πιο κάτω: «(Ο Δημήτριος) ήταν ωραίος, όχι μόνον κατά τον έξω αισθητό άνθρωπο, αλλά πολύ περισσότερο κατά τον εσωτερικό και αόρατο, τον οποίο βλέποντας ο καρδιογνώστης Θεός τόσο αιχμαλωτίσθηκε από το νοερό κάλλος του, ώστε να ευδοκήσει να σκηνώσει μέσα σ’ αυτόν και να αποτελέσει ένα πνεύμα με αυτόν, και ξεκινώντας από εκεί να τον κάνει ολόκληρο θείο».
Ο Δημήτριος δηλαδή είχε φθάσει διά της νήψεως ήδη και προ του μαρτυρίου στην τελειότητα και στη θέωση και έτσι, κατά την ανεξερεύνητη βουλή του Θεού, δε χρειαζόταν παρά ένα σύντομο μαρτύριο, με το οποίο σαν άλλος πνευματικός στάχυς θα θεριζόταν, για να συναχθεί στις ουράνιες αποθήκες.
Τα φοβερά βασανιστήρια από τα όποια έπρεπε να περάσουν άλλοι μάρτυρες υποβασταζόμενοι από την Χάρη του Θεού, για να δοκιμασθεί έτσι και να ατσαλωθεί η προαίρεσή τους, δεν χρειαζόταν στον Δημήτριο, γιατί αυτός, όπως λέγει ο θείος Παλαμάς «πριν ή γνώναι το κακόν, έξελέξατο το αγαθόν». Με την νηπτική εργασία, η οποία ήταν θεοδίδακτος, είχε καταστεί τόσο τέλειος κατά την προαίρεση, ώστε ο πειράζων, μη βλέποντας καμμιά πιθανότητα επιτυχίας, μετά τον πρώτο ανιχνευτικό πειρασμό του σκορπιού, δεν τόλμησε να επιστρέψει από φόβο μήπως πολλαπλασιάσει τους στεφάνους του Μάρτυρος.
Όλα αυτά βέβαια δεν αναφέρονται επί λέξει στο εγκώμιο και ας μάς συγχωρήσει ο Άγιος Γρηγόριος! Πιστεύουμε όμως πως διερμηνεύουμε εκείνα στα οποία αυτός δεν μπόρεσε να επεκταθεί περιορισμένος από την περίσταση και «σχήμα του λόγου», όπως λέγει. Στον περίφημο όμως δεύτερο λόγο του στα Εισόδια, που συνέγραψε μέσα στο οικείο περιβάλλον της ησυχίας του Αγίου Όρους, μάς δίνει ένα άλλο πιο εκτεταμένο παράδειγμα αυτού του είδους της «Νηπτικής ερμηνείας».
Εξηγεί δηλαδή ο μύστης της Θεοτόκου Γρηγόριος ότι εκείνο που έκανε την Παρθένο άξια να γίνει Μητέρα του Θεού ήταν η τελειότητα της προαιρέσεως της, στην οποία έφθασε διά της νήψεως και της Ιεράς ησυχίας στο διάστημα της παραμονής της μέσα στον Ναό.
«Πολιά δε έστιν φρόνησις άνθρώποις και ηλικία γήρως βίος άκηλίδωτος». Ένα πολύ χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγιότητος του Δημητρίου, το οποίο φαίνεται να υπογραμμίζει ιδιαίτερα ο Άγιος Γρηγόριος, είναι το νεαρόν της ηλικίας του. Τον ονομάζει «νεανίαν απαλόν», «νέον έτι κομιδή» και «στεφανίτην έκ ου». Το γεροντικό του φρόνημα όμως τον έκανε διδάσκαλο και εμψυχωτή όχι μόνον του Νέστορος, του οποίου την νεότητα και ο ίδιος ο Μαξιμιανός λυπήθηκε αλλά και πάντων των «εύσεβεΐν αίρουμένων», οι οποίοι ασχέτως ηλικίας κατέφευγαν στην υπόγεια εκείνη στοά, όπου δίδασκε ο Μάρτυς και η οποία γι’αυτό τον λόγο, όπως υποστηρίζει ο Άγιος, έδωσε το όνομα «Καταφυγή» στον ναό της Θεοτόκου που αργότερα κτίστηκε επάνω της.
«Αγαθόν ανδρί όταν άρη τον ζυγόν αυτού εκ νεότητος αυτού». Απόδειξη ο Δημήτριος, ο Νέστωρ, ο ίδιος ο Παλαμάς. Η νεότητα έχει λαμπρά παραδείγματα προς μίμηση. Οι μεγαλύτεροι ας μην σπεύδουμε πάντοτε να προδικάζουμε το νεανικό ενθουσιασμό. Χρειάζονται ισχυρά αντίδοτα, για να καταπολεμηθεί η σημερινή γενική δηλητηρίαση. Η αγιότητα, η θυσία, το μαρτύριο είναι τα μόνα ικανά να μεταμορφώσουν τον κόσμο. Η Εκκλησία θεμελιώθηκε με το αίμα του Χριστού πάνω στους τάφους και τα λείψανα των Μαρτύρων. Χωρίς θυσία, αδύνατη η αλλαγή και η μεταμόρφωσις.
Αλλά ας επανέλθουμε στα λόγια του Παλαμά: «Μου έρχεται, λέγει, να πω για τον Δημήτριο εκείνο που λέγει ο θείος Παύλος για τον Χριστό: Αποδεικνύει την αγάπη του σ’ εμάς ο Μέγας Δημήτριος με το ότι ενώ ήμασταν ακόμη ασεβείς, αυτός «κατά καιρόν υπέρ ασεβών απέθανε», κατά χάριν βέβαια και μίμησιν του Δεσπότου του. Και ολόκληρη η πόλις αύτη «κατηλλάγημεν τω Θεώ διά του θανάτου αυτού»6.
Και συνεχίζει αντιδιαστέλλοντας την πρώην ειδωλολατρική και ασεβή Θεσσαλονίκη με το περίφημο κέντρο της Βυζαντινής ευσέβειας που αυτός γνώριζε, τους μεγάλους και περικαλλείς ναούς του, την πολυθρύλητη ευλάβεια των κατοίκων του, τα μύρα και τα θαύματα του Άγιου Δημητρίου που σαν ποταμός πλημμύριζαν την οικουμένη.
Ιερή νοσταλγία καταλαμβάνει την κάθε ευλαβική ψυχή διαβάζοντας αυτές τις γραμμές του θείου Γρηγορίου. Άδειες σήμερα οι μαρμάρινες μυροδόχες λεκάνες στην κρύπτη του μαρτυρίου του…
Τα θραυσμένα πήλινα «κουτρούβια» του μύρου, αρχαιολογικά ευρήματα μέσα στις βιτρίνες…
Αποξενωμένος από την θεία λατρεία ο αρχικός χώρος του μαρτυρίου και του τάφου του… Ισχνή η ακοή των θαυμάτων του… Αναμφίβολα, πολλούς Δημητρίους χρειάζεται σήμερα η Θεσσαλονίκη, για να την «καταλλάξουν» πάλι με τον Θεό. Ένα νέο είδος ειδωλολατρίας την καταδυναστεύει.
Τι φταίει; Ας μάς επιτραπεί λίγη ακόμη αγιολογική φιλοπραγμοσύνη. Γιατί στην Αίγινα, στα νησιά του Ιονίου και άλλου διαλαλούνται καθημερινά τόσα θαύματα; Σε τι υστερεί ο δικός μας άγιος; Η αίτια πρέπει να βρίσκεται σε μας. Εκείνος έκανε και συνεχίζει να κάνει ό,τι υπαγορεύει η αγάπη της θείας ψυχής του διά της υπέρ των Θεσσαλονικέων ικεσίας του προς Θεόν. Εκείνος επέτυχε να του δοθεί η άδεια να επιστρέψει στους συμπατριώτες του. Μοναχικός μάς περιμένει ώρες ατελείωτες κάθε μέρα στη λάρνακά του να έλθουμε να του εκμυστηρευθούμε ευλαβικά τους πόνους και τα αιτήματά μας. Ο σεπτός ποιμενάρχης κάνει κι αυτός το χρέος του. Ακολουθώντας την προτροπή που κάνει στο τέλος του λόγου του ο εν αγίοις προκάτοχός του Γρηγόριος και μιμούμενος τον επίσης προκάτοχό του Άγιο Συμεών «πολυπλασιάζει» την πανηγύρι στον Μεγαλομάρτυρα και προσπαθεί με κάθε μέσο να ενισχύσει την ευλάβεια του ποιμνίου του προς αυτόν. Σε μάς απομένει να τον ακολουθήσουμε.
Και διά να καταλήξουμε την ομιλία μας πάλι με τους λόγους του Αγίου Γρηγορίου, ας παρακαλέσουμε να αξιωθούμε, με την προς Θεόν Ικεσία και πρεσβεία του αγίου ένδοξου Μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και «της ατελεύτητου των σωζομένων πανηγύρεως εν ουρανοίς, ης γένοιτο πάντας ημάς επιτυχείν χάριτι και φιλανθρωπία του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ω πρέπει δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις συν τώ ανάρχω αυτού Πατρί και τω Παναγίω Πνεύματι νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».
1. Ομιλία εκφωνηθείσα στον Ι. Ναό του Αγίου Δημητρίου στην Θεσσαλονίκη στις 23-10-1984
2. Μετάφρασις της ομιλίας στυής έχουν πρόσφατα δημοσιευθή στα βιβλία:
Π. Χρήστου, Γρηγορίου του Παλαμά, Άπαντα τα έργα, τ. 11, σ. 163 κ. εξ., Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας 79, Θεσσαλονίκη 1986.
Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, Λόγοι: α) Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου β) Εις τον Άγιον Δημήτριον. Έκδοσις Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου, Άγιον Όρος 1987, σ. 55 κ.εξ. (“…μεταγλωτισθείς εις το απλούν υπό ανωνύμου”).
3. Βλ. Ι. Φουντούλη, “Μεγάλη Εβδομάς” του Αγίου Δημητρίου, Κείμενα Λειτουργικής 17, Θεσσαλονίκη 1979
4. βλ. Ιωακείμ ‘Ιβηρίτου, Ιωάννου Σταυρακίου, Λόγος είς τα θαύματα του Αγίου Δημητρίου, Μαχεδονιχά τ. 1, θεσσαλονίκη 1940, σ. 351 κ. εξ.
5. πρβλ. Ρωμ. ε’ 6
6. πρβλ. Ρωμ. ε’ 10
του Αρχιμ. Εφραίμ Ξηροποταμηνού
από το περιοδικό «Αγιορείτικη μαρτυρία»,
Τριμηνιαία έκδοσις Ιεράς Μονής Ξηροποτάμου, τεύχος 5, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 1989
Πηγή: http://www.impantokratoros.gr
http://proskynitis.blogspot.com/
Τρίτη 25 Οκτωβρίου 2011
...επειδή αυτό το καιρό μας βομβαρδίζει ο "κόσμος" με μπόλικη απαισιοδοξία...εμείς έχουμε τα όπλα τα πνευματικά να αντισταθούμε...
Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας, όλη η Χαρά μας, όλον το Αγαθόν μας, όλη η Ζωή μας.......
Το κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο στα ελληνικά από τον μεγάλο σέρβο δογματολόγο, ένθεο φιλόσοφο , όσιο γέροντα και σύγχρονο πατέρα της Εκκλησίας αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Πόποβιτς.Προσωπικά το θεωρώ ότι ωραιότερο έχω διαβάσει για την Ανάσταση. Περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων του π.Ιουστίνου υπό τον τίτλο Ανθρωπος και Θεάνθρωπος και είναι γεμάτο από ένθεη έκσταση, από τον φιλόχριστο έρωτα του αγίου πατρός.
http://misha.pblogs.gr
Oι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον.ο Θεός όμως δια της Αναστάσεώς Του «καταδικάζει» τους ανθρώπους εις αθανασίαν. Δια τα κτυπήματα τους ανταποδίδει τους εναγκαλισμούς.δια τας ύβρεις τας ευλογίας.δια τον θάνατον την αθανασίαν. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσον όταν Τον εσταύρωσαν.και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόσην αγάπην προς τους ανθρώπους, όσην όταν ανέστη. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεόν θνητόν, αλλ΄ ο Θεός δια της Αναστάσεώς Του κατέστησε τους ανθρώπους αθανάτους.
Ανέστη ο σταυρωθείς Θεός και απέκτεινε τον θάνατον. Ο θάνατος ουκ έστι πλέον. Η αθανασία κατέκλυσε τον άνθρωπον και όλους τους κόσμους του.
Δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η ανθρωπίνη φύσις ωδηγήθη τελεσιδίκως εις την οδόν της αθανασίας, και έγινε φοβερά και δι αυτόν τον θάνατον. Διότι προ της Αναστάσεως του Χριστού ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον, από δε της Αναστάσεως του Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον. Εάν ζη δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπον ο άνθρωπος, ζη υπεράνω του θανάτου. Καθίσταται απρόσβλητος και από τον θάνατον. Ο θάνατος μετατρέπεται εις «υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α' Κορ. 15, 55-56). Ούτως, όταν ο εν Χριστώ άνθρωπος αποθνήσκη, αφήνει απλώς το ένδυμα του σώματός του δια να το ενδυθή εκ νέου κατά την ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας.
Μέχρι της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού ο θάνατος ήτο η δευτέρα φύσις του ανθρώπου. Η πρώτη ήτο η ζωή, και ο θάνατος η δευτέρα. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει τον θάνατον ως κάτι το φυσικόν. Αλλά με την Ανάστασίν Του ο Κύριος ήλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινεν η δευτέρα φύσις του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικόν εις τον άνθρωπον, και το αφύσικον κατέστη ο θάνατος. Όπως μέχρι της Αναστάσεως του Χριστού ήτο φυσικόν εις τους ανθρώπους το να είναι θνητοί, ούτω μετά την ανάστασιν έγινε φυσική δι½ αυτούς η αθανασία.
Δια της αμαρτίας ο άνθρωπος κατέστη θνητός και πεπερασμένος.δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Εις αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμις και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού Αναστάσεως. Και δια τούτο άνευ της Αναστάσεως του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων η Ανάστασις του Κυρίου είναι το μεγαλύτερον θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται εις αυτό. Εξ αυτού εκπηγάζουν και η πίστις και η αγάπη και η ελπίς και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέται μαθηταί, αυτοί οι οποίοι έφυγαν μακράν από τον Ιησούν όταν απέθνησκεν, επιστρέφουν προς Αυτόν όταν ανέστη. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστόν να ανίσταται εκ του τάφου, τον ωμολόγησεν ως Υιόν του Θεού. Κατά τον ίδιον τρόπον και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι ανέστη ο Χριστός, διότι ενίκησε τον θάνατον. Αυτό είναι εκείνο το οποίον ουδεμία άλλη θρησκεία έχει.αυτό είναι εκείνο το οποίον κατά τρόπον μοναδικόν και αναμφισβήτητον δεικνύει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους.
Χάρις εις την Ανάστασιν του Χριστού, χάρις εις την νίκην επί του θανάτου οι άνθρωποι εγίνοντο και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι άλλο τι παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος της του Χριστού Αναστάσεως, το οποίον συνεχίζεται διαρκώς εις όλας τας καρδίας των Χριστιανών από ημέρας εις ημέραν, από έτους εις έτος, από αιώνος εις αιώνα μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας.
Ο άνθρωπος γεννάται αληθώς όχι όταν τον φέρη εις τον κόσμον η μητέρα του, αλλ΄ όταν πιστεύση εις τον Αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, διότι τότε γεννάται εις την αθάνατον και αιωνίαν ζωήν, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς θάνατον, δια τον τάφον. Η Ανάστασις του Χριστού είναι η μήτηρ πάντων ημών, πάντων των Χριστιανών, η μήτηρ των αθανάτων. Δια της πίστεως εις την Ανάστασιν του Κυρίου, γεννάται εκ νέου ο άνθρωπος, γεννάται δια την αιωνιότητα.
- Τούτο είναι αδύνατον! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής. Και ο Αναστάς Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μαρκ. 9, 23). Και ο πιστεύων είναι εκείνος ο οποίος με όλην την καρδίαν, με όλην την ψυχήν, με όλον το είναι του ζη κατά το Ευαγγέλιον του Αναστάντος Κυρίου Ιησού.
Η πίστις μας είναι η νίκη δια της οποίας νικώμεν τον θάνατον, η πίστις δηλαδή εις τον Αναστάντα Κύριον. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α' Κορ. 15, 55-56). Δια της αναστάσεώς Του ο Κύριος «ήμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια της αμαρτίας ο θάνατος εκχέει το δηλητήριον εις την ψυχήν και το σώμα του ανθρώπου. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερα είναι τα κέντρα δια των οποίων εκχέει ο θάνατος το δηλητήριόν του εις αυτόν.
Όταν η σφήκα κεντρίση τον άνθρωπον, καταβάλλει ούτος κάθε δυνατήν προσπάθειαν δια να εκβάλη το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίση η αμαρτία - το κέντρον αυτό του θανάτου - τι πρέπει να κάμη; - Πρέπει με την πίστιν και προσευχήν να επικαλεσθή τον Αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, δια να εκβάλη Αυτός το κεντρί του θανάτου από την ψυχήν του. Και Αυτός ως πολυεύσπλαγχνος θα το κάμη, διότι είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλαί σφήκαι πέσουν επί του σώματος του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και αποθνήσκει. Το αυτό γίνεται και με την ψυχήν του ανθρώπου όταν την τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Αποθνήσκει ούτος θάνατον που δεν έχει ανάστασιν.
Νικών δια του Χριστού την αμαρτίαν μέσα του ο άνθρωπος νικά τον θάνατον. Εάν περάση μία ημέρα και συ δεν έχης νικήσει ούτε μίαν αμαρτίαν σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερον θνητός. Εάν όμως νικήσης μίαν η δύο η τρεις αμαρτίας σου, έγινες πιο νέος με την νεότητα η οποία δεν γηράσκει, την αθάνατον και αιωνίαν! Ας μη το λησμονώμεν ποτέ: το να πιστεύη κανείς εις τον Αναστάντα Χριστόν, τούτο σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα εναντίον της αμαρτίας, του κακού και του θανάτου.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθώς εις τον Αναστάντα Κύριον το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών.και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζη ότι αγωνίζεται δια την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι ματαία η πίστις του! Διότι, εάν η πίστις του ανθρώπου δεν είναι αγών δια την αθανασίαν και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την εις Χριστόν πίστιν δεν φθάνη κανείς εις την αθανασίαν και την επί του θανάτου νίκην, τότε προς τι η πίστις ημών; Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθή. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθή, τότε δια τι να πιστεύη κανείς εις τον Χριστόν; Εκείνος όμως ο οποίος δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει βαθμιαίως εν εαυτώ την αίσθησιν ότι ο Κύριος όντως ανέστη, όντως ήμβλυνε το κέντρον του θανάτου, όντως ενίκησε τον θάνατον εις όλα τα μέτωπα μάχης.
Η αμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, την πλησιάζει προς τον θάνατον, την μεταβάλλει από αθανάτου εις θνητήν, από αφθάρτου και απεράντου εις φθαρτήν και εις πεπερασμένην. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον, είναι φανερόν ότι ευρίσκεται όλος βυθισμένος εις τας αμαρτίας, εις σκέψεις μυωπικάς, εις αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μία κλήσις εις τον μέχρις εσχάτης αναπνοής αγώνα εναντίον του θανάτου, μέχρι δηλαδή της τελικής νίκης επ½ αυτού. Κάθε αμαρτία αποτελεί μίαν υποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ήτταν.
Δεν πρέπει να διερωτάται κανείς διατί και οι Χριστιανοί αποθνήσκουν τον σωματικόν θάνατον. Τούτο γίνεται, διότι ο θάνατος του σώματος είναι μία σπορά. Σπείρεται σώμα θνητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α' Κορ. 15, 42 εξ.), και βλαστάνει, αυξάνει και γίνεται αθάνατον. Όπως ο σπειρόμενος σπόρος, ούτω και το σώμα διαλύεται, δια να το ζωοποιήση και τελειοποιήση το Άγιον Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχεν αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε τούτο από Αυτόν; Ούτος δεν θα είχε σώσει ολόκληρον τον άνθρωπον. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε δια τι εσαρκώθη, δια τι ανέλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτε από την Θεότητά Του;1
Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, δια τι τότε να πιστεύη κανείς εις Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινώς, ότι εγώ ουδέποτε θα επίστευον εις τον Χριστόν, εάν δεν είχεν αναστή και δεν είχε νικήσει τον θάνατον, τον μεγαλύτερον εχθρόν μας. Αλλ΄ ο Χριστός ανέστη και εδώρησεν εις ημάς την αθανασίαν. Άνευ αυτής της αληθείας, ο κόσμος μας είναι μόνον μία χαώδης έκθεσις απεχθών ανοησιών. Μόνον με την ένδοξον Ανάστασίν Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ηλευθέρωσεν από το παράλογον και την απελπισίαν. Διότι χωρίς την Ανάστασιν δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμον αυτόν.ούτε μεγαλυτέρα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν. Δι΄ αυτό εις όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ύπαρξις από τον άνθρωπον, που δεν πιστεύει εις την Ανάστασιν του Χριστού και την ανάστασιν των νεκρών (πρβλ. Α' Κορ. 15, 19). «Καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
Εις τον ανθρώπινον κόσμον μας ο θάνατος είναι το μεγαλύτερον βάσανον και η πιο φρικιαστική απανθρωπία. Η απελευθέρωσις από αυτό το βάσανον και από αυτήν την απανθρωπίαν είναι ακριβώς η σωτηρία. Τοιαύτην σωτηρίαν εδώρησεν εις το ανθρώπινον γένος μόνον ο Νικητής του θανάτου - ο Αναστάς Θεάνθρωπος. Δια της αναστάσεώς Του Αυτός μας απεκάλυψεν όλον το μυστήριον της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθή δια το σώμα και την ψυχήν αθανασία και αιωνία ζωή. Πως δε κατορθώνεται τούτο; Μόνον δια της θεανθρωπίνης ζωής, της νέας ζωής της εν τω Αναστάντι και δια τον Αναστάντα Χριστόν!
Δι½ ημάς τους Χριστιανούς η ζωή αυτή επί της γης είναι σχολείον, εις το οποίον μανθάνομεν πως να εξασφαλίσωμεν την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Διότι τι όφελος έχομεν από αυτήν την ζωήν, εάν με αυτήν δεν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν την αιωνίαν; Αλλά, δια να αναστηθή μετά του Χριστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτον να συναποθάνη μετ΄ Αυτού και να ζήση την ζωήν του Χριστού ως ιδικήν του. Εάν κάμη τούτο, τότε την ημέραν της Αναστάσεως θα ημπορέση μετά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να ειπή: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι.χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον.χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»2.
Εις τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιούνται και τα τέσσαρα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! - Αληθώς Ανέστη!... Εις εκάστην εξ αυτών ευρίσκεται από ένα Ευαγγέλιον, και εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ευρίσκεται όλον το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αοράτων. Και όταν όλα τα αισθήματα του ανθρώπου και όλαι αι σκέψεις του συγκεντρωθούν εις την βροντήν του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα, και αυτά εν αγαλλιάσει απαντούν, επιβεβαιούται το πασχαλινόν θαύμα: «Αληθώς Ανέστη!»
Ναι, αληθώς ανέστη ο Κύριος! και μάρτυς τούτου είσαι εσύ, μάρτυς εγώ, μάρτυς κάθε Χριστιανός, αρχίζοντες από τους αγίους Αποστόλους μέχρι και της Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον η δύναμις του Αναστάντος Θεανθρώπου Χριστού ηδυνήθη να δώση, - και συνεχώς δίδει και συνεχώς θα δίδη - την δύναμιν εις κάθε Χριστιανόν - από τον πρώτον μέχρι τον τελευταίον - να νικήση παν το θνητόν και αυτόν τούτον τον θάνατον.παν το αμαρτωλόν και αυτήν ταύτην την αμαρτίαν.παν το δαιμονικόν και αυτόν τούτον τον διάβολον. Διότι μόνον με την Ανάστασίν Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικόν τρόπον, έδειξε και απέδειξεν ότι η ζωή Του είναι Αιωνία Ζωή, η αλήθειά Του είναι Αιωνία Αλήθεια, η αγάπη Του Αιωνία Αγάπη, η αγαθότης Του Αιωνία Αγαθότης, η χαρά Του Αιωνία Χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξεν ότι όλα αυτά τα δίδει Αυτός, κατά την απαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εις κάθε Χριστιανόν εις όλας τας εποχάς.
Προς τούτοις, δεν υπάρχει ένα γεγονός όχι μόνον εις το Ευαγγέλιον, αλλά ούτε εις ολόκληρον την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους, το οποίον να είναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον δυνατόν, τόσον απρόσβλητον, τόσον αναντίρρητον, όσον η Ανάστασις του Χριστού. Αναμφιβόλως, ο Χριστιανισμός εις όλην του την ιστορικήν πραγματικότητα, την ιστορικήν του δύναμιν και παντοδυναμίαν, θεμελιούται επί του γεγονότος της Αναστάσεως του Χριστού, δηλαδή επί της αιωνίως ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Και περί τούτου μαρτυρεί όλη η μακραίων και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.
Διότι αν υπάρχη ένα γεγονός εις το οποίον θα ηδύνατο να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από την ζωήν του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικώς ολοκλήρου του Χριστιανισμού, το γεγονός τούτο θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχη μία αλήθεια εις την οποίαν θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλαι αι Ευαγγελικαί αλήθειαι, η αλήθεια αύτη θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχη μία πραγματικότης εις την οποίαν θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλαι αι Καινοδιαθηκικαί πραγματικότητες, η πραγματικότης αύτη θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχη ένα Ευαγγελικόν θαύμα εις το οποίον θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα τούτο θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Διότι μόνον εν τω φωτί της Αναστάσεως του Χριστού, αναδεικνύεται θαυμασίως σαφές και το πρόσωπον του Θεανθρώπου Ιησού και το έργον Του. Μόνον εν τη Αναστάσει του Χριστού λαμβάνουν την πλήρη εξήγησίν των όλα τα θαύματα του Χριστού, όλαι αι αλήθειαί Του, όλα τα λόγιά Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι της Αναστάσεώς Του ο Κύριος εδίδασκε περί της αιωνίου ζωής, αλλά μετά την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνιος ζωή. Μέχρι της Αναστάσεώς Του εδίδασκε περί της αναστάσεως των νεκρών, αλλά με την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάστασις των νεκρών. Μέχρι της Αναστάσεώς Του εδίδασκεν ότι η πίστις εις Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος ενίκησε τον θάνατον και εξησφάλισε τοιουτοτρόπως εις τους τεθανατωμένους ανθρώπους την μετάβασιν εκ του θανάτου εις την Ανάστασιν. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασίν Του έδειξε και απέδειξεν ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος εις όλους τους ανθρωπίνους κόσμους.
Και κάτι ακόμη: άνευ της Αναστάσεως του Θεανθρώπου δεν δύναται να εξηγηθή ούτε η αποστολικότης των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριον των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών ούτε η αγιότης των Αγίων ούτε η ασκητικότης των Ασκητών ούτε η θαυματουργικότης των Θαυματουργών ούτε η πίστις των πιστευόντων ούτε η αγάπη των αγαπώντων ούτε η ελπίς των ελπιζόντων ούτε η νηστεία των νηστευόντων ούτε η προσευχή των προσευχομένων ούτε η πραότης των πράων ούτε η μετάνοια των μετανοούντων ούτε η ευσπλαγχνία των ευσπλάγχνων ούτε οιαδήποτε χριστιανική αρετή η άσκησις. Εάν ο Κύριος δεν είχεν αναστή και ως Αναστάς δεν είχε γεμίσει τους μαθητάς Του με την ζωοποιόν δύναμιν και την θαυματουργικήν σοφίαν, ποίος θα ηδύνατο αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτας να τους συγκεντρώση και να τους δώση το θάρρος και την δύναμιν και την σοφίαν δια να ημπορέσουν τόσον άφοβα και με τόσην δύναμιν και σοφίαν να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστάντα Κύριον και να πηγαίνουν με τόσην χαράν εις τον θάνατον δι΄ Αυτόν;
Και αν ο Αναστάς Σωτήρ δεν τους είχε γεμίσει με την θείαν δύναμίν Του και σοφίαν, πως θα ημπορούσαν να ανάψουν μέσα εις τον κόσμον την άσβεστον πυρκαϊάν της Καινοδιαθηκικής πίστεως αυτοί οι απλοϊκοί αγράμματοι, αμαθείς και πτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστις δεν ήτο η πίστις του Αναστάντος και κατά συνέπειαν του αιωνίως ζώντος και ζωοποιούντος Κυρίου, ποίος θα ηδύνατο να εμπνεύση τους Μάρτυρας εις τον άθλον του μαρτυρίου, και τους Ομολογητάς εις τον άθλον της ομολογίας, και τους Ασκητάς εις τον άθλον της ασκήσεως, και τους Αναργύρους εις τον άθλον της αναργυρίας, και τους Νηστευτάς εις τον άθλον της νηστείας και εγκρατείας, και οποιονδήποτε Χριστιανόν εις οποιονδήποτε Ευαγγελικόν άθλον;
Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και δι΄ εμέ και δια σε και δια κάθε ανθρωπίνην ύπαρξιν. Διότι ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστάς Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξις υπό τον ουρανόν με την οποίαν δύναται ο άνθρωπος εδώ εις την γην να νικήση και τον θάνατον και την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να καταστή μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος εις την Αιωνίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Χριστού... Δια τούτο, δια την ανθρωπίνην ύπαρξιν ο Αναστάς Κύριος είναι τα πάντα εν πάσιν εις όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίον, το Καλόν, το Αληθές, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνον, το Θείον, το Σοφόν, το Αιώνιον. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας όλη η Χαρά μας, όλον το Αγαθόν μας όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή εις όλας τας θείας αιωνιότητας και απεραντοσύνας.
- Δια τούτο και πάλιν, και πολλάκις, και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!
Υποσημειώσεις:
1. Πρβλ. Ι. Χρυσοστόμου, εις Α' Κορ. ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ½ ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι½ ημάς».
2. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ'.
Το κείμενο που ακολουθεί είναι γραμμένο στα ελληνικά από τον μεγάλο σέρβο δογματολόγο, ένθεο φιλόσοφο , όσιο γέροντα και σύγχρονο πατέρα της Εκκλησίας αρχιμανδρίτη Ιουστίνο Πόποβιτς.Προσωπικά το θεωρώ ότι ωραιότερο έχω διαβάσει για την Ανάσταση. Περιλαμβάνεται στη συλλογή κειμένων του π.Ιουστίνου υπό τον τίτλο Ανθρωπος και Θεάνθρωπος και είναι γεμάτο από ένθεη έκσταση, από τον φιλόχριστο έρωτα του αγίου πατρός.
http://misha.pblogs.gr
Oι άνθρωποι κατεδίκασαν τον Θεόν εις θάνατον.ο Θεός όμως δια της Αναστάσεώς Του «καταδικάζει» τους ανθρώπους εις αθανασίαν. Δια τα κτυπήματα τους ανταποδίδει τους εναγκαλισμούς.δια τας ύβρεις τας ευλογίας.δια τον θάνατον την αθανασίαν. Ποτέ δεν έδειξαν οι άνθρωποι τόσον μίσος προς τον Θεόν, όσον όταν Τον εσταύρωσαν.και ποτέ δεν έδειξεν ο Θεός τόσην αγάπην προς τους ανθρώπους, όσην όταν ανέστη. Οι άνθρωποι ήθελαν να καταστήσουν τον Θεόν θνητόν, αλλ΄ ο Θεός δια της Αναστάσεώς Του κατέστησε τους ανθρώπους αθανάτους.
Ανέστη ο σταυρωθείς Θεός και απέκτεινε τον θάνατον. Ο θάνατος ουκ έστι πλέον. Η αθανασία κατέκλυσε τον άνθρωπον και όλους τους κόσμους του.
Δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου η ανθρωπίνη φύσις ωδηγήθη τελεσιδίκως εις την οδόν της αθανασίας, και έγινε φοβερά και δι αυτόν τον θάνατον. Διότι προ της Αναστάσεως του Χριστού ο θάνατος ήτο φοβερός δια τον άνθρωπον, από δε της Αναστάσεως του Κυρίου γίνεται ο άνθρωπος φοβερός δια τον θάνατον. Εάν ζη δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Θεάνθρωπον ο άνθρωπος, ζη υπεράνω του θανάτου. Καθίσταται απρόσβλητος και από τον θάνατον. Ο θάνατος μετατρέπεται εις «υποπόδιον των ποδών αυτού»: «Που σου, θάνατε, το κέντρον; που σου, άδη, το νίκος;» (πρβλ. Α' Κορ. 15, 55-56). Ούτως, όταν ο εν Χριστώ άνθρωπος αποθνήσκη, αφήνει απλώς το ένδυμα του σώματός του δια να το ενδυθή εκ νέου κατά την ημέραν της Δευτέρας Παρουσίας.
Μέχρι της Αναστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού ο θάνατος ήτο η δευτέρα φύσις του ανθρώπου. Η πρώτη ήτο η ζωή, και ο θάνατος η δευτέρα. Ο άνθρωπος είχε συνηθίσει τον θάνατον ως κάτι το φυσικόν. Αλλά με την Ανάστασίν Του ο Κύριος ήλλαξε τα πάντα: η αθανασία έγινεν η δευτέρα φύσις του ανθρώπου, έγινε κάτι το φυσικόν εις τον άνθρωπον, και το αφύσικον κατέστη ο θάνατος. Όπως μέχρι της Αναστάσεως του Χριστού ήτο φυσικόν εις τους ανθρώπους το να είναι θνητοί, ούτω μετά την ανάστασιν έγινε φυσική δι½ αυτούς η αθανασία.
Δια της αμαρτίας ο άνθρωπος κατέστη θνητός και πεπερασμένος.δια της Αναστάσεως του Θεανθρώπου γίνεται αθάνατος και αιώνιος. Εις αυτό δε ακριβώς έγκειται η δύναμις και το κράτος και η παντοδυναμία της του Χριστού Αναστάσεως. Και δια τούτο άνευ της Αναστάσεως του Χριστού δεν θα υπήρχε καν ο Χριστιανισμός. Μεταξύ των θαυμάτων η Ανάστασις του Κυρίου είναι το μεγαλύτερον θαύμα. Όλα τα άλλα θαύματα πηγάζουν από αυτό και συνοψίζονται εις αυτό. Εξ αυτού εκπηγάζουν και η πίστις και η αγάπη και η ελπίς και η προσευχή και η θεοσέβεια. Οι δραπέται μαθηταί, αυτοί οι οποίοι έφυγαν μακράν από τον Ιησούν όταν απέθνησκεν, επιστρέφουν προς Αυτόν όταν ανέστη. Και ο Ρωμαίος εκατόνταρχος όταν είδε τον Χριστόν να ανίσταται εκ του τάφου, τον ωμολόγησεν ως Υιόν του Θεού. Κατά τον ίδιον τρόπον και όλοι οι πρώτοι Χριστιανοί έγιναν Χριστιανοί, διότι ανέστη ο Χριστός, διότι ενίκησε τον θάνατον. Αυτό είναι εκείνο το οποίον ουδεμία άλλη θρησκεία έχει.αυτό είναι εκείνο το οποίον κατά τρόπον μοναδικόν και αναμφισβήτητον δεικνύει και αποδεικνύει ότι ο Ιησούς Χριστός είναι ο μόνος αληθινός Θεός και Κύριος εις όλους τους ορατούς και αοράτους κόσμους.
Χάρις εις την Ανάστασιν του Χριστού, χάρις εις την νίκην επί του θανάτου οι άνθρωποι εγίνοντο και γίνονται και θα γίνονται πάντοτε Χριστιανοί. Όλη η ιστορία του Χριστιανισμού δεν είναι άλλο τι παρά ιστορία ενός και μοναδικού θαύματος της του Χριστού Αναστάσεως, το οποίον συνεχίζεται διαρκώς εις όλας τας καρδίας των Χριστιανών από ημέρας εις ημέραν, από έτους εις έτος, από αιώνος εις αιώνα μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας.
Ο άνθρωπος γεννάται αληθώς όχι όταν τον φέρη εις τον κόσμον η μητέρα του, αλλ΄ όταν πιστεύση εις τον Αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, διότι τότε γεννάται εις την αθάνατον και αιωνίαν ζωήν, ενώ η μητέρα γεννά το παιδί της προς θάνατον, δια τον τάφον. Η Ανάστασις του Χριστού είναι η μήτηρ πάντων ημών, πάντων των Χριστιανών, η μήτηρ των αθανάτων. Δια της πίστεως εις την Ανάστασιν του Κυρίου, γεννάται εκ νέου ο άνθρωπος, γεννάται δια την αιωνιότητα.
- Τούτο είναι αδύνατον! Παρατηρεί ο σκεπτικιστής. Και ο Αναστάς Θεάνθρωπος απαντά: «Πάντα δυνατά τω πιστεύοντι» (πρβλ. Μαρκ. 9, 23). Και ο πιστεύων είναι εκείνος ο οποίος με όλην την καρδίαν, με όλην την ψυχήν, με όλον το είναι του ζη κατά το Ευαγγέλιον του Αναστάντος Κυρίου Ιησού.
Η πίστις μας είναι η νίκη δια της οποίας νικώμεν τον θάνατον, η πίστις δηλαδή εις τον Αναστάντα Κύριον. «Που σου, θάνατε, το κέντρον;» «Το δε κέντρον του θανάτου η αμαρτία» (Α' Κορ. 15, 55-56). Δια της αναστάσεώς Του ο Κύριος «ήμβλυνε του θανάτου το κέντρον». Ο θάνατος είναι ο όφις, η δε αμαρτία είναι το κεντρί του. Δια της αμαρτίας ο θάνατος εκχέει το δηλητήριον εις την ψυχήν και το σώμα του ανθρώπου. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερα είναι τα κέντρα δια των οποίων εκχέει ο θάνατος το δηλητήριόν του εις αυτόν.
Όταν η σφήκα κεντρίση τον άνθρωπον, καταβάλλει ούτος κάθε δυνατήν προσπάθειαν δια να εκβάλη το κεντρί από το σώμα του. Όταν δε τον κεντρίση η αμαρτία - το κέντρον αυτό του θανάτου - τι πρέπει να κάμη; - Πρέπει με την πίστιν και προσευχήν να επικαλεσθή τον Αναστάντα Σωτήρα Χριστόν, δια να εκβάλη Αυτός το κεντρί του θανάτου από την ψυχήν του. Και Αυτός ως πολυεύσπλαγχνος θα το κάμη, διότι είναι Θεός του Ελέους και της Αγάπης. Όταν πολλαί σφήκαι πέσουν επί του σώματος του ανθρώπου και τον τραυματίσουν πολύ με τα κέντρα τους, τότε ο άνθρωπος δηλητηριάζεται και αποθνήσκει. Το αυτό γίνεται και με την ψυχήν του ανθρώπου όταν την τραυματίσουν τα πολλά κέντρα των πολλών αμαρτιών. Αποθνήσκει ούτος θάνατον που δεν έχει ανάστασιν.
Νικών δια του Χριστού την αμαρτίαν μέσα του ο άνθρωπος νικά τον θάνατον. Εάν περάση μία ημέρα και συ δεν έχης νικήσει ούτε μίαν αμαρτίαν σου, γνώρισε ότι έγινες περισσότερον θνητός. Εάν όμως νικήσης μίαν η δύο η τρεις αμαρτίας σου, έγινες πιο νέος με την νεότητα η οποία δεν γηράσκει, την αθάνατον και αιωνίαν! Ας μη το λησμονώμεν ποτέ: το να πιστεύη κανείς εις τον Αναστάντα Χριστόν, τούτο σημαίνει να αγωνίζεται διαρκώς τον αγώνα εναντίον της αμαρτίας, του κακού και του θανάτου.
Το ότι ο άνθρωπος πιστεύει αληθώς εις τον Αναστάντα Κύριον το αποδεικνύει με το να αγωνίζεται κατά της αμαρτίας και των παθών.και εάν μεν αγωνίζεται, πρέπει να γνωρίζη ότι αγωνίζεται δια την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Εάν όμως δεν αγωνίζεται, τότε είναι ματαία η πίστις του! Διότι, εάν η πίστις του ανθρώπου δεν είναι αγών δια την αθανασίαν και την αιωνιότητα, τότε τι είναι; Εάν με την εις Χριστόν πίστιν δεν φθάνη κανείς εις την αθανασίαν και την επί του θανάτου νίκην, τότε προς τι η πίστις ημών; Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, τούτο σημαίνει ότι η αμαρτία και ο θάνατος δεν έχουν νικηθή. Εάν δε δεν έχουν αυτά τα δύο νικηθή, τότε δια τι να πιστεύη κανείς εις τον Χριστόν; Εκείνος όμως ο οποίος δια της πίστεως εις τον Αναστάντα Χριστόν αγωνίζεται εναντίον κάθε αμαρτίας του, αυτός ενισχύει βαθμιαίως εν εαυτώ την αίσθησιν ότι ο Κύριος όντως ανέστη, όντως ήμβλυνε το κέντρον του θανάτου, όντως ενίκησε τον θάνατον εις όλα τα μέτωπα μάχης.
Η αμαρτία βαθμιαίως σμικρύνει την ψυχήν του ανθρώπου, την πλησιάζει προς τον θάνατον, την μεταβάλλει από αθανάτου εις θνητήν, από αφθάρτου και απεράντου εις φθαρτήν και εις πεπερασμένην. Όσον περισσοτέρας αμαρτίας έχει ο άνθρωπος, τόσον περισσότερον είναι θνητός. Και εάν ο άνθρωπος δεν αισθάνεται τον εαυτόν του αθάνατον, είναι φανερόν ότι ευρίσκεται όλος βυθισμένος εις τας αμαρτίας, εις σκέψεις μυωπικάς, εις αισθήματα νεκρωμένα. Ο Χριστιανισμός είναι μία κλήσις εις τον μέχρις εσχάτης αναπνοής αγώνα εναντίον του θανάτου, μέχρι δηλαδή της τελικής νίκης επ½ αυτού. Κάθε αμαρτία αποτελεί μίαν υποχώρησιν, κάθε πάθος μίαν προδοσίαν, κάθε κακία μίαν ήτταν.
Δεν πρέπει να διερωτάται κανείς διατί και οι Χριστιανοί αποθνήσκουν τον σωματικόν θάνατον. Τούτο γίνεται, διότι ο θάνατος του σώματος είναι μία σπορά. Σπείρεται σώμα θνητόν, λέγει ο Απόστολος Παύλος (πρβλ. Α' Κορ. 15, 42 εξ.), και βλαστάνει, αυξάνει και γίνεται αθάνατον. Όπως ο σπειρόμενος σπόρος, ούτω και το σώμα διαλύεται, δια να το ζωοποιήση και τελειοποιήση το Άγιον Πνεύμα. Εάν ο Κύριος Ιησούς δεν είχεν αναστήσει το σώμα, τι όφελος θα είχε τούτο από Αυτόν; Ούτος δεν θα είχε σώσει ολόκληρον τον άνθρωπον. Εάν δεν ανέστησε το σώμα, τότε δια τι εσαρκώθη, δια τι ανέλαβε το σώμα, αφού δεν του έδωσε τίποτε από την Θεότητά Του;1
Εάν ο Χριστός δεν ανέστη, δια τι τότε να πιστεύη κανείς εις Αυτόν; Ομολογώ ειλικρινώς, ότι εγώ ουδέποτε θα επίστευον εις τον Χριστόν, εάν δεν είχεν αναστή και δεν είχε νικήσει τον θάνατον, τον μεγαλύτερον εχθρόν μας. Αλλ΄ ο Χριστός ανέστη και εδώρησεν εις ημάς την αθανασίαν. Άνευ αυτής της αληθείας, ο κόσμος μας είναι μόνον μία χαώδης έκθεσις απεχθών ανοησιών. Μόνον με την ένδοξον Ανάστασίν Του ο θαυμαστός Κύριος και Θεός μας, μας ηλευθέρωσεν από το παράλογον και την απελπισίαν. Διότι χωρίς την Ανάστασιν δεν υπάρχει ούτε εις τον ουρανόν ούτε υπό τον ουρανόν τίποτε πιο παράλογον από τον κόσμον αυτόν.ούτε μεγαλυτέρα απελπισία από την ζωήν αυτήν, δίχως αθανασίαν. Δι΄ αυτό εις όλους τους κόσμους δεν υπάρχει περισσότερον δυστυχισμένη ύπαρξις από τον άνθρωπον, που δεν πιστεύει εις την Ανάστασιν του Χριστού και την ανάστασιν των νεκρών (πρβλ. Α' Κορ. 15, 19). «Καλόν ην αυτώ ει ουκ εγεννήθη ο άνθρωπος εκείνος» (Ματθ. 26, 24).
Εις τον ανθρώπινον κόσμον μας ο θάνατος είναι το μεγαλύτερον βάσανον και η πιο φρικιαστική απανθρωπία. Η απελευθέρωσις από αυτό το βάσανον και από αυτήν την απανθρωπίαν είναι ακριβώς η σωτηρία. Τοιαύτην σωτηρίαν εδώρησεν εις το ανθρώπινον γένος μόνον ο Νικητής του θανάτου - ο Αναστάς Θεάνθρωπος. Δια της αναστάσεώς Του Αυτός μας απεκάλυψεν όλον το μυστήριον της σωτηρίας μας. Σωτηρία σημαίνει το να εξασφαλισθή δια το σώμα και την ψυχήν αθανασία και αιωνία ζωή. Πως δε κατορθώνεται τούτο; Μόνον δια της θεανθρωπίνης ζωής, της νέας ζωής της εν τω Αναστάντι και δια τον Αναστάντα Χριστόν!
Δι½ ημάς τους Χριστιανούς η ζωή αυτή επί της γης είναι σχολείον, εις το οποίον μανθάνομεν πως να εξασφαλίσωμεν την αθανασίαν και την αιωνίαν ζωήν. Διότι τι όφελος έχομεν από αυτήν την ζωήν, εάν με αυτήν δεν ημπορούμεν να αποκτήσωμεν την αιωνίαν; Αλλά, δια να αναστηθή μετά του Χριστού ο άνθρωπος, πρέπει πρώτον να συναποθάνη μετ΄ Αυτού και να ζήση την ζωήν του Χριστού ως ιδικήν του. Εάν κάμη τούτο, τότε την ημέραν της Αναστάσεως θα ημπορέση μετά του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου να ειπή: «Χθες συνεσταυρούμην Χριστώ, σήμερον συνδοξάζομαι.χθες συνενεκρούμην, ζωοποιούμαι σήμερον.χθες συνεθαπτόμην, σήμερον συνεγείρομαι»2.
Εις τέσσαρας μόνον λέξεις συγκεφαλαιούνται και τα τέσσαρα Ευαγγέλια του Χριστού: Χριστός Ανέστη! - Αληθώς Ανέστη!... Εις εκάστην εξ αυτών ευρίσκεται από ένα Ευαγγέλιον, και εις τα τέσσαρα Ευαγγέλια ευρίσκεται όλον το νόημα όλων των κόσμων του Θεού, των ορατών και αοράτων. Και όταν όλα τα αισθήματα του ανθρώπου και όλαι αι σκέψεις του συγκεντρωθούν εις την βροντήν του πασχαλινού αυτού χαιρετισμού: «Χριστός Ανέστη!», τότε η χαρά της αθανασίας σείει όλα τα όντα, και αυτά εν αγαλλιάσει απαντούν, επιβεβαιούται το πασχαλινόν θαύμα: «Αληθώς Ανέστη!»
Ναι, αληθώς ανέστη ο Κύριος! και μάρτυς τούτου είσαι εσύ, μάρτυς εγώ, μάρτυς κάθε Χριστιανός, αρχίζοντες από τους αγίους Αποστόλους μέχρι και της Δευτέρας Παρουσίας. Διότι μόνον η δύναμις του Αναστάντος Θεανθρώπου Χριστού ηδυνήθη να δώση, - και συνεχώς δίδει και συνεχώς θα δίδη - την δύναμιν εις κάθε Χριστιανόν - από τον πρώτον μέχρι τον τελευταίον - να νικήση παν το θνητόν και αυτόν τούτον τον θάνατον.παν το αμαρτωλόν και αυτήν ταύτην την αμαρτίαν.παν το δαιμονικόν και αυτόν τούτον τον διάβολον. Διότι μόνον με την Ανάστασίν Του ο Κύριος, κατά τον πιο πειστικόν τρόπον, έδειξε και απέδειξεν ότι η ζωή Του είναι Αιωνία Ζωή, η αλήθειά Του είναι Αιωνία Αλήθεια, η αγάπη Του Αιωνία Αγάπη, η αγαθότης Του Αιωνία Αγαθότης, η χαρά Του Αιωνία Χαρά. Και επίσης έδειξε και απέδειξεν ότι όλα αυτά τα δίδει Αυτός, κατά την απαράμιλλον φιλανθρωπίαν Του, εις κάθε Χριστιανόν εις όλας τας εποχάς.
Προς τούτοις, δεν υπάρχει ένα γεγονός όχι μόνον εις το Ευαγγέλιον, αλλά ούτε εις ολόκληρον την ιστορίαν του ανθρωπίνου γένους, το οποίον να είναι μεμαρτυρημένον κατά τρόπον τόσον δυνατόν, τόσον απρόσβλητον, τόσον αναντίρρητον, όσον η Ανάστασις του Χριστού. Αναμφιβόλως, ο Χριστιανισμός εις όλην του την ιστορικήν πραγματικότητα, την ιστορικήν του δύναμιν και παντοδυναμίαν, θεμελιούται επί του γεγονότος της Αναστάσεως του Χριστού, δηλαδή επί της αιωνίως ζώσης Υποστάσεως του Θεανθρώπου Χριστού. Και περί τούτου μαρτυρεί όλη η μακραίων και πάντοτε θαυματουργική ιστορία του Χριστιανισμού.
Διότι αν υπάρχη ένα γεγονός εις το οποίον θα ηδύνατο να συνοψισθούν όλα τα γεγονότα, από την ζωήν του Κυρίου και των Αποστόλων και γενικώς ολοκλήρου του Χριστιανισμού, το γεγονός τούτο θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Επίσης, αν υπάρχη μία αλήθεια εις την οποίαν θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλαι αι Ευαγγελικαί αλήθειαι, η αλήθεια αύτη θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Και ακόμη, εάν υπάρχη μία πραγματικότης εις την οποίαν θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλαι αι Καινοδιαθηκικαί πραγματικότητες, η πραγματικότης αύτη θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Και τέλος, αν υπάρχη ένα Ευαγγελικόν θαύμα εις το οποίον θα ηδύναντο να συνοψισθούν όλα τα Καινοδιαθηκικά θαύματα, τότε το θαύμα τούτο θα ήτο η Ανάστασις του Χριστού. Διότι μόνον εν τω φωτί της Αναστάσεως του Χριστού, αναδεικνύεται θαυμασίως σαφές και το πρόσωπον του Θεανθρώπου Ιησού και το έργον Του. Μόνον εν τη Αναστάσει του Χριστού λαμβάνουν την πλήρη εξήγησίν των όλα τα θαύματα του Χριστού, όλαι αι αλήθειαί Του, όλα τα λόγιά Του, όλα τα γεγονότα της Καινής Διαθήκης.
Μέχρι της Αναστάσεώς Του ο Κύριος εδίδασκε περί της αιωνίου ζωής, αλλά μετά την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος όντως είναι η αιώνιος ζωή. Μέχρι της Αναστάσεώς Του εδίδασκε περί της αναστάσεως των νεκρών, αλλά με την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος είναι πράγματι η Ανάστασις των νεκρών. Μέχρι της Αναστάσεώς Του εδίδασκεν ότι η πίστις εις Αυτόν μεταφέρει εκ του θανάτου εις την ζωήν, αλλά με την Ανάστασίν Του έδειξεν ότι ο Ίδιος ενίκησε τον θάνατον και εξησφάλισε τοιουτοτρόπως εις τους τεθανατωμένους ανθρώπους την μετάβασιν εκ του θανάτου εις την Ανάστασιν. Ναι, ναι, ναι: ο Θεάνθρωπος Ιησούς Χριστός με την Ανάστασίν Του έδειξε και απέδειξεν ότι είναι ο μόνος αληθινός Θεός, ο μόνος αληθινός Θεάνθρωπος εις όλους τους ανθρωπίνους κόσμους.
Και κάτι ακόμη: άνευ της Αναστάσεως του Θεανθρώπου δεν δύναται να εξηγηθή ούτε η αποστολικότης των Αποστόλων, ούτε το μαρτύριον των Μαρτύρων ούτε η ομολογία των Ομολογητών ούτε η αγιότης των Αγίων ούτε η ασκητικότης των Ασκητών ούτε η θαυματουργικότης των Θαυματουργών ούτε η πίστις των πιστευόντων ούτε η αγάπη των αγαπώντων ούτε η ελπίς των ελπιζόντων ούτε η νηστεία των νηστευόντων ούτε η προσευχή των προσευχομένων ούτε η πραότης των πράων ούτε η μετάνοια των μετανοούντων ούτε η ευσπλαγχνία των ευσπλάγχνων ούτε οιαδήποτε χριστιανική αρετή η άσκησις. Εάν ο Κύριος δεν είχεν αναστή και ως Αναστάς δεν είχε γεμίσει τους μαθητάς Του με την ζωοποιόν δύναμιν και την θαυματουργικήν σοφίαν, ποίος θα ηδύνατο αυτούς τους φοβισμένους και δραπέτας να τους συγκεντρώση και να τους δώση το θάρρος και την δύναμιν και την σοφίαν δια να ημπορέσουν τόσον άφοβα και με τόσην δύναμιν και σοφίαν να κηρύττουν και να ομολογούν τον Αναστάντα Κύριον και να πηγαίνουν με τόσην χαράν εις τον θάνατον δι΄ Αυτόν;
Και αν ο Αναστάς Σωτήρ δεν τους είχε γεμίσει με την θείαν δύναμίν Του και σοφίαν, πως θα ημπορούσαν να ανάψουν μέσα εις τον κόσμον την άσβεστον πυρκαϊάν της Καινοδιαθηκικής πίστεως αυτοί οι απλοϊκοί αγράμματοι, αμαθείς και πτωχοί άνθρωποι; Εάν η Χριστιανική πίστις δεν ήτο η πίστις του Αναστάντος και κατά συνέπειαν του αιωνίως ζώντος και ζωοποιούντος Κυρίου, ποίος θα ηδύνατο να εμπνεύση τους Μάρτυρας εις τον άθλον του μαρτυρίου, και τους Ομολογητάς εις τον άθλον της ομολογίας, και τους Ασκητάς εις τον άθλον της ασκήσεως, και τους Αναργύρους εις τον άθλον της αναργυρίας, και τους Νηστευτάς εις τον άθλον της νηστείας και εγκρατείας, και οποιονδήποτε Χριστιανόν εις οποιονδήποτε Ευαγγελικόν άθλον;
Όλα αυτά είναι λοιπόν αληθινά και πραγματικά και δι΄ εμέ και δια σε και δια κάθε ανθρωπίνην ύπαρξιν. Διότι ο θαυμαστός και γλυκύτατος Κύριος Ιησούς, ο Αναστάς Θεάνθρωπος, είναι η μόνη Ύπαρξις υπό τον ουρανόν με την οποίαν δύναται ο άνθρωπος εδώ εις την γην να νικήση και τον θάνατον και την αμαρτίαν και τον διάβολον, και να καταστή μακάριος και αθάνατος, συμμέτοχος εις την Αιωνίαν Βασιλείαν της Αγάπης του Χριστού... Δια τούτο, δια την ανθρωπίνην ύπαρξιν ο Αναστάς Κύριος είναι τα πάντα εν πάσιν εις όλους τους κόσμους: ο,τι το Ωραίον, το Καλόν, το Αληθές, το Προσφιλές, το Χαρμόσυνον, το Θείον, το Σοφόν, το Αιώνιον. Αυτός είναι όλη η Αγάπη μας, όλη η Αλήθειά μας όλη η Χαρά μας, όλον το Αγαθόν μας όλη η Ζωή μας, η Αιωνία Ζωή εις όλας τας θείας αιωνιότητας και απεραντοσύνας.
- Δια τούτο και πάλιν, και πολλάκις, και αναρίθμητες φορές: Χριστός Ανέστη!
Υποσημειώσεις:
1. Πρβλ. Ι. Χρυσοστόμου, εις Α' Κορ. ομ. 39, 2. PG 61, 334: «Ει δ½ ουκ εγείρονται (τα σώματα), δια τι ηγέρθη ο Χριστός; δια τι ήλθε; δια τι σάρκα ανέλαβεν, ει μη έμελλεν αναστήσειν σάρκα; ου γαρ εδείτο αυτός, αλλά δι½ ημάς».
2. Λόγος εις το Πάσχα, PG 35, 397. Πρβλ. και Κανών του Πάσχα, ωδή γ'.
Δευτέρα 24 Οκτωβρίου 2011
+ ΜΑΡΙΑ - ΜΥΡΤΙΔΙΩΤΙΣΣΑ ΜΟΝΑΧΗ (1912-2005) Ηγουμένη Ιεράς Μονής Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Οινουσσών
Του Γιώργου Φ. Παπαδόπουλου - Αντιδημάρχου Χίου
Η Ιερά Μητρόπολη Χίου, Ψαρών και Οινουσσών έχει ονομασθεί αγιοτόκος και τούτο διότι από το μαρτυρικό μας νησί αναδείχθηκαν δεκάδες Αγίων, Μαρτύρων, Οσίων, Ιεραρχών, πνευματικών μορφών που ανέδειξε η Αγία μας Εκκλησία, η Ορθοδοξία.
Στις μορφές εκείνες των Οσίων και των Ηρώων της πίστεώς μας επάξια συμπεριλαμβάνονται και οι Γέροντες και Γερόντισσες των σύγχρονων εποχών που δόθηκαν ΄΄ψυχή τε και σώματι΄΄ στην Ιερή διακονία της ασκήσεως, ενώ πολλοί εξ αυτών κατόρθωσαν να ιδρύσουν Μονές και Ασκητήρια, τα προπύργια αυτά και τους προμαχώνες της Ορθοδοξίας, φυλάσσοντας ΄΄Θερμοπύλες΄΄ στην ακριτική αυτή εσχατιά του Αιγαίου.
Στις μορφές εκείνες των Οσίων και των Ηρώων της πίστεώς μας επάξια συμπεριλαμβάνονται και οι Γέροντες και Γερόντισσες των σύγχρονων εποχών που δόθηκαν ΄΄ψυχή τε και σώματι΄΄ στην Ιερή διακονία της ασκήσεως, ενώ πολλοί εξ αυτών κατόρθωσαν να ιδρύσουν Μονές και Ασκητήρια, τα προπύργια αυτά και τους προμαχώνες της Ορθοδοξίας, φυλάσσοντας ΄΄Θερμοπύλες΄΄ στην ακριτική αυτή εσχατιά του Αιγαίου.
Ρίγη ιερά και συγκίνηση καταλαμβάνει όποιον πιστό επισκέπτεται τη γνωστή, περιώνυμη και περικαλλή Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου στις γειτονικές Οινούσσες, εκεί που σε κάθε σημείο υψώνεται η γαλανόλευκη και ο βυζαντινός δικέφαλος, αναπτερώνοντας το ηθικό των χριστιανών.
Σαράντα δύο (42) ολόκληρα χρόνια στέκει αγέρωχα, δυναμικά και με κάθε μοναστική τάξη που της αρμόζει η Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού.
Η Μονή που πριν από λίγους μήνες έχασε από την πρόσκαιρη τούτη ζωή την Ιδρύτρια και Καθηγουμένη της Μοναχή Μαρία - Μυρτιδιώτισσα (κατά κόσμον Κατίγκω Πατέρα) η οποία πλήρης ημερών, σε ηλικία 93 ετών, πορεύθηκε την αιωνιότητα και μετέστη προς την επουράνια ΄΄θριαμβεύουσα΄΄ Εκκλησία, αφού εκπλήρωσε στο έπακρον όλες της τις υποχρεώσεις έναντι Θεού και ανθρώπων στην επίγεια - ΄΄στρατευομένη΄΄ Εκκλησία.
Ο βίος της Γερόντισσας Μαρίας - Μυρτιδιώτισσας Πατέρα είναι θαυμαστός.
Η ζωή της όμοια με των Αγίων ασκητών της Εκκλησίας μας, μια ζωή γεμάτη πόνο μα και ελπίδα στον Κύριο και Θελητή του ελέους.
Οι θεάρεστες πράξεις της αναρίθμητες. Τα λόγια της λίγα και άγια. Το έργο της, κοινωνικό - θρησκευτικό και φιλανθρωπικό, τεράστιο.
Σε ηλικία 50 ετών περίπου ίδρυσε την Ιερά Μονή και ο Θεός, έπειτα από την εμπνευσμένη καθοδήγηση Αγίων Γερόντων της εποχής μας (π. Φιλόθεος Ζερβάκος, π. Ιερώνυμος της Αίγινας, κ.α) αξίωσε το σύζυγό της Πανάγο Πατέρα να λάβει λίγους μήνες πριν το θάνατό του (το 1966) το μοναχικό σχήμα με το όνομα Ξενοφών Μοναχός.
Η θυγατέρα της, επίσης Μοναχή, Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα, αγία και καρτερική μορφή έλαβε προγενέστερα το μοναχικό σχήμα (το 1959) και ένα χρόνο κατόπιν εκοιμήθη, αφού είχε αρρωστήσει από τη θανατηφόρο νόσο HODGKINS. Η Μοναχή Ειρήνη Μυρτιδιώτισσα κατά την επίγεια ζωή της έδειξε πρωτοφανή ζήλο προς την Εκκλησία, τήρησε με ιδιαίτερη αυστηρότητα τα μoναχικά της καθήκοντα και διακρίθηκε για την μεγάλη αρετή, υπομονή και καρτερικότητά των βασάνων της.
Η τότε Κατίγκω Πατέρα (το γένος Λαιμού) οδηγήθηκε τελευταία στο μοναχικό και αγγελικό σχήμα το 1967, ένα έτος μετά την οσιακή κοίμηση του μακαριστού γέροντος Ξενοφώντος και επτά έτη μετά την κοίμηση της μακαριστής Ειρήνης Μυρτιδιώτισσας Μοναχής, μετονομασθείσα Μαρία - Μυρτιδιώτισσα και ανέλαβε την διαποίμανση της Ιεράς Μονής των Οινουσσών.
Η μακαριστή Γερόντισσα έζησε και άλλες πίκρες. Όλη της η ζωή ήταν γεμάτη πόνο. Το 1978 πέθανε η άλλη της κόρη, η Καλλιόπη, παντρεμένη με τρία παιδιά, στο Λονδίνο. Και το έτος 1983 ο γιός της Διαμαντής, σε νεότατη ηλικία, από καρδιακή προσβολή.
Η Γερόντισσα υπέμεινε τα πάντα και το μόνο που ψιθύριζε το στόμα της ήταν το ΄΄Δόξα σοι ο Θεός΄΄.
Η μορφή, το έργο και η δράση της μακαριστής Γερόντισσας Μαρίας - Μυρτιδιώτισσας Πατέρα θα μείνει στην ιστορία του τόπου αλλά και της Εκκλησίας με γράμματα χρυσά, ανεξίτηλα στο διάβα των αιώνων.
Η Γερόντισσα ήταν αυστηρή Μοναχή για τον εαυτό της και πρώτη απ΄ όλες τις Μοναχές έδινε το καλό παράδειγμα στην προσευχή, τη μελέτη, την άσκηση.
Με την Ιερή της σοφία οδήγησε πολλούς χριστιανούς στο σωστό δρόμο και έσωσε άλλους από σίγουρο ψυχικό μαρασμό.
Ήταν φιλόξενη, ελεήμων, στοργική και γενναία.
Δωρεές της, αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων δραχμών έγιναν από την ίδια και όταν ήταν λαϊκή μα, κυρίως, ως Ηγουμένη.
Τα νοσοκομεία των Αθηνών, όπως το Γενικό Νοσοκομείο Άνω Πατησίων, το Αντικαρκινικό (Αγ. Σάββας), ο Ευαγγελισμός, το νοσοκομείο της Χίου, κ.α. έτυχαν τέτοιων δωρεών.
Εκατοντάδες άπορες οικογένειες βοηθήθηκαν να σπουδάσουν τα παιδιά τους, να παντρέψουν τις κόρες τους, να βρουν στέγη και δουλειά.
Καλές πράξεις ανθρωπιάς ΄΄ων ουκ έστιν αριθμός΄΄, αναρίθμητες, που μόνον οι οφθαλμοί του Θεού γνωρίζουν.
Αυτή ήταν η μακαριστή Γερόντισσα που σήμερα αναπαύεται στην Ιερά Μονή της, πλάι στον σύζυγό της Μοναχό Ξενοφώντα, τη θυγατέρα της Μοναχή Ειρήνη - Μυρτιδιώτισσα, τα υπόλοιπα παιδιά και τους γονείς της. Αγία Οικογένεια.
Ας είναι η μνήμη της αιωνία, η ευχή της μαζί μας και το έργο που δημιούργησε, παράδειγμα προς μίμηση για τις γενιές που ακολουθούν, για όλους τους ανθρώπους, Κληρικούς, Μοναχούς και λαϊκούς.
http://misha.pblogs.gr
Ο ΟΣΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΚΑΡΣΛΙΔΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ Ο ΕΝ ΔΡΑΜΑ (1901-1959) ..... Η ΜΝΗΜΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ 4 ΝΟΕΜΒΡΙΟΥ
Πρεσβείες του Οσίου και Θεοφόρου πατρός ημών Γεωργίου του Ομολογητού Κύριε Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον ημάς.
Ό όσιος και ομολογητής Γεώργιος Καρσλίδης είχε την καταγωγή του από τα αγιασμένα χώματα τής Ανατολής. Γεννήθηκε στις αρχές του 20οΰ αιώνα, το 1901, στην Αργυρούπολη του μαρτυρικού μας Πόντου. Έζησε συνολικά 58 χρόνια ομολογίας, θυσίας και προσφοράς έχοντας ως σύνθημα τής ζωής του «νά μη ζει για τον εαυτό του άλλά για τον Θεό και τούς ανθρώπους». Γονείς είχε τούς ευλαβείς Σάββα και Σοφία. Από αυτούς διδάχθηκε τη θεοσέβεια. Νωρίς όμως έμεινε ορφανός και από τούς δύο γονείς του - ο πατέρας του σκοτώθηκε σε κάποια μάχη. Έτσι τον μικρό Αθανάσιο (αυτό ήταν το βαπτιστικό όνομα του Άγιου) ανέλαβε νά τον προστατέψει ή πιστή γιαγιά του. Αυτή του ενέπνευσε την αγάπη προς τη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας μας και τη συνειδητή πνευματική ζωή. Με αυτή την ευλαβέστατη γιαγιά του σε ηλικία 7 ετών ο Αθανάσιος επισκέπτεται για πρώτη φορά την ιστορική Μονή της Παναγίας στον Σουμελά του Πόντου. Και εκεί το μικρό παιδί εναποθέτει την ελπίδα της ζωής του. Σύντομα όμως και ή γιαγιά του άνεχώρησε για τον ουρανό αφήνοντας του πολύτιμη κληρονομιά μαζί με τη θεοσέβεια και μία φιλντισένια εικόνα τής Παναγίας - σε μορφή επιστήθιου εγκολπίου - την όποια πλέον έφερε πάντα πάνω του ως οικογενειακό κειμήλιο ευλάβειας και προστασίας.
Ή σκληρή και βάναυση συμπεριφορά του μεγαλυτέρου αδελφού του τον ανάγκασαν μαζί με τον παππού του νά φύγουν για τη Θεοδοσιούπολη τής Μεγάλης Αρμενίας. Δεν θα παραμείνει όμως για πολύ εδώ.
Αισθάνεται μέσα του βαθιά δίψα για τον Θεό. Αυτόν ποθεί και σ' Αυτόν επιθυμεί ν' αφιερωθεί. Ξεκινά λοιπόν μόνος το μεγάλο του ταξίδι με όπλο του την πίστη, έχοντας μαζί του έκτος από την εικόνα τής Παναγίας, ένα σταυρό, ένα θυμιατό και το πιστοποιητικό τής γεννήσεως του. Διήνυσε περιπετειώδη πορεία μέσα από δύσβατα μονοπάτια και χιονισμένες εκτάσεις του Καυκάσου. Ό Κύριος τον προστάτευε συνεχώς. Αλλά και οι Άγιοι πού έπεκαλεΐτο και τούς ονόμαζε φίλους του, ήταν πάντα κοντά του και τον συνόδευαν, και κυρίως ο άγιος Γεώργιος.
Έφθασε στην Τιφλίδα τής Γεωργίας. Και από εκεί ή θεία Πρόνοια οδήγησε τα βήματα του σε γειτονικό μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής. Με ευγνωμοσύνη προς τον άγιο Θεό εισήλθε στον άγιο αυτό χώρο. Στολισμένος με την αθωότητα, τη σύνεση, την αδιάκριτη πίστη και τον φόβο του Θεού απέσπασε την αγάπη και τον σεβασμό των συμμοναστών του. Στα διακονήματα πού του ανέθεσαν, τής ραπτικής, τής υφαντικής και τής μαγειρικής, υπήρξε υποδειγματικός με ζηλευτή φιλεργία και αποδοτικότητα. Αγαπούσε όμως πολύ και την αυστηρή άσκηση στον εαυτό του και την κακοπάθεια. Ζούσε για τον Θεό και χαιρόταν για όσα απολάμβανε εκεί. Και έλεγε: «Εγώ έτσι θα περάσω στη ζωή μου».
Στις 20 Ιουλίου 1919 ο Αθανάσιος κείρεται μοναχός και λαμβάνει το όνομα Συμεών. Κατά την ιερή εκείνη ώρα τής κουράς του οι καμπάνες τής Μονής κτύπησαν από μόνες τους. Και θεωρήθηκε αυτό το γεγονός θείο σημείο τής εύνοιας του Θεού προς τον πιστό δούλο του, τον μελλοντικό Άγιό του. Ό μοναχός Συμεών πλημμυρισμένος από τη χάρη του Θεού συνεχίζει τώρα την άσκηση του ακόμη πιο υπεύθυνα, τηρώντας με ακρίβεια τις ιερές υποσχέσεις πού έδωσε στην κουρά του για αυστηρή παρθενία, αδιάκριτη υπακοή και πλήρη ακτημοσύνη.
Όμως από το 1917 στη Ρωσία άρχισε νά μαίνεται ισχυρός ο άνεμος των διωγμών εναντίον τής Εκκλησίας του Χριστού από το αθεϊστικό καθεστώς. Ό Χριστός «ξανασταυρώνεται» με τόσο σκληρά διατάγματα και διαγγέλματα, ώστε νά λένε: «Εμείς θα διορθώσουμε τα λάθη του Διοκλητιανού και του Νέρωνος». Εκκλησίες βεβηλώνονται ή ισοπεδώνονται. Μοναστήρια πυρπολούνται ή κατεδαφίζονται. Μοναχοί και ιερωμένοι άλλά και λαϊκοί φυλακίζονται και βασανίζονται σκληρά, γιατί παραμένουν πιστοί στην ορθόδοξη πίστη. Οι πρώτοι μάρτυρες καταγράφονται στα Μαρτυρολόγια τής Ρωσικής Εκκλησίας. Ήρθε όμως και ή σειρά τής Γεωργίας. Το Μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής λεηλατήθηκε. Οι μοναχοί συνελήφθησαν. Τούς έκλεισαν σε υγρή και σκοτεινή φυλακή, όπου ήταν αναγκασμένοι νά ξαπλώνουν σε μία σανίδα κάτω ακριβώς από την όποια αναδύονταν οι οσμές ακαθαρσιών από διερχόμενο υπόνομο.
Ό ηγούμενος τής Μονής δεν άντεξε. Υπέκυψε και πέθανε μέσα στη φυλακή. Τον μοναχό Συμεών τον διαπόμπευσαν κάποια μέρα στους δρόμους και τον περιέφεραν δεμένο και χωρίς ρούχα, φωνάζοντας ειρωνικά γι' αυτόν: «Νά ο προφήτης!». Σταθεροί στην πίστη οι έγκλειστοι μοναχοί θέλησαν κάποιο Πάσχα και έψαλαν δυνατά μέσα στη φυλακή όλοι μαζί το «Χριστός Ανέστη». Ό διοικητής εξαγριωμένος διέταξε την καταδίκη τους. Αφού τούς φόρεσαν λευκούς χιτώνες, τούς οδήγησαν δεμένους στην άκρη απόκρημνων βράχων. Και από εκεί τούς γκρέμισαν, Αφοί προηγουμένως τούς πυροβολούσαν ασταμάτητα. Ό μοναχός Συμεών δέχθηκε τρεις σφαίρες. Μία τον χτύπησε στο σιδερένιο περίβλημα τής εικόνας τής Παναγίας πού φορούσε, ή άλλη τον πήρε επιδερμικά στο λαιμό και ή τρίτη στα πόδια. Ό Όσιος σώθηκε θαυματουργικά. Και τελικά του χάρισαν τη ζωή, γιατί υπήρχε νόμος πού έλεγε: «Νά αθωώνεται κάθε κατάδικος πού δέχεται τρεις σφαίρες όχι θανάσιμες».
Όμως oi εχθροί της πίστεως δεν ησύχασαν. Απαιτούσαν από τον Άγιο να αρνηθεί την Ορθοδοξία του. Και ο Συμεών απάντησε με έντονη φωνή χτυπώντας το χέρι του στο τραπέζι του διοικητή: «Εσύ δεν έχεις εξουσία περισσότερη από τον Θεό». Γι’ αυτό φυλάκισαν τον Όσιο και πάλι, τώρα σε σκληρότερες και πιο απάνθρωπες συνθήκες. Εκεί μέσα στη φυλακή ο Άγιος ασθένησε βαριά, του έπεσαν τα δόντια και υπέφερε φρικτά στα πόδια του.
Ό πανάγιος Θεός όμως επεμβαίνει θαυματουργικά, και με παρέμβαση ευγενών ανθρώπων τής περιοχής εκείνης αποφυλακίζει τον δούλο του. Εξέρχεται ο Όσιος με τα «στίγματα» του μάρτυρος και του όμολογητού. Με μορφή καταπονημένη άλλά φωτεινή. Περιφέρεται τώρα ως διωκόμενος μοναχός. Ζει με εράνους...
Ό Κύριος καλεί τώρα τον πιστό δούλο του στο υπούργημα τής ίερωσύνης.
Χειροτονείται πρώτα διάκονος και στις 8 Σεπτεμβρίου 1925 χειροτονείται ιερεύς στον Άγιο Μηνά στη Γρούζια Σχέτα λαμβάνοντας το νέο του όνομα: Γεώργιος. Με το όνομα αυτό θα δοξάσει τον Θεό τον υπόλοιπο χρόνο τής ζωής του. Ό όσιος ιερεύς π. Γεώργιος ήταν για όλους τούς ανθρώπους φως, δύναμη και παρηγοριά. Προικισμένος με το χάρισμα τής διορατικότητος απεκάλυπτε τα προβλήματα των ανθρώπων. Έδινε σοφές συμβουλές σε όλους και τούς καθοδηγούσε προς τον Χριστό. Ή φήμη του ως άγιου άρχισε από εκεί νά απλώνεται... Και όταν από την Τιφλίδα ήρθε στο Σοχούμ, και εδώ ο κόσμος τον αγάπησε πολύ. Δεν έπαυσε δε ο όσιος Γεώργιος παρά τη φιλάσθενη κράση του νά συνεχίζει την ασκητική του ζωή μέσα στην πόλη μένοντας σε ένα απέριττο δωμάτιο πάμφτωχος και απαρνούμενος τις περιποιήσεις του κόσμου. Παρέμενε φτωχός άλλά ήταν πάντα πλούσιος σέ αγάπη και σε καλοσύνη, πού αντλούσε από τον μεγάλο Διδάσκαλο της αγάπης, τον Κύριο μας Ιησού Χριστό!
Το 1929 ο όσιος Γεώργιος έρχεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα, πού τόσο αγαπούσε και επιθυμούσε. Αποβιβάζεται στο λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Και το 1930 εγκαθίσταται μόνιμα στο χωριό Σίψα (σήμερα Ταξιάρχες) της Δράμας. Εδώ ο πολύπαθος όσιος και ομολογητής ιερομόναχος π. Γεώργιος θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ζωής του βαστάζοντας «έν τω σώματι του τά στίγματα του Ιησού Χριστού».
Το 1939 έχτισε το ταπεινό μοναστήρι του με τον ιερό ναό της Αναλήψεως και ένα φτωχό κελλάκι γι' αυτόν. Το 1941 τον συνέλαβαν οι Βούλγαροι και τον οδήγησαν σε εκτέλεση. Τον άφησαν όμως ελεύθερο και έφυγαν έντρομοι, καθώς τον έβλεπαν εξαϋλωμένο νά προσεύχεται πριν τον θανατώσουν.
Οι διώξεις της Εκκλησίας από το άθεο καθεστώς της επανάστασης του 1917 και οι φυλακίσεις, τον ανάγκασαν να ΄΄ερθει το 1929 στην Ελλάδα. Φωτογραφίζεται ως λαϊκός κατ΄ανάγκη στην ηλικία των 28 ετών κατά την αναχώρησή του από την Ρωσία.
Καλλιεργούσε το φιλακόλουθο πνεύμα τελώντας με ακρίβεια και ιεροπρέπεια κάθε ιερή Ακολουθία τής Εκκλησίας μας. Κατά την ώρα τής θείας Λειτουργίας ήταν πάντα μεταρσιωμένος και συμβούλευε τούς πιστούς «νά είναι απερίσπαστοι και προσηλωμένοι στα τελούμενα, για νά αξιώνονται νά βλέπουν τα μεγαλεία τού Θεού».
Το κύριο χαρακτηριστικό τού Αγίου ήταν ή αγάπη. Γι' αυτό τον ονόμαζαν «ο άνθρωπος τής αγάπης». Ήταν ο ελεήμων και ο φιλόξενος. Συμμετείχε στα πένθη με παρήγορο και ενισχυτικό λόγο, διένεμε φαγητό σε φτωχούς, κάποτε ύφαινε ο ίδιος με τα χέρια του ρούχα για τούς άπορους.
Μαζί δε με αυτά δεν παρέλειπε ποτέ και την προσωπική του άσκηση και την κακοπάθεια, τη νηστεία του και τη μακρά και θερμή προσευχή του, παρ' όλο πού ήταν φιλάσθενος και έπασχε από χρόνια κρυολογήματα.
Ήρθε όμως και ή μεγάλη ώρα για νά αναχωρήσει ο Άγιος από τον κόσμο αυτό. Προαισθάνθηκε το τέλος του. Γαλήνιος και ειρηνικός, αφού προσέφερε όλο τον εσωτερικό του πλούτο στους ανθρώπους, γεμάτος από την παρουσία του Θεού και αφού ατένισε με ευλάβεια την εικόνα τής Παναγίας και τής είπε: «Τής ευσπλαχνίας την πύλην άνοιξον ήμίν, ευλογημένη Θεοτόκε», άφησε την πνοή του στον Πλάστη του και πέταξε στον ουρανό στις 4 Νοεμβρίου 1959. Είχε διανύσει ο Άγιος 58 ολόκληρα χρόνια μαρτυρίας, ομολογίας, ασκήσεως, αγάπης, αυτοθυσίας...
Κηδεύθηκε στη Μονή του με δάκρυα από τον πολυπληθή και ευγνώμονα λαό του Θεού. Και ετάφη δίπλα στον Ιερό Ναό τής Αναλήψεως πού ο Ίδιος εκεί με κόπο είχε κτίσει. Στις 9 Φεβρουαρίου 2006 έγινε ή ανακομιδή των ιερών χαριτόβρυτων λειψάνων του από τον Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Δράμας κ. κ. Παύλο, τα όποια ετέθησαν σε ιερή λειψανοθήκη για τον αγιασμό των πιστών. Πάμπολλα είναι τα θαύματα πού ο Κύριος με τις πρεσβείες του επιτελεί. Εκατοντάδες είναι οι προσκυνητές πού καταφθάνουν για νά αφήσουν στον Άγιο ικετευτικές δεήσεις για τα θέματα τους και ευχαριστήριες προσευχές για τα θαύματα του.
Ή ζωή του νέου Όσιου μας και όμολογητού άγιου Γεωργίου του Καρσλίδη συνεχίζει και στις μέρες μας νά μας συγκινεί και νά μάς διδάσκει. Μας καλεί νά βαδίσουμε και μείς τον δρόμο τής άγιότητος όπως ακριβώς και εκείνος τον έβάδισε μέσα από τον αγώνα τής ασκήσεως, την ομολογία τής πίστεως και τής έμπρακτης αγάπης. Αυτό μάς ζητεί ο Άγιος. Μην του το αρνηθούμε. Αυτό θέλει και από μάς ο Θεός μας.
Βιβλιογραφία: Μοναχού Μωυσέως Άγιορείτου, Ό μακάριος γέροντας Γεώργιος Καρσλίδης (1901-1959), Έκδοσις Ί. Μονής Αναλήψεως του Σωτήρος, Ταξιάρχαι (Σίψα) Δράμας.
ΠΗΓΗ
Κυριακή 23 Οκτωβρίου 2011
Σάββατο 22 Οκτωβρίου 2011
Περί της Αγάπης στον πλησίον του Γέροντα Πορφυρίου
Είμαστε ευτυχισμένοι, όταν αγαπήσομε όλους τους ανθρώπους μυστικά. Θα νιώθομε τότε ότι όλοι μας αγαπούν. Κανείς δεν μπορεί να φθάσει στον Θεό, αν δεν περάσει απ’ τους ανθρώπους. … Ν’ αγαπάμε, να θυσιαζόμαστε για όλους ανιδιοτελώς, χωρίς να ζητάμε ανταπόδοση. Τότε ισορροπεί ο άνθρωπος. Αυτό είναι το μεγαλύτερο μυστήριο της Εκκλησίας μας. Να γίνομε όλοι ένα εν Θεώ.
Η αγάπη στον αδελφό μας προετοιμάζει ν’ αγαπήσομε περισσότερο τον Χριστό.
Ας σκορπίζομε σε όλους την αγάπη μας ανιδιοτελώς, αδιαφορώντας για τη στάση τους. Όταν έλθει μέσα μας η χάρις του Θεού, δεν θα ενδιαφερόμαστε αν μας αγαπάνε ή όχι, αν μας μιλάνε με καλοσύνη. Θα νιώθουμε την ανάγκη εμείς να τους αγαπάμε όλους. Είναι εγωισμός να θέλομε οι άλλοι να μας μιλάνε με καλοσύνη. Όταν αγαπάμε χωρίς να επιδιώκομε να μας αγαπάνε, θα μαζεύονται όλοι κοντά μας σαν τις μέλισσες. Αυτό ισχύει για όλους μας.
Αν ο αδελφός σου σ’ ενοχλεί, σε κουράζει, να σκέπτεσαι: «Τώρα με πονάει το μάτι μου, το χέρι μου, το πόδι μου· πρέπει να το περιθάλψω μ’ όλη μου την αγάπη». Να μη σκεπτόμαστε, όμως, ούτε ότι θα αμειφθούμε για τα δήθεν καλά ούτε ότι θα τιμωρηθούμε για τα κακά που διαπράξαμε. Έρχεσαι εις επίγνωσιν αληθείας, όταν αγαπάεις με την αγάπη του Χριστού. Τότε δεν ζητάεις να σ’ αγαπάνε· αυτό είναι κακό. Εσύ αγαπάεις, εσύ δίνεις την αγάπη σου· αυτό είναι το σωστό. Από μας εξαρτάται να σωθούμε. Ο Θεός το θέλει. Όπως λέει η Αγία Γραφή: «πάντας θέλει σωθήναι και εις επίγνωσιν αληθείας ελθείν».
Όταν κάποιος μας αδικήσει μ’ οποιονδήποτε τρόπο, με συκοφαντίες, με προσβολές, να σκεπτόμαστε ότι είναι αδελφός μας που τον κατέλαβε ο αντίθετος. Έπεσε θύμα του αντιθέτου. Γι’ αυτό πρέπει να τον συμπονέσομε και να παρακαλέσομε τον Θεό να ελεήσει κι εμάς κι αυτόν· κι ο Θεός θα βοηθήσει και τους δύο. Αν, όμως οργισθούμε εναντίον του τότε ο αντίθετος από κείνον θα πηδήσει σ’ εμάς και θα μας παίζει και τους δύο. Όποιος κατακρίνει τους άλλους, δεν αγαπάει τον Χριστό. Ο εγωισμός φταίει. Από κει ξεκινάει η κατάκριση.
Ας υποθέσομε ότι ένας άνθρωπος βρίσκεται μόνος του στην έρημο. Δεν υπάρχει κανείς. Ξαφνικά ακούει κάποιον από μακριά να κλαίει και να φωνάζει. Πλησιάζει κι αντικρίζει ένα φοβερό θέαμα: μία τίγρις έχει αρπάξει έναν άνθρωπο και τον καταξεσχίζει με μανία. Εκείνος απελπισμένος ζητάει βοήθεια. … Τι να κάνει, για να τον βοηθήσει; … Μήπως θα πάρει καμιά πέτρα να τήνε ρίξει στον άνθρωπο και να τον αποτελειώσει; «Όχι, βέβαια!», θα πούμε. Κι όμως αυτό είναι δυνατόν να γίνει όταν δεν καταλαβαίνομε ότι ο άλλος που μας φέρεται άσχημα κατέχεται από τον διάβολο, την τίγρη. Μας διαφεύγει ότι, όταν κι εμείς τον αντιμετωπίζομε χωρίς αγάπη, είναι σαν να του ρίχνομε πέτρες πάνω στις πληγές του, οπότε του κάνομε πολύ κακό και η «τίγρις» μεταπηδάει σ’ εμάς και κάνομε κι εμείς ό,τι εκείνος και χειρότερα. Τότε, λοιπόν ποια είναι η αγάπη που έχομε για τον πλησίον μας και πολύ περισσότερο για τον Θεό;
Να αισθανόμαστε την κακία του άλλου σαν αρρώστια που τον βασανίζει και υποφέρει και δεν μπορεί να απαλλαγεί. Γι’ αυτό να βλέπομε τους αδελφούς μας με συμπάθεια και να τους φερόμαστε με ευγένεια λέγοντας μέσα μας με απλότητα το «Κύριε Ιησού Χριστέ», για να δυναμώσει με τη θεία χάρι η ψυχή μας και να μην κατακρίνομε κανένα.
Όλους για αγίους να τους βλέπομε. Όλοι μας μέσα φέρομε τον ίδιο παλαιό άνθρωπο. Ο πλησίον όποιος κι αν είναι, είναι «σάρξ εκ της σαρκός μας», είναι αδελφός μας και «μηδενί, μηδέν οφείλομεν, ει μη το αγαπάν αλλήλους», σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο. Δεν μπορούμε ποτέ να κατηγορήσομε τους άλλους, γιατί «ουδείς την εαυτού σάρκα εμίσησεν».
Όταν κάποιος έχει ένα πάθος να προσπαθούμε να του ρίχνομε ακτίνες αγάπης κι ευσπλαχνίας για να θεραπεύεται και να ελευθερώνεται. Μόνο με την χάρι του Θεού γίνονται αυτά. Να σκέπτεσθε ότι αυτός υποφέρει περισσότερο από εσάς. … Να στεκόμαστε με προσοχή σεβασμό και προσευχή. Εμείς να προσπαθούμε να μην το κάνομε το κακό. Όταν υπομένομε την αντιλογία του αδελφού λογίζεται μαρτύριο. Να το κάνομε με χαρά.
Ο χριστιανός είναι ευγενής. Να προτιμάμε ν’ αδικούμαστε. Άμα έλθει μέσα μας το καλό, η αγάπη, ξεχνάμε το κακό που μας κάνανε. Εδώ κρύβεται το μυστικό. Όταν το κακό έρχεται από μακριά, δεν μπορείτε να το αποφύγετε. Η μεγάλη τέχνη είναι, όμως να το περιφρονήσετε. Με την χάρι του Θεού ενώ θα το βλέπετε, δεν θα σας επηρεάζει, διότι θα είστε πλήρεις χάριτος.
πηγη