Σελίδες

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Τρεις εσείς, τρεις κι εμείς.....





Δεν πρέπει να κρίνουμε τους ανθρώπους με βάση το αν διαβάζουν περισσότερες ή λιγότερες προσευχές ή πόσες προσευχές έχουν αποστηθίσει.

Μια σύντομη αλλά εγκάρδια προσευχή μπορεί να φτάσει πιο γρήγορα στον Θεό σε σχέση με πλήρη κανόνα προσευχών που όμως διαβάζεται χωρίς προσοχή και κατάνυξη.

Παρακολουθήστε παρακάτω μια πολύ διδακτική ταινία μικρού μήκους που δίνει ένα πολύ ωραίο παράδειγμα πως μια σύντομη αλλά εγκάρδια προσευχή μπορεί να φτάσει πιο
γρήγορα στο Θεό.

Γιατί όπως είπε, όταν ζούσε σε μια διδασκαλία του ο Γέροντας Αρχιμανδρίτης Παύλος Γκρούζντεβ: «Καλύτερα έστω μια φορά να κάνεις τον σταυρό σου με σωστό τρόπο...
παρά εκατό φορές λανθασμένα...»

http://xristianos.gr/

Ἔχουμε ἀδιαλείπτως ἕναν πειρασμὸ μπροστά μας...




Ἔχουμε ἀδιαλείπτως ἕναν πειρασμὸ μπροστά μας... ...διαρκῶς συμβαίνουν στὴν ζωὴ μας ἀπρόοπτα.

 Ἔρχεσαι στὸ μοναστήρι γιὰ νὰ βρὴς πνευματικὴ ζωή, καὶ συναντᾶς κακούς. Εἶναι ἀπρόοπτο.

 Ζητὰς κελλὶ ἀπὸ τὴν πλευρὰ τοῦ μοναστηριοῦ ποὺ δὲν ἔχει ὑγρασία, τὸ ἀποκτᾶς, διαπιστώνεις ὅμως ὅτι ἡ θάλασσα σοῦ προκαλεῖ ἀλλεργία, ὁπότε δὲν μπορεῖς νὰ χαρῆς οὔτε τὴν ἡμέρα οὔτε τὴν νύχτα.

Ἀμέσως θὰ σοῦ πῆ ὁ λογισμός, σήκω νὰ φύγης. Εἶναι ἀπρόοπτο.

 Σὲ πλησιάζω μὲ τὴν ἰδέα ὅτι εἶσαι καλὸς ἄνθρωπος καὶ βλέπω ὅτι εἶσαι ἀνάποδος. Ἀπρόοπτο.

 Παρουσιάζονται συνεχῶς ἀπρόοπτα ἐνώπιόν μας, διότι ἔχομε θέλημα καὶ ἐπιθυμίες.

 Τὰ ἀπρόοπτα εἶναι ἀντίθετα πρὸς τὸ θέλημα καὶ τὴν ἐπιθυμία μας, γι' αὐτὸ καὶ μᾶς φαίνονται ἀπρόοπτα, στὴν οὐσία ὅμως δὲν εἶναι.

 Διότι ἄνθρωπος ποὺ ἀγαπᾶ τὸν Θεὸν προσδοκᾶ τὰ πάντα καὶ λέγει πάντοτε «γενηθήτω τὸ θέλημά Σου».

 Θὰ ἔρθη βροχή, λαίλαπα, χαλάζι, κεραυνός; «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον».

 Ἐπειδὴ αὐτὰ κοστίζουν στὴν σαρκικότητά μας, γι' αὐτὸ ἐμεῖς τὰ βλέπομε ὡς ἀπρόοπτα.

 Γιὰ νὰ μὴν ταράσσεσαι λοιπὸν κάθε φορᾶ καὶ στεναχωριέσαι, γιὰ νὰ μὴν ἀγωνιᾶς καὶ προβληματίζεσαι, νὰ τὰ περιμένης ὅλα, νὰ μπορῆς νὰ ὑπομένης ὅτι ἔρχεται.

 Πάντα νὰ λές, καλῶς ἦλθες ἀρρώστια, καλῶς ἦλθες ἀποτυχία, καλῶς ἦλθες μαρτύριο.

 Αὐτὸ φέρνει τὴν πραότητα, ἄνευ τῆς ὁποίας δὲν μπορεῖ νὰ ὑπάρχη καμία πνευματικὴ ζωή.

 Γέροντας Αἰμιλιανὸς Σιμωνοπετρίτης

Μιά διδακτική ἱστορία :ΤΑ ΤΡΙΑ ΔΕΝΤΡΑ.




Ήταν μια φορά σ' ένα δάσος τρία δέντρα.

Το καθένα από αυτά είχε για τον εαυτό του έναν οραματισμό - μια προοπτική.

Το πρώτο επιθυμούσε να αξιωθεί να γίνει κάποια στιγμή ένα πολύτιμο μπαούλο ξυλόγλυπτο όμορφα σκαλισμένο, που μέσα του θα φυλάσσεται ένας πολύτιμος θησαυρός. Αυτό ήταν το όραμα του και η προοπτική του.

 Το δεύτερο δένδρο ήθελε να αξιωνόταν να γίνει στα χέρια ενός καλού ναυπηγού ένα μεγάλο καράβι γερό σκαρί -όμορφο, μεγαλόπρεπο- που θα μετέφερε βασιλιάδες και επίσημα πρόσωπα, που θα έκανε ταξίδια υψηλών προσώπων.

 Το τρίτο δένδρο έλεγε ότι το μόνο που θα ήθελε ήταν να είχε γίνει το πιο ψηλό και πιο δυνατό δένδρο του δάσους έτσι ώστε οι άνθρωποι, που θα βλέπουν το ύψος του στην κορυφή του λόφου, να σκέπτονται τον Ουρανό και το Θεό.

 Όμως πέρασαν τα χρόνια. Και τα πράγματα εξελίχθηκαν κάπως αλλιώς. Πήγαν υλοτόμοι. Και έκοψαν το πρώτο δένδρο. Και ενώ σχεδίαζε και ποθούσε να γίνει όμορφο ξυλόγλυπτο μπαούλο για θησαυρούς, ο ξυλουργός το έκαμε δοχείο για την τροφή των ζώων, παχνί για τα άχυρα των ζώων. Το δεύτερο δένδρο, που ήθελε να γίνει ωραίο καράβι για να μεταφέρει βασιλιάδες, έγινε ένα μικρό ψαροκάικο, που το 'χαν φτωχοί ψαράδες να ψαρεύουν. Το τρίτο δένδρο, που ήθελε να μείνει το ψηλότερο του δάσους, το έκοψε κάποιος ξυλοκόπος και το έβαλε στην αποθήκη του.

Περνούσαν χρόνια. Και τα δέντρα, απογοητευμένα από την εξέλιξη των πραγμάτων, ξέχασαν ακόμα και τα όνειρά τους. Όμως κάποια μέρα ένας άνδρας και μια γυναίκα ήλθαν στο στάβλο, που ήταν εκείνο το ξύλινο παχνί με τα άχυρα και εκεί η γυναίκα γέννησε ένα αγοράκι και το τοποθέτησαν στο παχνί που είχε φτιαχτεί από το πρώτο δένδρο. Ήταν ο Ιωσήφ και η Παναγία Θεοτόκος. Και απόθεσαν σ' εκείνο το ξύλινο παχνί, όχι απλώς διαμάντια και χρυσάφια, αλλά τον ίδιο το Θεό, που είχε γίνει άνθρωπος για μας.

Έτσι αξιώθηκε αυτό το παχνί, η φάτνη, να δεχτεί μέσα της το θησαυρό των θησαυρών, τον ίδιο το Θεό. Στο μικρό ψαροκάικο -που είχε γίνει από το δεύτερο δένδρο- μετά από χρόνια μπήκαν κάτι ψαράδες. Ένας απ' αυτούς κουρασμένος ξάπλωσε να κοιμηθεί. Είχαν ανοιχθεί στη θάλασσα. Και ξέσπασε μια μεγάλη τρικυμία. Και το ψαροκάικο δεν ήταν αρκετά δυνατό για να κρατήσει. Οι άλλοι τότε ξύπνησαν Εκείνον που κοιμόταν. Και Εκείνος τότε σηκώθηκε. Και διέταξε τη φουρτουνιασμένη θάλασσα: «Σιώπα, πεφίμωσο». Και η θάλασσα ειρήνεψε αμέσως. Ήταν ο Χριστός μαζί με τους μαθητές του στη λίμνη Γεννησαρέτ. Έτσι και το δεύτερο δένδρο, που είχε φιλοδοξήσει να γίνει μεγάλο πλοίο, που θα μετέφερε υψηλά πρόσωπα και βασιλιάδες, αξιώθηκε να μεταφέρει τον βασιλέα των βασιλέων, τον ίδιο το Χριστό με τους μαθητές Του!

Και το τρίτο δένδρο, που ήταν στην αποθήκη του ξυλουργού, μια μέρα το πήραν και έκαναν ένα σταυρό. Και σ' αυτόν τον σταυρό σταύρωσαν το Χριστό. Έτσι το δένδρο αυτό έγινε πιο ψηλό απ΄ ό,τι είχε επιθυμήσει. Έφθασε στον ουρανό και στο Θεό! Έγινε, όπως λέμε σε ένα τροπάριο, "ουρανού Ισοστάσιο". Τελικά, το κάθε ένα από τα δένδρα της ιστορίας μας απέκτησε όχι μόνο αυτό που ήθελε και ποθούσε, αλλά ασυγκρίτως περισσότερα, όχι όμως με τον τρόπο που φανταζόταν και σχεδίαζε. Η ιστορία αυτή μας λέει: δεν γνωρίζουμε ποιο είναι το θέλημα του Θεού για μας. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε ποτέ, ότι εκείνο που μας ετοιμάζει ο Θεός, είναι πάντα προτιμότερο και ωφελιμότερο για μας. Εμείς πρέπει να κάνουμε όνειρα. Για το καλό. Πρέπει όμως να μην ξεχνάμε και ότι τα πράγματα δεν εξελίσσονται όπως εμείς θα θέλαμε. Και ότι ο Θεός οικονομεί και γίνονται καλύτερα απ΄ ό,τι εμείς φανταζόμαστε. 

Πηγή: www.pigizois.gr , ΦΙΛΟΙ ΦΥΛΑΚΙΣΜΕΝΩΝ ΤΕΥΧΟΣ 4ο ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ - ΧΕΙΜΩΝΑΣ 2003
 http://www.stamoulis.gr/ViewShopArticle.aspx?ArticleId=6919 πηγή εἰκόνας

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ




Μια σύντομη αλλά εγκάρδια προσευχή μπορεί να φτάσει πιο γρήγορα στον Θεό σε σχέση με πλήρη κανόνα προσευχών που όμως διαβάζεται χωρίς προσοχή και κατάνυξη.......


Τετάρτη 30 Μαΐου 2012

Αφιερωμένο στους Γεννήτορες μας.....










ο άνθρωπος δύο γραμμάτια έχει στη ζωή του να εξαργυρώσει....το γραμμάτιο των Γονιών του και το γραμμάτιο των παιδιών του...πριν φύγει από αυτή τη ζωή πρέπει να τα έχει εξοφλήσει......αμήν ..γένοιτο!!!

http://agioritis.pblogs.gr

ΦΙΛΟΙ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΘΑ Σ'ΕΜΠΟΔΙΣΟΥΝ ΝΑ ΔΑΚΡΥΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΠΑΝΤΑ ΔΙΠΛΑ ΣΟΥ!!!



- Περπάτα στο πλάι μου και ας κουτσαίνεις... μπορώ να περπατήσω λίγο πιο αργά!
- Κοίταξέ με και ας έχεις στραβισμό... στα μάτια σου βλέπω τον εαυτό μου!
- Χαμογέλασέ μου και ας είναι τα δόντια σου στραβά... μ' αρέσει να βλέπω το χαμόγελό σου, να σε βλέπω χαρούμενο!
- Άγγιξέ με και ας είναι τα δάκτυλά σου ατροφικά... το χέρι σου είναι πάντα ζεστό!
- Μίλησέ μου και ας ψευδίζεις... τα λόγια σου στάζουν μέλι!
- Κάθισε δίπλα μου και ας είσαι άσχημος... έχω περισσότερη ασχήμια πάνω μου απο εσένα!
- Αγκάλιασέ με κι άς έχεις χάσει το ένα σου χέρι... ο πόνος έχει φύγει πια!
- Γράψε κάτι για εμένα... κι ας είσαι ανορθόγραφος!


- Άνοιξε την καρδιά σου κι ας είναι χρόνια τώρα παγωμένη... δείξε μου αυτό που έχεις μέσα σου!

Γιατί σε αυτό τον κόσμο είσαι κάτι το μοναδικό και θέλω να σε έχω δίπλα μου.

ΓΙΑ ΕΣΕΝΑ ΠΟΥ...
Είσαι αρτιμελής...
Έχεις πανέμορφα μάτια...
Έχεις το τέλειο χαμόγελο...
Είσαι αυτό που λέμε "πολύ εμφανίσιμος"...
Μιλάς γρήγορα χωρίς πρόβλημα...
Γράφεις καλλιγραφικά και χωρίς λάθη...

ΚΟΙΤΑΞΕ ΛΙΓΟ ΚΑΛΥΤΕΡΑ...
Έχεις κάποιον να περπατήσει στο πλάι σου;;;
Να σε κοιτάξει στα μάτια;;;
Να ακούσει τα λόγια σου;;;
Να διαβάσει αυτό που γράφεις;;;
Να σου ζητήσει μια αγκαλιά;;;
Να ενδιαφερθεί και να ψάξει για το τι έχεις στην καρδιά σου;;;

Φίλοι είναι αυτοί που θα σ'εμποδίσουν να δακρύσεις και που θα είναι πάντα δίπλα σου!!!

Επιμέλεια: Κυριάκος Διαμαντόπουλος

http://agioritikovima.gr/

ΟΙ ΠΑΤΑΤΕΣ ΤΟΥ... ΘΥΜΟΥ! (ΔΙΔΑΚΤΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΥΓΧΩΡΗΣΗ)



Οταν ακόμα πήγαινα στο σχολείο, ως μαθητής, είχα έναν υπέροχο δάσκαλο.

Μια μέρα είχαμε κουβεντιάσει για το πόσο απαραίτητο είναι να μην κρατάμε θυμό μέσα μας αλλά να κοιτάμε πως θα απαλλαγούμε από αυτόν, μας έβαλε να το δούμε αυτό πρακτικά. - Αύριο, μας είχε πει, να φέρετε όλοι στο σχολείο μια πλαστική σακούλα και ένα μικρό σακί με πατάτες. Τον κοιτάξαμε έκπληκτοι αλλά είχαμε μάθει πως δεν αστειεύεται με κάτι τέτοια.

Έτσι την άλλη μέρα είχε ο καθένας μας ο,τι μας είχε ζητήσει. Τότε εκείνος λέει: - Κάθε φορά που αποφασίζετε να μην συγχωρέστε κάποιον, να... παίρνετε μια πατάτα, να γράφετε πάνω της το όνομα εκείνου και την ημερομηνία και να την βάζετε μέσα στην πλαστική σακούλα. Δεν πέρασε πολύς καιρός που μερικές σακούλες ήταν αρκετά βαριές. Μας είπε επίσης αυτή την σακούλα να την κουβαλάμε μαζί μας, όπου κι αν πηγαίνουμε. Στο δρόμο, στο αυτοκίνητο, στο σχολείο, στα ψώνια παντού. Καταλαβαίνεις γιατί έτσι; Μ’ αυτό τον τρόπο ήθελε να μας δείξει ότι δεν πρέπει να ξεχνάμε το βάρος που κουβαλάμε.

Να έχουμε επίγνωση κάθε στιγμή. Να το έχουμε μαζί μας ακόμα και στα μέρη που είναι κάπως… καθως πρέπει. Για φαντάσου τώρα να έχεις μια σακούλα με πατάτες στην disco. Όπως επίσης φαντάσου ότι αρκετές από αυτές τις πατάτες είχαν αρχίσει να σαπίζουν. Για να μας θυμίζουν το τίμημα που έχουμε να πληρώσουμε για τον αρνητισμό και τον πόνο μέσα μας, όταν δεν αποφασίζουμε να συγχωρούμε.

Πάρα πολλές φορές σκεφτόμαστε πως το να συγχωρήσουμε κάποιον είναι ένα δώρο που του κάνουμε. Θαρρώ πως είναι το αντίθετο. Είναι δώρο στον εαυτό μας. Απαλλασσόμαστε από ένα περιττό βάρος.

Την επόμενη φορά λοιπόν που θα σκεφτείς πόσο δύσκολο είναι να συγχωρέσεις κάποιον θυμήσου: «Δεν είναι ήδη αρκετά βαριά η σακούλα σου;»

http://www.agioritikovima.gr/

Συνομιλία για την Κατάθλιψη ...... Γέροντος Πορφυρίου Ιερομονάχου



Η ΣΥΝΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ

 Παρουσιαστής: Όλοι αναζητούμε τη χαρά και την ειρήνη της καρδιάς μας, όμως, ζούμε καθημερινά, θλίψεις και κατάθλιψη. Ο Γέροντας Πορφύριος με αγάπη και σοφία, συζητά με πνευματικά του παιδιά τον τρόπο με τον οποίο μετατρέπεται η θλίψη σε χαρά. Μας αποκαλύπτει το μεγάλο μυστικό, και έχει πολύ ενδιαφέρον να τον ακούσουμε. Στην ηχογράφηση που ακολουθεί έχει αφαιρεθεί για λόγους πνευματικούς, η φωνή των συνομιλητών του.

 Γέροντας Πορφύριος: - Μία φορά είχε έλθει μία κυρία εδώ και μου έλεγε ότι πάσχει από κατάθλιψη, και μου ζητούσε να τη συμβουλέψω τι πρέπει να κάνει, για να γλιτώσει απ’ αυτό το πράγμα. Τώρα η αιτία που ήλθα εδώ, έλεγε, είναι ότι με μάλωσε ο άνδρας μου, γιατί είχα κάνει κάποιο λάθος, και εκεί αγανάκτησε και μου φέρθηκε πολύ άσχημα και μ’ έπιασε πολύ δυνατή κατάθλιψη. Δεν έφαγα το βράδυ, όλη τη νύχτα ήμουνα μελαγχολική, ζούσα σ’ ένα πέλαγος, μέσα σε μια μαυρίλα σε μία απελπισία, τέτοιοι λογισμοί ότι, τι τη θέλω τη ζωή; Τι τη θέλω ή καλύτερα είναι να μη ζω, όλο τέτοιες ιδέες που μου δυνάμωναν την κατάθλιψη μέχρι αυτοκτονίας.

Κοιμήθηκα, αλλά και το πρωί όμως ήμουνα βαριά, ο σύζυγός μου προσπάθησε να μου μιλήσει, αλλά εγώ δε μιλούσα. Λοιπόν, σηκώθηκε, έφτιαξε μόνος του τον καφέ, είπε να μου φέρει καφέ, εγώ δεν ήθελα κι έφυγε. Αυτή τυλιγμένη στο πάπλωμα, σου λέω, όπως μου τα έλεγε, νηστική, ζούσε, ας πούμε, την κατάθλιψη. Είναι ένα αίσθημα δυσάρεστο, το οποίο σε καταλαμβάνει, και σε καθηλώνει. Ούτε να σκεφθείς, ούτε... Σκέφτεσαι αυτό. Νομίζεις ότι εσύ σκέφτεσαι σοβαρά πράγματα. Ενώ εσύ είσαι αιχμάλωτος μιας ιδέας. Πάντοτε όταν έχω καιρό κάτι λέω, αλλά άμα είμαι κουρασμένος δεν μπορώ να μιλήσω. Λοιπόν. Της λέω, ξέρω εγώ ένα πολύ μεγάλο φάρμακο, αλλά, πρέπει να μου δώσεις προσοχή για να σου το πω. Της έκανα την ερώτηση, αν μετά από αυτή την κατάθλιψη συνέβηκε κάποιο ευχάριστο γεγονός. Και μου είπε, ότι ναι, ενώ ήμουνα ξάπλα, κατά τις δέκα και μισή, ακούω το κουδούνι του σπιτιού, να χτυπάει επίμονα, βρου, βρου, βρου.

 Εγώ έτσι ήμουνα τυλιγμένη, όπως από το βράδυ, και, είδα που επέμενε και σηκώθηκα, έριξα από πάνω το παλτό μου και πήγα και άνοιξα και μπαίνει μέσα μία παλαιά μου φίλη που σπουδάζαμε στο Αρσάκειο, και με χαρά με αγκαλιάζει, με φιλεί, μου λέει, να σου πω ένα ευχάριστο γεγονός, σκιρτούσε από τη χαρά. Ήρθε <η τάδε> από το Κάιρο και είναι στο Ξενοδοχείο Πάγγειο στην Ομόνοια. Φιληθήκαμε εκεί πέρα, μου ‘λεγε, έτσι τούτο, έτσι εκείνο... Μάλιστα θυμούμαι και λεπτομέρειες, σπουδάσαμε μαζί, και αυτή πήγε καθηγήτρια σε μια σχολή του Καΐρου, ελληνική. Λοιπόν, και ετοιμάστηκα, λέει, με χαρά, μου ‘λεγε όλο χαρούμενα πράγματα και επήγαμε, πήραμε ταξί και πήγαμε στην Ομόνοια, πήγαμε στο Πάγγειο, άλλες χαρές εκεί πέρα, μετά κουβεντιάσαμε εκεί, μετά βγήκαμε έξω για να ψωνίσει διάφορα πράγματα και να κάνει ορισμένες εργασίες που έπρεπε να κάνει. Λέω πως πέρασες; Μου φύγανε όλα, λέει. Όλα μου φύγανε. Λέω, αλήθεια; Από τη στιγμή που μπήκε η φίλη μου μέσα, έφυγαν όλα. Κι εσύ από πότε τα είχες αυτά; Τα είχα από την περασμένη ημέρα το μεσημέρι. Αιχμάλωτη, λέει, αιχμάλωτη.

Στενοχωρήθηκα και ο άνδρας μου εψυχράνθηκε και έφυγε ψυχραμένος και εγώ υπόφερνα εκεί πέρα. Της λέω, πως το βλέπεις αυτό; Δεν του έχω δώσει σημασία, μου λέει. Τώρα που εσύ θέλεις να μου πεις πάνω σ’ αυτό το θέμα, βλέπω ότι έχει μεγάλη σημασία αυτό. Της λέω ξέρεις μουσικά; Ήξερα πιάνο, λέει, αλλά τα’ χω εγκαταλείψει όλα ένεκα της καταθλίψεως, ζω όλο με τα φάρμακα. Δεν θέλω, λέει, ούτε το σπίτι κοιτάζω καλά, ούτε μουσικά που ήξερα. Τα παράτησα, τα’ χω ξεχάσει, μου λέει. Λοιπόν, της είπα πολλά πράματα για τα μουσικά και περισσότερο της είπα, απ’ όλα είναι η αγάπη προς το Θεό, είναι το μεγαλύτερο πράγμα, που αιχμαλωτίζει την ψυχή διότι δεν είναι απλώς μία ενέργεια της ψυχής προς το Θεό, αλλά είναι το σπουδαίο ότι είναι η χάρις του Θεού που γεμίζει έπειτα την ψυχή και την κάνει άλλο.

 Δηλαδή αυτό το οποίο την είχε καταλάβει ήτανε μία ψυχική δύναμις και αντί να γίνει κάτι καλό, ο διάβολος τη δύναμη αυτή την ψυχική, την έκανε κατάθλιψη και βασάνιζε τον άνθρωπο. Λοιπόν, της είπα, σιγά-σιγά ν’ αρχίσει να παίζει πιάνο. Και περισσότερο από όλα της είπα να ασχοληθεί με την προσευχή και να δώσει σημασία στην έννοια ότι πρέπει να γνωρίσει και να αγαπήσει το Χριστό. Της είπα παραδείγματα, πως βλέπουμε πολλές φορές, μια μητέρα να λαχταράει το παιδάκι της, που το ‘χει στην αγκαλιά, να το φιλεί με μια λαχτάρα, είναι κάτι παραδείγματα που μας κάνουνε έτσι... Κάπως, έτσι κι εμείς ν’ αγαπήσαμε το Χριστό, με μία λαχτάρα.

 Κύριον αίτιον εις την κατάθλιψη και σε όλα αυτά που τα λένε πειρασμικά, σατανικά, όπως είναι η νωθρότης, η ακηδία, η τεμπελιά, που μαζί μ’ αυτά είναι τόσα άλλα ψυχολογικά, δηλαδή πειρασμικά πράγματα, είναι ότι έχεις μεγάλον εγωισμό μέσα σου. Και της είπα, πως θα κατορθώσει, μέσα σ’ αυτή την κατάσταση, να τη μεταβάλει σε χαρά. Μέσα στη θρησκεία μας είναι αυτό το πράγμα πάρα πολύ, και οι Άγιοι μας το είχανε πάρα πολύ. Δηλαδή είχαν εύρει τρόπο να μεταβάλλουν την κατάθλιψη σε χαρά. Και αυτός ο τρόπος ήτανε έτσι, ξέρανε πως θα δοθούνε στο Θεό. Με την αγάπη προς το Θεό, με τη προσευχή και γι’ αυτό εφώναζαν με καύχημα οι Απόστολοι και έλεγον, «χαίρω εν τοις παθήμασί μου». Τόσο δυνατό που ήτανε το αίσθημα της καταθλίψεως για να τους συντρίψει, αυτό το αίσθημα το πολύ δυνατό που ήτανε, ας πούμε, μία ψυχικά δύναμη δική τους, το παίρνανε αυτοί, το δίνανε στο Θεό, το κάνανε προσευχή, το κάνανε χαρά και αγαλλίαση εν Κυρίω.

Ένας μασώνος, ας πούμε, έβλεπα που ήτανε εδώ γείτονας, και μου είπε, αυτό το πράγμα είναι μία τρέλα, λέει, τι είναι, λέει, αυτοί οι άνθρωποι... οι Απόστολοι. Του το λέω, για τρέλα, λέω, και του το εξήγησα και ευχαριστήθηκε. Μακάρι, λέει, να μπορούσα κι εγώ να κάνω τη μεταποίηση αυτή, αλλά κατέχομαι πολύ, μου λέει, από κατάθλιψη. Κι έχω ξοδέψει πολλά κι έχω γυρίσει στην Ευρώπη και οι τσέπες μου είναι γεμάτες φάρμακα. Λοιπόν αυτό είναι το μυστικό.

Έχω πολλά να σας πω πάνω σ’ αυτά που έχω ιδεί στη ζωή μου, από ανθρώπους, που κατείχοντο από τέτοια συναισθήματα, δηλαδή σατανικά συναισθήματα, δηλαδή ο διάβολος, ο κακός εαυτός μας, κατορθώνει και παίρνει από τη μπαταρία της ψυχής μας, που έχει τη δύναμη για να κάνομε το καλό, την προσευχή, την αγάπη, τη χαρά, την ειρήνη, την ένωσή μας με το Θεό, αυτός κατορθώνει και μας παίρνει αυτή την ενέργεια και την κάνει θλίψη, κατάθλιψη, και ξέρω πως τα λένε οι λεγόμενοι ψυχίατροι. Εμείς δεν τα λέμε έτσι, τα λέμε σατανική ενέργεια. Λέμε ακηδία, λέμε λογισμοί, και λέμε ο διάβολος της ακηδίας, ο διάβολος της πορνείας, ο διάβολος, ο διάβολος, ο διάβολος. Διάφοροι διάβολοι, για κάθε σατανική ενέργεια που μας δημιουργούν. Να σας πω. Είχα εδώ ένα παιδί, στο σπίτι του τάκανε άνω-κάτω, παίδευε τους γονείς του και υπόφερνε πάρα πολύ. Και είπαν οι γονείς του να το φέρουν εδώ. Το φέραν εδώ, ασχολήθηκε με τον κήπο, πάνου, κάτου, χαιρότανε να τρέχει ‘πό ‘δώ ‘πό ‘κει και συνήλθε, ούτε στενοχώρια, ούτε τίποτα.

Πήρε βιβλία, διάβαζε για κηπουρικά, για τα φυτά, πήρε και βιβλία εκκλησιαστικά, εδιάβαζε και εκείνα και ήτανε πολύ ευχαριστημένος. Μια μέρα λοιπόν, μου λέει, μου μπήκε πολύ ο πειρασμός, μου λέει, Γέροντα, δε μπορώ να καθίσω πια εδώ πέρα, πολύ γνωρίστηκα μαζί σας και πήρα θάρρος και τώρα πολλοί λογισμοί με διαταράσσουν, θέλω να φύγω, δεν μπορώ. Του λέω, τώρα τέτοια ώρα; Λέει θα φύγω, μου λέει. Του λέω, καλά. Δε μπορώ μου λέει, μην επεμβαίνεις, δεν μπορώ, θα φύγω. Του λέω, καλά. Εγώ, λέω, θα ξεκουραστώ. Μπορείς όμως να μου διαβάσεις λίγο; Ν’ ακούσω ψαλτήρι, ν’ αποκοιμηθώ έτσι με την αφοσίωση με το ... Έχω ένα, μία συνήθεια όταν αφοσιώνομαι κάπου, αιχμαλωτίζομαι και το ζω, και το ευχαριστιέμαι. Όταν όμως ακουμπήσω στο στασίδι λίγο πίσω μου, ωώπ με την αφοσίωση που έχω εις το να ακούω, αποκοιμιέμαι. Όπως ένας σωφέρ, όταν είναι ίσιος ο δρόμος, κοιτάζει το δρόμο έτσι, και όταν ακουμπάει πίσω αποκοιμιέται και πάει το αυτοκίνητο έξω. Κι έχω βρει αυτά τα μυστικά και θέλω όταν ακούω να είμαι έτσι, σε προσοχή και όταν τα ακούω να τα απολαμβάνω. Λοιπόν, έτσι και το ψαλτήρι, όταν είμαι ξάπλα και δίνω προσοχή στα ωραία λόγια αποκοιμιέμαι αμέσως.

 Λοιπόν, του έδωσα να μου διαβάσει. Μου λέει, που να διαβάσω; Άνοιξε λέω κι ‘που βρεις, μόνο να μου τα διαβάζεις καθαρά, λέω, γιατί στεναχωριέμαι, άμα δεν μου τα λες καθαρά. Λοιπόν, άνοιξε το ψαλτήρι και άρχισε: «Κύριος φωτισμός μου και Σωτήρ μου, τίνα φοβηθήσομαι; Κύριος υπερασπιστής της ζωής μου, από τίνος δειλιάσω;» Και το λέει συνέχεια εκεί πέρα, μέχρι εκεί, που, σ’ ένα σημείο, εκεί, ω! Μου λέει. Γέροντα κοιμήθηκες; Δε φεύγω. Του λέω, τι έπαθες βρε; Πω, πω, λέει, μ’ αυτά που εδιάβασα, λέει, δεν ξέρω, αισθάνθηκα μια χαρά, που είναι τόσο ωραία και δεν θέλω να φύγω, λέει, τώρα. Πω, άρχισε να μου λέει, αυτοί οι παλιονευρολόγοι, οι παλιοψυχίατροι, πρέπει να πάω να τους πω ότι, πόσο λάθος κάνουνε, που δίνουνε ναρκωτικά στους ανθρώπους! Να! ορίστε, ορίστε, τι πήρα εγώ τώρα; Προσευχήθηκα, άκουσα το ψαλτήρι, όπως μου το είπες, και να, ο διάβολος έφυγε, μου λέει. Του λέω, τι θα γίνει; Δε φεύγω, μου λέει, τώρα, θέλω να καθίσω εδώ κοντά σου. Ε! λέω, διάβαζε και, όποτε κουραστείς, σταμάτα, ξεύρω κι εγώ! εγώ θ’ αποκοιμηθώ. Κάθισε λοιπόν· μετά, όταν ξύπνησα, δε φεύγω, μου λέει, τώρα. Λοιπόν και εκείνη εκεί η κυρία, η πρώτη, που σας είπα, άρχισε να ξαναγυρίζει πάλι να μάθει μουσικά, επήγαινε και εξομολογιότανε σ’ ένανε παπά, αυτός ο παπάς ήτανε πολύ καλός και αγιώτατος. Έτρεχε όλην την ημέρα, να πάει να εξομολογήσει, να κάνει...

Λοιπόν επήγαινε. Μετά πήγε και τον άντρα της, εξομολογήθηκε κι εκείνος και πήρε μεταβολή σε όλα και ερχότανε. Λοιπόν, αυτό είναι το μυστικό. Πως θα μπορέσει κανείς να γυρίσει; Εκεί που τον έχει καταλάβει κάτι κακό, να σκεφτεί κάτι άλλο. Είναι λίγο δύσκολο, αλλά όταν προετοιμαστεί... Προετοιμασία είναι η ταπείνωση, ε! αυτό είναι. Τέτοιοι άνθρωποι καταθλιπτικοί, νευρικοί, στενόχωροι δεν δέχονται, δεν δέχονται να τους θίξεις, να τους πεις, αυτό θα το κάνεις έτσι. Μα δεν μπορώ, το λέει η επιστήμη. Βρε, του λέω, κάντο καημένε και ας το λέει η επιστήμη. Πες: Εγώ θα κάνω υπακοή στο Γέροντα. Δεν μπορώ να το κάνω. Κατάλαβες; Αυτό είναι κάτι, ας πούμε, διαβολικό και κάτι που ο άνθρωπος, δεν ξεύρω, το έχει σαν ο άγριος μέσα στην έρημο. Θέλω να πω, δεν είναι εύκολο πράγμα όμως, λέμε να το γυρίσεις έτσι. Εκεί είναι η τέχνη, που δεν είναι να το γυρίσεις, είναι να έχεις και την δύναμη ν’ αποσπάσεις την χάρη του Θεού.

 Να σε κάνει να ενωθείς μαζί του. Και όταν ενωθείς με το Θεό και όταν δοθείς στο Θεό, δεν πρόκειται να κοιτάζεις, ούτε να θυμηθείς ότι ήρθε και σε τραβούσε από πίσω το αντίθετο πνεύμα, ε, πάει έφυγε εκείνο, καταλάβατε; Αυτό εδώ μπορείτε να το καταλάβετε; Δηλαδή το διώχνεις χωρίς να το καταλάβεις. Από εκεί και πέρα τόσο αφοσιώνεσαι στο άλλο και το ζεις, ώστε δεν κοιτάζεις να δεις τι κάνει, είναι πίσω σου; Θα σε τραβήξει; Ιδίως κυρίως όλα αυτά τα συναισθήματα, τα σατανικά που τα λέμε τεμπελιά, νωθρότης, ακηδία, απελπισία, απογοήτευση, πως τα λένε, βρε, παιδί μου; Τα λένε, ανασφάλεια, τα λένε πολλές ονομασίες και έχουνε βάλει αυτοί οι λεγόμενοι ψυχίατροι και τα έχουνε βγάλει έτσι για να μην λένε τον διάβολο, την λέξη του διαβόλου και πραγματικά η θρησκεία μας, το διάβολο έχει κάνει δόγμα. Άμα βγάλεις τον διάβολο, πάνε όλα της θρησκείας μας. Κατάλαβες; Λοιπόν, αυτή είναι η μεγάλη τέχνη, πως, ας πούμε, θα δοθείς στην αγάπη του Θεού. Περισσότερο απ’ όλα. Βέβαια μπορείς να κάνεις πολλά πράγματα, αλλά ανθρώπινα. Α! το πιο μεγάλο είναι να δοθείς εις την αγάπη του Θεού.

Στη λατρεία του Θεού, στην προσευχή, αλλά ό,τι και αν κάνεις, εάν δεν κατορθώσεις ν’ αποκτήσεις ταπείνωση, τίποτα δεν κάνεις. Μόνο με τα ναρκωτικά θα προσπαθείς και να κοιμηθείς και να ηρεμήσεις και όλα. Τίποτα δεν γίνεται, μην βάνετε στο μυαλό σας ότι θα κάνετε κάτι με καλούς γιατρούς ή με καλά φάρμακα. Μπορεί προς στιγμήν, αν σου πούνε, είναι καλό, να εντυπωσιάσεις, να σου δώσει ένα φάρμακο κάτι να γίνει. Αλλά σε βουτάει πάλι ο πειρασμός. Το μεγάλο μυστικό είναι η ταπείνωση. Και πολύ το βλέπουνε, το βλέπουνε αυτοί οι καταθλιπτικοί και όλοι αυτοί, που έχουνε αντιδραστικά μέσα τους και βασανίζονται. Το βλέπουνε ότι, όταν το πεις κάτι για να κόψει το θέλημά του, εκεί πέρα σε βουτάει, αντιδρά, κατάλαβες; Είχε έρθει, ο... τόνε κάλεσα, γιατί είπε ότι δεν πηγαίνει στην εκκλησία, διότι στην εκκλησία παθαίνει κακό, όταν αισθάνεται κλεισμένο χώρο και δεν μπορεί.

Του λέω, τώρα τι είναι αυτά, βρε;! Εγώ θέλω να πας στην εκκλησία, να σηκωθείς πρωί για να έρθεις να φυτέψουμε τα δέντρα. Κι εσύ μου λες αυτό; Α μπα, λέει, δεν μπορώ. Του λέω, άκου να σου πω, να ξέρεις ότι σ’ έχω αφήσει ελεύθερο, δεν σου μιλάω, αλλά αισθάνομαι και τύψεις, διότι εσύ, αντί να συμμορφωθείς πιο πολύ εγωιστής γίνεσαι, γιατί όπου θέλεις πηγαίνεις, όπου σου καπνίσει, και κάνεις ό,τι θέλεις και έτσι ισχυροποιήθηκε το θέλημά σου και ζεις, μέσα στο κακό πνεύμα και βασανίζεσαι. Εγώ, λέω, θ’ αρχίσω να εφαρμόζω κανόνες. Δεν έχεις διαβάσει περί υπακοής; Λέει, έχω διαβάσει. Που διάβασες; Στην Κλίμακα. Ε, δεν θυμάσαι τι λέει; Ε, λέει, θυμάμαι. Αλλά τώρα, έτσι που μου τα λες μ’ εκβιάζεις και δεν μπορώ εγώ. Εγώ, λέω, σ’ εκβιάζω; Γιατί μου είπες ότι θα μου δίνεις τρία παξιμάδια την ημέρα να τρώγω και θα με διώξεις απ’ εδώ. Δεν είναι εκβιασμός; Όχι, είναι κανόνας αυτός, γέροντας είμαι, μπορώ να σου πω αυτό. Τι θέλεις εσύ, να σε πηγαίνουμε όπα όπα; μη μου άπτου, και να λέμε, πρόσεχε μην το στενοχωρήσουμε το παιδί; Να μην το τραυματίσουμε, να μην του πούμε τίποτα, και το πιάσουν τα νεύρα του, η μελαγχολία του; Τ’ αντιδραστικά του; Δηλαδή, να κοιτάζουμε εσένανε και να σε φοβούμαστε μήπως σου πούμε καμιά λέξη και στενοχωρηθείς.

Αυτό είναι μεγάλος εγωισμός, του λέω. Τι μου κουβεντιάζεις; Μ’ εκβιάζεις, μου λέει. Πως σ’ εκβιάζω; Να, που μου λες αυτά. Δεν είμαι πνευματικός σου. Δεν έρχεσαι εδώ, δεν εξομολογείσαι, δεν σου διαβάζω ευχή και πηγαίνεις και μεταλαβαίνεις; Δεν έχω υποχρέωση να σου πω έτσι; Τι θα πει σ’ εκβιάζω; Πρέπει να μάθεις να υπακούεις, να ταπεινώνεσαι. Τέλος πάντων, μου λέει, καλά. Να πας αύριο, να ξυπνήσεις, στον Παράκλητο να λειτουργηθείτε και να έρθετε να φυτέψουμε. Και έτσι το έκανε. Και του λέω, κοίταξε εδώ, αύριο στην εργασία θα πας, αλλά ξέρεις, λέω, πως θα δουλεύεις; Θα με θυμάσαι εμένανε και θα λες: Ο γέροντας μου είπε να δουλεύω σαν τρελός. Θα παίρνεις το φτυάρι προυπ, προυπ, να πετάς την πέτρα έξω, όταν δεις ξεύρω και εγώ... Μου λέει, τι δουλεύω σαν τρελός; Σαν τρελός, του λέω. Άμα έχει ο άνθρωπος ενθουσιασμό, του λέω, κάνει κάτι που οι άλλοι τον βλέπουνε και γελούνε, ενώ αυτός ζει μια ζωή έτσι ενθουσιαστική. Αυτά είναι πολλά μωρέ, ξεύρεις πόσα ξεύρω πάνω σ’ αυτό το θέμα; Είναι σημαντικό θέμα.

Άλλος μπορεί να μην δίνει σημασία, εγώ δίνω σημασία. Αυτό, να! Οι άνθρωποι που έχουνε αυτά τα αντιδραστικά, αυτή τη συνήθεια, είναι, τους ανθρώπους που γνωρίζουνε εννοούν να τους παιδεύουνε, με διάφορα καμώματα, δηλαδή, αχ, δεν μπορώ τούτο, εκείνο, ξεύρω κι εγώ και οι γύρω τους βλέπουνε αυτουνούς που υποφέρουν και καταθλίβονται και αυτοί υποφέρουν. Καταλάβατε; Αλλά αυτοί που πάσχουν όμως, όταν βλέπουν τους άλλους να υποφέρουν μαζί τους, ευχαριστιούνται και το κάνουνε πιο πολύ. Θα πεις, μωρέ, γίνεται αυτό; Ε! γίνεται, όμως χωρίς να το καταλαβαίνουμε, ο διάβολος το ενεργεί, δεν ξεύρω, ρε παιδιά, μπορείτε να καταλάβετε αυτά που σας λέω; Γίνεται αυτό χωρίς να το καταλαβαίνουν, να βλέπεις τον άλλον να πέφτει κάτω, να παθαίνει τάχα επιληψία για να τους κάνει να εντυπωσιαστούν, να τον λυπηθούν, ή να καταλάβουν ότι γιατί να δώσουνε στον αδελφό του καλά παπούτσια. Όταν έκανε, αν του δίνανε και μικρή αφορμή, άρχιζε να πετάει τις καρέκλες, να σπάει τα τζάμια, πάει. Δηλαδή αυτά γίνονται μ’ έναν τρόπο μυστηριώδη.

 Παρουσιαστής: 

 Ο Γέροντας Πορφύριος στην προηγούμενη ενότητα εννοεί ότι πολλές φορές ο άνθρωπος γίνεται ενεργούμενο κακών σκέψεων, είτε δικών του, είτε υποβολιμαίων από το πονηρό πνεύμα, χωρίς να το καταλαβαίνει και τότε παρασύρεται χωρίς αυτοέλεγχο και κάνει αυτό που κάνει, που αργότερα νομίζει ότι δεν το ήθελε, αλλά που στην πραγματικότητα το θέλησε και αυτός. Συνεργάζεται με τον κακό λογισμό, λέει μέσα του για μια στιγμή το ναι και ύστερα αφήνεται και δρα ανέλεγκτα και κάνει πράγματα που ίσως και να μην τα θυμάται μετά. Όμως στην αρχική στιγμή υπέκυψε με το θέλημά του και έτσι κατελήφθη από το πάθος του. Αυτό ο Γέροντας το ονομάζει μυστηριώδη τρόπο. Γιατί δεν είναι αμέσως από όλους αντιληπτό, είναι όμως αλήθεια ότι συμβαίνει. Γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή στην πρώτη στιγμή που έρχεται ο κακός λογισμός, να τον περιφρονήσουμε και να στραφούμε αμέσως στον Χριστό, για να μη μας πιάσει και μας αιχμαλωτίσει την θέληση και μας κάνει ό,τι θέλει μετά χωρίς να ελέγχουμε την κατάσταση.

 Γέροντας Πορφύριος: 

 Δηλαδή ο άνθρωπος, ακούστέ με να δείτε, θα σας φέρω ένα άλλο παράδειγμα. Μια φορά ήτανε ένα αγόρι, είχε έρθει εδώ και μου ‘λεγε: «Γέροντα, έχουμε την αδελφή μου και υποφέρει πολύ». Λοιπόν, του λέω τι; «Αυτή, λέει, παθαίνει επιληψία και μας έχει ξετρελάνει όλους στο σπίτι. Λοιπόν, ακούστέ με, είναι ένα ωραίο παράδειγμα και αυτό. Δεν κάνει να λέω ονόματα, αλλά που να καταλάβετε τώρα. Του λέω, κοίτα δω, η αδελφή σου ξεύρεις δεν έχει επιληψία. Μου λέει, έχει και ταράζεται πολύ και δαγκάνει και τα χείλη της η καημένη. Του λέω, το κάνει έτσι. Όχι, μου λέει, δεν γίνεται, δεν το κάνει έτσι. Την πιάνει. Του λέω, να την φέρεις. Λέει, να την φέρω αύριο; Φέρτηνε του λέω. Λοιπόν, την άλλη μέρα πλακώνει η κοπελίτσα, μια ωραία κοπέλα με τα μαλλιά πίσω έτσι, σαν αλογοουρά. Ε! και λέει, μ’ έφερε ο αδελφός μου, να μου πεις συμβουλές, μου λέει, γιατί υποφέρω από επιληψία και στενοχωριούνται στο σπίτι όλοι. Της λέω, έλα εδώ κάτσε. Ξεύρεις τι είδα εγώ από μακριά μόλις μου έλεγε ο αδελφός σου ότι πάσχεις από <επιληψία>; Έβλεπα ότι το κάνεις μόνη σου αυτό το πράγμα. Όχι, μου λέει, δεν το κάνω. Δεν το κάνω, μου λέει. Της λέω, το κάνεις μόνη σου. Όχι δεν το κάνω, μου λέει. Να σκεφτείς, λέει, ότι, όταν συνέρθω πολλές φορές, έχω δαγκάσει τα χείλη μου και βγάζουν αίμα. Μωρέ, το ξέρω, της λέω. Αλλά άκουσε να σου πω, πως γίνεται.

Της λέω, εσύ έχεις μεγάλον εγωισμόν μέσα σου, θέλεις να σ’ αγαπούνε όλοι. Και πολλές φορές, όταν δεις του γονείς σου να περιποιούνται κάποιον αδερφό σου, ε! το κάνεις μόνη σου. Ξεύρεις πως γίνεται αυτό το πράγμα, και κάνεις έτσι και το κάνεις. Δηλαδή, ανοίγεις, σε κυριεύει ο δαίμονας και από κει και πέρα τα χάνεις. Πέφτεις κάτω, αφρίζεις, χτυπιέσαι, δαγκάνεις τα χείλη σου, για θυμήσου το, της λέω, ρε κόρη; Ε! αυτό το κάνω, μου λέει. Λέω, πως το κάνεις, γιατί το κάνεις; Να, όταν με στενοχωρήσουν δεν έχω τίποτ’ άλλο να κάνω, κάνω αυτό για να το καταλάβουν να μη με στενοχωρούν, να μ’ αγαπούν και να μου φέρνουνε εκείνο που θέλω.

Λέω, καλά τα λες αυτά, το καταλαβαίνεις; Το καταλαβαίνω. Το καταλαβαίνεις ότι το κάνεις μόνη σου; Τώρα, λέει, το κατάλαβα ότι το κάνω μόνη μου. Το προκαλώ, λέει, αλλά έπειτα χάνομαι. Απ’ εκεί και πέρα χάνομαι, με πιάνει αυτό, πάει, δεν ξεύρω τι κάνω, μου λέει, είμαι κατειλημμένη πια από το κακό. Τ’ ακούσατε αυτό; Τ’ ακούσατε; Είναι σπουδαίο. Δηλαδή, πως ανοίγεις την θύρα. Να, μια φορά, να σας πω ένα παράδειγμα. Έλεγα στον κύριο... να κάνει κάτι. Μου λέει, δεν μπορώ. Του λέω, ρε παιδί μου κάνε μου τη χάρη και εγώ, γέρος παπάς είμαι, θέλω να μου κάνεις αυτό το πράγμα. Όχι, δεν μπορώ. Ήμασταν κάτω στο υπόγειο. Λοιπόν, μου λέει, δεν το λέει η επιστήμη αυτό. Του λέω, ρε παιδί μου, τι την θες την επιστήμη; Να πας να κάνεις αυτό το πράγμα, είναι ανάγκη, δεν έχω άλλονε. Εγώ δεν μπορώ. Εκείνη την στιγμή, ρε παιδιά, έτσι μου ήρθε, πως να σου πω, κάτι κακό. Δηλαδή, ν’ αγανακτήσω εναντίον του. Λοιπόν, το κατάλαβα.

 Το μυστικό είναι, να το προλαβαίνεις. Άμα το αφήνεις και σε πιάσει, πάει σ’ έπιασε. Λοιπόν, εκεί που ήθελα, λοιπόν, να φωνάξω με αγανάκτηση και τέλος πάντων, ξέρω κι εγώ τι να του κάνω, ενεπνεύσθηκα ωραία προσευχή, εκείνην τη στιγμή. Ξεύρετε πόσο ωφέλιμα είναι αυτά που σας λέγω αυτή την στιγμή, που έχω δει και ξεύρω πάρα πολλά, αλλά που να μου έρθουνε στην μνήμη, αυτά τα πράγματα. Α να σας πω για τον... Λοιπόν, ήθελε να παιδεύει τους γονείς του πολύ. Το σπίτι του, τ’ αδέλφια του. Λοιπόν, να δείτε είχε ένα δαιμόνιον, φοβότανε να μπει μέσα στο τραμ, και τον πατέρα του, όταν πηγαίνανε κάτω, διαρκώς τον έβαζε και πλήρωνε και τον εγύριζε με ταξί, και άλλα πολλά.

Εν πάση περιπτώσει, ενώ τώρα εγώ τον εκανόνισα να πάει να φύγει από τους γονείς του, για να ελευθερωθεί απ’ αυτά τα πράγματα. Ε, με την ευλάβεια όλη, που εδόθηκε εις την αγάπη του Θεού, τα πέταξε όλα. Καταλάβατε; Και το έχω δει σε πολλούς αυτό το πράγμα. Βρε παιδιά, αυτό βασανίζει σήμερα τον κόσμο, αυτά τα πράγματα τα πειρασμικά που πιάνουνε σαν, σαν διαβολικά πράγματα τους νέους και φεύγουνε από τα σπίτια τους και τα βάζουνε με τους γονείς τους, και παρατάνε τα γράμματα και αυτό. Έπειτα ένα άλλο πράγμα που ήθελα να σας πω είναι η εργασία, είναι το ενδιαφέρον για την ζωή.

Η τέχνη, ο κήπος, τα λουλούδια, πολύ σπουδαία πράγματα. Η μελέτη στην Αγία Γραφή, τα ενδιαφέροντα στη Θρησκεία, στην αγάπη του Θεού. Τι να τους κάνεις τους ψυχιάτρους και τους ψυχαναλυτάς και τα ψυχοφάρμακα και τα ναρκωτικά. Λοιπόν, υπάγετε εν ειρήνη.


 Παρουσιαστής: 

 Από τα ωραία παραδείγματα που μας ανέφερε ο Γέροντας Πορφύριος ας συγκρατήσουμε το μεγάλο μυστικό της μετατροπής των θλίψεων σε χαρά. Είναι η ταπείνωση που ελκύει την Χάρη!!!

Προσευχή με υψωμένο το νου! (Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου)




 1. «Ο ήλιος είναι φανερός, βρίσκεται μπροστά σ’ όλους και δεν χρειάζεται να τον αναζητούμε. Αν όμως κατεβούμε κάπου μέσα στη γη, κι αν όλα τ’ αναποδογυρίσουμε, θα χρειαστούμε πολύ κόπο για να δούμε τον ήλιο. Έτσι λοιπόν κι εδώ. Αν θάπτουμε τον εαυτό μας στο βυθό των πονηρών επιθυμιών, μέσα στο σκοτάδι των παθών και των βιοτικών πραγμάτων, μόλις και μετά βίας μπορούμε να δούμε και να σηκώσουμε το κεφάλι! Ο χωμένος μέσα σε λάκκο, όσο πιο πολύ ανεβαίνει προς τα επάνω, τόσο πιο πολύ πλησιάζει προς τον ήλιο. Ας αποτινάξουμε λοιπόν το χώμα, ας πετάξουμε από πάνω μας το πυκνό σκοτάδι. Είναι πυκνό κι αδιαπέραστο και δεν μας αφήνει να δούμε καλά. Και πώς διασπάται το σύννεφο αυτό, λέει; Εάν ελκύσουμε προς εμάς τις ακτίνες του νοητού ήλιου, του Ηλίου της Δικαιοσύνης, εάν υψώσουμε τα χέρια μας προς τον ουρανό: «Έπαρση των χειρών μου, θυσία εσπερινή» (Ψαλμ. 140, 2).

Αν μαζί με τα χέρια υψώσουμε και το νου. Καταλαβαίνετε οι μυημένοι τα λόγια μου. Ίσως γνωρίζετε αυτό που λέχθηκε και αντιλαμβάνεστε τον υπαινιγμό. Ας υψώσουμε το νου! Γνωρίζω εγώ πολλούς άνδρες, σχεδόν κρεμασμένους απ’ τη γη. Τους είδα με υψωμένα τα χέρια πέρα απ’ το μέτρο του δυνατού, να είναι λυπημένοι, επειδή δεν μπορούσαν να υψωθούν πνευματικά, και να προσεύχονται έτσι με προθυμία. Έτσι θέλω να είστε πάντοτε εσείς. Κι αν όχι πάντοτε, τουλάχιστο πάρα πολύ συχνά. Κι αν όχι πολύ συχνά, τουλάχιστον μερικές φορές, τουλάχιστον κατά τη διάρκεια των εωθινών και των εσπερινών προσευχών. Γιατί πες μου, δεν μπορείς να υψώσεις τα χέρια; Ύψωσε τη διάθεση όσο θέλεις. Αυτή ύψωσέ την μέχρι τον ουρανό. Κι αν θελήσεις να αγγίξεις την ίδια την κορυφή ή να ανέβεις και να περπατήσεις ψηλότερα, μπορείς να το κάνεις.

Γιατί ο νους μας είναι πιο ανάλαφρος και πιο υψηλός από κάθε φτερό. Όταν μάλιστα λάβει και τη χάρη του Πνεύματος, πω, πω, πόσο ταχύς είναι τότε, πόσο διαπεραστικός, πώς παντού περιφέρεται, πώς δεν καταβυθίζεται και δεν πέφτει στο έδαφος! Τέτοια φτερά ας κατασκευάσουμε για μας, μ’ αυτά θα μπορέσουμε να διαπλεύσουμε και το τρικυμισμένο πέλαγος της παρούσας ζωής. Τα ταχύτερα απ’ τα πουλιά διασχίζουν και όρη και φαράγγια και πελάγη και σκοπέλους μέσα σε ελάχιστο χρόνο και χωρίς καμμιά βλάβη Τέτοιος είναι κι ο νους.

 Όταν φτερωθεί, όταν απαλλαγεί απ’ τις βιοτικές μέριμνες, τίποτα δεν μπορεί να τον σταματήσει, ανεβαίνει πάνω από όλα, κι αυτά τα πυρωμένα βέλη του διαβόλου. Δεν είναι τόσο εύστοχος ο διάβολος, ώστε να μπορέσει να φτάσει ψηλά, αλλά τί κάνει; Ρίχνει βέβαια τα βέλη του, γιατί είναι αδιάντροπος, αστοχεί όμως κι επιστρέφει το βέλος προς αυτόν κενό, κι όχι μόνο κενό, άλλα και πέφτει επάνω στο κεφάλι του! Γιατί πρέπει οπωσδήποτε να χτυπήσει κάτι το βέλος που στέλνεται απ’ αυτόν!! (Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου, απ’ την ΚΒ΄ Ομιλία «Εις την προς Εβραίους»)

2. «Η προσευχή είναι μεγάλο όπλο, μεγάλο κόσμημα, μεγάλη ασφάλεια. Όταν παρακαλούμε ανθρώπους, χρειαζόμαστε και έξοδα και χρήματα, και δουλοπρεπή κολακεία, και πολύ χρόνο και ενόχληση. Γιατί πολλές φορές δεν είναι δυνατό να μιλήσει κανείς απ’ ευθείας στους ίδιους τους κυρίους για να του κάνουν τη χάρη, αλλ’ είναι ανάγκη προηγουμένως να κολακεύσει τους υπηρέτες και τους οικονόμους και τους επιτρόπους τους με χρήματα και με λόγια και με κάθε τρόπο, και τότε μέσω εκείνων να μπορέσει να πάρει αυτό που ζητάει. Στον Θεό όμως δεν γίνεται έτσι. Γιατί δεν χρειάζεται μεσολαβητής γι’ αυτά που ζητάμε, ούτε παρακαλείται τόσο πολύ, όσο συγκατανεύει στη χάρη όταν παρακαλείται από μας τους ίδιους που έχουμε ανάγκη. Κι έδώ βέβαια, είτε παίρνουμε, είτε δεν παίρνουμε, είναι δυνατό να κερδίσουμε, ενώ με τους ανθρώπους και στις δύο περιπτώσεις πολλές φορές έχουμε ζημιωθεί.

 Αφού λοιπόν το κέρδος είναι μεγαλύτερο, και περισσότερη η ευκολία σ’ εκείνους που πλησιάζουν τον Θεό, να μην περιφρονούμε την προσευχή. Γιατί τότε περισσότερο σου δίνει αυτά που ζητάς, όταν τα ζητάς εσύ ο ίδιος, όταν δεν τα ζητάς σαν αγγαρεία, πράγμα που κάνουν οι περισσότεροι. Γιατί η γλώσσα τους λέει τα λόγια, αλλ’ η ψυχή τους τρέχει στα σπίτι ή στους δρόμους της αγοράς, κι όλο αυτό είναι κατασκεύασμα του διαβόλου. Γιατί, επειδή γνωρίζει ότι την ώρα εκείνη, μιλώντας με τον Θεό, μπορούμε να πετύχουμε και τη συγχώρηση των αμαρτιών μας, θέλοντας να μας βυθίσει στο λιμάνι, εμφανίζεται εκείνη ακριβώς την ώρα απομακρύνοντας τη σκέψη μας απ’ αυτά που λέμε, ώστε να φύγουμε μάλλον ζημιωμένοι παρά κερδισμένοι. Γνωρίζοντάς τα λοιπόν αυτά, όταν προσέρχεσαι στον Θεό, να σκέφτεσαι σε ποιόν πηγαίνεις, και θα σου είναι αρκετό για να είσαι νηφάλιος».


(Αγ. Ιω. του Χρυσοστόμου, απ’ τα «Ιερά Παράλληλα», Αγ. Ιω. Δαμασκ)




ΠΗΓΗ

ΚΑΛΗΜΕΡΑ ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ




Μήν ἀγωνιᾶς γιά τό μέλλον. Ὁ Κύριος μεριμνᾶ! Προσπάθησε μόνο νά ἐφαρμόζεις μέ ἀκρίβεια τίς ἐντολές Του στό παρόν. Καί μήν τρέφεις τήν παραμικρή ἐχθρότητα γιά ὁποιονδήποτε, «μετά πάντων ἀνθρώπων εἰρηνεύων» (Ρωμ., 12. 18).

Τρίτη 29 Μαΐου 2012

Φρίξον ήλιε, στέναξον γη, εάλω η Πόλις, εάλω η Πόλις! .......




"Ούκ εάλω η Βασιλεύοσα ψυχή των Ελλήνων!
Ουκ εάλω η Βασιλεύουσα ψυχή των Ελλήνων!"

"Απολιόρκητη όταν πολιορκείσαι.

Και όταν συλλαβάνεσαι ασύλληπτη.

Κι όταν κουστωδίες σε πάνε και σε φέρνουνε στα πραιτώρια,
κι όταν δένεσαι πάνω σε πασσάλους και μαστιγώνεσαι,
κι όταν δένεσαι πίσω από άλογα και άρματα και σέρνεσαι βάφοντας κόκκινη τη γραμμή προς τον Αδη.
Κι όταν ενταφιαζεσαι δεν μένεις εκεί,
παρά μόνο για μια ή για δυό, το πολύ για τέσσερες νύχτες,
οπότε όρθρου βαθέος
γιομίζεις το φώς
με πίδακες της Ανάστασης!"


ΝΙΚΗΦΟΡΟΣ ΒΡΕΤΤΑΚΟΣ, "Λειτουργία Κάτω από την Ακρόπολη"





προτείνεται...
http://alexandros-akestor.blogspot.com 

ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ ΚΑΙ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΚΟΙΝΟΤΗΣ ΑΡΧ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΙΒΗΡΙΤΗΣ



Bρισκόμαστε στὸ Λουξεμβοῦργο, στὴν καρδιὰ τῆς Εὐρώπης, ποὺ ἀγωνίζεται νὰ πραγματοποιήση τὴν ἑνότητα τῶν λαῶν της. Βρισκόμαστε ταυτόχρονα ὄχι μακριὰ ἀπὸ τὴν πρώην Σοβιετικὴ Ἕνωσι, ποὺ πρὶν ἀπὸ λίγο καιρὸ κατέρρευσε, χωρὶς νὰ πετύχη τὸ ὅραμα τῆς ἑνότητος ποὺ ἐπεδίωκε, τῶν δικῶν της λαῶν. Αὐθόρμητα τίθεται τό ἐρώτημα: Μήπως τὸ Ἅγιον Ὄρος, ὡς μία ἰδιότυπη ὑπερχιλιετὴς δημοκρατία μοναχῶν προερχομένων ἀπὸ διαφόρους τόπους καὶ λαούς, ἔχει νὰ μᾶς πῆ κάτι γιὰ τὰ ἀνωτέρω γεγονότα; τὴν κατάρρευσι τῆς Σοβιετικῆς Ἑνώσεως καὶ τὴν ἐκκολαπτόμενη ἑνότητα τῶν εὐρωπαϊκῶν λαῶν; Mπορῶ νὰ σᾶς πῶ πῶς εἶναι διοργανωμένη αὐτὴ ἡ ὑπερχιλιετὴς δημοκρατία τῶν μοναχῶν. Μπορῶ νὰ σᾶς πῶ ὅτι εἶναι εἴκοσι Μονὲς μὲ μοναστηριακὰ ἐξαρτήματα στὴν περιοχή των, Κελλιά, Σκῆτες καὶ ἡσυχαστήρια. Κάθε μιὰ Μονὴ εἶναι αὐτοδιοίκητος ὀργανισμός. Ὑπάρχει ὅμως στὶς Καρυές, τὴν πρωτεύουσα τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ἡ Ἱερὰ Κοινότης, πού ἀποτελεῖται ἀπὸ τοὺς εἴκοσιν ἀντιπροσώπους τῶν εἴκοσι Μονῶν.

Ἡ Ἱερὰ Κοινότης, ὡς ἡ ἀνωτέρα διοικητικὴ ἀρχὴ τοῦ τόπου, ἀσχολεῖται μὲ τὰ γενικῆς φύσεως προβλήματα. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Κοινότητος εἶναι ὑποχρεωτικὲς γιὰ τὶς Μονές. Ὅλα αὐτὰ εἶναι σαφῆ καὶ κατανοητά. Δὲν βρίσκεται ὅμως ἐκεῖ τὸ μυστικὸ τῆς δυνάμεως ποὺ κρατᾶ τὸ Ἅγιον Ὄρος στὴ ζωὴ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια. Ὅλα αὐτὰ εἶναι κτιστά, ἀνθρώπινα πρότυπα διοικήσεως. Μόνα τους δὲν παρουσιάζουν κάτι τὸ ἰδιαίτερο καὶ μοναδικό. Τὸ μοναδικὸ καὶ ἰδιαίτερο ποὺ συγκρατεῖ στὴ ζωή τὸ Ὄρος, εἶναι ὁ πρὸς τὸν ἄνθρωπο σεβασμός, ὁ ὁποῖος προέρχεται ἀπό τὴν ὀρθὴ πίστι καὶ βίωσι τοῦ γεγονότος τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καὶ τῆς δυνατότητος θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Peguy ἔλεγε: Γιὰ νὰ φθάση ἐκεῖ ποὺ ἔφθασε ὁ πολιτισμός μας, σημαίνει ὅτι κάποιο λάθος θεολογικὸ ἔχει γίνει[1][1]. Ἡ ἀντοχὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους βρίσκεται ἀκριβῶς στὴν Ὀρθόδοξη πίστι του, στὸ ὅτι δὲν ἔγινε σ' αὐτὸ θεολογικὸ λάθος. Ἔτσι, τό Ἅγιο Ὄρος εἶναι ὁ τόπος ὅπου τιμᾶται ὁ ἄνθρωπος.

Δίδεται τὸ πρωτεῖο στὸν ἄνθρωπο καὶ τὴ σωτηρία του, καὶ ὄχι στὴν ἀποτελεσματικότητα τῶν ἐνδοκοσμικῶν δραστηριοτήτων του. Ἀλλά, γιὰ νὰ σεβαστῆς τόν ἄνθρωπο, δὲν εἶναι κάτι τόσο ἁπλό. Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἕνα πλάσμα ἀνυπόφορο, ἀπαιτητικὸ καὶ ἀχόρταγο. «Ἡ γὰρ τῶν ἀνθρωπίνων ψυχῶν δίψα ἀπείρου τινὸς δεῖται ὕδατος, ὁ δὲ κόσμος πεπερασμένος»[2][2]. Ζητᾶ πολλά. Καὶ ὅλα νὰ τοῦ τὰ δώσης, ὅλο τὸν κόσμο νὰ τοῦ χαρίσης, πάλι δὲν εἶναι ἱκανοποιημένος. Καὶ δικαιολογημένα: «Τί γὰρ ὠφελεῖται ἄνθρωπος, ἐὰν τὸν κόσμον ὅλον κερδήσῃ, τὴν δὲ ψυχὴν αὐτοῦ ζημιωθῇ;»[3][3]. Ἡ συνεχὴς ὑπέρβασις. Τά πάντα γέγονε καινὰ Ὁ ἄνθρωπος ζητᾶ τὴ συνεχὴ πορεία καὶ πρόοδο. Θέλει νὰ ἀπαλλαγῆ ἀπὸ τὴ στέρησι, τὴν κακία, τὴν ἄγνοια. Ἐὰν φθάση, ὅσο τοῦ εἶναι δυνατό, στὴν ἀρετὴ καί στὴ γνῶσι, δέν ἀναπαύεται.

Θέλει νὰ πάη παραπέρα. Καὶ διαπιστώνει ὅτι οἱ ἀπαιτήσεις καὶ ἐφέσεις του ξεπερνοῦν τὴν ἀντοχὴ καὶ τὴ φύσι του. Ἀλλὰ ὑπάρχει μιὰ δύναμι ποὺ τὴν τελευταία στιγμὴ ἐπεμβαίνει, δρᾶ σωτηρίως καὶ τοῦ χαρίζει τὰ ἀνέφικτα. Ὅταν ἀνάγκασαν τὸν ἀπόστολο Παῦλο νὰ μιλήση γιὰ τὸν ἑαυτό του, ἀπεκάλυψε τὸ μυστικό του λέγοντας: «Oἶδα ἄνθρωπον ἐν Χριστῷ πρὸ ἐτῶν δεκατεσσάρων... ἁρπαγέντα τὸν τοιοῦτον ἕως τρίτου οὐρανοῦ»[4][4]. Δὲν ἀνέβηκε μὲ τὶς δυνάμεις του ὁ Παῦλος στὸν τρίτο οὐρανό, ἀλλὰ ἡρπάγη. Ὁ ἴδιος ἔφθασε «ἐν Χριστῷ» -ὑπογραμμίζομε αὐτὸ τὸ «ἐν Χριστῷ»- στὸ σημεῖο νὰ εἶναι ἄξιος τῆς ἁρπαγῆς. Ἔφθασε ἐκεῖ ὅπου γίνεται ἡ ἁρπαγή. Ἡ ἴδια πορεία ὑπάρχει καὶ στὴ ζωὴ τῆς ἀνθρωπότητος. Ὅλος ὁ ἀγώνας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Προφητῶν, τῶν Δικαίων, καταλήγει στὴν Παναγία, τὴν ἁγνή, ταπεινὴ κόρη τῆς Ναζαρέτ. Ἀπό ἐκεῖ ἀρχίζει νὰ ἐνεργῆ ἄλλη δύναμι. Λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ σκοπός τῆς δημιουργίας εἶναι νὰ φθάση στὴν Παναγία, τὸ ἄνθος τὸ καλὸν καὶ ὡραῖον τῆς Παρθένου, τὸ ὁποῖο μπορεῖ, μὲ τὴν ἐπισκίασι τοῦ Πνεύματος, νὰ δέση τὸν καρπὸ τὸν οὐράνιο, νὰ φέρη στὴ γῆ τὸν Θεάνθρωπο.

Ὁ ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας λέει: Ὅταν ὁ Θεός, μετά τή δημιουργία, εἶδε ὅτι τὰ πάντα ἦταν καλά λίαν, αὐτὸ τὸ «καλὰ λίαν» ἀφοροῦσε στὴν καλοσύνη καὶ στὸ κάλλος τὸ πνευματικὸ τῆς Παρθένου[5][5]. Ἔτσι, ἡ Παναγία γίνεται ἱκανὴ νὰ δεχθῆ τὸν ἀρχαγγελικὸ ἀσπασμό, κατὰ τὸν Εὐαγγελισμό. Καὶ ἑκουσίως -μὲ τὴν ἐλευθέρα θέλησι της- νὰ πῆ τὸ «ναί». Νά πῆ τὸ «γένοιτό μοι κατὰ τὸ ρῆμά σου»[6][6]. Ἂς γίνη σὲ μένα, στὴ ζωή μου, στὴν ὕπαρξί μου, ὅπως ἐσύ θέλεις. Καὶ ἀπὸ τότε ἡ Παναγία δὲν εἶναι ἁπλῶς ἡ ἐνάρετη κόρη, ἡ ὁποία μὲ θεῖα νοήματα εὑρίσκεται πάντοτε κοντὰ στὸν Θεό, ἀλλὰ εἶναι ἐκείνη ἡ ὁποία διὰ τῶν ἀχράντων αἱμάτων της σαρκοποιεῖ τὸν Υἱὸν καὶ Λόγον τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὅλη ἡ παράδοσι καὶ ὁ ἀγώνας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καταλήγει στὴν πιὸ καθαρὴ καὶ ἀμόλυντη κόρη, τὴν ἱκανὴ νὰ σαρκώση τὸν Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, ἔτσι ὅλη ἡ ἑλληνικὴ ἀναζήτησι καὶ πάλη τοῦ ἀνθρωπίνου πνεύματος καταλήγει στὴν πιὸ λεπτὴ γλώσσα, τὴν ἱκανὴ νὰ ἐκφράση, ὅσο εἶναι δυνατόν, μὲ κτιστὲς λέξεις τὸν ἄρρητο καὶ ἄφατο Λόγο τοῦ Θεοῦ. Χρειαζόταν ἡ Παναγία γιὰ τὴ σάρκωσι τοῦ Λόγου. Χρειαζόταν ἡ ἑλληνικὴ γλώσσα γιὰ τὴ διατύπωσι τοῦ ἀρρήτου.

 Ὁ δὲ Θεάνθρωπος Κύριος διὰ τῆς σαρκώσεως καὶ ἐμφανείας Του κρύπτεται. Καὶ γινωσκόμενος μένει ἄγνωστος. Προχωροῦμε ἔτσι στὴν ἐλευθερία τῆς καινῆς κτίσεως. Στὸ ξεπέρασμα τοῦ ἰουδαϊσμοῦ καὶ τοῦ ἑλληνισμοῦ. Πέρα ἀπὸ τὴν ἀρετὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Πέρα ἀπὸ τὴ σοφία τῆς ἀρχαίας Ἑλλάδος. Γι' αὐτό, λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσι ἡμεῖς δὲ κηρύττομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν»[7][7]. «Τὰ ἀρχαῖα παρῆλθε. Ἰδοὺ γέγονε καινὰ τὰ πάντα»[8][8]. Σχίζεται τό καταπέτασμα τῆς φθορᾶς καὶ τῆς σχετικότητος «ἀπὸ ἄνωθεν ἕως κάτω»[9][9], καὶ περνοῦμε πέρα ἀπὸ τὰ σχετικὰ καί περιορισμένα, στὰ ἐπέκεινα, ἄναρχα καὶ ἀτελεύτητα. «Ἐν γὰρ Χριστῷ Ἰησοῦ οὔτε περιτομή τι ἰσχύει οὔτε ἀκροβυστία, ἀλλὰ καινὴ κτίσις»[10][10].


Βρισκόμαστε ἤδη πέρα ἀπὸ τὴ νομικὴ ἀρετὴ τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Γι' αὐτό, λέει πάλιν ὁ Ἀπόστολος: «Xριστὸς ἡμᾶς ἐξηγόρασεν ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου, γενόμενος ὑπὲρ ἡμῶν κατάρα»[11][11]. Καὶ πέρα ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη σοφία: «Ἐπειδὴ... οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας»[12][12]. Ὁπότε, δὲν ἔχομε τὴ νομικὴ αρετή, ποὺ εἶναι «κατάρα», ἀλλὰ τὸ θαῦμα τῆς Παναγίας, ποὺ ἀναδεικνύει τὴν ἀνθρώπινη φύσι θεοτόκον, θεογεννήτριαν. Καὶ δὲν ἔχομε τὴ σοφία τὴν ἀνθρώπινη, διὰ τῆς ὁποίας μποροῦμε νὰ φθάσωμε σὲ μιὰ κάποια ἀμυδρὰ γνῶσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ τὴ μωρία τοῦ κηρύγματος, διὰ τῆς ὁποίας φθάνομε στὴν ἴδια τὴ σωτηρία. Ὅπως μιλοῦμε γιὰ τὸν Εὐαγγελισμὸ τῆς Θεοτόκου καὶ γιὰ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἀνθρωπίνης ἀρετῆς καὶ τὴ μετάβασι στὸ μυστήριο τῆς θεοτοκίας, μποροῦμε νὰ μιλήσωμε γιὰ τοὺς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας καὶ τὸ μυστήριο τῆς θεολογίας.

Ὅταν οἱ Ἕλληνες ζήτησαν νὰ ἰδοῦν τὸν Ἰησοῦ, ὁ Κύριος εἶπε: «Ἐλήλυθεν ἡ ὥρα ἵνα δοξασθῇ ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου»· καὶ ἀμέσως προσθέτει: «Ἀμήν, ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ ὁ κόκκος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀποθάνῃ, αὐτὸς μόνος μένει. Ἐὰν δὲ ἀποθάνῃ, πολὺν καρπὸν φέρει»[13][13]. Συνήθως λέγεται (καὶ ἔτσι εἶναι) ὅτι αὐτὸ τὸ λέγει ὁ Κύριος γιὰ τὸ δικό Του πάθος καὶ τὴ δική Του ἀνάστασι. Ἀλλὰ μποροῦμε νὰ ποῦμε ὅτι σχετίζεται καὶ μὲ τὴν ἑλληνικὴ φιλοσοφία: Ἦλθε ἡ ὥρα ὅλη ἡ ἑλληνικὴ σοφία καὶ ὅλος αὐτὸς ὁ μακρὺς καὶ τιτάνιος ἀγώνας τοῦ ἀνθρώπου γιὰ τὴν ἐπίτευξι τοῦ ἀληθινοῦ καὶ τοῦ ὡραίου στὴν πολιτεία, τὴ ζωὴ καὶ τὴν τέχνη, σὰν τὸν σπόρο, νὰ ταφῆ μέσα στὴ γῆ, γιὰ νὰ ἀνατείλη θείᾳ χάριτι ἡ νέα δημιουργία, ἡ πατερικὴ θεολογία, οἱ μεγάλοι ἅγιοι Πατέρες οἱ ὁποῖοι «τὸ μυστήριον τῆς θεολογίας τρανῶς παρέδωκαν τῇ Ἐκκλησίᾳ»[14][14].

Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ, ὁ μεγάλος Ρῶσος θεολόγος τοῦ αἰώνα μας, λέγει ὅτι ὁ ἑλληνισμὸς ἔχει καταστῆ αἰώνια κατηγορία τῆς χριστιανικῆς ὑπάρξεως[15][15]. Καὶ ἐδῶ δὲν ἐννοοῦμε τὸν φυλετικὸ ἑλληνισμό, ἀλλὰ τὸν ἑλληνισμὸ τοῦ δόγματος, τῆς Λειτουργίας καὶ τῆς εἰκόνος. Ἔχομε λοιπόν αὐτὴ τὴ σοφία, ποὺ φαίνεται μωρία, γιατὶ εἶναι πλησμονὴ σοφίας. Ἔχομε τὴ μετάβασι ἀπὸ τοὺς ἀρχαίους φιλοσόφους στοὺς Πατέρας τῆς Ἐκκλησίας, οἱ ὁποῖοι εἶναι θεόπνευστοι, θεοκίνητοι. Δὲν μανθάνουν, ἀλλὰ πάσχουν τὰ θεῖα. Καὶ μᾶς μεταγγίζουν τὴ χάρι τοῦ Πνεύματος, ποὺ τοὺς πλημμύρισε καὶ φωτίζει καὶ θεώνει ἔσωθεν τὸν ἄνθρωπο. Ὁ καθένας κοντά τους νοιώθει ἄνετα, νοιώθει μεγάλος. Ὅλα γίνονται διὰ τοῦ ἀνθρώπου καὶ πρὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου Τίποτε δὲν πραγματοποιεῖται ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο ἢ ἁπλῶς μπροστὰ στὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ μέσα σ' αὐτόν, διὰ τοῦ ἀνθρώπου πρὸς χάριν τοῦ ἀνθρώπου. Σώζεται θείᾳ χάριτι ὅλος ὁ ἄνθρωπος.

Δὲν διδάσκεται ἀπ' ἔξω. «Ἔσονται πάντες διδακτοὶ Θεοῦ[16][16]». Δὲν ὑπάρχει κάποια ἐξωτερικὴ αὐθεντία, ποὺ ἐν ἀγνοίᾳ, ἢ καὶ παρὰ τὴ θέλησι τοῦ ἀνθρώπου, ἀποφασίζει καὶ διοικεῖ. Ὑπάρχει μιὰ δύναμις ἀγάπης ποὺ μᾶς κοινοποιεῖται σαρκούμενη. Καὶ ὁ Κύριος δὲν ἦλθε διὰ τῆς σαρκώσεως νὰ κάνη κάτι μὲ τοὺς ἀνθρώπους, νὰ τοὺς διοργανώση τὸν πρόσκαιρο βίο τους ἢ νὰ τοὺς στρατεύση σὲ μιὰ προσπάθεια πολιτικὴ ἢ κοινωνική, ἀλλὰ νὰ κάνη κάτι μὲ τὸν ἄνθρωπο, νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο, νὰ τὸν ὑψώση «εἰς τὸ ἀρχαῖον ἀξίωμα»[17][17]. Ὁ Θεός Λόγος γίνεται αὐτὸ ποὺ εἴμαστε, χαρίζοντάς μας τὴ δυνατότητα νὰ γίνωμε αὐτὸ ποὺ Ἐκεῖνος εἶναι. Καὶ νὰ ἔχωμε ὅλα ὅσα Αὐτὸς ἔχει, «χωρὶς τῆς κατ' οὐσίαν ταυτότητος»[18][18]. Δὲν ἦλθε ὡς δυνατός, γιὰ νὰ μᾶς κάμη διαφήμισι τῆς δυνάμεώς Του, τῆς ἁγιότητός Του, καὶ νὰ ὑπογραμμίση τὴ δική μας μικρότητα καὶ φτώχεια. Δὲν σώζει τὸν ἄνθρωπο ὑποτιμώντας τον. Δὲν ἦλθε, ὅπως φανερώθηκε ὁ Θεός στὸ ὄρος Σινᾶ, μὲ ἀστραπὲς καὶ βροντές. Ἦλθε ὡς ἀδύναμο νεογνό, τὸ ὁποῖο μᾶς βοηθεῖ μὲ τὸ νὰ ζητῆ, νὰ χρειάζεται βοήθεια ἀπὸ μᾶς.

Ἔτσι, τιμᾶ τὸν ἀτιμασθέντα ἀπὸ τὴν ἁμαρτία, δίδοντάς του τιμὴ καὶ ὑπόστασι. Διὰ τῆς σαρκώσεως ἡ ὑπόστασις τοῦ Θεοῦ Λόγου γίνεται ὑπόστασις τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως. Ἔτσι, λαμβάνει ὑπόστασι ὁ πρὶν ἀνυπόστατος. Λαμβάνει ὄνομα ὁ πρὶν ἀνώνυμος. Δὲν ξεδιψᾶ ὁ ἄνθρωπος μὲ τὸ νὰ τοῦ προσφέρη κάποιος ἕνα ποτήρι νερό, ἀλλὰ μὲ τὸ νὰ γίνη ὁ ἴδιος «πηγὴ ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον»[19][19]. Καθένας μπορεῖ νὰ γίνη πηγὴ ζωῆς: «Ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος. Τοῦτο δὲ εἶπε περὶ τοῦ Πνεύματος οὗ ἔμελλον λαμβάνειν οἱ πιστεύοντες εἰς αὐτόν»[20][20]. Ἐπίσης, τὴ Θεοτόκο δὲν τὴ βλέπει ὁ ἄνθρωπος ἔξω ἀπὸ τὸν ἑαυτό του, καὶ τὴ θαυμάζει. Ἀλλὰ ὑπάρχει ἡ δυνατότης ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος, ὁ καθένας, διὰ τῆς ταπεινώσεως, διὰ τῆς συντριβῆς, διὰ τῆς ὑπομονῆς, τῆς ἀγάπης, νὰ δεχθῆ μέσα του τὴν ἀνάπαυσι, τὴ γλυκύτητα τοῦ Πνεύματος, καὶ νὰ συλλάβη καὶ νὰ γεννήση τὴ χαρὰ ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο.

Ἔτσι, ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος γίνεται κατὰ χάριν θεοτόκος. Καὶ τὸ μυστήριο τῆς θεοτοκίας τὸ βλέπει νὰ πραγματοποιῆται μέσα στὸν ἴδιο του τὸν ἑαυτό: «Ὁ τοῦ Θεοῦ Λόγος ἐφάπαξ κατὰ σάρκα γεννηθεὶς ἀεὶ γεννᾶται θέλων κατὰ πνεῦμα διὰ φιλανθρωπίαν τοῖς θέλουσι καὶ γίνεται βρέφος, ἑαυτὸν ἐκείνοις διαπλάττων ταῖς ἀρεταῖς»[21][21]. Ὅλα γίνονται μέσα στὸν ἄνθρωπο, δυνάμει καὶ ἀληθείᾳ, καὶ ὄχι ἔξω ἀπ' αὐτόν, κατὰ φενάκην καὶ φαντασίαν. Ἀκριβῶς γι' αὐτό, ὅταν κατὰ τὴν ὥρα τῆς σταυρώσεως ζητοῦσαν οἱ Ἰουδαῖοι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ κατέβη ἀπὸ τὸν Σταυρό, γιὰ νὰ πιστεύσουν, δὲν ἔκανε κάτι τέτοιο. Δὲν ἦλθε νὰ ἐντυπωσιάση κάποιους πρόσκαιρα, μὲ ἐξωτερικὲς θαυματουργίες. Κατέβηκε νεκρὸς ἀπὸ τὸν Σταυρό. Κατέβηκε στὸν Ἅδη. Νίκησε τὸν θάνατο, καὶ ἐλευθέρωσε ὅλες τὶς σειρές τῶν πεπεδημένων. Κατεβαίνει στὸν Ἅδη, στὴν ἀπόγνωσι κάθε κατερραγμένου καὶ μοναχικοῦ, καὶ τὸν ἀνυψώνει στὸ φῶς τῆς αἰωνίου ζωῆς.

Καὶ τὸ θαῦμα τὸ ζῆ ὁ καθένας προσωπικά, συνειδητοποιώντας τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν κόσμο καὶ τὸν ἄνθρωπο. Ἀνατροπὴ τοῦ συνηθισμένου τρόπου ἐξουσίας Ἡ καινὴ κτίσις, ποὺ ἐγκαινιάζεται μὲ τὸν λόγο καὶ τὴ διαγωγὴ τοῦ Κυρίου, εἶναι ἀνατροπὴ τῆς καθεστηκυίας τάξεως: «Οἱ δοκοῦντες ἄρχειν τῶν ἐθνῶν κατακυριεύουσιν αὐτῶν καὶ οἱ μεγάλοι αὐτῶν κατεξουσιάζουσιν αὐτῶν. Οὐχ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν... καὶ γὰρ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἦλθε διακονηθῆναι, ἀλλὰ διακονῆσαι καὶ δοῦναι τὴν ψυχὴν αὐτοῦ λύτρον ἀντὶ πολλῶν»[22][22]. Ὑπάρχει μιὰ ψεύτικη καὶ πρόσκαιρη ἐξουσία αὐτῶν ποὺ κατεξουσιάζουν τοὺς ἄλλους. Ὑπάρχει μιὰ ἀληθινὴ καί μόνιμη ἐξουσία αὐτοῦ ποὺ θυσιάζεται, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἄλλοι. Ὁ τρόπος ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου εἶναι ἡ κένωσι, ἡ προσφορὰ ἀγάπης. Ὁ τρόπος μὲ τὸν ὁποῖο ὑπερασπίζεσαι τὴν ἀλήθεια σου φανερώνει τὸ περιεχόμενό της. Ὅταν τιμωρῆς, καταδικάζης τὸν ἄλλον, ἐπειδὴ ἀρνεῖται τὴν ἀλήθεια σου, σημαίνει ὅτι ἡ ἀλήθεια σου εἶναι ψέμμα, εἶναι ἀπάτη.

Δὲν πρόκειται νά βοηθήση οὔτε ἐσένα οὔτε κανέναν ἄλλο. Δὲν ἔχει δύναμι νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο. Θὰ τὸν βασανίση. Καὶ πρέπει νὰ περιμένης ἀπὸ τὴ βαθιὰ ἀνθρώπινη φύσι καὶ ὑγεία τὴν ἀναπόφευκτη καὶ καταλυτικὴ κατὰ τῆς θεωρίας σου ἀντίδρασι καὶ τὴν κατάρρευσι τοῦ τεχνητοῦ παραδείσου σου, μέσα στὰ συντρίμμια τοῦ ὁποίου θὰ ταφῆς καὶ σύ. Αὐτὸ εἶναι τὸ τέλος ὅλων τῶν ὁλοκληρωτικῶν συστημάτων, πού, ὅταν εἶναι πολιτικά, προσλαμβάνουν θρησκευτικὸ χαρακτήρα, γιὰ νὰ καλύπτωνται ἀπὸ κάποια ψευδαίσθησι μυστηρίου. Καὶ ὅταν εἶναι θρησκευτικά, ἀποκτοῦν κρατικὴ ὑπόστασι καί ἐξουσία, γιὰ νὰ ἐξασφαλίζουν δυναμικὰ τὴν προστασία τους. Ὅποιος ἀμύνεται βιαίως γιὰ τὴν ἀλήθεια του δείχνει ὅτι αὐτὴ εἶναι ξένη πρὸς τὴ φύσι τοῦ ἀνθρώπου. Δὲν εἶναι ἱκανὴ νὰ σώση τὸν ἄνθρωπο· ἀλλὰ πρέπει νὰ θυσιαστῆ ὁ ἄνθρωπος, γιὰ νὰ σωθῆ αὐτὴ ἡ ψευδὴς δοξασία, ἡ οὐτοπία ποὺ προβάλλεται ὡς Ἀλήθεια. Καὶ ὁ ἄνθρωπος ἔχει πληρώσει μὲ τὴ ζωή του πολλὲς τέτοιες οὐτοπίες. Πόσες χιλιάδες, πόσα ἑκατομμύρια ἄνθρωποι καταδικάστηκαν σὲ ἀτέλειωτα βασανιστήρια καὶ θάνατο, γιατὶ δὲν δέχτηκαν τὶς ἐπιβαλλόμενες διὰ τῆς βίας δοξασίες!

Πόσοι ἄλλοι κατέστρεψαν, δηλητηρίασαν τὴ φύσι καὶ ὕπαρξί τους μὲ τὸ νὰ γίνουν δήμιοι καὶ φονεῖς τοῦ ἀνθρώπου! Πόσοι καὶ σήμερα εἶναι καταδικασμένοι! Καὶ πόσοι προσπαθοῦν νὰ ἐπεκτείνουν τὴν κυριαρχία καὶ τὴν ἰσχὺ τῶν ἐπὶ μέρους ἀπόψεών τους ὡς σωτήρια λύσι, ἐνῶ ὅλα αὐτὰ εἶναι ἄλλες μορφὲς τῆς ἴδιας καταδυναστεύσεως γιὰ τὸν ἄνθρωπο! Ἡ ὄντως ἀλήθεια, ποὺ εἶναι ἀγάπη, συμπεριφέρεται διαφορετικά. Δέχεται νὰ περιφρονηθῆ. Ὁ Κύριος δὲν τιμωρεῖ αὐτούς ποὺ δὲν δέχονται τὸν λόγο Του. «Ἐάν τίς μου ἀκούση τῶν ρημάτων καὶ οὐ πιστεύσῃ, ἐγὼ οὐ κρίνω αὐτόν. Οὐ γὰρ ἦλθον ἵνα κρίνω τὸν κόσμον, ἀλλ' ἵνα σώσω τὸν κόσμον... Ὁ λόγος ὃν ἐλάλησα, ἐκεῖνος κρινεῖ αὐτὸν ἐν τῇ ἐσχάτῃ ἡμέρᾳ»[23][23]. Καὶ ἀκριβῶς σ' αὐτὴ τὴ συμπεριφορὰ καὶ διαγωγή Του βλέπομε τὴ μοναδικότητα καὶ θεϊκότητα τοῦ Κυρίου. Εἶναι φοβερὴ ἡ δύναμι ποὺ φανερώνεται διὰ τῆς ἀδυναμίας καὶ ἡ κρίσις ποὺ ἐξασκεῖται διὰ τῆς μὴ κρίσεως. Θὰ θέλαμε νὰ μᾶς κρίνη, γιὰ νὰ ἀρχίσωμε τὸν διαπληκτισμό. Αὐτὸς δέν μᾶς κρίνει, σιωπᾶ, καὶ αὐτὸ εἶναι ποὺ μιὰ στιγμὴ μᾶς συγκλονίζει. Τὸ μαστίγιο τῆς ἀνοχῆς Του μᾶς ξυπνᾶ στὴ ζωή.

Ὁ λόγος Του δὲν ἐκφράζει μιὰ ἄποψι. Ἀλλὰ φανερώνει ἤρεμα τὴ φυσιολογία τῆς ζωῆς, «τὸν τρόπον τῆς τοῦ παντὸς διοικήσεως»[24][24]. Ἔτσι, ἀργὰ ἢ γρήγορα, θὰ δικαιωθῆ. Γι' αὐτό, παραπέμπει στὴν ἐσχάτη ἡμέρα. Καὶ ἐπειδὴ δὲν εἶναι ἄλλο ὁ Κύριος, ἡ Ἀλήθεια, καὶ ἄλλο ἡ ἐσχάτη ἡμέρα, γι' αὐτό, «νῦν κρίσις ἐστὶ τοῦ κόσμου»[25][25]. Ὅλοι κρινόμαστε ἀπὸ τώρα. Οὔτε ἂν εἴμαστε μαθητές Του ἢ νομίζωμε ὅτι ἀνήκομε σ' Αὐτόν, σωθήκαμε, δικαιωθήκαμε. Οὔτε ἂν νομίζωμε ὅτι δὲν ἔχομε σχέσι μ' Αὐτόν, ἀπαλλαγήκαμε ἀπὸ τὴν κρίσι τὴν παγκόσμια. Ἡ μικρή, ἡ ψεύτικη δύναμι ἀμύνεται κοσμικά, θρασύδειλα. Ἡ ἀληθινὴ δύναμι, ποὺ νικᾶ τὸν θάνατο, παρουσιάζεται ὡς τέλεια ἀδυναμία, ἄοπλη καὶ ἀπροστάτευτη. Δὲν ἀντιστέκεται στοὺς ἐμπαιγμούς, στὸ μαστίγωμα, στὴν «ἀποτυχία», στὸν σταυρό. Δὲν εἶναι «ἐκ τοῦ κόσμου τούτου»[26][26]. Καὶ σώζει τὸν κόσμο. Ἐάν κάτι στηρίζεται σὲ κάτι ἀνθρώπινο, κτιστό, αὐτὸ θὰ διαλυθῆ, θὰ καταρρεύση μέσα στὸν χρόνο.

Καὶ μαζί του θὰ καταρρεύση καὶ αὐτὸς ποὺ τὸ προσφέρει καὶ αὐτὸς ποὺ δέχεται αὐτὸ τὸ σχετικὸ καὶ ἀπατηλὸ ὡς ἀλήθεια. Ἀντίθετα, ἂν κάτι δέχεται τὴ δοκιμασία καὶ τὸν ἴδιο τὸν θάνατο ὡς ἀφορμὴ νίκης καὶ χαρᾶς, δηλαδὴ ἂν γεννιέται χαρούμενα καὶ παντοκρατορικὰ -ὡς εὐλογία γιὰ ὅλους- μέσα ἀπὸ τὴν τελικὴ δοκιμασία τοῦ θανάτου, αὐτὸ δὲν πρόκειται ποτὲ νὰ καταστραφῆ. Γιατὶ κάθε δοκιμασία, καὶ ὁ ἴδιος ὁ θάνατος, εἶναι ἡ μήτρα ποὺ τὸ γεννᾶ. Αὐτὸ τὸ δέχεται ἡ ἀνθρώπινη φύσι βαθιά, τοῦ ἔχει ἐμπιστοσύνη, καὶ σ' αὐτὸ στηρίζεται. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τὴ δύναμι τῆς κενωτικῆς αγάπης Ἡ Ἐκκλησία δίδει τὴ μαρτυρία αὐτῆς τῆς φιλανθρώπου δυνάμεως, ἡ ὁποία «ἐν ἀσθενείᾳ τελειοῦται»[27][27]. Αὐτὴ ἡ ἀσθένεια, ἡ ὁποία εἶναι ἡ πλησμονὴ τῆς δυνάμεως, αὐτὴ ἡ δύναμι, ἡ ὁποία δὲν φοβᾶται καμμιὰ ἀπειλὴ καὶ δὲν εἶναι ταυτόχρονα ἀπειλὴ γιὰ κανένα... Ἀκριβῶς γι' αὐτὸν τὸν λόγο, γιὰ νὰ μὴν ὑπάρχη καμμία παρεξήγησι γιὰ τὸ ποιὸς εἶναι ὁ Κύριος καὶ ἐξουσιαστὴς τῶν ψυχῶν μας, ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία παρουσιάζει τὸν Χριστὸ ὡς Βασιλέα τῆς Δόξης, ὄχι στὴν Ἀνάστασι, ἀλλὰ τὸν Χριστό, ὅταν εἶναι νεκρός, γυμνός, καρφωμένος ἐπάνω στὸ ἀτιμωτικὸ ξύλο τοῦ Σταυροῦ, τὸ ὁποῖο ἔγινε ἡ δόξα τῆς Ἐκκλησίας.

Καὶ ὁ Κύριος, εὑρισκόμενος νεκρὸς καὶ γυμνὸς πάνω στὸν Σταυρό, δὲν εἶναι κάποιος ὁ ὁποῖος νικήθηκε ἀπὸ τὰ καρφιὰ καὶ τὸ μίσος τῶν ἀνθρώπων, ἀλλὰ εἶναι ὁ «Βασιλεύς τῆς Δόξης», ὁ ὁποῖος ἑκούσια προσφέρεται, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ ἄλλοι. Ἡ ἀληθινὴ δόξα φανερώνεται στὴν ταπείνωσι, τὴ θυσία τῆς ἀγάπης. Ὁ ἄνθρωπος, ἄσχετα ἂν πιστεύη ἢ δὲν πιστεύη, (ἂν νομίζη ὅτι πιστεύει ἢ νομίζη ὅτι δὲν πιστεύει) ἐπιποθεῖ τὴν κατὰ χάριν θέωσι, αὐτὸ τὸ ἀπερίγραπτο ποὺ χαρίζει ὁ Θεάνθρωπος. Ὁ,τιδήποτε τοῦ δοθῆ ποὺ δὲν ἔχει τελικὸ σκοπὸ τὴ θέωσι εἶναι ἀνάξιο τοῦ ἀνθρώπου καὶ ὑποτιμητικό, καὶ γι' αὐτὸν ποὺ τὸ δίδει, καὶ γι' αὐτὸν ποὺ τὸ παίρνει, γιατὶ δὲν νικᾶ τὸν θάνατο. Ἀναπαύεται ὁ ἄνθρωπος, ὄχι ὅταν στρατεύεται μὲ κάποιους ἐναντίον κάποιων ἄλλων, ἀλλὰ ὅταν στρατεύεται μὲ ὅλους γιὰ ὅλους. Ὅταν στρατεύεται μὲ τὸν Ἐσταυρωμένο, γιὰ νὰ σωθοῦν οἱ φίλοι του· καὶ φίλοι του εἶναι ὅλοι, καὶ αὐτοὶ ποὺ Τὸν σταυρώνουν[28][28]. Μιὰ ἄλλη ἀγωγή, μιὰ ἄλλη θεολογία, μιὰ ἄλλη ἐπιβολή, μιὰ ἄλλη ἐπανάστασι. Ἀνατροπὴ τῶν πάντων.


Μέσα στὴ θεία Λειτουργία τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεανθρώπου δὲν ἐπικρατεῖ ἡ ἀρχή: νὰ σὲ φάω, γιὰ νὰ ζήσω, ἀλλά: «Φάγετε τὸ σῶμά μου, πίετε τὸ αἷμά μου»[29][29], γιὰ νὰ ζήσετε ἐσεῖς. Ἔτσι, τρέφεται ὁ ἄνθρωπος μὲ οὐράνια τροφὴ καὶ εὐφροσύνη. Καὶ ἡ κατάληξι, ἡ εὐλογία, εἶναι νὰ γίνη ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος Χριστὸς κατὰ χάριν. Καὶ χαίρεται τότε, γιατὶ νοιώθει ὅτι ἡ ὕπαρξι, ἡ ζωή, ὁ λόγος του, μπορεῖ νὰ θρέψη, νὰ ἐνισχύση τὸν ἄλλο. Νοιώθει ὅτι ὁ λόγος, ἡ παρουσία του, εἶναι τροφὴ φαγώσιμη καὶ ποτὸ πόσιμο, γιὰ νὰ χορτάση καὶ νὰ ξεδιψάση ὁ ἄλλος, ὁ ξένος, ὁ ἄγνωστος, ὁ πονεμένος, ὁ κλαμμένος, ὁ πραγματικός, ὁ ἀληθινὸς καὶ ἀκριβός, ὁ ὅλος ἑαυτός του. Ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς: νὰ φθάση στὴν ὡριμότητα, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ δοθῆ, νὰ προσφερθῆ στὸν ἄλλον. Μεγάλοι συγγραφεῖς, δημιουργοί, ἅγιοι... Αὐτοὶ ποὺ παρηγοροῦν τὸν ἄνθρωπο.

Ἐπισκέπτονται προσωπικά, διακριτικά, τὸν πονεμένο, τὸν μοναχικό, τοῦ κάνουν συντροφιά, τοῦ προσφέρουν τὸν ἑαυτό τους (ὄχι τὰ αὐτῶν, ἀλλὰ αὐτούς). Ἔχει γίνει τὸ εἶναι τους, τὸ ἦθος τους, ἡ πνοὴ ποὺ ἄφησε ἡ ζωή τους, τροφὴ φαγώσιμη, ποτὸ πόσιμο, πνεῦμα παρακλήσεως. Αὐτοὶ παρηγοροῦν ὅλους. Ζοῦν, ἔτσι, τὴν αἰώνια ζωή, ποὺ εἶναι ἡ ζωὴ τῆς ἀγάπης, ἡ ζωὴ ποὺ ἁπλώνεται πέρα ἀπὸ τὴ φυλακὴ τῆς φιλαυτίας, ποὺ καταδικάζει σὲ κόλασι πνιγμοῦ καὶ θανάτου τὸν ἄνθρωπο. Μικροὶ συγγραφεῖς, μικροὶ ἄνθρωποι... αὐτοὶ ποὺ εἶναι κλεισμένοι στὸν ἑαυτό τους, θαμπωμένοι ἀπὸ τὸ μεγαλεῖο τους, τὴν ἐξυπνάδα ἢ τὴν «ἁγιότητά» τους. Τοὺς αφήνει ὁ κόσμος μόνους, καὶ προχωρεῖ παραπέρα. Μὲ τὴ σάρκωσι τοῦ Θεοῦ Λόγου γίνεται αὐτὸ τὸ θαῦμα: ἡ δόξα τῆς Θεότητος γίνεται δόξα τοῦ σώματος τοῦ Κυρίου. Καὶ λάμπει κατὰ τὴ Μεταμόρφωσι τὸ πρόσωπο τοῦ Κυρίου. Λάμπουν καὶ τὰ ἱμάτια τοῦ Κυρίου. Τὸ νὰ δεχθῆ ὁ ἄνθρωπος αὐτὴ τὴ δόξα, αὐτὴ τὴ χάρι, τὴν πνευματικὴ αὐτὴ ἀνάπαυσι, αὐτὸ εἶναι ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς ὑπάρξεως τοῦ ἀνθρώπου.

Αὐτὴ εἶναι ἡ δύναμι ποὺ ξεπερνᾶ τὸν θάνατο. Καὶ ὅταν ἔλθη ἡ ὥρα τοῦ τέλους γιὰ τὸν ἄνθρωπο αὐτόν, αὐτὴ ἡ χάρι, ἡ ἀνάπαυσι, δὲν χωρίζεται οὔτε ἀπὸ τὴν ψυχὴ οὔτε ἀπὸ τὸ σῶμα τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτὴ ἡ ἴδια χάρι μένει στὸν τάφο τοῦ Ἁγίου, στὴν εἰκόνα τοῦ Ἁγίου. Ἔτσι, ἀπὸ τὴν ψυχή του ἔρχεται ἡ ἴδια χάρι καὶ εὐλογία ἡ ὁποία ἔρχεται καὶ ἀπὸ τὰ ἅγια λείψανά του, ἀπὸ τὸν τάφο του, ἀπὸ τὰ ἔργα τοῦ νοὸς καὶ τῶν χειρῶν του. Ἡ ὕλη, ὅπως λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, ἡ ὁποία ἁγιάσθηκε διὰ τοῦ Κυρίου καὶ διὰ τῶν Ἁγίων Του, εἶναι ἔμπλεως τῆς θείας χάριτος[30][30]. Ζώντας στὸ Ἅγιον Ὄρος αἰσθάνεσαι τὴν παρουσία αὐτῆς τῆς χάριτος καὶ εὐλογίας τῶν Ἁγίων νὰ προχέεται ἀπὸ ὅλη τὴ ζωὴ καὶ τὰ ἔργα των. Γιατὶ οἱ ναοὶ τούς ὁποίους ἔκτισαν, οἱ εἰκόνες ποὺ ἱστόρησαν, τὰ μουσικὰ μέλη ποὺ συνέθεσαν, τὰ ποιήματα ποὺ συνέταξαν, εἶναι ἔμπλεα τοῦ θείου κάλλους, ποὺ ἀναπαύει καὶ τρέφει τὸν ἄνθρωπο.

Τὰ προγράμματα ζωῆς καὶ τὰ τυπικά τῶν ἀκολουθιῶν τὰ ὁποῖα ἐθέσπισαν καὶ ἐφήρμοσαν εἶναι θεῖα δωρήματα, γιατὶ εἶναι ὑπαγορευμένα ἀπὸ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρὸς τὸν ἄνθρωπο. Βοηθοῦν τὸν ἄνθρωπο νὰ ζήση, νὰ ἡσυχάση, νὰ ὡριμάση, νὰ πῆ ἕνα «Κύριε ἐλέησον» μὲ ὅλη του τὴν καρδιά, καὶ νὰ βγῆ ἕνα «δόξα τῷ Θεῷ» ἀπὸ ὅλη του τὴν ὕπαρξι. Καὶ αὐτὸ ποὺ ἐν τέλει δίδει ἕνας Ἅγιος, δὲν εἶναι τὰ καλά του λόγια καὶ οἱ καλές του σκέψεις -γιατὶ ὅλοι μποροῦμε νὰ ποῦμε καλὲς σκέψεις- ἀλλὰ τὸ ὅτι διὰ τοῦ λόγου ἢ διὰ τῆς σιωπῆς του, διὰ τοῦ ἔργου του ἢ τῆς ἀπραξίας του, διὰ τῆς ζωῆς καὶ διὰ τοῦ θανάτου του μεταδίδει τὴν ἀνάπαυσι καὶ βεβαιότητα ὅτι «ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν»[31][31], καὶ ὁ θάνατος νικήθηκε. Βίωσι τοῦ συνοδικοῦ, Τριαδικοῦ πολιτεύματος Δεχόμαστε λίγη ἀπὸ τὴ χάρι τοῦ Θεοῦ, τὴν ὁποία εἶχε ὁ Κύριος «πρὸ τοῦ τὸν κόσμον εἶναι»[32][32].

Καὶ αὐτὴ ἡ ἄχρονη καὶ ἄκτιστη δόξα ἀπαθῶς μερίζεται καὶ ὁλοσχερῶς μετέχεται[33][33]. Ὅταν λοιπὸν ὁ ἄνθρωπος παίρνη μία χάρι, μία ἐνέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέχεται δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου ὅλη τὴ νοητὴ λαμπηδόνα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὅπως καὶ στὴ θεία Κοινωνία, ὅταν δέχεσαι ἕναν ἅγιο μαργαρίτη, ἕνα ἐλάχιστο τεμάχιο τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου, δέχεσαι ὁλόκληρο τὸν Χριστό. Καὶ πραγματοποιεῖται αὐτὸ ποὺ βαθιὰ ἐπιθυμοῦμε: Καθένας δὲν ἔχει ἕνα τμῆμα, μηχανικὰ χωρισμένο, ἀλλὰ ἔχει τὸ ὅλον, θεϊκὰ δοσμένο. Ὁ κάθε ἄνθρωπος δὲν εἶναι ἕνα τμῆμα τοῦ ὅλου, ἀλλὰ τὸ ὅλον ἀνακεφαλαιώνεται μέσα στὸν καθένα. Ἔτσι, διὰ τῆς ἰδίας αὐτῆς χάριτος, διὰ τῆς ἰδίας αὐτῆς δωρεᾶς, ὁ καθένας ἐλευθερώνεται, γιατὶ δέχεται τὸ ὅλον, καὶ ταυτόχρονα ὅλοι ἑνωνόμαστε, γιατὶ ἀντιπροσωπεύομε τὸ αὐτὸ πλήρωμα. Ὑπάρχει μιὰ περιχώρησι τῆς ἀληθινῆς ἑνότητος καὶ τῆς ἀληθινῆς ἐλευθερίας.


Ἔτσι, δὲν ἔχομε μόνο τὴ μετάβασι ἀπὸ τὴν ἀρχαιοελληνικὴ σοφία στὴ μωρία τοῦ κηρύγματος, ποὺ εἶναι ἡ βίωσι τῆς σωτηρίας, ἀλλὰ ἔχομε καὶ τὸ ξεπέρασμα τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος καὶ τὴν πραγμάτωσι τοῦ συνοδικοῦ πολιτεύματος, ποὺ εἶναι ἡ κατὰ χάριν βίωσις τοῦ Τριαδικοῦ τρόπου ὑπάρξεως στὴν ἀνθρώπινη κοινωνία. Εἴσοδος στὴ θεία μυσταγωγία τῆς ζωῆς Στὴ θεία λατρεία, καὶ ἰδιαίτερα κατὰ τὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα, εἰσερχόμεθα εἰς τὰ ἅγια τῶν ἁγίων τῆς ζωῆς μας. Οἱ θεοφόροι Πατέρες, θεολόγοι καὶ μουσουργοί, κάτοχοι τῆς ἀρχαιοελληνικῆς παιδείας καὶ ὄργανα τοῦ Πνεύματος, τὰ πάντα καλῶς καὶ ὑπερκάλλως διαταξάμενοι[34][34], μᾶς προσκαλοῦν δαιτυμόνας εἰς τὴν ψυχοτρόφον Τράπεζαν. Διὰ τῆς θείας ἁρμονίας ὅλων ὅσα ἀκοῦμε, βλέπομε, γευόμεθα καὶ πράττομε, δὲν παρακολουθοῦμε κάποια ἀναπαράστασι -ἔστω καὶ μὲ κλασικὴ ἠθοποιΐα- παρελθόντων γεγονότων, ἀλλὰ μετέχομε στὴν ἱερουργία τοῦ μυστηρίου τῆς σωτηρίας, ὅπου δὲν ἔχομε σκιὰ συμβόλου, ἀλλὰ πράγματος ταυτότητα[35][35].

 Ἔχομε τὸ ξεπέρασμα -ἂν θέλετε- καὶ τῆς ἀρχαίας τραγωδίας καὶ τὴν εἴσοδό μας σὲ μιὰ πανάγια καὶ θεία πραγματικότητα, ποὺ εἶναι ἐνσάρκωσι τῆς θεολογίας. Στὴ ζωὴ τοῦ Ἁγίου Ὄρους, στὴ ζωὴ τῆς Ἐκκλησίας, ἀπολαμβάνομε μὲ ὅλη μας τὴν ὕπαρξι τὶς εὐεργετικὲς συνέπειες καὶ τὴν εὐλογία ποὺ ἦλθε στὸν κόσμο διὰ τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου, ὁ ὁποῖος θέλει παντοῦ καὶ πάντοτε τῆς Ἑαυτοῦ σαρκώσεως νὰ ἱερουργῆται τὸ μυστήριο[36][36]. Ὑπάρχει μιὰ πορεία ζωῆς μὲ ἀτελεύτητη ἐπέκτασι. Στὸ τέλος ἔχομε τὸ ξεπέρασμα, ὄχι μόνο τῆς φιλοσοφίας, ὄχι μόνο τοῦ δημοκρατικοῦ πολιτεύματος, ὄχι μόνο τῆς ἀρχαίας τραγωδίας, ἀλλὰ ἔχομε καὶ τὸ ξεπέρασμα τῆς ἴδιας τῆς προσευχῆς. Καὶ ὅπως λέγει ὁ Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, οἱ Ἅγιοι στὴ Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν δὲν προσεύχονται, ἀλλὰ «αὐλίζονται ἐν τῇ εὐφραινούσῃ δόξῃ»[37][37].

Καὶ νοιώθεις καὶ στὸ Ἅγιον Ὄρος ὅτι ἕνας ἀληθινὸς μοναχὸς δὲν προσεύχεται, ἀλλὰ ἔχει γίνει προσευχὴ ὅλη του ἡ ζωή, ὅλη του ἡ ὕπαρξι. Καὶ ἀπ' ὅλα, τὰ πνευματικὰ καὶ τὰ ὑλικὰ -τὰ ὁποῖα ὑλικὰ εἶναι ἔμπλεα τῆς θείας χάριτος[38][38]- δέχεται τήν ἴδια χάρι καί θέρμη, ἡ ὁποία τὸν βοηθεῖ νὰ ὡριμάση, νὰ ἡσυχάση. Ἕνας ἁγιορείτης ἔγραφε: «Eἶναι σκάνδαλο αὐτὸ ποὺ ἔγινε καὶ μοῦ δόθηκε τό προζύμι τῆς Βασιλείας, ὁ πολύτιμος μαργαρίτης, τό δυναμικὸ μυστικὸ τῆς ζωῆς. Μοῦ δόθηκε τὸ λίγο μὲ τὸν πολὺ δυναμισμό. Μοῦ δόθηκε τὸ ἐλάχιστο, ποὺ εἶναι μέγιστο. Μοῦ δόθηκε αὐτὸ ποὺ δὲν τὸ ἀξίζω. Τώρα δὲν μένει τίποτε ἄλλο, παρὰ νὰ εὐχαριστῶ σ' ὅλη μου τὴ ζωή.

Μπῆκε μέσα στὰ σπλάχνα τῆς ὑπάρξεώς μου τὸ σπέρμα ποὺ αὐτομάτως[39][39] αὐξάνει. Κάθομαι, δουλεύω, κουράζομαι, ξεκουράζομαι μὲ ἕνα σκοπό: νὰ δώσω τὴ δυνατότητα σ' αὐτὸ τὸ σπέρμα νὰ αὐξηθῆ. Νὰ ἀπομυζήση κάθε ἰκμάδα ἀπὸ τὴ γῆ τῆς ὑπάρξεώς μου, καὶ νὰ βλαστήση, νὰ βγῆ ἀπὸ μέσα μου μιὰ ἄλλη ζωή, πιὸ δυνατή, ἅγια, σὲ χῶρο ἀφθαρσίας. Ἂς μὲ ἐγκαταλείψουν ὅλοι καὶ ὅλα. Αὐτὸ τὸ ἕνα μοῦ δόθηκε. Δὲν φεύγει. Δέν χάνεται. Αὐτὸ μοῦ ἔμαθε νὰ βλέπω καθαρά. Νὰ ἀγαπῶ ἀνυστερόβουλα. Νὰ φεύγω καὶ νὰ ἔρχωμαι μὲ τὴν ἴδια κίνησι. Νὰ ἀφήνω τοὺς ἄλλους ἐλεύθερους, καὶ τότε ἀκριβῶς νὰ εἶναι ποὺ τοὺς ἔχω δίπλα μου καὶ μέσα μου. Δὲν ἀπομένει, παρὰ μόνο εὐχαριστία καὶ δύσις. Νὰ φεύγω πιά. Ἐφ' ὅσον ἄρχισε νὰ δουλεύη μέσα μου αὐτὸ τὸ μυστικό προζύμι ποὺ κάνει τὴ δύσι ἀνατολή, τὴν ἀπώλεια εὕρεσι καὶ τὸ ὕπαιθρο ζεστὴ φωλιά.

 Ἔχω μιὰ σιγουριὰ καὶ ἀνάπαυσι γιὰ ὅλους τοὺς ἀδελφούς μου. Ἀφοῦ σ' ἐμένα -τὸν πιὸ ἀφιλότιμο καὶ σκληρὸ- φέρθηκε ἔτσι ἡ ἀπερινόητη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, τί ἔχει νὰ κάμη γιὰ ὅλα τὰ ἄλλα τόσο ἅγια παιδιά του, ποὺ δὲν παρόργισαν ποτὲ τὴν ἀγάπη του ὅσον ἐγώ;» Δι' ὅλων αὐτῶν τὰ ὁποῖα λέμε δὲν θέλομε νὰ δώσωμε τήν ἐντύπωσι ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ οἱ ἁγιορεῑτες εἶναι κάτι τὸ ἄψογο. Ἀντίθετα, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ παρήγορο, ὅτι ὑπάρχουν πάρα πολλὲς ἀδυναμίες ἀνθρώπινες, καὶ ἀκριβῶς γι' αὐτό, καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι ἀνθρώπινο. Ἂν ἦταν ἄψογο καὶ οἱ ἁγιορεῖτες ἀναμάρτητοι, τότε θὰ ἦταν κάτι ὑπεράνθρωπο· καὶ ἄρα, ἀπάνθρωπο. Ἀλλά, παρ' ὅλες τὶς ἀδυναμίες πού ἔχομε, νοιώθομε ὅτι τὸ Ὄρος εἶναι ἅγιο, ἐπειδὴ ἡ καρδιά του εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ἡ Μεγάλη Ἑβδομάδα, οἱ Ἅγιοι. Αὐτὸ τὸ μοναδικὸ ποὺ ὑπάρχει στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὸ ὁποῖο τὸ κρατᾶ στὴ ζωὴ πάνω ἀπὸ χίλια χρόνια, καὶ κρατᾶ στὴ ζωὴ καὶ τοὺς κεκοιμημένους, εἶναι ὄχι τὸ ἀνθρώπινο, ἀλλὰ τὸ θεανθρώπινο· εἶναι ἡ ξένη ζύμη τῆς Βασιλείας τῶν Οὐρανῶν, ἡ ὁποία μεταμορφώνει ὅλο τὸν ἄνθρωπο καὶ ὅλη τὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου.

Ἀναπαύεσαι στὸ Ἅγιον Ὄρος ὡς ἄνθρωπος, γιατὶ σώζεται ὁ ἄνθρωπος. Ἀναπαύεσαι, γιατὶ νοιώθεις τί ἀγαλλίασι μπορεῖ νά προσφέρη τὸ Ἅγιον Ὄρος σὲ κάθε ἄνθρωπο. Καὶ ὅταν σᾶς λέω ἕναν καλὸ λόγο γιὰ τὸ Ὄρος, χαίρομαι, γιατὶ εἶναι καλὸς λόγος γιὰ τὸν καθένα ἄνθρωπο, δὲν εἶναι καλὸς λόγος γιὰ τὸ Ἅγιον Ὄρος. Ἡ ἀγάπη τοῦ Ἁγίου Ὄρους, τῶν Ἁγίων, εἶναι γνήσια, γιατὶ παρέχει ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο. Καὶ ἡ ἐλευθερία ποὺ παρέχεται εἶναι αὐθεντική, γιατὶ εἶναι πλήρης ἀπὸ τὴ διακριτικὴ παρουσία τῆς ἀγάπης, ποὺ σὲ ρίχνει στὸ φιλότιμο καὶ σοῦ δίδει κουράγιο νὰ ἀγωνιστῆς. Δὲν ὑπάρχει τὸ πνεῦμα ποὺ χωρίζει στενόκαρδα. Οὔτε ἐκεῖνο ποὺ φανταστικὰ ἀγκαλιάζει καὶ ἀνέχεται τὸν ἄνθρωπο, ἐγκαταλείποντάς τον στὸ κενό. Ὑπάρχει ἡ ὑψηλὴ θερμοκρασία ποὺ λιώνει τὰ πιὸ σκληρὰ μέταλλα. Ὄχι ἁπλὴ συζήτησι γιὰ τέτοια κατάστασι.

 Ὑπάρχει ἡ μέγιστη θερμοκρασία τῆς ἀγάπης, ποὺ ξεπερνᾶ τὸν καύσωνα καὶ τὸ ψύχος, καὶ ἀποτελεῖ τὴν πυρένδροσο κάμινο τοῦ Πνεύματος, ποὺ θερμαίνει καὶ δροσίζει μὲ τὴ θέρμη καὶ τὴ δροσιὰ τῆς θείας στοργῆς. Αὐτὴ ἡ ὑψηλὴ θερμοκρασία τῆς θυσιαστηρίου ἀγάπης ἱερουργεῖται μέσα στὴ θεία Λειτουργία, στὴ Μεγάλη Ἑβδομάδα καὶ στὴν καρδιὰ τοῦ ταπεινοῦ καὶ ἁγίου, ποὺ λάμπει μὲ τὴν ἀστραπὴ τῆς Θεότητος. Ἀλλὰ δὲν εἶναι καθόλου εὔκολο νὰ φτάσης σ' αὐτὴ τὴν κατάστασι, ὅπου ξεπερνοῦνται οἱ ὅροι τῆς φύσεως. Φτάνουν λίγοι. Ἐφ' ὅσον ἔφτασαν αὐτοὶ οἱ λίγοι, τῆς ἴδιας ὅμως μ' ἐμᾶς φύσεως, φθάσαμε καὶ μεῖς, γιατὶ αὐτοὶ ἀποτελοῦν τὸν ἀληθινὸ καὶ ἄγνωστο ἑαυτό μας. Ἔχουν τέτοια στοργὴ ἀγάπης καὶ τέλεια δύναμι ἐλεημοσύνης, ποὺ μετὰ δακρύων προσεύχονται γιὰ ὅλο τὸν κόσμο, τὴν κτίσι, γιὰ τοὺς ἐχθροὺς τῆς ἀληθείας[40][40]. Καὶ αὐτό, ὄχι μὲ τὰ λόγια, ἀλλὰ δυνάμει καὶ ἀληθείᾳ. Εἶναι χαραγμένες μὲ πῦρ ἄκτιστο οἱ θεῖες αὐτὲς ἐμπειρίες πάνω στὸ σῶμα τῆς ὑπάρξεώς των. Ἕνας πονεμένος, ἕνας ποὺ ζητᾶ τὰ τίμια καὶ μένοντα, δέχεται τὸ μήνυμα αὐτὸ τῆς ἀγάπης. Καὶ αὐτοὶ οἱ μεγάλοι, οἱ μέγιστοι, συμπεριφέρονται ὡς μικροί, ἀσθενεῖς καὶ ἐλάχιστοι.

Μόνο ἀγαποῦν καὶ σέβονται. Καὶ τὸ επικίνδυνο εἶναι ὅτι μᾶς σέβονται πιὸ πολὺ ἀπ' ὅ,τι ἀξίζομε. Γι' αὐτὸ δὲν φωνάζουν. Ὁ λόγος τῆς ἐμπειρίας τους μεταδίδεται ἐν σιγῇ, γιὰ νὰ τὸν παίρνουν αὐτοὶ ποὺ θέλουν καὶ διψοῦν. Καὶ γιὰ νὰ μένουν ἥσυχοι, νὰ μὴν ἐνοχλοῦνται αὐτοὶ ποὺ δὲν θέλουν ἢ δὲν ἔφθασε ἀκόμη ἡ ὥρα τους νὰ τὸν δεχθοῦν. «Ἓν σῶμα καὶ ἓν πνεῦμα»[41][41] «οἱ πολλοί ἐσμεν»[42][42]». Ἐνῶ ὁ καθένας μας εἶναι κατ' εἰκόνα Θεοῦ πλασμένος, ταυτοχρόνως, κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Νύσσης, «ἀπ' ἀρχῆς μέχρι τῶν ἐσχάτων μία τις τοῦ Ὄντος διήκει εἰκὼν... διὰ τοῦτο εἷς ἄνθρωπος κατωνομάσθη τὸ πᾶν γένος ἀνθρώπων»[43][43]. Μέσα σ' αὐτὸν τὸν ἕνα ἄνθρωπο, ποὺ εἶναι ὁλόκληρο τὸ ἀνθρώπινο γένος, καθένας μας ἀντιπροσωπεύει ἕνα μέλος αὐτοῦ τοῦ σώματος. Καὶ μποροῦμε ἴσως νὰ ποῦμε ὅτι τὸ Ἅγιον Ὄρος ἔχει τή θέσι κάποιου ἐνδοκρινοῦς ἀδένος, ὁ ὁποῖος ἐκκρίνει ἕνα ἐλάχιστο ὑγρὸ ποὺ ρυθμίζει τὴν ὁμαλὴ λειτουργία αὐτοῦ τοῦ ὀργανισμοῦ. Τοὺς ἐνδοκρινεῖς ἀδένες τοῦ σώματός μας δὲν τοὺς βλέπομε, καὶ δὲν χρειάζεται νὰ τοὺς δοῦμε. Αὐτὸ ποὺ ἔχει σημασία, εἶναι νὰ ὑπάρχουν καὶ νὰ λειτουργοῦν σωστά.

Ἔτσι ἀντιλαμβανόμεθα, διά τῆς ὑγείας τοῦ εἶναι μας, τὴν εὐεργετικὴ σημασία τῆς ὑπάρξεώς των. Δι' αὐτοῦ τοῦ τρόπου βλέπομε, αἰσθανόμεθα ὅτι καὶ τὸ Ἅγιον Ὄρος εἶναι μακριά, καὶ ταυτόχρονα βρίσκεται μέσα μας. Ἡ ἐπαφὴ καὶ ἡ ἐγγύτης ρυθμίζεται καὶ νοεῖται διαφορετικά. Νὰ μὲ συγχωρέσετε ποὺ σᾶς κούρασα. Δὲν μποροῦσα νὰ κάνω διαφορετικά. Ἀλλὰ ἡ ἀνάπαυσι βρίσκεται στὸ ὅτι ὁ Θεὸς μᾶς ἀγαπᾶ, καὶ ἔτσι μποροῦμε νὰ ζήσωμε. Τελειώνοντας θέλω νὰ ἀναφερθοῦμε πάλι στὴν Εὐρώπη: Ἡ Εὐρώπη ποὺ ὀνομάζεται χριστιανική, ὅπως λέμε. Ἡ Εὐρώπη, ποὺ θέλει νὰ ἑνώση τοὺς λαούς της καὶ νὰ πάρη ἡγετικὴ θέσι στὸν κόσμο. Θὰ ἀκολουθήση τὸ παράδειγμα τῶν «δοκούντων ἄρχειν τῶν ἐθνῶν»[44][44], ποὺ κατακυριεύουν τῶν ἀνθρώπων; Ἢ θὰ ἀκολουθήση τὸ παράδειγμα τοῦ Κυρίου, ποὺ θυσιάζεται γιὰ νὰ σωθῆ ὁ ἄνθρωπος; Καὶ οἱ μὲν Σοβιετικοὶ εἶχαν τὴν ἐντιμότητα νὰ ποῦν ὅτι εἶναι ἄθεοι. Ἐμεῖς, ποὺ ὀνομάζομε τὸν ἑαυτό μας Χριστιανό, θά ἔχωμε τὴν ἀντίστοιχη ἐντιμότητα νὰ πολιτευθοῦμε ἀξίως τοῦ λόγου καὶ τῆς διαγωγῆς τοῦ Κυρίου; Ἐὰν ναί, τότε ἡ προσπάθεια τῆς Εὐρώπης θά στεφθῆ δι' ἐπιτυχίας, γιατὶ θὰ εἶναι ἀφορμὴ παρακλήσεως διὰ τοὺς ἐγγὺς καὶ διὰ τοὺς μακράν.


 Ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος (Γοντικάκης) είναι Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Ιβήρων του Αγίου Ορους.




 [1][1] [2][2] Ἅγιος Νικόλαος Καβάσιλας. [3][3] Ματθ. 16, 26 [4][4] Β΄ Koρ. 12, 2. [5][5] Βλ. Λόγος εἰς τὴν Κοίμησιν, 2, Στὸ Νικολάου Καβάσιλα, Ἡ Θεομήτωρ, ἔκδ. «Ἀποστολικῆς Διακονίας », Ἀθῆναι 21974, σσ. 168-170. [6][6] Λουκ. 1, 38. [7][7] Α΄ Κορ. 1, 22-23. [8][8] Β΄ Κορ. 5, 17. [9][9] Ματθ. 27, 51. [10][10] Γαλ. 6, 15. [11][11] Γαλ. 3, 13. [12][12] Α΄ Κορ. 1, 21. [13][13] Ἰω 12, 24. [14][14] Δοξαστικὸν τῶν Αἴνων τῆς Κυριακῆς τῶν 318 Θεοφόρων Πατέρων τῶν ἐν Νικαίᾳ, Πεντηκοστάριον. [15][15] [16][16] Ἰω. 6, 45. [17][17] [18][18] [19][19] Ἰω. 4, 14. [20][20] Ἰω. 7, 38-39 [21][21] Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, Φιλοκ., τομ. Β΄, σ. 92. [22][22] Μαρκ. 10, 42-45. [23][23] Ἰω. 12, 47-48. [24][24] Ἡράκλειτος, Testimonia 16, 37. [25][25] Ἰω. 12, 31. [26][26] Ἰω. 18, 36. [27][27] Β΄ Κορ. 12, 9. [28][28] Ἁγίου Ἰωάννου Δαμασκηνοῦ, P. G. 96, 577. [29][29] Βλ. Ματθ. 26, 26. [30][30] Βλ. Λόγος εἰς τὰς ἁγίας Εἰκόνας, Ι, 16, 16-17. [31][31] Ἐξαποστειλάριον Ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων. [32][32] Ἰω. 17, 5. [33][33] Βλ. Μ. Βασιλείου, Περὶ Ἁγίου Πνεύματος, 9, 22. [34][34] Βλ. Συναξάριον τῆς Μ. Πέμπτης. [35][35] [36][36] [37][37] [38][38] Βλ. Ἰω. Δμασκηνοῦ, Πρὸς τοὺς διαβάλλοντας τὰς ἁγίας Εἰκόνας, [39][39] Πρβλ. Μαρκ. 4, 28. [40][40] Ἀββᾶς Ἰσαὰκ ὁ Σῦρος, Λόγος πα΄, σ. 306. [41][41] Ἐφ. 4, 4. [42][42] Α΄ Κορ. 10, 17. [43][43] Περὶ κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου 185, 47. [44][44] Μαρκ. 10, 42.  


http://www.alopsis.gr

Πατήρ Ευμένιος· Ο κρυφός άγιος της εποχής μας (+23 Μαΐου 1999)



Η Εθιά, η πατρίδα του πατρός Ευμενίου, είναι ένα ορεινό χωριό στα νότια του νομού Ηρακλείου Κρήτης. Βρίσκεται σε υψόμετρο 740μ. και απέχει από το Ηράκλειο 38 χλμ. Είναι πολύ άγονο μέρος, γι’ αυτό και οι κάτοικοί του μετοίκησαν σ’ ένα χαμηλότερο μέρος, στο χωριό Ροτάσι. Στην Εθιά υπάρχουν δύο εκκλησίες: Η κεντρική είναι αφιερωμένη στην Παναγία μας και φυλάσσει θαυματουργό εικόνα της. Εκεί η Παναγία είχε εμφανισθεί σαν γυναίκα ντυμένη στα μαύρα κάποια ημέρα, που ο πατήρ Ευμένιος, μικρό παιδί τότε, άναβε τα κανδήλια του ναού, και του είπε: Εσύ μια μέρα θα γίνης ιερεύς».

Εκεί, στον αύλιο χώρο της, έμελλε να είναι και ο τάφος, όπου αναπαύεται το σεπτό σκήνωμα του Οσίου Γέροντος μας. Η άλλη είναι του Προφήτου Ηλιού. Εκεί κοντά υπάρχει και αγίασμα. Υπάρχουν και πολλά μικρά εκκλησάκια, για την ανακαίνισι των οποίων ο πατήρ Ευμένιος έστελνε χρήματα. Ο πατήρ Ευμένιος ήταν γόνος μιας πολυμελούς και πάμπτωχης οικογενείας. Γεννήθηκε την 1η Ιανουαρίου του έτους 1931. Οι γονείς του, Γεώργιος και Σοφία Σαριδάκη, ήταν άνθρωποι ευσεβείς και ενάρετοι. Είχαν οκτώ παιδιά. Το όγδοο και τελευταίο τους παιδί ήταν ο πατήρ Ευμένιος, που στην βάπτισί του πήρε το όνομα Κωνσταντίνος. Τα αδέλφια του, κατά σειρά ηλικίας, ήταν: Ελένη, Μιχαήλ, Αικατερίνη, Βασίλειος, Αμαλία, Μαρία και Ευγενία.

Ο μικρός Κωνσταντίνος ορφάνεψε από πατέρα σε ηλικία μόλις δύο ετών, δηλαδή η οικογένειά του έχασε τον προστάτη της πολύ νωρίς. Ήταν που ήταν φτωχή, χάνοντας και το στήριγμά της βρέθηκε σε πολύ δύσκολη κατάστασι. Η χήρα μάνα του με τι δυνατότητες να θρέψη τόσα στόματα; Ξενοδούλευε για να τα φέρη κάπως βόλτα. Μετά ήρθε και η γερμανική κατοχή, η οποία χειροτέρευσε κατά πολύ τα πράγματα.

Σ’ αυτό το περιβάλλον και με πολλές στερήσεις μεγάλωσε ο Παππούλης μας. Παπούτσια φόρεσε στα δώδεκά του χρόνια. Παρ’ όλα αυτά, δηλαδή τις στερήσεις, την πείνα και την ανέχεια, το ήθος και το φρόνημα του μικρού αυτού παιδιού δεν αλλοιώθηκαν. Για παράδειγμα, ο Ιερεύς του χωριού τους ήθελε να του δίνη μια μικρή βοήθεια, επειδή πήγαινε και τον βοηθούσε στον ναό. Ο μικρός Κωνσταντίνος, όμως, του έλεγε: «Όχι, Παπα-Γιάννη, δεν παίρνουμε ποτέ χρήματα από την Εκκλησία». (Μαρτυρία Αριστέας Σαριδάκη).

 Η, όταν του έδιναν μισή κουλούρα ψωμί για κάποια δουλειά που έκανε, ποτέ δεν την έτρωγε μόνος του, αλλά την πήγαινε στο σπίτι του και την έτρωγε με τ’ αδέλφια του, όλοι μαζί. Χαρισματικό παιδί Η Εκκλησία αγάλλεται και καυχάται, διότι εγέννησε και ανέδειξε ένα τέτοιο λαμπρό αστέρι και κόσμημα της˙ και η Κρήτη πρέπει να σεμνύνεται για το ηγιασμένο τέκνο της. Ο Παππούλης, από την νηπιακή του ηλικία, έδειχνε ότι ήταν σκεύος εκλεκτόν του Κυρίου μας. Από την βρεφική του ηλικία, όταν ακόμα δεν καταλάβαινε, προσπαθούσε να ευχαριστή τον Κύριό μας, αφού δεν θήλαζε Τετάρτη και Παρασκευή, αλλά κοιμόταν όλη την ημέρα, σύμφωνα με την μαρτυρία της αδελφής του Ευγενίας, η οποία το είχε ακούσει από την μητέρα τους να το ομολογή.

 Οίνον και μεθύσματα ουδέποτε εγεύθη ο πατήρ Ευμένιος, δηλαδή οινοπνευματώδη ποτά, μπύρα, κρασί και αλκοολούχα ποτά δεν ήπιε ποτέ στην ζωή του. Χαρακτηριστικό είναι ότι, όταν λειτούργησε για πρώτη φορά μόνος του ως Ιερεύς, ζαλίστηκε λίγο από την κατάλυσι της Θείας Κοινωνίας και γι’ αυτό, μετά, έβαζε λιγώτερο νάμα και περισσότερο ζέον. Ο Κωστάκης, όπως τον έλεγαν, ήταν ένα χαριτωμένο και χαρισματικό παιδί, ακόμα και για τα κοσμικά δεδομένα, ενώ δεν είχε μάθει σχεδόν καθόλου γράμματα. Οι δυσκολίες, η Κατοχή, κατά την διάρκεια της οποίας τα σχολεία υπολειτουργούσαν, δεν του επέτρεψαν να γευθή το αγαθόν της μαθήσεως. Παρ’ όλα αυτά μπορούσε, όπως ο ίδιος έλεγε, να κάνη πράξεις μαθηματικές, λογαριασμούς δύσκολους, όλα από μνήμης, γι’ αυτό οι χωριανοί του, όταν ήθελαν κάτι σχετικό, τον φώναξαν: «Έλα, Κωστάκη, να μας πής πόσο κάνει αυτό κι αυτό», η κάτι πιο δύσκολο. Κι όταν τους τα έκανε, μετά τον γέμιζαν λουκούμια.



 Κάποια φορά, όταν ο Παππούλης ήταν μικρό παιδί ακόμη, πέθανε στο χωριό τους ένα κοριτσάκι οκτώ-εννέα ετών. Οι γονείς και oι συγγενείς του κοριτσιού έκλαιγαν απαρηγόρητοι για τον χαμό του παιδιού τους. Ο Παππούλης μας έλεγε σχετικά: «Κάποτε, είχε πεθάνει ένα κοριτσάκι και περνούσε από μπροστά μας η νεκρώσιμη πομπή. Πέρασαν μπροστά κι από την δική μας αυλή. Έτσι έκαναν τότε. Έκαναν την βόλτα, για να γίνη πιο επίσημη η κηδεία. Έκλαιγαν όλοι κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, πολλά στολίδια, που είχε το φέρετρο. Κι αυτοί έκλαιγαν. Κι εγώ έτρεχα κι έβλεπα τα στολίδια, που είχε το φέρετρο. Ήμουν έξι-επτά χρόνων τότε. Δεν είχα δει καλύτερα και ωραιότερα στολίδια.

Οι άλλοι έκλαιγαν κι εγώ χαιρόμουν, που έβλεπα τα στολίδια. Έβλεπα τα στολίδια και χαιρόμουν. Μου άρεσαν.Δέν ήταν στολισμένα από τους ανθρώπους, όμως εγώ τα έβλεπα έτσι. Στολίδια… στολίδια… όχι ότι τα έβαλαν οι άνθρωποι. Κι αυτοί έκλαιγαν, που έχασαν το παιδί, κι εγώ έβλεπα τα στολίδια, που είχε πάνω του, τα στολίδια του Θεού, και χαιρόμουν». Ο Μητροπολίτης Μόρφου Νεόφυτος θυμάται, σχετικά με την Χάρι, που από νωρίς είχε δοθεί στον Παππούλη μας: «Ο πατήρ Ευμένιος, όταν ήταν μικρός, είχε δει για πρώτη φορά την χάριν της αρχιερωσύνης. Την είχε δει στο πρόσωπο ενός Αρχιεπισκόπου, που είχε πάει στο χωριό του. «Έβλεπα», μου είπε, «το φως του Αγίου Πνεύματος πάνω στο πρόσωπό του. Το φως της αρχιερωσύνης, την χάρι της αρχιερωσύνης. Την έβλεπα και πήγαινα συνεχώς μπροστά του». Και είπε ο Αρχιεπίσκοπος: «Αυτό το παιδί τι βλέπει;».» Εγώ δεν έλεγα τι έβλεπα, αλλά μου άρεσε να βλέπω την χάρι της αρχιερωσύνης»».

 Μοναχός Θεόκλητος δια φωτοφανείας Ο πατήρ Ευμένιος ήταν θεόκλητος στον μοναχισμό. Ο ίδιος μας έλεγε:«Εγώ, δεκαεπτά χρόνων πήγα στο μοναστήρι. Ήμουν δεκαέξι χρόνια στο χωριό μου. Αγαπούσα τον Θεό, βέβαια, σκεπτόμουν πολλές φορές να γίνω καλόγερος. Μια μέρα μου λέει ο παπάς: «Έλα να σε κάνω νεωκόρο». Πήγα κι εγώ. Άναβα τα καντήλια πρωί-βράδυ, διάβαζα κιόλας, ο,τι βιβλία έβλεπα τα διάβαζα. Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς του 1944, το απόγευμα, πήγα, άναψα τα καντήλια στην εκκλησία και, μετά, πήγα στο σπίτι μας. Ήταν εκεί η αδελφή μου η Ευγενία. Φάγαμε ξεροτήγανα, τηγανίτες και μακαρόνες. Εκεί που τρώγαμε, ήρθε μια λάμψι και με τύφλωσε και μπήκε μέσα στα βάθη της ψυχής μου. Κι αμέσως, την ίδια στιγμή, φώναξα της Ευγενίας: «Ευγενία, θα γίνω καλόγέρος». Την ίδια στιγμή. Εκείνη την στιγμή με φώτισε ο Θεός. Την είδα με τα μάτια μου εκείνη την λάμψι, που μπήκε μέσα μου. Μόλις είδα αυτή την λάμψι, είπα κατ’ ευθείαν: «Θα γίνω καλόγερος». Όταν ο άνθρωπος έχει την κλήσι από τον Θεό για να κάνη κάτι καλό, ο Θεός ενεργεί και τον βοηθά».

 Στο ίδιο θέμα αναφέρεται και ο Μιχαήλ Χατζηγεωργίου: «Τόλμησα, κάποτε, να τον ρωτήσω: «Γέροντα, είχες δίλημμα για το ποιόν δρόμο θα ακολουθήσης; Σκέφθηκες να γνωρίσης κάποια γυναίκα, να την ερωτευθής, να κάνης οικογένεια;» Τότε μου αποκάλυψε την απόλυτη απόφασί του να ακολουθήση την παρθενική ζωή, που την σηματοδότησε ένα εξαιρετικό γεγονός. «Χειμώνας του 1944, Κωστής τότε, δεκατριών ετών», μου είπε. «Ήμουν στο πατρικό μου σπίτι. Ζεσταινόμαστε στο τζάκι. Τότε είδα μια τεράστια φωτιά, που μπήκε μέσα μου. Και από εκείνη την στιγμή, γεμάτος χαρά, έλεγα: Εγώ θα γίνω μοναχός. Θα γίνω μοναχός». Και μου συμπλήρωσε: «Αν με πίεζαν αργότερα να παντρευτώ, θα πέθαινα, θα πέθαινα!». Από το 1944 η ψυχή του νεαρού Κωστή είχε ένα μόνο προσανατολισμό: την αφιέρωσι στον Χριστό. Η κλίσι υπήρχε. Η κλήσι με εμφατικό τρόπο συντελέστηκε και ο μικρός Κωστής βιαζόταν να ενηλικιωθή, να λάβη ζωή η επιθυμία της καρδιάς του. Η φλόγα έκαιγε άσβεστος μεσά του. Στα 1951 ο Κωνσταντίνος κείρεται Σωφρόνιος μοναχός». Με ζήλο στον μοναχικό αγώνα Σε ηλικία δεκαεπτά ετών ο Κωνσταντίνος αφήνει τα εγκόσμια και οδεύει εκεί, που τον οδηγεί η καρδιά του, η ψυχή του και όλο του το είναι.

 Εκεί, που το Άγιο Πνεύμα, εν είδει λαμπρού φωτός, τον φωτίζει, στην πλήρη αφιέρωσί του στον Χριστό, στον αγαπημένο του Ιησού, Τον οποίο από μικρός λατρεύει και υπηρετεί, είτε στα εξωκκλήσια του χωριού του, είτε κατά μόνας. Τα βήματά του τον οδηγούν στην Ιερά Μονή Αγίου Νικήτα, στα νότια της Κρήτης, κάπως κοντά στο χωριό του, αφού απέχει μόνο δύο-δυόμισυ ώρες με τα πόδια. Ο Κωνσταντίνος έγινε δεκτός από τον Ηγούμενο π. Ιερόθεο (Κωστομανωλάκη), στον οποίο έβαλε μετάνοια και άρχισε η δοκιμή του. Στην Μονή τότε υπήρχαν, εκτός του Ηγουμένου, και δύο υπερήλικες και τυφλοί μοναχοί, τους οποίους ο Κωνσταντίνος φρόντιζε παντοιοτρόπως και ποικιλοτρόπως, λόγω του νεαρού της ηλικίας του, αλλά, κυρίως και πρωτίστως, λόγω της υπέρμετρου αγάπης που είχε. Ως νέος, δόκιμος μοναχός, έκανε σχεδόν όλα τα διακονήματα της Μονής, ήταν πρόθυμος και φιλότιμος. Μετά την τριετή του δοκιμασία, εκάρη μοναχός, μετονομασθείς Σωφρόνιος. Ως μοναχός, ο Σωφρόνιος έβαλε θεμέλιο της μοναχικής του ζωής την ταπεινοφροσύνη, την υπακοή και την εργατικότητα. Επιδόθηκε σε νέους αγώνες. Τις ημέρες εκοπίαζε σωματικά και τις νύκτες παρέμενε άϋπνος και προσευχόμενος.

Αυτό το τυπικό το κράτησε μέχρι τέλους της ζωής του. Καθημερινά ο πατήρ Σωφρόνιος έδινε αγώνα σε όλα τα διακονήματα, σε όλες τις εργασίες, στο ν’ ανοίξουν καλύτερους δρόμους για να διευκολυνθή η έλευσι των προσκυνητών, στους κήπους, στο να καλλιεργούν τα κτήματα, στο να φέρνουν νερό από μακρυά, γιατί δεν επαρκούσε το υπάρχον. Αυτά έβλεπε ο διάβολος και εμηχανεύετο τρόπους για να ρίξη τον αγωνιστή. Δεν αρκείτο μόνον στον πόλεμο των λογισμών, αφού μόνον με αυτούς δεν μπορούσε να ανακόψη την αγωνιστικότητα του πατρός Σωφρονίου. Γι’ αυτό του παρουσιαζόταν, και αισθητώς και οφθαλμοφανώς, και του μιλούσε. Κάποια μέρα, μάλιστα, καθώς ο ίδιος ο Παππούλης μας έλεγε, ο διάβολος εμφανίσθηκε μπροστά του και του είπε: «Εγώ είμαι άγγελος και πέσε κάτω να με προσκύνησης». Όταν, όμως, εκείνος τα έλεγε αυτά, ο πατήρ Σωφρόνιος πρόσεξε ότι του έλειπε ένα δόντι και του λέει γελώντας και κοροϊδευτικά: «Δεν είσαι άγγελος, δεν είσαι άγγελος, γιατί σου λείπει ένα δόντι!». Τότε ο διάβολος γυρίζει εξαγριωμένος και του δίνει ένα δυνατό χαστούκι και αμέσως εξαφανίζεται από μπροστά του.

 Θαυματουργός εικόνα της Παναγίας, Εθιά Ηρακλείου Κρήτης Κάποια άλλη μέρα, ο πατήρ Σωφρόνιος κατέβηκε κοντά στην θάλασσα, όπως ο ίδιος έλεγε, και άκουσε μέσα από την θάλασσα την Παναγία μας να του μιλάη και να του λέη, με την γλυκειά φωνή της: «Παιδί μου, μη φοβάσαι κι εγώ δεν θα σε αφήσω να χαθής». Σε ερώτησι, πως κατάλαβε ότι ήταν η Παναγία μας, απάντησε πολύ φυσικά: «Ε, την Παναγία μας δεν γνωρίζω;». Και άλλοτε πάλι, έλεγε ότι η Παναγία μας τον αγκάλιασε. «Η Παναγία μου έκανε μια αγκαλιά», μας έλεγε. Είδε την Αγία Μαρίνα «Από ενωρίς ο ευλογημένος Κωνσταντίνος εκάρη μοναχός. Η ωριμότητα και η αποφασιστικότητά του φάνηκε αμέσως. Το αίσθημα και το χρέος της ξενιτείας τον συνείχε απόλυτα. Επεδίωκε να μην ξενυχτάη ποτέ έξω από το μοναστήρι. Όταν, κάποια φορά, αυτό στάθηκε αδύνατο και αναγκάσθηκε να παραμείνη στο πατρικό του σπίτι, είδε στο εικονοστάσι να βγαίνει η Αγία Μαρίνα από την εικόνα της, κρατώντας τον πειρασμό από τα κέρατα και δείχνοντάς του τον, του είπε: «Αυτός σας βάζει τους λογισμούς, να μην ακούτε τον Γέροντα και να νυστάζετε στις Ακολουθίες».

 Στρατιωτική θητεία Ο πατήρ Σωφρόνιος, όταν έφθασε την ηλικία των εικοσιτριών ετών, έπρεπε να πάη στρατιώτης, διότι τότε οι μοναχοί δεν απαλλάσσοντο των στρατιωτικών τους υποχρεώσεων. Η Μονή τον ετοίμασε σχετικά, τον εκούρεψε, του έκοψε δηλαδή τα μαλλιά και τα γένεια, και του τα φύλαξε, γιατί έτσι γινόταν τότε. Παρουσιάσθηκε στο Μεγάλο Πεύκο, στις 24 Ιανουαρίου του 1954. Υπηρέτησε στο Μηχανικό και ήταν βοηθός μαγείρου. Κατόπιν, πήρε μετάθεσι για την Θεσσαλονίκη. Στον στρατό ο Γέροντας ήταν υπόδειγμα υπακοής και εργατικώτατος, γι’ αυτό τον αγαπούσαν όλοι, από τον Διοικητή έως τον πιο απλό στρατιώτη. Ποτέ δεν θεώρησε αγγαρεία οποιαδήποτε εργασία του ανέθεταν, αλλά την έκανε με αγάπη, σωστά και καλά. Ο αξιωματικός υπηρεσίας τον σταματούσε πολλές φορές με το ζόρι, για να ξεκουρασθή. Το ήθος και ο ακέραιος χαρακτήρας του πατρός Σωφρονίου έκανε ακόμη και τα πειραχτήρια του στρατού να αργούν, παρ’ όλο που ξέρανε ότι είναι καλόγερος. Τις νηστείες τις κρατούσε όλες: Πάσχα, Χριστούγεννα, 15 Αυγούστου, Αγίων Αποστόλων και, φυσικά, Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή. Πώς τα κατάφερνε;



Ένας συνάδελφός του, μάγειρας, έλεγε σχετικά: «Μέχρι και ελιές, ψωμί και κρεμμύδι έτρωγε μόνον, αρκεί να μη χαλούσε τις διατεταγμένες νηστείες της Εκκλησίας μας». Κάθε ημέρα, ο Διοικητής του επέτρεπε να αποσύρεται για λίγο να προσεύχεται, πέραν της γενικής Προσευχής, επειδή εγνώριζε ότι ήταν καλόγερος. Τις Κυριακές και τις μεγάλες γιορτές του έδινε άδεια να πηγαίνη στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελευθερίου Θεσσαλονίκης, να εκκλησιάζεται και να ψέλνη. Το επίδομα των στρατιωτών, τότε, ήταν 53 δραχμές τον μήνα. Φυσικά, του Παππούλη αυτό το ελάχιστο ποσό όχι μόνο του έφθανε, αλλά με αυτό έκανε ελεημοσύνες, «δάνειζε» τους συναδέλφους του, έδινε σ’ όποιον του ζητούσε. Στον στρατό ο πατήρ Σωφρόνιος αρρώστησε βαρειά. Έκανε υψηλό πυρετό 40°-41°, που δεν έπεφτε. Η κατάστασί του ήταν απελπιστική. Τότε του έκαναν έφοδο χιλιάδες δαίμονες, για να τον τρομάξουν και να τον τρομοκρατήσουν. Όμως, μόνο μέχρι γύρω-γύρω στο κρεββάτι μπορούσαν να φθάσουν. «Αγγίζανε το κρεββάτι», όπως έλεγε ο ίδιος, «αλλά επάνω δεν μπορούσαν να ανέβουν. Γύρω-γύρω μόνο». Οι γιατροί δεν μπορούσαν να βρουν την αιτία. Νοσηλεύθηκε στο 424 Στρατιωτικό Νοσοκομείο Θεσσαλονίκης για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, χωρίς κανένα αποτέλεσμα.

Η κατάσταση του, αντί να βελτιώνεται, χειροτέρευε. Τον έφεραν στην Αθήνα και νοσηλεύθηκε σε διάφορα νοσοκομεία. Τελικά, βρέθηκε ότι πάσχει από την νόσο του Χάνσεν, την γνωστή λέπρα, και μεταφέρθηκε στον Αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών. Ο πατήρ Ευάγγελος Παπανικολάου, ο και ιατρός, θυμάται που του έλεγε ο Παππούλης μας: «»Με παίρνουν φαντάρο και με στέλνουν στην Θεσσαλονίκη. Εκεί αρρώστησα κι άλλο. Με πάνε στον στρατιωτικό γιατρό, μου λέει: «Έχεις αφροδίσια».»Τί έχω;».»Αφροδίσια, τα κόλλησες από γυναίκα». Γελώ, Βαγγέλη μου, γελώ. «Γιατρέ μου, άλλο πράγμα έχω», του λέω. «Δεν έχω αφροδίσια». Ακούς, Βαγγέλη, αφροδίσια», και γέλαγε, γέλαγε. «Και τι έγινε, Γέροντα;», ερώτησα. «Είμαι στο λεωφορείο και έλεγα: «Παναγία μου, Καλυβιανή, τι αρρώστια έχω εγώ;».Με πλησιάζει ένας άνθρωπος και μου λέει: «Πάτερ, να σου πω, είσαι άρρωστος από λέπρα, να πας στο νοσοκομείο, στην Αθήνα. Είμαι κι εγώ άρρωστος άπ’ αύτό.Να πάς στο νοσοκομείο στην Αγία Βαρβάρα»». Επήγε ο πατήρ Ευμένιος στο νοσοκομείο, τον είδαν και του άρχισαν την θεραπεία. Εκεί συνάντησε τον πατέρα Νικηφόρο, που ευωδιάζουν τα λείψανά του».

 Και ο Μόρφου Νεόφυτος μας έλεγε: «Υπήρχε τότε ένας νόμος, που έλεγε ότι έπρεπε οι καλόγεροι, όταν ήταν σε νεανική ηλικία, να πάνε στρατιωτικό. Και τον ξύρισαν. Φανταστείτε τώρα, τον κούρεψαν. Κι αυτός πήγε. Πήγε στον στρατό, στην Θεσσαλονίκη, κι εκεί, για πρώτη φορά, φάνηκε το πρόβλημα της ασθένειας του Χάνσεν, της λέπρας. «Και ήμουν», λέει, «ξαπλωμένος σ’ ένα κρεββάτι και είχα πάρα πολύ πυρετό. Κι εκείνη την ώρα μου είπαν: «Άκουσε, πάτερ Σωφρόνιε, είσαι άρρωστος, πολύ βαρειά άρρωστος, και δεν μπορείς πια να επιστρέψης στο μοναστήρι σου. Αν πας, θα πρέπη να πας για λίγο και μετά θα πρέπη να σε πάνε στο Νοσοκομείο». Όταν έμαθε ότι έπασχε από λέπρα, έλεγε: «Χάρηκα πάρα πολύ». «Χάρηκες;», του λέω. «Ναι, με γέμισε απέραντη χαρά. «Οσο πιο μεγάλη ασθένεια, τόσο πιο μεγάλος σταυρός, τόσο πιο μεγάλη Ανάστασι. Και είπα: Πώ, πώ, πώ, μεγάλο δώρο μου έδωσες, Θεέ μου. Σ’ ευχαριστώ, Χριστέ μου, που μου έδωσες μεγάλο σταυρό. Θα έχω μαζί Σου μεγαλύτερη συμμετοχή στα πάθη Σου, αλλά και μεγαλύτερη συμμετοχή στην Ανάστασί Σου». Άκου ο άνθρωπος! Και ήταν μόλις 20 χρόνων». Αδιάλειπτος αγώνας Στον αντιλεπρικό Σταθμό Αθηνών, ο πατήρ Σωφρόνιος νοσηλεύτηκε επιτυχώς και θεραπεύτηκε τελείως. Η ασθένεια δεν του άφησε καμμία παραμόρφωσι, ούτε το παραμικρό σημάδι. Μετά την θεραπεία του από αυτή τη σοβαρή ασθένεια, παρέμεινε μέσα στον Αντιλεπρικό Σταθμό, από αγάπη για τους πάσχοντας αδελφούς του.

Η Διεύθυνσι του Σταθμού, επειδή ήταν μοναχός, του παρεχώρησε ατομικό κελλάκι, δίπλα στο εκκλησάκι των Αγίων Αναργύρων. Στο κελλάκι αυτό ο Παππούλης πέρασε όλη την υπόλοιπη ζωή του. Εκεί ξανάρχισε τους πνευματικούς αγώνες, που είχε στερηθεί λόγω του στρατού και της ασθενείας του. Καθημερινές ασχολίες του πατρός Σωφρονίου ήταν η φροντίδα για την ευπρέπεια του Ναού, στον οποίο ανέλαβε και καθήκοντα ιεροψάλτου, και η περιποίησι ασθενών, που ήταν παράλυτοι και δεν είχαν κανένα να τους φροντίση. Ακόμη, έφτιαχνε λιβάνι και το μοίραζε σε μοναστήρια και ναούς, και γέμισε τους θαλάμους με ιερές εικόνες και πνευματικά βιβλία. Τα καλοκαίρια πήγαινε για μήνες στο Άγιο Όρος, στο οποίο αναπαυόταν πολύ. Πήγαινε επίσης στην Κρήτη, στην Μονή της μετανοίας του και στην Ιερά Μονή Καλυβιανής, όπου συνεδέθη με τον ιδρυτή της Μητροπολίτη Τιμόθεο, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπο Κρήτης.

 Όταν έκλεισε το Λωβοκομείο της Χίου, του έστειλε ο Άγιος Άνθιμος τον Οσιώτατο μοναχό Νικηφόρο, τυφλό και παράλυτο. Ο πατήρ Σωφρόνιος τον υπηρέτησε με όλη του την ψυχή και καρδιά και τον είχε πνευματικό πατέρα και οδηγό. Ο αντίδικος, όμως, διάβολος φθόνησε την καλή πολιτεία του αγωνιστού Σωφρονίου και τον πολέμησε με σφοδρότητα και τον ταλαιπώρησε πολύ. Τον απάλλαξε διά παντός άπ’ αυτόν η Χάρις του Θεού και της Κυρίας Θεοτόκου. Το 1975, σε ηλικία σαραντατεσσάρων ετών, ο μοναχός Σωφρόνιος χειροτονήθηκε εις πρεσβύτερον και πήρε το όνομα Ευμένιος. Ο πατήρ Ευμένιος συνέχισε τη ζωή του στο Λοιμωδών ως Ιερεύς, διεκρίθη δε και ως άριστος πνευματικός. Μετά την πτώσι του κομμουνιστικού καθεστώτος στην Ρωσσία, πήγε προσκυνηματικό ταξείδι στη Μόσχα, στην Πετρούπολη και στο Κίεβο.

 Με την επιστροφή από εκεί, άρχισαν τα άλλα μεγάλα προβλήματα υγείας: σάκχαρο, ανεπάρκεια νεφρών, προβλήματα οράσεως και τα πόδια του, που έλεγαν οι γιατροί να του τα κόψουν. Έμπαινε και έβγαινε συνεχώς σε νοσοκομεία. Παρ’ όλα αυτά, όμως, έκανε ακόμη μερικά ταξείδια και συνέχιζε τα ιερατικά του καθήκοντα εις το ακέραιον: Ιερές Ακολουθίες και ατελείωτες επισκέψεις σε σπίτια πνευματικών του παιδιών για αγιασμούς, ευχέλαια και εξορκισμούς. Αυτό κράτησε πάνω από οκτώ-δέκα χρόνια, οπότε μπήκε για τελευταία φορά στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός, όπου, στις 23 Μαΐου 1999, απεδήμησε εις Κύριον σε ηλικία έξηνταοκτώ ετών. Ακολουθούν κάποιες μαρτυρίες από τις τελευταίες εκείνες ώρες. Ο Γέροντας Ευμένιος Σαριδάκης με τον μετέπειτα μητροπολίτη Μόρφου Νεόφυτο τότε ως διάκονο στη Ρωσία Στην ημέρα της εορτής τους… Τον σεβαστό Πατέρα Ευμένιο, τον αγαπημένο μας «Παππούλη», εκάλεσε ο Κύριός μας κοντά του στις 23 Μαΐου του έτους 1999, ημέρα Κυριακή, στην μνήμη των Αγίων 318 Θεοφόρων Πατέρων, της εν Νικαία Α΄ Οικουμενικής Συνόδου, γύρω στις τέσσερεις το απόγευμα, ενώ ευρισκόταν στο θεραπευτήριον Ευαγγελισμός.

 Ας σημειωθή, ότι ο Πατήρ Ευμένιος ανήκε στην Μητρόπολι Νικαίας και είναι άξιον θαυμασμού το ότι εφάνη ωσάν να ήλθαν οι Άγιοι προστάτες της μητροπολιτικής του περιφέρειας να παραλάβουν το εκλεκτό και υπερευλογημένο τέκνο τους, την ημέρα της εορτής τους. Η εξόδιος Ακολουθία εψάλη εις τον Ιερό Ναό των Αγίων Αναργύρων, τον οποίο διεκόνησε η αγιότητά του με περίσσια αυταπάρνησι. Ο ενταφιασμός του έγινε την επομένη ημέρα στην ιδιαιτέρα του πατρίδα, το χωριό Εθιά, του νομού Ηρακλείου. Αποχαιρετισμός «Δεν μπορώ να περιγράψω την θλίψι, που είχε στο πρόσωπό του, όταν για τελευταία φορά κλείδωνε την εκκλησία των Αγίων Αναργύρων, των γλυκύτατων και αγαπημένων του Αγίων, όπως συνήθιζε να λέη, και αποχαιρετούσε το άγιο κελλί του. Και τις τελευταίες ευχές για το Ίδρυμα: «Την ευχή μου να έχετε όλοι, την ευχή μου να έχετε όλοι», επαναλάμβανε, ενώ τον έπνιγε ένα βουβό κλάμα, καθώς περνούσαμε για τελευταία φορά τους δρόμους της αγαπημένης του Αθήνας.

 Ευλογούσε συνέχεια και έλεγε: «Ωραία που είναι η Αθήνα! Ωραία Αθήνα, ευλογημένη Αθήνα! Τίποτε άλλο δεν υπάρχει πιο ωραίο από την Αθήνα». Ευλογούσε τους δρόμους, την Ομόνοια, την Αγορά, την Μητρόπολι, την Βουλή των Ελλήνων, τους πάντες και τα πάντα. Ανεξίτηλα έχουν μείνει στην μνήμη μου τα λόγια, που είπε την Πέμπτη 29 Απριλίου του 1999, τα μεσάνυκτα: «Σήμερα ήθελαν πάλι να μου κάνουν αιμοκάθαρσι δύο ώρες. Με τρύπησαν επτά-οκτώ φορές. Με τρύπαγαν αυτές, με τρύπαγαν σαν τον Δεσπότη Χριστό. Μαρτύρησα, μαρτύρησα σαν τον Δεσπότη Χριστό. Γιατί το κάνουν αυτές αυτό;» «Γέροντα», του απαντώ, «δεν θα ήξεραν οι νοσοκόμες». «Θέλετε να αλλάξουμε γιατρούς και νοσοκομείο», του πρότεινα. «Μπά, δεν χρειάζεται», μου απαντάει. «Μου αρέσει πολύ ο Ευαγγελισμός…»».

 Ο τελευταίος Εσπερινός «Για τελευταία φορά ο Γέροντας εισήχθη στον Ευαγγελισμό στις 17 Δεκεμβρίου του 1997 (εορτή του Αγίου Διονυσίου). 1η Μαΐου του 1999. Δεν αισθάνεται καθόλου καλά. 2α Μαΐου. Τον θυμάμαι το βράδυ εκείνο της Κυριακής, με το ραδιοφωνάκι στα χέρια, να παρακολουθή τον Εσπερινό του Αγίου Πέτρου, πολιούχου Άργους. Ήταν ο τελευταίος Εσπερινός, που άκουγε. 3η Μαΐου, 4η Μαΐου, ο Γέροντας χειροτέρευε. Από τους γιατρούς καμμία βοήθεια.

Έλεγε συνέχεια: » Ελάτε, πεθαίνω, πεθαίνω, πεθαίνω…». 5η Μαΐου έως 23η Μαΐου, πονούσε φοβερά όλες αυτές τις ημέρες. Στις 23 Μαΐου του 1999, την Κυριακή των Αγίων Θεοφόρων Πατέρων, στις 4:10 μ.μ., εκοιμήθη». Μετά την κοίμησί του επιτελεί πολλά και μεγάλα θαύματα, όπως το ομολογούν άνθρωποι που υεργετήθηκαν η αυτόπτες μάρτυρες.

 Ο βίος του υπήρξε αρετή και η αρετή βίος.

 Πηγή: Σίμωνος Μοναχού, Πατήρ Ευμένιος – Ο κρυφός άγιος της εποχής μας, Επιμέλεια κειμένου: Μαίρη Αποστολάρα, Πρώτη Έκδοσι, Δεκέμβριος 2009


http://www.pemptousia.gr/