Σελίδες

Παρασκευή 31 Μαΐου 2013

Χωρίς το Θεό όλα είναι απελπισία… (Άγιος Νικόλαος Επίσκοπος Αχρίδος ο Βελιμίροβιτς)



Η σφραγίδα της απελπισίας είναι η αυτοκτονία. 
Αναρωτιέστε, γιατί υπάρχει τόση απελπισία και γιατί υπάρχουν τόσοι απελπισμένοι στην εποχή μας; Από το άδειασμα του μυαλού και την ερημιά της καρδιάς. Ο νους δε σκέφτεται το Θεό και η καρδιά δεν αγαπάει το Θεό. 
Όλος ο κόσμος δεν μπορεί να γεμίσει το ανθρώπινο μυαλό,αυτό μπορεί μόνο ο Θεός να το κάνει. Χωρίς το Θεό ο νους είναι πάντα άδειος και όλες οι γνώσεις που μπαίνουν στο μυαλό πέφτουν στην άβυσσο. 
Η αγάπη όλου του κόσμου δεν μπορεί να γεμίσει την καρδιά του ανθρώπου, επειδή η καρδιά νιώθει πως η κοσμική αγάπη αλλάζει και είναι σαν την παλίρροια και την άμπωτη της θάλασσας. 
Αδερφοί μου, και το μυαλό και η καρδιά μας ανήκουν στο Θεό και μόνο ο Θεός μπορεί να τα γεμίσει με τη δύναμή Του: Να το γεμίσει με τη δική Του χαρούμενη σοφία, με την πίστη και την αγάπη.

—Χωρίς το Θεό όλα είναι αμάθεια.

—Χωρίς το Θεό όλα είναι στεναχώρια.


—Χωρίς το Θεό όλα είναι απελπισία…


http://www.diakonima.gr/

Μπρε, μπρε, μπρε, τι θαύματα κάνει ο Θεός!



Κάποιος ιερεύς, προ του 1940, καθώς μου διηγείτο ένας εγγονός του, πήγε ένα πρωινό, πού ήταν γιορτή, στην Εκκλησία, για να λειτουργήσει. Τα καντήλια ήταν όλα σβηστά, γιατί από κάποιο σπασμένο τζάμι έμπαινε αέρας. Τα είχε σβήσει όλα, ακόμα και το ακοίμητο καντήλι. Στενοχωρήθηκε ο παππούλης, γιατί ήταν ευλαβής. Ψάχνεται για σπίρτα, δεν είχε. Κοιτάζει στο παγκάρι, κοιτάζει στα ντουλάπια, ψάχνει από δω, ψάχνει από κει, δεν βρίσκει τίποτα. Του ‘ρθαν δάκρυα στα μάτια, γιατί έπρεπε να πάει πάλι πίσω στο σπίτι. Ήταν όμως χειμώνας, έβρεχε, φυσούσε δυνατός αέρας, παγωμένος βοριάς, επικρατούσε μεγάλη κακοκαιρία…

Ξαφνικά λοιπόν, γυρίζει πίσω του, κοιτάζει… το θυμιατό ήταν αναμμένο! ‘ Υπήρχαν μέσα κάρβουνα ολοκόκκινα!(Την παλαιά εποχή είχαν κάρβουνα. Τα πρόλαβα κι εγώ βέβαια. Είχαμε ένα μικρό μαγκάλι, άναβε ο καντηλανάφτης από πολύ πρωί τα κάρβουνα, κοκκίνιζαν αυτά και παίρναμε έπειτα με τη μασιά, βάζαμε στο θυμιατό και πάνω σ’ αυτό ρίχναμε το θυμίαμα.)Αφού είδε λοιπόν το θυμιατό αναμμένο και το κοίταζε με έκπληξη, έβαλε ένα χαρτάκι, το άναψε, μ’ αυτό άναψε ένα κερί και με το κερί άναψε πρώτα το ακοίμητο καντηλάκι και υστέρα όλα τ’ άλλα καντήλια. Κάθε τόσο γύριζε και κοίταζε το θυμιατό. και έλεγε:

— Μπρε, μπρε, μπρε, τι θαύματα κάνει ο Θεός! Όταν θέλει, κάνει θαύματα!… τι θαύμα ήταν πάλι τούτο! Ήρθε κατόπιν ο ψάλτης, άρχισε ο Όρθρος, το θυμιατό παρέμενε ολοκόκκινο! Στην ενάτη ωδή, την «Τιμιωτέραν», το παίρνει για να θυμιάση και βλέπει μέσα από το θυμιατό να βγαίνουν ευώδεις στήλες καπνού, σαν να είχε ρίξει μέσα θυμίαμα!

- Μα, εγώ, λέει, δεν έβαλα θυμίαμα! Κύριε, ελέησον! Τέλος πάντων, είπε, και, γυρνώντας προς την Αγία Τράπεζα, πρόσθεσε:

- Θεός είσαι, ό,τι θέλεις κάνεις! Σε λίγο ήρθε ο εγγονός του.

- Μην το πειράξεις, του λέει, καθόλου το θυμιατό. Άφησέ το έτσι, γιατί ο Θεός ό,τι θέλει κάνει, αγοράκι μου, ό,τι θέλει κάνει!…

— Καλά, παππού, είπε το παιδάκι. Όσες φορές λοιπόν χρειάστηκε να θυμιατίσει από την Πρόθεση μέχρι το τέλος της Θείας Λειτουργίας, το θυμιατό ήταν ολοκόκκινο, με αναμμένα τα κάρβουνα και πάντοτε έτοιμο για θυμιάτισμα, έβγαζε από μόνο του και μπροστά στα μάτια του εγγονού θυμίαμα ευώδες! Μόλις το έπαιρνε, έβγαιναν ευωδέστατοι καπνοί μυρίων αρωμάτων, οι όποιοι απλώνονταν σε ολόκληρο τον Ναό. Όλος ο Ναός ευωδίαζε! Έκανε εντύπωση και στους χριστιανούς και, όταν τελείωσε η Θεία Λειτουργία, του έλεγαν:

- «Ε, παπά μου, πού το βρήκες αυτό το καλό θυμίαμα; Στον εγγονό του είπε τα εξής:


- Μην το πεις πουθενά, μόνο όταν πεθάνω. Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει. Θεός είναι, ό,τι θέλει κάνει!… Αυτά έλεγε ο παπα Γιάννης από τον Τσεσμέ…


με τόλμη, αγάπη και θυσία.....




Χριστός Ανέστη, αγαπητοί. Τρίτη Κυριακή από το Πάσχα σήμερα, η Κυριακή των Μυροφόρων(Μάρκου, κεφ. ιε΄ , 43-47 ις΄,1), και η Εκκλησία μας βρίσκει ξανά την ευκαιρία να δοξολογήσει ποιoν άλλον; Τον Αναστάντα. Και φέρνει και εορτάζει ακόμα και τη μνήμη των μαρτύρων της Ταφής και της Αναστάσεως του Κυρίου μας, για να μας βεβαιώσει, αφού μας διαβεβαίωσε και με την Κυριακή του Θωμά, για την Ανάσταση του Κυρίου, που 'ναι το θεμέλιο της πίστεώς μας και της ψυχής μας.
Εδώ, από το Ευαγγέλιο του Μάρκου, το οποίο παραθέτει η Εκκλησία σήμερα, γίνεται λόγος πρώτα για τους μάρτυρες της Ταφής του Χριστού, και ιδίως για τον άγιο Ιωσήφ τον από Αριμαθαίας, ο οποίος την αγία και Μεγάλη Παρασκευή, καθώς ήρχετο βράδυ, ετόλμησε και πήγε στον Πιλάτο και εζήτησε το σώμα του αποθαμένου Ιησού, για να το ενταφιάσει. Θαυμάζομε εδώ την τόλμη του Ιωσήφ, ο οποίος ήταν επίσημο και σπουδαίο μέλος του Μεγάλου Συνεδρίου και άνθρωπος αρετής και καλοσύνης και αγάπης και πλούτου. Είχε μεγάλη κοινωνική θέση και υπεροχή ηθική. Ομως δεν τα λογάριασε καθόλου αυτά μπροστά στην αγάπη του προς τον νεκρό Χριστό μας. Περίμενε κι αυτός, όπως λέει το Ευαγγέλιο, τη Βασιλεία του Θεού.
Και τώρα που είδε αποθαμένο τον αρχηγό της τόλμησε και ζήτησε την άδεια απ' τον Πιλάτο. Κι ο Πιλάτος την έδωκε, αφού πρώτα εβεβαιώθηκε για τον θάνατο, τον πραγματικό θάνατο του Κυρίου μας Ιησού, από τον Εκατόνταρχο. Εχουμε και ακόμα μια μαρτυρία για τον θάνατο του Ιησού από την εξουσία, απ' τον Πιλάτο, κι απ' τον άγιο Ιωσήφ, κι από τις Μυροφόρες γυναίκες,που παρακολουθούσαν από μακριά.

Κι ο Πιλάτος έδωκε, λοιπόν, το σώμα στον τολμηρό Ιωσήφ, στον Ιωσήφ που αγαπούσε τον Ιησού Χριστό και τα έκανε όλα θυσία. Κι εκείνοςαγόρασε καθαρό σεντόνι και αποκαθήλωσε τονΙησού και Τον έβαλε σε μνημείο δικό του, που'ταν σκαμμένο επάνω στην πέτρα, και στο οποίοκανείς δεν είχε μπει ποτέ. Κι αυτό είναι της Θείας Πρόνοιας σημάδι και αγάπη, γιατί οι στρατιώτες φρουρούσαν το στόμιο του μνημείου κιεπειδή απ' αλλού δεν μπορούσε να μπει κανείς,γιατί ήταν πέτρα, δεν υπήρχε περίπτωση να κλέψουν ούτε οι Απόστολοι ούτε κάποιοι άλλοι τοσώμα του Κυρίου. Εβαλαν ένα μεγάλο λιθάρι επάνω και λυπημένος και πονεμένος ο Ιωσήφ αναχώρησε.
Εκείνες όμως που αγαπούσαν πιο πολύ απ'όλους τον Ιησού, δηλαδή οι Μυροφόρες, η μητέρα Του και οι άλλες -Μαρία η Μαγδαληνή και Μαρία του Ιωσήφ είναι η Παναγία-, έβλεπαν πού ετάφη. Και περίμεναν και πέρασε όλη η μέρα του Σαββάτου, που ήτανε αργία και μεγάλη και επίσημη, και την πρώτη μέρα της εβδομάδος -τηνΚυριακή για μας-, πολύ πρωί, πήραν μύρα καιαρώματα και με τόλμη κι εκείνες και αγάπη μεγάλη έτρεξαν στο μνήμα του Κυρίου. Σκεπτόντουσαν λίγο στον δρόμο το μεγάλο λιθάρι κυρίως - τα άλλα τις άφηναν αδιάφορες: κι οι φύλακες κι ο φόβος των Ιουδαίων. Οταν κάποιος αγαπά, η αγάπη, η θεία αγάπη, έξω βάλλει τον φόβον. Κι έτρεχαν, λοιπόν, και εσκέπτοντο του λίθου την μετάθεσιν.

Αλλά όταν έφτασαν, ο λίθος είχε σηκωθεί απ' τον Αρχάγγελο. Κι εκείνος, ως νεανίσκος -διότι οι άγγελοι είναι αθάνατοι και δεν γερνάνε, όπως θα γίνουμε και μεις, άμα κοιμηθούμε κι αναστηθούμε κατά τη Δευτέρα Παρουσία - τους μίλησε για την Ανάσταση. «Σεις ήρθατε εδώ από αγάπη και με τόλμη. Και εγώ με αγάπη και με τόλμη σάς αναγγέλλω την Ανάσταση του Κυρίου. Ηγέρθη δεν είναι εδώ. Ανέστη. Σεις, όμως, να πάτε να Τον συναντήσετε. Να ειπήτε και στους Μαθητάς και Αποστόλους και στον Πέτρο» -συγκινητικό για τον Πέτρο- «ότι θα τους περιμένει στη μικρά Γαλιλαία». Κι εκείνες τότε έφυγαν. Είχαν φόβο, γιατί η Ανάστασις είναι υπερφυσικόν γεγονός. Και ό,τι είναι υπερφυσικό μάς βάνει σε φόβο και σε δέος. Είχαν όμως και έκσταση, δηλαδή χαρά μεγάλη για την Ανάσταση. Και δεν είπαν τίποτα σε κανέναν άλλον, παρά στους Μαθητάς και Αποστόλους. Κι έγιναν οι τολμηρές Μυροφόρες τα δοχεία της μεγάλης αγάπης, έγιναν οι Απόστολοι των Αποστόλων και οι Ευαγγελίστριες γυναίκες.

Και η γενναιότητα και η τόλμη του Ιωσήφ, αλλά κι η μεγάλη αγάπη των Μυροφόρων μάς διδάσκουν ένα πράγμα: να είμεθα τολμηροί στα μεγάλα και υψηλά και να τα κάνουμε με αγάπη και θυσία. Και τότε θα πετυχαίνομε. Και περισσότερο θα κερδίζομε τη Θεία Βασιλεία. Χριστός Ανέστη!


(Του Αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη Το κήρυγμα της Κυριακής)

http://misha.pblogs.gr/

Η καλωσύνη βλάπτει τον αμετανόητο




- Γέροντα, θυμάμαι, μια φορά με είχατε μαλώσει πολύ.

- Αν χρειασθή, πάλι θα σε μαλώσω, για να πάμε όλοι μαζί στον Παράδεισο. Τώρα θα λάβω δρακόντεια μέτρα!... Κοίταξε, έχω τυπικό πρώτα να δώσω στον άλλον να καταλάβη ότι χρειάζεται το μάλωμα και ύστερα να τον μαλώσω. Καλά δεν κάνω; Εγώ, επειδή μαλώνω τον άλλον, όταν βλέπω να κάνη κάτι βαρύ, γίνομαι κακός. Αλλά τι να κάνω; να αναπαύω καθέναν στο πάθος του, για να είμαι τάχα καλός μαζί του, και μετά να πάμε όλοι μαζί στην κόλαση; Ποτέ δεν με πειράζει η συνείδηση, όταν μαλώνω κάποιον ή του κάνω παρατήρηση κι εκείνος στενοχωριέται, γιατί από αγάπη το κάνω, για το καλό του. Βλέπω ότι δεν καταλαβαίνει πόσο πλήγωσε τον Χριστό με αυτό που έκανε, γι’ αυτό τον μαλώνω. Εγώ πονάω, λειώνω εκείνη την ώρα, αλλά δεν με πειράζει η συνείδηση, γιατί τον μάλωσα. Μπορώ να πάω να κοινωνήσω ήσυχος, χωρίς να εξομολογηθώ. Νιώθω μέσα μου μια παρηγοριά, μια χαρά. Γιατί για μένα παρηγοριά και χαρά είναι η σωτηρία της ψυχής.

- Γέροντα, μου περνά ο λογισμός ότι μου μιλάτε παρηγορητικά, ή γιατί δεν σηκώνω την αυστηρότητα ή γιατί μου έχετε πει πολλές φορές να κάνω κάτι και δεν το έκανα, οπότε με αφήνετε.

- Ευλογημένη ψυχή, με την σωτηρία της ψυχής σου θα παίζω; Ο νέος κάνει πρόβες. Ο μεγάλος έχει κρίση και βαδίζει σταθερά. Να νιώθης σιγουριά. Αν δω κάτι στραβό, είτε από μακριά είτε από κοντά, θα σου το πω. Εσύ έχε εμπιστοσύνη και ειρήνευε. Α, δεν μ’ έχετε καταλάβει εμένα! Έτσι εύκολα θα αναπαύω λογισμούς; Όταν βλέπω ότι η ψυχή είναι ευαίσθητη ή συγκλονίζεται ολόκληρη από την συναίσθηση του σφάλματός της, τι να πω; Τότε την παρηγορώ, για να μην πέση στην απελπισία. Όταν όμως βλέπω πέτρα την καρδιά, τότε μιλώ αυστηρά, για να την ταρακουνήσω. Αν ένας προχωράη προς τον γκρεμό και του λέω: «προχώρα, πολύ καλά πας», δεν εγκληματώ; Το κακό με μερικούς είναι που δεν πιστεύουν, όταν τους λες να μην ανησυχούν, και βασανίζονται. Αν δω κάτι κακό, πως δεν θα το πω; Πως να αφήσης τον άλλον να πάη στην κόλαση; Όταν έχης ευθύνη, θα βάλης και τις φωνές, όταν χρειάζεται. Για μένα πιο καλά είναι να μη μιλάω, αλλά δεν μπορώ, όταν έχω ευθύνη.

Ύστερα να προσέξη κανείς το εξής: Μου κάνεις λ.χ. ένα κακό· εγώ σε συγχωρώ. Μου ξανακάνεις κάποιο άλλο κακό· πάλι σε συγχωρώ. Εγώ είμαι εντάξει, αλλά, εάν εσύ δεν διορθώνεσαι, επειδή σε συγχωρώ, αυτό είναι πολύ βαρύ. Άλλο εάν δεν μπορής τελείως να διορθωθής. Να προσπαθήσης όμως να διορθωθής, όσο μπορείς. Όχι να αναπαύης τον λογισμό σου και να λες: «Αφού με συγχωρεί, εντάξει τακτοποιήθηκα και δεν βαριέσαι, δεν χρειάζεται στενοχώρια». Μπορεί κάποιος να σφάλλη, αλλά αν μετανοή, κλαίη, ζητάη με συστολή συγχώρηση, αγωνίζεται να διορθωθή, τότε υπάρχει η αναγνώριση και πρέπει και ο πνευματικός να συγχωράη. Αν όμως δεν μετανοή και συνεχίζη την τακτική του, δεν μπορεί αυτός που έχει την ευθύνη της ψυχής του να γελάη. Η καλωσύνη τον αμετανόητο τον βλάπτει.


http://www.orthodoxfathers.com/

Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Παπα-Χαράλαμπος Διονυσιάτης, ο “νέος ελεήμων”.




Από τις πολλές αρετές που κοσμούσαν την απλή και καθαρή ψυχή του Ηγουμένου παπα-Χαραλάμπους Διονυσιάτου, ξεχώριζε η ελεημοσύνη. Δεν είχε όρια. Τα έδινε όλα. Κανείς δεν έφευγε με άδεια χέρια. Καμμία άλλη αρετή δεν εξομοιώνει τόσο τον άνθρωπο με τον Θεό, όσο η ελεημοσύνη, κατά τον άγιο Χρυσόστομο. Και τον Γέροντα παπα-Χαράλαμπο που είχε την αρετή της ελεημοσύνης, τον συγχωρούν όσοι ευεργετήθηκαν απ’ αυτόν, και φυσικά και ο ίδιος ελεήθηκε από τον Θεό. Αιωνία η μνήμη του π. Χαραλάμπους του ελεήμονος. Μερικά περιστατικά θα δείξουν το μέγεθος της ελεημοσύνης του, που στην εποχή του δεν είχε τον όμοιό του. Θα του άξιζε να χαρακτηρίζεται “νέος ελεήμων”, σαν τον άγιο Ιωάννη τον Ελεήμονα.

Όταν εγκαταστάθηκε στο Κελλί Μπουραζέρι με την συνοδεία του οι προκάτοχοί του Ρώσσοι του άφησαν κληρονομιά αρκετές λίρες. Ο παπα-Χαράλαμπος. επειδή αυτές δεν τις απέκτησε με τον ιδρώτα του, τις πήρε και τις μοίρασε στα Μοναστήρια.

Πολλές φορές, όταν του ζητούσε βοήθεια κάποιος φτωχός, έδινε όλα τα χρήματα που είχε το ταμείο του Κελλιού και υστέρα δεν είχαν να αγοράσουν τρόφιμα.

Οι πατέρες καλλιεργούσαν τον κήπο. Άφηναν έξω από την μάνδρα στον δρόμο, καφάσια με κηπευτικά και μπορούσαν οι περαστικοί να παίρνουν όσα ήθελαν.

Όταν ήταν στο Μπουραζέρι, πολλοί πατέρες της Καψάλας τον είχαν παρηγοριά, Ό,τι χρειάζονταν, πήγαιναν εκεί να το ζητήσουν. Και ο ίδιος με χαρά έδινε περισσότερα απ’ ό,τι του ζητούσαν. Όταν ήθελαν ζώο για να μεταφέρουν κάτι, πήγαινε ο ίδιος να το σαμαρώσει. Όταν στην θεία Λειτουργία έρχονταν πατέρες, ο ίδιος πήγαινε μετά την θεία Λειτουργία στην πόρτα, μην προλάβουν και φύγουν, για να τους κρατήσει να φάνε στην τράπεζα ή να τους δώσει κουμπάνια. Μία φορά έδωσε σ’ έναν ασκητή ένα καρπούζι τόσο μεγάλο, που εκείνος δεν μπορούσε να το σηκώσει.

Πέρασε κάποτε από ένα γυναικείο μοναστήρι της Ηπείρου. Είπε στις αδελφές να τον αφήσουν λίγο να προσευχηθεί μόνος του στην θαυματουργό εικόνα της Παναγίας. Έπειτα άφησε έναν φάκελλο με αρκετά χρήματα. Οι αδελφές συγκινήθηκαν αλλά και θαύμασαν, γιατί τότε είχαν μεγάλη ανάγκη από αυτά τα χρήματα.

Όταν έγινε Ηγούμενος στου Διονυσίου, μοίραζε ευλογίες σε όλους. Έβλεπες στην πύλη του Μοναστηριού αραδιασμένες φιάλες, μπετόνια, νταμιτζάνες που έφερναν οι πατέρες από την έρημο, τις οποίες με εντολή του γέμιζαν κρασί, ρακί, λάδι και τις έδιναν ευλογία στους ασκητές μαζί με κηπευτικά, ψωμί και άλλα τρόφιμα.

Το μοναστήρι του Διονυσίου έχει ένα Μετόχι στην Χαλκιδική χιλιάδων στρεμμάτων δασικής έκτασης. Όταν του ζήτησε γνωστός του Γέροντας μία μικρή έκταση για το Ησυχαστήριό του, ο παπα-Χαράλαμπος ήθελε να του δώσει την μισή.

Ως Ηγούμενος λειτουργούσε κάθε μέρα. Τα χρήματα που του έδιναν για τις Λειτουργίες διάφοροι, δεν τα έβαζε στο ταμείο της Μονής, αλλά τα μοίραζε ελεημοσύνη.

Όταν περνούσε φτωχός με πανταχούσα, ρωτούσε τον κάθε Προϊστάμενο πόσα να του δώσουν. Έπειτα ρωτούσε, πόσο κάνουν όλα μαζί αθροισμένα αυτά που πρότειναν οι προϊστάμενοι και συμπλήρωνε: «Και άλλα τόσα από μένα».

Κάποτε έβαλε κανόνα σε νέο να κάνει έναν αριθμό μετάνοιες. Του φάνηκαν πολλές. «Άφησέ τις», του είπε ο παπα-Χαράλαμπος, «θα τις κάνω εγώ». Ο νέος φιλοτιμήθηκε και ύστερα τις έκανε.

Ζήτησε να εξομολογείται στον παπα-Χαράλαμπο ο διακο-Διονύσιος ο Φιρφιρής και του είπε: «Αν θέλεις να έρθεις σε μένα, πρέπει πρώτα να κλείσεις το μαγαζί». Ο γερω-Διονύσιος τον άκουσε και έκλεισε το μαγαζί εκκλησιαστικών ειδών που είχε στις Καρυές.

Κάποιος ανέφερε στον παπα-Χαράλαμπο ότι ένας γνωστός παπάς λέγει ότι η κανδήλα της Παναγίας στων Ιβήρων δεν κουνιέται μόνη της, αλλά την κουνούν οι καλόγεροι, και του απάντησε: «Να του πεις να βγάλει τα ράσα».

Κάποτε του είπε γνωστός του ότι ο Πατριάρχης ζητά να προσεύχεται γι’ αυτόν. Απορούσε, έκανε τον Σταυρό του και έλεγε: «Και πού με ξέρει έμενα;». Και στενοχωρημένος συμπλήρωνε: «Αλλοίμονο στον μοναχό που έχει όνομα και δεν έχει χάρη».

Κάποτε βρέθηκε στο Κονάκι τους στην Θεσσαλονίκη. Εκείνη την ημέρα είχε εκεί κοντά λαϊκή αγορά. Πήγαινε με τον μοναχό που τον συνόδευε στον κάθε μικροπωλητή, και από την ελεήμονα διάθεσή του αγόραζε κάτι για να τους βοηθήσει. Από την μεγάλη του απλότητα, όταν πέρασε μπροστά από κάποιον που πουλούσε γυναικεία καλλυντικά,

χωρίς να γνωρίζει τι είναι αυτά, αγόρασε και από εκεί κάτι, ενώ το καλογέρι του έλεγε να μην πάρουν για να μη σκανδαλίσουν.

Διηγείτο ο παπα-Χαράλαμπος: «Τις πρώτες δύο-τρεις βραδιές που ήρθα και έμενα στο ασκητήριο του γερω-Ιωσήφ ως κοσμικός, ο διάβολος τέτοια λύσσα είχε, που δε μ’ άφηνε να κοιμηθώ και να κάνω προσευχή. Πάω να κοιμηθώ και να, ο διάβολος επάνω μου ολόκληρος. Πότε σαν σκύλος, πότε σαν άνθρωπος, πότε σαν λιοντάρι. Εγώ από τον φόβο μου σηκωνόμουν και έκανα προσευχή. Έμεινα άυπνος τελείως και την ημέρα δεν μπορούσα να κάνω τα καθήκοντά μου, να προσευχηθώ.

 Όταν με ρώτησε ο Γέροντας  πώς περνώ, του  είπα τί συμβαίνει· με συμβούλεψε, όταν κοιμάμαι και έρχεται ο διάβολος από το ένα μέρος, να γυρίζω από το άλλο. Να κάνεις τον Σταυρό σου, να γυρίζεις από το άλλο πλευρό και θα φύγει, Μη δίνεις σημασία. Θα μάθεις να τον πολεμάς και ύστερα δε θα τον προσέχεις καθόλου. Έτσι πράγματι και έγινε».

«Αφού έπαθα μερικές φορές από το θέλημά μου και είδα ότι ο Γέροντας έχει δίκαιο, έπειτα έβαλα μυαλό. Από τότε ούτε σκεπτόμουν τι θα κάνω. Ό,τι πει ο Γέροντας. Τίποτα δε σκεπτόμουν. “Κάνε παπά αυτό”, μου έλεγε, “νάναι ευλογημένο”, “Πήγαινε, παπά, εκεί”, “νάναι ευλογημένο”. Σαν υποτακτικός δεν είχα στόμα. Μόνο αυτιά. Μου έλεγε ο Γέροντας κάτι και αμέσως έτρεχα να κάνω την εντολή του Γέροντα. Έκτοτε πήρα πολλή χάρη. Όταν άρχισα να μην αντιλέγω στον Γέροντα και στους αδελφούς ακόμη, με επισκεπτόταν η χάρις συχνά. Πλημμύρισα από χάρι κάνοντας υπακοή».

Κάθε Δευτέρα, Τετάρτη  και Παρασκευή, ενώ δούλευε ως συνήθως πάρα πολύ, εξομολογούσε, έκανε τη νύχτα αγρυπνία και πολλές μετάνοιες, δεν έτρωγε τίποτε. Όταν το στόμα του ξηραινόταν, έπινε μόνο λίγο νερό.

Δύο μοναχοί επισκέφθηκαν το μοναστήρι του Διονυσίου. Ζήτησαν να δουν τον γνωστό τους ηγούμενο παπα-Χαράλαμπο και τους είπαν ότι είναι στο γραφείο του. Χτύπησαν την πόρτα λέγοντας το «Δι’ ευχών των αγίων Πατέρων ημών…». Άνοιξε λίγο τήν πόρτα, έβγαλε μόνο το κεφάλι του έξω ο πανοσιώτατος Καθηγούμενος να δει ποιός είναι, και με απλότητα και φυσικότητα τους είπε: «Θέλω ακόμα εικοσιπέντε μετάνοιες να τελειώσω τον κανόνα». Έκλεισε την πόρτα, τελείωσε τις μετάνοιες και ύστερα απλά και εγκάρδια τους κάλεσε να μπουν στο ηγουμενικό γραφείο. Οι πατέρες θαύμασαν την ακρίβεια στην άσκηση και την απλότητα του αγίου Γέροντος.

Ο παπα-Χαράλαμπος έβγαζε με ένα καλογέρι του κοκκινόχωμα και πέρασε κάποιος έφιππος. Το ζώο φοβήθηκε και τον έριξε κάτω. Εκείνος άρχισε να βρίζει τον παπα-Χαράλαμπο με τα χειρότερα λόγια. Ο Γέροντας, ενώ άκουγε τις βρισιές, δεν είπε τίποτε και ήταν ήρεμος.

Έλεγε: «Η μικρή αμέλεια φέρνει την μεγάλη και μετά την πτώση. Η μικρή βία, την μεγάλη βία και αυτή ύστερα τον αγιασμό».

«Εμείς οι Πνευματικό, θα πάμε στην κόλαση από τις πολλές οικονομίες που κάνουμε».

Αγαπούσε ιδιαίτερα τους μοναχούς που έκαναν πολλά κομποσχοίνια. Κάποιος έκανε σε έξι ώρες αγρυπνία 120 τριακοσάρια.

Ήταν τόσο καθαρός και ασκανδάλιστος, ώστε έλεγε: «Να με βάλεις να κοιμηθώ σ’ ένα μπουλούκι γυναίκες μέσα, δεν αισθάνομαι τίποτε». Σε όλη του την ζωή μία φορά έπαθε ενυπνιασμό.

Έλεγε ο παπα-Χαράλαμπος ότι τις σαρκικές αμαρτίες τις αγνοούσε παντελώς. Σαν Πνευματικός αργότερα έμαθε ότι γίνονται σαρκικές αμαρτίες. Τόση καθαρότητα είχε.

Άκουγε στην εξομολόγηση βαρείες αμαρτίες και με απλότητα και απορία έλεγε: «Αλήθεια είναι: Κάνουν όλα αυτά;».

Κάποιος μοναχός στο Μοναστήρι συχνά παρεξηγείτο με τον Ηγούμενο. Πήγαινε το πρωί ο πα­πα-Χαράλαμπος, χτυπούσε την πόρτα του και εκείνος δεν απαντούσε από πείσμα. Του έλεγε παρακλητικά και ταπεινά: «Πάτερ… άνοιξε να συγχωρεθούμε, θα λειτουργήσω», και ήθελε να του βάλει μετάνοια.

Έλεγε: «Όποιος θέλει να πάει στην έρημο πρέπει να έχει δάκρυα. Αν δεν έχει να μην πάει μόνος του».

Έλεγε: «Ο νους στην ακολουθία να πηγαίνει στην ευχή όχι στα ακούσματα».

Ο παπα-Χαράλαμπος ήταν πολύ γερός οργανισμός και επί ώρες προσευχόταν όρθιος. Στην θεία Λειτουργία έκλαιγε συνέχεια και το πρόσωπό του αλλοιωνόταν, γινόταν αγγελικό, έτσι που δεν τον γνώριζες. Όταν τελείωνε την Λειτουργία, το πρό­σωπό του ερχόταν στο φυσικό.

(«Από την Ασκητική και Ησυχαστική Αγιορείτικη Παράδοση», Αγ. Όρος 2011, σ. 655-662)

http://fdathanasiou.wordpress.com/

Τρίτη 28 Μαΐου 2013

Αν ένας δεν ζη κοσμικά, τον κοροϊδεύουν.




- Γέροντα, μερικοί λένε: “Μήπως μόνο σήμερα αμαρτάνει ο κόσμος; Και στην Ρώμη παλιά τι γινόταν!…”

- Μα στην Ρώμη ήταν ειδωλολάτρες στο κάτω-κάτω. Και αυτά που λέει ο Απόστολος Παύλος (1) ήταν για τους ειδωλολάτρες που είχαν βαπτισθή, αλλά είχαν κακές συνήθειες. Να μην παίρνουμε για παράδειγμα τον ξεπεσμό από κάθε εποχή. Σήμερα την αμαρτία την έκαναν μόδα. Βλέπεις, ορθόδοξο έθνος εμείς και πώς είμαστε! Πόσο μάλλον οι άλλοι! Και το κακό είναι που οι σημερινοί άνθρωποι, επειδή η αμαρτία έχει γίνει μόδα, αν δουν έναν να μην ακολουθή το ρεύμα της εποχής, να μην αμαρτάνη, να είναι λίγο ευλαβείς, τον λένε καθυστερημένο, οπισθοδρομικό.

Αυτοί οι άνθρωποι το να μην αμαρτάνουν το θεωρούν προσβολή και την αμαρτία την θεωρούν πρόοδο. Αυτό είναι το χειρότερο από όλα. Αν οι σημερινοί άνθρωποι που ζουν στην αμαρτία τουλάχιστον το αναγνώριζαν, θα τους ελεούσε ο Θεός, Αλλά δικαιολογούν τα αδικαιολόγητα και εγκωμιάζουν την αμαρτία. Αυτό είναι και η μεγαλύτερη βλασφημία κατά του Αγίου Πνεύματος, την αμαρτία να την θεωρούν πρόοδο και το ηθικό να το λένε κατεστημένο. Γι’ αυτό έχουν μεγάλο μισθό, μεγάλη αξία, αυτοί που αγωνίζονται στον κόσμο και διατηρούν καθαρή ζωή.

Παλιά, αν ένας ήταν διεστραμμένος ή μέθυσος, ντρεπόταν να βγη στην αγορά, γιατί θα τον περιφρονούσαν. Η μια, αν ήταν λιγάκι παραστρατημένη, δεν τολμούσε να βγη έξω. Και ήταν κατά κάποιο τρόπο αυτό ένα φρένο. Σήμερα, αν είναι ένας σωστός, μια κοπέλα λ.χ. αν ζη με ευλάβεια, λένε: “Βρε, πού ζη αυτή!” Αλλά και γενικά, αν οι κοσμικοί έκαναν μια αμαρτία, οι καημένοι, αισθάνονταν την αμαρτωλότητά τους, έσκυβαν και λίγο το κεφαλάκι τους και δεν ειρωνεύονταν έναν που ζούσε πνευματικά, αντίθετα τον καμάρωναν.

Τώρα ούτε ενοχή αισθάνονται ούτε σεβασμός υπάρχει. Τα ισοπέδωσαν όλα. Αν ένας δεν ζη κοσμικά, τον κοροϊδεύουν.

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ – ΛΟΓΟΙ Α΄ – ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ)


Η Ευχή στη καθημερινότητα.




Στήν ώρα τής διακονίας (εργασίας) μας, ή οτιδήποτε άλλο κάνουμε, αντί νά αργολογήσουμε, αντί νά συζητήσουμε, αντί να πούμε ιστορίες, αντί νά πούμε πνευματικά, καλύτερα είναι νά λέμε τήν "ευχή".

Γιατί μέσα καί στά πνευματικά ακόμη θά υπάρχει καί μία κατάκριση, ένα κουτσομπολιό, μία αργολογία, μία μεμψιμοιρία,, θά υπάρξουν αστεϊσμοί, διάφορα.

Όταν μάς έρχεται διάθεσις γιά συζήτηση, όταν μάς πιάνει πλήξη, μάς πιάνει στενοχώρια, νά ξέρετε είναι γιατί δέν κυνηγάμε τήν "ευχή".

Νά τήν κυνηγήσουμε, όπως τήν κυνηγούσαν οί Πατέρες οί άγιοι, όπως τήν κυνήγησαν πνευματικοί άνθρωποι στόν κόσμο καί αισθάνθηκαν τήν Χάρι τού Θεού.

Γιορτές καί Κυριακές πού έχουμε περισσότερο χρόνο νά λέμε τήν "ευχή" (Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με), νά τόν εκμεταλευώμαστε τόν χρόνο.

από τό βιβλίο: Γερόντισα Μακρίνα - Λόγια Καρδιάς, εκδόσεις Ιεράς Μονής Παναγίας οδηγήτριας Πορταριά Βόλου.

Δευτέρα 27 Μαΐου 2013

Ό θυμός του Αγίου Τύχωνα του Ζάντονσκ




Ό Άγιος Τύχων του Ζάντονσκ είχε φύση εκρηκτική.

Θύμωνε συχνά με τους ανθρώπους, μετάνιωνε, καί πάλι θύμωνε. Αυτή τήν αδυναμία του όμως τήν συναισθανόταν πιο έντονα άπ’ ότι οποιοσδήποτε άλλος. Πολύ προσευχόταν στο Θεό, να τον διορθώσει και να τον σώσει ο Θεός από τον τόσο οργίλο χαρακτήρα του. Καί πράγματι, κατά την Πρόνοια του Θεού του συνέβη κάτι που θα τιθάσευε γιά πάντα το θυμό του και θα τον οδηγούσε στην ταπεινοφροσύνη καί τη συντριβή.

Μετά από μία προσευχή στην οποία ζητούσε άπ’ το Θεό μιά αρρώστια που να τον θεραπεύσει άπ’ το θυμό, κοιμήθηκε, και στό όνειρο του είδε τον εαυτό του μέσα σ’ ένα ναό. Βγαίνει ο ιερέας από το ιερό κρατώντας στα χέρια του ένα μικρό παιδί, σκεπασμένο με διαφανές μαντίλι. Ο Άγιος πλησίασε το παιδί, το κοίταξε, και ρώτησε τον ιερέα «ποιό είναι τ’ όνομα του παιδιού»;

Ο ιερέας του απάντησε. «Βασίλειος» (που στά ελληνικά σημαίνει Βασιλιάς). Τότε ο Τύχων κατέβασε το μαντίλι άπ’ το παιδί καί το φίλησε στο δεξί μάγουλο. Εκείνη τη στιγμή το παιδί τον χτύπησε με το δεξί του χέρι στ’ αριστερό μάγουλο τόσο δυνατά, ώστε φώναξε άπ’ τον πόνο καί ξύπνησε. Αισθάνθηκε ότι τον πονά ολόκληρη η αριστερή πλευρά από την κορυφή ως τα νύχια. Ευχαρίστησε το Θεό, και από τότε ποτέ πιά δε θύμωνε σε κανέναν και γιά τίποτα. 

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

ΑΠΟ ΤΗΝ ΦΕΤΙΝΗ ΓΙΟΡΤΗ ΚΑΙ ΛΙΤΑΝΕΙΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ

Πλήθος κόσμου και φέτος γιορτάσαμε την ανάμνηση του μεγάλου θαύματος του πολιούχου Μυτιλήνης Αγίου Θεοδώρου του Βυζαντίου.
Φέτος ο κόσμος ήταν πολύς αλλά αυτό που ήταν εντυπωσιακό ήταν η πνευματική συμμετοχή του κόσμου στην γιορτή.
Ο πονεμένος κόσμος ήρθε και εναπόθεσε το πόνο του, τη αγωνία του, την αρρώστια του στον Προστάτη Άγιο μας που σαν φιλόστοργος  Πατέρας τρέχει και προτρέχει να ικανοποιήσει τις ανάγκες των παιδιών του . Οι περισσότεροι Μυτιληνιοί έχουν εμπειρίες από τον Άγιο Θεόδωρο και δικαίως είναι Προστάτης της Πόλης της Μυτιλήνης αλλά και όλου του νησιού μαζί με τους άλλους ένδοξους Αγίους μας!!!

ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ-ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ

































Σάββατο 25 Μαΐου 2013

Ο Αγιος Θεόδωρος ο Βυζάντιος και τα ..φυστίκια της Μαρίας



Το περιστατικό εξελίσεται στην Μυτιλήνη, και αφορά μία αδελφή από τις πιο αγαπημένες μου. Θα την αποκαλώ Μαρία (δεν είναι αυτό φυσικά το όνομά της) .

Είναι Τετάρτη μεσημέρι και η αδελφή επιστρέφει από προσκύνημα στον ταξιάρχη του Μανταμάδου. Η ώρα είναι 16.00, και το καράβι που θα την μεταφέρει στον Πειραιά θα φτασει στο λιμάνι στις 17.30. Ετσι η αδελφή, βλέποντας πως προλαβαίνει αποφάσισε να περάσει από την Μητρόπολη της Μυτιλίνης και να χαιρετίσει τον Αγιο Θεόδωρο τον Βυζάντιο, του οποίου ολόκληρο το σκήνωμα φυλάσσεται στον ναό.

Κρατούσε στο χερι της μία ζακέττα όλη κι όλη και το σακουλάκι με τα φυστίκια που είχε αγοράσει για να μασουλάει στο πλοίο μιας και ήταν ημέρα νηστείας…αποσκευές δεν είχε, εκτός από την τσάντα που όλες οι γυναίκες κουβαλάμε πάντοτε μαζί μας με τα απαραίτητα.

Σκέφτηκε πως προλαβαίνει να του κάνει την παράκλησή του…. Προχωρώντας προς τον ιερό ναό αναρωτιόταν αν θα τον ευρισκε ανοικτο μιας και ήταν μεσημέρι….χαμένη στην σκέψη ότι ακόμα και αν ο ναός είναι κλειστός θα κάνει την παράκληση απέξω εφτασε στα σκαλοπάτια του και με χαρά της διαπίστωσε πως όχι μόνον ήταν ανοικτες οι πόρτες του αλλά ήταν και όλοι οι πολυελαιοι αναμένοι.. Μπήκε μέσα βιαστικά, ακούμπησε τα πράγματα της σε μία καρέκλα, φορεσε το μαντήλι της και παίρνοντας το βιβλίο με την παρακληση πλησίασε το σκήνωμα.

Τελείωσε τον παρακλητικό κανόνα, προσκύνησε και έκανε να φύγει….πήρε την τσαντα της από την καρέκλα και προχωρησε στην εξοδο. Δεν είχε προλάβει να κατέβει όλα τα σκαλοπάτια του Ναού, όταν θυμήθηκε …..τα φυστίκια και όπως είναι φυσικό γύρισε πίσω για να τα πάρει. Μα έκπληξη την περίμενε , όταν κοιτώντας πίσω είδε την πόρτα κλειστή…τα φωτα σβηστά….

Αναρωτιόταν τι συνέβη, τρία σκαλοπάτια είχε προλάβει να κατέβη…είπε να φυγει, μα θυμήθηκε πως δεν είχε τίποτα άλλο για φαγητό και πως θα την «εβγαζε» στο ταξίδι….?

Ετσι κατευθύνθηκε προς το γραφείο του ιερέως που βρίσκεται στο υπόγειο του ναού από την πλαινή πλευρά….Μπήκε μέσα και τον παρακάλεσε να της ανοίξει για να πάρει τα….πράγματά της (δεν τόλμησε να πει στον ιερέα για φυστίκια, πίστεψε πως δεν θα της ανοιγε για κάτι τετοιο). Εκείνος, εκπληκτος την ρωτησε πότε συνέβη το περιστατικό κυττώντας την με ύφος που δεν έδειχνε να πιστεύει και πολύ αυτό που του έλεγε….

-            Τωρα πριν λίγο ….δεν είναι ούτε πέντε λεπτά….μα πως κλείσατε την πόρτα και δεν σας είδα….

-            Κυρία μου, καταλαβαίνετε τι μου λέτε…? Εγώ ο ίδιος κλείδωσα στις 15.00 και μόνον εγω εχω αυτά τα κλειδιά, της είπε κουνώντας μάλιστα στα χέρια του τα κλειδιά του ναού. Τυχαία με βρήκατε εδώ…δεν εφυγα σήμερα είχα καποιες επιστολές να φτιάξω…

-            Μα δεν μπορεί, σας λέω, πριν λίγο ήμουν μέσα, και εκανα την παρακληση. Όλα τα φωτα ήταν αναμένα και αφησα στην καρέκλα τα πραγματά μου…Σας παρακαλώ πάτερ, μην παίζετε με τον πόνο μου….ανοίξτε μου σας παρακαλώ να τα πάρω….

Λίγα λεπτά μετά και με τις πιέσεις της Μαρίας να ανοιχτεί η πόρτα της εκκλησιάς ο ιερέας υποχώρησε περισσότερο για να της αποδείξει πως μάλλον τρελλάθηκε…

Προχώρησαν μαζί, ξεκλείδωσε την πόρτα και η Μαρία κατευθύνθηκε στην καρέκλα που είχε αφήσει τα πράγματα. Έκπληκτος ο ιερέας την κοιτούσε να παίρνει την ζακέτα της και αρχισε να σταυροκοπιέται….Η Μαρία μάταια εψαχνε γύρω τριγύρω για τα φυστίκια…

Πήρε την ζακέτα και προχωρησε προς την έξοδο. Κανείς δεν γνωρίζει αν ο ιερέας την άκουσε καθώς μονολογούσε απευθυνόμενη στον Αγιο…. «χαλάλι σου τα φυστίκια μου άγιε του Θεού, με το θάυμα που με αξίωσες να ζήσω σήμερα…».

Από τότε δεν παραλείπει ποτέ, σε κάθε επίσκεψη στο αγιονήσι, να περάσει από την μητρόπολη και να κάνει στον Αγιο Θεόδωρο τον Βυζάντιο, την παράκλησή του...Μόνο που φροντίζει αυτό να μην ξαναγίνει μεσημεριανές ώρες που η εκκλησιά ειναι κλειστη...


http://orthodoxia.forumup.gr/

Ο πόνος της Παναγίας (από τις σημειώσεις του Αγίου Σιλουανού)




Όταν η ψυχή κατέχεται από την αγάπη του Θεού, τότε, ω, πώς είναι όλα ευχάριστα, αγαπημένα και χαρμόσυνα! Η αγάπη, όμως, αυτή συνεπάγεται θλίψη· και όσο βαθύτερη είναι η αγάπη, τόσο μεγαλύτερη είναι και η θλίψη.

Η Θεοτόκος δεν αμάρτησε ποτέ, ούτε καν με το λογισμό, και δεν έχασε ποτέ τη χάρη, αλλά και Αυτή είχε μεγάλες θλίψεις. Όταν στεκόταν δίπλα στο Σταυρό, τότε ήταν η θλίψη Της απέραντη σαν τον ωκεανό, και οι πόνοι της ψυχής Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτεροι από τον πόνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο, γιατί και η αγάπη Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ στον Παράδεισο.

Και αν επέζησε, επέζησε μόνο με τη θεία δύναμη, με την ενίσχυση του Κυρίου, γιατί το θέλημά Του ήταν να δει η Θεοτόκος την Ανάσταση και ύστερα, μετά την Ανάληψή Του, να παραμείνει παρηγοριά και χαρά των Αποστόλων και του νέου χριστιανικού λαού.

Εμείς δεν φτάνουμε στο πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και γι’ αυτό δεν μπορούμε να εννοήσουμε πλήρως το βάθος της θλίψεώς Της. Η αγάπη Της ήταν τέλεια. Αγαπούσε άπειρα τον Θεό και Υιό Της, αλλ’ αγαπούσε και το λαό με μεγάλη αγάπη. Και τί αισθανόταν άραγε, όταν εκείνοι, που τόσο πολύ η ίδια αγαπούσε και που τόσο πολύ ποθούσε τη σωτηρία τους, σταύρωναν τον αγαπημένο της Υιό;

Αυτό δεν μπορούμε να το συλλάβουμε, γιατί η αγάπη μας για τον Θεό και τους ανθρώπους είναι λίγη. Κι όπως η αγάπη της Παναγίας υπήρξε απέραντη και ακατάληπτη, έτσι απέραντος ήταν και ο πόνος της που παραμένει ακατάληπτος για μάς.

(…)

Η Θεοτόκος δεν παρέδωσε στη Γραφή ούτε τις σκέψεις Tης ούτε την αγάπη Tης για τον Υιό και Θεό Tης ούτε τις θλίψεις της ψυχής Tης κατά την ώρα της σταυρώσεως, γιατί ούτε και τότε θα μπορούσαμε να τα συλλάβουμε. Η αγάπη Tης για τον Θεό ήταν ισχυρότερη και φλογερότερη από την αγάπη των Χερουβείμ και των Σεραφείμ, και όλες οι δυνάμεις των αγγέλων και αρχαγγέλων εκπλήσσονται με Αυτήν.

Πηγή: Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ), Ο Άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης, εκδ. Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Έσσεξ Αγγλίας, ενδέκατη έκδοση, σελ. 467-472).

http://www.diakonima.gr/

ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΩΣ ΤΩΝ ΛΟΓΙΣΜΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΩΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ




1. Είπε γέρων: «Σήμερα κοιτάζουμε να αγιάσουμε με λίγο κόπο».

2. Είπε πάλι: «Όσο περισσότερο κοπιάζεις, τόσο περισσότερη χάριν και χαρά
απολαμβάνεις. Και συνέχισε. Μπορούσε να πληρώσει την καρδιά μας ο Θεός
με τόση μακαριότητα και αγάπη και θείον έρωτα, ώστε να πέσουμε κάτω, μην
αντέχοντας αυτήν. Αλλά τότε θα εγκαταλείψουμε τα μοναστήρια και θα
κλεινόμασταν στα σπήλαια. Οι κοσμικοί θα εγκατέλειπαν τις υποθέσεις τους
και τις φροντίδες τις οικογένειας και τα παιδία τους. Για αυτό ο Θεός που είναι
αγάπη, δεν μας πληροί με τέτοια αγάπη και θεία μακαριότητα».

3. «Είναι βαρεία η καλογερική Γέροντα»; Ρώτησαν κάποιον σοφό μοναχό. «Δεν
είναι βαριά. Έρχεται καιρός που, όταν λησμονήσεις τον εαυτό σου, βλέπεις ότι
είναι το πιο ανάλαφρο φορτίο» – είπε.

4. Είπε ένας ερημίτης: «Αν όσα χρωστάς σ` αυτήν την ζωή τα ξεπληρώσεις τότε
σώζεσαι. Αν φας όμως και καμία παραπάνω, παίρνεις και κανένα φράγκο
παραπάνω. Αν φάει κάποιος ξύλο άδικα, τότε έχει καθαρό μισθό. Πολλές
φορές δηλαδή, ανθρώπους με πολλή καλή ζωή συμβαίνει να τους βρίσκουν τα
χειρότερα. Εάν ο Θεός επιτρέπει, γιατί επιτρέπει;
Ας φέρω ένα καλό παράδειγμα. Είναι μια πολλή καλή οικογένεια. Και ο
άνδρας πολύ καλός και η γυναίκα πολύ καλή και τα παιδάκια πολύ καλά.
Όλοι εκκλησιάζονται, κοινωνούν κ.λ.π. Για μια στιγμή περνά ένας
μεθυσμένος ή τρελός, χτυπάει την οικογενειάρχη και τον σκοτώνει. Στα καλά
καθούμενα. Μετά, όσοι άνθρωποι είναι απομακρυσμένοι από τον Θεό, λένε.
Για δες τον. Βλέπετε; Πηγαίνει με το σταυρό στο χέρι για αυτό το έπαθε.
Αυτό είναι αναίδεια. Επιτρέπει ο Θεός να παθαίνουν και άνθρωποι χωρίς να
φταίνε καθόλου, για να δίνει την ευκαιρία στους τελείους αναιδείς να λένε,
ότι είπε και ο καλός ληστής. Τι βλέπουμε στους δυο ληστές; Ο ένας έβρισε τον
Χριστό, αν είσαι Θεός κατέβα κάτω κ.λ.π. λέει ο άλλος. Δεν φοβάσαι τον Θεό;
Εμείς δικαίως ταλαιπωρούμαστε. Ο άνθρωπος δεν έκανε τίποτα. Δεν
φοβάσαι τον θεό;
Δηλαδή, για να δώσει ο Θεός την ευκαιρία στους αναιδείς να συνέλθουν,
επιτρέπει να πάθουν μερικοί, χωρίς να φταίνε. Ενώ αυτοί που παθαίνουν,
μπορεί να είναι τα πιο αγαπημένα παιδία του Θεού. Στο παράδεισο ο θεός
πιστεύω δεν θα τους πει. Καθίστε σε αυτήν τη θέση. Αλλά διαλέξτε τον
καλύτερο τόπο. Καταλάβατε; Έτσι είναι. Με το να ζητάμε το δίκαιο μας τα
χάνουμε όλα. Χάνουμε και την ειρήνη μας, Χάνουμε και τον μισθό μας».

5. Ρώτησε κάποιος ένα γέροντα πόσα χρόνια έχει στο Άγιο Όρος και του
απάντησε: «Χρόνια πολλά έχω, προκοπή δεν έχω. Και τα τσακάλια στην έρημο
ζουν, αλλά τσακάλια μένουν».

6. Είπε γέρων: «Όσο πνευματικότερος είναι ο άνθρωπος, τόσο λιγότερα
δικαιώματα ζητάει απ’ αυτή τη ζωή».

7. Συμβούλευε ένας φωτισμένος μοναχός: «Να έχεις αγάπη προς όλους, αλλά
ιδιαίτερες σχέσεις με κανένα».

8. Έλεγε ο γέρων Ιωσήφ ο Ησυχαστής: «Ο κυριότερος σκοπός του διαβόλου είναι
να κτυπήσει την πίστη κι έτσι να ρεζιλέψει τον άνθρωπο ως προδότη και
αρνητή».

9. Μου είπε κάποτε προ ετών ο σεβαστός γέρων Γεράσιμος ο Υμνογράφος: Ο
άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι το μόνο το οποίο αδυνατεί να πράξει ο
Παντοδύναμος Θεός είναι το να ενωθεί με τον ακάθαρτο άνθρωπο. Σε αυτό
αδυνατεί.

10. Έλεγε σε εμάς ο γέρων Μόδεστος ο Κωνσταμονίτης: Έχετε την εκούσια
τύφλωση. Μην βλέπετε τα σφάλματα των άλλων.

11. Eίπε γέρων: Το θέμα της σωτήριας μας δεν είναι θέμα ευκαιρίας ή σύμπτωσης,
αλλά θέμα εργασίας και βίας. «Βιάστε αρπάζουσιν την Βασιλεία των
Ουρανών».




http://oparadeisos.wordpress.com

Απαιτώ, Παναγία μου, το παιδί μου να γίνει καλά. Ένα θαύμα κατ' απαίτηση...




Το θαύμα, που θα εξιστορηθεί τώρα, δυστυχώς, όπως έδειξαν τα πράγματα, δεν έγινε κατ᾿ ευδοκίαν Θεού αλλά κατ᾿ απαίτησιν κάποιας μητέρας, που θεώρησε η δυστυχής τη δική της γνώμη και επιθυμία πιο σωστή από τη Θεία απόφαση που είχε ληφθεί για το καλό του παιδιού της. Γι᾿ αυτό και μπαίνοντας στην εκκλησία της Παναγίας μαζί με άλλους συμπροσκυνητάς, διότι είχε έρθει με πούλμαν από ένα μεγάλο χωριό του νομού Αχαΐας, φώναζε•

―Απαιτώ, Παναγία μου, το παιδί μου να γίνει καλά.

Όταν της υπεδείχθει ότι δεν πρέπει να λέη στην Παναγία «απαιτώ», εκείνη είπε·

―Το απαιτώ, γιατί το παιδί μου είνε 28 χρονών και έχει μικρό παιδάκι και οι γιατροί είπαν ότι σε 15 μέρες θα πεθάνη, γιατί έχει ολικό καρκίνο.

Όσοι την άκουσαν να προσεύχεται κατ᾿ αυτό τον τρόπο, προσπάθησαν να την συμβουλεύσουν· της είπαν, πως στην προσευχή πρέπει να παρακαλούμε και όχι να απαιτούμε, γιατί ο Θεός, ο πραγματικός πατέρας των ανθρώπων, αγαπά το πλάσμα Του απείρως περισσότερο ακόμη κι από μία μάνα. Επί πλέον της είπαν ν᾽ αφήσει το παιδί της στα χέρια της Παναγίας να το σώσει, γιατί Εκείνη δίνει τη βοήθειά της κατά το συμφέρον του κάθε ανθρώπου. Αυτή όμως, δυστυχώς, πιο εξαγριωμένη φώναζε·

―Απαιτώ, απαιτώ, Παναγία μου, το παιδί μου να γίνει καλά!!

Δεν ήθελε να καταλάβει πως κανείς δεν πρέπει να απαιτεί, γιατί η Παναγία, σαν στοργική Μάνα, ξέρει καλύτερα απ᾽ όλους μας τι είνε καλύτερο πρώτα για την σωτηρία της ψυχής μας. Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός μάς έδωσε το υπόδειγμα της σωστής προσευχής· «Πάτερ μου, ει δυνατόν εστι, παρελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο, πλην ουχ ως εγὼ θέλω, αλλ’ ως συ» (Ματθ. 26,39) Την τελευταία απόφαση την αφήνουμε στην αλάνθαστη και σωτήρια κρίση του Θεού.

Μετά από ένα περίπου χρόνο, κάποιος από τους προσκυνητάς που είχαν έρθει με την εν λόγω μητέρα, ξαναήλθε να προσκυνήσει την Χάρη Της και έλεγε μεγαλοφώνως μπροστά στην εικόνα της Παναγίας·

―Παναγία μου, το θέλημά Σου να γίνεται, μα το κακό που είδα στο χωριό μου!…

Όταν ρωτήθηκε τι έγινε στο χωριό του, απάντησε και διευκρίνισε πότε είχε έρθει και για ποιο περιστατικό μιλούσε. Αναφερόταν στην περίπτωση της κυρίας που φώναζε το «απαιτώ». Τότε η ηγουμένη τον ρώτησε·

―Τι έγινε ο γιος της κυρίας;

―Έγινε καλά, αλλά τώρα δεν υπάρχει ούτε αυτός ούτε οι γονείς του.

Στην απορία «γιατί;» ο προσκυνητής απήντησε με θλίψη·

―Όταν ο γιος της έγινε καλά, πήγε σ᾽ ένα νυχτερινό κέντρο και συνδέθηκε με την εκεί τραγουδίστρια. Έφυγε από το σπίτι του και έμενε στην τραγουδίστρια.

Οι γονείς του, που στενοχωρούντο για την παράνομη αυτή συμπεριφορά του, όταν τον συναντούσαν τον συμβούλευαν να αλλάξη τακτική.

―Δεν κάνει, παιδί μου, του έλεγαν· έχεις νέα γυναίκα και μικρό παιδί, γύρισε σπίτι σου.

Επειδή όμως ο γιος ενωχλείτο από τις συμβουλές των γονέων του, μια μέρα που θύμωσε πολύ εναντίον τους, πήρε το κυνηγετικό του όπλο (γιατί ήταν και κυνηγός) σκότωσε τη μάνα του και τον πατέρα του και εν συνεχεία αυτοκτόνησε!

Όσοι άκουσαν το περιστατικό έφριξαν. Μητροκτόνος, πατροκτόνος και αυτόχειρας!

Δεν ήταν απείρως καλύτερα να φύγη με έναν φυσιολογικό θάνατο, και μάλιστα εξιλεωτικό, όπως γίνεται όταν υπομένει ο ασθενής την αρρώστια του; Η Παναγία δεν ήξερε καλύτερα; Η σαρκική του μάνα απαιτούσε την υγεία του σώματος και αγνοούσε τον κίνδυνο του χαμού της ψυχής του παιδιού της, που τώρα είνε αιώνιος. Ενώ η στοργική Παναγία, γνωρίζοντας τον κίνδυνο, προσπάθησε να το εξιλεώση με την αρρώστια, για να σωθή η ψυχή του. Η παράλογη απαίτηση της μάνας το κατεδίκασε αιωνίως.

Είθε με απόλυτη εμπιστοσύνη να αναθέτουμε κάθε πρόβλημά μας, χωρίς υποδείξεις λύσεως, στην Παναγία· και Εκείνη, να πιστεύουμε απόλυτα, ό,τι επιτρέψει θα είνε και η καλύτερη λύση των προβλημάτων μας κατά το «γενηθήτω το θέλημά Σου».

[το κείμενο αυτό μας έστειλε αναγνώστης μας διά του διαδικτύου]
ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗ ΣΠΙΘΑ
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2012
ΑΡ. ΦΥΛ. 703

4synodoiporoi.blogspot.com
panagiaalexiotissa.blogspot.com

Να βοηθούμε ο ένας τον άλλον - π. Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης



 Ο Θεός θέλει να είμεθα στην καθημερινή μας ζωή τέτοιοι, ώστε να μας αγαπούν οι άλλοι και να μας νοιώθουν ευχάριστους. 

Να μπορούν να επικοινωνούν μαζί μας, να πουν τη χαρά τους, τη λύπη τους, τα προβλήματά τους.

 Να νοιώθουν ότι είμαστε καρδιές που ζούμε κοντά η μία στην άλλη και μπορούμε να βοηθούμε ο ένας τον άλλον.

Αρχιμανδρίτης Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης 

panagiaalexiotissa.blogspot.g