http://misha.pblogs.gr
Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως του Κυρίου δεηθώμεν...........Κύριε ελέησον.... المسيح قام ..... حقا قام ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ .... ВОИСТИНУ ВОСКРЕСЕ
Σελίδες
▼
Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014
Τετάρτη 30 Ιουλίου 2014
Ο ΑΓΙΟΣ ΚΑΙ ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ ΜΕΓΑΛΟΜΑΡΤΥΡΑΣ ΠΑΝΤΕΛΕΗΜΩΝ
Τὸν καιρὸ ποὺ τὰ μαῦρα σύννεφα τῆς εἰδωλολατρείας σκέπαζαν ἀπειλητικὰ
ὅλη τὴν οἰκουμένη, στὰ τέλη δηλαδὴ τοῦ τρίτου αἰώνα μετὰ Χριστόν, γεννήθηκε στὴ
Νικομήδεια τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ὁ Ἅγιος μεγαλομάρτυρας Παντελεήμων. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη
αὐτοκράτορας τῆς Ρώμης ἦταν ὁ φοβερὸς διώκτης τῶν Χριστιανῶν, ὁ Μαξιμιανός.
Ὁ πατέρας του λεγόταν Εὐστόργιος καὶ ἦταν εἰδωλολάτρης ἀξιωματοῦχος,
μέλος τῆς συγκλήτου. Ἡ μητέρα του λεγόταν Εὐβούλη καὶ ἦταν θερμὴ Χριστιανή. Τὸ ὄνομα
ποὺ ἔδωσαν στὸ παιδί τους ἦταν Παντολέον.
Ὁ Παντολέον ἦταν πολὺ ἔξυπνος, εὐγενικός, ἐπιμελής, ταπεινὸς
καὶ πράος, γεμάτος ἀρετή, παρ’ ὅλο ποὺ ἀκόμη δὲν εἶχε βαπτιστεῖ Χριστιανός. Ὅταν
μεγάλωσε, ὁ πατέρας του τὸν παρέδωσε σ’ ἕνα φημισμένο γιατρό, τὸν Εὐφρόσυνο ,
γιὰ νὰ τοῦ διδάξει τὴν ἰατρικὴ ἐπιστήμη. Σὲ λίγο καιρὸ ὁ Παντολέον ξεπέρασε ὅλους
τους συνομήλικούς του στὴν μόρφωση καὶ ὅλοι μιλοῦσαν μὲ θαυμασμὸ γιὰ τὸ
χαρακτήρα του. Ὁ ἴδιος ὁ αὐτοκράτορας, μαθαίνοντας γιὰ τὴν ἀρετὴ καὶ τὴν ἐξυπνάδα
του, τὸν προόριζε γιὰ νὰ γίνει γιατρὸς στὸ παλάτι, ὁ γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων.
Τὸν ἴδιο καιρὸ ὁ γέροντας ἱερέας τῆς Νικομήδειας Ἐρμόλαος,
φωτισμένος ἀπὸ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα κάλεσε στὸ σπίτι ποὺ κρυβόταν τὸν Παντολέοντα γιὰ
νὰ τὸν γνωρίσει. Ἀφοῦ συνομίλησαν γιὰ πολλὴ ὥρα, ὁ Ἐρμόλαος κατενθουσιάστηκε ἀπὸ
τὶς ἀρετὲς ποὺ κοσμοῦσαν τὸ νέο καὶ ἀποφάσισε νὰ τοῦ γνωρίσει τὴν πίστη στὸ
Χριστό. Ἔτσι ἀναπτύχθηκε ἀνάμεσά τους μιὰ ἄριστη πνευματικὴ σχέση. Ὁ Παντολέον ἐπισκεπτόταν
καθημερινὰ τὸν Ἅγιο Ἐρμόλαο καὶ ἀπολάμβανε τοὺς Χριστιανικούς του λόγους.
Στερεωνόταν ἔτσι, σιγὰ - σιγὰ, στὴν
ἀληθινὴ πίστη.
Ἕνα ἐντυπωσιακὸ γεγονὸς κάνει τὸν Παντολέοντα νὰ πάρει τὴ
σοβαρὴ καὶ γενναία ἀπόφαση νὰ δεχθεῖ τὸ Ἅγιο Βάπτισμα, νὰ γίνει Χριστιανός. Ἐνῶ
περπατοῦσε στὸν δρόμο συνάντησε ἕνα παιδὶ ποὺ τὸ δάγκωσε μία ὀχιὰ καὶ πέθανε.
Λέει λοιπὸν στὸν ἑαυτό του: Θὰ προσευχηθῶ στὸ Χριστὸ νὰ ἀναστήσει αὐτὸ τὸ παιδὶ
καὶ ἂν πράγματι τὸ παιδὶ ἀναστηθεῖ, ἐγὼ πιὰ δὲν ὑπάρχει λόγος νὰ καθυστερῶ τὴν
βάπτισή μου, θὰ γίνω Χριστιανός, θὰ πιστέψω ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ Θεὸς ὁ ἀληθινός,
ὁ Σωτήρας τοῦ κόσμου. Αὐτὰ σκέφτηκε καὶ προσευχήθηκε θερμὰ στὸν Κύριο. Ἀμέσως τὸ
παιδὶ ζωντάνεψε καὶ τὸ φίδι πέθανε.
Γεμάτος χαρὰ ὁ Παντολέον τρέχει στὸ γέροντα Ἐρμόλαο, τοῦ
διηγεῖται τὸ θαῦμα καὶ τοῦ ζητᾶ νὰ τὸν βαπτίσει. Καὶ ὁ Ἐρμόλαος, ἐπειδὴ γνώριζε
ποιὸς ὁδηγεῖται στὴν τελειότητα, γεμάτος συγκίνηση ὁδήγησε στὸ φωτισμὸ τοῦ
Θείου Βαπτίσματος τὸν Παντολέοντα.
Ἀπὸ τότε ὁ Παντολέον ἔγινε ἀνάργυρος ἰατρός. Θεράπευε μὲ τὴ
δύναμη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοὺς ἀσθενεῖς, χωρὶς νὰ παίρνει καθόλου χρήματα. Ἀκόμη,
ὅταν εὕρισκε φτωχοὺς τοὺς βοηθοῦσε ποικιλότροπα, δίνοντάς τους χρήματα καὶ ἄλλα
ἀναγκαῖα εἴδη. Ἕνα ἀπὸ τὰ πιὸ ἐντυπωσιακὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου ἦταν ἡ θεραπεία ἐνὸς
τυφλοῦ, μὲ τὴ δύναμη καὶ πάλι τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ μας, τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ θαυμαστὲς θεραπεῖες τοῦ Ἁγίου προκάλεσαν τὸ θαυμασμὸ τῶν
κατοίκων τῆς Νικομήδειας, ἀλλὰ καὶ τὸ μίσος καὶ τὸ φθόνο τῶν ἄλλων ἰατρῶν τῆς
πόλης. Οἱ τελευταῖοι κατάγγειλαν τὸν Παντολέοντα στὸν αὐτοκράτορα Μαξιμιανό, τὸν
φοβερὸ αὐτὸ διώκτη τοῦ Χριστιανισμοῦ.
Ὁ Μαξιμιανὸς κάλεσε τὸν Ἅγιο στὰ ἀνάκτορα γιὰ νὰ ζητήσει ἐξηγήσεις.
Ὁ Ἅγιος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι εἶναι Χριστιανός. Ὁ αὐτοκράτορας στὴν ἀρχὴ
προσπάθησε νὰ τὸν πείσει μὲ διάφορες κολακεῖες καὶ ὑποσχέσεις νὰ ἀρνηθεῖ τὸ
Χριστὸ καὶ νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Παντολέον ὅμως ἔμεινε πιστὸς καὶ ἀκλόνητος.
Δὲν ἀρνήθηκε. Δὲν πρόδωσε τὸ Χριστό.
Ὁ αὐτοκράτορας ἐξαγριωμένος, διέταξε φοβερὰ βασανιστήρια, γιὰ
νὰ κλονίσει τὸν Ἅγιο καὶ νὰ τὸν ἐξαναγκάσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα.
Οἱ στρατιῶτες τοῦ αὐτοκράτορα, ἄρχισαν νὰ τοῦ ξέουν τὴ σάρκα
μὲ μαχαίρια καὶ νὰ καῖνε τὶς πληγὲς μὲ λαμπάδες. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἦλθε σὲ
βοήθεια τοῦ Ἁγίου καὶ τοῦ θεράπευσε τὶς πληγές, φωτίζοντάς τον μὲ ἀστραπές. Στὴ
συνέχεια ἔβαλαν τὸν Παντολέοντα μέσα σὲ ἕνα καζάνι ποὺ ἔβραζε. Μὲ τὴ βοήθεια ὅμως
καὶ πάλι τοῦ Θεοῦ ὁ Ἅγιος ἔμεινε σῶος καὶ ἀβλαβὴς καὶ ἡ φωτιὰ θαυματουργικὰ ἔσβησε.
Ἀκολούθως βύθισαν τὸν Ἅγιο στὰ βάθη τῆς θάλασσας, ἀφοῦ ἔδεσαν στὸ λαιμό του μιὰ
τεράστια πέτρα. Ὁ Χριστός, ὅμως, ἔκανε τὴν πέτρα πιὸ ἐλαφριὰ ἀπὸ φύλλο καὶ ἔδωσε
στὸν Παντολέων τὴν δύναμη νὰ περπατᾶ πάνω στὰ νερά. Ἔτσι σῶος καὶ ἀβλαβής, βγῆκε
στὴ στεριά. Στὴ συνέχεια ἔρριξαν τὸν Ἅγιο σὲ πεινασμένα ἄγρια θηρία. Ὅμως τὰ ζῶα,
ἀντὶ νὰ τὸν κατασπαράξουν, ἔγλειφαν ἤρεμα καὶ εἰρηνικὰ μὲ τὴ γλώσσα τους τὰ
πόδια του, κουνόντας τὶς οὐρές τους.
Ἔκπληκτος ἀλλὰ καὶ ἐξαγριωμένος ὁ ἡγέμονας, διατάσσει τὸν ἀποκεφαλισμὸ
τοῦ Ἁγίου. Θαυματουργικὸς τὸ ξίφος λυγίζει καὶ ἀντὶ αἷμα τρέχει γάλα. Λίγο πρὶν
ἀπὸ τὸ μαρτυρικὸ διὰ ἀποκεφαλισμοῦ θάνατο τοῦ Ἁγίου, ἀκούσθηκε φωνὴ ἀπ’ τὸν οὐρανό.
Ἦταν ἡ φωνὴ τοῦ Θεοῦ ποὺ τοῦ ἔδωσε τὸ ὄνομα Παντελεήμων, ποὺ σημαίνει τὸν Ἅγιο
ποὺ ὅλους τους βοηθᾶ καὶ τοὺς ἐλεεῖ ἀκόμη καὶ τοὺς ἐχθρούς του.
Τὸ Τίμιο Σῶμα τοῦ Ἁγίου τάφηκε μὲ τιμὲς ἀπὸ τοὺς
Χριστιανούς. Ἡ ἐκκλησία μας τιμᾶ τὴν μνήμη του τὴν 27η Ἰουλίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’.
Ἀθλοφόρε Ἅγιε καὶ ἰαματικὲ Παντελεῆμον, πρέσβευε τῷ ἐλεήμονι
Θεῷ, ἵνα πταισμάτων ἄφεσιν, παράσχῃ ταῖς ψυχαῖς ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Χάριν ἔνθεον εἰσδεδεγμένος, ῥῶσιν ἄφθονον ἀεὶ παρέχεις, καὶ
ψυχῶν τε καὶ σωμάτων τὴν ἴασιν, τοῖς τῷ ἁγίῳ ναῷ σου προστρέχουσι, Παντελεῆμον ἐλέους
θησαύρισμα. Μάρτυς ἔνδοξε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. α’. Αὐτόμελον.
Μιμητὴς ὑπάρχων τοῦ ἐλεήμονος, καὶ ἰαμάτων τὴν χάριν παρ’ αὐτοῦ
κομισάμενος, Ἀθλοφόρε καὶ Μάρτυς Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ, ταῖς εὐχαῖς σου, τὰς ψυχικὰς
ἠμῶν νόσους θεράπευσον, ἀπελαύνων τοῦ ἀεὶ πολεμίου τὰ σκάνδαλα, ἐκ τῶν βοώντων ἀπαύστως·
Σῶσον ἡμᾶς Κύριε.
Μεγαλυνάριον.
Ρεῖθρα ἰαμάτων ὡς ἐκ πηγῆς, χάριτι θαυμάτων, βλύζει χρήζουσι
δωρεάν, ὁ Παντελεήμων, ὁ πάνσοφος ἀκέστωρ· οἱ ῥώσεως διψῶντες, δεῦτε ἀρύσασθε.
Πηγή: ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ
http://www.aganargyroi.gr/
- Μοναχός Ἰωσὴφ Γρηγοριάτης: Κύριε γνώρισέ μου αὐτὸν τὸν ἄγνωστο
Μοναχός Ἰωσὴφ Γρηγοριάτης
1915 – 2008
"Κύριε γνώρισέ μου αὐτὸν τὸν ἄγνωστο. Ξέρω τὸ ὄνομά
μου, τὴν ἡλικία μου, τὸ βάρος μου, τὸ χρῶμα τῶν μαλλιῶν μου, ὅμως τὸν ἑαυτό μου
δὲν τὸν γνωρίζω. Αὐτὸς σὲ μένα τὸν ἴδιο, παραμένει κρυμμένος καὶ ἄγνωστος. Ἐσὺ ὅμως
Χριστέ μου, ποὺ «ἐξετάζεις νεφροὺς καὶ καρδιὲς» τὸν γνωρίζεις. Ἐσὺ γνωρίζεις
κάθε ἄνθρωπο ἐρχόμενο εἰς τὸν κόσμο, «ἐκ κοιλίας μητρὸς αὐτοῦ». Ἐσὺ κρατᾶς στὰ
πλαστουργικά σου χέρια τὴν φωτογραφία τοῦ μυστικοῦ καὶ ἀγνώστου ἑαυτοῦ μου, σὲ ὅλες
τὶς λεπτομέρειες.Τί δὲν θὰ ἔδινα νὰ ἀποκτήσω αὐτὴ τὴν φωτογραφία Κύριέ μου! Νὰ
τὴν κρατήσω μπροστὰ στὰ μάτια μου. Νὰ δῶ ἐπὶ τέλους ποιὸς εἶμαι. Μία μυστικὴ
φωνή μου λέει πὼς δὲν θὰ ἄντεχα νὰ δῶ τὴ φωτογραφία μου αὐτή. Καὶ ἂν τὴν ἔβλεπα,
πὼς δὲν θὰ μποροῦσα νὰ ἀναγνωρίσω τὸν ἑαυτό μου. Γι’ αὐτὸ Κύριε εἶμαι εὐχαριστημένος
ποὺ Ἐσύ, γεμάτος ἀγάπη γιὰ μένα, κρατᾶς ἀποκλειστικὰ δική σου τὴν φωτογραφία τοῦ
πραγματικοῦ ἑαυτοῦ μου. Γιατί ξέρω πὼς Ἐσὺ θὰ δουλέψεις μέσα μου γιὰ νὰ ἀποκαταστήσεις
τὴν πραγματικὴ εἰκόνα τοῦ ἑαυτοῦ μου καὶ νὰ τὴν παρουσιάσεις μὴ ἔχουσα σπίλο ἢ
ρυτίδα ἀλλὰ ἵνα ᾗ ἁγία καὶ ἄμωμος. Κύριε θέλω νὰ σοῦ δώσω τὴν δυνατότητα νὰ ἐπεξεργασθεῖς
μέσα μου τὸν ἑαυτό μου...
.......Ἑαυτέ μου, σκάβε βαθειὰ τὸ πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας, τῆς
αὐτομελέτης. Ἐρεύνα τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ γιὰ τὴ ζωή σου. Γίνου ἀναζητητὴς γιὰ νὰ
βρεῖς μαργαριτάρια καὶ ψήγματα χρυσοῦ ἀπὸ τὸ χρυσωρυχεῖο τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ .
(Ματθαῖος ικ΄ 44-46). Σκάβε καὶ ἄνοιξε τὸ χῶρο τῆς ὑπάρξεώς σου, γιὰ νὰ αὐξάνονται
πιὸ πολὺ μέσα σου τὰ ἀποθέματα τῆς χάριτος τοῦ θεοῦ. Βάλε ὅλο καὶ πιὸ βαθειὰ
μέσα σου «τὸν θεμέλιον…ὅς ἐστιν Ἰησοῦς Χριστὸς» (Α΄ Κορινθίους 3:2). Ἂν θέλεις
νὰ ἀνέβεις «ψηλά», χαμήλωνε, σκάβε. Σκάβε ὅλο καὶ πιὸ βαθειά. Ἄνοιγε Κύριέ μου
βαθειὰ τὸ πηγάδι τῆς αὐτογνωσίας καὶ τῆς ταπείνωσης..
.......Γιατί προσεύχομαι; Ὄχι βέβαια γιὰ νὰ ἀπαριθμήσω στὸν
Θεὸ τὶς ἁμαρτίες μου. Ὄχι γιὰ νὰ καυχηθῶ γιὰ τὰ ἔργα μου. Ὄχι γιὰ νὰ ἱκανοποιήσω
τὴν συνείδησή μου, ὅτι δὲν παρέλειψα τὸ «καθῆκον» τῆς προσευχῆς. Ὄχι γιὰ νὰ
κατακρίνω τοὺς ἄλλους «ἁμαρτωλοὺς» ποὺ συνάντησα στὸ δρόμο μου. Οὔτε γιὰ νὰ ἀρχίσω
ἢ νὰ τελειώσω «θρησκευτικὰ» τὴ μέρα μου. Ἀλλὰ γιὰ νὰ ζητήσω ἀπὸ τὸν
πολυεύσπλαχνο Κύριο νὰ καλύψει μὲ τὸ πολὺ ἔλεός του, τὰ πολλὰ σφάλματά μου, τὰ ἀτελῆ
καὶ ἐλλιπῆ ἔργα μου, τὴν ἔλλειψη ἀγάπης καὶ κατανοήσεως τῶν ἀδελφῶν μου, τὶς
πολλὲς ἁμαρτίες μου. Γιὰ αὐτὸ προσεύχομαι! Γιὰ νὰ ἀνανεώσω τὴ συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς
μου, ἀλλὰ καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη μου στὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Καὶ ὅταν προσεύχομαι αἰσθάνομαι
πὼς εἶμαι μπροστὰ στὸν Ἅγιο Θεό ! ".
http://www.agiazoni.gr
Τρίτη 29 Ιουλίου 2014
Με τον τρόπο του Ρωμανού........
Της Mαίρης Παπαγιαννίδου
Ρωμανού Μελλωδού ύμνοι. Απόδοση στα Νέα Ελληνικά: Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης.
Εκδόσεις Αρμός, 2003, σελίδες 1257
Μεταφορά των έργων του επονομασθέντος Πινδάρου της Χριστιανικής ποίησης στη ζωντανή γλώσσα της εποχής μας....
«Φίλε αναγνώστη, πολύ Σ' ευχαριστώ που κρατάς στα χέρια σου και φυλλομετράς αυτό το όμορφο βιβλίο. Μπορεί να 'χης ακούσει για τον Ρωμανό το Μελωδό». Ετσι υποδέχεται τον αναγνώστη στον τόμο ο αρχιμανδρίτης Ανανίας. Μένεις άναυδος από τον αιφνιδιασμό αλλά κάτι σε τραβάει παρακάτω. «Εζησε πολλούς αιώνες πριν από εμάς», συνεχίζει η θεία φωνή, «στα χρόνια τα Βυζαντινά». Ο,τι γράφει ο αρχιμανδρίτης Ανανίας ακούγεται καθησυχαστικό, ουράνιο. Πρέπει να προχωρήσεις παρακάτω για να βρεις την πηγή αυτής της ευφορίας που ήδη υποψιάζεσαι. Ο αρχιμανδρίτης δεν έχει σκοπό να κουράσει. Σε μιάμιση σελίδα, με λίγες κουβέντες, συνοψίζει το μεγαλείο της ποίησης του Ρωμανού. Και καταλήγει με «κάτι τελευταίο»: «Το βιβλίο αυτό περιέχει το αρχαίο κείμενο του αγίου Ρωμανού και δίπλα μια φτωχή μετάφραση δική μου, βοηθητική. Μακάρι, φίλε αναγνώστη, να θελήσης να δρασκελίσης το κατώφλι του ποιητικού αυτού Μεγάρου και να μπης στα χρυσά του δώματα και ν' απολάψης τόσα καλά. Σου το ευχόμαστε. Με σεβασμό και με αγάπη, Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, ο τάχα και μεταφραστής». Μας κέρδισε! Και είμαστε ακόμη στην... είσοδο.
Οπως γνωρίζουν βεβαίως όλοι οι «ιδανικοί και ανάξιοι» μεταφραστές, είναι ανέφικτο να αποδοθεί η μουσικότητα ενός κειμένου ατόφια. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια ποιητική ιδιοφυΐα του 6ου αιώνα μετά Χριστόν. H αποστολή του μεταγλωττιστή είναι να κάνει το κείμενο να λειτουργήσει δεκαπέντε αιώνες αργότερα. Συνήθως καλός μεταφραστής είναι ο ευτυχισμένος μεταφραστής. Το νιώθουμε. «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν·/ την τρυφήν εν κρυφή ηύραμεν, δεύτε λάβωμεν·/ τα του παραδείσου εντός του σπηλαίου» διαβάζουμε το κοντάκιο του Ρωμανού στην αριστερή σελίδα. «H Βηθλεέμ άνοιξε τον Παράδεισο, ελάτε να δούμε·/ την απόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ελάτε να πάρουμε / του παραδείσου τα δώρα, μέσα στο Σπήλαιο» ανταποκρίνεται η ζωντανή γλώσσα στη δεξιά σελίδα.
Ενας από τους γνωστότερους ύμνους, του οποίου όλοι γνωρίζουμε την πρώτη στροφή φαρσί, ανοίγει τον τόμο: «H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει· άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι' ημάς γαρ εγεννήθη / παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Τι υπέροχη ψαλμωδία για να ειπωθεί αλλιώς... Και όμως ιδού: «H Παναγία σήμερα στον κόσμο φέρνει ως άνθρωπο τον / Ακτιστο Θεό, και η γη το Σπήλαιο στον Απροσπέλαστο παρέχει· άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούνε / και μάγοι έρχονται στο δρόμο με τ' αστέρι· αφού προς χάρι μας γεννήθηκε / Νέο Παιδί, ο Αχρονος Θεός». H ακριβής γλώσσα της Εκκλησίας βοηθάει στην εγκυρότητα της μεταγραφής: Ακτιστος είναι ο υπερούσιος, Αχρονος είναι ο προ αιώνων. Αλλωστε και ο ίδιος ο Ρωμανός χρησιμοποιούσε την κοινή γλώσσα της εποχής του εμπλουτισμένη με στοιχεία της λόγιας γλώσσας και της φιλολογίας των Μεγάλων Πατέρων. Ατόφια παραμένει στη μεταγραφή η λιτότητα της έκφρασης του Ρωμανού. Ατόφια και η μεγαλοπρέπεια.
Πόσα ρεφρέν του αγίου - εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου - δεν έχουν περάσει στην αιωνιότητα! Δικό του είναι το δοξαστικό «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε» από το κοντάκιο στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ή το «Ιλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν, ο πάντων ανεχόμενος και πάντας εκδεχόμενος». Διαβάζουμε στη σελίδα αντίκρυ: «Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας, Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις». H συγκεκριμένη ακροστιχίδα κλείνει καθεμιά από τις είκοσι τρεις στροφές του κοντακίου Εις τον νιπτήρα, που δραματοποιεί την προδοσία του Ιούδα. H υπόθεση - όπως γίνεται σε όλους τους ύμνους - διακόπτεται κάθε τόσο με ένα εφύμνιον (ρεφρέν): «Δεσπότου χερσί πόδας νιπτόμενος Ιούδας / ως κλέπτης κρυφή γλώτταν ηκόνησε δολίαν / ο παράνομος, Χριστέ ο Θεός· αλλά τοιαύτης απανθρωπίας / λύτρωσε τους εν τω οίκω της Θεοτόκου ψάλλοντας· Ίλεως, ίλεως, ίλεως...». Και αντίκρυ: «Ενώ τα θεϊκά χέρια έπλεναν τα πόδια του Ιούδα, / εκείνος κρυφά σαν τον κλέφτη / ακόνιζε γλώσσα συκοφαντική / ο παράνομος, ω Χριστέ και Θεέ. / Μα από τέτοια απανθρωπιά / γλύτωσε όλους εκείνους που βρίσκονται στο Ναό της / Θεοτόκου και σου λένε: Λυπήσου μας, λυπήσου μας...».
H ουσία της τεχνικής του Ρωμανού, ο οποίος τελειοποίησε ως μορφή ύμνου το κοντάκιο, δίνεται εν τάχει στο «αντί προλόγου» κείμενο του αρχιμανδρίτη Ανανία: «... Ελαβε θεία φώτιση και έγραφε ένθεα ποιήματα, που ονομάστηκαν Υμνοι και αργότερα Κοντάκια. Εβαζε στην αρχή κάθε Υμνου μια στροφή, που λέγεται Προοίμιο, όπου εκθέτει με συντομία την υπόθεση του Υμνου. Κι έπειτα, μια σειρά από στροφές, που καλούνται Οίκοι. Οι Οίκοι συνδέονται μεταξύ τους με μια Ακροστιχίδα. Ο τελευταίος στίχος του Προοιμίου και των Οίκων είναι σταθερός και ονομάζεται Εφύμνιον (ρεφραίν). Ετσι έχομε το ποιητικό οικοδόμημα και τη μορφή του Υμνου ή Κοντακίου». Χίλια κοντάκια έγραψε ο Ρωμανός, κάπου εκατό έχουν σωθεί. Κυρίως αναφέρεται σε πρόσωπα και γεγονότα της Αγίας Γραφής αλλά συχνά αντλεί τη δραματική εξέλιξη των δρωμένων από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Ο Ρωμανός αποδεικνύεται μέσα από τους ύμνους του ένας άνθρωπος της εποχής του, γνώστης του σύγχρονου βίου, των επιστημών, των γεγονότων - φυσικών, πολιτικών, εκκλησιαστικών - που συντάραξαν το Βυζάντιο στα χρόνια του Ιουστινιανού, ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Γεννήθηκε στην Εμεσα της Συρίας, υπηρέτησε ως διάκονος στον ναό της Αναστάσεως στη Βηρυτό και κληρικός πια και ενήλικος έφθασε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορος Αναστασίου A', όπου διέμενε στη Μονή της Θεοτόκου εν τοις Κύρου. Ως το τέλος της ζωής του φαίνεται πως έζησε στην ίδια μονή, ήταν όμως στο επίκεντρο της τότε χριστιανοσύνης και φαντάζει μέσα από τους ύμνους του ένας κοσμοπολίτης μοναχός. Τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν θα ακούμε τις ψαλμωδίες της Εκκλησίας, θα ανατρέχουμε νοερώς στις σκηνές που ζωντανεύουν στο βιβλίο. Ο τόμος, ένα ογκώδες κομψοτέχνημα, μπορεί να μείνει στο σπίτι.
Το ΒΗΜΑ, 04/04/2004
http://www.oodegr.com
Ρωμανού Μελλωδού ύμνοι. Απόδοση στα Νέα Ελληνικά: Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης.
Εκδόσεις Αρμός, 2003, σελίδες 1257
Μεταφορά των έργων του επονομασθέντος Πινδάρου της Χριστιανικής ποίησης στη ζωντανή γλώσσα της εποχής μας....
«Φίλε αναγνώστη, πολύ Σ' ευχαριστώ που κρατάς στα χέρια σου και φυλλομετράς αυτό το όμορφο βιβλίο. Μπορεί να 'χης ακούσει για τον Ρωμανό το Μελωδό». Ετσι υποδέχεται τον αναγνώστη στον τόμο ο αρχιμανδρίτης Ανανίας. Μένεις άναυδος από τον αιφνιδιασμό αλλά κάτι σε τραβάει παρακάτω. «Εζησε πολλούς αιώνες πριν από εμάς», συνεχίζει η θεία φωνή, «στα χρόνια τα Βυζαντινά». Ο,τι γράφει ο αρχιμανδρίτης Ανανίας ακούγεται καθησυχαστικό, ουράνιο. Πρέπει να προχωρήσεις παρακάτω για να βρεις την πηγή αυτής της ευφορίας που ήδη υποψιάζεσαι. Ο αρχιμανδρίτης δεν έχει σκοπό να κουράσει. Σε μιάμιση σελίδα, με λίγες κουβέντες, συνοψίζει το μεγαλείο της ποίησης του Ρωμανού. Και καταλήγει με «κάτι τελευταίο»: «Το βιβλίο αυτό περιέχει το αρχαίο κείμενο του αγίου Ρωμανού και δίπλα μια φτωχή μετάφραση δική μου, βοηθητική. Μακάρι, φίλε αναγνώστη, να θελήσης να δρασκελίσης το κατώφλι του ποιητικού αυτού Μεγάρου και να μπης στα χρυσά του δώματα και ν' απολάψης τόσα καλά. Σου το ευχόμαστε. Με σεβασμό και με αγάπη, Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης, ο τάχα και μεταφραστής». Μας κέρδισε! Και είμαστε ακόμη στην... είσοδο.
Οπως γνωρίζουν βεβαίως όλοι οι «ιδανικοί και ανάξιοι» μεταφραστές, είναι ανέφικτο να αποδοθεί η μουσικότητα ενός κειμένου ατόφια. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για μια ποιητική ιδιοφυΐα του 6ου αιώνα μετά Χριστόν. H αποστολή του μεταγλωττιστή είναι να κάνει το κείμενο να λειτουργήσει δεκαπέντε αιώνες αργότερα. Συνήθως καλός μεταφραστής είναι ο ευτυχισμένος μεταφραστής. Το νιώθουμε. «Την Εδέμ Βηθλεέμ ήνοιξε, δεύτε ίδωμεν·/ την τρυφήν εν κρυφή ηύραμεν, δεύτε λάβωμεν·/ τα του παραδείσου εντός του σπηλαίου» διαβάζουμε το κοντάκιο του Ρωμανού στην αριστερή σελίδα. «H Βηθλεέμ άνοιξε τον Παράδεισο, ελάτε να δούμε·/ την απόλαυσι κρυμμένη βρήκαμε, ελάτε να πάρουμε / του παραδείσου τα δώρα, μέσα στο Σπήλαιο» ανταποκρίνεται η ζωντανή γλώσσα στη δεξιά σελίδα.
Ενας από τους γνωστότερους ύμνους, του οποίου όλοι γνωρίζουμε την πρώτη στροφή φαρσί, ανοίγει τον τόμο: «H Παρθένος σήμερον τον υπερούσιον τίκτει, και η γη το σπήλαιον τω απροσίτω προσάγει· άγγελοι μετά ποιμένων δοξολογούσι, μάγοι δε μετά αστέρος οδοιπορούσι· δι' ημάς γαρ εγεννήθη / παιδίον νέον, ο προ αιώνων Θεός». Τι υπέροχη ψαλμωδία για να ειπωθεί αλλιώς... Και όμως ιδού: «H Παναγία σήμερα στον κόσμο φέρνει ως άνθρωπο τον / Ακτιστο Θεό, και η γη το Σπήλαιο στον Απροσπέλαστο παρέχει· άγγελοι με τους βοσκούς δοξολογούνε / και μάγοι έρχονται στο δρόμο με τ' αστέρι· αφού προς χάρι μας γεννήθηκε / Νέο Παιδί, ο Αχρονος Θεός». H ακριβής γλώσσα της Εκκλησίας βοηθάει στην εγκυρότητα της μεταγραφής: Ακτιστος είναι ο υπερούσιος, Αχρονος είναι ο προ αιώνων. Αλλωστε και ο ίδιος ο Ρωμανός χρησιμοποιούσε την κοινή γλώσσα της εποχής του εμπλουτισμένη με στοιχεία της λόγιας γλώσσας και της φιλολογίας των Μεγάλων Πατέρων. Ατόφια παραμένει στη μεταγραφή η λιτότητα της έκφρασης του Ρωμανού. Ατόφια και η μεγαλοπρέπεια.
Πόσα ρεφρέν του αγίου - εορτάζεται την 1η Οκτωβρίου - δεν έχουν περάσει στην αιωνιότητα! Δικό του είναι το δοξαστικό «Χαίρε, νύμφη ανύμφευτε» από το κοντάκιο στον Ευαγγελισμό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ή το «Ιλεως, ίλεως, ίλεως γενού ημίν, ο πάντων ανεχόμενος και πάντας εκδεχόμενος». Διαβάζουμε στη σελίδα αντίκρυ: «Λυπήσου μας, λυπήσου μας, λυπήσου μας, Εσύ που όλους τους ανέχεσαι κι όλους τους περιμένεις». H συγκεκριμένη ακροστιχίδα κλείνει καθεμιά από τις είκοσι τρεις στροφές του κοντακίου Εις τον νιπτήρα, που δραματοποιεί την προδοσία του Ιούδα. H υπόθεση - όπως γίνεται σε όλους τους ύμνους - διακόπτεται κάθε τόσο με ένα εφύμνιον (ρεφρέν): «Δεσπότου χερσί πόδας νιπτόμενος Ιούδας / ως κλέπτης κρυφή γλώτταν ηκόνησε δολίαν / ο παράνομος, Χριστέ ο Θεός· αλλά τοιαύτης απανθρωπίας / λύτρωσε τους εν τω οίκω της Θεοτόκου ψάλλοντας· Ίλεως, ίλεως, ίλεως...». Και αντίκρυ: «Ενώ τα θεϊκά χέρια έπλεναν τα πόδια του Ιούδα, / εκείνος κρυφά σαν τον κλέφτη / ακόνιζε γλώσσα συκοφαντική / ο παράνομος, ω Χριστέ και Θεέ. / Μα από τέτοια απανθρωπιά / γλύτωσε όλους εκείνους που βρίσκονται στο Ναό της / Θεοτόκου και σου λένε: Λυπήσου μας, λυπήσου μας...».
H ουσία της τεχνικής του Ρωμανού, ο οποίος τελειοποίησε ως μορφή ύμνου το κοντάκιο, δίνεται εν τάχει στο «αντί προλόγου» κείμενο του αρχιμανδρίτη Ανανία: «... Ελαβε θεία φώτιση και έγραφε ένθεα ποιήματα, που ονομάστηκαν Υμνοι και αργότερα Κοντάκια. Εβαζε στην αρχή κάθε Υμνου μια στροφή, που λέγεται Προοίμιο, όπου εκθέτει με συντομία την υπόθεση του Υμνου. Κι έπειτα, μια σειρά από στροφές, που καλούνται Οίκοι. Οι Οίκοι συνδέονται μεταξύ τους με μια Ακροστιχίδα. Ο τελευταίος στίχος του Προοιμίου και των Οίκων είναι σταθερός και ονομάζεται Εφύμνιον (ρεφραίν). Ετσι έχομε το ποιητικό οικοδόμημα και τη μορφή του Υμνου ή Κοντακίου». Χίλια κοντάκια έγραψε ο Ρωμανός, κάπου εκατό έχουν σωθεί. Κυρίως αναφέρεται σε πρόσωπα και γεγονότα της Αγίας Γραφής αλλά συχνά αντλεί τη δραματική εξέλιξη των δρωμένων από τα Απόκρυφα Ευαγγέλια.
Ο Ρωμανός αποδεικνύεται μέσα από τους ύμνους του ένας άνθρωπος της εποχής του, γνώστης του σύγχρονου βίου, των επιστημών, των γεγονότων - φυσικών, πολιτικών, εκκλησιαστικών - που συντάραξαν το Βυζάντιο στα χρόνια του Ιουστινιανού, ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής. Γεννήθηκε στην Εμεσα της Συρίας, υπηρέτησε ως διάκονος στον ναό της Αναστάσεως στη Βηρυτό και κληρικός πια και ενήλικος έφθασε στην Κωνσταντινούπολη επί αυτοκράτορος Αναστασίου A', όπου διέμενε στη Μονή της Θεοτόκου εν τοις Κύρου. Ως το τέλος της ζωής του φαίνεται πως έζησε στην ίδια μονή, ήταν όμως στο επίκεντρο της τότε χριστιανοσύνης και φαντάζει μέσα από τους ύμνους του ένας κοσμοπολίτης μοναχός. Τη Μεγάλη Εβδομάδα, όταν θα ακούμε τις ψαλμωδίες της Εκκλησίας, θα ανατρέχουμε νοερώς στις σκηνές που ζωντανεύουν στο βιβλίο. Ο τόμος, ένα ογκώδες κομψοτέχνημα, μπορεί να μείνει στο σπίτι.
Το ΒΗΜΑ, 04/04/2004
http://www.oodegr.com
ΠΟΛΥ ΣΠΑΝΙΟΙ!!!! ΤΥΧΕΡΟΣ ΟΠΟΙΟΣ ΓΝΩΡΙΖΕΙ ΜΕΡΙΚΟΥΣ Η' ΕΣΤΩ & ΕΝΑΝ!!!!!!!
Μεταξωτοί
άνθρωποι...
Το είχε πει σε μια συνέντευξή του ο αείμνηστος Νίκος
Καρούζος: «Μεταξωτοί άνθρωποι».
Μιλούσε για κάποιους χωρικούς που είχε
συναντήσει στη Λέσβο.
Αγράμματοι ήταν, αλλά σοφοί. Και, προπάντων, τρυφεροί με
τους άλλους. Απαλοί, χωρίς γωνίες που κόβουν, χωρίς καχυποψία, δίχως έπαρση και
επιθετική ειρωνεία που πληγώνει. Μεταξωτοί άνθρωποι ...;
Μου 'μεινε αυτός ο χαρακτηρισμός. Χαράχτηκε μέσα μου. Κι από
τότε ένα νέο κριτήριο λειτουργεί στις αξιολογήσεις μου για τους ανθρώπους: η
συμπεριφορά και η στάση τους σε «ασήμαντα» πεδία της καθημερινότητας. Αυτά που
συνήθως τα προσπερνάμε ή δεν τα παρατηρούμε, γιατί δεν μας απασχόλησαν ποτέ οι
εκφάνσεις της «μεταξωτής συμπεριφοράς» ...; Βέβαια οι άνθρωποι δεν συγκροτούν
ως χαρακτήρες ένα συμπαγές όλον, αλλά ένα αντιφατικό σύνθεμα, στο οποίο
συνυπάρχουν «μεταξωτά» στοιχεία και ακάνθινες απολήξεις. Γι' αυτό και είναι
κάπως παρακινδυνευμένα τα άμεσα και οριστικά συμπεράσματα για το «είναι» των
ανθρώπων ...;
Παρ' όλα αυτά, προσωπικά, διακινδυνεύω την εξαγωγή
συμπερασμάτων παρατηρώντας μικρές «ασήμαντες» κινήσεις στις παρέες, στον
εργασιακό χώρο και στο «δάσος» του καθεμέρα, όταν συγχρωτίζομαι με αγνώστους.
Και συνήθως δεν πέφτω έξω. Διότι τα γνωρίσματα αυτά αποκαλύπτουν πειστικά τον
εσωτερικό κόσμο του άλλου. Τουλάχιστον σε μεγάλο βαθμό ...;
Φερ' ειπείν, «σκλαβώνομαι» από εκείνους που δεν ορμάνε να
πιάσουν την καλύτερη θέση στο τραπέζι μιας ταβέρνας. Θεωρώ την κίνηση αυτή
απότοκο καταγωγικής ευγένειας και γενναιοδωρίας, η οποία αδιαφορεί για το
ιδιωφελές και συμφέρον. Αντίθετα, οι άνθρωποι που σπεύδουν φουριόζοι για μια
καλή θέση καταχωρίζονται μέσα μου σαν αρπακτικά. Και -το 'χω παρατηρήσει- έτσι
συμπεριφέρονται, σαν αρπακτικά, και σε άλλα ζωτικά και κρίσιμα πεδία... Κάποτε
βρέθηκα σ' ένα τραπέζι, στο οποίο κυριαρχούσαν οι «επώνυμοι». Απέναντί μου
καθόταν ένας πολύ γνωστός καλλιτέχνης, μεγάλο όνομα, ο οποίος ούτε φλυαρούσε
ούτε ακκιζόταν όπως κάποιοι άλλοι στη συντροφιά. Όταν άρχισαν να καταφθάνουν τα
πρώτα κοινά πιάτα, ήταν ο μόνος που δεν επέπεσε για να εξασφαλίσει τη μερίδα
του, αλλά ρωτούσε τους διπλανούς του και μοίραζε πρώτα στους άλλους και μετά,
ό,τι έμενε, κρατούσε για τον εαυτό του. «Μεταξωτός άνθρωπος», σκέφτηκα...
Η μεταξωτή συμπεριφορά δεν παραπέμπει απαραιτήτως -ή κυρίως-
στο σαβουάρ βιβρ και στους «καλούς τρόπους» εν γένει. Τέμνεται σε κάποιες
περιπτώσεις, αλλά δεν αποτελεί αποτύπωμα διδαχθείσης μεθόδου για το φέρεσθαι.
Εδώ, το «μετάξι» είναι αυτοφυές ή προϊόν δουλεμένου
χαρακτήρα. Είναι ο τρόπος που ο άλλος βλέπει τους συνανθρώπους του. Είναι η
θέαση του κόσμου χωρίς τα εγωιστικά γυαλιά του προσωπικού ωφελιμισμού. Είναι,
ευρύτερα, η υποταγή του ατομικού συμφέροντος στη συλλογικότητα, χωρίς βέβαια η
«μεταξωτή συμπεριφορά» να φτάνει σε σημείο υπονόμευσης προσωπικών δικαιωμάτων
και δικαίων. Κανένας δεν έχει δικαίωμα να αδικεί τον εαυτό του... Όμως,
προσέξτε μια λεπτή απόχρωση: ποτέ ένας «μεταξωτός άνθρωπος» δεν νιώθει κορόιδο,
όταν άλλοι τον προσπερνούν -στη σειρά μιας καντίνας ή στην ιεραρχία-
χρησιμοποιώντας αθέμιτα μέσα και μεθόδους.
Το «άφες αυτοίς» είναι ριζωμένο μέσα του. Αποτελεί μέρος του
αξιακού του κώδικα. Ξέρει τι γίνεται στην «αγορά». Αλλά συνειδητά δεν
συμμετέχει στο εξοντωτικό αυτό παιχνίδι. Απέχει χωρίς να κλαυθμηρίζει.
Γιατί, εκτός από μετάξι, τέτοιοι άνθρωποι διαθέτουν και ένα
σκληρό κοίτασμα, που τους επιτρέπει να είναι ταυτόχρονα στωικοί και
γρανιτένιοι. Ένας από αυτούς έγινε φίλος μου - και το κατάλαβα από την πρώτη στιγμή
ότι θα συμβεί αυτό. Πρώτη μέρα στη μονάδα γύρισε από τη σκοπιά και μπήκε στη
σειρά για φαγητό. Ήταν τρίτος από το τέλος. Τότε ακούστηκε ο μάγειρας να λέει
ότι έμειναν μονάχα δύο μερίδες. Ο Κωστής πλησίαζε, ήταν ένας από τους δύο
τυχερούς. Αλλά μόλις άκουσε τον μάγειρα, έφυγε αθόρυβα παραχωρώντας τη θέση του
στον επόμενο. Έτσι. Αθόρυβα, αυτοθυσιαστικά, γενναιόδωρα, χωρίς να το κάνει
θέμα...
Οι «μεταξωτοί άνθρωποι», λοιπόν. Που μιλούν ελάχιστα για τον
εαυτό τους. Που χαίρονται με τις επιτυχίες των άλλων. Που δεν σπεύδουν
χαιρέκακα να «κάνουν πλάκα», δήθεν χαριεντιζόμενοι, με εξωτερικά γνωρίσματα που
πονάνε τους άλλους... Εκείνοι, που δεν σπερμολογούν διακινώντας φήμες. Εκείνοι
που υπερασπίζονται σθεναρά κάποιον απόντα όταν λοιδορείται σε μια παρέα, χωρίς
να είναι φίλος τους, αλλά επειδή νιώθουν ότι αδικείται...
Οι μεταξωτοί άνθρωποι. Όσοι προσέχουν τι λες, και δεν είναι
ωσεί παρόντες στην κουβέντα, με το μυαλό τους στο τι θα πουν οι ίδιοι για να
εντυπωσιάσουν. Άνθρωποι με ανοιχτούς πόρους και πλατιά καρδιά... Υπεράνθρωποι;
Όχι. Απλώς, μεταξωτοί... Φαίνονται από μακριά. Αρκεί να προσέξεις «μικρές»,
«ασήμαντες» κινήσεις στο φέρεσθαι των ανθρώπων...
Του Γιάννη Τριάντη
http://tvxs.gr/
Έλεγε ο ερημίτης Γέρων Φιλάρετος:
Έλεγε ο ερημίτης Γέρων Φιλάρετος:
«Ο διάβολος παρουσιάζει όνειρα και φαντασίες στη διάρκεια
του ύπνου. Με τη χάρη του Θεού μπορώ να ελέγχω τις εικόνες και τις πονηρές
ενέργειες του και να τις διώχνω με τη μονολόγιστη ευχή, το "Κύριε Ιησού
Χριστέ, ελέησαν με". Με αυτό τον τρόπο ο εχθρός αποκαλύπτεται πώς ενεργεί,
σκοτεινά, στο σκοτάδι της νύκτας».
Η πνευματική κατάσταση του Γέροντα είναι εμπειρία όλων των
Αγίων, που την εκφράζει παραστατικά το Άσμα Ασμάτων: «Εγώ καθεύδω και η και
καρδία μου αγρυπνεί».
Επιμέλεια δημοσίευσης:Γιώτα Παμπάλου
http://www.greekpress.gr
Κυριακή 27 Ιουλίου 2014
όταν λείπει απ’ τον άνθρωπο ο Θεός, λείπουν τα πάντα......
Εκτη Κυριακή του Ματθαίου (Κεφ. θ΄, 1- σήμερα, αγαπητοί. Την περασμένη φορά ο Χριστός μας από τη χώρα των Γεργεσηνών έφυγε γιατί δεν Τον ήθελαν, όπως είπαμε, και γύρισε ξανά στη Γαλιλαία, στην Καπερναούμ. Τον είχαν δει κάποιοι που είχαν άρρωστο έναν παράλυτο. Τον έβαλαν στο κρεβάτι και ήρθαν κοντά.
Μπήκε ο Ιησούς σ' ένα σπίτι και εκεί Τον κύκλωσαν όλοι, τόσο πολύ που δεν μπορούσαν να μπουν μέσα. Τελικά κατάφεραν και έβαλαν τον άρρωστο μπροστά στα πόδια του Κυρίου. Ο Κύριος, που είδε την πίστη και του αρρώστου και εκείνων που τον έφερναν, του είπε: «Εχε θάρρος, παιδί μου, έχουν συγχωρηθεί οι αμαρτίες σου».
Ο Θεάνθρωπος, ο καρδιογνώστης, είδε πως αιτία της παραλυσίας ήταν οι αμαρτίες. Συμβαίνει και αυτό κάποτε, και για λόγους παιδαγωγικούς και για λόγους παραδειγματικούς. Οχι πάντοτε. Πολλοί αμαρτάνουν και δεν παραλύουν, παραλύει όμως η αθάνατη ψυχή - κι αυτό είναι το χειρότερο.
Ηταν εκεί κοντά κάποιοι Γραμματείς, ντόπιοι και ξένοι, οι οποίοι, όταν άκουσαν τον Ιησού να συγχωρεί τις αμαρτίες του παραλύτου, είπαν πως βλασφημεί, πως κάνει αντιποίηση αρχής. Ο Θεάνθρωπος, όμως, διάβασε τις σκέψεις τους και την κακία τους, την κακοβουλία τους, και τους ρώτησε: «Τι νομίζετε; Σεις πιστεύετε ότι το δύσκολο είναι να θεραπεύσω το σώμα. Για Μένα το δύσκολο είναι να συγχωρήσω τις αμαρτίες, που 'ναι η πηγή της παραλυσίας. Για να δείτε όμως ότι Εγώ είμαι Θεός, που συγχωρώ αμαρτίες και δεν κάνω αντιποίηση αρχής...» -και στη συνέχεια λέει στον παράλυτο: «Σήκω επάνω, πάρε το κρεβάτι σου και πήγαινε στο σπίτι σου». Εκείνος σηκώθηκε, το πήρε και πήγε στους οικείους του. Σε εκείνους που τον είχαν παράλυτο, που 'χαν τόσα τραβήξει και ήταν μάρτυρες του θαύματος και της θεραπείας.
Ο κόσμος, ο «όχλος», όπως λέει το Ευαγγέλιο, τα πλήθη εκείνα που 'χαν κατακλύσει το σπίτι και πέριξ, μόλις είδαν αυτό το διπλό θαύμα εθαύμασαν και εδόξασαν τον Θεό που έδωσε τέτοια εξουσία στους ανθρώπους. Τον Κύριο τον έβλεπαν ως άνθρωπο, γι' αυτό και θαύμασαν λέγοντας: «Κοίτα ο Θεός τι εξουσία έδωκε σ' έναν άνθρωπο!». Μα ο άνθρωπος εκείνος ήτο Ανθρωπος, με κεφαλαίο. Ητο Θεάνθρωπος. Ηταν ο μόνος αναμάρτητος, ο δικός και κατάδικός μας άνθρωπος. Εκείνος που έγινε κατάδικος στον Γολγοθά και κρεμάστηκε για να γίνει κατάδικος του καθενός μας.
Στις ημέρες μας βλέπουμε τι κακό κάνουν η αμαρτία και η αθεΐα, γιατί η ουσία της αμαρτίας είναι η απουσία του Θεού. Κι όταν λείπει απ' τον άνθρωπο ο Θεός, λείπουν τα πάντα. Ο άνθρωπος, τότε, είναι επικίνδυνος, γιατί χωρίς Θεό όλα επιτρέπονται και χωρίς Θεό ο άνθρωπος υποφέρει, δεν αντέχει και τρελαίνεται και δεν ξέρει τι κάνει, ούτε πώς να φερθεί. Γι' αυτό η θεραπεία της σημερινής παραλυσίας -της ψυχικής περισσότερο και της κοινωνικής στη συνέχεια- είναι ο Θεάνθρωπος Χριστός, ο Οποίος συγχωρεί τις αμαρτίες μας και αναιρεί την όποια παραλυσία. Μας συμφέρει να Τον καλούμε κοντά μας και να Τον κρατάμε και στην ψυχή μας και στη ζωή μας πάντοτε, ει δυνατόν.
(Το κήρυγμα της Κυριακής - του αρχιμανδρίτη Ανανία Κουστένη)
http://misha.pblogs.gr/
Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014
ο κυρ Γιάννης Φουντούλης.....1927-2007
Ο Ιωάννης Φουντούλης ήταν διαπρεπής λειτουργιολόγος, καθηγητής Λειτουργικής και Ομιλητικής της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Γεννήθηκε στο Μεσαγρό Λέσβου το 1927, από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε με άριστα. Στη συνέχεια έκαμε άριστες μεταπτυχιακές σπουδές στο Βέλγιο, στη Γερμανία και στη Γαλλία (στο πανεπιστήμιο Λουβαίν, στην Τρήρ και στο λειτουργικό Ινστιτούτο Μον-Σεζάρ). Το διάστημα 1969-1996 υπήρξε καθηγητής της Θεολογικής Σχολής Θεσσαλονίκης. Επίσης διετέλεσε διευθυντής του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών.
Είχε εργαστεί και εκπονήσει μελέτες και βιβλία επί λειτουργικών χειρογράφων σε βιβλιοθήκες και μουσεία του εσωτερικού και του εξωτερικού. Αρθρογραφούσε σε πληθώρα περιοδικών εντός και εκτός Ελλάδος και συνέχιζε και πέραν της συνταξιοδοτήσεώς του να εργάζεται δημιουργικά στο χώρο της Ελλαδικής Εκκλησίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Συνετέλεσε τα μέγιστα στην ανίχνευση και προβολή των Λεσβίων Αγίων. Συνδέθηκε πνευματικά και συγγενικά με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β΄.
Υπήρξε έγγαμος με τρία παιδιά, τα οποία μεγάλωσε σχεδόν μόνος του λόγω της εκδημίας της συζύγου του και ανιψιάς του Μητροπολίτου Μυτιλήνης Ιακώβου του Β΄, τα οποία διακρίνονται για το άριστο ήθος και σωστή διαγωγή που είχανε λάβει από τον αείμνηστο ασκητή εν κόσμω Πατέρα τους!!
Διακρινόταν για το ήθος του την απλότητα του, την καλοσύνη του, την ωριμότητα των απόψεων του, και την επιστημοσύνη του!
Εκοιμήθη στις 24 Ιανουαρίου 2007, πάσχων από καρκίνο.
Έχει δημοσιεύσει μεγάλο αριθμό έργων, τα γνωστότερα είναι τα εξής:
Το λειτουργικόν έργον Συμεών του Θεσσαλονίκης
Ομιλητική
Το εορτολόγιο της Ορθοδόξου Εκκλησίας
Λειτουργική
Κείμενα λειτουργικής
Παράδοση και Θεία Λατρεία
Πηγές: "Βικιπαίδεια"
& "Ι. Ν. Αγ. Θεράποντα Μυτιλήνης"
http://www.romios.bravehost.com/
http://ahdoni.blogspot.com/
ΙΩΑΝΝΗΣ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗΣ
Πριν από λίγα χρόνια έφυγε από τον μάταιο αυτόν κόσμο μια εκλεκτή ψυχή, ένας άνθρωπος του Θεού, ο καθηγητής Ιωάννης Φουντούλης.
Ο Ιωάννης Φουντούλης γεννήθηκε το 1927 στο Μεσαγρό της Λέσβου από γονείς Μικρασιάτες. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από το οποίο αποφοίτησε με άριστα. Στην συνέχεια έκαμε άριστες μεταπτυχιακές σπουδές στο Βέλγιο, στην Γερμανία και στη Γαλλία. Αναγορεύθηκε διδάκτωρ της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει εργαστεί και εκπονήσει μελέτες και βιβλία επί λειτουργικών χειρογράφων σε βιβλιοθήκες και μουσεία του εσωτερικού και του εξωτερικού.
Αρθρογράφησε σε πληθώρα περιοδικών εντός και εκτός Ελλάδος. Συνέχισε δε να εργάζεται ακούραστα και μετά την συνταξιοδότησή του. Έλαβε μέρος σε πολλά συνέδρια, στα οποία άφησε ανεξίτηλη την προσωπική του σφραγίδα. Εργάστηκε δημιουργικά για την Ελλαδική Εκκλησία και το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Η Τοπική Εκκλησία της γενέτειράς του του οφείλει πολλά, δεδομένου ότι συνετέλεσε τα μέγιστα στην ανίχνευση και προβολή των Λεσβίων Αγίων. Συνδέθηκε πνευματικά και συγγενικά με τον αείμνηστο Μητροπολίτη Μυτιλήνης κυρό Ιάκωβο τον Β . Η σύζυγος του ήταν ανιψιά του Μητροπολίτη Ιακώβου Β΄
Ήταν έγγαμος και πατέρας τριών παιδιών.
Τον αείμνηστο καθηγητή τον πρωτογνωρίσαμε στην Έδεσσα, το 1979, όταν ήλθε προσκεκλημένος του αειμνήστου Μητροπολίτου Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας κυρού Καλλινίκου και ομίλησε σε ιερατικό Συνέδριο της εν λόγω Ιεράς Μητροπόλεως. Περισσότερο όμως τον γνωρίσαμε τα τελευταία έξι χρόνια στα ιερατικά Συμπόσια που διοργανώνει κατ’ έτος η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος. Εκεί είχαμε την ευκαιρία να γνωρίσουμε όχι μόνον τον πολύ καταρτισμένο σε θεολογικά και κυρίως λειτουργικά θέματα Καθηγητή, αλλά και τον πιστό και ευλαβή άνθρωπο, τον σεμνό και γλυκύτατο με την νηφάλια όψη και το πηγαίο χιούμορ, που έδινε με την παρουσία του και την συγκροτημένη προσωπικότητά του μια ξεχωριστή νότα στις συνδριάσεις, οι οποίες χάρις σε αυτόν κυρίως εκρατούντο σε υψηλό επίπεδο.
Όπως πληροφορήθηκα, το ίδιο ευχάριστος και οικοδομητικός ήταν και με τους φοιτητάς του, οι οποίοι τον εκτιμούσαν και τον αγαπούσαν πολύ.
Τον θυμάμαι πρωΐ – πρωΐ στον ιερό Ναό του οσίου Ιωάννου του Ρώσου, στο ομώνυμο προσκύνημα, στο Προκόπι Ευβοίας, καθώς και σε άλλους ιερούς Ναούς, να διαβάζη τον Εξάψαλμο και μετά να αποσύρεται στο στασίδι και στο τέλος της θείας Λειτουργίας να παίρνη αντίδωρο και να ασπάζεται με ευλάβεια του χέρι του λειτουργού ιερέως.
Επικοδομητικός, αλλά και απολαυστικός ήταν και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις του με τους Συνέδρους Ιερείς, εκπροσώπους των Ιερών Μητροπόλεων της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά το πέρας, αλλά και στα διαλείμματα των συνεδριάσεων. Πάντα χαμογελαστός και ευδιάθετος απαντούσε στις απορίες και έκανε διάλογο ήρεμα και πολιτισμένα και με όσους είχαν διαφορετικές απόψεις στα διάφορα θέματα, που είχαν προηγηθεί στις εισηγήσεις και τις συζητήσεις. Σεβόταν πάντα τον συνομιλητή του ανεξάρτητα από τις γνώσεις και την ηλικία του.
Τα βιβλία του με τις απαντήσεις σε λειτουργικές και άλλες θεολογικές απορίες, καθώς και τα υπόλοιπα άρθρα και συγγράμματά του θα τον κρατούν ζωντανό πάντα κοντά μας. Έρχονται την στιγμήν αυτή στην μνήμη μου οι λόγοι του ιερού υμνογράφου, που πιστεύω ότι ανταποκρίνονται πλήρως στο πρόσωπο και το έργο του αείμνηστου καθηγητή, ότι ο Ιωάννης Φουντούλης και «θανών ζη εν Κυρίω», αλλά «ζη και παρ’ ημίν ως λαλών εκ των βίβλων».
Αιωνία του η μνήμη. Αμήν.
π. Γ.Δ.Π.
http://www.parembasis.gr/
Κυριακή 20 Ιουλίου 2014
"Γέροντες Ενώχ και Τιμόθεος"
(Φώτο. Γέρων
Τιμόθεος)
*Ευχαριστούμε τον
ΤHEO για την συγγραφή και παραχώρηση του κειμένου στο blog μας.
Φέτος
συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του
γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους
αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν
πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές
τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.
Ο γέρο Ενώχ ήταν
ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα
κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ' αυτές εκτέθηκε το 1997
στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια
μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του
αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους
πολλούς.
Ήταν ρακένδυτος,
γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας
ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε
βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε
μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».
Δεν έλεγε πολλά,
αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι
μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν
σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει-
συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία
μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά,
κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από
τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το
μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο
Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των
μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα
κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της
«λειτουργικής μεταρρύθμισης».)
Το 1979 άρχισε να
χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και
διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε
γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η
«ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από
λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν,
ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει
στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.
(Φώτο. Γέρων
Τιμόθεος)
Ο γέρο Τιμόθεος
ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά. Κυκλοφορούσε
ρακένδυτος, μ' ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του κουρεμένα πολύ κοντά.
Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα γκρεμιζόταν, αφού δεν
τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς περνά, απαντούσε:
«Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία θάνατος». Ήθελε να
δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.
Κατηγορούσε τον
εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε
ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση,
απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και
που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε
επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους
μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι' αυτούς που ένιωθε ότι
θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με
τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.
Οι απαντήσεις του
δεν ήταν ανάλογες μ' όσα του έλεγες αλλά μ' αυτό που διέκρινε μέσα σου. Πολλές
φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός του είπε: «Είμαι
χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι χαζός. Καλός είσαι».
Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον έναν απάντησε: «Χαζός
είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις, να μην τα λες», κοκ.
Ένας μοναχός
εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν
δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου,
με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον
δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό
έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά
από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν
από εννιά μήνες.
Άρχισε να έρχεται
πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν αμέσως μου
κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους είχα τις
στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα και την
καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί
του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο, και
θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ' αυτούς.
Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς απ'
αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.
Κάποτε ήμουν επι
της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από τον γέρο
Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος
έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο, δαγκώθηκα
όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο εύελπις ούτε
απ' αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και με ρωτά: «Τι
μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα. Τίποτα δεν
ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή για μένα και
δεν του έστειλα κανένα στο εξής».
Ο γέρο Τιμόθεος
κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση τελευταία
χρόνια της ζωής του.
Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014
Το χειρουργείο των Αγγέλων, ένα θαυμαστό γεγονός!!
Παραμονή εκλογών, βρίσκομαι στο Αεροδρόμιο- η ώρα τρεις μετά
τα μεσάνυχτα. Στις τρεις και μισή πάω για επιβίβαση. Κόσμος πολύς. Στο ταξί
μπήκε ένα παλικάρι.
-Καλημέρα! Πειραιά, παρακαλώ.
-Λεβέντη μου, στον ουρανό σε γύρευα, στη γη βρέθηκες!
-Γιατί το λέτε αυτό;
-Καλύτερη διαδρομή δεν θα μπορούσε να μου τύχει! Στον
Πειραιά μένω και εγώ!
-Α, ωραία! Σε πάω στο σπίτι σου, ε;
-Ακριβώς. Είμαι άυπνη δεκαπέντε ώρες νομίζω πως έχω κι εγώ
δικαίωμα ξεκούρασης και ύπνου.
-Δεκαπέντε ώρες οδηγείτε;
-Όχι, δεκαπέντε ώρες είμαι μέσα στο ταξί.
-Πώς αντέχεις τόσες ώρες; Και δεν φοβάσαι τη νύχτα;
-Όταν έχεις δυνατή πίστη στον Θεό, δεν φοβάσαι τίποτε,
νιώθεις ασφαλής.
-Έχεις δίκιο, βλέπω και τις εικόνες σου, ακούς και τον
σταθμό της Εκκλησίας. Τα λόγια σου εκπέμπουν σιγουριά. Πράγματι, έχεις τον Θεό
δίπλα σου! Χαίρομαι, όταν ακούω και βλέπω ανθρώπους, που πιστεύουν δυνατά, όπως
και εσύ. Δεν ήταν τυχαίο που μπήκα στο ταξί σου, ήταν θέλημα Θεού. Πιστεύεις
στα θαύματα;
-Και βέβαια πιστεύω.
-Θέλεις να σου πω ένα θαύμα, που έγινε στην οικογένειά μου;
-Με μεγάλη μου χαρά!
-Εργάζομαι στο Ισραήλ, στην Ελληνική Πρεσβεία Είμαι κοντά
στον Πανάγιο Τάφο του Χριστού και τώρα ήρθα, για να ψηφίσω.
-Θα μου πεις πώς σε λένε;
-Νίκο.
-Ωραία! Εμένα Ράνια.
-Χαίρω πολύ.
-Λοιπόν, Ράνια, η κουνιάδα μου δεν μπορούσε να κάνει παιδί.
Πήγε σε πολλούς γιατρούς στην Κύπρο, ήρθε στην Ελλάδα, πήγε Λονδίνο, Αγγλία-
όμως όλοι της είπαν ένα μεγάλο όχι δεν μπορείς να γεννήσεις παιδί. Ωστόσο είχε
φτάσει σαράντα ετών. Οι προσευχές και τα τάματα αμέτρητα. Ώσπου ο καλός Θεός τη
λυπήθηκε. Στα σαράντα της έμεινε έγκυος. Καταλαβαίνεις τη χαρά μας. Την
προσέχαμε όλοι σαν να ήταν κάτι πολύτιμο. Μη βήξει, μη φτερνιστεί, μην κατέβει
μόνη της σκαλιά, τι θα φάει- την είχαμε μη στάξει και μη βρέξει! Ώσπου ήρθε η
ώρα να γεννήσει και ήμασταν όλοι κοντά της.
Στο σαλόνι που περιμέναμε έρχεται μια νοσοκόμα με έναν
άγγελο στα χέρια. Ήταν τόσο όμορφο μωρό, που ομορφότερο δεν είχα ξαναδεί. Ο
γιος μου δεν ήταν τόσο ωραίος, όταν μου τον έφεραν να τον δω. Την επομένη ημέρα
όμως μας ήρθε η δυσάρεστη είδηση. Ο γιατρός κάλεσε τον μπατζανάκη μου στο
γραφείο το και του είπε πως το παιδί γεννήθηκε με ένα νεφρό και απ' αυτό το
μισό ήταν χαλασμένο. Έπρεπε να αρχίσει αιμοκάθαρση. Η είδηση μας ήρθε κεραυνός
στο κεφάλι!
Το τρέξαμε όπου μπορείς να φανταστείς, σ' όποιον γιατρό μάς
έλεγαν, εμείς τρέχαμε. Πήγαμε στο εξωτερικό, πήγαμε παντού, δεν μπορούσε να
γίνει τίποτε. Οι προσευχές νύχτα-μέρα δεν σταματούσαν. Όταν το παιδί έφτασε δύο
ετών, η κουνιάδα μου είδε ένα όνειρο. Μη με ρωτήσεις τι. Δεν έχω καταλάβει
καλά. Μου ζήτησε να έρθει στους Αγίους Τόπους, να προσκυνήσει.
Πράγματι ήρθε μαζί με το παιδί. Την έστειλα με μια ξεναγό να
προσκυνήσει στον Πανάγιο Τάφο. Τι έγινε εκεί; Άκου τι μου είπαν. Όταν μπήκαν
μέσα στην Εκκλησία, το μωρό έκλαιγε συνέχεια. Της λέει μια κυρία: «Γιατί κλαίει
έτσι το παιδί σας;» -«Είναι άρρωστο», της απάντησε η κουνιάδα μου. Και τότε η
κυρία της είπε: «-Βάλτε το παιδί σας πάνω στον Πανάγιο Τάφο και θα σταματήσει το
κλάμα!»
Η κουνιάδα μου το ξάπλωσε πάνω στον Πανάγιο Τάφο. Όμως το
παιδί σφάδαζε στο κλάμα. Εκείνη στεκόταν σα μαρμαρωμένη, δεν μπορούσε να κάνει
ούτε μπρος ούτε πίσω. Το παιδί είχε αρχίσει να μελανιάζει* κάποια στιγμή
κατάφερε και το πήρε στην αγκαλιά της. Όμως δεν μπορούσε να αναπνεύσει και το
πήγαν εσπευσμένα στο νοσοκομείο. Εκεί του έβαλαν οξυγόνο. Την ίδια μέρα έφυγε
για την Κύπρο.
Την επομένη το παιδί έπρεπε να πάει για αιμοκάθαρση. Εκεί,
στα Ιεροσόλυμα, έχω γνωριστεί με έναν καλόγερο ασκητή, που όλο μου μιλάει για
θαύματα. Όταν έφυγε η κουνιάδα μου, πήγα και τον συνάντησα και άρχισε πάλι να
μου μιλάει για τον Θεό και για τα θαύματα, ώσπου ξαφνικά τον ακούω να λέει:
«Πω, πω! Τι χειρουργείο ήταν αυτό! Το παιδί σφάδαζε στο κλάμα από τους πόνους!»
«-Ποιο παιδί, γέροντα;» «-Το ανιψάκι σου, βρε! μου απάντησε. Άγγελοι το
χειρούργησαν και του έβαλαν δύο γερά νεφρά!!!» «Α, ο γέροντας τρελάθηκε», είπα
μέσα μου, «και όλα τα θαύματα που μου λέει φαντασίες του είναι». Όταν σηκώθηκα
να φύγω, με χτύπησε στην πλάτη και μου είπε: «-Άντε, θα κάνεις και κόρη!»
Έφυγα λυπημένος, με τη βεβαιότητα ότι ο γέροντας είχε χάσει
τα μυαλά του εκεί στην ερημιά και στη μοναξιά του. Μπήκα στο αυτοκίνητο μου να
πάω στην Πρεσβεία, όταν χτύπησε το κινητό μου. Ήταν η γυναίκα μου. Μου μιλούσε
και έκλαιγε- δεν μπορούσα να καταλάβω τι έλεγε, μόνο μια φράση ξεχώρισα:
«-Νίκο, το παιδί μας είναι καλά!» Προσπάθησα να την ηρεμήσω, για να καταλάβω τι
μου λέει. Και μου είπε τα ίδια λόγια του γέροντα: «-Το παιδί μας έχει δύο γερά
νεφρά!»
Έπαθα σοκ! Γύρισα πίσω και πήγα στον γέροντα. Το μυαλό μου
μπερδεμένο, οι σκέψεις μου άτακτες, πετούσαν εδώ και εκεί. Έφτασα στον γέροντα
και για πρώτη φορά γονάτισα μπροστά του και του φιλούσα τα χέρια. «-Είσαι
άγιος!» ψιθύρισα «-Παιδί μου, μην το ξαναπείς αυτό. Άγιος είναι μόνο ο Θεός!»
Σε μια εβδομάδα μου ήρθε η επόμενη ευχάριστη είδηση. Η
γυναίκα μου ήταν έγκυος. Με το: «Νίκο, αγάπη μου», που μου είπε, θυμήθηκα τα
λόγια του γέροντα. «- Μη πεις τίποτα άλλο. Είσαι έγκυος!» «-Ναι, πού το
ξέρεις;» «-Μου το είπε ο καλόγερος, ο φίλος μου, και είναι κοριτσάκι!»
Από το θαύμα που έγινε στο ανιψάκι μου πίστεψα πολύ βαθιά
στον Θεό. Κανείς και για τίποτε αυτή την πίστη δε θα την κλονίσει. Αν κάποτε
αποφασίσεις να έρθεις στα Ιεροσόλυμα, θα χαρώ να έρθεις να με βρεις, θα με
ζητήσεις στην Πρεσβεία. Θα πεις θέλω το Νίκο τον Πειραιώτη.
Ωστόσο έχουμε φτάσει στον Πειραιά- εγώ δεν μπορώ να αρθρώσω
λέξη, αλλά ούτε και να κατέβω να βγάλω τη βαλίτσα του Νίκου από το πορτ-μπαγκάζ
.
Πηγή: ΒΙΒΛ. ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ ΣΤΑ ΤΕΙΧΗ ΤΗΣ ΠΟΛΗΣ . ΠΟΡΦΥΡΙΑ ΜΟΝΑΧΗ
http://leimwnas.blogspot.gr/
Πέμπτη 17 Ιουλίου 2014
Mάλλον η μεγαλύτερη σε συμμετοχή αγρυπνία της πρόσφατης παγκόσμιας ιστορίας... 50000 πιστοί συμμετείχαν στην αγρυπνία την βραδιά της κοιμήσεως του γέροντος Παϊσίου....... 120000 επισκέφθηκαν τον τάφο του την Παρασκευή και το Σάββατο, 11-12 Ιουλίου 2014
120,000 people visited the grave of elder Paisios the
Athonite on the 20th anniversary of his repose
Souroti, July 14, 2014
20 years ago (on July 12, 1994) the Athonite elder Paisios
(Eznipidis) reposed. On July 12-13, 2014, a very large number of people came to
commemorate the great ascetic of our times and to pray at his grave, reports
AgionOros.ru.
Thousands of pilgrims
queued for hours in huge lines waiting for their opportunity to come up to the
elder’s grave, to lay flowers and pray. At the Convent of Sts. John the
Theologian and Arsenios of Cappadocia, where elder Paisios of Mount Athos is
buried, at the anniversary of his repose a service for the dead and a Vigil
were celebrated, followed by the Divine Liturgy early in the morning. The
church could not hold thousands of worshippers, “including a great number of
children”, so they had to pray in the convent’s courtyard. According to the
police, 50,000 people prayed at the night service. 120,000 pilgrims visited the
elder’s grave on July 12. Three-day events, dedicated to the 20th anniversary
of the elder’s blessed repose, were to take place in the town of Konitsa.
At
19.00 of July 12, at the Church of Holy Equal-to-the-Apostles Cosmas of
Aetolia, a hierarchical evening service was to be celebrated. A Matins and a
Divine Liturgy were scheduled for Sunday, July 13. At the mayor’s office the
international conference, “Life and teaching of elder Paisios the Athonite”,
was held also on Sunday. After the conference, a new documentary dedicated to
Paisios the Athonite was shown for the first time. On July 14, for all comers a
lengthy tour of the sites associated with the elder’s life was organized.
These
places include his cell at the Stomio Monastery; St. Barbara’s Church, “where
the elder used to pray”; and the house where the future elder spent his
childhood. Events dedicated to elder Paisios took place in many cities and
towns of Greece. He was also commemorated in Serbia and other Balkan countries.
In Russia, an international conference was scheduled for the 20th anniversary
since the elder’s blessed repose.
myocn.net
Pravoslavie.ru
misha.pblogs.gr
15 / 07 / 2014
Τετάρτη 16 Ιουλίου 2014
Αντιμετώπιση του θανάτου των αγιορειτών μοναχών
- Πως αντιμετωπίζουν οι μοναχοί την αρρώστια;
- Με υπομονή και καρτερικότητα. «Ασθένεια, Θεού επίσκεψη» λένε.
Μου λέει μια μέρα ένας μοναχός: «Για να μου στείλει ο Θεός την αρρώστια σημαίνει ότι με θυμήθηκε κι ότι κάτι θέλει να μου πει. Αυτός ξέρει. Κι Αυτός που μου την έδωσε, Αυτός και θα μου την πάρει αν και όποτε Εκείνος το θελήσει»
Τι να πεις;
Ο γερο-Ευγένιος λέει: «Για 4 λόγους δίνει ο Θεός τις αρρώστιες: για τις αμαρτίες των γονέων μας, για τις αμαρτίες τις δικές μας, για να ασκηθούμε στην υπομονή και στην ταπείνωση και για έναν τέταρτο λόγο μου μόνο Εκείνος γνωρίζει».
Υπάρχουν βέβαια και οι δυσκολίες.
Ένα βράδυ την άνοιξη που μας πέρασε έρχεται ο γερο-Νικόδημος στο ιατρείο με σχισμένη την αριστερή παλάμη. Δέχτηκε να του την περιποιηθώ, δεν δέχτηκε να του την ράψω. Δεν μπόρεσα να τον πείσω να δεχτεί να του κάνω τον αντιτετανικό ορό. «Η Παναγιά φύλαξε να μην κοπώ πολύ κι αυτή είναι που θα με κάνει καλά».
Μία από τις πρώτες μέρες μου στο Ιατρείο του Αγίου Όρους ήρθε ο γερο-Ιερεμίας. Χωρίς πολλά λόγια μου λέει: «Γιατρέ έχω καρκίνο και ήρθα να μου γράψεις τα φάρμακά μου».
Έμεινα.
Όταν συνειδητοποίησα τι μου είχε πει προσπάθησα να διασκεδάσω κάπως την κατάσταση. Μάταιος κόπος. Ο γερο-Ιερεμίας έδειχνε ότι δεν του χρειαζόταν παρηγοριά. Την είχε μέσα του. «Τώρα είμαι καλά, γιατρέ» μου κάνει. «Όταν θα ‘ρθουν οι μεταστάσεις στα κόκαλα να εύχεσαι να μου δώσει ο Θεός δύναμη να τις αντέξω».
Οι παλιοί μοναχοί είναι χάρμα οφθαλμών και ακοής. Χαίρεσαι να κάθεσαι δίπλα τους, ακόμα κι όταν είναι κατάκοιτοι. Ξανανιώνεις μαζί τους.
Δεν είναι μόνο η πείρα τους και η ανθρώπινη σοφία που έχουν να σου προσφέρουν. Σου μεταδίδουν τον αέρα και την άνεση μιας άλλης ζωής. Πας να τους βοηθήσεις ιατρικά και σου λένε: «Γιατρέ, δεν έχω να σου δώσω τίποτα. Το βράδυ όμως θα κάνω προσευχή για σένα. Και νιώθεις για μια στιγμή ότι αυτή είναι η καλύτερη αμοιβή, το πιο δυνατό «φακελάκι». Ξέρεις ότι φεύγοντας δε θα ‘ναι μόνο το κρασί, τα κηπευτικά και το θυμίαμα με τα οποία θα σε έχουν φιλοδωρήσει…
Οι νέοι μοναχοί είναι πιο κοντά μας. Αντιμετωπίζουν την ασθένεια λιγότερο φιλοσοφημένα, περισσότερο ορθολογιστικά. Οι περισσότεροι είναι μορφωμένοι. Με ένα, δύο ή και περισσότερα πτυχία. Έρχονται στο ιατρείο για λιγότερο σοβαρά προβλήματα υγείας, ζητούν εξηγήσεις πιο επιστημονικές. Οι απορίες τους είναι πολλές φορές για μένα έναυσμα για περισσότερη μελέτη. Όχι λίγες φορές ανοίγω μπροστά τους κάποιο ιατρικό βιβλίο για να τους δώσω μια πιο έγκυρη απάντηση και το εκτιμούν αυτό.
- Πως αντιμετωπίζουν οι μοναχοί τον θάνατο;
- Χωρίς φόβο. Θα τολμούσα να πω με χαρά.
Έχω δει πολλούς θανάτους μοναχών. Φεύγουν όλοι «πλήρεις ημερών». Ο ένας 86 χρονών, ο άλλος 92.
Πριν 3-4 μήνες στην Σκήτη Κουτλουμουσίου «κοιμήθηκε» ο γερο-Ιωσήφ σε ηλικία 108 χρονών. Μια μέρα πριν το θάνατό του έκανε τον περίπατό του στη Σκήτη. «Αποχαιρέτισε τη Σκήτη» το εξηγούν οι πατέρες.
Κοντά στις Καρυές, στο κελλί του Αγίου Νικολάου, ζει ο γερο-Προκόπης της συνοδείας του γέροντα Ιερόθεου. Επιμένει ότι είναι 99 χρονών. Αν δεν σου το πει, δεν το πιστεύεις. Γυρνάει πάντα ξυπόλητος μέσα και έξω από τα κελί, ακόμα και στις πιο κρύες μέρες του χειμώνα.
Κάνει χιούμορ. Αν του πεις «να τα κατοστήσεις» σου λέει ότι αυτό δεν είναι ευχή, αλλά κατάρα!..
Δουλεύει πολύ. Το εργόχειρό του είναι το πλέξιμο σκουφιών και ραπτική. Έχει μάτι αετού παρόλη την προχωρημένη ηλικία του.
Εκείνο που μου κάνει εντύπωση είναι η ηρεμία και η γαλήνη στο πρόσωπό τους την ώρα που ξεψυχούν, που μεταδίδονται και στους γύρω τους.
Συχνά ο μελλοθάνατος δίνει κουράγιο σε όσους τον φροντίζουν. Τους λέει να μη κλαίνε, τους δίνει συμβουλές από την πείρα του ως άνθρωπος και ως μοναχός, τους δίνει την ευχή του.
Πολλοί προβλέπουν το τέλος τους. Φροντίζουν να φεύγουν πάντα έτοιμοι για το αιώνιο ταξίδι. Εννοούν να έχουν εξομολογηθεί και να έχουν κοινωνήσει. Να μην είναι μαλωμένοι με κανένα. «Να μην έχουν χρωστούμενα».
Πριν δύο μήνες κοιμήθηκε στην Μονή Σταυρονικήτα ο γερο-Νικήτας, γύρω στα 90. Παλιός Αγιορείτης - είχε 60 χρόνια στο Όρος. Μου είπε μια μέρα που πήγα να τον επισκεφθώ: «Ακόμα και αν βγάζεις νερό από την πέτρα, μην έχεις την απαίτηση να δεις την Παναγιά».
Τα τελευταία 5-6 χρόνια τα πέρασε στο κρεβάτι με απανωτά εγκεφαλικά. Έκανε υπομονή.
Οι νεώτεροι πατέρες της μονής τον υπηρέτησαν με υπομονή. «Μάλωναν» ποιος θα τον περιποιηθεί. Αμοιβή τους ήταν οι συμβουλές, η πείρα, η ευχή του.
«Νιώθουμε πιο φτωχοί χωρίς αυτόν» είπε ο Ηγούμενος στην κηδεία. «Ήταν παράγοντας ισορροπίας για όλο το μοναστήρι μας, ευλογία της Παναγίας».
Έτσι «κοιμούνται» οι μοναχοί στο Άγιο Όρος. Αφανείς άγιοι. Που δεν τους έμαθε και δεν θα τους μάθει ποτέ κανείς. Συμφιλιωμένοι με όλους και με όλα, με τον εαυτό τους, με το Θεό.
Πριν λίγο καιρό ήρθε στο Όρος γνωστός μου δικηγόρος και τέως βουλευτής με σκοπό να επισκεφθεί ένα ασκητή, φημισμένο για τη σοφία και την αγιότητά του, για κάποιο σοβαρό πρόβλημα υγείας του γιου του.
Κατεβήκαμε μαζί στο καλύβι του γέροντα. Τον δέχτηκε εγκάρδια σα να τον γνώριζε από χρόνια.
Περίμενα με πολλή ανυπομονησία και περιέργεια να ακούσω τη «γνωμάτευση» του γέροντα: «Αν ο γιος σου και συ δεν κάνετε προσευχή η αρρώστια θ’ αλλάξει δρόμο. Αν ο Θεός κρίνει ότι ο γιος σου είναι έτοιμος μπορεί να σου τον πάρει τώρα – μη λυπηθείς γι’ αυτό. Αν πάλι κρίνει ότι δεν είναι ακόμη έτοιμος θα σου τον αφήσει κι άλλο».
Ο ίδιος ασκητής μ’ αγαπάει και μου το δείχνει πάντα με πολύ χιούμορ. «Πάλι εδώ είσαι, ρε γιατρέ; Γιατί ήρθες αφού δεν σε κάλεσα;». Για να συμπληρώσει στο ίδιο στυλ: «Καλά, αφού ήρθες τώρα, θα αρρωστήσω για να μη φύγεις, χωρίς δουλειά!».
Δείχνει του κουτί με τα λουκούμια. «Αυτό είναι το εξωτερικό ιατρείο το δικό μου! Έχει φάρμακα μέσα. Πάρε ένα. Εσύ έχεις τόσο γλυκά φάρμακα;».
Με ξεπροβοδίζει χαριτολογώντας. «Καλύτερα αγροτικός γιατρός παρά Καθηγητής Πανεπιστημίου. Τον αγροτικό γιατρό τον έχεις δίπλα σου ό,τι ώρα θέλεις. Τον καθηγητή που να τον βρεις;».
Ι. Θ. Καρακασίδης
Ιατρός
από το περιοδικό «Πρωτάτον»
http://www.dailygreece.com
Θανάτου εορτάζομεν νέκρωσιν…
Εδώ ας μας επιτραπεί να αναφέρουμε μια εμπειρία από κάποιον γνωστό μας πολυαγαπημένο, το Μάρκο (στη φωτογραφία κάτω).
Ο Μάρκος, ένα παιδί πανέμορφο στην κυριολεξία, με μια πολύ καλή δουλειά, παντρεμένος με μια κοπέλα τη Μ. επίσης πολύ όμορφη, μορφωμένη, με μία πολύ καλή δουλειά. Ζουν τον έρωτα τους, ο οποίος πολύ σύντομα πρόκειται να ολοκληρωθεί με τον ερχομό ενός παιδιού. Και εδώ, καλό είναι να αναφέρουμε, πως ο Μάρκος είναι πάρα πολύ συνειδητός και πιστός Χριστιανός, συμμετέχει δε πολύ ενεργά στη λειτουργική ζωή της Εκκλησίας.
Όταν η Μ. ήταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη, μαθαίνουν ότι ο Μάρκος πάσχει από μία μορφή μη ιάσιμου καρκίνου. Σε μία εβδομάδα περίπου, η Μ. αποβάλλει, και μένουν οι δυο τους να παλεύουν με τις χημειοθεραπείες, τις ακτινοβολίες, και τα πήγαινε έλα στα νοσοκομεία.
Μετά περίπου από ένα χρόνο, ο Μάρκος πεθαίνει στην ηλικία των 30 ετών, αφήνοντας μόνη και άκληρη την πολυαγαπημένη του γυναίκα τη Μ.
Βλέποντας, επιφανειακά τα γεγονότα ένας άθεος, θα αναφωνήσει:
-Δεν σας τα είπα εγώ; Δεν υπάρχει Θεός. Αν υπήρχε, δεν θα επέτρεπε ποτέ αυτήν την αδικία, και μάλιστα σε έναν ‘δικό’ του.
Είναι προτιμότερο όμως να αφήσουμε, να μας αναφέρει τα γεγονότα η ίδια η γυναίκα του, ώστε να μπορέσουμε να καταλάβουμε καλύτερα. Ακολουθούν κάποια αποσπάσματα από μερικά email που μας έστειλε.
«Ο καημένος ο Μάρκος Γιώργο μου, με τις τόσες ειρωνείες που του έκανα, δε μου έλεγε πάντα τι διαβάζει..
Θυμάμαι είχε ένα σκληρόδετο μπορντό προσευχητάριο, τώρα που το βλέπω, γράφει Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία Πρεβέζης, ούτε ξέρω πού το βρήκε, έξι χρόνια που ήμασταν μαζί, ουδέποτε πήγε στην Πρέβεζα..
Θυμάμαι είχε ένα σκληρόδετο μπορντό προσευχητάριο, τώρα που το βλέπω, γράφει Ιερά Μονή Προφήτου Ηλία Πρεβέζης, ούτε ξέρω πού το βρήκε, έξι χρόνια που ήμασταν μαζί, ουδέποτε πήγε στην Πρέβεζα..
Μετά το απόγευμα, που γυρίζαμε στο σπίτι και τρώγαμε, για να ξεκουραστεί, διάβαζε εσπερινό, απόδειπνο και άλλα.
Περνούσα από το καθιστικό, τον κοιτούσα και του κουνούσα το κεφάλι. Του έλεγα ''τι λες, την ευχή ,την ευχή;''
Ο γλυκός μου, γελούσε και μου έλεγε ''ναι την ευχή, μόνο που λέω, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησε τη Μ.''
Το πόσο αγαπούσε το Χριστό, το πόσο ασκείτο σε πράγματα αδιανόητα σε μένα, μέσα στον ελάχιστο χρόνο του πόσο διάβαζε Πατερικά κείμενα.
Διαβάζω τώρα τη Θεολογία του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά, και βλέπω υπογραμμισμένα από το Μάρκο, τόσα και τόσα που με ξενίζουν: άκτιστο φως, ουσία αμέθεκτος, ενέργειες...
Τώρα τράβηξα άλλο του βιβλίο υπογραμμισμένο παντού, λέει Άγιου Μάξιμου Ομολογητού, 400 Λόγοι περί Αγάπης.
Αυτό, πλην της εισαγωγής, που είναι λίγο στριφνή, φαίνεται βατό ακόμα και για αδαείς όπως εγώ..
Αυτό, πλην της εισαγωγής, που είναι λίγο στριφνή, φαίνεται βατό ακόμα και για αδαείς όπως εγώ..
Και τώρα, πλάι στα σχετικά με το αντικείμενό του, βλέπω τόσα Πατερικά και μένω έκπληκτη.
Φιλοκαλία, που ούτε ξέρω τι είναι, πολλά Αγιορειτών, ..
Ευτυχώς που πρόλαβα και σε βρήκα πριν μονάσεις του έλεγα. Και απαντούσε ''ο ιερός Χρυσόστομος, λέει πως δεν υπάρχει διαφορά .Ό,τι κάνουν οι μοναχοί ισχύει και για μας στον κόσμο''
Γιώργο, τώρα που δε μας ακούει, σκέφτομαι γιατί;
Γιατί του φύλαγε τέτοιο θάνατο κι εγώ το τέρας ζω;
Δεν λέω πως ήμουν καμιά άθεη, μα ούτε τυπική με την εκκλησία ήμουν, πλήρη άγνοια από τέτοια βιβλία είχα, άρα;
Όπως σου είχα γράψει, ξέραμε από την αρχή πως δεν υπάρχουν ελπίδες, στον ίδιο είπαμε πως ήταν μια ιάσιμη μορφή.
Δεν ξέρω αν το είχε πιστέψει. Πάντως, τρεις μήνες πριν το τέλος, νοσηλευόμασταν στο ………... Τον πήραν για μια τομογραφία. Ρώτησε το γιατρό κι εκείνος του απάντησε ''είναι πάρα πολύ δύσκολη η περίπτωσή σου, μα στην Ιατρική ποτέ δε λέμε ποτέ''. Από τότε ήταν σίγουρος. Κι αυτή τη στιχομυθία τη μάθαμε από το γιατρό όχι από τον ίδιο..
Ο Μάρκος ήταν η περίπτωση που ο πάσχων στήριζε το περιβάλλον κι όχι το περιβάλλον τον πάσχοντα.
Ο Μάρκος ήταν πάντα πολύ ήρεμος, δεν αγχωνόταν κι όταν τον ρωτούσα από πού αντλεί τη σιγουριά του, μου έλεγε διάφορα που δεν θυμάμαι, και το ''και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα''.
Είχε πίστη, κι όταν του έλεγα, γιατί εγώ δεν μπορώ να ‘δω’, μου έλεγε ''όταν προσεύχεσαι να λες, Κύριε φώτισόν μου το σκότος''.
Είχε πίστη, κι όταν του έλεγα, γιατί εγώ δεν μπορώ να ‘δω’, μου έλεγε ''όταν προσεύχεσαι να λες, Κύριε φώτισόν μου το σκότος''.
Όταν κατέρρεα κι έβγαζα τη ''μάσκα'' της ψύχραιμης, μου έδειχνε μια εικόνα της Παναγίας του …….. που είχε δίπλα του, και μου έλεγε: ''Μη στενοχωριέσαι, η Παναγία, των θλιβομένων η χαρά, δε θα σε αφήσει. Εγώ θα γίνω καλά, μη φοβάσαι''
Ένα βράδυ, έσπασα και του είπα ''εγώ θα δώσω τέλος, αν συμβεί κάτι, θα δώσω τέλος''
Και ξέρεις Γιώργο, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τα μάτια του γίναν ζωηρά και μου είπε ''τέλος; μην την ξαναπείς αυτή τη λέξη! θα δώσουμε τέλος, να χάσουμε τον Παράδεισο;''
Και ξέρεις Γιώργο, σαν να τον χτύπησε ηλεκτρικό ρεύμα, τα μάτια του γίναν ζωηρά και μου είπε ''τέλος; μην την ξαναπείς αυτή τη λέξη! θα δώσουμε τέλος, να χάσουμε τον Παράδεισο;''
Φορούσε πάντα έναν ξύλινο σταυρό με ένα πέτσινο λουράκι, δεν τον έβγαζε ποτέ, ούτε στη θάλασσα.
Μέσα στα νοσοκομεία, κρατούσε στην παλάμη του κι άλλον έναν. Ούτε όταν αποκοιμιόταν δεν του έπεφτε.
Όταν έκλαιγα, μου έλεγε, κράτα το σταυρό και λέγε, ''σταυρέ του Χριστού σώσον ημάς τη δυνάμει σου'', λέγε, ''χαίρε ξύλο μακάριο'', και άλλα που δεν τα είχα ακούσει ποτέ ούτε σε λειτουργίες.
Εξουθενωμένος από τον πυρετό και τις θεραπείες, έλεγε ''συ ει η υπομονή μου Κύριε'' και μου έλεγε να το λέω κι εγώ.
Θυμάμαι ξεκάθαρα τις τελευταίες του φράσεις, μεσημέρι Δευτέρας 13 Σεπτέμβρη.
Ήδη από την Κυριακή, μας είπαν οι γιατροί πως πέρασε σε γενικευμένη πολυοργανική ανεπάρκεια, μόνο η καρδιά του τον κρατούσε. Λίγες ώρες ή λίγες μέρες μας είπαν..
Το μεσημέρι της Δευτέρας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε: ''Να ξαναπαντρευτείς, ν' αποκτήσεις τον/την ………...(το παιδί που δεν απέκτησαν) και να τον/την κάνεις ν' αγαπήσει την …………(την ιδιαίτερη πατρίδα του)'.
Μέσα στα νοσοκομεία, κρατούσε στην παλάμη του κι άλλον έναν. Ούτε όταν αποκοιμιόταν δεν του έπεφτε.
Όταν έκλαιγα, μου έλεγε, κράτα το σταυρό και λέγε, ''σταυρέ του Χριστού σώσον ημάς τη δυνάμει σου'', λέγε, ''χαίρε ξύλο μακάριο'', και άλλα που δεν τα είχα ακούσει ποτέ ούτε σε λειτουργίες.
Εξουθενωμένος από τον πυρετό και τις θεραπείες, έλεγε ''συ ει η υπομονή μου Κύριε'' και μου έλεγε να το λέω κι εγώ.
Θυμάμαι ξεκάθαρα τις τελευταίες του φράσεις, μεσημέρι Δευτέρας 13 Σεπτέμβρη.
Ήδη από την Κυριακή, μας είπαν οι γιατροί πως πέρασε σε γενικευμένη πολυοργανική ανεπάρκεια, μόνο η καρδιά του τον κρατούσε. Λίγες ώρες ή λίγες μέρες μας είπαν..
Το μεσημέρι της Δευτέρας άνοιξε τα μάτια του και μου είπε: ''Να ξαναπαντρευτείς, ν' αποκτήσεις τον/την ………...(το παιδί που δεν απέκτησαν) και να τον/την κάνεις ν' αγαπήσει την …………(την ιδιαίτερη πατρίδα του)'.
Όταν άρχισα να έχω λυγμούς, μου κρατούσε το χέρι αδύναμα, και μου είπε ''μη φοβάσαι, είμαι καλά, ΕΙΚΩΝ ΕΙΜΙ ΤΗΣ ΑΡΡΗΤΟΥ ΔΟΞΗΣ ΤΟΥ''
Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Έπεσε σε κώμα.
Τρίτη 14 του Σεπτέμβρη,5:42 το απόγευμα έφυγε...
Οχτώ περίπου μήνες μετά, όταν στοιχειωδώς επανεντάχτηκα, τα είπα αυτά τα λόγια στο γέροντα στη μονή Μ………….
''Αχ παιδάκι μου, μου λέει, να ήξερες τι σημαίνει αυτό, να ήξερες πού είναι τώρα, κι εσύ κλαις..''
Αυτά ήταν τα τελευταία του λόγια. Έπεσε σε κώμα.
Τρίτη 14 του Σεπτέμβρη,5:42 το απόγευμα έφυγε...
Οχτώ περίπου μήνες μετά, όταν στοιχειωδώς επανεντάχτηκα, τα είπα αυτά τα λόγια στο γέροντα στη μονή Μ………….
''Αχ παιδάκι μου, μου λέει, να ήξερες τι σημαίνει αυτό, να ήξερες πού είναι τώρα, κι εσύ κλαις..''
Αυτός ήταν ο ΜΑΡΚΟΣ!!! Και για να καταλάβουμε λίγο καλύτερα τι ακριβώς συνέβη, ας σκεφτούμε τα εξής: Ο Μάρκος μέσα σε μια εβδομάδα είδε μπροστά του να ξετυλίγεται ένα προσωπικό δράμα. Είδε, ο απόγονος του να χάνεται. Όσοι έχουν κάποια εμπειρία από αποβολές σε τέτοιο στάδιο εγκυμοσύνης, γνωρίζουν για τι πράγμα μιλάμε. Και σαν να μην έφτανε αυτό, πρόβαλλε, απειλητικά μπροστά του το πρόσωπο του θανάτου, με μία λίαν επώδυνη μορφή. Στη συνέχεια, είδε το τέλος να έρχεται και σιγά - σιγά να αποχωρίζεται από οτιδήποτε τον συνδέει με τη ζωή. Και μάλιστα αυτό να γίνεται μέσα σε πόνους. Είδε ακόμη και αυτή του την ομορφιά να χάνεται, να πνίγεται μέσα στα ‘σχήματα’ της χημειοθεραπείας. Και όλα αυτά, ενόσω τα ‘είχε’ καλά με το Θεό, ήταν σωστός στις υποχρεώσεις του. Και όμως.
Ο Μάρκος, όμως δεν λύγισε. Δέχτηκε τον σταυρό που μας υποσχέθηκε ο Χριστός. Τον αγάπησε τον σταυρό του, τον αγκάλιασε, τον φίλησε και τον κουβάλησε πρόθυμα μέχρι το τέλος. Άραγε είναι τυχαίο που ο Μάρκος ‘έφυγε’ την ημέρα της υψώσεως του Σταυρού, σταυρού που τόσο αγάπησε ώστε να λέει κατά τη διάρκεια της δοκιμασίας του τους Χαιρετισμούς του Σταυρού; Και τι έγινε στο τέλος; Απλά, για εμάς, ένα θαύμα!
Τα τελευταία του λόγια ήταν ένα απόσπασμα από τη νεκρώσιμη ακολουθία, που υποδήλωνε με σαφέστατο τρόπο, πως έφθασε το καθ’ ομοίωσιν, ότι αγίασε. Θα μπορούσε κάποιος να πει πως παραληρούσε. Ναι θα μπορούσε να είναι και έτσι.
Αλλά, ξυπνώντας κάποιος από κώμα προερχόμενο από πολυοργανική ανεπάρκεια, εφόσον άρχιζε να παραληρεί, το πιο λογικό θα ήταν να χρησιμοποιεί στο παραλήρημα του φράσεις και εικόνες που χρησιμοποιούσε κάθε μέρα, και να τα συνδέει αυτά με τρόπο ασυνάρτητο αρκετές φορές.
Μόνο, που στην προκειμένη περίπτωση, αυτά τα λόγια ‘Εικών ειμί της αρρήτου δόξης Του’ δεν περιέχονται σε ΚΑΝΕΝΑ προσευχητάριο, δεν λέγονται από κανέναν Χριστιανό, στις προσευχές που κάνει κατά τη διάρκεια της ημέρας. Το πιο λογικό, εφόσον παραληρούσε, θα ήταν να λέει διάφορες προσευχές που συνήθιζε να διαβάζει κάθε μέρα.
Βέβαια, όλα όσα έλεγε ο Μάρκος ήταν απολύτως λογικά, και έβγαζαν νόημα. Δεν παραληρούσε ο Μάρκος. Τι συνέβη; Τίποτα το ιδιαίτερο…
Απλά έτσι ‘φεύγουν’ οι άντρες, έτσι κοιμούνται οι άγιοι, έτσι παίρνει σάρκα και οστά το:
«Χριστός ανέστη εκ νεκρών, θανάτω θάνατον πατήσας…»
http://oodegr.com
Τρίτη 15 Ιουλίου 2014
Ο Γ. ΕΦΡΑΙΜ ΤΗΣ ΑΡΙΖΟΝΑΣ ΜΙΛΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΤΟΥ ΙΩΣΗΦ ΤΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗ Του Αρχιμ. Εφραίμ Καθηγουμένου Ι. Μονής Φιλοθέου
***
Όπως ξέρετε, όταν ο Γέροντας ήταν στον κόσμο, δεν είχε καθόλου θρησκευτικότητα, ήταν ένας αγνός νέος, λογικός, δίκαιος, τίμιος και μισούσε πάρα πολύ το άδικο. Προήρχετο από πολύ φτωχή οικογένεια και από νωρίς επιδόθηκε με ζήλο στο εμπόριο... με σκοπό να βοηθήσει την οικογένειά του και να πλουτίσει. Με την εξυπνάδα και τις ικανότητές του κατάφερε, ευθύς εξ αρχής αφ’ ότου ήλθε στην Αθήνα, να προκόψει στο εμπόριο και να δημιουργήσει ικανή περιουσία. Πριν τον επισκεφθεί ο Θεός και του δώσει τη μεγάλη μετάνοια, είχε αρραβωνιασθεί, αλλά, καθώς έλεγε ο ίδιος, ζούσε τόσο προσεκτικά, ώστε ποτέ δεν άγγισε τη μνηστή του φοβούμενος μήπως φθάσει στο σημείο να την ασπασθεί. Κάποια μέρα διάβασε ένα θρησκευτικό βιβλίο και τον σαγήνευσε. Δημιουργήθηκε μέσα του μια λύπη, μια αθυμία και μια βαριεστημάρα προς τα εγκόσμια. Όταν τον είδαν έτσι άκεφο οι κόρες της ιδιοκτήτριας του σπιτιού στο όποιο έμενε, τον ρώτησαν την αιτία και, για να τον βοηθήσουν, του έδωσαν να διάβασει το «Νέον Εκλόγιον», ένα βιβλίο με μια πολύ καλή επιλογή βίων Αγίων.
Απόρησε ο Γέροντας όταν το διάβασε, δεν μπορούσε να πιστέψει πως υπήρχαν τέτοιοι άνθρωποι που αγωνίσθηκαν για το Θεό τόσο σκληρά στη ζωή τους, που έκαμαν με τη βοήθεια Του τόσα και τέτοια τέρατα και σημεία. Τότε του ήρθε η μνήμη του θεού κι από τότε ο Θεός έστειλε τη μετάνοια, έστειλε το φωτισμό του, του άνοιξε το νου κι άρχισε να σκέπτεται για την ψυχή του. Από τότε άρχισε η νέα πνευματική σταδιοδρομία του. Εξομολογήθηκε για πρώτη φορά στη ζωή του στον πνευματικό τις αμαρτίες του με πολλά-πολλά δάκρυα, άρχισε να «κρυώνει» προς το εμπόριο, που το θεωρούσε πλέον εμπόδιο και αμαρτία στην καινούρια του πορεία, το εγκατέλειψε κι άρχισε να εργάζεται πολύ απλά εδώ κι εκεί, για να κερδίζει μόνο το ψωμί του. Τις μέχρι τότε οικονομίες του άρχισε να τις δίνει ελεημοσύνη, για να συγχωρηθει ο πατέρας του, ενώ παράλληλα πήγαινε σε διάφορα προσκυνήματα, για να τονωθεί η πίστη του και η μετάνοια του.
Πριν αναχώρησει για το Άγιον Όρος, ήθελε να ελέγξει κάπως τις δυνατότητες του για τη μοναχική ζωή και προσπαθούσε να ασκηθεί, όσο μπορούσε, μέσα στον κόσμο. Πήγαινε στην Πεντέλη και θέλοντας να μιμηθεί τους στυλίτες ξενυχτούσε πάνω στα δένδρα, νήστευε πολύ (περνούσε το εικοσιτετράωρο με λίγο ψωμί ή ένα-δυο λουκούμια), ντυνόταν απλά, σκορπούσε τα χρήματά του και με λίγα λόγια άρχισε να μιμείται τους αγίους. Όταν πια είδε ότι μπορεί να ασκηθεί, να γίνει μοναχός, το αποφάσισε. Αφού αποκατέστησε την αδελφή του δίνοντας της την ανάλογη προίκα και σε ηλικία 24-25 ετών ξεκίνησε για το Άγιον Όρος. Σκοπός του ήταν να μπει στην υπακοή κάποιου ασκητή που να τρώει μόνο χόρτα, να αγρυπνά όλη τη νύχτα και να νήφει. Γι αυτό και κατευθύνθηκε προς την έρημο. Μα τέτοιον ασκητή που γύρευε δεν βρήκε, γιατί, καθώς του είπαν, οι τέτοιου είδους αγωνιστές είχαν εκλείψει. Υπήρχαν κάποιοι ασκητές που έτρωγαν μια φορά την ημέρα, αλλά όχι μόνο χόρτα.
Μπήκε στην υπακοή του γέρο-Δανιήλ, του Γέροντα των Δανιηλαίων, ανθρώπου πολύ πνευματικού, έμεινε ένα διάστημα κοντά του, του διάβαζε το Ψαλτήρι κι από την πολλή κατάνυξη έκλαιγε. Είδε ο γερο-Δανιήλ την πνευματικότητά του και τον έστειλε πάλι στη σπηλιά του, για να ασκηθεί μόνος του. Σε λίγο, για να μην πέσει σε πλάνη, πράγμα που κινδυνεύουν να πάθουν όσοι ασκούνται μόνοι τους, του έστειλε τον γέρο-Αρσένιο, έναν απλοϊκό μοναχό που είχε έρθει από την Ιερουσαλήμ και ποθούσε την ησυχία. Με την υπόδειξη τότε του γέρο-Δανιήλ ο Γέροντας και ο γέρο-Αρσένιος πήγανε και κοινοβιάσανε στο γέρο-Εφραίμ και τον γέρο-Ιωσήφ, οι οποίοι ήταν συγγενείς, Αρβανίτες στην καταγωγή, και μόναζαν μαζί στα Κατουνάκια. Θα σάς αναφέρω ένα περιστατικό, για να δείτε πόσο ο Γέροντας αγωνίσθηκε πάνω στο πάθος του θυμού, γιατί, όπως ξέρετε, ήταν λίαν θυμώδης. Κάποια μέρα ένας γείτονας μοναχός Κρητικός άρχισε να φωνάζει και να βρίζει τον γέρο-Εφραίμ άδικα για κάποιο λόγο.
Ο Γέροντας, νέος με ζωντανά τα πάθη ακόμα μέσα του, σκέφθηκε να βγει έξω αγανακτισμένος να «τακτοποίησει» τον μοναχό, γιατί άδικα στενοχωρούσε το Γέροντα του. Όμως κρατήθηκε, μπήκε στο ναό του Ευαγγελισμού, έπεσε στο έδαφος κι άρχισε να επικαλείται την Παναγία να τον συγκράτησει από κάποια ενδεχομένως ακραία συμπεριφορά. Κλαίγοντας και οδυρόμενος, βρέχοντας το έδαφος με την πλημμύρα των δακρύων του είδε ότι το πάθος του θυμού υποχώρησε, ηρέμησε, λογικεύθηκε και βγαίνοντας έξω τακτοποίησε το πράγμα με πολλή αγάπη. Όπως εκ των υστέρων ομολογούσε ο Γέροντας, αν δεν κυριαρχούσε στο θυμό του εκείνη τη μέρα, ίσως και να σκότωνε τον μοναχό γιατί είχε τόση ανδρεία και δύναμη μέσα του, που μπορούσε να τα βάλει με δέκα και να τους νικήσει. Αυτή ήταν η πρώτη νίκη στο μοναχικό του στάδιο. Μετά την κοίμηση του γέρο-Εφραίμ και του γέρο-Ιωσήφ οι δύο μοναχοί φλεγόμενοι από τον πόθο για σκληρότερη ασκητική ζωή ανέβηκαν στον Άγιο Βασίλειο που τους ήταν γνωστός όπως και άλλες σπηλιές μεγάλων οσίων του Αγίου Όρους — του αγίου Αθανασίου του Λαυριώτου, του οσίου Νείλου του Μυροβλήτου του άγιου Πέτρου του Αθωνίτου — πριν μονάσουν κοντά στον παππού Εφραίμ.
Μια φορά βαδίζοντας από τον Άγιο Βασίλειο προς την Λαύρα, όπου ήταν ο πνευματικός τους, για να εξομολογηθούν και να λειτουργηθούν, καθώς έφθασαν στη θέση «Κρύα Νερά» κάτω από τον Άθωνα, από το πολύ χιόνι, την ταλαιπωρία και την εξάντληση από την υπερβολική νηστεία ο Γέροντας απέκαμε. Σταμάτησαν άναψαν λίγη φωτιά να ζεσταθούν κι όλη τη νύχτα την πέρασαν κάνοντας μετάνοιες, μέχρι που ξημέρωσε και γύρισαν πίσω. Για να βιάζει ο Γέροντας τον εαυτό του σε ολονύχτια ορθοστασία (δέκα-ώρες), έφτιαξε ένα μπαστούνι κάπως διαφορετικό από τα συνηθισμένα, όπως έχετε δει, και κει πάνω ακουμπούσε και προσηύχετο με ή χωρίς το κομποσχοίνι. Μια φορά — ποιος ξέρει μετά από πόσες ώρες τέτοιας αγρυπνίας — έχασε τις αισθήσεις του και έπεσε κάτω.
Όταν συνήλθε, ένιωσε τον εαυτό του πεσμένο κάτω την εικόνα της Παναγίας και το καντηλάκι του πεσμένο κάτω και χυμένο πλάι του, το μπαστούνι πεταμένο πέρα μακρυά. Άλλοτε πάλι έκανε έγκλειστος, δεν έβγαινε καθόλου. Από το παραθυράκι κατά διαστήματα ο γέρο-Αρσένιος του έδινε το παξιμαδάκι. Μια νύχτα άνοιξε το παράθυρο να πάρει αέρα, ζαλίστηκε κι έπεσε απ’ το παράθυρο. Κάποτε σε μιαν εορτή, ο γέρο-Αρσένιος πήγε σε γειτονική καλύβη για να κοινωνήσει, ενώ ο Γέροντας αγρυπνούσε μόνος του με πολύ πένθος και μία αίσθηση της αμαρτωλότητος και αναξιότητός του, διότι οι άλλοι πατέρες θα μεταλάμβαναν, ενώ αυτός θα έμενε άμοιρος αυτής της χάριτος για τις άμαρτίες του. Ξαφνικά ένιωσε ένα σκούντημα στο κεφάλι, σήκωσε το κεφάλι, κοίταξε και μέσα στα σκοτεινά είδε μια λάμψη. Μέσα στη λάμψη ήταν ένας ωραιότατος άγγελος που κρατούσε στο αριστερό του χέρι ένα κουτάκι ολόλαμπρο και στο δεξί μία λαβίδα.
Ο Γέροντας ευρισκόμενος υπό την επήρεια του πνευματικού αυτού φαινομένου και του μυστηρίου της χάριτος της οπτασίας κατάλαβε αθέλητα και χωρίς να σκεφθεί — γιατί σ’ αυτές τις στιγμές ο άνθρωπος παύει να σκέφτεται αισθάνεται κατά το σύνηθες — έκαμε αυτό που ο Θεός του έλεγε να κάνει: Άνοιξε το στόμα του, κοινώνησε από του αγγέλου το χέρι με Άγιον Άρτον και έφυγε ο άγγελος, έσκυψε πάλι το κεφάλι του και δυναμωμένος από το γεγονός συνέχισε την ευχή. Πολλές είναι οι ασκήσεις που έκαμνε ο Γέροντας και με τη χάρη του Θεού κατάφερε να αγνίσει τελείως τον εαυτό του κυρίως από το σαρκικό πάθος. Η θέση του μονάχου απέναντι στο πάθος το σαρκικό, πρέπει να είναι πόλεμος στήθος με στήθος. Οι σαρκικοί λογισμοί να αντιμετωπίζονται με ξύλο. «Σκοτώστε τον εαυτό σας», μας έλεγε, «για να ζήση η ψυχή». Εάν δεν αντιμετωπίσομε αυτό το θηρίο κατ’ αυτόν τον τρόπο, δεν υποτάσσεται η σάρκα στο πνεύμα. «Το ξύλο θα τόχετε κάτω από το μαξιλάρι και, μόλις έλθουν οι λογισμοί, ξύλο! Έτσι σιγά-σιγά ο άνθρωπος αποκτά το άνθος και την ευωδία της αγνότητας και της καθαρότητας, πράγμα που έχει πολλή παρρησία στο Θεό». Η αγνότης του Γέροντος ήταν κάτι το θαυμαστό. Θυμάμαι, όταν έμπαινα το βράδυ στο κελλάκι του, ευωδίαζε όλο. Η δε οσμή της προσευχής του αισθανόμουν να διαποτίζει ό,τι τον περιέβαλε, επηρεάζοντας όχι μόνο τις εσωτερικές αλλά και τις εξωτερικές μας αισθήσεις.
Όταν μάς μιλούσε για την αγνότητα της ψυχής και σώματος, έφερνε πάντοτε ως παράδειγμα την Παναγία μας. «Δεν μπορώ να σάς περιγράψω», έλεγε, «πόσο αρέσει στην Παναγία μας η καθαρότης και η σωφροσύνη. Επειδή αυτή είναι η μόνη αγνή Παρθένος, γι’ αυτό και όλους έτσι μάς θέλει και μάς αγαπά». Και πάλι έλεγε: «Δεν υπάρχει άλλη πιο ευωδιαστή θυσία προς τον Θεό, σαν την αγνότητα του σώματος, που αποκτάται με αγώνα και αίμα. Γι’ αυτό βιασθείτε! Μη δέχεσθε καθόλου τους αισχρούς λογισμούς!» Όταν ήμεθα στη Νέα Σκήτη, ήρθε κάποιος μοναχός και είπε στον Γέροντα ότι είχε σαρκικό πόλεμο και τα σχετικά. Ο Γέροντας του είπε να κόψει το κρασί, να «σφίξει τη ζώνη του», να διώχνει τις αισχρές φαντασίες, να χρησιμοποιεί το ξύλο και να είναι σίγουρος ότι ο πόλεμος θα υποχώρησει. Μετά από κάποιο διάστημα ξανάρθε ο μοναχός και είπε ότι ακολούθησε την εντολή, αλλά ο πόλεμος συνεχιζόταν. Του ‘δωσε το ξύλο ο Γέροντας, για να του δείξει πώς χτυπάει τον εαυτό του, μα εκείνος στην ουσία χάιδευε το σώμα του. Τότε ο Γέροντας άρπαξε το ξύλο, σήκωσε το ζωστικό και με τρεις που έδωσε στα πόδια τόσπασε το ξύλο. Απόρησε ο μοναχός. «Παιδάκι μου, έτσι βγαίνουν τα δαιμόνια! Όχι με χαϊδέματα!» Έλεγε μάλιστα ο Γέροντας σχετικά, ότι μια μέρα κάνοντας την ευχή, καθώς έκλεισε τα μάτια του, είδε μπροστά του ένα δαίμονα. Φώναξε τον γέρο-Aρσένιο ν’ ανάψει φωτιά, μια και μετά από πάλη τον είχε δέσει, ώστε να τον κάψουν. Όταν κατάλαβε ο δαίμονας, έγινε κόρακας κι έφυγε.
Όταν ξύπνησε ο Γέροντας, είδε ότι είχε απελευθερωθεί από το πάθος της σαρκός. Οι τοίχοι του κελλιού του ήταν χαλασμένοι από τις μπουνιές και τα κτυπήματα, δείγματα της πάλης του με τους δαίμονες. Μέσα στην αδελφότητα μας, στη μικρή μας συνοδεία, βασικό στοιχείο της μοναστικής μας ζωής ήταν και η αγρυπνία. Μάς το τόνιζε ο Γέροντας ότι χωρίς αγρυπνία προκοπή δεν γίνεται, δεν αποκτά θεμέλιο ο μοναχός. Και όπως ξεύρετε, ήταν καθιερωμένο, από την πρώτη νύχτα που θα ερχόταν κάποιος δόκιμος στη συνοδεία μας έπρεπε ούτως ή άλλως να αγρυπνήσει. Αγρυπνούσαμε όλη τη νύχτα, Ιδιαίτερα το καλοκαίρι που η νύκτα είναι μικρή. Η αγρυπνία μας ήταν δέχα ώρες: κομποσχοίνι, μετάνοιες, μελέτη και λογισμοί στον Γέροντα. Μα μπόρεσες να κοιμηθείς το απόγευμα, μα δεν μπόρεσες εξαιτίας πειρασμού ή για κάποιον άλλο λόγο, η αγρυπνία σου θα γίνει! Αυτό ήταν το τυπικό. Ουδεμία συγκατάβασις συγχωρείτο από μέρους του Γέροντος, ώστε να μην αγρυπνήσει ο αδελφός. Μάς γύμναζε πάντοτε στην αγρυπνία και μάς έλεγε το πόσον ωφέλιμη είναι. Πόσα είναι τα κέρδη τα πνευματικά, πόσο πλουτίζει τον άνθρωπο, πως τον κρατάει νηφάλιο. Πόσα είναι τα χαρίσματα της νοεράς προσευχής. Μάς υπενθύμιζε το σκοπό για τον οποίο εγκαταλείψαμε τον κόσμο και πήγαμε κοντά του έχοντας γνώση του αυστηρού τυπικού.
Όταν επρόκειτο να με κάμει μοναχό, μου είπε: «Θάνατος! Εϊτε έτσι είτε αλλιώς, είτε ζής, είτε άρρωστήσης, είτε πόνεσης, ένα θάχης στη σκέψη σου: ότι ο θάνατος μόνο θα σε χωρίσει από εδώ. Μη ζήτησης παράκληση, μη ζητήσεις θεραπείες». «Νάναι ευλογημένο, Γέροντα. Θάνατος, θάνατος!» Ο λογισμός βέβαια, πότε της υπερηφάνειας, πότε της αμελείας ή ότιδήποτε άλλο, με πολεμούσε πολύ, αλλά μάς έλεγε να τον αντιμετωπίζουμε με τέλεια καταφρόνηση και αδιαφορία. «Κράτα την ευχή! Θα περάσει. Φουρτούνα είναι- επίθεσις. θα υποχώρησει. Όταν εσύ αντισταθείς, όταν κρατήσεις το μέτωπο γερά, όταν δεν χάσεις το θάρρος σου, θα υποχώρησει. Ούτως ή άλλως αυτή είναι η τακτική του διαβόλου: να επιτίθεται, για να σπάσει το μέτωπο, να ρίξει το τείχος, να προχορήση η ορμητικότητα του νερού, να κατακλύσει, να γκρεμίσει ό,τι όρθιο υπάρχει. Κράτα το τείχος γερά, και αυτός θα υποχώρησει». Καί υποχωρούσαν οι λογισμοί. Αγρυπνούσαμε κάθε νύχτα. Ώρες στην προσευχή. Άλλος στο σκαμνάκι άλλος κάτω, εισπνέαμε και εκπνέαμε το όνομα του Χριστού. Αγωνιζόμαστε με όλη μας τη δύναμη. Μάς πολεμούσε ο ύπνος; Αντιστεκόμεθα, βγαίναμε έξω από την καλύβα. Μα κρύο, μα βροχή, μα παγωνιά, έξω! Προκειμένου να κοιμηθούμε και να χάσουμε την αγρυπνία, προτιμότερος ο πόλεμος, προτιμότερη η δυσκολία. Κι άς μη καταλαβαίναμε την ευχή, αρκεί να ήμεθα άγρυπνοι και να μαχώμεθα.
Μας συνιστούσε επίσης ο Γέροντας ότι δεν πρέπει να λείπουν τα δάκρυα από την αγρυπνία του μοναχού. Ο μοναχός πρέπει να κλαίει συνεχώς, για τις αμαρτίες του, για τους άλλους, για την προς τον Θεόν αγάπη. Μάς έλεγε επίσης ότι, όταν η προσευχή προχώρησει και καλλιεργηθεί προφορική επίκληση του ονόματος του Ιησού, αρχίζει σταδιακά ο νους να απαλάσσεται από τον μετεωρισμό και να κατακτά το όνομα του Χριστού. Αφού ο νούς πάρει όλη την προσευχή, τότε αρχίζει να ανοίγεται η καρδιά και να δέχεται το κατέβασμα της προσευχής. Και μετά από χρόνια, μετά από βία περιεκτική, δηλ. βία γενίκη σ’ όλους τους αγώνες της ασκήσεως, η καρδιά δέχεται ολόκληρη την προσευχή και δημιουργείται η καρδιακή κατάστασις, που είναι μια κατάκτηση βασιλική της καρδιάς πάνω στην ευχή και στα πάθη. Κυριαρχεί μια ειρήνη και μια υποταγή των πάντων στην κυβέρνηση του Χριστού, που βασιλεύει διά του θείου όνόματός Του. Πρωτοπόρος στην ευχή ήταν ο Γέροντας. Αγρυπνούσε πάντα με μεγάλες επιτυχίες. Νοερά προσευχή επτά-οκτώ ώρες, οκτώ ώρες ο νους μέσα στην καρδιά. Σκεφθείτε δουλειά με το όνομα τοϋ Χριστού! Οκτώ ώρες μέσα στην καρδιά! Σκεφθείτε το όργωμα της καρδιάς διά της χάριτος του Θεού! Εξ ου γινόταν ο κλαυθμός, κατά το πλείστον από την αγάπη και τον έρωτα του Θεού.
Όταν δεν υπήρχε αυτή η παράκλησις, ο κλαυθμός εστρέφετο πενθικός γύρω από τον θάνατο, γύρω από την σταύρωση του θεανθρώπου Χριστού μας, γύρω από την προσευχή για τον κόσμο — γιατί είχε πάρα πολύ μεγάλη αγάπη για τον κόσμο. Αν κάποτε δεν είχε άμεσα την επίσκεψη του Θεού, την προκαλούσε: Έψαλλε κανένα νεκρώσιμο τροπάριο, έφερνε στη μνήμη του άλλους αγωνιστές κι έτσι προσπαθούσε να ξεπεράσει τη δυσκολία και να ελκύσει τη θεία χάρη. Όλη τη μέρα μάς υπενθύμιζε: «Κρατάτε την ευχή! Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με!» Πήγαινα το βράδυ, όταν έβγαινε από την καλύβα του, τον πλησίαζα και του έλεγα ότι ο ύπνος με πολεμά. «Κράτα γερά! Κράτα το όπλο και μη φοβάσαι», μου απαντούσε. Το καλοκαίρι έρχονταν οι βάρκες και ψάρευαν με το φως, με τις λάμπες. «Βλέπεις παιδί μου, έλεγε, πώς αγωνίζεται αυτός εδώ ο ψαράς όλη τη νύχτα, για να πιάσει μια χούφτα ψάρια, να τα πάει στο σπίτι του, και παρακολουθεί και αγρυπνεί για κάτι το γήινο; Βλέπεις, καμιά φορά τραγουδάει, για να περάσει η ώρα. Εμείς που ήλθαμε, για να ψαρέψουμε την χάρη του Θεού, δεν πρέπει να αγρυπνούμε; Κι εμείς πρέπει να τραγουδούμε, δηλαδή να ψάλλουμε, να υμνολογούμε τον Θεό- να αγρυπνούμε στους λογισμούς, να μη κοιμώμεθα. Αυτός εδώ κάτω ο ψαράς για τα λίγα ψαράκια, εμείς όμως για πνευματική άγρα, για το ψάρεμα της Βασιλείας των Ουρανών, για χάρη περισσότερη, για μισθό αιώνιο ενώπιον του Θεού. Μεγάλη υπόθεσις!». «Είναι αλήθεια, Γέροντα…». Κι έτσι μας δυνάμωνε. Ο Γέροντας αγωνιζότανε πολύ και στην εγκράτεια.
Όταν έφθανε η Μεγάλη Σαρακοστή, εκεί πια εκορυφώνετο η νηστεία του. Στην πρώτη Σαρακοστή που ήμουν κοντά Του, η νηστεία που μας επέβαλε μου φάνηκε υπερβολική, αλλά ήταν πολύ πιο ήπια απ’ αυτήν που έκαναν με τον γέρο-Αρσένιο τα προηγούμενα χρόνια. Είχαν κάτι πιατάκια που χωρούσαν μερικές μόνο κουταλιές φαγητό. Αυτό ήταν το φαγητό του εικοσιτετραώρου και χωρίς βέβαια ψωμί. Έπαιρναν ελάχιστη τροφή, ίσα-ίσα να μπορούν να στέκουν στα πόδια τους, για να αγωνίζονται. Όταν τον συνάντησα εγώ, ήταν μέτριος στην αυστηρότητα εν συγκρίσει με την αυστηρότητα που είχε, όταν ήταν στον Άγιο Βασίλειο. Είχε ακουσθεί η φήμη του ως μεγάλου ασκητού και πήγαν αρκετοί, για να μονάσουν κοντά του, αλλά δεν μπόρεσαν, γιατί ήταν απαιτητικός. Όταν κατέβηκε στη Μικρή Αγία Άννα, όπου τον βρήκα εγώ, ήταν αυστηρός. Κυρίως με μένα ήταν ένας συνεχής καταπέλτης. Βέβαια ο θεός τον φώτιζε να με μεταχειρισθεί έτσι, γιατί είχα ανάγκη καθαρισμού από τον πολύ εγωισμό και την σκουριά που είχα μέσα μου. Έτσι ήταν αυστηρότατος στον Άγιο Βασίλειο, μέτρια αυστηρός στην Άγια Άννα και ακόμη λιγότερο στη Νέα Σκήτη. Όταν είχε έρθει ο π. Παντελεήμων από την Αμερική, έχοντας υπ’ όψη του πόσο ήπιος και μαλακός είναι ο Γέροντας, δεν μπορούσε να πιστέψει την παιδαγωγία στην οποία με υπέβαλε. Κι ο ίδιος ο Γέροντας ομολογούσε ότι στον Άγιο Βασίλειο, όντας νέος ήταν πολύ αυστηρός, προϊόντος όμως του χρόνου θεώρησε προτιμότερο και αποτελεσματικότερο να επιβάλλεται όχι με την αυτστηρότητα, αλλά με την αγάπη και τη συγκατάβαση.
Στην πρώτη Σαρακοστή που κάναμε πάνω τις πέντε ήμερες της εβδομάδος δεν μάς έδινε ούτε φαγητό, ούτε ψωμί. Μια φορά το εικοσιτετράωρο τρώγαμε χυλό, που φτιάχναμε με 25 δράμια αλεύρι. Το Σαββατοκύριακο μάς έκαμνε φαγητό με ψωμί. Το βράδυ δέκα ώρες αγρυπνία με προσευχή, με διπλάσιο και τριπλάσιο κανόνα σε κομποσχοίνια και μετάνοιες, και την ήμερα πολύ σκληρή δουλειά, πράγμα που οπωσδήποτε μάς ωφελούσε ψυχικά. Ενώ εμείς σήμερα, όντες πολύ αδύναμοι ψυχοσωματικά, δεν μπορούμε καν να διανοηθούμε τέτοια άσκηση. Τά κελλιά μας δεν είχαν την ανάπαυση των σημερινών κελλιών. Η ζωή μας ήταν ανθρωπίνως δύσκολη, αλλά με το λογισμό της αυταπαρνήσεως εύκολη. Όταν μας καλλούσε η υπακοή να τρέξουμε από το βουνό κάτω και να φορτωθούμε φορτίο, πολλές φορές πάνω από τις δυνάμεις μας, το κάναμε αμέσως, χωρίς καμία αντίρρηση. Μα αυτή ήταν η διδασκαλία του Γέροντος: Ο πρόθυμος άνθρωπος είς τα σωματικά είναι και στα πνευματικά πρόθυμος, όταν εγκεντρισθεί το πράγμα- όταν γίνει σε μια υπόσταση. Τότε ολοκληρώνεται ο αγωνιστής εις πνευματικόν άνθρωπον. Διότι ο κόπος ο σωματικός εν γνώσει και αληθεία βοηθά θαυμάσια τον άνθρωπο, τον μοναχό εις μετάνοια, εις πένθος και εις δάκρυα. Αυτοί οι κόποι της ημέρας και της νύκτας, με τις προσευχές του Γέροντος, μάς έφερναν δάκρυα νύχτα-μέρα. Μα στην προσευχή ήταν αυτά, μα στο διακόνημα, μα πάνω στον κόπο, τα μάτια δεν σταματούσαν. Φθάναμε στο σημείο να μη νιπτώμεθα με νερό, αλλά με τα δάκρυα. Γι’ αυτό πολλές φορές, όταν πέφταμε να κοιμηθούμε, ευωδία Θεού μας κύκλωνε.
Οι ευχές του Γέροντα ήταν πολύ δυνατές. Μου έλεγε ο Γέροντας ότι στους μεγάλους πειρασμούς γνώρισε χειροπιαστά τη χάρη του Θεού. Γιατί ανάλογα με τον πειρασμό που υπομένει κάποιος για την αγάπη του Θεού ο Θεός αποκρίνεται. Κι όταν ο άνθρωπος εργάζεται διά τον Θεόν με πολύ καλή προαίρεση, δεν είναι δυνατόν ο Θεός να τον αφήσει να πειρασθεί υπεράνω των δυνάμεων του. Αλλά και η ανταπόδοση από τον Θεό θα είναι ανάλογη. Μάς το λέει αυτό κι ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος: «Όταν κανείς περνάει μεγάλο πειρασμό και παρακάλεσει τον Θεό να τον απαλλάξει και εισακουσθεί, ο άνθρωπος στερείται ανάλογης χάρης, όσο ήταν το μέγεθος του πειρασμού τον οποίον του αφαίρεσε»*. Αυτό σημαίνει ότι όποιος θέλει να γνωρίσει την χάρη το πολύ, να κάνει υπομονή στους πειρασμούς. Με πίστη κι εμπιστοσύνη στον Θεό να κράτηση το μέτωπο, κι ο Θεός είναι παρών. Κάποτε ο Γέροντας περνούσε κάποιο μεγάλο πειρασμό εξωτερικά, αλλά κοπίαζε πάρα πολύ και ψυχικά. Κατέφυγε λοιπόν στην εκκλησία και έχυσε όλο τον πόνο της καρδιάς του μπροστά στην Παναγία, την οποία λάτρευε κυριολεκτικά. Τότε, χωρίς να το καταλάβει, έκλεισαν τα σωματικά του μάτια κι άνοιξαν τα ψυχικά. Είδε ότι η Παναγία βγήκε, ξεκόλλησε από το τέμπλο κι ολοζώντανη στάθηκε μπροστά του έχοντας στην αγκαλιά της τον Κύριο, βρέφος μικρό. «Μή στενοχωριέσαι, του είπε, εγώ θα σε βοηθήσω». Κι απλώνοντας το βρέφος το χεράκι Του τον θώπευε στο πρόσωπο και η ψυχή του Γέροντα γέμισε με απέραντη αγάπη και έρωτα Θεού. Η στενοχώρια έφυγε και η υπόθεση τακτοποιήθηκε πολύ καλά. Αν πείτε για τη σιωπή, λόγο δεν έβγαζε χωρίς ανάγκη. Ιδιαιτέρως τη Μεγάλη Σαρακοστή, όταν ήταν μόνοι τους με τον γέρο-Αρσένιο, τηρούσαν σιωπή όλη την εβδομάδα. Μιλούσαν μόνο από τον εσπερινό του Σαββάτου έως το απόδειπνο της Κυριακής και μετά πάλι σιωπηλοί όλη την εβδομάδα- με νοήματα συνεννοούντο. Και επειδή πολλή ωφέλεια είχε δει από την άσκηση της σιωπής, απαγόρευε και σε μας να μιλούμε μεταξύ μας, μόνο για τα απολύτως αναγκαία έπρεπε να χαλούμε τη σιωπή.
Όταν μας έστελνε έξω απ’ το ησυχαστήριό μας για κάποια διακονία, δεν μας επέτρεπε να μιλήσουμε με κανένα. Θυμάμαι, όταν επέστρεφα, πάντοτε μου έκαμε ακριβή εξέταση, αν ετήρησα απόλυτη υπακοή και σιωπή. Σε παράβαση δύο-τριών λέξεων ο πρώτος μου κανόνας ήταν διακόσιες μετάνοιες. Όπως σας έχω ξαναπεί, όταν ο Γέροντας ήθελε κάπου να πάει με τον γέρο-’Αρσένιο, σε κάποιο μοναστήρι φερ’ ειπείν, ξεχώριζαν, κρατούσαν μια απόσταση καθ’ οδόν και λέγανε την ευχή: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Δεν πηγαίνανε μαζί, για να μη τους νικήσει ο διάβολος της αργολογίας και από την αργολογία ξεκινήσει η κατάκριση και τόσα άλλα. Γιατί παίρνανε το μέτρο αυτό; Μα για να εμποδίσουν τον πειρασμό. Γιατί ο πειρασμός παίρνει την ευκαιρία και προσπαθεί να ρίξει τον άνθρωπο στην αμαρτία. Καμιά φορά ο γέρο-Αρσένιος, είτε γιατί ήταν παππούλης είτε γιατί ήταν απλός, πήγαινε να πει κανένα λόγο για κάποιον αδελφό εκτός της συνοδείας ή εντός ή κάποιο νέο που έμαθε. Μόλις άρχιζε, με τις πρώτες λέξεις, ο Γέροντας σήκωνε το χέρι του, του δινε μια στο κεφάλι κι έλεγε: «Αρσένιε, πρόσεχε- μη κατακρίνεις, δεν επιτρέπεται- θα χάσεις την χάρη του Θεού». «Έλα, τζάνεμ, τι είπα;», απαντούσε. «Αυτό που είπες είναι εις θέσιν να σου στερήσει την ευλογία της προσευχής. Τι άλλο θέλεις;». «Ευλόγησον!». Αλλά εμείς οι νεότεροι ν’ ανοίξουμε το στόμα να μιλήσουμε, αυτό δεν το γνωρίζαμε, ή να μιλήσουμε μεταξύ μας και να αργολογήσουμε, δεν το είδαμε ποτέ. Έμπαινε στο καράβι ο Γέροντας να πάει π.χ. από την Αγία Άννα στη Δάφνη: Το κεφάλι κάτω και «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με…» Πήγαινε κάποιος πατέρας: «Τι κάνετε, π. Ιωσήφ, πώς πάει η συνοδεία;». «Καλά, καλά, ευλογείτε. Κύριε Ιησού Χριστέ…», τον έκοβε. Επιστατούσε πολύ στο θέμα της αργολογίας. Η κατάκριση ήταν ανύπαρκτη. Όταν επιχειρούσε κανείς να μιλήσει, καταπέλτης ο Γέροντας: «Εδώ μέσα δεν χωρούν νέα και ειδήσεις. Μόνο μπροστά! Σιωπή και ευχή! Τίποτ’ άλλο! Δεν ήρθαμε εδώ να περάσουμε τον καιρό μας.
Ο διάβολος καιροφυλακτεί, άγρυπνεί τρέχει εδώ κι εκεί σαν λιοντάρι, ποιον να βρει σε αμέλεια, σε ραθυμία, σε απρόσεκτη κατάσταση, να τον αρπάξει. Πρέπει να ‘χωμε το νου μας». Αυτά και τόσα άλλα, για μας τους νεωτέρους, τους νέους μοναχούς που ήμεθα κοντά στο Γέροντα, ήταν ο θεμέλιος λίθος, το βαθύ θεμέλιο. Εάν δεν είχαμε αυτές τις νουθεσίες του Γέροντος κι εμείς από πλευράς μας δεν τις εφαρμόζαμε και δεν τις υλοποιούσαμε δεν θα γινόταν τίποτε απολύτως.` Μόλις κάποιος νέος αδελφός προσετίθετο στην συνοδεία μας, η πρώτη διδασκαλία που του έκανε ήταν: «Παιδί μου, την ευχή, θέλω να σε ακούω να λες την ευχή!». Κι όταν μεγαλώσαμε και γίναμε Ιερείς και ό,τι άλλο, συνέχεια την ευχή! Του έλεγα χαρακτηριστικά κάποτε: «Γέροντα, από την ευχή πονάει το στόμο μου η γλώσσα μου, έκλεισε ο λάρυγγάς μου, δεν μπορώ να αναπνεύσω- πονάει η καρδιά μου». «Δεν παθαίνεις τίποτα, υπομονή!» μού απάντησε. Και πράγματι η ωφέλεια ήταν πάρα πολύ μεγάλη. Πολλές φορές ερχόταν τόση χάρις από την προφορική ευχή, που ένιωθε κανείς μέσα του τόση θεία αγάπη, τόση αρπαγή του νου του. Και πάνω στο διακόνημα κατά περίεργο τρόπο ο νους δεν ήταν απλώς στην προσευχή αλλά στη θεωρία του Θεού, στη θεωρία — εν αισθήσει — του άλλου κόσμου. Όταν τον ρωτούσα γιατί καμιά φορά η προσευχή μου δεν μπορεί να περάσει τη σκεπή του κελλιού μου, ο Γέροντας απαντούσε ότι την εμποδίζουν τα δαιμόνια κατ’ οικονομίαν Θεού για πείρα. Άλλοτε έβλεπες τον νου, να μην τον εμποδίζει απολύτως τίποτε το πνευματικό και σαν σφαίρα με αφάνταστη και ασύλληπτη ταχύτητα να ανεβαίνει και να άπτεται εκείνα τα όποια ξεπερνούν την υλική φύσι. Γέροντα, του έλεγα, δεν νιώθω δυσκολία πάνω στα αμαρτήματα μου, δυσκολία στη σκέψη και στη θεωρία της εξόδου, δυσκολία στο ξεπέρασμα των τελωνίων;
Προσπαθώ να βάλω τον νου μου, τον εαυτό μου στ’ αριστερά του Κριτού για τη Δευτέρα Παρουσία και δεν πηγαίνει, αλλά αθέλητα, ανεμπόδιστα και αβίαστα πηγαίνει προς τα δεξιά». «Καλά, δεν καταλαβαίνεις;» μου λέει. «Δεν καταλαβαίνω απαντώ. «Τή στιγμή που σαν υποτακτικός άφησες το φορτίο σου όλο επάνω στους δικούς μου ώμους, εσύ ελάφρωσες. Για ποια πράξη θα δώσεις απολογία, τη στιγμή που όλα τα έχεις αναθέσει σ’ έμενα, τα έχεις εναποθέσει μπροστά μου, τα έχω αναλάβει εγώ και σύ είσαι ελεύθερος; Πώς να μην πας προς τα κει, ποιο πράγμα θα σ’ έμποδίσει;». Και είχε δίκιο ο Γέροντας, γιατί δεν κάναμε τίποτε χωρίς να τον ρωτήσουμε. Όταν, ενώ ήμασταν ακόμη στην Μικρή Αγία Άννα, είδε ο Γέροντας ότι δεν μπορούμε να παραμείνουμε άλλο λόγω των δυσμενών συνθηκών διαβίωσης, της σκληρής ζωής, των ταλαιπωριών και του ανθυγιεινού κλίματος (γιατί αυτοί ήταν προχωρημένης ηλικίας κι εμείς οι νέοι με σακατεμένη υγεία, αιμοπτύσεις κ.λ,π.), πήρε στην προσευχή του την πληροφορία να φύγουμε για τη Νέα Σκήτη, που ήταν πιο χαμηλά και πιο υγιεινές οι συνθήκες διαβίωσης. Μείναμε για λίγο διάστημα μέσα στη σκήτη, στους Αγίους Αναργύρους. Όμως το καθεστώς και κάποιες διενέξεις δεν μας ανέπαυαν και σαν άνθρωποι ειρηνικοί αποφασίσαμε να φύγουμε. Ο ηγούμενος όμως του Αγίου Παύλου, όπου ανήκει η σκήτη, μας παρεχώρησε δωρεάν κάτι ησυχαστικά καλύβια που ήταν έξω από τη Σκήτη, τα οποία και μας ανέπαυσαν πλήρως, γιατί και σχέσεις διοικητικής φύσεως δεν θα είχαμε με τη σκήτη και το τυπικό της έρημου θα μπορούσαμε να τηρήσουμε. Και πράγματι μέχρι τελευταία το τηρήσαμε. Μετά την πολυχρόνια πείρα του ο Γέροντας είχε καταλήξει ότι συμφέρει σε κάποιον να βρει ένα πνευματικό οδηγό και να μπει σε ένα πρόγραμμα με λίγους κόπους πάνω στα σωματικά και να έχει ένα τυπικό πάνω στο θέμα της προσευχής και της εγκράτειας. Αυτό το πράγμα το βρήκαμε, όταν κατεβήκαμε στη Νέα Σκήτη.
Τηρήσαμε ακριβώς το τυπικό μας, την τάξη μας, την προσευχή μας, τις λειτουργίες, κάθε μέρα την εξομολόγηση, την ακρίβεια στις ομιλίες και ζούσαμε πάρα πολύ όμορφα, έως ότου ο Θεός έκρινε, αποφάσισε και πήρε τον Γέροντα στους Ουρανούς. Τη μνήμη της εξόδου ο Γέροντας προσπαθούσε με την διήγηση διαφόρων Ιστορικών γεγονότων να μας την εμφυτεύσει πολύ βαθιά, για να έχουμε αδολεσχία πνευματική και για να λεπτύνει η συνείδησή μας προς καλύτερη αυτοκριτική, την οποία επιμελέστατα εφρόντιζε κι ο Γέροντας, κυρίως το βράδυ. Μας έλεγε ότι κάθε βράδυ στην αγρυπνία εξέταζε σε τι έσφαλε, ποιο πάθος κινήθηκε την ήμερα, ποιοι λογισμοί πέρασαν απ’ το νου του κι αμέσως, όπου έβλεπε ότι έσφαλε, ζητούσε συγχώρηση κι έπαιρνε απόφαση για ένα καινούργιο ξεκίνημα και ανάλογον για το κάθε πάθος αγώνα την επόμενη μέρα. Σε όλη του τη ζωή δεν έκαμνε τίποτε άλλο, παρά να εξετάζει τη συνείδησή του, να την συμβουλεύεται και να της κάμνει υπακοή. Κι έτσι έφθασε στο σημείο να μην τον κατηγορεί σε τίποτε. Από δω η παρρησία στην προσευχή, από δω η σιγουριά για τον Παράδεισο. Το ίδιο συνιστούσε και σε μας. Όταν κουραζόμαστε από τη νοερά προσευχή, μας συνιστούσε μελέτη, θεωρία πνευματική, αυτοκριτική και πάλι να επανερχόμαστε στη νοερά προσευχή. Και οι διδασκαλίες διανθίζονταν με διάφορα γεγονότα και ανάλογα περιστατικά Πατέρων και γνωστών μοναχών.
Όταν επρόκειτο να κοιμηθεί ο Γέροντάς του ο γέρο-Εφραίμ, τον ρώτησε σαν αρχάριος που ήταν αν είχε πληροφορία ότι θα σωθεί. Ο γέρο-Εφραίμ του απάντησε πως νιώθει ότι όλοι θα σωθούν και μόνον αυτός θα πήγαινε στα αριστερά του Χριστού. Και το δικαιολογούσε ύστερα αυτό ο Γέροντας λέγοντας ότι ο Θεός θέλοντας να προφύλαξει τον άνθρωπο στο τέλος της ζωής του από την κενοδοξία και την υπερηφάνεια, που μπορεί να τον οδηγήσουν στην απώλεια, τον κάνει να αίσθάνεται πολύ αμαρτωλός. Μια συνοδεία είχε φιλικές σχέσεις με τον Γέροντα και τον Γέροντα Αρσένιο και τους επισκέπτονταν για συμβουλές και πνευματική ωφέλεια. Ο π. Ιωαννίκιος, ο νεώτερος αδελφός της συνοδείας, ένα χαριτωμένο, γεροδεμένο παιδί απέκτησε πιο στενή πνευματική σχέση με τον Γέροντα και τον συμβουλευόταν σε θέματα προσευχής. Οι συμβουλές του Γέροντα είχαν αποτέλεσμα μέσα του και σε λίγο η προσευχή άρχισε να λέγεται άνετα και να του δημιουργεί καρδιακή θέρμη, οπότε ο νέος μοναχός επιδόθηκε ολόψυχα σ’ αυτή την ευλογημένη εργασία. Το Θέλημα όμως του Θεού ήταν ο μοναχός αυτός να φύγει ενωρίς από τη ζωή αρρώστησε από φυματίωση, η οποία τότε ήταν ανίατη και θανατηφόρα. Οι της συνοδείας του τον περιποιόνταν στα σωματικά, αλλά και τον προετοιμαζόταν για τον άλλο κόσμο. Το ίδιο έκανε κι ο Γέροντάς μου, ο οποίος, όταν διαπίστωσε ότι ο π. Ιωαννίκιος δεν μπορούσε πλέον λόγω γενικώτερης κατάπτωσης των δυνάμεών του να ανηφορίζει μέχρις αυτόν, προσφέρθηκε να κατεβαίνει ο ίδιος τη νύχτα, την ώρα της ακολουθίας με το κομποσχοίνι, ώστε να τον βλέπει, να τον τονώνη και να τον προετοιμάζει για την έξοδο.
Όταν πλέον ο Γέροντας διαπίστωσε ότι πλησιάζει η ήμερα της κοιμήσεως του είπε, όταν θα ανηφορίζει προς τα πάνω με τον άγγελο του, να περάσει να τον χαιρετήσει. «Να ναι ευλογημένο Γέροντα», ήταν η απάντηση του υποτακτικού. Σε λίγες μέρες κι ενώ ο Γέροντας με τον π. Αρσένιο κάθονταν έξω κι έφτιαχναν σταυρουδάκια, πέρασε ο π. Ιωαννίκιος από κει, για να τον χαιρετήσει. Ο Γέροντας τον αισθάνθηκε, το είπε στην συνοδεία και σε λίγο ακούστηκε κάτω από τα κελλιά των μοναχών αυτών το καμπανάκι, δηλωτικό του θανάτου του π.Ιωαννικίου. Τόσο μεγάλη ήταν η υπακοή του μοναχού αυτού προς τον Γέροντα, παρά ότι τον είχε Γέροντα μόνον «δυνάμει». Λίγες μέρες πρό της δικής του κοιμήσεως προς νουθεσία μου και βοήθειά πνευματική ο Γέροντας μου είπε: «Παιδί μου νιώθω μέσα μου ολόκληρο Παράδεισο. Χάρι πολύ μεγάλη, ευλογία Θεού. Βλέπεις οι κόποι της νεότητος τι κέρδος έφεραν. Βλέπεις ότι τίποτε δεν πήγε χαμένο; Το κάθε τι το μέτρησε ο Θεός. Και για ένα ποτήρι νερό αξιώνεται μισθού ο Χριστιανός. Πολλώ μάλλον οι κόποι οι μοναχικοί ενώπιον του Θεού τυγχάνουν άνταποδόσεως εδώ μέν με χάρη και ευλογία, στον άλλο κόσμο κατατίθενται στην τράπεζα του Θεού. Και όταν ο μοναχός απέλθη από τούτον τον κόσμο, όλο αυτό το ποσόν θα το «σηκώσει», όταν βρεθεί επάνω στον άλλο κόσμο. Δηλαδή οι καταθέσεις των κόπων τον περιμένουν και ανάλογα του ποσού που θα έχει απ’ εντεύθεν κατατεθεί εκεί θα γίνει και ο άνθρωπος πλούσιος εν τω Παραδείσω». Τέλος ήλθε και ο καιρός της αναχωρήσεως του. Τον θάνατο τον ανέμενε σ’ όλη του την ζωή. Γιατί η παραμονή του εδώ ήταν αγώνας και κόπος και πόνος. Λαχταρούσε η ψυχή του ανάπαυση, και το σώμα του επίσης. Και σ’ εμάς, παρ’ ότι απ’ αρχής μας είχε εμφυτεύσει έντονη την μνήμη του θανάτου, μάς έκανε πολύ δυνατή εντύπωση η εξοικείωσή του με το φοβερό μυστήριο του θανάτου. Έδειχνε ότι ετοιμάζεται για πανηγύρι. Τόσο η συνείδησίς του τον πληροφορούσε για το έλεος του Θεού.
Όμως τις τελευταίες μέρες έκλαψε πάλι πέραν του συνηθισμένου. Τού λέει ο γέρο- Αρσένιος, να τον παρηγόρησει: «Γέροντα, τόσους κόπους, τόση προσευχή έκανες σ’ όλη σου τη ζωή, τόσα κλάματα, πάλι κλαις;». Τον κοίταξε ο Γέροντας και αναστέναξε: «Ε, γέρο-Αρσένιε! Αλήθεια είναι αυτά που είπες, αλλά άνθρωπος είμαι. Μήπως γνωρίζω αν ήσαν αρεστά όσα έπραξα στο Θεό μου; Αυτός Θεός είναι- δεν κρίνεικ αθώς εμείς οι άνθρωποι. Και μήπως θα ξαναγυρίσουμε πάλι εδώ, για να κλάψουμε; Τώρα ο,τι προλάβει ο καθένας μας. Όσο πενθήσει και κλάψει, τόσο θα παρακληθεί». Σας έχω πει και άλλοτε για την αγάπη του προς την Παναγία μας. Ήταν ανωτέρα κάθε περιγραφής. Μόνο που ανέφερε το όνομά της τα μάτια του έτρεχαν. Την παρακαλούσε λοιπόν από καιρό να τον πάρει, να ξεκουρασθει. Και τον εισήκουσε. Τον επληροφόρησε ένα μήνα πριν για την αναχώρησή του. Με κάλεσε τότε ο Γέροντας και μου είπε τι να ετοιμάσουμε. Την παραμονή της κοιμήσεως του —14 Αύγουστου 1959 — πέρασε να τον δει ο κ. Σχοινάς από τον Βόλο, με τον οποίον ήταν πολύ γνώριμοι. «Τι κάνετε, Γέροντα, του λέγει, πως πάει η υγεία σας;» «Αύριο φεύγω, Σωτήρη. Όταν ακούσεις τις καμπάνες, να θυμηθείς τον λόγο μου». Την άλλη μέρα στη λειτουργία της Παναγίας μας ο Γέροντας έψαλε με κόπο το Τρισάγιο και την ώρα που κοινώνησε τα Άχραντα Μυστήρια είπε: «εφόδιον ζωής αιωνίου».
Όταν ξημέρωσε, ο Γέροντας παρέμενε καθισμένος (λόγω δύσπνοιας) στη μαρτυρική του πολυθρονίτσα στην αυλή του ησυχαστηρίου μας, περιμένοντας την ώρα και την στιγμή. Ήταν σίγουρος για την πληροφορία που του είχε δώσει η Παναγία μας, αλλά βλέποντας την ώρα να περνά και τον ήλιο να ανεβαίνει του ήλθε κάτι σαν στενοχώρια, σαν αγωνία για την καθυστέρηση. Με φωνάζει και μου λέει: «Παιδί μου, γιατί αργεί ο Θεός να με πάρει; Ο ήλιος ανεβαίνει και εγώ είμαι ακόμη εδώ!». Βλέποντας εγώ τον Γέροντα μου να αδημονεί του λέω με θάρρος: «Γέροντα, μη στενοχωρήστε. Τώρα εμείς θα κάνουμε ευχή και θα φύγετε». Τότε σταμάτησαν τα δάκρυα του. Οι πατέρες, ο καθένας το κομποσχοίνι και έντονη την ευχή. Δεν πέρασε ένα τέταρτο και μου λέει: «Κάλεσε τους πατέρες να βάλουν μετάνοια, διότι φεύγω». Βάλαμε την τελευταία μετάνοια. Μετά από λίγο σήκωσε τα μάτια του ψηλά και κοιτούσε επίμονα για δύο περίπου λεπτά. Κατόπιν γυρίζει και λέει: «Όλα τελείωσαν. Φεύγω. Ευλογείτε!». Και με τις τελευταίες λέξεις έγειρε το κεφάλι του δεξιά, ανοιγόκλεισε δύο-τρεις φορές ήρεμα το στόμα και τα μάτια και αυτό ήταν! Θάνατος όντως οσιακός. Δεν θα ξεχάσω ποτέ το αίσθημα που κυριαρχούσε τότε μέσα μας. Μπροστά μας είχαμε νεκρό και μέσα μας ζούσαμε ανάσταση. Κι από τότε αυτό το αίσθημα συνοδεύει πάντοτε την μνήμη του Γέροντα μέσα μας. Τώρα επάνω εκεί που βρίσκεται, βλέπει πιο καθαρά τα πράγματα πως γίνονται. Μας βλέπει πώς εργαζόμεθα. Προσεύχεται, πρεσβεύει, παρακαλεί τον Θεό να μας φροντίζει κάπως περισσότερο, γιατί εμείς δεν έχουμε την άσκηση τη δική του. Βλέπει τους κινδύνους που διερχόμεθα, τίς ατασθαλίες μας, τα πάθη μας, τα σφάλματά μας, βλέπει τόσα και τόσα και παρακαλεί τον Θεό να γίνει ίλεως. Είθε οι ευχές του να μη πάψουν ποτέ να μάς σκεπάζουν όλους μας στη διάρκεια της επίγειας ζωής μας και στον αγώνα μας για την βασιλεία των ουρανών. *
Αββα Ισαάκ του Σύρου, Τά σωζόμενα άσκητιχά, Λόγος ΜΣΤ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ ΤΡΙΜΗΝΙΑΙΑ ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΞΗΡΟΠΟΤΑΜΟΥ ΤΕΥΧΟΣ 4 ΙΟΥΝΙΟΣ – ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1989
http://www.agioritikovima.gr/