Σελίδες

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

ΦΙΛΟΚΑΛΙΚΗ ΑΝΑΖΩΠΥΡΩΣΗ ΚΑΤΑ ΤΟΝ 18Ο ΑΙΩΝΑ, Η μαρτυρία τριών αγίων




Του ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ Ι. ΚΑΛΑΜΑΤΑ
Θεολόγου Καθηγητού


 Πλήρης χάριτος ο θησαυρός της παράδοσης της Εκκλησίας, αποτελεί σπάνια παρακαταθήκη, ακόμη και για το σημερινό αδιάφορο θεολογικά άνθρωπο. Οι περιπτώσεις είναι πολλές. Στέκομαι μόνο σε μια, κάπως επίκαιρη μιας και συνδέεται με τη μνήμη τριών Αγίων, (Αθανασίου του Παρίου: 24 Ιουνίου, Νικοδήμου Αγιορείτου: 14 Ιουλίου, Μακαρίου Νοταρά: 17 Απριλίου).

Όποιος μελετά την πορεία της Εκκλησίας μέσα στους αιώνες, δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει ότι αυτή, στη μακρά διάρκεια της ιστορίας της, στηριγμένη στην εμπειρία των Αγίων, διέσωσε την πνευματική υπόσταση και την ιστορική μαρτυρία της, χωρίς να υποτάσσεται σε καμιά θρησκευτικότητα και εκκοσμίκευση. Αυτή η ασυμβατότητα, την έκαμε πολλές φορές να κρατά μια κριτική στάση απέναντι στα κυρίαρχα ιδεολογικά ρεύματα, τα οποία πάντοτε προσπαθούσαν να μεταβάλλουν την ασκητική σοφία της, σ’ ένα ουδετεροποιημένο αντικείμενο και να την περιορίσουν μόνο στην περιοχή της γνώσης. Φέρνω ως παράδειγμα την ησυχαστική παράδοση του 14ου και την αναγέννηση αυτής με την κολλυβαδική του 18ου αιώνα. 

Και στις δύο περιπτώσεις, είναι σαφές ότι συγκρούσθηκαν δύο σαφώς αντιτιθέμενοι κόσμοι, η υπερβατική Ανατολή με την ενδοκοσμική Δύση, με αποτέλεσμα χάρη στην πρώτη να διαφυλαχθούν απαραχάρακτες οι θεολογικές προϋποθέσεις, που πάντοτε καθιστούσαν την Εκκλησία αληθινή κιβωτό σωτηρίας. Αυτό το χαρακτηριστικό την έκαμε να θέσει στο περιθώριο κάθε εξωτερικό σχήμα και η ίδια με βάση την ευχαριστιακή της ζωή, σε καιρούς ιδιαίτερα χαλεπούς, όπως λόγου χάριν κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, να είναι «καινός τρόπος», πραγματώνοντας έτσι τη σωτηρία των υπόδουλων Ελλήνων από λογής – λογής παραχαράξεις της πίστης. Τούτο επαληθεύεται από το γεγονός ότι πολλοί λόγιοι διδάσκαλοι του Γένους, κληρικοί οι περισσότεροι, προσπάθησαν να αναχαιτίσουν το ρεύμα κάθε αιρετικής απόκλισης και αλλαξοπιστίας ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων, με ειδικές συγγραφές, που σκοπό είχαν να καταδείξουν τη διάσωση της ελληνορθόδοξης παράδοσης.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοήσει κανείς ότι οι δυνάμεις που στους χρόνους της δουλείας ενήργησαν και υπέσκαψαν καταλυτικά τα πνευματικά θεμέλια της ελληνορθόδοξης Ανατολής, ήταν ο Σχολαστικισμός και ο Διαφωτισμός. Γεγονός είναι ότι και τα δύο αυτά μεγέθη, ποικιλότροπα επηρέασαν πολλούς ορθόδοξους διδασκάλους λογίους που έζησαν και έδρασαν στην Ευρώπη.

Ο Σχολαστικισμός, όπως αυτός δοκιμάστηκε στον Ρωμαιοκαθολικισμό με τον θωμιστικό αριστοτελισμό και αργότερα με τον πιετισμό, δικαιώθηκε τόσο στην προτεσταντική Μεταρρύθμιση, όσο και στην Αντιμεταρρύθμιση, αλλοτρίωσε τις βιωματικές ρίζες της ελληνορθόδοξης παράδοσης. Ο Διαφωτισμός από την άλλη πλευρά, όσο κι αν υπήρξε φορέας καινούριων δημιουργικών ιδεών, που κυρίως αφορούσαν τη φιλοσοφία και τις επιστήμες, θέτοντας με τον τρόπο αυτό στο περιθώριο κάθε μεσαιωνική δεισιδαιμονία και πολιτισμική αποτελμάτωση, τελικά εσήμανε τον αφελληνισμό του Γένους και την αποστασία από την ελληνορθόδοξη παράδοση. Γι’ αυτό και η επιρροή των δύο αυτών ρευμάτων στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, υπήρξε καίρια και σε πολλές περιπτώσεις έγινε αποδεκτή, παρότι έτυχε ισχυρών κριτικών αντιστάσεων, οι οποίες όπως ήταν λογικό προήλθαν εξ ολοκλήρου από την ορθόδοξη αυτοσυνειδησία.

Έχοντας λοιπόν αυτό το σκηνικό υπ’ όψη, είναι ευτύχημα το γεγονός που κατά την τελευταία εικοσαετία, έχει ήδη αρχίσει να γίνεται πράξη μια διαφορετική ανάγνωση του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Μια ανάγνωση υπό το πρίσμα των κριτηρίων της ορθόδοξης παράδοσης. Αυτή η διαφορετική αποτίμηση μας πηγαίνει κατευθείαν σε πρόσωπα που αντιστάθηκαν στο ρήγμα που προκάλεσε το κίνημα αυτό στη νεοελληνική συνείδηση. Ομιλώ, εδώ, για την ιδεολογία του Αντιδιαφωτισμού, η οποία στάθηκε αντίθετη στη μετακένωση στην καθ’ ημάς Ανατολή των φιλοσοφικών, εκπαιδευτικών και κοινωνικοπολιτικών ιδεών του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και εκφράστηκε από λογίους κληρικούς και διδασκάλους, όπως η τριανδρία των Αγίων Αθανάσιου Παρίου, Νικοδήμου Αγιορείτου, Μακαρίου Νοταρά, γνωστοί ως Κολλυβάδες Πατέρες.

Οι πνευματικοί καρποί της κίνησης αυτής, που προσφυώς από τον π. Αμφιλόχιο Ράντοβιτς ονομάσθηκε φιλοκαλική αναγέννηση, μπορούν να συνοψισθούν ως εξής. Πρώτον, αποκάλυπτε μια απροσδόκητη για την εποχή της θεολογική εγρήγορση, τροφοδοτώντας το Γένος με όλα εκείνα τα στοιχεία για πνευματική αυτάρκεια. Δεύτερον, και οι τρεις Άγιοι, Αθανάσιος ο Πάριος, Νικόδημος ο Αγιορείτης, Μακάριος ο Νοταράς, υπήρξαν ενσυνείδητοι εκφραστές της πατερικής αυθεντίας και συμπύκνωσαν στο έργο τους όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά για την επαναφορά των λειτουργικών πράξεων της αρχαίας εκκλησιαστικής παράδοσης. Εξ’ ου και η επιμονή τους για συχνή Θεία Μετάληψη και για τέλεση των μνημοσύνων το Σάββατο κι όχι την Κυριακή. Τρίτον, η αναφορά τους στη διδασκαλία των «θεοφόρων διδασκάλων της Εκκλησίας», λειτούργησε ως η θεμελιώδης αφετηρία για προβολή της ορθόδοξης πνευματικότητας, προσδιορισμένης ως πολιτισμική αντιπρόταση, προς τη διαδικασία μετάβασης προς νέες μορφές παιδευτικών αξιών που πρωτίστως προωθούσε ο Διαφωτισμός. Και τέταρτον, επέτυχε την τροφοδότηση το υπόδουλου Γένους με μια σειρά κειμένων πολιτισμικής αυτοσυνειδησίας, με κορυφαίο αυτό της Φιλοκαλίας των Ιερών Νηπτικών Πατέρων (Βενετία 1782), όπου το ασκητικό ιδεώδες της Ορθοδοξίας, προερχόμενο για μια ακόμη φορά μέσα από το μοναχισμό, έδινε στην υπόδουλη ρωμηοσύνη λόγο υπαρκτικής αφύπνισης στις ουσιώδεις πνευματικές ανάγκες που τότε είχε. 

ΕΠΙΛΟΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ

Αυτές οι διαπιστώσεις, για την αντίσταση της αγιότητας έναντι κοσμικών και διανοητικών σχημάτων στο Σώμα του Ζώντος Χριστού, ως μυστηριακή κοινότητα της Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, ολάκερου δηλαδή του σώματος του λαού της, «συν όλη τη Εκκλησία», καθώς λέγει ο Απόστολος Παύλος, κατά τη γνώμη μου εδραιώνουν την άποψη και πρόταση προς την Ορθόδοξη Εκκλησία, για κοινό εορτασμό των παραπάνω τριών Αγίων, στα πρότυπα του εορτασμού των Τριών Ιεραρχών, με κύριο στόχο τη διαρκή προβολή της φιλοκαλικής αναγέννησης στον πολυπολιτισμικό 21ο αιώνα.       

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΤΕΚΜΗΡΙΩΣΗ (ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ)

Πέραν των πολλών επιστημονικών συνεδρίων που κατά την τελευταία εικοσαετία έχουν γίνει προς τιμήν και μνήμη των τριών Αγίων Κολλυβάδων Πατέρων, η βιβλιογραφία έχει εμπλουτισθεί και με αρκετές μελέτες. Η παρακάτω παράθεση σχετικής βιβλιογραφίας είναι ενδεικτική.

ΑΚΡΙΒΟΠΟΥΛΟΣ Κ., Το κολλυβαδικό κίνημα. Η τελευταία φιλοκαλική αναγέννηση, εκδ. Τέρτιος, Κατερίνη 2001.
ΔΙΟΝΥΣΙΑΤΗΣ ΘΕΟΚΛΗΤΟΣ, (μοναχός), Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης. Ο βίος και τα έργα του 1749-1809, εκδ. Παπαδημητρίου, Αθήνα 1959.
ΖΗΣΗΣ Θ., (πρωτοπρ.), Κολλυβαδικά. Άγιος Νικόδημος Αγιορείτης. Άγιος Αθανάσιος Πάριος, εκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 2004.
ΚΑΛΑΜΑΤΑΣ Α., «Ορθόδοξη Εκκλησία και Νεοελληνικός Διαφωτισμός», Manifesto τχ. 17(Άνοιξη 2009)61-63.
ΚΑΛΟΜΟΙΡΟΣ Ι., «Η κίνηση της Εκκλησίας εκτός του κόσμου τούτου», Επίγνωση τχ. 71(1999).
ΚΑΡΑΘΑΝΑΣΗΣ Α., «Ο Άγιος Αθανάσιος Πάριος και ο ορθόδοξος φωτισμός», Θεολογία 70(1999)158-170.  
ΚΑΡΑΪΣΑΡΙΔΗΣ Κ., (πρωτοπρ.), Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης και το λειτουργικό του έργο, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 1998.
MARNELLOS G., Saint Nicodeme l’ Hagiorite (1749-1809), εκδ. Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, Θεσσαλονίκη 2002.   
ΜΕΤΑΛΛΗΝΟΣ Γ., (πρωτοπρ.), «Η δυναμική του Διαφωτισμού στη δράση των Κολλυβάδων», Ο Ερανιστής 21(1997)189-200.
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ Σ., Άγιος Μακάριος Κορίνθου. Ο γενάρχης του φιλοκαλισμού, εκδ. Ακρίτας, Αθήνα 2000. 
ΠΑΣΧΑΛΙΔΗΣ Σ., Το υμναγιολογικό έργο των Κολλυβάδων. Συμβολή στη μελέτη της αγιολογικής γραμματείας κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 2007.
ΠΑΣΧΟΣ Π., Εν ασκήσει και μαρτυρίω, εκδ. Αρμός, Αθήνα 1996.
ΡΑΝΤΟΒΙΤΣ Α., (Αρχιμανδρ.), Η φιλοκαλική αναγέννηση του XVIII και XIX αιώνα και οι πνευματικοί καρποί της, εκδ. Ίδρυμα Γουλανδρή – Χορν, Αθήνα 1984.
ΣΚΡΕΤΤΑΣ Ν., (Αρχιμανδρ.), Η Θεία Ευχαριστία και τα προνόμια της Κυριακής κατά τη διδασκαλία των Κολλυβάδων, εκδ. Μυγδονία, Θεσσαλονίκη 2008.

Πέμπτη 24 Δεκεμβρίου 2015

Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Στο Χριστό στο Κάστρο



Εφ. «Εφημερίς», 26 του Δεκέμβρη 1887

Το Xριστόψωμο, Αλ. Παπαδιαμάντης

Μεταξύ των πολλών δημωδών τύπων, τους οποίους θα έχωσι να εκμεταλλευθώσιν οι μέλλοντες
διηγηματογράφοι μας, διαπρεπή κατέχει θέσιν η κακή πενθερά, ως και η κακή μητρυιά. Περί
μητρυιάς άλλωστε θα αποπειραθώ να διαλάβω τινά, προς εποικοδόμησιν των αναγνωστών μου.

Περί μιας κακής πενθεράς σήμερον ο λόγος.

Εις τι έπταιεν η ατυχής νέα Διαλεχτή, ούτως ωνομάζετο, θυγάτηρ του Κασσανδρέως μπάρμπα
Μανώλη, μεταναστεύσαντος κατά την Ελληνικήν Επανάστασιν εις μίαν των νήσων του Αιγαίου.

Εις τι έπταιεν αν ήτο στείρα και άτεκνος; Είχε νυμφευθή προ επταετίας, έκτοτε δις μετέβη εις τα
λουτρά της Αιδηψού, πεντάκις τής έδωκαν να πίη διάφορα τελεσιουργά βότανα, εις μάτην, η γη
έμενεν άγονος. Δύο ή τρεις γύφτισσαι τής έδωκαν να φορέση περίαπτα θαυματουργά περί τας
μασχάλας, ειπούσαι αυτή, ότι τούτο ήτο το μόνον μέσον, όπως γεννήση, και μάλιστα υιόν.

Τέλος καλόγηρός τις Σιναΐτης τη εδώρησεν ηγιασμένον κομβολόγιον, ειπών αυτή να το βαπτίζη και να πίνη το ύδωρ. Τα πάντα μάταια.

Επί τέλους με την απελπισίαν ήλθε και η ανάπαυσις της συνειδήσεως, και δεν ενόμιζεν εαυτήν
ένοχον. Το αυτό όμως δεν εφρόνει και η γραία Καντάκαινα, η πενθερά της, ήτις επέρριπτεν εις την νύμφην αυτής το σφάλμα της μη αποκτήσεως εγγόνου διά το γήρας της.

Είναι αληθές, ότι ο σύζυγος της Διαλεχτής ήτο το μόνον τέκνον της γραίας ταύτης, και ούτος δε
συνεμερίζετο την πρόληψιν της μητρός του εναντίον της συμβίας αυτού. Αν δεν τω εγέννα η
σύζυγός του, η γενεά εχάνετο. Περίεργον, δε, ότι πας Ελλην της εποχής μας ιερώτατον θεωρεί
χρέος και υπερτάτην ανάγκην την διαιώνισιν του γένους του.

Εκάστοτε, οσάκις ο υιός της επέστρεφεν εκ του ταξιδίου του, διότι είχε βρατσέραν, και ήτο
τολμηρότατος εις την ακτοπλοΐαν, η γραία Καντάκαινα ήρχετο εις προϋπάντησιν αυτού, τον ωδήγει εις τον οικίσκον της, τον εδιάβαζε, τον εκατήχει, του έβαζε μαναφούκια, και ούτω τον προέπεμπε παρά τη γυναικί αυτού. Και δεν έλεγε τα ελαττώματά της, αλλά τα αυγάτιζε, δεν ήτο μόνο «μαρμάρα», τουτέστι στείρα η νύμφη της, τούτο δεν ήρκει, αλλ' ήτο άπαστρη, απασσάλωτη, ξετσίπωτη κλπ. Ολα τα είχεν, «η ποίσα, η δείξα, η άκληρη».

Ο καπετάν Καντάκης, φλομωμένος, θαλασσοπνιγμένος, τα ήκουεν όλα αυτά, η φαντασία του
εφούσκωνεν, εξερχόμενος είτα συνήντα τους συναδέλφους του ναυτικούς, ήρχιζαν τα καλώς
ώρισες, καλώς σας ηύρα, έπινεν επτά ή οκτώ ρώμια, και με τριπλήν σκοτοδίνην, την εκ της
θαλάσσης, την εκ της γυναικείας διαβολής και την εκ των ποτών, εισήρχετο οίκαδε και βάρβαροι σκηναί συνέβαινον τότε μεταξύ αυτού και της συζύγου του.

Ούτως είχον τα πράγματα μέχρι της παραμονής των Χριστουγέννων του έτους 186... Ο καπετάν
Καντάκης προ πέντε ημερών είχε πλεύσει με την βρατσέραν του εις την απέναντι νήσον με φορτίον αμνών και ερίφων, και ήλπιζεν, ότι θα εώρταζε τα Χριστούγεννα εις την οικίαν του. Αλλά τον λογαριασμόν τον έκαμνεν άνευ του ξενοδόχου, δηλ. άνευ του Βορρά, όστις εφύσησεν αιφνιδίως άγριος και έκλεισαν όλα τα πλοία εις τους όρμους, όπου ευρέθησαν. Είπομεν όμως, ότι ο καπετάν Καντάκης ήτο τολμηρός περί την ακτοπλοΐαν. Περί την εσπέραν της παραμονής των Χριστουγέννων ο άνεμος εμετριάσθη ολίγον, αλλ' ουχ ήττον εξηκολούθει να πνέη. Το μεσονύκτιον πάλιν εδυνάμωσε.

Τινές ναυτικοί εν τη αγορά εστοιχημάτιζον, ότι, αφού κατέπεσεν ο Βορράς, ο καπετάν Καντάκης θα έφθανε περί το μεσονύκτιον. Η σύζυγός του όμως δεν ήτο εκεί να τους ακούση και δεν τον επερίμενεν. Αύτη εδέχθη μόνο περί την εσπέραν την επίσκεψιν της πενθεράς της, ασυνήθως φιλόφρονος και μηδιώσης, ήτις τη ευχήθη το απαραίτητον «καλό δέξιμο», και διά χιλιοστήν φορά το στερεότυπον «μ' έναν καλό γυιό».

Και ου μόνον, τούτο, αλλά τη προσέφερε και εν χριστόψωμο.
- Το ζύμωσα μοναχή μου, είπεν η θειά Καντάκαινα, με γεια να το φας.
- Θα το φυλάξω ως τα Φώτα, διά ν' αγιασθή, παρετήρησεν η νύμφη.
- Οχι, όχι, είπε μετ' αλλοκότου σπουδής η γραία, το δικό της φυλάει η κάθε μια νοικοκυρά διά τα Φώτα, το πεσκέσι τρώγεται.
- Καλά, απήντησεν ηρέμα η Διαλεχτή, του λόγου σου ξέρεις καλλίτερα.
Η Διαλεχτή ήτο αγαθωτάτης ψυχής νέα, ουδέποτε ηδύνατο να φαντασθή ή να υποπτεύση κακό τι.

«Πώς τώπαθε η πεθερά μου και μου έφερε χριστόψωμο», είπε μόνον καθ' εαυτήν, και αφού
απήλθεν η γραία εκλείσθη εις την οικίαν της και εκοιμήθη μετά τινος δεκαετούς παιδίσκης
γειτονοπούλας, ήτις τη έκανε συντροφίαν, οσάκις έλειπεν ο σύζυγός της. Η Διαλεχτή εκοιμήθη
πολύ ενωρίς, διότι σκοπόν είχε να υπάγη εις την εκκλησίαν περί το μεσονύκτιον. Ο ναός δε του
Αγίου Νικολάου μόλις απείχε πεντήκοντα βήματα από της οικίας της.
Περί το μεσονύκτιον εσήμαναν παρατεταμένως οι κώδωνες. Η Διαλεχτή ηγέρθη, ενεδύθη και
απήλθεν εις την εκκλησίαν. Η παρακοιμωμένη αυτή κόρη ήτο συμπεφωνημένον, ότι μόνον μέχρι ου σημάνη ο όρθρος θα έμενε μετ' αυτής, όθεν αφυπνίσασα αυτήν την ωδήγησε πλησίον των αδελφών της. Αι δύο οικίαι εχωρίζοντο διά τοίχου κοινού.

Η Διαλεχτή ανήλθεν εις τον γυναικωνίτην του ναού, αλλά μόλις παρήλθεν ημίσεια ώρα και γυνή τις πτωχή και χωλή δυστυχής, ήτις υπηρέτει ως νεωκόρος της εκκλησίας, ελθούσα τη λέγει εις το ους.
- Δόσε μου το κλειδί, ήλθε ο άντρας σου.
- Ο άντρας μου! ανεφώνησεν η Διαλεχτή έκπληκτος.

Και αντί να δώση το κλειδί έσπευσε να καταβή η ιδία.
Ελθούσα εις την κλίμακα της οικίας, βλέπει τον σύζυγόν της κατάβρεκτον, αποστάζοντα ύδωρ καιαφρόν.
- Είναι μισοπνιγμένος, είπε μορμυρίζων ούτος, αλλά δεν είναι τίποτε. Αντί να το ρίξωμε έξω, το
καθίσαμε στα ρηχά.
- Πέσατε έξω; ανέκραξεν η Διαλεχτή.
- οχι, δεν είναι σου λέω τίποτε. Η βρατσέρα είναι σίγουρη, με δυο άγκουρες αραγμένη και
καθισμένη.
- Θέλεις ν' ανάψω φωτιά;
- Αναψε και δόσε μου ν' αλλάξω.
Η Διαλεχτή εξήγαγε εκ του κιβωτίου ενδύματα διά τον σύζυγόν της και ήναψε πυρ.
- Θέλεις κανένα ζεστό;
- Δεν μ' ωφελεί εμένα το ζεστό, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Κρασί να βγάλης.
Η Διαλεχτή εξήγαγεν εκ του βαρελίου οίνον.
- Πώς δεν εφρόντισες να μαγειρεύσης τίποτε; είπε γογγύζων ο ναυτικός.
- Δεν σ' επερίμενα απόψε, απήντησε μετά ταπεινότητος η Διαλεχτή. Κρέας επήρα. Θέλεις να σου ψήσω πριζόλα;
- Βάλε, στα κάρβουνα, και πήγαινε συ στην εκκλησιά σου, είπεν ο καπετάν Καντάκης. Θα έλθω κι εγώ σε λίγο.
Η Διαλεχτή έθεσε το κρέας επί της ανθρακιάς, ήτις εσχηματίσθη ήδη, και ητοιμάζετο να υπακούση εις την διαταγήν του συζύγου της, ήτις ήτο και ιδική της επιθυμία, διότι ήθελε να κοινωνήση.
Σημειωτέον ότι την φράσιν «πήγαινε συ στην εκκλησιά σου» έβαψεν ο Καντάκης διά στρυφνής
χροιάς.
- Η μάννα μου δε θα τώμαθε βέβαια ότι ήλθα, παρετήρησεν αύθις ο Καντάκης.
- Εκείνη είναι στην ενορία της, απήντησεν η Διαλεχτή. Θέλεις να της παραγγείλω;
- Παράγγειλέ της να έλθη το πρωί.
Η Διαλεχτή εξήλθεν. Ο Καντάκης την ανεκάλεσεν αίφνης.
- Μα τώρα είναι τρόπος να πας εσύ στην εκκλησιά, και να με αφήσεις μόνον;

- Να μεταλάβω κι έρχομαι, απήντησεν η γυνή.
Ο Καντάκης δεν ετόλμησε ν' αντείπη τι, διότι η απάντησις θα ήτο βλασφημία. Ουχ ήττον όμως την βλασφημίαν ενδιαθέτως την επρόφερεν.
Η Διαλεχτή εφρόντισε να στείλη αγγελιοφόρον προς την πενθεράν της, ένα δωδεκαετή παίδα της αυτής εκείνης γειτονικής οικογενείας, ης η θυγάτηρ εκοιμήθη αφ' εσπέρας πλησίον της, και
επέστρεψεν εις τον ναόν.
Ο Καντάκης, όστις επείνα τρομερά, ήρχισε να καταβροχθίζη την πριζόλαν. Καθήμενος οκλαδόν παρά την εστίαν, εβαρύνετο να σηκωθή και ν' ανοίξη το ερμάρι διά να λάβη άρτον, αλλ' αριστερόθεν αυτού υπεράνω της εστίας επί μικρού σανιδώματος ευρίσκετο το Χριστόψωμον εκείνο, το δώρον της μητρός του προς την νύμφην αυτής. Το έφθασε και το έφαγεν ολόκληρον σχεδόν μετά του οπτού κρέατος

Περί την αυγήν, η Διαλεχτή επέστρεψεν εκ του ναού, αλλ' εύρε την πενθεράν της περιβάλλουσαν διά της ωλένης το μέτωπον του υιού αυτής και γοερώς θρηνούσαν.
Ελθούσα αύτη προ ολίγων στιγμών τον εύρε κοκκαλωμένον και άπνουν. Επάρασα τους οφθαλμούς, παρετήρησε την απουσίαν του Χριστοψώμου από του σανιδώματος της εστίας, και αμέσως ενόησε τα πάντα. Ο Καντάκης έφαγε το φαρμακωμένο χριστόψωμο, το οποίον η γραία στρίγλα είχε παρασκευάσει διά την νύμφην της.

Ιατροί επιστήμονες δεν υπήρχον εν τη μικρά νήσω. ουδεμία νεκροψία ενεργήθη. Ενομίσθη, ότι ο θάνατος προήλθεν εκ παγώματος συνεπεία του ναυαγίου. Μόνη η γραία Καντάκαινα ήξευρε το αίτιον του θανάτου. Σημειωτέον, ότι η γραία, συναισθανθείσα και αυτή το έγκλημά της, δεν
εμέμφθη την νύμφην της. Αλλά τουναντίον την υπερήσπισε κατά της κακολογίας άλλων.
Εάν έζησε και άλλα κατόπιν Χριστούγεννα, η άστοργος πενθερά και ακουσία παιδοκτόνος, δε θα ήτο πολύ ευτυχής εις το γήρας της


http://agathplatani.blogspot.com/

ΤΟ ΔΩΔΕΚΑΗΜΕΡΟ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΣΤΟΝ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ


τού Κώστα Παπαδημητρίου

Πάνε αρκετά χρόνια από τότε. Στήν Ναύπακτο, ένα αρκετά ευκατάστατο ανδρόγυνο είχε φέρει από τήν Αγγλία νεαρή Αγγλίδα δασκάλα νά διδάσκη τά παιδιά του στήν αγγλική γλώσσα. Εκείνη θέλησε νά εκμεταλλευθή τήν ευκαιρία τής παραμονής της στήν Ελλάδα νά μάθη ελληνικά. Καί εκλήθη ο υποφαινόμενος μέ τά πάμπτωχα αγγλικά του νά τής διδάξη τά ελληνικά, μέ σχετικό αντιμίσθιο βέβαια.

Τό πρόγραμμα προχωρούσε κανονικά μέ αρκετές δυσκολίες συνεννόησης λόγω τής δικής μου γλωσσικής πενίας τών αγγλικών. Αλησμόνητος θά μού μείνη ο εξής διάλογος μαζί της. Ήταν παραμονή Χριστουγέννων , θυμάμαι, καί μού είπε:
-Αύριο καί μεθαύριο δέν θά είμαι εδώ γιά νά γίνη τό μάθημα. Θά πάω στήν Πάτρα, όπου μέ άλλους συμπατριώτες μου καί Έλληνες φίλους, οι πιό πολλοί Χριστιανοί Ορθόδοξοι, θά γιορτάσουμε τά Χριστούγεννα.

-Καί πώς θά γιορτάσετε, τής έκανα τήν αδιάκριτη ερώτηση.
-Νά, θά μαζευτούμε σέ ένα φιλικό σπίτι καί θά πίνουμε ουΐσκι ή μπύρα.
-Καί πόση ώρα καί πόσο ποτό θά πιήτε, τήν ξαναρώτησα.
-Όλη τή νύχτα, ώσπου ο καθένας νά χάση τίς αισθήσεις του καί νά κοιμηθή όπου βρίσκεται. Εκεί θά μείνη ως τό απόγευμα. Ύστερα θά φάμε κάτι καί θά αρχίση πάλι τό ποτό.
Ωραία τιμή στόν εορταζόμενο Θεάνθρωπο, είπα μέσα μου, κι αμέσως θυμήθηκα τά δικά μας αγνά καί χαρούμενα Χριστούγεννα. Προπαντός εκείνα τά έθιμα πού ζούσαμε στά μικρά χωριά μας, μέ τά οποία νιώθαμε τή μεγάλη χαρά τής Γέννησης τού Χριστού. Καί σήμερα, λίγες μέρες πρίν από τή μεγάλη γιορτή, θυμάμαι εκείνον τόν διάλογο μέ τήν αγγλίδα καί ο νούς μου πετάει σέ κάποιες σελίδες τών διηγημάτων τού Αλ. Παπαδιαμάντη, πού αναφέρονται στόν εορτασμό τών Χριστουγέννων στήν ύπαιθρο.

Ο Παπαδιαμάντης έχει τήν τέχνη νά ανταποκρίνεται στίς ψυχικές ανάγκες τού Έλληνα. Προσφέρει στήν αγωνιώσα συνείδησή μας μιά ζωογόνο πηγή γαλήνης. Η προσφορά του γίνεται περισσότερο κατανοητή στό εορταστικό Δωδεκαήμερο τών Χριστουγέννων. Δεκαπέντε διηγήματα, δεκαπέντε κομψοτεχνήματα λογοτεχνικά μέσα στά οποία αναδεύεται η ψυχή τού Έλληνα, μέ τά ωραία ήθη καί έθιμα, τή γεμάτη ευγένεια διάθεσή του, τό χιούμορ, τήν αξιοπρέπεια τού πόνου, τήν λατρευτική ανάταση, τόν αυθορμητισμό τών απλών ανθρώπων, γεμίζουν τίς σελίδες τών έργων του. Μέ τήν τέχνη του διαχέεται στίς ψυχές τών Χριστιανών τό σιωπηλό πάθος τής πίστης. Σέ κάνει νά γυρίζης πίσω σέ κάποια χρόνια μακρινά, πού τό εγώ σου τά γυρεύει μέ λαχτάρα. Αλλάζει ο άνθρωπος μέ τίς εποχές καί τήν ηλικία. Μέσα του όμως ο αλλαγμένος άνθρωπος κοντά στή σκέψη του καί τίς αδυναμίες του κρατάει κάτι από ό,τι έζησε στήν παιδική του ηλικία. Αυτό τό κάτι, τό παιδικό, τό λαχταριστό, τό περασμένο καί χαρούμενο, τό ξαναζωντανεύει ο Παπαδιαμάντης καί τό φέρνει ολόρθο μπροστά μας. Τό κοιτάς τότε καί νιώθεις πώς δέν ξέμαθες νά αισθάνεσαι, νά χαίρεσαι καί νά λαχταράς τήν απλότητα, τήν αγνή ομορφιά, τήν ημεράδα καί γλυκύτητα στήν πλάση, τήν καλοσύνη τών απλών ανθρώπων μέ τά πάθη τους, τίς μικροκακίες τους. Ζής κι εσύ τότε μιά ζωή φυσική, χειροπιαστή καί απλοϊκή, αυτή πού ταιριάζει στήν ιδιοσυγκρασία τού Έλληνα καί τής φύσης τής Ελλάδας.

Η γιορταστική επικαιρότητα τού Δωδεκαημέρου τών Χριστουγέννων διαχέεται στά διηγήματά του πανηγυρικά, θρησκευτικά, μέ λυρική έκσταση, μπροστά στό κάλλος τής φύσης καί εξοικείωση μέ τούς απλοϊκούς καί ανυποψίαστους συντοπίτες του, πού τούς αναβιώνει καί έξω από τό εορταστικό πλαίσιο.

Παραθέτουμε μερικά σχετικά αποσπάσματα.

Στό διήγημα του «Άνθος τού γιαλού» μέ γλώσσα απλή καί πυκνή, χωρίς περίτεχνα φτιασιδώματα, αναφέρεται στό ιστορικό τής μεγάλης γιορτής τών Χριστουγέννων.
«Έφτασε η μέρα πού ο Χριστός γεννάται. Η Παναγία μέ αστραφτερό πρόσωπο, χωρίς πόνο, χωρίς βοήθεια, γέννησε τό Βρέφος μές στή Σπηλιά, τό εσήκωσε, τό εσπαργάνωσε μέ χαρά, καί τόβαλε στό παχνί, γιά νά τό κοιμίση. Ένα βοϊδάκι κι ένα γαϊδουράκι εσίμωσαν τά χνώτα τους στό παχνί κι εφυσούσαν μαλακά νά ζεστάνουν τό θείο Βρέφος. Νά, τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

Ήρθαν οι βοσκοί, δυό γέροι μέ μακρυά άσπρα μαλλιά, μέ τίς μαγκούρες τους, ένα βοσκόπουλο μέ τή φλογέρα του, θαμπωμένοι, ξαφνιασμένοι, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό θείο Βρέφος. Είχαν ιδεί τόν Άγγελον αστραπόμορφον, μέ χρυσογάλανα λευκά φτερά, είχαν ακούσει τ’ αγγελούδια πού έψαλλαν: «Δόξα εν υψίστοις Θεώ»! Έμειναν γονατιστοί, μ’ εκστατικά μάτια, κάτω από τό παχνί, πολλήν ώρα, κι ελάτρευαν αχόρταγα τό θάμα τό ουράνιο. Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

Έφτασαν κι οι τρείς Μάγοι, καβάλα στίς καμήλες τους. Είχαν χρυσές μίτρες στό κεφάλι, κι εφορούσαν μακρυές γούνες μέ πορφύρα κατακόκκινη. Καί τ’ αστεράκι, κι ένα λαμπρό χρυσό αστέρι, εχαμήλωσε καί εκάθισε στή σκεπή τής Σπηλιάς, κι έλαμπε μέ γλυκό ουράνιο φώς, πού παραμέριζε τής νυχτός τό σκοτάδι. Οι τρείς βασιλικοί γέροι ξεπέζεψαν απ’ τίς καμήλες τους, εμβήκαν στό Σπήλαιο, κι έπεσαν κι επροσκύνησαν τό Παιδί. Άνοιξαν τά πλούσια τά δισάκκια τους, κι επρόσφεραν δώρα: χρυσόν καί λίβανον καί σμύρναν.

-Νά! τώρα θάρθη τό βασιλόπουλο, νά πάρη τή Λουλούδω!

(«Τό Άνθος τού γιαλού», Α` σελ. 392)

Στό έργο του «Ο Αμερικάνος» ο κεντρικός του ήρωας Ιωάννης Μοθωνιός γυρίζει στήν πατρίδα του, ύστερα από χρόνια απουσίας, γιά νά παντρευτή τήν αρραβωνιαστικιά του Μελαχροινή Κουμπουρτζή. Μήνες καί χρόνια εκείνη μέ τή μάνα της, τή θεια-Κυρατσώ, απελπισμένες τόν περίμεναν. Ούτε γιορτές, ούτε χαρές στό φτωχικό τους. Καί νά, μιά παραμονή Χριστουγέννων γυρίζει ο Αμερικάνος. Δέν τόν αναγνωρίζουν οι κάτοικοι. Αυτός περιέρχεται τά στενά δρομάκια τού χωριού γιά ν’ αναγνωρίση τό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του. Ακούει παιδικές φωνές. «Ίσως ήκουε τά διασταυρούμενα καί φεύγοντα κατά διαφόρους διευθύνσεις, ως λάλημα χειμερινών στρουθίων, άσματα τών παίδων τής γειτονίας, οίτινες επισκεπτόμενοι τάς οικίας, έψαλλον τά Χριστούγεννα.

Εδώ μέν ηκούοντο οι στίχοι:
«Χριστούγεννα, Πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τού χρόνου
εβγάτ’ ακούστε, μάθετε, τώρα Χριστός γεννιέται…», φωναί αθώαι, άχροοι, χαρωπαί, φωναί παιδικής χαράς καί ευθυμίας.

Πήγαν καί στό φτωχικό τής γριάς Κυρατσούς τά παιδιά. Χτυπάνε τήν πόρτα.
-Νά ρ’ θούμε νά τραγουδήσουμε, θειά;, ρωτάνε.
Βγαίνει στήν πόρτα μέ μαύρη μαντήλα η γριά Κυρατσώ καί μέ θλιμμένη φωνή τούς λέει:
-Όχι, παιδάκια μ’ , τί νά τραγ’δήστε από μάς; Έχουμε καί μείς κανένα; Καλή χρονίτσα νάχετε καί σύρτε αλλού νά τραγ’δήστε. Τούς έβαλε μίαν πενταρίτσαν εις τήν χείραν καί κείνα έφυγαν ευτυχισμένα».

Τό βράδυ έφτασε στό σπίτι τής αρραβωνιαστικιάς του ο Αμερικάνος καί:
«Όταν οι γείτονες τής θειά Κυρατσώς τής Μιχάλαινας εξύπνησαν μετά τά μεσάνυκτα διά νά υπάγουν εις τήν εκκλησίαν, τής οποίας οι κώδωνες εκλάγγαζον θορυβωδώς, πόσον εξεπλάγησαν ιδόντες τήν οικίαν τής πτωχής χήρας, εκεί όπου δέν εδέχοντο τά παιδία νά τραγουδήσουν τά Χριστούγεννα, αλλά τά απέπεμπον μέ τάς φράσεις «δέν έχουμε κανένα» καί «τί θά τραγουδήστε από μάς;», κατάφωτον, μέ όλα τά παραθυρόφυλλα ανοικτά, μέ τάς υέλους απαστραπτούσας, μέ τήν θύραν συχνά ανοιγοκλειομένην, μέ δυό φανάρια ανηρτημένα εις τόν εξώστην, μέ ελαφρώς διερχομένας σκιάς, μέ χαρμοσύνους φωνάς καί θορύβους. Τί τρέχει; Τί συμβαίνει; Δέν ήργησαν νά πληροφορηθώσιν. Όσοι δέν τό έμαθον εις τήν γειτονιάν, τό έμαθαν εις τήν εκκλησίαν.

Μετά τρείς ημέρας, τή Κυριακή μετά τήν Χριστού γέννησιν, ετελούντο εν πάση χαρά καί σεμνότητι οι γάμοι τού Ιωάννου Ευσταθίου Μοθωνιού μετά τής Μελαχροινής Μιχαήλ Κουμπουρτζή.

Η θειά-Κυρατσώ, μετά τόσα έτη, εφόρεσεν επ’ ολίγας στιγμάς τήν χρωματιστήν «πολίτικην» μανδήλαν, διά ν’ ασπασθή τά στέφανα. Καί τήν παραμονήν τού Αγίου Βασιλείου, τό εσπέρας, ισταμένη εις τόν εξώστην, ηκούσθη φωνούσα πρός τούς διερχομένους ομίλους τών παίδων’
-Ελάτε, παιδιά, νά τραγ’δήστε…..» («Ο Αμερικάνος», τομ. Γ` σελ. 257-8).

Τα επόμενα αποσπάσματα παρέχουν παραδείγματα ζωντανά πιστών στην αποστολή της ιερέων, που με κίνδυνο της ζωής τους πάνε σε απόκρημνα μέρη με άγριες καιρικές συνθήκες, όπου βρίσκονται φτωχά ερημοκκλήσια, για να λειτουργήσουν το Δωδεκαήμερο και να νιώσουν και οι αποκλεισμένοι εκεί ξωμάχοι τη χαρά του μεγάλου γεγονότος, της ενανθρώπησης του Θεού:
«Επάνω στον βράχον της ερήμου ακτής, από παλαιούς λησμονημένους χρόνους, ευρίσκετο κτισμένον το εξωκκλήσι της Παναγίας της Κατευοδότρας….Σαν ήρθε ο Χριστός ν’ αγιάση τα νερά, για να βαφτιστή η πλάση, μια Χριστιανή αρχόντισσα, η Χατζηγιάνναινα, που είχαν σκαρώσει τα παιδιά της δυό καράβια, έταξε στην Παναγία. Κι έχτισε αυτό το παρεκκλήσι, για το καλό κατευόδιο των παιδών της…..Ας δώση η Παναγία και σήμερα να’ ναι κατευόδιο στους άνδρες σας, στ’ αδέρφια σας και στους γονιούς σας…

Όλον τον χειμώνα παπάς δεν ήρχετο να λειτουργήση. Ο βορράς μαίνεται και βρυχάται το πέλαγος, το απλωμένον μαυρογάλανον και βαθύ, το κύμα λυσσά και αφρίζει εναντίον του βράχου. Κι ο βράχος υψώνει την πλάτην του γίγας ακλόνητος, στοιχειό ριζωμένο βαθιά στην γη, και το ερημοκκλήσι λευκόν και γλαρόν, ως φωλιά θαλασσαετού, στεφανώνει την κορυφήν του.

Όλον τον χρόνον παπάς δεν εφαίνετο και καλόγηρος δεν ήρχετο να δοξολογήση. Μόνον την ημέραν των Φώτων κατέβαινεν από το ύψος του βραχώδους βουνού, από το λευκόν μοναστηράκι του Αγίου Χαραλάμπους, σεβάσμιος, με φτερουγίζοντα κάτασπρα μαλλιά και κυματίζοντα βαθιά γένεια, ένας γέρων ιερεύς, «ως νεοττός της άνω καλιάς των Αγγέλων», δια να λειτουργήση το παλαιόν λησμονημένον ερημοκκλήσι. Εκεί ήρχοντο τρεις-τέσσαρες βοσκοί, βουνίσιοι, αλειτούργητοι, αλιβάνιστοι, ήρχοντο με τις φαμίλιες των, τις ανέβγαλτες και άπραχτες, με τα βοσκόπουλά των, τ’ αχτένιστα και άνιφτα, που δεν ήξευραν να κάνουν το σταυρό τους, δια να αγιασθούν και να λειτουργηθούν εκεί καί εις την απόλυσιν της λειτουργίας ο γηραιός παπάς με τους πτερουγίζοντας βοστρύχους εις το φύσημα του βορρά, και την βαθείαν κυμαινομένην γενειάδα, κατέβαινε κάτω εις τον μέγαν απλωτόν αιγιαλόν, ανάμεσα εις αγρίους θαλασοπλήκτους βράχους, δια να φωτίση κι αγιάση τ’ αφώτιστα κύματα….» «Το αγνάντεμα» τομ. Α` σελ.362)

«Τω όντι η γραία, αντί να μείνη εις το χωρίον να κάμη Χριστούγεννα, μαθούσα ότι ο παπα-Κωνσταντής ο Μπρικόλας έμελλε ν’ ανέλθη το πρωΐ, κατά πρόσκλησιν ποιμένων και γεωργών τινων, εις το βουνόν να λειτουργήση το εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, επροτίμησε να υπάγη εις Κεχρεάς το ρέμα, να πειθαναγκάση την κόρην της και τα εγγονάκια της να σηκωθώσι το πρωΐ ν’ ανέλθωσιν εις το εξωκκλήσιον, το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από Κεχρεάν, δια να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, δια να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ ρέμα…» («Αλαφροΐσκιωτος» τ. Β` σελ. 81-82).

Στο «Χριστό στο Κάστρο», ο παπα-Φραγκούλης δεν μας εκπλήσσει για τις θεολογικές του γνώσεις-αν είχε- όσο για την αφοσίωσή του στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Και αυτός και οι απλοϊκοί ενορίτες του άφησαν παραδείγματα πιστής τήρησης της παράδοσης συνδυασμένης με την αγάπη προς το συνάνθρωπο.

«Το Γιάννη το Νυφιώτη και τον Αργύρη της Μυλωνούς τους έκλεισε το χιόνι απάν’ στο Κάστρο στην πέρα πάντα στο Στοιβωτό τον ανήφορο, τ’ ακούσατε;». Αυτά είπε φωναχτά την παραμονή των Χριστουγέννων ο παπα-Φραγκούλης. Τον άκουσαν η παπαδιά και οι γειτόνοι και όλοι έπεσαν σε αγωνία. «Τι βοήθεια να τους κάμουμε; είπε ο Πανάγος, ο μαραγκός. Απ’ τη στεριά ο τόπος δεν πατιέται. Έρριξε, έρριξε χιόνι, κι ακόμα ρίχνει. Χρόνια είχε να κάμη τέτοια βαρυχειμωνιά….»

«Να πήγαινε τώρα κανένας να λειτουργήση το Χριστό, στο Κάστρο, επανέλαβε ο ιερεύς, θα είχε διπλό μισθό, που θα τους έφερνε κι αυτούς βοήθεια. Πέρσι που ήταν ελαφρότερος ο χειμώνας δεν πήγαμε…φέτος που είναι βαρύς….»
Και στις φοβίες και αντιρρήσεις του Πανάγου πρόσθεσε:
«Πανάγο, η βαρυχειμωνιά γίνεται για καλό και για την ευφορία της γης και για την υγεία ακόμα. Ανάγκη δεν έχει ο Χριστός να πάνε να του λειτουργήσουνε. Μα όπου είναι μερική προαίρεσις καλή, κι έχει κανείς και χρέος να πληρώση, ας είναι και τόλμη ακόμα, κι όπου πρόκειται να βοηθήση κανείς ανθρώπους, καθώς εδώ, εκεί ο Θεός έρχεται βοηθός και εναντίον του καιρού και με χίλια εμπόδια….Εκεί ο Θεός συντρέχει και με ευκολίας πολλάς και με θαύμα ακόμα….»

Δεν άργησαν όλοι να συμφωνήσουν με τη γνώμη του παπα-Φραγκούλη. Ήταν συνολικά δεκαπέντε. «Ευτυχώς δεν εχιόνιζεν, αλλ’ ο άνεμος ήτο παγερός». Επιβιβάστηκαν σε βάρκα και με κόπο πολύ έφτασαν κάτω από το Κάστρο. Άφησαν την ακρογιαλιά κι ανέβηκαν στο Κάστρο. Εκεί συνάντησαν τον Αργύρη της Μυλωνούς και το Γιάννη το Νυφιώτη.
«Όταν εισήλθον εις τον ναόν του Χριστού, τόσον θάλπος εθώπευσεν την ψυχήν των, ώστε, αν και ήσαν κατάκοποι, και ενύσταζον τινές αυτών, ησθάνθησαν τόσον την χαράν του να ζώσι και να έχωσι φθάσει αισίως εις το τέρμα της πορείας των, εις τον ναόν του Κυρίου, ώστε τους έφυγε πάσα νύστα και πάσα κόπωσις».

Ο παπα-Φραγκούλης βγήκε στην πύλη κι έψαλλε το «Δεύτε ίδωμεν πιστοί, που εγεννήθη ο Χριστός. Ακολουθήσωμεν λοιπόν ένθα οδεύει ο αστήρ» και ύστερα το «Άγγελοι υμνούσιν απαύστως εκεί….Δόξα εν υψίστοις λέγοντες τω σήμερον τεχθέντι».

Ξαφνικά ακούστηκαν φωνές έξω απ’ το ναό. Μερικοί πετάχτηκαν. Οι κραυγές έρχονταν από μια βραχώδη ακτή. Ένα πλοίο είχε προσαράξει στα βράχια και οι επιβαίνοντες βγήκαν σώοι. Έχασαν τον προσανατολισμό τους και δεν ήξεραν προς τα που να προχωρήσουν. Η σελήνη είχε δύσει. Κραυγές αγωνίας και ταραχής ακούονταν «όμοιαι με εκείνας τας οποίας εκχύνουσι κινδυνεύοντες άνθρωποι η ναυαγοί σαστισμένοι»

Διέκριναν όμως τα φώτα στο ναΐσκο και κατευθύνθηκαν προς τα εκεί. Μπήκαν όλοι μέσα να παρακολουθήσουν τη λειτουργία που έφτανε στο τέλος της…
«Έφεξεν ο Θεός την χαρμόσυνον ημέραν, και οι αιπόλοι εφιλοτημήθησαν να σφάξωσι και ψήσωσι δύο τρυφερά ερίφια, ενώ οι υλοτόμοι είχαν φέρει από το βουνόν πολλάς δωδεκάδας κοσσύφια αλατισμένα και ο καπετάν-Κωνσταντής ανεβίβασεν από το γολεττί, το οποίον ουδένα κίνδυνον διέτρεχεν, όπως ήτο καθισμένον, αν δεν έπνεε νότος από της ξηράς να το απωθήση προς το πέλαγος, ανεβίβασε δύο ασκούς γενναίου οίνου και εν καλάθιον με αυγά και κασκαβάλι της Αίνου και ημίσειαν δωδεκάδα όρνιθας και μικρόν βυτίον με σκομβρία. Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν, εορτάσαντες τα Χριστούγεννα μετά σπανίας μεγαλοπρεπείας επί του ερήμου εκείνου βράχου. Την νύκτα εκοιμήθησαν εν μέσω αφθόνων πυρών, με αρκετά δε σκεπάσματα και καπότας, όσα και οι εκ της πολίχνης πανηγυρισταί είχαν φέρει μεθ’ εαυτών, και οι αιγοβοσκοί είχαν εις το Κάστρον, και ο εκ Λήμνου φιλότιμος καραβοκύρης εκόμισεν από το πλοίον του.

Την επαύριον ο άνεμος εκόπασε, το ψύχος ηλαττώθη πολύ κι επωφελούμενοι την ανακωχήν του χειμώνος απεφάσισαν ν’ απέλθωσιν» («Στο Χριστό στο Κάστρο» τομ. Γ` σελ. 279-280).
Μεταφέρθηκα νοερά στους ανθρώπους εκείνους. Φαντάσθηκα την ανεκλάλητη χαρά και γαλήνη που βίωσαν εκείνα τα Χριστούγεννα. Γιόρτασαν το μεγάλο γεγονός της Γέννησης του Κυρίου, σε συνδυασμό με πράξη φιλαλληλίας και ανθρωπισμού. Τότε είναι η χαρά της γιορτής διπλή, όταν συνοδεύεται με το δόσιμο και όχι με το πάρσιμο. «Όταν είναι να βοηθήση κανείς ανθρώπους…», που είπε και ο παπα-Φραγκούλης.

http://dosambr.wordpress.com/

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2015

Γιατί περίσσεψε η κατάκριση, η αργολογία και το κουτσομπολιό......




Γνώριζε, αδελφέ μου, ότι γι’ αυτό πρέπει να καθόμαστε μέσα στο κελί μας, για να μη μαθαίνουμε τα κακά έργα των ανθρώπων, και τότε τους βλέπουμε όλους ως αγίους· αλλά αν ελέγχουμε και παιδεύουμε και κρίνουμε και εξετάζουμε και αδικούμε και μεμψιμοιρούμε, τότε λοιπόν σε τι διαφέρει η ζωή στην ησυχία από την ζωή στις πόλεις;

(Στις πόλεις, όπου οι άνθρωποι γκρινιάζουν ασταμάτητα, κατηγορούν ο ένας τον άλλον, μιλάνε μόνο για τα στραβά του κόσμου τούτου, δεν βλέπουν τίποτε καλό να υπάρχει πουθενά κι έχουν κάνει την τηλεόραση πνευματικό τους οδηγό σε όλα τα παραπάνω).

Και τι άλλο υπάρχει χειρότερο από τη ζωή στην έρημο, αν δεν απαλλαγούμε από όλα αυτά; Αν δεν ησυχάζεις στην καρδιά σου, ησύχασε τουλάχιστον με την γλώσσα σου· και αν δεν μπορέσεις να τακτοποιήσεις τους λογισμούς σου, τακτοποίησε τουλάχιστον τις σωματικές σου αισθήσεις· και αν δεν είσαι μόνος με τη διάνοιά σου, μείνε τουλάχιστον μόνος με το σώμα σου· και αν δεν θέλεις να εργάζεσαι σωματικά, να λυπάσαι τουλάχιστον με τη διάνοιά σου· και αν δεν μπορείς να αγρυπνάς όρθιος, αγρύπνησε καθιστός ή ξαπλωμένος στο κρεβάτι σου.

(Γιατί το ζητούμενο και για εμάς τους χριστιανούς που ζούμε στην ερημία των πόλεων, είναι να φτάσουμε με την βοήθεια του Θεού να ζούμε σαν να ’μαστε στην έρημο, ώστε να έχουμε την ειρήνη του Αγίου Πνεύματος).
Και αν δεν μπορείς να νηστεύσεις δυό ημέρες, νήστευσε τουλάχιστον ως το απόγευμα· και αν δεν μπορείς πάλι ως το απόγευμα, μη χορταίνεις την κοιλιά σου· και αν δεν είσαι άγιος στην καρδιά, γίνε καθαρός στο σώμα σου· και αν δεν πενθεί η καρδιά σου, ας πενθεί το πρόσωπό σου· και αν δεν μπορείς να ελεήσεις, μίλησε τουλάχιστον ως αμαρτωλός· και αν δεν είσαι ειρηνοποιός, μην γίνεσαι τουλάχιστον φιλοτάραχος.

(Γιατί νηστεία δίχως αγώνα πνευματικό, χωρίς καθαρό νου και καρδιά, μπορεί να είναι απλώς μία συνήθεια – άσε που οι περισσότεροι την καταργήσαμε κι αυτή).
Και αν δεν υπάρχεις ικανός και έμπειρος, γίνε ακούραστος στο φρόνημα· και αν δεν είσαι νικητής, μην υπερηφανεύεσαι μπροστά στους αίτιους και υπεύθυνους· και αν δεν μπορείς να φράξεις το στόμα εκείνου που κατηγορεί τον αδελφό του, φύλαξε τουλάχιστον το δικό σου, και μην συμφωνήσεις μαζί του.

(Γιατί περίσσεψε η κατάκριση, η αργολογία και το κουτσομπολιό, κι όπου σταθείς κι όπου βρεθείς, ο ένας κατηγορεί τον άλλο).

Αγίου Ισαάκ του Σύρου, Λόγος ΝΗ΄


«Αββά, πώς μπορεί να αποκτήσει κανείς αρετή;»





Ανηφορίζοντας από τη Γεθσημανή στο όρος των Ελαιών, συναντά κανείς το μοναστήρι του αββά Αβραμίου.

Σ΄αυτό το μοναστήρι ηγούμενος ήταν ο αββάς Ιωάννης ο Κυζικηνός. Τον ρώτησαν  λοιπόν κάποια μέρα:

«Αββά, πώς μπορεί να αποκτήσει κανείς αρετή;»

Και  απάντησε ο Γέροντας:

«Αν θέλει κανείς ν΄αποκτήσει μια αρετή, δεν μπορεί να την κάνει κτήμα του, αν δεν μισήσει την κακία που είναι ο αντίποδάς της.

Αν λοιπόν θέλεις να έχεις πάντοτε πένθος στην ψυχή σου, μίσησε το γέλιο.

Θέλεις να έχεις ταπείνωση; Μίσησε την υπερηφάνεια.

Θέλεις να είσαι εγκρατής; Μίσησε τη λαιμαργία.

Θέλεις να είσαι σώφρων; Μίσησε την ακόλαστη ζωή.

Θέλεις να είσαι ακτήμων; Μίσησε τη φιλαργυρία.

Αυτός που θέλει να είναι κάτοικος της ερήμου, μισεί τις πόλεις εξαιτίας των πειρασμών.

Αυτός που θέλει να έχει ησυχία, μισεί την παρρησία.

Αυτός που θέλει να ζει άγνωστος, μισεί την τάση για επίδειξη.

Αυτός που θέλει να κυριαρχεί στην οργή, μισεί να περνάει τις ώρες του μαζί με πολλούς.

Αυτός που θέλει να έχει αμνησικακία, αποφεύγει να κακολογεί τους άλλους.

Αυτός που θέλει να είναι απερίσπαστος, μένει στη μοναξιά.

Αυτός που θέλει να κυριαρχεί στη γλώσσα, ας κλείνει τ΄αυτιά του να μην ακούει πολλά.

Αυτός που θέλει να έχει τον φόβο του Θεού πάντοτε, θα μισήσει τη σωματική ανάπαυση και θα αγαπήσει τη θλίψη και τη στενοχώρια».



copy Γεώργιος Παπαδόπουλος

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2015

Το κορίτσι και η αλεπού: Η δύναμη της συγχώρεσης μέσα από ένα animation!

Ένα διαφορετικό animation που δίνει το μέγεθος της συγχώρεσης και πόσο ωφελεί τελικά τον άνθρωπο!
Περιγράφει το μίσος που ένιωσε αρχικά ένα κορίτσι, όταν βρήκε σκοτωμένα τα ζώα του από μια αλεπού. Αλλά την κρίσιμη ώρα της τιμωρίας, πήρε τη μεγάλη απόφαση της συγχώρεσης
Μια απόφαση που του έσωσε στην πορεία τη δική του ζωή!
 


http://www.e-mesara.gr

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2015

Π.ΓΕΡΑΣΙΜΟΣ ΙΣΚΟΥ.ΠΕΘΑΝΕ ΤΗ ΝΥΧΤΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΔΗΜΙΟ ΤΟΥ




Ο π Γεράσιμος Ίσκου γεννήθηκε στις 21 Ιανουάριου 1912 στο Μπακάου της Ρουμανίας . Μπήκε στη μονή Μπαγδάνα ως δόκιμος από νεαρή ηλικία . Το 1937 ήταν ηγούμενος στη μονή Άρνοτα . Το1943 έγινε ηγούμενος στη μονή Τισμάνα
Με τη καθίδρυση του κομμουνιστικού καθεστώτος στη Ρουμανία και την έναρξη του διωγμού της εκκλησιάς η μονή Τισμάνα γίνεται ένας από τους σημαντικούς πυρήνες αντικομμουνιστικής δράσης.

Συνελήφθη στις 26 Σεπτέμβρη 1948

ΑΠΟ ΦΥΛΑΚΗ ΣΕ ΦΥΛΑΚΗ

Στις φυλακές της Κραϊόβας όπου γίνεται η ''δίκη ''του, παρά τα βασανιστήρια, δεν προδίδει κανέναν. Από εκεί τον μεταφέρουν στο τρομερό Αϊούντ όπου τον ανάγκασαν να βγάλει το μοναχικό του ένδυμα (στη Κραϊόβα του το επέτρεψαν ).
Στη φυλακή ο πατέρας Γεράσιμος γαληνεύει τις ψυχές των κρατουμένων με τη δύναμη της πίστης . Το μεγαλύτερο ''όπλο'' του ήταν η προσευχή του Ιησού. Εκτός από τα βασανιστήρια τους υποχρέωναν στις πιο δύσκολες και ταπεινωτικές εργασίες Οι φύλακες που είχαν διαλέξει ήταν από του πιο σκληρούς και πιο άπιστους ανθρώπους .

Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΠΟΥ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΕ ΤΟ ΔΗΜΙΟ ΤΟΥ

Ανάμεσα στους βασανιστές ξεχώριζε για τη σκληρότητα του κάποιος Βασιλεσκου ,ποινικός κρατούμενος, ο οποίος με θέρμη είχε αγκαλιάσει την ''αναδιαπαιδαγώγηση'' (δηλαδή τη μετατροπή σε κομμουνιστικό άνθρωπο)
Οι ιερείς που είχαν φυλακιστεί στο Κανάλι ήταν ένα παράδειγμα ταπεινοφροσύνης και αντοχής για τους άλλους κρατουμένους.

Παίρνοντας τεράστια ρίσκα και πληρώνοντας με το αίμα τους, κάθε μέρα τελούσαν τη Θεία Λειτουργία, φέρνοντας το Χριστό στη μέση της κολάσεως . Τη περίοδο που ήταν στο Κανάλι ο π Γεράσιμος αρρώστησε από φυματίωση και τον πήγαν στο νοσοκομείο των φυλακών της Τιργκου –Οκνα. Τον μετέφεραν στο δωμάτιο 4 όπου βρισκόταν οι ετοιμοθάνατοι . Η ιατρική περίθαλψη ήταν ανύπαρκτη, για φάρμακα ούτε λόγος . Όσοι κρατούμενοι είχαν ιατρικές γνώσεις βοηθούσαν τους φυματικούς ρισκάροντας την υγεία τους .



Το δωμάτιο 4 ήταν πάντα γεμάτο, έτσι ώστε σε κάθε κρεβάτι βρίσκονταν 2-3 ασθενείς . Ο π Γεράσιμος βρισκόταν στο ίδιο κρεβάτι με το στρατηγό Τουτιρέσκου, τον οποίο γύρισε στην αληθινή πίστη.

Ο π. Γεράσιμος Ίσκου, ο οποίος έλαμπε επειδή είχε τη χάρη του Θεού, προγνώριζε τη μέρα του θανάτου του και παρακάλεσε να του πλύνουν το σώμα ( κατά το σύνηθες ). Πριν εγκαταλείψει τον κόσμο τούτο όμως έκανε μια χειρονομία που έδειξε στους γύρω του το μέγεθος της αγιοσύνης του. Ο Βασιλέσκου ο βασανιστής του έφθασε και αυτός στο νοσοκομείο ,άρρωστος από φυματίωση. Στις 25 Δεκεμβρίου 1951, ο π Γεράσιμος σηκώθηκε από το κρεβάτι του με πολύ δυσκολία και πήγε στο προσκέφαλο του Βασιλέσκου ο οποίος βρισκόταν στο ίδιο δωμάτιο. Με αγάπη χριστιανική, του έπλυνε το πρόσωπο και του είπε: «Ησύχασε είσαι νέος και δεν ήξερες τι κάνεις . Σε συγχωρώ με όλη μου τη καρδιά .Αφού συγχωρούμε εμείς τότε σίγουρα και ο Χριστός που είναι πιο καλός από εμάς θα σε συγχωρέσει.»

Τον εξομολόγησε και τον κοινώνησε. Μετά ο π Γεράσιμος γύρισε στο κρεβάτι του και παρακάλεσε να του διαβάσουν τις προσευχές και παρέδωσε τη ψυχή του ακούγοντας αγγελικούς ύμνους . Την ίδια νύχτα ,τη νύχτα των Χριστουγέννων, ο π Γεράσιμος και ο Βασιλέσκου έφυγαν μαζί για το Κύριο. Όπως ακριβώς ο ληστής στο σταυρό που γνώρισε το Θεό και μετανόησε για τις πράξεις του.

Τα σώματα τους τα πέταξαν οι κομμουνιστές ,όπως συνήθιζαν, για να κρύβουν τα εγκλήματά τους, στους κοινούς λάκκους των φυλακών της Τιργκου –Οκνα.

Πραγματικά ο βίος των νεομαρτύρων των κομμουνιστικών φυλακών είναι το Νέο Πατερικό της Ορθοδόξου εκκλησίας.Ταπεινωμένοι,στριμωγμένοι,φριχτά βασανισμένοι,αντί για μίσος έδειχναν ατελείωτη αγάπη.Ακόμη και ‘ένα υψηλόβαθμο στέλεχος της σεκιουριτάτε έγραψε στα απομνημονεύματά του ότι σιγουρα στις φυλακές υπήρχε ο Χριστός,αλλιώς δεν αξηγείται πως κράτησαν την πίστη τους μετά από τόσα βασανιστήρια.

Μετάφραση:www.proskynitis.blogspot.com

Πηγή:www.hotnews.ro

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2015

το φιλαράκι τού γέροντα Πορφύριου ...

-->


 
-->

Γράφει η Μάρω Σιδέρη για τον Άγιο Πορφύριο

Κοιτάζω και ξανακοιτάζω την εικόνα του Γέροντα Πορφυρίου- του Αγίου Πορφυρίου, όπως ακούω να τον λένε οι πιστοί ολόγυρά μου. Κοιτάζω την αγιογραφία του με το φωτοστέφανο και νοιώθω ανόητη.

Θεέ μου πόσο ανόητη!

Ήταν Άγιος λοιπόν εκείνος ο γέροντας που με υποδεχόταν χωρίς να μιλά όταν έμπαινα στο κελάκι του  τρομαγμένη;
Ήταν άγιος εκείνο το γλυκό, υπομονετικό γεροντάκι που σεβάστηκε πάντα την άρνησή μου να ακούω  συμβουλές τύπου Κατηχητικού και δε μου έδωσε ποτέ καμιά τέτοια συμβουλή;
Ήταν Άγιος λοιπόν! Κι εγώ νοιώθω ανόητη γιατί πάντα ήξερα ότι ήταν Άγιος, κι όμως  τον φοβόμουν.

Ένα παιδί ήμουν όταν τον γνώρισα, με όλα τα θέματα που έχει ένα παιδί που μπαίνει σε  μια άγρια μαύρη εφηβεία.
Ένα παιδί, μεγαλωμένο με χριστιανικές αρχές που όμως ήθελε να τις γκρεμίσει γιατί δεν του άρεσαν, δεν το ικανοποιούσαν, το καταπίεζαν. Τέτοιο παιδί ήμουν όταν γνώρισα το Γέροντα, γι' αυτό και καταπιεζόμουν όταν έπρεπε να ακολουθήσω την οικογένειά μου που λαχταρούσε να τον επισκεφτεί.

Εκείνα τα Κυριακάτικα μεσημέρια όταν έπρεπε να βγάλω τα αγαπημένα μου τζιν και να φορέσω τη φούστα για να πάω να του φιλήσω το χέρι  με εξόργιζαν. Τη θυμάμαι αυτή την οργή που έσκαγε μέσα μου σιωπηλά - γιατί δεν τολμούσα να πω ότι δεν ήθελα να τον δω.
Δεν τολμούσα γιατί μέσα μου ήξερα ότι ήταν Άγιος- πώς να αρνηθώ την ευχή ενός τέτοιου ανθρώπου; Κι από την άλλη τον φοβόμουν που ήταν Άγιος.
Στην αρχή φοβόμουν γιατί  ένοιωθα ότι ήξερε τις σκέψεις και τις πράξεις μου και έτρεμα μην τις  αποκάλυπτε στη μαμά μου...

Κι όταν κατάλαβα ότι δεν αποκάλυπτε τίποτα, πάλι τον φοβόμουν γιατί πίστευα ότι με έκρινε για όσα είχα κάνει, όσα είχα πει, για ότι ήμουν, ότι δε με ενέκρινε για φιλαράκι του - και γιατί να το έκανε άλλωστε;
Είχε ήδη εγκρίνει για φιλαράκια του την αδερφή μου, τη μαμά μου, το μπαμπά μου.
Σ' εκείνους μιλούσε, τους καλωσόριζε, τους έδινε το σταυρό που κρατούσε στο χέρι να τον φιλήσουν.

Σε μένα δεν το έκανε... δεν άπλωνε το χέρι να του το φιλήσω... πλησίαζα μόνη μου, τρομαγμένη, καταπιέζοντας τον εαυτό μου να το κάνω και πάντα έφευγα με  τρόμο ότι δεν με είχε δεχτεί.
Ώσπου ένα μεσημέρι Σαββάτου , η μαμά μου ζήτησε επιτακτικά να ετοιμαστώ για να πάμε στο Γέροντα. Ήθελα να της πω ότι δεν ήθελα να έρθω μα δεν τόλμησα. Κι έτσι φώναξα ότι ήθελα να έρθω με το παντελόνι. Η μαμά μου ήταν ανένδοτη κι έτσι μπήκα οργισμένη στο δωμάτιό μου και πίσω από την ασφάλεια της μοναξιάς μου τον έβρισα. Τον έβρισα τόσο, που μετά από τόσα χρόνια ακόμα ντρέπομαι για όσα είπα μονάχη στο δωμάτιό μου. Μετά, βγήκα φορώντας τη φούστα μου,  μπήκα στο αυτοκίνητο, σιωπηλή  και πάντα με  την ίδια οργή μέσα μου. Όταν φτάσαμε στο κελάκι του, μπήκαμε όλοι μέσα - εγώ απλά τυπικά θα του φιλούσα το χέρι και θα έφευγα τρέχοντας έξω.

Εκείνο το απόγευμα ήταν η πρώτη φορά που με χαιρέτησε με το όνομά μου.
Έλα Μάρω μου είπε και μου άπλωσε το χέρι. Θεέ μου πόσο μου άρεσε που άκουσα τη φωνή του να με λέει όπως με φώναζαν οι φίλοι μου! Και πόση ανακούφιση αισθάνθηκα,  με την υποδοχή του! Ασφαλώς για να με υποδεχτεί έτσι για πρώτη φορά, ενώ εγώ είχα ξεσπάσει εναντίον του στο δωμάτιό μου, μάλλον δεν ήταν Άγιος. Μάλλον δεν ήξερε τι είχα πει...
Κι εκεί που πήγα μια ανάσα ανακούφισης τον άκουσα να μου λέει στοργικά- πολύ στοργικά: Μάρω θα μπορούσες να βγεις λίγο έξω, για να μιλήσω στο μητέρα σου;

Καλύτερα να άνοιγε η γη να με καταπιεί εκείνη την ώρα! Ήμουν σίγουρη ότι, ως Άγιος, όχι μόνο είχε ακούσει όλα όσα είχα ψιθυρίσει, αλλά θα τα έλεγε όλα στη μαμά μου! Βγήκα με την καρδιά μου να χτυπάει σαν τρελή κι όση ώρα  περίμενα απ έξω είχα ετοιμάσει στη σκέψη μου την άμυνά μου: είχα φορτώσει κι ήμουν έτοιμη για μάχη! Κι όμως καμιά μάχη δε συνέβη.
Δεν ξέρω τι της είπε, ξέρω  όμως ότι όταν  βγήκε από το κελάκι η μαμά μου μού ζήτησε συγγνώμη χωρίς να μου εξηγήσει γιατί.

Ξέρω ακόμα ότι δεν μου επέβαλε ποτέ ξανά να πάω μαζί τους στο Γέροντα. Μόνη μου πήγαινα, από ντροπή, γιατί δεν άντεχα στην ιδέα ότι δεν ήθελα να πάω, γιατί ζήλευα τη σχέση που είχε η αδερφή μου μαζί του κι ας μην τον πήγαινα!
Ήθελα να τον αγαπάω κι ας μην τον αγαπούσα. Ήθελα να ένοιωθα την ευλογία του κι ας μην την ένοιωθα!
Ήθελα να με θεωρήσει φιλαράκι του κι ας μην αισθανόμουν ότι ήταν δικός μου φίλος.
Έπρεπε να βγω από το σκοτάδι της εφηβείας μου για να καταλάβω με ντροπή ότι εκείνος με είχε αποδεχτεί,  έτσι όπως ήμουν.


Κατάλαβα πως όταν δεν μου άπλωνε το χέρι να το φιλήσω, το έκανε όχι από αποδοκιμασία αλλά από αποδοχή. Στη μεταξύ μας σχέση εκείνος ήταν ο ειλικρινής κι εγώ η ψεύτικη. Εγώ πλησίαζα κι ας μην ήθελα, εκείνος όμως δεν άπλωνε το χέρι επειδή σεβόταν το φόβο και την αντίδρασή μου. Εγώ καταπίεζα τη Μάρω, ενώ εκείνος την αποδεχόταν κι έκανε αυτό που η Μάρω ήθελε...
Ακόμα και την οργή μου εκείνος την ερμήνευε σαν προσευχή.
Δε μου έκανε καμιά νύξη για το Χριστό, δε μου έδωσε καμιά συμβουλή, δε μου μίλησε για θαύματα για να με πείσει.

Κι όμως ξέρω πια ότι αυτή η σιωπή ήταν η πιο τρανή απόδειξη ότι με είχε αποδεχτεί σα φιλαράκι του, έτσι όπως ήμουν.
Ίσως γι' αυτό ήταν ο μόνος που δεν αντέδρασε όταν πέρασα στη Θεολογία.
Όλοι οι άλλοι, φίλοι συγγενείς θορυβήθηκαν: Η Μάρω στη Θεολογία; Ακόμα κι εγώ η ίδια δεν ήξερα γιατί είχα βάλει τη Θεολογία ως πρώτη επιλογή. Εκείνος όμως δεν είπε τίποτα. Ούτε με συνεχάρη, ούτε θριαμβολόγησε. Κράτησε την ίδια σιωπηλή, ξεκάθαρη στάση που επιθυμούσε η ψυχή μου. Μερικές φορές σκέφτομαι ότι βλέποντας το αγρίμι μέσα μου, με ανέθεσε απευθείας στο Θεό κι αυτό είναι για μένα η μεγαλύτερη απόδειξη ότι με ένοιωθε φιλαράκι του...

Αυτή τη σχέση την παθιασμένη την είχα με το Γέροντα ως το τέλος. Εγώ δε μαλάκωσα ποτέ κι εκείνος δεχόταν πάντα την ορμή μου σαν δείγμα αγάπης. Τον ξαναπρόσβαλα το Γέροντα, άλλη μια φορά και πάλι πίσω από την πλάτη του - ως γνήσια θρασύδειλη!
Πάλι Σάββατο ήταν  κι εγώ ήμουν φοιτήτρια πια και είχα εξεταστική.
Τη Δευτέρα έδινα μάθημα και στις 9 το βράδυ του Σαββάτου έμαθα ότι είχα διαβάσει λάθος ύλη.
Πανικοβλήθηκα κι όταν η μαμά μου προσπαθώντας να με ηρεμήσει μου είπε «Βρε τι σκας? Αφού έχεις το Γέροντα!», εγώ έγινα ηφαίστειο που έσκασε: «Δε μας παρατάς  με το Γέροντά σου! Τι να μου κάνει τωρα ο Γέροντας;»
Εκείνη την ώρα χτύπησε το τηλέφωνο κι όταν   άκουσα τη μαμά μου να λέει: Γέροντα!... ναι εδώ είναι η Μάρω. Δίπλα μου!» ήθελα να έχει το πάτωμα μια καταπακτή για να χωθώ μέσα! Σα βρεμένο γατί πήρα το ακουστικό και η φωνή μου που τόσο σθεντόρια τον είχε αμφισβητήσει, τώρα είχε γίνει ψίθυρος.

Την απορία του δε θα την ξεχάσω ποτέ: «Άραγε, ποια από τις δυο σας με επικαλέστηκε στ' αλήθεια;» με ρώτησε, σα να ήθελε  να με διαβεβαιώσει ότι εκείνος ως Άγιος δεν άκουγε λόγια του στόματος αλλά της ψυχής... «θα μπορούσες να έρθεις αύριο να διαβάσεις εδώ;»  με ρώτησε με μια ευγένεια που όμοιά της δεν έχω συναντήσει. Είπα ναι, όλο ντροπή και χωρίς άλλα λόγια έκλεισε το τηλέφωνο. Το άλλο πρωί στις 7 ήμουν με τους γονείς μου στη Μαλακάσα. Ο Γέροντας είχε δώσει εντολή να ανοίξουν ένα γραφείο για να περιμένω- κι ας  είχε λειτουργία στο Ναό. Εκείνος με αποδεχόταν όπως ήμουν... Όταν με δέχτηκε στο κελάκι, μετά τις 10,  πάλι δεν είχε πολλά λόγια: «Αχ και να πίστευες λίγο! 10 θα έγραφες!» μου είπε απαλά κι άνοιξε το βιβλίο τέσσερις φορές. «δεν πειράζει όμως. Και το 5 καλό είναι!»

Από  τα τέσσερα θέματα διάβασα τα δύο. Τα άλλα τα βρήκα ανούσια και χαζά! Έπεσαν και τα τέσσερα κι εγώ πήρα 5! Καλό ήταν! Καλό μου έκανε!  Άλλωστε πάντα με το Γέροντα 5 έπαιρνα. Το παραπάνω δεν το αντέχω, ούτε το αξίζω και το ξέρω. Μου αρκεί όμως αυτό το 5... με κάνει να νοιώθω ότι τον έχω κοντά μου κι αυτό μου αρκεί.

Όσο για το ότι είναι Άγιος; Το ξέρω μα δε το αντέχει το μυαλό μου... ο γέροντας ήταν άγιος πάντα , μόνο ένας Άγιος θα άντεχε κάποιαν σαν εμένα. Για μένα είναι Άγιος  μα παραμένει  ο Γέροντας, ο δικός μου Γέροντας, αυτός που χρησιμοποιεί  την απιστία και τον εγωισμό και την αμφιβολία μου ως μέσα για να επικοινωνήσει μαζί μου. Είναι ο Γέροντας που  δε με μάλωσε ποτέ, δε με κολάκεψε ποτέ, δε με εγκατέλειψε ποτέ μα μόνο με τα εντελώς απαραίτητα λόγια.

Είναι ο Γέροντας  που  δε μου απαντά  όταν απευθύνομαι σ' αυτόν  από υποκριτικό καθωσπρεπισμό και που με καλωσορίζει  πάντα  όταν του μιλάω  απλά  ως Μάρω...

πηγή : ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ
 http://misha.pblogs.gr/

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2015

"Τα Χριστούγεννα του Τεμπέλη" Του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη



Στην ταβέρνα του Πατσοπούλου, ενώ ο βορράς εφύσα, και υψηλά εις τα βουνά εχιόνιζεν, ένα πρωί, εμβήκε να πίη ένα ρούμι να ζεσταθή ο μαστρο-Παύλος ο Πισκολέτος, διωγμένος από την γυναίκα του, υβρισμένος από την πενθεράν του, δαρμένος από τον κουνιάδον του, ξορκισμένος από την κυρά-Στρατίναν την σπιτονοικοκυράν του, και φασκελωμένος από τον μικρόν τριετή υιόν του, τον οποίον ο προκομμένος ο θείος του εδίδασκεν επιμελώς, όπως και οι γονείς ακόμη πράττουν εις τα "κατώτερα στρώματα", πως να μουντζώνη, να βρίζη, να βλασφημή και να κατεβάζη κάτω Σταυρούς, Παναγιές, κανδήλια, θυμιατά και κόλλυβα. Κι έπειτα, γράψε αθηναϊκά διηγήματα!

Ο προβλεπτικός ο κάπηλος, δια να έρχωνται ασκανδαλίστως να ψωμίζουν αι καλαί οικοκυράδες, αι γειτόνισσαι, είχε σιμά εις τα βαρέλια και τας φιάλας, προς επίδειξιν μάλλον, ολίγον σάπωνα, κόλλαν, ορύζιον και ζάχαριν, είχε δε και μύλον, δια να κόπτη καφέν. Αλλ' έβλεπέ τις, πρωί και βράδυ, να εξέρχωνται ατημέλητοι και μισοκτενισμένοι γυναίκες, φέρουσαι την μίαν χείρα υπό την πτυχήν της εσθήτος, παρά το ισχίον, και τούτο εσήμαινεν, ότι το οψώνιον δεν ήτο σάπων, ούτε ορύζιον ή ζάχαρις.

'Ηρχετο πολλάκις της ημέρας η γριά - Βασίλω, πτωχή, έρημη και ξένη στα ξένα, ήτις δεν είχε
προλήψεις κι έπινε φανερά το ρούμι της.

Ήρχετο και η κυρά-Κώσταινα η Κλησάρισσα, ήτις εβοηθούσε το κατά δύναμιν εις την εκκλησίανμ ισταμένη πλησίον του μανουαλίου, δια να κολλά τα κεριά, και όσας πεντάρας έπαιρνε την Κυριακήν, όλας τας έπινε, μετ' ευσυνειδήτου ακριβείας, την Δευτέραν, Τρίτην και Τετάρτην.

Ήρχετο κι η Στρατίνα, νοικοκυρά με δύο σπίτια, οπού εφώναζεν εις την αυλόπορταν, εις τον
δρόμον και εις το καπηλείον όλα τα μυστικά της, δηλ. τα μυστικά των άλλων, και μέρος μεν αυτών έμενον εις την αυλήν, μέρος δε έπιπτον εις το καπηλείον, και τα περισσότερα εχύνοντο εις τον δρόμον, κι εξενομάτιζε τον κόσμον, ποία νοικάρισσα της καθυστερεί δύο νοίκια, ποίος οφειλέτης της χρεωστεί τον τόκον, ποία γειτόνισσα της επήρεν ένα είδος, δανεικόν κι αγύριστον.
Ο μαστρο-Δημήτρης ο φραγκορράφτης της εχρωστούσε τρία νοίκια, ο μαστρο-Παύλος ο
Πισκολέτος πέντε, και τον μήνα που έτρεχεν, εξ. Η Λενιώ, η κουμπάρα της, της πέρασε δευτέραν υποθήκην με δόλον εις το σπίτι, και τώρα ήτον ανάγκη να τρέχη εις δικηγόρους και
συμβολαιογράφους, δια να εξασφαλίση τα δίκαιά της. Η Κατίνα, η ανεψιά της από τον πρώτον
άνδρα της, της είχεν αφήσει ένα αμανάτι δια να την δανείση δέκα δραχμάς, και τώρα, ακτά την
εκτίμησιν δύο χρυσοχόων, απεδείχθη, ότι το ασημικόν ήτο κάλπικον και δεν ήξιζεν ούτε όσα ήξιζαν τα δύο φυσέκια με τες σκουριασμένες μπακίρες - που, αφού, κατά την συνήθειάν της (αυτό δεν το έλεγεν, αλλά ήτο γνωστόν), έβγαλεν έξω το γερο-Στρατήν, τον άνδρα της, την κόρην της, την Μαργαρίταν και την εγγονήν της, την Λενούλαν, ήνοιξε την κρύπτην, απέθεσεν εκεί το ενέχυρον, έβγαλε το κομπόδεμα, έλαβε τα φυσέκια, και τα ενεχείρισε με τρόπον, οπού εσήμαινε να τα δώση και να μην τα δώση, κι εφαίνετο ως να εκολλούσαν τα χέρια της, εις την πτωχήν την Κατίναν.

Η Ασημίνα, η παλαιά νοικάρισσά της, τραγουδίστρα το επάγγελμα, όταν εξεκουμπίσθη κι έφυγε, της εχρωστούσε τρία μηνιάτικα και εννέα ημέρας. Και τα μεν έπιπλα, οπού έπρεπε κατά δίκαιον τρόπον να τα εκχωρήση εις την σπιτονοικοκυράν, τα παρέδωκεν εις τον κούκον της, τον τελευταίον αγαπητικόν της, που να τσάκιζε το πόδι της, να μην είχε σώσει ποτέ... Και εις αυτήν δεν έδωκεν άλλο τίποτε, παρά ένα παλιοφυλαχτόν εκεί, λιγδιασμένον, και της είπε μυστηριωδώς, ότι αυτό περιείχε Τίμιον Ξύλον... Σαν εκγρεμοτσακίσθη και έφυγε, το ανοίγει και αυτή εκ περιεργείας, και αντί Τιμίου Ξύλου, τί βλέπει;... κάτι κουρέλια, τρίχες, τούρκικα γράμματα, σκοντάματα, μαγικά, χαμένα πράματα... Τ' ακούτε σεις αυτά;

Εισήλθε, ριγών, ο μαστρο-Παυλάκης και εζήτησεν ένα ρούμι. Το παιδί του καπηλείου, οπού τον
ήξευρε καλά, του είπε
-Έχεις πεντάρα;
Ο άνθρωπος έσεισε τους ώμους με τρόπον διφορούμενον.

-Βάλε συ το ρούμι, είπεν.
Πως να έχει πεντάρα; Καλά και τα λεπτά, καλή η δουλειά, καλό και το κρασί, καλή κι η κουβέντα, όλα καλά. Καλλίτερον απ' όλα η ραστώνη, το ντόλστσε φαρ νιένττε των αδελφών Ιταλών. Αν εις αυτόν ανετίθετο να συντάξη τον κανονισμόν της εβδομάδος, θα ώριζε την Κυριακήν δια σχόλην, την Δευτέραν δια χουζούρι, την Τρίτην δια σουλάτσο, την Τετάρτην, Πέμπτην και Παρασκευήν δι εργασίαν, και το Σάββατον δια ξεκούρασμα. Ποιός λέει, ότι αι εορταί είναι πάρα πολλαί δια τους ορθοδόξους Έλληνας, και αι εργάσιμοι είναι πολύ ολίγαι; Αυτά τα λέγουν όσοι δεν έκαμαν ποτέ σωματικήν εργασίαν και ηξεύρουν μόνον δια τους άλλους να θεσμοθετούν.

Ακριβώς την ώραν ταύτην ήλθεν απ' αντικρύ ο Δημήτρης ο φραγκορράφτης, δια να πίη το πρωινόν του. Μόνην παρηγορίαν είχε, να κάμνη αυτά τα συχνά ραξιδάκια, καθώς τα ωνόμαζε. Διέκοπτεν επί πέντε λεπτά την εργασίαν του, δέκα φοράς την ημέραν, και ήρχετο να πίνη ένα κρασί. Έπαιρνεν εργασίαν από τα μαγαζιά και εδούλευεν ως κάλφας εις το δωμάτιόν του.

Εισήλθε και παρήγγειλεν ένα κρασί. Είτα, ιδών τον Παύλον
-Βάλε και του μαστρο-Παυλάκη ένα ρούμι, είπεν.

Ως από Θεού σταλμένος, δια να λύση το ζήτημα της πεντάρας, μεταξύ του πελάτου και του
υπηρέτου, εκάθισε πλησίον του Παύλου και ήρχισε τοιαύτην ομιλίαν, η οποία ήτο μεν συνέχεια
των ιδίων λογισμών του, εις δε τον Παύλον εφάνη ως συνηγορία υπέρ των ιδικών του παραπόνων.

-Που σκόλη και γιορτή, μαστρο-Παυλέτο, φίλε μου, είπεν ούτε καθισιό, ούτε χουζούρι. Τ' Άη-
Νικολάου δουλέψαμε, τ' Άη-Σπυρίδωνα δουλέψαμε, την Κυριακή προχθές δουλέψαμε. Έρχονται Χριστούγεννα, και θαρρώ, πως θα δουλεύουμε, χρονιάρα μέρα...
Ο Παύλος έσεισε την κεφαλήν.
-Θέλω κάτι να πω, αλλά δεν ξέρω για να τα σταμπάρω περί γραμμάτου μαστρο-Δημήτρη μου, είπε.

Μου φαίνεται, πως αυτοί οι μαστόροι, αυτοί οι αρχόντοι, αυτή η κοινωνία πολύ κακά έχουνε
διωρισμένα τα πράγματα. Αντί να είναι η δουλειά μοιρασμένη ίσια τις καθημερινές, πέφτει
μονομιάς και μονομπάντα. Δουλεύουμε βιαστικά τις γιορτάδες, και ύστερα χασομερούμε
εβδομάδες και μήνες τις καθημερινές.
-Είναι και η τεμπελιά εις το μέσο, είπε μετά πονηράς αυθαδείας το παιδί του καπηλείου, ωφεληθέν από μίαν στιγμήν, καθ' ην ο αφέντης του είχεν ομιλίαν εις το κατώφλιον της θύρας και δεν ηδύνατο ν' ακούση.
-Ας είναι, τί να σου κάμη η προκομμάδα και η τεμπελιά; είπεν ο Δημήτρης. Το σωστό είναι, πολλά κεσάτια και ολίγη μαζωμένη δουλειά. Καλά λέει ο μαστρο-Παύλος. Άλλο αν είμαι ακαμάτης εγώ, ας πούμε, ή ο Παύλος, ή ο Πέτρος, ή ο Κώστας ή ο Γκίκας. Εμένα η φαμίλια μου δουλεύει, εγώ δουλεύω, ο γυιός μου δουλεύει, το κορίτσι πάει στη μοδίστρα. Και μ' όλα αυτά, δεν μπορούμε ακόμα να βγάλουμε τα νοίκια της κυρα-Στρατίνας. Δουλεύουμε για την σπιτονοικοκυρά, δουλεύουμε για τον μπακάλη, για τον μανάβη, για τον τσαγκάρη, για τον έμπορο. Η κόρη θέλει το λούσο της ο νέος θέλει το καφενείο του, το ρούχο του, το γλέντι του. Ύστερα, κάμε προκοπή.

-Υγρασία μεγάλη, μαστρο-Δημήτρη, είπεν ο Παυλέτος, αποκρινόμενος εις τους ιδίους στοχασμούς του. Υγρασία κάτω στα μαγαζιά, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά, ρεματισμοί, κρυώματα.
Ύστερα κόπιασε, αν αγαπάς, να αργάζης τομάρια. Το δικό μας το τομάρι άργασε πια, άργασε...
-Καλά αργασμένο το δικό σου, μαστρο-Παύλο, αυθαδίασε πάλιν ο υπηρέτης, αινιττόμενος ίσως τας μεταξύ του Παύλου και του γυναικαδέλφου του σκηνάς.
Είτα εισήλθεν ο κάπηλος. Ο μαστρο-Δημήτρης απήλθε, να επαναλάβη την εργασίαν του και η
ομιλία έπαυσεν.

Ο μαστρο-Παύλος αφέθη εις τας φαντασίας του. Σάββατον σήμερον, μεθαύριον παραμονή, την
άλλην Χριστούγεννα. Να είχε τουλάχιστον λεπτά δια να αγοράση ένα γαλόπουλο, να κάμη και
αυτός Χριστούγεννα στο σπίτι του, καθώς όλοι! Μετενόει τώρα πικρώς, διότι δεν επήγε τας
τελευταίας ημέρας εις τα βυρσοδεψεία να δουλεύση και να βγάλη ολίγα λεπτά, δια να περάση
πτωχικά τας εορτάς. "Υγρασία μεγάλη, χαμηλό το μέρος, η δουλειά βαρειά. Κόπιασε να αργάζης τομάρια! Το σικό μας το τομάρι θέλει άργασμα!"

Είχεν ακούσει τον λαϊκόν μύθον δια τον τεμπέλην, οπού επήγαιναν να τον κρεμάσουν, και όστις
συγκατένευσε να ζήση υπό τον όρον να είναι "βρεμένο το παξιμάδι". Εγνώριζε και την άλλην
διήγησιν δια το τεμπελχανιό, το οποίον ίδρυσε, λέγουν, ο Μεχμέτ Αλής εις την πατρίδα του
Καβάλαν. Εκεί, επειδή το κακόν είχε παραγίνει, ο επιστάτης εσοφίσθη να στρώνη μίαν ψάθαν, επί της οποίας ηνάγκαζε τους αέργους να εξαπλώνωνται. Είτα έβαζε φωτιάν εις την ψάθαν. Όποιος επροτίμα να καή, παρά να σηκωθή από την θέσιν του, ήτο σωστός τεμπέλης και εδικαιούτο να φάγη δωρεάν το πιλάφι. Όποιος εσηκώνετο και έφευγε το πυρ, δεν ήτο σωστός τεμπέλης και έχανε τα δικαιώματα. Τόσοι Βαλλιάνοι, τόσοι Αβέρωφ και Συγγροί, εσκέπτετο ο μαστρο-Παύλος, και κανείς εξ αυτών να μην ιδρύση παραπλήσιόν τι εις τας Αθήνας!

Ο μαστρο-Παυλάκης επεριδιάβασεν ακόμη δύο ημέρας και την άλλην ήτο παραμονή. Το
γαλόπουλο δεν έπαυσε να το ονειροπολή και να το ορέγεται. Πώς να το προμηθευτή;
Αφού ενύκτωσε, διωγμένος καθώς ήτον από το σπίτι, απετόλμησε και ήλθεν από ένα πλάγιον
δρομίσκον και ήτον έτοιμος να χωθή εις το καπηλείον. Ο νους του ήτο αναποσπάστως
προσηλωμένος εις το γαλόπουλο. Θα εχρησίμευε τούτο, εάν το είχε, και ως μέσον συνδιαλλαγής με την γυναίκα του.

Εκεί, καθώς εστράφη να εμβή εις το καπηλείον, βλέπει εν παιδίον της αγοράς, με μίαν κοφίναν επ' ώμων, ήτις εφαίνετο ακριβώς να περικλείη ένα γάλον, αγριολάχανα, πορτοκάλια, ίσως και
βούτυρον και άλλα καλά πράγματα, Το παιδίον εκοίταζε δεξιά και αριστερά και εφαίνετο να
αναζητή οικίαν τινά. Ήτο έτοιμον να εισέλθη εις το καπηλείον δια να ερωτήση. Έπειτα είδε τον
Παύλον και εστράφη προς αυτόν.

-Ξέρεις, πατριώτη, του λόγου σου, που είναι εδώ χάμου το σπίτι του κυρ-Θανάση του
Μπελιοπούλου;
-Του κυρ-Θανάση του Μπε...
Αστραπή, ως ιδέα, έλαμψεν εις το πνεύμα του Παύλου.
-Μούπε τον αριθμό και το εξέχασα τώρα γρήγορα έπιασε σπίτι εδώ χάμου, σ' αυτόν το δρόμο... τον είχα μουστερή από πρώτα... μπροστήτερα καθότανε παρά πέρα, στο Γεράνι.
-- Του κυρ-Θανάση του Μπελιοπούλου! αυτοσχεδίασε ο μαστρο-Παύλος να, εδώ είναι το σπίτι του.

Να φωνάξης την κυρα-Παύλαινα, μέσα στην κάτω κάμαρα, στο ισόγειο... αυτή είναι η νοικοκυρά του... πως να πώ; είναι η γενειά του... τη έχει λύσε-δέσε, σ' όλα τα πάντα... οικονόμισσα στο νοικοκυριό του... είναι κουνιάδα του... μαθές θέλω να πω, ανιψιά του... φώναξέ την και δώσε της τα ψώνια.

Και βαδίσας ο ίδιος πέντε βήματα, κατά την θύραν της αυλής, έκαμε πως φώναξε
-Κυρά-Παύλαινα, κόπιασ' εδώ να πάρης τα ψώνιαμ που σου στέλλει ο κύριος... ο αφέντης σου.
Καλά ήλθαν τα πράγματα έως τώρα. Ο μαστρο-Παυλάκης έτριβε τας χείρας και ησθάνετο εις την ρίνα του την κνίσαν του ψητού κούρκου. Και δεν τον έμελλε τόσον δια τον κούρκον, αλλά θα εφιλιώνετο με τη γυναίκα του. Την νύκτα επέρασεν εις εν ολονύκτιον καφενείον και το πρωί επήγεν εις την εκκλησίαν.

Όλην την ημέραν προσεκολλήθη εις μίαν συντροφιάν, έπειτα εις μίαν άλλην παλαιών γνωρίμων
του, εις το καπηλείον, όπου έμεινε τας περισσοτέρας ώρας ανοικτόν, με τα παράθυρα κλεισμένα, και επέρασε με ολίγους μεζέδες και με αρκετά κεράσματα.
Το βράδυ, αφού ενύκτωσε, επήγε με τόλμην από τας πολλάς σπονδάς και από την ενθύμησιν του κούρκου και έκρουε την θύραν της οικογενείας του. Η θύρα ήτο κλεισμένη έσωθεν.'

-Καλησπέρα, κυρα-Παύλαινα, εφώναξεν απ'έξω, χρόνους πολλούς. Πώς πήγε ο γάλος; Βλέπεις,
εγώ πάλε;
Ουκ ην φωνή, ουδέ ακρόασις. Όλη η αυλή ήτο ήσυχος. Τα ισόγεια, αι τρώγλαι, τα κοτέτσια της
κυρα-Στρατίνας, όλα εκοιμώντο. Ο σκύλος μόνον εγνώρισε τον μαστρο-Παύλον, έγρυξεν ολίγον και πάλιν ησύχασεν.

Υπήρχον εκεί εκτός από το ψυχομέτρι τριων ή τεσσάρων οικογενειών, οπού εκατοικούσαν εις τ'
ανήλια δωμάτια, δύο γίδες, δώδεκα όρνιθες, τέσσαρες γάτοι, δύο ινδιάνοι και πολλά ζεύγη
περιστερών. Αι δύο γίδες ανεχάραζαν βαθιά εις το σκεπασμένο μανδράκι τους, αι όρνιθες έκλωζον υποκώφως εις το κοτέτσια τους, τα περιστέρια είχαν μαζωχθή εις τους περιστερώνας περίτρομαα από το κυνήγι, οπού ήρχιζον εναντίον των την νύκτα οι γάτοι. Όλοι αυτοί οι μικροί θόρυβοι ήσαν το ροχάλισμα της αυλής κοιμωμένης.

Πάραυτα ηκούσθη κρότος βημάτων εις το σπίτι.
-Έ, μαστρο-Παύλε, είπε πλησιάσασα η κυρα-Στρατίνα, νάχουμε και καλό ρώτημα... Τί γάλος και γαλίζεις και γυαλίζεις και καλό να μούχης, ασίκη μου; Είδαμε κι επάθαμε να σκεπάσουμε το πράμα, να μη προσβαλθή το σπίτι... Εκείνος που ήτον δικός του ο γάλος, ήλθε μεσάνυκτα κι
εφώναζε, έκανε το κακό, και μας φοβέριζεν όλους, κι η φαμίλια σου, επειδής τον είχε κόψει το
γάλο, μαθές, και τον είχε βάλει στο τσουκάλι, βρέθηκε στα στενά... κλειδώθηκε μες στην κάμαρα, και δεν ήξευρε τι να κάμη... Είπε και ο κουνιάδος σου.. καλό κελεπούρι ήτανε κι αυτό, μαθές... και επέρασεν η φαμίλια σου όλην την ημέραν κλειδομανταλωμένη μέσα, από φόβον μην ξαναέλθη εκείνος πούχε το γάλο και μας φέρη και την αστυνομία... ήτον φόβος να μην προσβαλθή κι εμένα το σπίτι μου.

Άλλη φορά, τέτοιαα αστεία να μην τα κάνης, μαστρο-Παυλάκη. Τέτοια προσβολή να
λείπη από το σπίτι μου, εμένα, τ' ακουσες;
Ο μαστρο-Παύλος ηρώτησε δειλά
-Τώρα... είναι μέσα η φαμίλια μου;
-Είναι μέσα όλοι τους, κι έχουνε κλειδωμένα καλά, και το φως κατεβασμένο, δια τον φόβο των
Ιουδαίων. Κοίταξε, μη σε νοιώση από πουθενά, κείνος ο σκιάς ο κουνιάδος σου, πάλε...
-Είναι μέσα;
-'Η μέσα είναι, ή όπου είναι έφθασε... να, κάπου ακούω τη φωνή του.

Ηκούσθη, τω όντι, μία φωνή εκεί πλησίον, ήτις δεν υπέσχετο καλά δια τον νυκτερινόν επισκέπτην.
-Έ, μαστρο-Παυλίνε, έλεγε, καλός ήταν ο γάλος...
Ποίος ήτον ο ομιλήσας, άδηλον. Ίσως να ήτο ο μαστρο-Δημήτρης ο γείτων. Δυνατόν να ήτο και ο φοβερός γυναικάδελφος του μαστρο-Παύλου.
-Και να μην πάρω κι εγώ ένα μεζέ; παρεπονέθη ως τόσον ο άνθρωπός μας.
Τι σου χρειάζεται ο μεζές, μαστρο-Παυλάκη μου; επανέλαβεν η Στρατίνα. Τα πράματα είναι πολύ σκούρα. Άφσε τα αυτά. Δουλειά, δουλειά! Η δουλειά βγάζει παλληκάρια. Ό,τι έγινε-έγινε, να πας να δουλέψης, να μου φέρης εμένα τα νοίκια μου. Τ' ακούς;
-Τ' ακούω.
-Φέρε μου εσύ τον παρά, κι εγώ, με όλη τη φτώχεια, την θυσιάζω μια γαλοπούλα και τρώμε.
Ηκούσθη από μέσα βραχνός μορμυρισμός, είτα φωνή μικρού παιδιού είπε
-Την υγειά σου, μάτο-Πάλο, τεμελόκυλο, κακέ πατέλα. Τόνε φάαμε το λάλο. Να πάλε κι εσύ πέντε,  κι άλλε πέντε, δέκα!

Προφανώς ήτον μέσα ο φοβερός ο γυναικάδελφος, και είχε δασκαλέψει το παιδί να τα φωνάζη
αυτά.
-Μη στέκεσαι στιγμή, μαστρο-Παυλέτο, είπεν η Στρατίνα το καλό που σου θέλω! Δρόμο τώρα, και  μεθαύριο δουλειά, δουλειά!...
Ηκούσθη κρότος, ως να εσηκώθη τις από μέσα, και να επλησίαζε με βαρύ βήμα προς την θύραν.
-Δρόμιο, επανέλαβε μηχανικώς ο Παύλος, συμμορφούμενος εμπράκτως με την λέξιν... δρόμιο και δουλειά!


http://agathplatani.blogspot.com/

Τό νόημα τῆς ζωῆς............(Anthony Bloom -Metropolitan of Sourozh).



(Ὁ Τιμόθεος Οὐίλσον εἶχε συνέντευξη μὲ τὸν Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη τοῦ Σουρὸζ κ. Ἀντώνιο Μπλούμ, ἀπόσπασμα τῆς ὁποίας δημοσιεύουμε πιό κάτω)



Τ.Ο.:Πότε γίνατε Χριστιανός; Ὑπῆρξε στὴ ζωὴ σας καμιὰ συγκεκριμένη στιγμὴ μεταστροφῆς;

Α.Μπλούμ: Αὐτὸ ἔγινε σὲ διάφορα στάδια. Μέχρι τὰ μέσα τῆς ἐφηβικῆς μου ἡλικίας ἤμουνα ἕνας ἄπιστος καὶ ἐπιθετικὰ ἀντιεκκλησιαστικός. Δὲν γνώριζα τὸ Θεό, δὲν νοιαζόμουνα γι’ Αὐτὸν καὶ μισοῦσα καθετὶ σχετικὸ μὲ τὴν ἰδέα τοῦ Θεοῦ.

Τ.Ο.: Καὶ ὅλα αὐτά, παρὰ τὰ «πιστεύω» τοῦ πατέρα σας;

Α.Μπλούμ: Ναί, γιατί μέχρι τὰ δεκαπέντε μου χρόνια ἡ ζωὴ μας ἦταν πολὺ δύσκολη. Δὲν ζούσαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ἐγὼ ἤμουνα ἐσωτερικὸς σὲ ἕνα σχολεῖο ποὺ ἦταν πολὺ αὐστηρό, βίαιο θὰ ἔλεγα. Ὅλα τὰ μέλη τῆς οἰκογένειάς μου ζοῦσαν σὲ διαφορετικὰ σημεῖα τοῦ Παρισιοῦ. Μόνο ὅταν ἔγινα περίπου δεκατεσσάρων χρόνων συγκεντρωθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη καὶ αὐτὸ ἦταν μία πραγματικὴ εὐτυχία, μία εὐλογία. Ἦταν κάπως ἀσυνήθιστο νὰ σκεφτεῖ κανεὶς ὅτι, σὲ κάποιο σπίτι μιᾶς συνοικίας τοῦ Παρισιοῦ, μποροῦσε νὰ βρεῖ μιά τέλεια εὐτυχία, καὶ ὅμως αὐτὸ συνέβαινε. Τότε γιὰ πρώτη φορά, μετὰ τὴν ἐπανάσταση, ἀποκτούσαμε σπίτι.

Πρέπει ὅμως νὰ πῶ πώς, πρὶν ἀπὸ ὅλα αὐτά, συνέβηκε κάτι ποὺ μὲ εἶχε προβληματίσει πάρα πολύ. Ἤμουνα περίπου ἕντεκα χρόνων, ὅταν μὲ ἔστειλαν σὲ μία κατασκήνωση ἀγοριῶν. Ἐκεῖ συνάντησα ἕναν ἱερέα ποὺ θὰ ἦταν περίπου τριάντα χρόνων. Κάτι ἀπ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπό μοῦ τράβηξε τὴν προσοχή. Εἶχε ἀγάπη ποὺ τὴν σκορποῦσε στὸν καθένα ἀπό μᾶς. Αὐτὴ δὲ ἡ ἀγάπη του δὲν εἶχε σχέση μὲ τὸ ἂν εἴμαστε καλοί, καὶ δὲν ἄλλαζε ὅταν εἴμαστε κακοί. Μποροῦσε νὰ μᾶς ἀγαπάει χωρὶς προϋποθέσεις. Ποτὲ πρὶν στὴ ζωή μου δὲν εἶχα συναντήσει κάτι τέτοιο. Εἶχα φίλους ποὺ μ’ ἀγαποῦσαν στὸ σπίτι, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἔβρισκα φυσικό. Τέτοιο εἶδος ἀγάπης δὲν εἶχα συναντήσει ποτέ. Τὴν ἐποχὴ ἐκείνη δὲν προσπάθησα νὰ δώσω καμιὰ ἐξήγηση σ’ αὐτό. Ἁπλὰ βρῆκα σ’ αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο κάτι ποὺ μὲ προβλημάτιζε καὶ ταυτόχρονά μοῦ ἄρεσε πολύ. Μόνο μετὰ ἀπὸ χρόνια, ὅταν πιὰ ἦρθα σὲ ἐπαφὴ μὲ τὸ Εὐαγγέλιο, σκέφτηκα πὼς αὐτὸς ὁ ἄνθρωπος, ἀγαποῦσε μὲ μία ἀγάπη ποὺ ἦταν πέρα ἀπὸ τὸν ἴδιο. Δηλαδὴ μοιραζόταν μαζί μας τὴ θεία ἀγάπη. Ἤ, ἂν προτιμᾶτε, ἡ ἀγάπη ἦταν τόσο βαθιὰ καὶ πλατιά, μὲ τέτοια ἀνοίγματα ὥστε, μποροῦσε νὰ ἀγκαλιάσει ὅλους μας, εἴτε μέσα ἀπὸ τὸν πόνο εἴτε μέσα ἀπὸ τὴ χαρά, ἀλλὰ πάντα μέσα στὴν ἴδια καὶ μοναδικὴ ἀγάπη. Αὐτὴ ἡ ἐμπειρία, νομίζω, ἦταν ἡ πρώτη βαθιὰ πνευματικὴ ἐμπειρία ποὺ εἶχα.


Τ.Ο.: Τί ἔγινε μετὰ ἀπὸ αὐτό;

Α.Μπλούμ: Τίποτε. Γύρισα στὸ σχολεῖο ὅπου ἤμουνα ἐσωτερικὸς καὶ ὅλα συνεχίστηκαν ὅπως πρίν, μέχρι τὴν στιγμὴ ποὺ βρεθήκαμε ὅλοι κάτω ἀπὸ τὴν ἴδια στέγη. Ζώντας μὲ τὴν οἰκογένειά μου, ὅπως εἶπα, γεύτηκα τὴν πλήρη εὐτυχία, ἀλλὰ τότε συνέβηκε κάτι τὸ τελείως ἀπροσδόκητο. Ξαφνικὰ ἀνακάλυψα ὅτι ἡ εὐτυχία, ἂν δὲν ἔχει κάποιο σκοπό, γίνεται ἀνυπόφορη. Δὲν μποροῦσα, λοιπόν, νὰ δεχτῶ μία ἄσκοπη εὐτυχία. Γιὰ νὰ ξεπεράσεις τὶς δυσκολίες καὶ νὰ ὑποφέρεις τὰ βάσανα ἀποβλέπεις σὲ κάτι ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ αὐτά. Ἐγὼ ὅμως δὲν ἔβρισκα κάποιο νόημα, οὔτε πίστευα σὲ κάτι, γι’ αὐτὸ ἡ εὐτυχία μοῦ φαινόταν ἀνούσια. Ἔτσι ἀποφάσισα πὼς ἔπρεπε νὰ δώσω στὸν ἑαυτό μου μία προθεσμία- ἕνα χρόνο τουλάχιστο – νὰ ἀνακαλύψει ἂν ἡ ζωὴ εἶχε ἡ ὄχι κάποιο νόημα. Ἂν στὸ διάστημα αὐτοῦ τοῦ χρόνου δὲν θὰ ἔβρισκα κανένα νόημα ζωῆς, εἶχα ἀποφασίσει νὰ μὴ συνεχίσω νὰ ζῶ, νὰ αὐτοκτονήσω.

Τ.Ο.: Καὶ πῶς βγήκατε ἀπὸ αὐτὴν τὴν κατάσταση τῆς ἄσκοπης εὐτυχίας;

Α.Μπλούμ: Ἄρχισα νὰ ψάχνω γιὰ κάποιο ἄλλο νόημα ζωῆς πέρα ἀπὸ κεῖνο ποὺ μποροῦσα νὰ βρῶ μέσα στὶς σκοπιμότητες. Τὸ νὰ σπουδάζει κανεὶς νὰ γίνει χρήσιμος στὴ ζωὴ ἦταν κάτι ποὺ δὲν μὲ συγκινοῦσε καθόλου. Ὅλη ἡ ζωή μου μέχρι τώρα εἶχε συγκεντρωθεῖ σὲ ἄμεσους σκοποὺς καὶ ξαφνικὰ ὅλα αὐτὰ βρέθηκαν ἄδεια, χωρὶς κανένα νόημα. Ἔνιωσα μέσα μου κάτι τὸ δραματικὸ καὶ καθετὶ γύρω μου μοῦ φαινόταν μικρὸ καὶ ἀνόητο.

Πέρασαν μῆνες καὶ τίποτε στὸν ὁρίζοντα, νόημα δὲν φάνηκε πουθενά! Μία μέρα τῆς Μεγάλης Σαρακοστῆς- ἤμουνα τότε μέλος τῆς Ρωσικῆς ὀργάνωσης νέων στὸ Παρίσι- ἕνας ἀπὸ τοὺς ὑπεύθυνους ὀργάνωσης μὲ πλησίασε καὶ μοῦ εἶπε: «Καλέσαμε κάποιον ἱερέα νὰ σᾶς μιλήσει. Ἔλα καὶ σὺ στὴ συγκέντρωση». Ἐγὼ ἀπάντησα μὲ ἔντονη ἀποδοκιμασία ὅτι δὲν θὰ πήγαινα νὰ τὸν ἀκούσω. Δὲν εἶχα ἀνάγκη τὴν Ἐκκλησία. Δὲν πίστευα στὸ Θεό. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω τὸν καιρό μου μὲ κάτι τέτοια. Ὁ ὑπεύθυνος χειρίστηκε ἀρκετὰ ἔξυπνα τὸ θέμα. Μοῦ ἐξήγησε ὅτι ὅλα τὰ μέλη τῆς ὁμάδας μας εἶχαν ἀντιδράσει ἀκριβῶς μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καὶ θὰ ἦταν πολὺ ἄσχημο ἄν, οὔτε ἕνας, δὲν παρακολουθοῦσε τὴν ὁμιλία του.

«Μὴν προσέχεις», εἶπε ὁ ὑπεύθυνος, «δὲν μὲ ἐνδιαφέρει αὐτό, μόνο ἔλα, κάθισε ἐκεῖ, γιὰ μιά τυπικὴ παρουσία». Ἔ! μέχρι σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ἤμουνα πρόθυμος νὰ φανῶ νομοταγὴς στὴ νεανική μας ὀργάνωση. Ἔτσι πῆγα στὴν ὁμιλία καὶ ἔμεινα μέχρι τὸ τέλος. Δὲν εἶχα σκοπὸ νὰ προσέξω. Τὰ αὐτιά μου ὅμως ἔπιαναν μερικὲς φράσεις ποὺ μὲ ἀγανακτοῦσαν περισσότερο. Ὁ Χριστὸς καὶ ὁ Χριστιανισμὸς παρουσιάστηκαν μπροστά μου τόσο διαφορετικὰ ἀπ’ ὅτι ἐγὼ πίστευα, ποὺ ἤθελα βαθύτατα νὰ τὰ ἀποκρούσω. Ὅταν τελείωσε ἡ ὁμιλία ἔτρεξα στὸ σπίτι μὲ ἔντονη τὴν ἐπιθυμία νὰ ἐλέγξω ἂν ἦταν ἀλήθεια ὅλα αὐτὰ ποὺ εἶπε ὁ ὁμιλητής. Ρώτησα τὴ μητέρα μου ἂν εἶχε ἕνα Εὐαγγέλιο νὰ μοῦ δώσει. Ἤθελα πολὺ νὰ διαπιστώσω ἂν τὸ Εὐαγγέλιο θὰ συμφωνοῦσε μὲ τὴν τερατώδη ἐντύπωση πού μοῦ δημιούργησε ἡ ὁμιλία. Δὲν περίμενα τίποτα καλὸ ἀπὸ τὴν ἀνάγνωση αὐτὴ καὶ ἔτσι μέτρησα τὰ κεφάλαια τῶν τεσσάρων Εὐαγγελίων, ὥστε νὰ εἶμαι σίγουρος ὅτι διαβάζω τὸ συντομότερο. Δὲν ἤθελα νὰ χάσω ἄδικα τὸ χρόνο μου. Ἄρχισα, λοιπόν, νὰ διαβάζω τὸ Εὐαγγέλιο τοῦ Μάρκου.

Ἐνῷ διάβαζα τὰ πρῶτα κεφάλαια τοῦ κατὰ Μᾶρκον Εὐαγγελίου καὶ πρὶν φτάσω στὸ τρίτο κεφάλαιο, ξαφνικά, συνειδητοποίησα ὅτι, στὴν ἄλλη ἄκρη τοῦ γραφείου μου, ὑπῆρχε κάποιος. Ἡ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸς ὁ «Κάποιος» ἦταν ὁ Χριστὸς ποὺ στεκόταν ἐκεῖ παράμερα, ἦταν τόσο ἔντονη ὥστε ποτὲ ἕως τώρα δὲν μὲ ἔχει ἐγκαταλείψει.


Τὸ γεγονὸς αὐτὸ ὑπῆρξε πραγματικὰ ἡ ἀποφασιστική μου καμπή. Ἀφοῦ ὁ Χριστὸς ἦταν ζωντανὸς καὶ ἐγὼ εἶχα ζήσει τὴν Παρουσία του, μποροῦσα νὰ πῶ μὲ βεβαιότητα ὅτι αὐτὸ ποὺ τὸ Εὐαγγέλιο ἔλεγε γιὰ τὴ Σταύρωση τοῦ Προφήτη τῆς Γαλιλαίας, ἦταν ἀλήθεια καὶ ὅτι ὁ ἑκατόνταρχος εἶχε δίκαιο ὅταν εἶπε: «Ἀληθῶς Υἱὸς Θεοῦ ἐστι». Μέσα, λοιπόν, στὸ φῶς τῆς Ἀνάστασης μποροῦσα νὰ διαβάσω μὲ βεβαιότητα τὴν ἱστορία τοῦ Εὐαγγελίου, ξέροντας πολὺ καλὰ ὅτι καθετὶ ἔκρυβε μέσα του ἀλήθεια. Καὶ αὐτό, γιατί τὸ ἀπίστευτο γεγονὸς τῆς Ἀνάστασης ἦταν γιὰ μένα πιὸ βέβαιο ἀπὸ κάθε ἄλλο γεγονὸς τῆς ἱστορίας. Τὴν ἱστορία πρέπει νὰ τὴν πιστέψω, τὴν Ἀνάσταση τὴν ἔμαθα ἀπὸ προσωπικὸ γεγονός.

Καθὼς βλέπετε, δὲν ἀνακάλυψα τὸ Εὐαγγέλιο ἀρχίζοντας ἀπὸ τὴν ἀρχὴ μὲ τὸ ἀρχικὸ μήνυμα τοῦ Εὐαγγελισμοῦ καὶ δὲν ξετυλίχθηκε μπροστά μου σὰν μία ἱστορία τὴν ὁποία κανεὶς μπορεῖ νὰ πιστέψει ἤ ὄχι. Ἡ ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, γιὰ μένα, ἄρχισε μὲ ἕνα γεγονὸς ποὺ παραμέρισε ὅλα τὰ προβλήματα ἀπιστίας, ἀκριβῶς γιατί ἦταν μία ἄμεση καὶ προσωπικὴ ἐμπειρία.

Τ.Ο.: Αὐτὴ ἡ τόσο ἔντονη ἐμπειρία πού εἴχατε, παρέμεινε σὲ ὅλη σας τὴ ζωή; Δὲν ὑπῆρξε κάποια ἐποχὴ πού νὰ ἀμφιβάλλετε γιὰ τὴν πίστη σας;

Α.Μπλούμ: Βεβαιώθηκα ἀπόλυτα ὅτι ὁ Χριστὸς εἶναι ζωντανὸς καὶ ὅτι μερικὰ πράγματα ὑπάρχουν ἀναμφίβολα. Φυσικὰ δὲν πῆρα σὲ ὅλα ἀπαντήσεις, ἀλλὰ ἔχοντας ζήσει αὐτὴ τὴ μεγάλη ἐμπειρία, ἤμουν πιὰ βέβαιος ὅτι μπροστά μου ὑπῆρχαν ἀπαντήσεις, ὁραματισμοί, δυνατότητες. Αὐτὸ ἀκριβῶς σημαίνει γιὰ μένα πίστη. Ἀπὸ τὴ μία, δηλαδή, νὰ μὴν ἀμφιβάλλει κανεὶς ἔτσι ποὺ νὰ ἔχει μέσα του σύγχυση καὶ περιπλοκές, ἀπὸ τὴν ἄλλη ὅμως νὰ διερωτᾶται μὲ σκοπὸ νὰ ἀνακαλύψει τὸ πραγματικὸ νόημα τῆς ζωῆς. Νὰ ἔχεις, δηλαδή, αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς ἀμφιβολίας ποὺ σὲ κάνει νὰ θέλεις νὰ ρωτᾷς, νὰ ἀνακαλύπτεις ὅλο καὶ περισσότερο, νὰ θέλεις διαρκῶς νὰ ἐρευνᾷς.

Μητροπολίτης Ἀντώνιος Μπλοὺμ

Ὁ Μητροπολίτης τοῦ Σουρόζ, Ἀντώνιος Μπλούμ, γεννήθηκε στὴ Λωζάνη τῆς Ἐλβετίας στὶς 19 Ἰουνίου 1914. Τὰ παιδικά του χρόνια τὰ πέρασε στὴ Ρωσία καὶ στὴν Περσία. Ὁ πατέρας τοῦ ἦταν μέλος τοῦ Αὐτοκρατορικοῦ Διπλωματικοῦ Σώματος τῆς Ρωσίας. Ἡ μητέρα του ἦταν ἀδελφή τοῦ σκηνοθέτη Ἀλεξάνδρου Σκριάμπιν.

Ἡ οἰκογένεια του ὑποχρεώθηκε νὰ ἐγκαταλείψει τὴν Περσία στὴ διάρκεια τῆς ἐπανάστασης καὶ ἦρθε στὸ Παρίσι ὅπου ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος σπούδασε. Πῆρε τὸ πτυχίο τῆς Φυσικῆς, τῆς Χημείας καὶ τῆς Βιολογίας. Κατόπιν ἔγινε διδάκτωρ τῆς Ἰατρικῆς στὸ Πανεπιστήμιο τοῦ Παρισιοῦ.

Στὴ διάρκεια τοῦ Β’ Παγκοσμίου πολέμου ὑπηρέτησε σὰν ἀξιωματικὸς στὸ Γαλλικὸ στρατὸ μέχρι τὴν πτώση τῆς Γαλλίας. Στὴ συνέχεια ἐργάστηκε σὰν χειρουργὸς σὲ ἕνα Νοσοκομεῖο τοῦ Παρισιοῦ καὶ πῆρε μέρος στὴν Ἀντίσταση.


Τὸ 1943 ἐκάρει μοναχός, ἐνῷ ταυτόχρονα ἐξασκοῦσε καὶ τὸ ἔργο τοῦ γιατροῦ στὸ Παρίσι. Τὸ 1948 χειροτονήθηκε πρεσβύτερος καὶ τὸ 1949 πῆγε στὴν Ἀγγλία σὰν Ὀρθόδοξος Ἐφημέριος τοῦ Συνδέσμου: «Ἅγιος Ἀλβανὸς καὶ Ἅγιος Σέργιος». Τὸ 1950 διορίστηκε ἐφημέριος στὴν Ὀρθόδοξη ἐνορία τοῦ Ρωσικοῦ Πατριαρχείου στὸ Λονδίνο. Τὸ 1958 χειροτονήθηκε Ἐπίσκοπος καὶ τὸ 1962 Ἀρχιεπίσκοπος ἀναλαμβάνοντας τὴν ποιμαντικὴ εὐθύνη τῆς Ρωσικῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας στὴ Μεγάλη Βρετανία καὶ στὴν Ἰρλανδία. Τὸ 1963 ὁρίσθηκε Ἔξαρχος τοῦ Πατριαρχείου Μόσχας στὴ Δυτικὴ Εὐρώπη, καὶ τὸ 1966 πῆρε τὸ βαθμὸ τοῦ Μητροπολίτου.

Ὁ Μητροπολίτης Ἀντώνιος πῆρε ἐνεργὸ μέρος τόσο στὶς διεκκλησιαστικὲς ὅσο καὶ στὶς Οἰκουμενικὲς δραστηριότητες. Ἦταν μέλος τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Ρωσικῆς Ἐκκλησίας στὸ Παγκόσμιο Συμβούλιο Ἐκκλησιῶν στὸ Νέο Δελχὶ τὸ 1961 καὶ στὴ Γενεύη τὸ 1966.

(Σημ. Ἐκοιμήθη τό 2003)

http://dosambr.wordpress.com