Τετάρτη 28 Ιανουαρίου 2015

Ο διάβολος είναι κουτός..........Γέροντας Παίσιος


- Γνωρίζει, Γέροντα, το ταγκαλάκι τί έχουμε στην καρδιά μας;

- Ακόμη αυτό έλειψε, να γνωρίζη και καρδιές! Μόνον ο Θεός είναι καρδιογνώστης και μόνο σε ανθρώπους του Θεού αποκαλύπτει ορισμένες φορές ο Θεός – για το καλό μας – τί έχουμε στις καρδιές μας. Το ταγκαλάκι γνωρίζει τις πονηριές και τις κακίες που φυτεύει στα δικά του όργανα δεν ξέρει τους καλούς λογισμούς μας. Μόνον εκ πείρας αντιλαμβάνεται μερικά, αλλά και σ’ αυτά πέφτει έξω τις περισσότερες φορές. Και εάν δεν επιτρέψη ο Θεός να τα καταλάβη αυτά, πέφτει συνέχεια έξω σε όλα, γιατί είναι σκοτεινός ο διάβολος, ορατότης μηδέν!!! Δεν ξέρει, ας υποθέσουμε, έναν καλό λογισμό δικό μου. Αν έχω κανέναν κακό λογισμό, εκείνον τον ξέρει, γιατί ο ίδιος τον φυτεύει. Αν εγώ τώρα θέλω να πάω να κάνω κάπου μια καλωσύνη, να σώσω λ.χ. έναν άνθρωπο, ο διάβολος αυτό δεν το ξέρει. Όταν όμως εκείνος βάλη σε κάποιον έναν λογισμό και του πη: «Πήγαινε να σώσης τον τάδε άνθρωπο», θα τον κεντήση συγχρόνως και στην υπερηφάνεια και γι’ αυτό τον ξέρει αυτόν τον λογισμό. Αλλά και με το ότι το δέχεται ο άνθρωπος την υπερηφάνεια, δίνει δικαίωμα στον πειρασμό. Είναι πολύ λεπτά αυτά τα πράγματα! Θυμάστε το περιστατικό με τον Αββά Μακάριο; Είχε συναντήσει μια φορά τον διάβολο που επέστρεφε από την πιο κοντινή Έρημο, όπου είχε πάει, για να πειράξη τους αδελφούς, ο οποίος του είπε: «Όλοι οι αδελφοί είναι πολύ αγριεμένοι μαζί μου, εκτός από ένα που είναι φίλος μου και μου κάνει υπακοή και, όταν με βλέπη, στρέφεται σαν ανέμη». «Ποιος αδελφός είναι αυτός;» τον ρώτησε ο Αββάς Μακάριος. «Θεόπεμπτος είναι το όνομά του», του απάντησε εκείνος. Πηγαίνει ο Όσιος και βρίσκει τον αδελφό. Με τρόπο τον κατάφερε να του αποκαλύψη τους λογισμούς του και τον βοήθησε. Όταν ξανασυνάντησε τον διάβολο, τον ρώτησε για τους αδελφούς και εκείνος του είπε: «Όλοι είναι πολύ αγριεμένοι μαζί μου. Και το χειρότερο, και αυτός που ήταν φίλος μου, δεν ξέρω πώς έγινε και άλλαξε και τώρα είναι ο πιο αγριεμένος από όλους». Δεν ήξερε ότι πήγε ο Αββάς Μακάριος και τον έφερε σε λογαριασμό, γιατί ο Αββάς Μακάριος είχε κινηθή ταπεινά, από αγάπη , και δεν είχε το δικαίωμα ο διάβολος στον λογισμό εκείνον. Αν υπερηφανευόταν ο Αββάς Μακάριος, θα έδιωχνε την Χάρη του Θεού, οπότε θα είχε δικαίωμα ο διάβολος. Τότε θα το ήξερε, γιατί αυτός θα του είχε κεντήση την υπερηφάνεια.

- Αν πη έναν καλό λογισμό του ο άνθρωπος κάπου, μπορεί ο διάβολος να τον ακούση και να τον πειράξη μετά;

- Πώς να τον ακούση, αφού δεν έχει «διάβολο»; Άμα όμως τον πη, για να υπερηφανευθή, θα μπη στη μέση ο πειρασμός. Αν δηλαδή υπάρχη μια προδιάθεση υπερηφανείας και λέη υπερήφανα κανείς: «Θα πάω να τον σώσω αυτόν», μπαίνει ο διάβολος ενδιάμεσος και τότε αυτό το ξέρει. Ενώ, αν κινήται ταπεινά, από αγάπη, δεν το ξέρει. Χρειάζεται προσοχή. Είναι πολύ λεπτά τα πράγματα. Γι’ αυτό λένε οι Πατέρες ότι η πνευματική ζωή είναι «επιστήμη επιστημών».

- Πως συμβαίνει, όμως, Γέροντα, ένας μάγος να πη για τρεις κοπέλες ότι η μία θα αποκατασταθή, η άλλη θα ατυχήση και η άλλη θα μείνη ανύπανδρη, και να γίνη έτσι;

- Ο διάβολος έχει πείρα. Όπως, π.χ. ένας μηχανικός , όταν δη ένα σπίτι που κινδυνεύει να πέση, είναι σε θέση να πη πόσο θα κρατήση κ.λπ., έτσι και αυτός βλέπει κάποιον πώς βαδίζει και με την πείρα που έχει, λέει πώς θα καταλήξη.

Ο διάβολος δεν έχει εξυπνάδα είναι πολύ κουτός. Είναι όλος ένα μπέρδεμα, άκρη δεν του βρίσκεις. Κάνει και εξυπνάδες και χαζομάρες. Τα τερτίπια του είναι χονδρά. Ο Θεός οικονόμησε έτσι, για να τον καταλαβαίνουμε. Πρέπει να είναι κανείς πολύ σκοτισμένος από υπερηφάνεια, για να μην το καταλαβαίνη. Όταν έχουμε ταπείνωση, μπορούμε να καταλάβουμε τις παγίδες του διαβόλου, γιατί με την ταπείνωση φωτίζεται ο άνθρωπος και συγγενεύει με τον Θεό. Η ταπείνωση είναι που σακατεύει τον διάβολο.

Από το βιβλίο: «ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ


ΛΟΓΟΙ Α΄


ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΩΠΟ»


ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ


«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»


ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ


http://www.gonia.gr


http://vatopaidi.wordpress.com

Τι κάνει η μητέρα σου; Γέροντας Παίσιος





Τι κάνει η μητέρα σου;

- Δεν είναι καλά, Γέροντα. Ανεβάζει κατά διαστήματα ψηλό πυρετό και τότε χάνεται. Το δέρμα της γεμίζει πληγές και τις νύχτες πονάει.

- Ξέρεις; Αυτοί είναι μάρτυρες· αν δεν είναι ολόκληροι μάρτυρες, είναι μισοί.

- Και όλη η ζωή της, Γέροντα, ήταν μια ταλαιπωρία.

- Επομένως ο μισθός της θα είναι διπλός. Πόσα έχει να λάβη! Τον Παράδεισο τον έχει εξασφαλισμένο. Όταν ο Χριστός βλέπη ότι κάποιος αντέχει μια βαρειά αρρώστια, του την δίνει, ώστε με την λίγη ταλαιπωρία στην επίγεια ζωή να ανταμειφθή πολύ στην ουράνια, την αιώνια, ζωή. Υποφέρει εδώ, αλλά θα ανταμειφθή εκεί, στην άλλη ζωή, γιατί υπάρχει Παράδεισος, υπάρχει και ανταμοιβή.

Σήμερα μου είπε μια νεφροπαθής που χρόνια τώρα κάνει αιμοκάθαρση: «Παππούλη, σταυρώστε, σας παρακαλώ, το χέρι μου. Οι φλέβες είναι όλο πληγές και δεν μπορώ να κάνω αιμοκάθαρση». «Αυτές οι πληγές, της είπα, στην άλλη ζωή θα είναι διαμάντια μεγαλύτερης αξίας από τα διαμάντια αυτού του κόσμου. Πόσα χρόνια κάνεις αιμοκάθαρση;» «Δώδεκα», μου λέει. «Δηλαδή δικαιούσαι ένα ʽʼεφάπαξʼʼ και μία σύνταξη μειωμένη», της είπα. Μετά μου δείχνει μια πληγή στο άλλο χέρι και μου λέει: «»Παππούλη, αυτή η πληγή δεν κλείνει· φαίνεται το κόκκαλο». «Ναι, αλλά από εκεί μέσα φαίνεται ο Ουρανός, της λέω. Άντε, καλή υπομονή. Εύχομαι ο Χριστός να σου αυξάνη την αγάπη Του, για να ξεχνιέται ο πόνος σου. Φυσικά υπάρχει και η άλλη ευχή, να εξαλειφθούν οι πόνοι, αλλά τότε εξαλείφεται και ο πολύ μισθός. Επομένως, η προηγούμενη ευχή είναι καλύτερη». Παρηγορήθηκε η καημένη.




Όταν το σώμα δοκιμάζεται, τότε η ψυχή αγιάζεται. Με την αρρώστια πονάει το σώμα μας, το χωματόκτιστο αυτό σπίτι μας, αλλά έτσι θα αγάλλεται αιώνια ο νοικοκύρης του, η ψυχή μας, στο ουράνιο παλατάκι που μας ετοιμάζει ο Χριστός. Με αυτήν την πνευματική λογική, που είναι παράλογη για τους κοσμικούς, χαίρομαι και εγώ και καμαρώνω για τις σωματικές βλάβες που έχω. Το μόνο που δεν σκέφτομαι είναι ότι θα έχω ουράνια ανταμοιβή. Καταλαβαίνω ότι εξοφλώ την αχαριστία μου στον Θεό, αφού δεν έχω ανταποκριθή στις μεγάλες Του δωρεές και ευεργεσίες. Γιατί στην ζωή μου όλα γλέντι είναι· και η καλογερική και οι αρρώστιες που περνώ. Όλο φιλανθρωπίες μου κάνει ο Θεός και όλο οικονομίες. Ευχηθήτε όμως να μη με ξοφλάη με αυτά σʼ αυτήν την ζωή, γιατί τότε αλλοίμονό μου! Μεγάλη τιμή μου έκανε ο Χριστός να υπέφερα ακόμη περισσότερο την αγάπη Του, αρκεί να με ενίσχυε, ώστε να αντέχω, και μισθό δεν θέλω.




Ο άνθρωπος, όταν είναι τελείως καλά στην υγεία του, δεν είναι καλά. Καλύτερα να έχη κάτι. Εγώ, όσο ωφελήθηκα από την αρρώστια, δεν ωφελήθηκα από όλη την άσκηση που είχα κάνει μέχρι τότε. Γιʼ αυτό λέω, αν δεν έχη κανείς υποχρεώσεις, να προτιμά αρρώστιες παρά υγεία. Από την υγεία του είναι χρεώστης, ενώ από την αρρώστια, όταν την αντιμετωπίζη με υπομονή, έχει να λάβη. Όταν ήμουν στο Κοινόβιο[19], είχε έρθει μια φορά ένας άγιος Επίσκοπος, πολύ γέρος, ονόματι Ιερόθεος, που ασκήτευε στην Σκήτη της Αγίας Άννης. Την ώρα που έφευγε, όπως πήγε να ανεβή στο ζώο, τραβήχτηκε το παντελόνι του και φάνηκαν τα πρησμένα του πόδια. Οι Πατέρες που πήγαν να τον βοηθήσουν, τα είδαν και τρόμαξαν. Εκείνος το κατάλαβε και τους είπε: «Αυτά είναι τα καλύτερα δώρα που μου έδωσε ο Θεός. Τον παρακαλώ να μη μου τα πάρη».


Γέροντα, πάντα ωφελεί η αρρώστια;

- Ναι, πάντα πολύ ωφελεί. Οι αρρώστιες βοηθούν τους ανθρώπους, να «εξιλεωθούν»[17], όταν δεν έχουν αρετές. Μεγάλο πράγμα η υγεία, αλλά και το καλό που προσφέρει η αρρώστια, η υγεία δεν μπορεί να το δώση! Πνευματικό καλό! Είναι πολύ μεγάλη ευεργεσία, πολύ μεγάλη! Καθαρίζει τον άνθρωπο από την αμαρτία, και μερικές φορές του εξασφαλίζει και μισθό. Η ψυχή του ανθρώπου είναι σαν το χρυσάφι και η αρρώστια είναι σαν τη φωτιά που την καθαρίζει. Βλέπεις, και ο Χριστός είπε στον Απόστολο Παύλο: «Η δύναμίς μου εν ασθενεία τελειούται»[18]. Όσο περισσότερο ταλαιπωρηθή με κάποια αρρώστια ο άνθρωπος, τόσο περισσότερο εξαγνίζεται και αγιάζεται, αρκεί να κάνη υπομονή και να την δέχεται με χαρά.


Μερικές αρρώστιες θέλουν μόνο λίγη υπομονή, και τις επιτρέπει ο Θεός, για να πάρη ο άνθρωπος λίγο μισθό και να του αφαιρέση ο Θεός μερικά κουσούρια. Γιατί η σωματική αρρώστια βοηθάει στην θεραπεία της πνευματικής αρρώστιας. Την εξουδετερώνει με την ταπείνωση που φέρνει. Ο Θεός όλα τα αξιοποιεί για το καλό! Ό,τι επιτρέπει είναι για το πνευματικό μας συμφέρον. Ξέρει τι χρειάζεται ο καθένας μας και μας δίνει κάποια αρρώστια, είτε για να ανταμειφθούμε, είτε για να εξοφλήσουμε αμαρτίες.





http://www.facebook.com/giannis.spanos

Παρασκευή 23 Ιανουαρίου 2015

Γέροντα, γιατί οι άνθρωποι νοιώθουνε σήμερα ανασφάλεια; Γέροντας Παίσιος...


Ο κόσμος μοιάζει σήμερα, σαν μια κοχλάζουσα χύτρα ταχύτητος, με πολλές βαλβίδες!  Θα σκάσει εδώ, θα σκάσει εκεί. Προσεύχεσθε μη γίνει μ' εμάς η αρχή. Nα ζήτε όσο μπορείτε πιο απλά. Μη δυσκολεύετε από μόνοι σας τη ζωή σας. Οι πολλές ευκολίες κάνουν δέσμιους τους ανθρώπους σήμερα.  

- Γέροντα, γιατί οι άνθρωποι νοιώθουνε σήμερα ανασφάλεια;
- Γιατί όλοι είμαστε ασφαλισμένοι! Ασφαλίζουμε το αυτοκίνητό μας, το σπίτι μας, τη ζωή μας. Κάνοντας λοιπόν την κοσμική ασφάλεια, παραμερίζουμε την προστασία και Πρόνοια του  Θεού!


 - Γέροντα, σ' αυτά τα δύσκολα χρόνια θα επέμβει ο Χριστός;
- Ναι. Εδώ βλέπεις, σε έναν αδικημένο που έχει καλή διάθεση, επειδή δικαιούται την θεία βοήθεια, παρουσιάζονται πολλές φορές οι Άγιοι, η Παναγία, ο Χριστός, για να τον σώσουν. Πόσο μάλλον τώρα που θα βρίσκεται σε τόσο δύσκολη κατάσταση ο καημένος ο κόσμος. Τώρα μια μπόρα θα είναι, μια μικρή κατοχή του αντίχριστου σατανά. Θα φάει μετά μια σφαλιάρα από τον Χριστό, θα συγκλονισθούν όλα τα έθνη και θα έρθει η γαλήνη στον κόσμο για πολλά χρόνια. Αυτήν την φορά θα δώσει ο Χριστός μια ευκαιρία, για να σωθεί το πλάσμα Του.
Θα αφήσει το πλάσμα του ο Χριστός; Θα παρουσιασθεί στο αδιέξοδο των ανθρώπων, για να τους σώσει από τα χέρια του Πονηρού. Θα επιστρέψουν στο Χριστό και θα έρθει μια πνευματική γαλήνη σε όλη την οικουμένη για πολλά χρόνια. Δεν θα είναι η Δευτέρα Παρουσία του Χριστού, όταν έρθει ως Κριτής, αλλά μια επέμβαση του Χριστού, γιατί είναι τόσα γεγονότα που δεν έχουν γίνει ακόμη. Θα επέμβει ο Χριστός, θα δώσει μια σφαλιάρα σε όλο αυτό το σύστημα, θα πατάξει όλο το κακό, και θα βγάλει απ' αυτό, καλό τελικά. Θα γεμίσουν οι δρόμοι προσκυνητάρια. Έξω τα λεωφορεία θα έχουν εικόνες. Θα πιστέψουν όλοι οι άνθρωποι. Θα σε τραβάν, για να τους πεις για το Χριστό! Έτσι θα κηρυχθεί το Ευαγγέλιο σε ολόκληρη την οικουμένη και μετά (αργότερα), ο Χριστός θα έρθει ως Κριτής, να κρίνει τον κόσμο.
Άλλο Κρίση, άλλο μια επέμβαση του Χριστού, για να βοηθήσει το πλάσμα Του.

(Από το βιβλίο "Πνευματική Αφύπνιση", Γέροντος Παϊσίου Αγιορείτου,
έκδοση Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης ο Θεολόγος
Σουρωτή Θεσσαλονίκης) 


http://agioritikesmnimes.pblogs.gr

ΓΕΡΩΝ ΠΑΊΣΙΟΣ ' ΣΠΑΝΙΑ ΗΧΟΓΡΆΦΗΣΗ'' ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ











Τά ξύλα τοῦ παπᾶ (Μία συγκλονιστική πραγματική διήγηση με κρυπτοχριστιανούς)


Πέμπτη τοῦ Πάσχα κι ὁ πάπα – Λευτέρης πρωΐ-πρωΐ φόρτωνε τό ζῷο του κι ἑτοιμαζόταν νά κατεβεῖ στήν Τραπεζούντα.

Τήν ἴδια ὥρα ἀκούστηκαν οἱ πρῶτοι χτύποι τῆς καμπάνας. Ὁ συνεφημέριός του ὁ πάπα – Γαβριήλ φαίνεται πῶς εἶχε ἀϋπνίες. Χθές ἦταν ἡ σειρά του νά λειτουργήσει. Μετά πῆρε τά βουνά καί τά λαγκάδια νά μαζέψει ξύλα. Καί σήμερα νάτον ξημερώματα, ἕτοιμος νά κάνει τόν πραματευτή. Κανονικά ὄφειλε νά πάει στήν ἐκκλησιά. Τέτοια μέρα, ἀκόμη Πασχαλιά, ποῦ ξανακούστηκε νά λείπει ἀπ’ τή Λειτουργία! Ἄς ὄψονται, ὅμως, τά τόσα στόματα ποῦ περιμένουν στό σπίτι. Κάποιος ἔπρεπε νά νοιαστεῖ γιά τό καθημερινό τους…Ὀκτώ του ἔδωσε ὁ Θεός κι ἄλλα τρία ὁ Ἀνάστασης ὁ κουμπάρος του: Τή γυναῖκα του, τήν πεθερά του, τήν «κυρά – ντουλάπα», καί τόν κουνιάδο του, ποῦ δέν φτουρᾶ σέ δουλειά…

 Ἔκανε τό σταυρό του καί ξεκίνησε. .. Εἶχε μπροστά του πολύ δρόμο. Ὑπολόγιζε πρίν τό μεσημέρι νά φτάσει στήν πόλη κι ἄν ὅλα πᾶν καλά, ἀργά τό βράδυ νά εἶναι πάλι πίσω. «Βαστᾶτε ποδαράκιά μου» ἀναστέναξε καθώς ἀναλογίστηκε τό δρόμο ποῦχε νά κάνει. Κατά πῶς τό εἶχε συνήθειο ἄρχισε τό ψάλσιμο, νά σπάει κι ἡ μονοτονία. Νά κάνει ὅμως καί τό κέφι του. Μέσα στήν ἐρημιά ποιός τόν ἀκούει; Μόνο ὁ Θεός. Ἀποφεύγει καί τά κοροϊδευτικά χαμόγελα τοῦ πάπα – Γαβριήλ ἤ τίς εἰρωνίες τοῦ Ἰορδάνη, τοῦ ψάλτη: «Ἐξαιρετικά τά λές παπά. Σάν μανάβης!» Τό ξέρει. Ἡ φωνή τοῦ ἀκούγεται ἄσχημα. Μά ὅτι λέει, τό ψέλνει μέ τήν καρδιά του κι αὐτό θέλει ὁ Θεός. Ὅπως τότε ποῦ ἦταν μικρός. Καί φλεγότανε ἀπ’ τό μεράκι τῶν ὕμνων…

Ἀκόμη κι ὁ δεσπότης τή μοναδική φορά ποῦ λειτούργησε μαζί του τοῦ εἶπε: «Σούς μπρέ. Δέν τό λέγεις καλά». Ἦταν ἕνα ὅριο ποῦ τοῦ ἔβαλε ὁ Θεός καί δέν μποροῦσε νά τό ξεπεράσει. Τί κι ἄν πάλαιψε; Τί κι ἄν προσευχήθηκε; Τί κι ἄν ἔκλαψε; Τό μόνο ποῦ κατόρθωσε εἶναι, ὅσα λέει, νά τά λέει μέσα ἀπ’ τήν καρδιά του. Κι αὐτό εἶναι ποῦ θέλει ὁ Θεός. Τήν καρδιά, ὄχι τό λαρύγγι! Ἡ παρηγοριά του γιά τή σιωπή ποῦ ἔχει ἐπιβάλλει στόν ἑαυτό του. Σιωπή γιά νά μήν ἐνοχλεῖ, ὅπως ἐνοχλοῦσε τότες ποῦ μικρός στεκόταν παράμερα στό ψαλτῆρι. Ὅπως ἐνοχλοῦσε ἀργότερα τούς φίλους του ποῦ προχώρησαν στήν ψαλτική κι ἄς πίστευε πῶς θά τόν θέλουν κοντά τους. Ὅπως ἐνοχλοῦσε τό φίλο του τόν Ἀποστόλη, ποῦ ἔγινε δεξιός ψάλτης στό διπλανό χωριό. Σταμάτησε, ἔτσι, νά ψέλνει μπροστά στόν κόσμο καί προτιμοῦσε τίς ἐρημιές. Μέ τά τροπάρια μετροῦσε τίς ἀποστάσεις. Ξεκίναγε μέ τόν ὄρθρο, ἔλεγε καί λίγα ἀπ’ τόν ἑσπερινό κι ἄν εἶχε κι ἄλλο δρόμο πρόσθετε καί μερικά σκόρπια τροπάρια. Αὐτό θά ἔκανε καί τώρα, μέρες τῆς Πασχαλιᾶς. «Μπρός, λοιπόν, παπά δῶσε του νά καταλάβει» μονολόγησε. Ἔκανε τό σταυρό του κι ἄρχισε: «Ἀναστάσεως ἡμέρα λαμπρυνθῶμεν λαοί…». Ἀφοῦ ἔψαλε ὅλον τόν κανόνα, προχώρησε καί στούς αἴνους κι ἐκεῖ κατά τό δοξαστικό ἔμπαινε πιά στά πρῶτα σπίτια τῆς Τραπεζούντας.

Μέ τό ψάλσιμο κάπου εἶχε ἀφαιρεθεῖ. Ὅταν κατάλαβε πῶς ἦταν στόν τουρκομαχαλά σκέφτηκε νά γυρίσει πίσω. Στάθηκε λίγο νά προσανατολιστεῖ κι ὕστερα πῆρε ἕνα σοκάκι ἐκεῖ στ΄ ἀριστερά. Περίμενε νά τόν βγάλει ἔξω ἀπό τό Κάστρο, μ΄ αὐτό φιδογύριζε ἀνάμεσα στά τουρκόσπιτα. Σέ κάποια στροφή φάνηκε ἕνας καφενές κι ἀπόξω δύο τρεῖς τοῦρκοι ἀραχτοί, ἀπολάμβαναν τό ναργιλέ τους. Καθώς περνοῦσε μπροστά του ὁ ἕνας του φώναξε: «Πόσο τά ξύλα παπά;» «Πέντε γρόσια ἐφέντη μ’». «Πολλά δέν εἶναι βρέ καραμπᾶς (μαυροκέφαλε;)» «Ὄχι ἐφέντη μ’, ὄχι. Ἔρχουμαι ἀπό μακριά», ὁ πάπα – Λευτέρης ἤξερε ν’ ἀντιστέκεται στά παζάρια τῶν τούρκων. «Κι ὑστέρα τί παίρνεις μέ πέντε γρόσια;» «Ἄντε νά σού δώσω τρία νά τά φέρεις καί στό σπίτι». «Νά χαρεῖς τά νειάτα σου ἐφέντη μ’. Κάμε τά τουλάχιστο τέσσερα.

Εἶμαι φτωχός κι ἔχω τόσα στόματα νά θρέψω». «Καλά. Ἄς εἶναι. Θά σού δώσω τέσσερα». Σηκώθηκε ἀπ’ τό σκαμνί του, τεντώθηκε καί πλησίασε τόν παπά. Χαΐδεψε λίγο τό ζῷο καί μετά στράφηκε ἄγριος στό παπά. «Δέν λυπᾶσαι τό ζῷο βρέ Γκιαούρ; Πῶς τό φόρτωσες τό καημένο; Κοντεύει νά ψοφήσει! Δέν φοβᾶσαι τό Θεό βρέ καραμπᾶς;» «Ἀντέχει ἐφέντη μ’» τόλμησε ν’ ἀπαντήσει ὁ πάπα – Λευτέρης. «Σούς μπρέ» ἔβαλε τίς φωνές ὁ τοῦρκος καί σήκωσε τό χέρι τοῦ ἀπειλητικά. «Πᾶμε σπίτι νά τό ταΐσεις λίγο καί νά τό ποτίσεις. Γκιαούρ. Διαβόλου γενιά!» Γιόμισε ὁ μαχαλάς ἀπ’ τίς φωνές του.


Ὁ παπάς, τόν ἀκολούθησε φοβισμένος. «Τρελός θάναι» σκέφτηκε κι ἀπό μέσα τοῦ ἔλεγε ὅσες εὐχές τοῦ ἐρχόντουσαν στό μυαλό. Μπροστά στήν αὐλόπορτα τοῦ σπιτιοῦ φώναξε ἕνα ὄνομα. Ὕστερα καί μέ μία κλωτσιά τήν ἄνοιξε διάπλατα. «Μπές μέσα μπρέ γκιαούρ. Δέν φοβᾶσαι τό Θεό εἶσαι καί παπάς». Μέ τόν ἴδιο τρόπο ἔκλεισε τήν πόρτα κι ἀμέσως δύο νεαροί ξεφόρτωσαν τό ζῷο. Ὁ τοῦρκος, μέ φωνές, τράβηξε σχεδόν τόν παπά Λευτέρη μέσα στό σπίτι, πού ἀπ’ τό φόβο τοῦ ἔχασε κάθε δύναμη ν’ ἀντισταθεῖ. Μόνο ἔτσι σάν ἀστραπή τοῦ πέρασε ἡ σκέψη: «Εἶδες τί ἔπαθες γιά νά μήν πᾶς στή Λειτουργία;» Μέχρι τήν πόρτα τοῦ σπιτιοῦ χαλοῦσε τόν κόσμο μέ τίς φωνές του. Μόλις πέρασαν τό κατῶφλι τήν ἔκλεισε μέ τόση δύναμη λές κι ἤθελε νά τήν γκρεμίσει. Καί τότε ἔγινε ἡ μεταμόρφωση. Ὁ ἄγριος τοῦρκος, αὐτός ποῦ χωρίς αἰτία ἦταν ἕτοιμος νά κακοπαιδέψει τό φτωχό παπά, ἔπεσε στά γόνατα καί φίλησε τό χέρι του μέ σεβασμό.

 Ἡ φωνή τοῦ μόλις ἀκουγόταν. «Σχώραμε παπούλη μου, σχώραμε» τοῦ εἶπε ἑλληνικά. «Δέν εἶχα κακό σκοπό. Γί΄ αὐτά τά σκυλιά φώναζα, ποῦ μᾶς ἔβλεπαν. Μήν καταλάβουν τίποτα καί χαθοῦμε. Χριστιανοί εἴμαστε κι ἐμεῖς κι ἄς φαινόμαστε τοῦρκοι». Κατάλαβε. Εἶχε μπροστά του ἕναν ἀπ’ αὐτούς ποῦ οἱ ρωμιοί ὀνόμαζαν κλωστούς. Ἕναν ἀπ’ αὐτούς ποῦ ἀντιστάθηκαν τόσα χρόνια στήν ὑποδούλωση τῆς ψυχῆς. Στή φαντασία τοῦ ὁ ἠρωϊσμός κι ἡ πίστη τούς ἔπαιρναν μυθικές διαστάσεις. Πᾶνε μερικά χρόνια ποῦ ἄκουσε γί΄ αὐτούς. Τότε θυμᾶται θέλησε νά τούς συναντήσει, νά ἔρθει σ’ ἐπαφή μαζί τους. Τόν συγκράτησαν οἱ πιό φρόνιμοι. Θάρθει ἡ στιγμή τοῦ εἶπαν, καλύτερα νά μή βιάζεσαι. Πέρασαν τά χρόνια κι ἡ στιγμή δέν ἦρθε. Στήν ἀρχή μάθαινε πῶς κάποιος παπάς βρέθηκε στή δίνη τῆς ἱστορίας τους, μά κι αὐτό σταμάτησε μέ τά χρόνια.

 Ἔτσι, κάπου μέσα του, ἄρχισε νά μήν πολυπιστεύει στήν ὕπαρξή τους. Ἄρχισε νά ἀμφιβάλλει γιά πολλά, ἤ νά τά δέχεται σάν μία χαριτωμένη ὑπερβολή. Καί νά τώρα ποῦ εἶχε μπροστά του ἕνα δικό τους. Τόν ἐπίασε ἀπό τά χέρια καί τόν σήκωσε. Ἐκείνη τή στιγμή φάνηκαν δύο γυναῖκες, ἡ μία νέα ἡ ἄλλη ἡλικιωμένη, καί τόν περιτριγύρισαν ἕνα τσοῦρμο παιδιά! « Ἡ φαμιλιά μου παπούλη μου» τοῦ εἶπε ὁ κρυφός χριστιανός. Σέ λίγο καθισμένοι στό σαλόνι ἀντάλασσαν τίς ἱστορίες τους. Αἰσθάνονταν γνωστοί ἀπό χρόνια. Ἦταν κι αὐτοί ὅπως ὅλοι οἱ δικοί τους. Χρόνια τώρα, ἀπό πατέρα σέ παιδί, κράταγαν μυστική τήν πίστη τους καί συνέχιζαν φανερά νά κάνουν τή ζωή τοῦ μουσουλμάνου. Πρῶτα κοντά τούς ἔμενε ἕνας χότζας ποῦ ἦταν κρυφός παπάς. Αὐτός τούς βάφτισε, αὐτός τούς πάντρεψε, αὐτός κήδευε τούς πατεράδες τους. Ὅλα στά κρυφά. Νύχτα πάνω στή νύχτα. Τή μέρα τούς πάντρευε τούρκικα. Τή νύχτα χριστιανικά. Γεννιόταν ἕνα παιδί; Τή μέρα ἔκανε σουνέτι. Τή νύχτα βαφτίσια. Στό θάνατο ὁ πρῶτος ποῦ ἔμπαινε στό σπίτι ἦταν αὐτός.

 Μόνος μέ τήν οἰκογένεια τοῦ νεκροῦ διάβαζε τρισάγιο. Τή νύχτα ἔκανε τήν κηδεία καί τό πρωΐ ὅλα τά ἔθιμα τῶν μουσουλμάνων. Διπλή ζωή, διπλό ξόδι. Ἀπό τότε ὅμως ποῦ πέθανε, ἔμειναν ὀρφανοί. Ἀλειτούργητοι. Ἀβάφτιστοι. Δύο χρόνια ἔχουν νά κάνουν Ἀνάσταση. Τή νύχτα τό Μεγάλο Σάββατο ἄκουσαν τίς καμπάνες ἀπ’ τό χριστιανικό μαχαλά. Ἄναψαν κερί καί ἔψαλαν σιγανά τρεῖς φορές τό «Χριστός Ἀνέστη». «Νά κάνουμε τώρα τήν Ἀνάσταση», ἡ ἰδέα ἄστραψε στό μυαλό τοῦ πάπα – Λευτέρη. «Τί πειράζει; Πασχαλιά εἶναι ἀκόμη. Ἑτοιμαστεῖτε κι ἐδῶ εἴμ΄ ἐγώ». Ἀπ’ τή στιγμή ἐκείνη ἕνας ὁλάκερος μηχανισμός μπῆκε σέ λειτουργία. Μέχρι τό βράδυ βρέθηκαν ἄμφια, σκεύη, πρόσφορα ἐνῷ ἕνα νιό παληκάρι, μέ γρήγορο ἄλογο, ἔτρεξε στό χωριό νά καθησυχάσει τήν παπαδιά, ποῦ δέν θά γύριζε ὁ παπάς ἐκεῖνο τό βράδυ. Γύρω στά μεσάνυχτα γιόμισε τό σπίτι ἀπό κρυφοχριστιανούς. Ἄντρες, γυναῖκες, παιδιά πέρασαν τό κατώγι μ’ ἁγιοκέρια ποῦ εἶχαν μόνοι τους ἑτοιμάσει. Στήν ἀνατολική πλευρά μία κασέλα εἶχε γίνει Ἁγία Τράπεζα. Ὁ πάπα – Λευτέρης ἄρχισε τό ψάλσιμο μ΄ ἕνα γέροντα. «Κύματι θαλάσσης τόν κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον».


Τούτους ΄δῶ δέν ἐνοχλοῦσε ἡ φωνή του. Γι’ αὐτό δέν ἄκουσε ἐκεῖνο τό «σούς μπρέ», ποῦ τοῦ μαύριζε τήν ψυχή. Τούς ἔφτανε ποῦ ἄκουγαν τά λόγια. Κι ἄν ἔκρινε ἀπό τά βλέμματα, ἴσως καί νά φχαριστιόντουσαν ἀπ’ τό ψάλσιμό του. Στό τέλος ἄναψε τό κερί τοῦ ἀπ’ τό καντῆλι ποῦ τρεμόπαιζε καί κάλεσε τούς μυστικούς χριστιανούς του: «Δεῦτε λάβετε φῶς ἐκ τοῦ ἀνεσπέρου φωτός καί δοξάσατε Χριστόν τόν ἀναστάντα ἐκ νεκρῶν». Μετά, ἐκεῖ στή μέση, ἔψαλε «τήν Ἀνάστασίν σου Χριστέ Σωτήρ», διάβασε τό Εὐαγγέλιο κι ἐνῷ ἡ πόλη ἡσύχαζε, ψάλανε ὅλοι μαζί τό «Χριστός Ἀνέστη». Γύρω του τά δακρυσμένα μάτια τοῦ σκλάβωναν τήν καρδιά. Ἦταν μία ἀπ’ τίς στιγμές ποῦ θά τόν συνόδευαν σ’ ὅλη του τή ζωή. Ἦταν ἕτοιμη νά ξεπροβάλει ἡ νέα μέρα, ὅταν ξεκίναγε νά γυρίσει στό χωριό.

Πίσω του ἄφηνε τό σπίτι, ποῦ ἔγινε ἡ κολυμπήθρα γιά ν’ ἀναβαπτιστεῖ στήν πίστη του κι ἕνα κομμάτι τῆς καρδιᾶς του. Θαρχόταν νά τό συναντήσει πάλι σέ λίγες μέρες. Τόν περίμεναν οἱ νέοι του χριστιανοί. Μαζί τους καί τά μικρά παιδιά, ποῦ εἶχαν μείνει ἀβάπτιστα. Τώρα ἤξερε. Κάθε φορᾶ ποῦ ξεκίναγε μέ ξύλα γιά τήν Τραπεζούντα θά ἔφερνε κι ἕνα φόρτωμα στόν τουρκομαχαλά. Κάθε φορᾶ καί σέ διαφορετικό σπίτι. Τή νύχτα τό σπίτι αὐτό θά γινόταν ἡ ἐκκλησιά κι ἐκεῖ θά συνάζονταν οἱ κλωστοί. Ἄπ΄ τά πιό ἀπίθανα μέρη ξεφύτρωναν οἱ μαῦρες σκιές ποῦ ἀδιαφοροῦσαν γιά τήν προχωρημένη ὥρα. Τίς πιό πολλές φορές ἐρχόταν στό σπίτι τοῦ πεθαμένου κρυφοῦ παπᾶ ὅπου ὑπῆρχε ὁλάκερη ἐκκλησιά κρυμμένη ἄπ’ τά μάτια τοῦ κόσμου. Μυστικές πόρτες ἔφερναν τούς πιστούς ἀπό τούς σκοτεινούς δρόμους.

Ἔξω οἱ νέοι εἶχαν ἀναλάβει τή φύλαξη. Τόσα χρόνια στή ζωή αὐτή ἔμαθαν νά φροντίζουν τήν ἀσφάλειά τους. Μαζί τους ἄρχισε κι αὐτός νά ζεῖ τούς φόβους καί τίς ἀγωνίες τους κι ὅταν γνωρίστηκαν καλά ἡ ἔγνοιά του σκλαβώθηκε στό μαχαλά τους. «Τά παιδιά ἔχουν σήμερα μπαϊράμι» ἔλεγε στήν παπαδιά «κι ὅλη μέρα θά εἶναι νηστικά»…

Πηγή: Γιώργη Θ Πρίντζιπα, Τό συναξάρι τῶν κρυφῶν ὀνείρων, § Τά ξύλα τοῦ παπᾶ (ἀποσπάσματα), σέλ. 113 -140, ἔκδοσις 1η , ἔκδοσις Τέρτιος, Κατερίνη, Ὀκτώβριος 1992-ΡΩΜΑΙΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ


http://fdathanasiou.wordpress.com/

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΕΦΡΑΙΜ ΒΑΤΟΠΕΔΙΝΟΣ ΓΙΑ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΙΣΙΟ


ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ Ο ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΑΥΜΑΤΑ ΤΟΥ


Ο Γέροντας Παΐσιος ο μαθηματικός, μαθητής του Αγίου Γέροντος Παϊσίου του Αγιορείτου, μιλά για τον Άγιο Γέροντα Παΐσιο.


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ...


ΤΗΝ ΕΥΧΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΠΑΙΣΙΟΥ ΝΑ ΕΧΟΥΜΕ ΟΛΟΙ ΜΑΣ......!!!!




Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.

Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην!!!




On January 13, 2015, the Holy and Sacred Synod of the Ecumenical Patriarchate in Constantinople officially entered PAISIOS EZNEPIDIS (1924-1994) among the list of saints whose memory the Orthodox Church celebrates.

Saint Paisios pray for us!

Saint Paisios of Mount Athos was born in Cappadocia on July 25, 1924. Almost immediately his family was forced to flee with the general exodus of Greek refugees from Asia Minor. They settled in Eperos in North Western Greece. He first visited Mt. Athos in 1949 after his time in the army. He returned in 1950 and, after a short time in the neighbourhood of Karyes, settled in the Monastery of Esphigmenou. In 1954 he was tonsured there as rasophoros monk with the name Averkios. That same year he moved to the Monastery of Philotheou, which at that time was still idiorhythmic. The elder observed in later years that one could even live a more ordered and stricter ascetic life in an idiorhythmic monastery than in a cenobium if one was under close supervision of a good spiritual father. After two years he was tonsured to the small schema in Philotheou and given the name Paisios. In 1958 Fr. Paisios left the Mountain and went to the Stomio Monastery of Konitsas north of Ioaninna. He stayed there four four years and in 1962 went to Mt. Sinai where he lived in the Skete of St. Epistime on Gebel Mugufa. In the two years that he stayed there he gave himself to strict physical asceticism which he later said was the breaking of his health. In 1964 he returned to Mt. Athos and lived in the Cell of the Archangels in Iveron Skete. He was hospitalized in 1966 and while on the mainland became acquainted with the nuns of the Hesychastirion of St. John the Theologian, whom he helped greatly in years to come and where he died and was buried. In 1968 he went to Stavronikita Monastery and was tonsured to the great and angelic schema by Papa-Tychon of the Kelli of the Holy Cross. After Papa-Tychon's passing he left the kelli to Geron Paisios and the elder remained there from 1968 to 1979. In 1979 he moved to the kathisma of Koutloumousiou Monastery known as Panagouda near Karyes. At his request the kathisma was made a kelli and the elder was given an omologo/life-lease. Many of his monastic spiritual sons settled nearby in kellia or in kalyvia of Koutloumousiou Skete, but the elder lived alone. Many, many pilgrims came to visit him there. He finally died and was gathered to the Lord on July 12, 1994.

Παρασκευή 9 Ιανουαρίου 2015

Η υπομονή Ανανίας Κουστένης


«Ο ηγούμενος και ο πασάς. (Άλλη μια συγκλονιστική ιστορία με κρυπτοχριστιανούς για πρώτη φορά στο διαδίκτυο.)




Το παρακάτω κείμενο,που δημοσιεύεται για πρώτη φορά στο διαδίκτυο, είναι απόσπασμα μιας ιστορίας με κρυπτοχριστιανούς στο Ρέθυμνο της Κρήτης.Παρόλο που η ιστορία  εκτυλίσσεται παραμονές Χριστουγέννων, συγκλονίζει τον αναγνώστη όποια χρονική στιγμή και αν την διαβάσει.

Ολόκληρο το κείμενο δημοσιεύεται στο βιβλίο του Γ.Πρίντζιπα

-ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΩΝ ΚΡΥΦΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ,με τίτλο:Ο ηγούμενος και ο Πνιγάρης.

Ο τίτλος του αποσπάσματος είναι δικός μας.

Η φωτογραφία είναι από τον Πύργο των Κερίμηδων στην Επισκοπή Ρεθύμνου  της Κρήτης ,όπου έζησαν κρυπτοχριστιανοί.

π.Δ.Α.

———————————————————————————————————————

   Αυτή τη νύχτα, που κορυφώθηκε η προσμονή, ο παπά – Ιωσήφ, γιομάτος χαρά, ζούσε την κάθε στιγμή σαν μικρό παιδί. Μαζεύτηκαν οι μέρες, η προετοιμασία ολοκληρώθηκε. Παραμονή Χριστουγέννων. Η εκκλησία πλημμυρισμένη με τη δόξα των ύμνων. Κάθε στασίδι και φλόγα. Οι καλόγεροι όλοι παρόντες. Έλειπαν μόνο όσοι ήταν στα διακονήματα. Ο τροχός του μοναστηριού δε λογά γιορτές και σχόλες. «Υπέρ των αδελφών ημών των εν ταις διακονίαις όντων». Ο διάκο – Ιωακείμ θυμήθηκε κι αυτούς κατά την τάξη.

Κόντευε να τελειώσει η Λειτουργία όταν μπήκε στο Ιερό ο Μητροφάνης ο πορτάρης. Πλησίασε στην αγία Τράπεζα και κάτι πήγε να πει στον Ιωσήφ. Εκείνος τον κάρφωσε με το βλέμμα του. όταν λειτουργούσε δεν επέτρεπε σε κανέναν να τον διακόπτει. Ο καλόγερος περίμενε πιο κει προσπαθώντας να κάνει υπομονή, μα μέσα του, η αγωνία δονούσε με γρήγορους ρυθμούς την καρδιά του. αισθανόταν να στέκεται στ’ αναμμένα κάρβουνα. Κι ο  άλλος ούτε που έλεγε να γυρίσει να τον κοιτάξει.

Τη στιγμή που τέλειωνε την ευχή τον πλησίασε.

«Γέροντα να σου μιλήσω» ψιθύρισε.

Έξω ακούστηκε ο διάκος:

«Πρόσχωμεν».

Ο Ιωσήφ:

«Τα Άγια τοις Αγίοις».

Κι ο Μητροφάνης το βιολί του.

«Γέροντα να σου μιλήσω!»

Χωρίς να δίνει σημασία ο Ιωσήφ συνέχιζε:

«Μελίζεται και διαμελίζεται ο Αμνός του Θεού».

«Άγιε ηγούμενε είναι βιαστικό», η φωνή του ξεπέρασε τα όρια του ψίθυρου.

Επιτέλους! Στράφηκε στον καλόγερο που χειρονομούσε δίπλα του δείχνοντας την πόρτα.

«Τι θες αδελφέ μου; Γιατί με διέκοψες;» Η ηρεμία του έφερε αντίθετα αποτελέσματα. Ο καλόγερος έβγαζε σκόρπιες λέξεις:

«Τούρκοι… Έξω… Πολλοί… Ηγούμενο… Θέλουν τον ηγούμενο».

Προσπάθησε να μη χάσει την ψυχραιμία του.

«Καλά Μητροφάνη. Λειτουργούμε τώρα. Πήγαινε πες τους να περιμένουν».

Ένα κακό προαίσθημα του λύγισε τα γόνατα. Τούρκοι στο μοναστήρι; Κακό σημάδι. Προσπάθησε να θυμηθεί που έθιξε την εξουσία, μα όσο κι αν έστυβε τη μνήμη του δεν έπαιρνε απάντηση.

Απ’ τους συλλογισμούς του τον έβγαλε ο διάκος.

«Ευλόγησον Δέσποτα την αγίαν ζέσιν».

Ά! Ναι. Λειτουργούν ακόμη! Η πιο φρικτή ώρα δεν έπρεπε να μολυνθεί μ’ άλλες σκέψεις.

Βγαίνοντας απ’ την εκκλησιά βρήκε όλους τους καλόγερους μαζεμένους στην αυλή, παρά το τσουχτερό κρύο. Το νέο τους είχε φοβίσει. Πλησίασε. Άρχισαν να του μιλούν όλοι μαζί, ο καθένας με τον τρόπο του. σήκωσε τα χέρια.

«Ηρεμήστε πατέρες» τους είπε. «Θα βγω να δω τι θέλουν».

Έξω περίμενε ένας αξιωματικός με πέντε στρατιώτες. «Λίγοι» σκέφτηκε. «Δεν είναι για το μοναστήρι». Μόλις τον είδε αυτός, πλησίασε.

«Ηγούμενε σε θέλει ο πασάς. Ετοιμάσου να έρθεις στο Ρέθυμνο» του είπε.

Λύθηκε λοιπόν η απορία. Θέλουν τον ίδιο.

«Καλά εφέντη μ’» απάντησε. «Σε μισή ώρα είμαι έτοιμος».

«Γρήγορα γιατί παγώσαμε».

«Πει ει (πολύ καλά)».

Μέσα η αγωνία των αδελφών είχε φουντώσει. Αμέσως τον περιτριγύρισαν κι όλοι μαζί ρωτούσαν να μάθουν τι συμβαίνει. Το ομαδικό ενδιαφέρον μάλλον τον ενόχλησε. Τους έκανε νόημα να ησυχάσουν και μετά με φωνή που μόλις ακουγόταν τους είπε:

«Εμένα ζητούν αδελφοί».

Ένα βουϊτό ακούστηκε από όλους. Αγανάκτηση!

Έδωσε εντολή να του ετοιμάσουν το μουλάρι και τους κάλεσε στο ηγουμενείο. Εκεί ζήτησε να τον συγχωρέσουν αν τους πικρανε ή αν τους στενοχώρησε. Κάτι μέσα του του έλεγε πως ήταν η τελευταία φορά που τους έβλεπε. Ένας – δυο προσπάθησαν να τον στηρίξουν να του δώσουν ελπίδα. Μάταιος κόπος. Όταν ο πασάς καλεί κάποιον δεν τον ματαβλέπουν οι δικοί του. Ναι, παλιότερα. Ο σημερινός, όμως, ο Οσμάν δεν τόχει συνήθειο. Και λοιπόν; Γιατί αυτός να διαφέρει; Όλα τα γουρούνια την ίδια μουσούδα δεν έχουν; Μα αυτός τον δέχτηκε με καλωσύνη τότε που πήγε να τον χαιρετήσει. Άλλο τότε! Σήμερα άλλαξε η διάθεσή του. Έτσι είναι οι Αγαρηνοί. Ποτέ δεν είσαι σίγουρος μαζί τους. Φαίνεται πως εκείνος ο Λασκαράκης έκανε πάλι τη διαολιά του. Δεν κατάφερε να πάρει τα χτήματα του μοναστηριού και τώρα να, πήγε στον πασά. Ποιος ξέρει πόσα άτομα πλήρωσε. Να δεις, θα πάρει το αίμα του πίσω!

Πάνω στην ώρα μπήκε ο Νεκτάριος ο βουδουνάρης.

«Άγιε ηγούμενε, έτοιμο το ζώο» τον ειδοποίησε.

Σιγή απλώθηκε στο δωμάτιο. Όλοι είχαν κατεβασμένο το κεφάλι. Μίλησε πρώτος ο Ιωσήφ.

«Καιρός του ποιήσαι τω Κυρίω αδελφοί. Ας γίνει το θέλημα Του».

Με δάκρυα στα μάτια τους ασπάστηκε, ζήτησε και πάλι συγνώμη και βγήκε ν’ ακολουθήσει το πεπρωμένο του. Πριν φύγει στάθηκε στην πύλη έκανε το σταυρό του κι έφερε ένα γύρο τα μάτια του σαν νάθελε να ξεσηκώσει τη στερνή, την τελευταία εικόνα απ’ το μοναστήρι. Μετά ανέβηκε στο μουλάρι και ξεκίνησε. Δίπλα του οι άνθρωποι του πασά του έδιωχναν και την παραμικρή σκέψη να ξεφύγει.

Στο δρόμο το μυαλό του έτρεχε στις πιο απίθανες σκέψεις. Όλοι οι φόβοι του είχαν κέντρο τον αιώνιο αντίδικο της μονής το Λασκαράκη. Έψαχνε άλλη αιτία για τη μεταστροφή του πασά, μα δεν εύρισκε. Σίγουρα αυτό ο πλεονέχτης ο άνθρωπος της εξουσίας, έχει χώσει τη μούρη του. Έτσι στρώνεται ο δρόμος για να βάλει χέρι στα χτήματα του Ταξιάρχη, όπως έκανε και στο βιός του μακαρίτη Γεωργακάκη. Ούτε το καθημερινό τους δεν άφησε στη χήρα και τα ορφανά. Σηκώθηκε τότε ο Ιωσήφ και πήγε στον καϊμακάμη. Παρά τα παρακάλια δεν κατάφερε τίποτα.

Από τότε κι η έχθρα του με δαύτον. Ένα απόγιομα τον είδε να μπαίνει στην εκκλησιά με τους μπιστικούς του, την ώρα του εσπερινού. Χωρίς να σεβαστεί τη στιγμή έβαλε τις φωνές. «Μακριά απ’ τις δουλειές μου παπά». «Το άδικον ουκ ευλογείται Νικόλαε» του απάντησε. «Να δουλεύεις τίμια, όχι με κλεψιές». Τότε αυτός αγρίεψε πιο πολύ. «Κρατήσου μακριά παπατράγο αν θες τη ζωή σου» ούρλιαξε. Χωρίς να χάσει την ψυχραιμία του ο Ιωσήφ απάντησε, όσο μπορούσε πιο ήρεμα: «Ζει Κύριος ο Θεός Λασκαράκη. Σε παραδίδω στη δικαία κρίσιν του». Ακούστηκε ένα τρανταχτό γέλιο και φάνηκε να τον σημαδεύει ένα όπλο. Φοβήθηκε. Τα γόνατά του άρχιζαν να μην τον κρατούν. Αισθάνθηκε μια αβάσταχτη επιθυμία να πέσει, να σωριαστεί, όταν ακούστηκε η φωνή του παπά – Ιωασκείμ, του πιο γέρου από όλους: «Φονικό μέσα στον Ναόν του Κυρίου θα κάμεις Νικόλαε; Σε κυρίεψε ο δαίμονας παιδί μου;» Ήταν αυτός που τον βάφτισε πριν σαράντα χρόνια. Η θύμιση αυτή ή ο λόγος του γέροντα ήταν που κατέβασε το όπλο; Ο Λασκαράκης πέταξε ένα «θα τα πούμε παπά» κι έφυγε ωσάν κυνηγημένος. Έγιναν κι άλλα μεταξύ τους, μα δεν «τα είπαν». Ύστερα ήρθε η σειρά του Ταξιάρχη. Κάποιος του μήνυσε πως ο Λασκαράκης έφτασε ίσαμε τον πασά. Μετά καυχιόταν πως η υπόθεση ήταν τελειωμένη. Να, λοιπόν, που ήρθε η ώρα να «τα πουν»!

Είχε περάσει το μεσημέρι, όταν έφτασαν στο Ρέθυμνο. Όλος ο κόσμος  ήταν στην αγορά κι έκανε τα ψώνια του για την αυριανή γιορτή. Μέσα σ’ αυτό το μελίσσι ένας παπάς με έξι ζαπτιέδες, ήταν αδύνατο να μείνει αθέατος. Οι πιο πολλοί κοιτούσαν άπραχτοι. Ήταν, όμως, και μερικοί που δεν δίστασαν να βάλουν τις φωνές: «Ίντα σας πείραξε ορέ το παπαδάκι;» Αδιάφοροι οι Τούρκοι περνούσαν ανάμεσά τους κι ο Ιωσήφ σήκωσε το χέρι να τους ηρεμήσει.

Στο σεράι ο αξιωματικός τον πέρασε στο μουσαφίρ οντά. Εκεί τον άφησε μόνο να περιμένει να τον καλέσει ο πασάς. Περνούσε η ώρα και κανένα μήνυμα δεν ερχόταν. Άρχισε να μην αντέχει το ασήκωτο βάρος της αγωνίας του. Τότε θυμήθηκε το παλιό, το μοναδικό του καταφύγιο: «Κύριε ημών Ιησού Χριστέ ο Θεός ελέησον με». Χαλάρωσε λίγο το σφίξιμο που αισθανότανε στα σωθικά του, μα πάλι του ήρθε ο λογισμός: «Έφτασε το τέλος μου. Θα με χαλάσει ο πασάς ο Πνιγάρης. Δε λυπήθηκε τους δικούς του, θα λυπηθεί εμένα;».

Την ώρα εκείνη ένας θόρυβος ακούστηκε κι’ άνοιξε η πόρτα διάπλατη. Ήταν ο πασάς. Σηκώθηκε να τον χαιρετήσει κι αυτός ούτε που του έδωσε σημασία. Τον κοίταξε αυστηρά και μετά του είπε:

«Άργησες παπά. Γιατί;»

Ψέλλισε μια διακαιολογία.

«Πεινάς; Έλα μαζί μου» συνέχισε εκείνος.

Τον ακολούθησε. Πέρασαν στο διάδρομο κι ύστερα σ’ ένα μεγάλο δωμάτιο. Εκεί ένα τραπέζι γιομάτο λιχουδιές προκαλούσε την πείνα του.

«Δικά σου. Κάτσε να φας» του είπε.

Κοίταζε ο Ιωσήφ τα τόσα φαγητά κι αισθανότανε μια δύναμη να τον σπρώχνει να κάτσει στο τραπέζι. Για μια στιγμή έκανε την πρώτη κίνηση, μ’ αμέσως κρατήθηκε. «Πίσω μου σ’ έχω σατανά» αγανάχτησε με τον εαυτό του. ξέχασε πως ήταν νηστεία. Όχι, δεν θα μαγαρίσει τη μέρα!

«Άκουσε πασά μου» μίλησε με θάρρος. «Σήμερα εμεί οι χριστιανοί έχουμε παραμονή των Χριστουγέννων και νηστεύουμε ακόμη και το λάδι. Άσε με, λοιπόν, να πάω σε κανένα χάνι, να φροντίσω το ζώο μου να βρω και κάτι νηστίσιμο. Μετά έρχουμαι πίσω».

Ο Τούρκος γέλασε κοροϊδευτικά.

«Τι λες μωρέ παπά» του είπε. «Το ζώο σου; Τι το θες, εσύ το ζώο; Δεν σου κάνει αυτό το φαΐ πάμε δίπλα».

Σχεδόν τραβώντας τον έβαλε στο άλλο δωμάτιο. Εκεί τον περίμενε ένα σαρακοστιανό τραπέζι.

Άρχισε να τρώει με όρεξη. Με τη φασαρία ξέχασε πως ήταν νηστικός από χθες το μεσημέρι. Δεν το λησμόνησε, όμως το στομάχι του. Γι’ αυτό άφησε καταμέρος τους φόβους και βάλθηκε ν’ απολαμβάνει το φαγητό του. Ό, τι και να γίνει τουλάχιστο νάναι φαγωμένος. Είχε αποσώσει όταν φάνηκε ένας υπηρέτης. Απ’ την πόρτα του έκανε νόημα να σηκωθεί. Υπάκουσε. Έτσι σε λίγο νάτον πάλι μπροστά στον πασά.

«Άκου παπά» του είπε αυτός. «Έχω στο χαρέμι μου μια χριστιανή».

Έκανε μικρή παύση. «Το σκυλί» είπε μέσα του ο Ιωσήφ.

Μετά συνέχισε.

«Μ’ έχει πρήξει, λοιπόν, να της κάνω ένα χατίρι. Θέλει, λέει, τώρα τα Χριστούγεννα να φάει ένα φαγητό που φκιάνετε στις εκκλησιές. Κάτι με ψωμί και κρασί, ξέρεις. Της είπα να της δώσω όσο ψωμί και κρασί τραβάει η όρεξή της, μα αυτή δε θέλει. Λέει πως μόνο εσείς οι παπάδες ξέρετε να το φκιάνετε. Λοιπόν, κάτσε να το ετοιμάσεις, γιατί δεν μπορώ ν’ ακούω τη γκρίνια της».

«Δεν ξέρεις τι ζητάς πασά» απάντησε επιτιμητικά ο Ιωσήφ. «Το φαγητό που θέλει η δούλη σου δεν είναι άλλο απ’ το μεγαλύτερο μυστήριο της πίστης μας. Τη Θεία Κοινωνία. Δεν είναι φαγητό. Είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού».

   «Αίμα;» Ένα ειρωνικό χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στο πρόσωπό του. Ο Ιωσήφ αισθάνθηκε να φουντώνει απ’ την αγανάκτηση.

«Τι να καταλάβεις εσύ απ’ αυτά» συνέχισε. «Πάντως αυτό που ζητάς δεν γίνεται. Πρέπει να λειτουργήσω».

   «Λοιπόν; Τι σ’ εμποδίζει να το κάνεις; Ψωμί έχω, κρασί έχω, πάρε κι ένα ποτήρι και ξεκίνα».

   Ένα απίστευτο θάρρος άρχισε να δυναμώνει τον Ιωσήφ.

«Όχι. Δεν μπορώ».

«Μπορείς!»

Ο τρόπος του δε σήκωνε αντίρρηση. Ωστόσο ο Ιωσήφ συνέχιζε ν’ αρνιέται.

«Μα πως; Χρειάζουμαι εκκλησιά, άμφια, βιβλία, πολλά πράματα!»

Γύρισε και τον κοίταξε στα μάτια. Μετά, σιγά σαν να μην ήθελε ν’ ακουστεί, του είπε:

«Έλα μαζί μου».

   Άνοιξε την πόρτα, ερεύνησε το διάδρομο κι ύστερα του έκανε νόημα να τον ακολουθήσει. Πιο κει στάθηκε σε μια ζωγραφιά.

«Βάλε σημάδι» του είπε, «τη νύχτα θα έρθεις μόνος».

Την έσπρωξε και υποχώρησε. Ήταν μια κρυφή πόρτα. Από κει ξεκίναγε μια σκάλα που τους έφερε στα θολωτά υπόγεια του σεραγιού. Μεγάλες καμάρες, που βάσταζαν όλο το βάρος, σχημάτιζαν ίσαμε πέρα μικρά δωμάτια. Σ’ ένα απ’ αυτά, το πιο μακρινό, κρεμόταν ένα σεντόνι από πάνω ως κάτω. Ο πασάς το σήκωσε απ’ τη μια του άκρη και τον κάλεσε να περάσει.

«Να παπά. Δες. Η εκκλησιά που ζήτησες!»

«Ω Θεέ μου». Ο Ιωσήφ δεν  μπόρεσε να κρύψει το ξάφνιασμα του. Εκεί μπροστά του είχε το ιερό μιας ορθόδοξης εκκλησιάς. Ένα τραπέζι στη μέση, σκεπασμένο με κόκκινο ύφασμα, ήταν η Άγια Τράπεζα. Πάνω ένα μικρό Ευαγγέλιο. Αριστερά ένα άλλο με το Άγιο Δισκοπότηρο. Η Πρόθεση. Έβγαλε το σκούφο του και προσκύνησε το Ευαγγέλιο και τότε είδε αντιμήνσιο με λείψανα. «Πως βρέθηκε δω;» αναρωτήθηκε. Με μια ματιά κατάλαβε πως δεν έλειπε τίποτα! Θυμιατό, κηροπήγια, λιβάνι, νάμα. Όλα. Και πάνω σ’ ένα ασημένιο δίσκο ήταν ένα φρεσκοψημένο πρόσφορο. Πιο κει ο πασάς ξεκλείδωνε ένα ντουλάπι, που μέσα του ήταν κρεμασμένη μια ιερατική στολή.

Γύρισε και τον κοίταξε με απορία. Εκείνος βιάστηκε ν’ απαντήσει.

«Τα έφερε ένας παπάς που τον κάλεσα πέρσυ». Και πριν προλάβει ο Ιωσήφ να πει άλλο λόγο, θυμήθηκε τον πασά.

«Έλα. Αρκετά. Πάμε πάνω» είπε και ξεκίνησε πρώτος.

Μόλις γύρισαν στο μουσαφίρ οντά χτύπησε ένα κουδούνι. Στη στιγμή παρουσιάστηκε ένας υπηρέτης στο οποίο έδωσε εντολή να οδηγήσει τον παπά στο δωμάτιό του. Ο Ιωσήφ τον ακολούθησε μα καθώς έβγαινε ο πασάς τον κράτησε απ’ το ράσο, πλησίασε στ’ αυτί και του είπε ελληνικά:

«Ν’ αρχίσεις τη δουλειά σου δυο ώρες πριν φέξει. Και να μη σε δει κανείς».

Το δωμάτιο είχε ένα κρεβάτι με χοντρό πάπλωμα, ένα μικρό τραπέζι κι ένα κομοδίνο. Γύρω οι τοίχοι ήταν καλυμμένοι με πολύχρωμες πάντες. Θέλησε να κάνει απόδειπνο πριν πέσει, μην ξεχάσει και τα καλογερικά, μα στα μισά άρχισε να μην μπορεί να σταθεί απ’ τη νύστα. Παράλειψε, λοιπόν, τα τελευταία, έκανε απόλυση κι έπεσε στο κρεβάτι χωρίς να γδυθεί. Ούτε που κατάλαβε πότε τον πήρε ο ύπνος. Ένα ύπνος βαρύς χωρίς όνειρα, ατάραχος.

Ξύπνησε κάποια στιγμή μέσ’ στο σκοτάδι κι αναρωτήθηκε τι ώρα νάτανε. Κάτι του έλεγε, πως ακόμη είναι νωρίς, πως έχει ώρα μπροστά του. Μπορούσε, όμως, να εμπιστευθεί τη διαίσθησή του; Καλό ήταν να σηκωθεί να κοιτάξει τον ουρανό, να καταλάβει την ώρα. Καθώς, όμως, ετοιμαζότανε να κάνει την πρώτη κίνηση, θυμήθηκε: Το δωμάτιο δεν είχε παράθυρα! Κατάρα! Και τώρα πως θα μάθει την ώρα; Βλέπεις δεν έχει ρολόι. Τι να το κάνουν άλλωστε; Έχουν τον ήλιο, την πούλια, τον αυγερινό, έργα θεϊκά. Τώρα που δεν μπορεί να δει το ρολόι του Θεού, τι κάνει;

Πάνω στην ώρα ακούστηκαν χτύποι στην πόρτα.

«Αμήν» απάντησε. Η καλογερική παρόρμηση. Κι αμέσως η διόρθωση:

«Ορίσατε», έτσι όπως συνηθίζουν στον κόσμο.

Στ’ αυτιά του έφτασε ένας ψίθυρος. Η φωνή του πασά.

«Σήκω παπά, η ώρα σου».

Αμέσως πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι. Ετοιμάστηκε στα γρήγορα και βγήκε στο διάδρομο. Στάθηκε λίγο να προσανατολιστεί, να δει κατά που έπρεπε να στραφεί. Το λιγοστό φως των λυχναριών, που ήταν κρεμασμένα δω κι εκεί, του έδειχνε το δρόμο. Προχώρησε λίγο και βρέθηκε στο μουσαφίρ οντά. Πιο πέρα ήταν η ζωγραφιά. «Το σημάδι», όπως τούχε πει ο πασάς. Δίπλα της έκαιγε ένα λυχνάρι. Χαμογέλασε. Ο Πνιγάρης όλα τα είχε σκεφτεί. Το πήρε να του φωτίζει τη σκάλα, έσπρωξε την κρυφή πόρτα και σε λίγο ήταν στην πρόχειρη εκκλησιά.

Στάθηκε, λίγο, μπροστά στ’ απλωμένο σεντόνι, είπε ψιθυριστά «εισελεύσομαι εις τον οίκον σου, προσκυνήσω προς ναόν αγιόν σου» και το τράβηξε να φανεί το ιερό βήμα. Προσκύνησε. Άναψε τα κεριά, ένα στην Άγια Τράπεζα κι ένα στην Πρόθεση, έβαλε πετραχήλι κι άρχισε να διαβάζει τον εξάψαλμο. Μετά έψαλε τα τροπάρια στη σειρά: «Η γέννησίς σου Χριστέ ο Θεός ημών…», «Δεύτε ίδωμεν πιστοί που εγεννήθη ο Χριστός. Ά! Ήταν Χριστούγεννα. Και τα Χριστούγεννα ήταν όμορφα σ’ όλες τις εκκλησιές. Ακόμη και στα υπόγεια του σεραγιού. Το κέφι του άρχισε να φουντώνει. «Τα σύμπαντα σήμερον χαράς πληρούνται». Νοερά μεταφέρθηκε στο μοναστήρι του.

Πριν μπει στον κανόνα πήγε στην Πρόθεση να κάνει την προσκομιδή. Εκεί ήταν όλα έτοιμα. Δεν έμενε παρά ν’ αρχίσει: «Ετοιμάζου Βηθλεέμ ήνοικται πάσιν η Εδέμ…» Πήρε στα χέρια του το πρόσφορο και το σταύρωσε με τη λόγχη. «Ως πρόβατον επί σφαγήν ήχθη…». Ακριβώς τη στιγμή αυτή ήταν που ακούστηκε μια γνώριμη βαριά, μελωδική φωνή.

«Χριστός γεννάται δοξάσατε, Χριστός εξ ουρανών απαντήσατε…».

Κατάλαβε, μα δεν ήθελε να το πιστέψει. Γύρισε κι αυτό που είδε τον γέμισε θυμό. Ψάλτης ο πασάς! «Το σκυλί» ψιθύρισε, «θα μαγαρίσει τη λειτουργία». Για μια στιγμή σκέφτηκε ν’ αφήσει κατά μέρος τα παπαδικά, να ορμήσει, να τον πιάσει απ’ το λαιμό και να τον πνίξει. Και μόνο η σκέψη του λύγισε τα γόνατα. «Ήμαρτον Θέ μου κι ετοιμάζουμαι να λειτουργήσω» είπε. Μηχανικά συνέχιζε την προσκομιδή, μα η προσοχή του δεν έφευγε απ’ τον Πνιγάρη. Πόσο ωραία ψέλνει; Που να έμαθε άραγε; Μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του. Θα είναι εξωμότης, προδότης του Χριστού.

«Ότε καιρός της επί γης παρουσίας σου πρώτη απογραφή τη οικουμενική εγενέτο».

Η ώρα του δοξαστικού. Ο πασάς φανέρωσε τη μεγάλη του τέχνη. Απ’ τη θέση του ο Ιωσήφ απολάμβανε τη μελωδία ξεχνώντας, πως πρέπει ν’ αποσώσει την προσκομιδή. Ήρθε η ώρα της δοξολογίας κι έμνησε ακόμα άπραγος. Ο άλλος σταμάτησε το ψάλσιμο και τον κοίταξε έντονα.

«Παπά δεν θα θυμιάσεις;» του φώναξε.

Σαν να ξύπνησε από λήθαργο έσπευσε να πάρει το θυμιατό. «Το σκυλί, θα μου υποδείξει τα καθήκοντά μου;» τον έπνιξε ο θυμός. Κι όμως είχε δίκιο. Ξεχάστηκε! Την ώρα της Λειτουργίας αισθανότανε μια μεγάλη, μια απέραντη ενοχή να του καίει τα σωθηκά. Ο αλλόπιστος ο προδότης, ψάλτης! Να τελειώνει, να τελειώνει, να φύγει από δω να πάψει κι η βλαστήμια.

Ώσπου ήρθε η ώρα να καλέσει το λαό να κοινωνήσει. Το λαό; Ποιο λαό; Μόνος λειτουργεί! Ίσως κάπου κει κρυμμένη στο σκοτάδι, να στέκεται η δούλη του πασά, η χριστιανή. Να, λοιπόν, ο λαός! Όπως και νάχει το πράγμα δεν μπορούσε να μην πει τα λόγια.

«Μετά φόβου Θεού πίστεως και αγάπης προσέλθετε». Η πρόσκληση.

Περίμενε λίγο να βγει η χριστιανή όταν είδε μπροστά τον πασά. Είχε βγάλει το φέσι του και τα μακριά μαλλιά του είχαν ξεχυθεί στους ώμους του. πλησίασε έκανε το σταυρό του κι ετοιμάστηκε να κοινωνήσει.

«Όχι».

Μια άγρια φωνή ξέφυγε απ’ το στόμα του.

«Όχι προδότη. Δεν θα ρίξω τ’ άγια στα σκυλιά».

Πάνω στο θυμό του ούτε κατάλαβε τι έκανε. Κάποια στιγμή είδε τον άλλο να σηκώνεται απ’ το πάτωμα. Φοβήθηκε. «Τώρα θα με σφάξει», σκέφτηκε. Κρατώντας σφιχτά τ’ άγιο Δισκοπότηρο αισθάνθηκε μια δύναμη να τον αντρειεύει. «Θα περάσεις πρώτα πάνω απ’ το κουφάρι μου» φώναξε.

Ο πασάς συνέχιζε να μένει ήρεμος. Κοίταζε ικετευτικά κι ο Ιωσήφ, χωρίς τον πρώτο του θυμό, αρνήθηκε και πάλι:

«Φύγε, φύγε. Μακριά».

Τότε ο πασάς πλησίασε, έβαλε το χέρι στον κόρφο του και έβγαλε ένα χαρτί.

«Αδελφέ και συλλειτουργέ, ιλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» είπε και του το έδωσε.

«Έλα Θέ μου, τ’ είναι πάλι τούτο». Ο Ιωσήφ δεν μπορούσε πια να κρύψει την έκπληξή του.

Πήρε το χαρτί με δυσπιστία και πλησίασε στο αναμμένο κερί στην Άγια Τράπεζα. Με την πρώτη ματιά γνώρισε την υπογραφή. Την είχε δει άλλωστε και σ’ άλλα έγγραφα, από κείνα που φτάνουν στο μοναστήρι. Ήταν του Πατριάρχη. Απόθεσε το Δισκοπότηρο και διάβασε: «Ο επιφέρων το παρόν χατζή Οσμάν πασάς. Ουδείς άλλος έστιν ει μη ο ημέτερος αρχιμανδρίτης Βασίλειος». Γύρισε και τον κοίταξε μ’ όλη την απορία του κόσμου στα μάτια του. Ζει στ’ όνειρο ή στην πραγματικότητα;

Ο πασάς είχε πάει κοντά του. Ακούμπησε το χέρι στον ώμο του και του είπε:

«Ναι αδελφέ μου. Είμαι ο αρχιμανδρίτης Βασίλειος».

Έκανε πολλή ώρα να συνέλθει. Ήθελε να ρωτήσει πολλά, να μάθει. Του φαινότανε παράλογο ύποπτο ένα πασάς, να λέει πως είναι παπάς. Κοίταγε το χαρτί που κρατούσε στα χέρια. Ναι, ήταν του πατριάρχη. Άρα, ήταν αλήθεια. Ο Πνιγάρης παπάς! Μυστήρια που έχει η ζωή! Κάποτε βρήκε τον εαυτό του.

«Και πως βρέθηκες εδώ;» ρώτησε.

Ο άλλος τον σταμάτησε.

«Ας τελειώνουμε και μετά τα λέμε».

Δεν πίστευε στα μάτια του όταν τον είδε να φορά ένα πετραχήλι, να βάζει μετάνοια στην Άγια Τράπεζα και μετά να γονατίζει. Του φάνηκε παραμυθένιο όνειρο όταν τον άκουσε να λέει τις ευχές. «Ιδού βαδίζω προς θείαν κοινωνίαν… Του Δείπνου σου του Μυστικού σήμερον υιέ Θεού…». Τώρα εξηγούνται όλα. Θυμήθηκε την πρώτη φορά που τον αντάμωσε. Ήταν τις πρώτες μέρες που ήρθε στα μέρη τους. πήγαν όλοι οι ηγούμενοι να τον επισκεφθούν κι αυτός τους δέχτηκε μ’ ευγένεια. Τους ρώτησε για τα μοναστήρια, για τη ζωή τους, για τους άλλους καλογέρους. Αν ήταν κοινόβια ή ιδιόρρυθμα κι ένα σωρό λεπτομέρειες. Μερικοί φοβήθηκαν. «Τούρκος και ρωτά τόσα;» έλεγαν «θ’ αυξήσει τα δοσίματα. Θα το δείτε». Κι όμως αυτός τα μείωσε.

Στο μεταξύ δίπλα του ακουγόταν η φωνή του πασά: «Μεταδίδοταί μοι Βασιλείω τω αναξίω ιερεί και μοναχώ το πανάγιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος Ιησού Χριστού».

Μετάλαβε μόνος ενώ ένα δάκρυ γυάλισε στα μάτια του. Η φανέρωση του μυστικού. Το ξεχείλισμα της καρδιάς. Έκανε το σταυρό του και πήγε πιο κει στο πρόχειρο αναλόγιο.

«Ώρα να τελειώνουμε» του είπε.

Τώρα πια η Λειτουργία έπαιρνε άλλη μορφή. Μια ηρεμία, μια ανάπαυση, μια γαλήνη κυρίεψε την καρδιά του. Το βάρος που τον βασάνιζε είχε φύγει και απολάμβανε τις τελευταίες στιγμές της. Όταν τέλειωσαν ρώτησε το Βασίλειο:

«Και πως βρέθηκες πασάς;»

Εκείνος τον κοίταξε ζωηρά. Μετά τον έπιασε απ’ το χέρι και τον έφερε μπροστά στο Ευαγγέλιο.

«Ορκίσου ενώπιον του Θεού ότι δεν θα μιλήσεις σε κανένα» του είπε.

«Ορκίζομαι» απάντησε ο Ιωσήφ έτσι, χωρίς πολλή σκέψη. Μόνο και μόνο γιατί του ήταν αφόρητη η τόση περιέργεια.

«Πάμε πάνω για καφέ και θα τα πούμε».

Είχε γίνει πάλι ο πασάς.



http://fdathanasiou.wordpress.com/

Πέμπτη 8 Ιανουαρίου 2015

Mοναχισμός και μαρτύριο




Mοναχοί καί λαϊκοί, λοιπόν ὅλοι ὅσοι ἀγαποῦν τόν Θεό καί χθές καί σήμερα καί στίς μονές καί στίς κατοικίες καί στά σπήλαια καί στά διαμερίσματα τῶν πολυκατοικιῶν, καλούμεθα νά μή παρασυρθοῦμε ἐπικίνδυνα ἀπό τίς ἐπιταγές τῶν ἀλλαγῶν, τῶν ἀναγκῶν καί τῶν ἐργασιῶν, ἀλλά αὐτοσυγκεντρωμένοι κι ἀπέριττοι νά βροῦμε τόν χῶρο καί τόν χρόνο γιά τήν προσωπική μας τελείωση. Ὁ  λόγος αὐτός μή θεωρηθεῖ ἐγωϊστικός.


Ἡ αὐτογνωσία εἶναι τό πρῶτο πλατύσκαλο τῆς πνευματικότητος. Ἄν δέν βοηθηθοῦμε ἐμεῖς, δέν θά μπορέσουμε νά βοηθήσουμε κανένα. Ἡ καλλιέπειά μας δέν σημαίνει ἀσφαλῶς τήν προβολή μας. Ἐμεῖς πάντα νά κρυβόμαστε πίσω ἀπό τόν Θεό. Παρά τόν τόσο μόχθο γιά τήν ἀρετή ἐπικρατεῖ ἡ κακία, ὅμως οἱ ἅγιοι μένουν ὡς φωτεινά μετέωρα, τό μνημόσυνό τους αἰώνιο καί ἡ μνήμη τους ἱερή.

Oἱ ἱεροκήρυκες δέν κατάφεραν ν᾽ ἀπομακρύνουν μόνιμα τήν ἁμαρτία ἀπό τόν κόσμο, ὄχι γιατί ἀπέτυχαν ἤ ὅτι ὁ κόσμος δέν μετανόησε ἀλλά γιά νά φανερώνεται ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ κι ὄχι ἡ δική μας.

Kανείς ἀπό ἐμᾶς δέν θά σώσει τόν κόσμο παρά μόνο ὁ Θεός. Oἱ γονεῖς δέν θά σώσουν τά παιδιά τους, οἱ δάσκαλοι τούς μαθητές τους, οἱ πνευματικοί τά πνευματικοπαίδια τους, ὁ Θεός θά σώσει αὐτούς πού θέλουν νά σωθοῦν. Ὁ  Θεός εἶναι ὁ μόνος ἀληθινός σωτήρας, αὐτόν νά ἐμπιστευόμαστε καί σέ αὐτόν νά ἐλπίζουμε. Aὐτός ἐνίσχυσε τούς μάρτυρες, Aὐτός σφούγγισε τόν ἱδρώτα τῶν ὁσίων, τῶν πρεσβευτῶν τοῦ κόσμου, Aὐτός τούς πότισε ὕδωρ κατανύξεως.
Mή λησμονᾶμε εὔκολα στίς δυσκολίες τῆς ζωῆς τόν ἀγαθό Θεό. 

Mέσα ἀπό αὐτές τίς δυσκολίες ταπεινωνόμαστε κι ἁγιαζόμαστε. Ἄς ὁμολογήσουμε ὁλοπρόθυμα τήν ἧττα μας, πού συνάμα εἶναι νίκη μας κι ἄς ἀφεθοῦμε δίχως θελήματα νά συνθλιβοῦμε στήν ἀγκάλη τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ. Ἄν τά προβλήματα τῆς ζωῆς καταβάλλουν καί γεμίζουν τόν ἄνθρωπο ἄγχος, τότε σημαίνει πώς δέν τά ἐκμεταλλευόμαστε σωστά πρός πνευματική ὡρίμανση καί ὡραιοποίηση τῆς ψυχῆς. Ἕνα ἄνθρωπο πού τόν καταβάλλουν καί κάμπτουν τά προβλήματα, δέν δίνεται ἡ ἄνεση νά τόν ἐπισκεφθεῖ ὁ Θεός. Mέσα ἀπό τή στέρηση, τή θλίψη καί τήν κακουχία ὁ ἄνθρωπος δέν θά πρέπει νά στενοχωρεῖται κι ἀπελπίζεται. Ἡ ἐλπίδα θά στεγνώσει τά πικρά δάκρυα κι ἡ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό θά νικήσει τά λάθη καί τά πάθη τῶν ἀνθρώπων καί ἡ χαρά μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ θά κερδίσουν τά πλάσματά του τά πολυαγαπημένα.

Στό Ἅγιον Ὄρος συναντήσαμε ἀληθινά χαρούμενους μοναχούς, πού μέσα στή σιωπή τους ἤ τήν ὀλιγολογία τους νίκησαν τόν φοβερό φόβο τοῦ θανάτου, τῆς μοναξιᾶς, τῆς ἀδοξίας καί τῆς στερήσεως. Mοναχοί πού ζοῦσαν μέ πολύ λίγα καί τά θεωροῦσαν πολλά, πού δέν εἶχαν σχέση μέ τά χρήματα, πού δέν ἐπανῆλθαν ποτέ στόν κόσμο, πού βίωναν μυστικά καί συνέχεια τό μαρτύριο τῆς συνειδήσεως. Ἀπό τό Ἅγιον Ὄρος βγῆκαν μοναχοί, ὅταν παρουσιάσθηκε ἀνάγκη πρός πνευματική τροφοδοσία τοῦ λαοῦ κι ἐνίσχυση τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, ὁ ἅγιος Nήφων ὁ Διονυσιάτης, ὁ ἅγιος Kοσμᾶς ὁ Aἰτωλός ὁ Φιλοθεΐτης, ὁ ἅγιος Σάββας τῆς Kαλύμνου ὁ Ἁγιαννανίτης, δίνοντας τή μαρτυρία τοῦ μαρτυρίου τῆς μαρτυρικῆς ᾽Oρθοδοξίας.

Ἀπόσπασμα ἀπὸ τὴν ὁμιλία «Mοναχισμός καί μαρτύριο»
στὸ βιβλίο τοῦ Μον. Μωυσέως Ἁγιορείτου
«Τὸ ἦθος καὶ τὸ ὕφος τοῦ Ἁγίου Ὄρους»,

ἐκδ. ΤΗΝΟΣ, Ἀθῆναι 1997

https://christianvivliografia.wordpress.com
 http://agioritikesmnimes.blogspot.gr

Τετάρτη 7 Ιανουαρίου 2015

Σύναξη του Αγίου Ιωάννη Προδρόμου και Βαπτιστού





Ἐμὴ σε γλῶσσα Κήρυξ πῶς ἂν αἰνέσῃ,
Ὃν γλῶσσα Χριστοῦ γηγενῶν μείζω λέγει;
Μνήμη ἐβδομάτη Προδρόμου λάχεν αἰδοίοιο.

Βιογραφία

Την επομένη ημέρα των Θεοφανίων καθιερώθηκε να εορτάζουμε, τη μνήμη του πανίερου προφήτη Ιωάννη Προδρόμου. Ο Ιωάννης ήταν γιος του ιερέα Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Μέχρι τα τριάντα του χρόνια, ζει ασκητική ζωή στην έρημο της Ιουδαίας, αφιερωμένη ολοκληρωτικά στην προσευχή, τη μελέτη και την πνευματική και ηθική τελειοποίηση. Το ρούχο του ήταν από τρίχες καμήλας, στη μέση του είχε δερμάτινη ζώνη και την τροφή του αποτελούσαν ακρίδες και άγριο μέλι. Με μορφή ηλιοκαμένη, σοβαρός, αξιοπρεπής και δυναμικός, ο Ιωάννης φανέρωνε αμέσως φυσιογνωμία έκτακτη και υπέροχη. Είχε όλα τα προσόντα μεγάλου και επιβλητικού κήρυκα του θείου λόγου. Έτσι, με μεγάλη χάρη κήρυττε «τα πλήθη». Κατακεραύνωνε και χτυπούσε σκληρά τη φαρισαϊκή αλαζονική έπαρση, που κάτω από το εξωτερικό ένδυμα της ψευτοαγιότητας έκρυβε τις πιο αηδιαστικές πληγές ψυχικής σκληρότητας και ακαθαρσίας. Γενικά, η διδασκαλία του συνοψίζεται στη χαρακτηριστική φράση του: «Μετανοείτε· ήγγικε γαρ ή βασιλεία των ουρανών», προετοιμάζοντας, έτσι, το δρόμο του Κυρίου μας Ιησού Χριστού για το σωτήριο έργο Του. Όταν ο Χριστός άρχισε τη δημόσια δράση του, ο κόσμος άφηνε σιγά-σιγά τον Ιωάννη και ακολουθούσε Αυτόν. Η αντιστροφή αύτη, βέβαια, θα προκαλούσε μεγάλη πίκρα και θα γεννούσε αγκάθια ζήλειας και φθόνου σ' έναν, εκτός χριστιανικού πνεύματος, διδάσκαλο ή φιλόσοφο. Αντίθετα, στον Ιωάννη προκάλεσε μεγάλη χαρά και ευφροσύνη. Η γιορτή αυτή του Ιωάννου του Προδρόμου, για τον όποιο ο Κύριος είπε ότι κανείς άνθρωπος δε στάθηκε μεγαλύτερος του, καθιερώθηκε τον 5ο μ.Χ. αιώνα.

Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το γεγονός της μεταφοράς στην Κωνσταντινούπολη της τιμίας Χειρός του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου, που έγινε κατά τον ακόλουθο τρόπο: Όταν ο Ευαγγελιστής Λουκάς πήγε στην πόλη Σεβαστή, όπου τάφηκε ο Πρόδρομος, παρέλαβε από τον τάφο του το δεξί του χέρι, το μετέφερε στην Αντιόχεια, όπου χάριτι Θεού επιτελούσε πολλά θαύματα. Από την Αντιόχεια, το Ιερό χέρι, μετακομίστηκε στην Κωνσταντινούπολη το 957, από τον διάκονο Ιώβ. Εκεί ο φιλόχριστος αυτοκράτορας, αφού την ασπάστηκε με πολύ σεβασμό, την τοποθέτησε στα βασιλικά ανάκτορα. Η σύναξη των πιστών, σε ανάμνηση του γεγονότος της μετακομιδής της τιμίας Χείρας του Προδρόμου στην Κωνσταντινούπολη, ετελείτο στην περιοχή του Φορακίου (ή Σφωρακίου).

Επίσης, σήμερα εορτάζουμε και το Θαύμα του Προδρόμου στη Χίο κατά των Αγαρηνών.


Ἀπολυτίκιον  (Κατέβασμα)
Ἦχος β’.
Μνήμη δικαίου μετ᾽ ἐγκωμίων· σοί δέ ἀρκέσει ἡ μαρτυρία τοῦ Κυρίου Πρόδρομε· ἀνεδείχθης γάρ ὄντως καί Προφητῶν σεβασμιώτερος, ὅτι καί ἐν ῥείθροις βαπτίσαι κατηξιώθης τόν κηρυττόμενον· ὅθεν τῆς ἀληθείας ὑπεραθλήσας, χαίρων εὐηγγελίσω καί τοῖς ἐν ᾅδῃ, Θεόν φανερωθέντα ἐν σαρκί, τόν αἴροντα τήν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου, καί παρέχοντα ἡμῖν τό μέγα ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλάγιος β’.
Τήν σωματικήν σου παρουσίαν δεδοικώς ὁ Ἰορδάνης, φόβῳ ἀπεστρέφετο· τήν προφητικήν δέ λειτουργίαν ἐκπληρῶν ὁ Ἰωάννης, τρόμῳ ὑπεστέλλετο· τῶν Ἀγγέλων αἱ τάξεις ἐξεπλήττοντο, ὁρῶσαί σε ἐν ῥείθροις σαρκί βαπτιζόμενον· καί πάντες οἱ ἐν τῷ σκότει κατηυγάζοντο, ἀνυμνοῦντες σέ τόν φανέντα, καί φωτίσαντα τά πάντα.

Μεγαλυνάριον
Χειρί σου βαπτίσας, ὦ Βαπτιστά, τὸν διὰ θαλάσσης, ἀγαγόντα τὸν Ἰσραήλ, Προφητῶν ἁπάντων, ὑπέρτερος ἐδείχθης· διὸ ἀνευφημοῦμεν τὴν θείαν χάριν σου.


http://www.saint.gr

ΠΑΡΑΚΛΗΤΙΚΟΣ ΚΑΝΩΝ ΣΤΟΝ ΤΙΜΙΟ ΠΡΟΔΡΟΜΟ


Δευτέρα 5 Ιανουαρίου 2015

Γέροντας Πορφύριος-Ψάλλει.


Συναξαριστής 5 Ιανουαρίου: Οσία Συγκλητική


Οσία Συγκλητική

Είναι γνωστή στην Παλαιά Διαθήκη η ιστορία του πολυάθλου Ιώβ. Για κείνους που σκανδαλίζονται για την αρχή και την ύπαρξη του κακού στον κόσμο, η απάντηση υπάρχει σ' κείνη την ιστορία. Ποιά είναι η αρχή των κι από πού προέρχονται τα παθήματα των ανθρώπων στον κόσμο; Γιατί να δέρνη τους ανθρώπους η φτώχεια, η αρρώστια κι ο θάνατος; Γιατί και οι δίκαιοι να δεινοπαθούν και να υποφέρουν; Και πώς όλα τούτα συμβιβάζονται με τη δικαιοσύνη του Θεού; Ανθρώπινη απάντηση δεν υπάρχει σε τούτα τα ερωτήματα, υπάρχει όμως απάντηση του Θεού. "Μη αποποιού μου το κρίμα. Οίει δε με άλλως σοι κεχρηματικέναι ή ίνα αναφανής δίκαιος;". Ένα είναι βέβαιο, πως μέσα στα παθήματά του ο άνθρωπος παιδαγωγείται και χαλκεύεται, κι έτσι "επιτελεί αγιωσύνην", όπως η αγία Συγκλητική, της οποίας η Εκκλησία σήμερα τιμά την μνήμη.


Βιογραφία
Η Οσία Συγκλητική έζησε στον καιρό του Μεγάλου Αθανασίου. Οι γονείς της ήταν πλούσιοι, αλλά και πολύ ευσεβείς. Τα χέρια τους ήταν πάντοτε ανοιχτά προς τους φτωχούς και η μόνη ευχαρίστησή τους ήταν να μένουν στην αγάπη του Θεού και να υπηρετούν στην αγάπη των ανθρώπων. Τα πατρικά πλούτη έφερναν διακεκριμένους γαμπρούς στο σπίτι τους για την ωραία κόρη τους. Η Συγκλητική όμως, παρακάλεσε τους γονείς της να μη επιμένουν να παντρευτεί. Διότι ήθελε να αφιερωθεί στην αγάπη του πλησίον. Πράγματι, οι ευσεβείς γονείς σεβάστηκαν την απόφαση της κόρης τους. Έτσι λοιπόν η Συγκλητική αφιέρωσε τη ζωή της για την ανακούφιση των ασθενών, των λυπημένων, των ορφανών και των φτωχών. Ευχαρίστησή της ήταν να βλέπει το γέλιο, εκεί όπου δέσποζε πριν ο σπαραγμός και να σφουγγίζει τα δάκρυα, για να επανέρχεται στα μάτια η ακτινοβολία της γαλήνης και της αγαλλίασης. Ο πολύς κόπος όμως, στην Ιερή αυτή διακονία, έκαναν το σώμα της Συγκλητικής ασθενικό. Αλλά η όσια, στη δοκιμασία αυτή υπήρξε καρτερική, χωρίς ποτέ να γογγύξει προς τον Θεό. Τελικά πέθανε 80 χρονών με τη συνείδηση αναπαυμένη και τις ευχές χιλιάδων, τους οποίους βοήθησε, αλλά και υπό την ευλογία του στεφανοδότη Χριστού.


http://www.imkifissias.gr/
http://www.saint.gr/


.

Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2015

Συναξαριστής 3 Ιανουαρίου: Άγιος Γόρδιος


Άγιος Γόρδιος

Η ερημία γιγαντώνει τον άνθρωπο - τον άνθρωπο, που έχει μέσα του δικό του κόσμο και δεν χάνεται μέσα στο πλήθος. Όλοι οι μεγάλοι, οι Προφήτες, οι ’γιοι, ο ίδιος ο Θεός, όταν έγινε άνθρωπος, έζησαν στην έρημο κι ήρθαν στον κόσμο από την έρημο. Έμειναν στην έρημο και μίλησαν πολύ με τον εαυτό τους κι ύστερα κατέβηκαν για να συναντηθούν με τους ανθρώπους - να κηρύξουν, να πάθουν, να σταυρωθούν, να γίνουν μάρτυρες της αλήθειας, που την έβλεπαν και την ζούσαν μέσα τους. Έρχονταν από την έρημο, για να βρούν το πλήθος στην πόλη έφευγεν από την πόλη το πλήθος, για να τους βρη στην έρημο. Ο άγιος Μάρτυς Γόρδιος, του οποίου η Εκκλησία σήμερον τιμά την μνήμη, έφυγε από τον κόσμο στην ερημία για να βρη τον εαυτό του κι ήλθε από την έρημο για να διακηρύξη την πίστη του, να συναντηθή με τον θάνατο και να βρη την δόξα του Μάρτυρος. Τον εγκωμίασε ο Μέγας Βασίλειος σ' έναν ωραίο του λόγο.


Βιογραφία
Ο Άγιος Γόρδιος καταγόταν από την Καισαρεία της Καππαδοκίας και ήταν διακεκριμένος αξιωματικός του στρατού του αυτοκράτορα της Ανατολής Λικινίου, ο οποίος το 314 ήλθε σε πόλεμο μετά του Μέγα Κωνσταντίνου. Και επειδή ο Κωνσταντίνος έδειχνε φανερή συμπάθειά προς τους Χριστιανούς, ο Λικίνιος αποφάσισε να περιποιηθεί τους ειδωλολάτρες με την προοπτική να τους κινήσει κάποια μέρα εναντίον του αντιπάλου του. Γι' αυτό, έδιωξε από την Αυλή και το στρατό, όλους τους χριστιανούς και διέταξε να κλείσουν και να γκρεμισθούν πολλές εκκλησίες. Επέβαλε μάλιστα, αυστηρές ποινές σ' όλους όσους αντιστέκονταν. Τότε λοιπόν απομακρύνθηκε και ο Γόρδιος από το στρατό. Αποσύρθηκε σ' ένα όρος, όπου περνούσε τον καιρό του με προσευχή, μελέτη και σωματική εργασία. Αλλά οι πληροφορίες που έπαιρνε ήταν, ότι ο Λικίνιος επέμενε στις σκληρές διώξεις κατά των χριστιανών. Κατέβηκε λοιπόν μια νύχτα με την απόφαση να φωνάξει εναντίον της αδικίας και υπέρ του Χριστού. Να στιγματίσει τη διαγωγή του αυτοκράτορα, ο οποίος έκανε τόσο ανίερη κατάχρηση της εξουσίας του εναντίον όχι μόνο της αλήθειας, αλλά και του ιερότατου δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας. Έτσι λοιπόν, κάποια μέρα που όλοι οι επίσημοι ήταν μαζεμένοι στο θέατρο, ο Γόρδιος έκανε πράξη όλα τα παραπάνω, με αποτέλεσμα να αποκεφαλισθεί επί τόπου. Ήταν το έτος 320 μ.Χ.




.

Εορτολόγιο

Δημοφιλείς αναρτήσεις


Banner Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων
Ξεκινάμε μια προσπάθεια παρουσίασης Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων.
Αν δεν υπάρχει ο δικός σας, ζητάμε συγνώμη,
ενημερώστε μας και θα τον συμπεριλάβουμε.





Create your own banner at mybannermaker.com!
Πέρα από το άτομο
Make your own banner at MyBannerMaker.com!

















(υπό κατασκευή)


Τα banner μας
Αντιγράψτε τον κώδικα στη δική σας σελίδα
για να εμφανιστούν τα banner μας.
Ειδοποιήστε μας για να συμπεριλάβουμε και το δικό σας.