Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως του Κυρίου δεηθώμεν...........Κύριε ελέησον.... المسيح قام ..... حقا قام ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ .... ВОИСТИНУ ВОСКРЕСЕ
Σελίδες
▼
Πέμπτη 31 Μαρτίου 2016
Τετάρτη 30 Μαρτίου 2016
Τρίτη 29 Μαρτίου 2016
«Μπορεῖ μία Σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους καί νά ὁριοθετήσει διαφορετικά τήν ἕως τώρα ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας;»
Δημήτριος
Τσελεγγίδης Καθηγητής
Θεολογικῆς
Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Εἰσήγηση τοῦ καθηγητοῦ Δημητρίου Τσελεγγίδη στὴν ἡμερίδα
γιὰ τὴ Μεγάλη Σύνοδο
(Ἡ πρόκληση
τῆς μέλλουσας νά συνέλθει Μεγάλης
Συνόδου)
Σεβασμιώτατοι,
Σεβαστοί Πατέρες, Ἀγαπητοί καί ἀγαπητές Σύνεδροι καί ἐν Χριστῷ ἀδελφοί!
Ἀπό τή θέση αὐτή
αἰσθάνομαι τό χρέος, νά εὐχαριστήσω -ἐκ καρδίας καί δημοσίως- τόν
φιλόξενο καί φλογερό ἀγωνιστή Οἰκοδεσπότη, τόν Ποιμένα τόν καλό,
τόν τιμηθέντα κατ’ ἐπανάληψη καί ἐξαιρέτως μέ τόν ὀνειδισμό τοῦ
Χριστοῦ, τόν Μητροπολίτη Πειραιῶς κ. Σεραφείμ, γιά τήν μεγαλειώδη
πανελλαδική διοργάνωση τοῦ παρόντος Θεολογικοῦ-Ἐπιστημονικοῦ
Συνεδρίου, καί μάλιστα τήν κρίσιμη αὐτή χρονική στιγμή, γιά τήν ὑπεύθυνη
ἐνημέρωση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Καί τοῦτο, ἐπειδή τό πραγματευόμενο
ἐδῶ θέμα ὑπερβαίνει τά ὅρια τῆς Τοπικῆς Ἐκκλησίας μας καί ἀφορᾶ
τήν ἀνά τήν Οἰκουμένη Ὀρθόδοξη καί μόνη, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική
Ἐκκλησία.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει
Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος φαίνεται, ἀπό τήν ἕως τώρα διαδικασία
καί θεματολογία της, νά διαψεύδει τό ἐπίδοξο ὄνομά της.
Μάλιστα, θά μπορούσαμε
βάσιμα νά ὑποστηρίξουμε, ὅτι κατ’ ἐπίφαση εἶναι Ἁγία. Καί αὐτό...
τό λέμε, ἐξαιτίας τοῦ ἐλλείμματος συνοδικότητας, πού ἔχει. Κυρίως,
ὅμως, ἐξαιτίας τοῦ σοβαροῦ ἐλλείμματος Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας,
πού τήν διέπει. Τό μεγάλο ἔλλειμμα Ὀρθοδόξου αὐτοσυνειδησίας πιστοποιεῖται,
ἀναμφιβόλως καί κατεξοχήν, ἀπό τήν ἐσφαλμένη Ἐκκλησιολογία,
πού εἰσηγεῖται στό πρός ψήφιση Κείμενο: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον».
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι σαφές, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἁγία. Ἀλλά, κατ’ ἐπίφαση, εἶναι καί Μεγάλη. Μᾶλλον, θά ἔπρεπε νά αὐτοχαρακτηρισθεῖ ὡς μικρή, ἀφοῦ σ’ αὐτήν θά παρευρεθοῦν λίγοι, καί μάλιστα κατ’ ἐπιλογήν Ἐπίσκοποι. Στήν πραγματικότητα, εἶναι μιά διηυρημένη Σύνοδος Προκαθημένων. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν θά εἶναι ἀπόντες καί χωρίς δυνατότητα ψήφου ἀπό ἐκεῖ, ὅπου ἀναγκαστικά βρίσκονται, ἀδυνατώντας ἔτσι νά ἐκφράσουν τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τους.
Εἰδικότερα, ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία θά παρευρεθοῦν σ’ αὐτήν λιγότεροι τοῦ ἑνός τρίτου τῶν Ἐπισκόπων της, ἐνῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας οὔτε τό ἕνα δέκατο τῶν Ἐπισκόπων της. Στήν πραγματικότητα, οὔτε οἱ παρόντες Ἐπίσκοποι ἔχουν ἄμεση ψῆφο, στήν ἐν λόγω Σύνοδο, ἀφοῦ καί αὐτή ἡ ψῆφος τους θά ἐκφραστεῖ μόνον διά τοῦ Πρώτου, καί μόνον ἐάν εἶναι πλειοψηφοῦσα ψῆφος, στό πλαίσιο τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Πρᾶγμα, σαφῶς ἀντι-Κανονικό καί ἀμάρτυρο στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται μᾶλλον γιά μιά παρωδία Πανορθοδόξου Συνόδου, στήν ὁποία δέν θά εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Ἔτσι, ἄθελά μας, μᾶς παραπέμπει καί στήν ἐπί δικτατορίας «ἀριστίνδην» Σύνοδο! Ἀλλά καί τήν «ἀριστίνδην» τήν ξεπερνᾶ κατά πολύ σέ ἀντικανονικότητα.
Ἀπό τά παραπάνω εἶναι σαφές, ὅτι ἡ ἐν λόγω Σύνοδος δέν εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι». Κατά συνέπεια, δέν μπορεῖ νά εἶναι Ἁγία. Ἀλλά, κατ’ ἐπίφαση, εἶναι καί Μεγάλη. Μᾶλλον, θά ἔπρεπε νά αὐτοχαρακτηρισθεῖ ὡς μικρή, ἀφοῦ σ’ αὐτήν θά παρευρεθοῦν λίγοι, καί μάλιστα κατ’ ἐπιλογήν Ἐπίσκοποι. Στήν πραγματικότητα, εἶναι μιά διηυρημένη Σύνοδος Προκαθημένων. Ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῶν Ἐπισκόπων τῶν Ὀρθοδόξων Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν θά εἶναι ἀπόντες καί χωρίς δυνατότητα ψήφου ἀπό ἐκεῖ, ὅπου ἀναγκαστικά βρίσκονται, ἀδυνατώντας ἔτσι νά ἐκφράσουν τήν δογματική συνείδηση τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας τους.
Εἰδικότερα, ἀπό τήν Ἑλλαδική Ἐκκλησία θά παρευρεθοῦν σ’ αὐτήν λιγότεροι τοῦ ἑνός τρίτου τῶν Ἐπισκόπων της, ἐνῶ ἀπό τήν Ἐκκλησία τῆς Ρωσίας οὔτε τό ἕνα δέκατο τῶν Ἐπισκόπων της. Στήν πραγματικότητα, οὔτε οἱ παρόντες Ἐπίσκοποι ἔχουν ἄμεση ψῆφο, στήν ἐν λόγω Σύνοδο, ἀφοῦ καί αὐτή ἡ ψῆφος τους θά ἐκφραστεῖ μόνον διά τοῦ Πρώτου, καί μόνον ἐάν εἶναι πλειοψηφοῦσα ψῆφος, στό πλαίσιο τῆς ἀντιπροσωπείας τῆς Τοπικῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας. Πρᾶγμα, σαφῶς ἀντι-Κανονικό καί ἀμάρτυρο στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας. Πρόκειται μᾶλλον γιά μιά παρωδία Πανορθοδόξου Συνόδου, στήν ὁποία δέν θά εἶναι παρόντες ὅλοι οἱ Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι. Ἔτσι, ἄθελά μας, μᾶς παραπέμπει καί στήν ἐπί δικτατορίας «ἀριστίνδην» Σύνοδο! Ἀλλά καί τήν «ἀριστίνδην» τήν ξεπερνᾶ κατά πολύ σέ ἀντικανονικότητα.
Στό ἐρώτημα τοῦ
θέματός μας, ἄν μπορεῖ δηλαδή μιά Σύνοδος Ὀρθοδόξων νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα
στούς ἑτεροδόξους, ἡ εὐθεία καί εἰλικρινής ἀπάντηση, ἀπερίφραστα,
εἶναι ἀρνητική. Καμία Πανορθόδοξη Σύνοδος δέν μπορεῖ νά προσδώσει
ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους, ἐάν βέβαια θέλει νά ἐκφράσει
ἀλαθήτως τή διαχρονική ταυτότητα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὡς τῆς μόνης Μίας,
Ἁγίας, Καθολικῆς καί Ἀποστολικῆς Ἐκκλησίας, σύμφωνα πάντα μέ τόν
Ὅρο, τόν γνωστό καί ὡς Σύμβολο τῆς Πίστεως, τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Τά δόγματα τῆς
Ἐκκλησίας, ὡς πιστευόμενα καί βιούμενα ἀπό τούς πιστούς, εἶναι σωτήρια.
Ἔχουν δηλαδή σωτηριολογικό χαρακτῆρα, γιατί συμπυκνώνουν τό ἁγιοπνευματικό
περιεχόμενο τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι θεανθρώπινη,
καί διοχετεύεται μυστηριακῶς στό σῶμα της ἀπό τήν ζωοποιό καί θεοποιό
Κεφαλή της, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ, τόν Ἕνα τῆς Τριάδος.
Οἱ Ἐπίσκοποί
μας δέν πηγαίνουν στίς Συνόδους, γιά νά ψηφίσουν ὅσα ἄλλοι Ἐπίσκοποι
καί Θεολόγοι ἑτοίμασαν πρίν ἀπ’ αὐτούς καί χωρίς αὐτούς, ἀλλά γι’ αὐτούς.
Πολύ δέ περισσότερο, δέν πηγαίνουν, γιά νά ὑπογράψουν ἐκ τῶν προτέρων
τό Ἀνακοινωθέν τῆς μέλλουσας Συνόδου. Ἡ πράξη αὐτή ἀποτελεῖ ἀπαξίωση
τῆς συνοδικότητας τῆς Ἐκκλησίας καί ἐμπαιγμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Οἱ Ἐπίσκοποι πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία, ὡς ἀνώτατοι ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες τῶν Τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ὁριοθετήσουν -«ἐπί ἴσοις ὅροις» μέ τούς συνεπισκόπους τους- τήν ὀρθή διδασκαλία τῆς πίστεως καί νά ἐκφράσουν τήν ἁγιοπνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔναντι τῶν νέων ἀμφισβητήσεων καί προκλήσεων ἐντός τῶν νέων δεδομένων, πάντοτε ταπεινά, ὡς «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τήν Ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ Ἐπίσκοποι πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία, ὡς ἀνώτατοι ἐκκλησιαστικοί ἡγέτες τῶν Τοπικῶν τους Ἐκκλησιῶν, προκειμένου νά ὁριοθετήσουν -«ἐπί ἴσοις ὅροις» μέ τούς συνεπισκόπους τους- τήν ὀρθή διδασκαλία τῆς πίστεως καί νά ἐκφράσουν τήν ἁγιοπνευματική ζωή τῆς Ἐκκλησίας, ἔναντι τῶν νέων ἀμφισβητήσεων καί προκλήσεων ἐντός τῶν νέων δεδομένων, πάντοτε ταπεινά, ὡς «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις πατράσι». Μέ τόν τρόπο αὐτό, ἐνεργοῦν σύμφωνα μέ τήν Ἁγιοπατερική Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐδῶ, ἀπερίφραστα
καί μέ κάθε σαφήνεια, πρέπει νά ποῦμε, ὅτι δέν ὑπῆρξε ποτέ στήν Ὀρθόδοξη
Ἐκκλησία κάποιος Ἐπίσκοπος ὡς «Πρῶτος ἄνευ ἴσων» (primus sine
paribus). Τό «Πρῶτος ἄνευ ἴσων» πού ξεστόμισε ὁ Μητροπολίτης
Προύσσης Ἐλπιδοφόρος, εἰσηγεῖται τήν μονοκρατορία στήν Ἐκκλησία,
πρᾶγμα πού προϋποθέτει, οὐσιαστικά, τήν κατάλυση τῆς ἁγιοπνευματικῆς
λειτουργίας τῆς Συνοδικότητας.
Γι’ αὐτό καί ὅσοι Ἐπίσκοποι τό προβάλλουν γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, συγχέουν ἀνεπίτρεπτα τά «Πρεσβεῖα τιμῆς» μέ τήν παπική ἀντίληψη τοῦ Πρωτείου καί σφάλλουν δογματικῶς, εὑρισκόμενοι «εἰς πλάνην οἰκτράν». Ἡ θεώρηση αὐτή εἶναι ἐντελῶς ἀμάρτυρη ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία.Ὅταν ὅμως συμβαίνει, ὅπως τελευταῖα, νά λέγεται, παραπέμπει στήν αἱρετική δοξασία τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὅπως εἴπαμε. Καί τό ἀκόμη τραγικότερο εἶναι, ὅταν τό Πρωτεῖο αὐτό ἐπιχειρεῖται νά θεμελιωθεῖ στό Τριαδικό δόγμα, ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Αὐτή ἡ δοξασία σαφῶς αἱρετίζει, ἀφοῦ εἰσάγει κατά Δυτική ἀπομίμηση, τήν ἱεραρχική τάξη στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία βέβαια εἶναι «ὑπέρ πᾶσαν τάξιν», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Γι’ αὐτό καί ὅσοι Ἐπίσκοποι τό προβάλλουν γιά τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη, συγχέουν ἀνεπίτρεπτα τά «Πρεσβεῖα τιμῆς» μέ τήν παπική ἀντίληψη τοῦ Πρωτείου καί σφάλλουν δογματικῶς, εὑρισκόμενοι «εἰς πλάνην οἰκτράν». Ἡ θεώρηση αὐτή εἶναι ἐντελῶς ἀμάρτυρη ἀπό τήν Ἐκκλησιαστική μας Ἱστορία.Ὅταν ὅμως συμβαίνει, ὅπως τελευταῖα, νά λέγεται, παραπέμπει στήν αἱρετική δοξασία τοῦ παπικοῦ πρωτείου, ὅπως εἴπαμε. Καί τό ἀκόμη τραγικότερο εἶναι, ὅταν τό Πρωτεῖο αὐτό ἐπιχειρεῖται νά θεμελιωθεῖ στό Τριαδικό δόγμα, ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Αὐτή ἡ δοξασία σαφῶς αἱρετίζει, ἀφοῦ εἰσάγει κατά Δυτική ἀπομίμηση, τήν ἱεραρχική τάξη στήν Ἁγία Τριάδα, ἡ ὁποία βέβαια εἶναι «ὑπέρ πᾶσαν τάξιν», κατά τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ.
Σέ πρόσφατη Ἐπιστολή
μας πρός ὅλους τούς Ἐπισκόπους τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἀνά τόν κόσμον,
στίς 3-2-2016, ὑποστηρίξαμε ὅτι «οἱ ἐμπνευστές καί συντάκτες» τοῦ συγκεκριμένου
Κειμένου, «ἐπιχειροῦν μιά θεσμική νομιμοποίηση τοῦ Χριστιανικοῦ
Συγκρητιστικοῦ - Οἰκουμενισμοῦ μέ μιά ἀπόφαση Πανορθοδόξου Συνόδου».
Ἐάν ψηφιστεῖ τό Κείμενο αὐτό: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», δημιουργεῖται μέγιστο πρόβλημα ἐκκλησιολογικῆς ὑπάρξεως, τόσο γιά ὅσους Ἐπισκόπους τό ψηφίσουν, ὅσο καί γιά ὅσους ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θά τό ἀποδεχτοῦν στήν πράξη. Καί τοῦτο, γιατί τό δογματικό αὐτό ἀτόπημα ἔχει τήν ἀναφορά του σέ Ὅρο Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέ τό παραπάνω Κείμενο, δηλαδή, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς ἤ ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως (Ρωμαιοκαθολικους καί Προτεστάντες), διευρυνομένων ἔτσι, αὐθαιρέτως, τῶν Κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Ἐάν ψηφιστεῖ τό Κείμενο αὐτό: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», δημιουργεῖται μέγιστο πρόβλημα ἐκκλησιολογικῆς ὑπάρξεως, τόσο γιά ὅσους Ἐπισκόπους τό ψηφίσουν, ὅσο καί γιά ὅσους ἀπό τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας θά τό ἀποδεχτοῦν στήν πράξη. Καί τοῦτο, γιατί τό δογματικό αὐτό ἀτόπημα ἔχει τήν ἀναφορά του σέ Ὅρο Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Μέ τό παραπάνω Κείμενο, δηλαδή, δίνεται ἐκκλησιαστικότητα στούς αἱρετικούς ἤ ἑτεροδόξους τῆς Δύσεως (Ρωμαιοκαθολικους καί Προτεστάντες), διευρυνομένων ἔτσι, αὐθαιρέτως, τῶν Κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας.
Εἰδικότερα, τό
ἀτόπημα τοῦ παραπάνω Κειμένου σημαίνει, πρακτικῶς, ἄρνηση συγκεκριμένου
ἄρθρου τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, τό ὁποῖο
ὁρίζει σαφῶς, ὅτι ὡς Ὀρθόδοξοι πιστεύουμε εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν
καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν. Στά Πρακτικά τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου
διαβάζουμε καί τίς ἐκκλησιολογικές συνέπειες ἀπό τή μή ἀκριβῆ ἀποδοχή
τοῦ Συμβόλου της. «Ὅποιος προσθέσει ἤ ἀφαιρέσει καί μία λέξη ἀπό τό
Σύμβολο-Ὅρο αὐτό, νά ἀναθεματίζεται, νά καθαιρεῖται καί νά ἀφορίζεται».
Δηλαδή, πρακτικῶς, νά ἀποκόπτεται ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὡς αἱρετικός.
Τά σχετικά ἀναθέματα ἐπαναλαμβάνουν καί οἱ ἑπόμενες Οἰκουμενικές
Σύνοδοι.
Ὅταν λοιπόν ὑποστηρίζουμε
τά παραπάνω, δέν ἀπειλοῦμε αὐθαίρετα κανέναν. Ἁπλῶς, «ἑπόμενοι
τοῖς ἁγίοις Πατράσι», καταθέτουμε -ἐμπόνως καί ταπεινῶς- τίς σαφεῖς
ἐκκλησιολογικές συνέπειες, πού ὁρίζονται ἀμετακλήτως ἀπό τίς
Οἰκουμενικές Συνόδους γιά ὅσους ἀθετοῦν τήν δογματική διδασκαλία
τῆς Ἐκκλησίας. Τό ἄρθρο 6 τοῦ συγκεκριμένου Κειμένου εἰσηγεῖται
πνευματικό ἔγκλημα σέ βάρος τῆς ἴδιας τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἐπιχειρεῖ
νά διαφθείρει τό σωτήριο δόγμα τῆς Ἐκκλησιολογίας μας.
Μέ ἄλλη ἀφορμή, κατά τό παρελθόν, σέ Ἐπιστολή μας πρός Ἑλλαδίτη Ἐπίσκοπο, ἀντιπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας μας, στούς Διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους, ἀναφερθήκαμε ἐκτενῶς στό ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα αὐτό θέμα. Θά ὑπενθυμίσω κάποια σημεῖα τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, ἐπειδή διατηροῦν πλήρως τήν ἐπικαιρότητά τους καί ἑρμηνεύουν τή στοχευμένη μεθοδολογία τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Μέ ἄλλη ἀφορμή, κατά τό παρελθόν, σέ Ἐπιστολή μας πρός Ἑλλαδίτη Ἐπίσκοπο, ἀντιπρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας μας, στούς Διμερεῖς Θεολογικούς Διαλόγους, ἀναφερθήκαμε ἐκτενῶς στό ἐκκλησιολογικοῦ χαρακτῆρα αὐτό θέμα. Θά ὑπενθυμίσω κάποια σημεῖα τῆς Ἐπιστολῆς αὐτῆς, ἐπειδή διατηροῦν πλήρως τήν ἐπικαιρότητά τους καί ἑρμηνεύουν τή στοχευμένη μεθοδολογία τῶν ἀντιπροσώπων τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ρωτούσαμε τότε:
«Μέ ποιά αἴσθηση αὐτοσυνειδησίας τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας προσέρχονται
οἱ ἐκπρόσωποί της στόν Διμερῆ Θεολογικό Διάλογο; Ἀκόμα πιό συγκεκριμένα,
προσέρχεται ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας διά τῶν ἐκπροσώπων της ὡς ἡ Μία,
Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία; Ἤ ὡς διηρημένη Ἐκκλησία,
ἡ ὁποία ἀναζητᾶ τήν ὀντολογική ἑνότητά της στήν ἕνωσή της μέ τούς
κατά καιρούς ἀποκομμένους ἀπό αὐτήν ἑτεροδόξους; Στό Σύμβολο τῆς
Πίστεως ὁμολογοῦμε, ὅτι πιστεύουμε εἰς «Μίαν... Ἐκκλησίαν».
Ἀπό τήν διατύπωση αὐτή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως προκύπτει, ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός –στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἰδιότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας-, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς δογματική ἀλήθεια- ἐκφράζει τόσο τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅσο καί τήν πνευματική ἐμπειρία της.
Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως- τότε, μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία, δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καί ἐγγονές ἐκκλησίες, οὔτε φυσικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι Μητέρα Ἐκκλησία μέ τήν συνεπῆ θεολογική-ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἡ Μία καί μόνη –ἀδιαίρετη πάντα– Ἐκκλησία γεννᾶ ὡς πνευματική μητέρα, μυστηριακῶς, «δι’ ὕδατος καί πνεύματος» τά μέλη της. Δέν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες.
Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» τῆς Μίας καί μόνης Ἐκκλησίας. Οὔτε, βέβαια, μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα Μία καί διηρημένη, γιατί διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνός ὅλου σέ δύο ἤ περισσότερα μέρη. Κατά συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στήν ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πρᾶγμα πού συνεπάγεται –κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων– καθαίρεση καί ἀφορισμό, κατά περίπτωση, σέ ὅποιον ἐμμένει στη θεώρηση αὐτή».
Ἀπό τήν διατύπωση αὐτή τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως προκύπτει, ὅτι ἡ ἑνότητα, ὡς θεμελιώδης ἰδιότητα τοῦ ἑνός –στήν προκειμένη περίπτωση ὡς ἰδιότητα τῆς Μίας Ἐκκλησίας-, εἶναι τό ἀσφαλές δεδομένο τῆς πίστεώς μας. Στή συνείδηση τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ ἑνότητά της εἶναι δεδομένο ὀντολογικό, ἀπολύτως καί ἀμετακλήτως διασφαλισμένο ἀπό τήν Κεφαλή τῆς Ἐκκλησίας, ἀπό τόν Χριστό, διά τῆς συνεχοῦς παρουσίας τοῦ Παρακλήτου Πνεύματος σ’ αὐτήν, ἤδη ἀπό τήν Πεντηκοστή. Ἡ ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας -ὡς δογματική ἀλήθεια- ἐκφράζει τόσο τήν αὐτοσυνειδησία της, ὅσο καί τήν πνευματική ἐμπειρία της.
Ἄν ὅμως ἡ Ἐκκλησία εἶναι Μία –κατά τό Σύμβολο τῆς Πίστεως- τότε, μέ τήν συνεπῆ ἐκκλησιολογική ἔννοια καί κατά κυριολεξία, δέν μποροῦν νά ὑπάρχουν ἑτερόδοξες ἐκκλησίες, οὔτε μητέρες, ἀδελφές, θυγατέρες καί ἐγγονές ἐκκλησίες, οὔτε φυσικά τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο εἶναι Μητέρα Ἐκκλησία μέ τήν συνεπῆ θεολογική-ἐκκλησιολογική ἔννοια τοῦ ὅρου. Ἡ Μία καί μόνη –ἀδιαίρετη πάντα– Ἐκκλησία γεννᾶ ὡς πνευματική μητέρα, μυστηριακῶς, «δι’ ὕδατος καί πνεύματος» τά μέλη της. Δέν γεννᾶ ἄλλες ἐκκλησίες.
Οἱ κατά τόπους Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες ἀποτελοῦν φανέρωση «ἐν τόπῳ καί χρόνῳ» τῆς Μίας καί μόνης Ἐκκλησίας. Οὔτε, βέβαια, μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά εἶναι ταυτόχρονα Μία καί διηρημένη, γιατί διαίρεση σημαίνει κατάτμηση ἑνός ὅλου σέ δύο ἤ περισσότερα μέρη. Κατά συνέπεια, ἡ θεώρηση τῆς Ἐκκλησίας ὡς διηρημένης, σήμερα, ἀντίκειται σαφῶς στήν ρητή διατύπωση τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, πρᾶγμα πού συνεπάγεται –κατά τά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων– καθαίρεση καί ἀφορισμό, κατά περίπτωση, σέ ὅποιον ἐμμένει στη θεώρηση αὐτή».
Τά λέμε καί τώρα
αὐτά ἀκριβῶς, ἐπειδή τό συγκεκριμένο Ἄρθρο 6 -τοῦ ὑποβαλλομένου
Κειμένου πρός ἔγκριση ἀπό τήν μέλλουσα καί Μεγάλη Σύνοδο- ἐμφανίζει
κατά ἀντιφατικό καί ἐντελῶς ἀθεολόγητο τρόπο τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία,
ἀφ’ ἑνός ὡς τήν «Μίαν... Ἐκκλησίαν», καί ἀφ’ ἑτέρου τήν ἐκπεφρασμένη
διά τῶν ἀντιπροσώπων της –καί ὄχι μόνο- ἄποψη, ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλες
«Ἐκκλησίες» –σαφῶς ἑτερόδοξες–, τήν ἱστορική παρουσία τῶν ὁποίων
ἀναγνωρίζει καί στοχεύει στήν ἑνότητα μέ αὐτές.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές, δηλαδή, θεωροῦν τίς ἑτερόδοξες Θρησκευτικές Κοινότητες ὡς τμήματα τῆς δῆθεν διηρημένης Ἐκκλησίας καί ἐπιδιώκουν τήν δῆθεν ἐπανένωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί νά ἐργάζονται γιά τήν ἐπιστροφή τους. Ἐπιδιώκουν τήν ἑνότητα μέ αὐτές, παρά τό γεγονός, ὅτι αὐτές δέν δηλώνουν -ἕως καί σήμερα- καμία διάθεση ἀρνήσεως τῶν δογματικῶν ἀποκλίσεών τους ἀπό τήν Μία καί μόνη Ἐκκλησία. Αὐτό ὅμως εἶναι στήν πράξη ὁ παναιρετικός -πνευματικῶς δυσώδης- καί πονηρότατος Συγκρητιστικός Οἰκουμενισμός. Γι’ αὐτό καί ἀκριβολογοῦμε θεολογικά, ὅταν μιλοῦμε γιά Οἰκουμενιστική κακοδοξία, ἡ ὁποία πρέπει καί συνοδικά νά καταδικαστεῖ.
Οἱ Ὀρθόδοξοι Οἰκουμενιστές, δηλαδή, θεωροῦν τίς ἑτερόδοξες Θρησκευτικές Κοινότητες ὡς τμήματα τῆς δῆθεν διηρημένης Ἐκκλησίας καί ἐπιδιώκουν τήν δῆθεν ἐπανένωση τῆς Ἐκκλησίας, ἀντί νά ἐργάζονται γιά τήν ἐπιστροφή τους. Ἐπιδιώκουν τήν ἑνότητα μέ αὐτές, παρά τό γεγονός, ὅτι αὐτές δέν δηλώνουν -ἕως καί σήμερα- καμία διάθεση ἀρνήσεως τῶν δογματικῶν ἀποκλίσεών τους ἀπό τήν Μία καί μόνη Ἐκκλησία. Αὐτό ὅμως εἶναι στήν πράξη ὁ παναιρετικός -πνευματικῶς δυσώδης- καί πονηρότατος Συγκρητιστικός Οἰκουμενισμός. Γι’ αὐτό καί ἀκριβολογοῦμε θεολογικά, ὅταν μιλοῦμε γιά Οἰκουμενιστική κακοδοξία, ἡ ὁποία πρέπει καί συνοδικά νά καταδικαστεῖ.
Τό ἐξαιρετικά
θλιβερό εἶναι ἀκόμη, ὅτι ὅλα σχεδόν τά Κείμενα τῆς Ε΄ Προσυνοδικῆς
Διασκέψεως, πού ἦρθαν ὡς θέματα τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Συνόδου -ὅταν
συμβαίνει νά γνωρίζει κανείς καί τήν προϊστορία τους-, διαπνέονται
λίγο ἤ πολύ ἀπό τό πνεῦμα τῆς πονηρίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Γι’ αὐτό
καί κυριαρχοῦνται ἀπό ἀντιφάσεις καί σκόπιμες ἀσάφειες, πού ἐπιδέχονται
πολλές ἑρμηνεῖες. Καί τοῦτο σέ σαφῆ ἀντίθεση πρός τά σωτήρια δόγματα
τῆς Ἐκκλησίας, πού διακρίνονται γιά τήν σαφήνεια, τήν ἀκρίβεια καί
τήν πληρότητα τῶν θεολογικῶν νοημάτων τους.
Ἐπειδή τά δόγματα
τῶν ἑτεροδόξων χριστιανῶν ἀποτελοῦν τήν συμπύκνωση τῆς δυσσεβοῦς
ζωῆς, ὅπως ἀντιστοίχως τά σωτήρια καί εὐσεβῆ δόγματα τῆς Ὀρθόδοξης
Ἐκκλησίας συνιστοῦν τήν συμπύκνωση καί ὁριοθέτηση τῆς πίστεως
καί τῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς της,
Καί ἐπειδή τό
πρός ψήφιση ἐκκλησιολογικοῦ, δηλαδή δογματικοῦ χαρακτῆρα, Κείμενο:
«Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον»,
εἶναι σαφῶς Οἰκουμενιστικό καί ὡς τέτοιο διαφθείρει καί καταλύει
ὑπαρξιακῶς τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, καθεαυτήν, καί τήν συνεπαγόμενη
ἁγιοπνευματική ζωή της,
Γι’ αὐτό,
Ἀπευθυνόμενοι
ἀπό τό Θεολογικό αὐτό Συνέδριο, Σεβαστοί μας Συνοδικοί Ἱεράρχες
τῆς μέλλουσας, «Ἁγίας καί Μεγάλης» Συνόδου –παρά τόν σεβασμό στόν θεσμό
πού ἐκπροσωπεῖτε καί παρά τόν σεβασμό στό σεπτό πρόσωπό Σας, καθεαυτό-,
ἐμεῖς παραμένοντας «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι», Σᾶς δηλώνουμε
μέ παρρησία, μέ κάθε σαφήνεια καί μετά λόγου γνώσεως, ὅτι δέν θά ἀποδεχθοῦμε
τήν ἐνδεχόμενη κακή ἐπιλογή Σας νά ὑπερψηφίσετε τό παραπάνω Οἰκουμενιστικό
Κείμενο, ἀλλά καί κάθε ἄλλη διάταξη τῶν Κειμένων, ἐφ’ ὅσον συμβαίνει
αὐτά νά ἀντίκεινται στό διαχρονικά εὐσεβές φρόνημα τῆς Ἁγιωτάτης
Ἐκκλησίας μας. Καί τοῦτο, γιατί ἡ εὐσέβεια ἀπορρέει καί προκύπτει ἀπό
τήν καθαρότητα καί ἀκρίβεια τῆς δογματικά ὁριοθετημένης πίστεώς
μας.
Ἀκόμη εἰδικότερα,
τό Ἄρθρο 6 τοῦ Κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν
λοιπόν χριστιανικόν κόσμον», πού κατατέθηκε πρός ψήφιση ἀπό τούς
Ἀρχιερεῖς, οἱ ὁποῖοι θά λάβουν μέρος, ὡς συνοδικοί, στήν μέλλουσα
νά συνέλθει Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδο, οὐσιαστικά εἰσηγεῖται ἕνα
εἶδος «πολιτικοῦ γάμου» μέ ἑτερογενῆ συμβαλλόμενα μέρη.
Πρόκειται, δηλαδή, γιά ἕνα μή φυσιολογικό γάμο. Γι’ αὐτό καί τά συμβαλλόμενα μέρη δέν μποροῦν νά γίνουν ἕνα ὀργανικό σῶμα, καί κυρίως ἕνα πνεῦμα, στό ὁποῖο στοχεύει ὁ χριστιανικός, ἐκκλησιαστικός γάμος. Ἐδῶ, τό συγκεκριμένο Ἄρθρο 6 εἰσηγεῖται ἕνα εἶδος πνευματικῆς συμβιώσεως -ἑνώσεως- τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἀκάθαρτα πνεύματα τῆς πονηρίας, τά ὁποῖα διέπουν τίς ἑτερόδοξες λεγόμενες ἐκκλησίες, ἐξαιτίας τῆς θεσμικῆς ἀποστασίας τους ἀπό τά εὐσεβῆ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνας τέτοιος ὅμως «ἐκκλησιολογικός γάμος» εἶναι τελείως ἀπαράδεκτος, ὡς ἀσυμβίβαστος μέ τήν ὥς τώρα καί εἰς τούς αἰῶνες διαχρονική ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Πρόκειται, δηλαδή, γιά ἕνα μή φυσιολογικό γάμο. Γι’ αὐτό καί τά συμβαλλόμενα μέρη δέν μποροῦν νά γίνουν ἕνα ὀργανικό σῶμα, καί κυρίως ἕνα πνεῦμα, στό ὁποῖο στοχεύει ὁ χριστιανικός, ἐκκλησιαστικός γάμος. Ἐδῶ, τό συγκεκριμένο Ἄρθρο 6 εἰσηγεῖται ἕνα εἶδος πνευματικῆς συμβιώσεως -ἑνώσεως- τοῦ Πνεύματος τῆς Ἀληθείας τῆς Ἐκκλησίας μέ τά ἀκάθαρτα πνεύματα τῆς πονηρίας, τά ὁποῖα διέπουν τίς ἑτερόδοξες λεγόμενες ἐκκλησίες, ἐξαιτίας τῆς θεσμικῆς ἀποστασίας τους ἀπό τά εὐσεβῆ δόγματα τῆς Ὀρθοδοξίας. Ἕνας τέτοιος ὅμως «ἐκκλησιολογικός γάμος» εἶναι τελείως ἀπαράδεκτος, ὡς ἀσυμβίβαστος μέ τήν ὥς τώρα καί εἰς τούς αἰῶνες διαχρονική ταυτότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Κανείς ἀπολύτως,
προσωπικῶς ἤ θεσμικῶς, δέν δικαιοῦται νά ὁριοθετήσει διαφορετικά
τά ὥς τώρα ὅρια τῆς Ἐκκλησίας, πού ὁρίστηκαν ἀπαρεγκλίτως ἀπό τίς
Οἰκουμενικές Συνόδους. Εἶναι θεολογικά ἀδιανόητο νά ὀνομαστοῦν
καί νά ἀναγνωριστοῦν, ὡς ἐκκλησίες, ἐκεῖνες οἱ Θρησκευτικές Κοινότητες,
πού ἐξακολουθοῦν νά φρονοῦν ὅ,τι καί ἐκεῖνοι πού καταδικάστηκαν, καθαιρέθηκαν
καί ἀφορίστηκαν τελεσιδίκως καί ἀποκόπηκαν ἀπό τήν Μία καί μόνη
Ἐκκλησία, ὡς αἱρετικοί. Ἄν οἱ αἱρεσιάρχες ὀνομάστηκαν ἀπεριφράστως
ἀπό τούς θεοφόρους Πατέρες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς πνευματικῶς
«φρενοβλαβεῖς», καί ἀπό τήν ὑμνολογία τῆς Ἐκκλησίας «ὡς ἀνιάτως νοσήσαντες»,
πῶς πρέπει νά θεωρηθοῦν ἤ νά ὀνομαστοῦν ἐκεῖνοι ἀπό τούς Ὀρθοδόξους,
πού ὑποστηρίζουν τήν θεσμική ἀναγνώριση τῶν ἑτεροδόξων λεγομένων
ἐκκλησιῶν, Ψευδοεκκλησιῶν, ἰσοτίμως πρός τίς Τοπικές Ὀρθόδοξες
Ἐκκλησίες;
Κατά συνέπεια,
εἶναι ἐντελῶς παράλογο Θεολογικά -Ἐκκλησιολογικά καί πνευματικά-
μιά Πανορθόδοξη Σύνοδος νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους.
Κάτι τέτοιο θεωρητικά καί πρακτικά εἶναι αὐτοκαταστροφικό γιά
τήν Ἐκκλησία, πού ὁμολογοῦμε στό Σύμβολο τῆς Πίστεως. Ἡ Ἐκκλησία,
ὅμως, δέν μπορεῖ νά αὐτοκτονήσει -ὄχι μόνο γιατί αὐτό εἶναι παράλογο,
ἀλλά καί γιατί αὐτό ἀντίκειται στήν ταυτότητά της, ὡς Θεανθρωπίνου,
Ζωοποιοῦ, Μυστηριακοῦ Σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος νίκησε τόν θάνατο
καί οἰκοδόμησε τήν Ἐκκλησία Του, ἔτσι ὥστε, κατά τήν ἀψευδῆ διαβεβαίωσή
Του, «πῦλαι Ἄδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Ματθ. 16,18). Ἑπομένως, ὁ
παρών ἀγώνας ἀφορᾶ ἐμᾶς τούς ἴδιους, ὡς Ὀρθοδόξους πιστούς, γιά τό
χρέος τῆς ὁμολογίας μας ἐν Χριστῷ καί ὄχι τήν Ἐκκλησία, καθεαυτήν.
Ἡ «Ὀρθόδοξος Ἐκκλησίας
μας» -ἔγραφε ὁ ὅσιος Παΐσιος ὁ Ἁγιορείτης σέ Ἐπιστολή του πρός τόν
Πατριάρχη Ἀθηναγόρα στίς 23/1/1969- «δέν ἔχει καμμίαν ἔλλειψιν. Ἡ μόνη
ἔλλειψις πού παρουσιάζεται, εἶναι ἡ ἔλλειψις σοβαρῶν Ἱεραρχῶν
καί Ποιμένων μέ πατερικές ἀρχές. Εἶναι ὀλίγοι οἱ ἐκλεκτοί, ὅμως δέν
εἶναι ἀνησυχητικό. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι τοῦ Χριστοῦ καί Αὐτός τήν κυβερνάει».
Οἱ ἑτερόδοξοι
βρίσκονται -θεσμικά- «εἰς χώραν μακράν» τῆς πατρικῆς οἰκίας. Ὁ μόνος
τρόπος νά βρεθοῦν στήν πατρική «χώρα τῶν ζώντων» εἶναι νά ἐπιστρέψουν
ἐν μετανοίᾳ ἀπό ἐκεῖ πού ἔφυγαν. Νά ἀρνηθοῦν τήν ἑτεροδοξία τους,
γιά νά μπορέσουν νά ἐνταχθοῦν στό Ζωοποιό, Μυστηριακό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μέλλουσα νά συνέλθει
Σύνοδος, ἄν δέν καταδικάσει ἀπερίφραστα τόν Οἰκουμενισμό καί ἄν
δεχτεῖ τά Κείμενα, πού συνιστοῦν τήν θεματολογία της ὡς ἔχουν, ἤ ἄν
προβεῖ σέ τροποποιήσεις, πού δέν ἀφαιροῦν τό ἐκκοσμικευμένο Οἰκουμενιστικό
πνεῦμα πού τά διαπνέει, δέν πρόκειται νά τήν ἀποδεχτεῖ τό χριστεπώμυμο
πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, πού θέλει πάντοτε νά εἶναι «ἑπόμενο τοῖς ἁγίοις
Πατράσι». Οἱ ὅποιες ἀποφάσεις της μέ Οἰκουμενιστικό πνεῦμα, θά παραμείνουν
κενό γράμμα γιά τόν πιστό λαό, τόν φύλακα τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας,
κατά τήν Συνοδική Ἀπόφαση τῶν Πατριαρχῶν τοῦ 1848.
Ἡ ἴδια ἡ μέλλουσα
Σύνοδος, στήν περίπτωση αὐτή, θά παραμείνει στήν Ἐκκλησιαστική Ἱστορία
ὡς Ψευδοσύνοδος, ὅπως ἐκείνη τοῦ 449 στήν Ἔφεσο, ὅπως ἐκείνη τῆς Λυών
καί ὅπως ἐκείνη τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας.
Ἐμεῖς θά προσευχόμαστε,
ἐμπόνως, νά δοθεῖ ἡ σύγχρονη μαρτυρία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως ἀπό
τούς συν-οδικούς Ἐπισκόπους, πρός δόξαν τοῦ ἐν Τριάδι Θεοῦ καί πρός εὐαρέστηση
τοῦ πιστοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ.
Ἄμεση καί ὀργανική
σχέση μέ τό πρός Εἰσήγηση θέμα μας, ἄν μπορεῖ δηλαδή μία Σύνοδος Ὀρθοδόξων
νά προσδώσει ἐκκλησιαστικότητα στούς ἑτεροδόξους, ἔχει καί τό Ἄρθρο
20 τοῦ ἴδιου Κειμένου: «Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν
χριστιανικόν κόσμον». Τό Ἄρθρο αὐτό εἶναι, πονηρῶς, ἀσαφές καί δημιουργεῖ
θεολογική σύγχυση, ἐξαιτίας τῆς ὑπονοούμενης παρερμηνείας τῶν
Κανόνων στούς ὁποίους ἀναφέρεται. Τί λέει, ἀκριβῶς, τό Ἄρθρο αὐτό;
«Αἱ προοπτικαί τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας
μετά τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν προσδιορίζονται
πάντοτε ἐπί τῇ βάσει τῶν κανονικῶν κριτηρίων τῆς ἤδη διαμορφωμένης
Ἐκκλησιαστικῆς Παραδόσεως (Κανόνες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πενθέκτης
Οἰκουμενικῶν Συνόδων)».
Θά ἀναφερθοῦμε
στούς Κανόνες αὐτούς δι’ ὀλίγων καί σέ σχέση μέ τό θέμα μας. Μέ ἄλλα λόγια,
στό Ἄρθρο αὐτό γίνεται λόγος γιά τήν Ἐκκλησιαστική Παράδοση, ὅπως
αὐτή διαμορφώθηκε μέ τά κριτήρια τῶν Κανόνων 7 τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς
καί 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς. Ἀλλά, οἱ ἐν λόγῳ Κανόνες ἀναφέρονται,
πολύ συγκεκριμένα, στόν τρόπο ἐντάξεως στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία
τῶν αἱρετικῶν ἐκείνων, πού ἀρνοῦνται τήν αἵρεσή τους, πού ἐκφράζουν
τήν ἐπιθυμία νά ἐνταχθοῦν στήν «μερίδα τῶν σωζομένων», δηλαδή στήν
Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ὅπου καί μόνον σώζεται ὁ ἄνθρωπος.
Ὡς ἐκ τούτου, εἶναι
προφανές, ὅτι τό ὑπονοούμενο τῆς διατυπώσεως τοῦ Ἄρθρου 20: «Αἱ
προοπτικαί τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μετά
τῶν ἄλλων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν», συνδέεται ὀργανικῶς
μέ τό Ἄρθρο 6, ὅπου γίνεται ἐπίσης λόγος γιά τούς Θεολογικούς Διαλόγους
«μέ ἀντικειμενικόν σκοπόν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνεται,
«πρός προλείανσιν τῆς ὁδοῦ τῆς ὁδηγούσης πρός τήν ἑνότητα». Τό «περίεργο»
εἶναι, ὅτι σέ κανένα Ἄρθρο τοῦ εἰσαγόμενου πρός συζήτηση καί ψήφιση
Κειμένου δέν γίνεται λόγος γιά κάποιες προϋποθέσεις ἤ κριτήρια ἀποδοχῆς
καί ἐντάξεως τῶν διαλεγομένων στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Καί ἐπειδή οἱ προαναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ κάθε σαφήνεια, θέτουν τίς προϋποθέσεις αὐτές καί τά κριτήρια, τόσο στίς περιπτώσεις πού θά πρέπει νά τηρηθεῖ ἡ ἀκρίβεια ὅσο καί στίς περιπτώσεις πού μπορεῖ νά ἰσχύει ἡ οἰκονομία -ὡς προσεκτικοί ἀναγνῶστες- ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι οἱ Εἰσηγητές τοῦ ἐπίμαχου Κειμένου μᾶς παραπέμπουν ἀνομολόγητα στή λεγόμενη «Βαπτισματική Θεολογία». Θεωροῦν, δηλαδή, ὅτι οἱ διαλεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες εἶναι βαπτισμένοι χριστιανοί. Ἀλλά ἀναγνώριση μυστηρίων ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑφίσταται. Ἁπλῶς ὑπάρχουν διαβαθμισμένοι τρόποι ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν.
Καί ἐπειδή οἱ προαναφερθέντες Κανόνες τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, μέ κάθε σαφήνεια, θέτουν τίς προϋποθέσεις αὐτές καί τά κριτήρια, τόσο στίς περιπτώσεις πού θά πρέπει νά τηρηθεῖ ἡ ἀκρίβεια ὅσο καί στίς περιπτώσεις πού μπορεῖ νά ἰσχύει ἡ οἰκονομία -ὡς προσεκτικοί ἀναγνῶστες- ἀντιλαμβανόμαστε, ὅτι οἱ Εἰσηγητές τοῦ ἐπίμαχου Κειμένου μᾶς παραπέμπουν ἀνομολόγητα στή λεγόμενη «Βαπτισματική Θεολογία». Θεωροῦν, δηλαδή, ὅτι οἱ διαλεγόμενοι Ρωμαιοκαθολικοί καί Προτεστάντες εἶναι βαπτισμένοι χριστιανοί. Ἀλλά ἀναγνώριση μυστηρίων ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ὑφίσταται. Ἁπλῶς ὑπάρχουν διαβαθμισμένοι τρόποι ἀποδοχῆς τῶν αἱρετικῶν.
Οἱ Κανόνες ὅμως
7 καί 95 εἰσηγοῦνται τήν ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν, ὅταν πρόκειται γιά
Οἰκονομία, μέ τή θεμελιώδη προϋπόθεση-κριτήριο ὅτι ἔχει τηρηθεῖ
ἡ ἀκρίβεια τοῦ τύπου τοῦ Βαπτίσματος, δηλαδή ἡ τριπλῆ κατάδυση καί
ἀνάδυση. Αὐτή ἀκριβῶς ἡ προϋπόθεση δέν τηρεῖται ἀπό τούς Δυτικούς
διαλεγομένους χριστιανούς μέ μᾶς. Οἱ Δυτικοί μέ ἀπόφαση Οἰκουμενικῆς
κατ’ αὐτούς Συνόδου, τῆς ἐν Τριδέντῳ τῆς Ἰταλίας (1545-1563), καθιέρωσαν
-ἀντί τῆς τριπλῆς καταδύσεως- τήν διά ραντισμοῦ ἤ ἐπιχύσεως νεροῦ
ἐπί τῆς κεφαλῆς, τήν ὑποκατάσταση, δηλαδή, τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος.
Κατά συνέπεια,
ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ γιά τούς Δυτικούς, ἐπειδή
οἱ Δυτικοί δέν ἔχουν τίς ἀπαραίτητες προϋποθέσεις γιά τήν ἐφαρμογή
τῆς Οἰκονομίας, πού εἶναι ἡ τήρηση τοῦ βαπτισματικοῦ τύπου, ἡ τριπλῆ
δηλαδή κατάδυση καί ἀνάδυση στό νερό τοῦ Μυστηρίου τοῦ Βαπτίσματος.
Ἐπιπροσθέτως, ὅμως, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ σέ ὅλους τούς Δυτικούς χριστιανούς (Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες) ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας καί ἐξαιτίας τοῦ filioque, τό ὁποῖο, εἰσάγοντας τήν ἰδιότυπη «υἱοπατορία» στήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραπέμπει στήν «θεομάχον τοῦ Σαβελλίου συστολήν», κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ στό «δόγμα τοῦ Σαβελλίου», κατά τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό (βλ. Mansi 31A, 832C), ἤ «εἰς ἕτερόν τι τέρας ἡμισαβέλλιον», κατά τόν Μέγα Φώτιο (PG 102, 289ΑΒ). Καί τά λέμε αὐτά πάντοτε, σύμφωνα μέ τόν Κανόνα 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στούς Σαβελλιανούς, πού προσέρχονται στήν Ὀρθοδοξία, συνιστᾶ -αἰτιολογημένα- τήν βάπτισή τους, ὅπως καί τήν βάπτιση τῶν Ἐθνικῶν. Συγκεκριμένα ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει: «Εὐνομιανούς μέντοι τούς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καί Μοντανιστάς... καί Σαβελλιανούς τούς υἱοπατορίαν δοξάζοντας... πάντας τούς ἀπ’ αὐτῶν θέλοντας προστίθενται τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα... ἐξορκίζομεν μετά τοῦ ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον... καί τότε βαπτίζομεν».
Ἐπιπροσθέτως, ὅμως, δέν μπορεῖ νά ἐφαρμοστεῖ σέ ὅλους τούς Δυτικούς χριστιανούς (Ρωμαιοκαθολικούς καί Προτεστάντες) ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας καί ἐξαιτίας τοῦ filioque, τό ὁποῖο, εἰσάγοντας τήν ἰδιότυπη «υἱοπατορία» στήν ἐκπόρευση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, παραπέμπει στήν «θεομάχον τοῦ Σαβελλίου συστολήν», κατά τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ, ἤ στό «δόγμα τοῦ Σαβελλίου», κατά τόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Εὐγενικό (βλ. Mansi 31A, 832C), ἤ «εἰς ἕτερόν τι τέρας ἡμισαβέλλιον», κατά τόν Μέγα Φώτιο (PG 102, 289ΑΒ). Καί τά λέμε αὐτά πάντοτε, σύμφωνα μέ τόν Κανόνα 95 τῆς Πενθέκτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ ὁποῖος ἀναφερόμενος στούς Σαβελλιανούς, πού προσέρχονται στήν Ὀρθοδοξία, συνιστᾶ -αἰτιολογημένα- τήν βάπτισή τους, ὅπως καί τήν βάπτιση τῶν Ἐθνικῶν. Συγκεκριμένα ὁ Κανόνας αὐτός ὁρίζει: «Εὐνομιανούς μέντοι τούς εἰς μίαν κατάδυσιν βαπτιζομένους, καί Μοντανιστάς... καί Σαβελλιανούς τούς υἱοπατορίαν δοξάζοντας... πάντας τούς ἀπ’ αὐτῶν θέλοντας προστίθενται τῇ Ὀρθοδοξίᾳ, ὡς Ἕλληνας δεχόμεθα... ἐξορκίζομεν μετά τοῦ ἐμφυσᾶν τρίτον εἰς τό πρόσωπον... καί τότε βαπτίζομεν».
Ἔχουμε τήν γνώμη,
ὅτι οἱ λόγοι τῆς Οἰκονομίας γιά τήν εἰσδοχή τῶν Δυτικῶν Χριστιανῶν
ἔχουν ἐκλείψει. Ἀπεναντίας, ὑφίστανται διττῶς, ὅπως προείπαμε,
οἱ λόγοι τῆς ἀκριβείας τῶν μνημονευθέντων Ἱερῶν Κανόνων. Οἱ Δυτικοί
ὀφείλουν νά κατηχηθοῦν, νά ἀναθεματίσουν τίς αἱρετικές πλάνες
τους, νά ἐξορκιστοῦν καί νά βαπτιστοῦν, προκειμένου νά ἐνταχθοῦν «τῇ
μερίδι τῶν σωζομένων». Ἀπό τήν μελέτη τῶν Πρακτικῶν τῶν Οἰκουμενικῶν
Συνόδων προκύπτει, ὅτι ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε προσέδωσε ἐκκλησιαστικότητα
στούς αἱρετικούς καί οὐδέποτε ἔδωσε ἐγκυρότητα στά μυστήρια τῶν ἑτεροδόξων
καί οὐδέποτε ἔκανε Οἰκονομία στά δόγματα.
Σέ κάθε ἐποχή,
ὅπως καί στή δική μας, μόνο μία Σύνοδος ὄντως Πανορθόδοξη – Οἰκουμενική,
ἡ ὁποία σαφῶς εἶναι «ἑπομένη τοῖς ἁγίοις Πατράσι», μπορεῖ νά ἀποφασίσει
Ἁγιοπνευματικά, ἄν στήν προκειμένη περίπτωση –μέσα στά νέα δεδομένα–
μπορεῖ καί πρέπει νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀρχή τῆς Οἰκονομίας. Ἡ παροῦσα ὅμως
Σύνοδος δέν ἔχει τίς παραπάνω ἁγιοπνευματικές προϋποθέσεις, ὅπως
πολλαπλῶς καταδείξαμε. Ἐμεῖς, «ἑπόμενοι τοῖς ἁγίοις Πατράσι» τῶν
Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί ἐμφορούμενοι ἀπό τό φρόνημά τους, μένουμε
ἑδραῖοι στήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἀμετακίνητοι στήν Ἐκκλησία.
Καί ὅπως δέν ἔκαναν Σχῖσμα στήν Ἐκκλησία ὅσοι δέν ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 στήν Ἔφεσο, ὅπως δέν ἀποσχίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μή ἀποδεχόμενος τίς δογματικῶς ἐσφαλμένες μονοθελητικές διδασκαλίες ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καί ὅπως ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός δέν ἔκανε Σχῖσμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀντιτασσόμενος μόνος αὐτός στήν Ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας καί μή ὑπογράφοντας τά Πρακτικά τῆς ψευδοένωσης, ἔτσι καί ἐμεῖς θά μείνουμε πιστοί στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί θά ἀπορρίψουμε, μετά βδελυγμίας, κάθε ἐνδεχόμενη Συγκριτιστική-Οἰκουμενιστική θεσμική διδασκαλία τῆς μέλλουσας προβληματικῆς Συνόδου.
Καί ὅπως δέν ἔκαναν Σχῖσμα στήν Ἐκκλησία ὅσοι δέν ἀποδέχθηκαν τίς ἀποφάσεις τῆς Ληστρικῆς Συνόδου τοῦ 449 στήν Ἔφεσο, ὅπως δέν ἀποσχίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής, μή ἀποδεχόμενος τίς δογματικῶς ἐσφαλμένες μονοθελητικές διδασκαλίες ὅλων τῶν Ἐπισκόπων τῆς Ὀρθόδοξης Ἀνατολῆς, καί ὅπως ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός δέν ἔκανε Σχῖσμα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, ἀντιτασσόμενος μόνος αὐτός στήν Ψευδοσύνοδο τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας καί μή ὑπογράφοντας τά Πρακτικά τῆς ψευδοένωσης, ἔτσι καί ἐμεῖς θά μείνουμε πιστοί στήν Ἐκκλησία τῶν Ἁγίων τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί θά ἀπορρίψουμε, μετά βδελυγμίας, κάθε ἐνδεχόμενη Συγκριτιστική-Οἰκουμενιστική θεσμική διδασκαλία τῆς μέλλουσας προβληματικῆς Συνόδου.
Καί τοῦτο, ἐπειδή
φρονοῦμε, ταπεινῶς, ὅπως ὁ τῆς ὄντως θεολογίας φερώνυμος Γρηγόριος,
ὅτι «κρεῖσσον ἐμπαθοῦς ὁμονοίας, ἡ ὑπέρ τῆς εὐσεβείας διάστασις»
(Λόγος 6, PG 35, 736). Θά προσευχώμαστε καθημερινά, ἐμπόνως, νά μήν
ἐπιτρέψει ὁ Τριαδικός Θεός νά γίνει ἡ ἐπικείμενη Σύνοδος, γιατί
εἶναι ἀπό τήν σύνθεσή της καί ἀπό τήν θεματολογία της φανερώτατο,
ὅτι θά δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα ἀπ’ ὅσα φιλοδοξεῖ
νά λύσει. Μή προκαλοῦμε καί μή λυποῦμε, θεσμικά, τό Ἅγιο Πνεῦμα.
Ἡ Πεντηκοστή εἶναι γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πεντηκοστή ἀφορᾶ τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας καί τήν ἄκτιστη ἑνοποιό καί θεοποιό ἐνέργειά Του καί ὄχι τό πνεῦμα τῆς ἀκαταστασίας καί πονηρίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο ἦλθε νά καταλύσει ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή, μέ τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας καί τήν ἀποστολή τοῦ Πνεύματός της. Ὁ τρόπος συγκροτήσεως τῆς Συνόδου καί ἡ θεματολογία της δέν ἐκφράζουν, στήν πράξη, τό Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἡ Πεντηκοστή εἶναι γενέθλια ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ Πεντηκοστή ἀφορᾶ τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας καί τήν ἄκτιστη ἑνοποιό καί θεοποιό ἐνέργειά Του καί ὄχι τό πνεῦμα τῆς ἀκαταστασίας καί πονηρίας τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο ἦλθε νά καταλύσει ἡ Ὑποστατική Ἀλήθεια, ἡ Θεανθρώπινη Κεφαλή, μέ τό ἔργο τῆς θείας Οἰκονομίας καί τήν ἀποστολή τοῦ Πνεύματός της. Ὁ τρόπος συγκροτήσεως τῆς Συνόδου καί ἡ θεματολογία της δέν ἐκφράζουν, στήν πράξη, τό Πνεῦμα τῆς Πεντηκοστῆς.
Αὐτή τήν Ἁγία
καί συμβολική ἡμέρα, βλέπουμε νά σχεδιάζεται ἡ ἐπιβολή τοῦ πνεύματος
τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τό ὁποῖο ἀντίθετα πρός τό ἑνοποιό Πνεῦμα τῆς
Πεντηκοστῆς, ὡς πνεῦμα τῆς πονηρίας, θά ἐνεργήσει διασπαστικά
στήν ἁγιοπνευματική ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐμεῖς, ὅμως, προσευχόμαστε
νά ἀναδείξει ὁ Θεός ἕνα νέο Ἅγιο Μᾶρκο Εὐγενικό, γιά νά περισώσει
τό ἐκκλησιαστικό κῦρος καί τήν ἀξιοπρέπεια τοῦ Ἐπισκοπικοῦ ἀξιώματος,
ὡς φορέα τῆς θεωτικῆς ἐνεργείας, κατά τόν Ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη.
Ἡ εὐθύνη τῶν Ἱεραρχῶν κάθε Αὐτοκεφάλου Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τεράστια ἔναντι τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως, ὅμως, ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ἔλλειμμα τῆς Κανονικότητας καί τῆς Συνοδικότητας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τοῦτο ἐπειδή, τόσο στό προπαρασκευαστικό στάδιο, ὅσο καί στό τελικό, δέν ἐνημερώθηκε -σκοπίμως- τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Εἰδικότερα, δέν συνῆλθαν οἱ Τοπικές Σύνοδοι, γιά νά ἀποφασίσουν καί νά ἐγχειρήσουν στόν ἀντιπρόσωπο τῆς Τοπικῆς τους Ἐκκλησίας τήν ἀπόφασή τους γιά τά προτεινόμενα Κείμενα, πού θά ἀπασχολοῦσαν τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. Οὔτε συνῆλθαν μετά, γιά νά ἀποφασίσουν, ἄν συμφωνοῦν ἤ διαφωνοῦν μέ αὐτά, στό προπαρασκευαστικό στάδιο.
Ἡ εὐθύνη τῶν Ἱεραρχῶν κάθε Αὐτοκεφάλου Τοπικῆς Ἐκκλησίας εἶναι τεράστια ἔναντι τῆς δογματικῆς συνειδήσεως τοῦ πληρώματος τῆς Ἐκκλησίας. Κυρίως, ὅμως, ἔναντι τοῦ Χριστοῦ, γιά τό ἔλλειμμα τῆς Κανονικότητας καί τῆς Συνοδικότητας τῆς Πανορθοδόξου Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας μας. Καί τοῦτο ἐπειδή, τόσο στό προπαρασκευαστικό στάδιο, ὅσο καί στό τελικό, δέν ἐνημερώθηκε -σκοπίμως- τό σῶμα τῆς Ἱεραρχίας τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν. Εἰδικότερα, δέν συνῆλθαν οἱ Τοπικές Σύνοδοι, γιά νά ἀποφασίσουν καί νά ἐγχειρήσουν στόν ἀντιπρόσωπο τῆς Τοπικῆς τους Ἐκκλησίας τήν ἀπόφασή τους γιά τά προτεινόμενα Κείμενα, πού θά ἀπασχολοῦσαν τήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. Οὔτε συνῆλθαν μετά, γιά νά ἀποφασίσουν, ἄν συμφωνοῦν ἤ διαφωνοῦν μέ αὐτά, στό προπαρασκευαστικό στάδιο.
Καί τό χειρότερο
εἶναι, ὅτι στό τελικό στάδιο δέν κλήθηκαν νά συμμετάσχουν ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι
στήν Πανορθόδοξη Σύνοδο. Πόσο Πανορθόδοξη Σύνοδος εἶναι αὐτή,
πού ἐγκαινιάζεται μέ τόν ἀποκλεισμό πολλῶν Ἱεραρχῶν, ὡς ἐκφραστῶν
τῶν Τοπικῶν Ἐκκλησιῶν; Ἐάν δέν καλοῦνται ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι, τότε
τί νά ποῦμε γιά τήν οὐσιαστική ἀντιπροσώπευση τοῦ πληρώματος τῆς
Ἐκκλησίας; Ὅταν δηλαδή δέν καλοῦνται καί ἄλλοι Κληρικοί, Ἡγούμενοι
καί Μοναχοί, ὅπως διαβάζουμε στά Πρακτικά τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων,
ὅπου τούς δίδεται καί λόγος (λ.χ. Ζ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος);
Συνήθως, στίς Πανορθοδόξους
Συνόδους, ἡ σύνολη Ἐκκλησία, ἀντιπροσωπευομένη διά τῶν Ἐπισκόπων
της, ὁριοθετοῦσε καί ὑπερασπίζετο τήν πίστη, ἔναντι τῆς ἀμφισβητήσεώς
της ἀπό τούς αἱρετικούς.
Σήμερα, ἰσχύει
τό διαμετρικά ἀντίθετο. Συμβαίνει ὅ,τι καί στίς Ψευδοσυνόδους. Ἡ
ὀρθόδοξα ὁριοθετημένη πίστη τῆς Ἐκκλησίας μας κινδυνεύει τώρα
ἀπό τούς ἀντιπροσώπους της –τούς θεσμικούς φύλακές της-, οἱ ὁποῖοι ἐπιχειροῦν
νά εἰσάγουν τήν αἵρεση ἤ ἀκριβέστατα τήν παναίρεση τοῦ δυσσεβοῦς
καί δυσώδους Οἰκουμενισμοῦ στήν Ἐκκλησία μέ τόν ἀνώτατο θεσμικό
τρόπο, δηλαδή μέ μιά Πανορθόδοξη Σύνοδο. Ὀρθοδοξία ὅμως καί Οἰκουμενισμός
εἶναι «μεῖξις ἄμεικτος καί τέρας ἀλλόκοτον» (Ἁγ. Νικοδήμου Ἁγιορείτου
Πηδάλιον, σελ. 109).
Διερωτώμεθα,
τί γίνεται;
Δέν ἀπομένει τίποτε
ἄλλο, παρά ἡ καταδίκη μιᾶς τέτοιας Συνόδου ἀπό τόν εὐσεβῆ λαό τοῦ
Θεοῦ, γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ὀφείλει νά παραμείνει στό νοητό
ὕψος της, ὡς ἄσπιλος «νύμφη τοῦ Χριστοῦ» (Ἐφ. 5,27). Εἴμαστε, ἀπολύτως
βέβαιοι, ὅτι, ἄν ἡ μέλλουσα Σύνοδος κινηθεῖ μέ συνέπεια στίς προδιαγραφές
της, θά ἀκυρωθεῖ, ὡς Ψευδοσύνοδος, ἀπό ἑπόμενη Ὀρθόδοξη Σύνοδο,
ὅπως ἀκυρώθηκαν οἱ ἀποφάσεις τῶν Ψευδοσυνόδων τῆς Ἐφέσου, τῆς Λυών
καί τῆς Φερράρας-Φλωρεντίας ἀπό τίς Ὀρθόδοξες Συνόδους, πού ἀκολούθησαν.
Σεβασμιώτατοι,
Ἐπειδή, δέν συνῆλθε
ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, γιά νά πάρει θέση ἔναντι
τῶν πρός συζήτηση καί ψήφιση Κειμένων, θά ἤθελα νά θέσω ὑπόψη Σας
καί ἕνα ἀκόμη πολύ σοβαρό θέμα. Ἐδῶ καί ἕναν αἰῶνα, ὁ Οἰκουμενισμός
τῶν Ὀρθοδόξων ἔχει ἀφετηρία, τροφοδότη καί ἡγέτη τό Οἰκουμενικό
Πατριαρχεῖο, δηλαδή τόν Οἰκουμενικό Πατριάρχη καί τήν περί αὐτόν
Σύνοδο. Ἀπό ἐκεῖ ἐκπορεύεται τό ἀκάθαρτο πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀναπαύεται ὅμως –δυστυχῶς– καί σέ ὅλες σχεδόν τίς Ἡγεσίες τῶν Τοπικῶν
Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν, ἀλλά, ἀριθμητικά, καί στούς περισσότερους
Ἀρχιερεῖς.
Ἔτσι, ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα, ἀκάθεκτα, ὡς ὄφις, μέσα στά σπλάχνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νά δηλητηριάζει τό σῶμα τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμός, κατά τήν «ἄνωθεν» ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στόν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, διακατέχεται ἀπό τά πονηρά καί ἀκάθαρτα πνεύματα. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει -ἱστορικά βεβαιωμένο- τίς κακές ἐκκλησιολογικῶς καί πνευματικῶς «πρωτιές» στίς οἰκουμενιστικές διακηρύξεις καί πράξεις του (τίς συμπροσευχές δηλαδή μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀλλά καί τούς ἑτεροθρήσκους, τίς οἰκουμενιστικές φιλοφρονήσεις κ.τ.λ.).
Ἔτσι, ἐξακολουθεῖ μέχρι σήμερα, ἀκάθεκτα, ὡς ὄφις, μέσα στά σπλάχνα τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας, νά δηλητηριάζει τό σῶμα τῆς ἀνά τήν Οἰκουμένη Ἐκκλησίας. Ὁ Οἰκουμενισμός, κατά τήν «ἄνωθεν» ἀποκάλυψη τοῦ Χριστοῦ στόν ἅγιο Γέροντα Ἐφραίμ τόν Κατουνακιώτη, διακατέχεται ἀπό τά πονηρά καί ἀκάθαρτα πνεύματα. Τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἔχει -ἱστορικά βεβαιωμένο- τίς κακές ἐκκλησιολογικῶς καί πνευματικῶς «πρωτιές» στίς οἰκουμενιστικές διακηρύξεις καί πράξεις του (τίς συμπροσευχές δηλαδή μέ τούς ἑτεροδόξους, ἀλλά καί τούς ἑτεροθρήσκους, τίς οἰκουμενιστικές φιλοφρονήσεις κ.τ.λ.).
Ὑπό τίς παροῦσες
ἱστορικές συνθῆκες τῆς κυριαρχίας τοῦ Οἰκουμενιστικοῦ πνεύματος
στό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο, οἱ Ἐπίσκοποι τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἑλλάδος
θά πρέπει –κατά τήν ταπεινή μας γνώμη- νά προβληματιστοῦν πολύ σοβαρά,
ἄν θά πρέπει νά ὑπερψηφίσουν τό Κείμενο: «Τό Αὐτόνομο καί ὁ τρόπος ἀνακηρύξεως
αὐτοῦ». Καί τοῦτο, γιά τόν σοβαρότατο λόγο τῆς ἰδιομόρφου σχέσεως
τῶν Νέων λεγομένων Χωρῶν μέ τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο. Εἶναι πολύ
ὑπαρκτός ὁ κίνδυνος νά ὑπαχθοῦν, διά τῆς Αὐτονόμου Ἐκκλησίας, οἱ Νέες
Χῶρες στήν ἀμεσότερη δικαιοδοσία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου.
Ἐμεῖς, ὡς Βορειοελλαδίτες, ἐξαιτίας τῆς Οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θέλουμε νά παραμείνουνε ἐκκλησιαστικῶς στήν δικαιοδοσία τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δέν θέλουμε νά κυριαρχούμαστε ἀπό τό ἀλλοτριωμένο Οἰκουμενιστικό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἐκκλησιαστικές–πνευματικές εὐθῦνες τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό παραπάνω θέμα εἶναι ἱστορικῶς τεράστιες. Γι’ αὐτό καί ταπεινῶς, Σᾶς παρακαλοῦμε, θερμῶς, ὡς πνευματικούς μας Πατέρες, νά ἀκούσετε τήν ἔμπονη φωνή μας.
Ἐμεῖς, ὡς Βορειοελλαδίτες, ἐξαιτίας τῆς Οἰκουμενιστικῆς ἐκκλησιαστικῆς πολιτικῆς τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, θέλουμε νά παραμείνουνε ἐκκλησιαστικῶς στήν δικαιοδοσία τῆς Αὐτοκεφάλου Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος. Δέν θέλουμε νά κυριαρχούμαστε ἀπό τό ἀλλοτριωμένο Οἰκουμενιστικό πνεῦμα τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου. Οἱ ἐκκλησιαστικές–πνευματικές εὐθῦνες τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος στό παραπάνω θέμα εἶναι ἱστορικῶς τεράστιες. Γι’ αὐτό καί ταπεινῶς, Σᾶς παρακαλοῦμε, θερμῶς, ὡς πνευματικούς μας Πατέρες, νά ἀκούσετε τήν ἔμπονη φωνή μας.
Εὐχαριστῶ, γιά
τήν προσοχή καί τήν ὑπομονή σας
http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr
Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016
Το '21 και οι Συντελεστές του, Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός
[ Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995
(απόσπασμα) ]
Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις
Ενα από τα
φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας-αυτόχρημα αναιρετικό της
ιστορικής επιστήμης- είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ίστορικών
δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δέν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και
ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ενα δε από τά ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής
για τόν Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη
ιστορία, είναι το 1821, ή Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Εθνους και ο
αληθινός χαρακτήρας της. Το '21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους και
γι' αυτό όλες oι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να
σφετερισθουν τη δόξα του.
Μια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το '21 με ένα πνεύμα
αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται
στους συντελεστές του. Γι' αυτούς το '21 είναι "σημείον αντιλεγόμενον
(Λουκ.2,34) καί ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος
"να ξαναγραφεί η ιστορία". Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, που
επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της
παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως
πολεμείται η θέση του "ανωτέρου" (λεγομένου) Κλήρου(1) στόν Αγώνα και
αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του Ράσου σ' αυτόν. Επισημαίνονται προδοσίες,
χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα
"επιχειρήματα" όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και
ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η
ιδεολογικοποιημένη αυτή "ιστορική ερμηνεία" αναπαράγεται, συνεχώς,
και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις.
Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων ειναι η
Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πρίν ακόμη γνωρίσει την
ιστορική αλήθεια.
Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των οργανωτών αυτής της
πανηγυρικής συνάξεως, θά προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα: Ποιά η συμβολή
του Κλήρου στον Αγώνα; Ωφέλησε ή έβλαψε το Γένος; Ποιά ή συμμετοχή του
γενικότερα στην ανάσταση του Γένους; Στάθηκε στο πλευρό του ή αδιαφόρησε;
Μπορούμε να μιλούμε για αντίδραση ή αδιαφορία; Θά προσεγγίσουμε τα ερωτήματα
αυτά μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, ελέγχοντας τη στάση του Κλήρου κατά την
πορεία προς τον Αγώνα και κατά τη διεξαγωγή του. Σκοπός μας δεν ειναι μια
(ανώφελη και προκλητική) απολογητική υπέρ του Κλήρου -τότε θά ίσχυε το αρχαίο:
"το τας ιδίας ευεργεσίας υπομιμνήσκειν τινί ίδιον τω υβρίζειν"- αλλά
η αντικειμενική, κατά το δυνατόν, ερμηνεία.
1. Το δiλημμα "συνύπαρξη ή αντίσταση" και η
δυναμική του (2).
Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση
του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμος με τη νέα
κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στή μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή
η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατο μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι
αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H
διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προυπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο
παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054).
'Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι
την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 - φραγκική επιβουλή απέναντι στην
Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στούς φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι
καί πολιτικοί. Οi πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στίς θεωρητικές αναζητήσεις τους με
τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά
λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και
πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας ("Βυζαντίου"), ή σύγκρουση
των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στό θεωρητικό επίπεδο, αλλ' επηρέασε όλο το φάσμα
της ζωής.
Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι τήν Ορθόδοξη- Ρωμαίικη
ταυτότητα (πού γιά το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι
Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ' ως
θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θά έχει πάντοτε στήν
ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ' αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα
πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο
αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: "Και
διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους
το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το
εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και
(=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ' του και καβαλλίκευσέ
τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει
o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη..."(3). O άγιος Κοσμάς έδινε,
έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες - ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να
κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της
ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να
κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα(4). Αντίθετα οι
φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν
λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν
προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική
ελευθερία. Παρ'όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε
την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η
αντίθεσή τους, χωρίς νά γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση.
Βέβαια, κατά τόν γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν,
διότι μ'αυτούς "διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η
ακεραιότητα του Ελληνικού λαου"(5).
Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική
κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε,
κατ' ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος
(1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο
Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θά
έπαιρνε αυτή η "συνεργασία". Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά,
διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά
πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους
(13,1: "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιυ
εξουσία, ειμή από Θεού..."), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο:
"πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις" (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα
τυραννικά καθεστώτα, όχι στούς τυράννους, έχει όρια ("εν οις εντολή του
Θεού μη εμποδίζηται", κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται
ορθόδοξα ως "ταύτιση", αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη
(χριστιανικά δικαιωμένη) έπιλογή.
Βέβαια, στο σημείo αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος
εδώ αφορά στο Ράσο στο σύνολό του καί όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η
Εκκλησία, σε κάθε εποχή, εχει την αποστολή της Μάνας. Νά προφυλάσσει καί νά
σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θά οδηγούσε σε αποτυχία καί
καταστροφή, θά καταλογιζόταν πάντα εναντίον της,(6). Η ανοχή και
διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος
συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στίς οποίες
διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις
ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Τά εκκλησιαστικά κείμενα,
ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι
σκοπός τους ηταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε
να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του
διαθέσεις. Oι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών
αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη τής Πύλης απέναντί τους και,
συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.
Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική
διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη
διακυβέρνηση του Κράτους καί τή δημιουργία ενός "Οθωμανικού Κράτους του
Ελληνικού ΄Εθνους". Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της
Ρωμανίας/"Βυζαντίου") θά ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη
βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των
Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική
Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων)
στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό
δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης "συνεργασίας"
μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της
αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής
πολιτικής ηγεσίας.
Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη, ότι ""η Εκκλησία
εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων
κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου(6α). Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι
θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται
από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σέ όλο του το φάσμα, δεν έχει να
δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και
στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο
σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα
Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν
επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού
και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο "Γραικός" (l6ος
αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.
Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είυαι, ότι δεν υπάρχει
εξέγερση του υποδούλου Γένους, στήν οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί καί
Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (καί πολύτιμη) "Ιστορία του Νέου
'Ελληνισμού" του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή.
Και δεν ήσαν λίγα τά επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους(7). Περισσότερες
από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τά έπαναστατικά
κινήματα σ' όλη τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη
ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν
Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού
λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα
επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν
συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη
δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών
αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των
Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον
ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της "'Ιεράς Συμμαχίας" (από το 1815).
γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός καί ιδίως η
Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το '21(8), όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να
βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να
επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να
προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι πα- ρά ένας σταθμός στη
μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.
Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στήν οποία ανήκαν
κατά κανόνα και oι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει
να έπιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα
απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί
προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία καί αποτελεσματικοτερη για το Γένος
αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του έαυτού τους(9). Διότι, μη
ξεχνάμε, το πρόβλημα της εκχύσεως του αίματος των άλλων, ακόμη και σε περίπτωση
"νόμιμης" άμυνας ή απελευθερωτικής εξεγέρσεως, στήν ήσυχαστική
(αυθεντική δηλαδή) ορθόδοξη συνείδηση δεν βρίσκει εύκολα λύση. Οι Νεομάρτυρες
ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση τού μαρτυρίου. Η ομολογία τους
αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της
υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα καί τον εθνισμό τους.
Σ'όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους
κρυπτοχριστιανούς, πού άληθινά ή οχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή,
στέκονταν oι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και
στήριγμα της συνειδήσεως τών υποδούλων άδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν
μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι
διακρίυονται όχι μόνο για ηρωϊσμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, πού
άποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν
ήταν το μίσος, εναντίον τών κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό καί τους
ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.
Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων
αποδεικνύουν τή συμμετοχή καί του Ράσου στήν αντίστασή τους, όπως και την
ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Oι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για
την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι).
Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε
μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η
καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους,
βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του
Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση
της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.
Σ' αυτήν όμως τη συνάφεια θα ήθελα να δηλώσω, ότι ακλόνητη
πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στη μελέτη τόσο της τάσεως για περιορισμένη
συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και εκείνης για αντίσταση, είναι η σύγκλιση
τελικά, και των δύο προς ένα κοινό στόχο: την αποκατάσταση του Γένους. Η
διαφορά εντοπιζόταν στον τρόπο θεωρήσεως του αιτήματος και στα χρησιμοποιούμενα
μέσα, όχι όμως στη στοχοθεσία. Δεν είναι η μόνη περίπτωση παρόμοιων
"διχασμών" του Γένους.
Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα
παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του
Γένους.Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια
"προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού"(10). Δεν ήσαν,
πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας ("κρυφά" σχολεία), καταφυγής και
προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή
αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του"(11). Ησαν και
αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το
'21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της
επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν
επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον
πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την έθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι'
αυτήν.
Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και
προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: "Τ'
άγια τα μοναστήρια, οπού 'τρωγαν ψωμί oι δυστυχισμένοι [...] από τους κόπους
των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των
Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν
(=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ'αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα
μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον
θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των
εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις
το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα"(12).
Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για
να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρο αγώνα της ανεξαρτησίας.
Με αφετηρία την καθαρά ορθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ότι δεν τον
παρερμηνεύουμε, αν την αναφορά του στο δυτικό μοναχισμό την ερμηνεύσουμε με
βάση την εθνική προσφορά των Μοναχών μας. Η φράση "δεν ήταν καπιτσίνοι
δυτικοί" για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά
τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του "τυράννου" (Πάπα ή Φράγκου
Αυτοκράτορα). ΄Ηταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν.
Πόσοι όμως παρόντες σ' αυτόν εδώ το χώρο δεν έχετε τις προσωπικές σας εμπειρίες
για τον εθνικό ρόλο των Μοναστηριών και των Μοναχών μας -ακόμη και των Μοναζουσών-στους
νεώτερους αγώνες του ΄Εθνους, όπως η αντίσταση 1941-44; Είναι μια προσφορά
αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ' όλα
αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθιυά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν
συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά
ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του '21(13), φωτεινοί Ηγέτες καί φλογεροί
Επαναστάτες.
2. Το Ράσο στην Επανάσταση του '21
Η συμμετοχή του
Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του
'21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν
έχει σχέση, όπως θά δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή
αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική
αποκατάστασή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του
Κλήρου μέσω της "περιορισμένης συνεργασίας" με τον κατακτητή. 'Ηταν η
ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την
παλαιά έκταση και ευκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά:
"αυτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο". Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας
Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο
"Θούριό" του: "Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι καί Ρωμηοί,
αράπηδες και άσπροι, μέ μιά κοινή ορμή, για την ελευθερίαν νά ζώσωμεν
σπαθί".
Μετά το κίνημα του 'Αλ.Υψηλάντη θά αλλάξει αυτός ο
ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος
της Εθναρχίας(14). Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους, θά ενταχθεί ο
Αγώνας στο πλαίσιο της άρχής των εθνικοτήτων -καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως,
στοχεύοντας όχι πια στήν ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός
μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα "στριμωχνόταν" κυριολεκτικά
(πρβλ.το 1922) το Ελληνικό ΄Εθνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη
στο Ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης.΄Ετσι ο αγώνας του
'21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία
της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο
χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό
χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ' ουσίαν "αρχαιοελληνικό". Θα
είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικου θέματος όχι μόνο εναντίον των
Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαίικης Εθναρχίας, ως συνέχειας της
"Ρωμαϊκής Βασιλείας" των "Βυζαντινών"(15). Το
πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) ειναι η απτή
επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.
Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ράσου -και μάλιστα του
Οικουμενικού Πατριαρχείου- στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και
αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και
αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των
Ρωμηών(16). Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ'όλη
τή διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση νά τήν επιβεβαιώσουν.
"Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτον ο
λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος,
ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι"(17). Ο ιστορικός του l9ου
αιώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: "Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και
κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα
επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας(18).
Ο εθνικός ιστορικός μας Κ.Παπαρρηγόπουλος ομολογεί:
"...Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών,
ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και
των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν"(19)
Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ.
Κόκκινος, ο Δ.Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι.Συκουτρής, ο Κ.Βοβολίνης, ο
Ν.Τωμαδάκης, ο Απ.Βακαλόπουλος κ.α.(20) Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του
Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και
άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει
ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ'
όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ' όχι ιστορικός), ο
Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά.(21). Oι θέσεις αυτές
επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς καί άσχετους με την
ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το "ΔΕΛΤΙΟΝ" της
Ο.Λ.Μ.Ε.(22), για. να διαπιστώσει πώς αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες
για το '21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Tο τραγικά απελπιστικό όμως είναι,
ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο
της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται
"παλαιομοδίτες" στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι
μαρξιστές στορικοί, έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτου και
απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την
προπολεμική θεωρία του "λαϊκισμού (π. χ. Λεων. Στρίγκας). ΄Ετσι, ο Π.
Ρουσος δέχεται τήν επανάσταση του '21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί:
"Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα"(23).
Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ.
Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά. (24). Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης
σήμερα θέση είυαι, ότι η Επανάσταση του '21 ειναι εθνικοαπελευθερωτική, με
κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά μία, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες
δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει
εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που αναιρεί κάθε δυνατότητα
ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.
΄Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής
ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ΄Αγιος
Γρηγόριος Ε'(25). Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της
εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών
κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός
εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που
απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές
αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να άπαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη τον
Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως;
Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε
αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του
στα σχέδια της Φιλικής(26). Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος
αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του
Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική.
Μπορεί όμως να "έρμηνευθεί" ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το
κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής
του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)- ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής
σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως(27)) Απερίγραπτες
θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων,
με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του
Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε
φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών(28)) Εκτελέσεις Φαναριωτών
(Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.(29).
Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός
ήταν πράξη ανάγκης και "στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου"; (Νικοπόλεως
Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον
αφορισμό, Αλ.Υψηλάντη: "Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας
στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν.
Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν
και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου"(30). Μόνο, λοιπόν, μετά από τήν
γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο
πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως "προδότης" του
Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών(31). Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά
τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ δε ο αφορισμός δεν
είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή
του, το "σχοινί του Πατριάρχη" ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυναμική,
διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο ΄Εθνος.
Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και
τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή
αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για
"εκατοντάδες αρχιερέων" (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των
οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα(32). ΄Εχουν όμως έτσι τα
πράγματα;
Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους
200, στίς 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους
Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας(33). Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180,
οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιυαν τους 20(34). Ποια ήταν, λοιπόν, η
συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία(35).
Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της
δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην "καθ' ημάς
Ανατολήν" δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι'
αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της
τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές
του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: "0ί Φιλικοί [...] επεδίωξαν να δώσουν
χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι' αυτό προσηλύτισαν
και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς"(36). Το επίθετο
("μερικούς") απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν
ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.
Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της
Πελοποννήσου(37), κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας:
" Η Φ. Ε. [...] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες
κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες"(38). Η αλήθεια είναι, ότι ως
Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα
στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες
αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες,
χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι.
Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του
έργου της Εταιρείας. Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι oι Αρχιερείς
υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω
του υψηλού κύρους τους στον Λαό(39). Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν
με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν.
Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία:
Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%(40).
Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα
στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο
Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε
είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε',
Κύριλλος ΣΤ') και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες.
Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται
συνολικά σε 6.000(41).
Υπάρχει όμως και το "εξ αντιθέτου" επιχείρημα. H
μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον
Αγώνα του '21(42). 'Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι "τον λαόν (της
Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι
έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις
τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους"(43). Ο δε Ζανί Ζαντέ
σημειώνει: "Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των
Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων"(44).
Διά να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε, ότι ενίοτε
τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας
στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν.
Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή
Κοσμά Φλαμιάτου (1786- 1852)(45). Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον
Αγώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε "ίνα διεγείρη
την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά
του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον
σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής
Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτω ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι
και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες
εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν,
αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν..."(46).
Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του
Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.
Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο ειναι η
συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις ("οπλοφορία") και σε
μια συνωμοτική Εταιρεία, όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη
"εμμέσως" από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη
συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ'
αυτό ακριβώς, πιστεύουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Οτι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν
αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλοτρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο
Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί.
Σημαντικό όμως είναι, ότι θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής
Εταιρείας, σ' αντίθεση με τους σημεριυούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς
ορθοδόξους όμως αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. O Γενάρχης της
Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις, που στρέφονταν εναντίον της... Γι' αυτό
μιλήσαμε παραπάνω για "θυσία" και "αυθυπέρβαση" του Ράσου.
Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος(47). Η
Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάσθηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο ΄Οθωνας
στα 1833 θα πάρει για τους ΄Ελληνες, πολιτικά και εκκλησιαστικά, τη θέση του
Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη.Η αγανάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζεται, ακριβώς,
στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αιτιάσεις των επικριτών του Κλήρου. Το Ράσο
θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.
Συμπερασματικά:
Η συμμετοχή του
Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της
παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο
του ιατρού στο "Πνευματικόν Ιατρείον" της Εκκλησίας για την
πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η
Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού
χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, μέ σκοπό να σώζει απλώς
την ιστορική διάσταση.
Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική,
πρωτοστατεί σ'όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο
απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τόν άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει
την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου
προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με
το Θεό καί\ι τού\υς συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και
αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία
εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως
εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική(48).
Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους
εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της
ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως
απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας(49). H
εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία
δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση
με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού
δυναμισμού. Γι' αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο
΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και
συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου
φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις
προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το λάθος αυτο διαπράττεται συχνά, και όχι μόνο από
"αθεολόγητους". Oι βαθμοί της Ιερωσύνης (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος και
Διάκονος) συναποτελούν τον ανώτερο κλήρο. Στον κατώτερο κλήρο ανήκουν oι
(χειροθετημένοι και όχι εντός του αγίου βήματος χειροτονημένοι) υποδιάκονοι,
ψάλτες, αναγνώστες κ.λπ.
2. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία…, Αθήνα 1989, σ. 85 ε.ε.
Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ιδεολογικά Ρεύματα του Ελληνισμού της Τουρκοκρατίας,
Ιωάννινα 1974.
3. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ.
269-70.
4. Ας Θυμηθούμε τα προφητικά για σήμερα λόγια του Γάλλου
περιηγητή Μαλέρμπ (MALHERBE) προς τον Μακρυγιάννη: "...΄Ενα θα σας βλάψη
έσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα σ' εσάς πολύ
τυπωμένηι" (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ.,
σ. 415).
5. Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν.
Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360.
6. Χαρακτηριστική η περίπτωση του μητροπολίτου Τρίκκης
Διονυσίου, του επικαλουμένου "Σκυλοσόφου". Εκαμε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις
(1600 και 1611), προσχωρώντας μάλιστα και στον παπισμό,με αντάλλαγμα την
υπόσχεση βοήθειας, που δεν ήλθε φυσικά ποτέ. Oι συνέπειες της άποτυχίας ήταν,
για το λαό κυρίως, οδυνηρές, όπως φανερώνει το σχετικό δημοτικό τραγούδι:
"Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και
ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα
χανδάκια κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. 'Εδώ αρπάζουν κόρακες κι
εκεί oι Γιαουντζήδες.
Δεν έχ' η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. Ki εσένα
το τομάρι σου το στείλανε στην ΙΙόλη,
να τρων oι κότες πίτουρα, να νταβουλάν oι Γύφτοι, για να
ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι..".
6α. Βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής
Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104.
7. Αναφέρουμε τα σημαντικότερα:
- Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση
(l5ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
- Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
- Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ηπειρο, Μακεδονία,
Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ,
Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου
Ράλλη (1595/98).
-Εξεγέρσεις μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 καί
1611).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατων (l7ος αι.). - Εξέγερση
αγροτών Νάξου ( 1641 ). - Κρητικός πόλεμος (1645-1669).
-Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και
αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση
του βαλκανικου χώρου ( 1716).
-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση
Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).
-Ανταρσία Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ.
8. Βλ. Ν. Τωμαδάκη, ΄Ητο εθνικόν ή κοινωνικόν κίνημα η
ελληνική εθνεγερσία; Στο περ. ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ Γ' (1970/71), σ. 5 έ. έ.
9. Βλ. τον τόμο: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εις τιμήν
και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 612,
με σπουδαίες μελέτες και την παλαιότερη για το θέμα βιβλιογραφία.
10. Ιστορία..., τόμ. β', σ. 229.
11. Βλ. το κεφάλαιο: "Η Εκκλησία και ο Ελληνικός
Λαός" στου Στ. Ράνσιμαν, όπ.π. , σ. 659 ε..
12. Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα, Αθήνα 1983,
σ. 163/4.
13. Αγιορείτης ήταν ο πατριάρχης Αγαθάγγελος, όπως και ο
Μαρωνείας Κωνστάντιος καί ο Ηρακλείας Ιγνάτιος. Στη Μονή Φιλοσόφου Δημητσάνας
"μαθήτευσαν" ο Αργολίδος Γρηγόριος, ο Π.Πατρον Γερμανός, ο Τριπόλεως
Δανιήλ, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος κ.π.ά. Ο Χριστιανουπόλεως
Γερμανός στο Μ. Σπήλαιο, ο Χίου Δανιήλ στη Ν. Μονή Χίου, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος
στη μονή Αγ. Θεοδώρων, ο Κύπρου Κυπριανός στη μονή Μαχαιρά Κύπρου, κ.λπ. Από
Μονές ξεκίνησαν επίσης ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος.
14. Βλ. Το κεφάλαιο "Το ανολοκλήρωτο '2l" στου Γ.
Δ. Μεταλληνού, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, Αθήνα 1989(2), σ. 191
15. Βλ. τη σπουδαία ανάλυση του καθηγ. π.Ιωάννου Ρωμανίδου,
στο έργο του: Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989(2), σ. ιδ' έ. ε.
16. Ph. Sherrard, Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό, Αθήνα 1971,
σ. 296 έ.
17. Θ.Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ.
Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29.
18. Χρ.Βυζαντίου, Ιστορία τακτικού στρατού, σ. 265. Βλ. στου
Π. Γεωργαντζή, Oι Αρχιερείς και το Είκοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189.
19. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, τομ.
7, Αθήναι 1925 σ. 216/17.
20. Παραθέματα βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 190 ε. έ.
Πρβλ. σ. 248 έ. ε. "Διακηρύξεις εθνοσυνελεύσεων", "κρίσεις
συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικων".
21. Παραθέματα σχετικά βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π. σ.197
έ.έ. και 234 ε.έ. Για να γίνει συνειδητή η φθορά εκ μέρους του δυτικού
διαφωτισμού, αρκεί να σημειώσουμε, οτι μεταξύ των επικριτών του Πατριάρχου
Γρηγορίου Ε' δεν είναι μόνο μαρξιστές, αλλά και ο χριστιανος καθηγ. Αλέξ.
Τσιριντάνης. Στο ίδιο, σ.198-99: Το Οικουμ. Πατριαρχείο "δεν ήθελε την
Επανάσταση και ο Πατριάρχης τήν άφώρισε. Βρέθηκαν μερικοί να πουν πως τάχα ο
τρομερός αφορισμός ήλθε και στον Μωριά και ήθελε να δέσει τα χέρια του Θεοδώρου
Κολοκοτρώνη. Θα μπορούσε βέβαια, ο Πατριάρχης να είχε κατά κάποιο τρόπο
διαμηνύσει στο λαό, να μη πάρουν στα σοβαρά τον αφορισμό. Τέτοιο πράγμα όμως
δεν έγινε, γιατί απλούστατα, ο αφορισμός ήταν αληθινός και
"σπουδαίος". "Εγινε στα σοβαρά, σοβαρώτατα” (Βλ. Αλεξ.
Τσιριντάνη, Το Εικοσιένα, στο περιοδ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ, τευχ. 195, Ιανουαρ. 1977, σ.
2). Το κείμενο του καθηγ. Τσιριντάνη, αποδεικνύει, ότι η
"παρερμηνεία" δεν είναι προνόμιο "αντορθοδόξων" και
"ανθελληνικών" ιδεολογιών. Το τραγικό όμως στην περίπτωση, και
σκανδαλώδες συνάμα για σοβαρό και ανεγνωρισμένο επιστήμονα, είναι όχι μόνο η
απουσία γνώσεως, αλλά και ενδιαφέροντος (στά 1977!) για γνώση της σχετικής με
το θέμα βιβλιογραφίας, που δίνει απάντηση στα μετέωρα ερωτήματά του. Από
πλευράς δε στενά επιστημολογικής διερωτάται κανείς, αν ο επιστήμων δικαιούται να
αδιαφορεί για το λόγο των ειδικών στην έρευνα. Και μια αφελής απορία: Και αν
ακόμα ο άγιος Πατριάρχης "είχε διαμηνύσει στο λαό...κ.λπ." (καί είχε
πράγματι "διαμηνύσει". Βλ.Ι. Μ. Χατζηφώτη, ο Γρηγόριος ο Ε' μέσα από
τα έγγραφα και τις πηγές τον αγώνα, Αθήνα 1988, σ. 21 έ. έ.), πού θα τα εύρισκε
ο Αλ. Τσιριντάνης; τοιχοκολλημένο σε κάποια δημόσια πλατεία; Καλά έλεγε ο
μακαρίτης καί "άθεος" Γιάννης Σκαρίμπας, "από τήν ψώρα του Κοραή
δεν απαλλάχθηκε ακόμη το "Εθνος"...
22. Βλ. το τεύχος Μαρτίου 1983, έτ.34/τεύχος 556, σ. 3:
"Οι κοτσαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος στην πλειοψηφία τους είτε σύρθηκαν
στην επανάσταση, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά μπροστά στο γενικό
ξεσηκωμό, είτε προσχώρησαν υστερόβουλα, αποβλέποντας σε μια νέα μορφή
κυριαρχίας πάνω στον επαναστατημένο λαό(...). Ο ανώτερος κλήρος, με λίγες
φωτεινές εξαιρέσεις, πολέμησε την επανάσταση με τα μέσα που διέθετε και με
επικεφαλής τους Πατριάρχες των αφορισμων (Γρηγόριο Ε', Πολύκαρπο Ιεροσολύμων).
Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π. σ. 201. Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι το πνεύμα
του "λαϊκισμού" εμποδίζει το κείμενο να λάβει υποδομή τις περιπτώσεις
που αρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, με την απειλή των όπλων κράτησαν τμήματα του
λαου τίς μάχες, εμποδίζοντας την λιποταξία τους. ΄Ετσι καταντά η ερμηνεία
μονομερής και ιδεολογική.
23. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π., σ. 238 έ.
24. Στο ίδιο.
25. Τις νεώτερες μελέτες για το πρόσωπο βλ. στη
Βιβλιογραφία.
26. Βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, οπ.π.
27. Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου
Γρηγορίου του Ε' εις την έκθεσιν του Ολλανδου Επιτετραμμένου
Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 έ.
28. Μπορεί να αποκληθεί πρώτος μάρτυρας του Αγώνος της
Ανεξαρτησίας μας.
29. Η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ.
ΙΒ', σ. 32 και 36 (Α. Δεσποτόπουλος) γράφει σχετικά: "...Επικρίθηκε εν
τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και
έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τί θά
πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις
αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την
σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες
κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και
ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο,
ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών".
30. Βλ. Ιστορία του 'Ελλην. Εθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τομ.
ΙΒ', σ. 130β.
31. Κατά την "Προκήρυξη" του Σουλτάνου (YAFTA),
"ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά
δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την
συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του [...] γνωρίζων δέ ο ίδιος και
υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί
επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε [...], όμως ένεκα της εμφύτου
διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς
[...], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα
κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως.…" (Γ. Ζώρα, όπ. π., σ. 9). Ο
Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται
σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων, όπως ο Γ. Καρανικόλας .ή ο Αλ. Τσιριντάνης...
32. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 263 έ.
33. Στο ίδιο, σ. 206 έ. ε.
34. Στο ίδιο, σ. 210-11.
35. Βλ. την εκτενή και εμπεριστατωμένη έκθεση τού Π.
Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 261 ε. έ.
36. Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία τής 'Ελληνικής
'Επαναστάσεως, σ. 144. Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 214, σ. 463.
37. Π. Γεωργαντζή, ό.π., σ. 215 ε. έ.
38. Το Εικοσιένα και η αλήθεια, τ. Α', σ. 59 και Β', σ. 93.
39. Ο Th. Gordon λ.χ., ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελλην.
Επαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τομ. Α', σ. 134) γράφει: "Δεν τολμούμε να
βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι
συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο
Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους
Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της".
40. Βλ. στον Π. Γεωργαντζή, σ. 240.
41. Λεπτομερή ανάλυση βλ. στο ίδιο, σ. 281 ε.έ.
42. Βλ. τις μελέτες: Νικηφ. Μοσχοπούλου, Ιστορία της
Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήναι 1960. Ι.
Παπαϊωάννου, Ιστορικές Γραμμές, τ. Α', Λάρισα 1979.
43. Ν. Μοσχοπούλου, ό.π., σ. 167. Ι. Παπαϊωάννου, όπ.π., σ.
240.
44. Ν. Μοσχοπούλου, σ.107. Ι. Παπα'ίωάννου, σ. 240.
45. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ (1786- 1852).
"Ενας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο Ελληνικό Κράτος, ανάτ. από τη
ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 'Αθήναι 1987
46. Κοσμά Φλαμιάτου, "Απαντα" εκδόσεις
"Σπανός"), Αθήναι 1976, σ. 96/7.
47. Για το ίδιο πράγμα "κατηγορεί" το Οικουμενικο
Πατριαρχείο και ο Ράνσιμαν: "Δεν θα μπορούσε το Πατριαρχείο να ειχε γίνει
η δύναμη, που θα συγκέντρωνε τον ορθόδοξο κόσμο και έτσι θα εξουδετέρωνε τις
κεντρόφυγες τάσεις του βαλκανικού εθνικισμού; H ευκαιρία χάθηκε. Το Πατριαρχείο
μάλλον ελληνικό, παρά Οικουμενικό". (όπ. π. σ. 694)
48. Βλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Η θρησκευτική αξία της εθνικής
ελευθερίας, στήν Ε. Ε. τής Θ. Σχ. του Π. Α., τ. Κ' (1973), σ. 41-70.
49. Γ. Δ. Μεταλληνού, "Θεολογία Απελευθερώσεως" και
"Θεολογία Ελευθερίας", στο περ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. ΛΒ' (1989), σ. 51-61.
http://www.myriobiblos.gr/
http://www.romanity.org/