Σελίδες

Τρίτη 29 Μαρτίου 2016

«Μπο­ρεῖ μί­α Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους καί νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά τήν ἕ­ως τώ­ρα ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας;»



 
Δημήτριος Τσελεγγίδης Καθηγητής 

Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης



Εἰσήγηση τοῦ καθηγητοῦ Δημητρίου Τσελεγγίδη στὴν ἡμερίδα γιὰ τὴ Μεγάλη Σύνοδο 


(Ἡ πρό­κλη­ση τῆς μέλ­λου­σας νά συ­νέλ­θει  Με­γά­λης Συ­νό­δου) 


Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι, Σε­βα­στοί Πα­τέ­ρες, Ἀ­γα­πη­τοί καί ἀ­γα­πη­τές Σύ­νε­δροι καί ἐν Χρι­στῷ ἀ­δελ­φοί! 

Ἀ­πό τή θέ­ση αὐ­τή αἰ­σθά­νο­μαι τό χρέ­ος, νά εὐ­χα­ρι­στή­σω -ἐκ καρ­δί­ας καί δη­μο­σί­ως- τόν φι­λό­ξε­νο καί φλο­γε­ρό ἀ­γω­νι­στή Οἰ­κο­δε­σπό­τη, τόν Ποι­μέ­να τόν κα­λό, τόν τι­μη­θέν­τα κα­τ’ ἐ­πα­νά­λη­ψη καί ἐ­ξαι­ρέ­τως μέ τόν ὀ­νει­δι­σμό τοῦ Χρι­στοῦ, τόν Μη­τρο­πο­λί­τη Πει­ραι­ῶς κ. Σε­ρα­φείμ, γιά τήν με­γα­λει­ώ­δη πα­νελ­λα­δι­κή δι­ορ­γά­νω­ση τοῦ πα­ρόν­τος Θε­ο­λο­γι­κοῦ-Ἐ­πι­στη­μο­νι­κοῦ Συ­νε­δρί­ου, καί μά­λι­στα τήν κρί­σι­μη αὐ­τή χρο­νι­κή στιγ­μή, γιά τήν ὑ­πεύ­θυ­νη ἐ­νη­μέ­ρω­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή τό πραγ­μα­τευ­ό­με­νο ἐ­δῶ θέ­μα ὑ­περ­βαί­νει τά ὅ­ρια τῆς Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας καί ἀ­φο­ρᾶ τήν ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ὀρ­θό­δο­ξη καί μό­νη, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α. 

Ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δος φαί­νε­ται, ἀ­πό τήν ἕ­ως τώ­ρα δι­α­δι­κα­σί­α καί θε­μα­το­λο­γί­α της, νά δι­α­ψεύ­δει τό ἐ­πί­δο­ξο ὄ­νο­μά της. 

Μά­λι­στα, θά μπο­ρού­σα­με βά­σι­μα νά ὑ­πο­στη­ρί­ξου­με, ὅ­τι κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση εἶ­ναι Ἁ­γί­α. Καί αὐ­τό...



τό λέ­με, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ ἐλ­λείμ­μα­τος συ­νο­δι­κό­τη­τας, πού ἔ­χει. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ σο­βα­ροῦ ἐλ­λείμ­μα­τος Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας, πού τήν δι­έ­πει. Τό με­γά­λο ἔλ­λειμ­μα Ὀρ­θο­δό­ξου αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας πι­στο­ποι­εῖ­ται, ἀ­ναμ­φι­βό­λως καί κα­τε­ξο­χήν, ἀ­πό τήν ἐ­σφαλ­μέ­νη Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­α, πού εἰ­ση­γεῖ­ται στό πρός ψή­φι­ση Κεί­με­νο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον».

Ἀ­πό τά πα­ρα­πά­νω εἶ­ναι σα­φές, ὅ­τι ἡ ἐν λό­γω Σύ­νο­δος δέν εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Κα­τά συ­νέ­πεια, δέν μπο­ρεῖ νά εἶ­ναι Ἁ­γί­α. Ἀλ­λά, κα­τ’ ἐ­πί­φα­ση, εἶ­ναι καί Με­γά­λη. Μᾶλ­λον, θά ἔ­πρε­πε νά αὐ­το­χα­ρα­κτη­ρι­σθεῖ ὡς μι­κρή, ἀ­φοῦ σ’ αὐ­τήν θά πα­ρευ­ρε­θοῦν λί­γοι, καί μά­λι­στα κα­τ’ ἐ­πι­λο­γήν Ἐ­πί­σκο­ποι. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, εἶ­ναι μιά δι­ηυ­ρη­μέ­νη Σύ­νο­δος Προ­κα­θη­μέ­νων. Ἡ συν­τρι­πτι­κή πλει­ο­ψη­φί­α τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν θά εἶ­ναι ἀ­πόν­τες καί χω­ρίς δυ­να­τό­τη­τα ψή­φου ἀ­πό ἐ­κεῖ, ὅ­που ἀ­ναγ­κα­στι­κά βρί­σκον­ται, ἀ­δυ­να­τών­τας ἔ­τσι νά ἐκ­φρά­σουν τήν δογ­μα­τι­κή συ­νεί­δη­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τους.


Εἰ­δι­κό­τε­ρα, ἀ­πό τήν Ἑλ­λα­δι­κή Ἐκ­κλη­σί­α θά πα­ρευ­ρε­θοῦν σ’ αὐ­τήν λι­γό­τε­ροι τοῦ ἑ­νός τρί­του τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της, ἐ­νῶ ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α τῆς Ρω­σί­ας οὔ­τε τό ἕ­να δέ­κα­το τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της. Στήν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, οὔ­τε οἱ πα­ρόν­τες Ἐ­πί­σκο­ποι ἔ­χουν ἄ­με­ση ψῆ­φο, στήν ἐν λό­γω Σύ­νο­δο, ἀ­φοῦ καί αὐ­τή ἡ ψῆ­φος τους θά ἐκ­φρα­στεῖ μό­νον διά τοῦ Πρώ­του, καί μό­νον ἐ­άν εἶ­ναι πλει­ο­ψη­φοῦ­σα ψῆ­φος, στό πλαί­σιο τῆς ἀν­τι­προ­σω­πεί­ας τῆς Το­πι­κῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρᾶγ­μα, σα­φῶς ἀν­τι-Κα­νο­νι­κό καί ἀ­μάρ­τυ­ρο στήν Ἱ­στο­ρί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Πρό­κει­ται μᾶλ­λον γιά μιά πα­ρω­δί­α Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου, στήν ὁ­ποί­α δέν θά εἶ­ναι πα­ρόν­τες ὅ­λοι οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Ἐ­πί­σκο­ποι. Ἔ­τσι, ἄ­θε­λά μας, μᾶς πα­ρα­πέμ­πει καί στήν ἐ­πί δι­κτα­το­ρί­ας «ἀ­ρι­στίν­δην» Σύ­νο­δο! Ἀλ­λά καί τήν «ἀ­ρι­στίν­δην» τήν ξε­περ­νᾶ κα­τά πο­λύ σέ ἀν­τι­κα­νο­νι­κό­τη­τα. 



Στό ἐ­ρώ­τη­μα τοῦ θέ­μα­τός μας, ἄν μπο­ρεῖ δη­λα­δή μιά Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἡ εὐ­θεί­α καί εἰ­λι­κρι­νής ἀ­πάν­τη­ση, ἀ­πε­ρί­φρα­στα, εἶ­ναι ἀρ­νη­τι­κή. Κα­μί­α Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος δέν μπο­ρεῖ νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἐ­άν βέ­βαι­α θέ­λει νά ἐκ­φρά­σει ἀ­λα­θή­τως τή δι­α­χρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας, ὡς τῆς μό­νης Μί­ας, Ἁ­γί­ας, Κα­θο­λι­κῆς καί Ἀ­πο­στο­λι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, σύμ­φω­να πάν­τα μέ τόν Ὅ­ρο, τόν γνω­στό καί ὡς Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως, τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. 



Τά δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ὡς πι­στευ­ό­με­να καί βι­ού­με­να ἀ­πό τούς πι­στούς, εἶ­ναι σω­τή­ρια. Ἔ­χουν δη­λα­δή σω­τη­ρι­ο­λο­γι­κό χα­ρα­κτῆ­ρα, για­τί συμ­πυ­κνώ­νουν τό ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κό πε­ρι­ε­χό­με­νο τῆς ζω­ῆς τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι θε­αν­θρώ­πι­νη, καί δι­ο­χε­τεύ­ε­ται μυ­στη­ρια­κῶς στό σῶ­μα της ἀ­πό τήν ζω­ο­ποι­ό καί θε­ο­ποι­ό Κε­φα­λή της, τόν Υἱ­ό τοῦ Θε­οῦ, τόν Ἕ­να τῆς Τριά­δος. 



Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποί μας δέν πη­γαί­νουν στίς Συ­νό­δους, γιά νά ψη­φί­σουν ὅ­σα ἄλ­λοι Ἐ­πί­σκο­ποι καί Θε­ο­λό­γοι ἑ­τοί­μα­σαν πρίν ἀ­π’ αὐ­τούς καί χω­ρίς αὐ­τούς, ἀλ­λά γι’ αὐ­τούς. Πο­λύ δέ πε­ρισ­σό­τε­ρο, δέν πη­γαί­νουν, γιά νά ὑ­πο­γρά­ψουν ἐκ τῶν προ­τέ­ρων τό Ἀ­να­κοι­νω­θέν τῆς μέλ­λου­σας Συ­νό­δου. Ἡ πρά­ξη αὐ­τή ἀ­πο­τε­λεῖ ἀ­πα­ξί­ω­ση τῆς συ­νο­δι­κό­τη­τας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐμ­παιγ­μό τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος.

Οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι πη­γαί­νουν στήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς ἀ­νώ­τα­τοι ἐκ­κλη­σι­α­στι­κοί ἡ­γέ­τες τῶν Το­πι­κῶν τους Ἐκ­κλη­σι­ῶν, προ­κει­μέ­νου νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σουν -«ἐ­πί ἴ­σοις ὅ­ροις» μέ τούς συ­νε­πι­σκό­πους τους- τήν ὀρ­θή δι­δα­σκα­λί­α τῆς πί­στε­ως καί νά ἐκ­φρά­σουν τήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἔ­ναν­τι τῶν νέ­ων ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ων καί προ­κλή­σε­ων ἐν­τός τῶν νέ­ων δε­δο­μέ­νων, πάν­το­τε τα­πει­νά, ὡς «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις πα­τρά­σι». Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό, ἐ­νερ­γοῦν σύμ­φω­να μέ τήν Ἁ­γι­ο­πα­τε­ρι­κή Πα­ρά­δο­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. 



Ἐ­δῶ, ἀ­πε­ρί­φρα­στα καί μέ κά­θε σα­φή­νεια, πρέ­πει νά ποῦ­με, ὅ­τι δέν ὑ­πῆρ­ξε πο­τέ στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α κά­ποι­ος Ἐ­πί­σκο­πος ὡς «Πρῶ­τος ἄ­νευ ἴ­σων» (p­r­i­m­us s­i­ne p­a­r­i­b­us). Τό «Πρῶ­τος ἄ­νευ ἴ­σων» πού ξε­στό­μι­σε ὁ Μη­τρο­πο­λί­της Προύσ­σης Ἐλ­πι­δο­φό­ρος, εἰ­ση­γεῖ­ται τήν μο­νο­κρα­το­ρί­α στήν Ἐκ­κλη­σί­α, πρᾶγ­μα πού προ­ϋ­πο­θέ­τει, οὐ­σι­α­στι­κά, τήν κα­τά­λυ­ση τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς λει­τουρ­γί­ας τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας.

Γι’ αὐ­τό καί ὅ­σοι Ἐ­πί­σκο­ποι τό προ­βάλ­λουν γιά τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη, συγ­χέ­ουν ἀ­νε­πί­τρε­πτα τά «Πρε­σβεῖ­α τι­μῆς» μέ τήν πα­πι­κή ἀν­τί­λη­ψη τοῦ Πρω­τεί­ου καί σφάλ­λουν δογ­μα­τι­κῶς, εὑ­ρι­σκό­με­νοι «εἰς πλά­νην οἰ­κτράν». Ἡ θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς ἀ­μάρ­τυ­ρη ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή μας Ἱ­στο­ρί­α.Ὅ­ταν ὅ­μως συμ­βαί­νει, ὅ­πως τε­λευ­ταῖ­α, νά λέ­γε­ται, πα­ρα­πέμ­πει στήν αἱ­ρε­τι­κή δο­ξα­σί­α τοῦ πα­πι­κοῦ πρω­τεί­ου, ὅ­πως εἴ­πα­με. Καί τό ἀ­κό­μη τρα­γι­κό­τε­ρο εἶ­ναι, ὅ­ταν τό Πρω­τεῖ­ο αὐ­τό ἐ­πι­χει­ρεῖ­ται νά θε­με­λι­ω­θεῖ στό Τρι­α­δι­κό δόγ­μα, ἀ­πό τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Αὐ­τή ἡ δο­ξα­σί­α σα­φῶς αἱ­ρε­τί­ζει, ἀ­φοῦ εἰ­σά­γει κα­τά Δυ­τι­κή ἀ­πο­μί­μη­ση, τήν ἱ­ε­ραρ­χι­κή τά­ξη στήν Ἁ­γί­α Τριά­δα, ἡ ὁ­ποί­α βέ­βαι­α εἶ­ναι «ὑ­πέρ πᾶ­σαν τά­ξιν», κα­τά τόν ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ. 



Σέ πρό­σφα­τη Ἐ­πι­στο­λή μας πρός ὅ­λους τούς Ἐ­πι­σκό­πους τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας ἀ­νά τόν κό­σμον, στίς 3-2-2016, ὑ­πο­στη­ρί­ξα­με ὅ­τι «οἱ ἐμ­πνευ­στές καί συν­τά­κτες» τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου Κει­μέ­νου, «ἐ­πι­χει­ροῦν μιά θε­σμι­κή νο­μι­μο­ποί­η­ση τοῦ Χρι­στι­α­νι­κοῦ Συγ­κρη­τι­στι­κοῦ - Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ μέ μιά ἀ­πό­φα­ση Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου».

Ἐ­άν ψη­φι­στεῖ τό Κεί­με­νο αὐ­τό: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», δη­μι­ουρ­γεῖ­ται μέ­γι­στο πρό­βλη­μα ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῆς ὑ­πάρ­ξε­ως, τό­σο γιά ὅ­σους Ἐ­πι­σκό­πους τό ψη­φί­σουν, ὅ­σο καί γιά ὅ­σους ἀ­πό τό πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας θά τό ἀ­πο­δε­χτοῦν στήν πρά­ξη. Καί τοῦ­το, για­τί τό δογ­μα­τι­κό αὐ­τό ἀ­τό­πη­μα ἔ­χει τήν ἀ­να­φο­ρά του σέ Ὅ­ρο Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου. Μέ τό πα­ρα­πά­νω Κεί­με­νο, δη­λα­δή, δί­νε­ται ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς αἱ­ρε­τι­κούς ἤ ἑ­τε­ρο­δό­ξους τῆς Δύ­σε­ως (Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κους καί Προ­τε­στάν­τες), δι­ευ­ρυ­νο­μέ­νων ἔ­τσι, αὐ­θαι­ρέ­τως, τῶν Κα­νο­νι­κῶν ὁ­ρί­ων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. 



Εἰ­δι­κό­τε­ρα, τό ἀ­τό­πη­μα τοῦ πα­ρα­πά­νω Κει­μέ­νου ση­μαί­νει, πρα­κτι­κῶς, ἄρ­νη­ση συγ­κε­κρι­μέ­νου ἄρ­θρου τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, τό ὁ­ποῖ­ο ὁ­ρί­ζει σα­φῶς, ὅ­τι ὡς Ὀρ­θό­δο­ξοι πι­στεύ­ου­με εἰς Μί­αν, Ἁ­γί­αν, Κα­θο­λι­κήν καί Ἀ­πο­στο­λι­κήν Ἐκ­κλη­σί­αν. Στά Πρα­κτι­κά τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου δι­α­βά­ζου­με καί τίς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες ἀ­πό τή μή ἀ­κρι­βῆ ἀ­πο­δο­χή τοῦ Συμ­βό­λου της. «Ὅ­ποι­ος προ­σθέ­σει ἤ ἀ­φαι­ρέ­σει καί μί­α λέ­ξη ἀ­πό τό Σύμ­βο­λο-Ὅ­ρο αὐ­τό, νά ἀ­να­θε­μα­τί­ζε­ται, νά κα­θαι­ρεῖ­ται καί νά ἀ­φο­ρί­ζε­ται». Δη­λα­δή, πρα­κτι­κῶς, νά ἀ­πο­κό­πτε­ται ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς αἱ­ρε­τι­κός. Τά σχε­τι­κά ἀ­να­θέ­μα­τα ἐ­πα­να­λαμ­βά­νουν καί οἱ ἑ­πό­με­νες Οἰ­κου­με­νι­κές Σύ­νο­δοι. 



Ὅ­ταν λοι­πόν ὑ­πο­στη­ρί­ζου­με τά πα­ρα­πά­νω, δέν ἀ­πει­λοῦ­με αὐ­θαί­ρε­τα κα­νέ­ναν. Ἁ­πλῶς, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», κα­τα­θέ­του­με -ἐμ­πό­νως καί τα­πει­νῶς- τίς σα­φεῖς ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κές συ­νέ­πει­ες, πού ὁ­ρί­ζον­ται ἀ­με­τα­κλή­τως ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους γιά ὅ­σους ἀ­θε­τοῦν τήν δογ­μα­τι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Τό ἄρ­θρο 6 τοῦ συγ­κε­κρι­μέ­νου Κει­μέ­νου εἰ­ση­γεῖ­ται πνευ­μα­τι­κό ἔγ­κλη­μα σέ βά­ρος τῆς ἴ­διας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἐ­πει­δή ἐ­πι­χει­ρεῖ νά δι­α­φθεί­ρει τό σω­τή­ριο δόγ­μα τῆς Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γί­ας μας.

Μέ ἄλ­λη ἀ­φορ­μή, κα­τά τό πα­ρελ­θόν, σέ Ἐ­πι­στο­λή μας πρός Ἑλ­λα­δί­τη Ἐ­πί­σκο­πο, ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας, στούς Δι­με­ρεῖς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους, ἀ­να­φερ­θή­κα­με ἐ­κτε­νῶς στό ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα αὐ­τό θέ­μα. Θά ὑ­πεν­θυ­μί­σω κά­ποι­α ση­μεῖ­α τῆς Ἐ­πι­στο­λῆς αὐ­τῆς, ἐ­πει­δή δι­α­τη­ροῦν πλή­ρως τήν ἐ­πι­και­ρό­τη­τά τους καί ἑρ­μη­νεύ­ουν τή στο­χευ­μέ­νη με­θο­δο­λο­γί­α τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. 



Ρω­τού­σα­με τό­τε: «Μέ ποι­ά αἴ­σθη­ση αὐ­το­συ­νει­δη­σί­ας τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας προ­σέρ­χον­ται οἱ ἐκ­πρό­σω­ποί της στόν Δι­με­ρῆ Θε­ο­λο­γι­κό Δι­ά­λο­γο; Ἀ­κό­μα πιό συγ­κε­κρι­μέ­να, προ­σέρ­χε­ται ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α μας διά τῶν ἐκ­προ­σώ­πων της ὡς ἡ Μί­α, Ἁ­γί­α, Κα­θο­λι­κή καί Ἀ­πο­στο­λι­κή Ἐκ­κλη­σί­α; Ἤ ὡς δι­η­ρη­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ἡ ὁ­ποί­α ἀ­να­ζη­τᾶ τήν ὀν­το­λο­γι­κή ἑ­νό­τη­τά της στήν ἕ­νω­σή της μέ τούς κα­τά και­ρούς ἀ­πο­κομ­μέ­νους ἀ­πό αὐ­τήν ἑ­τε­ρο­δό­ξους; Στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως ὁ­μο­λο­γοῦ­με, ὅ­τι πι­στεύ­ου­με εἰς «Μί­αν... Ἐκ­κλη­σί­αν».

Ἀ­πό τήν δι­α­τύ­πω­ση αὐ­τή τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως προ­κύ­πτει, ὅ­τι ἡ ἑ­νό­τη­τα, ὡς θε­με­λι­ώ­δης ἰ­δι­ό­τη­τα τοῦ ἑ­νός –στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση ὡς ἰ­δι­ό­τη­τα τῆς Μί­ας Ἐκ­κλη­σί­ας-, εἶ­ναι τό ἀ­σφα­λές δε­δο­μέ­νο τῆς πί­στε­ώς μας. Στή συ­νεί­δη­ση τοῦ σώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἡ ἑ­νό­τη­τά της εἶ­ναι δε­δο­μέ­νο ὀν­το­λο­γι­κό, ἀ­πο­λύ­τως καί ἀ­με­τα­κλή­τως δι­α­σφα­λι­σμέ­νο ἀ­πό τήν Κε­φα­λή τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀ­πό τόν Χρι­στό, διά τῆς συ­νε­χοῦς πα­ρου­σί­ας τοῦ Πα­ρα­κλή­του Πνεύ­μα­τος σ’ αὐ­τήν, ἤ­δη ἀ­πό τήν Πεν­τη­κο­στή. Ἡ ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας -ὡς δογ­μα­τι­κή ἀ­λή­θεια- ἐκ­φρά­ζει τό­σο τήν αὐ­το­συ­νει­δη­σί­α της, ὅ­σο καί τήν πνευ­μα­τι­κή ἐμ­πει­ρί­α της.

Ἄν ὅ­μως ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι Μί­α –κα­τά τό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως- τό­τε, μέ τήν συ­νε­πῆ ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α καί κα­τά κυ­ρι­ο­λε­ξί­α, δέν μπο­ροῦν νά ὑ­πάρ­χουν ἑ­τε­ρό­δο­ξες ἐκ­κλη­σί­ες, οὔ­τε μη­τέ­ρες, ἀ­δελ­φές, θυ­γα­τέ­ρες καί ἐγ­γο­νές ἐκ­κλη­σί­ες, οὔ­τε φυ­σι­κά τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο εἶ­ναι Μη­τέ­ρα Ἐκ­κλη­σί­α μέ τήν συ­νε­πῆ θε­ο­λο­γι­κή-ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κή ἔν­νοι­α τοῦ ὅ­ρου. Ἡ Μί­α καί μό­νη –ἀ­δι­αί­ρε­τη πάν­τα– Ἐκ­κλη­σί­α γεν­νᾶ ὡς πνευ­μα­τι­κή μη­τέ­ρα, μυ­στη­ρια­κῶς, «δι’ ὕ­δα­τος καί πνεύ­μα­τος» τά μέ­λη της. Δέν γεν­νᾶ ἄλ­λες ἐκ­κλη­σί­ες.

Οἱ κα­τά τό­πους Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες ἀ­πο­τε­λοῦν φα­νέ­ρω­ση «ἐν τό­πῳ καί χρό­νῳ» τῆς Μί­ας καί μό­νης Ἐκ­κλη­σί­ας. Οὔ­τε, βέ­βαι­α, μπο­ρεῖ ἡ Ἐκ­κλη­σί­α νά εἶ­ναι ταυ­τό­χρο­να Μί­α καί δι­η­ρη­μέ­νη, για­τί δι­αί­ρε­ση ση­μαί­νει κα­τά­τμη­ση ἑ­νός ὅ­λου σέ δύ­ο ἤ πε­ρισ­σό­τε­ρα μέ­ρη. Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ θε­ώ­ρη­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας ὡς δι­η­ρη­μέ­νης, σή­με­ρα, ἀν­τί­κει­ται σα­φῶς στήν ρη­τή δι­α­τύ­πω­ση τοῦ Συμ­βό­λου τῆς Πί­στε­ως, πρᾶγ­μα πού συ­νε­πά­γε­ται –κα­τά τά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων– κα­θαί­ρε­ση καί ἀ­φο­ρι­σμό, κα­τά πε­ρί­πτω­ση, σέ ὅ­ποι­ον ἐμ­μέ­νει στη θε­ώ­ρη­ση αὐ­τή». 



Τά λέ­με καί τώ­ρα αὐ­τά ἀ­κρι­βῶς, ἐ­πει­δή τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Ἄρ­θρο 6 -τοῦ ὑ­πο­βαλ­λο­μέ­νου Κει­μέ­νου πρός ἔγ­κρι­ση ἀ­πό τήν μέλ­λου­σα καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο- ἐμ­φα­νί­ζει κα­τά ἀν­τι­φα­τι­κό καί ἐν­τε­λῶς ἀ­θε­ο­λό­γη­το τρό­πο τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀ­φ’ ἑ­νός ὡς τήν «Μί­αν... Ἐκ­κλη­σί­αν», καί ἀ­φ’ ἑ­τέ­ρου τήν ἐκ­πε­φρα­σμέ­νη διά τῶν ἀν­τι­προ­σώ­πων της –καί ὄ­χι μό­νο- ἄ­πο­ψη, ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν καί ἄλ­λες «Ἐκ­κλη­σί­ες» –σα­φῶς ἑ­τε­ρό­δο­ξες–, τήν ἱ­στο­ρι­κή πα­ρου­σί­α τῶν ὁ­ποί­ων ἀ­να­γνω­ρί­ζει καί στο­χεύ­ει στήν ἑ­νό­τη­τα μέ αὐ­τές.

Οἱ Ὀρ­θό­δο­ξοι Οἰ­κου­με­νι­στές, δη­λα­δή, θε­ω­ροῦν τίς ἑ­τε­ρό­δο­ξες Θρη­σκευ­τι­κές Κοι­νό­τη­τες ὡς τμή­μα­τα τῆς δῆ­θεν δι­η­ρη­μέ­νης Ἐκ­κλη­σί­ας καί ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν δῆ­θεν ἐ­πα­νέ­νω­ση τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, ἀν­τί νά ἐρ­γά­ζον­ται γιά τήν ἐ­πι­στρο­φή τους. Ἐ­πι­δι­ώ­κουν τήν ἑ­νό­τη­τα μέ αὐ­τές, πα­ρά τό γε­γο­νός, ὅ­τι αὐ­τές δέν δη­λώ­νουν -ἕ­ως καί σή­με­ρα- κα­μί­α δι­ά­θε­ση ἀρ­νή­σε­ως τῶν δογ­μα­τι­κῶν ἀ­πο­κλί­σε­ών τους ἀ­πό τήν Μί­α καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α. Αὐ­τό ὅ­μως εἶ­ναι στήν πρά­ξη ὁ πα­ναι­ρε­τι­κός -πνευ­μα­τι­κῶς δυ­σώ­δης- καί πο­νη­ρό­τα­τος Συγ­κρη­τι­στι­κός Οἰ­κου­με­νι­σμός. Γι’ αὐ­τό καί ἀ­κρι­βο­λο­γοῦ­με θε­ο­λο­γι­κά, ὅ­ταν μι­λοῦ­με γιά Οἰ­κου­με­νι­στι­κή κα­κο­δο­ξί­α, ἡ ὁ­ποί­α πρέ­πει καί συ­νο­δι­κά νά κα­τα­δι­κα­στεῖ. 



Τό ἐ­ξαι­ρε­τι­κά θλι­βε­ρό εἶ­ναι ἀ­κό­μη, ὅ­τι ὅ­λα σχε­δόν τά Κεί­με­να τῆς Ε΄ Προ­συ­νο­δι­κῆς Δι­α­σκέ­ψε­ως, πού ἦρ­θαν ὡς θέ­μα­τα τῆς Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης Συ­νό­δου -ὅ­ταν συμ­βαί­νει νά γνω­ρί­ζει κα­νείς καί τήν προ­ϊ­στο­ρί­α τους-, δι­α­πνέ­ον­ται λί­γο ἤ πο­λύ ἀ­πό τό πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Γι’ αὐ­τό καί κυ­ρι­αρ­χοῦν­ται ἀ­πό ἀν­τι­φά­σεις καί σκό­πι­μες ἀ­σά­φει­ες, πού ἐ­πι­δέ­χον­ται πολ­λές ἑρ­μη­νεῖ­ες. Καί τοῦ­το σέ σα­φῆ ἀν­τί­θε­ση πρός τά σω­τή­ρια δόγ­μα­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού δι­α­κρί­νον­ται γιά τήν σα­φή­νεια, τήν ἀ­κρί­βεια καί τήν πλη­ρό­τη­τα τῶν θε­ο­λο­γι­κῶν νο­η­μά­των τους. 



Ἐ­πει­δή τά δόγ­μα­τα τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων χρι­στια­νῶν ἀ­πο­τε­λοῦν τήν συμ­πύ­κνω­ση τῆς δυσ­σε­βοῦς ζω­ῆς, ὅ­πως ἀν­τι­στοί­χως τά σω­τή­ρια καί εὐ­σε­βῆ δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας συ­νι­στοῦν τήν συμ­πύ­κνω­ση καί ὁ­ρι­ο­θέ­τη­ση τῆς πί­στε­ως καί τῆς ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κῆς ζω­ῆς της, 



Καί ἐ­πει­δή τό πρός ψή­φι­ση ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κοῦ, δη­λα­δή δογ­μα­τι­κοῦ χα­ρα­κτῆ­ρα, Κεί­με­νο: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», εἶ­ναι σα­φῶς Οἰ­κου­με­νι­στι­κό καί ὡς τέ­τοι­ο δι­α­φθεί­ρει καί κα­τα­λύ­ει ὑ­παρ­ξια­κῶς τήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θε­αυ­τήν, καί τήν συ­νε­πα­γό­με­νη ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ζω­ή της, 



Γι’ αὐ­τό, 

Ἀ­πευ­θυ­νό­με­νοι ἀ­πό τό Θε­ο­λο­γι­κό αὐ­τό Συ­νέ­δριο, Σε­βα­στοί μας Συ­νο­δι­κοί Ἱ­ε­ράρ­χες τῆς μέλ­λου­σας, «Ἁ­γί­ας καί Με­γά­λης» Συ­νό­δου –πα­ρά τόν σε­βα­σμό στόν θε­σμό πού ἐκ­προ­σω­πεῖ­τε καί πα­ρά τόν σε­βα­σμό στό σε­πτό πρό­σω­πό Σας, κα­θε­αυ­τό-, ἐ­μεῖς πα­ρα­μέ­νον­τας «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», Σᾶς δη­λώ­νου­με μέ παρ­ρη­σί­α, μέ κά­θε σα­φή­νεια καί με­τά λό­γου γνώ­σε­ως, ὅ­τι δέν θά ἀ­πο­δε­χθοῦ­με τήν ἐν­δε­χό­με­νη κα­κή ἐ­πι­λο­γή Σας νά ὑ­περ­ψη­φί­σε­τε τό πα­ρα­πά­νω Οἰ­κου­με­νι­στι­κό Κεί­με­νο, ἀλ­λά καί κά­θε ἄλ­λη δι­ά­τα­ξη τῶν Κει­μέ­νων, ἐ­φ’ ὅ­σον συμ­βαί­νει αὐ­τά νά ἀν­τί­κειν­ται στό δι­α­χρο­νι­κά εὐ­σε­βές φρό­νη­μα τῆς Ἁ­γι­ω­τά­της Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί τοῦ­το, για­τί ἡ εὐ­σέ­βεια ἀ­πορ­ρέ­ει καί προ­κύ­πτει ἀ­πό τήν κα­θα­ρό­τη­τα καί ἀ­κρί­βεια τῆς δογ­μα­τι­κά ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νης πί­στε­ώς μας. 



Ἀ­κό­μη εἰ­δι­κό­τε­ρα, τό Ἄρ­θρο 6 τοῦ Κει­μέ­νου: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον», πού κα­τα­τέ­θη­κε πρός ψή­φι­ση ἀ­πό τούς Ἀρ­χι­ε­ρεῖς, οἱ ὁ­ποῖ­οι θά λά­βουν μέ­ρος, ὡς συ­νο­δι­κοί, στήν μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Ἁ­γί­α καί Με­γά­λη Σύ­νο­δο, οὐ­σι­α­στι­κά εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να εἶ­δος «πο­λι­τι­κοῦ γά­μου» μέ ἑ­τε­ρο­γε­νῆ συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη.

Πρό­κει­ται, δη­λα­δή, γιά ἕ­να μή φυ­σι­ο­λο­γι­κό γά­μο. Γι’ αὐ­τό καί τά συμ­βαλ­λό­με­να μέ­ρη δέν μπο­ροῦν νά γί­νουν ἕ­να ὀρ­γα­νι­κό σῶ­μα, καί κυ­ρί­ως ἕ­να πνεῦ­μα, στό ὁ­ποῖ­ο στο­χεύ­ει ὁ χρι­στι­α­νι­κός, ἐκ­κλη­σι­α­στι­κός γά­μος. Ἐ­δῶ, τό συγ­κε­κρι­μέ­νο Ἄρ­θρο 6 εἰ­ση­γεῖ­ται ἕ­να εἶ­δος πνευ­μα­τι­κῆς συμ­βι­ώ­σε­ως -ἑ­νώ­σε­ως- τοῦ Πνεύ­μα­τος τῆς Ἀ­λη­θεί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μέ τά ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα τῆς πο­νη­ρί­ας, τά ὁ­ποῖ­α δι­έ­πουν τίς ἑ­τε­ρό­δο­ξες λε­γό­με­νες ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς θε­σμι­κῆς ἀ­πο­στα­σί­ας τους ἀ­πό τά εὐ­σε­βῆ δόγ­μα­τα τῆς Ὀρ­θο­δο­ξί­ας. Ἕ­νας τέ­τοι­ος ὅ­μως «ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κός γά­μος» εἶ­ναι τε­λεί­ως ἀ­πα­ρά­δε­κτος, ὡς ἀ­συμ­βί­βα­στος μέ τήν ὥς τώ­ρα καί εἰς τούς αἰ­ῶ­νες δι­α­χρο­νι­κή ταυ­τό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. 



Κα­νείς ἀ­πο­λύ­τως, προ­σω­πι­κῶς ἤ θε­σμι­κῶς, δέν δι­και­οῦ­ται νά ὁ­ρι­ο­θε­τή­σει δι­α­φο­ρε­τι­κά τά ὥς τώ­ρα ὅ­ρια τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού ὁ­ρί­στη­καν ἀ­πα­ρεγ­κλί­τως ἀ­πό τίς Οἰ­κου­με­νι­κές Συ­νό­δους. Εἶ­ναι θε­ο­λο­γι­κά ἀ­δι­α­νό­η­το νά ὀ­νο­μα­στοῦν καί νά ἀ­να­γνω­ρι­στοῦν, ὡς ἐκ­κλη­σί­ες, ἐ­κεῖ­νες οἱ Θρη­σκευ­τι­κές Κοι­νό­τη­τες, πού ἐ­ξα­κο­λου­θοῦν νά φρο­νοῦν ὅ,τι καί ἐ­κεῖ­νοι πού κα­τα­δι­κά­στη­καν, κα­θαι­ρέ­θη­καν καί ἀ­φο­ρί­στη­καν τε­λε­σι­δί­κως καί ἀ­πο­κό­πη­καν ἀ­πό τήν Μί­α καί μό­νη Ἐκ­κλη­σί­α, ὡς αἱ­ρε­τι­κοί. Ἄν οἱ αἱ­ρε­σιά­ρχες ὀ­νο­μά­στη­καν ἀ­πε­ρι­φρά­στως ἀ­πό τούς θε­ο­φό­ρους Πα­τέ­ρες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὡς πνευ­μα­τι­κῶς «φρε­νο­βλα­βεῖς», καί ἀ­πό τήν ὑ­μνο­λο­γί­α τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας «ὡς ἀ­νιά­τως νο­σή­σαν­τες», πῶς πρέ­πει νά θε­ω­ρη­θοῦν ἤ νά ὀ­νο­μα­στοῦν ἐ­κεῖ­νοι ἀ­πό τούς Ὀρ­θο­δό­ξους, πού ὑ­πο­στη­ρί­ζουν τήν θε­σμι­κή ἀ­να­γνώ­ρι­ση τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων λε­γο­μέ­νων ἐκ­κλη­σι­ῶν, Ψευ­δο­εκ­κλη­σι­ῶν, ἰ­σο­τί­μως πρός τίς Το­πι­κές Ὀρ­θό­δο­ξες Ἐκ­κλη­σί­ες; 



Κα­τά συ­νέ­πεια, εἶ­ναι ἐν­τε­λῶς πα­ρά­λο­γο Θε­ο­λο­γι­κά -Ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κά καί πνευ­μα­τι­κά- μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους. Κά­τι τέ­τοι­ο θε­ω­ρη­τι­κά καί πρα­κτι­κά εἶ­ναι αὐ­το­κα­τα­στρο­φι­κό γιά τήν Ἐκ­κλη­σί­α, πού ὁ­μο­λο­γοῦ­με στό Σύμ­βο­λο τῆς Πί­στε­ως. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­μως, δέν μπο­ρεῖ νά αὐ­το­κτο­νή­σει -ὄ­χι μό­νο για­τί αὐ­τό εἶ­ναι πα­ρά­λο­γο, ἀλ­λά καί για­τί αὐ­τό ἀν­τί­κει­ται στήν ταυ­τό­τη­τά της, ὡς Θε­αν­θρω­πί­νου, Ζω­ο­ποι­οῦ, Μυ­στη­ρια­κοῦ Σώ­μα­τος τοῦ Χρι­στοῦ, ὁ Ὁ­ποῖ­ος νί­κη­σε τόν θά­να­το καί οἰ­κο­δό­μη­σε τήν Ἐκ­κλη­σί­α Του, ἔ­τσι ὥ­στε, κα­τά τήν ἀ­ψευ­δῆ δι­α­βε­βαί­ω­σή Του, «πῦ­λαι Ἄ­δου οὐ κα­τι­σχύ­σου­σιν αὐ­τῆς» (Ματθ. 16,18). Ἑ­πο­μέ­νως, ὁ πα­ρών ἀ­γώ­νας ἀ­φο­ρᾶ ἐ­μᾶς τούς ἴ­διους, ὡς Ὀρ­θο­δό­ξους πι­στούς, γιά τό χρέ­ος τῆς ὁ­μο­λο­γί­ας μας ἐν Χρι­στῷ καί ὄ­χι τήν Ἐκ­κλη­σί­α, κα­θε­αυ­τήν. 



Ἡ «Ὀρ­θό­δο­ξος Ἐκ­κλη­σί­ας μας» -ἔ­γρα­φε ὁ ὅ­σιος Πα­ΐ­σιος ὁ Ἁ­γι­ο­ρεί­της σέ Ἐπι­στο­λή του πρός τόν Πα­τριά­ρχη Ἀ­θη­να­γό­ρα στίς 23/1/1969- «δέν ἔ­χει καμ­μί­αν ἔλ­λει­ψιν. Ἡ μό­νη ἔλ­λει­ψις πού πα­ρου­σι­ά­ζε­ται, εἶ­ναι ἡ ἔλ­λει­ψις σο­βα­ρῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν καί Ποι­μέ­νων μέ πα­τε­ρι­κές ἀρ­χές. Εἶ­ναι ὀ­λί­γοι οἱ ἐ­κλε­κτοί, ὅ­μως δέν εἶ­ναι ἀ­νη­συ­χη­τι­κό. Ἡ Ἐκ­κλη­σί­α εἶ­ναι τοῦ Χρι­στοῦ καί Αὐ­τός τήν κυ­βερ­νά­ει». 



Οἱ ἑ­τε­ρό­δο­ξοι βρί­σκον­ται -θε­σμι­κά- «εἰς χώ­ραν μα­κράν» τῆς πα­τρι­κῆς οἰ­κί­ας. Ὁ μό­νος τρό­πος νά βρε­θοῦν στήν πα­τρι­κή «χώ­ρα τῶν ζών­των» εἶ­ναι νά ἐ­πι­στρέ­ψουν ἐν με­τα­νοί­ᾳ ἀ­πό ἐ­κεῖ πού ἔ­φυ­γαν. Νά ἀρ­νη­θοῦν τήν ἑ­τε­ρο­δο­ξί­α τους, γιά νά μπο­ρέ­σουν νά ἐν­τα­χθοῦν στό Ζω­ο­ποι­ό, Μυ­στη­ρια­κό Σῶ­μα τοῦ Χρι­στοῦ. 



Ἡ μέλ­λου­σα νά συ­νέλ­θει Σύ­νο­δος, ἄν δέν κα­τα­δι­κά­σει ἀ­πε­ρί­φρα­στα τόν Οἰ­κου­με­νι­σμό καί ἄν δε­χτεῖ τά Κεί­με­να, πού συ­νι­στοῦν τήν θε­μα­το­λο­γί­α της ὡς ἔ­χουν, ἤ ἄν προ­βεῖ σέ τρο­πο­ποι­ή­σεις, πού δέν ἀ­φαι­ροῦν τό ἐκ­κο­σμι­κευ­μέ­νο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα πού τά δι­α­πνέ­ει, δέν πρό­κει­ται νά τήν ἀ­πο­δε­χτεῖ τό χρι­στε­πώ­μυ­μο πλή­ρω­μα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, πού θέ­λει πάν­το­τε νά εἶ­ναι «ἑ­πό­με­νο τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι». Οἱ ὅ­ποι­ες ἀ­πο­φά­σεις της μέ Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα, θά πα­ρα­μεί­νουν κε­νό γράμ­μα γιά τόν πι­στό λα­ό, τόν φύ­λα­κα τῆς πί­στε­ως τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας, κα­τά τήν Συ­νο­δι­κή Ἀ­πό­φα­ση τῶν Πα­τρια­ρχῶν τοῦ 1848. 



Ἡ ἴ­δια ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος, στήν πε­ρί­πτω­ση αὐ­τή, θά πα­ρα­μεί­νει στήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Ἱ­στο­ρί­α ὡς Ψευ­δο­σύ­νο­δος, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τοῦ 449 στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­πως ἐ­κεί­νη τῆς Λυ­ών καί ὅ­πως ἐ­κεί­νη τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας. 



Ἐ­μεῖς θά προ­σευ­χό­μα­στε, ἐμ­πό­νως, νά δο­θεῖ ἡ σύγ­χρο­νη μαρ­τυ­ρί­α τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου πί­στε­ως ἀ­πό τούς συν-ο­δι­κούς Ἐ­πι­σκό­πους, πρός δό­ξαν τοῦ ἐν Τριά­δι Θε­οῦ καί πρός εὐ­α­ρέ­στη­ση τοῦ πι­στοῦ λα­οῦ τοῦ Θε­οῦ. 



Ἄ­με­ση καί ὀρ­γα­νι­κή σχέ­ση μέ τό πρός Εἰ­σή­γη­ση θέ­μα μας, ἄν μπο­ρεῖ δη­λα­δή μί­α Σύ­νο­δος Ὀρ­θο­δό­ξων νά προσ­δώ­σει ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἔ­χει καί τό Ἄρ­θρο 20 τοῦ ἴ­διου Κει­μέ­νου: «Σχέ­σεις τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας πρός τόν λοι­πόν χρι­στι­α­νι­κόν κό­σμον». Τό Ἄρ­θρο αὐ­τό εἶ­ναι, πο­νη­ρῶς, ἀ­σα­φές καί δη­μι­ουρ­γεῖ θε­ο­λο­γι­κή σύγ­χυ­ση, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς ὑ­πο­νο­ού­με­νης πα­ρερ­μη­νεί­ας τῶν Κα­νό­νων στούς ὁ­ποί­ους ἀ­να­φέ­ρε­ται. Τί λέ­ει, ἀ­κρι­βῶς, τό Ἄρ­θρο αὐ­τό; «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν προσ­δι­ο­ρί­ζον­ται πάν­το­τε ἐ­πί τῇ βά­σει τῶν κα­νο­νι­κῶν κρι­τη­ρί­ων τῆς ἤ­δη δι­α­μορ­φω­μέ­νης Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς Πα­ρα­δό­σε­ως (Κα­νό­νες 7 τῆς Β΄ καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων)­». 



Θά ἀ­να­φερ­θοῦ­με στούς Κα­νό­νες αὐ­τούς δι’ ὀ­λί­γων καί σέ σχέ­ση μέ τό θέ­μα μας. Μέ ἄλ­λα λό­για, στό Ἄρ­θρο αὐ­τό γί­νε­ται λό­γος γιά τήν Ἐκ­κλη­σι­α­στι­κή Πα­ρά­δο­ση, ὅ­πως αὐ­τή δι­α­μορ­φώ­θη­κε μέ τά κρι­τή­ρια τῶν Κα­νό­νων 7 τῆς Β΄ Οἰ­κου­με­νι­κῆς καί 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς. Ἀλ­λά, οἱ ἐν λό­γῳ Κα­νό­νες ἀ­να­φέ­ρον­ται, πο­λύ συγ­κε­κρι­μέ­να, στόν τρό­πο ἐν­τά­ξε­ως στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν ἐ­κεί­νων, πού ἀρ­νοῦν­ται τήν αἵ­ρε­σή τους, πού ἐκ­φρά­ζουν τήν ἐ­πι­θυ­μί­α νά ἐν­τα­χθοῦν στήν «με­ρί­δα τῶν σω­ζο­μέ­νων», δη­λα­δή στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ὅ­που καί μό­νον σώ­ζε­ται ὁ ἄν­θρω­πος. 



Ὡς ἐκ τού­του, εἶ­ναι προ­φα­νές, ὅ­τι τό ὑ­πο­νο­ού­με­νο τῆς δι­α­τυ­πώ­σε­ως τοῦ Ἄρ­θρου 20: «Αἱ προ­ο­πτι­καί τῶν Θε­ο­λο­γι­κῶν Δι­α­λό­γων τῆς Ὀρ­θο­δό­ξου Ἐκ­κλη­σί­ας με­τά τῶν ἄλ­λων χρι­στι­α­νι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν καί Ὁ­μο­λο­γι­ῶν», συν­δέ­ε­ται ὀρ­γα­νι­κῶς μέ τό Ἄρ­θρο 6, ὅ­που γί­νε­ται ἐ­πί­σης λό­γος γιά τούς Θε­ο­λο­γι­κούς Δι­α­λό­γους «μέ ἀν­τι­κει­με­νι­κόν σκο­πόν», ὅ­πως χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά ση­μει­ώ­νε­ται, «πρός προ­λεί­αν­σιν τῆς ὁ­δοῦ τῆς ὁ­δη­γού­σης πρός τήν ἑ­νό­τη­τα». Τό «πε­ρί­ερ­γο» εἶ­ναι, ὅ­τι σέ κα­νέ­να Ἄρ­θρο τοῦ εἰ­σα­γό­με­νου πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση Κει­μέ­νου δέν γί­νε­ται λό­γος γιά κά­ποι­ες προ­ϋ­πο­θέ­σεις ἤ κρι­τή­ρια ἀ­πο­δο­χῆς καί ἐν­τά­ξε­ως τῶν δι­α­λε­γο­μέ­νων στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α.

Καί ἐ­πει­δή οἱ προ­α­να­φερ­θέν­τες Κα­νό­νες τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, μέ κά­θε σα­φή­νεια, θέ­τουν τίς προ­ϋ­πο­θέ­σεις αὐ­τές καί τά κρι­τή­ρια, τό­σο στίς πε­ρι­πτώ­σεις πού θά πρέ­πει νά τη­ρη­θεῖ ἡ ἀ­κρί­βεια ὅ­σο καί στίς πε­ρι­πτώ­σεις πού μπο­ρεῖ νά ἰ­σχύ­ει ἡ οἰ­κο­νο­μί­α -ὡς προ­σε­κτι­κοί ἀ­να­γνῶ­στες- ἀν­τι­λαμ­βα­νό­μα­στε, ὅ­τι οἱ Εἰ­ση­γη­τές τοῦ ἐ­πί­μα­χου Κει­μέ­νου μᾶς πα­ρα­πέμ­πουν ἀ­νο­μο­λό­γη­τα στή λε­γό­με­νη «Βα­πτι­σμα­τι­κή Θε­ο­λο­γί­α». Θε­ω­ροῦν, δη­λα­δή, ὅ­τι οἱ δι­α­λε­γό­με­νοι Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κοί καί Προ­τε­στάν­τες εἶ­ναι βα­πτι­σμέ­νοι χρι­στια­νοί. Ἀλ­λά ἀ­να­γνώ­ρι­ση μυ­στη­ρί­ων ἐ­κτός τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας δέν ὑ­φί­στα­ται. Ἁ­πλῶς ὑ­πάρ­χουν δι­α­βαθ­μι­σμέ­νοι τρό­ποι ἀ­πο­δο­χῆς τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν. 



Οἱ Κα­νό­νες ὅ­μως 7 καί 95 εἰ­ση­γοῦν­ται τήν ἀ­πο­δο­χή τῶν αἱ­ρε­τι­κῶν, ὅ­ταν πρό­κει­ται γιά Οἰ­κο­νο­μί­α, μέ τή θε­με­λι­ώ­δη προ­ϋ­πό­θε­ση-κρι­τή­ριο ὅ­τι ἔ­χει τη­ρη­θεῖ ἡ ἀ­κρί­βεια τοῦ τύ­που τοῦ Βα­πτί­σμα­τος, δη­λα­δή ἡ τρι­πλῆ κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση. Αὐ­τή ἀ­κρι­βῶς ἡ προ­ϋ­πό­θε­ση δέν τη­ρεῖ­ται ἀ­πό τούς Δυ­τι­κούς δι­α­λε­γο­μέ­νους χρι­στια­νούς μέ μᾶς. Οἱ Δυ­τι­κοί μέ ἀ­πό­φα­ση Οἰ­κου­με­νι­κῆς κα­τ’ αὐ­τούς Συ­νό­δου, τῆς ἐν Τρι­δέν­τῳ τῆς Ἰ­τα­λί­ας (1545-1563), κα­θι­έ­ρω­σαν -ἀν­τί τῆς τρι­πλῆς κα­τα­δύ­σε­ως- τήν διά ραν­τι­σμοῦ ἤ ἐ­πι­χύ­σε­ως νε­ροῦ ἐ­πί τῆς κε­φα­λῆς, τήν ὑ­πο­κα­τά­στα­ση, δη­λα­δή, τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος. 



Κα­τά συ­νέ­πεια, ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ γιά τούς Δυ­τι­κούς, ἐ­πει­δή οἱ Δυ­τι­κοί δέν ἔ­χουν τίς ἀ­πα­ραί­τη­τες προ­ϋ­πο­θέ­σεις γιά τήν ἐ­φαρ­μο­γή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας, πού εἶ­ναι ἡ τή­ρη­ση τοῦ βα­πτι­σμα­τι­κοῦ τύ­που, ἡ τρι­πλῆ δη­λα­δή κα­τά­δυ­ση καί ἀ­νά­δυ­ση στό νε­ρό τοῦ Μυ­στη­ρί­ου τοῦ Βα­πτί­σμα­τος.

Ἐ­πι­προ­σθέ­τως, ὅ­μως, δέν μπο­ρεῖ νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ σέ ὅ­λους τούς Δυ­τι­κούς χρι­στια­νούς (Ρω­μαι­ο­κα­θο­λι­κούς καί Προ­τε­στάν­τες) ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας καί ἐ­ξαι­τί­ας τοῦ f­i­l­i­o­q­ue, τό ὁ­ποῖ­ο, εἰ­σά­γον­τας τήν ἰ­δι­ό­τυ­πη «υἱ­ο­πα­το­ρί­α» στήν ἐκ­πό­ρευ­ση τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, πα­ρα­πέμ­πει στήν «θε­ο­μά­χον τοῦ Σα­βελ­λί­ου συ­στο­λήν», κα­τά τόν Ἅ­γιο Γρη­γό­ριο τόν Πα­λα­μᾶ, ἤ στό «δόγ­μα τοῦ Σα­βελ­λί­ου», κα­τά τόν Ἅ­γιο Μᾶρ­κο τόν Εὐ­γε­νι­κό (βλ. M­a­n­si ­3­1­A, 832C), ἤ «εἰς ἕ­τε­ρόν τι τέ­ρας ἡ­μι­σα­βέλ­λιον», κα­τά τόν Μέ­γα Φώ­τιο (PG 102, 289ΑΒ). Καί τά λέ­με αὐ­τά πάν­το­τε, σύμ­φω­να μέ τόν Κα­νό­να 95 τῆς Πεν­θέ­κτης Οἰ­κου­με­νι­κῆς Συ­νό­δου, ὁ ὁ­ποῖ­ος ἀ­να­φε­ρό­με­νος στούς Σα­βελ­λια­νούς, πού προ­σέρ­χον­ται στήν Ὀρ­θο­δο­ξί­α, συ­νι­στᾶ -αἰτιολογημένα- τήν βά­πτι­σή τους, ὅ­πως καί τήν βά­πτι­ση τῶν Ἐ­θνι­κῶν. Συγ­κε­κρι­μέ­να ὁ Κα­νό­νας αὐ­τός ὁ­ρί­ζει: «Εὐ­νο­μια­νούς μέν­τοι τούς εἰς μί­αν κα­τά­δυ­σιν βα­πτι­ζο­μέ­νους, καί Μον­τα­νι­στάς.­.. καί Σα­βελ­λια­νούς τούς υἱ­ο­πα­το­ρί­αν δο­ξά­ζον­τας.­.. πάν­τας τούς ἀ­π’ αὐ­τῶν θέ­λον­τας προ­στί­θεν­ται τῇ Ὀρ­θο­δο­ξί­ᾳ, ὡς Ἕλ­λη­νας δε­χό­με­θα.­.. ἐ­ξορ­κί­ζο­μεν με­τά τοῦ ἐμ­φυ­σᾶν τρί­τον εἰς τό πρό­σω­πον.­.. καί τό­τε βα­πτί­ζο­μεν». 



Ἔ­χου­με τήν γνώ­μη, ὅ­τι οἱ λό­γοι τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας γιά τήν εἰσ­δο­χή τῶν Δυ­τι­κῶν Χρι­στια­νῶν ἔ­χουν ἐ­κλεί­ψει. Ἀ­πε­ναν­τί­ας, ὑ­φί­σταν­ται διτ­τῶς, ὅ­πως προ­εί­πα­με, οἱ λό­γοι τῆς ἀ­κρι­βεί­ας τῶν μνη­μο­νευ­θέν­των Ἱ­ε­ρῶν Κα­νό­νων. Οἱ Δυ­τι­κοί ὀ­φεί­λουν νά κα­τη­χη­θοῦν, νά ἀ­να­θε­μα­τί­σουν τίς αἱ­ρε­τι­κές πλά­νες τους, νά ἐ­ξορ­κι­στοῦν καί νά βα­πτι­στοῦν, προ­κει­μέ­νου νά ἐν­τα­χθοῦν «τῇ με­ρί­δι τῶν σω­ζο­μέ­νων». Ἀ­πό τήν με­λέ­τη τῶν Πρα­κτι­κῶν τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων προ­κύ­πτει, ὅ­τι ἡ Ἐκ­κλη­σί­α οὐ­δέ­πο­τε προ­σέ­δω­σε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό­τη­τα στούς αἱ­ρε­τι­κούς καί οὐ­δέ­πο­τε ἔ­δω­σε ἐγ­κυ­ρό­τη­τα στά μυ­στή­ρια τῶν ἑ­τε­ρο­δό­ξων καί οὐ­δέ­πο­τε ἔ­κα­νε Οἰ­κο­νο­μί­α στά δόγ­μα­τα. 



Σέ κά­θε ἐ­πο­χή, ὅ­πως καί στή δι­κή μας, μό­νο μί­α Σύ­νο­δος ὄν­τως Πα­νορ­θό­δο­ξη – Οἰ­κου­με­νι­κή, ἡ ὁ­ποί­α σα­φῶς εἶ­ναι «ἑ­πο­μέ­νη τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι», μπο­ρεῖ νά ἀ­πο­φα­σί­σει Ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κά, ἄν στήν προ­κει­μέ­νη πε­ρί­πτω­ση –μέ­σα στά νέ­α δε­δο­μέ­να– μπο­ρεῖ καί πρέ­πει νά ἐ­φαρ­μο­στεῖ ἡ ἀρ­χή τῆς Οἰ­κο­νο­μί­ας. Ἡ πα­ροῦ­σα ὅ­μως Σύ­νο­δος δέν ἔ­χει τίς πα­ρα­πά­νω ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κές προ­ϋ­πο­θέ­σεις, ὅ­πως πολ­λα­πλῶς κα­τα­δεί­ξα­με. Ἐ­μεῖς, «ἑ­πό­με­νοι τοῖς ἁ­γί­οις Πα­τρά­σι» τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί ἐμ­φο­ρού­με­νοι ἀ­πό τό φρό­νη­μά τους, μέ­νου­με ἑ­δραῖ­οι στήν Ὀρ­θό­δο­ξη πί­στη καί ἀ­με­τα­κί­νη­τοι στήν Ἐκ­κλη­σί­α.

Καί ὅ­πως δέν ἔ­κα­ναν Σχῖ­σμα στήν Ἐκ­κλη­σί­α ὅ­σοι δέν ἀ­πο­δέ­χθη­καν τίς ἀ­πο­φά­σεις τῆς Λη­στρι­κῆς Συ­νό­δου τοῦ 449 στήν Ἔ­φε­σο, ὅ­πως δέν ἀ­πο­σχί­στη­κε ἀ­πό τήν Ἐκ­κλη­σί­α ὁ Ἅ­γιος Μά­ξι­μος ὁ Ὁ­μο­λο­γη­τής, μή ἀ­πο­δε­χό­με­νος τίς δογ­μα­τι­κῶς ἐ­σφαλ­μέ­νες μο­νο­θε­λη­τι­κές δι­δα­σκα­λί­ες ὅ­λων τῶν Ἐ­πι­σκό­πων τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἀ­να­το­λῆς, καί ὅ­πως ὁ Ἅ­γιος Μᾶρ­κος ὁ Εὐ­γε­νι­κός δέν ἔ­κα­νε Σχῖ­σμα στήν Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀν­τι­τασ­σό­με­νος μό­νος αὐ­τός στήν Ψευ­δο­σύ­νο­δο τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας καί μή ὑ­πο­γρά­φον­τας τά Πρα­κτι­κά τῆς ψευ­δο­έ­νω­σης, ἔ­τσι καί ἐ­μεῖς θά μεί­νου­με πι­στοί στήν Ἐκ­κλη­σί­α τῶν Ἁ­γί­ων τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων καί θά ἀ­πορ­ρί­ψου­με, με­τά βδε­λυγ­μί­ας, κά­θε ἐν­δε­χό­με­νη Συγ­κρι­τι­στι­κή-Οἰ­κου­με­νι­στι­κή θε­σμι­κή δι­δα­σκα­λί­α τῆς μέλ­λου­σας προ­βλη­μα­τι­κῆς Συ­νό­δου. 



Καί τοῦ­το, ἐ­πει­δή φρο­νοῦ­με, τα­πει­νῶς, ὅ­πως ὁ τῆς ὄν­τως θε­ο­λο­γί­ας φε­ρώ­νυ­μος Γρη­γό­ριος, ὅ­τι «κρεῖσ­σον ἐμ­πα­θοῦς ὁ­μο­νοί­ας, ἡ ὑ­πέρ τῆς εὐ­σε­βεί­ας δι­ά­στα­σις» (Λό­γος 6, PG 35, 736). Θά προ­σευ­χώ­μα­στε κα­θη­με­ρι­νά, ἐμ­πό­νως, νά μήν ἐ­πι­τρέ­ψει ὁ Τρι­α­δι­κός Θε­ός νά γί­νει ἡ ἐ­πι­κεί­με­νη Σύ­νο­δος, για­τί εἶ­ναι ἀ­πό τήν σύν­θε­σή της καί ἀ­πό τήν θε­μα­το­λο­γί­α της φα­νε­ρώ­τα­το, ὅ­τι θά δη­μι­ουρ­γή­σει πε­ρισ­σό­τε­ρα προ­βλή­μα­τα ἀ­π’ ὅ­σα φι­λο­δο­ξεῖ νά λύ­σει. Μή προ­κα­λοῦ­με καί μή λυ­ποῦ­με, θε­σμι­κά, τό Ἅ­γιο Πνεῦ­μα.

Ἡ Πεν­τη­κο­στή εἶ­ναι γε­νέ­θλια ἡ­μέ­ρα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἡ Πεν­τη­κο­στή ἀ­φο­ρᾶ τό Πνεῦ­μα τῆς Ἀ­λη­θεί­ας καί τήν ἄ­κτι­στη ἑ­νο­ποι­ό καί θε­ο­ποι­ό ἐ­νέρ­γειά Του καί ὄ­χι τό πνεῦ­μα τῆς ἀ­κα­τα­στα­σί­ας καί πο­νη­ρί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἦλ­θε νά κα­τα­λύ­σει ἡ Ὑ­πο­στα­τι­κή Ἀ­λή­θεια, ἡ Θε­αν­θρώ­πι­νη Κε­φα­λή, μέ τό ἔρ­γο τῆς θεί­ας Οἰ­κο­νο­μί­ας καί τήν ἀ­πο­στο­λή τοῦ Πνεύ­μα­τός της. Ὁ τρό­πος συγ­κρο­τή­σε­ως τῆς Συ­νό­δου καί ἡ θε­μα­το­λο­γί­α της δέν ἐκ­φρά­ζουν, στήν πρά­ξη, τό Πνεῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς. 



Αὐ­τή τήν Ἁ­γί­α καί συμ­βο­λι­κή ἡ­μέ­ρα, βλέ­που­με νά σχε­δι­ά­ζε­ται ἡ ἐ­πι­βο­λή τοῦ πνεύ­μα­τος τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ, τό ὁ­ποῖ­ο ἀν­τί­θε­τα πρός τό ἑ­νο­ποι­ό Πνεῦ­μα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, ὡς πνεῦ­μα τῆς πο­νη­ρί­ας, θά ἐ­νερ­γή­σει δι­α­σπα­στι­κά στήν ἁ­γι­ο­πνευ­μα­τι­κή ἑ­νό­τη­τα τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Ἐ­μεῖς, ὅ­μως, προ­σευ­χό­μα­στε νά ἀ­να­δεί­ξει ὁ Θε­ός ἕ­να νέ­ο Ἅ­γιο Μᾶρ­κο Εὐ­γε­νι­κό, γιά νά πε­ρι­σώ­σει τό ἐκ­κλη­σι­α­στι­κό κῦ­ρος καί τήν ἀ­ξι­ο­πρέ­πεια τοῦ Ἐ­πι­σκο­πι­κοῦ ἀ­ξι­ώ­μα­τος, ὡς φο­ρέ­α τῆς θε­ω­τι­κῆς ἐ­νερ­γεί­ας, κα­τά τόν Ἅ­γιο Δι­ο­νύ­σιο τόν Ἀ­ρε­ο­πα­γί­τη.

Ἡ εὐ­θύ­νη τῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν κά­θε Αὐ­το­κε­φά­λου Το­πι­κῆς Ἐκ­κλη­σί­ας εἶ­ναι τε­ρά­στια ἔ­ναν­τι τῆς δογ­μα­τι­κῆς συ­νει­δή­σε­ως τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας. Κυ­ρί­ως, ὅ­μως, ἔ­ναν­τι τοῦ Χρι­στοῦ, γιά τό ἔλ­λειμ­μα τῆς Κα­νο­νι­κό­τη­τας καί τῆς Συ­νο­δι­κό­τη­τας τῆς Πα­νορ­θο­δό­ξου Συ­νό­δου τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας. Καί τοῦ­το ἐ­πει­δή, τό­σο στό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό στά­διο, ὅ­σο καί στό τε­λι­κό, δέν ἐ­νη­με­ρώ­θη­κε -σκο­πί­μως- τό σῶ­μα τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν. Εἰ­δι­κό­τε­ρα, δέν συ­νῆλ­θαν οἱ Το­πι­κές Σύ­νο­δοι, γιά νά ἀ­πο­φα­σί­σουν καί νά ἐγ­χει­ρή­σουν στόν ἀν­τι­πρό­σω­πο τῆς Το­πι­κῆς τους Ἐκ­κλη­σί­ας τήν ἀ­πό­φα­σή τους γιά τά προ­τει­νό­με­να Κεί­με­να, πού θά ἀ­πα­σχο­λοῦ­σαν τήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Οὔ­τε συ­νῆλ­θαν με­τά, γιά νά ἀ­πο­φα­σί­σουν, ἄν συμ­φω­νοῦν ἤ δι­α­φω­νοῦν μέ αὐ­τά, στό προ­πα­ρα­σκευ­α­στι­κό στά­διο. 



Καί τό χει­ρό­τε­ρο εἶ­ναι, ὅ­τι στό τε­λι­κό στά­διο δέν κλή­θη­καν νά συμ­με­τά­σχουν ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι στήν Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Πό­σο Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δος εἶ­ναι αὐ­τή, πού ἐγ­και­νι­ά­ζε­ται μέ τόν ἀ­πο­κλει­σμό πολ­λῶν Ἱ­ε­ραρ­χῶν, ὡς ἐκ­φρα­στῶν τῶν Το­πι­κῶν Ἐκ­κλη­σι­ῶν; Ἐ­άν δέν κα­λοῦν­ται ὅ­λοι οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι, τό­τε τί νά ποῦ­με γιά τήν οὐ­σι­α­στι­κή ἀν­τι­προ­σώ­πευ­ση τοῦ πλη­ρώ­μα­τος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας; Ὅ­ταν δη­λα­δή δέν κα­λοῦν­ται καί ἄλ­λοι Κλη­ρι­κοί, Ἡ­γού­με­νοι καί Μο­να­χοί, ὅ­πως δι­α­βά­ζου­με στά Πρα­κτι­κά τῶν Οἰ­κου­με­νι­κῶν Συ­νό­δων, ὅ­που τούς δί­δε­ται καί λό­γος (λ.χ. Ζ΄ Οἰ­κου­με­νι­κή Σύ­νο­δος); 



Συ­νή­θως, στίς Πα­νορ­θο­δό­ξους Συ­νό­δους, ἡ σύ­νο­λη Ἐκ­κλη­σί­α, ἀν­τι­προ­σω­πευ­ο­μέ­νη διά τῶν Ἐ­πι­σκό­πων της, ὁ­ρι­ο­θε­τοῦ­σε καί ὑ­πε­ρα­σπί­ζε­το τήν πί­στη, ἔ­ναν­τι τῆς ἀμ­φι­σβη­τή­σε­ώς της ἀ­πό τούς αἱ­ρε­τι­κούς. 



Σή­με­ρα, ἰ­σχύ­ει τό δι­α­με­τρι­κά ἀν­τί­θε­το. Συμ­βαί­νει ὅ,τι καί στίς Ψευ­δο­συ­νό­δους. Ἡ ὀρ­θό­δο­ξα ὁ­ρι­ο­θε­τη­μέ­νη πί­στη τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας μας κιν­δυ­νεύ­ει τώ­ρα ἀ­πό τούς ἀν­τι­προ­σώ­πους της –τούς θε­σμι­κούς φύ­λα­κές της-, οἱ ὁ­ποῖ­οι ἐ­πι­χει­ροῦν νά εἰ­σά­γουν τήν αἵ­ρε­ση ἤ ἀ­κρι­βέ­στα­τα τήν πα­ναί­ρε­ση τοῦ δυσ­σε­βοῦς καί δυ­σώ­δους Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ στήν Ἐκ­κλη­σί­α μέ τόν ἀ­νώ­τα­το θε­σμι­κό τρό­πο, δη­λα­δή μέ μιά Πα­νορ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο. Ὀρ­θο­δο­ξί­α ὅ­μως καί Οἰ­κου­με­νι­σμός εἶ­ναι «μεῖξις ἄ­μει­κτος καί τέ­ρας ἀλ­λό­κο­τον» (Ἁγ. Νι­κο­δή­μου Ἁ­γι­ο­ρεί­του Πη­δά­λιον, σελ. 109). 



Δι­ε­ρω­τώ­με­θα, τί γί­νε­ται; 

Δέν ἀ­πο­μέ­νει τί­πο­τε ἄλ­λο, πα­ρά ἡ κα­τα­δί­κη μιᾶς τέ­τοι­ας Συ­νό­δου ἀ­πό τόν εὐ­σε­βῆ λα­ό τοῦ Θε­οῦ, για­τί ἡ Ὀρ­θό­δο­ξη Ἐκ­κλη­σί­α ὀ­φεί­λει νά πα­ρα­μεί­νει στό νο­η­τό ὕ­ψος της, ὡς ἄ­σπι­λος «νύμ­φη τοῦ Χρι­στοῦ» (Ἐφ. 5,27). Εἴ­μα­στε, ἀ­πο­λύ­τως βέ­βαι­οι, ὅ­τι, ἄν ἡ μέλ­λου­σα Σύ­νο­δος κι­νη­θεῖ μέ συ­νέ­πεια στίς προ­δι­α­γρα­φές της, θά ἀ­κυ­ρω­θεῖ, ὡς Ψευ­δο­σύ­νο­δος, ἀ­πό ἑ­πό­με­νη Ὀρ­θό­δο­ξη Σύ­νο­δο, ὅ­πως ἀ­κυ­ρώ­θη­καν οἱ ἀ­πο­φά­σεις τῶν Ψευ­δο­συ­νό­δων τῆς Ἐ­φέ­σου, τῆς Λυ­ών καί τῆς Φερ­ρά­ρας-Φλω­ρεν­τί­ας ἀ­πό τίς Ὀρ­θό­δο­ξες Συ­νό­δους, πού ἀ­κο­λού­θη­σαν. 



Σε­βα­σμι­ώ­τα­τοι, 

Ἐ­πει­δή, δέν συ­νῆλ­θε ἡ Ἱ­ε­ρά Σύ­νο­δος τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος, γιά νά πά­ρει θέ­ση ἔ­ναν­τι τῶν πρός συ­ζή­τη­ση καί ψή­φι­ση Κει­μέ­νων, θά ἤ­θε­λα νά θέ­σω ὑ­πό­ψη Σας καί ἕ­να ἀ­κό­μη πο­λύ σο­βα­ρό θέ­μα. Ἐ­δῶ καί ἕ­ναν αἰ­ῶ­να, ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός τῶν Ὀρ­θο­δό­ξων ἔ­χει ἀ­φε­τη­ρί­α, τρο­φο­δό­τη καί ἡ­γέ­τη τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, δη­λα­δή τόν Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τριά­ρχη καί τήν πε­ρί αὐ­τόν Σύ­νο­δο. Ἀ­πό ἐ­κεῖ ἐκ­πο­ρεύ­ε­ται τό ἀ­κά­θαρ­το πνεῦ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­σμοῦ. Ἀ­να­παύ­ε­ται ὅ­μως –δυ­στυ­χῶς– καί σέ ὅ­λες σχε­δόν τίς Ἡ­γε­σί­ες τῶν Το­πι­κῶν Αὐ­το­κε­φά­λων Ἐκ­κλη­σι­ῶν, ἀλλά, ἀριθμητικά, καί στούς περισσότερους Ἀρχιερεῖς.

Ἔ­τσι, ἐ­ξα­κο­λου­θεῖ μέ­χρι σή­με­ρα, ἀ­κά­θε­κτα, ὡς ὄ­φις, μέ­σα στά σπλά­χνα τῆς Ὀρ­θό­δο­ξης Ἐκ­κλη­σί­ας, νά δη­λη­τη­ριά­ζει τό σῶ­μα τῆς ἀ­νά τήν Οἰ­κου­μέ­νη Ἐκ­κλη­σί­ας. Ὁ Οἰ­κου­με­νι­σμός, κα­τά τήν «ἄ­νω­θεν» ἀ­πο­κά­λυ­ψη τοῦ Χρι­στοῦ στόν ἅ­γιο Γέ­ρον­τα Ἐ­φραίμ τόν Κα­του­να­κι­ώ­τη, δι­α­κα­τέ­χε­ται ἀ­πό τά πο­νη­ρά καί ἀ­κά­θαρ­τα πνεύ­μα­τα. Τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο ἔ­χει -ἱ­στο­ρι­κά βε­βαι­ω­μέ­νο- τίς κα­κές ἐκ­κλη­σι­ο­λο­γι­κῶς καί πνευ­μα­τι­κῶς «πρω­τι­ές» στίς οἰ­κου­με­νι­στι­κές δι­α­κη­ρύ­ξεις καί πρά­ξεις του (τίς συμ­προ­σευ­χές δη­λα­δή μέ τούς ἑ­τε­ρο­δό­ξους, ἀλ­λά καί τούς ἑ­τε­ρο­θρή­σκους, τίς οἰ­κου­με­νι­στι­κές φι­λο­φρο­νή­σεις κ.τ.λ.). 



Ὑ­πό τίς πα­ροῦ­σες ἱ­στο­ρι­κές συν­θῆ­κες τῆς κυ­ρι­αρ­χί­ας τοῦ Οἰ­κου­με­νι­στι­κοῦ πνεύ­μα­τος στό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο, οἱ Ἐ­πί­σκο­ποι τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος θά πρέ­πει –κα­τά τήν τα­πει­νή μας γνώ­μη- νά προ­βλη­μα­τι­στοῦν πο­λύ σο­βα­ρά, ἄν θά πρέ­πει νά ὑ­περ­ψη­φί­σουν τό Κεί­με­νο: «Τό Αὐ­τό­νο­μο καί ὁ τρό­πος ἀ­να­κη­ρύ­ξε­ως αὐ­τοῦ». Καί τοῦ­το, γιά τόν σο­βα­ρό­τα­το λό­γο τῆς ἰ­δι­ο­μόρ­φου σχέ­σε­ως τῶν Νέ­ων λε­γο­μέ­νων Χω­ρῶν μέ τό Οἰ­κου­με­νι­κό Πα­τρι­αρ­χεῖ­ο. Εἶ­ναι πο­λύ ὑ­παρ­κτός ὁ κίν­δυ­νος νά ὑ­πα­χθοῦν, διά τῆς Αὐ­το­νό­μου Ἐκ­κλη­σί­ας, οἱ Νέ­ες Χῶ­ρες στήν ἀ­με­σό­τε­ρη δι­και­ο­δο­σί­α τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου.

Ἐ­μεῖς, ὡς Βο­ρει­ο­ελ­λα­δί­τες, ἐ­ξαι­τί­ας τῆς Οἰ­κου­με­νι­στι­κῆς ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῆς πο­λι­τι­κῆς τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου, θέ­λου­με νά πα­ρα­μεί­νου­νε ἐκ­κλη­σι­α­στι­κῶς στήν δι­και­ο­δο­σί­α τῆς Αὐ­το­κε­φά­λου Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος. Δέν θέ­λου­με νά κυ­ρι­αρ­χού­μα­στε ἀ­πό τό ἀλ­λο­τρι­ω­μέ­νο Οἰ­κου­με­νι­στι­κό πνεῦ­μα τοῦ Οἰ­κου­με­νι­κοῦ Πα­τρι­αρ­χεί­ου. Οἱ ἐκ­κλη­σι­α­στι­κές–πνευ­μα­τι­κές εὐ­θῦ­νες τῆς Ἱ­ε­ραρ­χί­ας τῆς Ἐκ­κλη­σί­ας τῆς Ἑλ­λά­δος στό πα­ρα­πά­νω θέ­μα εἶ­ναι ἱ­στο­ρι­κῶς τε­ρά­στι­ες. Γι’ αὐ­τό καί τα­πει­νῶς, Σᾶς πα­ρα­κα­λοῦ­με, θερ­μῶς, ὡς πνευ­μα­τι­κούς μας Πα­τέ­ρες, νά ἀ­κού­σε­τε τήν ἔμ­πο­νη φω­νή μας. 



Εὐ­χα­ρι­στῶ, γιά τήν προσοχή καί τήν ὑ­πο­μο­νή σας




 http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr

Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

Το '21 και οι Συντελεστές του, Πρωτοπρ. Γεώργιος Δ. Μεταλληνός




[ Ελληνισμός Μαχόμενος, Eκδόσεις Τήνος, Αθήνα 1995 (απόσπασμα) ]

Αμφισβητήσεις και επακριβώσεις

 Ενα από τα φοβερότερα ανοσιουργήματα στο χώρο της Ιστορίας-αυτόχρημα αναιρετικό της ιστορικής επιστήμης- είναι η ιδεολογική ερμηνεία και χρήση των ίστορικών δεδομένων. Τότε ο Ιστορικός δέν κάνει επιστήμη (απροκατάληπτη δηλαδή και ελεύθερη έρευνα), αλλά πολιτική. Ενα δε από τά ιστορικά γεγονότα, πρωταρχικής για τόν Ελληνισμό σημασίας, που δεινοπαθεί ιδιαίτερα από την ιδεολογικοποιημένη ιστορία, είναι το 1821, ή Μεγάλη Επανάσταση του Ελληνικού Γένους/Εθνους και ο αληθινός χαρακτήρας της. Το '21 σηματοδοτεί την αρχή του Ελληνικού Κράτους και γι' αυτό όλες oι ιδεολογίες ζητούν να το παρουσιάσουν ως δικό τους, να σφετερισθουν τη δόξα του.

Μια ομάδα ερευνητών προσεγγίζουν το '21 με ένα πνεύμα αμφισβητήσεως και διάθεση απορριπτική για κοινωνικές ομάδες, που καταλέγονται στους συντελεστές του. Γι' αυτούς το '21 είναι "σημείον αντιλεγόμενον (Λουκ.2,34) καί ζητούν την απομύθευσή του, στα πλαίσια του γνωστού αιτήματος "να ξαναγραφεί η ιστορία". Διατυπώθηκαν μάλιστα θέσεις, που επαναλαμβάνονται αυτούσιες από τους συνεχιστές τους, ιδιαίτερα στο χώρο της παιδείας και της ανεύθυνης (υπάρχει και τέτοια) δημοσιογραφίας. Κυρίως πολεμείται η θέση του "ανωτέρου" (λεγομένου) Κλήρου(1) στόν Αγώνα και αμφισβητείται γενικότερα ο ρόλος του Ράσου σ' αυτόν. Επισημαίνονται προδοσίες, χαρακτηρίζονται προδότες, ελέγχονται συμπεριφορές, αμφισβητείται η προσφορά. Τα "επιχειρήματα" όμως περιορίζονται συνήθως σε ωραιολογίες και ανέρειστες γενικεύσεις ή γλωσσικά πυροτεχνήματα χωρίς τεκμηρίωση. Η ιδεολογικοποιημένη αυτή "ιστορική ερμηνεία" αναπαράγεται, συνεχώς, και παρασύρει τους αδύνατους και ανίκανους να επιχειρήσουν αυτοδιαπιστώσεις. Ιδιαίτερα δε στο χώρο της παιδείας το θύμα παρόμοιων ιδεολογημάτων ειναι η Νεολαία, που οδηγείται στην αμφισβήτηση και την άρνηση, πρίν ακόμη γνωρίσει την ιστορική αλήθεια.

Ανταποκρινόμενος στην παράκληση των οργανωτών αυτής της πανηγυρικής συνάξεως, θά προσπαθήσω να απαντήσω στα ερωτήματα: Ποιά η συμβολή του Κλήρου στον Αγώνα; Ωφέλησε ή έβλαψε το Γένος; Ποιά ή συμμετοχή του γενικότερα στην ανάσταση του Γένους; Στάθηκε στο πλευρό του ή αδιαφόρησε; Μπορούμε να μιλούμε για αντίδραση ή αδιαφορία; Θά προσεγγίσουμε τα ερωτήματα αυτά μέσα από τις ιστορικές μαρτυρίες, ελέγχοντας τη στάση του Κλήρου κατά την πορεία προς τον Αγώνα και κατά τη διεξαγωγή του. Σκοπός μας δεν ειναι μια (ανώφελη και προκλητική) απολογητική υπέρ του Κλήρου -τότε θά ίσχυε το αρχαίο: "το τας ιδίας ευεργεσίας υπομιμνήσκειν τινί ίδιον τω υβρίζειν"- αλλά η αντικειμενική, κατά το δυνατόν, ερμηνεία.

1. Το δiλημμα "συνύπαρξη ή αντίσταση" και η δυναμική του (2).

Μετά την άλωση (1453) το Γένος ολόκληρο διχάσθηκε στη στάση του απέναντι στον κατακτητή. Δύο τάσεις διαμορφώθηκαν: ο συμβιβασμος με τη νέα κατάσταση, κινούμενος ανάμεσα στή μοιρολατρία και την ελπίδα αποκαταστάσεως, ή η δυναμική αντίσταση με κάθε δυνατο μέσο. Την πρώτη τάση εκπροσωπούσαν oι αντιδυτικοί ή ανθενωτικοί, ενώ τη δεύτερη oι ενωτικοί και φιλοδυτικοί. H διάσταση ενωτικών-ανθενωτικών προυπήρχε φυσικά της αλώσεως, διότι oι δύο παρατάξεις διαμορφώθηκαν αμέσως μετά το τελικό σχίσμα Ανατολής-Δύσεως (1054). 'Η αντιλατινική-αντιφραγκική πλευρά ήταν η πολυπληθέστερη και ισχυρότερη, διότι την συντηρούσε η μόνιμη-απόδειξη το 1204 - φραγκική επιβουλή απέναντι στην Ορθόδοξη-Ρωμαίικη Ανατολή. Στούς φιλοδυτικούς καταλέγονταν κυρίως διανοούμενοι καί πολιτικοί. Οi πρώτοι, διότι ταυτίζονταν στίς θεωρητικές αναζητήσεις τους με τους δυτικούς διανοουμένους (ενδοκοσμική εσχατολογία), ενώ οι δεύτεροι και διά λόγους σκοπιμότητας (προσδοκία βοήθειας). Με την αλληλοπεριχώρηση θεολογίας και πολιτικής, βασικό γνώρισμα της Ρωμανίας ("Βυζαντίου"), ή σύγκρουση των δύο παρατάξεων δεν έμεινε στό θεωρητικό επίπεδο, αλλ' επηρέασε όλο το φάσμα της ζωής.

Συνείδηση των ανθενωτικών ήταν, ότι τήν Ορθόδοξη- Ρωμαίικη ταυτότητα (πού γιά το Γένος ήταν και εθνική) δεν την απειλούσαν τόσο oι Οθωμανοί, όσο oι Φράγκοι. Η πίστη, όχι ως θρησκευτική ιδεολογία, αλλ' ως θεραπευτική της υπάρξεως και μέθοδος θεώσεως-σωτηρίας, θά έχει πάντοτε στήν ησυχαστική παράδοση και τα επηρεαζόμενα απ' αυτήν πλατειά λαϊκά στρώματα πρωταρχική σημασία. Αυτή τη συνείδηση κωδικοποιεί και επαναδιατυπώνει τον 18ο αιώνα ο μεγάλος απόστολος του δούλου Γένους, ο άγιος Κοσμάς Αιτωλός: "Και διατί δεν ήφερεν ο Θεός άλλον βασιλέα, που ήταν τόσα ρηγάτα έδώ κοντά νά τους το δώση, μόνον ήφερε τον Τούρκον, μέσαθεν από την Κόκκινην Μηλιάν καί του το εχάρισε; Ηξερεν ο Θεός, πως τα άλλα ρηγάτα μας βλάπτουν εις την πίστιν, και (=ενώ) ο Τούρκος δέν μας βλάπτει. Ασπρα (=χρήματα) δώσ' του και καβαλλίκευσέ τον από το κεφάλι. Καί διά να μη κολασθούμεν, το έδωσε του Τούρκου, και τον έχει o Θεός τον Τούρκον ωσάν σκύλον να μας φυλάη..."(3). O άγιος Κοσμάς έδινε, έτσι, απάντηση στους δυτικόφρονες - ενωτικούς, χωρίς μάλιστα να μπορεί να κατηγορηθει ως εχθρός του Λαού ή σκοταδιστής. Μόνο όσοι έχουν εμπειρία της ησυχαστικής παραδόσεως, που διασώζεται στις λαϊκές πρακτικές, μπορούν να κατανοήσουν τη δυναμική της πίστεως μέχρι τον 19ο αιώνα(4). Αντίθετα οι φιλενωτικοί ήσαν πάντα πρόθυμοι να μειοδοτήσουν στο θέμα της πίστεως (δεν ήσαν λίγοι εκείνοι που προσχώρησαν στον παπισμό), διότι τα κριτήριά τους ήταν προπάντων ενδοκοσμικά και καιρικά. Οι δεύτεροι έρριχναν το βάρος στην εξωτερική ελευθερία. Παρ'όλα αυτά, πρέπει να λεχθεί, ότι μολονότι η πρώτη τάση διέσωσε την ταυτότητα του Γένους, η δεύτερη το κράτησε σε μόνιμο επαναστατικό βρασμό. Η αντίθεσή τους, χωρίς νά γίνεται από τότε αισθητό, λειτούργησε ως σύνθεση. Βέβαια, κατά τόν γνωστό ιστορικό Στήβεν Ράνσιμαν, οι ανθενωτικοί δικαιώθηκαν, διότι μ'αυτούς "διατηρήθηκε η ακεραιότητα της Εκκλησίας και με αυτήν και η ακεραιότητα του Ελληνικού λαου"(5).

Η πολιτική της συνυπάρξεως εκφραζόταν ως πολιτική κατευνασμού του κατακτητή και περιορισμένης συνεργασίας και την εγκαινίασε, κατ' ανάγκην, ο πρώτος Γενάρχης, οικουμενικός Πατριάρχης Γεννάδιος Σχολάριος (1454). Η στάση αυτή στόχευε στην περίσωση των δυνάμεων, που είχαν μείνει στο Γένος. Βέβαια, από το φρόνημα των προσώπων εξηρτάτο η φύση και η έκταση που θά έπαιρνε αυτή η "συνεργασία". Η στάση αυτή όμως δικαιωνόταν ιστορικά, διότι είχε εφαρμοσθεί ήδη από την αραβοκρατία (7ος αι.), άρα υπήρχε μακρά πείρα, και θεμελιωνόταν θεολογικά στο γνωστό παύλειο χωρίο της Προς Ρωμαίους (13,1: "Πάσα ψυχή εξουσίαις υπερεχούσαις υποτασσέσθω. Ου γαρ έστιυ εξουσία, ειμή από Θεού..."), σε συνδυασμό βέβαια με το επίσης αποστολικο: "πειθαρχείν δεί Θεώ μάλλον ή ανθρώποις" (Πραξ. 5, 29). Η υπακοή στα τυραννικά καθεστώτα, όχι στούς τυράννους, έχει όρια ("εν οις εντολή του Θεού μη εμποδίζηται", κατά τον Μ. Βασίλειο, P.G. 31, 860) και δεν νοείται ορθόδοξα ως "ταύτιση", αλλά ως μέτρο καιρικό, όταν δεν υπάρχει άλλη (χριστιανικά δικαιωμένη) έπιλογή.



Βέβαια, στο σημείo αυτό πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ο λόγος εδώ αφορά στο Ράσο στο σύνολό του καί όχι σε κάποια προσωπική επιλογή. Η Εκκλησία, σε κάθε εποχή, εχει την αποστολή της Μάνας. Νά προφυλάσσει καί νά σώζει το ποίμνιό της. Κάθε δυναμική στάση, που θά οδηγούσε σε αποτυχία καί καταστροφή, θά καταλογιζόταν πάντα εναντίον της,(6). Η ανοχή και διαλλακτικότητα του Κλήρου δεν μπορεί να ερμηνεύεται συλλογικά ως ένοχος συμβιβασμός και εθελοδουλία, παρά μόνο στις περιπτώσεις εκείνες, στίς οποίες διακριβώνεται εσωτερική ταύτιση με τον κατακτητή. Αλλά τέτοιες περιπτώσεις ελεγχόμενης διαγωγής Κληρικών, υπήρξαν σπανιότατες. Τά εκκλησιαστικά κείμενα, ιδιαίτερα δε τα Πατριαρχικά, έχουν πάντα ανάγκη αποκρυπτογραφήσεως. Διότι σκοπός τους ηταν να παραπλανήσουν την Πύλη. Το Πατριαρχείο ως Εθναρχία, έπρεπε να φαίνεται πάντα άψογο απέναντι στην Πύλη, ανεξάρτητα από τις πραγματικές του διαθέσεις. Oι συχνές θανατικές εκτελέσεις Πατριαρχών και Μητροπολιτών αποδεικνύουν, πόσο μικρή ήταν η εμπιστοσύνη τής Πύλης απέναντί τους και, συνεπώς, την ορθότητα της θέσεως αυτής.

Η πολιτική όμως της συνυπάρξεως είχε και μια δυναμική διάσταση. Την πίστη στη δυνατότητα βαθμιαίας υποκαταστάσεως των Οθωμανών στη διακυβέρνηση του Κράτους καί τή δημιουργία ενός "Οθωμανικού Κράτους του Ελληνικού ΄Εθνους". Κατά την άποψη αυτή η ανάσταση του Ρωμαίικου (της Ρωμανίας/"Βυζαντίου") θά ερχόταν χωρίς επανάσταση, αλλά με τη βαθμιαία διάβρωση του κράτους και την αθόρυβη μεταλλαγή του. Η επανάσταση των Νεοτούρκων (1908) και η επικράτηση του εθνικιστικού φανατισμού στην Οθωμανική Αυτοκρατορία αποσκοπούσε ακριβώς στην επίσχεση των Ρωμηών (και των Αρμενίων) στη συνεχώς αυξανόμενη συμμετοχή τους στον κρατικό μηχανισμό. Και αυτό δικαιώνει τη φαναριώτικη πολιτική. Η πολιτική αυτή της πρόσκαιρης "συνεργασίας" μπόρεσε να βελτιώσει τη θέση του υπόδουλου Γένους, με την ανάπτυξη της αυτοδιοικήσεως στις κοινότητες και την ανάδειξη στελεχών μιας ελληνικής πολιτικής ηγεσίας.

Πρόσφατα διατυπώθηκε η άποψη, ότι ""η Εκκλησία εδραίωσε όλη της την επιρροή, ώστε να αποθαρρύνει τις εξεγέρσεις των Ορθοδόξων κατά της κυβέρνησης του Σουλτάνου(6α). Μολονότι η διάθεση του συγγραφέα είναι θετική απέναντι στην Ορθόδοξη Εθναρχία, η τοποθέτηση αυτή δεν επιβεβαιώνεται από τα πράγματα. Ο εκκλησιαστικός χώρος, σέ όλο του το φάσμα, δεν έχει να δείξει μόνο εκπροσώπους της πολιτικής της περιορισμένης συνεργασίας, αλλά και στην πλευρά της δυναμικής αντιστάσεως. Αυτό είναι ενδεικτικό της ελευθερίας στο σώμα της Εκκλησίας, σε θέματα επιλογών τακτικής. Τον 16ο και 17ο αιώνα Πατριάρχες και Μητροπολίτες έλαβαν απροκάλυπτα μέρος σε εξεγέρσεις. Και δεν επρόκειτο μόνο για φιλοδυτικούς, παρασυρόμενους από τη δυτική προπαγάνδα, αφού και ένας ησυχαστής αγιορείτης, ο άγιος Μάξιμος ο "Γραικός" (l6ος αί.), επιδίωξε να υποκινήσει τους Ρώσους εναντίον των Τούρκων.

Διαπίστωση αδιάψευστη της έρευνας είυαι, ότι δεν υπάρχει εξέγερση του υποδούλου Γένους, στήν οποία δεν έπαιξαν ενεργό ρόλο Κληρικοί καί Μοναχοί. Μια περιδιάβαση στην πολύτομη (καί πολύτιμη) "Ιστορία του Νέου 'Ελληνισμού" του καθηγητού Αποστ. Βακαλόπουλου επιβεβαιώνει τη θέση αυτή. Και δεν ήσαν λίγα τά επαναστατικά κινήματα του δούλου Γένους(7). Περισσότερες από 70 είναι, κατά τον υπολογισμό μας, oι εξεγέρσεις και τά έπαναστατικά κινήματα σ' όλη τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη ανάλογες κινήσεις σε βενετοκρατούμενες περιοχές. Και σ' όλα πρωτοστατούν Κληρικοί κάθε βαθμού και Μοναχοί. Το Ράσο γίνεται ένα είδος επαναστατικού λαβάρου και σημαίας. Βέβαια, τα αποτυχημένα αυτά επαναστατικά κινήματα επιτρέπουν και κάποιες άλλες σημαντικές διαπιστώσεις: α) Το Γένος δεν συμβιβάσθηκε ποτέ με την κατάσταση της δουλείας και δεν έπαυσε να πιστεύει στη δυνατότητα αποκαταστάσεώς του. β) Οι επανειλημμένες αποτυχίες των επαναστατικών αυτών κινημάτων δικαιολογούν, αλλά και ερμηνεύουν συνάμα, τους δισταγμούς των Ηγετών του Γένους το 1821, όταν μάλιστα το φόβο της νέας τραγικής αποτυχίας τον ενίσχυε η καταθλιπτική παρουσία της "'Ιεράς Συμμαχίας" (από το 1815). γ) Αποδεικνύεται τελείως αβάσιμο το επιχείρημα, ότι ο Διαφωτισμός καί ιδίως η Γαλλική Επανάσταση (1789) γέννησαν το '21(8), όταν το Γένος δεν παύει στιγμή να βρίσκεται σε επαναστατικό βρασμό. H Γαλλική Επανάσταση ήταν φυσικό να επιταχύνει τους ρυθμούς και να ενθαρρύνει την αστική τάξη, όχι όμως και να προκαλέσει τον Αγώνα του '21, ο οποίος δεν είναι πα- ρά ένας σταθμός στη μακραίωνη φιλελεύθερη πορεία του Γένους μας.

Η μεγάλη ανθενωτική-ησυχαστική παράταξη, στήν οποία ανήκαν κατά κανόνα και oι Πατριάρχες και Μητροπολίτες, το εθναρχικό δηλαδή σώμα, έχει να έπιδείξει και μια σημαντικότερη ακόμη αντίσταση, ανταποκρινόμενη μάλιστα απόλυτα στο πνεύμα της ορθοδόξου παραδόσεως. Είναι οι Νεομάρτυρες. Αυτοί προέβαλαν τη συνεπέστερη για την Ορθοδοξία καί αποτελεσματικοτερη για το Γένος αντίσταση, χωρίς μάλιστα Θυσίες άλλων, παρά μόνο του έαυτού τους(9). Διότι, μη ξεχνάμε, το πρόβλημα της εκχύσεως του αίματος των άλλων, ακόμη και σε περίπτωση "νόμιμης" άμυνας ή απελευθερωτικής εξεγέρσεως, στήν ήσυχαστική (αυθεντική δηλαδή) ορθόδοξη συνείδηση δεν βρίσκει εύκολα λύση. Οι Νεομάρτυρες ξαναζωντάνεψαν την αρχαία χριστιανική παράδοση τού μαρτυρίου. Η ομολογία τους αποσκοπούσε στην έμπρακτη απόρριψη του κατακτητή και την άμεση επιβεβαίωση της υπεροχής της δικής τους πίστεως, που περιέκλειε συνάμα καί τον εθνισμό τους. Σ'όλη τη μακρά δουλεία, απέναντι στους εξωμότες (εξισλαμισθέντες) ή και τους κρυπτοχριστιανούς, πού άληθινά ή οχι κατέφασκαν την ιδεολογία του κατακτητή, στέκονταν oι δημόσιοι καταφρονητές της, οι Νεομάρτυρες, μόνιμη παρηγορία και στήριγμα της συνειδήσεως τών υποδούλων άδελφών τους. Οι Νεομάρτυρες ενσαρκώνουν μάλιστα πληρέστερα από τους Εθνομάρτυρες την ελληνορθόδοξη παράδοση, διότι διακρίυονται όχι μόνο για ηρωϊσμό, αλλά για την αγιότητα-πνευματικότητα, πού άποδεικνυόταν με τα θαύματα, που συνόδευαν το μαρτύριό τους. Κίνητρο τους δεν ήταν το μίσος, εναντίον τών κατακτητών, αλλά η αγάπη για τον Χριστό καί τους ανθρώπους, ακόμη και τους διώκτες τους.

Σε τελευταία όμως ανάλυση οι στρατιές των Νεομαρτύρων αποδεικνύουν τή συμμετοχή καί του Ράσου στήν αντίστασή τους, όπως και την ενότητα του Γένους εναντίον του Τυράννου. Oι Νεομάρτυρες προετοιμάζονταν για την ομολογία τους από τους Πνευματικούς-Γέροντες (ανάμεσά τους και Επίσκοποι). Οι βίοι και τα μαρτύρια των Νεομαρτύρων κυκλοφορούνταν και διαβάζονταν, είτε μεμονωμένα από τους πιστούς, είτε στις μνήμες τους ως συναξάρια. Και μόνο η καθιέρωση της τιμής της μνήμης των Νεομαρτύρων, αμέσως μετά τη θυσία τους, βεβαιώνει τη, σιωπηρή έστω (για ευνόητους λόγους), κατάφαση από μέρους του Εθναρχικού Κέντρου (του Οικουμενικού Πατριαρχείου) της θυσίας τους και αναγνώριση της σημασίας της για τη συνέχεια του Γένους.

Σ' αυτήν όμως τη συνάφεια θα ήθελα να δηλώσω, ότι ακλόνητη πεποίθησή μου, θεμελιουμένη στη μελέτη τόσο της τάσεως για περιορισμένη συνεργασία με τον κατακτητή, όσο και εκείνης για αντίσταση, είναι η σύγκλιση τελικά, και των δύο προς ένα κοινό στόχο: την αποκατάσταση του Γένους. Η διαφορά εντοπιζόταν στον τρόπο θεωρήσεως του αιτήματος και στα χρησιμοποιούμενα μέσα, όχι όμως στη στοχοθεσία. Δεν είναι η μόνη περίπτωση παρόμοιων "διχασμών" του Γένους.

Η περίπτωση των Νεομαρτύρων όμως δείχνει πέρα από τα παραπάνω και τη σημασία των Μοναστηριών στους αγώνες για την ανάσταση του Γένους.Ο καθηγητής Απόστολος Βακαλόπουλος, ονομάζει αδίστακτα τα Μοναστήρια "προμαχώνες μπροστά στα κύματα του Μουσουλμανισμού"(10). Δεν ήσαν, πράγματι, μόνο κέντρα παιδείας ("κρυφά" σχολεία), καταφυγής και προστασίας των Ραγιάδων. Δεν ήσαν μόνο πνευματικές κολυμβήθρες για τον συνεχή αναβαπτισμό του Γένους στην παράδοσή του"(11). Ησαν και αντιστασιακά-επαναστατικά κέντρα σε σημείο, που να μην υπάρχει εξέγερση ως το '21, στην οποία δεν πρωτοστατούν κάποιο ή κάποια Μοναστήρια, ως επίκεντρα της επαναστατικής δραστηριότητας, αλλά και χώροι, από τους οποίους ξεπηδούσαν επαναστάτες-πολεμιστές. Οι Μοναχοί μας, ποτέ δεν θεώρησαν αντίθετο προς τον πνευματικό τους αγώνα, τον αγώνα για την έθνική ελευθερία και τη θυσία τους γι' αυτήν.

Αυτή τη στάση των Μοναστηριών στον Αγώνα ομολογεί και προσδιορίζει με το δικό του μοναδικό τρόπο ο Στρατηγός Μακρυγιάννης: "Τ' άγια τα μοναστήρια, οπού 'τρωγαν ψωμί oι δυστυχισμένοι [...] από τους κόπους των Πατέρων, των Καλογήρων. Δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί, ήταν υπηρέτες των Μοναστηριών της Ορθοδοξίας. Δεν ήταν τεμπέληδες· δούλευαν και προσκυνούσαν (=λάτρευαν). Και εις τον αγώνα της πατρίδος σ'αυτά τα μοναστήρια γινόταν τα μυστικοσυμβούλια, συναζόταν τα ολίγα αναγκαία του πολέμου, και εις τον πόλεμον θυσίαζαν και σκοτωνόταν αυτείνοι, οι 'περέτες των μοναστηριών και των εκκλησιών. Τριάντα είναι μόνον με μένα σκοτωμένοι έξω εις τους πολέμους και εις το Κάστρο, το Νιόκαστρο και εις την Αθήνα"(12).


Ο Μακρυγιάννης επικαλείται την προσωπική του εμπειρία, για να κατοχυρώσει τη συμμετοχή των Μοναστηριών στο μακρο αγώνα της ανεξαρτησίας. Με αφετηρία την καθαρά ορθόδοξη-ρωμαίικη συνείδησή του, νομίζω, ότι δεν τον παρερμηνεύουμε, αν την αναφορά του στο δυτικό μοναχισμό την ερμηνεύσουμε με βάση την εθνική προσφορά των Μοναχών μας. Η φράση "δεν ήταν καπιτσίνοι δυτικοί" για μας σημαίνει: δεν είχαν καμιά σχέση με τα δυτικά-μοναχικά τάγματα, που βρίσκονταν στην εξουσία του "τυράννου" (Πάπα ή Φράγκου Αυτοκράτορα). ΄Ηταν στην υπηρεσία-διακονία του Γένους, στο οποίο και ανήκαν. Πόσοι όμως παρόντες σ' αυτόν εδώ το χώρο δεν έχετε τις προσωπικές σας εμπειρίες για τον εθνικό ρόλο των Μοναστηριών και των Μοναχών μας -ακόμη και των Μοναζουσών-στους νεώτερους αγώνες του ΄Εθνους, όπως η αντίσταση 1941-44; Είναι μια προσφορά αδιάκοπη, ταπεινή και αθόρυβη, αληθινά μαρτυρική. Προσφορά πάνω απ' όλα αφατρίαστη και ακομμάτιστη, αληθιυά εθνική. Τα Ελληνικά Μοναστήρια δεν συνδέθηκαν μόνο με τις εξεγέρσεις των χρόνων της δουλείας, αλλά από αυτά ξεπήδησαν και μεγάλες μορφές του '21(13), φωτεινοί Ηγέτες καί φλογεροί Επαναστάτες.

2. Το Ράσο στην Επανάσταση του '21

 Η συμμετοχή του Οικουμενικού Πατριαρχείου και γενικά όλου του Ράσου στον πανεθνικό Αγώνα του '21 ήταν αδύνατη χωρίς μία πολύ δύσκολη αυθυπέρβαση. Και η αυθυπέρβαση αυτή δεν έχει σχέση, όπως θά δεχόταν η αντικληρική προπαγάνδα, με κάποια εθελοδουλία ή αδιαφορία για το Γένος. Αντίθετα, σχετιζόταν άμεσα με την γνήσια και αυθεντική αποκατάστασή του. Ας θυμηθούμε εδώ το βαθύτερο στόχο της Εθναρχίας και του Κλήρου μέσω της "περιορισμένης συνεργασίας" με τον κατακτητή. 'Ηταν η ανάσταση όλου του Ρωμαίικου, δηλαδή της αυτοκρατορίας της Ρωμανίας, με την παλαιά έκταση και ευκλειά της. Αυτό εννοούσε ο Πατροκοσμάς λέγοντας συχνά: "αυτό μια μέρα θά γίνει ρωμαίικο". Αυτό εννοούσε και ο Ρήγας Βελεστινλής, έστω και σε ένα άλλο ιδεολογικό πλαίσιο, όταν έλεγε στο "Θούριό" του: "Βούλγαροι κι Αρβανίτες και Σέρβοι καί Ρωμηοί, αράπηδες και άσπροι, μέ μιά κοινή ορμή, για την ελευθερίαν νά ζώσωμεν σπαθί".

Μετά το κίνημα του 'Αλ.Υψηλάντη θά αλλάξει αυτός ο ρωμαίικος-οικουμενικός στόχος του Ρήγα και των Κολλυβάδων, που ήταν ο στόχος της Εθναρχίας(14). Από τη μεγαλοϊδεατική ιδεολογία του Γένους, θά ενταχθεί ο Αγώνας στο πλαίσιο της άρχής των εθνικοτήτων -καρπού της Γαλλικής Επαναστάσεως, στοχεύοντας όχι πια στήν ανασύσταση της αυτοκρατορίας, αλλά στη δημιουργία ενός μικρού ανεξάρτητου κράτους, στο οποίο θα "στριμωχνόταν" κυριολεκτικά (πρβλ.το 1922) το Ελληνικό ΄Εθνος. Αυτό το πέρασμα από τη Ρωμαίικη Οικουμένη στο Ελληνικό κράτος ισοδυναμούσε με θάψιμο της Ρωμηοσύνης.΄Ετσι ο αγώνας του '21 εντάχθηκε στα σχέδια των Μεγάλων Δυνάμεων της Ευρώπης για την αυτοκρατορία της Ρωμανίας. Στις ευρωπαϊκές αυλές, όπως λ.χ. του Ναπολέοντος, καθορίσθηκε ο χαρακτήρας της Ελληνικής Επαναστάσεως, που δεν θα έχει πια ρωμαίικο-οικουμενικό χαρακτήρα, αλλά στενά εθνικό και κατ' ουσίαν "αρχαιοελληνικό". Θα είναι επανάσταση των Ελλήνων του Ελλαδικου θέματος όχι μόνο εναντίον των Τούρκων, αλλά και εναντίον της Ρωμαίικης Εθναρχίας, ως συνέχειας της "Ρωμαϊκής Βασιλείας" των "Βυζαντινών"(15). Το πραξικοπηματικό Αυτοκέφαλο της Ελλαδικής Εκκλησίας (1833) ειναι η απτή επιβεβαίωση αυτών των ξενόφερτων προσανατολισμών.

Η συμμετοχή, συνεπώς, του Ράσου -και μάλιστα του Οικουμενικού Πατριαρχείου- στον Αγώνα υπήρξε δείγμα υψηλής αυθυπερβάσεως και αυτοθυσίας, αφού ήταν πια φανερό, ότι ο Αγώνας είχε σαφώς αντιρωμαίικο και αντιεθναρχικό χαρακτήρα, στρεφόμενο και κατά του Πατριάρχου, ως Εθνάρχου των Ρωμηών(16). Η συμμετοχή δε αυτή ομολογείται από εκείνους, που την έζησαν σ'όλη τή διάρκεια του Αγώνα και ήταν σε θέση νά τήν επιβεβαιώσουν.

"Πλησίον εις τον Ιερέα -έλεγε ο Θ. Κολοκοτρώνης- ήτον ο λαϊκός, καθήμενοι εις ένα σκαμνί, Πατριάρχης καί τζομπάνης, ναύτης καί γραμματισμένος, ιατροί, κλεφτοκαπεταναίοι, προεστοί και έμποροι"(17). Ο ιστορικός του l9ου αιώνα Χρ.Βυζάντιος σημειώνει: "Προύχοντες, κληρικοί, αρματολοί και κλέφται, λόγιοι και πλούσιοι, συνεφώνησαν ή μάλλον συνώμοσαν και παραχρήμα επαναστάτησαν κατά της τουρκικής δυναστείας(18).

Ο εθνικός ιστορικός μας Κ.Παπαρρηγόπουλος ομολογεί: "...Οσαδήποτε και αν υπήρξαν τα αμαρτήματα πολλών εκ των Πατριαρχών, ουδείς όμως εξ αυτών, ουδείς ωλίσθησεν περί την ακριβή του πατρίου δόγματος και των υπάτων εθνικών συμφερόντων τήρησιν"(19)

Ανάλογα αποτιμούν τη στάση του Ράσου στην Επανάσταση ο Δ. Κόκκινος, ο Δ.Φωτιάδης, ο Σπ. Μαρινάτος, ο Ι.Συκουτρής, ο Κ.Βοβολίνης, ο Ν.Τωμαδάκης, ο Απ.Βακαλόπουλος κ.α.(20) Υπάρχουν, βέβαια, και επικριτές του Κλήρου, και των Αρχιερέων, που αμφισβητούν ή και αρνούνται την ειλικρινή και άδολη συμμετοχή τους στον Αγώνα. Τέτοιες θέσεις έχουν κατά καιρούς υποστηρίξει ο Γ. Κορδάτος (ιστορικός μαρξιστής), ο Γ. Σκαρίμπας (λογοτέχνης μαρξιστής, αλλ' όχι ιστορικός), ο Μάριος Πλωρίτης (φιλόλογος κριτικός, αλλ' όχι ιστορικός), ο Γ. Καρανικόλας (δημοσιογράφος, όχι ιστορικός) κ.ά.(21). Oι θέσεις αυτές επαναλαμβάνονται στερεότυπα από άλλους λιγότερο σημαντικούς καί άσχετους με την ιστορική έρευνα. Αρκεί να μελετήσει κανείς το "ΔΕΛΤΙΟΝ" της Ο.Λ.Μ.Ε.(22), για. να διαπιστώσει πώς αυτούσιες oι ιδεολογικές αυτές ερμηνείες για το '21 περνούν στο χώρο της παιδείας. Tο τραγικά απελπιστικό όμως είναι, ότι πολλές από τις παλαιότερες τοποθετήσεις έχουν πια ξεπερασθεί και στο χώρο της μαρξιστικής ιστορικής Σχολής, οπότε oι υποστηρικτές τους αποδεικνύονται "παλαιομοδίτες" στο χώρο του ιστορικού ερασιτεχνισμού. Νεώτεροι μαρξιστές στορικοί, έχουν αποκηρύξει την ερμηνευτική μέθοδο τού Γ.Κορδάτου και απομακρυνθεί από την ιδεολογική προοπτική του. Επίσης έχουν απορρίψει την προπολεμική θεωρία του "λαϊκισμού (π. χ. Λεων. Στρίγκας). ΄Ετσι, ο Π. Ρουσος δέχεται τήν επανάσταση του '21 ως εθνικοαπελευθερωτική και ομολογεί: "Σε σύγκριση με το εθνικό το κοινωνικό έρχεται στο υπόστρωμα"(23). Ανάλογα δέχονται ο καθηγ. Βασ. Φίλιας, ο Λεων. Στρίγκας, η Ελ. Αντωνιάδη-Μπιμπίκου κ.ά. (24). Η επικρατούσα στο χώρο της μαρξιστικής σκέψης σήμερα θέση είυαι, ότι η Επανάσταση του '21 ειναι εθνικοαπελευθερωτική, με κοινωνικό περιεχόμενο, αλλά μία, στην οποία έλαβαν μέρος oι πιο ετερόκλητες δυνάμεις, κάθε μια με τις δικές της προϋποθέσεις και στοχοθεσία. Δεν έχει εκλείψει όμως τελείως η ιδεολογική προσέγγιση, που αναιρεί κάθε δυνατότητα ιστορικής-επιστημονικής κατανοήσεως και ερμηνείας.

΄Ενα απο τα επισημότερα θύματα της παρατεινόμενης αυτής ιδεολογικής αδιαλλαξίας είναι ο Μέγας Οικουμενικός Πατριάρχης του Αγώνα, ΄Αγιος Γρηγόριος Ε'(25). Η ερμηνεία της στάσης του στον Αγώνα απαιτεί επαρκή γνώση της εποχής (ιστορικά, κοινωνιολογικά, πολιτικά, διπλωματικά) και τη χρήση ορθών κριτηρίων, συγχρόνων δηλαδή και όχι σημερινών (ιστορικός αναχρονισμός). Ο σοφός εκείνος Γενάρχης, πώς ήταν δυνατό να παραβλέψει τους αρνητικούς παράγοντες, που απειλούσαν κάθε επαναστατική σκέψη (Ιερά Συμμαχία, Τσάρος, προηγούμενες οικτρές αποτυχίες, π. χ. 1790); Γιατί να άπαιτεί κανείς λιγότερη σύνεση από εκείνη τον Κοραή και του Καποδίστρια, που ήσαν τελείως αρνητικοί στα σχέδια εξεγέρσεως; Και όμως, σε καμία παρακωλυτική ή αποτρεπτική ενέργεια δεν προέβη, η δε αλληλογραφία του είναι σαφώς θετική και φανερώνει την εσωτερική συμμετοχή του στα σχέδια της Φιλικής(26). Θα ερωτήσει, βέβαια, κανείς: και ο περιβόητος αφορισμός του κινήματος Υψηλάντου-Σούτσου; Δεν είναι σαφής αντίδραση του Γρηγορίου; Ετσι, άλλωστε, ερμηνεύεται ως σήμερα από την αρνητική κριτική. Μπορεί όμως να "έρμηνευθεί" ο αφορισμός χωρίς να ληφθεί υπόψη το κλίμα, μέσα στο οποίο έγινε; Καί ποιο ήταν το κλίμα αυτό; -΄Εκρηξη της οργής του Σουλτάνου (απόλυτου κυρίου πάνω σε κάθε υπήκοο)- ΄Αμεσος κίνδυνος γενικής σφαγής των Ρωμηων (ομολογία εκθέσεων τών Ξένων της Κων/πόλεως(27)) Απερίγραπτες θηριωδίες, πού προοιώνιζαν τη συνέχεια-Παύση από τον Σουλτάνο δύο Μ. Βεζίρηδων, με την κατηγορία της επιεικούς στάσεως έναντι των Ρωμηών -Απαγχονισμός του Σεϊχουλισλάμη (Θρησκευτικού αρχηγού), κατηγορουμένου για απείθεια (δεν εξέδωσε φετφά για την σφαγή και εξόντωση των Ρωμηών(28)) Εκτελέσεις Φαναριωτών (Μουζούρηδων και Μητροπολιτών) κ.λπ.(29).

Ποιος μπορεί μετά από όλα αυτά να αρνηθεί, ότι ο αφορισμός ήταν πράξη ανάγκης και "στάχτη στα μάτια του Σουλτάνου"; (Νικοπόλεως Μελέτιος). Αυτή ακριβώς ήταν και η ερμηνεία του άμεσα θιγομένου από τον αφορισμό, Αλ.Υψηλάντη: "Ο Πατριάρχης, βιαζόμενος υπό της Πόρτας, σας στέλλει αφοριστικά και Εξάρχους, παρακινώντας σας να ενωθήτε με την Πόρταν. Εσείς όμως να τα θεωρήτε αυτά ως άκυρα, καθότι γίνονται με βίαν και δυναστείαν και άνευ της θελήσεως του Πατριάρχου"(30). Μόνο, λοιπόν, μετά από τήν γνώση όλων αυτών μπορεί να εκτιμηθεί σωστά και ο απαγχονισμός του Γρηγορίου. Ο πρώτος Πατριάρχης της Ρωμηοσύνης εκτελέσθηκε ως "προδότης" του Σουλτάνου και όχι των Ρωμηών(31). Και εύλογα, αφού τυπικά ήταν ο δεύτερος μετά τον Σουλτάνο αξιωματούχος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ενώ δε ο αφορισμός δεν είχε καμιά αρνητική απήχηση στον Εθνικό Αγώνα, αφού ήταν γνωστή η προέλευσή του, το "σχοινί του Πατριάρχη" ανέπτυξε μιαν ευεργετική δυναμική, διότι έγινε κινητήρια δύναμη στο αγωνιζόμενο ΄Εθνος.

Η ιδεολογικοποιημένη ερμηνεία δεν αφήνει όμως άθικτους και τους άλλους Αρχιερείς. Θέλοντας να μειώσουν τη διακεκριμένη συμμετοχή αρχιερέων, όπως λ.χ. ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ή ο Σαλώνων Ησαϊας, μιλούν για "εκατοντάδες αρχιερέων" (Σκαρίμπας), η συντριπτική πλειοψηφία των οποίων (δήθεν) απέσχε και υπονόμευσε τον Αγώνα(32). ΄Εχουν όμως έτσι τα πράγματα;

Oι Αρχιερείς του Οικουμενικού Θρόνου δεν ξεπερνούσαν τους 200, στίς 171 συνολικά επαρχίες του. Ο αριθμός δε αυτός περιλαμβάνει και τους Αρχιερείς των άλλων ρωμαίικων Πατριαρχείων, που ήταν στα όρια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας(33). Ο Σπ.Τρικούπης, Θ. Φαρμακίδης κ.α,. δέχονται τον αριθμό 180, οι δε τιτουλάριοι Αρχιερείς δεν υπερέβαιυαν τους 20(34). Ποια ήταν, λοιπόν, η συμμετοχή αυτών των Αρχιερέων στη Φιλική Εταιρεία(35).

Παρά τον αστικό χαρακτήρα της Φιλικής, oι πρωτεργάτες της δεν είχαν δυτική αντιφεουδαρχική συνείδηση, διότι στην "καθ' ημάς Ανατολήν" δεν υπήρχε φεουδαρχία φραγκικού τύπου (φυσική αριστοκρατία). Γι' αυτό ενώ στη Δύση ο Κλήρος, και μάλιστα οι Επίσκοποι, εθεωρούντο προέκταση της τάξεως των Ευγενών, η Φιλική στράφηκε εδώ στον Κλήρο και μάλιστα στις κεφαλές του. Αυτό επιβεβαιώνει και ο Κορδάτος: "0ί Φιλικοί [...] επεδίωξαν να δώσουν χαρακτήρα πανεθνικόν εις την ωργανωμένην επανάστασιν και δι' αυτό προσηλύτισαν και μερικούς Φαναριώτας και ανωτέρους Κληρικούς"(36). Το επίθετο ("μερικούς") απορρέει από το ιδεολογικό πρίσμα του Κορδάτου και δεν ανταποκρίνεται στο ελάχιστο στα πράγματα.

Από το 1818 μυήθησαν στην Φ. Ε. όλοι σχεδόν oι αρχιερείς της Πελοποννήσου(37), κάτι που αναγκάζεται να το παραδεχθεί ο αγαθότερος Σκαρίμπας: " Η Φ. Ε. [...] στο κόλπο είχε μυήσει όλους σχεδόν τους Παλαιοελλαδίτες κοτσαμπάσηδες και προπαντός τούς δεσποτάδες"(38). Η αλήθεια είναι, ότι ως Ρωμηοί oι ηγέτες της Φιλικής γνώριζαν την επιρροή των Αρχιερέων στο λαό. Μέσα στα έτη 1918-21 όλοι σχεδόν oι Αρχιερείς έγιναν μέλη της Φιλικής. Μαρτυρίες αδιαμφισβήτητες καλύπτουν 81 περιπτώσεις. Για έναν αριθμό απουσιάζουν μαρτυρίες, χωρίς όμως να μπορεί να υποστηριχθεί, ότι δεν είχαν μυηθεί και εκείνοι. Απουσιάζει όμως και κάθε μαρτυρία για προβολή αρνήσεως ή για υπονόμευση του έργου της Εταιρείας. Oι περισσότεροι ιστορικοί δέχονται, ότι oι Αρχιερείς υπήρξαν η σπονδυλική στήλη της Φιλικής και ο κύριος παράγων του έργου της λόγω του υψηλού κύρους τους στον Λαό(39). Αν οι Αρχιερείς εξ άλλου δεν περιέβαλλαν με την αγάπη τους τo έργο της Φιλικής, πολλά πράγματα μπορούσαν να ανατραπούν. Μια αναφορά, τέλος, στην ποσοστιαία σύνθεση της Φιλικής δίνει τα στοιχεία: Κληρικοί 9,5%, Αγρότες 6% καί Πρόκριτοι 11,7%(40).

Ιδιαίτερα από την περιοχή της Ελλάδος αναφέρονται επώνυμα στις πηγές 73 αρχιερείς, που έλαβαν ενεργό μέρος στον Αγώνα. Σαρανταδύο Αρχιερείς υπέστησαν ταπεινώσεις, εξευτελισμούς, φυλακίσεις, διώξεις κάθε είδους, βασανιστήρια, εξορίες κ.λπ. Δύο Οικουμενικοί Πατριάρχες (Γρηγόριος Ε', Κύριλλος ΣΤ') και 45 Αρχιερείς (Μητροπολίτες) εκτελέσθηκαν ή έπεσαν σε μάχες. Κατά τον Γάλλο Πρόξενο Πουκεβίλ οι κληρικοί-θύματα του Αγώνα ανέρχονται συνολικά σε 6.000(41).

Υπάρχει όμως και το "εξ αντιθέτου" επιχείρημα. H μαρτυρία των Τούρκων Ιστορικών για τη δράση του ελληνορθοδόξου Κλήρου στον Αγώνα του '21(42). 'Ετσι, ο Μώραλη Μελίκ Μπέη δέχεται ότι "τον λαόν (της Πελοποννήσου) υπεκίνησαν oι έχοντες συμφέροντα και σχέσεις μετά τούτων, oι έμποροι, οι πρόκριτοι, και κυρίως oι μητροπολίται και γενικως oι ανήκοντες εις τον κλήρον, δηλαδή oι πραγματικοί ηγέται του Εθνους"(43). Ο δε Ζανί Ζαντέ σημειώνει: "Τα σχέδια ετηρούντο μυστικά μεταξύ του Πατριάρχου, των Μητροπολιτών, των Παπάδων, των Δημογερόντων"(44).

Διά να κλείσουμε το θέμα αυτό, θα προσθέσουμε, ότι ενίοτε τον 19ο αιώνα εγείρονταν αντιδράσεις όχι για την μη συμμετοχή των Κληρικών μας στον απελευθερωτικό Αγώνα, αλλά αντίθετα για τη συμμετοχή τους σ' αυτόν. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Κεφαλλονίτη κοσμοκαλόγηρου και ησυχαστή Κοσμά Φλαμιάτου (1786- 1852)(45). Κατά τον Φλαμιάτο η Αγγλία εκμεταλλεύθηκε τον Αγώνα του '21. Με την εμπλοκή του Κλήρου σ' αυτόν επεδίωξε "ίνα διεγείρη την παγκόσμιον, ει δυνατόν, περιφρόνησιν, μίσος, αποστροφήν και συνωμοσίαν κατά του Κλήρου, τόσον την εκ των Αρχών, όσον και την εκ του λαού. Δι' αυτόν τον σκοπόν προς τοις άλλοις εκίνησεν εμμέσως εις τους αρχηγούς της Φιλικής Εταιρείας και εισήχθησαν εν αυτω ο Οικουμενικός Πατριάρχης, πολλοί Επίσκοποι και άλλοι εκ του Κλήρου της Ανατολής, και εφάνησαν τινες εξ αυτών οπλοφορούντες εις το στάδιον του κατά των Οθωμανών πολέμου, φαινόμενον όλως μοναδικόν, αλλόκοτον και αποτρόπαιον, εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν..."(46).

Δεν θα ασχοληθούμε με την ορθότητα ή όχι των κρίσεων του Φλαμιάτου, που έχει το δικό του πρίσμα θεωρήσεως.

Το σκανδαλιστικό για ησυχαστές σαν τον Φλαμιάτο ειναι η συμμετοχή του Κλήρου στις πολεμικές επιχειρήσεις ("οπλοφορία") και σε μια συνωμοτική Εταιρεία, όπως η Φιλική. Την τελευταία θεωρεί κατευθυνόμενη "εμμέσως" από την Αγγλία. Μάλλον, συνεπώς, αυτό προσκρούει στη συνείδησή του, ότι δηλαδή η Επανάσταση εξυπηρετούσε τους σκοπούς της Δύσεως. Σ' αυτό ακριβώς, πιστεύουμε, έγκειται η αντίθεσή του. Οτι ο Κλήρος της Ελλάδος, εν αγνοία του, εξυπηρέτησε σκοπούς αλλοτρίους και όχι τα όνειρα της Ρωμηοσύνης. Ο Φλαμιάτος γράφει στη δεκαετία του 1840, όταν πολλά πια έχουν αποσαφηνισθεί. Σημαντικό όμως είναι, ότι θεωρεί τον Οικουμενικό Πατριάρχη μέλος της Φιλικής Εταιρείας, σ' αντίθεση με τους σημεριυούς επικριτές του. Για τους παραδοσιακούς ορθοδόξους όμως αυτό ήταν το σκάνδαλο και όχι το αντίθετο. O Γενάρχης της Ρωμηοσύνης να υποθάλπει κινήσεις, που στρέφονταν εναντίον της... Γι' αυτό μιλήσαμε παραπάνω για "θυσία" και "αυθυπέρβαση" του Ράσου. Η εθναρχική πολιτική εγκαταλείφθηκε για χάρη της ελευθερίας της Ελλάδος(47). Η Ρωμαίικη Εθναρχία θυσιάσθηκε, εκούσια, για την ελευθερία της Ελλάδος. Ο ΄Οθωνας στα 1833 θα πάρει για τους ΄Ελληνες, πολιτικά και εκκλησιαστικά, τη θέση του Εθνάρχη Οικουμενικού Πατριάρχη.Η αγανάκτηση του Φλαμιάτου εστιάζεται, ακριβώς, στην αντίθετη κατεύθυνση από τις αιτιάσεις των επικριτών του Κλήρου. Το Ράσο θυσίασε τα πάντα για την Ελλάδα και την εθνική αποκατάστασή της.



Συμπερασματικά:

 Η συμμετοχή του Ράσου στους εθνικούς μας αγώνες δεν είναι ασφαλώς, ο μοναδικός λόγος της παρουσίας του Κλήρου στην κοινωνία μας. Κύρια αποστολή του Ράσου είναι το έργο του ιατρού στο "Πνευματικόν Ιατρείον" της Εκκλησίας για την πνευματική και υπαρκτική αποκατάσταση του ανθρώπου μέσα στο Σώμα του Χριστού. Η Εκκλησία δεν μπορεί ποτέ να θεωρείται ως ένας συμβατικός θεσμός, κοινωνικού χαρακτήρα, μέσα στον υπόλοιπο κρατικό και εθνικό βίο, μέ σκοπό να σώζει απλώς την ιστορική διάσταση.

Εν τούτοις η Ορθόδοξη Εκκλησία, και μάλιστα η Ελλαδική, πρωτοστατεί σ'όλους τους απελευθερωτικούς μας αγώνες. Γιατί; Διότι τούτο απορρέει από την πίστη της γιά τον κόσμο και τόν άνθρωπο. Η Ορθοδοξία βλέπει την ελευθερία ως το φυσικό κλίμα αναπτύξεως και πραγματώσεως , του ανθρωπίνου προσώπου. Πραγματική δε ελευθερία είναι η δυνατότητα κοινωνίας του ανθρώπου με το Θεό καί\ι τού\υς συνανθρώπους του, σε βαθμό γνησιότητας, πληρότητας και αυθεντικότητας, έξω δηλαδή από κάθε αναγκαστικότητα. Η ανθρώπινη ελευθερία εντάσσεται στα πλαίσια του θελήματος του Θεού και είναι (και ως εθνική-κοινωνική) έννοια καθαρά θεολογική- εκκλησιαστική(48).

Ο Ορθόδοξος Κλήρος δεν μπορεί να μη συμμετάσχει στους εθνικούς-απελευθερωτικούς αγώνες, διότι το έργο του και στην περίοδο της ειρήνης είναι απελευθερωτικό. Αγώνας για την καταξίωση του Ρωμηού, ως απελευθέρωση από τα δεσμά της εσωτερικής δουλείας, της αμαρτίας(49). H εσωτερική δε δουλεία κατά κύριο λόγο επιφέρει και την εξωτερική. Διότι δουλεία δεν είναι, κυρίως, η αναγκαστική υποταγή, αλλά η εσωτερική υποταγή και ταύτιση με τον κατακτητή, η νέκρωση του πνεύματος αντιστάσεως και του ψυχικού δυναμισμού. Γι' αυτό και πιστεύουμε, ότι η σημαντικότερη προσφορά του Ράσου στο ΄Εθνος μας δεν ήταν τόσο η συμμετοχή του Κλήρου στις ένοπλες εξεγέρσεις και συγκρούσεις, όσο η συμβολή του Ράσου στη συντήρηση του ελληνορθοδόξου φρονήματος του Γένους και της αγάπης του προς την ελευθερία. Χωρίς αυτές τις προϋποθέσεις δεν θά μπορούσε να υπάρξει Εικοσιένα.


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Το λάθος αυτο διαπράττεται συχνά, και όχι μόνο από "αθεολόγητους". Oι βαθμοί της Ιερωσύνης (Επίσκοπος-Πρεσβύτερος και Διάκονος) συναποτελούν τον ανώτερο κλήρο. Στον κατώτερο κλήρο ανήκουν oι (χειροθετημένοι και όχι εντός του αγίου βήματος χειροτονημένοι) υποδιάκονοι, ψάλτες, αναγνώστες κ.λπ.

2. Γ.Δ. Μεταλληνού, Τουρκοκρατία…, Αθήνα 1989, σ. 85 ε.ε. Πρβλ. Χρ. Σ. Πελεκίδη, Ιδεολογικά Ρεύματα του Ελληνισμού της Τουρκοκρατίας, Ιωάννινα 1974.

3. Ι. Μενούνου, Κοσμά του Αιτωλού ΔΙΔΑΧΕΣ, Αθήνα 1979, σ. 269-70.

4. Ας Θυμηθούμε τα προφητικά για σήμερα λόγια του Γάλλου περιηγητή Μαλέρμπ (MALHERBE) προς τον Μακρυγιάννη: "...΄Ενα θα σας βλάψη έσάς, το κεφάλαιον της θρησκείας, οπού είναι αυτείνη η ιδέα σ' εσάς πολύ τυπωμένηι" (Στρατηγού Μακρυγιάννη, Απομνημονεύματα, εκδ. ΜΠΑΫΡΟΝ, χ. χρ., σ. 415).

5. Στ. Ράνσιμαν, Η Μεγάλη Εκκλησία εν Αιχμαλωσία (μετάφρ. Ν. Παπαρρόδου), Αθήνα 1979, σ. 360.

6. Χαρακτηριστική η περίπτωση του μητροπολίτου Τρίκκης Διονυσίου, του επικαλουμένου "Σκυλοσόφου". Εκαμε δύο αποτυχημένες εξεγέρσεις (1600 και 1611), προσχωρώντας μάλιστα και στον παπισμό,με αντάλλαγμα την υπόσχεση βοήθειας, που δεν ήλθε φυσικά ποτέ. Oι συνέπειες της άποτυχίας ήταν, για το λαό κυρίως, οδυνηρές, όπως φανερώνει το σχετικό δημοτικό τραγούδι:

"Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος; Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια κι ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη. 'Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί oι Γιαουντζήδες.

Δεν έχ' η μάννα πια παιδιά και τα παιδιά γονέους. Ki εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην ΙΙόλη,

να τρων oι κότες πίτουρα, να νταβουλάν oι Γύφτοι, για να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι..".

6α. Βλ. Δημήτρη Κιτσίκη, Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (1280-1924), Αθήνα 1988, σ. 104.

7. Αναφέρουμε τα σημαντικότερα:

- Επανάσταση στην Κρήτη και Πελοπόννησο λίγο μετά την ΄Αλωση (l5ος αι.).
-Βενετοτουρκικός πόλεμος (1463-1479).
- Κίνημα στη Ρόδο (1524-29).
-Επανάσταση Χειμαριωτών (1570).
- Επανάσταση στην Πελοπόνησο, Στερεά, Ηπειρο, Μακεδονία, Αιγαίο μετά τη ναυμαχία της Ναυπάκτου (Lepanto)(1571).
-Ανταρσία στο Ρέθυμνο (1571). -Ανταρσία Μανιατών (1582).
-Ανταρσία Κύπρου (τέλη του l6ου-αρχές του l7ου αι.).
-Απελευθερωτικές προσπάθειες αρχιεπισκόπων Αχρίδος Γαβριήλ, Νεκταρίου και Αθανασίου.
-Επαναστατικές προσπάθειες μητροπολίτου Τορνόβου Διονυσίου Ράλλη (1595/98).
-Εξεγέρσεις μητροπολίτου Διονυσίου Σκυλοσόφου (1600 καί 1611).
-Επαναστατικές κινήσεις Μανιατων (l7ος αι.). - Εξέγερση αγροτών Νάξου ( 1641 ). - Κρητικός πόλεμος (1645-1669).
-Εξέγερση Μητροπολίτου Θεσσαλιώτιδος Μεθοδίου και αρχιμανδρίτου Σεραφείμ (1704).
-Επανάσταση της Θεσσαλίας ( 1715)
-Ενέργειες μητροπολίτου Αχρίδος Ζωσιμά για την απελευθέρωση του βαλκανικου χώρου ( 1716).
-Συμμετοχή στα Ορλωφικά ( 1768): επαναστατική κίνηση Πελοποννήσου, Στερεάς, Κρήτης, Αίγαίον κ.λπ.
-Συμμετοχή στους αγώνες του Λ. Κατσώνη ( 1789-92).
-Αγώνες Σουλιωτών (1800-1804).
-Ανταρσία Ευθυμίου Παπαβλαχάβα (1808) κ.λπ., κ.λπ.

8. Βλ. Ν. Τωμαδάκη, ΄Ητο εθνικόν ή κοινωνικόν κίνημα η ελληνική εθνεγερσία; Στο περ. ΜΝΗΜΟΣΥΝΗ Γ' (1970/71), σ. 5 έ. έ.

9. Βλ. τον τόμο: ΠΡΑΚΤΙΚΑ ΘΕΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΝΕΔΡΙΟΥ, Εις τιμήν και μνήμην των Νεομαρτύρων (17-19 Νοεμβρίου 1986), Θεσσαλονίκη 1988, σσ. 612, με σπουδαίες μελέτες και την παλαιότερη για το θέμα βιβλιογραφία.

10. Ιστορία..., τόμ. β', σ. 229.

11. Βλ. το κεφάλαιο: "Η Εκκλησία και ο Ελληνικός Λαός" στου Στ. Ράνσιμαν, όπ.π. , σ. 659 ε..

12. Στρατηγού Μακρυγιάννη, Οράματα και θάματα, Αθήνα 1983, σ. 163/4.

13. Αγιορείτης ήταν ο πατριάρχης Αγαθάγγελος, όπως και ο Μαρωνείας Κωνστάντιος καί ο Ηρακλείας Ιγνάτιος. Στη Μονή Φιλοσόφου Δημητσάνας "μαθήτευσαν" ο Αργολίδος Γρηγόριος, ο Π.Πατρον Γερμανός, ο Τριπόλεως Δανιήλ, ο Ανδρούσης Ιωσήφ, ο Μονεμβασίας Χρύσανθος κ.π.ά. Ο Χριστιανουπόλεως Γερμανός στο Μ. Σπήλαιο, ο Χίου Δανιήλ στη Ν. Μονή Χίου, ο Βρεσθένης Θεοδώρητος στη μονή Αγ. Θεοδώρων, ο Κύπρου Κυπριανός στη μονή Μαχαιρά Κύπρου, κ.λπ. Από Μονές ξεκίνησαν επίσης ο Παπαφλέσσας και ο Αθανάσιος Διάκος.

14. Βλ. Το κεφάλαιο "Το ανολοκλήρωτο '2l" στου Γ. Δ. Μεταλληνού, ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΑΛΛΟΤΡΙΩΣΗ, Αθήνα 1989(2), σ. 191

15. Βλ. τη σπουδαία ανάλυση του καθηγ. π.Ιωάννου Ρωμανίδου, στο έργο του: Το προπατορικόν αμάρτημα, Αθήνα 1989(2), σ. ιδ' έ. ε.

16. Ph. Sherrard, Δοκίμια για τον Νέο Ελληνισμό, Αθήνα 1971, σ. 296 έ.

17. Θ.Κολοκοτρώνη, Διήγησις συμβάντων ελληνικής φυλής, εκδ. Πάπυρος, Αθήναι, σ. 29.

18. Χρ.Βυζαντίου, Ιστορία τακτικού στρατού, σ. 265. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, Oι Αρχιερείς και το Είκοσιένα, Ξάνθη 1985, σ. 189.

19. Κ. Παπαρρηγοπούλου, Ιστορία του Ελληνικού ΄Εθνους, τομ. 7, Αθήναι 1925 σ. 216/17.

20. Παραθέματα βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 190 ε. έ. Πρβλ. σ. 248 έ. ε. "Διακηρύξεις εθνοσυνελεύσεων", "κρίσεις συγχρόνων με την Επανάσταση ιστορικων".

21. Παραθέματα σχετικά βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π. σ.197 έ.έ. και 234 ε.έ. Για να γίνει συνειδητή η φθορά εκ μέρους του δυτικού διαφωτισμού, αρκεί να σημειώσουμε, οτι μεταξύ των επικριτών του Πατριάρχου Γρηγορίου Ε' δεν είναι μόνο μαρξιστές, αλλά και ο χριστιανος καθηγ. Αλέξ. Τσιριντάνης. Στο ίδιο, σ.198-99: Το Οικουμ. Πατριαρχείο "δεν ήθελε την Επανάσταση και ο Πατριάρχης τήν άφώρισε. Βρέθηκαν μερικοί να πουν πως τάχα ο τρομερός αφορισμός ήλθε και στον Μωριά και ήθελε να δέσει τα χέρια του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη. Θα μπορούσε βέβαια, ο Πατριάρχης να είχε κατά κάποιο τρόπο διαμηνύσει στο λαό, να μη πάρουν στα σοβαρά τον αφορισμό. Τέτοιο πράγμα όμως δεν έγινε, γιατί απλούστατα, ο αφορισμός ήταν αληθινός και "σπουδαίος". "Εγινε στα σοβαρά, σοβαρώτατα” (Βλ. Αλεξ. Τσιριντάνη, Το Εικοσιένα, στο περιοδ. ΣΥΖΗΤΗΣΗ, τευχ. 195, Ιανουαρ. 1977, σ. 2). Το κείμενο του καθηγ. Τσιριντάνη, αποδεικνύει, ότι η "παρερμηνεία" δεν είναι προνόμιο "αντορθοδόξων" και "ανθελληνικών" ιδεολογιών. Το τραγικό όμως στην περίπτωση, και σκανδαλώδες συνάμα για σοβαρό και ανεγνωρισμένο επιστήμονα, είναι όχι μόνο η απουσία γνώσεως, αλλά και ενδιαφέροντος (στά 1977!) για γνώση της σχετικής με το θέμα βιβλιογραφίας, που δίνει απάντηση στα μετέωρα ερωτήματά του. Από πλευράς δε στενά επιστημολογικής διερωτάται κανείς, αν ο επιστήμων δικαιούται να αδιαφορεί για το λόγο των ειδικών στην έρευνα. Και μια αφελής απορία: Και αν ακόμα ο άγιος Πατριάρχης "είχε διαμηνύσει στο λαό...κ.λπ." (καί είχε πράγματι "διαμηνύσει". Βλ.Ι. Μ. Χατζηφώτη, ο Γρηγόριος ο Ε' μέσα από τα έγγραφα και τις πηγές τον αγώνα, Αθήνα 1988, σ. 21 έ. έ.), πού θα τα εύρισκε ο Αλ. Τσιριντάνης; τοιχοκολλημένο σε κάποια δημόσια πλατεία; Καλά έλεγε ο μακαρίτης καί "άθεος" Γιάννης Σκαρίμπας, "από τήν ψώρα του Κοραή δεν απαλλάχθηκε ακόμη το "Εθνος"...

22. Βλ. το τεύχος Μαρτίου 1983, έτ.34/τεύχος 556, σ. 3: "Οι κοτσαμπάσηδες και ο ανώτερος κλήρος στην πλειοψηφία τους είτε σύρθηκαν στην επανάσταση, γιατί δεν μπορούσαν να κάνουν διαφορετικά μπροστά στο γενικό ξεσηκωμό, είτε προσχώρησαν υστερόβουλα, αποβλέποντας σε μια νέα μορφή κυριαρχίας πάνω στον επαναστατημένο λαό(...). Ο ανώτερος κλήρος, με λίγες φωτεινές εξαιρέσεις, πολέμησε την επανάσταση με τα μέσα που διέθετε και με επικεφαλής τους Πατριάρχες των αφορισμων (Γρηγόριο Ε', Πολύκαρπο Ιεροσολύμων). Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π. σ. 201. Αυτό που έχει σημασία είναι, ότι το πνεύμα του "λαϊκισμού" εμποδίζει το κείμενο να λάβει υποδομή τις περιπτώσεις που αρχηγοί, όπως ο Κολοκοτρώνης, με την απειλή των όπλων κράτησαν τμήματα του λαου τίς μάχες, εμποδίζοντας την λιποταξία τους. ΄Ετσι καταντά η ερμηνεία μονομερής και ιδεολογική.

23. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ.π., σ. 238 έ.

24. Στο ίδιο.

25. Τις νεώτερες μελέτες για το πρόσωπο βλ. στη Βιβλιογραφία.

26. Βλ. Ι. Μ. Χατζηφώτη, οπ.π.

27. Βλ. Γεωργίου Θ. Ζώρα, Ο απαγχονισμός του Πατριάρχου Γρηγορίου του Ε' εις την έκθεσιν του Ολλανδου Επιτετραμμένου Κωνσταντινουπόλεως, Αθήναι 1976, σ. 4 έ.

28. Μπορεί να αποκληθεί πρώτος μάρτυρας του Αγώνος της Ανεξαρτησίας μας.

29. Η Ιστορία του Ελληνικού Εθνους, Εκδοτικής Αθηνών, τόμ. ΙΒ', σ. 32 και 36 (Α. Δεσποτόπουλος) γράφει σχετικά: "...Επικρίθηκε εν τούτοις ο Πατριάρχης και επικρίνεται ακόμη, επειδή έστερξε στον αφορισμό και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους. Οι επικριτές όμως δεν αναλογίζονται τί θά πάθαινε το ΄Εθνος, αν ο Πατριάρχης τηρούσε αρνητική στάση απέναντι στις αξιώσεις του Σουλτάνου. Συμμορφώθηκε, άλλωστε, τότε ο Πατριάρχης προς την σταθερή παράδοση της Εκκλησίας, που με παρόμοια στάση κατόρθωνε σε ανάλογες κρίσιμες περιστάσεις να σώζει το Γένος. ΄Αλλωστε θα ήταν εντελώς παράλογη και ανεύθυνη διαφορετική απόφαση. Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών".

30. Βλ. Ιστορία του 'Ελλην. Εθνους (Εκδοτικής Αθηνών), τομ. ΙΒ', σ. 130β.

31. Κατά την "Προκήρυξη" του Σουλτάνου (YAFTA), "ο δόλιος Ρωμηός Πατριάρχης, καίτοι κατά το παρελθόν είχε δώσει πλαστά δείγματα αφοσιώσεως, όμως κατά την περίπτωσιν ταύτην, μη δυνάμενος να αγνοή την συνωμοσίαν της επαναστάσεως του έθνους του [...] γνωρίζων δέ ο ίδιος και υποχρεωμένος να γνωστοποιήση και εις όσους το ηγνόουν, ότι επρόκειτο περί επιχειρήσεως ματαίας, ήτις ουδέποτε θά επετύγχανε [...], όμως ένεκα της εμφύτου διαφθοράς της καρδίας του, ου μόνον δεν ειδοποίησε, ουδέ επετίμησε τους αφελείς [...], αλλά, κατά τα φαινόμενα, αυτός ο ίδιος, όπισθεν των παρασκηνίων, έδρα κρυφίως, ως αρχηγός της επαναστάσεως.…" (Γ. Ζώρα, όπ. π., σ. 9). Ο Σουλτάνος, γνώστης των πραγμάτων, δίνει την ερμηνεία του, που αποδεικνύεται σοβαρότερη από εκείνη νεωτέρων, όπως ο Γ. Καρανικόλας .ή ο Αλ. Τσιριντάνης...

32. Βλ. στου Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 263 έ.

33. Στο ίδιο, σ. 206 έ. ε.

34. Στο ίδιο, σ. 210-11.

35. Βλ. την εκτενή και εμπεριστατωμένη έκθεση τού Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 261 ε. έ.

36. Γ. Κορδάτου, Η κοινωνική σημασία τής 'Ελληνικής 'Επαναστάσεως, σ. 144. Πρβλ. Π. Γεωργαντζή, όπ. π., σ. 214, σ. 463.

37. Π. Γεωργαντζή, ό.π., σ. 215 ε. έ.

38. Το Εικοσιένα και η αλήθεια, τ. Α', σ. 59 και Β', σ. 93.

39. Ο Th. Gordon λ.χ., ιστορικός του Αγώνα (Ιστορία της Ελλην. Επαναστάσεως, μετάφρ. Φ. Βράχα, τομ. Α', σ. 134) γράφει: "Δεν τολμούμε να βεβαιώσουμε, πως ο Πατριάρχης και τα μέλη της Συνόδου ήταν απόλυτα αθώοι συνωμοσίας κατά του κράτους. Αντίθετα, έχομε λόγους να πιστεύουμε, ότι ο Γρηγόριος γνώριζε την ύπαρξη της Εταιρείας και ότι μερικοί από τους άλλους Ιεράρχες ήταν βαθειά πλεγμένοι στις μηχανορραφίες της".

40. Βλ. στον Π. Γεωργαντζή, σ. 240.

41. Λεπτομερή ανάλυση βλ. στο ίδιο, σ. 281 ε.έ.

42. Βλ. τις μελέτες: Νικηφ. Μοσχοπούλου, Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως κατά τους Τούρκους ιστοριογράφους, Αθήναι 1960. Ι. Παπαϊωάννου, Ιστορικές Γραμμές, τ. Α', Λάρισα 1979.

43. Ν. Μοσχοπούλου, ό.π., σ. 167. Ι. Παπαϊωάννου, όπ.π., σ. 240.

44. Ν. Μοσχοπούλου, σ.107. Ι. Παπα'ίωάννου, σ. 240.

45. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνού, ΚΟΣΜΑΣ ΦΛΑΜΙΑΤΟΣ (1786- 1852). "Ενας μάρτυρας της ορθοδόξου παραδόσεως στο Ελληνικό Κράτος, ανάτ. από τη ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 'Αθήναι 1987

46. Κοσμά Φλαμιάτου, "Απαντα" εκδόσεις "Σπανός"), Αθήναι 1976, σ. 96/7.

47. Για το ίδιο πράγμα "κατηγορεί" το Οικουμενικο Πατριαρχείο και ο Ράνσιμαν: "Δεν θα μπορούσε το Πατριαρχείο να ειχε γίνει η δύναμη, που θα συγκέντρωνε τον ορθόδοξο κόσμο και έτσι θα εξουδετέρωνε τις κεντρόφυγες τάσεις του βαλκανικού εθνικισμού; H ευκαιρία χάθηκε. Το Πατριαρχείο μάλλον ελληνικό, παρά Οικουμενικό". (όπ. π. σ. 694)

48. Βλ. Μάρκου Α. Σιώτου, Η θρησκευτική αξία της εθνικής ελευθερίας, στήν Ε. Ε. τής Θ. Σχ. του Π. Α., τ. Κ' (1973), σ. 41-70.

49. Γ. Δ. Μεταλληνού, "Θεολογία Απελευθερώσεως" και "Θεολογία Ελευθερίας", στο περ. ΚΟΙΝΩΝΙΑ, τ. ΛΒ' (1989), σ. 51-61. 





http://www.myriobiblos.gr/
http://www.romanity.org/