Σελίδες

Παρασκευή 22 Ιουλίου 2016

Ασπασμός Οσίου Παϊσίου και Παναγιωτάτου Πατριάρχου Βαρθολομαίου



Με χαρά και συγκίνηση δημοσιεύουμε ένα σπάνιο και ιστορικό βίντεο από την επίσκεψη του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου στην Ιερά Μονή Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους στις 7.11.1992.
Κατά την Δοξολογία της υποδοχής ο Πατριάρχης ασπάζεται τον Όσιο Παΐσιο τον Αγιορείτη καθώς αυτός προσέρχεται προκειμένου να λάβει την ευλογία του Παναγιωτάτου κατά το έθος.
Το αυθεντικό βίντεο παραχωρήθηκε στο Γραφείο Τύπου της Ιεράς Μητροπόλεως Εδέσσης, Πέλλης και Αλμωπίας από πρώην μαθητή της Αθωνιάδος, στου οποίου την κατοχή περιήλθε τότε και τον οποίον ευχαριστούμε θερμά.

http://agioritikesmnimes.blogspot.gr/

Πέμπτη 21 Ιουλίου 2016

Ο Αντρέι Ταρκόφσκι, η πίστη κι η παράδοσή μας





by Theo

Φέτος συμπληρώνονται 80 χρόνια από τη γέννηση του Αντρέι Ταρκόφσκι (1932‐1986), ενός ανθρώπου βασανισμένου αλλά και πολύ προικισμένου. Σ ̓ όλη τη ζωή του αναζητούσε την αλήθεια, ήταν προσηλωμένος στον στόχο του και δεν έκανε συμβιβασμούς. Οπως γράφει, «κάθε εποχή τη σημαδεύει η αναζήτηση της αλήθειας. Οσο φοβερή κι αν είναι η αλήθεια, συμβάλλει στην ηθική υγεία ενός έθνους. Η αναγνώρισή της αποτελεί ένδειξη υγιούς εποχής και ποτέ δεν έρχεται σε αντίθεση με την ηθική»[1] και: «Δεν είμαι καλλιτέχνης του σαλονιού, κι η ευτυχία του κοινού δεν εξαρτάται από μένα. Αντίθετα, πρέπει να λέω στον κόσμο την αλήθεια για την κοινή μας ζωή, όπως τη βλέπω μέσα από την εμπειρία και τις δυνατότητές μου.»[2]

Ενσάρκωνε τον πράγματι πνευματικό άνθρωπο. Οπως λέει ο Νικολάι Μπουρλάεβ, ένας ηθοποιός με τον οποίο συνεργάστηκε, «ήταν ένας βαθιά θρησκευόμενος άνθρωπος που έψαχνε τον Θεό και βάδιζε προς τον Θεό. Αυτό γινόταν αντιληπτό σε κάθε ταινία του». Και μια άλλη ηθοποιός του, η Ναταλία Μπονταρτσούκ δήλωσε: «Ολες οι ταινίες του Αντρέι, ανεξάρτητα από το ποια εποχή αφορά το περιεχόμενό τους, είναι προσανατολισμένες στο μέλλον, στην αιωνιότητα, στο Θεό.»[3]

Οταν τον ρωτούν «Τι είναι για σας το πνευματικό; Ποια είναι ή πίστη σας;», απαντά:
«Πιστεύω πως ο άνθρωπος δημιουργήθηκε από Κάποιον που είναι ανώτερος, που είναι άπειρος και πως όλη ή ζωή οφείλει να υπηρετεί αυτόν τον Κάποιον.»
Κι ο διάλογος συνεχίζεται: «‒ Αυτό το ανώτερο Ον είναι ό Θεός της χριστιανικής παραδόσεως;

‒ Αναμφίβολα.

‒ Θα λέγατε πως είστε Ορθόδοξος; ‒ Ναι.»[4]

Ο Ταρκόφσκι έβλεπε τη δουλειά του, την τέχνη ως ένα λειτούργημα, μια διακονία, μια προσευχή: «Ποτέ δεν πίστεψα στην τέχνη. Η τέχνη είναι ή αντανάκλαση μέσα στον καθρέφτη αυτού που είμαστε, μιας ανώτερης ικανότητας να δημιουργείς. Δεν κάνουμε τίποτε άλλο παρά να μιμούμεθα τον Δημιουργό. Είμαστε πλασμένοι κατ ̓ εικόνα Θεού, και η πράξη της δημιουργίας είναι μια από τις κινήσεις οπού γινόμαστε όμοιοί Του.
‒ Με λίγα λόγια επικαλείστε μια θρησκευτική αντίληψη της τέχνης.

‒ Πραγματικά. Η τέχνη είναι μια προσευχή. Είναι η προσευχή μου. Κι αν η προσευχή μου ενδιαφέρει κάποιον, τότε ή τέχνη μου είναι χρήσιμη. Το χρέος του ανθρώπου είναι να υπηρετεί. Ο κόσμος φτιάχτηκε πάνω σ' ένα μοναδικό τύπο σχέσεως, χάρις στον Θεό, τη διακονία. [...]

‒ Αντί να πούμε διακονούν, θα μπορούσαμε να πούμε ν' αγαπούν; ‒ Ασφαλώς.

‒ Και με ποιο τρόπο ή τέχνη μπορεί νά ̓ναι έτσι διακονία και αγάπη;
‒ Α... Αυτό, κατά τη γνώμη μου, είναι ένα μυστήριο. Είναι το μυστήριο της δημιουργίας.
Θα μπορούσαμε να ζήσουμε είκοσι, τριάντα αιώνες, ποτέ δεν θα μαθαίναμε πώς δημιουργήθηκε ο κόσμος, όπως δεν θ' αποκρυπτογραφήσουμε ποτέ το μυστήριο της δημιουργίας. Οταν γονατίζουμε μπροστά σε μια εικόνα και προσευχόμαστε στον Θεό βρίσκουμε τα αληθινά, τα σωστά λόγια. Με τον ίδιο τρόπο, όταν απευθύνεις την τέχνη σου στον Θεό σαν μια προσευχή, βρίσκεις τα σωστά πρόσωπα που θα βάλεις στο έργο σου.»[5]

Αλλού γράφει: «Θα μπορούσαμε να πούμε πως η τέχνη είναι θρησκευτική, από την άποψη ότι την εμπνέει η προσήλωση σ ̓ έναν ανώτερο σκοπό.»[6]

Γιος του ποιητή Αρσένι Ταρκόφσκι, ο Αντρέι είναι ένας ποιητής του κινηματογράφου. Γράφοντας για την τελευταία ταινία του, αναφέρεται και στον «ποιητικό χαρακτήρα που διέκρινε ώς τότε τη δουλειά» του.[7]

Κι επειδή είναι πραγματικός ποιητής, δεν θέλει να κάνει τον δάσκαλο αλλά θέλει να προβληματίσει τον θεατή, ώστε μόνος του κι ελεύθερα να οδηγηθεί προς την αλήθεια, προβάλλοντας «επεισόδια [...] παρμένα κατευθείαν από τη ζωή».[8] «Το πρώτο που πρέπει να περιγράψεις είναι το γεγονός και όχι η στάση σου απέναντί του. Η στάση σου πρέπει να γίνεται φανερή σ ̓ ολόκληρη την ταινία, να είναι μέρος της συνολικής εντύπωσης»[9], γράφει αλλού.

Παρ ̓ όλο που ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ από τους ιθύνοντες της σοβιετικής κινηματογραφικής βιομηχανίας, τόσο που να ονομάσει «Μαρτυρολόγιο» το προσωπικό του ημερολόγιο, ο Ταρκόφσκι κατάφερε να περάσει την πίστη και την αλήθεια του σε κάποιες από τις ταινίες του. Σχετικά με αυτό γράφει: «Πρέπει να λέω στον κόσμο την αλήθεια για την κοινή μας ζωή, όπως τη βλέπω μέσα από την εμπειρία και τις δυνατότητές μου. Κι αυτή η αλήθεια δεν υπόσχεται καθόλου πως θα είναι εύκολη ή ευχάριστη».[10]

Νομίζω πως η πίστη του στον Θεό κι ο σεβασμός του στην Ορθόδοξη παράδοση φαίνονται πιο ξεκάθαρα στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ», τη δεύτερη ταινία που γύρισε στη Σοβιετική Ενωση, και στη «Θυσία» που γυρίστηκε στη Σουηδία.

Αντρέι Ρουμπλιόφ

Ο «Αντρέι Ρουμπλιόφ» απεικονίζει τις δυσκολίες και τις αλλαγές μιας εποχής που μοιάζει πολύ με την εποχή που γυρίστηκε. Οπως γράφει ο ίδιος: «Η τραγικότητα εκείνης της εποχής μπορεί να εξηγηθεί μόνο σαν κορύφωση της ανάγκης για αλλαγή.»[11] Και: «Η ταινία θα έδειχνε πώς ο εθνικός πόθος για αδερφοσύνη, την εποχή του παράφορου αδερφοκτόνου αγώνα και του ζυγού των Τατάρων, γέννησε την εμπνευσμένη «Αγία Τριάδα», η οποία συνοψίζει το ιδανικό της αδερφοσύνης, της αγάπης και της γαλήνιας ευσέβειας.»[12] Δηλαδή, η πατρίδα του και στον 15ο αιώνα, τον καιρό του αγίου Αντρέι Ρουμπλιόφ (η Εκκλησία τον έχει κατατάξει στο αγιολόγιό της), και τον καιρό του Χρουστσόφ αντιμετωπίζει παρόμοια προβλήματα[13]. Κι ο Ταρκόφσκι πιστεύει πως η αλλαγή της Ρωσίας θα έλθει μόνο με την επιστροφή στις παραδοσιακές αλήθειες, στην πίστη στον Θεό και στη λατρεία Του, την οποία διακονεί ο αγιογράφος μοναχός ζωγραφίζοντας την περίφημη εικόνα της Αγίας Τριάδος.

Ο Ρουμπλιόφ ξεκινά τη ζωή του με μια αθωότητα και μια παιδική πίστη στην καλοσύνη των ανθρώπων. Οπως γράφει ο Ταρκόφσκι: «Ο καλόγερος, ο Ρουμπλιόφ, κοιτούσε τον κόσμο με απροστάτευτο, παιδικό βλέμμα, και κήρυσσε την αγάπη, την καλοσύνη και τη μη βίαιη αντίσταση στο κακό.»[14] Ομως, η σκληρή πραγματικότητα της εποχής του, οι αντιζηλίες μεταξύ των μοναχών, οι ματαιοδοξία τους, η διαφθορά αρχόντων και λαού, η διπροσωπία και η αδιαφορία τους μπροστά στον επερχόμενο κίνδυνο των Τατάρων και τη βία που θ ̓ ακολουθούσε, δοκιμάζουν την πίστη του, τον απογοητεύουν και τον κάνουν να εγκαταλείψει το μοναστήρι του.

Φεύγοντας όμως από εκεί, είναι σαν να βαδίζει στο άγνωστο χωρίς πυξίδα. Αντιμετωπίζει σαρκικούς πειρασμούς, απειλείται με θάνατο από παγανιστές που τον δένουν σε στάση σταυρού, συμβολίζοντας έτσι τον Χριστό, συναντά ένα δάσκαλο ‒τον Θεοφάνη τον Ελληνα‒ που, εκτός από την τέχνη του, δεν μπορεί να του δείξει μια σαφή πορεία μέσα στον κόσμο, ηγεμόνες που βλέπουν την τέχνη του με υλιστικά κίνητρα και τους ζωγράφους/αγιογράφους σαν μπογιατζήδες, και μια βία που ξεκινά από μια αδελφοκτόνα διαμάχη, καταλήγει στην εισβολή των Τατάρων και καταστρέφει τα πάντα. Μέσα σ ̓ αυτήν τη δίνη, ο ζωγράφος προβληματίζεται, σχετικά με το «ποια πρέπει να είναι η σχέση του καλλιτέχνη με τον γύρω κόσμο. Πρέπει να συμμετέχει την Ιστορία η απλώς να παρατηρεί;»[15] Οταν ένας Ρώσος επιχειρεί να βιάσει μια γυναίκα, ο Αντρέι παίρνει την απόφαση να παρέμβει, σκοτώνει τον βιαστή και σώζει τη γυναίκα.

Μετά απ’ αυτό και μἐσα σ ̓ ένα περιβάλλον καταπτώσεως, καταστροφής, πείνας κι ερημώσεως, ο μοναχός Αντρέι στρέφεται στη μετάνοια: Επιβάλλει κανόνα σιωπής στον εαυτό του, αποφασίζει να μη ξαναμιλήσει και ξαναζωγραφίσει μέχρι να του δείξει ο Θεός ότι του συγχώρεσε τον φόνο κι επιστρέφει στη μονή της μετανοίας του. Μ ̓ αυτόν τον τρόπο ο Ταρκόφσκι δείχνει στους συγχρόνους του πώς πρέπει να γίνει η αλλαγή της Ρωσίας για την οποία τόση συζήτηση γινόταν τότε.

Ο Ρουμπλιόφ περνά έντεκα χρόνια με καρτερία, μέσα στην αφάνεια και τη σιωπή. Μέσα σ ̓ αυτά ωριμάζει. Ομως, για να φτάσει σ ̓ αυτό το σημείο, έπρεπε ν’ αντιμετωπίσει την πραγματικότητα του καιρού του, «τις πιο σαρωτικές μορφές της βίας που εξουσίαζε τον κόσμο και τον οδήγησε στην απογοήτευση», για να επιστρέψει εκεί όπου ξεκίνησε: «Στο τέλος επέστρεψε στην ίδια αλήθεια, ανακάλυψε πάλι για τον εαυτό του την αξία της ανθρώπινης καλοσύνης, της άδολης αγάπης που δεν λογαριάζει το κόστος ‒του μόνου δώρου που μπορούν να προσφέρουν οι άνθρωποι ο ένας στον άλλο», γράφει ο σκηνοθέτης[16].

Μετά απ ̓ αυτή την ωρίμανση, ο Θεός του στέλνει ένα σημάδι ότι συγχωρέθηκε. Οι Ρώσοι σιγά σιγά ξαναβρίσκουν το κουράγιο τους και ξαναχτίζουν τις πόλεις και τα ιερά τους. Για να ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση του Νόβγκοροντ και του καθεδρικού ναού του, πρέπει να κατασκευαστεί μια μεγάλη καμπάνα. Οσοι γνώριζαν την τέχνη έχουν χαθεί στον λιμό. Ο γιος ενός νεκρού κατασκευαστή καμπανών αναλαμβάνει το έργο, ισχυριζόμενος ότι ξέρει το μυστικό, ενώ στην πραγματικότητα το αγνοεί. Ο Αντρέι τον παρακολουθεί, κι όταν βλέπει πως ήταν η πίστη του νέου αυτή που οδήγησε την κατασκευή στην επιτυχία, αποφασίζει να σπάσει τη σιωπή του και να ξαναρχίσει την αγιογραφία, ώριμος πια. Του λέει: «Θα φύγουμε μαζί. Εσύ θα φτιάχνεις καμπάνες κι εγώ εικόνες. Θα πάμε στην Αγία Τριάδα. Θα πάμε μαζί.»

Η ταινία, που μέχρι τότε ήταν ασπρόμαυρη, απεικονίζοντας τα αδιέξοδα του ήρωά της και του ρωσικού λαού, θα ξεσπάσει στο τέλος σε μια φωτοχυσία χρώματος, με τον φακό να εστιάζει στην εικόνα της Αγίας Τριάδος, και σε μια θριαμβική δοξολογική μουσική. Ο μοναχός, αφού πέρασε πολλές δοκιμασίες, με τη μετάνοια, ξαναγύρισε στην αρμονία και τη γαλήνη της εν Χριστώ ζωής, της αγιογραφίας και της εικόνας της Αγίας Τριάδος που ζωγράφισε. Ετσι, επιβεβαιώνεται εμπειρικά η Παράδοση. Γράφει ο Ταρκόφσκι γι ̓ αυτήν την ταινία: «Οι παραδοσιακές αλήθειες παραμένουν αλήθειες μόνο όταν τις δικαιώνει η ατομική εμπειρία.»[17]

Κι ο Ανδρέας Πισαλίδης: «Στην πραγματικότητα ο «Αντρέι Ρουμπλιώφ» αποτελεί μια Ορθόδοξη απάντηση σε μια από τις πλέον αγαπημένες ταινίες του Ταρκόφσκι, την «Εβδομη Σφραγίδα» του Μπέργκμαν. Αμφότερες οι ταινίες είναι τοποθετημένες στον Μεσαίωνα και οι ήρωες θέτουν το πρόβλημα της ύπαρξης Θεού και Πίστης. Σε μια εποχή που ο έγχρωμος κινηματογράφος κυριαρχούσε, τόσο ο Μπέργκμαν, όσο και ο Ταρκόφσκυ, χρησιμοποιούσαν το ασπρόμαυρο φιλμ για να δείξουν την πνευματική κρίση των ηρώων τους. Ομως οι περισσότεροι ήρωες του Μπέργκμαν αδυνατούν να πιστέψουν, και ο θάνατος έρχεται ως λύτρωση στο υπαρξιακό τους πρόβλημα.

Αντίθετα, ο ήρωας του Ταρκόφσκυ βρίσκει λύση και λύτρωση στις ιδέες της κοινότητας, της Πίστης και της μεταμέλειας.»[18]

Γράφει επίσης ο Πισαλίδης: «Σήμερα, ο «Αντρέι Ρουμπλιώφ» θεωρείται η σημαντικότερη ταινία του ρωσικού κινηματογράφου μαζί με το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» του Αϊζενστάιν και το «Χρώμα του Ροδιού» του Παρατζάνωφ. Επίσης πολλοί είναι εκείνοι που τον θεωρούν το κορυφαίο επίτευγμα του διεθνούς κινηματογράφου.» Ο ίδιος κριτικός τη θεωρεί ως τη «σημαντικότερη χριστιανική ταινία όλων των εποχών»[19].



Θυσία

Οπως έλεγε ο Ταρκόφσκι, σε όλη τη διάρκεια της ζωής του γύριζε μόνο μια ταινία – για τον άνθρωπο, για την αναζήτηση της αλήθειας, την αναζήτηση του ιδανικού[20]. Στην τελευταία ταινία του, τη «Θυσία», φαίνεται να έχει ολοκληρώσει την αναζήτηση και να είναι πιο κατασταλαγμένος στην πίστη του στον Θεό. Εχει καταλήξει ότι ο κόσμος σώζεται όταν ο άνθρωπος υπακούει στο θέλημα του Θεού κι ότι πραγματικά ισχυροί είναι οι αδύνατοι, οι περιθωριοποιημένοι από την κοινωνία, οι οποίοι όμως, επειδή θυσιάζουν τον εαυτό τους για τους άλλους και τον κόσμο, γίνονται εργαλεία της θείας Πρόνοιας και σώζουν τον κόσμο από την καταστροφή και τον άνθρωπο από την απανθρωποποίηση.

Οπως γράφει ο ίδιος για τη «Θυσία», «η δομή της ταινίας και το ποιητικό της μήνυμα αλληλοεπηρεάζονται έντονα, πολύ περισσότερο απ ̓ ό,τι στις άλλες ταινίες μου. Η συνολική διάρθρωση έγινε κατά συνέπεια πολυπλοκότερη και φέρει τη σφραγίδα μιας ποιητικής παραβολής.»[21] Ως παραβολή, επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Παρά ταύτα, ο Ταρκόφσκι μάς οδηγεί στη θρησκευτική ερμηνεία. Στην αρχή των σημειώσεών του για την ταινία γράφει: «Στην ερώτηση τι με ελκύει τόσο πολύ στην ιδέα της θυσίας ‒ή της προσφοράς‒ μπορώ ν ̓ απαντήσω αμέσως, χωρίς υπεκφυγές: ως θρησκευόμενο άνθρωπο, μ ̓ ενδιαφέρει προπαντός εκείνος ο οποίος είναι ικανός να προσφέρει τον εαυτό του σαν θυσία, είτε για χάρη κάποιου ανώτερου ιδανικού, είτε για να εξασφαλίσει την προσωπική του σωτηρία είτε και για τους δύο λόγους ταυτοχρόνως. Μια τέτοια κίνηση προϋποθέτει φυσικά την απομάκρυνση απ ̓ όλα τα προσωπικά μικροσυμφέροντα και την ολοκληρωτική απαλλαγή από κάθε εγωισμό.»[22]

Η ταινία εστιάζεται στο οικολογικό πρόβλημα και στην πίστη στον Θεό∙ μια βιωματική πίστη που να γεμίζει την ύπαρξη του πιστού, τόσο που καταντά να κάνει πράγματα ανώφελα ή παράλογα για τη συμβατική ηθική και λογική της κοινωνίας. Αρχίζει με τον Αλεξάντερ ‒ένα γνωστό δημοσιογράφο, κριτικό θεάτρου και λογοτεχνίας που έχει αποσυρθεί στην ερημιά, ζώντας με τη γυναίκα και τον μικρό γιο του σ ̓ ένα ωραίο σπίτι που το υπεραγαπάει‒ να στέκει μπροστά σ ̓ ένα ξερόκλαδο που το έχει χώσει σ ̓ ένα βράχο, μαζί με τον γιό του που δεν μπορεί προσωρινά να μιλήσει μετά από μια εγχείρηση.

Ο Αλεξάντερ διηγείται μια ιστορία από το Γεροντικό: «Ξέρεις, κάποτε, πριν από πολύ καιρό, ένας άγιος γέροντας από ένα ορθόδοξο μοναστήρι, που τον έλεγαν Παμβώ, φύτεψε κι αυτός ένα ξερό κούτσουρο πάνω σ’ ένα βουνό. Κι ανάθεσε στο μαθητή του, το μοναχό Ιωάννη τον Κολοβό, να το ποτίζει κάθε μέρα ώσπου να ζωντανέψει ξανά». Ο κύριος Αλεξάντερ μιλάει πολύ σοβαρά. «Κάθε μέρα, λοιπόν, ο Ιωάννης γέμιζε έναν κουβά νερό κι ανέβαινε στο βουνό. Για να φτάσει στην κορφή, περπατούσε όλη μέρα. Ξεκινούσε με την ανατολή του ήλιου και γύριζε με τη δύση. Κάθε πρωί ανέβαινε με τον κουβά του στο βουνό και κάθε βράδυ γυρνούσε στο μοναστήρι, όταν είχε πια σκοτεινιάσει. Και το έκανε αυτό κάθε μέρα για τρία ολόκληρα χρόνια. Και ένα ωραίο πρωί ανεβαίνει στο βουνό και τι να δει! Ολο του το δέντρο είχε μπουμπουκιάσει!

Ο,τι και να πει κανείς, αυτή η μέθοδος, αυτό το σύστημα κρύβουν κάποιο μεγαλείο! Ξέρεις, καμιά φορά σκέφτομαι: αν μπορούσε κανείς να κάνει κάθε μέρα την ίδια ώρα το ίδιο πράγμα, κάπως σαν τελετή, συστηματικά και ανελλιπώς, κάθε μέρα, απαραιτήτως την ίδια πάντα ώρα – τότε ο κόσμος θα ήταν αλλιώτικος! Κάτι θα άλλαζε, δεν μπορεί! Θα άλλαζε! [...] Κάθε ομοιόμορφη κίνηση, μια καθημερινή πράξη, [...] έχει μέσα της τη δύναμη του ρυθμού».[23] Το φύτεμα του ξερόκλαδου κι η ιστορία από το Γεροντικό είναι σαν μια οδηγία του Αλεξάντερ στον γιό του να κάνει καθημερινά, «συστηματικά και ανελλιπώς» κάτι ανώφελο για τον πολύ κόσμο.

Ακολουθεί ένας φιλοσοφικός διάλογος μ ̓ έναν παράξενο ταχυδρόμο που μοιάζει με διανοούμενο. Και μετά ξανά κάποιες κουβέντες του πατέρα προς τον γιο. Μια απ ̓ αυτές: «Πώς το λένε, να δεις... «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος» [Ιω. 1, 1]. Κι εσύ, καημενάκι μου, είσαι βουβός, βουβός σαν ψάρι!»[24]

Μετά ξεσπά ένας πυρηνικός πόλεμος, τα ολέθρια αποτελέσματα του οποίου τα βλέπει η οικογένεια του Αλεξάντερ στην τηλεόραση. Υστερα από έντονη νευρικότητα και σκηνές υστερίας, ο μυστηριώδης ταχυδρόμος Οττο συμβουλεύει τον Αλεξάντερ, να πάει στο σπίτι της Μαρίας, μιας Ισλανδής που δουλεύει στο σπίτι τους ως υπηρέτρια κι ο Οττο τη θεωρεί «μάγισσα», να πλαγιάσει μαζί της, κι έτσι θα σωθεί ο κόσμος. Οπως λέει ο Οττο: «Κι αν εκείνη τη στιγμή δεν έχεις παρά τη μία και μοναδική επιθυμία να τελειώσουν όλα αυτά, τότε θα τελειώσουν στ ̓ αλήθεια. Και δεν θα συμβεί τίποτ ̓ άλλο.»[25] Ο Αλεξάντερ πηγαίνει αλαφιασμένος, συναντά τη Μαρία και της διηγείται μια ιστορία για τον κήπο της μητέρας του:

«Το σπίτι της ήταν μικρό, σωστό καλυβάκι. Γύρω γύρω είχε κήπο. Ο κήπος αυτός ήταν παρατημένος από χρόνια, αφρόντιστος κι απεριποίητος.

Για πολλά χρόνια κανείς δεν είχε ασχοληθεί μαζί του. Νομίζω ... νομίζω πως κανείς δεν έμπαινε καν εκεί μέσα. Η μητέρα μου τότε ήδη ήταν πολύ άρρωστη και δεν έβγαινε σχεδόν ποτέ έξω. Κι όμως, μέσα σ ̓ όλη αυτή την αγριάδα υπήρχε κάποια ομορφιά. Ο κήπος με τον τρόπο του ήταν ωραίος. Ναι, τώρα καταλαβαίνω γιατί. Οταν είχε καλό καιρό, τότε εκείνη συνήθιζε να κάθεται κοντά στο παράθυρο και να κοιτάζει έξω στον κήπο.» (Εδώ μας θυμίζει την Παλαιά Διαθήκη, για τον Θεό που ξεκουράστηκε μετά τη δημιουργία του κόσμου κι είδε ότι όλα ήταν «καλὰ λίαν».)

Συνεχίζει ο Αλεξάντερ: «Κάποια μέρα μού ήρθε η ιδέα να βάλω μια τάξη σ ̓ όλα αυτά. Να κουρέψω το γρασίδι, να κάψω τα ξερά, να κλαδέψω τα δέντρα. Ναι, ήθελα να φτιάξω κάτι του γούστου μου, με τα ίδια μου τα χέρια. Και όλα αυτά για να ευχαριστήσω τη μητέρα μου. Δυο βδομάδες δούλεψα ασταμάτητα με το δρεπάνι και την ψαλίδα. Εσκαψα και κλάδεψα και πριόνισα και ξεβοτάνισα, με λίγα λόγια, δεν σήκωσα κεφάλι απ ̓ τη γη. Εβαλα τα δυνατά μου να τα τελειώσω όλα όσο μπορούσα πιο γρήγορα. [...]

Για να μην τα πολυλογώ, μόλις τέλειωσα, πλύθηκα, φόρεσα ρούχα καθαρά και καινούργιο σακάκι, ακόμα και παπιγιόν έβαλα, κι ύστερα κάθησα στην πολυθρόνα της και κοίταξα έξω για να τα δω όλα με τα δικά της μάτια. Ναι. Κάθησα εκεί κι έριξα μια ματιά έξω. Και ήμουν προετοιμασμένος ν ̓ απολαύσω το θέαμα.

Ναι, εγώ λοιπόν, εεε... έριξα μια ματιά από το παράθυρο και είδα. Τι είδα όμως; Πού είχε πάει όλη η ομορφιά; Πού είχε χαθεί; Εκείνη η φυσική ομορφιά;! Ηταν τόσο φρικιαστικό, τόσο απωθητικό. Ολα αυτά τα ίχνη της βίας...»[26] (Εδώ νομίζω πως ο Ταρκόφσκι περιγράφει τις προσπάθειες που έκανε ο άνθρωπος να «διορθώσει» τον κόσμο του Θεού κι εστιάζει στα βλαβερά αποτελέσματα της αλόγιστης χρήσης της τεχνολογίας.)

Ο Αλεξάντερ επιστρέφει στο σπίτι με την απόφαση να καταστρέψει ό,τι πολυτιμότερο έχει, για να σωθεί ο κόσμος. Και το πολυτιμότερο είναι το σπίτι που τόσο αγαπούσε. Βάζει φωτιά, όταν οι άλλοι είναι έξω, δραπετεύει μ ̓ ένα ράσο βουδιστή μοναχού, μετά βλέπει τη Μαρία και γονατίζει μπροστά της. Οι άλλοι τον κρατούν, ξεφεύγει, έρχεται ένα νοσοκομειακό αυτοκίνητο, δυο νοσοκόμοι τον κυνηγούν και τελικά μπαίνει μόνος του στο νοσοκομειακό, προς το ψυχιατρείο και τον ισόβιο εγκλεισμό του. Πόλεμος όμως, δεν υπάρχει πλέον.

Στο τέλος μένει ο μικρός μόνος του, να κουβαλά δυο κουβάδες, για να ποτίσει το ξερόκλαδο. Ξαπλώνει κάτω από το δέντρο και λέει: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος»... Γιατί, μπαμπά;

Η κάμερα ανεβαίνει αργά τον κορμό του δέντρου, μέχρι ψηλά τα γυμνά κλαδιά που διαγράφονται σαν κέντημα, με φόντο τα ασημένια νερά της λίμνης. Με μαύρα γράμματα πέφτουν τα λόγια:

Η ταινία αυτή είναι αφιερωμένη στο γιο μου Andrusja – με ελπίδα και εμπιστοσύνη.

Αντρέι Ταρκόφσκι.»[27]

Τα τελευταία λόγια της τελευταίας ταινίας του Ταρκόφσκι, που τη θεωρούσε την πιο σπουδαία απ ̓ όλες όσες είχε σκηνοθετήσει,[28] είναι μια υποθήκη και παρακαταθήκη στον γιο του. Ο σκηνοθέτης ήξερε ότι θα πεθάνει και μας αποχαιρετά με το φως να παιχνιδίζει στα κλαδιά του ξερού δέντρου, σαν να έχει ανθίσει, και τον μικρό να επαναλαμβάνει την αρχή του Ευαγγελίου της Αγάπης.[29] Οπως και στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ», έτσι κι εδώ η ταινία τελειώνει με φως κι ελπίδα. Κι όπως ο άγιος Ανδρέας σώζει τη Ρωσία, μετά από ενδεκαετή παραίτηση από τον λόγο και τη ζωγραφική, έτσι κι ο Αλεξάντερ, με τη θυσία του σπιτιού και του εαυτού του, σώζει τον κόσμο.

Οπως αναφέραμε και παραπάνω, η ταινία επιδέχεται διάφορες ερμηνείες. Ο Ταρκόφσκι όμως μας δίνει κάποια «κλειδιά»:

«Οι σκηνές της αρχής και του τέλους, το πότισμα του ξερού δέντρου (που για μένα συμβολίζει την πίστη), αποτελούν τα όρια μεταξύ των οποίων η εξέλιξη των γεγονότων αποκτά μια εντελώς δική της δυναμική.»[30 ]

Και: «Ισως να υπάρχουν σκηνές στη Θυσία, τα όνειρα ας πούμε ή οι σκηνές με το ξερό δέντρο, που από ψυχολογικής πλευράς και εν γνώσει των πολλών δυνατοτήτων ερμηνείας της παραβολής αποκτούν οπτικά μεγαλύτερη σημασία από τις άλλες. Γίνονται κλειδιά. [...]

Είναι η σκηνή όπου η σιωπή του Αλεξάντερ γίνεται πράξη: «Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ λόγος, εσύ όμως σωπαίνεις, είσαι βουβός σαν ψάρι!», λέει στην αρχή ο Αλεξάντερ στον μικρό γιο του, που εξαιτίας της εγχείρησης στην οποία έχει υποβληθεί, περιορίζεται ν’ ακούει σιωπηλός την ιστορία του ξερού δέντρου. Στο τέλος, κάτω από την απειλή του πυρηνικού πολέμου, ο Αλεξάντερ δίνει και ο ίδιος όρκο σιωπής: «... Και θα βουβαθώ, δεν θα ξαναμιλήσω ποτέ με κανέναν, θ’ αποχωριστώ όλα όσα με συνδέουν με τη ζωή. Βοήθησέ με, Κύριε, και θα πραγματοποιήσω όλα όσα Σου υποσχέθηκα!»

Το ότι ο Θεός εισακούει τον Αλεξάντερ και παίρνει τα λόγια του στην κυριολεξία είναι παρήγορο αλλά και τρομαχτικό συνάμα. Ο Αλεξάντερ αποχωρίζεται οριστικά τον κόσμο, στον οποίο ζούσε, χάνει τους δεσμούς με την οικογένειά του και κάθε αίσθηση μέτρου του κανονικού και του φυσιολογικού. Παρά ταύτα, ή ίσως εξαιτίας τους, ο Αλεξάντερ είναι για μένα ένας εκλεκτός του Θεού·∙ κατορθώνει ν’ αποκαλύψει τους μηχανισμούς εκείνους που βάζουν σε κίνδυνο την επιβίωση του γένους και να τους σταματήσει – να σώσει την ανθρωπότητα την τελευταία στιγμή.

Κατά κάποιον τρόπο και οι άλλοι είναι εκλεγμένοι από το Θεό, εντολοδόχοι του·∙ ο ταχυδρόμος Οττο είναι ίσως ένα εργαλείο της θείας Πρόνοιας·∙ μαζεύει, όπως λέει, μυστήρια και ανεξήγητα γεγονότα. [...] Ολα όσα κάνουν δεν έχουν καμιά σχέση με τις πράξεις και τις συμπεριφορές των κανονικών ανθρώπων. Και είναι προικισμένοι με τις ιδιότητες που στην παλαιά Ρωσία τις απέδιδαν στους δια Χριστόν σαλούς. [...]

Στο βαθμό που έχασε την πίστη της η ανθρωπότητα (ή έστω το μεγαλύτερο πολιτισμένο μέρος της), έχασε και την ικανότητά της να κατανοεί το θαυμαστό ‒ σήμερα ο κόσμος είναι ανίκανος να εναποθέσει την ελπίδα του σε εκβάσεις απρόσμενες, απροσδόκητες εντελώς·∙ και οπωσδήποτε δεν είναι πρόθυμος να αποδεχτεί τέτοιες ανεξήγητες επεμβάσεις στη ζωή του και να εμπιστευτεί την ανατρεπτική τους δύναμη. Η πνευματική ερήμωση που επιτελείται εξαιτίας αυτών των ελλειμμάτων θα μπορούσε ίσως ν’ αντιμετωπιστεί εάν ο κάθε άνθρωπος καταλάβαινε ότι δεν είναι δυνατό να κάνει πάντοτε του κεφαλιού του, αλλ’ ότι πρέπει να υπακούει περισσότερο στο Δημιουργό και να υποτάσσεται στη θέλησή Του.»[31]

Τελειώνοντας τη σχετικά σύντομη ζωή του, ο Ταρκόφσκι έχει καταλάβει πως τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Πως ο άνθρωπος, όση δύναμη και να έχει, όσο και να αναπτύξει τις επιστήμες και την τεχνολογία, όσο κλείνεται εγωιστικά στον εαυτό του κι εμπιστεύεται μόνο τις δυνάμεις του, δεν μπορεί να υποκαταστήσει τον Θεό, ούτε στο ελάχιστο. Μόνο όταν η γνώση συζευχθεί με το ήθος, την ανθρωπιά, μπορεί ο άνθρωπος να κάνει κάτι. «Ανεβαίνοντας ένα νέο σκαλοπάτι στη γνώση, πρέπει το άλλο πόδι να πατήσει σε ένα νέο σκαλοπάτι της ηθικής», έλεγε.[32]

Εχει καταλάβει επίσης, πως αληθινά δυνατοί είναι όσοι παραιτούνται από το «εγώ» τους και τα θυσιάζουν όλα για τους άλλους, άσχετα αν αυτοί δεν το καταλαβαίνουν και τους περιθωριοποιούν. Θυσιαζόμενοι, όμως, γίνονται υπηρέτες του σχεδίου του Θεού που θέλει τη σωτηρία του ανθρώπου και του κόσμου. Αναφερόμενος στον ρόλο του Αλεξάντερ, γράφει: «Κινδυνεύει να μην τον καταλάβουν, γιατί η αποφασιστική του πράξη είναι τέτοια, που οι γύρω του τη θεωρούν απλώς ολέθρια·∙ εδώ έγκειται και η τραγική σύγκρουση του ρόλου. Ωστόσο κάνει το κρίσιμο βήμα, παραβιάζοντας έτσι τους κανόνες της «ομαλής» συμπεριφοράς και αντιμετωπίζοντας την κατηγορία της τρέλας, επειδή συνειδητοποιεί τους δεσμούς του με την ανώτερη αλήθεια, με αυτό που θα αποκαλούσαμε παγκόσμιο πεπρωμένο. Απλώς υπακούει στην κλίση του, όπως τη νιώθει με την καρδιά του·∙ δεν είναι κύριος της μοίρας του, μα υπηρέτης της. Ισως η παγκόσμια αρμονία να διατηρείται με ατομικές προσπάθειες όπως η δική του, που κανένας δεν την προσέχει, ούτε και την καταλαβαίνει.»[33]

Ο Αλεξάντερ δεν είναι ένας άνθρωπος που θα γινόταν αποδεκτός από την κοινωνία μας. Ούτε βέβαια κι από την πλειονότητα των Ορθοδόξων πιστών. Θυμίζει όμως τους δια Χριστόν σαλούς[34], όπως σαφώς το υπογραμμίζει παραπάνω ο σκηνοθέτης. Αυτοί ήσαν άνθρωποι γεμάτοι με τη χάρη του Θεού, που υποκρίνονταν τους τρελούς, διασάλευαν την εκκλησιαστική και κοινωνική τάξη και γι ̓ αυτό δέχονταν ξυλοδαρμούς και τους έσχατους εξευτελισμούς από την εξουσία. Ομως πολλές φορές συμβούλευαν ανθρώπους που είχαν κάποια προβλήματα και τα έλυναν, έκαναν θαύματα, σαν τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης τιμωρούσαν κάποιους για το καλό τους και μιμούνταν τους μάρτυρες, μαρτυρώντας με τη ζωή τους πως η κοινωνία αυτή είναι πρόσκαιρη και πως το «πολίτευμα» των χριστιανών βρίσκεται στους ουρανούς.[35]



Το μεγαλείο του Ταρκόφσκι

Ο αββάς Βαρσανούφιος, του 6ου αιώνα, ζούσε έγκλειστος κι απαντούσε γραπτώς σε γραπτά

ερωτήματα που του έφερνε κάποιος άλλος, και πολλές φορές άλλα απ ̓ όσα τον ρωτούσαν, μάλλον γιατί, με τη χάρη του Θεού, "έβλεπε" μέσα τους. Σε μια απάντησή του γράφει ότι υπήρχαν τρεις άνθρωποι, ο Ιωάννης στη Ρώμη, ο Ηλίας στην Κόρινθο κι ένας στην επαρχία Ιεροσολύμων (προφανώς ο ίδιος), «τέλειοι τῷ Θεῷ, οἵτινες ὑπερέβησαν τὸ μέτρον τῆς ἀνθρωπότητος καὶ ἔλαβον τὴν ἐξουσίαν τοῦ λῦσαι καὶ δῆσαι, καὶ ἀφῆναι ἁμαρτίας καὶ κρατῆσαι, καὶ στήκουσιν ἐν τῇ θραύσει, τοῦ μὴ ὑφὲν ἐξολοθρεῦσαι ὅλον τὸν κόσμον, καὶ διὰ τῶν εὐχῶν αὐτῶν μετ ̓ ἐλέους παιδεύει».36 Για τους δύο πρώτους δεν γνωρίζουμε τίποτα άλλο. Για τον πολύ κόσμο, αυτοί ή δεν υπάρχουν ή είναι κάποιοι τεμπέληδες και άχρηστοι, επειδή δεν βγήκαν έξω από τις μονές τους, να "σώσουν" τον κόσμο. Για τους Πατέρες όμως, τον αββά Βαρσανούφιο και τον Ταρκόφσκι, κάποιοι σαν αυτούς τους τρεις και τον άγιο Ανδρέα Ρουμπλιόφ σώζουν πράγματι την πατρίδα τους και τον κόσμο.

Ο Ταρκόφσκι φυσικά δεν είναι θεολόγος ώστε να προβάλλει σ ̓ ένα έργο του την όλη θέση της Εκκλησίας για ένα πρόβλημα, όπως πχ. το οικολογικό, και να φέρει στο προσκήνιο έναν πιο θετικό ήρωα, ως ιερέα της κτίσεως. Είναι όμως μεγάλος, γιατί υπογραμμίζει την αξία κάποιων πραγμάτων και ανθρώπων που η συμβατική κοινωνία περιφρονεί κι απορρίπτει. Είναι ευτυχισμένος βαθύτατα, γιατί βρήκε το νόημα της ζωής[37], δηλαδή τον Θεό και τον σταυρό Του («Ελεγες για τον Ιησού. Ισως σταυρώθηκε για έναν σκοπό, για να συμφιλιωθεί ο Θεός με τον άνθρωπο», λέει ο Ρουμπλιόφ) και το πώς θα περάσουν οι συμπατριώτες του τις σκληρές κι απάνθρωπες δοκιμασίες τους. ([Οι Ρώσοι] «σηκώνουν τον σταυρό τους αξιοπρεπώς. Υπομένουν σιωπηλά. Και προσεύχονται για δύναμη», λέει ο ίδιος). Και γι ̓ αυτό, δεν θέλει να τους φοβίσει αλλά να τους δώσει ελπίδα. Οταν τον πιέζουν να ζωγραφίσει τη μέλλουσα Κρίση, ο άγιος ζωγράφος λέει: «Δεν μπορώ να το ζωγραφίσω αυτό! Δε θέλω να φοβίσω τους ανθρώπους! Απεχθάνομαι. Καταλαβαίνεις;»

Σε πολλά σημεία βλέπει τα πράγματα ανεστραμμένα και διακρίνει αυτά που ο σαρκικός άνθρωπος δεν βλέπει. Ο ήρωάς του λέει στην ταινία «Αντρέι Ρουμπλιόφ»: «Μόνο με προσευχή η ψυχή μπορεί να διακρίνει τα αόρατα.»

Ο Ταρκόφσκι μάς υπενθυμίζει κάποια στοιχεία της παραδόσεώς μας ξεχασμένα από τους πολλούς: Την πίστη, ως εμπιστοσύνη στον Θεό και υπακοή στο θέλημά Του, την προσευχή, την επανάληψη κάποιων άχρηστων πράξεων, ως διέξοδο από τον εγωισμό και άνοιγμα στο υπερφυσικό, στο θαύμα[38], κλπ. Είναι ένας άνθρωπος με μεγάλη ευαισθησία, που αναζητά την ομορφιά που κατά τον Ντοστογιέφσκι σώζει τον κόσμο[39] και τη βρίσκει στην αμεσότητα αλλά και πέρα απ ̓ αυτήν. Γι ̓ αυτό, και προσφυώς στην επιτύμβια πλάκα του χαράχτηκε η επιγραφή: «Στον άνθρωπο που είδε έναν άγγελο».

Θα λέγαμε, λοιπόν, πως, με όλα τα ελαττώματα, τις παλινδρομήσεις, ανησυχίες κι αμφιβολίες του, ο Ταρκόφσκι είναι ένας μικρός προφήτης του 20ου αιώνα που μιλά στον κόσμο ποιητικά, με εικόνες, για τον Θεό, τον άνθρωπο και τον κόσμο. Κάποιος που βλέπει στο βάθος και μακριά[40].


Σημειώσεις

1 Αντρέι Ταρκόφσκι, Σμιλεύοντας το χρόνο, Αθήνα 1987, σ. 229.

2 ό.π., σσ. 257-258.

3 Μαρία Φαντέεβα, «Αντρέι Ταρκόβσκι: Ο σκηνοθέτης που είδε έναν άγγελο», Russia beyond the Headlines, http://rbth.gr/articles/2012/04/04/antrei_tarkobski_o_skinotheti_poy_eide_enan_aggelo_15016.html.

4 «Αντρέι Ταρκόφσκι: “Ο ουρανός δεν είναι άδειος...”», συνέντευξη στο περ. «Information Catholiques», μετ. Ελ. Μάινας, περ. «Σύναξη» και http://proskynitis.blogspot.gr/2011/07/blog-post_07.html.

5 ό.π.

6 Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 229.

7 Αντρέι Ταρκόφσκι, Θυσία, Αθήνα 1990, σ. 189.

8 ό.π., σ. 183.

9 Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 110.

10 ό.π., σσ. 257-258.

11 ό.π., σ. 123.

12 ό.π., σ. 46.

13 Γράφει ο Αντρέας Πισαλίδης: «Ο Ρουμπλιώφ ζει σε ένα Μογγολικό ζυγό, ο οποίος δεν διαφέρει από τον ζυγό που ο ίδιος ο Ταρκόφσκι ζούσε κάτω από το σοβιετικό καθεστώς.» και: «Αυτή η κορυφαία ταινία που εξέφραζε όσο καμία την εθνική ταυτότητα της παραδοσιακής Ρωσίας και που έβαζε την Ορθοδοξία στο επίκεντρο της Ρώσικης ζωής, δεν μπορούσε παρά να κυνηγηθεί επί σοβιετικού καθεστώτος. Επίσης κυνηγήθηκε για τον λόγο ότι παρέπεμπε στο αυταρχικό καθεστώς στο οποίο ζούσαν οι καλλιτέχνες στην Σοβιετική Ένωση, αλλά και για την ρεαλιστική απεικόνιση της βίας.», στο Αντρέα Πισαλίδη «Τα κατα Αντρέι Ρουμπλιώφ» Πάθη, εφημ. «Ελεύθερος κόσμος», 16 Απριλίου 2011, και http://www.e-grammes.gr/article.php?id=4793.

14 ό.π., σ. 286.

15 Αντρέα Πισαλίδη, ό.π.

16 Σμιλεύοντας το χρόνο, ό.π.

17 ό.π., σ. 124.

18 Αντρέα Πισαλίδη, ό.π. Ο ίδιος ο Μπέργκμαν γράφει σχετικά: «Όταν ανακάλυψα την πρώτη ταινία του Ταρκόφσκι ήταν σαν ένα θαύμα. Ξαφνικά, βρήκα τον εαυτό μου να στέκεται στην πόρτα του δωματίου τα κλειδιά της οποίας, μέχρι τότε, δεν μου είχαν ποτέ δοθεί. Ήταν ένα δωμάτιο στο οποίο πάντα ήθελα να μπω και όπου αυτός εκινείτο ελεύθερα και με απόλυτη ευκολία.» Και: "Όταν η ταινία δεν είναι ντοκουμέντο, είναι όνειρο. Γι 'αυτό ο Ταρκόφσκι είναι ο μεγαλύτερος απ᾿ όλους. Κινείται με τόση φυσικότητα στο δωμάτιο των ονείρων. Δεν εξηγεί. Τι θα έπρεπε να εξηγήσει ούτως ή άλλως; [...] Όλη μου τη ζωή χτυπώ το κεφάλι μου στις πόρτες των δωματίων στα οποία αυτός κινείται τόσο φυσικά. Μόνο μερικές φορές έχω καταφέρει να παρεισφρήσω μέσα.» (Μεταφράζω από την αγγλική έκδοση της αυτοβιογραφίας του Μπέργκμαν Laterna Magica (Η μαγική μουβιόλα), σ. 173.)

19 Αντρέα Πισαλίδη, ό.π.

20 Μαρία Φαντέεβα, ό.π.

21 Θυσία, σ. 183.

22 ό.π., σ. 179.

23 ό.π., σσ. 11-12.

24 ό.π., σ. 15.

25 ό.π., σ. 120.

26 ό.π., σσ. 130-132.

27 ό.π., σ. 174.

28 ό.π., σ. 187.

29 Είναι χαρακτηριστική κι η απαγγελία του  Ύμνου της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου (από τον 1ο έως τον 9ο στίχο του ιγ΄ κεφαλαίου της Α΄ Κορ.) στον «Αντρέι Ρουμπλιόφ» αλλά και η κριτική του για τους παγανιστές στην ίδια ταινία: «Φοβάστε γιατί ή δεν αγαπάτε, ή αγαπάτε σαν ζώα. Η αγάπη είναι αδελφική.»

30 ό.π., σ. 184.

31 ό.π., σσ. 185-186.

32 Μαρία Φαντέεβα, ό.π.

33 Σμιλεύοντας το χρόνο, σσ. 287-290.

34 βλ. το άρθρο μου «Η αγία Σοφία της Κλεισούρας και η δια Χριστόν σαλότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία».

35 βλ. Φιλ. 3, 20.

36 Βίβλος Βαρσανουφίου και Ιωάννου, Θεσσαλονίκη 1974, σ. 20.

37 «Σε μια συνάντηση με το κοινό ένας νεαρός Αμερικάνος ρώτησε τον Αντρέι: «Τι πρέπει να κάνω για να είμαι ευτυχισμένος;». Ο Ταρκόβσκι του είπε: “Αρχικά πρέπει να αναρωτηθείτε  γιατί ζείτε στον κόσμο αυτό. Ποιο είναι το νόημα της ζωής σας; Γιατί εμφανιστήκατε στη γη συγκεκριμένα αυτό τον καιρό; Για ποιο ρόλο είστε προορισμένος; Ξεκαθαρίστε τα όλα αυτά, και η ευτυχία είτε θα έρθει, είτε όχι”», Φαντέεβα, ό.π.

38 Εδώ θυμίζει λίγο τον Πεντζίκη που μεταχειρίζεται την ψηφαρίθμηση, μια σειρά συσχετισμών των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων κάθε λέξης, κάτι εκ πρώτης όψεως παράλογο και ανώφελο, που όμως «τον βοηθά να σπάσει το εγώ» του (βλ. τη συνέντευξή του στο περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 11 (1978), "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 26).

39 Βλ. Σμιλεύοντας το χρόνο, σ. 129: «Σχεδόν έχουμε λησμονήσει εντελώς την ομορφιά ως κριτήριο τέχνης, κοντολογίς την επιθυμία να εκφράσουμε το ιδεώδες. [...] τα ιδεολογικά συμφέροντα έχουν αποκαταστήσει τα αισθητικά κριτήρια.»

40 Ο ισραηλιτικός λαός αποκαλούσε τον προφήτη Σαμουήλ «Ὁ βλέπων» (Α΄ Βασ., 9,9).

πηγή: Aντίφωνο

Κυριακή 17 Ιουλίου 2016

Ο παπα Ισαάκ ο Αθωνίτης ο από Λιβάνου ... (εις μνημόσυνον αιώνιον 16/07/1998)




Αν και ποτέ δεν υπήρξε ένα ειδικά αραβόφωνο μοναστήρι ή σκήτη στο Αγιον Όρος, υπήρξαν πολλοί αραβόφωνοι μοναχοί που έχουν πάει στο Άγιον Όρος για να αναζητήσουν τη σωτηρία τους.. Στο δικό μας καιρό, ο Ισαάκ ο Αθωνίτης ταξίδεψε από τον Λίβανο στο Άγιον Όρος, όπου έγινε μαθητής του Γέροντα Παϊσίου.
Το άρθρο που ακολουθεί, γράφτηκε στην αραβική γλώσσα από τον αδελφό του Αρχιμανδρίτη Ισαάκ, Αντώνη και σχολιασμένο από τον Εφραίμ (Κυριάκου) Ηγούμενο της Μονής του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στο Μπασκίντα και νυν Μητροπολίτη Τριπόλεως του Λιβάνου. Η μετάφραση εδώ, ωστόσο, είναι από τη γαλλική μετάφραση του εγγράφου που δημοσιεύθηκε στην Le Bon Pasteur, το δελτίο του l'Association des Chretiens Orthodoxes d'Antioche et de leurs Amis,. 4, March-June 2006.
Επίσης την ελληνική μετάφραση διόρθωσε ο άλλος αδελφός του Γέροντα Ισαάκ που ζει στην Ελλάδα ο γιατρός Ηλίας Ατάλα.

Ο πατέρας Ισαάκ γεννήθηκε από τη Μάρθα και τον Nemer Atallah στις 12 Απριλίου 1937 σε ένα χωριό του Λιβάνου Nabay στην περιοχή τoυ νομού Maten,15 χιλιόμετρα βορειοανατολικά της Βηρυτού και που ανήκει στη Μητρόπολη του Όρους Λιβάνου.. Του δόθηκε το όνομα Fares (Φίλιππος). Μεγάλωσε σε μια ευσεβή ορθόδοξη οικογένεια και έμαθε από τον πατέρα του{ο οποίος ήταν ψάλτης από 12 ετών στο χωριό του, στην εκκλησία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Ταξιάρχης)}, την αγάπη για τον Χριστό και την πίστη στην παράδοση της Εκκλησίας.

Από τα νεανικά του χρόνια είχε κλίση στην μόνωση και την προσευχή. Συχνά συνέβαινε οι γονείς του να τον χάνουν και τελικά να τον βρίσκουν να προσεύχεται στα μέρη γύρω από το χωριό του, όχι μακριά από το σπίτι που γεννήθηκε. Ήταν διαπίστωση πια ότι ήδη είχε βρει την εγγύτητα προς τον Θεό και την Εκκλησία Του.

Μια μέρα, όταν ήταν ακόμα αρκετά νέος 14 χρονών έφυγε από το σπίτι της οικογένειας του για να πάει στο μοναστήρι του Προφήτη Ηλία στο Shwaιρ, κοντινό μοναστήρι που απέχει από το χωριό 5 χιλιόμετρα, αλλά ο πατέρας του έστειλε να πάνε να τον βρουν και να τον φέρουν πίσω.. Εκείνη την εποχή έλεγαν,  ότι δεν ήταν παράδοση των μοναστηριών να δεχθούν το μεγαλύτερο γιο της οικογένειας ως μοναχό, δεδομένου ότι αναλάμβανε την υποστήριξη της οικογένειας.. Ο Fares συμφώνησε και επέστρεψε σπίτι του.

Έκανε τις αρχικές του σπουδές στο σχολείο του χωριού του, Nabay, στη συνέχεια, εγκατέλειψε το σχολείο για να εργαστεί ως μαθητευόμενος ξυλουργός.. Στο τέλος της μαθητείας του, πήγε για την πρακτική του στη Βηρυτό.

Εκεί κάθε βράδυ, στο τέλος της εργασίας του, έπαιρνε μαθήματα στη βυζαντινή ψαλμωδία στη Βηρυτού στο σχολείο του Mitri-Al Murr, Πρωτοψάλτη της Εκκλησίας της Αντιόχειας.
Το καλοκαίρι του 1962, σε ηλικία είκοσι πέντε, πήρε την απόφαση της ζωής του. Σε μια μικρή τσάντα του, ταχτοποίησε προσεκτικά τα ρούχα του και άφησε τη δουλειά του στο Grand Phonecia ξενοδοχείο, το οποίο ήταν το πρότυπο για την πολυτέλεια στη Βηρυτό την εποχή εκείνη, και επέστρεψε στο σπίτι του αφού ζήτησε την παραίτησή του.. Όταν έφτασε στο σπίτι του παρέδωσε στον πατέρα του, για τον οποίο είχε τεράστιο σεβασμό και υπακοή αστείρευτη, τις οικονομίες του σένα βιβλιαρίου, με 3000 λίρες, ποσόν σεβαστό για την εποχή εκείνη λέγοντας «Αυτό το λογαριασμό ταμιευτηρίου έχει ανοιχθεί στο όνομά σας. Θα ήθελα, να τα διανείμεις εξίσου μεταξύ όλων των μελών της οικογένειας. Όσο για μένα, εγώ δεν χρειάζομαι τίποτα γιατί πρόκειται να πάω στο μοναστήρι.

Με θλίψη ο πατέρας του τον ρώτησε, "Τι μπορώ καλύτερο να σου προσφέρουμε σε αυτόν τον κόσμο, έτσι ώστε να μην γίνεις μοναχός;" Ο Fares του απάντησε, "Ακόμα και αν μπορείτε να μου δώσετε όλον αυτόν τον κόσμο ως αντίτιμο, τα μάτια μου δεν έχει καμία αξία! Η ζωή μου δεν είναι εδώ, αλλά στο μοναστήρι. Ο πατέρα του, προσπάθησε σκληρά να τον αποτρέψει από το να ακολουθήσει το δρόμο του μοναχισμού, τοποθετώντας ως πίεση την φροντίδα για τα άλλα μέλη της οικογένειας, αλλά ήταν μάταιο.

Την ίδια ημέρα, ο Fares πήρε την τσάντα του και κατευθύνθηκε με τον αδερφό του Αντώνη προς την κατεύθυνση της μονής της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στην Bkeftin, στην περιοχή της Κούρας, μια θέση που δεν είχε επισκεφτεί ποτέ. Είχε μόνο διεύθυνση και το όνομα του ηγούμενου της, Αρχιμανδρίτης Yuhanna (Mansour), το νυν Μητροπολίτης Λαοδικείας στη Συρία.

Ο Fares φτάνοντας στο μοναστήρι βγήκε από το ταξί και έπεσε στα γόνατά του, αντικρίζοντας το μοναστήρι και, σηκώνοντας τα χέρια του, απήγγειλε μια προσευχή δική του.... «Ευχαριστώ τον Κύριο για το ότι μου έκανε πραγματικότητα την επιθυμία μου."
Ο Αρχιμανδρίτης Yuhanna τους πήρε στο αρχονταρίκι του μοναστηρίου για να τους υποδεχθεί. Το μοναστήρι ήταν σε μεγάλο βαθμό ερημωμένο , τα περισσότερα από τα δωμάτια του ήταν σε άθλια κατάσταση και σχεδόν ακατοίκητα Ένας μοναχός ζούσε εκεί εκτός από την Ηγούμενο.


Ο ήλιος έδυε, όταν ο αδελφός του Γέροντα Ισαάκ, Αντώνης, επέστρεψε, αφήνοντας το μεγαλύτερο αδελφό του στο μοναστήρι.. Στο σπίτι η οικογένεια, με αγωνία τα νέα για τον Fares. Ο πατέρας του μίλησε πρώτος, λέγοντας «Λοιπόν, πού ακριβώς πήγε;" "Για το μοναστήρι της Bkeftin στη Κούρα," αποκρίθηκε, «αλλά σας διαβεβαιώνω αμέσως ότι, δεδομένης της κατάστασης στη μονής, και δεδομένου ότι ο Fares εργάστηκε τα τελευταία χρόνια στο υπερπολυτελές Phonecia Hotel στη Βηρυτό, δεν θα μπορέσει να μείνει εκεί πάνω από δύο ή τρεις ημέρες προτού να τον δείτε να επιστρέφει στο σπίτι» Ο πατέρας του κοίταξε τον αδελφό του Fares, Αντώνη στα μάτια και είπε: «Δεν έχει σημασία τις δυσκολίες που θα συναντήσει, αλλά να ξέρετε ότι ο αδελφός σας δεν θα επιστρέψει ξανά πίσω."

Η ζωντάνια του πνεύματος του και ο ζήλος που έδειξε ο Fares στις σπουδές του σίγουρα ενθάρρυναν τον Ηγούμενο Yuhanna να του επιτρέψει να επεκτείνει τις σπουδές του, το οποίο και έγινε με την εγγραφή του στο σχολείο που ανήκει στην Πατριαρχική Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου στο Μπαλαμάντ στην περιφέρεια της Κούρας, στον Βόρειο Λίβανο. Έτσι ο Fares βρέθηκε, υπό την αιγίδα του Ιγνατίου (Hazim, το σημερινό Πατριάρχη της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αντιοχείας ), που ήταν εκείνη τη στιγμή επίσκοπος της Λαοδικείας στη Συρία και έμενε στο μοναστήρι του Μπαλαμάντ.

Χειροτονηθεί διάκονος με το όνομα Φίλιππος στο μοναστήρι αφιερωμένο στον Άγιο Ιάκωβο τον Πέρση στο Dedde της Κούρας το 1963, δια της τοποθέτησης των χεριών του Ηλία (Kourban), Μητροπολίτη της Επισκοπής της Τρίπολης και του Μητροπολίτη της Κούρας, υπό τους οποίους ήταν το μοναστήρι του Bkeftin στην οποία είχε υποταχθεί.. Ήταν αξιοσημείωτη καθ 'όλη την περίοδο της εκεί παραμονής του η προσήλωση του στη προσευχή, την άσκηση και στο ότι έκανε με ειρήνη και με πολύ ζήλο ότι του είχε ανατεθεί να κάνει, και για την υπακοή του στους προϊσταμένους του.

Η Θεία Πρόνοια, ως συνήθως, χρησιμοποιώντας τις τοπικές συνθήκες τον ανάγκασε να φύγει από το σχολείο του Balamand για την Πάτμο στην Ελλάδα το 1968, όπου έλαβε το δίπλωμα του Λυκείου.

Ο Γέροντας τότε εξεδήλωσε την επιθυμία του να εμβαθύνει τις γνώσεις του στη Θεολογία με το να γίνει φοιτητής στη Σχολή Θεολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης, όπου απεφοίτησε με άριστα και όπου υπηρέτησε ως διάκονος στον καθεδρικό ναό του Αγίου Δημητρίου, πολιούχου της πόλης.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτός ήταν γνωστός για τη πολύ όμορφη φωνή, η οποία προσέλκυε πολλούς από τους πιστούς να ακούσουν την ψαλτική της αντιοχειανής παράδοσης και να απολαύσουν την Θεία Λειτουργία στα αραβικά και στα ελληνικά.
Αλλά το πιο σημαντικό γεγονός για τον ίδιο κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου ήταν ότι ήρθε σε ουσιαστική επαφή με το Άγιο Όρος, καθώς και με τη μοναστική ζωή που καλλιεργήθηκε στο Περιβόλι της Παναγίας. Εκεί συγκεκριμένα γνώρισε Αυτόν που θα γινόταν ο πνευματικός πατέρας του, τον Γέροντα Παΐσιο (+ 12 Ιουλίου του 1994).

Με την επιστροφή του στο Λίβανο, χειροτονήθηκε ιερέας στον Πατριαρχικό Μοναστήρι της Κοιμήσεως της Θεοτόκου στο Μπαλαμάντ δια της επιθέσεως των χειρών του μακαριστού πατριάρχου Ηλία IV (Μουαουάντ), με το όνομα Φίλιππο Στη συνέχεια έζησε στην περίοδο από το 1973 και το 1975 στο μικρό μοναστήρι αφιερωμένο στη μνήμη του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου , μετόχι της Ιεράς Μονής της Θεοτόκου στο Χαματούρας, στην περιοχή της Zgharta στο Βόρειο Λίβανο, ένα Μετόχι της Ιεράς Αρχιεπισκοπής του Όρους Λιβάνου στην επικράτεια της Αρχιεπισκοπής της Τρίπολης και της Κούρας.

Ο πατέρας Φίλιππος πήρε την τοποθέτηση του στο μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου με πολύ ενθουσιασμό. Έβαλε τον εαυτό του να εργαστεί αμέσως στην αποκατάσταση της εκκλησίας του μοναστηριού και των κελιών των μοναχών που περιέβαλαν τη μονή. Επίσης, νοιαζόταν για τη παραμελημένη περιοχή του μοναστηριού, με την εκ νέου φύτευση ελαιόδεντρων και αμπελιών. Η προσωπικότητα του Πατέρα Φίλιππου και το έργο που έκανε άρχισαν να αποδίδουν καρπούς και το μοναστήρι λίγο λίγο έγινε γνωστό μέρος της πνευματικής ανανέωσης που προσέλκυσε όλο και περισσότερες ψυχές στον Κύριο. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Πατέρας Φίλιππος υπηρέτησε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο εν λόγω μοναστήρι και την ενορία αφιερωμένη στον Αρχάγγελο Μιχαήλ στο χωριό κοντά στο Ras Kifa.

Όμως, κάτω από την πίεση του πολέμου στο Λίβανο, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το μοναστήρι του, που βρίσκεται όπως απαιτεί η παράδοση σε μια βουνοκορφή, η οποία είχε γίνει μια στο πόλεμο μια πολύτιμη στρατιωτική θέση, και να αναζητήσει καταφύγιο ακόμη μια φορά στη Θεσσαλονίκη, αφού είχε λάβει το βαθμό του Αρχιμανδρίτη το 1976.. Άσκησε την ιεροσύνης του στην ίδια την πόλη, στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας και είχε αναλάβει την ευθύνη των φοιτητών θεολογίας που είχαν μεταφερθεί από την Πατριαρχική Μονή της Κοίμησης της Θεοτόκου Μπαλαμάντ που έκλισε λόγω πολέμου στη Θεολογική σχολή της Θεσσαλονίκης με την αμέριστη βοήθεια για τη μεταφορά τους, από το μητροπολίτη Παντελεήμων Ροδόπουλο, καθηγητή στην εν λόγω θεολογικη σχολή.

Το 1978, έλαβε την άδεια από το Σεβασμιότατο George (Χόντρ) του Όρους του Λιβάνου, μετά τον οποίο εξακολουθούσε να εξαρτάται, να ενταχθεί στην μοναστική κοινότητα του Αγίου Όρους.. Κινήθηκε προς τη Μονή Σταυρονικήτα και έλαβε το όνομα του Αγίου Ισαάκ του Σύρου που τον ευλαβούταν πολύ. Τώρα πια μπορούσε ως εκ τούτου να παρακολουθεί στενότερα τις διδασκαλίες του πνευματικού του πατέρα, του Γέροντα Παϊσίου, που ζούσε τότε σε ερημητήριο αφιερωμένο στο Τίμιο Σταυρό και που δεν απέχει πολύ από το μοναστήρι του Σταυρονικήτα.

Λέγεται ότι ένας αξιοσέβαστος μοναχός του Αγίου Όρους είπε προς αυτόν, "Έχετε έρθει εδώ από μια χώρα που έχει τόσους πολλούς Αγίους όπως τον ενάρετο Άγιο Ισαάκ τον Σύρο, προκειμένου να μάθετε τη μοναστική ζωή;.

Ο πατήρ Ισαάκ απάντησε, "Ναι, η εμπειρία των Αγίων Πατέρων μας έχει διαφυλαχτεί εδώ σε μεγάλο βαθμό στο Αγιον Όρος και έχω έρθει για ενισχυθώ σε αυτόν τον Άγιο τόπο."


Ένα χρόνο μετά την άφιξή του στο μοναστήρι του Σταυρονικήτα, αναχώρησε στο νέο καταφύγιο του, το ασκητήριο της Ανάστασης του Κυρίου που ο ίδιος ανακαίνισε στην περιοχή της Καψάλας, που δεν απέχει πολύ από τις Καρυές, την πρωτεύουσα του Αγίου Όρους. Έζησε εκεί μόνος για τέσσερα χρόνια, μια ζωή πολύ σκληρής άσκησης και έντονου πνευματικού αγώνα. Ήρθε αντιμέτωπος με πολλούς πειρασμούς και δοκιμασίες που προσπάθησαν να τον κάνουν να αφήσει τη ασκητική μόνωση του, ώσπου μια μέρα, όταν, συγκλονισμένος από τις σκέψεις του, τη κούραση του, και τις δυσκολίες του, ανακάλυψε ένα μικρό τάφο, ενώ περπατούσε σε κάποιο σημείο του κελιού του Στάθηκε μπροστά του και προσευχήθηκε θερμά, αφήνοντας τον εαυτό του στους κόλπους της μνήμης του θανάτου. Στη συνέχεια, είπε με μια αποφασιστική φωνή, «Εδώ μπορώ να πεθάνω»
Από εκείνη τη στιγμή, οι σκέψεις που τον βασάνιζαν εντελώς εξαφανίστηκαν. Αυτή η μνήμη του θανάτου δεν τον άφησε ποτέ, και σύμφωνα με τη μοναστική παράδοση, έσκαψε έναν τάφο του δικού του μεγέθους του, με τα χέρια του, μέσα στον κήπο στο ασκητήριο του. Η μνήμη αυτή η τόσο καθοριστική δεν τον άφηνε κάθε μέρα μέχρι που το σώμα του αναπαύτηκε εκεί την Πέμπτη 16 Ιουλίου 1998.
Παρέμεινε στο Άγιον Όρος από το 1978 μέχρι το 1998, το έτος ανάπαυση του, και ήταν γνωστός για ασκητισμό του και την πνευματική αγωνιστικότητα του . Έγινε, με τη χάρη του Θεού, ένας διάσημος πνευματικός πατέρας στο Άγιον Όρος και στην Ελλάδα, και ένθερμος υποστηρικτής της επιμελούς πρακτικής του μυστηρίου της Εξομολογήσεως. Ήταν γνωστό ότι είχε αποκτήσει τη φήμη του αρίστου, έμπειρου και θεόπνευστου Πνευματικού, κάτι που λίγοι έχουν στο Αγιον Όρος.



Στη διάρκεια της ζωής του, έγινε επίσης μια ζωντανή γέφυρα μεταξύ της Εκκλησίας της Αντιοχείας και του Αγίου Όρους. Συχνά είπε, "εκπροσωπώ την Αντιόχεια στο Άγιο Όρος», και ήταν περήφανος για αυτό. Πολλοί χριστιανοί του Λιβάνου, αλλά και αραβόφωνοι χριστιανοί των Πατριαρχείων Αντιοχείας, Ιεροσολύμων και Αλεξανδρείας, καθώς και άλλοι που ήρθαν από το Νέο Κόσμο ερχόντουσαν να λάβουν την ευλογία του και να ζητήσουν τη συμβουλή του.
Έκανε επίσης μια σειρά από σύντομα ταξίδια στη χώρα καταγωγής του, το Λίβανο, καθώς και τη Συρία, την Ιορδανία και την Αίγυπτο. Χάρη δε σε Εκείνον έχουν δημιουργηθεί στο Λίβανο τέσσερα μοναστήρια τρία ανδρικά και ένα γυναικείο, πολύ πνευματικά και αποτελούν πια φάρους για την πνευματική αναγέννηση του Λιβάνου.

Επίσης είναι γνωστή η βοήθεια που πρόσφερε σε διάφορα μέρη της Ελλάδας όπως στη Λέσβο όπου εξομολογούσε επί δεκαετία περίπου συμβάλλοντας καθοριστικά στην αναβίωση της αυθεντικής πνευματικότητας της Λέσβου....θα επανέλθουμε εν καιρώ στην ευλογία αυτή.


Ας μας ακολουθούν οι προσευχές του στην δύσκολη εποχή αυτή που ζούμε ...
Αμήν ..γένοιτο ...!

πηγή: Ahdoni



εις μνημόσυνον αιώνιον ....Γέροντας Ισαάκ ο Αθωνίτης..



...σαν σήμερα το απόγευμα μετά τον εσπερινό της Αγίας Μαρίνας έφυγε ο μακαριστός και πολυαγαπημένος Γέροντας Ισαάκ ο Αθωνίτης...


μετά από ταλαιπωρία που κράτησε το Γέροντα στο νοσοκομείο και  πλήρης της Θείας Χάριτος, έφυγε για εκεί που ποθούσε από νέος και που χάρη του οποίου άφησε όλα και αφιερώθηκε σε Εκείνον....


Τελέσαμε σήμερα στην Ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού στις Καμάρες της Μυτιλήνης μνημόσυνο εις μνήμη του Αγίου Πατρός μας…ως ελάχιστη ευγνωμοσύνη στην αγάπη και την απλανή πνευματική στήριξη που πρόσφερε πλουσιοπάροχα στους Λεσβίους....



την ευχή Του να έχουμε...

Παρασκευή 15 Ιουλίου 2016

Τὶς ὁ νοῦς τῆς Θείας Λειτουργίας..........Ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας


α΄

Στὴν τελετουργία τῶν ἁγίων καὶ ἱερῶν Μυστηρίων διακρίνουμε, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ τὸ ἔργο τῆς λειτουργίας, ποὺ εἶναι ἡ μεταβολὴ τῶν τιμίων δώρων σὲ θεῖο σῶμα καὶ αἷμα, κι ἀπὸ τὴν ἄλλη τὸ σκοπό, ποὺ εἶναι ὁ ἁγιασμὸς τῶν πιστῶν, οἱ ὁποῖοι, μεταλαμβάνοντας, κατορθώνουν νὰ κερδίσουν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν τους καὶ ν' ἀποχτήσουν σὰν κληρονομία τὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, μαζὶ μὲ ὅλα τ' ἀγαθὰ ποὺ ἀκολουθοῦν.

β'

Ὡς προπαρασκευὴ δὲ καὶ τελείωμα, στὸ ἔργο καὶ στὸ σκοπὸ ποὺ ἀναφέραμε, πρέπει νὰ ἰδοῦμε τὶς εὐχές, τὶς ψαλμωδίες, τὶς ἀναγνώσεις τῶν θείων Γραφῶν καὶ ὅλα γενικά, ὅσα τελοῦνται ἤ λέγονται μὲ ἱεροπρέπεια πρὶν καὶ μετὰ τὸν ἁγιασμὸ τῶν τιμίων δώρων. Καί, ἂν καὶ ὁ Θεὸς μᾶς δίνει δωρεὰν ὅλα τὰ ἅγια καὶ τίποτε ἀπ' αὐτὰ δὲν προσφέρουμε πρῶτοι ἐμεῖς σὰν δικό μας — γιατί ὅλα εἶναι εὐεργεσίες του — ὅμως, μᾶς δεσμεύει μὲ τὴν ἀπαίτησή του, πὼς πρέπει πρῶτα νὰ γίνουμε ἱκανοὶ γιὰ νὰ τὰ δεχτοῦμε καὶ ἔπειτα, κατ' ἀνάγκη, νὰ τὰ διατηρήσουμε. Καὶ σὲ κανέναν δὲν θὰ μετάδινε τὸν ἁγιασμὸ του ἂν δὲν πλησίαζε τὰ ἄχραντα Μυστήρια μ' αὐτὴ τὴ διάθεση. Ἔτσι ἀκριβῶς ἔχουμε τὴ δυνατότητα νὰ βροῦμε τὸν ἁγιασμό μας στὸ βάπτισμα, στὸ χρῖσμα καὶ στὸ δεῖπνο του, τὴν ἁγία καὶ φρικτὴ Τράπεζά του.

γ'

Κι αὐτὸ ἴσα - ἴσα μᾶς φανέρωσε μὲ τὴν παραβολή του γιὰ τὸ σπορέα, ὅπου λέει: βγῆκε ὁ σποριάς, ὄχι νὰ ὀργώσει τὴ γῆ, μὰ γιὰ νὰ «σπείρει» (Ματθ. ιγ' 3)· γιατί τὸ ὄργωμα καὶ κάθε ἄλλη προπαρασκευὴ πρέπει νὰ γίνει πρὶν ἀπὸ μᾶς τοὺς ἴδιους.

δ'

Ἐπειδή, λοιπόν, ἦταν ὑποχρεωτικὸ στὴ σειρὰ τῶν ἁγίων μυστηρίων νὰ γίνεται ἔτσι, δηλ. νὰ εἴμαστε προετοιμασμένοι κατάλληλα καὶ πλήρως προπαρασκευασμένοι γιὰ νὰ προϋπαντήσουμε τὸν Κύριο, ἔπρεπε νὰ ὑπάρχουν μέσα στὴν ἱερὰν ἀκολουθία τῆς λειτουργίας καὶ αὐτὰ τὰ κείμενα — ὅπως ὑπάρχουν. Σ' αὐτὸ ἀκριβῶς μᾶς βοηθοῦν οἱ εὐχές, οἱ ψαλμωδίες καὶ ὅ,τι ἄλλο μὲ ἱεροπρέπεια γίνεται ἤ λέγεται κατὰ τὴ διάρκεια τῆς θείας Λειτουργίας. Γιατί, ὁλ' αὐτά, μᾶς ἁγιάζουν καὶ μᾶς προδιαθέτουν μὲ τὸν καλύτερο τρόπο, πρῶτα νὰ δεχτοῦμε, ὅπως πρέπει, τὸν ἁγιασμὸ καὶ μετὰ νὰ τὸν κρατήσουμε σίγουρα μέσα μας, μὲ τὴν πιὸ δυνατὴν ἀσφάλεια.


ε'

Ὁ ἁγιασμός μας ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία γίνεται μὲ δύο τρόπους. Στὸν πρῶτο τρόπο, τὸν βλέπουμε νὰ μπαίνει μέσα μας ὡς ὠφέλεια ἀπὸ τὶς ἴδιες τὶς εὐχές, τοὺς ψαλμοὺς καὶ τὰ ἁγιογραφικὰ ἀναγνώσματα. Οἱ εὐχές, ποὺ σὰν προσευχὴ ἀναπέμπουμε, ἐπιστρέφουν στὸ Θεὸ καὶ προξενοῦν τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μας∙ ὅπως ἀκριβῶς καὶ οἱ ψαλμωδίες μας, ποὺ ἐξιλεώνουν τὸν Κύριο καὶ τὸν κάνουν νὰ στρέψει γλυκὰ τὸ βλέμμα του πρὸς ἐμᾶς. «Θῦσον γὰρ - λέγει ὁ ψαλμωδὸς - τῷ Θεῷ θυσίαν αἰνέσεως, καὶ ἐξελοῦμαι σε καὶ δοξάσεις με» (Ψαλμ. μθ', 14-15).

Μετά, τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ μᾶς φανερώνουν καθαρώτατα τὴν ἐπιείκεια καὶ τὴ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ, καθὼς ἐπίσης τὴ δικαιοσύνη καὶ τὴν ἀποφασιστικὴ κρίση του∙ ἀκόμα, σταλάζουν ἐπάνω στὶς ψυχές μας τὸ φόβο τοῦ Θεοῦ, ἤ ἀνάβουν μέσα μας τὴν ἀγάπη γιὰ Κεῖνον, κ' ἔτσι σιγὰ - σιγὰ μᾶς βάζουν σὲ μεγάλη προθυμία νὰ ἐφαρμόζουμε τὶς ἐντολές του. Κι ὃλ' αὐτὰ βοηθοῦν καὶ τὸν ἱερέα καὶ τὸ λαὸ νὰ κάνουν ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχή τους, ἱκανώνοντάς τους νὰ δεχτοῦν μέσα τους καὶ νὰ κρατήσουν ἄξια τὰ τίμια δῶρα, πρᾶγμα ποὺ εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς θείας λειτουργίας∙ ἰδιαίτερα, ὅμως, προπαρασκευάζουν τὸν ἱερέα νὰ ἀξιωθεῖ νὰ τελέσει τὴν ἀναίμακτη θυσία, ποὺ εἶναι τὸ ἔργο τῆς μυσταγωγίας, ὅπως εἴπαμε πιὸ πάνω.

Αὐτὸ ἀκριβῶς βρίσκουμε πολλὲς φορὲς μέσα στὶς εὐχές, ὅπου ὁ ἱερεὺς προσεύχεται νὰ μὴ φανεῖ ἀνάξιος νὰ κρατήσει τὰ προκείμενα δῶρα, ἀλλὰ μὲ καθαρὰ χέρια καὶ ψυχὴ καὶ γλῶσσα νὰ διακονήσει τ' ἄχραντα Μυστήρια. Ἔτσι, μ' αὐτὸ τὸν τρόπο, μπαίνει μέσα μας ἡ ὠφέλεια ἀπὸ τὴ δύναμη τῶν θείων ρημάτων, ποὺ λέγονται καὶ ψάλλονται στὴν ὅλη τελετουργία τῆς θείας λατρείας.

ς'

Ὁ ἄλλος τρόπος μὲ τὸν ὁποῖον ἁγιαζόμαστε ἀπὸ αὐτά, κι ἀπ' ὅλα τ' ἄλλα ὅσα τελοῦνται στὴ θεία λειτουργία, εἶναι αὐτὸς ἐδῶ: σ' ὅλ' αὐτὰ βλέπουμε τὴν παρουσία τοῦ Χριστοῦ τοῦ ἴδιου κι ὅσα Ἐκεῖνος ἔκαμε ἤ ἔπαθε γιά μᾶς. Γιατί, στὶς ψαλμωδίες καὶ στ' ἀναγνώσματα, καθὼς καὶ σ' ὅλα ἐκεῖνα ποὺ τελεῖ ὁ ἱερεὺς μέσα στὴ θεία λατρεία, φανερώνεται ἡ θεία οἰκονομία τοῦ Σωτῆρος μας: στὴν ἀρχὴ τῆς λειτουργίας φανερώνονται οἱ πρῶτες φάσεις τοῦ θείου ἔργου του∙ στὸ δεύτερο μέρος, σημαίνεται ἡ συνέχεια τοῦ ἔργου του∙ καὶ στὸ τελευταῖο, ὅ,τι θ' ἀκολουθήσει. Καὶ πρέπει, ἐκεῖνοι ποὺ παρακολουθοῦν καὶ βλέπουν ὅλ' αὐτά, νὰ φέρνουν πάντα μπρὸς στὰ μάτια τους ὅλα ἐκεῖνα ποὺ σημαίνονται μ' αὐτά.
 
Ἔτσι, ὁ καθαγιασμὸς τῶν τιμίων δώρων, ἡ ἀναίμακτη θυσία ἡ ἴδια, «τὸν θάνατον αὐτοῦ καταγγέλλει» (Α' Κορ. ια' 26) καὶ τὴν Ἀνάσταση μὲ τὴν Ἀνάληψή του, γιατί μεταβάλλει τὰ τίμια δῶρα σὲ πραγματικὸ σῶμα τοῦ Κυρίου, τὸ ὁποῖο δέχτηκε ὅλ' αὐτά, δηλ. πού σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε καὶ ποὺ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανούς. Ἐνῶ, ὅσα τελοῦνται πρὶν ἀπὸ τὴ θυσία, σημαίνουν τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ πρὶν ἀπ' τὴ σταύρωση, δηλ. τὴν παρουσία του, τὴν δράση του, τὴν πλήρη φανέρωσή του. Τελευταῖα, ὅσα τελοῦνται καὶ λέγονται μετὰ τὴ θυσία, σημαίνουν «τὴν ἐπαγγελίαν τοῦ Πατρός», ὅπως ὁ ἴδιος εἶπε (Λουκ. κδ' 49∙ Πράξ. α' 4), τὴν κάθοδο τοῦ ἁγίου Πνεύματος στοὺς Ἀποστόλους καὶ τὴν ἐπιστροφὴ τῶν ἐθνῶν — μὲ τὸ ἀποστολικὸ κήρυγμα — στὸ δρόμο τοῦ Χριστοῦ καὶ στὴν ἕνωσή τους μ' Αὐτόν.


ζ'

Ἡ ὅλη μυσταγωγία παρουσιάζεται ἀκριβῶς σὰν μία εἰκόνα ἑνιαία του μοναδικοῦ σώματος τῆς ζωῆς τοῦ Σωτῆρος, βάζοντας τάξη σὲ ὅλα τὰ γεγονότα, ἀπ' τὴν ἀρχὴ μέχρι τὸ τέλος, κ' ἐναρμονίζοντάς τα μεταξύ τους.

η'

Γι' αὐτὸ καὶ οἱ ψαλμοί, ποὺ σὰν προοίμια ψάλλονται, κι ἀκόμη πιὸ πρὶν ἀπ' αὐτούς, τὰ ὅσα γίνονται καὶ λέγονται στὴν πρόθεση τῶν τιμίων δώρων, φανερώνουν τὸν πρῶτο καιρὸ τοῦ θείου ἔργου τῆς οἰκονομίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐνῶ ὅσα ἀκολουθοῦν τοὺς ψαλμούς, δηλ. τὰ ἱερὰ ἀναγνώσματα ἀπὸ τὶς Γραφὲς καὶ τ' ἄλλα, σημαίνουν τὴν περίοδο τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ ποὺ ἀκολούθησε μετά.

θ'

Ἂν κ' ἔχει λεχθεῖ, πὼς γι' ἄλλο λόγο ἔχουν εἰσαχθεῖ τὰ ἀναγνώσματα κ' οἱ ψαλμωδίες, ὅτι δηλ. εἶναι ἀνάγκη νὰ τὰ χρησιμοποιοῦμε γιὰ νὰ μᾶς προδιαθέτουν γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο καὶ νὰ μᾶς βοηθοῦν στὸ νὰ ἐξιλεώνουμε τὸ Θεό, ὅμως, τίποτε δὲν ἐμποδίζει νὰ μποροῦν καὶ τὰ δυὸ νὰ συμβοῦν: τὰ ἴδια ἱερὰ ἄσματα καὶ ἀναγνώσματα, καὶ τοὺς πιστοὺς νὰ ὁδηγοῦν στὴν ἀρετή, καὶ τὴ θείαν οἰκονομία τοῦ Χριστοῦ νὰ σημαίνουν.

Ὅπως ἀκριβῶς συμβαίνει μὲ τὰ ἐνδύματα: μᾶς ἐξυπηρετοῦν στὴν ἀνάγκη τοῦ σώματος, γιὰ νὰ τὸ ντύνουμε ἤ νὰ τὸ καλύπτουμε, μ' αὐτὰ ἤ μ' ἐκεῖνα τὰ ροῦχα, ἀνάλογα μὲ τὴν περίσταση, ἀλλὰ κάποτε, ὅταν βλέπουμε τὰ ἐνδύματα, καταλαβαίνουμε τὸ ἐπάγγελμα, τὸ βίο ἤ τὸ ἀξίωμα ἐκείνου ποὺ τὰ φορεῖ. Αὐτὸ συμβαίνει καὶ μὲ τὸ θέμα μας. Διότι, μὲ τὸ νὰ περιέχουν οἱ ἅγιες Γραφὲς θεόπνευστα λόγια καὶ ὕμνους τοῦ Θεοῦ, τὰ ὁποῖα συμβάλλουν στὴν ἀπόκτηση τῆς ἀρετῆς, ἁγιάζουν ἐκείνους ποὺ τὰ μελετοῦν ἤ τὰ ψάλλουν.

Ὅμως, μὲ τὸν τρόπο ποὺ ἔχουν διαλεχτεῖ, κι ὅπως ἔχουν μπεῖ στὴ σειρά, ἔχουν καὶ τὴν ἄλλη δυνατότητα, νὰ βοηθοῦν δηλ. στὸ ἄγγελμα τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ζωῆς του. Κι ὄχι μονάχα τὰ ὅσα ψάλλουμε ἤ ὅσ' ἀναγινώσκουμε, μὰ καὶ ὅλα ὅσα τελετουργουνται ἐκεῖ ἔχουν τὸν ἴδιο χαρακτῆρα. Καὶ γίνεται μὲν τὸ κάθε τί γιὰ τὴν ἀναγκαίουσα περίπτωση τῆς στιγμῆς ὅπου παρουσιάζεται, ἀλλὰ στὸ βάθος πάντα κρύβει μιὰ σημασία ποὺ συμβολίζει κάτι ἀπὸ τὰ ἔργα, τὰ θαύματα ἤ τὰ πάθη τοῦ Χριστοῦ. Ὅπως π.χ. εἶναι ἡ εἴσοδος τοῦ ἁγίου Εὐαγγελίου στὸ θυσιαστήριο καὶ ἡ εἴσοδος τῶν τιμίων δώρων. Τὸ καθέν' ἀπ' αὐτὰ ἔχει μία χρησιμότητα: ἡ πρώτη εἴσοδος εἶναι γιὰ νὰ διαβαστεῖ τὸ Εὐαγγέλιο, ἡ δεύτερη γιὰ νὰ τελεστεῖ ἡ θυσία. Ὅμως, σημαίνουν καὶ οἱ δύο τὴν παρουσία καὶ τὴν πλήρη φανέρωση: ἡ μία, τὴν ἀρχὴ τῆς παρουσίας του, μὲ ἀμυδρὴ καὶ ἀτελῆ ἀκόμη τὴ μορφή, του∙ ἡ ἄλλη, τὴν τελειότητα καὶ ὑπέρτατην εἰκόνα τοῦ προσώπου του.


Ἀκόμα, ὑπάρχουν μερικὰ ἀπ' ὅσα γίνονται ἐδῶ, ποὺ δὲν ἔχουν καμμιὰ φανερὴ χρησιμότητα, μὰ ποὺ γίνονται μονάχα γιὰ νὰ δηλώσουν συμβολικὰ κάτι - ὅπως π.χ. ὅταν ὁ ἱερεὺς λογχίζει τὸν ἄρτο, ἡ γράφει ἐπάνω του τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ- ἤ, ἀκόμη, τὸ μαχαίρι ποὺ κεντᾶ τὸν ἄρτο καὶ ποὺ φέρει τὸ σχῆμα τῆς λόγχης- καί, τελευταῖα, ὅταν ὁ ἱερεὺς προσθέτει στὸ ἅγιο Ποτήριον τὸ ζεστὸ νερό.

ι'

Ἀνάλογα παραδείγματα θὰ μποροῦσες νὰ βρεῖς καὶ στ' ἄλλα Μυστήρια∙ ὅπως π.χ. στὸ Βάπτισμα, ὅπου, ὑποχρεωτικά, πρὶν βαπτιστοῦν ἔβγαζαν τὰ ὑποδήματα καὶ τὰ ροῦχα τους, ἅπλωναν τὰ χέρια τους καὶ φυσοῦσαν. Ἀλλά, βέβαια, ἐδῶ δὲν ὑπάρχει καμμιὰ χρησιμότητα, παρὰ ὁ συμβολισμὸς τῶν κινήσεων, ποὺ μᾶς διδάσκει τὸ μῖσος γιὰ τὸ δαίμονα − ὅσο μῖσος πρέπει νὰ ὑπάρχει μέσα μας − καὶ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νὰ τὸν διώξει πολὺ μακριά του, ὅποιος θέλει νὰ γίνει ἀληθινὸς χριστιανὸς μετὰ τὸ βάπτισμα. Καί, φυσικά, ὅπου ὑπάρχουν τέτοιες πράξεις καὶ στ' ἄλλα μυστήρια θὰ ἔχουν πάντα καὶ τὴν ἀνάλογη σημασία τους.

ια'

Ὅσα τελοῦνται τὴν ὥρα τοῦ καθαγιασμοῦ τῶν τιμίων δώρων, ἔχουν ὅλα σχέση μὲ τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας τοῦ Σωτῆρος∙ γιὰ νὰ τὴν ἔχουμε καθαρὰ ἐμπρὸς στὰ μάτια μας κ' ἔτσι ν' ἁγιάζει τὶς ψυχές μας, ποὺ θὰ γίνονται μ' αὐτὸ τὸν τρόπο ἄξιες νὰ δεχτοῦν τ' ἄχραντα Μυστήρια. Γιατί, ὅπως ἀκριβῶς τότε, ποὺ γιὰ πρώτη φορὰ πραγματοποιήθηκε τὸ θεῖο ἔργο του, ἀνάστησε τὸν πεσμένο κόσμο τῆς οἰκουμένης, ἔτσι πάντα κάνει ὡραιότερη καὶ θειότερη τὴν ψυχὴ ὅλων ἐκείνων ποὺ τὸ βλέπουν ἐσωτερικὰ νὰ πραγματοποιεῖται καὶ πάλι. Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ δώσει καμμιὰν ὠφέλεια ἂν δὲν τὸ ἐνστερνίζονταν μὲ τὴ μέσα θεωρία καὶ τὴν πίστη. Κ' εἶναι γι' αὐτὸ ποὺ ἔχει κηρυχτεῖ καὶ πού, γιὰ νὰ τὸ πιστέψουμε, χρησιμοποίησε χίλιους δυὸ τρόπους καὶ μέσα ὁ Θεός. Καὶ τοῦτο γιατί, τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας δὲν θὰ μποροῦσε νὰ καρποφορήσει καὶ νὰ σώσει τοὺς ἀνθρώπους, ἂν ἡ πραγματοποίησή του ἔμενε ἄγνωστη στοὺς ἀνθρώπους ποὺ περίμεναν νὰ σωθοῦν. Βέβαια, τότε ποὺ πρωτοφανερωνόταν μὲ τὸ κήρυγμα, γεννοῦσε μέσα στὶς ψυχὲς τῶν ἀνθρώπων τὸ σεβασμό, τὴν πίστη καὶ τὴν ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ - πράγματα ὡς τότε ἄγνωστα γι' αὐτούς∙ σήμερα, ὅμως, ὅταν θεωρεῖται ἐσωτερικὰ καὶ μὲ θέρμη ἀπὸ τοὺς πιστοὺς ἤδη χριστιανούς, δὲν γεννᾶ βέβαια κεῖνα τὰ εὐλογημένα αἰσθήματα μέσα τους, ἀλλὰ βρίσκοντάς τα μέσα τους τὰ διατηρεῖ, τ' ἀναγεννᾶ καὶ τὰ δυναμώνει. Κ' ἔτσι, τοὺς στηρίζει πιὸ πολὺ στὴν πίστη, καὶ τοὺς κάνει πιὸ θερμοὺς στὴν εὐσέβεια καὶ στὴν ἀγάπη. Γιατί, ἐκεῖνα ποὺ δημιούργησε ἀπ' τὴν ἀνυπαρξία τότε, θὰ εἶναι πολὺ εὐκολώτερο νὰ τὰ διασώσει, νὰ τὰ διατηρήσει καὶ νὰ τ' ἀνανεώσει σήμερα. Εἶναι ἀνάγκη, λοιπόν, πάντα μ' αὐτὰ τὰ αἰσθήματα νὰ πλησιάζουμε τὰ ἅγια Μυστήρια∙ γιατί ἡ εὐλάβεια, ἡ πίστη καὶ ἡ ἀγάπη πρὸς τὸ Θεό, μᾶς ζεσταίνει ἐσωτερικὰ καὶ πολύ μᾶς ἀνυψώνει∙ ἐνῶ, χωρὶς ὅλ' αὐτά, καὶ ἁπλῆ ματιὰ ἔστω νὰ ρίξουμε στ' ἅγια Μυστήρια, βρισκόμαστε σὲ μεγάλην ἀσέβεια.

ιβ'

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὁποῖον ἔπρεπε νὰ μπεῖ αὐτὴ ἡ ἐσωτερικὴ θεωρία μέσα στὴν τάξη τῆς θείας Λειτουργίας, ποὺ μᾶς τοποθετεῖ συμβολικά, μὲ τὴν βοήθεια ὅλων τῶν προηγουμένων, μπροστὰ στὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας. Κι αὐτό, γιὰ νὰ μὴ μένουμε μονάχα μὲ τὴ σκέψη πρὸς τὰ τελούμενα, ἀλλὰ γιὰ νὰ βλέπουμε μὲ τὰ ἴδια μας τὰ μάτια, κατὰ κάποιον τρόπο, τὴ μεγάλη φτώχεια τοῦ Πλουσίου∙ τὴν ξενητιὰ καὶ τὸν ἐρχομό σ' ἐμᾶς, Ἐκείνου, ποὺ κατοικοῦσε δικαιωματικὰ τὸν κάθε τόπο∙ τοὺς ἐξευτελισμοὺς τοῦ Εὐλογημένου κ' ἐγκωμιαζόμενου ἀπ' ὅλους∙ τὰ πάθη Ἐκείνου, ποὺ δὲν γνώρισε κανένα πάθος∙ γιὰ νὰ βλέπουμε πόσο μισήθηκε καὶ πόσον ἀγάπησε∙ πόσο ψηλὰ βρισκότανε καὶ πόσο ταπεινώθηκε γιὰ χάρη μας∙ πόσα χρειάστηκε νὰ κάμει καὶ πόσα νὰ πάθει, γιὰ νὰ ἑτοιμάσει αὐτὸ τὸ θεῖο τραπέζι, ποὺ ἔχουμε μπροστά μας. Κ' ἔτσι, θαυμάζοντας τὴν ἀνανέωση τοῦ σωτηρίου ἔργου του κι ἀναμετρώντας συγκλονισμένοι τὸ πλῆθος τῶν οἰκτιρμῶν του, νὰ δείξουμε τὴν εὐλάβειά μας σ' Ἐκεῖνον, ποὺ μὲ τόση φιλανθρωπία μᾶς σπλαχνίστηκε καὶ μᾶς ἔσωσε: μὲ τὸ νὰ τοῦ ἐμπιστευτοῦμε τὴν ψυχή μας, νὰ τοῦ παραδώσουμε ὁλάκερη τὴ ζωή μας καὶ ν' ἀνάψουμε τὶς καρδιές μας μὲ τὴ φωτιὰ τῆς ἀγάπης του. Κι ὅταν πιὰ φτάσουμε σ' αὐτὸ τὸ σημεῖο, τότε θὰ μποροῦμε νὰ πλησιάσουμε τὴ φωτιὰ τῶν ἁγίων Μυστηρίων μὲ οἰκειότητα καὶ δίχως κανέναν κίνδυνο.

ιγ'

Ἂς προστεθεῖ ἀκόμη, πὼς δὲν ἀρκεῖ τὸ γεγονὸς ὅτι μάθαμε κάποτε τὴ διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ, ἤ τὸ ὅτι πιὰ τὴν ξέρουμε, γιὰ ν' ἀποχτήσουμε τὴν πνευματικὴ κατάσταση, τὴν ὁποία πρὶν λίγο ἀναφέραμε. Ἀλλὰ εἶναι ἀπόλυτη ἀνάγκη, ἐκείνη τὴν ὥρα, νὰ ἔχουμε καρφωμένα τὰ μάτια τοῦ νοῦ μας ἐκεῖ καὶ νὰ θεωροῦμε ἐσωτερικὰ τὰ γινόμενα, διώχνοντας ἀποτελεσματικὰ κάθε ξένο λογισμό, ἂν βέβαια θέλουμε νὰ καλλιεργήσουμε στὴν ψυχὴ μας ἐκεῖνες τὶς διαθέσεις καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ ἀναφέραμε, προκειμένου νὰ δεχτοῦμε τὸν ἄνωθεν ἁγιασμό. Γιατί, κι ἂν τύχει καὶ ξέρουμε καλά τούς λόγους τῆς θρησκείας μας, κατὰ τρόπο πού, ἂν μᾶς ρωτήσει κάποιος κάτι νὰ τοῦ ἀπαντήσουμε σωστά, ὅμως αὐτὴ ἡ γνώση δὲν θὰ μᾶς ὠφελήσει σὲ τίποτε ἀπολύτως, ἂν τὴν ὥρα τῆς μυσταγωγίας δὲν προσέχουμε μὲ ὅλη τὴ δύναμη τῆς ψυχῆς μας ἐκεῖ, ἀλλ' ἀφήνουμε τὸ νοῦ μας νὰ τρέχει σ' ἄλλα πράγματα - τέτοια ξερὴ γνώση, δὲν μπορεῖ ν' ἀφήσει κανέν' ἀπὸ τὰ πάθη ποὺ προαναφέραμε νὰ εἰσέλθει μέσα μας. Γιατί, οἱ διαθέσεις μας δημιουργοῦνται ἀπὸ τοὺς λογισμοὺς καὶ τὶς σκέψεις ἐκείνης τῆς ὥρας∙ ἑπομένως, καὶ τὰ πάθη κ' αἰσθήματα ποὺ δοκιμάζουμε εἶναι ἀποτέλεσμα, ποιοτικά, ἀνάλογο πάντα μὲ τοὺς λογισμοὺς ποὺ τὰ γέννησαν.


ιδ’

Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπινόησαν αὐτὸν τὸ συμβολικὸ τύπο στὴ θεία λειτουργία γι' αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο: γιατί δὲν ἀρκεῖται στὸ νὰ μᾶς μιλήσει μὲ λόγια μόνο, ἀλλὰ φέρνει τὰ πάντα μπρὸς στὰ μάτια μας, φανερώνοντας ὅλο τὸ ἔργο τῆς θείας οἰκονομίας κατὰ τὴ διάρκεια τῆς λειτουργίας. Κι αὐτό, γιατί θέλουν, ἀπ' τὴ μιὰ μεριά, νὰ ἐπιδράσει εὐκολώτερα πάνω στὴν ψυχὴ καὶ νὰ μὴ μείνει μία ἁπλῆ θεωρία μονάχα, γιὰ νὰ χαράξει μέσα μας ἐκεῖνο τὸ βαθὺ πάθος κ' αἴσθημα, ἔτσι πού, αὐτὰ ποὺ φανταζόμαστε, μὲ τὴν πρόσθετη αὐτὴν αἴσθηση τῆς ὁράσεως, νὰ τυπωθοῦν καὶ νὰ μείνουν καθαρώτερα μέσα μας. Ἀπ' τὴν ἄλλη μεριά, θέλουν ἀκόμη, αὐτὸς ὁ τύπος τῆς λειτουργίας νὰ μὴν ἀφήσει τὴν παραμικρὴ λαβὴ στὴ λήθη, μήτε ν' ἀφήσει νὰ στραφεῖ ὁ λογισμὸς πρὸς ὁ,τιδήποτε ἄλλο, ὥσπου νὰ ὁδηγηθοῦμε στὸ οὐράνιο τραπέζι. Κ' ἔτσι πιά, γεμᾶτοι ἀπὸ τὶς ἱερὲς αὐτὲς ἔννοιες κ' ἔχοντας ἀνθισμένη τὴ μνήμη ἀπὸ θεῖες εἰκόνες, νὰ μεταλάβουμε τ' ἄχραντα Μυστήρια, προσθέτοντας στὸν ἁγιασμὸ μας ἕνα νέον ἁγιασμὸ - δηλ. στὸν ἁγιασμὸ τῆς ἐσωτερικῆς μας θεωρίας προσθέτουμε τὸν ἁγιασμὸ τῆς τελετουργίας — καὶ «μεταμορφούμενοι ἀπὸ δόξης εἰς δόξαν» (Β' Κορ. γ' 18), ἀπὸ τὴν κατώτερη στὴ μεγαλύτερη καὶ ὑψηλότερην ἀπ' ὅλες τὶς δόξες.

http://www.agiazoni.gr

Η Ορθοδοξία ως Θεραπεία ~ Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός




 Πρωτ. Γεώργιος Μεταλληνός
Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Αν θέλαμε να ορίσουμε συμβατικά τον Χριστιανισμό, ως Ορθοδοξία, θα λέγαμε ότι είναι η εμπειρία της παρουσίας του Ακτίστου (του Θεού) [1] μέσα στην ιστορία και η δυνατότητα του κτιστού (του ανθρώπου) να γίνει Θεός «κατά χάριν».

Με δεδομένη την διηνεκή παρουσία του Θεού εν Χριστώ, στην ιστορική πραγματικότητα, ο Χριστιανισμός προσφέρει στον άνθρωπο την δυνατότητα θεώσεως, όπως η Ιατρική Επιστήμη του παρέχει την δυνατότητα διατήρησης ή αποκατάστασης της υγείας του μέσα από μια ορισμένη θεραπευτική διαδικασία και ένα συγκεκριμένο τρόπο ζωής.

Ο γράφων είναι σε θέση να κατανοήσει τη σύμπτωση ιατρικής και εκκλησιαστικής ποιμαντικής επιστήμης στο σημείο αυτό, διότι ως διαβητικός και ως χριστιανός γνωρίζει, ότι και στις δύο περιπτώσεις οφείλει να ακολουθήσει πιστά τα οριζόμενα εκατέρωθεν για την επίτευξη του διπλού στόχου.

Ο μοναδικός και απόλυτος στόχος της εν Χριστώ ζωής είναι η θέωση, η ένωση δηλαδή με τον Θεό, ώστε ο άνθρωπος, μετέχοντας στην άκτιστη ενέργεια του Θεού, να γίνει «κατά χάριν», αυτό που ο Θεός είναι από την φύσιν του (άναρχος και ατελεύτητος). Αυτή είναι χριστιανικά η έννοια της σωτηρίας...

Δεν πρόκειται για μια ηθική βελτίωση του ανθρώπου, αλλά για την εν Χριστώ ανα-δημιουργία, ανά-πλαση ανθρώπου και κοινωνίας μέσα από την υπαρκτική και υπαρξιακή σχέση με το Χριστό, ο Οποίος είναι η ένσαρκη φανέρωση του Θεού στην ιστορία.

Αυτό εκφράζει η φράση του απ. Παύλου (Β΄ Κορ. 5,17): «ει τις εν Χριστώ, καινή κτίσις». Ο ενωμένος με τον Χριστώ είναι καινούργιο δημιούργημα.

Γι’ αυτό χριστιανικά η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου, η λυτρωτική «εισβολή» του Αιωνίου και Υπέρχρονου μέσα στον ιστορικό χρόνο, είναι η αρχή ενός νέου κόσμου, μιας κυριολεκτικά «Νέας Εποχής» (New Age), που συνεχίζεται ως τα πέρατα των αιώνων, στα πρόσωπα των αυθεντικών χριστιανών, δηλαδή των Αγίων.

Η Εκκλησία ως «σώμα Χριστού» και εν Χριστώ κοινωνία υπάρχει στον κόσμο, για να προσφέρει την σωτηρία, ως ένταξη σε αυτή την αναγεννητική διαδικασία.[2] Το σωστικό αυτό έργο της Εκκλησίας επιτελείται με μια συγκεκριμένη θεραπευτική μέθοδο, ώστε ουσιαστικά η Εκκλησία να ενεργεί ως ένα παγκόσμιο θεραπευτήριο.

«Ιατρείον Πνευματικόν» (Πνεματικό Νοσοκομείο) ονομάζεται η Εκκλησία από τον ιερό Χρυσόστομο (†407).

Στην συνέχεια θα δοθεί απάντηση στα ερωτήματα:

1) Ποια είναι η αρρώστια την οποία θεραπεύει η χριστιανική Ορθοδοξία;

2) Ποια είναι η θεραπευτική μέθοδος που εφαρμόζει;

3) Ποια είναι η ταυτότητα του αυθεντικού χριστιανισμού, που τον διαφοροποιεί ριζικά από τις αιρετικές αποκλίσεις του, αλλά και από κάθε μορφή θρησκείας;[3]

1. Η αρρώστια της ανθρώπινης φύσης είναι η πτωτική κατάσταση του ανθρώπου και συνάμα και όλης της κτίσεως, που συμπάσχει («συστενάζει και συνωδίνει» Ρωμ. 8.22) μαζί του. Η διάγνωση αυτή αφορά σε κάθε άνθρωπο, ανεξάρτητα από το αν είναι χριστιανός ή όχι, αν πιστεύει ή όχι, λόγω της φυσικής ενότητας σύννομη της ανθρωπότητας. (βλ. Πραξ.17.26).

Η Χριστιανική Ορθοδοξία δεν κλείνεται στα στενά όρια ενός θρησκεύματος, που ενδιαφέρεται μόνο για τους οπαδούς του, αλλά, όπως ο Θεός, «πάντας ανθρώπους θέλει σωθήναι και εις επίγνωση αληθείς ελθείν» (Α΄ Τιμ. 2.4), αφού ο Θεός είνα «σωτήρ πάντων ανθρώπων» (Α΄ Τιμ. 4.10). η αρρώστια λοιπόν για την οποία μιλάει ο Χριστιανισμός είναι πανανθρώπινη (Ρωμ. 5.12: «…εις πάντας ανθρώπους ο θάνατος διήλθεν, εφ’ ω (= λόγω του οποίου θανάτου) πάντες ήμαρτον» (=αστόχησαν στην πορεία τους προς την θέωση.

Όπως δε η πτώση (δηλαδή η αρρώστια) είναι πανανθρώπινη, έτσι και η σωτηρία – θεραπεία εξαρτάται άμεσα από τη λειτουργία του εσωτερικού του κάθε ανθρώπου.

Η φυσική (αυθεντική) κατάσταση του ανθρώπου προσδιορίζεται, αγιοπατερικά, από την λειτουργία μέσα του, τριών μνημονικών συστημάτων, δύο από τα οποία γνωρίζει και ελέγχει η επιστήμη της ιατρικής, ενώ το τρίτο είναι υπόθεση της ποιμαντικής θεραπευτικής.

Το πρώτο είναι η κυτταρική μνήμη (DNA), που καθορίζει τα πάντα στον ανθρώπινο οργανισμό. Το δεύτερο είναι η εγκεφαλική κυτταρική μνήμη, η λειτουργία του εγκεφάλου, που ρυθμίζει την σχέση μας με τον εαυτό μας και το περιβάλλον. Τα δύο αυτά συστήματα γνωρίζει η επιστήμη της ιατρικής και μεριμνά για την εύρυθμη λειτουργία τους.

Η εμπειρία των Αγίων γνωρίζει ένα ακόμη μνημονικό σύστημα, την καρδιακή ή νοερά μνήμη, που λειτουργεί μέσα στην καρδιά.

Η καρδιά, στην Ορθόδοξη παράδοση, δεν λειτουργεί μόνο φυσικά, ως αντλία διακίνησης του αίματος.

Ακόμη κατά την πατερική διδασκαλία, δεν είναι ο εγκέφαλος και το νευρικό σύστημα το κέντρο της αυτοσυνειδησίας μας, αλλά η καρδιά.

Διότι πέρα από τη φυσική έχει και μια υπερφυσική λειτουργία. Υπό ορισμένες προϋποθέσεις γίνεται χώρος κοινωνίας με τον Θεό, με την άκτιστη δηλαδή ενέργειά Του. Βέβαια αυτό γίνεται αντιληπτό μέσα από την εμπειρία των Αγίων και όχι με τη λογική λειτουργία και τη διανοητική θεολόγηση.

Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης (†1809), ανακαιφαλαιώνοντας όλη την πατερική παράδοση, στο έργο του «Συμβουλευτικό Εγχειρίδιον» ονομάζει την καρδιά κέντρο φυσικό, υπερφυσικό, αλλά και παραφυσικό, όταν η υπερφυσική λειτουργία αδρανεί, διότι η καρδιά κυριαρχείται από τα πάθη. Η υπερφυσική λειτουργία της καρδιάς είναι η απόλυτη προϋπόθεση για την τελείωση, την ολοκλήρωση του ανθρώπου, δηλαδή την θέωση του, ως πλήρη ένταξή του στην εν Χριστώ κοινωνία.

Στην υπερφυσική της λειτουργία η καρδιά γίνεται χώρος ενεργοποίησης του νου. Στον γλωσσικό κώδικα της Ορθοδοξίας ο νους (στην Κ.Δ. ονομάζεται «πνεύμα» του ανθρώπου και «οφθαλμός της ψυχής») είναι ενέργεια της ψυχής, με την οποία ο άνθρωπος γνωρίζει τον Θεό, φθάνοντας στην θέα του Θεού ή θεοπτία.

Βέβαια πρέπει να διευκρινήσουμε ότι η γνώση του Θεού δεν σημαίνει γνώση της αμέθεκτης και απρόσιτης θείας ουσίας, αλλά της θείας ενέργειας. Η διάκριση ουσίας και ενέργειας στον Θεό είναι η ουσιαστική διαφορά της Ορθοδοξίας από κάθε άλλη εκδοχή του Χριστιανισμού.

Η ενέργεια του νου μέσα στην καρδιά ονομάζεται «νοερά λειτουργία» (noetic faculty) της καρδιάς. Διευκρινίζουμε, και πάλι, ότι Νους και Λόγος (Λογική) ορθόδοξα δεν ταυτίζονται, διότι η λογική ενεργείται στον εγκέφαλο, ενώ ο νους στην καρδιά.

Η νερά λειτουργία πραγματώνεται ως αδιάλειπτη προσευχή (πρβλ. Α΄Θεσσ. 5,17) του Αγίου Πνεύματος μέσα στην καρδιά (πρβλ. Γαλ. 4,6 · Ρωμ.8,26· Α΄Θεσσ. 5,19), και ονομάζεται από τους αγίους πατέρες μας «μνήμη Θεού». Έχοντας ο άνθρωπος μέσα στην καρδιά του τη «μνήμη του Θεού», ακούοντας δηλαδή στην καρδιά του την «φωνή» (Α΄ Κορ. 14,11ε. Γαλ. 4,6.κ.α.) έχει αίσθηση της «ενοικήσεως» του Θεού μέσα του (Ρωμ. 8,11).

Ο Μ. Βασίλειος στη Β΄ επιστολή του λέγει, ότι η μνήμη του Θεού μένει αδιάλειπτη, όταν δεν διακόπτεται από τις γήινες φροντίδες, αλλά ο νους «αναχωρεί» προς τον Θεό.

Αυτό όμως δεν σημαίνει, ότι ο ενεργούμενος από την θεία ενέργεια πιστός αποφεύγει τις αναγκαίες φροντίδες της ζωής, μένοντας στην απραξία ή σε κάποια εκ-στάση, αλλά την απελευθέρωση του νου από τις φροντίδες αυτές, με τις οποίες ασχολείται η λογική. Για να χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα που μας αγγίζει:

Ένας επιστήμονας που έχει αποκτήσει και πάλι την νοερά λειτουργία, με την λογική ασχολείται με τα προβλήματα του, ενώ ο νους μέσα στην καρδιά διατηρεί αδιάλειπτη τη μνήμη του Θεού. Ο άνθρωπος που διασώζει και τα τρία παραπάνω μνημονικά συστήματα είναι ο Άγιος. Αυτός είναι ορθόδοξα ο υγιής (normal) άνθρωπος. Γι’ αυτό η θεραπεία της Ορθοδοξίας συνδέεται με την πορεία του ανθρώπου προς την αγιότητα.

Η μη λειτουργία ή υπολετουργία της νοεράς ενέργειας του ανθρώπου είναι η ουσία της πτώσεως.

Το περιβόητο «προπατορικό αμάρτημα» είναι ακριβώς η αστοχία του ανθρώπου, στην αρχή ακόμα της ιστορικής του παρουσίας, να διασώσει την μνήμη του Θεού, την κοινωνία δηλαδή με τον Θεό, στην καρδιά του. Σ’ αυτή την νοσηρά κατάσταση μετέχουν όλοι οι απόγονοι των πρωτοπλάστων, διότι δεν είναι κάποιο ηθικό, προσωπικό δηλαδή, αμάρτημα, αλλά νόσος της φύσεως του ανθρώπου («Νενόσηκεν ημών η φύσις την αμαρτίαν», παρατηρεί ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας, †444 ) και μεταδίδεται από άνθρωπο σε άνθρωπο όπως η αρρώστια κάποιου δέντρου μεταδίδεται σε όσα άλλα προέρχονται από αυτό.

Η αδρανοποίηση της νοεράς λειτουργίας ή της μνήμης του Θεού και η σύγχυσή της με την λειτουργία του εγκεφάλου, όπως συμβαίνει με όλους μας, υποδουλώνει τον άνθρωπο στο άγχος και στο περιβάλλον και στην εκζήτηση της ευδαιμονίας μέσα από τον ατομικισμό και της αντικοινωνικότητα.

Στην κατάσταση της νόσου της πτώσεως ο άνθρωπος χρησιμοποιεί τον Θεό και τον συνάνθρωπο για την κατοχύρωση της προσωπικής του ασφάλειας και ευτυχίας. Η χρήση του Θεού γίνεται με την «θρησκεία» (προσπάθεια απόσπασης της δύναμης του Θεού), που μπορεί να εκφυλιστεί σε αυτοθεοποίηση του ανθρώπου («αυτείδολον εγενόμην» λέει ο άγιος Ανδρέας Κρήτης στον «Μέγαν Κανόνα» του). Η χρήση του συνανθρώπου και κατ’ επέκταση της κτίσης γίνεται με την εκμετάλλευση της με κάθε δυνατό τρόπο. Αυτή, λοιπόν, είναι η νόσος, την οποία ζητεί να θεραπεύσει ο άνθρωπος, εντασσόμενος ολόκληρος [4] στο «πνευματικό θεραπευτήριο» της Εκκλησίας.

2. Σκοπός της παρουσίας της Εκκλησίας, ως εν Χριστώ κοινωνίας στον κόσμο, είναι η θεραπεία του ανθρώπου, με την αποκατάσταση της καρδιακής κοινωνίας του με τον Θεό, της νοεράς δηλαδή λειτουργίας.

Κατά τον καθηγητή π. Ι. Ρωμανίδη: [«η πατερική παράδοσις δεν είναι ούτε κοινωνική φιλοσοφία, ούτε ηθικόν σύστημα, ούτε θρησκευτικός δογματισμός, αλλ’ είναι θεραπευτική αγωγή. Εις το σημείο αυτό ομοιάζει πολύ με την Ιατρική και κυρίως με την Ψυχιατρικήν.

Η νοερά ενέργεια της ψυχής, που προσεύχεται νοερώς και αδιαλείπτως εις την καρδίαν, είναι ένα φυσιολογικό όργανον, που όλοι το έχουν και το οποίο χρειάζεται θεραπεία.

Ούτε η φιλοσοφία, ούτε καμία των γνωστών θετικών ή κοινωνικών επιστημών δύναται να θεραπεύσει το όργανον αυτό (…) Δια τούτο ο αθεράπευτος δεν γνωρίζει ούτε καν την ύπαρξη αυτού του οργάνου».]

Η ανάγκη θεραπείας του ανθρώπου, κατά τα παραπάνω, είναι πανανθρώπινη υπόθεση, σχετιζόμενη πρώτα με την αποκατάσταση του κάθε ανθρώπου στη φυσική του ύπαρξη με την ενεργοποίηση και της τρίτης μνημονικής λειτουργίας. Επεκτείνεται όμως και στην κοινωνική παρουσία του ανθρώπου.

Για να μπορεί ο άνθρωπος να κοινωνεί ως αδερφός με τον συνάνθρωπό του, πρέπει η ιδιοτέλειά του, που λειτουργεί τελικά ως φιλαυτία, να μεταβληθεί σε ανιδιοτέλεια (πρβλ Α΄ Κορ. 13,8: «η αγάπη… ου ζητεί τα εαυτής».

Ανιδιοτελής είναι η αγάπη του Τριαδικού Θεού (Ρωμ.5,8· Α΄ Ιωαν.5,7 ε.), που δίνει τα πάντα χωρίς αντάλλαγμα. Γι’ αυτό και το κοινωνικό ιδανικό της χριστιανικής Ορθοδοξίας δεν είναι η «κοινοκτημοσύνη», αλλά η «ακτημοσύνη», ως αυτοπαραίτηση από κάθε απαίτηση. Διότι μόνον τότε είναι δυνατή η δικαιοσύνη.

Η μέθοδος θεραπείας, που προσφέρεται από την Εκκλησία, είναι η πνευματική ζωή, ως ζωή εν Αγίω Πνεύματι. Η πνευματική ζωή βιώνεται ως άσκηση και μετοχή στην παρεχόμενη μέσω των μυστηρίων άκτιστη Χάρη. Η άσκηση είναι βιασμός της αυτονομημένης και νεκρωμένης από την αμαρτία φύσεώς μας, που πορεύεται προς τον πνευματικό ή αιώνιο θάνατο, τον αιώνιο δηλ. χωρισμό από την Χάρη του Θεού.

Η άσκηση αποβλέπει στη νίκη πάνω στα πάθη, για να νικηθεί η εσωτερική δουλεία στις νοσογόνες εστίες του ανθρώπου και να μετάσχουμε στο σταυρό του Χριστού και στην ανάστασή του. Ο Χριστιανός ασκούμενος υπό την καθοδήγηση του Θεραπευτή- Πνευματικού του, γίνεται δεκτικός της Χάρης που δέχεται με την μετοχή του στην μυστηριακή ζωή του εκκλησιαστικού σώματος. Χριστιανός ανάσκητος δεν μπορεί να υπάρξει, όπως δεν υπάρχει θεραπευμένος άνθρωπος, που δεν τηρεί τη θεραπευτική αγωγή, που του όρισε ο γιατρός του.

3. Τα παραπάνω οδηγούν σε κάποιες σταθερές, που τεκμηριώνουν την ταυτότητα της χριστιανικής Ορθοδοξίας:

α) Η Εκκλησία ως σώμα Χριστού, λειτουργεί ως θεραπευτήριο-Νοσοκομείο. Διαφορετικά δεν είναι Εκκλησία αλλά θρησκεία. Οι κληρικοί, εκλεγόταν αρχικά από τους θεραπευμένους, για να λειτουργούν ως θεραπευτές. Η θεραπευτική λειτουργία της Εκκλησίας σώζεται σήμερα κυρίως στις Μονές, που αντέχοντας ακόμη στην εκκοσμίκευση (secularism) συνεχίζουν την Εκκλησία των Αποστολικών χρόνων.

β) Οι επιστήμονες της Εκκλησιαστικής θεραπείας είναι ήδη θεραπευμένοι. Όποιος δεν έχει εμπειρία της θεραπείας δεν μπορεί να είναι θεραπευτής. Αυτή είναι η ουσιαστική διαφορά μεταξύ ποιμαντικής θεραπευτικής και ιατρικής επιστήμης. Οι επιστήμονες της ιατρικής θεραπευτικής (Πατέρες και Μητέρες) αναδεικνύουν άλλους θεραπευτές, όπως οι Καθηγητές της Ιατρικής αναδεικνύουν τους διαδόχους τους.

γ) Ο περιορισμός της Εκκλησίας στην απλή συγχώρηση αμαρτιών για την είσοδο μετά θάνατον στον παράδεισο συνιστά αλλοτρίωση και ισοδυναμεί με το να συγχωρεί η ιατρική επιστήμη τον ασθενή, για να θεραπευθεί μετά θάνατον!

Η Εκκλησία δεν μπορεί να στείλει κάποιον στον παράδεισο ή στην κόλαση. Παράδεισος και κόλαση, άλλωστε, δεν είναι τόποι, αλλά τρόποι υπάρξεως. Η Εκκλησία, θεραπεύοντας τον άνθρωπο, τον προετοιμάζει να βλέπει τον Χριστό αιώνια μέσα στο άκτιστο Φώς Του ως παράδεισος και όχι ως κόλαση, δηλαδή «πυρ καταναλίσκον» (Εβρ. 12,29). Και αυτό, φυσικά, αφορά σε κάθε άνθρωπο, διότι ΟΛΟΙ οι άνθρωποι θα βλέπουν αιώνια τον Χριστό, ως «Κριτή» του κόσμου.

δ) Η εγκυρότητα της επιστήμης τεκμηριώνεται από την επίτευξη των στόχων της (π.χ. στην ιατρική, από τη θεραπεία του ασθενούς). Έτσι, διαφοροποιείται η αυθεντική επιστημονική ιατρική από τον κομπογιαννιτισμό. Κριτήριο της ποιμαντικής θεραπευτικής της Εκκλησίας είναι η επίτευξη της πνευματικής θεραπείας, με το άνοιγμα της πορείας προς την θέωση. Η θεραπεία δεν μετατίθεται στην μεταθανάτια ζωή, αλλά συντελείται στη ζωή του ανθρώπου σ’ αυτόν εδώ τον κόσμο (hinc et nunc).

Αυτό διαπιστώνεται από τα άφθαρτα λείψανα των Αγίων, που νικούν την βιολογική φθορά, όπως αυτά των Αγίων της Επτανήσου: Σπυρίδωνος, Γερασίμου, Διονυσίου και Θεοδώρας της Αυγούστας. Τα άφθαρτα ιερά λείψανα είναι στη παράδοση μας οι αδιαφιλονείκητες τεκμηριώσεις της θεώσεως, της ολοκληρώσεως δηλαδή της ασκητικής θεραπευτικής της Εκκλησίας.

Θα παρακαλούσα δε τον ιατρικό κόσμο της Χώρας μας να προσέξει ιδιαίτερα την περίπτωση των ακεραίων ιερών λειψάνων, διότι όχι μόνο δεν έχουν δεχτεί επιστημονική επέμβαση, αλλά φανερώνεται σ’ αυτά η ενέργεια της θεϊκής Χάρης, διότι τη στιγμή ακριβώς που αρχίζει η διάλυση του κυτταρικού συστήματος, σταματά αυτόματα και αντί δυσοσμίας εκπέμπεται ευωδία...

Περιορίζομαι στα ιατρικά συμπτώματα, και δεν επεκτείνομαι στα θαύματα ως αποδείξεις της θεώσεως διότι ανήκουν σε άλλη σφαίρα.

ε) Τα ιερά κείμενα της Εκκλησίας (Γραφή, συνοδικά και πατερικά κείμενα) δεν κωδικοποιούν κάποια Χριστιανική ιδεολογία, αλλά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα λειτουργώντας όπως τα πανεπιστημιακά συγγράμματα στην ιατρική επιστήμη. Αυτό ισχύει και για τα λειτουργικά κείμενα, λ.χ. τις Ευχές. Η απλή ανάγνωση μιας Ευχής (προσευχής), χωρίς παράλληλη ένταξη του πιστού στη θεραπευτική διαδικασία της Εκκλησίας, δεν θα διέφερε από την περίπτωση που ο ασθενής καταφεύγει στον γιατρό με ισχυρούς πόνους, και εκείνος αντί να επέμβει δραστικά, περιορίζεται στο να τον ξαπλώσει στο χειρουργικό κρεβάτι και να του διαβάσει το σχετικό με τη νόσο του κεφάλαιο.

Αυτή με λίγα λόγια είναι η Ορθοδοξία. Δεν έχει σημασία αν την αποδέχεται κανείς ή όχι. Αναφερόμενος όμως σε επιστήμονες προσπάθησα, ως εν επιστήμη συνάδελφος, να απαντήσω επιστημονικά στο ερώτημα «τι είναι η Ορθοδοξία».

Κάθε άλλη εκδοχή για τον Χριστιανισμό συνιστά παραποίηση και διαστροφή του, έστω και αν θέλει να προβάλλεται σαν Ορθοδοξία.
                                                  
  
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΗ ΣΗΜΕΙΩΣΗ:

Π. Ιωάννου Σ. Ρωμανίδου, Ρωμαίοι ή Ρωμηοί Πατέρες της Εκκλησίας. Θεσσαλονίκη 1984.

Του ιδίου, Η θρησκεία είναι νευροβιολογική ασθένεια, η δε Ορθοδοξία η θεραπεία της., στον τόμο. Ορθοδοξία, Ελληνισμός… Εκδ. Ιεράς Μονής Κουτλουμουσίου, Β΄ τόμος, 1996, σ.67-87.

Του ιδίου Church synods and Civilisation, στη ΘΕΟΛΟΓΙΑ, τ.63 (1992) 421-450 και Ελληνικά, τ.66 (1995) 646-680.

Π Ιερόθεου Βλάχου (τώρα μητροπ. Ναυπάκτου), Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Έδεσσα 1986.

Του ιδίου, Μικρά είσοδος στην Ορθόδοξη Πνεύματικότητα, Αθήνα 1992.

Του ιδίου, Υπαρξιακή Ψυχολογία και Ορθόδοξη Ψυχοθεραπεία, Λειβαδιά 1995.

Ακόμη οι σχετικές κατά καιρούς δικές μας μελέτες, όπως π.χ. Γ. Δ. Μεταλληνού, Ορθόδοξη θεώρηση της Κοινωνίας, Αθήνα 1986. Θεολογική μαρτυρία της εκκλησιαστικής λατρείας, Αθήνα 1996 κ.α. Στα βιβλία αυτά βρίσκει κανείς και τη λοιπή βιβλιογραφία.

Σημειώσεις- επεξηγήσεις:

1. Άκτιστος (=αδημιούργητος. άπλαστος στην λαϊκή γλώσσα) είναι μόνο ο Τριαδικός Θεός. Κτιστή είναι η κτίση, δημιουργία, με κορυφαίο τον άνθρωπο. Ο Θεός δεν είναι «συμπαντική» δύναμη κατά την γλώσσα της Νέας Εποχής («όλοι ένα, όλοι Θεός!»), διότι ως δημιουργός υπέρκειται του σύμπαντος, όντας στην ουσία Του «Κάτι» εντελώς άλλο (Das ganz Andere). Ουδεμία αναλογική σχέση υπάρχει μεταξύ κτιστού και Ακτίστου. Και γι’ αυτό το Άκτιστο, γνωρίζεται με την αυτοαποκάλυψη (αυτοφανέρωσή) Του.

2. Ένα σημαντικό χριστιανικό κείμενο του Β΄ αιώνα, Ο Ποιμήν του Ερμά, λέγει ότι, για να γίνουμε μέλη του Σώματος του Χριστού, πρέπει να είμαστε «λίθοι τετράγωνοι» (οικοδομήσιμοι) και όχι «στρογγυλοί»!

3. Κατά τον π. Ι. Ρωμανίδη, στον οποίο κυρίως οφείλουμε την επιστροφή στη «φιλοκαλική» (θεραπαυτικοακουστική) θεώρηση της Πίστης μας, σε ακαδημαϊκό μάλιστα επίπεδο, «θρησκεία» είναι κάθε «ταύτιση» Ακτίστου και κτιστού, όπως συμβαίνει στην ειδωλολατρεία. Ο «θρησκευτικός» άνθρωπος προβάλει τις «προλήψεις» του (σκέψεις-νοήματα) στο χώρο του θείου, «κατασκευάζοντας» αυτός τον Θεό του (Αυτό μπορεί να συμβεί και στη μη Πατερική Ορθοδοξία.). σκοπός του είναι η «εξιλέωση», ο «εξευμενισμός» του «θείου» και, τελικά, η «χρήση» του θεού προς ίδιον όφελος (μαγική σχέση: do, ut des ). Στη δική μας, όμως, παράδοση, ο Θεός μας δεν έχει ανάγκη «εξευμενισμού» διότι «Αυτός πρώτος ηγάπησεν ημάς» (Α΄ Ιωάν. 4,19). Ο Θεός μας ενεργεί ως «Αγάπη» (Α΄Ιωάν. 4,16) και μάλιστα ανιδιοτελής. Δίδει τα πάντα και δεν ζητεί τίποτε από τα πλάσματά Του. Γι’ αυτό και η ανιδιοτέλεια είναι η ουσία της χριστιανικής αγάπης που υπερβαίνει την πρακτική μιας δοσοληψίας.

4. Αυτό εκφράζει ο γνωστός και συχνά επαναλαμβανόμενος λόγος : «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα». Η πλήρης ένταξη γίνεται κατά κανόνα στις Μονές, όταν λειτουργούν Ορθόδοξα, φυσικά. Γι’ αυτό οι Μονές (π.χ. οι αγιορείτικες) μένουν πρότυπα για τις ενορίες του «κόσμου».


 http://pneumatoskoinwnia.blogspot.gr
 alopsis.gr