Σελίδες

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2017

Τό Συναξάρι του Παπα-Παρθένη




Ο Παπα-Παρθένης, όπως έλεγαν οι κακές γλώσσες, ήξερε περισσότερα πράματα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη βασιλεία των Ουρανών. Η αλήθεια είναι πως δεν ήθελε και να πολυξετάζη τα μυστήρια του Θεού. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος», έλεγε συχνά, όταν τον ενοχλούσαν οι πιστοί. Έπειτα ήτανε και άνθρωπος ψυχοπονιάρης, ήξερε πως οι νόμοι της Χριστιανοσύνης ήτανε σκληροί και όταν διάβαζε το «Πηδάλιο», τον πονούσε η ψυχή του. «Βαρειά η καλογερική, έλεγε κάποτε στους δικούς του, μα κι' ο λαϊκός, βρε παιδιά, σα θέλη να ζήση με το Νόμο του Θεού, πρέπει να τυραννισθή σ' αυτόν τον κόσμο». Ποιος είν' αυτός που ζη σήμερα με το Νόμο του Θεού; Κανένας. 

Όλοι μας, για «το πυρ το εξώτερον» είμαστε παπάδες και λαϊκοί, όλοι πέρα-πέρα. Έτσι του είχε περάσει η ιδέα πως η σωτηρία του ανθρώπου ήτανε αδύνατη. Μα γι' αυτό ίσα-ίσα δεν του βαστούσε η καρδιά του να κακοκαρδίζη τους Χριστιανούς. Όταν έβλεπε τις γρηούλες και τους γέρους στην εκκλησιά, από τον όρθρο, να σέρνουν ταδύνατα κορμιά τους, να σπάζουν τα γέρικα γόνατά τους στις μετάνοιες, να λυώνουν στα πόδια για την αγάπη του Θεού και συλλογιζότανε, πως μ' όλες τις κακοπάθειες, μ' όλες τις νηστείες, μ' όλα τα βάσανα, πάλι δε φύλαγαν τον νόμο του Θεού, όπως θέλουν τα Βιβλία, πάλι δύσκολα θάβρισκαν έλεος στη φοβερή ημέρα της Κρίσεως [λείπει μια γραμμή]και οστά». Μπορεί άνθρωπος να ζήση και να μη καταλαλήση, να μη ζηλέψη, να μην αδικήση τον πλησίον του, χωρίς να το θέλη καμμιά φορά, να μη προδώση, να μη βαρυγκομήση για την τύχη του, να μην «επιθυμήση το πονηρόν» καμμιά φορά σαν άνθρωπος, και μ' όλα του τα γεράματα; Φοβερές αμαρτίες, συνέργειες του Σατανά, έργα του Πονηρού είνε όλη μας η ζωή. Τι να σου κάνουν οι νηστείες; «Ου τα εισερχόμενα, αλλά τα εξερχόμενα», λέει το χαρτί. 

Τι να σου κάνουν οι προσευχές; «Ουχί ο κράζων μοι: Κύριε! Κύριε! εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών», είπε ο Χριστός. Ο φτωχός ζηλοφθονεί το ξένο καλό. Πώς θέλεις να κρατήση τον Δεκάλογο; «Ουκ επιθυμήσεις…» Ο πλούσιος είνε πλούσιος. «Ευκολώτερον εστι κάμηλον διελθείν δια τριμαλιάς βελόνης ή πλούσιον εισελθείν εις την βασιλείαν των Ουρανών». Όσο για τους νέους, αλλοίμονο και τρις αλλοίμονο! Ο Σατανάς τους έχει δεμένους χειροπόδαρα. «Σκεύη του Σατανά». Ασωτείες, παραλυσίες, μοιχείες, όλα τα κάνουν. Ύστερα έρχονται κι' ανάβουν ένα κερί στην εκκλησιά. Καλύτερα να μην τάναβαν κι' αυτό. Κι' αυτός ακόμα — μήπως ήθελε να κρυφθή; — ήτανε άξιος να φέρνη το σχήμα;…

— Ήμουνα άξιος εγώ να παρουσιάζωμαι στο Θυσιαστήριο του Θεού; Ας όψωνται αυτοί που με παρακίνησαν, έλεγε στους δικούς του, στην παπαδιά, σε κάτι ανηψίδια του. Τι να κάνης; «Και παπάς έγινες, Κώστα; Έτσι τώφερε η κατάρα». Να τρώμε τις προσφορές των χριστιανών και να ντροπιάζωμε την ιερωσύνη.

 — Πες μου τον καλύτερο! του είπε μια μέρα η παπαδιά. Όλο τον
κατακλυσμό φέρνεις…

 — Αυτά είνε τα σωστά, παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης. Σα θέλομε να
γελούμε τον εαυτό μας αλλάζει το πράμα.

Η παπαδιά δεν πολυχώνευε αυτές τις κουβέντες. Εκείνο που την έσκαζε ήτανε πώς ο παπάς με τον κόσμο όλα τάβρισκε μέλι-γάλα, μονάχα στο σπίτι του έφερνε τον κατακλυσμό.

— Σαν είνε σωστά, του είπε με θυμό, να τα λες στους Χριστιανούς. Να τους ανοίξης τα μάτια. Να τους βάλης «κανόνα». Ποιος ήλθε να ξαγορευθή σε σένα και δεν τον άφησες να κοινωνήση; Τώχει να το κάμη ο κόσμος. Άνθρωποι που δεν κοινώνησαν εδώ και δεκαπέντε χρόνια, περίμεναν να γίνης παπάς εσύ για να κοινωνήσουν. Βαφτίζεις και μυρώνεις. Φόρα το πετραχήλι, την ευχή κ' έχει ο Θεός. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες απ' το κελλί σου περνούνε. Ο κόσμος σου ψάλλει όσα σέρνει η σκούπα. Σύρε να τακούσης!

— Έχει και το δίκιο της η παπαδιά, είπε ο Παπα-Παρθένης στο ανηψίδι του, ένα ορφανό της αδελφής του, που τώχε συμμαζέψει στο σπίτι του. Έχει και το δίκιο της. Μα τι να κάνης, βρε παιδί; Τον πονεί τον κόσμο η καρδιά μου. Δεν μπορώ να κακοκαρδίσω άνθρωπο. Όλοι αμαρτωλοί είμαστε. Ο Θεός είνε μεγάλος. Κανένα δε θαφήση να χαθή. Παιδιά του είμαστε όλοι. Μα πρέπει να λέμε και το σωστό, εδώ αναμεταξύ μας, που είμαστε, την αλήθεια του θεού πρέπει να τη λέμε. Κι' ας θυμώνη η παπαδιά…

Ήτανε απάνω στο τραπέζι. Ο παπάς τραβούσε κι' από μία. Του βαστούσε το ίσο και το ανηψίδι. Μόνο η παπαδιά δεν έπινε.

— Αν έπινες και καμμιά, κυρά-παπαδιά, θάσουνε καλύτερη, είπε σε λίγο, κλείνοντας το μάτι στο ανηψίδι. Απ' το νερό έγινες σα βατράχι. Πιες ένα δαχτυλάκι, να μη ζωντανέψη ο αστακός μέσα σου.

Ο παπάς είχε μαγειρέψη μοναχός του ένα πιλάφι με αστακοουρές, σα Μεγάλη Σαρακοστή που ήτανε. Το πιλάφι του παπά ήτανε ονομαστό σ' όλο το νησί, κανένας δεν τώφκιανε και «ο φαγών μεμαρτύρηκε».

— Τράβα μία, το καλό που σου θέλω, ξαναείπε, και της έβαλε στο ποτήρι της.

Η παπαδιά έσπρωξε το ποτήρι θυμωμένη:

— Να το πάρης το κρασί σου στο κελλί, να κερνάς τις προκομμένες που ξαγορεύεις. Κάλλιο να τους δίνης να πίνουν με την κανάτα, παρά με το Δισκοπότηρο. Να μην κολάζεσαι κι' όλα.

Ο Παπα-Παρθένης μαζεύτηκε. Όταν έπαιρνε έτσι το Χερουβικό η παπαδιά, καλά ξεμπερδέματα. Την βαστούσε ο Πειρασμός μια βδομάδα. Τα είχε ξεσκολήσει αυτά ο παπάς, μα ήθελε πάλι να τη δοκιμάση. Άπλωσε το χέρι του να την χαϊδέψη στο μάγουλο…

Η παπαδιά έγεινε κόκκινη σαν τον αστακό απ' το θυμό της. Καθώς ήτανε παχειά κ' αιματώδισα, θαρρούσες πως θα σκάση.

— Κάτω τα ξερά σου. Έχεις και λειτουργία αύριο, γέρο κολασμένε!

— Ο Θεός είνε μεγάλος, παπαδιά. Άλλες είνε οι αμαρτίες. Η αγάπη δεν είνε κρίμα. Την έδωκε ο Θεός.

Η παπαδιά έβραζε μέσα της. Τράβηξε το σκαμνί της και γύρισε απ' την άλλη μεριά.

 — Έγινε βαπόρι η παπαδιά, είπε ο παπάς στο ανηψίδι του. Μα κ' εγώ
έκανα καπετάνιος. Ξέρω και κυβερνώ βαπόρια, τέτοια και μεγαλύτερα.

Η παπαδιά δε σήκωνε από αστεία. Τινάχθηκε απάνω, πέταξε με ορμή το μαχαίρι και το μήλο που καθάριζε κ' έφυγε στην άλλη κάμαρη.

Ο παπάς έβαλε το δάχτυλο στο στόμα:

— Τσιμουδιά, είπε στο ανηψίδι του. Μπόρα είνε και θα περάση.

Με την ώρα άνοιξε κ' η πόρτα και μπήκε ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο δεξιός ψάλτης του Ευαγγελισμού, ένας ψηλός, ξερακιανός, μισοκαιρίτης, του Θεού άνθρωπος, καλόφωνος όσο γίνεται και τεχνίτης, που ερχότανε και συντρόφευε κάποτε τα βράδυα τον παπά, κουτσοπίνοντας μαζί του ως τα μεσάνυχτα.

Η παπαδιά δεν τον πολυχώνευε κι' όταν τον άκουγε νανεβαίνη τις σκάλες, μουρμούριζε πάντα, μπροστά του και πίσω του. Δεν της άρεσαν πολύ αυτά τα ξενύχτια του παπά.

— Ξέρεις τι άνθρωπος είν' αυτός; της έλεγε ο παπάς. Αγιορείτης, άγιος άνθρωπος. Είκοσι χρόνια πάνε, που τον γνώρισα στη μονή του Βατοπεδίου, σαν πέρασα αποκεί με το μπάρκο. Του Θεού άνθρωπος.

Ο Θανάσης ο Μελαχροινός καλησπέρισε, φέρνοντας το χέρι στο στήθος, με το παντοτεινό του χαμόγελο.

— Την ευχή σου, δέσποτα.

— Ευλογημένος να είσαι.

— Και πού είνε — καλή ώρα νάχη — η κυρά παπαδιά; Δεν θα την ιδούμε απόψε;

Από μέσα του ήτανε ευχαριστημένος για την απουσία της παπαδιάς και κάποια ευχαρίστηση φαινότανε ζωγραφισμένη στο στεγνό πρόσωπο του, που θάμενε μόνος με το φίλο του. Η παπαδιά τους χαλούσε πάντα τη συζήτησι, με την γκρίνια της, έβαζε παντού το λόγο της, τους έβγαζε ξυνό το λίγο κρασάκι, που τραβούσαν με την ησυχία τους και λυπότανε το λάδι που καιότανε στο λυχνάρι.

Ο Παπα-Παρθένης έκλεισε το δεξί του μάτι στο φίλο του, έκαμε μία χειρονομία τινάζοντας το ράσο του και υστέρα είπε σοβαρά:

— Την έπιασε πάλι το κεφάλι της, την ευλογημένη. Υποφέρει πολύ, η δυστυχισμένη, πάει να πλαγιάση…

Ο Θανάσης ο Μελαχροινός αποκρίθηκε στον ίδιο τόνο:

— Λυπάμαι πολύ, περαστικά της να δώση ο Θεός. Χάσαμε την καλή της τη συντροφιά.

Και στρώθηκε στο τραπέζι. Το ανηψίδι τούβαλε ένα ποτήρι μπροστά του. Ο Παπα-Παρθένης του το γέμισε, προσφέροντας του μια φέτα μήλο, με την άκρη του μαχαιριού. Σήκωσαν τα ποτήρια τους και τάφεραν στα χείλια μ' ένα σιγαλό χαιρετισμό, χωρίς να τσουγκρίσουν τα ποτήρια. Όλ' αυτά έγιναν με μια ησυχία μοναδική, χωρίς ήχον ή λόγο. Ο Κυρ-Θανάσης ήξερε τα συστήματα της παπαδιάς, όσο κι' ο ίδιος ο παπάς, ετράβηξε σιγά-σιγά και ρουφηχτά το κρασάκι του, σηκώνοντας τα μάτια προς τον ουρανό, σαν τα πουλάκια που σηκώνουν το λαιμό τους να ευχαριστήσουν το Θεό, για το νεράκι που τους χαρίζει. Ύστερα ακούμπησαν με ησυχία τα ποτήρια τους απάνω στο τραπέζι.

Η παπαδιά αναστέναξε από το διπλανό δωμάτιο.

— Υποφέρει η ευλογημένη, είπε ο Κυρ-Θανάσης.

Και αλλάζοντας φωνή, ξαναείπε στον Παπα-Παρθένη:

— Δεν τελειώσαμε, παπά μου, τη χθεσινή συζήτησι. Την αφήσαμε στη μέση. Όλη τη νύχτα αυτή τη συλλογή είχα και δε μάφησε να κοιμηθώ. «Τα κρίματα του Κυρίου άβυσσος»…

— Δε βρίσκεις άκρη, ευλογημένε, είπε ο Παπα-Παρθένης ξαναγεμίζοντας τα ποτήρια.

— Έχεις λοιπόν την ιδέα, Πάτερ-Παρθένιε, πώς θαύρουν έλεος στην ημέρα της Κρίσεως, όσοι δεν έλαβαν το άγιον βάπτισμα της Ορθοδοξίας; Εμένα δεν το χωρεί το κεφάλι μου. Η προπατορική αμαρτία «αποπλύνεται διά του βαπτίσματος». Έτσι μας λένε τα χαρτιά.

Ο Παπα-Παρθένης αναστέναξε.

— Πώς το θέλεις, ευλογημένε; Είνε πάλι δίκιο να χαθούν τόσοι άνθρωποι, που δεν εγνώρισαν την Αλήθεια; Εκατομμύρια λαός. Να μη βρη έλεος κανένας; Τόσοι καλοί άνθρωποι, ενάρετοι, ελεήμονες, θρήσκοι, που δεν έβλαψαν τον πλησίον τους, πλάσματα του Θεού κι' αυτά σαν κ' εμάς; Εγώ γύρισα Φραγκιά και Ανατολή, γνώρισα λογής- λογής ανθρώπους, Φράγκους, Λουθηρανούς, Σχισματικούς. Είδα χρυσούς ανθρώπους. Και Τούρκους ακόμα, Τούρκους μάλαμα, αγίους ανθρώπους, καλύτερους από μερικούς δικούς μας. Εκατομμύρια κόσμος.

— Λες λοιπόν, Πάτερ-Παρθένιε, να βρουν έλεος όλοι αυτοί;

— Τι να σου πω κ' εγώ, ευλογημένε; Ο Θεός είνε μεγάλος, πολυεύσπλαγχνος. Κυττάζει την καρδιά του ανθρώπου. Δεν το είπε και ο Απόστολος: «Ουκ ένι Έλλην ή Ιουδαίος, ελεύθερος ή δούλος, αλλά τα πάντα και εν πάσι Χριστός».

Ο Κυρ-Θανάσης είχε αρχίσει να πείθεται απ' τη ρητορική και την καλωσύνη του παπά. Είχαν αδειάσει σιγαλά και το δεύτερο ποτήρι, κάποια καλωσύνη πλημμυρούσε τις ψυχές τους και είχαν διάθεσι νανοίξουν τις πόρτες του Παραδείσου και να βάλουν όλο τον κόσμο μέσα.

— Ο Θεός είνε μεγάλος, είπαν κ' οι δύο μ' ένα στόμα.

— Δεν πίνεις και κανένα κρασάσι, ευλογημένε, ξαναείπε δυνατά ο Παπα-Παρθένης. Στέγνωσε το λαρύγγι μας. Και «οίνος ευφραίνει καρδίαν ανθρώπου», είπε ο Προφητάναξ.

— Ευχαριστώ, Πάτερ. Δεν τώχω πολύ διάθεσι.

— Πάρε, ευλογημένε, δε θα σε πειράξη.

Τσούγκρισαν δυνατά τα ποτήρια.

— Υγεία και καλή ψυχή! Περαστικά της παπαδιάς.

— Ευχαριστώ. Να δώση ο Θεός.

Με την ομιλία των αβαπτίστων, ο λόγος έπεσε στη Φραγκιά.

Ο Παπα-Παρθένης άρχισε να λέη για τις ταυρομαχίες, που είχε ιδεί μια φορά στη Βαρκελώνα.

— Να ιδής, το αίμα, που λες, να τρέχη ποτάμι. Άντερα να χύνωνται στο χώμα, σαν τίποτε. Και να βλέπης τις Σπανιόλες, να χτυπάνε τα χέρια τους, να κάνουν σαν τρελλές. Εβίβα, Κυρ-Θανάση, παιδί μου!

— Εβίβα, Πάτερ. Βάρβαρα πράματα.

Οι δύο φίλοι ήσαν ζωηροί, ευχαριστημένοι για τη σωτηρία των αβαπτίστων.

Άξαφνα, σαν νάπεσε αστροπελέκι απάνω τους, βουβάθηκαν.

Η φωνή της παπαδιάς ακούστηκε απ' το διπλανό δωμάτιο:

— Από τέτοια, ρώτα τον όσο θέλεις· τα ξέρει απόξω. Μόνο για τη βασιλεία του Ουρανού, μην τον ρωτάς!

— Η ευλογημένη, με πειράζει πάντα! είπε ο παπάς κατσουφιασμένος.

Ο Κυρ-Θανάσης δεν είπε λέξι. Έκλεισε το δεξί του μάτι και σηκώθηκε.

— Ώρα είνε, Πάτερ, να σαφήσω ναναπαυθής. Είνε κ' η παπαδιά ανήμπορη και την ανησυχούμε με τις κουβέντες. Καλό ξημέρωμά σας, περαστικά σας, η ευχή σας.

— Καλή νύχτα, παιδί μου Θανάση. Να μη μας ξεχνάς.

Τον έφερε ως τη θύρα. Ο καιρός είχε χαλάσει. Άρχισε να ψιχαλίζη. Μια σιγανή ανοιξιάτικη βροχή. Από το περιβόλι μια μυρωδιά από λουλούδια και βρεμμένο χώμα χύθηκε στο σπίτι, μια μυρωδιά που άνοιγε την καρδιά. Ο Κυρ-Θανάσης άνοιξε την ομβρέλλα του.

— Φουσκοδεντριές, παπά μου.

Και κατέβηκε σιγά-σιγά τις σκάλες.

Ο Παπα-Παρθένης έμεινε στην ανοικτή πόρτα, σα ξεχασμένος, κυττάζοντας στο υγρό σκοτάδι, με μια βαθειά μελαγχολία. Η μυρωδιά του βρεμμένου χώματος, το σιγαλό και μονότονο χτύπημα της βροχής απάνω στα κεραμίδια και το σβισμένο βουητό της θαλάσσης, που δαρμένη απ' τη φουσκοθαλασσιά της νοτιάς αναστέναζε ακόμα απ' το μακρυνό περιγιάλι, τον μεθούσαν σα γλυκό κρασί. Γύρισε και κύτταξε το μαύρο του ράσο, τα μακρυά του γένεια, το πλατύ μεταξωτό ζωνάρι του και του φάνηκε πως έβλεπ' έναν άλλο άνθρωπο, ξένο, κολλημένο με τον εαυτό του, από διαβολική συνέργεια. Μια βαρειά στενοχώρια του πλάκωσε την καρδιά του, το μαύρο εκείνο ρούχο τον έπνιγε, ένας φόβος παράξενος τον έπιασε, έκλεισε την πόρτα, συμμάζωξε νευρικά το κομπολόγι μες τη φούχτα του και γύρισε μέσα στην κάμαρη. Κάθησε πάλι μπροστά στο τραπέζι, μπροστά στάδεια ποτήρια και άνοιξε ένα Ψαλτήρι, που βρέθηκε μπροστά του. Κάποιους συλλογισμούς ήθελε να διώξη απ' το κεφάλι του, κάτι ζητούσε, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι ζητά. Πέρασε τα γυαλιά απ' ταυτιά, ξεφυτίλισε το λύχνο, που τρεμόσβυνε μ' ένα άσχημο καπνό, κι' άρχισε να διαβάζη στο πρώτο φύλλο που άνοιξε: «Ελέησόν με ο Θεός κατά το μέγα έλεός σου και κατά το πλήθος των οικτιρμών σου εξάλειψον το ανόμημά μου…» Γύρισε άλλο φύλλο: «Διδάξω ανόμους τας οδούς σου και ασεβείς επί σε επιστρέψουσι…» Δεν μπορούσε να προχωρήση· ο νους του έφευγε από το βιβλίο, η καρδιά του ήτανε βαρειά, ανάρηες σταλαγματιές βροχής χτυπούσαν, πού και πού, απάνω στα τζάμια, που γύριζαν το μυαλό του, σαν να του κανοναρχούσαν άλλα λόγια, παράξενα. Γύρισε πάλι μερικά φύλλα: «Και ήμην, ως στρουθίον επί δώματι και ως νυκτικόραξ εν οικοπέδω…» Άρπαζε δυο λόγια, μα δεν μπορούσε να πάη παρακάτω. Γύριζε και κύτταζε κάθε λίγο στο παράθυρο. Οι σταλαγματιές της βροχής του φαινότανε πως ήταν κάποιο χέρι που του χτυπούσε το παράθυρο και δεν τον άφινε να διαβάση. «… Ζώα μικρά μετά μεγάλων, εκεί πλοία διαπορεύονται…» Έκλεισε το βιβλίο και το πέταξε στο τραπέζι μαζί με τα γυαλιά του, ακούμπησε το κεφάλι στο χέρι του κ' έκλεισε τα μάτια του.

Πώς του ήρθε να γίνη παπάς; Ούτ' αυτός δεν το καταλάβαινε. Ό,τι φέρνει η ώρα δεν το φέρνει ο χρόνος. Ναυτικός άνθρωπος, γεμιτζής τόσα χρόνια, μαθημένος στο πέλαγο, στην απλοχωριά, ψημένος στις φουρτούνες, στενόκαρδος πάντα στη στερηά και στα βάσανα του κόσμου, τι την ήθελε την ιερωσύνη; Να παλαίβη με τη δυστυχία του κόσμου, να ζη με τα βάσανα της κακομοιριάς, να παραστέκεται στις συμφορές των ανθρώπων, να βλέπη την Κόλασι μπροστά του μέρα και νύχτα, στη ζωή και στο θάνατο. Και νάχη και την κακολογιά του κόσμου, νάχη και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρη ο ίδιος πώς να πιαστή και πού ναβρή άκρη. Να πάη με τον Κανόνα της εκκλησίας, να σφίξη την καρδιά του, να πη σε κληρικούς και λαϊκούς τη φοβερή αλήθεια, να τους πη πως δεν βρίσκουν έλεος και σωτηρία, να τους βάλη επιτίμια, νηστείες, μετάνοιες, να τους στερήση την Αγία Μετάδοσι, τα ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον. Μα η καρδιά του δε βαστούσε. Ποιος είνε αναμάρτητος; «Ουκ εστίν άνθρωπος, ος ζήσεται και ουχ αμαρτήσει». Καλύτερα νάπαιρνε αυτός την αμαρτία απάνω του… Νακολουθήση πάλι το παράδειγμα του Χριστού, να συχωρέση τους αμαρτωλούς, τις κακές γυναίκες, τους παραστρατημένους, τη σάρκα την αδύνατη; Αυτό έκανε. Αυτό του έλεγε η καρδιά του. Τι βγαίνει; Η καταλαλιά του κόσμου τον έπνιγε. Τούλεγαν πως δεν ήξερε το Νόμο του Θεού, πως ήξερε περισσότερα για τη βασιλεία του κόσμου τούτου, παρά για τη Βασιλεία των Ουρανών. Πως δεν ήταν για παπάς. Η ίδια του η γυναίκα τον καταλαλούσε:

— Όσοι είχανε χρόνια να μεταλάβουν περίμεναν να γίνης του λόγου σου παπάς, για να πάρουν τ' Άγια Μυστήρια. Όλες οι φκιασιδούδες, όλες οι πεταλούδες, εσένα περίμεναν να τους βάλης το πετραχήλι στο κεφάλι…

Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά! Ας όψεται ο Δεσπότης, ο μπάρμπας του, που τον έφαγε να γίνη παπάς· ας όψεται η γυναίκα του, πούθελε από καπετάνισσα να γίνη παπαδιά, για να τον έχη στο φουστάνι της και να τρώη τις προσφορές του κόσμου.

Κι' αυτός τους άκουσε. Άκουγε όλον τον κόσμο. Δεν μπορούσε να πη το όχι.

— Άκουσε, παιδί μου, του είπε ο Δεσπότης, στην περιοδεία, που τον είχε μουσαφίρη στο σπίτι. Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Οι γιατροί σού το είπανε. Είσαι νέος ακόμα, ξέρεις γράμματα,, έβγαλες το σχολαρχείο, είσαι ενάρετος άνθρωπος. Η ιερωσύνη ξέπεσε πολύ. Έχομε ανάγκη από καλούς ιερωμένους. Όλοι οι «εξώλεις και προώλεις» γινήκανε παπάδες, όλοι οι αγράμματοι, τα ξύλα ταπελέκητα. Ο Παπα- Δαυλής πάει να λειτουργήση απάνω στον Προφήτη-Ηλία με τους πιστούς, και αρχίζει τη λειτουργία μισοδρομής, απάνω στο γάιδαρο. Τα ξέρεις δα! «Ευλογητός ο Θεός…» και τσινάει το γαϊδούρι, «Ντε… ρημάδι». Κι' όταν φθάση στην εκκλησιά βγάζει τ' Άγια και γελάει ο κόσμος μαζή του. Τα ξέρεις και του αλλουνού του προκομμένου της Αγίας Τριάδος, που τον έκαμα αργό…

Θαρρούσε πως ήταν αυτή η στιγμή που τον δασκάλευε ο Δεσπότης, που τούλεγε τα κατορθώματα του Παπα-Σωτήρη, που βούιζε πέρα-πέρα το νησί. Αγαπούσε και ταστεία ο πανιερώτατος και τάλεγε μια χαρά. «Ανάθεμά τον! Θεέ μου, συχώρεσέ μου! »

— Τα ξέρεις του προκομμένου. Έβγαζε και λόγο τις μεγάλες ημέρες στους Χριστιανούς. Μια φορά έβαλε στοίχημα με κάποιον να κάμη τους μισούς Χριστιανούς να κλαίνε και τους άλλους μισούς να γελούν. Ο πειρασμός τον έσπρωξε να εμπαίξη τα θεία, χωρίς να το καταλάβη. Ανέβηκε λοιπόν απάνω στον άμβωνα, γυρίζει προς το Ιερό, κι' αρχίζει να λέη τα βάσανα που περιμένουν τους αμαρτωλούς στην άλλη ζωή. Έβγαλε και το μαντύλι του, όπως συνήθιζε, κι' άρχισε να σκουπίζη τα δάκρυά του. Οι Χριστιανοί, που ήταν απ' το μέρος του Ιερού, άρχισαν να κλαίνε κι' αυτοί πικρά δάκρυα. Οι άλλοι μισοί όμως που ήσανε προς τη θύρα ήσανε ξεκαρδισμένοι στα γέλοια, κρατούσαν τα σηκότια τους. Πώς είχε γίνει αυτό το θαύμα; Να σου το πω. Ο προκομμένος ο αρχιμανδρίτης εκεί που με το ένα χέρι σκούπιζε τα δάκρυά του, με το άλλο είχε σηκώσει με τρόπο το ράσο του κ' έδειχνε στους άλλους μισούς τα πισινά του. Ο θεομπαίχτης! Κι' όταν τον έκραξα να τον επιτιμήσω, να τον φτύσω στα μούτρα, τι θαρρείς πως είπε, ο αθεόφοβος: «Αν έδειξα τα πισινά μου, τάδειξα στην πόρτα και στους κολασμένους, τους αγιογδύτες. Ο Θεός έβλεπε το πρόσωπό μου». Ορίστε παπάδες, παιδί μου Παρθένη. Έχομε, σου το είπα, και σου το ξαναλέω, έχομε ανάγκη από ιερωμένους ενάρετους και σεμνούς. Νακούσης τα λόγια μου και να κάνης αυτό το μυστήριο.

Τον είχε μισοκαταφέρει ο Δεσπότης. Τον είχε αγγίξει στο φιλότιμο.

Η γυναίκα του απ' το άλλο μέρος τον έτρωγε:

— Εσύ δεν είσαι πια για τη θάλασσα. Είναι καιρός να ησυχάσης. Τι θα κάνης; Ψαράς θα γίνης να μαζεύης πεταλίδες, για περαματζής, να σε τρώη ο ήλιος κι' ο χειμώνας; Να γίνης παπάς, να σε σέβεται και να σε προσκυνά ο κόσμος.

Τον κατάφεραν. Από μικρό παιδί στις εκκλησίες, γραμματισμένος, κανονάρχος, θρήσκος, ήξερε την τάξη της Εκκλησίας καλύτερα από τους ιερωμένους. Μια Κυριακή τον χειροτόνησε ο Δεσπότης διάκο, σε λίγο τον έκανε και παπά.

Κι' άφησε τη θάλασσα. Άφησε τα πέλαγα, τις δροσιές, το καθαρό αέρι, απαρνήθηκε τον κόσμο, τις μεγάλες πολιτείες, τη ζωή και τα καλά της και κλείσθηκε στη φυλακή, μέσα στα λιβάνια, στις κακομοιριές του κόσμου, στα βάσανα. Ένα μολύβι του πλάκωσε την καρδιά. Ανάθεμα την αρρώστεια, που τον έρριξε στη στερηά, και τους γιατρούς που τον πήραν στο λαιμό τους. Τι είχε το κάτω-κάτω της γραφής; Μια ζαλάδα, μια λιγοψυχιά, απ' τον καιρό που τον είχε χτυπήσει μια αντένα στο κεφάλι. Ούτε το καταλάβαινε ο ίδιος. Οι άλλοι του τώλεγαν, πως έπεφτε κάτω και σπάραζε. Οι γιατροί είπανε τάχα πως ήτανε σεληνιασμός, πως ναυτικός με τέτοια αρρώστεια δε γίνεται, πως μπορούσε να πέση στη θάλασσα να πνιγή, να πέση απ' το κατάρτι να σκοτωθή απάνω στην κουβέρτα. Τους άκουσε και φοβήθηκε. Και να, τώρα· πάνε πέντε χρόνια κ' είνε καλύτερα απ' τον καθένα τίποτε δεν τον πείραξε. Όλο το κακό ήτανε ναφήση τη θάλασσα, να μαραζώση στη στερηά, να θάβη τον κόσμο, να γενή παπάς — Θεέ μου, συχώρεσέ με. Αχ! και να ήτανε ένα πανάκι, να τον πάρη στο γιαλό, στο πέλαγο, να χόρταση αέρα βάλσαμο, να πιή την αλμύρα με τη φούχτα του!

— Ας όψωνται, Θεέ μου, συχώρεσέ με! αναστέναξε..

Έσβυσε το λύχνο και τράβηξε να πλαγιάση. Περπατούσε στις μύτες των ποδαριών να μη ξυπνήση την παπαδιά. Ήταν περασμένα μεσάνυχτα.

Άξαφνα στάθηκε σαν αλαφιασμένος.

— Τ' είνε πάλι τέτοια ώρα;

Η πόρτα χτυπούσε δυνατά. Ένα ραβδί έδερνε την πόρτα, νταπ-ντουπ, ολοένα δυνατώτερα, ανυπόμονα.

— Ανοίξτε, λέω. Ανοίξτε. Θέλω τον παπά! νταπ! ντουπ!

Ο παπάς σήκωσε τα χέρια του και μούντζωσε κατά την πόρτα.

— Κάνε υπομονή, ευλογημένε. Έφτασα.

Πήγε μόνος κ' έσυρε το μάνταλο της πόρτας. Ο Γιώργης ο Αλυφαντής χύμηξε μέσα.

— Παπά μου, για το Θεό, πρόφτασε! Χάνεται ο πεθερός μου. Πρόφτασε να τον μεταλάβης. Τελειώνει…

Του κόπηκαν τα γόνατα. Έγινε χλωμός, σαν το κερί. Πέντε μήνες είχε παπάς και δεν τούχε τύχει στην ενορία του τέτοιο ξαφνικό, νύχτα ώρα. Υγεία βασίλευε στο νησί. Κάνα δυο γέροι είχαν πεθάνει άξαφνα, είχανε μείνει στον τόπο, που ούτε πρόφτασαν να τους μεταλάβουν.

— Τι λες, ευλογημένε; Είμαι κι' ανήμπορος. Με τάραξε θέρμη σήμερα. Πώς να κινήσω νάρθω, με τέτοιον καιρό;

— Για το Θεό, παπά μου. Ψυχή άνθρωπου χάνεται. Πρόφτασε!

Ήξερε πως δε θα το ξεφύγη. Συλλογιζότανε την καταλαλιά του κόσμου, συλλογιζότανε και την παπαδιά, που θα τούψελνε τον αναβαλλόμενο. Μα κοντοστεκότανε λίγο· ήθελε να κερδίση καιρό, να χασομερήση.

— Ποιος ξέρει! Ως που να πάω, ίσως να τον βρω και πεθαμμένο! έλεγε μέσα του.

Ο άνθρωπος όμως τον έβιαζε λαχανιασμένος· τον τραβούσε απ' το ράσο.

— Καλά, ευλογημένε, έφτασα· μην κάνης έτσι!

Φόρεσε τα παπούτσια του, σκεπάστηκε μ' ένα μποξά από κεφαλής, χωρίς καμηλαύκι, άρπαξε ένα κόκκινο μαντύλι με το πετραχήλι του, κλείδωσε την πόρτα απ' όξω και κατεβήκανε τις σκάλες, μπροστά ο Αλυφαντής και πίσω ο παπάς.

Η εκκλησία ήτανε κοντά. Η βροχή είχε πάψει· πού και πού ανάρηες σταλαγματιές πέφτανε από έναν ουρανό, κατάμαυρο, σαν πίσσα.

— Σύρε κ' έφτασα. Να πάρω τ' Άγια Μυστήρια.

Ο Αλυφαντής έστριψε το σοκάκι.

Ο Παπα-Παρθένης έφτασε στην εκκλησιά, μουρμουρίζοντας· χτύπησε στο κελλί του εκκλησιάρη, τον ξύπνησε κι' ανοίξανε την εκκλησιά. Ο εκκλησιάρης ήτανε μαθημένος από τέτοια ξαφνικά· λαγοκοιμώτανε πάντα.

— Και είμαι κι' ανήμπορος, που λες, παιδί μου! Τι να κάνης όμως; Ψυχή ανθρώπου χάνεται! είπε.

Μπήκανε στην εκκλησιά. Οι χλωμές μορφές των αγίων απάνω στο τέμπλο, με το φως των καντηλιών, αγρυπνούσαν μέσα στη σιγαλιά, με ορθάνοιχτα μάτια. Του φάνηκε πως τον κύτταζαν άγρια, με θυμό. Ένα σύγκρυο τον έπιασε. Χαμήλωσε τα μάτια του και προχώρησε. Όταν έφτασε μπροστά στο εικονοστάσι τ' Άι-Νικόλα, σήκωσε τα μάτια του με θάρρος. Ο Άγιος με την άσπρη γενειάδα και το ηλιοκαμμένο πρόσωπο, γλυκοθώρητος πάντα, τούδωκε θάρρος. Του φάνηκε πως έβρισκε ένα δικό του άνθρωπο μέσα στην αγριάδα της εκκλησιάς, που καταλάβαινε το παράπονό του. Είχανε φάει τη θάλασσα μαζή, χρόνια και χρόνια. Του φαινότανε ακόμα πως ο Άγιος ήτανε κι' αυτός στενοχωρημένος, μέσα στο κουβούκλιο του, πως λαχταρούσε τη θάλασσα, πως είχε τον ίδιο καϋμό με το δικό του. Έσκυψε, έκανε το Σταυρό του κι' ανασπάσθηκε. Πήρε απάνω του λίγο, του φάνηκε πως ο Άγιος τούρριξε μία ματιά πονετική, σαν να τούλεγε:

— Μη φοβάσαι, παιδί μου! Εγώ είμαι εδώ…

Έκανε πάλι το Σταυρό του.

— Ευχαριστώ, καπετάνιο! είπε μέσα του.

Τράβηξε κατά το Ιερό. Στάθηκε μπροστά στην Αγία Τράπεζα, προσκύνησε, είπε κάποια λόγια μέσ' απ' τα χείλια του και σήκωσε τα Άγια Μυστήρια, ψηλά στο κούτελο. Τα χέρια του τρέμανε. Ο εκκλησιάρης πήρε το φανάρι και τράβηξε μπροστά. Πίσω ο παπάς.

Όταν φθάσανε στο σπίτι, ο γέρος ψυχομαχούσε. Πνιγμένες φωνές και κλάματα πετούσαν ολόγυρά του. Ο Παπα-Παρθένης εζύγωσε με φόβο. Το δισκοπότηρο έτρεμε στα χέρια του· μια στιγμή φοβήθηκε να μη το χύση. Αλλοίμονό του. Ο γέρος ήτανε πεσμένος σε βύθος, ανάσαινε βαρειά, ένα ρουχαλητό πνιγμένο γέμιζε την κάμαρη. Άξαφνα σαν να πνιγότανε, σαν να ζητούσε μια υστερνή βοήθεια, τινάχθηκε απάνω, άπλωσε τα χέρια του, σαν να ήθελε να γαντζωθή από κάπου. Όλοι παραμέρισαν τρομαγμένοι, ένας κρύος τρόμος τους έπιασε, σαν είδαν τα κοκκαλιάρικα χέρια του να απλώνωνται σαν γάντζοι στον αέρα, ζητώντας ναρπάξουν κάτι τι στον αέρα, να το συνεπάρουν μαζί τους. Μια γρηά τον έπιασε απ' τις πλάτες, να του βάλη αντιστύλι. Τα μάτια του ήτανε ορθάνοιχτα, τα δάκτυλα στρημμένα σαν γάντζοι· ζητούσε να πάρη μια αναπνοή με βία· το στήθος του έβραζε, το στόμα του ανοιγόκλεινε, τα χείλια του πιπίλιζαν τον αέρα τρεμουλιαστά.

— Παπά, πρόφτασε, είπε μια γερόντισσα, ξεψυχάει.

Ο Παπα-Παρθένης, σαστισμένος, χωρίς να ξέρη κι' ο ίδιος τι κάνει, εζύγωσε το κουταλάκι, το άδειασε στα διψασμένα χείλια, που βύζαιναν τον αέρα. Ο γέρος έπεσε ανάσκελα, βαρύς, σαν ένα κομμάτι πέτρα.

Είχε τελειώσει.

Τα πόδια του Παπα-Παρθένη τρέμανε· όλο το κορμί του σάλευε σα φυλλοκάλαμο. Το στόμα του ήτανε στεγνό και πικρό. Ένας κρύος ιδρώτας έβρεχε τα μηλίγκιά του. Τουρχότανε σα ζαλάδα, να πέση κάτω. Έκανε κουράγιο και βγήκε απ' την πόρτα. Ένα αεράκι, που είχε πάρει απ' τη στερηά, του δρόσισε το βρεμμένο κούτελο του, σα βάλσαμο· συνέφερε.

 — Δεν είσαι καλά, παπά μου, είπε ο εκκλησιάρης, σαν βγήκαν απ'
την πόρτα. Η όψι σου είναι σαν το αγιοκέρι.

 — Σου το είπα, παιδί μου. Ανήμπορος σηκώθηκα κ' ήρθα. Με είχε
ταράξει θέρμη αποβραδύς. Σύγκρυο.

Ντρεπότανε να φανή λιγόψυχος.

— Τι να κάνης, παιδί μου, ξαναείπε. Βαρειά η καλογερική.

Περπατούσανε απάνω στις λάσπες. Μπροστά ο εκκλησιάρης με το φανάρι, πίσω ο παπάς, με τα Μυστήρια, υψωμένα απάνω απ' το κεφάλι. Ψυχή δεν ήτανε στο δρόμο. Κλειστά όλα τα παράθυρα. Φωνή δεν ακουγότανε από πουθενά, μόνο πού και πού κάποιες χονδρές σταλαγματιές χτυπούσαν απάνω στα βρεμμένα καλντερίμια. Το φως του φαναριού έπεφτε και γυάλιζε πένθιμα απάνω στα νερά. Κάποια ανατριχίλα χυνότανε γύρω στον σκοτεινό αέρα, κάποιος κρύος φόβος γλυστρούσε μες στο σκοτάδι. Τα Μυστήρια περνούσαν ψηλά απ' το γυμνό κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε ο αέρας ανάλαφρα στα φτερά του.

Ο παπάς περπατούσε συλλογισμένος. Ο νους του ήθελε να ξεφύγη με αγωνία από το άγριο θέαμα, που στεκότανε ακόμα μπροστά στα μάτια του. Ο θάνατος τον έζωνε, τα Μυστήρια του φαινότανε πως έκαιγαν σα φωτιά το κούτελο του. Είχε ιδεί πολλές φορές τον θάνατο με τα μάτια του. Ποτέ όμως τόσα άγρια, τόσο κρύα. Μια φορά το κύμα χύμηξε ζωντανό, αφρισμένο, άρπαξε τον κουνιάδο του απάνω απ' το κάσσαρο, τον ρούφηξε, τον κατάπιε· πάει, χάθηκε. Αυτά έχει η θάλασσα. Άλλη φορά, απάνω στη βόλτα, ένα παιδί σαν το κρύο νερό, απάνω στα ξάρτια, μ' ένα ξεροβόρι δαιμονισμένο, του δίνει μια η αντέννα στο κεφάλι και το γκρεμίζει μέ στη θάλασσα. Άνοιξε το κύμα και το κατάπιε. Ούτε σημάδι του δε φάνηκε μες το σκοτάδι. Πάει, χάθηκε. Πήραν τη βόλτα και τράβηξαν. Ένας λιγώτερος. Τι να κάνης; Σήμερα αυτός, αύριο εμείς. Ας κλαίνε οι μαννάδες, που τάχουν. Τράκους, φουρτούνες, θεομηνίες, είχανε ιδεί τα μάτια του. Εκατό φορές γλύτωσε απ' του χάρου τα δόντια. Μα τέτοιο σύγκρυο δεν τώννοιωσε ποτέ.

— Δεν είμαστε εμείς να πεθαίνωμε στη στερηά, είπε μέσα του. Στη θάλασσα κ' ο χάρος έχει άλλη λεβεντιά.

Προσπαθούσε να διώξη απ' τα μάτια του την άγρια ζωγραφιά που στεκότανε καρφωμένη μπροστά του. Η ψυχή του λευθερώθηκε μια στιγμή και πέταξε με κόπο, σα θαλασσοπούλι με λαβωμένες φτερούγες, ανοιχτά, κατά το πέλαγο. Κυνήγησε ανάερα τα λευκά πανιά που φεύγανε ανάμεσα ουρανό και θάλασσα. Είχε ξεχάσει για μια στιγμή από πού ερχότανε και πού πήγαινε, είχε ξεχάσει και τα Μυστήρια που κρατούσε ψηλά απάνω απ' το κεφάλι του. Ένας ουρανός χρυσογάλανος έφεγγε ολόγυρά του.

Καθώς περνούσε το στενό δρομαλάκι, που έβγαζε στην εκκλησία, γλυστρώντας απάνω στανηφορικό καλντερίμι, τινάχθηκε ξαφνιασμένος, σαν να ξύπνησε από όνειρο. Έσφιξε με τα δάχτυλά του το Δισκοπότηρο, μην του πέση απ' τα χέρια.

— Καταραμένο ζωντανό! Ύπαγε οπίσω μου, Σατανά!

Ένα σκυλί, ξαπλωμένο στο κατώφλι μιας θύρας, ξαφνιάσθηκε απ' το παράξενο πέρασμα του μαύρου ράσου μέσα στο σκοτάδι. Χύμηξε από πίσω αγριεμμένο κι' άρχισε να γαυγίζη άγρια. Ύστερα, σαν να του σβύσθηκε η φωνή στο λάρυγγα, σώπασε μονομιάς, έβαλε την ουρά του κάτω απ' τα σκέλια κ' έφυγε μακρυά. Τ' Άγια Μυστήρια περνούσαν, ψηλά απ' το κεφάλι του παπά, σαν να τάφερνε στα φτερά του ο αέρας.

Σε λίγο έφθασε στην εκκλησία. Ο εκκλησιάρης άνοιξε τη θύρα και οι δύο σκιές με το φανάρι μπροστά γλύστρησαν μέσα. Έπειτα βγήκε ο Παπα-Παρθένης μοναχός του, κοκουλωμένος από κεφαλής με το βαρύ του σάλι. Χονδρές σταλαγματιές άρχισαν να πέφτουν απ' τον ουρανό, ένας αέρας ξαφνικός τίναζε δυνατά τα κλαδιά των δένδρων, η μπόρα ήτανε έτοιμη να ξεσπάση. Ο Παπα-Παρθένης κατηφόρισε βιαστικά το δρόμο.

Ένα βράδυ ύστερα από δύο μήνες — η άνοιξις είχε απλωθή περίγυρα σε ουρανό, γη και θάλασσα — πολλοί συγγενείς και άλλοι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι του παπά. Μαζί μ' αυτούς κι' ο αγιορείτης ο ψάλτης, ο Θανάσης ο Μελαχροινός, ο πιστός του φίλος. Γελούσαν και χωράτευαν. Η παπαδιά μόνο δεν είχε διάθεσι· τα είχε κατεβασμένα κι' από καιρό σε καιρό αναστέναζε βαθειά. Ο παπάς ήτανε κι' αυτός χλωμός, χαλασμένος, συλλογισμένος, παίζοντας ανήσυχα το κομπολόγι του, ένα μακρύ κομπολόγι από εληοκούκουτσα του Όρους των Ελαιών, χάρισμα του φίλου του του Μελαχροινού, που έφθανε ως το πάτωμα.

Απ' τη βραδειά που είχε πάει να κοινωνήση τον πεθερό του Αλυφαντή, ο παπάς έπεσε στα ρούχα. Δυνατή θέρμη τον τάραξε, όλη τη νύχτα, είδε κ' έπαθε να συνεφέρη.

Την άλλη μέρα πάλι τα ίδια. Οι θέρμες δεν τον άφιναν. Όλοι οι γιατροί κ' οι γιάτρισσες πέρασαν από πάνω του· πήρε του κόσμου τα κινίνα, τις αψιθιές και τα μαντζούνια κατάλυσε και τις νηστείες, πήγε ναλλάξη και το αέρι του απάνω στο μοναστήρι του Προδρόμου μα τίποτε. Η θέρμη δεν τον ξεχνούσε. Κάθε δύο, κάθε τρεις μέρες σύγκρυο και ζέστη. Έτρεμε σαν το ψάρι, άναβε ύστερα σαν το κάρβουνο κ' έπειτα πνιγότανε στον ιδρώτα. Είχε γίνει πετσί και κόκκαλο. Είχαν αδυνατίσει και τα νεύρα του, παραξένεψε, παραμιλούσε στον ύπνο του και φορές-φορές πεταγότανε να φύγη απ' τα ρούχα του.

— Απ' τον καιρό που πάτησα στη στερηά, χαΐρι και προκοπή δεν είδα, έλεγε. Ας όψεται ο Δεσπότης, Θεέ μου συχώρεσέ με.

Ο γιατρός σαν είδε κι' απόειδε, είπε μια ημέρα:

— Άλλη σωτηρία δε γίνεται. Να κάνη κανένα ταξίδι. Ναλλάξη το αέρι.

Η παπαδιά στραβομούριασε. Δεν της άρεσε πολύ αυτή η ιδέα. «Είδαμε και πάθαμε, είπε μέσα της, να τον βγάλωμε απ' τη θάλασσα. Και πάλι τα ίδια;» Γύρισε και κύτταξε το γιατρό.

— Με συμπαθάς, γιατρέ μου. Οι χτικιασμένοι ξέρω που πάνε και ταξιδεύουν. Ο παπάς τέτοιο πράμα, όξω αποδώ, δεν έχει, ο Θεός να μας φυλάη. Τι να του κάνη το ταξίδι, έτσι πως βρίσκεται; Να πάη να κρυώση νάχωμε τα χειρότερα;

Ο γιατρός επέμεινε.

— Άλλη σωτηρία δεν έχει. Να πάη να ταξιδέψη· ένα μήνα, δυο μήνες, να βγάλη τις θέρμες αποπάνω του.

— Κ' εγώ το καταλαβαίνω, είπε ο παπάς. Η θάλασσα θα με σώση. Εικοσιπέντε χρόνια στη θάλασσα, κεφάλι δεν είπα ποτέ μου. Δε με σηκώνει η στερηά.

Με τα πολλά αποφασίστηκε το ταξίδι. Ήτανε να φύγη εκείνο τον καιρό και το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη. Συγγενής και χρυσός άνθρωπος ο καπετάν Βεκίλης, τι άλλο ήθελε. Τον παρακίνησε κι' ο ίδιος.

— Η κάμαρή μου, δική σου είνε, παπά. Όλες σου τις αναπαύσεις θα τις έχης. Απλοχώρια και πάστρα. Οι καιροί εφκιάξανε, άνοιξι, χαρά θεού. Θα πάω στον Ποταμό να φορτώσω στάρι. Ύστερα θα γυρίσω στον Περαία. Από κει μπαίνεις στο βαπόρι και ξαναγυρίζεις. Ένα μήνα, ενάμισυ βία.

— Ας το δοκιμάσωμε κι' αυτό, είπε η παπαδιά.

Το ταξίδι αποφασίσθηκε. Η παπαδιά ετοίμασε τον καλό της, τούφκιαξε τα ρούχα του, του ζύμωσε και παξιμαδάκια με τη ζάχαρι για το ταξίδι, σαν το παληό καιρό.

— Ποιος θα μου τώλεγε; είπε. Ύστερα από τόσα χρόνια, να γυρίσω πάλι στα ίδια.

Εκείνο το βράδυ ήτανε να φύγη ο παπάς. Όλοι οι δικοί ήσαν μαζεμμένοι στο σπίτι. Μιλούσαν και χωράτευαν να παρηγορήσουν την παπαδιά.

Ένας μήνας είν' αυτός. Ενάμισυ βία. Και πάλι εδώ είμαστε. Θα πάρουμε πάλι αντίδωρο απ' το χέρι του παπά.

— Άφησε τα μέλλοντα, είπε ο παπάς. Μην τα μελετάς, ευλογημένε. Να δώση πρώτα ο Θεός να καβατζάρωμε την αρρώστεια.

Ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός έβαλε το λόγο τον. Ήθελε να πειράξη τον πατά, «που ήσαν φίλοι κι' αδελφοί», είπε — θυσία να γίνη ο ένας για τον άλλον — μα δεν συμφωνούσαν πάντα στις ιδέες τους.

— Εκεί στη Φραγκιά που θα πας, να μου χαιρετάς τους αβάφτιστους. Ό,τι και να μου πης, το κεφάλι μου δεν αλλάζει. Άνθρωπος που δεν βαφτίστηκε με τους κανόνας της Ορθοδοξίας, δεν θάβρη έλεος, «εν ημέρα κρίσεως».

— Δεν ταφίνεις αυτά, ευλογημένε, είπε ο παπάς. Τέτοια ώρα, τέτοια λόγια. Σαν ξαναγυρίσω τα ξαναλέμε.

Με την ώρα μπήκε κι' ο καπετάν Βεκίλης. Ψηλός, γεμάτος, ηλιοκαμμένος με τα στιβάλια ως τα γόνατα.

— Παπά μου, ώρα να του δίνουμε. Οι στερηές βγάλανε αέρα. Είμαστε απίκου, να σαλπάρωμε.

Ύστερα γύρισε και καλησπέρισε τον κόσμο.

— Καλησπέρα σας και σας αφίνομε γεια.

— Κάτι βιαστικά, καπετάνιο;

— Ο καιρός ορίζει.

Σηκωθήκανε όλοι στο ποδάρι. Ευχές και προβοδίσματα. Φιλήσανε όλοι το χέρι του παπά. Τα μάτια της παπαδιάς ήτανε βουρκωμένα. Πήρε το βαρύ το σάλι απ' τον καναπέ και τύλιξε τον παπά από κεφαλής. Τραβήξανε όλοι κατά τη θύρα. Το ανηψίδι τραβούσε μπροστά, φορτωμένο το μπαούλο.

— Να μην αργήσης, παπά. Καλό κατευόδιο.

— Το θέλημα του Θεού! είπε ο παπάς κατεβαίνοντας τη σκάλα. Καλή αντάμωσι.

Σε λίγο η παπαδιά έμεινε μοναχή της. Πήγε να πλαγιάση, μα το κεφάλι της την πονούσε, τα μηνίγγια της χτυπούσαν. Δεν την εύρισκε ύπνος…

Ο Παπα-Παρθένης ταξιδεύει. Η καπετάνισσα τον καρτερεί.

Πέρασε ένας μήνας, δυο μήνες. Χρόνια της είχαν φανή της παπαδιάς.

— Καιρός είνε, που θα καλοδεχτούμε τον παπά, ζύγωσαν οι μέρες, έλεγαν οι γειτόνισσες που ερχόντανε και τη συντρόφευαν.

Σε λίγες μέρες ήρθε κάποιο γράμμα απ' τον Πειραιά. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη, η «Ευαγγελίστρια», είχε γυρίσει απ' τον Ποταμό. Την Τετάρτη έφθανε και το βαπόρι. Ίσα-ίσα πρόφθανε ο παπάς να γυρίση με το βαπόρι. Απ' τον Ποταμό είχε στείλει γράμμα, ήτανε καλά, οι θέρμες τον αφήσανε, διπλός είχε γίνει. «Η θάλασσα μ' έσωσε, γυναίκα», έγραφε. Η παπαδιά ήτανε όλο χαρά. Τον γκρίνιαζε τον παπά μα τον αγαπούσε. Σαν τον είχε κοντά της, τούψηνε το ψάρι στα χείλια. Σαν έλειπε, τον λαχταρούσε. Έβαλε και πλύνανε το σπίτι, συγύρισε παντού, τούκανε χαϊμαλιά, να τον καλοδεχτή. Την Τετάρτη ντύθηκε με τα καλά της και κτενίστηκε. Είχανε μαζευθή κ' οι συγγενείς στο σπίτι. Από κοντά κι' ο Μελαχροινός. Ώρα την ώρα προσμένανε το βαπόρι. Το ανηψίδι είχε κατεβή στο γιαλό να φέρη τα συχαρίκια.

Σε λίγο έφτασε το ανηψίδι, με κρεμασμένα τα μούτρα:

— Δεν ήρθε ο παπάς.

 — Βρε μίλα καλά. Άνοιξες τα στραβά σου να ιδής; είπε ο
Μελαχροινός.

 — Δεν ήρθε, σου λέω. Όλοι οι επιβάτες βγήκανε στο μώλο. «Δεν
είχαμε κανένα παπά μέσα», μου είπανε.

Όλοι πάγωσαν. Η παπαδιά κέρωσε.

— Ε! ίσως να μην πρόλαβε το βαπόρι, είπε πάλι ο Κυρ-Θανάσης. Ωστόσο θάχουμε γράμμα. Δε γίνεται.

Η παπαδιά δεν μιλούσε· σηκώθηκε και πήγε ως το παράθυρο, σαν να περίμενε ακόμα. Γύρισε και ξανακάθησε.

Σε λίγο ένα παλληκάρι ανέβηκε δυο-δυο τις σκάλες.

— Μπα εσύ 'σαι, Μαθιέ; Καλώς ώρισες. Τρομάξαμε να σε γνωρίσουμε.

Ήτανε ο γυιός του εκκλησιάρη του «Ευαγγελισμού», μούτσος με τα καράβια.

— Χαιρετίσματα απ' τον παπά, κυρά παπαδιά.

Η παπαδιά έγινε κατακόκκινη, σαν να της χάρισαν βασίλειο. Όλοι πετάχθηκαν απάνω και τον τριγύρισαν.

— Αμ' τι έγινε, μαθές, ο παπάς; πώς δεν ήρθε; καλά είνε; τον είδες, παιδί μου; είπε η παπαδιά.

Δεν ήξερε τι να πρωτορωτήση.

— Καλά και καλά, άλλος τόσος! Το είδα στον Περαία.

— Καλότυχε. Αμ' πώς δεν ήρθε, μαθές; δεν πρόφτασε το βαπόρι;

— Θα σου γράψη, μου είπε, κυρά παπαδιά. Τώρα, λέει, φεύγει πάλι, να κάνη ένα ταξιδάκι. Το μπάρκο του καπετάν Βεκίλη έκανε ναύλο για την Αμβέρσα. Θα πάη μαζί να ξεσκάση. Δεν τον άφησαν, λέει, ακόμα οι θέρμες.

— Τον ευλογημένο! είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός, κλείνοντας ζερβιά το μάτι. Να πούμε την αλήθεια σαν να ταρέση καλύτερα η θάλασσα απ' την καλογερική.

Τα λόγια του Μελαχροινού εφούρκισαν την παπαδιά. Την είχε αγγίξει εκεί πούπρεπε.

— Αμ' γι' αυτό δεν ήθελα να τον αφήσω, η δυστυχισμένη. Παπάς άνθρωπος, τ' ήθελε μες τα καράβια; Καπετάνιος με τα ράσα;

— Στα καράβια τ' ήθελε; είπε γελώντας ο μούτσος. Μακάρι να τούβγαιναν πολύ καπετανέοι μπροστά. Ο καπετάν Βεκίλης τον έχει δεξί του χέρι. Αυτός του κουμαντάρει το μπάρκο, γι' αυτό τον έφαγε να τον πάρη στην Αμβέρσα. Και πού να σας λέω και τάλλα.

Ο μούτσος έγινε κατακόκκινος, τα μάτια του γυάλιζαν, η γλώσσα του έτρεχε σαν νερό. Θαρρούσε πως ήταν η ώρα που έβλεπε μπροστά του εκείνα πούθελε να πη. Όλοι τον άκουγαν μ' ανοιχτό το στόμα. Η παπαδιά είχε αλλάξει εκατό χρώματα.

— Εγώ ήμουνα, που λες, με τη γολέττα του μπάρμπα μου. Μέσα στα μπουγάζια της Πόλης μια νύχτα, χαλασμός κόσμου, που μας είχε πάει η ψυχή στα δόντια, πέσαμε δίπλα σ' ένα μπάρκο. Από λίγο να τρακάρουμε! Μπήξαμε τις φωνές: «Όρτσα, μωρέ σκυλιά, θα μας τσακίσετε»·. Πού άκουγαν αυτοί! Καταπάνω μας. Περάσανε ξυστά δίπλα μας. Θεέ μου, τι ήτανε αυτό που είδανε τα μάτια μας! Στο τιμόνι απάνω, ένας γέρος ψηλός, με το ράσο, με την άσπρη γενεάδα, που έφεγγε το πρόσωπό του μες στο σκοτάδι. Μείναμε ξεροί. Κάναμε το σταυρό μας. Μπήγει μια φωνή ο λοστρόμος: «Μέγας είσαι, Κύριε!» Σαστίσαμε όλοι· τρέμαμε στα πόδια μας σαν τα καλάμια. «Δεν είδατε μωρέ το θάμα;» ξαναλέει ο λοστρόμος. «Ο Άη-Νικόλας, κουμαντάρει το μπάρκο. Σύσσωμος απάνω στο τιμόνι!» Κάναμε το σταυρό μας. Τέτοιο θάμα δεν τώχαμε ματαϊδή. Ο λοστρόμος τώχε ακουστά απ' τον πατέρα του. Φτάσαμε στον Περαία μαζί με την «Ευαγγελίστρα». Ξέρετε ποιος ήτανε ο Άη-Νικόλας; Κύριε Ελέησον. Ήτανε ο Παπα-Παρθένης.

— Καλότυχο παιδί, πώς ταλές!

Κι' άρχισαν τα γέλια οι γειτόνισσες.

— Να με κάψη ο Θεός αν λέω ψέμματα.

Η παπαδιά δεν γελούσε· έβραζε μέσα της.

— Αυτά ήθελε, ο ευλογημένος! Αυτή ήτανε η αρρώστεια του, μουρμούρισε. Δεν τον σήκωνε η καλογερική. Ήθελε πάλι τα παληά του.

Και την πήρανε τα κλάματα.

— Σε καλό σου, κυρά-παπαδιά! Είνε πράμα να κλαις; Δεν το θέλει ο Θεός, είπε ο Κυρ-Θανάσης ο Μελαχροινός. Ένα μήνα, δύο βία, θα μας ξανάρθη ο παπάς. Θα πάρουμε, πάλι αντίδωρο απ' τα χέρια του.

Η παπαδιά έπεσε απάνω στο σοφά. Δεν μιλούσε σε κανένα.

— Αφήστε με στο χάλι μου, είπε στεγνά.

Φύγανε όλοι, ένας-ένας, σα μαγκωμένοι. Ο Κυρ-Θανάσης κοντοστάθηκε να καληνυχτίση, κάτι έκαμε να πη.

Η παπαδιά δεν του αποκρίθηκε.

Σαν εβγήκαν όλοι απ' το σπίτι, αναστέναξε βαθειά.

— Παπαδιά! Δεν με λέτε πάλι καπετάνισσα! είπε ζαρώνοντας άγρια τα χείλια της, σαν νάκλαιε και να γελούσε μαζί. Τώρα στα γεράματα πάλι καπετάνισσα.

Έπειτα την πήρανε πάλι τα κλάματα. Η καρδιά της ήτανε βουρκωμένη. Κάτι τι της έλεγε μέσα της πως δεν θα τον ξαναϊδή πια τον παπά.

— Μου τον πήρε η θάλασσα. Δικός της ήτανε και μου τον πήρε…

Δεν είχε βάλει τίποτα στο στόμα της όλη την ημέρα. Καθότανε απάνω στο σοφά κ' έκλαιγε. Η νύχτα την βρήκε απάνω στα μαξιλάρια, μουσκεμμένα απ' τα κλάματα.

Μια στιγμή έκανε να την πάρη ο ύπνος. Μόλις έκλεισε τα μάτια της τής φάνηκε πως ήτανε στην εκκλησιά. Ο παπάς στην Αγία Πύλη μοίραζε το αντίδωρο. Ήτανε χλωμός σαν το κερί, τα γένεια του και τα μαλλιά του είχαν γίνει κάτασπρα σαν το χιόνι. Ζύγωσε να πάρη κι' αυτή αντίδωρο, μα δεν μπορούσε· ένας λάκκος βαθύς έχασκε μπροστά της ανάμεσα στις μαρμαρένιες πλάκες. Τινάχτηκε ξαφνιασμένη· ένας κρύος αέρας φυσούσε απάνω της.

Άνοιξε τα μάτια της. Ένα μπουρίνι δυνατό είχε μπάσει μέσα τα τζαμόφυλλα του παραθυριού. Σηκώθηκε να κλείση το παράθυρο. Ένα ράσο του παπά κρεμασμένο στον τοίχο ανέμιζε κι' ανακατευότανε με τον αέρα, σαν άνθρωπος που σπαρταρούσε μες στο σκοτάδι. Η καρδιά της έτρεμε σαν ψάρι. Σαν ζύγωσε στο παράθυρο, την έπιασε ανατριχίλα. Έννοιωσε μαζί με τον αέρα, που ανακάτωνε τα μαλλιά της, που της ξεσκέπαζε το στήθος της, που έδερνε το πρόσωπο της με λύσσα, μια παράξενη, ανακατωμένη βοή. Γέλια, τρελλά γέλια, ξεκαρδισμένα γέλια, έφταναν στ' αυτιά της από μακρυά, όλο περισσότερα, όλο δυνατώτερα. Γέλια ατέλειωτα, ξεκαρδίσματα, σαν χάχανα ξελογιασμένης γυναίκας. Ένας κόμπος της ανέβηκε στο λαιμό να την πνίξη. Τα ήξερε τα γέλια αυτά. Τα ήξεραν όλες οι χήρες του νησιού. Όταν το κύμα της νοτιάς έσπαζε μες στις κουφάλες του Σταυρού, κάτω στο γυαλό, τα παράξενα, τα διαβολικά γέλια έφθαναν στα μισοούρανα. Οι καπετάνισσες τραβούσαν τα μαλλιά τους.

— Γελάει η Σκρόφα! Γελάει η ξελογιάστρα!

Έκλεισε με τρομάρα το παράθυρο. Τα γέλια την κυνηγούσαν ακόμα. Έπεσε στο σοφά σαν πεθαμμένη.

— Άη-Νικόλα, λυπήσου με! αναστέναξε.

Μέσα στο βύθος της είδε τότε τον Άγιο με την άσπρη γενειάδα. Ζύγωσε στο σοφά πονετικός, σήκωσε το χλωμό χέρι του και της έβαλε τα δάχτυλα απάνω στα μάτια. Μια γλύκα παράξενη χύθηκε σ' όλο της το κορμί. Αποκοιμήθηκε.

Η Σκρόφα, η ξελογιάστρα, γελούσε ακόμα, γελούσε ολοένα. Μα δεν την άκουσε πια, ούτε τώρα, ούτε ύστερα.


ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ ΦΕΞΗ
ΠΑΥΛΟΥ ΝΙΡΒΑΝΑ
ΤΟ ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΤΟΥ ΠΑΠΑ-ΠΑΡΘΕΝΗ ΚΙ' ΑΛΛΕΣ ΝΗΣΙΩΤΙΚΕΣ ΙΣΤΟΡΙΕΣ

Κείμενα

Hellenica World


http://www.paterikiorthodoxia.com/

Η μετάνοια της Ζαμφίρας της τσιγγάνας...

-->


 Εδώ και επτά χρόνια είμαι ιερέας στο παρεκκλήσι των φυλακών Προύνκου στο Κίσιβο (σ.σ.Δημοκρατία της Μολδαβίας). Επειδή παράλληλα υπηρετώ και στην ενορία μου κάνω εκεί ακολουθίες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Με βοηθούν κάποιοι κρατούμενοι ως εθελοντές.Ένα από τα καθήκοντά τους είναι να προετοιμάσουν τους κρατουμένους που θα συμμετάσχουν στην Ακολουθία της επομένης ημέρας δινοντάς τους να διαβάσουν είτε το Ωρολόγιο είτε κάποιο από τα βιβλία που έχουμε στην μικρή μας βιβλιοθήκη. 

Θέλω όμως να σας διηγηθώ κάτι που συνέβη το φθινόπωρο του 2008. Οι φυλακές Προύνκου.είναι οι μοναδικές φυλακές-νοσοκομείο στο οποίο βρίσκονται και άντρες και γυναίκες. Σε ένα κελί του χειρουργικού τμήματος βρισκόνταν και η Ζαμφίρα η τσιγγάνα. Όταν ένας από τους εθελοντές πήγε στο κελί για να ρωτήσει ποιός θα συμμετείχε στην ακολουθία της επομένης ημέρας η Ζαμφίρα του είπε: «Εγώ θα έρθω αλλά δεν έχω ανάγκη τα βιβλία σου». Η Ζαμφίρα ήταν περίπου 36 ετών, όμορφή και απ’όσα είχα καταλάβει ”ελαφρών ηθών”.Ήταν στην φυλακή από τα δεκαέξι της χρόνια επειδή είχε σκοτώσει το παιδί της αλλά και γιά άλλα σοβαρά παραπτώματα. Την επομένη λοιπόν η Ζαμφίρα ήρθε στην ακολουθία στο παρεκκλήσι. Την ημέρα εκείνη διαβάσαμε τον Ικετήριο κανόνα προς τον Ιησού Χριστό,την Παράκληση της Παναγίας και τον κανόνα της Θείας Μεταλήψεως. 

Η Ζαμφίρα όμως στο πίσω μέρος του ναού απαντούσε σε κάθε προσευχή κοροιδευτικά και έκανε άσχημες χειρονομίες. Φυσικά ενοχλούσε και εμένα αλλά και τους άλλους κρατουμένους οι οποίοι ήταν περίπου 35, άνδρες και γυναίκες. Κανείς δεν τολμούσε να της κάνει παρατήρηση επειδή είχε ένα κάποιο ”κύρος”στον υπόκοσμο. Παρότι ήταν 36 ετών ήταν ψηλά στην ιεραρχία κάτι που όλοι οι κρατούμενοι σέβονταν απολύτως.Έδωσε ολόκληρη παράσταση και κάποιους τους διασκέδαζε με τα αστεία της. Την άφησα ήσυχη,μόνο την ρώτησα: «Πώς σε λένε»; «Ζαμφίρα»μου απάντησε.Της είπα να ησυχάσει. «Καλά»μου απάντησε αυτή,συνέχισε όμως τα ίδια. Μετά την ακολουθία τους εξομολόγησα όλους. Σε μια γυναίκα – η οποία ζούσε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα – είπα: «Δε μπορώ να σε κοινωνήσω τώρα. Θα κάνεις τον κανόνα που θα σου δώσω και θα έρθεις σε δύο εβδομάδες να κοινωνήσεις». 


Μόνο η Ζαμφίρα δεν εξομολογήθηκε. Τότε την ρώτησα: «Εσυ θα εξομολογηθείς; -Όχι δεν θα εξομολογηθώ, γιατί αν θα εξομολογηθώ θα σου πέσουν οι τρίχες από την μύτη.(σ.σ.αργκώ των φυλακισμένων). -Τότε γιατί ήρθες στην εκκλησία αφού ούτε εξομολογείσαι, ούτε προσεύχεσαι, ούτε ακούς την ακολουθία.Ήρθες για βόλτα; -Όχι ήρθα για να δω πόσο όμορφος είσαι. Σε όλα απαντούσε πολύ απότομα. Τότε είπα : «Ας γίνει το θέλημα του Κυρίου» Μετά από δύο εβδομάδες έστειλα έναν εθελοντή στην γυναικα στην οποία είχα βάλει κανόνα και η οποία έμενε στο ίδιο κελί με την Ζαμφίρα, για να της θυμίσει ότι θα κοινωνήσει και να ετοιμαστεί. Πάει ο εθελοντής στο κελί και της λεει «Ο ιερέας είπε πως επειδή αύριο θα κοινωνήσετε να ετοιμαστείτε και να διαβάσετε την προσευχή προ της Θείας Μεταλήψεως» Της έδωσε ένα Ωρολόγιο και αμέσως πετάχτηκε η Ζαμφίρα, -«Θέλω και εγώ να πάω αύριο στην εκκλησία. -«Όχι δεν θα πας επειδή δεν κάθεσαι ήσυχη» της είπε ο εθελοντής. 

-«Σε παρακαλώ, θέλω να πάω» επέμενε η Ζαμφίρα. «Δώσε μου ένα βιβλίο να διαβάσω». Της έδωσε το Ψαλτήρι. Δεν ξέρω τι διάβασε και πόσο διάβασε αλλά την επόμενη ημέρα ήρθε και με βρήκε μια συγκρατούμενή της και μου είπε: «Πάτερ η Ζαμφίρα δεν είναι καλά στο μυαλό της» -«Δηλαδή,τι θέλεις να πεις»; ρώτησα εγώ. -«Όλη νύχτα έκλαιγε. Διάβαζε και έκλαιγε. Δεν ξέρω τι διάβασε αλλά έκλαιγε πάρα πολύ. Αφού τους εξομολόγησα όλους πήγα στην Ζαμφίρα.Ήταν γονατισμένη σε μια γωνία.Φαινόνταν κλαμμένη. Δεν έλεγε τίποτα. -«Θέλεις να εξομολογηθείς; -«Ναι πάτερ θα εξομολογηθώ, αλλά δεν θα εξομολογηθώ όπως όλοι οι άλλοι. -«Πες μου πώς θέλεις». -«Θέλω να εξομολογηθώ με δυνατή φωνή,μπροστά σε όλους.» Και όπως στεκόμουν εγώ με το πρόσωπο προς την εικόνα του Χριστού, γύρισε προς τους άλλους κρατουμένους και άρχισε να εξομολογείται δημόσια! Η εξομολόγηση κράτησε 45 λεπτά. Σε κάθε αμαρτία έκλαιγε, έκανε μια μετάνοια και έλεγε: «Παρακαλώ συγχωρέστε με». Αφού τελείωσε σκέφτηκα. ”Να την κοινωνήσω”; Σύμφωνα με τους κανόνες του Αγίου Βασιλείου έπρεπε να μην της επιτρέψω να κοινωνήσει για τριακόσια χρόνια με τόσο βαριές αμαρτίες που είχε κάνει. Αυτό που κατάφερα να μάθω ήταν πως η γιαγιά της την είχε βαπτίσει όταν ήταν μικρή αλλά ποτέ δεν είχε κοινωνήσει.

 Συνεπώς θα ήταν η πρώτη φορά. Δεν είχε φάει τίποτα εκείνο το πρωινό. Σκεφτόμουν τι θα έκανε ο Χριστός μετά από μια τέτοια εξομολόγηση προσευχόμενος ως εξής: «Κύριε εαν την κοινωνώ αναξίως παίρνω εγώ επάνω μου αυτήν την αμαρτία». Την κοινώνησα.Μετά την Θεία Κοινωνία έλαμπε από χαρά και έψελνε ”Αλληλούια”. Βρισκόνταν σε μια τέτοια κατάσταση χαράς που σπάνια συναντάς και σε χριστιανούς που ζουν ελευθεροί στον κόσμο. Το βράδυ μου τηλεφώνησε ένας φύλακας: «Πάτερ,η Ζαμφίρα πέθανε»μου λέει»! Στις 9 το βράδυ έφτασα στην φυλακή και ρώτησα μια φυλακισμένη που είχε κοινωνήσει μαζί της,τι συνέβη και μου είπε: «Πάτερ, ήταν πολύ χαρούμενη που κοινώνησε. Από το πρωί προσευχόνταν στο Θεό, μου μιλούσε για το Θεό, για την μετάνοια, για την πίστη και την αγάπη και έκλαιγε για τις αμαρτίες της. Κατά της οκτώ το βράδυ μου λέει: «Δεν αισθάνομαι καλά,κάτι έχω». Πήγε στο μπάνιο, πλύθηκε,έβαλε τα πιο καλά της ρούχα και είπε: «Εγώ θα πεθάνω τώρα, δώστε μου ένα κερί» (σ.σ.Σε άλλες ορθόδοξες χώρες όταν κάποιος ξεψυχάει πάντα κρατούν δίπλα του ένα αναμμένο κερί). 

Της έφεραν το κερί, γύρισε το κεφάλι της προς τον τοίχο και πέθανε! Την επομένη ημέρα οι γιατροί έκαναν συμβούλιο.Έπρεπε να χειρουργηθεί για κοίλη αλλά δεν έβρισκαν μια αιτία για τον ξαφνικό θάνατό της. Εγώ πιστεύω πως ο Θεός περιμένει τον καθένα να επιστρέψει κοντά Του και όταν αυτό γίνει και είναι καθαρός τότε ο Θεός κρίνει εαν θα τον πάρει δίπλα Του 

Ιερέας Βιορέλ Κοζοκάρου-Κίσιβο 

Απόδοση στα ελληνικά π. Γεώργιος Κονισπολιάτης 
Από το περιοδικό ”Familia Ortodoxa” τεύχος 39 Απρίλιος 2012

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2017

25 Ιανουαρίου Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος



Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος

Πάμε, τώρα, 25 του μηνός Ιανουαρίου, σας λέγω πολύ λίγα στοιχεία, όσο έχει το μηναίο μ’ αρέσει πό ‘χει λιτότητα, απλότητα και αμεσότητα και αφελότητα. Αφαιρετική κατάσταση, δηλαδή, και διαδικασία γιορτάζει ένας πολύ μεγάλος Άγιος της Εκκλησίας ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος η Νανζιανζηνός. Αρχιεπίσκοπος Κωνσταντινουπόλεως. Από τις υψηλότατες κορυφές της ορθοδοξίας μας. Κατήγετο από τη δεύτερη επαρχία της Καππαδοκίας ο πατέρας του κι η μητέρα του ήσαν αρχικά ειδωλολάτραι. Αλλ όταν γέννησαν και βάπτισαν τον Γρηγόριο, έγιναν κι αυτοί χριστιανοί και μάλιστα ο πατέρας του, Γρηγόριος και αυτός, έγινε και επίσκοπος Νανζιανζού ο Γρηγόριος εμεγάλωνε με λογισμό και μ’ όνειρο, σπούδασε κι έμαθε όλα τα γράμματα αυτού του κόσμου. Όλη τη θύραθεν, λεγόμενη, σοφία έμαθε, όμως, και όλα τα χριστιανικά. Σπούδασε και στην Αθήνα έξι χρόνια. 

Κι έμαθε τόσα πολλά, που υπερέβη και τους διδασκάλους του, κι ήθελαν όλοι, φοιτηταί και διδάσκαλοι, να τον κρατήσουν να τον κάνουν διδάσκαλο της Φιλοσοφικής σχολής των Αθηνών . Αλλά το Συναξάριο δεν μας επιτρέπει να πούμε περισσότερα, παρά μονάχα πως αν θέλαμε να μαζέψουμε τις αρετές όλων των Αγίων, τη σοφία όλων των ανθρώπων, τη Θεολογία όλων των Θεολόγων, αν θέλαμε να τα μαζέψουμε και να τα κάνομε μία εικόνα και να τα συγκεντρώσομε σε μία υπόσταση, σε μία οντότητα, θα μπορούσαμε κάλλιστα και χωρίς να κάνομε λάθος, όλα αυτά να τα αποδώσομε στον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο είχε πει ο ίδιος για τον Άγιο Αθανάσιο πως Αθανάσιον επαινών, αρετήν επαινέσομαι. Πάει και γι αυτόν, όμως. 

Γρηγόριον επαινών, αρετήν επαινέσομαι. Αρετήν! Ταυτίζετο, δηλαδή, με την αρετήν και έγραψε υπέροχα συγγράμματα ουράνια και διατύπωσε τα δόγματα της Εκκλησίας και περισσότερο το δόγμα περί Θεού και περί Θεού Λόγου γι αυτό και απεκλήθη Θεολόγος ο δεύτερος της Εκκλησίας μας. Πρώτος ο Άγιος Ιωάννης και ο τρίτος ο Άγιος Συμεών, ο νέος Θεολόγος. Πέρασε πολλά στη ζωή του, κι είναι ο αισθηματίας ποιητής της Εκκλησίας μας, ο πληγωμένος αετός, αλλά και από τα πολύ μεγάλα ύψη της αρετής και της σοφίας. Τον ευχαριστούμε και τον ευγνωμονούμε και μάλιστα, ο αυτοκράτωρ Κωνσταντίνος Ζ, ο Πορφυρογέννητος, τον 10ο αιώνα, μετέφερε τα λείψανα του απ’ την Καππαδοκία, από την Νανζιανζό και Αριανζό, για την ακρίβεια, και τα έθαψε στον ναό των Αγίων Αποστόλων στην Κωνσταντινούπολη. Σημέρα , το ιερό του λείψανο βρίσκεται στη Νέα Καρβάλη της Καβάλας. Άμα περνάμε από κει, ας περνάμε να τον ασπαζόμεθα και να παίρνομε και κανένα γλυκό.


Τρίτη 24 Ιανουαρίου 2017

Δεν είναι εύκολο θέμα για εξετάσεις ο πόνος.


Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου

Πολύ συχνά ο άνθρωπος εκτός από τα «γιατί» παραπονείται πως είναι αβάστακτος και ασήκωτος ο πόνος του και πως δεν είναι ικανός να τον αντέξει. Εντούτοις αυτός ο μεγάλος πόνος τελικά αντέχεται και ανακαλύπτει και αποκαλύπτει πολύ σπουδαία πράγματα, που φανερώνουν τη ποιότητα και ακεραιότητα της ζωής μας. Αν δηλαδή πιστεύουμε αληθινά -με μία πίστη δυνατή, ακράδαντη και θερμή- αν υπομένουμε κραταιά κι ελπίζουμε εγκάρδια. Η πίστη στο Κύριο ανοίγει δρόμους, εκεί που ήταν όλοι κλειστοί και αδιέξοδοι. Τότε αισθανόμαστε καλά την ατέλεια, την ανεπάρκεια, τη μικρότητα, την αδυναμία, την παροδικότητα της ζωής μας. Κατανοούμε τότε μετά του θείου και κορυφαίου αποστόλου Παύλου ότι η δύναμή μας στην ασθένεια φανερώνεται και ολοκληρώνεται. Μέσα στην ασθένεια ταλαντεύεται η επίγεια ευδαιμονία μας, πιστεύουμε ότι δεν έχουμε μένουσα πόλη, αλλά τη μέλλουσα επιζητούμε.

Ο πόνος μπορεί να γίνει εφαλτήριο για την εκτίναξή μας από τη στείρα μετριότητα, τη μονότονη στασιμότητα, το κουραστικό πνευματικό σημειωτόν, στη γνωριμία μας με τον πραγματικό εαυτό μας. Να γνωρίσουμε καλά τις δυνάμεις, τις δυνατότητες, τις αντοχές, τα όριά μας, τα τάλαντα που μας έδωσε ο Θεός μας. Να δούμε την κρυμμένη άγνωστη διάσταση μας -ότι δεν υπάρχουμε για να τρώμε και να κοιμόμαστε-και να γίνουμε περισσότερο αληθινοί άνθρωποι και χριστιανοί.

Δεν είναι εύκολο θέμα πράγματι για εξετάσεις ο πόνος. Δεν εξορκίζεται με πρόχειρες συνταγές εύκολης υπομονής, αλλά με ουσιαστική, ζωντανή και θερμή σχέση με τον Λυτρωτή, Σωτήρα, Σταυροαναστηθέντα Χριστό και τις δυνατές πρεσβείες των μεγάλων αγωνιστών του πόνου· μεγαλομαρτύρων, ιερομαρτύρων, οσιομαρτύρων, παρθενομαρτύρων, νεομαρτύρων, δικαίων, οσίων, ομολογητών. Ιδιαίτερα με τις σωστικές πρεσβείες της Υπεραγίας Θεοτόκου, της στοργικής μητέρας πάντων των θλιβομένων, της ελπίδας των απελπισμένων, της χαράς των χριστιανών, που τόσο πολύ την ακούει ο Υιός της, ο Κύριος μας Ιησούς Χριστός.



Η κάθε περίπτωση πόνου είναι προσωπική, ιδιαίτερη, σημαντική για τον ίδιο τον άνθρωπο, πρωτόγνωρη ίσως, ασύγκριτη με όποιο άλλο μικρότερο ή μεγαλύτερο πόνο. Είναι ο καθαρά δικός μου σταυρός, το δικό μου φορτίο, ο δυνατός πειρασμός, η ισχυρή δοκιμασία, όπου κρίνομαι, εξετάζομαι και προβιβάζομαι ή μη. Η καλύτερη παρηγοριά πάντως των πικρών αυτών ωρών είναι η διά της ταπεινής και θερμής προσευχής επικοινωνία με τον πολυεύσπλαχνο, επουράνιο πατέρα, που υπάρχει για ν’ ακούει και να προστρέχει στους πόνους των πάντοτε αγαπητών παιδιών του.

Όμως, παρ’ όλα αυτά, νομίζω πως ακόμη δεν έχω απαντήσει καίρια στο ποιό ακριβώς είναι το βαθύ νόημα του πόνου στη ζωή μας. Ταπεινά φρονώ πως την καλύτερη απάντηση συνάντησα σ’ ένα μεγάλο βυζαντινό θεολόγο, σ’ ένα σπουδαίο ασκητή και μάρτυρα και μεγάλο άγιο της Εκκλησίας μας, Μάξιμο τον Ομολογητή, που οι ανόσιοι εικονομάχοι του έκοψαν τη γλώσσα και το χέρι, για να μη μιλά και γράφει. Λέγει περιεκτικά και χαρακτηριστικά ο άγιος: «Η παράλογη ηδονή είχε ως φυσικό αποτέλεσμα την οδύνη, το πόνο. Για ν’ απαλλαγούμε από αυτή την οδύνη χρειάζεται μία νέα οδύνη, για να φθάσουμε στην όντως ηδονή!». Παράλογη ηδονή, αδελφοί μου, είναι κάθε μορφή μικρής ή μεγάλης αμαρτίας. Η αμαρτία τελικά είναι ένας παραλογισμός. Ο άγιος Μάξιμος επίσης λέγει πως «αιτία της πτώσεως των πρωτοπλάστων ήταν η γεύση της ηδονής, που τους μετέδωσε οδύνη». Ο πνευματικός νόμος λειτουργεί πάντοτε άψογα. Η παράνομη, παράλογη, εγωιστική ηδονή καταλήγει σε οδύνη. Η γλυκύτητα δίνει πικρότητα, σαν τα χαρούπια, τη τροφή των χοίρων, τη τροφή του άσωτου της γνωστής ευαγγελικής παραβολής.



Πώς θα ελευθερωθεί ο άνθρωπος από την οδύνη, την πικρότητα, που τον κουράζει και ταλαιπωρεί; Χρειάζεται να κοπιάσει, να πονέσει, ν’ αγωνισθεί, για να ξεπεράσει τον πόνο και να απελευθερωθεί από την οδύνη, που του πρόσφερε η γεύση της παράλογης ηδονής. Πώς θα γίνει όμως αυτό; Είναι εύκολο; Θα έχει αίσια αποτελέσματα; Αξίζει ν’ αγωνίζεται και κοπιάζει κανείς; Θα πραγματοποιηθεί διά του υπομονετικού, επίμονου, επιμελούς, δοκιμασμένου καλά και παραδεδομένου, γνήσιου ασκητικού αγώνος της Εκκλησίας μας. Η υπάρχουσα οδύνη της αμαρτίας θ’ αναχωρήσει μόνο διά μιας νέας οδύνης, βίας και ασκήσεως. Όταν όμως ο άνθρωπος για διαφόρους λόγους δεν αγαπά, δεν προσλαμβάνει και δεν ενστερνίζεται το απαραίτητο, ασκητικό, μαρτυρικό φρόνημα της αγίας μητέρας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας, τότε ο Πανάγαθος Θεός, που θέλει όλους να μας σώσει και να έλθουμε σε επίγνωση της αληθείας, δεν μας εγκαταλείπει, δεν μας ξεσυνερίζεται, αλλά μας επισκέπτεται με ένα άλλο τρόπο για να μας βοηθήσει.

Ποιός είναι αυτός ο άλλος τρόπος; Οι διάφοροι πειρασμοί, οι πολλές δοκιμασίες, οι καθημερινές θλίψεις, οι έκτακτες ασθένειες, σωματικές ή ψυχικές. Όλα αυτά παραχωρούνται, επιτρέπονται από το Θεό για την ανάνηψη, μετάνοια και σωτηρία μας. Με αυτές τις προϋποθέσεις και αυτή την προοπτική, αντιλαμβάνεσθε αγαπητοί μου, το βαθύ θέμα του πόνου και του νοήματός του στη ζωή μας. Δεν πρόκειται ασφαλώς για ατυχία, για κακή ώρα, για δυστυχία και τραγωδία, όπως λέγεται, αλλά για επίσκεψη Θεού, ευλογία, τρόπο και οδό προς αγιασμό, σωτηρία και λύτρωση.



Η υπομονή λοιπόν στο πόνο και η προσευχητική καρτερία φέρει την επίσκεψη της θείας Χάριτος. Ο έτσι καλοδεχούμενος πόνος καθαρίζει τη ψυχή. Αποδεικνύουμε την αγάπη μας στο Χριστό, με την αγόγγυστη υπομονή στο πόνο. Ο πόνος είναι ένας σταυρός, πάνω στον οποίο σταυρώνουμε τα πάθη μας. Μέσα από αυτή την εκούσια σταύρωση θ’ αναστηθεί ο αναγεννημένος εαυτός μας.


http://vatopaidi.wordpress.com

Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ ~ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ ~ Η ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ (του Ιωάννη Ελ. Σιδηρά)

-->
-->



Γράφει ο Ιωάννης Ελ. Σιδηράς                     

Θεολόγος – Εκκλησιαστικός Ιστορικός – Νομικός



Ο ΑΓΙΟΣ ΤΗΣ ΔΙΠΛΑΝΗΣ ΠΟΡΤΑΣ

ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΘΕΟΔΩΡΟΥΠΟΛΕΩΣ ΓΕΡΜΑΝΟΣ

Η ΕΝΣΑΡΚΩΜΕΝΗ ΤΑΠΕΙΝΩΣΗ ΤΟΥ ΦΑΝΑΡΙΟΥ

«Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των ουρανών» (ΜΘ. 5, 19)
 Ιωβηλαίον Τεσσαρακονταπενταετούς Αρχιερωσύνης (1972-2017).
 Το «οστράκινον σκεύος» της θείας χάριτος στη διακονία της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας.

   Ο ενθέου σοφίας πεπληρωμένος Άγιος Παΐσιος ο Αγιορείτης συχνά διέκρινε την έννοια του «Δεσπότου» (Dominus = Δεσπότης, Κυρίαρχος) από εκείνες του «Επισκόπου» και «Πατρός», επειδή ακριβώς κάποιος δύναται ευκολότερα για τον εαυτό του να είναι και να συμπεριφέρεται ως «Δεσπότης» παρά ως «Επίσκοπος» και «Πατέρας», που είναι όντως μέγα, επώδυνο και δυσχερές πνευματικό πάλαισμα. Κι αν πάλι ο ίδιος αισθάνεται αυτάρκης ως «Δεσπότης» εν τη αυταρεσκεία και φιλαυτία του, καθίσταται έτι περισσότερο δυσχερές να αποβάλει το του «Δεσπότου φρόνημα», ήτοι τον «Δεσποτισμόν», και να γίνει «όλος καθ’ όλα Επίσκοπος και Πατήρ».

   Η λέξη ή ο όρος «Δεσπότης» δεν συνάδει προς το πρόσωπο του Μητροπολίτου Θεοδωρουπόλεως Γερμανού, ο οποίος κατά την τεσσαρακονταπενταετή αρχιερατική διακονία του (1972-2017) είναι και παραμένει με όλη τη σημασία των λέξεων «Επίσκοπος» και «Πατέρας». Ίσως για ορισμένους να θεωρηθεί η γραφή τούτη ως «λόγος καθ’ υπερβολήν» – αλλά δεν είναι – επειδή όντως στο αγιοπνευματικό και γνησίως ασκητικό και όλο αγάπη και ταπείνωση πρόσωπο του Θεοδωρουπόλεως Γερμανού  οι όροι «Επίσκοπος» και «Πατήρ» της του Χριστού Μητρός Αγίας Μεγάλης Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας αποκτούν σε απόλυτο βαθμό την αληθή σημασία, πληρότητα και αξία τους. Ακόμη και αν κάποιος επιθυμήσει να προσεγγίσει τον Επίσκοπο και Πατέρα Γερμανό ως Δεσπότη, θα αντιληφθεί τάχιστα ότι πίπτει τραγικά έξω στους υπολογισμούς του ευρισκόμενος ενώπιον ενός αληθούς Επισκόπου, ο οποίος λαλεί «εν σιωπή» και «φαίνει τοις πάσι φως Χριστού» εν τη αφανεία του.

   Στο πρόσωπο του Φαναριώτου αυτού Ιεράρχου επαληθεύεται περίτρανα ότι υπάρχουν πρόσωπα στον αμπελώνα του Κυρίου, στο θαυμασίως θαυμαστό γεώργιον της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, τα οποία μας καθηλώνουν και μόνο με το νηπτικό, απαθές και καθάριο βλέμμα τους και μας σαγηνεύουν με την φωνή τους όσο ισχνή και να είναι. Πολλώ δε μάλλον με την «μυστική σιωπή» της φυσικής παρουσίας τους τελεσιουργούν στο εσώτατο «ταμείον της ψυχής» μας την εν Χριστώ θαυμαστή αλλοίωση, η οποία είναι έγερση, αφύπνιση, σεισμός και συνειδητοποίηση της αναξιότητός μας. Όταν τα βλέμματα των συγχρόνων ανθρώπων συναντούν το βλέμμα, το ουράνιο εκείνο βλέμμα, του αγίου αυτού Αρχιερέως μιά σκέψη γεννάται αυθορμήτως σε όλους, ότι δηλαδή στο πρόσωπό του ευρίσκει την απόλυτη εφαρμογή και επαλήθευσή του, το του Ευαγγελίου: «Ος δ’ αν ποιήση και διδάξη, ούτος μέγας κληθήσεται εν τη Βασιλεία των ουρανών» (ΜΘ. 5, 19).

   Ένα τέτοιο πρόσωπο μέσα στη ζάλη των πολλών εκατομμυρίων της Κωνσταντινουπόλεως είναι ο Άγιος Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, ο οποίος σφραγίζει με την παρουσία και σήμερα πια με την σιωπή του, ένεκα ασθενείας, την «ετέρα όψη», την μυστική και αγιοπνευματική, του Ιερού Κέντρου ως της Πρωτευθύνου Καθέδρας των Πανορθοδόξων, ήτοι του μαρτυρικώς καθαγιασμένου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το «εν ετέρα μορφή» πρόσωπό του είναι ωσάν να εξήλθε από κάποιο εικονοστάσιο της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και ήλθε μέσα στον ιστορικό χωροχρόνο της πολίτικης Ρωμηοσύνης και της Ορθοδοξίας να γίνει πυξίδα και οδοδείκτης κατά τους εσχάτους χρόνους. Σχεδόν ακατανίκητη η μορφή, η οσιακή όψη, του προσώπου του εντυπώνεται στα εσώτατα της μνήμης και της καρδίας των ανθρώπων, εάν έστω και για μία φορά είχαν και έχουν την από Θεού ευλογημένη ευκαιρία ή συγκυρία, να τον συναντήσουν και να λάβουν την ευχή του, παρά τη δυσκολία του εγχειρήματος, επειδή πάντοτε με ευγενικό τρόπο αρνείται να δεχθεί χειροφίλημα του προσερχομένου, λέγοντας με την γλυκεία φωνή του: «παρακαλώ… παρακαλώ» και κρύπτει το ασκητικό χέρι του μέσα στο ράσο.


   Στα στενά πολίτικα σοκάκια και στα φαναριώτικα καλντερίμια, στα πνιγμένα από κόσμο πεζοδρόμια και στις πολύβοες οδούς, στα πονεμένα κοιμητήρια των Ρωμηών και στην άγρυπνη και επισκοπούσα Μπαλουκλιώτισσα Παναγιά, στα Αγιάσματα και στον Πατριαρχικό οίκο και ναό προβάλλει η σχεδόν «αποκαλυπτική», αέρινη μορφή του μελανοφόρου Φαναριώτου Ιεράρχου, ο οποίος αίρει στους κατ’ άνθρωπον ασθενικούς ώμους του, εν μυστική σιωπή, μετά πολλής προσευχής και βαθείας πίστεως, το «μυστικό σώμα της Ορθοδοξίας, του φαναριώτικου ιδεώδους και της πολίτικης Ρωμιοσύνης». Ένας Αββάς των εσχάτων χρόνων, ως άλλος κοσμοκαλόγερος ή ασκητικός αναχωρητής «εν τω κόσμω», αλλ’ «ουκ εκ του κόσμου τούτου», ο μυσταγωγός αυτός της αυτοταπεινώσεως θραύει τα γήινα και ερεθίζει τις ανθρώπινες αισθήσεις του σύγχρονου κοσμικού προσκυνητού της πονεμένης και «αεί ζώσης» Παναγιοσκεπάστου Κωνσταντινουπόλεως και του μαρτυρικώς καθαγιασμένου Πρωτοθρόνου Οικουμενικού Πατριαρχείου. Τούτο πιστοποιείται όταν ο τυχαίος προσκυνητής  ή επισκέπτης καθορά, ακούει, συνομιλεί και «βάζει μετάνοια» στον Θεοδωρουπόλεως Γερμανό.

   Η ευλαβής επετειακή ταύτη ιχνηλασία στα περί του βίου του Επισκόπου Γερμανού μάς οδηγεί ογδόντα επτά έτη πίσω στην ιστορία και στο πολύφημο Μακροχώρι όπου την 17η Σεπτεμβρίου του 1930 εγεννήθη ο Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός (Αθανασιάδης) και μάλιστα ουδόλως τυχαία κατά την ημέρα της εορτής της μάρτυρος Μητρός Αγίας Σοφίας μετά των τριών μαρτύρων θυγατέρων αυτής, Πίστεως, Ελπίδος και Αγάπης των οποίων τα ονόματα είναι δηλωτικά των θειοειδών αρετών του πολιού Φαναριώτου Ιεράρχου, ο οποίος αποτελεί την «ενσαρκωμένη Σοφία, Πίστη, Ελπίδα και Αγάπη» του εσταυρωμένου Φαναρίου και της εσταυρωμένης πολίτικης Ρωμηοσύνης.

   Φιλομαθής και μετά ζήλου ευρυμαθής εφοίτησε αρχικώς στην εκτατάξια αστική σχολή της κοινότητος Μακροχωρίου, στο Γυμνάσιο της Πατριαρχικής Μεγάλης του Γένους Σχολής και εν συνεχεία στο γυμνασιακό και λυκειακό τμήμα της εν Χάλκη Ιεράς Θεολογικής Σχολής εκ της οποίας απεφοίτησε το έτος 1954 μετά από τετραετείς επιτυχείς σπουδές. Εχειροτονήθη Πρεσβύτερος την 15η Αυγούστου 1966 και επροχειρίσθη Αρχιμανδρίτης διορισθείς μάλιστα και Πρωτοσύγκελλος της Ιεράς Μητροπόλεως Δέρκων υπό του Γέροντός του, αοιδίμου Μητροπολίτου Δέρκων Ιακώβου (Παπαπαϊσίου), κατά την 29η Οκτωβρίου 1966. Εξελέγη Επίσκοπος Αριανζού την 11η Ιανουαρίου 1972 και παρέμεινε ως Βοηθός Επίσκοπος της Ιεράς Μητροπόλεως Δέρκων μέχρι την 5η Φεβρουαρίου 1987, οπότε ονομάσθηκε Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως προαχθείς σε ενεργεία Μητροπολίτη την 2α Οκτωβρίου 1990. Υπό του αοιδίμου Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου (1972-1991) την 10η Ιανουαρίου 1991 ετοποθετήθη Ηγούμενος της κατά Χάλκη Ιεράς Μονής Αγίας Τριάδος και την 21η Δεκεμβρίου 1995 ανετέθη σε αυτόν υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου το μυστήριο της Ιεράς Εξομολογήσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Κωνσταντινουπόλεως και των παρακειμένων Ιερών Μητροπόλεων.

   Η πορεία της ζωής και της λευϊτικής και αυτοθυσιαστικής διακονίας του Επισκόπου Γερμανού ως Φαναριώτου Ιεράρχου είναι τιμή και δόξα, βακτηρία και ελπίδα, τροφή και ύδωρ επιβιώσεως, σταυραναστάσιμον έλαιον για την «ακοίμητη κανδήλα» της εσταυρωμένης και «αεί ζώσης» Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας. Στο ασκητικό πρόσωπο και την Χριστομίμητη διακονία του Επισκόπου και Πατρός Γερμανού ενσαρκώνονται και υποστασιοποιούνται τα γραφόμενα του φιλόμουσου και μουσοστεφούς Φαναριώτου Μητροπολίτου Πέργης Ευάγγελου (Γαλάνη) για τους «ευγενείς ρασοφόρους και φωτισμένους Φαναριώτες Αρχιερείς», υπό τον τίτλο: «Αθλούντες Γενειάτες», ο οποίος γράφει χαρακτηριστικά: «Οι Φαναριώτες Αρχιερείς και ο τύπος τους. Κράμα δύο παραγόντων. Του τοπικού και του εκκλησιαστικού. Του μυστικοπαθούς περιβάλλοντος και του μυσταγωγικού θεσμού τους. Της Πόλης και τους Οικουμενικού Πατριαρχείου. Η νοηματική τους αναπαλαίωση από το πρώτο. Ο Φαναριωτισμός τους από τον δεύτερο. Από τους δύο, ο ιδιώνυμος τύπος τους. Ο τύπος του Φαναριώτη Αρχιερέα. Υπόσταση, ανάμεσα σε ιδιότυπη ασκητικότητα και συνείδηση του βιουμένου μυστηρίου. Ο Φαναριώτης Ιεράρχης είναι ο λάτρης του θεσμού του. Ο υπηρέτης του θαύματος που λέγεται Οικουμενικό Πατριαρχείο. Έχει διακίνηση ιδεών στο νού και λειτουργικότητα στις ενέργειές του… οπός πολυχρόνιας ζύμης ξεχύνεται μπροστά στον Φαναριώτη Αρχιερέα. Χυμός γνώσεως και ευσεβείας. Μ’ αυτόν τρέφει και κατευθύνει τις ροές της διακονίας του, στην πηγή των λύσεων. Έχει ευθύνη έναντι της ευθύνης. Από την «ακρίβεια» του λόγου του μέχρι την «οικονομία» του. Έχει και έγκυψη βαθεία στο ρίγος του χώρου του. Στο λόγο του χώρου του…

 


   Οι Αρχιερείς του Φαναρίου! Συμπορεύονται με τον Πατριάρχη τους. Τρέχουν «οι δύο ομού». Και τρέμουν μαζί με τον Πατριάρχη τους. Μαζί και στην εκκίνηση και στο τέρμα. Στην τριβή πάνω στο μυστήριο της Μεγάλης Εκκλησίας. Όπου κοινωνούν και απολύονται μαζί. Από τη θεία χάρη. Και με ίδιο πάθος. Φοβούνται το Θεό. Συνομιλούν με την ιστορία. Συμβουλεύονται τη μαρτυρία των Πατέρων τους».

   Όσο κι αν οι αφ’ υψηλού κρίνοντες τα πρόσωπα και με κοσμικό φρόνημα διατυπώνουν άφρονα λόγο κατηγοριοποιώντας τους ανθρώπους ανάλογα με τις περγαμηνές και τους παπύρους που έχουν αποκτήσει ή την κάλπικη και υποκριτική «διπλωματία» που κενόδοξα και ματαιόδοξα προβάλλουν ως «αρετή και χάρισμα», εντούτοις στο γνήσιο και αληθές πρόσωπο του Επισκόπου Γερμανού παντά τα ως άνω κίβδηλα, μάταια και ψευδή καταρρίπτονται. Ο πολιός αυτός Ιεράρχης της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας ως «η ενσαρκωμένη ταπείνωση του Φαναρίου», αν και φαντάζει στα όμματα των κοσμικών κριτών ως «εύθραυστον οστράκινον σκεύος» χωρίς βαρύγδουπους τίτλους και διπλώματα της «κατά κόσμον» αναγνωρίσεως, εντούτοις είναι τω όντι όντως «άθραυστον ιερώτατον δοχείον θείας χάριτος και εμπνεύσεως», στο οποίο μυστικά εμπερικλείονται τα του Παρακλήτου χαρίσματα της κατά Θεόν σοφίας και γνώσεως και της εν Χριστώ αληθείας που κονιορτοποιούν τα προσωπεία της δήθεν διπλωματικότητος και της ασόφου σοφίας του κόσμου τούτου.

   Επειδή ο ίδιος μετέχει οντολογικά (υπαρξιακά) στο «μυστήριον της ευσεβείας» εν τη Εκκλησία και μάλιστα ως ιεροφάντης και μύστης ιερώτατος στην κενωτική διακονία της σταυραναστασίμου Μεγάλης Εκκλησίας βιώνοντας το του Αποστόλου των Εθνών Παύλου: «ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2, 20), και φέροντας επί των ώμων και των τιμίων χειρών αυτού και της όλης αφανούς βιοτής του «ως εν λιτανεία» τον σταυρό και την ανάσταση του Θεανθρώπου Χριστού, θα μπορούσε να ειπωθεί και να γραφεί ότι ο συγκεκριμένος μεγάλος εν σιωπή Ιεράρχης του Οικουμενικού Θρόνου είναι ο του Χριστού αληθέστατος και γνησιότατος Επίσκοπος και Πατήρ, στον οποίο ενσαρκώνονται και υποστασιοποιούνται τα «Τέσσερα Άλφα», ήτοι οι κατά Χριστόν αρετές της «Ανεξικακίας, Αφιλαργυρίας, Αυτοταπεινώσεως και Ανεπιτηδεύτου βιοτής». Ίσως ακούγεται παράδοξο ότι ο γράφων αποκαλεί τον Θεοδωρουπόλεως Γερμανό ως τον Επίσκοπο των «Τεσσάρων Άλφα», αλλ’ όμως δεν είναι αβάσιμο και ψευδές, επειδή ακριβώς η όλη περπατησιά του, η εν Χριστώ ζωή και διακονία του αποδεικνύουν περίτρανα του λόγου το αληθές και αψευδές.

   Ναι! Ο Επίσκοπος των «Τεσσάρων Άλφα», Μητροπολίτης Θεοδωρουπόλεως Γερμανός ως «έμφλογο θυμιατήριον» αγάπης παρά τις κατ’ άνθρωπον πίκρες και δοκιμασίες του ουδέποτε έδωκε χώρο στα αρετοκτόνα πάθη της κακίας, του μίσους, του φθόνου, της καταλαλιάς ή της εκδικητικότητος. Παραμένει η «ενσαρκωμένη εν Χριστώ αγάπη» της πονεμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Ακόμη και με την σιωπή του, το κατά τους νηπτικούς Πατέρες «απαθές βλέμμα» του λαλεί ως «εύλαλον αντίφωνον» ότι ο «Θεός αγάπη εστί» (Α΄ Ιω. 4, 16) και ο ίδιος ως πιστός τηρητής των του Κυρίου εντολών ενσαρκώνει έργοις και λόγοις την προς «τον πλησίον αγάπη», γενόμενος «τύπος και υπογραμμός» για κάθε κληρικό και λαϊκό, για πάντα άνθρωπο ανεξαρτήτως εθνοφυλετικής καταγωγής ή θρησκευτικής αναφοράς.

   Σύμφωνα με την περί ανεξικακίας και ενθέου αγάπης του Επισκόπου Γερμανού προς Χριστιανούς και Μουσουλμάνους της Πόλεως, ζώσα μαρτυρία του Κωνσταντινουπολίτη, κατοίκου σήμερα Κομοτηνής, Παναγιώτη Καρακάση, υιού του αειμνήστου Ηλία Καρακάση, στενού φίλου του Ιεράρχου, «ο Μητροπολίτης Γερμανός ως αληθής άνθρωπος Θεού, Επίσκοπος και Πατέρας, έχαιρε εκ νεότητος της εκτιμήσεως, του σεβασμού και της αγάπης όχι μόνον των Χριστιανών αλλά και των Μουσουλμάνων, επειδή και οι ίδιοι βίωναν την «δι’ έργων ενεργουμένη αγάπη» του και προς αυτούς. Γι’ αυτό ο γείτονας και φίλος του Ηλία Καρακάση, μουσουλμάνος φαρμακοποιός της κοινής τους γειτονιάς, κάθε φορά που έβλεπε να διαβαίνει ο Επίσκοπος Γερμανός την γειτονιά, έλεγε και ξανάλεγε στον Ηλία: «Ηλία, αυτός ο άνθρωπος είναι αγιασμένος από τον Θεό, είναι όντως άγιος».

   Είναι πλέον παροιμιώδης η αφιλαργυρία και αφιλοχρηματία του Επισκόπου Γερμανού καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του κατά την οποία ο Χριστός και ο άνθρωπος αποτελούν το «συναμφότερον» της υπάρξεώς του και όχι ο εφήμερος πλούτος και τα φθαρτά κτιστά υλικά αγαθά. Διά τούτο και ουχί καθ’ υπερβολήν θα τον ονομάζαμε «Γερμανός ο Ανάργυρος». Καθώς μάλιστα γράφονται αυτές οι αράδες ως κατάθεση και δώρημα ψυχής, ανακαλούνται με έντονη συγκινησιακή φόρτιση στη μνήμη μας, σχεδόν αυτομάτως, τα όσα ο κ. Παναγιώτης Καρακάσης και ο Γ.Μ., κάτοικος Βόλου, ο οποίος ευρέθη κάποτε εξομολογούμενος υπό το πετραχείλι του, μάς μετέφεραν προ πολλών ετών διηγούμενοι τα της θαυμαστής αφιλοχρηματίας, της υποδειγματικής αφιλαργυρίας του Επισκόπου Γερμανού, ο οποίος σε όλη την ζωή του δεν κράτησε ποτέ χρήματα στα χέρια του και οι τσέπες του, κατά το «κοινώς λεγόμενον», ήταν «τρύπιες», επειδή πάντοτε και αδιαλείπτως προσέφερε όλα τα χρήματά του προς πάντα έχοντα ανάγκη άνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκείας ή εθνοφυλετικής καταγωγής.

   Σύμφωνα λοιπόν με τα όσα μαρτυρούν τα δύο ως άνω πρόσωπα: «όταν κάποτε ο Επίσκοπος Γερμανός έπεσε θύμα κλοπής, επειδή κάποιος του είχε αφαιρέσει το πορτοφόλι στο δρόμο ή σε κάποιο μέσο μαζικής μεταφοράς με το οποίο μετεκινείτο, εκείνος αντιληφθείς αργότερα το γεγονός και με απόλυτη αταραξία και γαλήνη είπε προς τους σχολιάζοντες το συμβάν ότι δεν τον ενόχλησε η κλοπή του πορτοφολιού διότι εκείνος που το έκλεψε, θα είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τον ίδιο, αλλά αισθανόταν λύπη, επειδή, δυστυχώς, στο πορτοφόλι του δεν υπήρχαν καθόλου χρήματα και ο κλέφτης δεν θα ελάμβανε την βοήθεια που τόσο επιποθούσε». Τα πλείονα σχόλια νομίζουμε πως είναι περιττά…, αλλά εν προκειμένω προσήκει τω όντι μόνο μία φράση: «Ω της μακροθυμίας και συγχωρετικότητος…».

   Ο Επίσκοπος Γερμανός ενεδύθη το τιμημένο ράσο και ενετάχθη στον ιερό άγαμο κλήρο για να υπηρετήσει: «εξ όλης ψυχής, καρδίας και διανοίας», εξ άκρας αυτοθυσιαστικής αυταπαρνήσεως και εν Χριστώ κενωτικής αγάπης, την Αγία Ορθόδοξη Εκκλησία και δη την εσταυρωμένη Μητέρα Αγία Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία και τον ευσεβή και φιλόχριστο λαό του Θεού, και όχι έχοντας ως αυτοσκοπό την επισκοποποίησή του, την οποία ουδέποτε επεδίωξε ή διεκδίκησε με μεθοδεύσεις ή λοιπές ανοίκειες πρακτικές, φαινόμενο θλιβερό άλλωστε στις ημέρες μας, ουχί σπάνιο ή άγνωστο…

   Με την προσευχητική σιωπή και την ως ελευθέρα επιλογή νηπτική, αφανή και άνευ κενοδόξων επιδείξεων και ματαιοδόξων τυμπανοκρουσιών δράση του στην όλη ιερατική διακονία του ήταν ο «μονίμως απαρατήρητος» ή ο μη «υπολογίσιμος» στα όμματα των ρηχών ανθρώπων, αλλά ο «ευαρεστών αδιαλείπτως Κυρίω τω Θεώ» και «αναπαύων λόγοις και έργοις τον φιλοθέον λαόν», που επιθυμούσε δικαίως την επισκοποποίησή του, η οποία ήλθε ολίγους μήνες προ της κοιμήσεως του Πατριάρχου Αθηναγόρου Α΄ (1948-1972), κατόπιν των αόκνων και ανυστάκτων προσπαθειών του Γέροντός του, αοιδίμου και αξίου Μητροπολίτου Δέρκων Ιακώβου (1950-1977), του από Ίμβρου και Τενέδου, ο οποίος όταν συχνάκις εγίγνετο δέκτης της αγάπης που έτρεφε ο λαός και οι επιφανείς Πολίτες προς το πρόσωπο του τότε Αρχιμ. Γερμανού, καθώς και της επιμόνου απαιτήσεώς τους να «λάβει μίτρα», εκείνος απαντούσε με χαμόγελο: «ουκ επέστη καιρός». Όταν όμως επέτυχε την εκλογή και ανάδειξή του στο Επισκοπικό αξίωμα, παρά το γεγονός ότι ο αοίδιμος και αυστηρός Πατριάρχης Αθηναγόρας ήταν φειδωλός στις επισκοποποιήσεις αλλά και πολλοί αρχιερείς ίσως δεν επίστευαν ότι θα μπορούσε ο «αφανής Γερμανός» να εκλεγεί Αρχιερεύς, εκείνος ο σοφός Μητροπολίτης Δέρκων εδήλωσε περιχαρής και συγκινημένος προς τους φίλους του τότε Πρωτοσυγκέλλου Γερμανού, ότι: «νυν επέστη καιρός».

   Ως Επίσκοπος Αριανζού ο Γερμανός δεν παρεφρόνησε λόγω του ύψους του Αρχιερατικού αξιώματος ούτε και μετήλλαξε το ύφος και το ήθος, τον λόγο, την εν τω κόσμω περπατησιά και την νηπτική βιοτή του, αλλά έτι περισσότερο επεπόθησε την αυτοταπείνωση και το ανεπιτήδευτο στην όλη βιοτή και πολιτεία του. Υποδειγματικός στα αρχιερατικά και πνευματικά καθήκοντά του εν τη Εκκλησία και υπέρ του λαού του Θεού, ανήλθε την ασκητική κλίμακα γενόμενος «τύπος και υπογραμμός» για κληρικούς και λαϊκούς. Η δε φήμη του για την οποία ουδέποτε εργάσθηκε, επειδή ακριβώς ηνάλωσε την όλη ύπαρξή του για την δόξα του ονόματος του Θεού, της Μητρός Εκκλησίας και την ωφέλεια των ανθρώπων, ξεπέρασε τα όρια της Κωνσταντινουπόλεως και κατέστη γνωστή τοις πάσι, «τοις εγγύς και τοις μακράν».


   Ουδέποτε απέκτησε πλούτο, αυτοκίνητο, πολυτελή οικήματα, βαρύτιμες στολές, εγκόλπια και τόσα άλλα που είναι ο έρως ενίων, αλλά με τα ολίγα επορεύθη και με σεμνότητα, εγκράτεια, αυτάρκεια και λιτή ζωή επεβίωσε. Έδινε και δεν λάμβανε. Προσέφερε και δεν ζητούσε, ούτε κατά διάνοιαν απαιτούσε ή διεκδικούσε ουδέν. Εφρόντιζε με αγάπη και στοργή την μητέρα του μέχρι της κοιμήσεώς της και ο πιστότερος φίλος του ήταν οι ιερές ακολουθίες και η εν γένει μυστηριακή και λειτουργική – λατρευτική ζωή της Αγίας Ορθοδόξου Εκκλησίας, η μελέτη των Αγίων Γραφών και της Πατερικής και ασκητικο-νηπτικής θεολογίας, η προσευχή και η νηστεία. Πόσες και πόσες ψυχές ως εξομολόγος δεν οδήγησε «εις νομάς σωτηρίους» με τον λόγο, την σιωπή του, τις κινήσεις και την ευγένειά του, το χαμόγελο και το βλέμμα του, την ασκητική βιοτή και την ταπείνωσή του, εν άλλαις λέξεσι, με το οσιακό παράδειγμά του.

   Ακόμη ενθυμούμαι ωσάν να ήταν χθες τα όσα συγκινημένος μου διηγήθηκε προ πολλών ετών ο Γ.Μ. από τον Βόλο, όταν ευρέθη στην Ιερά Μονή της Μπαλουκλιώτισσας Παναγίας για να βρει, όπως του είχαν πει οι εξ Ελλάδος κληρικοί, τον «Άγιο Δεσπότη» , τον Θεοδωρουπόλεως Γερμανό και να εξομολογηθεί. Ήταν σαράντα ετών άντρας και ουδέποτε είχε βρεθεί κάτω από πετραχείλι. Τον έπνιγαν οι λογισμοί και ο αόρατος πόλεμος του αντιδίκου ήταν κραταιός. Εφοβείτο και εδίσταζε να εξομολογηθεί και μάλιστα σε Φαναριώτη Αρχιερέα. Όταν όμως το βλέμμα του αντίκρισε το πρόσωπο και κυρίως τα μάτια του Επισκόπου Γερμανού και στην κίνησή του να φιλήσει το χέρι του, άκουσε εκείνη την αγγελομίμητη ισχνή φωνή: «παρακαλώ… παρακαλώ…», καθώς ο Γέρων Επίσκοπος έκρυπτε το ασκητικό αγιασμένο χέρι του μέσα στο ράσο, ποταμοί και ωκεανοί δακρύων επλημμύρισαν τα μάτια του και με λυγμούς έκλινε τον αυχένα και εξομολογήθηκε. Διελύθησαν πάραυτα και οι φόβοι και οι δισταγμοί και οι ποικίλοι λογισμοί. Εκεί που υπήρχε σκότος, ήλθε φως. Εκεί που η ασφυξία κυριαρχούσε μέσα του και τον κατέπνιγε, εφύσηξε αέρας δροσερός, πνοή ζώσα. Εκεί που το πυρ της συνειδήσεως κατέκαιε τα πάντα, εδόθη η ζωογόνος δρόσος και τα δάκρυα ως ουράνιος λουτήρ και λουτρόν παλιγγενεσίας μετεμόρφωσαν τον χοϊκό άνθρωπο. Μία φράση ως ιερά παρακαταθήκη φυλάττει ο Γ.Μ. από τα χείλη του Επισκόπου Γερμανού: «Κανείς άλλος δεν σε αγαπά, όπως και όσο ο Χριστός. Μη το λησμονείς ποτέ». Και μετά σιωπή… ο παράκλητος έπνευσε. Στο καθαγιασμένο λοιπόν πρόσωπο του αφανεστάτου αυτού Φαναριώτου Αρχιερέως φαίνεται πως εκπληρούται ο λόγος του Αποστόλου των εθνών Παύλου: «τοιούτος γαρ ημίν έπρεπεν αρχιερεύς, όσιος, άκακος, αμίαντος…» (Εβρ. 7, 26).


   Εσπέρας Μεγάλης Πέμπτης στον Πάνσεπτο Πατριαρχικό Ναό του Αγίου Γεωργίου και μετά την ανάγνωση του Α΄ Ευαγγελίου από τον Παναγιώτατο Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, οι Αρχιερείς του Θρόνου, κατά την τάξη της Μεγάλης Εκκλησίας, με Ωμόφορο και Πετραχείλι, αναγιγνώσκουν από την Ωραία Πύλη, κατά σειρά έκαστος και από ένα εκ των Δώδεκα Ιερών Ευαγγελίων. Έρχεται και η σειρά του Θεοδωρουπόλεως Γερμανού για την ανάγνωση του Ιερού Ευαγγελίου, η οποία δεν είναι μία απλή ανάγνωση, αλλά μία μυσταγωγία καθώς η «ενσαρκωμένη ταπείνωση του Φαναρίου» μυσταγωγεί τα του Κυρίου σεπτά Πάθη και την «άκρα ταπείνωση» της μακροθυμίας Του. Αυτά δεν γράφονται, αλλά μόνο βιώνονται έως μυελού οστέων. Βιώνονται εν σιωπή… απολύτω σιωπή… και εν νηπτική κατανύξει…

   Ο Επίσκοπος Γερμανός ως Αρχιερεύς της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας από το 1972 και μέχρι σήμερα εστάθη αληθής και γνήσιος, υποδειγματικός και άξιος συγκυρηναίος ενώπιον τριών Οικουμενικών Πατριαρχών, ήτοι των Αθηναγόρου, Δημητρίου και Βαρθολομαίου του πολλαπλώς και ποικιλοτρόπως τιμώντος τον πολιό Φαναριώτη Ιεράρχη. Τοιουτοτρόπως ανεδείχθη σε «τύπο και υπογραμμό Φαναριώτου Ιεράρχου», στο πρόσωπο του οποίου ευρίσκει εφαρμογή η μνημονευομένη υπό του αοιδίμου σοφού Μητροπολίτου Σάρδεων Μαξίμου (1914-1986) ρήση του μάκαρος Οικουμενικού Πατριάρχου Βενιαμίν Α΄ (1936-1946), ο οποίος συνήθιζε να λέγει για τους Φαναριώτες Ιεράρχες: «Είναι ο όρκος μας για την συνέπεια και την συνέχεια».

   Στην χορεία αυτή των του Φαναρίου Ιεραρχών, εν οις και ο Θεοδωρουπόλεως Γερμανός, αναφερόμενος με «δέος και θάμβος» ο Μητροπολίτης Πέργης Ευάγγελος γράφει: «Ασίγητοι μπροστά στο θάμβος του μυστηρίου της Εκκλησίας τους. Και πιστοί στον όρκο της συμπαθείας τους με τη ρωμηοσύνη. Αυτή είναι η συνέπεια της υπογραφής τους στους κώδικες των Συνοδικών. Και του «μικρού», όπου τους βλέπει κατά μόνας ο Θεός. Και του «Μεγάλου», όπου τους θεωρεί ο κόσμος. Από τα δύο αυτά Συνοδικά παίρνουν την ειδημοσύνη τους, που με τον καιρό τούς ιδιοποιεί. Μέχρι που γίνονται μεγαλοσχήμονες της καρτερίας. Ισοβίτες άγγελοι της εγρηγόρσεως του γένους. Και φανολίδες αυγές που εκφαίνουν την καθημερινότητα της μαρτυρίας. Οι Φαναριώτες Αρχιερείς είναι πνεύματα που απεργάζονται την εκφαντορία του τριπτύχου μυστηρίου της ζωής μας. Της Πόλης, της Εκκλησίας, της Ρωμηοσύνης.

   Τύπος κατεστημένος αυτός του Φαναριώτη Ιεράρχη. Από στοιχεία βιωματικά. Με τη μνημονευτική τους θητεία μέσα στους ιστορικούς ιδιασμούς των προκατόχων τους. Με τη μυστική θεωρία παλαίτυπων μορφωμάτων της πατερικής και θεολογικής αχραντωσύνης τους. Όλα, μέσα σε μιά σύμμιξη στην κοινή πάθηση. Εκεί όπου βρίσκεται αποτυπωμένη ολόκληρη η χαριστική θυσία αυτών «των ευγενών ρασοφόρων» της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. Η μορφή του πυρακτώνεται από την κρίση της κάθε ώρας, ή από την λάμψη της αλήθειας. Από την αιθρία της ημέρας ή από τον κλύδωνα των περιοϊάσεων.

   Ο Φαναριώτης Αρχιερέας είναι τύπος. Έτσι τον έκανε ο χωροχρόνος του. Να μη μοιάζει με κανένα, και να μοιάζει μόνο με το Φανάρι. Να εμπεριέρχεται στο μυστήριό του και στο μυστήριο της Πόλης. Με την αρχαιοφάνεια και τη θεογνωσία του. Κι ο λόγος του να περνάει στα κατάστιχα του Θρόνου. Και νάναι ο Θρόνος ο Πατριάρχης της καρδιάς του. Με συνέπεια και με συνέχεια. Από το χθες στο σήμερα. Κι από το σήμερα στο αύριο».


   Όταν προ καιρού έλαβον υπό του φιλίστορος και ιστοριοδίφου Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Καλλιουπόλεως και Μαδύτου, Πρωτοσυγκελλεύοντος των Πατριαρχείων, κ. Στεφάνου το δημοσιευμένο πόνημα του Τάσου Μιχάλα, υπό τον τίτλο: «Στην Πόλη. Στην Αγιά Σοφιά» (Αθήνα 1984), ευρέθην ενώπιον ενός πνευματικού θησαυρού που δεν είναι άλλος από την καταγεγραμμένη συνέντευξη του τότε Βοηθού Επισκόπου Αριανζού Γερμανού, ο οποίος τοποθετείται για όλα τα ζητήματα του εν γένει κοινωνικού, πνευματικού και εκκλησιαστικού βίου.

   Από δε το σύνολο της πολυτίμου εκείνης συνεντεύξεως παραθέτουμε τρία αποσπάσματα. Το πρώτο εξ αυτών αναφέρεται στην διακονία του ως Φαναριώτου Ιεράρχου υπέρ της Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας και του ευσεβούς Ρωμαίηκου Γένους ημών στην Θεοτοκοσκέπαστη Κωνσταντινούπολη, επισημαίνοντας τα εξής: «Η ελπίδα να υπηρετήσουμε το λαό του Θεού για να μείνει μία ρίζα. Η ελπίδα πως θάρθουν καλύτεροι καιροί και θα υπάρξει συνεργασία ανάμεσα στους γειτονικούς λαούς. Αγωνιζόμαστε να βοηθήσουμε τους Χριστιανούς μας να σηκώσουν το σταυρό τους. Βέβαια, όλες οι μέρες είναι του Θεού και γι’ αυτό είναι καλές. Χρειάζεται μόνο εγρήγορση. Σήμερα διαβάσαμε στην προηγιασμένη τον πολύαθλο Ιώβ. Ο διάβολος πίστεψε πως με τις δυσκολίες του θα τον αφανίσει, όμως στη ζωή του Ιώβ δεν μπόρεσε να θριαμβεύσει ο σατανάς…».

   Για τον τότε Επίσκοπο Αριανζού ο πνευματικός αγώνας του Χριστιανού, κληρικού ή λαϊκού, είναι sine qua non όρος και προϋπόθεση για την εν Χριστώ σωτηρία. Ο ίδιος υπογραμμίζει σχετικά ότι: «Η σωτηρία του ανθρώπου είναι μυστήριο. Θα κοπιάσεις, θα δουλέψεις, θα αγωνιστείς, αλλά τελικά ο Θεός θα σου δώσει το έπαθλο. Μεταξύ καλού και κακού μάς χωρίζει μιά τρίχα. Το μέλλον δεν το γνωρίζουμε. Εδώ έχουμε έγγαμους κληρικούς με υπέροχες οικογένειες και άγαμους που αγωνίζονται να δώσουν καλή μαρτυρία. Δεν υπάρχει ξεχωριστή ηθική για τους άγαμους κληρικούς, ξεχωριστή για τους εγγάμους και διαφορετική για τους λαϊκούς. Όλοι οφείλουμε να βαδίσουμε τη στενή και τεθλιμμένη οδό της αρετής».

   Ιδιαίτερα σημαντικές για τη σύγχρονη εποχή είναι οι διδαχές του σοφού Ιεράρχου για τον θεσμό της οικογενείας και της τεκνογονίας, ο οποίος αναφέρει τα εξής διδακτικά και νουθετήρια: «Όπως ο άγαμος, έτσι και ο έγγαμος, θα πρέπει να βλέπει τον κόσμο με το μάτι του Θεού. Όχι μόνο ο άγαμος, αλλά και ο έγγαμος επιβάλλεται να ασκείται στην εγκράτεια. Η τεκνογονία είναι προσωπικό θέμα των συζύγων και ανήκει στη σφαίρα της προσωπικής τους ευθύνης. Ένας Χριστιανός δεν μπορεί ποτέ να φθάσει σε ανταρσία κατά του θελήματος του Θεού, που είναι η διαιώνιση του είδους και η συνέχιση της ζωής. Είναι καλό πράγμα οι Χριστιανικές οικογένειες να έχουν ένα, δύο, το πολύ τρία παιδιά. Να αρκούνται σ’ αυτά, γιατί τα πολλά παιδιά έχουν και ανάλογες φροντίδες και οικονομικά βάρη και απαιτούν πολλή σωματική αντοχή. Όμως, όταν υπάρχει οικονομική άνεση, αντί να έχουμε δέκα σκυλιά ή γατάκια, ας μη διστάζουμε να προχωράμε και στα τέσσερα και στα πέντε παιδιά. Η μεγάλη οικογένεια είναι και αυτή δώρο Θεού, βέβαια υπό τον όρο ότι οι γονείς μπορούν με υπευθυνότητα και επιμέλεια να φροντίζουν για την υλική και πνευματική προκοπή των παιδιών τους

   Ναι στα παιδιά, υπό τον όρο βεβαίως, ότι θα παρεμβάλλουν στη ζωή των συζύγων ευτυχία… και όχι φθορά… ο πατέρας μου είχε έξι αδέλφια και το ένα ήταν καλύτερο απ’ το άλλο. Εμείς θα ήμασταν πέντε παιδιά, αλλά τα δύο τα δώσαμε στους ουρανούς».

   Στο ερώτημα του Τάσου Μιχάλα: «Τί γνώμη έχετε για τον τούρκικο λαό;», ο άγιος αυτός άνθρωπος ως του Θεού άνθρωπος και αληθής Επίσκοπος απαντά απερίφραστα μετ’ αγάπης και ανεξικακίας, ότι: «Είναι καλός. Εμείς που κάναμε στην Μ. Ασία και στην Καλλίπολη τη στρατιωτική μας θητεία, γνωρίσαμε πολλές υπηρεσίες από το λαό. Αλλά και εδώ οι γείτονες μάς εκτιμούν και τους εκτιμάμε. Δεν έχουμε προβλήματα. Μάλιστα, σε δύσκολες περιπτώσεις συνεργαζόμαστε στενά. Εδώ απ’ έξω υπάρχει ένα ρυάκι που πολλές φορές το χειμώνα η στάθμη του ανέρχεται ενάμισυ ως δύο μέτρα. Τότε αγωνιζόμαστε όλοι μαζί να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο. Επίσης, πολλοί Τούρκοι δημογέροντες της περιφερείας μας βοηθάνε Έλληνες που έχουν ανάγκη να πάρουν απ’ την κυβέρνηση οικονομική ενίσχυση. Οι λαοί έχουμε όλοι καλές καταβολές. Είναι οι πονηρές επιδιώξεις των κατά καιρούς κυβερνήσεων που δημιουργούν εχθροπάθεια».

   Τέλος, η τοποθέτηση του σοφού Επισκόπου Γερμανού για την πορεία της Εκκλησίας στον σύγχρονο κόσμο αποτελεί ιερά παρακαταθήκη για όλους μας, κληρικούς και λαϊκούς, που πολλές φορές διατυπώνουμε ρηχό και άκριτο λόγο στο πλαίσιο ενός ψευδοδιλήμματος περί εκσυγχρονισμού ή οπισθοδρομήσεως, αναφέροντας χαρακτηριστικά: «Η Εκκλησία μας είναι απόλυτα εκσυγχρονισμένη. Πάντοτε προχωράει κρατώντας την ουσία και θέλοντας να βοηθήσει τον άνθρωπο με όλα τα σύγχρονα μέσα, ώστε να γίνει η ζωή του πιο άνετη και ευτυχισμένη. Το μόνο που θέλει η Ορθόδοξη Εκκλησία είναι να χρησιμοποιηθούν τούτα τα μέσα για το καλό και την πρόοδο του ανθρώπου και για την πνευματική του αφύπνιση. Γιατί, πολλά από τα σύγχρονα μέσα είναι μαχαίρι δίκοπο».

   Στον αφανή «άγιο της διπλανής πόρτας», αληθή εν Χριστώ Επίσκοπο και φιλόστοργο Πνευματικό Πατέρα, ασθενούντα κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα, πολιό γέροντα Μητροπολίτη Θεοδωρουπόλεως Γερμανό, επί τη συμπληρώσει της ευκλεούς και κατά Θεόν τετιμημένης Αρχιερατείας αυτού στον μαρτυρικώς καθαγιασμένο αμπελώνα της Πρωτοθρόνου και Πρωτευθύνου εσταυρωμένης Μητρός Αγίας Μεγάλης του Χριστού Κωνσταντινουπολίτιδος Εκκλησίας, αρμόζει και προσήκει «εδαφιαία η μετάνοια», διάπυρη και ουρανομήκης η ευχή και προσευχή πάντων και πασών, των εγγύς και μακράν της κλίνης του, προς τον Μέγα Αρχιερέα Χριστό: «Κύριε, φύλαττε αυτόν εις πολλά έτη». Γένοιτο!