Σελίδες

Δευτέρα 22 Μαΐου 2017

Ν.Γ. Πεντζίκης: Η καταξίωση του παραλόγου





Ἀνθρώπινη ἀνάγκη εἶναι νὰ μπαίνουν σ΄ἕνα δρόμο τὰ πράγματα. Φόβοι καὶ δισταγμοὶ καὶ μέχρι τῆς στιγμῆς ποὺ γράφω ἀναστέλλουν κάθε σαφὴ τοποθέτηση. Ἀκούω μιὰ φωνή, ποὺ προσπαθεῖ νὰ μὲ πείσει, ὅτι τοποθετούμενος θὰ πάψω νὰ ὑφίσταμαι, θὰ κονιορτοποιηθῶ ἐντελῶς. Χρόνια τώρα σφυρηλατήθηκα ἀπ΄αὐτὴ τὴν αἴσθηση τῆς κονιορτοποιήσεως. Πιθανὸν νὰ εἶναι συγγενὴς στόν ἄνθρωπο. Πάντως, ὅταν τὸ καλοκαίρι τοῦ 1933 πρωτοπῆγα στὸ Ἅγιον Ὄρος, διατηροῦσα εἰσέτι πολλὲς βεβαιότητες διὰ τὸ συμπαγὲς σχῆμα τοῦ ἐγώ. Ἐξαιτίας αὐτοῦ θυμᾶμαι ἔκλεισα ἀμέσως τὸν Συναξαριστή, ποὺ εἶχα πάρει νὰ διαβάσω, ὅταν συνάντησα τὴ φράση, πὼς ἕνας Ἅγιος ἀπὸ βρέφος ἔδειχνε ὅτι θὰ γινόταν εὐσεβής, ἀποποιούμενος τὸ μαστὸ τῆς μητέρας του καὶ νηστεύοντας κάθε Τετάρτη καὶ Παρασκευή.

Ἀλλὰ ἤδη ἀπὸ τὸ 1937, δὲν ἐκφραζόμουν πιὰ κατὰ τὸν ἴδιο τρόπο. Διέβλεπα στὴν παραπάνω φράση καὶ σὲ ἄλλες ἀνάλογες μιὰ ἀλήθεια, πού, μὴ ξέροντας πῶς νὰ τὴν ἀποδείξω, γινόμουνα πεισματάρης, νιώθοντας, παράλληλα πρὸς τὸ πεῖσμα μου καὶ ἴσως ἐξαιτίας αὐτοῦ, μιὰ μεγάλη ντροπή, ποὺ δὲ μποροῦσα λογικὰ νὰ κυριαρχῶ τῶν συζητητῶν, ἀλλὰ τὸ ἐναντίον, διαρκῶς ἡττῶμην. Ἡ συνεχὴς ἧττα ἀντίκρυ στοὺς ὑποστηρίζοντας σαφῶς καὶ μὲ λογικὴ τὰ περὶ κόσμου, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ διατηρήσω τὸ παράλογο ποὺ μέσα μου ἔνιωθα νὰ μεγαλώνει, ἀποτελώντας ὅλη μου τὴ χαρά καὶ τὴ ζωή, τὴν ὥρα πού, μετὰ ἀπὸ μιὰ συναισθηματικὴ κρίση, διατεινόμουν δίχως κανεὶς νὰ μὲ πιστεύει, πὼς ἤμουν ἕνας πεθαμένος ἄνθρωπος, μὲ πλησίαζε ὁλοένα ἐγγύτερα πρὸς τοὺς τρελλούς, ποὺ βλέπουμε νὰ καταφεύγουν, ξένοι πρὸς τὸν τριγύρω κόσμο, στὸ πλῆθος τῶν ναῶν καὶ παρεκκλησίων, ποῦ κοσμοῦν τὴν ἑλληνικὴ γῆ.


Ἐνῶ εἶχα ἀρχίσει νὰ περιηγοῦμαι, μᾶλλον σὰν τουρίστας, τὰ μνημεῖα, ποὺ ἄφησε ἡ ὀρθόδοξος χριστιανικὴ πίστη, τῶν ἀειμνήστων βυζαντινῶν μας πατέρων, σὺν τῷ χρόνῳ διαφοροποιούμουνα. Ἀρχιτεκτονική, ζωγραφικὸς διάκοσμος τῶν ναῶν, ποίηση καὶ μουσικὴ τῶν ἐν αὐτοῖς τελουμένων, χωρὶς τὴ σοβαρότητα τῆς ἀντικειμενικῆς ἐπιστημονικῆς ἐρεύνης, ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ μὲ ξεκουράσει μὲ τὸν τίτλο τοῦ βυζαντινολόγου, χωρὶς τὴν τάξη τοῦ πιστοῦ ἐκ παραδόσεως, ποὺ λυτρώνεται παρακολουθώντας τακτικὰ τὴ λειτουργία, ἑνούμενα μὲ τὸν πυρήνα τοῦ παραλόγου ἐντός μου, σιγά σιγά ἄρχισαν νὰ μοῦ ἐπιτρέπουν τὴν ἐπικοινωνία μ΄ἕναν ἄλλο κόσμο. Παρ΄ὅλο ποὺ ὁ φόβος, μήπως χαρακτηρισθῶ ὡς ἐξοφλημένο ἀπὸ τὴ ζωὴ γραΐδιον ἢ σωστὰ τρελλός, ἀπὸ τοὺς συνοδεύοντας τὴν ἐκφορὰ τῶν κεκοιμημένων, δὲν μοῦ ἐπέτρεπε τὸν κόσμο αὐτὸ τὸ νέον, νὰ τὸν ὁμολογήσω σὰν βεβαίωση τῆς ἐνταῦθα ζωῆς, διὰ τῆς ὁποίας καὶ πάλιν αὐτὸς βεβαιοῦται. Πέρα ὅμως ἀπὸ κάθε φόβο, μ΄ἐνθουσίαζε στὴν Ἐκκλησία ἡ καταξίωση τοῦ παραλόγου. Ἔνιωθα μὲ ἱκανοποίηση ὅτι, εἰς τοὺς κόλπους της, ὁ καθένας μποροῦσε νά΄χει τὴ θέση του καὶ μάλιστα ἀνεξάρτητα πρὸς τὸ ὑπ΄αὐτοῦ ἐκτελούμενον ἔργο καὶ μόνον ἐκ τῆς προαιρέσεώς του.

Πρέπει νὰ ὁμολογήσω, ὅτι πτωχὸς στὸ πνεῦμα, πολλαπλῶς διὰ τῆς Ἐκκλησίας ἐνισχύθην.

Ξεφυλλίζοντας τὴν Ἱερὰ Σύνοψη, μποροῦμε ν΄ἀναγνώσουμε, σὲ ἦχο γ΄, τὸ ἔξοχο αὐτόμελο ἐξαποστειλάριο: «Τὸν νυμφῶνά σου βλέπω, Σωτήρ μου, κεκοσμημένον καὶ ἔνδυμα οὐκ ἔχω, ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τὴν στολὴν τῆς ψυχῆς, Φωτοδότα καὶ σῶσόν με». Ἐὰν ἤθελα μὲ ἐνδύματα δικά μου νά΄μπω στὴν Ἐκκλησία, νὰ προσκυνήσω τὸν ἱερὸ τῆς σωτηρίας νυμφώνα, ὅπου ὁ Θεὸς Αἷμα καὶ Σάρκα προσφέρεται, διὰ τῆς θαυμαστῆς μετουσιώσεως τοῦ ἄρτου καὶ τοῦ οἴνου, ἀσφαλῶς, ἐμποδίζοντάς με, θά΄κλειναν οἱ πόρτες, ὅπως μπροστὰ στὴν ὁσία Μαρία τὴν Αἰγυπτία, ποὺ μόνο ἀφοῦ μετεβλήθη, σκορπίζοντας σὲ σύννεφο φωτὸς τὸ πάγιο σχῆμα τοῦ ἐγώ, ἀξιώθηκε τῆς θείας μεταλήψεως.



Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Η αγιότητα του αγίου Κωνσταντίνου χωρίς απολογίες



Αυτή η ανάρτηση για τον μέγα Κωνσταντίνο και την αγιότητα του, αφορά πρώτιστα τους χριστιανούς, αν και δεν θα με πείραζε να ασχοληθούν κι άλλοι μαζί της. Θα μου επιτρέψετε να μην συμμετέχω σε διαλόγους απολογητικούς. Σας το λέω από τώρα από σεβασμό για να μην υποχρεωθείτε να προχωρήσετε παρακάτω.

Για την αγιότητα του Κων/νου έχει επιστρατευτεί τόση μίζερη και κουραστική διαλεκτική και ένας ποταμός ηθικολογίας, από όλους εμάς πού δεν στηρίζουμε την ηθική την ίδια με τα λόγια και τις πράξεις μας. παραδόξως. Συνήθως, λέμε πώς να ο άγιος έκανε τόσα στην ζωή του, όλα αυτά δικαιολογούνται από την θέση ευθύνης του και ξεπλένονται με την μετάνοια και το βάπτισμα του στην κλίνη του θανάτου. Κάποια στιγμή όμως πρέπει να βγάλουμε αυτά τα παραμορφωτικά γυαλιά πού μας δείχνουν τόσο σοφούς και ευχάριστους διαλεκτικά και να στραφούμε προς τα καθ΄ημάς, προς τα ίδια, προς την πνευματική θεώρηση της πίστης μας.

Ο άγιος Κων/νος ήταν άγιος από τον καιρό πού ήταν ακόμα αβάπτιστος. Ήταν άγιος την στιγμή πού φερόταν και ενεργούσε σαν ηγεμόνας υπήκοος στον ρωμαϊκό νόμο, με τίμημα αιματηρό πολλές φορές. Ήταν άγιος την στιγμή πού είχε κοινή και διπλή αντιπαράθεση και με τον Άρειο και με τον μέγα Αθανάσιο και φάνηκε συμβιβαστικός με τους "άλλους" μα σκληρός με τους αγίους. Ήταν άγιος όταν διατηρούσε τον τίτλο του pontifex maximus των ειδώλων και φερόταν ίσα στους ειδωλολάτρες και τους χριστιανούς. Και άλλα πολλά. Εμείς κρίνουμε τους αγίους με τα κοινά μέτρα όποιας ηθικής, κώδικα και με νόμους τιμής και ευσέβειας πού έχουμε ασπαστεί και υιοθετήσει. Ξεχνάμε όμως την πνευματική αλήθεια και πραγματικότητα της προσωπικής πορείας κάποιου, της προσωπικής του περιπέτειας και σχέσης με τον Θεό η οποία στην περίπτωση του αγίου είναι και εκκλησιαστική πορεία, αφού τόσο ωφέλησε την Εκκλησία. Ο ίδιος επιλέχτηκε  από τον Θεό και αν κάποιος είναι συνειδητός χριστιανός και δεν ταλανίζεται, οφείλει στην συνείδηση του αν μη τι άλλο, να παραδεχτεί ένα όραμα, πού δέχονται ιστορικοί, χριστιανοί και μή .Απο κει και πέρα ξεκινά η δική του πορεία και αναζήτηση.

Κανείς από τους αγίους δεν εξαιρέθηκε από την αμαρτία και την πτώση και την μειοδοσία της απιστίας πολλές φορές. Αυτός ο δρόμος του καθένα δεν χωράει εύκολες κριτικές και αφορισμούς, από αυτούς πού συνηθίζουν ως οφείλουν οι στυγνοί ακαδημαϊκοί. Να μάθουμε να τα βλέπουμε όλα με πνευματικά εν Χριστώ μάτια και κριτήρια. Κανείς μας δεν καθίσταται σύμβουλος του Θεού στις επιλογές και τις κλήσεις του. Η Εκκλησία τίμησε τον άγιο ίσα με τους αποστόλους. Η κοινή νοικοκυρίστικη λογική μου λέει πώς τον τίμησε για τα κοινά οφέλη πού απαιτεί κανείς μέσα στον χώρο των ανθρώπων και την ιστορία τους. Η πνευματική μου...λογική μου μιλάει για θεϊκή πληροφορία(επισφράγιση της η μυρόβλυση και τα θαύματα του) και αναγνώριση του αγίου ως αποστόλου. Η αγιότητα του Κωνσταντίνου δεν ξεκινά από το βάπτισμα του, αλλά καταλήγει σε αυτό ως επισφράγιση του έργου του. Μια πορεία με πολλά σκαμπανεβάσματα μα μια πορείας ΚΑΡΔΙΑΣ με την ορθόδοξη πνευματική έννοια. Καρδίας πού είχε ήδη ετάσει και δοξάσει ο Θεός. Αυτή είναι και η δίκαια κρίση του ευαγγελίου. Η άλλη λέγεται κατ όψιν και αφορά τους λογικούς καλούς ανθρώπους του κόσμου. Θέλει τρέλα μεγάλη για να παρακολουθήσει να αποδεχτεί κανείς όσα του δόθηκαν ή δόθηκαν στους άλλους από τον Θεό. Γι αυτό ας ξεφύγουμε λίγο από τον εαυτό μας και ας βλέπουμε τα πράγματα από την σκοπιά πού δεν τα βλέπει ο κόσμος. 

Τέτοιους "ανόητους" δικαιώνει και αγαπά ο Θεός.


Ο Άγιος Ηλίας Διαμαντίδης: «Θα’ρθει ένας καιρός που θα γίνουν οι…»




Ο Άγιος Ηλίας Διαμαντίδης, ο μυροβλύτης.
ΒΙΟΣ:
 
Ο άγιος γεννήθηκε το 1880 στο χωριό Χουρμικιάντο των Σουρμένων του Πόντου και πέρασε μαρτυρικά παιδικά χρόνια στα χέρια της μητριάς του, η οποία τον βασάνιζε στην κυριολεξία με σαδισμό. Εκείνος όμως όχι μόνο δεν αποκάλυπτε στον πατέρα του τη φρικτή συμπεριφορά της, αλλά και αργότερα, στα γηρατειά της, τη φρόντισε με ανεξικακία σαν μητέρα του. Αυτός ήταν και ο λόγος –κατά την εκτίμηση του αγίου γέροντα Παϊσίου του Αγιορείτη– που ο Θεός του έδωσε τόσο πλούσια τη θαυματουργική χάρη Του.

Μετά από πολλές ταλαιπωρίες και περιπέτειες, παντρεύτηκε και απέκτησε έξι κόρες, αλλά υιοθέτησε και δύο ορφανά κορίτσια και τα μεγάλωσε σαν παιδιά του. Εργαζόταν κι αυτός ως αρτοποιός, αρχικά ως βοηθός και στη συνέχεια με δικό του φούρνο. Τότε αποκαταστάθηκε οικονομικά και μπόρεσε να επιδοθεί στις ελεημοσύνες, όπως επιθυμούσε, με τη βοήθεια της γυναίκας του.

Συνεργαζόταν μάλιστα με ντόπιες Τουρκάλες, που τις έστελνε όπου χρειαζόταν, για να φαίνεται πως οι Τούρκοι κάνουν τις ελεημοσύνες και ο ίδιος να μένει στην αφάνεια.

Έστελνε π.χ. αλεύρι με μια Τουρκάλα σε μια χήρα με τέσσερα παιδιά και καθόταν η Τουρκάλα και τη βοηθούσε και να ζυμώσει.

Αν και ήταν εντελώς αγράμματος, έβλεπε κάθε βράδυ στον ύπνο του έναν άγγελο, που του μάθαινε γράμματα, ψαλτική και αγιογραφία κι έτσι άρχισε να διαβάζει, αλλά και να ψάλλει (ήταν καλλίφωνος) και να αγιογραφεί. Όμως το 1918, ως γνωστόν, λόγω των τουρκικών βιαιοτήτων, πολλοί Πόντιοι έφυγαν για τη Ρωσία.

Ο άγιος με την οικογένειά του κατέφυγε στο χωριό Μαχμουτία, κοντά στο Βατούμ, όπου ήταν παντρεμένη η κόρη του Αγάπη.

Εκεί έζησε σε ένα αγρόκτημα, όπου φιλοξένησε αμέτρητους φτωχούς.

Δυστυχώς ταλαιπωρήθηκε πολύ από το σοβιετικό καθεστώς, ιδίως όταν αργότερα χειροτονήθηκε κρυφά ιερέας (ενώ η θρησκευτική πίστη βρισκόταν υπό διωγμόν) και λειτουργούσε τη νύχτα σε ερημοκλήσια και στο εκκλησάκι του αγ. Γεωργίου που είχε ανακαλύψει κατόπιν ονείρου στο κτήμα και αναστηλώσει. Συνελήφθη και βασανίστηκε πολλές φορές, όμως, με τη δύναμη του Θεού, δεν υποχώρησε. Κάθε φορά που έβγαινε από τη φυλακή, πριν θεραπευθεί από τα βασανιστήρια, ξανάρχιζε τις νυχτερινές λειτουργίες, στις οποίες συμμετείχαν κρυφά οι κάτοικοι της περιοχής.

Προικισμένος από το Θεό με το χάρισμα των ιαμάτων, θεράπευσε πολλούς ασθενείς. «Έρχονταν από πολύ μακριά Αρμένιοι, Ρώσοι, Γεωργιανοί, ακόμη και Τούρκοι για να θεραπευθούν».

Ας δούμε τρία χαρακτηριστικά περιστατικά:

Ένας Τούρκος, ονόματι Χουσεΐν, ζούσε στο σπίτι της κόρης του στην Μαχμουτία. Δίπλα τους έμενε ένας Διοικητής της Αστυνομίας που η γυναίκα του ήταν τρελή και την έδεναν με αλυσίδες. Ο Χουσεΐν τον λυπήθηκε και του είπε ότι υπάρχει ένας Έλληνας που μπορεί να θεραπεύση την γυναίκα του. Αμέσως ζήτησε να τον φέρη στο σπίτι του.

Ο π. Ηλίας είπε να φέρουν την άρρωστη στο σπίτι της κόρης του Χουσεΐν. Εκεί επί δώδεκα ημέρες την διάβαζε, την σταύρωνε και μετά έγινε καλά και ήρθε στα λογικά της. Από τότε η Αστυνομία δεν τον ξαναενόχλησε.

Ο Διοικητής έγινε κρυφά χριστιανός [ήταν άθεος] και ο π. Ηλίας βάπτισε όλη την οικογένειά του.

Τρεις Τούρκοι που ζούσαν στη Ρωσία έμαθαν ότι ο πατήρ κάνει θαύματα και αποφάσισαν να τον σκοτώσουν ή να τον απαγάγουν και να σφραγίσουν την εκκλησία. Πηγαίνοντας με τ’ άλογά τους τη νύχτα, ένας καβαλάρης με άσπρο άλογο τους έκοβε τον δρόμο. Τα άλογά τους φοβήθηκαν και γύρισαν πίσω. Ήταν ο άγιος Γεώργιος που τους έδιωξε. Μετανοιωμένοι διηγήθηκαν το πάθημά τους στον π. Ηλία ζητώντας συγχώρηση.

Μία άλλη φορά ο άγιος ανακοίνωσε στην οικογένειά του πως ο άη Γιώργης τον προειδοποίησε για επικείμενη επίθεση ομάδας φανατικών Τούρκων. Πράγματι τη νύχτα μια ομάδα, με επικεφαλής τον Αχμέτ Κιτιάκ, τους χτύπησε την πόρτα ζητώντας δήθεν να τους δείξουν το δρόμο. Δεν τους άνοιξαν, αυτοί όμως σκότωσαν το σκυλί και άρχισαν να πυροβολούν. Οι σφαίρες πήγαιναν δώθε-κείθε αλλά καμία δεν άνοιξε το σπίτι. Η Καλή [κόρη του] έβλεπε στην πόρτα τον άγιο Γεώργιο με ανοιχτά τα χέρια να τους προστατεύη.

Τέλος έβαλαν φωτιά δίπλα στον αχερώνα, όπου μέσα ήταν η εκκλησία και κάηκε. Πήρε φωτιά και η σκεπή του σπιτιού, αλλά την έσβησαν. Ο π. Ηλίας ύστερα πήγε και προσευχήθηκε μπροστά στα εικονίσματα και ρώτησε τον Χριστό: «Ποιοι είναι αυτοί που έκαψαν την εκκλησία;». Και ο Χριστός τους απαρίθμησε έναν έναν.

Ο π. Ηλίας κοιμήθηκε τον Ιούλιο του 1946 μέσα σε ένα φωτεινό όραμα και μια διάχυτη ευωδία.

Από τον τάφο του έβγαινε φως και κάθε βράδυ τα μεσάνυχτα, ανάβλυζε μύρο. Μετά από χρόνια ο τάφος του ανοίχτηκε και το σώμα του βρέθηκε άφθορο και ευωδιάζον. Όμως το 1962, που ανοίχτηκε για δεύτερη φορά, το λείψανό του είχε κλαπεί. Ο θαυματουργός αυτός διδάσκαλος της ορθόδοξης πίστης τιμάται τοπικά ως άγιος στο Βατούμ.

*Για την Πόλη είχε πει: «Θα’ρθει ένας καιρός που θα γίνουν οι άνδρες γυναίκες και οι γυναίκες άνδρες. Τότε θα πέσει μεγάλη κατάρα στον κόσμο. Θα γίνει πόλεμος στην Κωνσταντινούπολη και ο Ρώσος θα νικά. Θα πάει ως τον Ευφράτη ποταμό. Θ’ ανοίξει η Αγιά Σοφιά και θα λειτουργηθεί. Ένας εξαδάκτυλος βασιλιάς θα είναι τότε». Και έλεγε: «Ξύπνα Ρωσία και δράξον τα όπλα σου».

Δηλαδή έλα σε μετάνοια, σε πίστη και απόρριψε την αθεΐα.

*Για την Πόλη: Από το βιβλίο «Ασκητές μέσα στον κόσμο» 5η διήγηση.


Σάββατο 6 Μαΐου 2017

Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΚΑΙ ΑΣΚΗΤΡΙΑ ΣΟΦΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ ΤΗΣ ΚΑΣΤΟΡΙΑΣ - ΜΙΑ ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΑΓΙΑ



Η ΓΕΡΟΝΤΙΣΣΑ ΣΟΦΙΑ - ΒΙΟΣ - ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ - ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ

Το 1883 γεννιέται σε χωριό της Τραπεζούντας του Πόντου η Σοφία Χορτοκορίδου, η «ασκήτισσα της Παναγιάς».Παντρεμένη στον Πόντο με ένα σύζυγο που εξαφανίστηκε (μάλλον όχι με δική του ευθύνη) μετά από επτά χρόνια γάμου και μητέρα ενός παιδιού που, νεογέννητο, φαγώθηκε από χοίρους, ήρθε στην Ελλάδα παρασυρμένη από τη λαίλαπα του πολέμου και ολοκλήρωσε τη ζωή της στο μοναστήρι του Γενέθλιου της Θεοτόκου στην Κλεισούρα Καστοριάς.

Η ψυχή της ανέπνεε το Χριστό και την Παναγία με την απλοϊκή αγάπη των ταπεινών, που αισθάνονται τα ιερά πρόσωπα της πίστης ως φίλους και συγγενείς τους, εμβαθύνοντας στο μυστήριο της πανανθρώπινης αγάπης απλά και συγκλονιστικά, με την τρομακτική ευθύτητα και την ειλικρίνεια ενός παιδιού, που προκαλεί το σεβασμό, αλλά και τρομάζει γιατί αφαιρεί τις μάσκες της ατσαλάκωτης και καθώς πρέπει «εντιμότητάς μας» και της καλής μας υπόληψης, που νομίζει ότι ζει ενάρετα χωρίς να ρίχνεται στο ηφαίστειο της αγάπης. Είναι οι περίφημοι "πτωχοί τω πνεύματι" του Ευαγγελίου, που ζουν τα διδάγματα του χριστιανισμού χωρίς να διυλίζουν τον κώνωπα με τη βοήθεια της ακαδημαϊκής θεολογίας.

«Ένας είναι ο Κύριος και μία η Κυρία» έλεγε (εννοούσε το Χριστό και την Παναγία), «όλοι εμείς οι άλλοι είμαστε αδελφοί». Δασκάλα πολλών απλών ανθρώπων, κυρίως γυναικών, μετέδιδε την ταπείνωση και την αγάπη με κάθε λόγο και κάθε κίνησή της ήταν μια θαυμαστή προσωπικότητα χωρίς μελανά σημεία, ένα χόρτο της γης, παρόμοιο σε πολλά με τους διά Χριστόν σαλούς, αθέατο από τους υπερήφανους και μορφωμένους, αλλά εκτιμημένο από τους ταπεινούς, τους ομοίους της.


ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ

Αγάπησε το Θεό και τους ανθρώπους με θαυμαστή δύναμη και η ζωή της πλουτίστηκε από εντυπωσιακές εμπειρίες επαφής με τη Θεοτόκο και διαφόρους αγίους.

Το 1967 χειρουργήθηκε από τον αρχάγγελο Γαβριήλ, στον καταυλισμό προσκόπων του Αμύνταιου, όπου την είχαν περιθάλψει σε κακά χάλια -δεν υπήρξαν αυτόπτες μάρτυρες του θαύματος -τί χαρά για το ρεαλισμό μας!- αλλά πλήθος ανθρώπων, μεταξύ των οποίων και γιατροί, την είδαν το βράδυ μισοπεθαμένη από μια βρομερή πληγή που διαρκούσε μέρες και την επομένη τη βρήκαν με μια καλοραμμένη χειρουργική μαχαιριά που είχε γίνει μέσα στον καταυλισμό, γιατί δε βγήκε).

Όπως και πολλοί άγιοι, είχε επικοινωνία με τα άγρια ζώα, και ιδιαίτερα με μια αρκούδα του δάσους, αλλά και με φίδια και πουλιά.Θα αρκεστούμε ενδεικτικά μόνο σε αυτά,αν και είχε και πολλά άλλα χαρίσματα που έδειχναν οτι ήταν εν ζωή Αγία και αυτή είναι άλλωστε και άποψη όσων την γνώρισαν.


ΝΕΟ ΚΑΙ ΠΑΛΑΙΟ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ

Από τότε που άλλαξαν τα ημερολόγια, νήστευε και με το παλαιό και με το νέο, για να μη σκανδαλίζει κανέναν. Ποτέ δε δέχτηκε τιμές, αν και όσοι τη γνώρισαν φύλαξαν τα λόγια της ως θησαυρούς της συνείδησης. Είναι μια «Γερόντισσα», μια Μητέρα της Εκκλησίας και πνευματική μητέρα πολλών ανθρώπων. Ήδη έχουν γραφτεί προς τιμήν της τροπάρια, από ανώνυμο πνευματικό της παιδί, στη νεοελληνική γλώσσα.

Υπάρχει ιστορικά δυστυχώς η τάση σε αυτούς που ακολουθούν το παλαιό ημερολόγιο να οικειοποιηθούν,την Γερόντισσα,κάτι που δεν ανταποκρίνεται βεβαίως στην πραγματικότητα,μέχρι να την απαγάγουν προσπάθησαν όσο ζούσε,αλλά αυτό και άλλα λυπηρά γεγονότα δεν είναι του παρόντός και θα μείνουμε μόνο σε αυτή την επισήμανση απλώς προς χάρη της ιστορικής αλήθειας.


ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ

Έλεγε: «Ο φόβος του Θεού κάνει σοφό τον άνθρωπο. Ποιος είναι ο φόβος του Θεού; Όχι να φοβάσαι το Θεό, αλλά να φοβάσαι να μη στενοχωρήσεις τον άλλο, να μην τον βλάψεις, να μην τον αδικήσεις, να μην τον κατηγορήσεις. Αυτή είναι η σοφία. Ύστερα τα άλλα, για να ζήσεις, σε φωτίζει ο Θεός τί να κάνεις»

«Να ψάχνετε να βρίσκετε τους φτωχούς και να μαζεύετε να πάτε να τους βοηθάτε. Αυτά θέλει ο Θεός, όχι να πηγαίνετε τάχα να προσεύχεστε στην εκκλησία»

«Η ελεημοσύνη κρυφή να είναι, μόνον ο Θεός να ξέρει»

«Αχ, να ξέρατε τί έπαθε ο Κύριος την Τετάρτη και την Παρασκευή, τίποτα δε θα βάζατε στο στόμα σας. Ούτε ψωμί, όχι λάδι. Μη μαντζιρίζετε (=τρώτε αρτύσιμα) Τετάρτη και Παρασκευή»

«Οι άγγελοι μιλάνε κάθε μέρα. Ο Θεός στέλνει τους αγγέλους, να δουν αν ο κόσμος μετανοεί»

«Η Παναγία κλαίει, κάθε μέρα κλαίει. Λέει στον Υιό της: Υιέ μου και Θεέ μου, δώσε στον κόσμο σοφία, συγχώρησε τον κόσμο»

«Το στόμα να γίνει βασιλικός και τριαντάφυλλο».


ΝΕΩΤΕΡΑ ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΓΙΟΚΑΤΑΤΑΞΗ ΤΗΣ

Το 2009 στην Καστοριά και στην διημερίδα που οργάνωσε η Ιερά Μητρόπολη Καστοριάς με θέμα τους "Εν Καστορία τιμωμένους Αγίους" έγινε εκτενή αναφορά στον βίο της,ενώ ο επιχώριος Επίσκοπος Καστορίας κ.κ.Σεραφείμ τόνισε την προσωπική του πίστη,όπως και του ποιμνίου της τοπικής εκκλησίας,στην Αγιότητα της,επισήμανε ότι υπάρχει ήδη ακολουθία και εικόνα της,ενώ πρόσθεσε ότι έχουν ξεκινήσει και θα γίνουν και τα επόμενα έτη,όλες οι κανονικές ενέργειες απο την Ιερά Μητρόπολη Καστορίας για την επίσημη Αγιοποίηση της απο το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως,όπως απαιτεί η κανονική τάξη της Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Απολυτίκιο. Ήχος γ΄. Την ωραιότητα.

Σοφίας γέγονας, μήτερ αοίδημε, Σοφία, σέμνωμα, της Θεομήτορος, εν τη Μονή ασκητικώς τον βίον σου διελθούσα,όθεν και απείληφας των καμάτων σου έπαινον, κατατραυματίσασσα των δαιμόνων τας φάλαγγας, και πρέσβειρα Χριστώ παρεστώσα, μη επιλάθου των πόθω τιμώντων σε.

Μεγαλυνάριο.

Σοφισθείσα, μήτερ, πνευματικώς, όλον σου τον βίον εν τελεία υπομονή διήλθες, Σοφία, και νην του σου Νυμφίου το κάλλος εποπτεύεις εν ταις παστάσιν αυτού.

Η ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΤΗΣ ΚΛΕΙΣΟΥΡΑΣ

Η Μονή του Γεννεθλίου της Θεοτόκου όπου ασκήτευσε η Γερόντισσα,βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρα στα όρια των νομών Καστοριάς και Φλώρινας και απέχει 35 χιλ. από την Καστορία, 70 χιλ. από την Φλώρινα και 22 χιλ. από την Πτολεμαΐδα. Ιδρύθηκε περίπου στα 1314 από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο Νεόφυτο και ανακαινίστηκε το 1813 από τον Κλεισουριώτη ιερομόναχο της Μονής Ιβήρων του Αγίου Όρους Ησαΐα Πίστα μετά από όραμα της Παναγίας.

Είναι ρυθμού τρίκλιτης ξυλόστεγης τρουλαίας βασιλικής με νάρθηκα και περιβάλλεται από ένα τεράστιο ορθογώνιο φρουριακό συγκρότημα, εντός του οποίου είναι κτισμένο το καθολικό. Κοσμείται με αξιόλογες τοιχογραφίες, έργα των Χιοναδιτών αγιογράφων Γεωργίου και Γεωργίου. Το ξυλόγλυπτο τέμπλο χρυσώθηκε το 1772 από τον Κωνσταντίνο Κτίπα από το Λινοτόπι.

Κατά τη διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα η Μονή φιλοξένησε και περιέθαλψε πολλούς Μακεδονομάχους με πρώτο τον Παύλο Μελά, αλλά και κατά τη διάρκεια της Κατοχής υπήρξε κρησφύγετο όλων ταλαιπωρημένων από τους Γερμανούς κατοίκων της περιοχής. Όταν το 1903 οι Τούρκοι έκαψαν το γειτονικό χωριό Βαρικό πολλοί κάτοικοί του βρήκαν καταφύγιο στο μοναστήρι. Από το 1993 λειτουργεί ως γυναικεία κοινοβιακή Μονή με ηγουμένη τη γερόντισσα Ανυσία, που μαζί με την υπόλοιπη μοναστική αδελφότητα προσπαθούν να «αναστήσουν» το σημαντικό αυτό λατρευτικό κέντρο της Δυτικής Μακεδονίας.

Στα χρόνια που στη Μονή δεν υπήρχε μοναστική αδελφότητα και οργανωμένη κοινοβιακή ζωή, ασκήτευσε η γερόντισσα Σοφία που καταγόταν από τον Πόντο. Ήρθε νέα και δούλευε πολύ ως τα βαθιά γεράματά της και την αγαπούσανε όλο το χωριό.

Εκοιμήθη στις 6 Μαΐου 1974 και τάφηκε εκεί και θεωρείται αγία από πολλούς Δυτικομακεδονές που την γνώρισαν. Τα λείψανά της σώζονται στο μοναστήρι και εκτίθενται προς προσκύνηση στους επισκέπτες, αν το ζητήσουν από τις μοναχές.

Διεύθυνση Ιεράς Μονής
Ηγουμένη:Ανυσία Εγγλέζου
Μοναχές:6, δοκ. 1
Κλεισούρα, Τ.Κ. 52054
Τηλέφωνo: 24670 - 94330

Πηγές:

Σοφία, η ασκήτισσα της Παναγίας, έκδ. ιεράς μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας Καστοριάς 2002.

Αφιέρωμα στο περιοδικό Ο Όσιος Φιλόθεος της Πάρου, εκδ. «Ορθόδοξος Κυψέλη», τεύχ. 10, Θεσσαλονίκη Ιανουάριος-Απρίλιος 2004, σελ. 144-152.



http://orthodox-world.pblogs.gr

Η οσία Σοφία της Κλεισούρας και η δια Χριστόν σαλότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία



Η οσία Σοφία της Κλεισούρας και η δια Χριστόν σαλότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία[i]

Ευχαριστούμε πολύ τον συγγραφέα για το πολύ όμορφο κείμενο που μας παραχώρησε να αναρτήσουμε !!!!

Tην ευχή της Αγίας να έχουμε όλοι μας...!!!

Η οσία Σοφία (Χοτοκουρίδου) καταγόταν από τον Πόντο, από χωριό της επαρχίας Αρδάσης της Ι. Μητροπόλεως Τραπεζούντος. Το 1914 πήραν οι Τούρκοι τον άντρα της στα τάγματα εργασίας, όπου και μάλλον απεβίωσε. Είχε αποβιώσει και το παιδί της, κι έτσι η νεαρή χήρα κατέφυγε στα βουνά, όπου ζούσε ασκητικά, με μεγάλη νηστεία. Εκεί της εμφανίστηκε ο άγιος Γεώργιος και την προειδοποίησε για επικείμενη επιδρομή των Τσετών. Η Σοφία ενημέρωσε τους συγχωριανούς της, που κρύφτηκαν και απέφυγαν τον κίνδυνο. Στην ανταλλαγή των πληθυσμών το καράβι που μετέφερε τους συγχωριανούς της Σοφίας στην Ελλάδα κινδύνεψε να καταποντιστεί. Αυτή έβλεπε τα κύματα γεμάτα από Αγγέλους και την Παναγία. Ζήτησε απ᾿ αυτήν να πνιγεί η ίδια και να σωθούν οι συγχωριανοί της. Η Παναγία τους έσωσε όλους. Ο καπετάνιος δεν το πίστευε πώς σώθηκαν κι έλεγε: «Κάποιον άγιο έχουμε.» Οι χωριανοί του απάντησαν: «Τη Σοφία.»
Η Παναγία την έστειλε στο μοναστήρι της στην Κλεισούρα της Καστοριάς, στην Ι. Μονή του Γενεθλίου της Υπεραγίας Θεοτόκου, όπου έζησε ασκητικά για μισό περίπου αιώνα. Εκεί βρήκε έναν ενάρετο ιερομόναχο, τον π. Γρηγόριο, που είχε έλθει από το Άγιο Όρος, ο οποίος την κατάρτισε στη μοναχική ζωή.  Έζησε ασκητικά ως λαϊκή, φορώντας τα μαύρα της χηρείας και της ασκήσεως, καθισμένη πάνω στο τζάκι και αλείφοντας το πρόσωπό της με στάχτη, για να μη φαίνεται η ομορφιά του.
Τα περισσότερα χρόνια τα πέρασε μόνη της, με μόνο τον Θεό, μια και το μοναστήρι έμεινε χωρίς μοναχούς. Υπέμεινε τους δριμείς χειμώνες, με τη θερμοκρασία να πέφτει στους -15 βαθμούς, και την πολλή υγρασία του τόπου. Όταν της έλεγαν ν᾿ ανάψει φωτιά, φώναζε ένα μακρὀσυρτο «Όχι!», που ακόμα ηχεί στα αυτιά όσων την άκουσαν. Κυκλοφορούσε ξυπόλητη, ενώ τα ρούχα της ήταν πάντα κουρελιασμένα και ανεπαρκή για τις συνθήκες της περιοχής. Της έδιναν καινούργια. Δεν τα φορούσε, αλλά τα πρόσφερε σε όσους είχαν ανάγκη. Κοιμόταν και σ᾿ έναν άλλο χώρο, πάνω σε άχυρα, αλλά από κάτω είχε βάλει σουβλερές πέτρες. Δεν λουζόταν ποτέ ούτε χτενιζόταν, και τα μαλλιά της είχαν σκληρύνει πολύ. Όταν κάποτε χρειάστηκε να τα σηκώσει από τα μάτια της, για να βλέπει καλύτερα, αναγκάστηκε να τα κόψει με το ψαλίδι που κούρευαν τα πρόβατα. Παρ᾿ όλη όμως την αλουσία, το κεφάλι της ευωδίαζε.
Το φαγητό της ήταν λιτότατο, συνήθως με ό,τι έβρισκε στην περιοχή: μανιτάρια, μούσκλια, αγριόχορτα, φτέρη, φύλλα των δέντρων, ή με λίγη ντομάτα τουρσί, μουχλιασμένη. Τα σαββατοκύριακα έβαζε και μια κουταλιά λάδι στο πιάτο της. Άλλες φορές άνοιγε καμιά κονσέρβα ψάρι και το έτρωγε όταν είχε πιάσει ένα δάχτυλο μούχλα. Έτρωγε και σε παλιά σκουριασμένα ορειχάλκινα σκεύη, αλλά δεν πάθαινε τίποτα. Όταν κάποιοι διαμαρτύρονταν για τις «υπερβολές» της, τους απαντούσε: «Παιδεύω το σαρκίο μου».
Κι όμως, αυτή η αυστηρή με τον εαυτό της ασκήτρια ήταν πολύ γλυκιά και επιεικής με τους άλλους. Δεν κρατούσε δραχμή από τα χρήματα που της έδιναν, αλλά τα έκρυβε για να τα δώσει στους αναγκεμένους όταν θα ερχόταν η ώρα. Τα τότε κοριτσάκια, σημερινές γερόντισσες της Κλεισούρας, που μιλούσαν ελληνικά και βλάχικα, αγαπούσαν τη συντροφιά της, έστω κι αν δεν καταλάβαιναν τα ποντιακά της. Νουθετούσε τις άγαμες κοπέλες που τύχαινε να παραστρατήσουν, φρόντιζε να παντρευτούν, τις προίκιζε από τα χρήματα που της έδιναν και ανέθετε στην Παναγία την προστασία τους. «Η Παναΐα κι θα χαντ᾿ σας» (δεν θα σας χάσει η Παναγία), τους έλεγε.
Ποτέ δεν πλήγωσε ή στενοχώρησε κανένα. Αν καταλάβαινε ότι κάποιος είχε προβλήματα μέσα του, περνούσε από δίπλα του, του έλεγε ένα δυο λόγια, χωρίς να την αντιληφθούν οι άλλοι, απομακρυνόταν, κι εκείνος την ακολουθούσε. Τον παρηγορούσε, τον συμβούλευε, τον ενίσχυε με τη χάρη του Θεού, κι αυτός έφευγε άλλος άνθρωπος. Έλεγε πολλές φορές: «Αυτοί ήρθαν μαύροι στην Παναγία και φεύγουν άσπροι». Γνώριζε πολλά σκάνδαλα από ιερείς, μοναχούς, λαϊκούς... Δεν κατηγορούσε ποτέ κανέναν, αλλά έλεγε: «Να σκεπάζετε, να σας σκεπάζει ο Θεός».
Αγαπούσε και τα ζώα. Είχε μια αρκούδα, που ζούσε στο δάσος και την έλεγε «ρούσα». Ερχόταν κι έπαιρνε τροφή από τα χέρια της, της έγλειφε τα χέρια και τα πόδια από ευγνωμοσύνη κι επέστρεφε στο δάσος. Έβαζε ψίχουλα στα περβάζια των παραθύρων για τα πουλάκια, κι αυτά, όταν η αγία προσευχόταν, φτερούγιζαν γύρω της και κελαηδούσαν. Σαν να ζούσε στον Παράδεισο, πριν από την πτώση.
Είχε κοινωνία με την Παναγία και τους Αγίους. Κάποτε αρρώστησε βαρειά, από σκωληκοειδίτιδα ή κήλη, ώστε να διπλωθεί στα δύο από τον πόνο. Δεν δέχτηκε γιατρό αλλά ελεγε: «Θα ᾿ρθει η Παναγία να με πάρει από τον πόνο». Έβαζε στουπιά η φυτίλια από τις κανδήλες, ώσπου σάπισε η πληγή κι έβγαζε κακοσμία. Τότε της εμφανίστηκε η Παναγία με τον αρχάγγελο Γαβριήλ και τον άγιο Γεώργιο. Της είπε ο αρχάγγελος: «Θα σε κόψουμε τώρα». Αυτή απάντησε: «Είμαι αμαρτωλή, να εξομολογηθώ, να κοινωνήσω, και να με κόψεις». Μια «εγχείρηση θα σου κάνουμε», της απαντά. Έγινε η επέμβαση, η Σοφία έγινε καλά και συχνά σήκωνε χωρίς ντροπή την μπλούζα ή το φόρεμά της, για να δείξει στον κόσμο την τομή που έκλεισε μόνη της.
Εκοιμήθη εν Κυρίω στις 6 Μαΐου 1974. Η ανακομιδή των λειψάνων της έγινε το 1982, και για μέρες ευωδίαζαν βασιλικό.


Κάποιες φορές η αγία έκανε αλλοπρόσαλλα πράγματα, για να μην αποκτήσει φήμη ανάμεσα στους ανθρώπους. Έτσι, πολλοί την παρεξηγούσαν και την αποκαλούσαν «παλάλα», παλαβή. Όσο ζούσε, ήταν γνωστή μόνο στην Κλεισούρα και στη γειτονική περιοχή της Πτολεμαΐδας· δεν είχε ενταχθεί σε κανέναν από τους εκκλησιαστικούς κύκλους που συνηθίζουν να διαφημίζουν τα ενάρετα μέλη τους. Μετά την κοίμησή της όμως, πολλοί, ακούγοντας άλλους να διηγούνται τα θαύματα, τη διάκριση, τις συμβουλές και τη βοήθεια της Αγίας, κατάλαβαν ποιον θησαυρό είχαν δίπλα τους και δεν τον εκτίμησαν. Όμως οι προσευχές της ίσως να βοήθησαν και κάποιους απ᾿ αυτούς, χωρίς να το αντιληφθούν. Απλοί άνθρωποι διηγήθηκαν ονομαστικώς και ενυπογράφως στον τοπικό επίσκοπο πολλές ιάσεις που έγιναν δια πρεσβειών της, πριν και μετά την οσιακή της κοίμηση, και πώς πολλές φορές τους συμπαραστάθηκε ψυχικά. Έτσι, η Μεγάλη Εκκλησία την ενέταξε πέρυσι στις αγιολογικές δέλτους της και φέτος, την 1η Ιουλίου, έγινε η επίσημη ανακήρυξή της από τον Οικουμενικό Πατριάρχη στην Καστοριά.
* * *
Οι δια Χριστόν σαλοί εμφανίζονται στη βυζαντινή περίοδο. Είναι κάποιοι, που μετά από πολλή άσκηση, με έμπνευση του Θεού, υποκρίνονται τους τρελούς, «ὑπάγουν, ἐμπαίζουσι τῷ κόσμῳ», όπως λέει ένας άγιος του 6ου αιώνα, ο Συμεών, ο δια Χριστόν σαλός, στον συνασκητή του άγιο Ιωάννη. «Μὴ φοβηθῇς, ἀδελφὲ  Ἰωάννη· οὐ γὰρ ἀπ᾿ ἐμαυτοῦ βούλομαι τοῦτο πράξαι ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ κελεύοντός μοι», τον διαβεβαιώνει, όταν αυτός του εκθέτει τους κινδύνους στους οποίους θα υποβάλει τον εαυτό του.
Ένας λόγος για την προτίμηση αυτής της παράδοξης ζωής είναι η αποφυγή της ανθρωπαρέσκειας και του κινδύνου της υπερηφάνειας. Όπως γράφεται στον βίο του αγίου Συμεών, «ἡ δὲ εὐχὴ πᾶσα αὐτοῦ ὑπῆρχεν τοῦ σκεπασθῆναι αὐτοῦ τὴν ἐργασίαν μέχρι τῆς αὐτοῦ μεταστάσεως ἐκ τοῦ βίου, ἵνα διαφύγῃ τὴν τῶν ἀνθρώπων δόξαν, δι᾿ ἧς παραγίνεται ὑπερηφανία καὶ οἴησις ἡ καὶ ἀγγέλους ἀπολέσασα ἐξ οὐρανῶν.» Κι ο Θεός τον εισακούει. «Καὶ γὰρ τοσαύτας θαυματουργίας αὐτοῦ ἐπιτελέσαντος καὶ τοσαῦτα παράδοξα κατεργασαμένου, [...] οὐκ ἐγένετο δήλη ἡ τοῦ ὁσίου έργασία τοῖς ἀνθρώποις», συνεχίζει ο βιογράφος του.
Ένας δεύτερος λόγος είναι η αποφυγή του συγχρωτισμού με τις εξουσίες του κόσμου και η απόρριψη των κοινωνικών συμβάσεων στις οποίες είχαν εθιστεί οι χριστιανοί μετά την επικράτηση της Ορθοδοξίας στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία. Προσπαθούν να μιμηθούν τους πιστούς των πρώτων αιώνων, που ζούσαν στο περιθώριο της κοινωνίας,  χαρακτηρίζονταν «μωροὶ διὰ Χριστὸν»[1] και γίνονταν «θέατρον ... τῷ κόσμῳ καὶ ἀγγέλοις καὶ ἀνθρώποις»[2], όπως ο Απόστολος Παύλος. Να μιμηθούν τους μάρτυρες και να μαρτυρήσουν με τη ζωή τους πως η κοινωνία αυτή είναι πρόσκαιρη και πως το «πολίτευμα» των χριστιανών βρίσκεται στους ουρανούς[3].
Γι᾿ αυτό και κάνουν σκανδαλώδη πράγματα, διασαλεύοντας την κοινωνική και την εκκλησιαστική τάξη, καταπατώντας επιδεικτικά τη συμβατική ηθική, προκαλώντας αμηχανία και δυσανασχέτηση στους πολλούς, επισύροντας δαρμούς, εξευτελισμούς και την έσχατη κοινωνική απόρριψη. Κάποιοι όμως, διακρίνουν την αγιότητα κάτω από το σχήμα της τρέλας, τους πλησιάζουν, εκπλήσσονται από την ισάγγελη ζωή τους και δέχονται κάτι από τη χάρη του Θεού που έχουν άφθονη. Κάτω από τα προσχήματα μιας ανορθόδοξης και σκανδαλώδους συμπεριφοράς, οι δια Χριστόν σαλοί ευεργετούν τους συνανθρώπους με διδασκαλίες και θαύματα, τους ελέγχουν για παρεκτροπές και τους διορθώνουν, επιβάλλοντας όμως πάντα στους ευεργετούμενους τη σιωπή, για να μην αποκαλυφθούν. Συνήθως, ενώ οι εκκλησιαστικές αρχές τους αγνοούν ή τους καταφρονούν, έχουν ένα εκκλησιαστικό πρόσωπο στο οποίο «αναφέρονται» και μέσω του οποίου διατηρούν δεσμούς και με τη στρατευομένη Εκκλησία. Στο τέλος της ζωής τους, ο Θεός τους δοξάζει με υπερφυσικά φαινόμενα, οι ευεργετηθέντες αποκαλύπτουν τις ευεργεσίες τους κι η Εκκλησία τους τιμά ως Αγίους.
Σε πολλά οι δια Χριστόν σαλοί μάς θυμίζουν και τους Προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Ζουν με μεγάλη εγκράτεια και άσκηση, ελέγχουν πλούσιους και υψηλά ιστάμενους, τιμωρούν και κάποιους σωματικά, για το καλό τους. Ενεργούν με μιαν άλλη εξουσία, μη θεσμική, αυτήν από τον Θεό, και διασώζουν το προφητικό χάρισμα μετά Χριστόν.
Οι αυθεντικοί δια Χριστόν σαλοί είναι ελάχιστοι (εκτός από τον άγιο Συμεών, κατά τη βυζαντινή περίοδο γνωρίζουμε την αγία Ισιδώρα της μονής των Ταβεννησιωτών και τους οσίους Θεόδωρο, Παύλο εκ Κορίνθου, Θωμά Αντιοχείας, Μάρκο «τον του Ίππου», Ανδρέα Κωνσταντινουπόλεως και Σάββα τον Βατοπεδινό). Περισσότεροι είναι αυτοί που, όχι από θέλημα Θεού αλλ᾿ από εγωιστικούς λόγους, μιμούνται την ακραία συμπεριφορά τους. Η Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδος (692) καταδικάζει τους «υποκρινομένους δαιμονᾶν» και «τρόπων φαυλότητι προσποιητῶς τὰ ἐκείνων σχηματιζομένους»[4]. Η διάθεση όμως κάποιων να υποκρίνονται σαλότητα, για ν᾿ αποκτήσουν κάποια φήμη φανερώνει μια κοινωνία που εκτιμούσε και όσους ζούσαν στα περιθώριά της.


Μάλλον τα άκρα είναι πιο προσφιλή στη ρωσική ψυχοσύνθεση απ᾿ ό,τι στη δική μας. Γι’ αυτό, δια Χριστόν σαλοί με ακραίες συμπεριφορές παρουσιάζονται περισσότεροι στη Ρωσία, μέχρι πρόσφατα. Ο Ταρκόφσκι γράφει γι᾿ αυτούς: «Οι άνθρωποι αυτοί, με την εξωτερική τους κιόλας εμφάνιση, σαν προσκυνητές και κουρελιάρηδες ζητιάνοι, τραβούσαν την προσοχή των «φυσιολογικών» ανθρώπων στις προφητείες, στις εξιλαστήριες θυσίες και στα θαύματα πέρα απ’ τα όρια του «κανονικού» κόσμου. Μόνο η τέχνη διασώζει σήμερα κάποια ίχνη αυτού του υπερφυσικού κόσμου.»[5] Όμως και στην εποχή του υπήρχαν κάποιοι δια Χριστόν σαλοί στη χώρα του, μόνο που δεν γίνονταν ευρύτερα γνωστοί λόγω της αυστηρής σοβιετικής λογοκρισίας.
Στα καθ᾿ ημάς, κάποιοι Άγιοι κάποιες φορές μεταχειρίζονται σχήματα σαλότητας, για ν᾿ αποφύγουν τον έπαινο του δήμου και τη δόξα των ανθρώπων, αλλά δεν φτάνουν σε ακραίες συμπεριφορές. Έχω υπ᾿ όψιν μου τον άγιο Αρσένιο τον Καππαδόκη (1924), την αγία Σοφία και κάποιους αγιορείτες του 20ού αιώνα, σαν τον γέροντα Γεώργιο τον αναχωρητή, τον Κώστα τον Καβιώτη, τον γέροντα Ιάκωβο της Νέας Σκήτης (1982), τον γέροντα Τιμόθεο τηςΚαψάλας  (1989),τον γέροντα Ηρωδίωνα τον Ρουμάνο (1990) κι έναν ανώνυμο Ρώσο μοναχό, που είτε είχαν λάβει το μοναχικό σχήμα, είτε περιφέρονταν στο Όρος ως λαϊκοί[6]. Δεν κάνουν εξαλλοσύνες για να προκαλέσουν αλλά υποκρίνονται κάποιες «παραξενιές», μιαν ελαφρότητα ή μια «χαζομάρα», που η συμβατική ηθική πολλών χριστιανών δεν τους τα συγχωρεί. Είναι μια προσπάθεια κυρίως να κρυφτούν αλλά και να δείξουν πόσο διάτρητος είναι ο ηθικισμός που διέσπειραν οι μισιονάριοι κι οι παρεκκλησιαστικές οργανώσεις στη χώρα μας.
Οι Άγιοι, κυρίως όσοι όπως οι προαναφερθέντες δεν έχουν προβληθεί στη διάρκεια της ζωής τους από εκκλησιαστικούς ή άλλους κύκλους, αρδεύουν μυστικά τις χριστιανικές ρίζες του λαού μας, ώστε ν᾿ αντέξει στους ανέμους της εκκοσμίκευσης, της χλιαρότητας, του μηδενισμού, της κάλπικης «προοδευτικότητας», της κυριαρχίας του ευτελούς και κίβδηλου στον δημόσιο λόγο, κλπ. που φυσούν στην επιφάνεια. Στηρίζουν τον λαό και μεσιτεύουν στον Θεό γι᾿ αυτόν. Είναι σαν τους δίκαιους της Παλαιάς Διαθήκης που δεν αφήνουν την κοινωνία να αποσυντεθεί και καταστραφεί. Είναι η μυστική δύναμη του λαού μας. Αυτοί μας τρέφουν πνευματικά κι αποτελούν την ελπίδα μας για το παρόν και το μέλλον.


Μαρτυρίες όσων τη γνώρισαν εν ζωή

σεβ. κ. Θεοκλήτου, μητρ. Φλωρίνης, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 5-4-2011

αρχιμ. Νικηφόρου Μανάδη, αρχιερατικού επιτρόπου Εορδαίας της Ι. Μητροπόλεως Φλωρίνης, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 6-3-2011, όπου γράφει: «Στα χρόνια αυτά της ασκήσεώς της μέχρι και της τελευτής της εκκλησιαζόταν, κοινωνούσε και εξομολογούνταν στους ιερείς της Μητροπόλεως Καστορίας οι οποίοι λειτουργούσαν στο μοναστήρι. Την δε εξόδιο ακολουθία της ετέλεσαν ιερείς των Μητροπόλεων Καστορίας και της γείτονος Φλωρίνης

Στέργιου Ν. Σάκκου, καθηγ. Πανεπιστημίου, αχρονολόγητη

Χρήστου Φατούση, υποστράτηγου ε.α. (1998)

Άννας Τρύπη-Μάντη, άρθρο στην εφημερίδα «Κλεισούρα», Μάρτιος 2001, με τίτλο «Αφιερωμένο στην γερόντισσα Σοφία»

Βασίλη Γιαννακόβα, άρθρο στην εφημερίδα «Ελευθερία», 19-2-2009, με τίτλο «Σοφία Χοτοκουρίδου: Μια ξεχασμένη λαϊκή ασκήτρια»

Αναστάσιου Γκοσιόπουλου από την Κλεισούρα, επιστολή προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 7-5-2011


Μαρτυρίες για θαύματα μετά την κοίμησή της

Επιστολή της Γερόντισσας Εφραιμίας, Καθηγουμένης της Ι. Μονής Γενεθλίου της Θεοτόκου Κλεισούρας προς τον σεβ. μητρ. Καστορίας κ. Σεραφείμ, 9-[δεν διακρίνεται ο μήνας]-2011, όπου καταγράφονται 21 μαρτυρίες για θαύματα και εμφανίσεις της Αγίας: 

από 

1) Ζαχαρούλα Κορακάκη από Θεσσαλονίκη, 
2) Κωνσταντίνο και Ευδοξία Σταμίδη, από Ν. Μηχανιώνα Θεσσαλονίκης, 
3) ανώνυμο παιδάκι, 
4) Δημήτρη από Καβάλα, 
5) από Γ.Π. και Μ.Μ, 
6) Βαΐα Σταμκοπούλου από Σέρβια Κοζάνης, 
7) Βασιλική από Λέχοβο Φλώρινας, 
8) Ε. Τ. από Θεσσαλονίκη, 
9) Ευαγγελία Μαστροσάββα από Αθήνα, 
10) Σοφία Ποντίκα από Θεσσαλονίκη (δεν θυμόταν το όνομά της, την επικαλέστηκε στην προσευχή της, ρωτώντας την πώς τη λένε, κι άκουσε την απάντηση: «Σοφία με λένε»), 
11) Άννα Εφραιμίδου από Βέροια, 
12) Σοφία Μεθενίτη από Αττική, 
13) Κυριάκο και Χρυσή Τιμπέλλου από Βέσελινγκ Γερμανίας, 
14) Θεοδόση Τσιφλάκο από Χαλκίδα, 
15) Αθηνά Ρήγα από Πειραιά, 
16) Ευαγγελία Τσαρουχά από Θεσσαλονίκη, 
17) Αθηνά Ιωαννίδου για τον θείο της Σωτήριο Μητσιούλη από Καναδά, 
18) Αντίκλεια Σπυροπούλου από Κομνηνά Πτολεμαΐδας (θαύμα που έγινε το 1969), 
19) Ειρήνη από Λέχοβο Φλώρινας, 
21) Ζωή από Αθήνα, γεννημένη στην Κλεισούρα (θαυμαστό γεγονός της Αγίας εν ζωή).

Ιερέως Χρήστου Μεσημέρη από την Καστοριά, 8-4-2011
Αθηνάς Ζαχαριουδάκη από Άγιο Χριστόφορο Πτολεμαΐδας, 1998
Μαρίας Μπλάνα από Καταχά Πιερίας, Φεβρουάριος 1999
Βασιλικής Ευταξιάδου από Πτολεμαΐδα, 1999
Χριστίνας Μητσάογλου από Βέροια, 1999
Συμέλας Καπλανίδου από Πτολεμαΐδα
Σοφίας Γιώτα
Νιόβη Κούση
Αναστασίας Τοπάλη, Καρδιά Πτολεμαΐδας

Theo
--------
[i] Τα περισσότερα στοιχεία για τον βίο της οσίας Σοφίας προέρχονται από το βιβλίο «Σοφία Χοτοκουρίδου. Μια λαϊκή ασκήτρια», Θεσσαλονίκη 22006. Κάποια βασίζονται σε άρθρα διάσπαρτα σε εφημερίδες και περιοδικά και σε χειρόγραφες ή δακτυλόγραφες μαρτυρίες που έχω υπ᾿ όψιν. Τα αποσπάσματα του βίου του οσίου Συμεών παρατίθενται από το βιβλίο Λεοντίου Νεαπόλεως, Ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, Θεσσαλονίκη 1984, που αναδημοσιεύει το κείμενο του Migne (PG 93, 1670-1748).


[1] Α΄ Κορ. 4, 10.
[2] ό.π., 4, 9.
[3] βλ. Φιλ. 3, 20.
[4] Από την εισαγωγή του βιβλίου Λεοντίου Νεαπόλεως, Ο άγιος Συμεών ο δια Χριστόν σαλός, Θεσσαλονίκη 1984, σ. 8.
[5] Αντρέι Ταρκόφσκι, Θυσία, Αθήνα 1990, σ. 186.
[6] Βλ. Μον. Παϊσίου Αγιορείτου, Αγιορείται Πατέρες και Αγιορείτικα, Σουρωτή Θεσσαλονίκης 21993, σσ. 81-85 (γέρο Γεώργιος) και 91-94 (Κώστας ο Καβιώτης), Από την ασκητική και ησυχαστική αγιορείτικη παράδοση, Μεταμόρφωση Χαλκιδικής 2011, σσ. 99-109 (Κώστας ο Καβιώτης), 254-260 (γέρο Ηρωδίων) και σσ. 406-407 (ανώνυμος Ρώσος) και Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας, Άγιον Όρος το υψηλότερο σημείο της γης, Αθήνα 2000, σσ. 114-117 (γέρο Ηρωδίων).



Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Ο Ηγούμενος π Βασίλειος Grolimund από τη Σκήτη του Αγίου Σπυρίδωνα στη Γερμανία.

-->

http://www.spyridon-skite.de/39994/home.html
http://www.spyridon-skite.de/39994/home.html























Το καθήκον μας είναι να είμαστε μάρτυρες της Ανάστασης και της Αναγέννησης του ανθρώπου εν Χριστώ διά του Αγίου Πνεύματος σε μια εποχή συνολικής ηθική και θρησκευτική παρακμή και αποχριστιανισμού.

 
Der Abt und der Priestermönch der Skite des Hl. Spyridon heißen Sie herzlich willkommen.Unsere kleine Gemeinschaft ist zwanzig Jahre jung; dennoch dürfen wir uns als Schüler der alten Mönchsväter der Wüsten und Klöster des christlichen Ostens, insbesondere des heiligen. Berges Athos, mit dem wir spirituell eng verbunden sind, betrachten. Wir werden somit getragen vom Strom einer ungebrochenen Tradition, die bis zu den Quellen des Mönchtums zurückgeht und unzählige Generationen von Gottsuchern mit dem Wasser des Lebens getränkt und zur Heiligung geführt hat. Diesen kostbaren Schatz authentischen Lebens im Geiste tragen wir bescheiden in irdischen Gefäßen, wollen ihn jedoch trotz unserer Unzulänglichkeit nicht vergraben, sondern ihn auch andern, die auf der Suche sind, zugänglich machen.           

Wir glauben, daß es für Christen nicht nötig ist, nach Indien zu gehen, um gelebte Spiritualität zu finden. Die Orthodoxe Kirche hat die Überlieferung der Heiligen Väter und ihre geistliche Erfahrung aus den Urzeiten des Christentums bis heute unverfälscht bewahrt und lebt sie auch heute noch authentisch  -- ungeachtet unserer zahlreichen menschlichen Schwächen, in denen der Heilige Geist Seine Stärke beweist. Mönchtum bedeutet für uns die absolute Nachfolge Christi. Wir nehmen Sein Kreuz auf uns, kämpfen gegen die Leidenschaften des alten Adam, lassen uns kreuzigen und sterben für die Welt und die Sünde, um mit Christus durch die Gnade des Heiligen Geistes vergöttlicht aufzuerstehen und zu leben.

Unsere Aufgabe ist es, in einer Zeit des totalen sittlichen und religiösen Zerfalls und der Entchristlichung Zeugen der Auferstehung Christi und der Wiedergeburt des Menschen durch den Heiligen Geist zu sein. Dieses Zeugnis versuchen wir zu verwirklichen durch unsere Gebete und Gottesdienste und unser Mönchsleben überhaupt. Da wir uns dessen schmerzlich bewußt sind, daß wir von unseren Vorbildern, den Heiligen Vätern, noch meilenweit entfernt sind, übersetzen wir ihre Schriften und die liturgischen Texte unserer Kirche, um diese weitgehend unbekannten Kostbarkeiten einem weiten Kreis zugänglich zu machen. Die Orientierung an der spirituellen Erfahrung der Heiligen und an der unverfälschten Tradition der Kirche bewahrt uns vor dem Abgleiten in subjektive Gefühlsduseleien oder gar gefährlichen geistlichen Irrwegen. Sie ist der Kompaß, der uns nicht einengt, sondern in die richtige Richtung führt, nämlich zu unserem alleinigen Erlöser Jesus Christus.

Falls Sie an unserem Leben und unserer Arbeit interessiert sind, sind Sie jederzeit herzlich willkommen zu einem Besuch, sei es zu einem Gottesdienst oder zu einem Gespräch bei einer Tasse Tee, sei es zu einem nach Absprache auf persönliche Bedürfnisse abgestimmten längeren oder kürzeren Aufenthalt des Mitlebens nach dem Motto „Kloster auf Zeit“. Dieses Angebot gilt sowohl für orthodoxe Christen, die zu unserer Skite pilgern, als auch für Mitglieder anderer Kirchen und Gemeinschaften, die den Dialog mit der Orthodoxie suchen, und für alle aufrichtigen Gottsucher, woher immer sie kommen mögen. Wir freuen uns, wenn wir  ihnen auf dem Weg Raststätte sein dürfen, und glauben, daß jede von Gott gefügte Begegnung eine geistliche Bereicherung und ein Segen für beide Teile bedeutet. In diesem Sinne laden wir Sie ein im Namen unseres himmlischen Beschützers, des für seine Gastfreundschaft und Menschenliebe berühmten heiligen Spyridon, Bischofs von Trimythunt, und verbleiben mit Segensgrüßen im Herrn

Ihre unwürdigen Fürbitter

+ Abt Basilius und meine Mitbrüder in Christo
             
           

Δευτέρα 1 Μαΐου 2017

Άμμάδες στην γυναικεία μονή της Ζωοδόχου Πηγής στο νησί του Θεολόγου ..Γερόντισσα Ευγενία, ή πρυτάνισσα των καλογραιών τής Πάτμου. Από τον Γέροντα Γρηγόριο Ι.Μ. Δοχειαρίου



Γερόντισσα Ευγενία, ή πρυτάνισσα των καλογραιών τής Πάτμου


 Πρέπει νά μπήκε στο μοναστήρι τής Ζωοδόχου Πηγής στις αρχές του περασμένου αιώνα. Άλλωστε, αυτό ήτανε καί τό μοναδικό γυναικείο στην Πάτμο και σχεδόν σ’ ολόκληρα τά Δωδεκάνησα με οργανωμένη ζωή και παράδοση από τό 1600. Ακολουθούσε τον πατμιακό μοναχισμό: ιδιόρρυθμο μέν, αλλά με ήγουμένη καί γερόντισσα όπως καί τό μοναστήρι του Θεολόγου.

Ή Ευγενία βίωσε σ’ αύτό τό μοναστήρι από τά νεανικά της χρόνια μέχρι τά ένενήκοντα δύο της, πού άφησε τήν μονή τής Παναγίας, γιά νά πασχάση στήν αιώνια του Πατέρα του ουράνιου. Γιά τήν μοναχή Ευγενία δεν υπήρχε άλλη Μονή εκτός τής μετάνοιας της. Αυτός ό τόπος ήταν ή επί γης παλαίστρα της.

- Ό μοναχός -έλεγε κάποτε στον πατέρα Ανθιμο- πρέπει νά κάνη υπομονή σπουδαία· δεν πρέπει νά μετακινήται από τόπο σε τόπο. Σύννεφο άνυδρο παρασυρόμενο από τον άνεμο αποκαλεί τον ακατάστατο μοναχό ό απόστολος Ιούδας στήν επιστολή του. Ό μοναχός δεν βγάζει γλώσσα στον ηγούμενο. Καί δίκιο νά ’χη, σιωπά. Είμαστε στήν διάθεση του μοναστηριού. 'Όπου έχει ανάγκη θα μάς στείλη. Εμείς την ύπακοή να φυλάξωμε ώς την πιο μεγάλη αρετή.Άν κάνης τό δικό σου, φέροντας τα μοναχικά ράσα, είναι σαν να βγήκες από τις φρένες σου.

Έζησε στην καταφρόνια και άφάνεια, γιατί ή απλότητά της δεν τής έπέτρεπε να δημιουργή κλίμα θαυμασμού. Αγαπούσε να ζή στην άκρη, παρά νά εμπλέκεται στά κοινά τού μοναστηριού. Κάποτε τής έλεγα κάποια πράγματα άστεϊζόμενος. Τά άκουγε με τόση προσοχή, που μού άφησε την εντύπωση πώς κάτι θά κάνη. Αφού τελείωσα, μού λέγει:
-       Καλά είναι όλα αυτά, αλλά καλύτερα νά τά βάλης μ’ ένα χωριό παρά με μιά καλογριά.
Έθαύμασα τον στοχασμό της καί έσιώπησα.
Έπεδίωκε την ειρήνη. Καθόλου δεν τής άρεσε ή προβολή καί τό δικαίωμα.Ό,τι έκανε στο μοναστήρι τό έπραττε συνεσταλμένα σάν χθεσινή μοναχή.
-       Άφηνε, πάτερ Γρηγόριε, νά μετρά ό Θεός τά χρόνια τής διακονίας μας στο μοναστήρι καί όχι εμείς.

Εξήντα χρόνια κάθε Σάββατο σάρωνε καί καθάριζε τό ηγουμενείο σάν ντροπαλή υπηρέτρια. Την ώρα πού γίνονταν κεράσματα υψηλών προσώπων, άλλες Μάρθες καί Μαρίες παρουσιάζονταν. Κρατούσε πάντα τό κάτω μέρος τής σκάλας στο μοναστήρι, γιά νά μή γυρίση καί πέσουνε.
Περισσότερο από τριάντα χρόνια υπηρέτησε μιά περίεργη σαλή. Στις εξάρσεις καί στις φωνές της οί καλογριές όμοθυμαδόν διεμαρτύροντο πώς ένωχλούντο, άλλ’ ή Ευγενία έκανε τά πάντα νά τις είρηνεύη. Ζούσε πάντα με τον φόβο μή διώξουνε τήν άρρωστη καί τί θά άπογίνη. Κάθε πρωί έπρεπε νά τήν πλύνη καί νά τήν άλλάξη. Είχε ένα μεγάλο πειρασμό αύτή ή κόρη: όλη τήν ήμέρα νά κάνη τά ρούχα της κορδέλες. Τόσο τά κουρέλιαζε, πού ήταν αδύνατο νά μπαλωθούνε καί νά ξαναφορεθούνε. Καί πού νά βρεθούνε ρούχα εκείνη την έποχή; Τής ελεγε σε τόνο χαμηλό:
-       Μη τα σχίζης, κόρη μου, δεν εχω άλλα.
-       Έσύ την δουλειά σου κι έγώ την δίκιά μου.

Και άκουγες τό σχίσιμο των ρούχων σαν να περπατούσες πάνω σέ συκόφυλλα.
Μετά τό πρωινό άλλαγμα, έπρεπε να τής προσφέρη τον καφέ σέ όμορφο φιρφιρένιο φλιτζάνι. Είχε την απαίτηση να στέκεται μπροστά της την ώρα τού ροφήματος. Μόλις τελείωνε, την έλουζε στα μούτρα μέ τα κατακάθια τού καφέ καί έσπαγε σέ γέλια. Άν έφευγε, χαλούσε τον κόσμο. Έκανε σαν γουρούνι όταν τό σφάζουνε. Έτσι, προκειμένου να μη προκληθή θόρυβος, παρέμενε για τό λούσιμο μέ τον καφέ.

Ό πειρασμός, όσο έβλεπε τις θυσίες τής μοναχής για την σαλή, που οί πολλοί την είχαν για χαμένο πράγμα, τοσούτω μάλλον έστηνε παγίδες. Από τα πολλά πλυσίματα των ρούχων καί λουσίματα τής άρρωστης ’έβγαλαν εκζέματα τά χέρια της, έγιναν από τις παλάμες μέχρι τούς αγκώνες μιά πληγή, πού καθόλου δέν διέφερε τής λέπρας. Οί οικείοι της σήκωσαν επανάσταση στην καλή γερόντισσα Ευγενία νά την διώξη από τό μοναστήρι, άλλως θά την έδιωχναν εκείνοι. Εύρισκόμενη σέ άδιέξοδο, άρχισε νά παρακαλή την Παναγία νά τής θεραπεύση τά χέρια, γιά νά μη ξεσηκώνωνται οί συγγενείς της.

 Είχε άκουστά πώς σ’ αυτές τις περιπτώσεις οί παλιοί χριστιανοί έκαναν Λειτουργία στην Παναγιά καί την ώρα πού έψαλλαν τό «Άξιόν έστιν» άπλωναν τά χέρια τους μέχρι πού τά χτυπούσαν στούς τοίχους τής εκκλησίας καί έλεγαν: «Διώξε, Παναγία μας, τό κακό». Έτσι, καί ή καλή μας καλογριά έκανε την νύχτα Λειτουργία στο παρεκκλήσιο τής Παναγίας τών Αγγέλων καί την ώρα τού «Άξιόν έστιν» παρακαλούσε νά άπαλλαγή από τό κακό, ’έχοντας άπλωμένα τά χέρια της. Σάν ξημέρωσε καί κόπιασαν οί συγγενείς νά άπομακρύνουν την σαλή, τούς έδειξε τά χέρια της:
-       Δέστε, δέν έχουν τίποτε. Μη γένοιτο νά βγάλετε την άρρωστη στον δρόμο· άκαρδιά, αμαρτία.
Πέρασαν πολλά χρόνια, αίροντας τον σταυρό τής ανέχειας, τής σαλής καί τής μεμψιμοιρίας των καλογραιών.
-'Όταν τήν νύχτα ήταν ανήσυχη, καμιά τό πρωί δεν μου έλεγε «καλημέρα».

Δεν είναι εύκολο, καλογεράκια μου, να τελειώνη ή ακολουθία καί να άντικρύζης σαράντα πρόσωπα συνοφρυωμένα. Πώς να σταθής ολη τήν ημέρα μέσα σ’ αυτήν τήν ψύχρα;
Μ’ όλα αυτά, ποτέ δεν χαλούσε ό λογισμός της για καμιά καλογριά. Εκείνη τα πάντα έκανε, για να τούς ύποκλέψη τήν ίλαρότητα του προσώπου καί να διασκεδάση τον δίκαιο θυμό τους.
'Όταν ή σαλή πλησίαζε στο τέλος της, κάλεσε τήν ταλαιπωρημένη μοναχή καί έφθέγξατο λόγια παραμυθίας:
-       Ευγενία μου, σ’ ευχαριστώ για όσα έκαμες για μένα κι εσύ να με σχωρέσης για όσα σου έκαμα. Φώναξε παπά να δια- βάση ευχέλαιο καί να κοινωνήσω, γιατί εγώ σε τεσσαράκοντα μέρες θά πεθάνω.


Ή Γερόντισσα δεν τήν πίστεψε («Τρελή είναι, άσ’ την νά λέη» σκέφθηκε), άλλ’ όσο περνούσαν οί μέρες, περιώριζε τό φαγητό καί τις τρέλες της.
-       Φώναξα τον εφημέριο τής Μονής καί έκανε αυτά πού ζήτησε -συνέχισε ή Γερόντισσα. Μού ζήτησε ακόμη στήν θανή της νά καλέσω τον ηγούμενο καί όλους τούς παπάδες τού μοναστηριού καί νά τήν στολίσω με πολλά-πολλά λουλούδια. Ό καιρός ήτανε χειμώνας· πού νά ’βρισκα τά λουλούδια; Καί οί πολλοί παπάδες ήθελαν καί ευλογίες. Έγώ τί θά τούς έδινα; Καί όμως στήν έκφορά της καί λουλούδια φέρανε καί ό ήγούμενος με τούς παπάδες ήρθανε απρόσκλητοι. Γρηγόριε, έπιθύμησε τά καλά καί ό Θεός δεν θά σού τά στερήση, όσο κι αν Τον έχης λυπήσει με τις αταξίες σου.

Άλλη φορά, πού ό εφημέριός τους έπεσε στήν δυσμένεια της Μονής, πάντες έξεγέρθησαν εναντίον του. Ή Ευγενία είχε άλλη τοποθέτηση. Έβλεπε πώς ήθελαν να τον κάνουν στήν άκρια καί ψάχνανε για κατηγορίες καί συκοφαντίες. Κατέβηκε ό ήγούμενος τής Μονής με τούς προεστώτες πατέρες να κάμουν ανακρίσεις για τον παπά τους. Μιά-μιά τις καλογριές τίς καλούσαν στο ηγουμενείο για ανάκριση καί έπειτα τις κρατούσαν μέσα στον χώρο του ηγουμενείου, για να μην υπάρχει καμιά συνεννόηση μεταξύ τους. (Αυτός ήταν ιταλικός τρόπος ανακρίσεως.) Κάλεσαν με την σειρά της καί τήν Ευγενία.
-       Τί γνωρίζεις για τον παπά σας;
-       Ό παπάς μας είναι άγιος άνθρωπος. Εμείς είμαστε οί αμαρτωλές πού τον συκοφαντούμε.

Τό απόβραδο δόθηκε εντολή να καρφωθή ή πόρτα τού κελιού εξωτερικά, να μή μπορή να έξέλθη. Σημειωτέον ότι τό κελί ούτε τουαλέτα είχε ούτε νερό. Τα υπέμεινε καί αυτά αδιαμαρτύρητα, μέχρι πού ό αδελφός της τής ελευθέρωσε τήν είσοδο. Πραγματικά, ήταν άνθρωπος αγόγγυστος στούς πειρασμούς.

Την ρώτησα αν ραθυμούσε στήν λατρεία όλα αυτά τα χρόνια τής παραμονής της στο μοναστήρι ή άφησε κανόνα για άλλη μέρα.
- Ποτέ δέν τό έκανα, σκεπτόμενη πώς ή ερχόμενη πιθανόν να είναι δυσκολότερη. Εξήκοντα χρόνια διαβάζω τό Μεσονυκτικό στήν εκκλησία, άλλα τώρα χωρίς δόντια δυσκολεύομαι καί τα μάτια μου δέν μέ βοηθούνε.
Αυτός ο άνθρωπος δημιουργεί παράδοση, πού στέκεται χρόνια καί χρόνια στον ίδιο τόπο. Αυτός κουβαλά την σκυτάλη τής παραδόσεως από την μια γενιά στήν άλλη. Από μια τέτοια ψυχή, πού κράτησε την λαμπάδα αναμμένη, πώς να μη την λάβω στα χέρια μου να την συνεχίσω καί να ομολογώ την αρχαία τών πατέρων ρήση «ούτω παρέλαβον»;

Ήταν σοβαρή καλογριά· καθόλου γλυκανάλατη. Κάποτε μοναχός τής έστειλε φωτογραφία του κρατώντας γάτο. Παρά την αγάπη που του είχε, απήντησε αύστηρά: «Πάτερ, οί μοναχοί κρατούν σταυρό, όχι γάτους».
Τό κελί της ήταν πτωχό, άλλα τόσο όμορφα νοικοκυρεμένο, που δεν ήθελες να φυγής. Χώρος ζωντανός, σαν τής μάννας τό καντούνι. Τα είχε όλα: τα νοικοκυριά τής κουζίνας, τον αργαλειό, τό κρεβάτι. Σωστό χωριάτικο αρχοντικό. 'Όλα στήν θέση τους με καλό γούστο.


Τα λόγια της ήταν λίγα, άλλα εύαγγελικά. Κάποτε στήν άνέμη έφτιαχνε τα φιτίλια των λαμπάδων του Πάσχα για τό μεγάλο μοναστήρι. Έτρεμε από τα βαθιά γεράματα καί την κόπωση των νηστεψίμων ήμερων τής Μεγάλης Σαρακοστής. Τής λέγω:
-       Γερόντισσά μου, τό μοναστήρι έχει τόσα παλληκάρια καί περιμένουν από σένα νά τους φτιάξης τά φιτίλια των κεριών;
-       Εύλογημένο παιδί, αυτά τά λένε οί κοσμικοί, τά λες κι εσύ; Περισσότερο από εβδομήντα χρόνια τους διακονώ. Τώρα που είμαι στο τέλος μου -μπορεί νά είναι καί ή τελευταία φορά- θά πώ πώς δεν μπορώ; Σώπα, σώπα καί ό Θεολόγος δίνει δύναμη. Με τις ευχές του οσίου Χριστοδούλου περπατήσαμε την καλογερική όδό. Τώρα θά μάς άφήση άπαράκλητους καί άδύναμους;

Πάμπολλες φορές μου έλεγε μέ ιλαρό πρόσωπο:
-       Γρηγόριε, πρώτα νά καλλιεργούμε τις άρετές τών κοσμικών άνθρώπων καί έπειτα τών μοναχών. Οί κοσμικοί πολλαπλασιάζουν τά τάλαντά τους. Εμείς από τεμπελιά καί ραθυμία νά τά θάβουμε καί νά τά εξαφανίζουμε;
Κάθε Σαρακοστή ετοίμαζε μεγάλο δοχείο σησάμι κα-βουρδισμένο καί κοπανισμένο κι ένα δοχείο ταχίνι γιά τούς ερημίτες τού Κουβαριού. Θεωρούσε μεγάλο πράγμα τον έρημιτισμό. Είδα μέ τά μάτια μου τις καλογριές τής Ζωοδόχου
Πηγής την ώρα πού κατέβαιναν οί Κουβαρίτες τίς σκάλες του μοναστηριού, για να φύγουν για την έρημο, να άσπάζωνται τα ράσα πού σβαρνίζανε στις πέτρες και τα λιθόστρωτα. Πίστευαν πώς οί έρημίτες ισορροπούν τον κόσμο καί συγκρατούν την δίκαια οργή τού Θεού.

-       Εμείς, παιδί μου Γρηγόριε, από σάς στηριζόμαστε κι σ; έχω τόσα χρόνια στο μοναστήρι. Εμείς τα έχουμε όλα. Εσείς από τα ξερά βράχια τίποτες δεν έχετε να πάρετε. Καί τό ψωμί σας είναι πάντα μπαγιάτικο. Εμείς τό παίρνουμε στο τον φούρνο βλασερό. Αχνίζει όταν τό κόβουμε.
Ζύμωνε ή καλή γριά καί έψηνε παξιμάδια γιά τά «παιδακια τής έρημου». Έπλεκε κάλτσες καί διάφορα μάλλινα γιά τούς πτωχούς μοναχούς.

-       Τίποτα δεν είναι, αδέλφια μου, αυτά μπροστά στο μήνυμα πού αφήνει ή ερημική ζωή σας στήν κοινωνία τής Πάτμου. Καί περισσότερο σ’ εμάς τίς γριές μοναχές είναι παρηγοριά νά νιώθουμε πώς πίσω από τά ψηλά βουνά τού Προφήτη Ηλία είναι μοναχοί καί μάλιστα νέοι στήν ηλικία.

Στον αργαλειό -κρεβαταριά όπως τον έλεγαν στο χωριό μου- υφαινε διάφορα πράγματα καί εξοικονομούσε τα προς τό ζην. ’Ήτανε σπουδαία ύφάντρα. Από τό εργόχειρό της αυτό, μαζί με τον αδελφό της Θεόκτιστο μοναχό, που καί αυτός μύριες δουλειές έκανε (έσπαζε πέτρες, έκτιζε πεζούλια, ύφαινε με γιδότριχα στρωσίδια), βοηθούσαν την χήρα άνιψιά τους, που είχε πολλά παιδιά, να μη ξεστρατίσουν.

Όταν πέρασαν τα εύλογημένα χρόνια τής ακμής καί τής ισχύος καί είδε πώς την άφηναν οί δυνάμεις της, ύφανε σ’ όλους τούς μοναχούς καί ίερομονάχους τής Πάτμου από ένα λευκό χράμι για ευλογία. Την βρήκα λοιπόν στον αργαλειό τρεμάμενη να ύφαίνη.
-       Τίνος είναι πάλι αυτό πού ετοιμάζεις;
-       Του τάδε ίερομονάχου.
-       Δεν έχει ανάγκη, αδελφή μου.
-       Μη σκέπτεσαι έτσι, παιδί μου. Ή βασιλεία των ουρανών δεν δουλεύεται με τό μυαλό, άλλα με την καρδιά. Άν στηριζόμουνα στον νου μου, ούτε μέρα θά καθόμουνα στο μοναστήρι. ’Άφηνε την καρδιά σου ελεύθερη· μη την δεσμεύης στην ξερή λογική. Ή καρδιά, αν άφεθή στις αύρες τού ' Αγίου Πνεύματος, μεγαλουργεί. Ό μοναχός δεν είναι λογικός, χωρίς να είναι καί τρελός. Γι’ αυτό επιχειρεί να πετάξη στον ούρανό με τον αετό τού Θεολόγου.

Ή ελεύθερη καρδιά ανεβαίνει στον ούρανό καί χτυπά κάθε ώρα την πόρτα του Θεού. Όχι ό Χριστός νά μάς χτυπά, όπως λέγει στήν Αποκάλυψη· εμείς νά χτυπούμε. Εμείς πάντα έξω από την πόρτα τού Χριστού, όχι ό Χριστός έξω από την δική μας.

Ήτανε σπουδαία καί στήν φιλοξενία. Εύφραίνετο τό πρόσωπό της σάν την μάννα πού βλέπη τά παιδιά της. Ετοίμαζε καί σιγοψιθύριζε: «Παι’άκια μου, παι’άκια μου, τού Χριστού παι’άκια μου».
Κάποτε, έπειτα από άγρυπνία τού Θεολόγου στο μεγάλο μοναστήρι, περάσαμε από τό κελί της. Μάς άνέμενε. Είχε τις τηγανητές.
- Νά με σχωρέσετε, καλογεράκια μου, δεν αίσθανόμου- καλά καί τηγάνισα δυό-δυό τις γόπες.

Στο κελί της ένιωσα τί σημαίνει εύλογία. Σκέτα μακαρονια  μέ λίγο τυρί, χωρίς σάλτσες, μάς προσέφερε καί ήταν πεντανόστιμα. Πόσα χρόνια πέρασαν καί τ’ αναζητώ σαν μοναδικό  φαγητό. Τραπέζι δεν υπήρχε. Μια καθαρή πετσέτα στρώναμε στα γόνατα καί κάναμε συμπόσιο σπουδαίο. Δεν μάς έδωσε ποτέ την αίσθηση πώς μάς βαριέται. ’Ίσως τώρα καί στον ουρανό θά μάς προσμένη νά καμαρώση τα μοναχικά ράσα. Κι όταν ακόμα αφήσαμε την πάτμο, σύναζε ελέη καί περίμενε νά βρή τρόπο νά μάς τα αποστείλη.

Οί παλιοί μοναχοί είχανε χαρά μεγάλη στήν παρουσία τών μοναχών. Ανοιγαν τα μάτια τους σαν νά έβλεπαν προφητικά πράγματα- Αγγέλους επί τής γης. Από τό ευφρόσυνο αυτό κοίταγμα μετρούσες την έπιτυχία τού γηραιού μοναχού στα παλαίσματά του.’Άν ήταν αποτυχημένος μοναχός, τ' έβλεπε μέ αποστροφή: «Θά προκόψη καί αύτός όπως εγώ».
Ή Ευγενία ήταν ζηλώτρια μοναχή, ειρηνική. Παρά τό σωματικό της εύρος ήταν χαμηλών τόνων καί ήσύχιος άνθρωπος. Ή σκληρή άσκηση δέν τής εξανέμισε τα ανθρώπινα συναισθήματα. Στο κελί της είχε αφήσει στον τοίχο τό καρφί, στο όποιο κρεμούσε ό μακαριστός αδελφός της τό ράσο του, οσάκις την έπεσκέπτετο. Ήθελε εκεί νά κρεμούμε καί τό δικό μας, για νά ένθυμήται τον αδελφό της. Έθλίβετο πολύ, όταν δέν μάθαινε νέα μας. Είχε μαλακή καρδιά καί πονούσε την ταλαιπωρία τού κόσμου. Παλιός άνθρωπος, αγάπης, υπομονής καί ήσυχίας. Αφηνε στήν σκιά της δροσιά σαν την υψίκορμη έλάτη.

 Δροσερή πηγούλα στήν μονή τής Ζωοδόχου Πηγής. Δέν είναι υπερβολή αυτά πού λέγω. Μια αμαρτωλη  ύπαρξη μου εξομολογείτο: «Βλέπω ανάξιο τον εαυτό μου. Δεν εισέρχομαι στην εκκλησία, άλλα στην σκιά της παρακαλώ τον Θεόν». Προείδε πώς ό πατήρ Ιωσήφ θά πεθάνη πιο μπροστά από κείνη, αν καί ήταν πολύ νεώτερός της. Γλυκειά γιαγιά ή Ευγενία. Μέσα στά μαύρα της ράσα όλους θώπευε ή ακτινοβολία τού προσώπου της. Ή βαθειά της πίστη με έκαρδίωνε τις ώρες πού λιποψυχούσα.
- Καλογεράκι μου, οί θλίψεις καί οί πειρασμοί θά σε μεστώσουν, αλλιώς ζούφιος θέ νά μείνης σάν τό σιτάρι πού τό χτύπησε ό λίβας. Ό Θεολόγος νά σε κρατύνει.
Καί με σταύρωνε με τό χεράκι της, βάζοντας στο θυμιατό μύρα τού Επιταφίου, γιά να μη με βασκάνη ό διάβολος.

'Όταν βάζω τά πρόσωπα αυτά, με τά όποια μάς συνδέει ή αγάπη τού Χριστού, στον νού μου, εισέρχομαι σε όαση παραδεισένια, ξεχνώ καί αύτόν τον εαυτό μου καί αισθάνομαι την χαρά τής ζωής, αληθινή πρόγευση τού παραδείσου.

Είχε καί ένα άλλο χάρισμα ή Γερόντισσα. Νοσήλευε τά διάφορα σπασίματα τού σώματος. Χρησιμώτατη διακονία στήν απομονωμένη Πάτμο. Είχε καλλιεργήσει αυτό τό χάρισμα καί ήτανε σπουδαία γιατρός. Βέβαια πρακτικός, αλλά βαθύς γνώστης τού πόνου καί τής αδυναμίας τού ανθρώπου. Ιάτρευε τις κακώσεις προτού ό πάσχων πολυκαταλάβη τί θά τού γίνη. Ήμουνα μπροστά, όταν ήρθε νέος αξιωματικός τού στρατού με στραμπουλιγμένο τό χέρι του. Τό κοίταξε καλά. Τού είπε να απλώσει την παλάμη του στήν γή. Εντελώς ανυποψίαστος εκείνος γιά τό τί θά κάνη ή Γερόντισσα, συμμορφώθηκε. Καί ξαφνικά εκείνη τό πάτησε. Έβγαλε την κραυγή τού πόνου τό παλληκάρι καί ίάθη εν ριπή οφθαλμού. 'Όταν στά βαθιά της γεράματα έσπασε τό πόδι της, την πήγανε στον ορθοπεδικό στο νοσοκομείο τής Καλύμνου. Παρακαλεί τον γιατρό να την άνασηκώση, γιά να τού υπόδειξη τί να κάνη. Τού λέγει:

-       Έτσι πού τα φτιάχνεις, θά στραβώσουν τα δάχτυλα καί δεν θά μπορώ να περπατήσω.
Έτσι καί έγινε. Έζήτησε αργότερα να τής κόψουν τά δάχτυλα, γιά να βαδίζει. Χαριεντιζόμενος τής είπα:
-       Πόσα παίρνεις από αυτές τις ιάσεις;
-       Παι’άκι μου, φύγε από αυτό τό πνεύμα, δεν είναι τού Χριστού. Ό Χριστός θεραπεύει δωρεάν κι εμείς με την ψευτονοσηλεία μας πληρωμή θέλουμε;
Τότε ξεχώρισα τί είναι θεραπεία καί ποιος την κάνει καί τί είναι νοσηλεία. Αγράμματη ή Ευγενία, αλλά κοντά της προέκρινα, όπως ό Μέγας Αντώνιος, τον νούν από τά γράμματα.

Έκοιμήθη ή Ευγενία. Αγνή καί στο σώμα καί στην ψυχή. Άπείρανδρος καί άπειρόκακος, όπως έδιδάχθη από την Παναγία την Ελεούσα τού μοναστηριού της. Σε τρεις χρόνους έγινε εκταφή τού λειψάνου. Εύωδίαζε. Καί τά χέρια από τούς αγκώνες καί κάτω βρέθηκαν αλώβητα καί άσπρα όπως την ημέρα τής θανής της. (Τό ένα βρίσκεται παρ’ ήμΐν καί τό άλλο στήν Σερβία.) Τό δε εύλογημένο κρανίο της φέρει σταυρό στήν ραφή τών οστών.

Έτσι άμειψε ό φιλότιμος Δεσπότης την διακονία της. Έβαλε στήν ζωή της τού Χριστού τον τρόπο: «Δεν ήρθα να διακονηθώ, αλλά να διακονήσω». Αυτό τό μάθημα πήρε από τον ιερό Νιπτήρα, πού έπιτελούν την Μεγάλη Πέμπτη κάθε χρόνο στήν Πάτμο, καί τό ’φερε μαζί της πάντα.
«'Αγία διακονία, φυγαδεύτρα τών κακών λογισμών, διασκεδάστρα τής δεινής ραθυμίας, πραγμάτωση τής πιο μεγάλης αρετής, τής αγάπης, προθυμία άβίαστη γιά θάνατο καί σταυρό».


Μακάρι οί εγγύς αυτής να την ύμνολογήσουν με τις άγιες άμμάδες: «Πρέσβευε γιά μάς, μητέρα όσια μη μάς άφήσης χωρίς την δική σου συμπάθεια. Αμήν».

ΜΟΡΦΕΣ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΣΑ ΝΑ ΑΣΚΟΥΝΤΑΙ ΣΤΟ ΣΚΑΜΜΑ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ.
ΓΕΡΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΔΟΧΕΙΑΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ.