Σελίδες

Δευτέρα 31 Ιουλίου 2017

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΔΙΚΑΙΟΥ ΕΥΔΟΚΙΜΟΥ




Του Β. Χαραλάμπους, θεολόγου

Στις 31 Ιουλίου η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του Αγίου και Δικαίου Ευδοκίμου.  Ο Άγιος Ευδόκιμος  δικαίως έχει επικληθεί  και Δίκαιος, και καθώς ψάλλομε ‘’Παντός Δικαίους μνήμη μετ’ εγκωμίων γίνεται’’.

Ο Άγιος Ευδόκιμος  καταγόταν από την Καππαδοκία και έζησε τον 8οαιώνα,  τα χρόνια που στην Κωνσταντινούπολη ήταν αυτοκράτορας ο Θεόφιλος (829-842), πους ως γνωστό ήταν εικονομάχος.  Παρόλο που ο εικονομάχος αυτοκράτορας Θεόφιλος τον τίμησε με το υψηλό στρατιωτικό αξίωμα του στρατοπεδάρχη, ο Άγιος Ευδόκιμος  δεν συγκατένευσε στην πλάνη της εικονομαχίας, αλλά παρέμεινε Ορθόδοξος, για τούτο   ψάλλομε «τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα, συ εκ νεότητος έσχηκας».

Στον α΄ Κανόνα, στην ορθρινή Ακολουθία του Αγίου ψάλλομε «Τα δόγματα των Πατέρων φυλάττων αλώβητα, ορθόδοξον φρόνημα, συ εκ νεότητος έσχηκας, βίον ακηλίδωτον, και ευσυμπάθητον γνώμην αξιάγαστε.  Ου σύγχυσις κοσμική ουκ αρχής επικράτεια, ου δόξα επίκηρος, σου τον προς Κύριον έρωτα, ήμβλυνε Ευδόκιμε, αλλ’ ευδοκιμήσας όντως θείαις πράξεσιν.  Υψούμενος ταις ενθέοις μελέταις εκάστοτε, εχθρόν εταπείνωσας, και ιαμάτων ενέργειαν, είληφας Ευδόκιμε, κρίει δικαία του τα πάντα διευθύνοντος.  Σταλάζουσα γλυκασμόν η σορός των λειψάνων σου, πλουσίων ιάσεων, πάθη καθαίρει Ευδόκιμε, πίστει των τιμώντων σε, και καταφλέγει δαιμόνων πάσας φάλαγγας». Παρατηρούμε την Ορθόδοξη ισορροπία της εν Χριστώ ζωής, όπου η πνευματική ζωή συνηγορεί στον της Πίστεως αγώνα.

Οι γονείς του Αγίου, ο Βασίλειος και η Ευδοκία, ήταν πλούσιοι και ευσεβείς.  Ο Άγιος Ευδόκιμος ήταν πολύ ελεήμων και πολύ φιλάνθρωπος.  Παρόλο το μεγάλο στρατιωτικό αξίωμα του στρατοπεδάρχη, ο Άγιος Ευδόκιμος  παρέμεινε ταπεινός.  Στα Στιχηρά του Αγίου ψάλλομε, «Η ελεήμων καρδία και ευσυμπάθητος, ο της αγάπης λύχνος, ορφανών ο προστάτης, γυμνών και πενομένων ο σκεπαστής, σωφροσύνης το άγαλμα, των εντολών του Κυρίου ο πληρωτής, ευφημείσθω νυν Ευδόκιμος», γιατί όντως ήταν «ελεήμων καρδία και ευσυμπάθητος», «της αγάπης λύχνος» και «ορφανών ο προστάτης, γυμνών και πενομένων ο σκεπαστής».   Δεν θα αναφέρω το σύνηθες για κάποιους, ‘’αν και λαϊκός άγιασε’’,  καθότι τούτο δεν είναι εκκλησιολογικώς ορθό.

Και όπως αναφέρεται και στην Ακολουθία του, το Άγιο λείψανό του επιτέλεσε θαύματα πολλά. «Σταλάζουσα γλυκασμόν η σορός των λειψάνων σου, πλουσίων ιάσεων», ψάλλομε στην Ακολουθία του Αγίου.  Μέρος των λειψάνων του Αγίου Ευδοκίμου βρίσκεται στην Ιερά Μονή Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Όρους.  Την Αγία Εικόνα του, καθότι Καππαδόκης ο Άγιος,  που έφεραν οι Μικρασιάτες κατά τον ανελέητο διωγμό του 1922, την τοποθέτησαν σε μικρό παρεκκλήσι στη Μυτιλλήνη.

«Υψηλόν τον βίον εσχηκώς, και ταις αναβάσεσι, ταις θεϊκαίς ολολαμπής γενόμενος, φωτισμόν μοι αίτησαι, ευφημούντι σου, τα σεπτά προτερήματα, οις ευδόκησας, έτυχες ων ήλπισας Ευδόκιμε» (Κανών του Αγίου, Εις τον όρθρον, Ωδή α΄).




Ο Άγιος Ευδόκιμος ο Δίκαιος

(ιστορική εικόνα του Αγίου Ευδοκίμου που έφεραν οι μικρασιάτες από απέναντι στη Μυτιλήνη....
...βρίσκεται στο ομώνυμο παρεκκλήσιο στο πάρκο του Αγίου Ευδοκίμου στη Μυτιλήνη)

Μεγαλυνάριον

Εὐδόκιμος πέφηνας τῷ Θεῷ, ἐν δικαιοσύνῃ,

τὸν σὸν βίον διαδραμών.

Ὁ λαθών γὰρ ἔσχες ἐγνώσθη μετὰ τέλος,

Εὐδόκιμε θεόφρον, πρὸς θείαν αἴνεσιν.   



Ο Άγιος Ευδόκιμος, ο θαυμαστός, έζησε κατά τους χρόνους του βασιλιά Θεοφίλου του Εικονομάχου (829-842 μ.Χ.) και καταγόταν από την Καππαδοκία.  Ο πατέρας του Βασίλειος και η μητέρα του Ευδοκία ήταν ευσεβείς Χριστιανοί και τον ανέθρεψαν «ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρίου».  Είχαν πολλά πλούτη και ήταν ένδοξοι και περιφανείς, διότι ο πατέρας του έφερε το αξίωμα του πατρικίου.

Ο Ευδόκιμος, αν και καταγόταν από τόσο ξακουστό γένος, δοξαζόταν  περισσότερο και θαυμαζόταν για τις αρετές του και τα χαρίσματά του. Παρά το γεγονός ότι ήταν νέος ένδοξος και αξιωματούχος, από γονείς ευγενείς μέσα στην κοινωνία, ωστόσο διαβιούσε ζωή ενάρετη και με άκρα σωφροσύνη, αντιτασσόμενος στα κελεύσματα του πονηρού.

Όσον αφορά τη μόρφωσή του, ο ίδιος ευλογημένος από το Θεό, καταγινόταν αδιαλείπτως στην ανάγνωση των θείων Γραφών και ευφραινόταν η τρισόλβια ψυχή του, ακολουθώντας το: «ὡς γλυκέα τῷ λάρυγγί μου τὰ λόγια σου Κύριε, ὑπὲρ μέλι καὶ κηρίον ἐν τῷ στόματί μου». Η κύρια απασχόλησή του ήταν να πηγαίνει στους ιερούς Ναούς, να ακούει τις ιερές ακολουθίες και τα θεία λόγια.  Ιδιαίτερα και μετά φόβου αγωνιζόταν να γίνει «Ναός καθαρός Θεού ζώντος», όπως λέει και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος. Πολλές φορές τον παρακινούσαν οι συνομήλικοί του να πηγαίνουν σε διασκεδάσεις και απολαυστικές διατριβές, αλλά ο αοίδιμος Άγιος Ευδόκιμος μόνη ευχαρίστηση και τρυφή είχε τη μελέτη των ψυχωφελών βιβλίων.

Η σωφροσύνη και η καθαρότητα, η τιμιότερη όλων των άλλων αρετών, η οποία κάνει ισάγγελο τον άνθρωπο χαρακτήριζαν τον Ευδόκιμο, τόσο που μπορούσε να λέει ότι: «Ποτὲ δὲν ἠκολούθησεν ἡ καρδία μου εἰς τὸν ὀφθαλμόν μου». Το σπουδαιότερο είναι ότι αποφάσισε ο πάνσεμνος να μη βλέπει γυναικείο πρόσωπο καθόλου, όσο θα βρισκόταν στην παρούσα ζωή. Έτσι εκτός της μητέρας του, άλλη γυναίκα ή παρθένα ούτε κοίταξε στο πρόσωπο, ούτε μίλησε. Ήταν επίσης ελεήμων, τόσο ώστε να τρέφεται η ψυχή του από τη χάρη του Αγίου Πνεύματος. Ακόμα και αυτά που είχε ανάγκη για να ζήσει, τα χάριζε στους φτωχούς. Όχι μόνο χρήματα, αλλά και ό,τι άλλο χρειάζονταν.  Βοηθούσε τόσο πολύ τους ενδεείς, ώστε και αν ακόμη ήταν ανάγκη να πουληθεί ως σκλάβος ο ίδιος για να ελευθερωθεί άλλος, θα το έπραττε με χαρά. Διότι ήξερε ο μακάριος ότι ο καρπός της αγάπης είναι η ελεημοσύνη. Για αυτό ήθελε και έγινε αληθινός πατέρας των ορφανών, κυβερνήτης των χηρών, ενδυμασία των γυμνών, χορτασμός των πεινασμένων, παρηγοριά των λυπημένων.

Λόγω των αρετών του αξιώθηκε να τιμηθεί από το βασιλιά Θεόφιλο με το αξίωμα του «Κανδιδάτου». Διορίστηκε στρατοπεδάρχης της Καππαδοκίας και έπειτα των Χουρσιανών. Όμως ως φρόνιμος οικονόμος δε μεταχειριζόταν τη θέση του για να αποκομίσει τιμή και δόξα. Αντίθετα ήταν ταπεινός, όλη δε η επιμέλεια η φροντίδα του ήταν στο να κυβερνά μικρούς και μεγάλους με οσιότητα και δικαιοσύνη, για αυτό και αποκλήθηκε δίκαιος. Και ήταν έτοιμος να θυσιάζει και την ψυχή του για τον υπήκοό του.

Ο Άγιος Ευδόκιμος υπήρξε τέλειος Χριστιανός. Άνθρωπος της ορθής πίστης και της θυσίας. Στην αγάπη του πλησίον αμίμητος, για την οποία απέφευγε τον εγωισμό και την καταλαλιά.  Ο ίδιος φυλασσόταν από την κατάκριση και εμπόδιζε και τους άλλους να κατακρίνουν και να λυπούν τον πλησίον. Δίδασκε ακόμη ότι ο καθένας πρέπει να μάθει περισσότερο να ακούει, παρά να μιλά. Με την άψογη αυτή διαγωγή του χρημάτισε σκεύος εκλογής και δάσκαλος και με λόγια και με έργα. Τύπος και παράδειγμα και ζώσα εικόνα σε εκείνους, οι οποίοι τον συναναστρέφονταν, μέχρι το τέλος της παρούσας ζωής. Κοιμήθηκε οσιακά στην Καππαδοκία, αφού έζησε τριάντα τρία χρόνια, νέος στην ηλικία,  αλλά πρεσβύτατος στη σύνεση και τη γνώση.

Όταν γνώρισε το τέλος του ο δίκαιος Ευδόκιμος δεν ταράχτηκε, γιατί όλη του η ζωή ήταν μια μελέτη θανάτου. Αυτό που τον λυπούσε ήταν ότι η μητέρα του ήταν μακριά και δε θα βρισκόταν κοντά του στην αναχώρησή του για τους ουρανούς. Όταν πλησίασε η τελευταία ώρα ήρθαν πολλοί άνθρωποι να τον επισκεφθούν, αφού τους μίλησε για τη μνήμη και το μυστήριο του θανάτου, τους όρκισε στο Θεό να τον ενταφιάσουν με τα ίδια ενδύματα, που φορούσε. Κατόπιν έκανε νεύμα και αφού βγήκαν όλοι έξω, άρχισε να προσεύχεται προς το Θεό, λέγοντας: «Κύριε ὁ Θεός μου, καθὼς δὲν ἠθέλησα ἔτι ζῶν νὰ φανῆ ἡ πολιτεία μου, οὕτω παρακαλῶ καὶ ἡ τελευτή μου νὰ γίνη χωρὶς καμμίαν χάριν, οὔτε νὰ θαρρήση τίς, ὅτι σοι εὐηρέστησα». Έπειτα λέγοντας το «εἰς χεῖρας σου παραδίδω Κύριε τὸ πνεῦμα» ανήλθε η ψυχή του στους ουρανούς το έτος 829 μ.Χ.  

Οι γονείς του λυπήθηκαν όταν έμαθαν για την κοίμηση του Αγίου, ωστόσο παρηγορούνταν με τα θαύματα που έκανε. Η μητέρα του φλεγόμενη από το πάθος της φιλοτεκνίας, δεν υπολόγισε το μακρινό ταξίδι, ούτε συλλογίστηκε τους κόπους και τους κινδύνους της οδοιπορίας, αλλά κίνησε με μεγάλη προθυμία και πήγε στον τάφο του αγιοτάτου παιδιού της. Βλέποντας εκεί το πλήθος που προσερχόταν με ευλάβεια και τα θαύματα που γίνονταν από το ιερό εκείνο μνήμα, όπου δαιμονιζόμενοι και από άλλα πάθη πάσχοντες θεραπεύονταν ταχύτατα, έπεσε και αγκάλιασε τον τάφο του γιου της με δάκρυα στα μάτια.  Συγκλονισμένη συνέπλεξε το θρήνο για την απώλεια μαζί με τον έπαινο για το Άγιο παιδί της. 

Όταν σήκωσαν την πλάκα από το μνήμα και έβγαλαν έξω τη λάρνακα, όπου κειτόταν το ιερό λείψανο, δεκαοχτώ μήνες μετά την κοίμηση του Αγίου, φάνηκε το θαύμα. Το λείψανο δεν είχε υποστεί καμία αλλοίωση ή μεταβολή. Το πρόσωπο ήταν άφθαρτο και δεν είχε επέλθει σήψη σε κάποιο μέρος του σώματός του. Αντίθετα το πρόσωπο ήταν φαιδρό, χαριέστατο με όλους τους χαρακτήρες αμετάβλητους. Ακόμα και τα ενδύματά του είχαν παραμείνει αναλλοίωτα και άφθαρτα. Επιπλέον το σώμα και τα ενδύματα ανέδιδαν μια θαυμάσια ευωδία.

Εκείνη τη στιγμή βρισκόταν στο σημείο ένας Ιερομόναχος, με το όνομα Ιωσήφ, ο οποίος έλαβε το ιερό λείψανο για να το σηκώσει όρθιο. Μόλις το αγκάλιασε στάθηκε όρθιο, σαν να ήταν ζωντανό. Εκείνος από το φόβο του έπεσε μπροστά στα πόδια του Αγίου και τον παρακαλούσε, σαν να ήταν εν ζωή να αφήσει να πάρουν τα ενδύματά του για ευλογία. Έτσι άρχισε πρώτα και αφαίρεσε το χιτώνα και του φόρεσε άλλον. Έπειτα έβγαλε από τα πόδια του εκείνα, που φορούσε, με τόση ευκολία, ώστε φαινόταν σαν να βοηθούσε και ο ίδιος ο Άγιος σε αυτό. Ύστερα, αφού έντυσε το ιερό σκήνωμα κανονικά, το τοποθέτησε με σεβασμό δοξάζοντας με τους παρευρεθέντες το Θεό «τὸν δοξάζοντα τοὺς Αὐτὸν ἀντιδοξάζοντας».  

Μόλις φανερώθηκε το  άφθαρτο σώμα του Αγίου Ευδοκίμου έφριξαν οι δαίμονες και έφευγαν «ὡς ὑπὸ ἀστραπῆς διωκόμενοι», καθώς το είδαν «ἐν δόξῃ ἁγιότητος ἀπαστράπτον». Η μητέρα του Αγίου θέλησε να μεταφέρει το ιερό λείψανο στην Κωνσταντινούπολη, όμως οι εντόπιοι δεν το επέτρεψαν. Μετά από καιρό ο Ιερομόναχος Ιωσήφ έκλεψε το θησαυρό, χωρίς να τον πάρουν είδηση οι εντόπιοι. Ωστόσο φανερώθηκε από το μύρο που έσταζε και τα θαύματα που γίνονταν καθοδόν. Θαυματουργώντας ο αοίδιμος Άγιος αποδόθηκε στους γονείς του ως δώρο πολύτιμο. Και η θεοφιλής μητέρα του με πολύ πόθο έφτιαξε αργυρή θήκη για το ιερό λείψανο, το οποίο κατέθεσε στον περικαλλή Ναό της Υπεραγίας Θεοτόκου στην Κωνσταντινούπολη, που είχε κτίσει νωρίτερα και όπου έγινε η μετακομιδή την 6η Ιουλίου.  Και εκεί γίνονταν καθημερινά πολλά θαύματα. Τόση μεγάλη χάρη έλαβε ο Άγιος Ευδόκιμος από το Θεό για την υπερβολική δικαιοσύνη και ελεημοσύνη του. Η Εκκλησία μας τιμά τη μνήμη του την 31η  Ιουλίου.


Πηγή υλικού


Βίοι Αγίων, Ο Άγιος Ευδόκιμος, Έκδοση Ορθοδόξου Ιδρύματος «Απ. Βαρνάβας»

http://www.romiosini.org.gr/

Δευτέρα 17 Ιουλίου 2017

Ο Δημήτριος Παναγόπουλος μιλά για την ζωή του





Ομολογίες του αειμνήστου Δημητρίου Παναγοπούλου για την «προ Χριστού» ζωή του

* Ο Θεός έκανε σκανδαλωδώς έλεος σε μένα, διαφορετικά θα είχα ταρταρωθεί εδώ και καιρό. Έπρεπε στα χρόνια της κατοχής και στο Αλβανικό μέτωπο, να είχα πεθάνει 7 φορές. Εντούτοις, ακόμα ζω, όχι εξαιτίας της δικής μου δικαιοσύνης, αλλά εξαιτίας του ελέους του Θεού, γιατί γνώριζε, ότι θα επιστρέψω και θα μετανοήσω και με προστάτευε, για να μπορέσω έτσι να σωθώ και να μην πάει χαμένο το ποσοστό αίματος που έχυσε ο Χριστός και για την δική μου ψυχή.

* Είχα ένα μεγάλο πάθος στα νεότερα χρόνια μου, το πάθος της χαρτοπαιξίας. Καθόμουνα από το Σάββατο το βράδυ στο τραπέζι να παίξω χαρτί και σηκωνόμουνα την Τετάρτη το βράδυ. 4 μερόνυχτα, συνεχόμενα, έπαιζα τράπουλα, τέτοιο πάθος είχα! Καθόμουνα να κερδίσω, με κάθε μέσο, έστω και με κομπίνα, δεν πάει να ήτανε και ο Ωνάσσης στο τραπέζι! Ήμουν ένας λωποδύτης. Έμενα νηστικός για το χαρτί. Πού ένας τέτοιος άνθρωπος, να πάει στην Εκκλησία!

* Άμα επιτρέψει ο Θεός και γράψω ένα βιβλίο για την μετάνοιά μου και το πώς επέστρεψα στο Χριστό, πιστεύω, ότι τέτοια περίπτωση παγκοσμίως δεν θα υπάρχει. Ένα μόνο θα σας πω, (αν και μου είναι δύσκολο) για να σας ωφελήσω και να σας ενδυναμώσω την πίστη σας.
Μου παρουσιάστηκε ο Άγιος Δημήτριος και μου είπε: Δεν έχεις δικαίωμα, να διατηρείς το όπλο σου στο οπλοστάσιο και να μην το χρησιμοποιείς! Όπλο, εννοούσε ο Άγιος, το λόγο μου. Και εγώ τον λόγο μου, τον χρησιμοποιούσα για κουβέντες και για αστεία. Η αποκάλυψη αυτή του Αγίου Δημητρίου, με έκανε κατά 70% να επιστρέψω στην Ορθοδοξία και να είμαι σήμερα αυτός που είμαι.

* Στη νεαρή μου ηλικία, όταν ερχόμουνα τα ξημερώματα στο σπίτι από τις ατασθαλίες μου, με έλεγε η μητέρα μου:
Μα φτερό σαν τα μυρμήγκια έκανες;
Πού να την καταλάβω! Αυτά με έλεγε ο κόσμος και οι άνθρωποι γύρω μου, οι «καλοθελητές», αυτά με έλεγε η σάρκα μου, αυτά με έλεγε ο εγωισμός μου και αυτά έκανα. Και έτσι της έκλεινα την πόρτα κατάμουτρα. Έβλεπα τα πράγματα διαφορετικά από τη μάνα μου. Είχα παχύ σκοτάδι. Δεν βρέθηκαν άνθρωποι να μου μιλήσουν, να με πουν μία κουβέντα, στον κόσμο που βρισκόμουν. Όλοι με οδηγούσαν στο κακό. Τώρα το πώς γύρισα και επέστρεψα στο δρόμο του Θεού, μόνο ο Θεός το ξέρει. Δεν μπορεί να βρεθεί έστω και ένας, που να έρθει και να μου πει:
 Δημήτρη εγώ ήρθα να σε μιλήσω, εγώ σε βοήθησα και σε είπα μία καλή κουβέντα για το καλό σου!
Κανένας δεν βρέθηκε, αλλά πώς τα οικονόμησε ο Θεός! Άμα υπάρχει καλή προαίρεση μέσα στον άνθρωπο, δεν δυσκολεύεται ο Θεός να τον βγάλει με τον τρόπο Του από το σκοτάδι στο Φως. Δεν δυσκολεύεται ο Θεός από τις αμαρτίες μας, απλά ζητάει να του επιτρέψουμε να μας λύσει τα χέρια. Μεγάλη υπόθεση να διαφωτίσεις το σκοτάδι κάποιου συνανθρώπου σου!
Οι άνθρωποι που βοηθούν το έργο του Θεού, με το να φέρνουν διαφωτίζοντας-νουθετώντας ανθρώπους στο δρόμο του Θεού, ο Θεός θα τους κατατάξει σε ειδική θέση μέσα στον παράδεισο. Έχω προσωπικά δεδομένα σε αυτό το θέμα, αλλά παραπάνω δεν μπορώ να σας πω.

* Εργαζόμουνα στον Οργανισμό Λιμένος Πειραιά. Μια μέρα, βγήκα έξω από τα γραφεία για να πάρω αέρα και βρήκα έναν τυφλό, ο οποίος πουλούσε λαχεία. Κρατούσε τα λαχεία στο χέρι και φώναζε:
Λαχεία! Λαχεία! Δεν φώναζε τυχερά λαχεία,όπως φωνάζουν κάποιοι άλλοι (αφού είναι τυχερά, γιατί πουλάς την τύχη σου, τους λένε πολλοί). Πλησίασα τον μπάρμπα Διονύση και του λέω:
Να πάρω ένα τυχερό λαχείο; Αμέσως μόλις άκουσε αυτά τα λόγια μου, τραβήχτηκε προς τα πίσω και έκρυψε τα λαχεία του. Και μου λέει:
 Τύχη δεν υπάρχει! Υπάρχει μόνο πίστη και ελπίδα στο Θεό! Αυτά ήταν τα λόγια του. Εγώ τότε ήμουν άνθρωπος του γλυκού νερού και όχι πραγματικός Χριστιανός. Όταν όμως γύρισα το 1950 στην Εκκλησία, τότε θυμήθηκα τα λόγια του μπάρμπα Διονύση, πόσο δίκαιο είχε. Και το βλέπω μέχρι σήμερα, ότι το χέρι του Θεού είναι εκείνο που οδηγεί τους ανθρώπους, αυτό που πολλοί σήμερα ονομάζουν τύχη.

* Γνώρισα κάποτε μια καλόγρια, η οποία είχε θείο έρωτα. Αυτή η καλόγρια με βοήθησε με τον τρόπο της, ώστε το 1951 να επιστρέψω στο δρόμο του Θεού. Η καλόγρια αυτή, όταν έλεγε τη λέξη Χριστός, έτρεχαν ουρές δακρύων από τα μάτια της, σαν να άνοιγε κάποιος από μέσα της μια βρύση. Δεν το έχω ξαναδεί αυτό το πράγμα σε άλλον άνθρωπο (το είδα και στον γέροντα Ιερώνυμο της Αίγινας). Η καλόγρια αυτή με έλεγε χαρακτηριστικά:
Να ‘ξεραν οι άνθρωποι, Δημήτρη μου, πόσο πολύ μας αγαπάει ο Χριστός!!! Και τα δάκρυα έτρεχαν ασταμάτητα!!! Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι, αν χτύπησε η τρίτη καμπάνα για να πάμε τελευταία στιγμή στην Εκκλησία.

* Όταν πήγα να εφαρμόσω, το «αγαπήστε τον εχθρό σας», ομολογώ ότι δεν μπόρεσα να το εφαρμόσω. Μου ήταν αδύνατο και ας έλεγε το Ευαγγέλιο αυτήν την εντολή. Βέβαια το Ευαγγέλιο δεν λέει ψέματα και δεν δίνει προτροπές, που δεν είναι πραγματοποιήσιμες. Είναι βλασφημία να λέμε, ότι ο Χριστός είπε πράγματα, που δεν είναι κατορθωτά. Βέβαια δεν είναι κατορθωτά, αν ο άνθρωπος τα εφαρμόσει με τις δικές του δυνάμεις, αλλά γίνονται κατορθωτά με τη βοήθεια του Χριστού. Εξάλλου μας είπε ο Χριστός:
''Χωρίς εμού, ου δύνασθε ποιείν ουδέν'' δηλ. χωρίς Εμένα δεν μπορείτε να κάνετε τίποτα.
 Και έλεγα στο Θεό: Θεέ μου, δεν μπορώ να εφαρμόσω αυτήν την εντολή και ξέρετε τι απάντηση με έδωσε ο Θεός; Εσύ θέλεις; Αυτό με ρώτησε ο Θεός, και η απάντησή Του, ομολογώ, ότι με κόλλησε στον τοίχο.
Διότι το θέμα, δεν ήταν μόνο ότι δεν μπορούσα, αλλά και το ότι δεν ήθελα να αγαπήσω. Αισθανόμουν μίσος, αυτό ήταν το μυστικό. Και ο Χριστός δεν μας ρωτάει αν μπορούμε, αλλά αν θέλουμε.
Άρα η ευθύνη μας έγκειται, στο ότι δεν θέλουμε να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας και όχι ότι δεν μπορούμε να τους αγαπήσουμε. Το να μπορέσουμε ο Θεός θα μας βοηθήσει, το να θέλουμε, εμείς θα συμβάλλουμε. Και όταν εμείς θελήσουμε, ο Χριστός θα μας δώσει τρόπο τινά τέτοια φώτιση, που θα βλέπουμε τον άνθρωπο, που μας έκανε κακό, και αντί να τον μισούμε, θα τον λυπούμαστε και θα αισθανόμαστε οίκτο γι’ αυτόν. Θα μας φορέσει ο Χριστός ειδικά γυαλιά δικά του, από το «κατάστημά» Του και θα μπορέσουμε έτσι να έχουμε σπλάχνα οικτιρμών για τους εχθρούς μας.
* Κάποτε ρώτησα κάποιον που γνώριζα εξ όψεως, πώς κατόρθωσε να βρεθεί σε ένα πολύ σπάνιο κοσμοπολίτικο γεγονός. Α, ήταν εύκολο, ήταν πολύ εύκολο, μου απάντησε εκείνος. Και μου βγάζει μία μασονική διαπίστευση, μου τη δείχνει και μου λέει: Αυτός είναι ο τρόπος. Με αυτήν, είναι ανοιχτές όλες οι πόρτες.
Πλην του ουρανού, συμπλήρωσα εγώ. Και εκεί θα τα καταφέρομε, είπε διαφωνώντας μαζί μου. Σε λίγες μέρες αυτοκτόνησε στο Κολωνάκι! Έπεσε από τον 3ο όροφο κάτω, από του κοριτσιού του το διαμέρισμα. Και εκεί θα τα καταφέρουμε…, ήταν η απάντησή του, έτσι πίστευε. Έτσι ξεγελά ο διάβολο πολλούς και τους κάνει να νομίζουν, ότι θα σωθούν με τον τρόπο τους. Τον συγκεκριμένο μάλιστα άνθρωπο, μέχρι και στην αυτοκτονία τον έσυρε.

* Έχω έναν φίλο, που είναι πολιτικός μηχανικός. Πολύ ευκατάστατος άνθρωπος μόνο από τα ενοίκια το 1960, εισέπραττε 300.000 δραχμές. Βέβαια έκανε και αγαθοεργίες, αφού για παράδειγμα δώρισε ένα ολόκληρο συγκρότημα με διαμερίσματα στην Εκκλησία, για να στεγάζονται εκεί οι φυματικοί που γινόντουσαν καλά από τα σανατόρια, επειδή δεν τους δέχονταν οι συγγενείς τους στα σπίτια τους.
Αυτόν λοιπόν τον φίλο μου, τον συνάντησα μία μέρα, πρώτη Κυριακή των νηστειών, στην Εκκλησία. Μετά το τέλος της Θείας Λειτουργίας μου λέει: Πάμε από το σπίτι μου, να πιούμε έναν καφέ. Δέχτηκα και πήγα. Μόλις μπήκα μέσα, λέει αυτός στην γυναίκα του:
Νίτσα, ξέρεις ε; Κατάλαβα εγώ, ότι κάποια πονηριά ετοιμάζει, ότι θα φέρει κάτι να φάμε για πρωινό. Του λέω, δεν ξέρω τι ξέρει η Νίτσα, θα σου πω τι ξέρω εγώ… Δεν μπόρεσα να ολοκληρώσω την φράση μου και μου λέει: Εσύ θα καθίσεις στην άκρη, μην μιλάς. Βλέπω σε λίγο, να έρχονται 2 σαγανάκια, με συκωτάκια, ωραία όμορφα κομμένα κι αβγουλάκια και εγώ δεν ξέρω τι άλλο έφερε η Νίτσα. Το πιάτο μου το έσπρωξα προς τα μέσα και πήρα μόνο τον καφέ.
Μου λέει, θα τα χαλάσουμε αν δεν φας! Καλύτερα να τα χαλάσω μαζί σου, παρά να τα χαλάσω με το Θεό.
Αλλά αυτός επέμενε λέγοντάς μου: Μα, άλλα είναι τα χοντρά, θα φάμε, δεν θα κάνουμε τίποτα κακό! Και το κακό με αυτόν ήταν, ότι θρήσκευε ο φίλος μου αυτός και έκανε και ελεημοσύνες, όπως σας είπα προηγουμένως. Όμως το θέμα δεν είναι τι κάνεις για τους άλλους, αλλά τι κάνεις πρώτα εσύ για τον εαυτόν σου. Μπροστά λοιπόν σε αυτές τις πιέσεις του, του φίλου, του λέω:
 Ένα έχω μόνο να σου πω: Πρόσεξε, Μανώλη μου, μήπως σε έρθει καμμία αρρώστια και είναι αλληλοσυγκρουόμενη. Σου έρθει, για παράδειγμα, να έχεις λέυκωμα και πρέπει να τρως μόνο κολοκύθια και να έχεις και ένα σάκχαρο και θα πρέπει να τρως μόνο κρέας. Άντε μετά αυτά να τα συμβιβάσεις! Δεν συμβιβάζονται και αναγκαστείς να τα βλέπεις τα φαγητά από μακριά. και έρχονται τα πράγματα έτσι, αγαπητοί μου, ώστε σε λίγες μέρες παθαίνει σάκχαρο ο φίλος μου και άλλες 6-7 αρρώστιες και άμα τον δείτε σήμερα, είναι σαν μακαρόνι και λιώνει και θυμάται, αυτά που του έλεγα κάποτε…

* Πήγα το Μέγα Σάββατο να ψωνίσω κρέας, όπως ήταν φυσικό για το Πάσχα. Επάνω στον πάγκο, είχε ο κρεοπώλης ταραμά, χαλβά και ψωμί. Και έτρωγε, λόγω της ημέρας, από εκείνα και έκανε την δουλειά του. Και μου πούλησε γελάδα για μοσχάρι. Ταυτόχρονα έτρωγε χαλβά. Εμένα τότε με πήρε μια διαφορά 55 δραχμές (το έτος 1960). Τι να σε κάνω άνθρωπε, να τρως χαλβά και ταραμά και με τρως εμένα ολόκληρο, ζωντανό; Εκεί τρως νηστίσιμο και εδώ τρως αρτύσιμο!

* Είχα έναν θείο, ο οποίος έχει πεθάνει τώρα, που ήταν μεγάλος άθεος. Αυτός με έλεγε:
Γιατί δεν κατέβηκε ο Χριστός από τον σταυρό; Άμα ήταν Θεός, θα μπορούσε να κατέβει και να ξεφύγει. Τον πιάσανε τον κατεργάρη και τον σταυρώσανε οι Εβραίοι! Δεν μπορούσε να ξεφύγει;
Εγώ τότε του λέω: Τότε, πώς ξέφυγε ο Χριστός, όταν κάποτε θέλησαν να Τον ρίξουν στον γκρεμό; Ξέφυγε ανάμεσά τους. Πώς έγινε αυτό;
Πού το αναφέρει αυτό, με ρώτησε.
Άνοιξα το Ευαγγέλιο και του το έδειξα (Λουκάς κεφάλαιο 4, στίχοι 29-30). Είναι πολλών γνώμη αυτή, ότι ο Χριστός δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά, τον πιάσανε οι Εβραίοι και τον Σταύρωσαν. Όχι δεν είναι έτσι. Ο Χριστός από αγάπη προς τον άνθρωπο, οδηγήθηκε προς το εκούσιο πάθος, θεληματικά Σταυρώθηκε. Και να Του χρωστάμε υποχρέωση και ευγνωμοσύνη. Αυτό να το βάλουν καλά στο μυαλό τους!

* Ο αδερφός μου, με είπε τρελό όταν πέθανε η μάνα μας. Μπροστά στο λείψανο της μάνας μας και μπροστά σε όλον τον κόσμο με είπε τρελό, γιατί δεν μπορούσε να ερμηνεύσει, πώς εγώ δεν έκλαιγα, πώς εγώ δεν μαυροφορέθηκα, πώς εγώ δεν μαλλιοτραβιόμουνα, όπως έκανε αυτός και όλοι οι υπόλοιποι. Δεν μου λες, εμείς όλοι εδώ μέσα είμαστε τρελοί και εσύ είσαι ο λογικός; Τέτοια επίθεση με έκανε ο αδερφός μου, αλλά επειδή ήξερα ότι υποκινείται από άλλον, απλά τον είπα:
Δεν ξέρω, εγώ δεν σας βλέπω για τρελούς και έτσι δεν έδωσα συνέχεια στο θέμα. Μα εγώ πίστευα, ότι η μάνα μου ησύχασε και άμα πάω και εγώ εκεί που πήγε, θα την βρω και θα ζούμε αιώνια μαζί.
Ο αδερφός όμως, ο στρατηγός, δεν πίστευε στην άλλη ζωή, ήταν άπιστος, δεν πίστευε στην Ανάσταση των νεκρών και γι’ αυτό αντέδρασε έτσι. Βέβαια μετά από 7 χρόνια, χώνεψε ο αδερφός μου την όλη συμπεριφορά μου και με κατάλαβε. Εμένα η μάνα μου ήταν για 14 χρόνια σε καρότσι και με αυτό τη μεταφέραμε από Εκκλησία σε Εκκλησία, μιας γυναίκας που είχε προβλέψει το θάνατό της. Ξέρω ότι η μάνα μου σώθηκε και πήγε στον παράδεισο.

* Έχω έναν αδερφό, ο οποίος στην πίστη του κλονιζόταν. Άκουγε την υπόθεση περί του μύρου της Παναγίας της Μαλεβής και αμφισβητούσε με τη λογική του, ότι από την εικόνα της Παναγίας, έρεε μύρο.
Κάποτε όμως, κόπηκε λίγο ο εγωισμός του και ήθελε να έρθει μαζί μας στη μονή της Μαλεβής. Πήγαμε στο μοναστήρι και μετά την παράκληση, καθίσαμε για να φάμε. Ο αδερφός μου δεν κάθισε να φάει, αλλά πήγε στο ναό και κοίταζε την εικόνα, για να δει, πώς έχουν τα πράγματα. Και καθώς την παρακολουθούσε, βλέπει ξαφνικά να ρέει μύρο η εικόνα της Παναγίας!
 Συγκλονίστηκε ο αδερφός μου και τρέχει στην τραπεζαρία να μας βρει. Έρχεται στην γυναίκα μου και την σηκώνει από το τραπέζι και της λέει: Έλα, Κική να δεις, ρέει από την εικόνα μύρο! Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια! Του λέει τότε η γυναίκα μου: Αμφέβαλλες γι’ αυτό το θαύμα και εξανίστασαι με αυτόν τον τρόπο; Και τότε παραδέχθηκε ο αδερφός μου, ότι είχε τις αμφιβολίες του, γι’ αυτό το θέμα. Τώρα αυτό που είδε ο αδερφός μου, άντε να του το βγάλεις από το κεφάλι του. Απέκτησε γνώση επί του θέματος. Όμως ο Χριστός δεν την αρνείται τη γνώση, αλλά δεν την αμοίβει κιόλας και θέλει ο άνθρωπος να πιστέψει χωρίς να δει. Την πίστη αμοίβει Χριστός, αλλά για να πιστέψει ο άνθρωπος πρέπει να ταπεινωθεί.

* Έχω ένα φίλο που είναι ταξιτζής. Αυτός τις Κυριακές το πρωί δούλευε και δεν πήγαινε στην Εκκλησία. Μια μέρα τον πλησίασα και τον ρώτησα, πόσα βγάζεις την ημέρα και μου είπε, περίπου 1700 δραχμές. Τότε του πρότεινα, την ερχόμενη Κυριακή το πρωί, να πήγαινε στην Εκκλησία και μετά να πήγαινε στην δουλειά και όσα λιγότερα θα έβγαζε από τις 1700 δραχμές, την διαφορά θα του την έδινα εγώ. Ο φίλος μου το σκέφτηκε και τελικά δέχτηκε την πρότασή μου.
Πήγε την Κυριακή στην Εκκλησία και μετά μέχρι το βράδυ δούλεψε το ταξί. Το βράδυ με πήρε τηλέφωνο και μου λέει:
Δημήτριε, έγινε κάτι φοβερό! Είχα φουλ δουλειά και δεν προλάβαινα τους πελάτες! Έβγαλα 2000 δραχμές! Από τότε ο φίλος μου, κάθε πρωί πηγαίνει στην Εκκλησία. Οι άνθρωποι που δουλεύουν τις Κυριακές και δεν πάνε στην Εκκλησία, τα λεφτά που βγάζουν δεν είναι ευλογημένα και κάποια μέρα θα τα χάσουν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Γιατί όποιος συλλέγει χρήματα μακριά από το Θεό, τα διασκορπίζει. Γι’ αυτό και βλέπουμε πολλές οικογένειες που εργάζονται από το πρωί έως το βράδυ, αλλά να μην μπορούν να βάλουν μερικά χρήματα στην άκρη. Φωτιά είναι τα λεφτά της Κυριακής, έλεγε ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

* Με πλησίασε κάποτε ένας κύριος και μου λέει:
Εντάξει κύριε Παναγόπουλε, εγώ δεν ενδιαφέρομαι για το Χριστό, το παραδέχομαι. Ναι όμως, ο Χριστός ήρθε για όλους τους ανθρώπους και γιατί δεν έρχεται και σε μένα για να με βρει και να με σώσει; Να έρθει και για μένα, το απωλολό πρόβατο να με σώσει. Εξάλλου δεν είμαι και εγώ το παιδί του;
Κάτι τέτοια με έλεγε ο άνθρωπος αυτός και όταν τελείωσε του είπα:
 Ο Χριστός δεν έρχεται να σε βρει, γιατί δεν βελάζεις! Όπως όταν χαθεί ένα πρόβατο το οποίο δεν βελάζει, δεν μπορεί ο βοσκός να το βρει, έτσι και εσύ δεν βελάζεις, δεν ζητάς το Θεό και δεν μπορεί ο Χριστός να σε βρει. Εδώ ο εκ γενετής τυφλός φώναζε δυνατά το όνομα του Χριστού και μάλιστα έβγαλε και τα ρούχα του, για να φτάσει πιο γρήγορα στο Χριστό! Δεν πήγε ο Χριστός στον τυφλό, πήγε ο τυφλός στον Χριστό και εμείς έχουμε την απαίτηση, να έρθει ο Χριστός σε εμάς!
Αυτά του είπα και δεν ξέρω αν μπόρεσα να τον κατατοπίσω. Εάν δεν ζητήσουμε από αυτόν τον κόσμο να συναντήσουμε το Χριστό, για να μας βοηθήσει, δεν πρόκειται ούτε και στην άλλη ζωή να Τον συναντήσουμε. Ο Θεός δεν αφήνει κανέναν άνθρωπο αβοήθητο, που επικαλείται την βοήθειά Του. Ο Θεός άφησε ελεύθερο τον άνθρωπο να κάνει τις επιλογές στη ζωή του, και αν περιμένει ο Θεός να τον βοηθήσει, χωρίς ο ίδιος να Του ζητήσει βοήθεια, το μόνο σίγουρο είναι, ότι θα υποστεί τα επώδυνα αποτελέσματα της κολάσεως.....


Εις αγαθή ανάμνηση
Εμπειρικές αλήθειες από την κηρυκτική διακονία του πιστού εργάτου Κυρίου
ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ Α. ΠΑΝΑΓΟΠΟΥΛΟΥ
(1916-1982)
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"


Σάββατο 15 Ιουλίου 2017

Ομιλία του Μητροπολίτη Τριπόλεως του Λιβάνου Εφραίμ για τον πνευματικό του Πατέρα Γέροντα Ισαάκ τον Αθωνίτη




Στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αμήν.

Αγαπημένοι μου, έχουμε έρθει εδώ για αυτή την ημέρα για να προσευχηθούμε και να τελέσουμε το μνημόσυνο για το Γέροντα Ισαάκ τον Αθωνίτη με ευκαιρία τη δωδέκατη επέτειο της κοίμησης του. Έζησε για ένα διάστημα σε αυτό εδώ το μοναστήρι και ασκείτο πνευματικά, πριν αναγκαστεί από τις ιστορικές συνθήκες της εποχής εκείνης να αφήσει το τόπο τούτο και να πάει να ασκηθεί στο Άγιον Όρος

Αυτό το μνημόσυνο είναι η ευκαιρία για εμάς, ώστε να μπορούμε να θυμόμαστε και γνωρίζουμε όλους αυτούς τους μοναχούς και ασκητές που έζησαν και ασκήθηκαν στην ζωή τους αφιερωμένοι στον Κύριο, έτσι ώστε να μπορέσουμε οι πιστοί θα ξέρουμε την ουσία του μοναχισμού, ο λόγος για τον οποίο τέθηκε σε λειτουργία και γιατί ο Θεός επέτρεψε να υπάρχουν σε αυτόν τον κόσμο! Ο Μοναχισμός εξαπλώθηκε έντονα από τον τέταρτο αιώνα, και αυτό, όπως και εσείς ξέρετε , είναι μετά το τέλος του πρώτου διωγμούς κατά των χριστιανών και τη νίκη του Αγίου Κωνσταντίνου του Μεγάλου και του για την ίδρυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.



Σε αυτό το σημείο της ιστορίας πολλοί άνθρωποι έγιναν χριστιανοί σύμφωνα με την πίστη του ηγέτη τους. Αυτό είναι γνωστό. Η πρωτοβουλία αυτή οδήγησε στη χριστιανική ζωή αλλά χωρίς ζήλο. Για το λόγο αυτό ορισμένοι χριστιανοί με ζήλο ήθελαν να διατηρήσουν τη ζωή τους κοντά την ζωή του Ευαγγελίου, μιμούμενοι τον Κύριο Ιησού Χριστό και με τις εντολές του Ευαγγελίου. Έτσι, ορισμένοι άρχισαν να εγκαταλείπουν τις πόλεις και τον κόσμο, ώστε να σπεύσουν να ησυχία. Αυτή η ησυχία είναι απαραίτητη για τους αρχαρίους, επειδή ο άνθρωπος επηρεάζεται από το περιβάλλον του λόγω της αδυναμίας του. Αλλά προχώρησαν περισσότερο από αυτή τη απομίμηση τους του Κυρίου Ιησού και τις διδασκαλίες Του, διότι δεν επιδιώκουν μόνο εξωτερικά, αλλά και εσωτερικά να είναι πιο ήσυχοι, με ησυχία στα νεύρα τους, τις επιθυμίες τους, τα πάθη τους. Τους βοήθησε να επιτευχθεί αυτό με η Χάρη του Θεού. Μέσω αυτού του τρόπου ζωής , είναι σε θέση να αφιερωθούν πιο πολύ στον Κύριο, στην αγάπη του Κυρίου.

Ο άνθρωπος δεν μπορεί να αγαπήσει τον Θεό με την ίδια αγάπη όπως αγαπά τον γείτονα! Για το λόγο αυτό ο Κύριος Ιησούς είπε, «όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του και να σηκώσει τον σταυρό του και ας με ακολουθεί." Αυτή είναι η ασκητική που πολλοί έχουν περπατήσει από το τέταρτο αιώνα, και ιδιαίτερα στα εδάφη μας, γιατί προέκυψε στην Αίγυπτο και τη Συρία και την επέκτασή της στο Ιράκ και τη Μεσοποταμία και το Ιράν προς την Άπω Ανατολή και στη συνέχεια, στη Μικρά Ασία, την Τουρκία και την Ελλάδα.

Τι καλό είναι αυτός ο ασκητικός τρόπος για τον κόσμο;



Ο μοναχός καθαρίζει τον εαυτό του αλλά καθαρίζει και το περιβάλλον του! Διότι όταν η χάρη του Θεού «εισέλθει» και «εγκατασταθεί» σε ένα πρόσωπο, και όταν γεμίζει η καρδιά του ανθρώπου αυτού με την αγάπη του Χριστού τότε ξεχειλίζει αυτή η αγάπη έξω προς τους άλλους. Με την ιερή αυτή ασκητική αλλάζει το περιβάλλον του ο ασκητής και χτίζει γύρω από τον εαυτό του έναν ολόκληρο κόσμο με αγάπη και με την αγιοσύνη που αποκτά με την άσκηση αυτή, σκεπάζει όλο το κόσμο! Αυτό είναι αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα και πάντα, έτσι ώστε όλος ο κόσμος να μην εμπίπτει στην αμαρτία και στην ειδωλολατρία ! Δηλαδή, λατρεία στα πάθη τους και σε όλα τα υλικά πράγματα, ιδίως της διαφθοράς και της σαρκολατρείας. Είναι άμεση πνευματική ανάγκη ο κόσμος λατρεύει το ζωντανό Θεό που αναφέρεται στο Ευαγγέλιο και σήμερα, όπως όταν αναφέρεται το Ευαγγέλιο στον Προφήτη Ηλία και τον Ιωάννη τον Βαπτιστή. Δηλαδή το πώς ο άνθρωπος μπορεί να αγιάζει!!

Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο Γέροντας Ισαάκ περπάτησε! Εκείνοι που τον έζησαν το γνωρίζουν αυτό, τα αδέλφια του που είναι παρόντες εδώ σήμερα. Από τη νεαρή του ηλικία , ποθούσε την ησυχία και έφυγε από το σπίτι του στην έρημο, όπου θα μπορούσε να είναι μόνος με τον Θεό και να γεμίσει με το Άγιο Πνεύμα Του. Αυτός ήταν ο σκοπός του και με τον οποίο μπήκε στην ασκητική ζωή και με το σκοπό αυτό είχε μεγαλώσει. Ο Θεός ήθελε να τον πάει στο Μοναστήρι του Balamand και από εκεί σε αυτό το Μοναστήρι της Παναγίας της Χαματούρας και στη συνέχεια στο Άγιον Όρος όπου και τελείωσε τη ζωή του στην ειρήνη και μετάνοια.

Ο πατέρας Ισαάκ ήταν σκληρός με τον εαυτό του, ήταν επίμονος και προσεκτικός στην άσκηση των πνευματικών του καθηκόντων για να είναι αρεστός με το Θεό και να ζει βάσει πάντα των εντολών Του. Ανέθρεψε και τους μαθητές του με αυτόν τον τρόπο, ακριβώς όπως και ο ίδιος ασκήθηκε με βάσει την Άγια Παράδοση του Αγίου Όρους. Ήταν μια γενναία προσωπικότητα και θαρραλέος άνθρωπος που μιλούσε πάντα για την αλήθεια και δεν φοβούνται τίποτα .

Αυτός ο τρόπος ζωής απαιτεί τόλμη. Αυτό το θάρρος μπορεί να προέλθει μόνο από τον Θεό, διότι ο άνθρωπος είναι αδύναμος και φοβισμένος από τη φύση του. Ωστόσο ο Γέροντας Ισαάκ ο Αθωνίτης δεν ήταν φοβισμένος επειδή ήταν ένας άνθρωπος που έκανε μεγάλη προσπάθεια στη άσκηση για τον εαυτό του και ο Θεός του έδωσε αυτή την εξουσία. Για το λόγο αυτό η μνήμη του παραμένει βαθιά σε όλους εκείνους που τον ήξεραν. Ο πατέρας Ισαάκ αποτελεί μια ζωντανή αδιάψευστη μαρτυρία ότι ο Θεός είναι το μόνο απαραίτητο πράγμα στη ζωή ενός ανθρώπου. Αυτός ο κόσμος και τα υλικά πράγματα που έχει όπως το φαγητό και ποτό, κανένα από αυτά δεν είναι απαραίτητα, αλλά μόνο ο Θεός είναι αρκετό για εμάς. Αυτή ήταν η μαρτυρία του Γέροντα Ισαάκ. Δεν ήταν που συνδέονται με αυτόν τον κόσμο. Έδειξε με τη αγία ζωή του σε όλους μας ότι ο κόσμος δεν αρκεί για να είμαστε ευτυχισμένοι αληθινά και ότι υπάρχει αιώνια ζωή με τον Ιησού Χριστό και μας περιμένει όλους μας, Αμήν.

Σχόλιο μεταφραστή: ο Γέροντας Ισαάκ ήταν μια πνευματική τροφός για όλους, όχι μόνο για τα πνευματικοπαίδια Του αλλά και για όλους όσους Τον πλησίαζαν και με πνευματική αγάπη και αρχοντιά πλησίαζε την ανθρώπινη ψυχή παρηγορώντας της και καθοδηγώντας την απλανώς χωρίς να προτάσσει το δικό του θέλημα, αλλά πάντα το θέλημα του Θεού που έτσι κι αλλιώς σε Εκείνον ανήκει η κάθε ψυχή προσέχοντας επιμελώς να μη αγαπήσει ο άνθρωπος τον Γέροντα πάνω από το Θεό…

Την ευχή Του να έχουμε όλοι …

ahdoni.blogspot.com

Άθως ο Εμός......Μνημόσυνο ευγνωμοσύνης σε άγνωστους Αγιορείτες Γέροντες

-->


 


(Φώτο. Γέρων Τιμόθεος)

Γέροντας Ενώχ ο Ρουμάνος----Γέροντας Τιμόθεος από την Προύσσα

Συμπληρώνονται 30 χρόνια από την κοίμηση του γέρο Ενώχ και 20 από αυτήν του γέρο Τιμόθεου, δυο αφανών και περιφρονημένων στη διάρκεια της ζωής τους αγιορειτών, που όμως με τη ζωή, τη σιωπή και τα λίγα λόγια τους βοήθησαν πολλούς και τώρα βοηθούν περισσότερους με τις προς Θεόν μεσιτείες και προσευχές τους. Οι γραμμές που ακολουθούν ας είναι ένα μικρό μνημόσυνο ευγνωμοσύνης.

Ο γέρο Ενώχ ήταν ρουμάνος. Ζούσε στις Καρυές, σε δωμάτιο που του παραχωρούσαν άλλοι μοναχοί στα κελλιά τους. Έφτιαχνε σκούπες από αγριόχορτα (μια απ’ αυτές εκτέθηκε το 1997 στη Θεσσαλονίκη, στην έκθεση των αγιορειτικών κειμηλίων). Τις έδινε σε κάποια μοναστήρια, με αντάλλαγμα λίγα τρόφιμα. Αυτά δεν τα ήθελε για τον εαυτό του αλλά για κάποιους ασκητές που ζούσαν στο δάσος, απομονωμένοι κι άγνωστοι στους πολλούς.

Ήταν ρακένδυτος, γεμάτος ψύλλους. Δεχόταν με ευγνωμοσύνη ό,τι του έλεγαν ή του εδιναν. Όταν ένας ηγούμενος τού είπε ότι οι μοναχοί της μονής τον αγαπούν, απάντησε: «Δε βαριέσαι. Ο μοναχός είναι σαν τον σκύλο. Είτε του δώσεις ένα κομμάτι ψωμί, είτε μια κλωτσιά, το ίδιο καλό του κάνεις».

Δεν έλεγε πολλά, αλλά στα λίγα λόγια του διέκρινες τη σοφία του Θεού. Όπως κι άλλοι ρουμάνοι μοναχοί που είχαν «κανόνα», αντί για την «ευχή», να απαγγέλλουν σιγοψιθυρίζοντας όλο το Ψαλτήρι καθημερινά -κάποιοι το είχαν αποστηθίσει- συνήθιζε να το διαβάζει στη σλαβονική μετάφραση, που επικρατούσε στη Ρουμανία μέχρι τον 19ο αιώνα. Όταν τον ρώτησε ο ίδιος ηγούμενος: «Γιατί, στα σλαβονικά, κι όχι στα ρουμανικά; Κι αυτό μετάφραση είναι. Στα σλαβονικά μεταφράστηκε από τα ελληνικά κι εκεί από το εβραϊκό πρωτότυπο», απάντησε: «Μπρε, αυτός που το μετέφρασε στα σλαβονικά ήταν άγιος. Ο ρουμάνος μεταφραστής ήταν άγιος;» Με το Άγιο Πνεύμα που είχε μέσα του, ήταν σε θέση να διακρίνει την πνευματικότητα των μεταφραστών, αν αποδίδουν σωστά τον ένθεο λόγο, αν καταστρέφουν ή όχι τα κεκρυμμένα για τους πολλούς νοήματα. (Μια άλλη οπτική στο πρόβλημα της «λειτουργικής μεταρρύθμισης».)

Το 1979 άρχισε να χάνει τις αισθήσεις του και να πέφτει κάτω στις Καρυές. Ο τότε -λόγιος και διάσημος- πρωτεπιστάτης αποφάσισε να τον στείλει εκτός Αγίου Όρους, σε γηροκομείο, για να μη σκανδαλίζει τους προσκυνητές, να διασφαλιστεί η «ευπρέπεια». Τον περιμάζεψαν στη μονή Σταυρονικήτα, όπου και εκοιμήθη μετά από λίγους μήνες. Με τους περισσότερους μοναχούς της μονής να τον περιστοιχίζουν, ξεψύχησε ήρεμα, σαν να κοιμόταν, με το πρόσωπό του να λάμπει και να μεταγγίζει στους γύρω την ακτινοβολία της Χάριτος.

Ο γέρο Τιμόθεος ήταν από την Προύσα. Μιλούσε με έντονη μικρασιάτικη προφορά. Κυκλοφορούσε ρακένδυτος, μ’ ένα χοντρό παλτό και με τα λίγα μαλλιά του κουρεμένα πολύ κοντά. Έζησε σε διάφορες καλύβες της Καψάλας. Όταν μια καλύβα γκρεμιζόταν, αφού δεν τις συντηρούσε, πήγαινε σε άλλη. Όταν τον ρωτούσαν πώς περνά, απαντούσε: «Εφόσον έχω φαγητό και τζάκι, είμαι πασάς. Φαΐ ζωή, νηστεία θάνατος». Ήθελε να δίνει την εντύπωση του αμελούς και υλόφρονος.

Κατηγορούσε τον εαυτό του συνέχεια, με μεγάλη ευρηματικότητα σε επίθετα. Συνήθως έλεγε ανοησίες. Όμως, κάποιες φορές, όταν ένιωθε ότι το απαιτούσε η περίσταση, απαντούσε καίρια, σε προβλήματα μοναχών και δοκίμων, χωρίς να του τα πουν και που πολλές φορές δεν τα είχαν εκμυστηρετεί σε κανέναν. Ή κριτίκαρε επιγραμματικά και πολύ εύστοχα, μπροστά στον ηγούμενο και παρουσία τους, τους μοναχούς που γνώριζε ότι θα δέχονταν την κριτική του. Γι’ αυτούς που ένιωθε ότι θα πληγώσει, σιωπούσε, λέγοντας στον ηγούμενο «εσύ ξέρεις». Ή προέλεγε, με τρόπο λίγο παιγνιώδη, τους πειρασμούς που θα συναντούσαν χρόνια μετά.


 (Φώτο. Γέρων Τιμόθεος)

Οι απαντήσεις του δεν ήταν ανάλογες μ’ όσα του έλεγες αλλά μ’ αυτό που διέκρινε μέσα σου. Πολλές φορές αποκαλούσε τον εαυτό του χαζό. Ένας ευαίσθητος μοναχός του είπε: «Είμαι χαζός.» Για να μην τον πληγώσει, του απάντησε: «Δεν είσαι χαζός. Καλός είσαι». Τότε πήγαν κι άλλοι μοναχοί και του είπαν το ίδιο. Στον έναν απάντησε: «Χαζός είσαι και φαίνεσαι». Στον άλλο: «Αυτά που δεν πιστεύεις, να μην τα λες», κοκ.

Ένας μοναχός εξομολογήθηκε:
«Όταν ήμουν δόκιμος, πήγαινα με τα πόδια στις Καρυές, για να ταξιδέψω προς την πατρίδα μου, με αφορμή ένα μικροπρόβλημα της υγείας μου. Ο γέρο Τιμόθεος με συνάντησε στον δρόμο, με ρώτησε πού πάω και, μετά την απάντησή μου, μου λέει: «Πόσον καιρό έχεις στο Όρος;» «Εννιά μήνες». «Ε, λοιπόν, θα χάσεις εννιά μήνες». Όταν, μετά από μια βδομάδα, επέστρεψα στο Άγιο Όρος, η καρδιά μου ήταν στεγνή όπως πριν από εννιά μήνες.

Άρχισε να έρχεται πιο συχνά στο μοναστήρι όταν είχα έναν περίπου χρόνο μοναχός. Σχεδόν αμέσως μου κριτίκαρε δυο από τους παλαιότερους πατέρες, αυτούς με τους οποίους είχα τις στενότερες σχέσεις, χωρίς να του αναφέρω τίποτα, μνημονεύοντας μάλιστα και την καταγωγή της μητέρας του ενός -ζήτημα αν είχε ανταλλάξει δυο κουβέντες μαζί του. Για τον έναν, οι κρίσεις του ήταν τελείως αρνητικές. Για τον άλλο, και θετικές και αρνητικές. Απόρησα, διότι μέχρι τότε τα έβλεπα όλα καλά σ’ αυτούς. Όταν, τα επόμενα χρόνια, αντιμετώπισα πολλές δυσκολίες και πειρασμούς απ’ αυτούς, θυμήθηκα τον γέρο Τιμόθεο.

Κάποτε ήμουν επι της υποδοχής των προσκυνητών. Ήλθε ένας εύελπις, που είχε περάσει από τον γέρο Παΐσιο και δεν «αναπαύθηκε» με τις συμβουλές του. Με ρώτησε αν υπάρχει κάποιος έμπειρος γέροντας, να τον συμβουλευτεί. Τον έστειλα στον π. Τιμόθεο, δαγκώθηκα όμως μέσα μου, γιατί ήξερα ότι δεν ήθελε να τον διαφημίζουμε. Ο εύελπις ούτε απ’ αυτόν ικανοποιήθηκε. Μετά από λίγο έρχεται ο γέρο Τιμόθεος και με ρωτά: «Τι μέρα είναι;» «Πέμπτη.» «Πέμπτη! Κι εγώ νόμιζα πως είναι Δευτέρα. Τίποτα δεν ξέρω. Ούτε τι μέρα είναι.» Το θεώρησα διακριτική και έμμεση μομφή για μένα και δεν του έστειλα κανένα στο εξής».

Ο γέρο Τιμόθεος κοιμήθηκε στη μονή Σταυρονικήτα το 1989, όπου έζησε τα τριάμιση τελευταία χρόνια της ζωής του.



Γέροντας Φιλάρετος-Γέροντας Βαρθολομαίος



*Κείμενο Μοναχού Χ. Πρώην Σταυρονικιτιανού.


Ο π. Βασίλειος, που διετέλεσε ηγούμενος της Ιεράς Μονής Σταυρονικήτα από το 1968 ως το 1990 και της Ιεράς Μονής Ιβήρων από το 1990 ως το 2005, φεύγοντας από την πρώτη μονή για να πάει στη δεύτερη, άφησε παραγγελία στους πατέρες να συνεχίσουν να φροντίζουν έναν από τους θησαυρούς του μοναστηριού: τα γεροντάκια που έφερναν εκεί από τα διάφορα ησυχαστικά κελλιά και καλύβες της περιοχής, τα οποία, με το παράδειγμα και τη χάρη του Χριστού που μεταδίδουν, βοηθούν περισσότερο απ’ όσο βοηθιούνται.Στη Μονή Σταυρονικήτα πήγα το 1978.

Βρήκα εκεί τον γέρο Βαρθολομαίο, τον ρουμάνο, που είχε πάρκινσον βαριάς μορφής, ώστε να μην μπορεί ούτε να σηκωθεί από το κρεβάτι ή την καρέκλα και να τρέμει ολόκληρος. Το στόμα του είχε στραβώσει, και δυσκολευόταν πολύ να μιλήσει. Είχε ένα κουδουνάκι στο χέρι του, για να ειδοποιεί τον μοναχό που τον διακονούσε.

Στο Άγιο Όρος είχε έρθει λίγο μετά το 1920, σε ηλικία δεκατεσσάρων χρονών. Όπως σημειώνει ο γέρο Παΐσιος στο κείμενο που έγραψε για τον γέρο Φιλάρετο, τον Γέροντά του (εκοιμήθη το 1975 σε ηλικία 83 ετών και τιμάται ως άγιος στη Ρουμανία) στο βιβλίο του «Αγιορείται πατέρες και αγιορείτικα»:

«Τον πατέρα Βαρθολομαίο μετά [την κοίμηση του Γέροντά του], τον γηροκόμησε η Μονή Σταυρονικήτα.

 Ο πατήρ Βαρθολομαίος είχε υπηρετήσει και για αρκετά χρόνια ως Μοναχός στο Λεπροκομείο που είχε η Ιερά Μονή Ιβήρων στην περιοχή της».

Μέχρι το 1975, ο π. Φιλάρετος με τον π. Βαρθολομαίο έμεναν στην Καψάλα, στο κελλί του Αγίου Ανδρέου, κοντά στο κελλί του Τιμίου Σταυρού, όπου ασκήτευε ο π. Παΐσιος από το 1969 ώς το 1979. Ο π. Φιλάρετος υπέφερε από δύσπνοια. Όταν αρρώστησε κι ο π. Βαρθολομαίος, ο Γέροντας, παρά τα χάλια της υγείας του, διακονούσε τον υποτακτικό του για δεκαπέντε χρόνια. Παρ’ ότι αρκετά μοναστήρια και κελλιά τους πρότειναν να τους γηροκομήσουν, αυτοί αρνούνταν, γιατί, όπως γράφει ο π. Παΐσιος, «είχαν ζήσει πολλές θείες καταστάσεις σ’ αυτό το Κελλί τους και δεν τους έκανε καρδιά να αποχωριστούν από ένα θείο χώρο, αλλά και . δεν ήθελαν να γίνουν βάρος σε άλλους, γιατί είχαν και αρχοντικές ψυχές».Αυτό που διέκρινε κανείς στο πρόσωπο του γέρο Βαρθολομαίου, ήταν η εγκαρτέρηση. Επί είκοσι χρόνια σήκωνε τον σταυρό του χωρίς γογγυσμούς.

Αλλά είχε κι άλλες εμπειρίες που ήταν δύσκολο σ’ έναν αρχάριο σαν και μένα να τις αντιληφθεί. Θα γράψω παρακάτω τα λίγα πράγματα που έπεσαν στην αντίληψή μου.Στο μοναστήρι είχαμε κι έναν Ελβετό μοναχό που ήξερε εφτά γλώσσες. Το διακόνημά του τότε ήταν η καθαριότητα. Μια μέρα σκούπιζε την αυλή.

Ο π. Βαρθολομαίος καθόταν στην καρέκλα του, έξω από το κελλί του, στον διάδρομο που έβλεπε στην αυλή, μαζί με τον αδελφό που τον διακονούσε. Του λέει αυτός: «Τον βλέπεις αυτόν; Ξέρει εφτά γλώσσες: Γερμανικά, γαλλικά, αγγλικά, ρωσικά, σερβικά.». Ο γέρο Βαρθολομαίος, απαθής, τον διακόπτει: «Γιούφτικα ξέρει; Ε, τίποτα δεν ξέρει». Αυτή ήταν η αξία της κοσμικής μόρφωσης στα μάτια του γέροντα. Και τα «γιούφτικα» ίσως είναι η γλώσσα της ταπείνωσης και της αφάνειας.

Ο επόμενος διακονητής του ήταν ένας μοναχός με ζήλο, αλλ’ αρκετά οξύθυμος και αμφίθυμος. Μια μέρα έβαλε τις φωνές στον γέροντα γιατί λερώθηκε. Ο γέροντας δεν είπε τίποτα. Μετά από λίγο ο διακονητής του έβαζε μετάνοιες, του ζητούσε συγγνώμη και του έλεγε: «Είμαι παλιοτόμαρο, βλάκας», κλπ. Ο γέροντας, απαθής, του λέει: «Κι εγώ τι είμαι;»

Ενώ ο γέροντας ήταν παράλυτος, ο επόμενος διακονητής του ένα πρωινό τον βρήκε όρθιο έξω από το κελλί του. Του λέει ο αδελφός: «Τι έγινε, γέροντα; Πώς βγήκες έξω;» Του απαντά αυτός: «Ήρθε το βράδυ ο άγγελός μου και με πήγε στη Λάκκο-σκήτη.» (Είναι αρκετά απομονωμένη, μέσα στο δάσος και ησυχάζουν Ρουμάνοι εκεί). «Τι είδα στον δρόμο! Νερά, ελάφια, ζαρκάδια! Και οι πατέρες πόσο ευλαβείς!» Στα εξήντα χρόνια της παραμονής του, ο γέροντας δεν είχε επισκεφτεί τη σκήτη, κι ο Θεός του έδωσε μια μικρή παρηγοριά. Και για να το καταλάβουμε, δεν τον άφησε στο κρεβάτι του, αλλά στον διάδρομο.Αναπαύθηκε ειρηνικά στις 22 Νοεμβρίου του 1982, για να βρει τον Γέροντά του και τους άλλους αγίους.

παπα-Λίβυος….Ελεύθερες σκέψεις.

 http://fdathanasiou.wordpress.com

Πέμπτη 13 Ιουλίου 2017

Η πρώτη αλησμόνητη συνάντηση του Γέροντος Σωφρονίου Σαχάρωφ με τον Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη…



Ο Γέροντας Σωφρόνιος (1896–1993), έζησε περίπου πέντε χρόνια (Φθινόπωρο του 1925 – Πάσχα του 1930) στην Μονή του Αγίου Παντελεήμονος, πριν ακόμη γνωρίσει προσωπικά τον Άγιο Σιλουανό (1866–1938). Ο Γέροντας, χειροτονήθηκε διάκονος το 1930. Και, κάθε φορά που έβγαινε να θυμιάσει τους μοναχούς, αισθανόταν δέος και ντροπή, όταν περνούσε μπροστά από τον Άγιο. Μέχρι τότε όμως δεν έτυχε να συνομιλήσει μαζί του. Λίγο χρόνο μετά την χειροτονία του, ήλθε να τον επισκεφθεί ο ερημίτης μοναχός π. Βλαδίμηρος, με τον οποίον συζήτησαν διάφορα πνευματικά θέματα. Κατανυγμένος από την συζήτηση και από την όλη πνευματική ατμόσφαιρα της συνομιλίας, ο π. Βλαδίμηρος, απευθύνει ξαφνικά το ερώτημα στον τότε νεαρό ιεροδιάκονο:
–«Πάτερ Σωφρόνιε, πες μου ένα λόγο για την σωτηρία της ψυχής μου· πώς μπορώ να σωθώ;».
Την αφήγηση για την συνέχεια του λόγου την αφήνουμε εξ ολοκλήρου στον μακαριστό Γέροντα Σωφρόνιο:  «Η συνάντησή μου με τον Γέροντα Σιλουανό, συνέβη ως εξής: Ήμουν πολύ ντροπαλός και δεν μπορούσα να απευθυνθώ μόνος σε αυτόν. Μία ημέρα, με επισκέφθηκε ένας μοναχός που είχε σπουδάσει μηχανολόγος, ο π. Βλαδίμηρος. Αυτός, είχε πάει στον Άθωνα πριν από μένα. Και, να! Την δεύτερη –ίσως και την πρώτη– ημέρα του Πάσχα του 1930, έρχεται και μου λέει:
–Πάτερ Σωφρόνιε, πώς μπορώ να σωθώ;
Εγώ, μη γνωρίζοντας πώς έπρεπε ουσιαστικά να του απαντήσω, του είπα:

–Να στέκεσαι στα όρια της απογνώσεως· και, όταν δεν μπορείς άλλο, τότε να απομακρύνεσαι από αυτά. Κάθισε και πιες ένα φλυτζάνι τσάϊ. Και του πρόσφερα το τσάϊ…». Ο λόγος αυτός και, προπαντός, η ενέργεια που μεταδόθηκε, «χτύπησε» καίρια τον μοναχό Βλαδίμηρο, που αποχώρησε βαθειά συντετριμμένος για να επισκεφθεί κατόπιν τον Άγιο Σιλουανό προκειμένου να ελέγξει την αλήθεια και την ασφάλεια αυτής της, πνευματικής φύσεως, προτροπής.
Την επομένη αυτής της συζητήσεως, ο Γέροντας κατέβαινε από την σκάλα του πολυωρόφου κτιρίου της Μονής προς την κεντρική αυλή και ο Άγιος Σιλουανός ανέβαινε από τον αρσανά προς την αντίθετη κατεύθυνση. Κανονικά, θα έπρεπε να συναντηθούν έξω από την είσοδο του Καθολικού της Μονής. Ο Γέροντας Σωφρόνιος, όμως, από ευλάβεια όπως πάντοτε, λοξοδρόμησε για να μην συναντήσει τον Άγιο. Αλλά και ο Άγιος Σιλουανός άλλαξε πορεία, και η συνάντηση μπροστά στην Τράπεζα ήταν αναπόφευκτη. Αυτήν την εξαιρετικά πολύτιμη συνάντηση, θυμάται και μας την διηγείται ο ίδιος ο Γέροντας Σωφρόνιος: «Μετά από μένα, αυτός ο μοναχός, πήγε στον Γέροντα Σιλουανό και του είπε: «Να, ήμουν στον π. Σωφρόνιο και μου είπε αυτό το πράγμα». Την άλλη μέρα, στην αυλή του Μοναστηριού, από την μία πλευρά προχωρούσε ο Γέροντας και από την άλλη εγώ. Από σεβασμό απομακρύνθηκα για να του ανοίξω δρόμο, αλλά αυτός ήρθε να με συναντήσει και μου είπε:

–Σας επισκέφθηκε χθες ο π. Βλαδίμηρος;
–Μάλιστα. Και (αποφεύγοντας όλα τα ενδιάμεσα στάδια ενός κοινού, συμβατικού διαλόγου), ο πρώτος λόγος που του πρόφερα, ήταν: – Έ σ φ α λ α ; Και αυτός, είπε:
–Όχι, είχατε δίκαιο· αλλά, αυτό που είπατε, δεν ήταν στα μέτρα του αδελφού. Ελάτε σε μένα· θα ήθελα να μιλήσουμε. Τότε, μου έδωσε σημειώσεις από την ζωή του για τον πνευματικό αγώνα, όταν δεν μπορούσε να υπερνικήσει μέσα του την αμαρτία στο επίπεδο των λογισμών. Δηλαδή, όταν στον νου υπάρχουν λογισμοί κατακρίσεως, στην καρδιά γεννιέται αντιπάθεια, ψυχρό βλέμμα, απώθηση ανθρώπου, αδιαφορία προς αυτόν, κλπ.. Μία νύχτα, κατά την οποία ο ίδιος βρισκόταν στα όρια της απογνώσεως, προσευχήθηκε στον Θεό: «Πώς μπορώ να ξεφύγω από αυτήν;». Τότε, του δόθηκε η απάντηση:
 «Κράτα τον νου σου στον άδη και μην απελπίζεσαι!».

Και ο λόγος αυτός ήταν γι’ αυτόν η αρχή της νίκης· ήταν το άνοιγμα προς την οικουμενική αγάπη. Τότε, έπαψε να φοβάται. Καταδίκαζε τον εαυτό του στον άδη και εξαφανιζόταν κάθε κατάκριση για τους ανθρώπους. Και έμενε μόνο η συμπόνια. Είναι δύσκολο να το εξηγήσεις. Και, ανάλογα με το μέτρο στο οποίο βρίσκεται ο άνθρωπος, σ’ αυτήν την κατάσταση, πραγματικά δεν κατακρίνει. Δεν απορρίπτει, τα υπομένει όλα, θέλει για όλους το καλό. Γιατί, το Πνεύμα του Θεού, είναι εύκολο να εμφανιστεί και να εγγίσει τον άνθρωπο. Και έτσι εμπνεύστηκε ο Άγιος Σιλουανός. Η έμπνευση αυτή, είναι η έλευση του Αιωνίου Πνεύματος του Θεού (στην οποία περικλείεται η αρχική έννοια του όρου έμπνευση). Μου έδωσε, λοιπόν, τις σημειώσεις του και συζητήσαμε μαζί. Από τότε, εκείνος έγινε για μένα το πρώτο και κύριο στήριγμα όλης της μετέπειτα ζωής μου…».

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΣΩΦΡΟΝΙΟΣ ΣΑΧΑΡΩΦ (1896–1993)
[(1) Αρχιμανδρίτου Σωφρονίου (Σαχάρωφ): «Γράμματα στη Ρωσία», σελ. 38–39, α΄ έκδοση, Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου, Έσσεξ Αγγλίας, 2009. (2) Αρχιμανδρίτου Ζαχαρία (Ζάχαρου): «Αναφορά στην Θεολογία του Γέροντος Σωφρονίου», Εισαγωγή, σελ. 14–15, α΄ έκδοση, όπ. π., 2000. (3) Στην φωτογραφία: Ο νεαρός, τότε, ιεροδιάκονος Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ (πάνω) με τον Γέροντά του, Άγιο Σιλουανό τον Αθωνίτη (κάτω).]
 E.
hristospanagia3.blogspot.gr
http://www.diakonima.gr
 https://proskynitis.blogspot.gr

Επιστολή Αγίου Γέροντος Παϊσίου





Η παραπεταμένη επιστολή τού γέροντος Παισίου.

Εν Αγίω Όρει, τη 23η Ιανουαρίου 1969.

Επειδή βλέπω τον μεγάλον σάλον, που γίνεται εις την Εκκλησίαν μας, εξαιτίας των διαφόρων φιλενωτικών κινήσεων και των επαφών του Πατριάρχου μετά του Πάπα, επόνεσα κι εγώ σαν τέκνον Της και εθεώρησα καλόν, εκτός από τις προσευχές μου, να στείλω κι ένα μικρό κομματάκι κλωστή (που έχω σαν φτωχός Μοναχός), διά να χρησιμοποιηθεί και αυτό, έστω και για μια βελονιά, διά το πολυκομματιασμένο φόρεμα της Μητέρας μας. Πιστεύω ότι θα κάμετε αγάπην και θα το χρησιμοποιήσετε διαμέσου του θρησκευτικού σας φύλλου. Σας ευχαριστώ.

Θα ήθελα να ζητήσω συγγνώμην εν πρώτοις απ’ όλους, που τολμώ να γράψω κάτι, ενώ δεν είμαι ούτε άγιος ούτε θεολόγος. Φαντάζομαι ότι θα με καταλάβουν όλοι, ότι τα γραφόμενα μου δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένας βαθύς μου πόνος διά την γραμμήν και κοσμικήν αγάπην δυστυχώς του πατέρα μας κ. Αθηναγόρα. Όπως φαίνεται, αγάπησε μίαν άλλην γυναίκα μοντέρνα, που λέγεται Παπική Εκκλησία, διότι η Ορθόδοξος Μητέρα μας δεν του κάμνει καμμίαν εντύπωσι, επειδή είναι πολύ σεμνή.

Αυτή η αγάπη, που ακούστηκε από την Πόλη, βρήκε απήχηση σε πολλά παιδιά του, που την ζουν εις τας πόλεις. Άλλωστε αυτό είναι και το πνεύμα της εποχής μας: η οικογένεια να χάση το ιερό νόημά της από τέτοιου είδους αγάπες, που ως σκοπόν έχουν την διάλυσιν και όχι την ένωσιν…

Με μία τέτοια περίπου κοσμική αγάπη και ο Πατριάρχης μας φθάνει στη Ρώμη. Ενώ θα έπρεπε να δείξει αγάπη πρώτα σ’ εμάς τα παιδιά του και στη Μητέρα μας Εκκλησία, αυτός, δυστυχώς, έστειλε την αγάπη του πολύ μακριά. Το αποτέλεσμα ήταν να αναπαύσει μεν όλα του τα κοσμικά παιδιά, που αγαπούν τον κόσμον και έχουν την κοσμικήν αυτήν αγάπην, να κατασκανδαλίση, όμως, όλους εμάς, τα τέκνα της Ορθοδοξίας, μικρά και μεγάλα που έχουν φόβο Θεού.

Μετά λύπης μου, από όσους φιλενωτικούς έχω γνωρίσει δεν είδα να έχουν ούτε ψίχα πνευματική ούτε φλοιό. Ξέρουν, όμως, να ομιλούν για αγάπη και ενότητα, ενώ οι ίδιοι δεν είναι ενωμένοι με τον Θεόν, διότι δεν Τον έχουν αγαπήσει.

Θα ήθελα να παρακαλέσω θερμά όλους τους φιλενωτικούς αδελφούς μας: Επειδή το θέμα της ενώσεως των Εκκλησιών είναι κάτι το πνευματικόν και ανάγκην έχουμε πνευματικής αγάπης, ας το αφήσουμε σε αυτούς που αγάπησαν πολύ τον Θεόν και είναι θεολόγοι, σαν τους Πατέρες της Εκκλησίας, και όχι νομολόγοι, που προσφέρανε και προσφέρουν ολόκληρο τον εαυτόν τους εις την διακονίαν της Εκκλησίας (αντί μεγάλης λαμπάδας), τους οποίους άναψε το πυρ της αγάπης του Θεού και όχι ο αναπτήρας του νεωκόρου. Ας γνωρίζωμεν ότι δεν υπάρχουν μόνον φυσικοί νόμοι, αλλά και πνευματικοί. Επομένως η μέλλουσα οργή του Θεού δεν μπορεί να αντιμετωπισθή με συνεταιρισμόν αμαρτωλών (διότι διπλήν οργήν θα λάβωμεν), αλλά με μετάνοιαν και τήρησιν των εντολών του Κυρίου.

Επίσης ας γνωρίσωμεν καλά ότι η Ορθόδοξος Εκκλησία μας δεν έχει καμμίαν έλλειψιν. Η μόνη έλλειψις, που παρουσιάζεται, είναι η έλλειψις σοβαρών Ιεραρχών και Ποιμένων με πατερικές αρχές. Είναι ολίγοι οι εκλεκτοί, όμως δεν είναι ανησυχητικόν. Η Εκκλησία είναι Εκκλησία του Χριστού και Αυτός την κυβερνάει. Δεν είναι Ναός, που κτίζεται από πέτρες, άμμο και ασβέστη από ευσεβείς και καταστρέφεται με φωτιά βαρβάρων, αλλά είναι ο ίδιος ο Χριστός «και ο πεσών επί τον λίθον τούτον συνθλασθήσεται. εφ’ όν δ’ αν πέση, λικμήσει αυτόν» (Ματθ. κα΄ 44-45). Ο Κύριος, όταν θα πρέπει, θα παρουσιάσει τους Μάρκους τους Ευγενικούς και τους Γρηγορίους Παλαμάδες, διά να συγκεντρώσουν όλα τα κατασκανδαλισμένα αδέλφια μας, διά να ομολογήσουν την Ορθόδοξον Πίστιν, να στερεώσουν την Παράδοσιν και να δώσουν χαράν μεγάλην εις την Μητέρα μας.

Εις τους καιρούς μας βλέπομεν ότι πολλά πιστά τέκνα της Εκκλησίας μας, Μοναχοί και λαϊκοί, έχουν δυστυχώς αποσχισθή από αυτήν εξαιτίας των φιλενωτικών. Έχω την γνώμην ότι δεν είναι καθόλου καλόν να αποχωριζώμεθα από την Εκκλησίαν κάθε φορά που θα πταίη ο Πατριάρχης, αλλά από μέσα, κοντά στην Μητέρα Εκκλησία, έχει καθήκον και υποχρέωσι ο καθένας ν’ αγωνίζεται με τον τρόπον του. Το να διακόψει το μνημόσυνον του Πατριάρχου, να αποσχισθή και να δημιουργήσει ιδικήν του Εκκλησίαν και να εξακολουθή να ομιλή υβρίζοντας τον Πατριάρχην, αυτό, νομίζω, είναι παράλογον.

Εάν διά την α ή την β λοξοδρόμησι των κατά καιρούς Πατριαρχών χωριζώμεθα και κάνωμεν δικές μας Εκκλησίες –Θεός φυλάξοι!– θα ξεπεράσωμεν και τους Προτεστάντες ακόμη. Εύκολα χωρίζει κανείς και δύσκολα επιστρέφει. Δυστυχώς, έχουμε πολλές «Εκκλησίες» στην εποχή μας. Δημιουργήθηκαν είτε από μεγάλες ομάδες ή και από ένα άτομο ακόμη. Επειδή συνέβη στο Καλύβι των (ομιλώ διά τα εν Αγίω Όρει συμβαίνοντα) να υπάρχει και Ναός, ενόμισαν ότι μπορούν να κάνουν και δική τους ανεξάρτητη Εκκλησία. Εάν οι φιλενωτικοί δίνουν το πρώτο πλήγμα στην Εκκλησία, αυτοί, οι ανωτέρω, δίνουν το δεύτερο. Ας ευχηθούμε να δώση ο Θεός τον φωτισμόν Του σε όλους μας και εις τον Πατριάρχην μας κ. Αθηναγόραν, διά να γίνη πρώτον η ένωσις αυτών των «Εκκλησιών», να πραγματοποιηθή η γαλήνη ανάμεσα στο σκανδαλισμένο Ορθόδοξο πλήρωμα, η ειρήνη και η αγάπη μεταξύ των Ορθοδόξων Ανατολικών Εκκλησιών, και κατόπιν ας γίνει σκέψις διά την ένωσιν μετά των άλλων «Ομολογιών», εάν και εφ’ όσον ειλικρινώς επιθυμούν ν’ ασπασθούν το Ορθόδοξον Δόγμα.

Θα ήθελα ακόμη να ειπώ ότι υπάρχει και μία τρίτη μερίδα μέσα εις την Εκκλησίαν μας. Είναι εκείνοι οι αδελφοί, που παραμένουν μεν πιστά τέκνα Αυτής, δεν έχουν όμως συμφωνίαν πνευματικήν αναμεταξύ τους. Ασχολούνται με την κριτικήν ο ένας του άλλου και όχι διά το γενικώτερον καλόν του αγώνος. Παρακολουθεί δε ο ένας τον άλλον (περισσότερον από τον εαυτόν του) εις το τί θα είπη ή τί θα γράψη, διά να τον κτυπήση κατόπιν αλύπητα. Ενώ ο ίδιος, αν έλεγε ή έγραφε το ίδιο πράγμα, θα το υπεστήριζε και με πολλές μάλιστα μαρτυρίες της Αγίας Γραφής και των Πατέρων. Το κακό που γίνεται είναι μεγάλο, διότι αφ’ ενός μεν αδικεί τον πλησίον του, αφ’ ετέρου δε και τον γκρεμίζει μπροστά στα μάτια των άλλων πιστών. Πολλές φορές σπέρνει και την απιστία στις ψυχές των αδυνάτων, διότι τους σκανδαλίζει. Δυστυχώς, μερικοί από εμάς έχουμε παράλογες απαιτήσεις από τους άλλους. Θέλουμε οι άλλοι να έχουν τον ίδιο με εμάς πνευματικόν χαρακτήρα. Όταν κάποιος άλλος δεν συμφωνεί με τον χαρακτήρα μας, δηλαδή ή είναι ολίγον επιεικής ή ολίγον οξύς, αμέσως βγάζομεν το συμπέρασμα ότι δεν είναι πνευματικός άνθρωπος. Όλοι χρειάζονται εις την Εκκλησίαν. Όλοι οι Πατέρες προσέφεραν τας υπηρεσίας των εις Αυτήν. Και οι ήπιοι χαρακτήρες και οι αυστηροί. Όπως διά το σώμα του ανθρώπου είναι απαραίτητα και τα γλυκά και τα ξινά, και τα πικρά ακόμη ραδίκια (το καθένα έχει τις δικές του ουσίες και βιταμίνες), έτσι και διά το Σώμα της Εκκλησίας. Όλοι είναι απαραίτητοι. Ο ένας συμπληρώνει τον πνευματικόν χαρακτήρα του άλλου και όλοι είμεθα υποχρεωμένοι να ανεχώμεθα όχι μόνον τον πνευματικόν του χαρακτήρα, αλλά ακόμη και τις αδυναμίες που έχει σαν άνθρωπος.

Και πάλιν έρχομαι να ζητήσω ειλικρινώς συγγνώμην από όλους, διότι ετόλμησα να γράψω. Εγώ είμαι ένας απλός Μοναχός και το έργον μου είναι να προσπαθώ, όσο μπορώ, να απεκδύωμαι τον παλαιόν άνθρωπον και να βοηθώ τους άλλους και την Εκκλησίαν μέσω του Θεού διά της προσευχής. Αλλ’ επειδή έφθασαν μέχρι το ερημητήριό μου θλιβερές ειδήσεις διά την Αγίαν Ορθοδοξίαν μας, επόνεσα πολύ και εθεώρησα καλό να γράψω αυτά που ένοιωθα.

Ας ευχηθούμε όλοι να δώση ο Θεός την χάριν Του και ο καθένας μας ας βοηθήση με τον τρόπον του διά την δόξαν της Εκκλησίας μας.

Με πολύν σεβασμόν προς όλους.
Ένας Μοναχός Ερημίτης.
(Γέρων Παΐσιος)

Η επιστολή η οποία δέν έπαιξε τόν ιστορικό της ρόλο, μένοντας αδημοσίευτη στίς αποθήκες τού Ορθοδόξου Τύπου, διότι ο τότε διευθυντής του τήν ακύρωσε καθότι δέν μπόρεσε νά εμπιστευθεί, λόγω έλλειψης πνευματικής αίσθησης, τόν λόγο ενός άσημου Ερημίτη Μοναχού.


Η Πατατού και ο Άγιος Γέροντας Παίσιος....




Υπάρχει στην εποχή μας για γυναίκα αγωνίστρια της ζωής κάπου στη Χαλκιδική. Η δουλειά της είναι να πουλάει πατάτες από τις καλλιέργειες της και με αυτά να ζει την οικογένεια της.
Το παιδάκι της γεννήθηκε με λαγώχειλο, κάτι που μπορεί στο καθένα μας να είναι απλό αλλά στη καρδιά της μάνας ήταν πόνος μεγάλος και γιαυτό προσπαθούσε να το διορθώσει με τους γιατρούς.
Τελικά βρήκε ένα γιατρό που της ζήτησε κάποια χρήματα για να κάνει αυτή την επέμβαση. Όμως η Πατατού δεν είχε τα λεφτά για να τα δώσει στο γιατρό….άρχισε λοιπόν έναν αγώνα μεγάλο να μαζέψει τα λεφτά πουλώντας όσο μπορούσε πιο πολλές πατάτες αλλά…….δεν μπορούσε να τα μαζέψει…πήγαινε πιο μακριά σε χωριά πολύ πιο μακριά για να αυξήσει τα χρήματα της αλλά δεν μπορούσε.
Έτσι αποφάσισε να πουλήσει το μικρό αυτοκίνητο που είχε και πουλούσε τις πατάτες προς χάρη του παιδιού της.
Έκλεισε ραντεβού με τον αγοραστεί στη τιμή που είχαν συμφωνήσει…
Όμως το βράδυ που κοιμήθηκε είδε έναν ρασοφόρο και της λέει: μη πουλήσεις το αυτοκίνητο θα μαζέψεις τα λεφτά και θα κάνεις την εγχείρηση…..
Απορία όμως της δημιουργήθηκε ποιος ήταν αυτός που την μίλησε και άκουσε φωνή…ο Άγιος Παίσιος!!!
Και πράγματι με την αύριο πολύς κόσμος μαζεύτηκε όλη μέρα σπίτι της και ζήταγε και αγόραζε τις πατάτες της…..Έτσι μάζεψε τα λεφτά για την εγχείρηση!!

Ζει Κύριος ο Θεός διά των Αγίων Αυτού!!!


Ahdoni.blogspot.com

ΕΝΑ ΑΝΕΚΔΟΤΟ ΘΑΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΙΣΙΟΥ ΠΟΥ ΕΖΗΣΑΝ ΜΙΑ ΠΑΡΕΑ ΦΙΛΩΝ

-->


Πάνε κάποια χρόνια πριν όταν ένας φοιτητής ο Θ.  ήταν στο πτυχίο μια δύσκολης σχολής του Πανεπιστημίου. Είχε για διαφόρους προσωπικούς λόγους καθυστερήσει να πάρει πτυχίο και συγχρόνως είχε αρραβωνιαστεί με σκοπό γρήγορα να παντρευτεί.
Η καθυστέρηση του πτυχίου είχε δημιουργήσει στενοχώρια, τόσο στους γονείς του, στην αρραβωνιαστικιά του, αλλά και στους αγαπημένους φίλους του.

Έτσι μια μέρα ξεκίνησε να πάει στον Παππούλη Παίσιο για να του ζητήσει τη γνώμη του, αν δηλαδή πρέπει να διακόψει τη σχολή, αφού δεν μπόρεσε να τελειώσει, και να πιάσει μια άλλη δουλειά ενόψει του γάμου ή να συνεχίσει και να δώσει αυτό το δύσκολο μάθημα στον πολύ απαιτητικό και δύστροπο καθηγητή.
Ο Παππούλης ήταν κάθετος... βεβαίως να δώσεις το μάθημα και αφού εσύ πια δεν μπορείς να κάνεις ως άνθρωπος κάτι θα σε βοηθήσουμε εμείς (πάντα ο Παππούλης χρησιμοποιούσε τον πληθυντικό). Μίλησαν και για άλλα θέματα προσωπικά, και τον έδωσε πολύ κουράγιο και δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα υποσχόμενος την παρά Θεού βοήθεια  μέσω της προσευχής του.
Ο Θ.  επέστρεψε όλο χαρά και δύναμη στη πόλη που σπούδαζε και έβαλε όλα τα δυνατά του να διαβάσει και με βεβαία την ελπίδα και με την ευχή του Γέροντα πήγε να γράψει.
Πίστευε ότι θα το πέρναγε το δύσκολο μάθημα με όσα είχε γράψει.
Πέρασαν οι μέρες και στην αγωνία του πήγε και βρήκε τον καθηγητή να ρωτήσει αν το πέρασε.....

Εκείνος σκυμμένος  τα γραπτά και τις σημειώσεις του σηκώνει το κεφάλι του με με δώσει ειρωνείας του απαντά: δυστυχώς κύριε δεν περάσατε το μάθημα αν και γράψατε 4,4 ....θα χαρώ σε μια επομένη εξέταση να πάτε καλύτερα και να περάσετε με την αξία σας. Άδικα ο Θ. του εξήγησε ότι είναι το τελευταίο μάθημα και ότι πρέπει να φύγει στη πατρίδα του να παντρευτεί κλπ. Ανένδοτος ο καθηγητής.

Έτσι ο Θανάσης γυρνά στο σπίτι του και ανακοινώνει στην αρραβωνιαστικιά του και στους καλούς του φίλους ότι δεν πέρασε, Η θλίψη του μεγάλη,  αλλά ήταν πια δεδομένο.
Το βράδυ στη προσευχή του αναλύθηκε σε κλάματα λέγοντας προς τον Παππούλη...  Γέροντα τόσο ανάξιος είμαι που ούτε η προσευχή σου με βοηθά!!!

Κοιμήθηκε μέσα στη στενοχώρια...........και τότε βλέπει ένα όνειρο-σαν όραμα ...ότι ξαναβρέθηκε στο αμφιθέατρο που έγραφε πριν μέρες το μάθημα και ήταν δίπλα του συμφοιτητές του και αυτοί καθυστερημένοι στο πτυχίο αλλά και άλλοι πολλοί φοιτητές και ο καθηγητής ήταν στην έδρα και δίπλα του ο Παππούλης Παίσιος....και του λέει τότε ο Άγιος ...Κύριε καθηγητά ξεκινήστε την εξέταση... και σαν να έγινε τότε προφορική εξέταση και γυρνά και λέει ο καθηγητής στο Αγιο...βλέπετε Γέροντα κανένας δεν είπε μάθημα τόσο καλά για τον περάσω...Ο Γέροντας Παίσιος τότε του λέει: άκου ευλογημένε έχεις δίκιο αλλά δεν γίνεται να μη περάσεις κανέναν ..θα ξεσηκωθούν οι φοιτητές και θα έχεις προβλήματα , μην είσαι τόσο αυστηρός , να τον Θ. , τον τάδε , τον τάδε κλπ,  αναφέροντας ο Άγιος κάποια ονόματα και έδειχνε φοιτητές που κάποιους ο Θ. τους ήξερε , να τους περάσεις , κρίμα είναι και ήταν και οι πιο διαβασμένοι. Ο καθηγητής έδειξε να συμφωνεί. 

Ξύπνησε ο Θ.  γεμάτος χαρά , αλλά γρήγορα  συνειδητοποίησε ότι ήταν όνειρο, όμως ήταν τόσο δυνατό που πήρε την απόφαση να πάει στη Σχολή να δει τους πίνακες ανακοινώσεων. Και όντως είχαν βγει τα αποτελέσματα και όσους ο Θανάσης είχε δει ο Γέροντας να υποδεικνύει στο καθηγητή να τους περάσει είχαν περάσει με 5. 
Τρελάθηκε από τη χαρά του και πήρε από το πίνακα ανακοινώσεων το απόκομμα των αποτελεσμάτων για να θυμάται το θαύμα του Αγίου το οποίο έχει μέχρι τώρα .

Ένας φίλος του Θ. που σε λίγες μέρες μπήκε μέσα στο Άγιο Όρος πήγε στο Γέροντα Παίσιο και του ανέφερε τα γεγονότα αναλυτικά , τότε ο Γέροντα είπε: Ο Θ.  έκανε ως άνθρωπος αυτό που μπορούσε και έκανε και υπακοή και πήγε και έδωσε το μάθημα οπότε ο καλός Θεός τον βοήθησε τόσο σκανδαλωδώς , Αυτό όμως που έζησε να μη το διαδίδετε δεν κάνει....δεν έχει ευλογία !!! Τόση μεγάλη παρρησία είχε ο Άγιος στο Θεό που μπορούσε να αλλάξει βεβαιωμένα αποτελέσματα, να επέμβει στη θέληση των ανθρώπων.

Όταν ο Γέροντας κοιμήθηκε ως γνωστόν σαν σήμερα το προηγούμενο βράδυ πέρασε από τον ύπνο του Θ. και τον αποχαιρέτησε ...λέγοντας Θ. εγώ τελείωσα τον προορισμό μου εδώ στο κόσμο...εσύ να κάνεις ότι σου έχω πει στη ζωή σου ...άντε καλή Αντάμωση!!! Και ανέβηκε στον λαμπερό Ουρανό μέσα σε άπλετο φως.
Κανείς δεν ήξερε όμως ότι κοιμήθηκε ο Γέροντας μέχρι μετά από 3 μέρες που το ανακοίνωσε το Μοναστήρι!! Επιβεβαιώθηκε έτσι και ο αποχαιρετισμός του.

Πολλά θαυμαστά έχουν συμβεί ενώ ήταν εν Ζωή ο Γέροντας , πολύς κόσμος έχει εμπειρίες από την Αγιοσύνη του Γέροντα γιαυτό και η Εκκλησία από τα άπειρα θαύματα και τις εμπειρίες του κόσμου προχώρησε στην Αγιοποίηση του.

 Ας επέμβει ο Άγιος και στα μυαλά των ξένων να μην εξουθενώσουν την Πατρίδα μας και τους Έλληνες