Σελίδες

Τετάρτη 30 Αυγούστου 2017

Μνήμη Ιωάννη Φουντούλη

-->


 Γράφει ο π. Βασίλειος Ι. Καλλιακμάνης

Όσοι γνώρισαν τον μακαριστό Ιωάννη Φουντούλη (1927-2007), συνεργάστηκαν ή μαθήτευσαν κοντά του, θα ενθυμούνται τον ταπεινό άνθρωπο, τον πολύτιμο συνεργάτη, τον σοφό διδάσκαλο.

Το οικουμενικό πατριαρχείο του απένειμε το οφίκιο του άρχοντος χαρτουλαρίου, ενώ από το 1989 και για περίπου μία δεκαπενταετία του εμπιστεύθηκε τη διεύθυνση του Πατριαρχικού Ιδρύματος Πατερικών Μελετών στη Θεσσαλονίκη, το οποίο διακόνησε με συνέπεια, και το 1994 ανέλαβε την ευθύνη για την επανέκδοση του περιοδικού “Ορθοδοξία”.
Ο μακαριστός καθηγητής αγαπούσε τους βυζαντινούς ναούς της Θεσσαλονίκης και ιδιαίτερα το καθολικό της ιεράς μονής Βλατάδων. Εκεί εκκλησιαζόταν συχνά, επιλέγοντας το στασίδι πλάι στο δεξιό χορό, ενώ κατά τη διάρκεια των ιερών ακολουθιών κανοναρχούσε χαμηλοφώνως και ισοκρατούσε μετέχοντας στη θεία λατρεία. Ήταν ενεργό μέλος της Συνοδικής Επιτροπής Λειτουργικής Αναγεννήσεως της Εκκλησίας της Ελλάδος και υπήρξε η ψυχή των οκτώ λειτουργικών συμποσίων που οργανώθηκαν από αυτή. Ανάλογα συνέδρια οργάνωνε σε συνεργασία με την ιερά μητρόπολη Δράμας στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας.
Ενδεικτικά του λειτουργικού ήθους είναι όσα είπε όταν αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτωρ στο Βελιγράδι το 2003. Αρχικά ονομάζει τον εαυτό του “γη και σποδό” και συνεχίζει: “Κατά τα κρατούντα ακαδημαϊκά ήθη, ο απολαμβάνων μιας ακαδημαϊκής υψίστης τιμής… αναπτύσσει θέμα της ειδικότητός του ενδιαφέρον την εκλεκτήν ομήγυριν. Μακράν από εμέ να διδάξω θεοδιδάκτους αδελφούς και πατέρας… Εσκέφθην ότι, τι άλλο τιμάτε εις εμέ, ει μη τον ακαδημαϊκόν διδάσκαλον, που κατά το έλεος και κατ’ ανοχήν Θεού και παρά την Κυριακήν απαγόρευσιν (‘μηδέ κληθήτε καθηγηταί, εις γαρ υμών ο καθηγητής, ο Χριστός’, Ματθ. 23,10), αντεποιήθη του έργου της διδασκαλίας επί μακρά έτη, μίαν ολόκληρον ζωήν… Μη έχων δε λόγον δι’ ουδέν άλλον πεδίον και ‘θέμα μόνον της ζωής μου’, της οιασδήποτε ποιότητος συγγραφής και της καθ’ οιονδήποτε τρόπον προσφερομένης ακαδημαϊκής ή άλλης ‘τάχα και’ διδασκαλίας μου… επιλέξας τον κλάδον της επιστήμης της λατρείας… ενόμισα χρήσιμον… να καταστήσω κοινωνούς, οιονεί εν δημοσία εξομολογήσει” (“Ορθοδοξία”, τεύχος Δ’, 2003, σ. 910-911).
Οι λόγοι αυτοί αποτελούν εκφράσεις μετριοφροσύνης; Απολογισμό μιας μακράς και γόνιμης διδασκαλίας; Αποχαιρετισμό προς την ακαδημαϊκή κοινότητα; Έκφραση πρόδηλης αμηχανίας ενός μεγάλου διδασκάλου που δεν επεδίωξε να φαίνεται ως τέτοιος; Το βέβαιο είναι ότι οι παραπάνω λόγοι, που πολύ απέχουν από τα ακαδημαϊκά στερεότυπα, όπου κυριαρχεί η ατομική κομπορρημοσύνη, μαρτυρούν τη βιωματική σχέση του ανδρός με τα λειτουργικά κείμενα.

ΔΙΔΑΚΤΙΚΟ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΙΚΟ ΤΑΛΑΝΤΟ – ΨΑΛΤΗΡΙΟΝ
Ασχολήθηκε με το λειτουργικό έργο του Συμεών Θεσσαλονίκης, ενώ τα τελευταία χρόνια μετέφραζε κείμενά του στη δημοτική. Η γλώσσα των μεταφράσεων αυτών είναι ζυμωμένη με τον λατρευτικό λόγο και πόρρω απέχει από τις τυποποιημένες μεταφράσεις πατερικών κειμένων που κυκλοφορούν ευρέως. Χαρακτηριστικό του διδακτικού και του συγγραφικού του ταλάντου είναι ότι διαλεγόταν πάντοτε ζωντανά και χωρίς επιτήδευση με τους φοιτητές, τους ιερείς και τους συναδέλφους του. Ενσωμάτωνε τις ερωτήσεις τους στα κείμενά του και με σαφή, λιτό και διακριτικό τρόπο περιέγραφε το ερευνητικό πλαίσιο αφήνοντας τον συνομιλητή ή τον αναγνώστη να εκμαιεύσει την απάντηση.
Είχε βιωματική σχέση και εντρυφούσε καθημερινά στο Ψαλτήριον, το οποίο θεωρούσε βιβλίο πανανθρώπινης αξίας και οικουμενικής εμβέλειας. Μεταξύ άλλων έγραφε: “Το Ιερόν Ψαλτήριον είναι το αφθίτου αξίας υμνολογικόν κείμενον, το οποίον συνδέει παλαιόν και νέον Ισραήλ και όλους διά των αιώνων τους χριστιανούς της Οικουμένης, οι οποίοι διά των θεοπνεύστων αυτού ψαλμών ύμνησαν την δόξαν του Θεού, ανέπεμψαν τας προς αυτόν ευχαριστίας των, ανέφεραν τους πόνους και τας θλίψεις των, εζήτησαν το έλεος και την βοήθειάν του, εξωμολογήθησαν τας αμαρτίας των και εναπέθεσαν εις αυτόν την ελπίδα της σωτηρίας των. Χειραγωγούμενοι δε από την τυπολογικήν και αναγωγικήν ερμηνείαν των αγίων πατέρων είδον εις τους ψαλμούς προφητευομένην την έλευσιν του Σωτήρος, την διδασκαλίαν του και τα θαύματά του, τα πάθη και την ανάστασίν του, την δόξαν και την δι’ αυτού λύτρωσιν του γένους των ανθρώπων και την συντριβήν των αντιθέων δυνάμεων”.

ΠΑΡΑΔΟΣΗ ΚΑΙ ΣΤΡΕΒΛΩΣΕΙΣ
Ο Ιωάννης Φουντούλης σεβόταν την παράδοση, αλλά φρόντιζε να επισημαίνει και τις στρεβλώσεις στα λειτουργικά πράγματα, που επισώρευσε ο χρόνος και η άγνοια. Παράλληλα, με εύστοχο τρόπο επισήμαινε τον κίνδυνο εκκοσμίκευσης της λειτουργικής ζωής. Δίδασκε χαρακτηριστικά: “Μεταπολεμικώς η τεχνολογική εξέλιξη και η οικονομική ευμάρεια επέτρεψε το κτίσιμο νέων ναών, τη γενίκευση της χρήσεως του ηλεκτρικού ρεύματος για το φωτισμό και τη θέρμανση του ναού, την εγκατάσταση μεγαφώνων, την κατασκευή καθισμάτων… Όλα αυτά καλά όταν καλώς γίνονται… Αν όμως γίνεται αλόγιστη χρήση, καταστρέφουν όχι μόνο την αισθητική του χώρου, αλλά και εκκοσμικεύουν το ναό, μεταβάλλοντάς τον σε αίθουσα θεάτρου με άπλετο και διασπαστικό φωτισμό, με έντονο ενοχλητικό ήχο, με φόρτο καθισμάτων και φόρτο καλής και κακής τέχνης επίπλων και σκευών…”. Τόνιζε ακόμη ότι στον ιερό χώρο της εκκλησίας, όπου διδάσκεται η ταπείνωση, η φιλοπτωχεία, η λιτή ζωή, η ιεροπρεπής σεμνότητα και το μέτρο δεν μπορεί να κυριαρχεί η χλιδή (χρυσός φόντος) κυρίως στις τοιχογραφίες, ο “εκπερσισμός” των αμφίων και εν τέλει η διά των εξωτερικών μεγαφώνων διαπόμπευση των ιερών μυστηρίων.
Αναφερόμενος ο μακαριστός Ιωάννης Φουντούλης σε όλα αυτά δεν εξωράιζε το παρελθόν, ούτε μεμψιμοιρούσε για το παρόν, αλλά ορθοτομούσε την αλήθεια. Αναγνώριζε τη σύγχρονη αναγέννηση στα λειτουργικά θέματα επισημαίνοντας το έντονο ενδιαφέρον του κλήρου και του λαού για τη λατρεία, που εκφράζεται με τις εκδόσεις, τα συνέδρια, τις εκπομπές και τη συχνή μετοχή μεγάλου μέρους του εκκλησιάσματος στη θεία κοινωνία – πράγμα σπανιότατο σε παλαιότερες εποχές. Ενώ επέκρινε την παράχρηση των πραγμάτων, έβλεπε με αισιοδοξία το μέλλον της ορθόδοξης χριστιανικής λατρείας.

Αποσπάσματα εισήγησης στο διεθνές επιστημονικό συνέδριο προς τιμήν του μακαριστού καθηγητή Ιωάννη Φουντούλη, που έγινε στη Θεσσαλονίκη στις 19-20 Φεβρουαρίου, και για την παρουσίαση του τιμητικού τόμου με τίτλο “Γηθόσυνον σέβασμα”.

 makthes.gr
 diakonima.gr
 Φωτο:blogs.auth.gr

Τι αξίζει στη ζωή μας;


Συχνά αναρωτιόμαστε πόσο αξίζει η ανθρώπινη ζωή. Αν αποτιμάται οικονομικά (με βάση την καταναλωτική δύναμη και αγοραστική αξία που ο καθένας διαθέτει), αν αποτιμάται με βάση την ποσότητα (συμφέρει ο ένας να θυσιασθεί υπέρ των πολλών, «παράπλευρες απώλειες» κατά τους πολέμους), αν αποτιμάται με βάση την ηδονή («μια ζωή την έχουμε»), αν αποτιμάται με βάση το χρόνο (άγχος του παρόντος κόσμου, γιατί η πέτρα του μνήματος είναι το τέλος, επομένως πρέπει να προλάβουμε να κάνουμε όσα περισσότερα μπορούμε για να νιώθουμε ότι άξιζε που ζήσαμε).
Απέναντι σ’ αυτό το ερώτημα, ο Χριστός έρχεται να δώσει μια διαφορετική απάντηση, στο Ευαγγέλιο που διαβάζουμε την Κυριακή μετά την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού (κατά Μάρκον, 8, 37), η οποία μας προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση.

Η ανθρώπινη ζωή αξίζει όταν ο άνθρωπος παραιτείται από αυτήν! Όταν δηλαδή ο καθένας που πιστεύει στο Χριστό δεν θεωρεί πως αξίζει να ζήσει τη ζωή του σύμφωνα με όλα τα προηγούμενα μέτρα, αλλά απαρνιέται τον εαυτό του, σηκώνει τον σταυρό του και ακολουθεί το Χριστό. Αυτό σημαίνει «χάνω τη ζωή μου». Και μόνο να ακούμε αυτή την θεώρηση του Χριστού σήμερα, επαναστατούμε και προσπερνούμε, ενίοτε ειρωνικά. Πόσο εκτός τόπου και χρόνου φαντάζει ένας χριστιανός που δέχεται να παραιτηθεί από τη ζωή του, να την χάσει, «ένεκεν του Χριστού και του Ευαγγελίου», πόσο υποκριτικός φαίνεται ο λόγος όταν εκστομίζεται από τους ταγούς της Εκκλησίας, ακόμη κι αν είναι ο λόγος του Χριστού!

Αλήθεια, ποιος από εμάς θέλει να παραιτηθεί από το δικαίωμα να ζήσει, να απολαύσει, να χαρεί, να έχει αγαθά, να προλάβει να κάνει όσα περισσότερα μπορεί; Πόσο ρεαλιστικό φαίνεται το κοσμικό πνεύμα και πόσο ουτοπικός ο λόγος του Χριστού; Ακόμη κι εμείς που ομνύουμε στο όνομά Του, δύσκολα μπορούμε να παραιτηθούμε από τα δικαιώματά μας, όχι μόνο να ζήσουμε, αλλά ακόμη και από λιγότερο σημαντικά, όπως το να ανταποδώσουμε στα ίσια το κακό σ’ αυτόν που μας έχει βλάψει, να διαμορφώσουμε τον λογισμό της αντίθεσης σε όποιον στέκεται εναντίον μας, σε όποιον μας αμφισβητεί, σε όποιον δεν φέρεται σε μας όπως θα θέλαμε να μας φέρεται, σε όποιον δεν είναι αυτό που εμείς θα θέλαμε να είναι.


Κι όμως, ο λόγος του Χριστού μας υποδεικνύει τον δικό Του δρόμο. Αυτόν της παραίτησης από τα μικρότερα ή σπουδαιότερα δικαιώματά μας, ακόμη και από την ίδια μας τη ζωή χάριν Εκείνου και του Ευαγγελίου. Χάριν της αγάπης για τον άλλο, χάριν της υπομονής στις θλίψεις που ο άλλος και η ζωή μας προσφέρουν, χάριν της αίσθησης της αποστολής που έχουμε οι χριστιανοί ως μέλη της Εκκλησίας.

Μας φαίνεται ακατόρθωτος ο λόγος του Χριστού, γιατί έχουμε απωλέσει την έννοια της αποστολής. Δεν νιώθουμε ότι ως χριστιανοί έχουμε κάποιον ιδιαίτερο λόγο ύπαρξης, πέρα από το να σώσουμε, και μάλιστα στο τέλος της ζωής μας, τον εαυτό μας. Δεν πιστεύουμε ότι αποστολή μας είναι να σηκώσουμε τόσο τον δικό μας σταυρό, όσο και λίγο από τον σταυρό των άλλων. Δεν πιστεύουμε ότι αποστολή μας είναι να γνωρίζουμε το Ευαγγέλιο και να προσπαθούμε στη ζωή μας να το εφαρμόσουμε. Δεν πιστεύουμε ότι αποστολή μας είναι να γίνει η Εκκλησία ζωή μας και να μοιραστούμε αυτή τη ζωή με τους άλλους, γιατί η Εκκλησία είναι η πιο σημαντική κοινότητα στη ζωή μας, είναι η ίδια η ζωή μας.

Όποιος ανήκει στην Εκκλησία παραιτείται από τη ζωή του, χάριν του Χριστού και του Ευαγγελίου. Δεν μετρά τον άλλο με βάση το οικονομικό, ηδονιστικό, εξουσιαστικό συμφέρον, αλλά τον βλέπει ως εικόνα Θεού, όπως είναι και ο ίδιος, και γι’ αυτόν αξίζει να σταυρωθεί έστω και για λίγο, παραιτούμενος, όσο είναι εφικτό από τα δικαιώματά του. Και αυτός ο τρόπος είναι η ομολογία του Χριστού, και μάλιστα του Εσταυρωμένου, μέσα σε μια γενεά άπιστη και αμαρτωλή, και αυτή η ομολογία τελικά θα είναι ο λόγος για τον οποίο ο Χριστός θα μας αναγνωρίσει στην λαμπρότητά του Πατέρα Του, μαζί με τους αγίους αγγέλους.

Περισσότερη επίγνωση της αποστολής μας χρειάζεται. Και, ταυτόχρονα, να σηκώνουμε το Σταυρό μας και λίγο ή περισσότερο από τον Σταυρό των άλλων, μαζί με γνώση, αποδοχή και εφαρμογή του Ευαγγελίου. Επίγνωση ότι αυτός είναι ο δρόμος της Εκκλησίας. Και επίγνωση ότι η Εκκλησία συνεπάγεται την παραίτηση από την ίδια μας τη ζωή, ώστε τελικά να την κερδίσουμε μαζί με τους αδελφούς μας. Περισσότερη επίγνωση της αποστολής μας τελικά σημαίνει αντίσταση στον εκκοσμικευμένο τρόπο ζωής, που θέλει τα πάντα να μετρούνται χωρίς Χριστό. Αυτή η επίγνωση τελικά είναι και το νόημα της παρουσίας του Σταυρού στη ζωή της Εκκλησίας και στην δική μας ζωή, αν θέλουμε ένα τέτοιο νόημα.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 19 Σεπτεμβρίου 2010
Κυριακή μετά την Ύψωση


http://istologio.org

Δευτέρα 14 Αυγούστου 2017

O Γέροντας Παίσιος διηγείται τις επισκέψεις της Θεοτόκου




Όπως διηγείται ο Γέροντας Παίσιος, «Ήταν Δεκαπενταύγουστος. Ύστερα από τη Θεία Λειτουργία με έστειλε ο γέροντας μου για μια εργασία.

Ήμουν εξαντλημένος από τη νηστεία και τη προηγούμενη αγρυπνία, και μετά τη Θεία Λειτουργία δεν έφαγα γιατί δε μου είπε ο Γέροντας».

Έφτασα στην Ιβήρων και περίμενα το «μοτόρι» (καραβάκι). Ενώ θα ερχόταν το μεσημέρι, έφθασε το βράδυ και ακόμα να φανή. Ήμουν εξαντλημένος. Λέω να κάνω ένα κομποσχοίνι στην Παναγία κάτι να μου οικονομήση. Μετά λέω στον εαυτό μου: «Βρε χαμένε για τέτοια μικροπράγματα θα ενοχλείς την Παναγία;». Δεν πρόλαβα να τελειώσω και έρχεται ένας αδελφός από μέσα. Μου δίνει ένα δεματάκι και μου λέει: «Να, αδελφέ μου για τη χάρη της Κυρίας Θεοτόκου».

«Το άνοιξα. Είχε μέσα μισό ψωμάκι, σύκα και σταφύλια. Μόλις κρατήθηκα από τα κλάματα μέχρι να φύγει ο αδελφός».

Αυτό συνέβη στο κιόσκι της Ιβήρων. Και άλλοτε έλαβε αμεσότερη πείρα της θεομητορικής πρόνοιας στον αρσανά του αυτού Μοναστηριού. Τα δύο γεγονότα έχουν πολλές ομοιότητες αλλά και αρκετές διαφορές. Και στην δεύτερη περίπτωση ήταν άυπνος και νηστικός και περίμενε το «μοτόρι».

Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Από την εξάντληση δεν αισθανόμουν καλά. Φοβήθηκα να μη λιποθυμήσω και με δουν οι εργάτες. Για αυτό έκανα κουράγιο και πήγα πίσω από μια ντάνα ξύλα.

Σκέφτηκα προς στιγμήν να παρακαλέσω την Παναγία και αμέσως μετά είπα στον εαυτό μου: «Άθλιε, την Παναγία για το ψωμάκι την έχουμε;»

Και μόλις είπα αυτό, να η Παναγία και μου έδωσε ζεστό ψωμί και σταφύλι! Ε, από κει και πέρα μετά…

Κάποιος τον οποίον ο Γέροντας θεράπευσε από ανίατη ασθένεια, ακούγοντας την διήγηση, ρώτησε έκπληκτος:

-Καλά Γέροντα, μετά που έφαγες τις ρόγες του σταφυλιού, το κοτσάνι σου έμεινε στο χέρι;

-Και το κοτσάνι και τα ψίχουλα, απάντησε με έμφαση.

***

Κατά το σύντομο διάστημα της παραμονής του στην Ι. Μ. Φιλοθέου, δεν έπαυσε να σκέφτεται την έρημο. Αισθανόταν έντονη την επιθυμία για ησυχία.

Είχε συμφωνήσει με τον π. Φ. Φιλοθείτη να πάνε στα κατουνάκια να ασκητέψουν. Ο π. Παίσιος θα έκανε εργόχειρο ο π. Φ. θα το έδινε στα μοναστήρια και θα έπαιρνε παξιμάδι για να οικονομούνται. Αλλά μια νύχτα πριν σημάνει το τάλαντο για την Εκκλησία, ο Γέροντας χτύπησε την πόρτα του κελλιού του π. Φ. και του είπε ότι δεν είναι θέλημα Θεού να φύγουν. Ο π. Φ. του διηγήθηκε το εξής όνειρο που είδε: «Τρέχαμε στη στέγη της Μονής και, ενώ ήμασταν έτοιμοι να πηδήξουμε, μια μαυροφόρα γυναίκα μιας κράτησε από τη πλάτη και είπε ότι είναι γκρεμός και θα σκοτωθούμε. Έτσι και εγώ κατάλαβα ότι δεν επιθυμεί ο Θεός να πάμε».

Ο π. Παίσιος διηγήθηκε αργότερα ως εξής αυτό που συνέβη και τον έκανε να πάη αντί για τα Κατουνάκια στην Μονη Στομίου: «Έκανα προσευχή στο κελί μου. Ξαφνικά ακινητοποιήθηκα τελείως. Δεν μπορούσα να σηκωθώ. Ήταν αδύνατο. Μια αόρατη δύναμη με κρατούσε ακίνητο. Κατάλαβα ότι κάτι συμβαίνει. Έμεινα έτσι βιδωμένος για δυο-δυόμισι ώρες. Μπορούσα να προσεύχωμαι, να σκέφτωμαι, αλλά δεν μπορούσα να κινηθώ καθόλου. Ενώ βρισκόμουν σ΄ αυτή την κατάσταση είδα σαν σε τηλεόραση από τη μια μεριά τα Κατουνάκια και από την άλλη τη Μονή Στομίου στην Κόνιτσα. Εγώ με λαχτάρα γύρισα τα μάτια ου στα Κατουνάκια. Μια φωνή τότε –ήταν της Παναγίας- μου είπε καθαρά:

«Δε θα πας στα Κατουνάκια, θα πας στην Μονή Στομίου».  «Παναγία μου εγώ έρημο σου ζήτησα και συ με στέλνεις στο κόσμο;», είπα. Άκουσα ξανά την ίδια φωνή να μου λέη αυστηρά: «θα πας να συναντήσεις το τάδε πρόσωπο, (1) το οποίο θα σε βοηθήσει πολύ». Συγχρόνως κατά τη διάρκεια αυτού του θείου γεγονότος μου ήρθαν απαντήσεις σαν σε τηλεόραση σε πολλές απορίες που είχα. Αμέσως λύθηκα από εκείνο το αόρατο δέσιμο και πλημμύρισε η καρδιά μου από τη θεία χάρι. Μετά πήγα και το είπα στον Πνευματικό. «Αυτό είναι το θέλημα του Θεού» , μου είπε. Μη κάνεις όμως λόγο για το γεγονός. Πες πως για λόγους υγείας». –έβγαζα αίμα αυτή την εποχή- «θα χρειασθεί να βγεις από το Όρος και πήγαινε». Άλλο ήθελα εγώ, αλλά ο Θεός είχε το σχέδιο του. Όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ο κύριος λόγος ήταν για να βοηθηθούν οι ογδόντα οικογένειες που είχαν γίνει προτεσταντικές, να επιστρέψουν στην ορθοδοξία.

***

Στη Μονή Στομίου, δύο ευλαβείς γυναίκες από την Κόνιτσα, η κυρία Πόπη Μουρελάτου και η κυρία Πηνελόπη Μπσρμπούτη, βοηθούσαν στην καλλιέργεια του κήπου.

Ένα βράδυ, μετά το Απόδειπνο, πήγαν στον Ξενώνα και έπεσαν νωρίς να κοιμηθούν. Ξύπνησαν όταν άκουσαν να χτυπά το σήμαντρο.  Βγήκαν έξω από το δωμάτιο. Είδαν το Γέροντα να βγαίνη από το κελί του και μάλιστα τους είπε: «Ευλογημένες, δε σας είπα να μη χτυπάτε τη νύχτα το σήμαντρο»;

Με απορία απάντησαν ότι αυτές δεν έκαναν κάτι τέτοιο, και συγχρόνως βλέπουν μια γυναίκα να εξαφανίζεται μέσα στην Εκκλησία. Την είδαν από το πλάι, δηλαδή από τον ώμο και κάτω , το χέρι της και το μαφόριο. Ήταν η Παναγία, που η νυχτερινή επίσκεψη της αναγγέλθηκε με το αυτόματο χτύπημα του σημάντρου.

Ο Γέροντας, ενώ μέχρι τότε μιλούσε δυνατά, ύστερα από ευλάβεια και δέος έκανε σιωπηλά νόημα στις δύο γυναίκες να πάνε στο δωμάτιο τους, και ο ίδιος μπήκε στο κελί του.

***

Ο Γέροντας είδες στον ύπνο του ότι θα πήγαινε μακρινό ταξίδι και ετοίμασε τα χαρτιά του. Ήταν και άλλοι άνθρωποι και ετοίμαζαν και αυτοί τα δικά τους. παρουσιάστηκε τότε μια ωραία, μεγαλοπρεπής γυναίκα, ντυμένη στα χρυσά. Του πήρε τα χαρτιά, τα έβαλε στον κόρφο της και του είπε ότι αυτή θα τα τακτοποιήσει αλλά ακόμη δεν είναι καιρός να φύγη, είναι νωρίς. Προηγουμένως ο Γέροντας είχε προσευχηθεί:  «Παναγιά μου, το διαβατήριο και τα χαρτιά μου δεν είναι έτοιμα», με συναίσθηση ότι είναι ανέτοιμος να αναχωρήσει για την άλλη ζωή.

Όταν ύστερα από λίγο καιρό πήγε στα Ιεροσόλυμα, στη Γεσθημανή, με έκπληξη που διαπίστωσαν και οι συνοδοί του, αντίκρυσε στο πρόσωπο της εικόνας της Παναγίας της Ιεροσολυμίτισσας την «Κυρία» που είχε δει στο όνειρο του. Έτσι συνειδητοποίησε ότι Αυτή που του παρουσιάστηκε ήταν η Παναγία και το μεγάλο ταξίδι ήταν η αναχώρηση απ΄ αυτήν την ζωή, αλλά ακόμη δεν ήταν η ώρα.

***

Διηγήθηκε ο Γέροντας: «Την περασμένη Σαρακοστή [21 Φερ. 1985] παρουσιάστηκε ντυμένη στα άσπρα. Μου είπε ότι θα συμβούν πολλά στον κόσμο, γι΄ αυτό και να φροντίσω να πάρω…(κάτι που αφορούσε προσωπικά τον ίδιο)».

Φανερώθηκε κοντά στην Βορειοανατολική γωνιά της Καλύβης του. Όταν την είδε ο Γέροντας, είπε ταπεινά: «Παναγία μου, και ο τόπος είναι βρώμικος (2) και εγώ βρώμικος». Όμως έκτοτε ευλαβείτο και τον τόπο «ου έστησαν οι πόδες» της αχράντου Θεομήτορος. Ήθελε στο μέρος εκείνο να φυτέψη λουλούδια, για να μη πατιέται.

Στο Ωρολόγιο, στις 21 Φεβρουαρίου, σημείωσε κρυπτογραφικά το θαυμαστό αυτό γεγονός ως εξής: «Η Παναγία!10,30 πριν το μεσάν Ολόλευκα Άστραφ συγχωρ.»

1. το πρόσωπο αυτό ήταν η Αικατερίνη Ρούσση, μητέρα του Δημάρχου. «Ήταν αγία ψυχή», κατά το Γέροντα.

2. Ίσως επειδή μερικές φορές πετούσε εκεί κοντά φλούδες.

Από το βιβλίο: Ιερομόναχου Ισαάκ, Βίος Γέροντας Παΐσιου του Αγιορείτου, Άγιον Όρος, 2004, σελ. 114, 142, 291, 296.



Παρασκευή 11 Αυγούστου 2017

Η κυρά Φωτεινιώ και το Άκτιστο Φως , π. Αρσένιος Σιναΐτης





Πριν δέκα χρόνια, δώδεκα χρόνια γνώρισα μία Ψυχή. Μία Αγία Ψυχή. Θα πούμε ένα όνομα για να κρατήσουμε πάλι το προσωπικό δεδομένο. Την λένε Φωτεινιώ…

Ή εγώ την λέω Φωτεινιώ. Η κυρά Φωτεινιώ ήρθε με οικογένεια στο σπίτι της μητέρας μου, εκεί που φιλοξενούμουνα τότε γιατί δεν είχα σπίτι και είχανε τακτοποιήσει τότε το χώρο, -καλοσύνη της η μητέρα μου-, είχε κάνει ένα μικρό Αρχονταρίκι με τα Εικονίσματά μας, με το Καντήλι, με τα κεράκια μας, με τα Άγια Λείψανα και είχαμε ένα μικρό καναπέ που με χωρούσε εμένα.

Τον ανοίγαμε και κοιμόμουνα το βράδυ και το πρωί τον μαζεύαμε και στολιζόταν και ήτανε σαν μικρό Αρχονταρίκι, που μπορούσα εγώ να ακούσω κάποιον λογισμό ή κάποιος να με συμβουλευτεί ή να ακούσει μια γνώμη, κάπως κατ’ ιδίαν.

Ήρθαν λοιπόν ένα απόγευμα αυτό το ζευγάρι, τέσσερα άτομα και έφεραν μαζί τους την κυρά Φωτεινιώ. Θα ‘ταν εξηντατριό, εξήντα τεσσάρων χρονών. Μια μικρόσωμη γυναίκα αλλά με πολύ φωτεινό Πρόσωπο. Και μου λέει: “Πάτερ μου, έμαθα ότι είστε από το Σινά. Και μου συμβαίνει κάτι πολύ σοβαρό και ήρθα να ρωτήσω Εσάς γιατί φοβούμαι ότι δεν μπορώ να τα πω στον καθένα αυτά που μου συμβαίνουν». Λέω: “Ευχαρίστως, κυρία Φωτεινή μου. Περάστε».

Καθίσαμε λοιπόν στο μικρό Αρχονταρίκι και άρχισε να μου διηγείται ότι γεννήθηκε κάπου στη Στερεά Ελλάδα και στα εφτά της χρόνια ορφάνεψε. Έπεσε δυστυχώς σε άπληστους θείους οι οποίοι διαμέλισαν εν μια νυκτι την περιουσία της και την σφετεριστήκανε και την κακομεταχειριζόντουσαν. Αυτή η κακομοίρα, μικρή και ευαίσθητη, προσκολλήθηκε στη γειτόνισσά της, την κυρά-παπαδιά η οποία ήταν και αυτή χήρα και είχε τρία κορίτσια. Ευτυχώς, η μεγάλη της είχε προλάβει να πάει στην Ακαδημία να γίνει δασκάλα και έτσι βγάζαν τα προς το ζειν. Αλλά επειδή ήταν νοικοκυρές, είχε μάθει η παπαδιά και τα άλλα κορίτσια και μάθαινε και την Φωτεινιώ, να κεντάνε προίκες για τις πλούσιες κοπέλλες, -τότε δεν υπήρχαν οι μηχανές και δεν υπήρχαν τα έτοιμα ενδύματα. Έτσι λοιπόν κεντούσαν τα μονογράμματα στα σεντόνια, στις μαξιλαροθήκες, στις πετσέτες και κάναν άλλα κεντήματα. Και βγάζαν τα προς το ζειν.

Δίπλα με την παπαδιά που καθόταν όλη την μέρα η Φωτεινιώ από τα εφτά της χρόνια, την άκουγε να προσεύχεται. Μα η παπαδιά μέσα στους Ψαλμούς που έλεγε, έλεγε και κάτι: «Φχαριστώ Συ. Φχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω.» Την άκουγε να το λέει συνέχεια και σαν παιδούλα η κυρά Φωτεινιώ την ρώτησε: “Θειά παπαδιά, γιατί συνέχεια λες ευχαριστώ; Γιατί λες, Ευχαριστώ Συ Κύριε;» Λέει: «Τι να πω άλλο παιδί μου; Μας έδωσε τόσα αγαθά ο Θεός και μας έχει καλά και με την Χάρη του Θεού Τον γνωρίζουμε. Μόνο ευχαριστώ μπορώ να Του πω. Τίποτε άλλο δεν μπορώ να ζητήσω».

Έτσι, η Φωτεινιώ μεγάλωσε και ενστερνίστηκε αυτή την Ευχή. Σαν να μην ήξερε άλλη Ευχή και σαν να μην ήξερε άλλη Προσευχή, ό,τι της συνέβαινε έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε».

Έμεινε μέχρι τα δεκαεφτά της χρόνια να κοιμάται στους θείους της στο σπίτι και το πρωί, πρωι-πρωί να φεύγει και να πηγαίνει στης κυρα-παππαδιάς και να της δίνει και εκείνη ένα χαρτζιλίκι έτσι ώστε να μην χρεώνει τους θείους της για τα δικά της έξοδα.

Στα δεκαεφτά της χρόνια, πήγε μια εκδρομή σε ένα Μοναστήρι, μαζί με την κυρά-παππαδιά και με την Ενορία, στην Βόρεια Ελλάδα σε ένα γυναικείο Μοναστήρι και πόθησε η κακομοίρα να γίνει Μοναχή. Της άρεσε τόσο πολύ αυτή η ζωή που κατανενυγμένη ζήτησε να γίνει. Όμως έπρεπε να έχει γονείς να την αφήσουν γιατί ήταν ανήλικη. Και έτσι γυρίζοντας βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα δυσάρεστο γεγονός ότι οι θείοι της για να την ξεφορτωθούν της είχαν βρει ένα γαμπρό ο οποίος φυσικά δεν θα ήταν και σόι αφού δεν ζήταγε προίκα. Έτσι λοιπόν σε ένα χρόνο, άρον άρον την παντρέψανε. Η κακομοίρα όμως αντιμετώπιζε το πρόβλημα ότι αυτός είχε καφενείο και δυστυχώς μάθαινε να πίνει και ήταν και έπινε και άλλες ουσίες εκεί στο καφενείο και τα πράγματα δυσκόλεψαν.

Γέννησε όμως, του χάρισε τρία παιδιά: ένα αγόρι, τον Φάνη και δύο κορίτσια. Δεν θυμάμαι τα ονόματά τους να σας πω. Αλλά θυμάμαι ότι είχε τρία παιδιά. Και η κακομοίρα προσπαθούσε να τα αναθρέψει με Νουθεσία Κυρίου. Αυτός όμως όποτε γύριζε από το καφενείο μεθυσμένος ή το παιδί το ένα ήταν άρρωστο ή γκρίνιαζε, προσπαθούσε να τα μαλώσει και να τα δείρει και αυτή η κακομοίρα έβαζε τον εαυτό της μπροστά και έτρωγε αυτή το ξύλο. Έτσι εκτός από τις βρισιές που δεχόταν, αυτή έτρωγε και το ξύλο, έτρωγε και κάνα παιδάκι ξύλο. Και η κακομοίρα πάντοτε με την Ευχή «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Ποτέ δεν παραπονέθηκε.

Στα τέσσερα πέντε χρόνια του γάμου της, επειδή δεν πήγαινε καλά η επιχείρηση του άντρα της, τα ξαδέλφια του του είπανε: «Έλα σε μας στην Πρωτεύουσα του νομού να βρούμε ένα καφενείο να βάλουμε το βιος μας με το βιος σου να κάνουμε ένα μεγάλο καφενείο». Όντως έτσι έγινε. Βρήκαν και ένα σπιτάκι στην άκρη του χωριού που είχε ένα πηγάδι και μια μικρή στάνη και μπορούσαν να επιβιώσουνε και οι δυο φτωχικά και όντως κάναν το καφενείο μεγαλύτερο αλλά σιγά σιγά ο καφενές έγινε καφετέρια, η καφετέρια έγινε καφέ-μπαρ και σιγά σιγά έγινε νυκτερινό κέντρο… Με πεταλουδίτσες, με διάφορα τυχερά παιγνίδια. Γυρνούσε αργά ο Ανέστης, δεν του άρεσε πια η κυρα-Φωτεινιώ, φώναζε, την έλεγε «μούχλα», την έλεγε «πανούκλα», την έλεγε «χολέρα». Την έβριζε, την ταπείνωνε. Εκείνη πάντοτε με ταπείνωση και πολύ καρτερία έλεγε: «Ευχαριστώ Συ Κύριε. Ευχαριστώ Συ Κύριε»

Δεκαοχτώ χρόνια πέρασε αυτό το μαρτύριο. Δεν την αφήναν να πάει στην Εκκλησία και μου έλεγε με δάκρυα: “Πέρναν, παππά μου, τα παπούτσια μου και τα ρίχναν στο πηγάδι ή τα ρίχναν στη κοπριά για να μην μπορώ να πάω. Πώς θα πάω; Ξυπόλητη; Και τα έβγαζα, τα έπλενα και μετά τα φορούσα”. Και λέω: «Τον χειμώνα, κυρά Φωτεινιώ; Βρεμένα τα φορούσες;» «Όχι» λέει, «τα άλειφα και με λίγο λάδι να μην με λέει η γειτονιά ανοικοκύρευτη. Και πήγαινα στην Εκκλησία και δεν με ένοιαζε.»


Έτσι λοιπόν μετά από δεκαοχτώ χρόνια δύσκολης ζωής, μια μέρα ήταν Καθαρή Δευτέρα, είχε έρθει ο κυρ-Ανέστης από βραδίς στο σπίτι, κατά τις τέσσερις το πρωί τα χαράματα και κοιμόταν, εκείνη ετοίμασε το πρωί τα καλαθάκια για τα παιδιά της, τα μπουγαλάκια τους με τα νηστίσιμά τους για να πάνε να γιορτάσουν τα Κούλουμα έξω στην ύπαιθρο, σηκώνεται μπουρινιασμένος ο κυρ-Ανέστης και λέει: «Φάνη σήκω. Και ετοίμασε την ψησταριά, γιατί θα βάλουμε να ψήσουμε κρέας και να χορτάσουμε. Σήμερα κάλεσα τα παιδιά που είναι κλειστή η ταβέρνα να πιούμε και να φάμε όλοι μαζί.» Και τόλμησε η κακομοίρα η κυρά-Φωτεινιώ να πει: «Βρε Ανέστη μου, σήμερα είναι Καθαρά Δευτέρα. Οι Χριστιανοί όλοι νηστεύουν και τιμάνε την αρχή της Σαρακοστής, που στην Μεγάλη Βδομάδα ο Χριστός μας σταυρώθηκε για την Σωτηρία μας. Τι θα κάνουμε; Σαν τους Εβραίους να φάμε Καθαρά Δευτέρα κρέας;” “Ρε, εσύ θα με πεις, πανούκλα, Εβραίο, εσύ θα με πεις…» και εκεί που άρχισε να την φωνάζει και να την βρίζει, πέταγε τα πράγματα από το σαλόνι του στο σπίτι του, έσπαγε τα πράγματα και όπως πηγαίνει να την χτυπήσει…τον επισκέπτεται ο Κύριος εν βραχίονι υψηλό και πέφτει κατάχλομος κάτω.

Άρχισε να τρέμει, μαζευτήκαν τα παιδιά, άρχισε ο γιός να φωνάζει στην μάνα του «Εσύ φταις ρε μάνα γιατί τον σκότωσες τον πατέρα μας. Τι του έκανες;”…Ήταν κατάσταση τραγική. Ήταν και τεράστιος ο κυρ-Ανέστης. Ήρθαν οι γείτονες. Τον βάλαν στο κρεβάτι και όταν ήρθε ο γιατρός το μόνο που διαπίστωσε ήταν ότι, δυστυχώς, είχε υποστεί ημιπληγία, είχε αγγιχτεί το κέντρο της ομιλίας του, είχε στραβώσει το στόμα του και το δεξί του χέρι και το δεξί του πόδι είχαν παραλύσει. Οκτώμισι χρόνια τον διακονούσε με υπομονή, χωρίς να λέει τίποτε παρά μόνο: “Ευχαριστήσομεν τω Κυρίω». Τα παιδιά της την βασάνιζαν, την γιουχάρανε, την κοροϊδεύανε, της κάναν τα ίδια, εκείνη υπέμενε λέγοντας πάντοτε: “Ευχαριστήσομεν  τω Κυρίω». Μούγκριζε καμιά φορά ο κυρ-Ανέστης. Λέω: “Πώς τα κατάφερνες κυρά Φωτεινιώ;” “Τι να κάνα;” λέει «πάτερ μου. Στην αρχή δεν καταλάβαινα. Κι όταν πήγα μια φορά κοντά του, τότε με το αριστερό του χέρι, που ήταν το μόνο γερό, μου έπιασε την κοτσίδα και με κοπάναγε. Και δεν με άφησε πάρα μόνο μετά από μισή ώρα, όταν κουράστηκε το χέρι του. Τότε μόνο ησύχασε.» «Και το κανες αυτό συχνά κυρά Φωτεινιώ;» «Ε, Δόξα τω Θεώ. Όχι πολύ συχνά. Κανά δυο φορές την εβδομάδα. Λίγο να ξεκουράζεται. Γιατί ο καημένος έχει άγχος». Και δεν τον κατέκρινε. Δόξα τω Θεώ, έλεγε. Και της τραβούσε τα μαλλιά μόνο δυο φορές την εβδομάδα. Τέλος πάντων.

Μια Παραμονή των Θεοφανείων μετά τα οκτώμισι χρόνια, ήταν οι Μεγάλες Ώρες. Και αφού η κακομοίρα πήρε τον μικρό Αγιασμό πήγε σπίτι της γρήγορα γρήγορα να ευπρεπίσει το σπίτι της, να ετοιμάσει το Καντήλι της, να θυμιάσει γιατί θα περνούσε ο παπά-Βασίλης να αγιάσει το σπίτι. Και όντως πέρασε ο παπά-Βασίλης. Και άγιασε το σπίτι. Και ήθελε- δεν ήθελε ο κυρ-Ανέστης τον διάβασε μια Ευχή, μουγκρίζοντας ο κυρ-Ανέστης γιατί δεν αγαπούσε τους παπάδες αλλά δεν μπορούσε να κάνει και αλλιώς, πού να πάει να σηκωθεί αφού ήταν παράλυτος;  Τον διάβασε ο παπάς όμως και έφυγε.

Στο κατόπι όμως του παπά-Βασίλη, έρχεται ο Θεοφάνης. Ο Φάνης. Ο γιος. Και αρχίζει και φωνάζει: «Τι βρομοκοπάει εδώ σαν τα νεκροταφεία; Και εσείς και τα νεκροταφεία σας. Άντε πάλι, μούχλα, εσύ. Πάλι θύμιασες; Και με τα θυμιατά σου τι βρήκαμε; Να, πίσω πάμε. Και τι ωφεληθήκαμε εμείς με τα θυμιατά σου;» και με τα νεύρα του, πετάει το Καντήλι, πετάει τις Εικόνες, ρίχνει τα κεριά και βγαίνει η κακομοίρα έξω για να δει τι γίνεται στο σαλόνι από την κουζίνα γιατί είχε ανοίξει φύλλο και ετοίμαζε πίτες γιατί θα ΄ρχόντουσαν την άλλη μέρα να την ευχηθούν και εκείνη και τον γιό της και να μην την δουν ανοικοκύρευτη και εκεί στα νεύρα του παίρνει τον πλάστη από τα χέρια της και της τον κοπανάει στο κεφάλι. Η κακομοίρα από τον πόνο λιποθύμησε και έπεσε κάτω. Και ήρθαν οι γειτόνισσες να την συνεφέρουν, της βάλαν και μια σακούλα με πάγο στο κεφάλι και όταν συνήλθε σε καμιά ώρα και είδε τον εαυτό της στον καθρέφτη, τρόμαξε. Είχε ένα καρούμπαλο τόσο μεγάλο σαν αβγό στο μέτωπό της.

Και είχε αρχίσει να μελανιάζει όλη η δεξιά πλευρά. «Πάτερ μου, στεναχωρήθηκα. Πώς θα πάω στην Εκκλησία με το καρούμπαλο; Πώς θα πάω μελανιασμένη; Τι θα λέει η γειτονιά για τα παιδιά; Καλά ο άντρας σου. Αλλά τα παιδιά; Θα με κουτσομπολεύουν και θα στεναχωριούνται». «Τι έκανες, καλέ κυρά-Φωτεινιώ;» «Έβαλα όλη τη νύχτα κομπρέσα, παπά μου και είπα το πρωί να πω στην κόρη μου να μου δώσει λίγο από εκείνες τις πούδρες που βάζουνε να καλύψω το μελάνιασμα. Αλλά με το καρούμπαλο, τι θα έκανα; Σκέφτηκα, λέει, να βάλω ένα φακιόλι, ένα μαντήλι και να κάνω έτσι όπως κάνουν οι ευσεβείς και να πάω στη άκρη. Να μην πάω στην θέση που πήγαινα στην Εκκλησία.» «Και το ΄κανες, κυρά-Φωτεινιώ»; Λέει: «Ναι. Σηκώθηκα πρωί πρωί». Σηκώθηκε η κακομοίρα, τακτοποίησε το σπίτι της, άλλαξε τον κυρ-Ανέστη, τον ξύρισε, τον έπλυνε, τον ετοίμασε, άναψε το Καντήλι της, θύμιασε και έφυγε τροχάδην για την Εκκλησία. «Μα σαν μπήκα, λέει, παπά μου μες στην Εκκλησία, ένα Ουράνιο Φως είδα μες στην Εκκλησία. Ένα φως που έφεγγε και τα πολυέλαια ήταν σβηστά» Λέω: «Και τι χρώμα είχε αυτό το Φως, κυρά-Φωτεινιώ»; «Λευκογάλαζο, παπά μου. Άστραφτε το Φως. Κι εγώ, παρόλο που έκανε κρύο έξω τσουχτερό αισθανόμουνα μια θερμότητα. Μια θερμότητα και μια δροσιά. Και η καρδιά μου άνοιγε. Και έλεγα. “Ευχαριστώ συ, Κύριε».

Πήγα λοιπόν στη ακριανή πόρτα που είναι στα αριστερά, κει που κάθονται οι γυναίκες για να μπορώ να ατενίσω τον Παντοκράτορα, να χαίρομαι, να παρηγοριέμαι. Και όσο προχωρούσε η Λειτουργία τόσο αυτό το Φως αύξαινε. Και όχι μόνο αύξαινε, παπά μου, αλλά έπεφτε και μια χρυσόσκονη και άστραφτε όλο αυτό το Φως, σαν να είχε χιλιάδες μυριάδες αστέρια. Και σαν κοιτάω τον Παντοκράτορα, τι να δω παπά μου; Είχε…Έβγαινε Αυτό το Φως από το Φωτοστέφανο του Χριστού μας, από το Πρόσωπό Του, τα χεράκια Του, το Άγιο Ευαγγέλιο…και κάλυπτε τον κόσμο. Και όσοι ήταν στην Εκκλησία, άλλους τους έλουζε το Φως και έμπαινε μέσα τους το Φως και γινόντουσαν όλοι μια λαμπάδα. Φωτεινή. Γαλαζόασπρη. Στους άλλους δεν έμπαινε μέσα τους το Φως, όμως τους θώπευε.» Και την ρώτησα: «Ήρθε και σε σένα το Φως; Ήρθε στη γωνιά σου, στην γωνίτσα σου το Φως;» «A! Αμ, καλοήρθε παπά μου. Ήρθε.» «Πώς το αισθάνθηκες, κυρά-Φωτεινή;» «Σαν ένα χέρι που με θώπευε. Με άγγιζε από το μέτωπο, με χάιδευε στους ώμους, στα μπράτσα και στις παλάμες. Και μετά με πήγαινε αριστερά. Και το ίδιο πράγμα. Και άνοιξε η καρδιά μου παπά μου και άρχισαν να τρέχουν τα δάκρυά μου μετά.

Και όχι μόνον αυτό. Αλλά το Χέρι Αυτό μου επούλωσε τις πληγές, μού έκλεισε τις πληγές όλες. Τριανταπέντε χρόνια πληγές που είχα. Τα βρισίδια, τους ξυλοδαρμούς, τους βιασμούς, το ξύλο, την ταπείνωση…όλα μου τα επούλωσε ο Χριστός. Τίποτε δεν αισθανόμουνα. Αισθανόμουνα μια απέραντη ευφορία. Αλλά και κάτι άλλο, παπά μου. Με κλειστά τα μάτια, έβλεπα τα γινούμενα στη Λειτουργία. Έβλεπα τα πάντα. Έβλεπα την Μεγάλη Είσοδο, είδα τους Πατέρες, είδα τη Λειτουργία όλη. Την έζησα στον Παράδεισο…Ξαφνικά όμως είδα τις γυναίκες να αρχίσουν να κινούνται και κατάλαβα ότι πάμε για να κοινωνήσουμε. Ήρθε η ώρα της Θείας Κοινωνίας. Ετοιμάστηκα. Και όπως κοίταζα να δω το τσεμπέρι μου, τι να δω; Το Χέρι μού είχε κάνει καλά και το καρούμπαλο! Δεν είχα ούτε καρούμπαλο! Είχε φύγει το καρούμπαλο. Και με μεγάλη χαρά ότι δεν θα εκτεθώ στην γειτονιά, στάθηκα στη σειρά. Αλλά είπα να δω, κι έτσι δεξιά να δω, ποιος Κοινωνάει; Ο παπά-Βασίλης που ήρθε και μας άγιασε ή ο παπά-Γιάννης; και ξαφνικά, παπά μου…Ούτε ο παπά-Βασίλης ήτανε. Ούτε ο παπά-Γιάννης.

Ένας Δεσπότης… Μα τι Δεσπότης…Τι χρυσά Άμφια φορούσε! Τι διαμάντια και μπριλάντια είχαν πάνω τα ρούχα Του! Άστραφτε ολόκληρος! Και φορούσε μια Κορώνα…Όχι σαν Αυτές των Δεσποτάδων. Μια Βασιλική Κορώνα. Που άστραφταν χιλιάδες τα μπριλάντια και τα διαμάντια. Και πάνω στην Κορώνα Του είχε Αγγέλους. Μα και δίπλα Του είχε δύο Παραστάτες Αγγέλους που κρατούσαν το Μάκτρο. Με έπιασε τρόμος. Τα Χέρια Του, το Πρόσωπό Του, έφεγγαν σαν τον Ήλιο. Και κρατούσε μια χρυσή λαβίδα. Αλλά δεν είχε μέσα το Σώμα και το Αίμα του Χριστού, είχε ένα κάρβουνο αναμμένο. Και η δόλια, λέω, η κακομοίρα, τι θα κάνω; Πώς θα Κοινωνήσω το κάρβουνο; Φαίνεται τέτοια Τυπικά έχουν σήμερα. Άλλος Δεσπότης ήρθε και άλλες συνήθειες έχουν. Και τι να κάνω εγώ; Και πώς θα καώ; Και θα βάλω τις Φωνές στον κόσμο;» «Και τι έκανες, βρε κυρά-Φωτεινιώ; Δεν Κοινώνησες;» «Όχι, λέει. Προφασίστηκα ευγένεια. Και πήγα στην άκρη και έλεγα “Περάστε. Περάστε και εσείς.” Ε. Περάσανε καμιά εικοσιπενταριά που ήταν στην ουρά…Μετά δεν είχε άλλο ‘περάστε’. Έπρεπε να μπω εγώ στη σειρά». «Τι έκανες, κυρά-Φωτεινιώ»; «Τι έκανα λέει; Πλησίασα και κοιτάζοντας χαμηλά μην μπορώντας να δω το Πρόσωπο του Δεσπότη, ακόμα και τα παπούτσια Του παπά μου χρυσά ήτανε. Και οι ΑΓΓΕΛΟΙ ΔΙΠΛΑ Του σαν να μην πατούσαν στη γη. Και είπα: ΧΡΙΣΤΕ ΜΟΥ, ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ ΣΥ. Άντε, ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΣΟΥ. Ας Είσαι ΕΣΥ και ας καώ. ΕΣΥ να είσαι και ας καώ. Κι εγώ θα Κοινωνήσω. Έκλεισα τα μάτια μου, έβαλα το Μάκτρο (κόκκινο ύφασμα που κρατάμε κάτω από το στόμα μας κατά την Θεία Μετάληψη)  κάτω από το στόμα μου και άνοιξα το στόμα μου». «Κοινώνησες, κυρά-Φωτεινιώ»; «Κοινώνησα παπά μου». «Κάηκες κυρά Φωτεινιώ»; «Όχι, παπά μου. Δροσίστηκε η Ψυχή μου. Άνοιξε η Καρδιά μου. Και άρχισα να λέω από την καρδιά μου : “Ευχαριστώ Συ, Κύριε. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Σε Ευχαριστώ, Συ Κύριε. Και άρχισα φαίνεται να το λέω δυνατά και ξαφνικά ακούω τη φωνή του παπά-Βασίλη να μου λέει: “Κυρά-Φωτεινιώ, είσαι καλά»; Και ανοίγω τα μάτια μου και βρίσκομαι μπροστά στον παπά-Βασίλη που κρατούσε το Άγιο Ποτήριο και σκέπαζε με το Μάκτρο.

Και λέω: «Παναγία μου, θα ρεζιλευτώ”….και πήγα στην άκρη και σκεφτόμουνα: «Όλα αυτά που είδα, παπά μου, ήταν αληθινά; Λες να ‘ταν φαντασία; Μα είδα τον Δεσπότη, είδα τους Αγγέλους, είδα τόσα πράγματα, κοινώνησα, είμαι τρελή»; Μόλις τελείωσε ο Αγιασμός και πήγα σπίτι μου, μπήκα αμέσως στην αποθηκούλα να αλλάξω τα ρούχα μου, για να βάλω τα ρούχα του σπιτιού και να βάλω την ποδιά μου να ετοιμάσω το φαγητό. Και σαν ντύθηκα, κάτι μου μύριζε το σπίτι. Και μπαίνω μέσα στο σαλόνι και τι να δω; Η μικρή μου θυγατέρα κρατούσε ένα θυμιατό και θύμιαζε τις Εικόνες. Στη θέση Τους οι Εικόνες, ευπρεπισμένο το καντηλάκι μου, αναμένα τα κεράκια μου και δίπλα στην Παναγία ένα μικρό μπουκέτο λουλούδια. Και μου λέει η κόρη μου: «Χρόνια πολλά, μάνα. Σήμερα μεγάλη ημέρα. Είπαμε να θυμιάσουμε, μιας και σου αρέσει να θυμιάζεις το σπίτι. Αλήθεια, μας έφερες αντίδωρο»; κι εγώ έμεινα… και σκεφτόμουν: “τριανταεφτά χρόνια σε αυτό το σπίτι δεν μου ζητήσανε ποτέ Αντίδωρο”.

Και απαντούσα στην κόρη μου: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»! Κι έρχεται και ο γιός μου από το κατόπι μου στο πλάι και σκύβει ταπεινά και μου φυλάει το χέρι και μου λέει: “Συχώρα με μάνα. Συχώρα με.” Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω». Και ακούω τον Ανέστη να μου φωνάζει και μπαίνω βιαστική να δω μήπως ήθελε κάτι και τον βλέπω καθήμενο στο κρεβάτι του και μου έκανε σινιάλο με το αριστερό του χέρι. Και σαν τον είδα είχε μια ιλαρότητα το πρόσωπό του και μια γλυκύτητα τα μάτια του. Και του δίνω το χέρι μου, νομίζοντας θέλει να καθίσει και αυτός αρχίζει και μου το φιλούσε. Μέσα και έξω, παπά μου μού το φιλούσε κλαίγοντας και μου λέγε με το μισό του στόμα: «Συχώρα με, Φωτεινιώ. Συχώρα με να χαρείς». Και έρχεται πίσω το παιδί…Και εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω” και έρχεται το παιδί μου πάλι και με φιλάει στο μέτωπο εκεί που ήταν το καρούμπαλο και μου λέει: «Συχώρα με, μάνα. Δεν θα το ξανακάνω. Την Ευχή σου να ΄χω, μάνα”. Κι εγώ απαντούσα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!

Κι εδώ σταμάτησε η διήγηση της κυρά-Φωτεινιώς. Για είκοσι λεφτά πλάνταξε στο κλάμα. Κι αφού συνήλθε με ρώτησε με μια παιδική απλότητα, σαν μικρό κοριτσάκι ένοχο: «Πάτερ μου, είμαι κουζουλή; Τρελάθηκα; Λες να με κλείσουν στο Δρομοκαΐτειο; Λες να είμαι για δέσιμο και είδα τόσες φαντασίες; Λες να είμαι τρελή; Τι θα πεις, Πάτερ; Τι γνώμη έχεις; Είμαι κουζουλή; Κουζουλάθηκα»; Κι εγώ απάντησα: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν για την ύπαρξή σου, κυρά-Φωτεινιώ, τω Κυρίω. Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω»!

Η κυρά-Φωτεινιώ δεν ήταν ο Άγιος Χρυσόστομος, ούτε ο Άγιος Νείλος, ούτε ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, ούτε ο Μέγας Παΐσιος. Ήταν μια Ψυχή σαν κι εσάς, σαν κι εμάς. Απλώς έμαθε καλά στην καρδιά της να λέει: «Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω» και ο Θεός την πλήρωσε πλουσιοπάροχα. Θα σας πω και την έκβαση γιατί ξέρω πως θα χαρείτε. Σήμερα, χήρα πια η κυρά-Φωτεινιώ, είναι Μοναχή και πηγαίνουν τα παιδιά της και της φιλούν το χέρι και το μέτωπο. Και έχω την χαρά μια φορά τον χρόνο να πάω κι εγώ να της φιλάω το χέρι. Και εκείνη κάθεται εκεί και αφουγκράζεται και θυμάται τον Δεσπότη Χριστό, που την κοινώνησε με την χρυσή Λαβίδα το Τίμιο Φρικτό Σώμα και Αίμα Του.

Είθε η Χάρις του Θεού να λαβώσει την Καρδιά μας με την Άπειρη αγάπη Του και να μας διδάξει από τα κατάβαθα, τα τρίσβαθα της καρδιάς μας, αναβαθμίζοντας την δική μας παιδική Προσευχή σε ευχαριστιακή, να λέμε κι εμείς, δίνοντας το μπόλι της καρδίας και του σώματος: “Ευχαριστήσωμεν τω Κυρίω, πάντων ένεκεν».

Δημήτρια 2016

π. Αρσένιος Σιναΐτης




ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, Απομαγνητοφωνημένος λόγος του π. Γερασίμου Φωκά σε εκκλησία της Μεταμορφώσεως στα Καλλιγάτα Κεφαλονιάς





"Λαμψάτω, ὦ Φωτοδότα, καὶ ἐμοί τῷ ἁμαρτωλῷ τὸ φῶς Σου τὸ ἀπρόσιτον”
Ευχές για όλους και κυρίως για τους εορτάζοντες.

«Ιδού νεφέλη φωτεινή επεσκίασεν αυτούς, και ιδού φωνή εκ της νεφέλης λέγουσα· ούτός εστιν ο υιός μου ο αγαπητός, εν ω ευδόκησα· αυτού ακούετε» (Ματθ. ιζ’ 5, Μαρκ. θ’ 7, Λουκ. Θ’ 35).

Αδελφοί μου, εορτάζουμε πάλι τη Μεταμόρφωση του Κυρίου, και πρέπει να κάνει κανείς πολλά κηρύγματα, πολλές αγρυπνίες, πολλές ακολουθίες για να μιλήσει για το Άκτιστο Φως που είναι το Φως της Μεταμορφώσεως. Θα πούμε πολύ λίγα πράγματα απόψε εμείς. Θα θυμηθούμε τρεις ανθρώπους που είχαν άμεση σχέση με τη Μεταμόρφωση. Θυμάστε τι λέει το Άγιο Ευαγγέλιο, ότι ανέβηκε ο Θεός, ο Θεάνθρωπος, ο Ιησούς Χριστός εις το Όρος Θαβώρ και πήρε μαζί του τρεις μαθητάς, τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη "καὶ μετεμορφώθη ἔμπροσθεν αὐτῶν, καὶ ἔλαμψεν τὸ πρόσωπον αὐτοῦ ὡς ὁ ἥλιος, τὰ δὲ ἱμάτια αὐτοῦ ἐγένετο λευκὰ ὡς τὸ φῶς". Και μαζί με τον Κύριο ήταν ο Μωυσής και ο Ηλίας μετ' αυτού συλλαλούντες. Και όταν είδε αυτή τη δόξα, αυτό το φως, αυτή τη λαμπρότητα, αυτή την αγαλλίαση, αυτή τη χαρά ο Πέτρος, ορμητικός όπως ήτανε, είπε στο Χριστό: “ῥαββί, καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι, καὶ ποιήσωμεν τρεῖς σκηνάς, σοὶ μίαν καὶ Μωϋσεῖ μίαν καὶ Ἠλίᾳ μίαν”. Καλό είναι να κάτσουμε εδώ και να βλέπουμε την δόξα αυτή, και να απολαμβάνουμε και να θαυμάζουμε και να χαιρόμεθα.

Αδελφοί μου, πέρασαν τα χρόνια. Ιδρύθηκε η Εκκλησία του Χριστού, θεμελιώθηκε πάνω στο αίμα των μαρτύρων, στων οσίων τα δάκρυα και ανά τους αιώνες πάρα πολλοί άνθρωποι, εκατομμύρια άνθρωποι θέλησαν να δουν αυτό το Φως, το Φως το Θαβώριο, που δεν έχει δύση, είναι άδυτο, που δεν έχει εσπερινό, είναι ανέσπερο, είναι το Φως του Χριστού, τό "Φῶς Χριστοῦ (που) φαίνει πᾶσι", είναι το Φως το αναστάσιμο, το Φως το ιλαρόν, το Φως το Θαβώριο, το Φως της Πεντηκοστής, το Φως του Σινά. Ένας από αυτούς τους ανθρώπους ήταν ένας πλούσιος πρίγκηπας, με πατέρα συγκλητικό, τον Κωνσταντίνο Παλαμά, του Ανδρόνικου Παλαιολόγου υπασπιστή, πολύ πλούσιο. Και το παιδί γεννήθηκε μες στα παλάτια και μες στις δόξες, αλλά κατάλαβε πως δεν χορταίνεις μόνο με φαϊ, θέλεις να φας και κάτι άλλο, πιο δυνατό. Πήγε στο Πανεπιστήμιο για γνώση, νόμιζε πως θα χορτάσει από εκεί, αλλά και πάλι κατάλαβε πως δεν χορταίνει ούτε με πτυχία, ούτε με ντοκτορά, ούτε με γνώση. Και τι έγινε, αδελφοί μου, το παιδί αυτό, αυτός ο πρίγκηπας;

Έφυγε, άφησε το σπίτι του, τα πλούτη του, τις δόξες του και πήγε σε ένα πανεπιστήμιο άλλο που λέγεται Άγιον Όρος και εκεί είναι τροφός και μήτηρ και γιατρός και κυβερνήτης η Παναγία μας. Και έπεσε στα πόδια της και της είπε: “Παναγία μου θέλω να χορτάσω την ψυχή μου, όχι μόνο με φαϊ και με γράμματα και με δόξα. Θέλω να χορτάσω την ψυχή μου”. Και η Παναγία τον εφώτισε και πήγε στη Μεγίστη Λαύρα στο Άγιον Όρος. Μέχρι σήμερα, αδελφοί μου, υπάρχει το σπήλαιο όπου αγίασε ο άνθρωπος αυτός που λέγεται Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο πιο μεγάλος θεολόγος της εποχής του 1300. Και ξέρετε, αδελφοί μου, τι έκανε ο άνθρωπος αυτός; Ό,τι δεν κάνουμε όλοι εμείς, πρώτος εγώ. Έκανε μια πολύ σπουδαία δουλειά. Έκατσε σιγά σιγά ο ευλογημένος, μέρα μέρα, μήνα μήνα, χρόνο χρόνο να κοιτάξει την ψυχή του, να κοιτάξει τον εαυτό του, να κοιτάξει την καρδιά του. Και όταν είδε ο Άγιος τι χάλια είχε μέσα του, τι θηρία είχε μέσα του, λιοντάρια, ύαινες, φίδια --σκέψου εμείς τι θα έχουμε -- σκέψου εγώ τι θα έχω, ολόκληρο ζωολογικό κήπο. Και όταν είδε όλα αυτά, έπαθε πανικό. Εφοβήθηκε ο άνθρωπος όταν είδε τι χάλια είχε μέσα του. Μακάρι να το δούμε κι εμείς, όλοι μας, πρώτος εγώ. Βγήκε έξω στα λαγκάδια και φώναζε στον Χριστό: “Κύριε, φώτισόν μου το σκότος”, έτσι φώναζε, “Χριστέ μου, φώτισε μου το σκότος”. Και τον εφώτισε ο Θεός.

Υπάρχει και ένας άνθρωπος τρίτος στην παρέα απόψε. Θα τον κουβεντιάσουμε κι αυτόν τον τρίτο. Σ' αυτό μοιάζουμε, νομίζω, όλοι. Όταν κατέβαινε, αδελφοί μου, ο Χριστός από το όρος Θαβώρ, μετά τη Μεταμόρφωση, με τους τρεις Αποστόλους, βρήκε κάτω στους πρόποδες του βουνού την καθημερινότητα. Επάνω στο Θαβώρ ήτανε ο Μωυσής και ο Προφήτης Ηλίας, ήταν Αυτός Μεταμορφούμενος, ήταν το Άκτιστο Φως και η Αγία Τριάδα, ήτανε η χαρά, η αγαλλίαση, η ευφροσύνη και κάτω ήταν η καθημερινότητα, που σημαίνει τραγωδία, που σημαίνει πόνος, που σημαίνει εκμετάλλευση, που σημαίνει συμφέρον, που σημαίνει αρρώστια, που σημαίνει θάνατος. Ποιοι ήτανε κάτω; Οι μαθητές οι υπόλοιποι, τρεις είχανε πάει πάνω, οι άλλοι εννιά ήτανε κάτω με ένα πατέρα δυστυχισμένο, τρισδυστυχισμένο, που είχε ο καημένος ένα παιδί, ένα αγόρι είχε δαιμονισμένο. Ήτανε κάτω εκεί και σπάραζε. Έχουμε δει εμείς πολλές φορές στον Άγιο Γεράσιμο τέτοια πράγματα, έχουμε ζήσει τραγωδίες τέτοιες. Και όταν πήγε ο Χριστός με τους μαθητές Του κάτω, Του είπε: “Ει δύνασαι, βοήθει μοι”. Έτσι είμαστε κι εμείς, νομίζω. Ούτε σαν τον Πέτρο είμαστε, ούτε σαν τον Παλαμά. Είμαστε σαν εκείνο τον πατέρα, που έχουμε ανάγκες όλοι, έχουμε προβλήματα όλοι, έχουμε πληγές όλοι, έχουμε αδιέξοδα όλοι, αλλά είμαστε σαν εκείνο τον πατέρα, ολιγόπιστοι οι καημένοι. “αν μπορείς, βοήθα με”. Φωνάζουμε τον Χριστό, «Πιστεύω, Κύριε! Βοήθει μοι τη απιστία» .. .

Ξέρετε, αδελφοί μου, ποια είναι η απάντηση και στον Πέτρο, θυμάστε που είπε ο Πέτρος “καλά είναι να μείνουμε εδώ”, “καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι”, και στον Παλαμά που φώναζε “Κύριε φώτισόν μου το σκότος” και στον πατέρα που έλεγε “ το παιδί μου είναι άρρωστο, κάνε μου το καλά, δεν έχω ελπίδα, εσένα έχω”. Ξέρετε, αδελφοί μου, ποια είναι η απάντηση και στους τρεις;
Η απάντηση, αδελφοί μου, ήρθε και μακάρι να ανοίξουμε τα αυτιά μας να την ακούσουμε. Η απάντηση ήρθε από τον Ουρανό. Η απάντηση ήρθε ως βροντή, ήρθε ως φωνή υδάτων πολλών, είναι η φωνή που φωνάζει από πάνω και λέει χιλιάδες χρόνια τώρα, είναι ο Πατήρ που φωνάζει και λέει: «Οὗτος ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. Αὐτοῦ ἀκούετε».

Το άκουσε ο Πέτρος και ακολούθησε τον Χριστό, και μαρτύρησε, τι άλλο να κάνει; Και του έκοψαν το κεφάλι στη Ρώμη και σήμερα έχει “τας κλεις του Παραδείσου”. Το άκουσε ο Παλαμάς, το άκουσε σοβαρά, υπεύθυνα, ανεπιστρεπτί και σήμερα είναι στην Θεσσαλονίκη μαζί με τον Άγιο Δημήτριο, ακοίμητοι φρουροί και το Άγιο Λείψανό του θαυματουργεί. Το άκουσε κι ο πατέρας κι έγινε το παιδί του καλά.

Αδελφοί μου, όλοι μας έχουμε ανάγκες, όλοι μας έχουμε δίψα πνευματική, όλοι μας, όλοι μας έχουμε πείνα και θέλουμε να φάμε και να χορτάσουμε όχι μονάχα φαϊ και γράμματα και γνώσεις και ηδονές. Το ξέρουμε ότι όλα αυτά είναι ξυλοκέρατα. Ας ακούσουμε, αδελφοί μου, ας ακούσουμε τη φωνή που φωνάζει: «Οὗτος ἐστίν ὁ υἱός μου ὁ ἀγαπητός, ἐν ᾧ εὐδόκησα. Αὐτοῦ ἀκούετε» Αν ακούσουμε, θα αλλάξουμε ζωή.