Σελίδες

Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Αρκαλοχωρίου κκ. Ανδρέα: “Στόχος η Εκκλησία και η Θρησκεία;”



Του Μητροπολίτη Αρκαλοχωρίου Ανδρέα 

Παρακολουθώ τα γενόμενα των χριστουγεννιάτικων ημερών και βέβαια πολλά τα ερωτήματα εκ των γενομένων.

Τελικά η κοινωνία των πολιτών και η πολυπολιτισμικότητα θεσμοθετούνται με προοπτική να στοχοποιηθεί η Εκκλησία και κατ’ επέκταση να διωχθεί η θρησκεία στην Ελλάδα και ευρύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση;

Πώς άλλως μπορεί να ερμηνευθεί η ελεύθερη διακίνηση όλων των άλλων, εννοώ των περί την Ιερά Μονή Βατοπαιδίου δοσοληψιών, αλλά και των άλλων με τα τόσα άλλα;

Με τις εξεταστικές των πραγμάτων επιτροπές της Βουλής μας, με την ασυλία, με τις γενναίες κρατικές κομματικές επιχορηγήσεις, με τα πολλά, τα ποικίλα, τα ωραία, με «τα ψεύτικα τα λόγια τα μεγάλα, μου τα πες με το πρώτο σου το γάλα …μάνα μου Ελλάς…».

Τελικά, η Ελλάδα της μεταπολίτευσης, της δημοκρατίας, της κοινωνικής δικαιοσύνης, της λαϊκής κυριαρχίας, της εθνικής ανεξαρτησίας, η θρυλούμενη πολυπολιτισμικότητα της κοινωνίας των πολιτών, με την ισονομία και την ισοπολιτεία, ολοκληρώνει την παράσταση για την πραγμάτωση του δυσεύρετου μεταπολιτευτικού της οραματισμού,  εγκλείοντας στη φυλακή τον ηγούμενο της Μονής Βατοπαιδίου, Γέροντα Εφραίμ;

Ή  μήπως εδώ και τώρα  αρχίζει με αυτή τη θαρραλέα πράξη;

Με την έκδοση του εντάλματος σύλληψης του ηγουμένου την παραμονή των Χριστουγέννων, με την ενημέρωσή μας από τα πλείονα των τηλεοπτικών μας καναλιών, με τις αστυνομικές δυνάμεις που μετέβησαν στο Άγιον Όρος και περικύκλωσαν από στεριά και θάλασσα τον «εγκληματία», τον «κακούργο» του Βατοπαιδίου!

Όπου, για να εξηγούμεθα, κατά τη δεκαετή αρχιερατική μου διακονία, αλλά και πρότερον, παρά τις σχέσεις μου με το Άγιον Όρος, ούτε διανυκτέρευσα, ούτε σε ακολουθία παραβρέθηκα.

Όμως, πάντα τα διαδραματιζόμενα, «χωρίς περίσκεψη, χωρίς λύπη, χωρίς αιδώ» από τους κρατούντες, με προβληματίζουν.

Η πολυπολιτισμικότητα, η διαφύλαξή της στην κοινωνία των πολλαπλών πολιτιστικών ταυτοτήτων, είναι θρυλούμενη από την Ευρώπη των λαών, των θρησκειών και των πολιτισμών; Τα ανθρώπινα δικαιώματα είναι ζητούμενο;

Η ισονομία και η ισοπολιτεία είναι επιλεκτική και λειτουργεί με άλλους αξιακούς όρους για τον ηγούμενο από το Άγιον Όρος;

Ο τελικός στόχος του μεταβαλλόμενου κόσμου είναι η Εκκλησία και η θρησκεία ευρύτερα;

Η περιθωριοποίησή της, η δίωξή της, η αντιμετώπισή της  κατά τρόπο ολοκληρωτικό και μάλιστα την παραμονή των Χριστουγέννων;

Καταλαβαίνουν όσοι  μιλούν για κοινωνική συνοχή, για αποδοχή του άλλου, για αλληλεγγύη, πού εξωθούν και πού οδηγούν;

Η Εκκλησία προϋπήρχε του Ελληνικού Κράτους, το οποίο αν και από τα μακροβιότερα των Βαλκανίων δεν εόρτασε ακόμα το δεύτερο αιώνα από την ίδρυσή  του, προϋπάρχει όμως η Εκκλησία και της πολύ νεότερης Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Και βέβαια οι πνευματικοί νόμοι είναι ελεήμονες και ανελέητοι, ανάλογα με τα έργα μας, με τις πράξεις μας και με τις πνευματικές μας ανάγκες. Και δεν εξαιρούν κανένα μας.

Οι κρατικοί λειτουργοί που, άμεσα ή έμμεσα, είχαν ή θα έχουν εξ αντικειμένου σχέση με τον Γέροντα Εφραίμ, ας γνωρίζουν μια πραγματική ιστορία.

Στα πέτρινα χρόνια, περί το 1955, με την, εντός των τειχών στην Κωνσταντινούπολη, σιωπή και περισυλλογή του Πατριάρχη Αθηναγόρα και της ιεραρχίας του Θρόνου, με τους διωγμούς και τις διώξεις στην ομογένεια, χωρίς τότε να γίνεται λόγος για ισονομία και για διάκριση εξουσιών, ειδοποιήθηκε ο Πατριάρχης, ότι υπάλληλοι της τουρκικής εφορείας από τη νομαρχία της Κωνσταντινουπόλεως  θα έλθουν για να ελέγξουν τα οικονομικά του Πατριαρχείου.

Ο Πατριάρχης τους δέχτηκε στο γραφείο του, τους κέρασε και στη συνέχεια τους ζήτησε να τον ακολουθήσουν.

Τους οδήγησε στον πατριαρχικό ναό. Μερικά κέρματα έβγαλε από την τσέπη του, τα έριξε στο παγκάρι και πήρε τέσσερα κεριά.

Προσκύνησε ο Πατριάρχης Αθηναγόρας την εικόνα, άναψε το κερί του και έδωσε στο χέρι του κάθε τούρκου υπαλλήλου από ένα κερί.

Οι τούρκοι άναψαν το κερί, το τοποθέτησαν στο μανουάλι και ο Πατριάρχης με περίσκεψη, σοβαρότητα και θλίψη τους είπε: «Τι νομίζετε, αυτά είναι τα έσοδά μας, από αυτά ζούμε».

Οι τούρκοι υπάλληλοι κοιτάχτηκαν μεταξύ τους, υπέβαλαν με σεβασμό κλίση στον Πατριάρχη, χαιρέτησαν, αποχώρησαν και δεν ξαναενόχλησαν.



http://gerontes.wordpress.com/

Κυριακή 11 Μαρτίου 2018

«Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους» ...Δημήτρης Νατσιός, Δημοδιδάσκαλος Κιλκίς



«Σε κλαίνε χώρες και χωριά
Σε κλαίνε βιλαέτια
Σε κλαίει κι η Ντρομπολιτζά
μαζί με την Αθήνα»

« Εγεννήθηκα εις τα 1770, Απριλίου 3, την Δευτέραν της Λαμπρής. Η αποστασία της Πελοποννήσου έγινε εις το 1769. Εγεννήθηκα εις ένα βουνό, εις ένα δένδρο αποκάτω, εις την παλαιάν Μεσσηνίαν, ονομαζόμενον Ραμοβούνι».

Διαβάζεις αυτά τα δωρικά λόγια και ανασαίνεις τον μoσχοβόλο και λεύτερο αέρα της Κλεφτουριάς. Είναι του αθάνατου ήρωά μας, του Θοδωρή Κολοκοτρώνη.

4 Φεβρουαρίου του 1843 ο ένδοξος στρατηγός αφήνει, «εν μέσω γενικών δακρύων», την τελευταία του πνοή. Θρηνούν και μοιρολογούν οι Πανέλληνες «μαζί και η Αθήνα», η σύγχρονη Βαβυλώνα. Αυτή η Αθήνα, η πόλη που βροντούσε τότε το σπαθί του Κολοκοτρώνη, μαγαρίζεται τώρα από τους Αγαρηνούς, ποδοπατιέται από τα «ταγκαλάκια» του Iσλάμ, κοπρίζεται από τα γραικυλοκάναλα που σβήνουν την αιματογραμμένη ιστορία μας, ξαναγράφοντάς την με τα αργύρια της προδοσίας....

Παράξενα, παρανοϊκά, πράγματα συμβαίνουν. Θαρρείς πως όλος ο λαός ήπιε το «τρελό νερό» που έλεγε ο Κόντογλου. Η χρόνια ηθική παραλυσία, ο παρασιτικός καταναλωτισμός, η καλπάζουσα θεομαχία και εκκλησιομαχία τον μεταμόρφωσαν, ωσάν τους χοίρους της Κίρκης, σε μαλθακή μάζα που καταπίνει συνεχείς εξευτελισμούς.

Ποιος θα το πίστευε; Στην πόλη που αναπαύονται τα κόκκαλα τα αγιασμένα του Οδυσσέα, του γερο- Μακρυγιάννη, του Κολοκοτρώνη, του μπουρλοτιέρη του Αγώνα, οι απόγονοι των γενοκτόνων μας, του Κιoυτάγια και του Ιμπραΐμη, παρελαύνουν προκλητικά, κορδωμένοι, εκβιάζοντας τα «κωλόπανα της φατρίας» (Μακρυγιάννης), τους νάνους και τους αρλεκίνους που δήθεν κυβερνούν. Βγαίνει και η ιστοριογραφική τσαραλατανιά, τα αργυρώνητα τσιράκια του νεοοθωμανισμού, και επαναφέρουν το ρεπούσειο κουρελούργημα: "Η Τουρκοκρατία ήταν ευλογία για το Γένος. Οι παπάδες φταίνε για όλα..."

Στο βιβλίο οι πανηγυρικοί της Ακαδημίας για την επέτειο του '21, που επιμελήθηκε ο αείμνηστος Πέτρος Χάρης, διαβάζουμε στον λόγο που εκφώνησε στις 24 Μαρτίου του 1967, ο σπουδαίος καθηγητής Σπ. Μαρινάτος, μετάφραση της άδειας ταφής χριστιανού που έδιναν οι Τούρκοι.

Το παραθέτω:

«Συ ο παπάς, του οποίου το μεν ένδυμα είναι μαύρο ως πίσσα, το δε πρόσωπο ως το του σατανά, συ ο ιερεύς των μιαρών, ου ο έλκων την καταγωγήν από τον άπιστον Ιησούν, διατάσσεσαι: Τον εις τον έθνος σου ανήκοντα άπιστον Γρηγόριον, ο οποίος εψόφησε σήμερον, αν και την μεν ψυχήν του παρέδωκεν εις τον σατανά, το δε βρωμερόν πτώμα του δεν το δέχεται το χώμα, έξω και μακράν της πόλεως ανοίξατε λάκκο και διά λακτισμάτων ρίψατε αυτόν, εντός τούτου»(σελ. 774).


Αυτά έλεγαν οι ακαδημαϊκοί, πριν ενσκήψει η «προοδευτική λαίλαπα». Χαρά που το 'χουν τα βουνά/ που βλέπουν διάκους με σπαθιά/ παπάδες με ντουφέκια» τραγουδούσαν οι ηρωικοί ραγιάδες, γιατί αυτά έβλεπαν. Δεν διάβαζαν τα «έγκυρα» αρχεία της Τουρκιάς...

7 Οκτωβρίου 1838 ο στρατηγός Θ. Κολοκοτρώνης, παραβίασε, ζωσμένος με τις ασημοκαπνισμένες μπιστόλες του, το άσυλο του μοναδικού τότε Γυμνασίου των Αθηνών. «Ενθουσιασθείς από την παράδοσιν του πεπαιδευμένου Γυμνασιάρχου κ. Γενναδίου συνέλαβεν επιθυμίαν του να ομιλήσει, ει δυνατόν, και ο ίδιος προς τους νέους μαθητάς», γράφει ο Τσερτσέτης. (Τσερτσέτη «Άπαντα» τόμ. Γ΄, σελ. 279, εκδ. «Βαλέτα»).

- Ο λόγος εκφωνήθηκε την «επιούσαν ημέραν» στην Πνύκα.

- Ένας λόγος "ρατσιστικός", "σκοταδιστικός", έμπλεος "θρησκοληψίας", όπως θα τον χαρακτήριζε η νεοταξική λίγδα των πανεπιστημιακών εδρών.

- Μίλησε για την όλο "καλοσύνη" και "ευγένεια" συμπεριφορά των Τούρκων έναντι των «Ελληνόφωνων» (όπως τους ονομάζει ο κυρ- Βερέμης).

Αντιγράφω.
« Οι παλαιοί Έλληνες, οι πρόγονοί μας, έπεσαν εις την διχόνοιαν και ετρώγονταν μεταξύ τους, και έτσι έλαβαν καιρόν πρώτα οι Ρωμαίοι, έπειτα άλλοι βάρβαροι, και τους υπέταξαν. Ύστερα ήλθαν και οι Μουσουλμάνοι και έκαμαν ό,τι ημπορούσαν διά να αλλάξει ο λαός την πίστη του. Έκοψαν γλώσσες εις πολλούς ανθρώπους, αλλ' εστάθη αδύνατο να το κατορθώσουν. Τον ένα έκοπταν, ο άλλος τον σταυρόν του έκαμε...».
 (Παρένθεση. Το βιβλίο Γλώσσας Στ΄ Δημοτικού, γ΄ τεύχος, σελίδα 105, φιλοξενεί απόσπασμα του λόγου στην Πνύκα. Το κείμενο λογοκρίθηκε από το σημείο που λέει ο Γέρος του Μοριά «Ύστερα ήλθαν οι Μουσουλμάνοι» .... ένας τον σταυρόν του έκαμε»).

Πού να 'ξερε ο καπετάνιος ότι τα τωρινά απολειφάδια θα υπέγραφαν προσκυνοχάρτι- μνημόνια καλής συνεργασίας με τους Μεμέτηδες.

Παρακάτω θα πει ο Κολοκοτρώνης, τις "θρησκοληψίες" του, όπως θα έλεγε η «Μη Κυβερνητική Οργάνωση» που θέλει να μαγαρίσει και να κόψει «σύρριζα» το ιστορικό μας παρελθόν.

«Πρέπει να φυλάξετε την πίστη σας και να την στερεώσετε, διότι, όταν επιάσαμε τα άρματα, είπαμε πρώτα υπέρ Πίστεως και έπειτα υπέρ Πατρίδος».

Συνεχίζει η φωνή της ματοκυλισμένης πατρίδας, λέει των μαθητών: «Η προκοπή σας και η μάθησί σας να μην γίνει σκερπάνι μόνο διά το άτομό σας, αλλά να κυττάζη το καλό της Κοινότητας, και μέσα εις το καλό αυτό ευρίσκεται και το δικό σας».

Εδώ επαναλαμβάνει ο Γέρος τον παππού Θουκυδίδη, στη Β΄ 60, 3:
«Καλός μεν γαρ φερόμενος ανήρ τα καθ' εαυτόν διαφθειρομένης της πατρίδος ουδέν ήσσον ξυναπόλλυται, κακοτυχών δε εν ευτυχούσι πολλώ μάλλον διασώζεται» . Μεταφράζει ο Ελ. Βενιζέλος - την εποχή του οι πρωθυπουργοί μελετούσαν τον Θουκυδίδη, τώρα «επιδίδονται» σε κουμπαριές και ζεμπεκιές- «διότι ο άνθρωπος που ευδοκιμεί εις τας ιδιωτικάς του υποθέσεις, εάν η πατρίς του καταστραφεί χάνεται κι αυτός μαζί της, ενώ είναι πολύ πιθανόν ότι θα σωθεί, εάν κακοτυχεί μεν ο ίδιος, η πατρίς του όμως ευτυχεί».

Ας το ξέρουν αυτό οι σημερινοί χρυσοκάνθαροι με το κλεφτοκατσικάδικο ήθος.

Ήλθε ο Ιμπραΐμης, η συμφορά του Μοριά, «κιντύευε η πατρίς». Ήταν η μοναδική φορά που φοβήθηκε ο Γέρος. Όχι από τους Τουρκοαιγύπτιους. Αλλά από το προσκύνημα, την τότε «ελληνοτουρκική φιλία». «Εις τον καιρόν του προσκυνήματος εφοβήθηκα μόνον διά την πατρίδα μου, όχι άλλη φορά, ούτε εις τας αρχάς, ούτε εις τον καιρόν του Δράμαλη όπου ήλθε με τριάντα χιλιάδες στράτευμα εκλεκτό, ούτε τότε. Μόνο εις το προσκύνημα εφοβήθηκα».

Τότε βροντοφώναξε ο στρατηγός το «φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους».

Το έκαμε και σώθηκε η Πατρίς. Και σήμερα φόβος, όχι τόσο για τα χιλιάδες παράνομα «στρατεύματα» του Ισλάμ που πολιορκούν την Αθήνα, αλλά για τους προσκυνημένους που «έπιασαν όλα τα πόστα».

Ο αρχιστράτηγος του Μοριά, από τα βάθη της ιστορίας, βροντοφωνάζει για να ακούσει το Γένος: « Φωτιά και τσεκούρι στους προσκυνημένους». Έτσι σώζονται οι πατρίδες.

Αιωνία η μνήμη....


Δημήτρης Νατσιός, Δημοδιδάσκαλος
Κιλκίς


http://namarizathema.pblogs.gr/

ΛΟΓΙΑ ΑΘΩΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ




ΛΟΓΙΑ ΑΘΩΝΙΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ


1. Έλεγε ο παπα-Τύχων. Για να βρεις καλό πνευματικό πρέπει να κάνεις τρεις μέρες προσευχή και κατόπιν τι ο Θεός θα φωτίσει. Και στο δρόμο που θα πηγαίνεις να κάνεις προσευχή να τον φωτίσει ο Θεός να σου πει λόγους καλούς.

2. Έλεγε ακόμη. Πάντοτε να κάνεις ευχή πριν αρχίσεις κάθε εργασία. Να λες « Θεέ μου, δώσε μου δύναμη και φώτιση» και κατόπιν να αρχίσεις την δουλεία σου. Και στο τέλος «δόξα τον Θεό».

3. Έλεγε πάλι. Η κόλαση έχει γεμίσει από ανθρώπους παρθένους – υπερήφανους. Ταπεινό άνθρωπο θέλει ο Θεός.

4. Είπε γέρων. Κάποτε πήγε ένας μοναχός σ` ένα κελί που ήταν καθαρό, περιποιημένο, αρχοντικό επίσημο.
Είπε.
Όπως είναι η καρδιά του Γέροντα έτσι είναι και το κελί του. Πήγε σ` ένα άλλο που ήταν ακατάστατο,
Αραχνιασμένο κι άνω – κάτω.
Είπε.
Ο Γέροντας είναι καλός, ασχολείται συνέχεια με τα πνευματικά,
και δεν έχει καθόλου καιρό για τα υλικά.
Ήταν αγαθός ο μοναχός αυτός και τα έβλεπε όλα όμορφα.
Ότι είσαι αυτό βλέπεις, ότι ζητάς αυτό βρίσκεις.

5. Είπε γέρων….Θα ψάλουμε όλοι «Τη Υπερμάχω», θα κάνουμε την μεγάλη αγρυπνία, θα κοινωνήσουμε κι
Ας πεθάνουμε μετα .

6. Είπε γέρων. Ο Θεός ψάχνει εναγώνια να βρει μια στιγμούλα μεταμέλειας μέσα στους αιώνες για να μας πάρει. Ο κακά απομονωμένος άνθρωπος είναι ο πιο δυστυχής, το δείχνουν τα μάτια του το πρόσωπο του, οι αντιρρήσεις του, τα πάντα του. Χύνει αίμα συνεχώς. Αντίθετα ο καλά ευρισκόμενος εν μονώσει βρίσκεται στην τελειότητα.

7. Είπε άλλος γέρων. Είμαι σαν το κερί. Λιώνω εύκολα. Παγώνω εύκολα. Μην παίρνεις για φαΐ τα ξεροκόμματα των άλλων, δηλαδή τις αφέλειές τους. Να ταπεινώνεσαι μ` ότι σου δίνει ο Θεός.

ΑΒΒΑΚΟΥΜ Ο ΑΝΥΠΟΔΗΤΟΣ 1894-1978

Ο πατέρας Αββακούμ ήταν καλός εργάτης της προσευχής και της εγκράτειας.
Στο ασκηταριό του στην Βίγλα είχε σύντροφο του την εγκράτεια.
Λίγο βρασμένο ρυζάκι, και πολλάκις ανάλαδο, ήταν από τα πιο συνηθισμένα γεύματα.
Γέροντα, θέλει πλύσιμο του είπε κάποτε ένας αδελφός της Λαύρας, όταν τον είδε να ρίχνει το ρύζι στην κατσαρόλα, χωρίς να το πλύνει προηγουμένως.
Όλα άγια με την προσευχή, ήταν η απάντηση του π. Αββακούμ ο οποίος εφάρμοσε και σε αυτό
το σημείο τον λόγο της Γραφής.
«Παν κτίσμα Θεού καλόν και ουδέν απόβλητον μετά ευχαριστίας λαμβανόμενων, αγιάζεται γαρ δια λόγου Θεού και εντεύξεως».

Το κελλάκι του ήταν πτωχό και απέριττο, αλλά αυτός το ονόμαζε παλάτι.
Η σύντροφος κακοπάθεια του βίου του τον είχε κάνει να αρκείται στα ελάχιστα, και το πνεύμα της ευγνωμοσύνης τον δίδασκε να τα θεωρεί και αυτά πολλά και τον εαυτό του ανάξιο για τόσες ευλογίες.

Παντού κυκλοφορούσε ανυπόδητος, παρεκτός των περιπτώσεων που εισερχόταν στην εκκλησία ή πήγαινε στο Συνοδικό, όπου γινόντουσαν οι συνάξεις των Γερόντων.
Η πίστη του ήταν μεγάλη.
Τα πάντα εγκατέλειπε στην πρόνοια του Θεού, της κυρίας Θεοτόκου και του Αγίου Φανουρίου.
Φάρμακα δεν χρησιμοποίησε ποτέ του.
Όταν τελευταία πάτησε ένα καρφί και πρήσθηκε το πόδι του, και στην συνεχεία μαύρισε με συνεχή άνοδο του πρηξίματος στο γόνατο του αρνήθηκε να χρησιμοποίηση φάρμακα που του έδωσαν.
Έχουμε την παναγία έλεγε, αυτή μας υποσχέθηκε ότι είναι θα είναι η γιατρός μας.
Και πράγματι!
Ενώ το πρήξιμο είχε περάσει το γόνατο του, μετα από λίγο άρχισε να υποχωρεί για να εξαφανισθεί τελείως μετα από λίγες μέρες.

Ο γνωστός καθηγητής κ. Κ. Καβαρνός αναφέρει για τον γέροντα.

Ο Π. Αββακούμ είχε τέλεια εμπιστοσύνη στο Θεό.
Είχε τελείως παραδοθεί στην θεία Πρόνοια.
Οτιδήποτε επιχειρείς να κανείς μου είπε, πάντοτε να επικαλείσαι τον Θεό και λέγε.
Ας γίνει, αν είναι καλόν.
Πάτερ Αββακούμ ποια είναι η θέση σου απέναντι στην φιλοσοφία;
Αληθινοί φιλοσοφία παιδί μου, απάντησε βρίσκεται στα Ευαγγέλια στις επιστολές, του αποστόλου Παύλου και αλλαχού της Γραφής ως επίσης στα έργα των πατέρων και τους βίους των αγίων.

Αν και ήταν αγράμματος ο π. Αββακούμ, είχε εκπληκτική γνώση των Γραφών.
Μπορούσε να απαγγέλλει από την μνήμη του ταχέως και ακριβώς σελίδα σελίδα την Παλαιά και Καινή Διαθήκη.
Πως απέκτησες αυτή την ικανότητα ρώτησα τον π. Αββακούμ;
Είναι αποτέλεσμα καθημερινής σπουδής και αγνότητας, και πάνω από όλα Δώρο του άγιου Πνεύματος, απάντησε.

Πάτερ Αββακούμ πες μου είναι δυνατό για ένα που ζει στο κόσμο να πετύχει την αγιότητα;
Είναι πολύ δύσκολο απάντησε , αλλά όχι αδύνατον.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος λέει ότι δεν είναι ο τόπος, αλλά ο τρόπος που κάνει αγίους.
Ο άγιος προέτρεπε τους ανθρώπους οι οποίοι ζουν στο κόσμο να πηγαίνουν στους πατέρες που ζουν στην έρημο και να εξομολογούνται σε αυτούς.
Ένα απόγευμα πάλι ενώ προσευχόταν στο κελλάκι του την Μονής, τον ειδοποίησαν ότι κάποιος επίσκοπος του πατριαρχείου θέλει να το δει στο Συνοδικό.

Αμέσως ετοιμάστηκε και με απλότητα παιδιού παρουσιάστηκε ενώπιον του υψηλού ξένου και των Γερόντων είπε
Ευλογείτε πατέρες ποιος με ζήτησε;
Εγώ π. Αββακούμ, είπε ο επίσκοπος. Θα ήθελα πολύ να μου εξηγήσεις τον μακαρισμό «μακάριοι οι πτωχοί το πνευματοι, ότι αυτών εστί η βασιλεία των ουρανών».
Σεβασμιότατε, υπάρχουν πολλές εξηγήσεις εγώ τώρα μια κρατώ του Μεγάλου Βασιλείου, όπου λέει, ότι τέτοιοι είναι ωσάν τον Απόστολο Παύλο ο οποίος έλεγε
« ως περικαθάρματα του κόσμου εγενήθημεν, πάντων περίψημα έως άρτι».
Γιατί ταπεινώνεται και ο αμαρτωλός, αλλά καπτόμενος υπό της αμαρτίας.
Βρε, και εμείς το λέμε ανάποδα, αναφώνησε ο επίσκοπος και τον αγκάλισε.



ΣΑΒΒΑΣ Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ 1821-1908

Μια σπουδαία Αγιορείτικη Μορφή είναι και ο παπα – Σάββας ο πνευματικός.
Μέγας ασκητής, ισάγγελος λειτουργός, ασύγκριτος εξομολόγος και καθοδηγητής ψυχών.
Αναρίθμητες ψυχές ταλαιπωρημένες σε χρόνους δύσκολους και ταραγμένους βρήκαν κοντά του το λιμάνι της σωτηρίας, τους δρόμους της ζωής το ύδωρ της αναπαύσεως.

Στους τόσους που εξομολογούσε ο παπα – Σάββας ήταν και ένας ρουμάνος διάκονος.
Νεαρός ακόμη ήρθε στον Αθω και ησύχαζε κάπου στην έρημο, όχι πολύ μακριά από την Μικρά Αγία Άννα.
Πνευματικέ μου, του λέει μια μέρα ο διάκονος αυτός περίλυπα, σε παρακαλώ μην ξεχάσεις να μνημονεύσεις αύριο στην λειτουργία την μητέρα μου που έχει τα τρίτα της.
Τα λόγια αυτά χτύπησαν στην ακοή του παπα – Σάββα σαν λόγια που πρόδιδαν θριάμβους του διαβόλου.

Ο Γέροντας ταράχτηκε. Εδώ σκέφτηκε κάποιο άσχημο φαγητό μαγείρεψε ο εχθρός.
Ο πανούργος! Με πόση τέχνη πλανεύει και σκοτίζει τα πλάσματα του Θεού.
Χωρίς να δείξει εξωτερικά την αγωνιά του, επιδόθηκε στην ανίχνευση του κακού.
Για πες μου παιδί μου καθαρότερα την υπόθεση.
Η μητέρα σου έχει αύριο τα τρίτα της.
Δηλαδή πέθανε προχτές. Πέθανε στην Ρουμανία.
Πώς εσύ σε δυο μέρες πληροφορήθηκες το θάνατο της;
Μεσολάβησε λίγη σιγή.
Πως; Πως το έμαθα; Άρχισε να λέει δειλά ο διάκονος. Να μου το είπε…..
Ποιος σου το είπε;
Μου το είπε ο φύλακας άγγελός μου.
Ο φύλακας άγγελος σου;
Έχεις δει τον άγγελό σου;
Αξιώθηκα να τον δω. Δεν είναι μια και δύο φορές.
Είναι τώρα δυο χρόνια.
Μου παρουσιάστηκε με συντροφεύει στην προσευχή.
Λέμε μαζί τους χαιρετισμούς κάνουμε μετάνοιες ανοίγουμε πνευματικές συζητήσεις……
Εκείνο τα «δύο χρόνια» πίκρανε πολύ τον παπα – Σάββα.
Δυο χρόνια πλάνης δεν είναι κάτι το ασήμαντο.
Να αφήνεις τον εχθρό να χτίζει μέσα σου ανενόχλητα επί δυο χρόνια το οικοδόμημα της καταστροφή σου, είναι θλιβερό.

Και γιατι παιδί μου, τόσο καιρό, δεν μου ανέφερες τίποτα;
Μου είπε ο άγγελος πως δεν είναι απαραίτητο.
Ο παπα – Σάββας καταλάβαινε πως έχει να δώσει μεγάλη μάχη.
Να πείσει πρώτα τον δυστυχή διάκονο ότι δεν πρόκειται για άγγελο.
Να ετοιμασθεί έπειτα να αντιμετωπίσει την οργή του δαίμονα. «κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησον και σώσον ημάς», προσευχήθηκε με θέρμη
Παιδί μου είσαι βέβαιος πως είναι άγγελος του Θεού αυτός που εμφανίζεται;
βέβαιος! Βεβαιότητα Γεροντά μου!
Μα προσευχόμαστε μαζί, κάνουμε καθημερινώς χίλιες μετάνοιες.
Συζητούμε για την μέλλουσα ζωή, για τον παράδεισο.
Ο φύλακας άγγελος μου είναι.
Ο διάκονος φαινόταν αμετάπειστος.
Εκείνο όμως που του έκανε εφεκτικό ήταν η εμπιστοσύνη του, στον θεοφώτιστο Πνευματικό του.

Αλλά πάλι έλεγε πως μπορεί ο δαίμονας να με ενισχύσει στην προσευχή;
Αυτός πολεμάει τους προσευχόμενους.
Μετά από πολλά συμφώνησαν να καταφύγουν σε μερικές δοκιμασίες.
Να δοκιμάσουν τον «φύλακα άγγελο».
Ζήτησε του, του είπε ο παπα-Σάββας, μόλις ξανάρθει να πει το «Θεοτόκε Παρθένε».
Ακόμη πες του να κάνει το σημείο του Σταυρού.
Τα πράγματα όμως δεν ήταν τόσο απλά.
Όταν δυο ολόκληρα χρόνια σε έχει ο πονηρός τυλιγμένο στην πλάνη, τότε και τα μάτια σου και τα αυτιά σου τα πλανεύει και φαντάζεσαι πως ακούς το «Θεοτόκε Παρθένε» και πως τον βλέπεις να σταυροκοπιέται.
Στην επόμενη επίσκεψη ο διάκονος με κάποια κρυφή εσωτερική ικανοποίηση είπε στον Πνευματικό.

Γεροντά μου τα πράγματα έχουν όπως σου το έλεγα.
Είναι άγγελος Θεού. Είναι ο φύλακας άγγελός μου.
Και το «Θεοτόκε Παρθένε» το είπε και τον Σταυρό του τον έκανε.
Ο παπα-Σάββας το είχε αντιληφθεί.
Δύο ετών δουλεία από τον πολυμήχανο εχθρό δεν μπορούσε να αχρηστευθεί εύκολα.
Αν όμως αυτός ξέρει πολλές μηχανές, στους θεοφόρους λάμπει το φως της πανσοφίας του Θεού, που εξουδετερώνει τα τεχνάσματα του σκότους.
Κάποια φωτεινή ιδέα άστραψε τότε στον φωτόμορφο νου του Πνευματικού.
Και στρέφεται αμέσως προς τον διάκονο.
Άκουσε παιδί μου πρόσεξε σε μια τελευταία δοκιμασία.
Μ` αυτήν θα ξεκαθαρίσουν τα πράγματα.
Στους αγγέλους του θεού υπάρχει η δυνατότητα όλα να είναι γνωστά, γιατί τους τα αποκαλύπτει ο Θεός.
Στους δαίμονες αντιθέτως δεν υπάρχει παρόμοια δυνατότητα και πολλά πράγματα τους είναι σκοτεινά.
Συμφωνείς;
Συμφωνώ.
Αφού συμφωνείς, πρόσεξε τι θα κάνουμε.

Εγώ την στιγμή αυτή, ακριβώς την στιγμή αυτή κάτι θα σκεφτώ – σκέφτηκε κάτι σε βάρος του διαβόλου και το αφήνω κρυπτό και αψηλάφητο μέσα μου.
Εσύ το βράδυ θα ζητήσεις από τον άγγελο να σου το πει.
Αν το βρει τότε χωρίς αμφιβολία είναι του θεού.
Και να έρθεις να με ενημερώσεις.
Γυρίζοντας ο διάκονος στην καλύβι του, σάλευε μέσα του κάτι σαν αγωνία, σαν δυσάρεστη προαίσθηση.
Από την άλλη μεριά θαύμαζε την σπουδαία ιδέα του Πνευματικού.
Η υπόθεση θα περνούσε τώρα την κρίσιμη φάση της.
Μόλις ζητήθηκε την νύχτα από τον άγγελο η λύση του προβλήματος, κάποια δυσδιάκριτη ταραχή αυλάκωσε το φωτεινό πρόσωπο του.
Φάνηκε να σαστίζει.
Ο διάκονος που άρχιζε κάτι να υποψιάζεται επέμενε στο θέμα του.
Κάνω υπακουή στον Πνευματικό.

Να μου πεις τι σκέφτηκε.
Ο άγγελος με μερικούς ελιγμούς προσπάθησε να μεταφέρει αλλού την συζήτηση.
Ο διάκονος όμως με επιμονή τον επανέφερε στο θέμα.
Άλλωστε οι τεχνικές αυτές υπεκφυγές δεν του προξενούσαν καλή εντύπωση.
Να μου πεις τι σκέφτηκε ο Πνευματικός.
Το θέμα είναι απλό. Γιατι αποφεύγεις;
Το αγνοείς;
Πρόσεχε διάκο.
Με τον μικροπρεπή τρόπο που μου συμπεριφέρεσαι κινδυνεύεις να χάσεις την εύνοια μου.
Δεν ξέρω. Σου ζητώ κάτι εύκολο.
Γνωρίζεις ή όχι επιτέλους, τι σκέφτηκε ο Πνευματικός;
Την ώρα αυτή πετάχτηκε το λαμπερό προσωπείο, μια φρικτή μορφή αποκαλύφθηκε,
μερικά άγρια δόντια έτριξαν και σαν από στόμα λυσσασμένου θηρίου ακούστηκαν τα λόγια.
Να χαθείς άθλιε.
Αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση, στην φωτιά!
Θα σε κάψουμε! Θα σε καταστρέψουμε!
Και ο διάκονος έμεινε μόνος του.
Μόνος του και σωστό ερείπιο.
Όλη η γλυκύτητα των οπτασιών, δυο χρόνια τώρα, δεν αντιστάθμισε την τωρινή του πικρία.
Αν δεν τον στήριζαν από μακριά οι προσευχές του Πνευματικού που ξαγρυπνούσε και παρακαλούσε γι`
αυτόν, θα είχε παραδώσει το πνεύμα του.
Πέρασαν αρκετές ώρες ώσπου να συνέλθει και να σταθεί στα ποδιά του.
Η Καλύβι του πια δεν τον χωρούσε.
Πουθενά δεν έβλεπε ασφάλεια παρά μόνο κοντά στον Πνευματικό.

Σε όλη του την διαδρομή βούίζε στ` αυτιά του η απειλή.
«αύριο τέτοια ώρα στην κόλαση» ο τρόμος τον διαπερνούσε μέχρι το μεδούλι.
Έφθασε, όπως έφθασε ως την καλύβι της Αναστάσεως.
Έπιασε το ράσο του Πνευματικού και δεν το άφηνε ούτε στιγμή.
Και την ώρα που έπρεπε εκείνος να κοιμηθεί λίγο, δίπλα του ο τρομοκρατημένος διάκονος.
Μη φοβάσαι παιδί μου ηρέμησε.
Πώς να μην φοβηθώ, Πνευματικέ μου, που πλησιάζει η ώρα.
Ω! πλησιάζει η ώρα που θα με πάρουν.
Τι κραυγές τρόμου και απελπισίας ήταν αυτές!
Σώσε με, Πνευματικέ μου!
Χάνομαι! Με παίρνουν!
Σώσε με!

Γονατίζει ο παπα-Σάββας και γεμάτος πόνο και δάκρυα δέεται στον Κύριο να λυπηθεί τον δούλο του και να επιτιμήσει τους πονηρούς δαίμονες.
Εισακούσθηκε η δέηση του και ο ταλαίπωρος διάκονος σώθηκε από το στόμα λέοντος.
Έτσι πήρε τέλος η τραγωδία.
Τραγωδία πολύ διδακτική.
Αλήθεια τι κίνδυνοι κρύβονται πίσω από τις οπτασίες και τα οράματα τι μπορεί να χτίσει ο εχθρός, όταν δεν ξεδιπλώνονται πλήρως τον εσωτερικό του κόσμο στην εξομολόγηση!!
Τι αξίζει ένας έμπειρος Πνευματικός.
Αλλά και κάτι άλλο.
Με τον χρόνο και την καθοδήγηση του παπα-Σάββα ο Ρουμάνος διάκονος ηρέμησε.
Η πνευματική του ζωή πήρε καλή εξέλιξη.

Χειροτονήθηκε αργότερα και Ιερέας και διακρινόταν πάντα για την ευλάβεια του.
Ωστόσο εκείνα τα χρόνια της πλάνης του άφησαν κάποια δυσάρεστα ίχνη.
Ο διάβολος βλέπετε, είχε απόκτηση απάνω του δικαιώματα.
Δωρεάν θα του πρόσφερε τόσο απολαυστικά οράματα;
Έτσι, αν και από μικρός πήγαινε στο Αγιον όρος, αν και αναπτύχθηκε σε ένα αγγελικό, θα λέγαμε περιβάλλον
παρ` όλα αυτά σ` όλη κατόπιν ζωή του εταλαιπωρείτο με διάφορους
ενοχλητικούς πειρασμούς.
Όλοι οι διακριτικοί πατέρες διέβλεπαν σ` αυτόν το κατάλοιπο της διετούς εκείνης συνεργασίας με τον άγγελο που δεν ήταν άγγελος.

http://orthodoxia.forumup.gr/

ΤΑ ΠΑΘΗ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΙΗΣΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ (ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΑ ΙΕΡΑ ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ)


          
Κατά τον Μυστικό Δείπνο  ο Κύριος αφού έπλυνε τα πόδια των μαθητών Του (δίνοντάς τους παράδειγμα ταπείνωσης και προσφοράς),  τέλεσε την Θεία Ευχαριστία και κοινώνησαν οι μαθητές το Σώμα και το Αίμα Του.  Στη συνέχεια  προλέγει ότι ένας απ’ αυτούς θα Τον προδώσει (ο Ιούδας  απ’ το προηγούμενο βράδυ είχε ζητήσει απ’ τους φαρισαίους  χρήματα για να τους παραδώσει το Χριστό και του είχαν δώσει 30 αργύρια – ποσό με το οποίο πουλούσαν ένα δούλο-). Προλέγει ακόμα το διασκορπισμό των μαθητών,  την άρνηση του Πέτρου, τους δίνει την εντολή της αγάπης και τους μιλά για το Άγιο Πνεύμα.

Μετά το Μυστικό Δείπνο, έρχονται στο όρος των Ελαιών σε αγρόκτημα που λεγόταν Γεθσημανή πέρα απ’ τον ξεροπόταμο των Κέδρων (ο Χριστός συνήθιζε να προσεύχεται τις νύχτες εκεί και ο Ιούδας το γνώριζε). Στον κήπο της Γεθσημανή ο Κύριος θα προσευχηθεί στον Πατέρα για τον εαυτό Του: << Πατέρα αν είναι θέλημα σου, να απομακρύνεις αυτό το ποτήρι του θανάτου από μένα, απομάκρυνε το, αλλά όμως όχι να γίνει αυτό που θέλει η ανθρώπινη φύση μου, αλλά το δικό σου θέλημα>>. Θα προσευχηθεί ακόμα για τους αποστόλους και για όσους πιστέψουν σΆυτόν, να τους φυλάξει ο Θεός Πατέρας απ’ τον πονηρό και να είναι ενωμένοι με αγάπη, όπως ο Υιός του Θεού είναι ενωμένος με τον Πατέρα. Έρχεται και βρίσκει τους μαθητές Του να κοιμούνται και τους λέει να αγρυπνούν και να προσεύχονται για να μην πέσουν σε πειρασμό.


Στο μεταξύ φθάνει και ο Ιούδας συνοδευόμενος από μεγάλο πλήθος, που το αποτελούσαν ο λόχος των Ρωμαίων στρατιωτών και οι υπηρέτες των αρχιερέων και φαρισαίων κρατώντας φανάρια και λαμπάδες και ήταν οπλισμένοι με μαχαίρια και ξύλα. Και αμέσως Τον πλησίασε ο Ιούδας και Του είπε <<χαίρε διδάσκαλε>> και με ψεύτικη αγάπη τον φίλησε. Ο Ιησούς του είπε <<Ιούδα με φίλημα προδίδεις τον Υιό του Ανθρώπου;>> Ο προδότης τους είχε δώσει σημάδι:  << εκείνον που θα φιλήσω, αυτός είναι. Συλλάβετε τον>>. Ο Χριστός είπε προς τους αρχιερείς και πρεσβυτέρους των Ιουδαίων << ήρθατε να με συλλάβετε με μαχαίρια και ξύλα σα να ήμουν ληστής. Όταν καθημερινά ήμουν μαζί σας στο ιερό δεν απλώσατε τα χέρια πάνω μου, αλλά αυτή είναι η δικιά σας ώρα, της εξουσίας του σκότους>>  και φροντίζοντας τους μαθητές του είπε <<…αλλά αφήστε τους μαθητές μου να φύγουν>>. Ο Πέτρος χτύπησε με μαχαίρι το δούλο του αρχιερέα που λεγόταν Μάλχος και του έκοψε το δεξιό αυτί. Ο Χριστός είπε στον Πέτρο να βάλει το μαχαίρι στη θήκη γιατί αυτοί που χρησιμοποιούν μαχαίρι εναντίον άλλων, με μαχαίρι θα πεθάνουν και αφού άγγιξε τον δούλο του αρχιερέα, τον έκανε καλά.                                                           

                                             
                                                                          
Τότε  οι μαθητές Τον εγκατέλειψαν και ο λόχος των Ρωμαίων και ο χιλίαρχος και οι υπηρέτες των Ιουδαίων, συνέλαβαν το Χριστό, Τον έδεσαν και Τον έφεραν στον Άννα (ο οποίος είχε μεγάλη επιρροή στον αρχιερέα, γιατί υπήρξε και αυτός αρχιερέας στο παρελθόν, αλλά και ήταν πεθερός του Καϊάφα, ο οποίος ήταν ο αρχιερέας εκείνης της χρονιάς). Από μακριά ακολουθούσαν ο Ιωάννης και ο Πέτρος. Ο Ιωάννης είχε γνωστούς και μπήκε στην αυλή του αρχιερέα και είπε στη δούλη που φύλαγε την πόρτα να μπει και ο Πέτρος. Η υπηρέτρια ρώτησε τον Πέτρο μήπως είναι μαθητής του Χριστού και εκείνος απάντησε: <<όχι δεν είμαι, δεν τον γνωρίζω>>. Στην αυλή ο αρχιερέας ανάκρινε το Χριστό και οι υπηρέτες Τον χτυπούσαν. Αφού τελείωσε την ανάκριση ο Άννας στέλνει δεμένο
  


το Χριστό στον αρχιερέα Καϊάφα το γαμπρό του (έμεναν στο ίδιο σπίτι). Οι Ιουδαίοι είχαν ανάψει φωτιά στην αυλή του αρχιερέα γιατί έκανε κρύο και ο Πέτρος πλησίασε να ζεσταθεί. Τον ρώτησαν πάλι μήπως είναι απ’ τους μαθητές του Χριστού και εκείνος για 2η φορά, αρνήθηκε. Οι αρχιερείς και όλο το εβραϊκό συνέδριο ζητούσαν ψεύτικη μαρτυρία για να θανατώσουν το Χριστό και παρόλο που παρουσιάσθηκαν πολλοί ψευτομάρτυρες δεν εύρισκαν κάτι για να Τον θανατώσουν. Ο Ιησούς σιωπούσε και ο Καϊάφας  τον ορκίζει να πει αν είναι ο Υιός του Θεού και όταν ο Χριστός τους το λέει, εκείνοι θα πουν ότι βλασφημεί και θα βγάλουν καταδικαστική απόφαση εναντίον Του. Άρχισαν να Τον χτυπούν, να Τον βλαστημούν, να Τον φτύνουν και να Τον κοροϊδεύουν.  Είχε περάσει περίπου μια ώρα απ’ τη 2η άρνηση του Πέτρου, όταν τον βλέπει ένας δούλος συγγενής του Μάλχου (που ο Πέτρος έκοψε το αυτί) και τον ρωτά <<δεν σε είδα εγώ στον κήπο μαζί του;>> και οι άλλοι του έλεγαν <<και συ απ’ αυτούς είσαι και η προφορά σου σε φανερώνει>>. Τότε ο Πέτρος άρχισε να καταριέται τον εαυτό του και να ορκίζεται λέγοντας <<δεν τον ξέρω τον άνθρωπο>> και ενώ ακόμα μιλούσε, λάλησε ο πετεινός και γύρισε ο Χριστός και κοίταξε τον Πέτρο. Θυμήθηκε τότε ο Πέτρος το λόγο του Κυρίου: << πριν λαλήσει ο πετεινός θα με αρνηθείς τρεις φορές>> και βγήκε έξω και έκλαιγε πικρά. 


Όταν ξημέρωσε αφού έκαναν συμβούλιο οι αρχιερείς και οι γραμματείς με τους προεστούς και όλο το συνέδριο, έφεραν το Χριστό δεμένο στον ηγεμόνα Πόντιο Πιλάτο.
Όταν ο Ιούδας είδε ότι καταδικάσθηκε ο Χριστός απελπισμένος για την προδοσία του, επέστρεψε τα 30 αργύρια στους αρχιερείς και πήγε και κρεμάσθηκε. Στο μεταξύ οι Ιουδαίοι κατηγορούσαν το Χριστό στον Πιλάτο ότι παρακινεί σε επανάσταση το έθνος και εμποδίζει να δίνουν φόρους στον Καίσαρα. Ο Πιλάτος κατάλαβε ότι η κατηγορία είναι αβάσιμη και από μίσος Τον παρέδωσαν και  είπε στους αρχιερείς και στα πλήθη του λαού ότι δεν βρίσκει τίποτα αξιοκατάκριτο στο Χριστό.  Όταν έμαθε ότι ο Ιησούς είναι απ’ τα μέρη της εξουσίας του Ηρώδη (πρόκειται για τον Ηρώδη Αντίπα, γιο του Ηρώδη που έσφαξε τα νήπια. Ο Ηρώδης Αντίπας  σκότωσε  τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο) που ήταν αυτές τις μέρες (λόγω του εβραϊκού πάσχα) στα Ιεροσόλυμα, έστειλε τον Ιησού σ’ αυτόν. Ο Ηρώδης αφού μαζί με τους στρατιώτες του εξευτέλισαν το Χριστό, τον έστειλε πίσω στον Πιλάτο. Μάλιστα ο Πιλάτος και ο Ηρώδης που ήταν σε έχθρα, συμφιλιώθηκαν εμπαίζοντας το Χριστό (!!). Τότε ο Πιλάτος αφού κάλεσε τους αρχιερείς, τους άρχοντες και το λαό των Ιουδαίων τους είπε ότι δε βρήκε σε τίποτα ένοχο το Χριστό και τους πρότεινε να Τον μαστιγώσει και να Τον ελευθερώσει, οι Ιουδαίοι όμως φώναζαν να Τον σταυρώσει. Είχε την υποχρέωση ο Πιλάτος, σύμφωνα με το έθιμο, να ελευθερώνει ένα φυλακισμένο κατά τη γιορτή του εβραϊκού πάσχα. Είχε στη φυλακή ένα φονιά που τον έλεγαν Βαραββά. Τους ρώτησε ποιόν θέλουν να ελευθερώσει και όλοι φώναζαν να ελευθερώσει το Βαραββά και να σταυρώσει το Χριστό. Ο Πιλάτος τους ρωτά :<<τι κακό έκανε;>> αλλά αυτοί όλοι φώναζαν <<να σταυρωθεί>>. Τότε ο Πιλάτος διάταξε να μαστιγώσουν το Χριστό. Τον παρουσίασε στους Εβραίους σε τόπο λεγόμενο Λιθόστρωτο (στα εβραϊκά Γαββαθά), ματωμένο απ’ τους ραβδισμούς τα χτυπήματα  και τις μαστιγώσεις, με αγκάθινο στεφάνι στο κεφάλι Του και τους λέει : <<ίδε ο άνθρωπος>>. Αλλά αυτοί κραύγαζαν <<σταύρωσε τον>>. Τότε  πήρε νερό, έπλυνε τα χέρια του μπροστά στο πλήθος και τους είπε: <<είμαι αθώος από το αίμα αυτού του δίκαιου, εσείς να έχετε την ευθύνη>> και όλος ο λαός του είπε:   <<η ευθύνη για το χύσιμο του αίματος του, ας έρθει πάνω μας και στα παιδιά μας>>.  Τότε ελευθέρωσε τον Βαραββά και διέταξε να φραγγελώσουν  το Χριστό και να Τον σταυρώσουν. Οι ρωμαίοι στρατιώτες αφού φραγγέλωσαν το Χριστό, Τον έφτυσαν, Τον χτύπησαν και Τον κορόιδεψαν, Τον φόρτωσαν τον σταυρό και πήγαιναν να Τον σταυρώσουν. Στο δρόμο βρήκαν έναν άνθρωπο που τον έλεγαν Σίμωνα καταγόμενο απ’ την Κυρήνη και τον αγγάρευσαν να σηκώσει το σταυρό, γιατί ο Ιησούς δεν άντεχε πια.  Αφού ήρθαν σε τόπο που λεγόταν Γολγοθάς (στα ελληνικά σημαίνει τόπος κρανίου, γιατί σύμφωνα με την παράδοση εκεί βρέθηκε το κρανίο του Αδάμ μετά τον κατακλυσμό), του έδωσαν να πιεί ξύδι αναμιγμένο με χολή.


Τον σταύρωσαν και οι σταυρωτές μοίρασαν τα ρούχα Του σε 4 μέρη (ένα για τον καθένα) και για το χιτώνα Του έβαλαν κλήρο για να μην τον σχίσουν. Όλα αυτά είχαν προφητευθεί ότι θα συμβούν στο Χριστό. Έγραψε και επιγραφή ο Πιλάτος και την έβαλαν πάνω στο σταυρό, γραμμένη στην εβραϊκή, στην ελληνική και στη ρωμαϊκή γλώσσα: <<Ιησούς ο Ναζωραίος ο βασιλεύς των Ιουδαίων>>. Τον σταύρωσαν ανάμεσα σε δυο κακούργους. Ο Ιησούς έλεγε: << Πατέρα συγχώρησε τους δεν ξέρουν τι κάνουν>>. Ο λαός των Ιουδαίων συνέχιζε να περιπαίζει το Χριστό, το ίδιο έκανε και ο ένας απ’ τους σταυρωμένους κακούργους. Ο άλλος όμως μετανοιωμένος του είπε <<θυμήσου με Κύριε στη βασιλεία σου>> και ο Χριστός τον διαβεβαίωσε: <<σήμερα θα είσαι μαζί μου στον Παράδεισο>>. Ο Χριστός από το σταυρό αναθέτει τη φροντίδα της Παναγίας Μητέρας Του, στον αγαπημένο Του μαθητή Ιωάννη. Από το τις 12 το μεσημέρι ως τις 3 το απόγευμα έγινε μεγάλο σκοτάδι σε όλη τη γη και έγινε σεισμός και σχίσθηκε το παραπέτασμα του ναού που χώριζε τα άγια από τα άγια των αγίων και άνοιξαν μνημεία και πολλά σώματα πεθαμένων αγίων αναστήθηκαν και μετά την Ανάσταση του Χριστού μπήκαν στα Ιεροσόλυμα και φανερώθηκαν σε πολλούς. Ο Ιησούς αφού έβγαλε δυνατή φωνή: <<τετέλεσται>>,  άφησε το κεφάλι Του να γείρει προς τα κάτω και θεληματικά παρέδωσε τη ψυχή Του στον Πατέρα Του. Ο ρωμαίος εκατόνταρχος βλέποντας αυτά είπε <<πραγματικά αυτός ήταν Γιος του Θεού>>. Επειδή το Σάββατο που θα ξημέρωνε μετά το εσπέρας συνέπιπτε με την 1η μέρα του εβραϊκού πάσχα, και απαγορευόταν απ’ το μωσαϊκό Νόμο να μείνουν άταφα τα σώματα, ζήτησαν οι Ιουδαίοι από τον Πιλάτο να διατάξει να σπάσουν τα πόδια των καταδίκων ώστε να πεθάνουν γρηγορότερα και να τους σηκώσουν από τους σταυρούς. Ήρθαν οι στρατιώτες και σύντριψαν τα κόκκαλα των συσταυρωμένων ληστών.  Βλέποντας ότι ο Χριστός είχε παραδώσει το πνεύμα δεν του έσπασαν τα κόκκαλα, αλλά ένα στρατιώτης με λόγχη χτύπησε την πλευρά Του και αμέσως βγήκε αίμα και νερό. Όλα έγιναν όπως είχαν προφητευθεί.                            
    
                                                                                          
Ύστερα από αυτά ο Ιωσήφ που καταγόταν απ’ την Αριμαθαία και ήταν κρυφός μαθητής του Χριστού, ζήτησε άδεια απ’ τον Πιλάτο και μαζί με τον Νικόδημο πήραν το Σώμα του Ιησού και αφού το άλειψαν με αρώματα και το τύλιξαν με επιδέσμους, σύμφωνα με τη συνήθεια τους, το έθαψαν σε καινούριο τάφο σε κήπο, κοντά στο μέρος που σταυρώθηκε. Οι φαρισαίοι ζήτησαν απ’ τον Πιλάτο φρουρά  και ασφάλισαν τον τάφο. 
                                                                        
Ο προφήτης Ησαΐας τον 8ο π. Χ. αιώνα, προφήτευε για το πάθος του Χριστού :                                                                                                       << ήταν αιτία οι αμαρτίες μας που αυτός πληγώθηκε, και οι ανομίες μας που αυτός πονούσε. Αντί για μας αυτός παιδεύτηκε για να βρούμε την ειρήνη. Με τις δικές του πληγές εμείς γιατρευτήκαμε. Παρά τα βάσανα του δεν άνοιξε το στόμα του. Σαν πρόβατο στη σφαγή οδηγήθηκε. Δεν ανοίγει το στόμα του. Αρνήθηκαν δίκαια να τον κρίνουν. Τη γενιά του ποιος θα διηγηθεί;


              
 ΚΑΛΗ   ΑΝΑΣΤΑΣΗ       



Βασίλης Μαντζουράνης
καθηγητής Θεολόγος
Μυτιλήνη