Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως του Κυρίου δεηθώμεν...........Κύριε ελέησον.... المسيح قام ..... حقا قام ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ .... ВОИСТИНУ ВОСКРЕСЕ
Σελίδες
▼
Δευτέρα 16 Σεπτεμβρίου 2019
Κυριακή 15 Σεπτεμβρίου 2019
Σάββατο 14 Σεπτεμβρίου 2019
Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού
Μεγάλη δεσποτική εορτή της Χριστιανοσύνης, με την οποία
τιμάται κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου η διπλή ανεύρεση του Σταυρού πάνω στον
οποίο μαρτύρησε ο Ιησούς Χριστός. Στη χώρα μας γιορτάζουν ο Σταύρος και η
Σταυρούλα.
Σύμφωνα με την παράδοση, το 326 η γηραιά μητέρα του Μεγάλου
Κωνσταντίνου, Αυγούστα Ιουλία Φλαβία Ελένη, μετέβη στους Αγίους Τόπους για να
φέρει στο φως τα διάφορα μέρη στα οποία έζησε και δίδαξε ο Ιησούς Χριστός. Στα
Ιεροσόλυμα πραγματοποίησε μεγάλες ανασκαφές για να βρεθούν οι τόποι της
Σταύρωσης και της Ανάστασης στον λόφο του Γολγοθά. Η μετέπειτα Αγία Ελένη
οδηγήθηκε στην εύρεση του Τιμίου Σταυρού από ένα αρωματικό φυτό που φύτρωνε στο
μέρος εκείνο, τον γνωστό μας βασιλικό. Ύστερα από επίπονες ανασκαφές βρέθηκαν
τρεις σταυροί, του Κυρίου και των δύο ληστών.
Οι εκκλησιαστικοί ιστορικοί Φιλοστόργιος και Νικηφόρος
αναφέρουν ότι ο Σταυρός του Κυρίου εντοπίσθηκε ύστερα από θαύμα, όταν τοποθετήθηκε
πάνω σε νεκρή γυναίκα και αυτή αναστήθηκε. Στη θέση αυτή υπήρχε ο ναός της
Αφροδίτης, που είχε ανεγείρει το 135 ο ρωμαίος αυτοκράτορας Αδριανός, μετά τη
δεύτερη καταστροφή της Ιερουσαλήμ. Η Ελένη, αφού διέταξε να τον γκρεμίσουν,
έχτισε στη θέση του τον περικαλλή Ναό της Αναστάσεως, ο οποίος αποτελεί μέχρι
σήμερα ένα από τα σημαντικότερα μνημεία του Χριστιανισμού. Ο Σταυρός του Κυρίου
παραδόθηκε στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων Μακάριο, ο οποίος τον τοποθέτησε στον ναό
της Αναστάσεως στις 14 Σεπτεμβρίου 335.
Η δεύτερη Ύψωση του Τιμίου Σταυρού σχετίζεται με τους
Βυζαντινο-Περσικούς Πολέμους (602-628). Το 614 οι Πέρσες κυρίευσαν την
Παλαιστίνη και αφού λεηλάτησαν και κατέστρεψαν τα ιερά προσκυνήματα του
Χριστιανισμού, πήραν μαζί τους ως λάφυρο τον Τίμιο Σταυρό. Οι πυρολάτρες Πέρσες
θεώρησαν τον Σταυρό μαγικό, εξαιτίας κάποιων θαυμάτων που έγιναν και τον
προσκυνούσαν. Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος, μετά την οριστική νίκη του εναντίον των
Περσών το 628, ανέκτησε το ιερό σύμβολο της Χριστιανοσύνης και το μετέφερε
αρχικά στην Κωνσταντινούπολη (14 Σεπτεμβρίου 629), όπου αποτέλεσε μέρος του
θριάμβου του και στη συνέχεια στα Ιεροσόλυμα.
Η Ύψωση του Τιμίου Σταυρού εορτάζεται με ιδιαίτερη
λαμπρότητα κάθε χρόνο στις 14 Σεπτεμβρίου. Στις εκκλησίες ψάλλεται, μεταξύ των
άλλων, το πασίγνωστο απολυτίκιο «Σώσον Κύριε τον λαόν σου…» και στους πιστούς
μοιράζονται κλώνοι βασιλικού, εκκλησιαστική συνήθεια που πηγάζει από την
παράδοση ότι στο μέρος που βρέθηκε ο Τίμιος Σταυρός είχε φυτρώσει το αρωματικό
αυτό φυτό. Η Εκκλησία επιτάσσει την ημέρα αυτή αυστηρά νηστεία.
Απολυτίκιο
Σώσον, Κύριε, τον
λαόν Σου και ευλόγησον την κληρονομίαν Σου, νίκας τοις βασιλεύσι κατά βαρβάρων
δωρούμενος και το σον φυλάττων, δια του Σταυρού Σου, πολίτευμα.
Λαογραφία
Η γιορτή του
Σταυρού έχει ιδιαίτερη σημασία για τους γεωργούς, διότι αποτελεί την αφετηρία
της νέας χρονιάς, ενόψει της σποράς. Οι γεωργοί φέρνουν στην εκκλησία μείγμα
από τα δημητριακά που θα σπείρουν για να δεχθούν την ειδική ευλογία του ιερέα:
«Βλαστήσαι την γην, και δούναι σπέρμα το σπείροντι, και άρτον εις βρώσιν»
(«Ευχή επί ευλογήσει του σπόρου»).
Την ημέρα του
Σταυρού, οι ναυτικοί συνήθιζαν να σταματούν τα μακρινά ταξίδια με ιστιοφόρα,
όπως συμβούλευε η παροιμία: «Του Σταυρού, σταύρωνε και δένε».
Με το βασιλικό που
παίρνουν από την εκκλησία, οι νοικοκυρές συνηθίζουν να φτιάχνουν το προζύμι της
χρονιάς (Πήλιο, Κορώνη κ.ά).
Στην Αίγινα
αναβιώνει ο λεγόμενος «Λειδινός», μία μιμητική παράσταση, με μοιρολογήματα και
ταφή ενός ομοιώματος μικρού παιδιού, έθιμο με πιθανότατα αρχαία καταγωγή.
Ακολουθεί η προσφορά κολλύβων και η τελετουργία κλείνει με χορούς και
τραγούδια. Οι επιλογικοί στίχοι του μοιρολογιού:
Πάλι θα ρθεις,
Λειδινέ μου
Με του Μάρτη τις
δροσιές
Με τ’ Απριλη τα
λουλούδια
Τσαι του Μάη τις
δουλειές…
Ήρθε η ώρα να μας
φύγεις,
πάαινε εις το
καλό,
τσαι με το καλό να
έρθεις
τσ’ όλους να μας
βρεις γερούς…
Ο «Λειδινός» («Δειλινός» με αντιμετάθεση δ και λ) είναι ένα
δρώμενο, όπου κυριαρχεί το στοιχείο του θανάτου ως προϋπόθεση για τη νέα ζωή,
με αυτονόητο τον συμβολισμό που αφορά τον μαρασμό της φύσης και την αναγέννησή
της κάθε χρόνο.
https://www.sansimera.gr
ο Σταυρος σου.....
Πριν σου στείλει ο Θεός τον Σταυρό που σηκώνεις, τον κοίταξε με τα πάνσοφα μάτια του, τον εξέτασε με την θεία λογική Του, τον ήλεγξε με την ατελείωτη δικαιοσύνη Του, τον θέρμανε στην γεμάτη αγάπη καρδιά Του, τον ζύγισε καλά με τα στοργικά Του χέρια, μην τυχόν και πέσει βαρύτερος απ΄ όσο μπορείς να σηκώσεις. Κι αφού υπελόγισε το θάρρος σου, τον ευλόγησε και τον απώθησε στους ώμους σου.......
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΤΟΥ ΚΑΘΕ ΑΝΘΡΩΠΟΥ Ἁγίου Ἰγνατίου Μπριαντσιανίνωφ
Ὁ Κύριος εἶπε στούς μαθητές Του: «Εἴ
τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν, ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί
ἀκολουθείτω μοι» (Ματθ. ιστ’ 24). Τί σημαίνει «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»;
Καί γιατί αὐτός «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», δηλαδή ὁ ἰδιαίτερος σταυρός τοῦ
καθενός μας, ὀνομάζεται συνάμα καί «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ»;
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι
οἱ θλίψεις καί τά βάσανα τῆς γήινης ζωῆς, πού γιά τόν καθένα μας εἶναι δικά
του. «Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι ἡ νηστεία, ἡ ἀγρυπνία καί ἄλλα εὐλαβῆ
κατορθώματα, μέ τά ὁποῖα ταπεινώνεται ἡ σάρκα καί ὑποτάσσεται στό πνεῦμα. Τά
κατορθώματα αὐτά πρέπει νά εἶναι ἀνάλογα μέ τίς δυνάμεις τοῦ καθενός καί στόν
κάθε ἄνθρωπο εἶναι δικά του.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου» εἶναι
τά ἁμαρτωλά ἀσθενήματα, ἤ πάθη, πού – στόν κάθε ἄνθρωπο – εἶναι δικά του! Μέ
ἄλλα ἀπ᾽ αὐτά τά πάθη γεννιόμαστε καί μ᾽ ἄλλα μολυνόμαστε στήν πορεία τοῦ
γήινου βίου μας.
«Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ» εἶναι ἡ
διδασκαλία τοῦ Χριστοῦ. Μάταιος καί ἄκαρπος εἶναι «ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»
– ὅσο βαρύς καί ἄν εἶναι – ἐάν δέν μεταμορφωθεῖ σέ «Σταυρό τοῦ Χριστοῦ» μέ τό
ν᾽ ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου», γιά
τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ γίνεται «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ μαθητής τοῦ
Χριστοῦ εἶναι στερρά πεπεισμένος, ὅτι πάνω ἀπ᾽ αὐτόν (τόν μαθητή) ἀγρυπνάει
ἀκοίμητος ὁ Χριστός. Πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἐπιτρέπει νά τοῦ ἔρθουν θλίψεις σάν
μιά ἀναγκαία καί ἀναπόφευκτη προϋπόθεση τῆς Χριστιανικῆς πίστεως. Καμιά θλίψη
δέν θά τόν πλησίαζε, ἄν δέν τό εἶχε ἐπιτρέψει ὁ Χριστός, καί ὅτι μέ τίς θλίψεις
πού τοῦ συμβαίνουν, ὁ Χριστιανός γίνεται οἰκεῖος τοῦ Χριστοῦ καί καθίσταται
κοινωνός τῆς μοίρας Του στή γῆ καί – γιά τόν λόγο αὐτό – καί στόν οὐρανό.
«Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου»
γίνεται γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ «Σταυρός τοῦ Χριστοῦ», γιατί ὁ ἀληθινός
μαθητής Του σέβεται καί θεωρεῖ τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ σάν τόν μόνο
σκοπό τῆς ζωῆς του. Αὐτές οἱ πανίερες ἐντολές γίνονται γι᾽ αὐτόν σταυρός, πάνω
στόν ὁποῖο συνεχῶς σταυρώνει τόν παλαιό του ἄνθρωπο «σύν τοῖς παθήμασι καί ταῖς
ἐπιθυμίαις» του (Γαλ. ε’ 24).
Ἀπ᾽ αὐτά εἶναι φανερό γιατί, γιά νά
λάβουμε τόν σταυρό μας, εἶναι ἀνάγκη ν᾽ ἀπαρνηθοῦμε προηγουμένως τόν ἑαυτό μας
μέχρι καί ν᾽ ἀπολέσουμε ἀκόμα καί τή ζωή μας. Τόσο βαθιά καί τόσο πολύ ἔχει
συνηθίσει στήν ἁμαρτία καί οἰκειώθηκε σ᾽ αὐτήν ἡ πεσμένη στήν ἁμαρτία φύση μας,
πού ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ δέν παύει νά ἀποκαλεῖ αὐτή τή φύση ψυχή τοῦ πεπτωκότος
ἀνθρώπου.
Γιά νά δεχτοῦμε τόν σταυρό στούς
ὤμους μας, πρέπει πρῶτα νά πάψουμε νά ἱκανοποιοῦμε τό σῶμα στίς ἰδιότροπές του
ἐπιθυμίες παρέχοντάς του μονάχα ὅ,τι εἶναι ἀναγκαῖο γιά τήν ὕπαρξή του. Πρέπει
νά ἀναγνωρίσουμε ὅτι ἡ ἀλήθειά μας εἶναι ἕνα σκληρότατο ψέμα μπροστά στόν Θεό
καί ἡ λογική μας εἶναι μιά τέλεια ἀνοησία. Τέλος: ἀφοῦ παραδοθοῦμε στόν Θεό μ᾽
ὅλη τή δύναμη τῆς πίστης μας καί ριχτοῦμε στή μελέτη τοῦ Εὐαγγελίου, πρέπει νά
ἀπαρνηθοῦμε τό δικό μας θέλημα.
Ὅποιος πραγμάτωσε μιά τέτοια
ἀπάρνηση τοῦ ἑαυτοῦ του εἶναι ἱκανός νά λάβει τόν σταυρό του. Αὐτός μέ ὑπακοή
καί ὑποταγή στόν Θεό καί ἐπικαλούμενος τή βοήθειά Του γιά νά ἐνισχυθεῖ ἔναντι
τῆς ἀδυναμίας του, ἀτενίζει δίχως φόβο καί ἀμηχανία τή θλίψι πού προσεγγίζει.
Ὅποιος ἀπαρνήθηκε τόν ἑαυτό του προετοιμάζεται μεγαλόψυχα καί γενναῖα νά τήν
ὑπομείνει, ἐλπίζει ὅτι μέσω αὐτῆς τῆς θλίψεως θά γίνει κοινωνός καί συμμέτοχος
τῶν παθῶν τοῦ Χριστοῦ καί φτάνει τή μυστική ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνο μέ
τό νοῦ καί τήν καρδιά του, ἀλλά καί μέ τήν ἴδια τήν πράξη, τήν ἴδια τή ζωή του.
Ὁ σταυρός εἶναι καί παραμένει βαρύς
καί καταθλιπτικός, ἐνόσω παραμένει ὁ σταυρός μας. Ὅταν ὅμως μεταμορφωθεῖ σέ
Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, τότε γίνεται ἀσυνήθιστα ἐλαφρός. «Ὁ ζυγός μου», εἶπε ὁ
Κύριος, «χρηστός καί τό φορτίον μου ἐλαφρόν ἐστιν» (Ματθ. ια’ 30).
Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ λαμβάνει τόν
σταυρό στούς ὤμους του, ὅταν παραδέχεται πώς εἶναι ἄξιος τῶν θλίψεων πού ἡ
Πρόνοια τοῦ Θεοῦ τοῦ καταπέμπει. Ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ τότε φέρει καί ὑπομένει
τόν σταυρό του σωστά, ὅταν ἀναγνωρίζει ὅτι οἱ θλίψεις πού τοῦ στάλθηκαν εἶναι
ἀκριβῶς -αὐτές καί ὄχι ἄλλες- εἶναι ἀναγκαῖες γιά τήν ἐν Χριστῷ μόρφωσή του καί
τή σωτηρία του. Τότε φέρουμε καρτερικά τόν σταυρό μας, ὅταν ἀληθινά
ἀντιλαμβανόμαστε καί ἀνα γνωρίζουμε τό ἁμάρτημά μας. Σ᾽ αὐτή τή συναίσθηση τοῦ
ἁμαρτήματός μας δέν ὑπάρχει καμιά αὐταπάτη. Ὡστόσο, ὅποιος παραδέχεται τόν
ἑαυτό του ἁμαρτωλό καί ταυτόχρονα γογγύζει καί μοιρολογάει ἀπό τό ὕψος τοῦ
σταυροῦ του, ἀποδεικνύει μ᾽ αὐτό ὅτι μέ τό νά παραδέχεται τήν ἁμαρτία του
ἐπιφανειακά, κολακεύει μονάχα τόν ἑαυτόν του καί τόν ξεγελᾶ.
Τό νά ὑπομένουμε καρτερικά τόν
σταυρό μας ἀποτελεῖ ἀληθινή μετάνοια. Ἐσύ, ἀδελφέ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν
σταυρό, ἐξομολογήσου στόν Κύριο μέσα στή δικαιοσύνη καί τή χρηστότητα τῶν
κριμάτων Του. Μέ τήν αὐτοκατάκριση δικαίωσε τήν κρίση τοῦ Θεοῦ καί θά λάβεις
ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν σου.
Ἐσύ, πού εἶσαι σταυρωμένος στόν
σταυρό, γνώρισε τόν Χριστό – καί θά σοῦ ἀνοιχτεῖ ἡ πύλη τοῦ Παραδείσου. Ἀπό τόν
σταυρό σου δοξολόγησε τόν Κύριο, ἀποκρούοντας ἀπό τόν ἑαυτό σου κάθε λογισμό
μεμψιμοιρίας καί γογγυσμοῦ, ἀπορρίπτοντάς τον σάν ἔγκλημα καί σάν βλασφημία
ἐναντίον τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τήν κορυφή τοῦ σταυροῦ σου εὐχαρίστησε τόν Κύριο γιά τήν
ἀνεκτίμητη δωρεά – γιά τόν σταυρό σου. Εὐχαρίστησε γιά τό πολύτιμο προνόμιό
σου, τό προνόμιο νά μιμεῖσαι τόν Χριστό μέ τά βάσανα καί τό μαρτύριό σου.
Ἀπό τό σταυρό, ὅπου εἶσαι
σταυρωμένος, θεολόγησε, γιατί ὁ σταυρός εἶναι τό ἀληθινό καί μόνο σχολεῖο,
φυλακτήριο καί ἁγία τράπεζα τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας.
Ἔξω ἀπό τόν σταυρό, δίχως τόν
σταυρό, δέν ὑπάρχει ζῶσα γνώση Χριστοῦ. Μή ἀναζητᾶς τή Χριστιανική τελείωση
στίς ἀνθρώπινες ἀρετές. Ἐκεῖ δέν ὑπάρχει αὐτή ἡ τελείωση. Αὐτή εἶναι κρυμμένη
στόν Σταυρό τοῦ Χριστοῦ. Ὁ σταυρός τοῦ κάθε ἀνθρώπου μετατρέπεται σέ Σταυρό τοῦ
Χριστοῦ, ὅταν ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ φέρει τόν σταυρό του μέ ἐνεργό τή
συναίσθηση τῆς ἁμαρτωλότητάς του, ἡ ὁποία ἔχει ἀνάγκη κολασμοῦ.
Φέρνει κανείς τό σταυρό του, ὅταν
σηκώνει τόν σταυρό του μέ εὐχαριστία πρός τόν Χριστό καί μέ δοξολόγησή Του. Σάν
ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς δοξολογίας καί εὐχαριστίας μέσα στόν βασανισμένο ἄνθρωπο
ἐμφανίζεται ἡ πνευματική παρηγοριά. Ἡ εὐχαριστία καί ἡ δοξολογία αὐτή γίνονται
πλουσιώτατη πηγή ἀσύλληπτης καί αἰώνιας χαρᾶς, πού ξεπηδάει μέ χάρη ἀπό τήν
καρδιά, ξεχύνεται στήν ψυχή καί στό ἴδιο τό σῶμα.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ, μονάχα στήν
ἐξωτερική του ὄψη, γιά τούς σαρκικούς ὀφθαλμούς, εἶναι πεδίο καί χῶρος σκληρός
καί δύσκολος. Γιά τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ, πού Τόν ἀκολουθεῖ, ὁ σταυρός εἶναι
πεδίο καί χῶρος ὑψίστης πνευματικῆς ἡδονῆς καί ἀπολαύσεως. Τόσο μεγάλη εἶναι
αὐτή ἡ ἡδονή καί ἀπόλαυση, ὥστε ἡ θλίψη πνίγεται καί σβήνει ὁλότελα ἀπό τήν
ἀπόλαυση. Καί ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀκολουθεῖ, αἰσθάνεται μονάχα ἡδονή
τήν ὥρα πού βρίσκεται ἀνάμεσα στά πιό σκληρά βάσανα. Ἔλεγε ἡ νεαρή Μαύρα στόν
νεαρό σύζυγό της Τιμόθεο, ὁ ὁποῖος ὑπέμενε φοβερά βασανιστήρια καί πόνους καί
τήν καλοῦσε νά δεχτεῖ καί ἐκείνη τό μαρτύριο: «Φοβοῦμαι, ἀδελφέ μου, μήπως
τρομάξω, ὅταν θά δῶ τά φοβερά βασανιστήρια καί τόν ἐξοργισμένο ἡγεμόνα, μήπως
ἀποκάμω σέ καρτερία καί ὑποκύψω ἐξαιτίας τῆς νεανικῆς μου ἡλικίας». Ὁ μάρτυρας
Τιμόθεος τῆς ἀπάντησε τότε: «Ἔλπιζε στόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό καί τά
βασανιστήρια θά εἶναι γιά σένα λάδι, πού ξεχύνεται ἀπάνω στό σῶμα σου καί
πνεῦμα δρόσου στά κόκκαλά σου, πού θά ἀνακουφίζει ὅλες σου τίς ἀσθένειες».
Ὁ Σταυρός εἶναι ἡ ἰσχύς καί ἡ δόξα
ὅλων τῶν ἀπ᾽ αἰῶνος Ἁγίων. Ὁ Σταυρός εἶναι ἰατήρας τῶν παθῶν, ἐξολοθρευτής τῶν
δαιμόνων. Θανάσιμος εἶναι ὁ σταυρός γιά ἐκείνους, πού τόν σταυρό τους δέν τόν
μεταμόρφωσαν σέ Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού ἀπό τόν σταυρό τους γογγύζουν κατά τῆς
Πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. Σταυρός εἶναι γιά ἐκείνους πού τόν μέμφονται καί τόν
βλασφημοῦν καί παραδίδονται στήν ἀπελπισία καί τήν ἀπόγνωση.
Οἱ ἁμαρτωλοί, πού δέν ἐξομολογοῦνται
καί δέν μετανοοῦν, πεθαίνουν πάνω στόν σταυρό τους μέ θάνατο αἰώνιο. Μέ τό νά
μήν ὑπομένουν καρτερικά ἀποστεροῦνται τήν ἀληθινή ζωή, τή ζωή μέσα στόν Θεό.
Τούς ἀποκαθηλώνουν ἀπό τόν σταυρό τους, γιά νά κατέβουν σάν ψυχές στόν αἰώνιο
τάφο.
Ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ ἀνυψώνει ἀπό
τή γῆ τόν μαθητή τοῦ Χριστοῦ πού ‘ναι σταυρωμένος ἀπάνω του. Ὁ μαθητής τοῦ
Χριστοῦ, πού ‘ναι σταυρωμένος πάνω στό σταυρό του, φρονεῖ τά ἄνω, μέ τόν νοῦ
καί τήν καρδιά του ζεῖ στόν οὐρανό καί καθορᾶ τά μυστήρια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος
ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ τῷ Κυρίῳ ἡμῶν. «Εἴ τις θέλει ὀπίσω μου ἐλθεῖν», εἶπε ὁ Κύριος,
«ἀπαρνησάσθω ἑαυτόν καί ἀράτω τόν σταυρόν αὐτοῦ καί ἀκολουθείτω μοι».
Παρασκευή 13 Σεπτεμβρίου 2019
Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου 2019
Γεώργιος μοναχός ο Σέρβος, (1920-1972)
Μοναχός Γεώργιος Παλιομοναστηριώτης (1920-8 Σεπτεμβρίου
1972)
(Φωτ.: Τάκης Τλούπας, 1969)
Ο κατά κόσμον Μπράνκο Βίτκοβιτς γεννήθηκε στο χωριό Μιρούσι
της επαρχίας Μπιλέκα της Σερβίας το 1920. Τελείωσε το σχολείο με άριστα, τη
στρατιωτική σχολή μηχανικών με εξαιρετική επιτυχία, τη σχολή μηχανικής και
ηλεκτροτεχνικής του Μονάχου και το Θεολογικό Ινστιτούτο του Αγίου Σεργίου στο
Παρίσι. Στον πόλεμο του 1941 κατέληξε αιχμάλωτος στην Ιταλία και τη Γαλλία. Το
1954 αναχώρησε για τα Ιεροσόλυμα κι έμεινε για ένα διάστημα στη μονή του Αγίου
Σάββα.
Από εκεί ήλθε στο Άγιον Όρος να μονάσει στη μονή
Χιλανδαρίου. Έμεινε ένα διάστημα ως δόκιμος, κάνοντας πολλές μετάνοιες κάθε
νύχτα. Τον τραβούσε όμως η ησυχία της ερήμου. Συνδέθηκε πνευματικά με τον
Γέροντα Ιωσήφ τον Ησυχαστή (†1959), ο οποίος του αποκάλυψε τα μυστικά της
νοεράς προσευχής. Εκάρη μοναχός στο Παλιομονάστηρο, εκεί που είχε ζήσει και ο
άγιος Σάββας των Σέρβων (†1236).
Η ησυχία, η μόνωση, η σιγή, η σιωπή, η άκρα νηστεία, η
αγρυπνία, η προσευχή, η μελέτη ήταν η εδώ ζωή του. Οι ασθένειες δεν του
ανέκοπταν το αυστηρό τυπικό του. Την πάσαν ελπίδα του είχε αφήσει στην
Παναγία. Η μόνη του σκέψη ήταν το έλεος του Χριστού. Είχε αδυσώπητο πόλεμο με
τον δαίμονα.
Τ’ απαραίτητα για να ζει τα εξοικονομούσε φτιάχνοντας
σκούπες. Ήταν πάμπλουτος με την έσχατη πενία του. Μέσα στην κακουχία και τη
στέρηση ζούσε μία υπέροχη χαρά. Χαιρετούσε τους επισκέπτες του με το «Χριστός
Ανέστη» όλο τον χρόνο. «Είμαστε παιδιά της Αναστάσεως», έλεγε. «Εμείς οι
μοναχοί χωρίς τη χαρά της Αναστάσεως δεν είναι δυνατόν να ζήσουμε ούτε να
σωθούμε». Ο φίλος του και βιογράφος του Γέροντας Μητροφάνης Χιλανδαρινός
(+1999) έλεγε: «Απ’ αυτή την πνευματική του χαρά καμιά φορά προερχόταν και
κατάλληλο και οικοδομητικό χιούμορ, το οποίο χειριζόταν πάντα στους αγώνες του
με τον πειρασμό, τον διάβολο».
Ο μορφωμένος και πολύγλωσσος αυτός μοναχός είχε κάλους στα
γόνατα και τα χέρια από τις αμέτρητες γονυκλισίες. Λέει ο Γέροντας Χερουβείμ
της μονής του Παρακλήτου που τον γνώρισε: «Η φλόγα της θείας αγάπης που έκαιε
μέσα του ήταν απέραντη. Νύχτες ολόκληρες έλιωνε στην προσευχή υπέρ των άλλων,
υπέρ της Εκκλησίας, υπέρ των δεινοπαθούντων και ιδιαιτέρως υπέρ των αμαρτωλών
της γης». Ο μακαριστός Γέροντας Ιωσήφ Βατοπεδινός (+2009) συμπληρώνει: «Στο
Παλιομονάστηρο που έμενε και στη χειμερινή περίοδο με ψύχος, αρκετούς βαθμούς
κάτω του μηδενός, ούτε θέρμανση είχε, παρ’ όλο που υπήρχαν σόμπες και ξύλα όσα
ήθελε, αλλ’ ούτε και σκεπάσματα κατάλληλα χρησιμοποιούσε. Η αυστηρή φιλοπονία
του ήταν ο γενικός κανόνας της ζωής του και ουδέποτε χαλάρωσε αυτή την
“ανελέητη” ζωή έως του θανάτου του».
Ο Γέροντας Μητροφάνης Χιλανδαρινός καταλήγει στην ωραία
βιογραφία του: «Ο μοναχός Γεώργιος κοιμήθηκε τη νύχτα της παραμονής της
Γεννήσεως της Θεοτόκου, 8.9.1972, στο Παλαιό Ρωσικό μοναστήρι, όπου έγινε
μοναχός ο άγιος Σάββας. Εκεί στην εκκλησία που βρίσκεται στον πύργο ο π.
Γεώργιος άναβε ασταμάτητα το κανδήλι. Εκτενέστερα για τον βίο του π. Γεωργίου
γνωρίζουν οι μοναχοί στο Περιβόλι της Παναγίας, της Μητέρας του Θεού, στο Άγιον
Όρος, και στη Βασιλεία των Ουρανών, όπου αυτός τώρα κατοικεί αναπαυόμενος των πολλών
μόχθων του».
Ο μητροπολίτης Φιλίππων Αλέξανδρος (+1978) γράφει: «Την άλλη
μέρα του θανάτου του, κηδεύθηκε με ψιθυριστές ευχές και νεκρώσιμα τροπάρια ενός
γέρου ιερομονάχου του Αγίου Παντελεήμονα, με τη συνοδεία δύο λαϊκών, δύο
αξιωματικών της χωροφυλακής· θάφτηκε μέσα στο κελλί όπου ασκήτευσε, τυλιγμένος
μέσα στο τριμμένο ράσο του που σκέπαζε το ημίγυμνο κουφάρι του. Η περιουσία
του: ένας ξύλινος, χοντροκομμένος σταυρός του λαιμού, αναρτημένος μ’ ένα σύρμα.
Σε μετρητά κέρματα ως πενήντα δραχμές. Τρόφιμα: λίγα ξεροκόμματα ψωμιού, μία
ποσότητα πράσινες ελιές κρεμασμένες σ’ ένα κομμάτι κουρέλι μισοσαπισμένες,
γιατί δεν ήσαν αλατισμένες. Ρουχισμός: το ράσο που χρησίμευσε για σάβανο, ένα
ζευγάρι μπότες με χοντρά ράμματα και τρύπες. Μία χύτρα με τσάι του βουνού,
χωρίς να βρεθεί πουθενά ζάχαρη, μερικά ξερά κλαδιά στο τζάκι, λιβάνι και μερικά
εκκλησιαστικά και θρησκευτικά βιβλία».
Ο Γέροντας Ιωαννίκιος στο λαμπρό Αθωνικόν Γεροντικόν του
γράφει τί του είπε σε μία συνάντησή τους ο μακάριος Γεώργιος: «Η πνευματική
ζωή είναι η αδιάλειπτος παραμονή εν τω Θεώ. Δηλαδή το “μείνατε εν εμοί καγώ εν
υμίν”. Ουδείς δύναται να θεωρηθεί θεολόγος χωρίς την αποφατικήν θεολογίαν. Τα
δόγματα της Εκκλησίας μας και αι δογματικαί αλήθειαι πρέπει να βιωθούν, να
γίνουν εμπειρίαι. Προς τούτο χρειάζεται να κάνουμε ένα προσωπικό “Πάσχα”,
διάβασιν, διά να τα κατακτήσωμε. Αν δεν γνωρίσουμε τον Θεόν, δεν θα τον
αποκτήσωμε. Θεοπτία είναι και η γνώσις του Θεού. Θεωρών τις τον Θεόν θεωρεί και
τα πράγματα τα του Θεού. Η ουσία του Θεού είναι αμέθεκτος, αι ενέργειαι Αυτού
όμως μεθεκταί. Προσιτή η δόξα, η ακτινοβολία, από την ουσία του Θεού
προερχομένη. Εξ αντανακλάσεως
φωτιζόμενοι γνωρίζομε πρόσωπα, γνωρίζομε τα δύσκολα της Αγίας Γραφής, δεχόμεθα
πληροφορίας, γνωρίζομε τα πάντα. Αι κοσμικαί ιδέαι, τα του κόσμου γενικώς,
διασπούν την αυτοσυγκέντρωσιν, μας κάνουν εξωτερικούς, παλαιούς ανθρώπους.
Ποιός δύναται να διηγηθεί την χαράν της Θείας Κοινωνίας; Ανέκφραστος
αγαλλίασις, “Χριστός ανέστη” διά την ύπαρξίν μας … Η καλυτέρα προσευχή είναι το
“Κύριε Ιησού Χριστέ, Υιέ του Θεού, ελέησόν με”».
Ο νυν ηγούμενος της μονής Παρακλήτου αρχιμ. Τιμόθεος τον
συνάντησε δύο ημέρες προ της κοιμήσεώς του και συνομίλησε αρκετά μαζί του.
Γράφει περί αυτού: «Ο λόγος του π. Γεωργίου ήταν χειμαρρώδης και έντονα βιωματικός.
Ήθελε να τα πει όλα, να εκφράσει όλες τις πνευματικές του εμπειρίες, να
αποκαλύψει όλους τους πολύτιμους θησαυρούς της καρδιάς του. Σαν να
προαισθανόταν, ο μακάριος, ότι εκείνη ήταν η τελευταία του συζήτηση. Ο χρόνος
κυλούσε δίχως να το καταλαβαίνουμε. Είχαν περάσει τα μεσάνυχτα, και ο π.
Γεώργιος συνέχιζε ακούραστος να επεκτείνεται από το ένα θέμα στο άλλο, ενώ καθ’
όλη τη διάρκεια της συζητήσεως με το αριστερό του χέρι δούλευε ασταμάτητα το
τριμμένο κομποσχοίνι του …». Έλεγε: «Το πρώτο δειλό ξεκίνημα για μια υψηλή
πνευματική ζωή συνίσταται: α) στην απαλλαγή από τα πάθη, ελαττώματα, αδυναμίες
κ.τ.ό., β) στο ακατάκριτο της γλώσσης και της διανοίας, γ) στην απροσπάθεια
έναντι των πραγμάτων του παρόντος κόσμου (πλούτος, δόξες, τιμές κ.λπ.) και δ)
στην απόλυτα ήρεμη συνείδηση. Όλα αυτά είναι οι απαραίτητες προϋποθέσεις, οι
βάσεις, η προετοιμασία για τους μεγάλους αγώνες». Ο άνθρωπος του Θεού δεν
επιδιώκει ούτε τη ζωή ούτε κι αυτόν τον παράδεισο, αλλά μόνο τη δόξα του Θεού.
Είναι έτοιμος για οποιαδήποτε θυσία χάριν του Θεού. Έχει πάψει να ζει για τον
εαυτό του. Ζει για τον Θεό και τον πλησίον. Απόρροια της αγάπης του αυτής είναι
η επιθυμία του ευαγγελισμού των ανθρώπων, η ανάγκη να κάνει κοινωνούς των
βιωμάτων του και τους άλλους …».
http://agioritikesmnimes.blogspot.com
Τετάρτη 11 Σεπτεμβρίου 2019
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΝΥΣΣΗΣ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ Ο ΛΟΓΟΣ Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ ΤΑ ΜΑΚΡΙΝΕΙΑ
Εἰσαγωγή - Περίληψη
Ὁ λόγος αὐτὸς γράφτηκε τὸ φθινόπωρο τοῦ 379 μ.Χ., ὅταν ὁ Ἅγιος
Γρηγόριος ἐπισκέφθηκε τὴν ἀδελφή του Ὁσία Μακρίνα στὸν Πόντο, γιὰ νὰ παρηγορηθεῖ
γιὰ τὸ θάνατο τοῦ ἀδελφοῦ τους Μεγάλου Βασιλείου. Ἡ Μακρίνα ἦταν ἄρρωστη, λίγο
πρὶν τὸ τέλος της, ἀλλὰ εἶχε μαζί του ἕναν ἐνδιαφέροντα διάλογο ποὺ ἔδωσε ἀφορμὴ
νὰ γραφτεῖ ὁ παρὼν λόγος. Τὰ κυριώτερα σημεῖα του εἶναι τὰ ἑξῆς:
Ὁ θάνατος εἶναι ὁ χωρισμὸς τῆς ψυχῆς ἀπὸ τὸ σῶμα· ὅταν τὸ σῶμα
ἐγκαταλειφθεῖ ἀπὸ τὴν ψυχή, τότε ἀποσυντίθεται στὰ στοιχεῖα ποὺ πρὶν τὸ ἀποτελοῦσαν.
Καθένα στοιχεῖο τοῦ σώματος ἐπιστρέφει στὸ φυσικό του στοιχεῖο, ἔτσι ὥστε
κανένα ἐπιμέρους στοιχεῖο δὲν καταστρέφεται πλήρως ἢ δὲν ἐπιστρέφει στὴν ἀνυπαρξία,
καὶ τὸ σῶμα παραμένει μέσα στὰ ὅρια αὐτοῦ τοῦ κόσμου (στὸ νερό, τὸν ἀέρα, τὸ χῶμα
καὶ τὸ πῦρ). Αὐτὸ εἶναι ἡ φθορά, δηλαδὴ ἀποσύνθεση καὶ ὄχι καταστροφὴ ἢ
μετάπτωση σὲ κατάσταση ἀνυπαρξίας.
Ἡ ψυχὴ δὲν ἐπηρεάζεται ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀποσύνθεση, γιατὶ εἶναι
ἁπλὴ καὶ ἀσύνθετη καὶ γι᾿ αὐτὸ δὲν μπορεῖ νὰ διασπαστεῖ. Ἡ ψυχὴ εἶναι ἀθάνατη
καὶ ἐκτείνεται στὴν αἰωνιότητα. Τὸ μόνο ποὺ ἀλλάζει σ᾿ αὐτὴν κατὰ τὸ θάνατο εἶναι
ὁ τρόπος ὑπάρξεώς της. Ἀκόμη καὶ τότε ἡ σχέση της μὲ τὸ φθειρόμενο σῶμα δὲν
διακόπτεται, καὶ ἡ ψυχὴ θὰ μπορέσει νὰ βρεῖ ὅλα τὰ στοιχεῖα τοῦ λόγω τῆς
γνωστικῆς της δυνάμεως. Οὔτε ὁ χῶρος (ἀπόσταση) οὔτε ὁ χρόνος ἐμποδίζει τὴν ψυχὴ
νὰ βρεῖ τὰ στοιχεῖα τοῦ σώματος κατὰ τὴν ἀνάσταση.
Αὐτὸ ποὺ περιμένει τοὺς ἀνθρώπους μετὰ θάνατον εἶναι ἡ
κάθαρση, ἡ ἀνανέωση καὶ ἀποκατάσταση τοῦ σώματος καὶ ἡ ἀνάσταση ὅλων. Ὁ
Δημιουργὸς δὲν θέλει νὰ μείνουμε ἁπλὰ ἔμβρυα. Ὁ τελικὸς σκοπὸς τῆς φύσεώς μας δὲν
εἶναι ἡ κατάσταση τῆς νηπιακῆς ἡλικίας οὔτε οἱ ἑπόμενες ἡλικίες οὔτε ἀκόμη ἡ
καταστροφὴ τοῦ σώματος ποὺ ἔρχεται μὲ τὸ θάνατο. Ὅλα αὐτὰ εἶναι μέρος τῆς ὁδοῦ
ποὺ διανύουμε. Τὸ ἔσχατο τέρμα αὐτῆς τῆς κινήσεως εἶναι ἡ ἀποκατάστασή μας στὴν
ἀρχέγονη κατάστασή μας. Ἡ ψυχὴ κατὰ τὴν ἀνάσταση θὰ ἐπιστρέψει στὸ σῶμα. Οἱ
δίκαιες ψυχὲς θὰ δοξασθοῦν, ἀλλὰ οἱ ἁμαρτωλὲς θὰ τιμωρηθοῦν. Ἡ καθαρὴ ψυχὴ θ᾿ ἀπολαύσει
τὴ θέα τοῦ Θεοῦ.
Στὴν ἐποχή μας ἀξίζει νὰ μελετηθεῖ ἰδιαίτερα ὁ λόγος, διότι
θέτει τὸ θέμα τοῦ θανάτου, τὴ φθορὰ καὶ τὴν ἀνάσταση τοῦ σώματος, τὴν ἀθανασία
τῆς ψυχῆς. Ἡ ὅλη διαπραγμάτευση τοῦ θέματος ὁδηγεῖ τὸν ἀναγνώστη σὲ πρακτικὰ
συμπεράσματα, ποὺ ἔχουν ἀντίκτυπο στὴν προσαρμογὴ τῆς καθημερινῆς του ζωῆς στὴν
προοπτική της αἰώνιας ζωῆς, δηλαδὴ τὴ βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
ΛΟΓΟΣ ΠΕΡΙ ΨΥΧΗΣ ΚΑΙ ΑΝΑΣΤΑΣΕΩΣ
Όταν ο μεγάλος μεταξύ των Αγίων Βασίλειος έφυγε από την
παρούσα ζωή
προς το Θεό, αποτέλεσε ο θάνατός του την αφορμή για γενικό
πένθος στις
Εκκλησίες. Ζούσε τότε ακόμη η αδελφή και δασκάλα μου
(Μακρίνα) και πήγα
κοντά της για να μετάσχω μαζί της στη συμφορά του θανάτου
του αδελφού μας.
Η ψυχή μου ήταν πολύ θλιμμένη, επειδή πονούσε γι’ αυτή τη
μεγάλη απώλεια·
ζητούσα κάποιον που θα έχυνε δάκρυα μαζί μου και θα σήκωνε
το ίδιο
βάρος της θλίψεως. Μόλις συναντηθήκαμε, η παρουσία της
δασκάλας μου
αναζωπύρωσε τη θλίψη μου· διότι ήδη και εκείνη υπέφερε από
θανατηφόρα
ασθένεια.
Εκείνη τότε, αφού υποχώρησε, μιμούμενη τους δασκάλους της
ιππικής τέχνης,
και παραδόθηκε μαζί μου στο πάθος της θλίψεως, στη συνέχεια
προσπάθησε
με το λόγο της να με σταματήσει· σαν χαλινάρι χρησιμοποίησε
τη σκέψη της,
για να ηρεμήσει την ταραγμένη ψυχή μου. Ανέφερε το λόγο του
Αποστόλου,
ότι δεν πρέπει να λυπούμαστε για τους κεκοιμημένους· διότι
αυτό το πάθος
(της λύπης) χαρακτηρίζει μόνον όσους δεν έχουν ελπίδα (στον
Κύριο).
Εγώ τότε, επειδή η θλίψη πλάκωνε την καρδιά μου, είπα: «Πώς
είναι δυνατόν
να το πετύχουν αυτό (να μην λυπούνται) οι άνθρωποι, αφού
όλοι αισθάνονται
φυσική απέχθεια προς το θάνατο; Και δεν μπορούν ν’ αντέξουν
εύκολα στη θέα
αυτών που είναι ετοιμοθάνατοι· αλλά, και όσοι συμβαίνει να
τους πλησιάζει
ο θάνατος, τον αποφεύγουν όσο μπορούν. Ακόμη και οι
ισχύοντες νόμοι
θεωρούν το θάνατο ως τη μεγαλύτερη αδικία και την έσχατη
τιμωρία.
Με ποιό τρόπο, λοιπόν, όταν έλθει ο θάνατος, θα θεωρήσουμε
την αναχώρηση
από την παρούσα ζωή ως ένα τίποτε, έστω και για ένα ξένο
πρόσωπο; Και πολύ
περισσότερο για συγγενικό μας πρόσωπο;.............
Τρίτη 10 Σεπτεμβρίου 2019
O παπα Τύχων ο ερημίτης της Καψάλας
(Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου)
Τη Θεία Λειτουργία ο παπά-Τύχωνας την αγαπούσε πολύ. Ο
υποτακτικός του πατήρ Παΐσιος διηγείται χαρακτηριστικά: «Η Θεία Λειτουργία για
τον Γέροντα ήταν ένα άνοιγμα του ουρανού. Σαν τον Παύλο ηρπάζετο και σαν τον
Άγιο Σπυρίδωνα συναναστρέφετο τους αγγέλους του Κυρίου. Όταν έμπαινε στην Αγία
Αναφορά και άρχιζε να διαβάζη την ευχή: «Μετά τούτων και ημείς των μακαρίων
δυνάμεων Δέσποτα φιλάνθρωπε βοώμεν και λέγομεν Άγιος.. Άγιος» ο παπά-Τύχων
έβλεπε τα Χερουβείμ και τα Σεραφείμ».
Ο ευλογημένος γέροντας ζούσε πραγματικά τη θεία Λειτουργία.
Την αγαπούσε τόσο, καθώς λέει ο ιερομόναχος Αγαθάγγελος, που «την ώρα της
λειτουργίας έφτανε να μεταρσιώνεται. Έφτανε να βραδυάζη, απ’ το πρωί που είχε
αρχίσει, και δεν είχε τελειώσει. Όλος έξαρση, την ώρα του Χερουβικού και του καθαγιασμού,
έψαλε με αγγέλους τον ύμνο τους στα ουράνια. Τον ψάλτη τον έβγαζε στον διάδρομο
του κελλιού του, έξω από τον ναό, να ψάλη το χερουβικό. Έβλεπε κατόπιν πως ήταν
στην αγία Τράπεζα και τελείωνε την λειτουργία και δεν καταλάβαινε πως πέρασε η
ώρα…» Πραγματικά στο πρόσωπο του ιερέα Τύχωνα βλέπομε, όπως γράφει
χαρακτηριστικά ο Μητροπολίτης Χαλκίδος Νικόλαος, «τον μεθυσμένο από την αγάπη
του Θεού, τον ιερουργόν που μεθίσταται σε άλλους κόσμους και ημπορεί να λέγει
ότι τον σηκώνει ο Δεσπότης Χριστός και τον εξάγει «του τε χώρου του τε ζόφου
και εισάγει εις άλλον, είτε κόσμον ή αέρα….και προς φως εισάγει μέγα» (Συμεών ο
Νέος Θεολόγος}.
Και συνεχίζει ο π. Αγαθάγγελος: Μετά, ο Γέροντας αποσυρόταν
και έκλαιγε για δυό και τρεις ημέρες. Το μαξιλάρι του γινόταν μούσκεμα. Την
θεία μετάληψη δεν περίμενε να βραδυάση για να την διαβάση, αλλά την διάβαζε από
το μεσημέρι. Και όλη την ημέρα προετοιμαζόταν για την Θεία Λειτουργία και θεία
κοινωνία της επόμενης ημέρας. Έλεγε, ότι ο πιστός πρέπει να προετοιμάζεται όλο
το εικοσιτετράωρο για να μπορή να γίνη μέτοχος στο σώμα και αίμα του Κυρίου
ημών Ιησού Χριστού.
Κατά την προσκομιδή, μνημόνευε επί ώρες όλα τα ονόματα που
είχε και στο τέλος ακουμπώντας τα με το χέρι έλεγε ξανά: -Μνήσθητι Κύριε όλου
κόσμου…
Κάποτε, μετά την μνημόνευση των πολλών ονομάτων μ’ ένα
χαριτωμένο τρόπο ακούμπησε το χέρι του σ’ αυτά λέγοντας προς εμένα: -Παιντί
καρντιά σ’ όλο κόσμο… Με μεγάλη απλότητα μου έλεγε πως οι Άγγελοι, οι Προφήτες,
οι Απόστολοι, οι Ιεράρχες, οι Μάρτυρες, οι Όσιοι, οι Ανάργυροι και πάντες οι
Άγιοι είναι παρόντες, καθώς τους μνημονεύουμε στην αγία προσκομιδή, και
έρχονταν βοηθοί σ’ όλον τον κόσμο, που τα ονόματά του ώρες μνημόνευε.
Ακόμη και για την Θεία Λειτουργία έλεγε στον Μοναχό, που θα
τον βοηθούσε και θα έκανε τον ψάλτη, να έρχεται το πρωί με το φώτισμα. Την ώρα
δε της Θείας Λειτουργίας του έλεγε να μένη στον μικρό διάδρομο, έξω από τον
Ναό, και από εκεί να λέη το Κύριε, ελέησον, για να νιώθη τελείως μόνος του και
να κινήται άνετα στην προσευχή του. Όταν έφθανε στο Χερουβικό, ο Πάπα -Τύχων
ηρπάζετο είκοσι έως τριάντα λεπτά, και ο ψάλτης θα έπρεπε να επαναλάβη πολλές
φορές το Χερουβικό, μέχρι να ακούση τις περπατησιές του στην Μεγάλη Είσοδο.
Όταν τον ρωτούσα μετά στο τέλος «τι βλέπεις, Γέροντα», εκείνος μου απαντούσε:
–Τα Χερουβείμ και Σεραφείμ δοξολογούν τον Θεό.
Έλεγε επίσης στην συνέχεια:
– Έμενα μετά από μισή ώρα με κατεβάζει ο φύλακάς μου Άγγελος
και τότε συνεχίζω την Θεία Λειτουργία…
Γιά τον Παπά-Τύχωνα, όλες σχεδόν οι ημέρες του χρόνου ήταν
Διακαινήσιμες, και ζούσε πάντα την Πασχαλινή χαρά. Συνέχεια άκουγε κανείς από
το στόμα του το: Δόξα Σοι ο Θεός, Δόξα Σοι ο Θεός. Αυτό συνιστούσε και σε
όλους, να λέμε το: Δόξα Σοι ο Θεός, όχι μόνο όταν περνάμε καλά, αλλά και όταν
περνάμε δοκιμασίες, γιατί και τις δοκιμασίες τις επιτρέπει ο Θεός, για φάρμακα
της ψυχής.
Λειτουργούσε συνήθως κάθε Κυριακή, αλλά είχε φυλαγμένο Άγιον
Άρτο και κοινωνούσε κάθε μέρα.
Στη λειτουργία έβλεπαν να αλλοιώνεται το πρόσωπό του. Τα
μάτια του μέσα στο σκοτάδι ήταν πολύ φωτεινά.
Πάντα λειτουργούσε με κατάνυξη και δάκρυα. Την ώρα της θείας
Λειτουργίας το Ευαγγέλιο το διάβαζε με δάκρυα. Με δάκρυα σήκωνε τα Άγια και
έκανε την Είσοδο, εκτός βέβαια από τις αρπαγές και τις θείες οπτασίες που είχε.
Τον παπα-Τύχωνα, όταν ήταν μόνος του, τον ξελειτουργούσε και
ο γερω-Γερόντιος. Τον πλήρωνα δέκα δραχμές για κάθε θεία Λειτουργία, την εποχή
εκείνη που δίναν πέντε δραχμές στον παπά.
Μια φορά τον είδε υπερυψωμένο πάνω από τη γη. “Πιο μεγάλο
άγιο σ’ όλο το Άγιον Όρος δεν έχω δει”, έλεγε ο γερω-Γερόντιος.
Διηγήθηκε ο γέροντας Παισιος: “Ο παπα-Τύχων στη Λειτουργία,
για να μην αποσπάται, κλείδωνε την πόρτα της Εκκλησίας, κι εγώ έλεγα το Κύριε
ελέησον απ’ έξω από το διάδρομο. Μια φορά, σε μία θεία Λειτουργία κατά την ώρα
του καθαγιασμού των Τιμίων Δώρων, χάθηκε η φωνή του. Περίμενα πέντε ώρες
περίπου και δεν τον διέκοψα γιατί δεν είχα ευλογία. Μετά από πέντε ώρες
συνέχισε με το “Εξαιρέτως…”. Πού βρισκόταν τόσες ώρες; Μάλλον ηρπάζετο σε
θεωρία. Την ημέρα εκείνη η θεία Λειτουργία τελείωσε το απόγευμα”.
Έλεγε ο Γέροντας: “Μετά από τρία χρόνια παραμονή στο
Κοινόβιο, ο μοναχός είναι για πόλεμο” (πνευματικό).
“Καλύτερα τρεις μετάνοιες με ταπείνωση, παρά χίλιες με
υψηλοφροσύνη”.
“Μόνο η ταπείνωση θα μας σώσει. Ταπεινόφρονες πραγματικούς
πολύ λίγους θα βρεις. Πρέπει να τους ψάξεις με το κερί“.
Καρυώτης Γέρων μαρτυρεί: “Ο παπα-Τύχων ήταν πολύ απλός και
ζούσε σ’ ένα δικό του κόσμο. Ήταν βιαστής πολύ και παρόλο που νήστευε ήταν
σωματώδης. Όταν ερχόταν στο Κελί μας και τον βάζαμε να φάει, έτρωγε μόνο δυο
κουταλιές για ευλογία. Τώρα δεν έχει κανέναν σαν αυτόν, μην ψάχνετε”.
Εκοιμήθη στις 10 Σεπτεμβρίου του 1968 αφού είδε σε όραμα την
Παναγία μαζί με τον άγιο Σέργιο και τον άγιο Σεραφείμ, και του προείπαν ότι θα
περάσει η εορτή του Γενεθλίου της Θεοτόκου και θα τον πάρουν.
Κοντά του ήταν ο υποτακτικός του γέροντας Παΐσιος που τον
γηροκόμησε, τον έθαψε και τον διαδέχθηκε στο Καλύβι. Μετά έγραψε τον βίον του
παπα-Τύχωνα που του παρουσιάστηκε μετά την κοίμησή του.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν
Από άρθρα πατέρων
Πηγή: iconandlight