Σελίδες

Παρασκευή 30 Ιουλίου 2010

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων 3

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος


Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων

7. Ἡ δόξα μὲ δαγκώνει




Η ΔΟΞΑ μὲ δαγκώνει, κενή, μάταιη
τὰ δόντια της ἔμπηξε στὴν καρδιά μου,
μ’ ἀρρώστησε, ὁλόκληρο μὲ διάλυσε
κι ὅταν ἦρθαν τ’ ἄγρια σκυλιά, τὸ πλῆθος τὰ θηρία,
μὲ βρῆκαν νὰ κείτομαι καὶ μὲ κατασπάραξαν.
Ἡ τρυφὴ κι ὁ ἔπαινος τὸν μυελὸ καὶ τὰ νεῦρα μου
διέσπασαν, τῆς ψυχῆς τὴ δύναμη καὶ προθυμία.

Ὅσα μοῦ ἀφαίρεσαν, ἀλίμονο, πῶς νὰ τὰ γράψω ὅλα;
Ἀντὶ γι’ αὐτὰ μοῦ ‘βαλαν νἄχω ληστὲς
τὴν οἴηση καὶ τὸν ὄκνο, τὴν ἡδονὴ καὶ τὴ μέριμνα
πῶς ν’ ἀρέσω στοὺς ἄλλους,
στ’ ἀντίθετα μ’ ἔσυραν καὶ μὲ διαμέλισαν.
Ἄλλοι τὴ σωφροσύνη παινεύοντας, τὴ νηφαλιότητά μου,
ἄλλοι τὰ ἔργα μου, νεκρὸ μὲ κατάφεραν,
οἴηση, τὸ παράδοξο πρᾶγμα, τὴ μεγάλη ἀπορία, σὲ μένα ἔσπειραν, τὸν καταβρωμισμένο.

Γιατὶ πῶς, ἐξήγησε, πῶς δὲν εἶναι ν’ ἀπορεῖ κανείς,
πῶς δὲν εἶναι ἀξιολύπητο τελείως,
τόσα πάθη ξαφνικὰ μοῦ ἐπιτέθηκαν,
μὲ κατάφεραν νεκρό, ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετὲς γυμνό,
πάλι ἔχασα τὸν ἑαυτό μου, τὸν λησμόνησα, ἀπ’ ὅσα ἔγιναν
δὲν κατάλαβα τίποτα, ἀλλὰ ἔχω οἴηση, πὼς εἶμαι ὁ μεγαλύτερος ὅλων
ἀπαθής, ἅγιος, σοφὸς θεολόγος,
δίκαιο εἶναι κι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νὰ μὲ τιμοῦν,
ἀλλὰ καὶ νὰ μ’ ἐπαινοῦν, γιατὶ ἀξίζω ἐπαίνους
προσκαλῶ κάθε ἄνθρωπο καὶ νομίζω πὼς τιμὴ συγκεντρώνω,
ὅσο ἔρχονται καὶ μαζεύονται, τόσο καμαρώνω
κι ὅλο κοιτάζω δεξιὰ ἀριστερά, μήπως ἔγινε κάποιος καὶ λείπει,
δὲν ἦρθε, δὲ μὲ θαύμασε,
κι ἂν τυχὸν βρεθεῖ κανεὶς νὰ μὲ ξέχασε,
ἔχω κακία, τὸν κατηγορῶ, τὸν διασύρω,
νὰ τὸ μάθει κι ὁ ἴδιος, νὰ τὸν πτοήσει ὁ ψόγος
καὶ νὰ ‘ρθεῖ, νὰ προσφωνήσει, νὰ δείξει ὑποταγή,
ὅτι κι αὐτὸς ἀνάγκη ἔχει τὴν εὐχὴ καὶ τὴ φιλία μου. …

   Μή μ’ ἀφήσεις, Χριστέ, νὰ πλανιέμαι στὸ μέσο τοῦ κόσμου,
Ἐσένα μόνο ἀγαπάω χωρὶς ποτὲ νὰ Σ’ ἀγάπησα
καὶ μόνη ἐλπίδα ἔχω τὶς δικές Σου ἐντολὲς νὰ φυλάω,
ἂν κι ὁλόκληρος στὰ πάθη βρίσκομαι καὶ δὲν Σ’ ἔχω γνωρίσει καλά.
Γιατὶ ποιός, ἂν Σ’ ἀγάπησε, ἔχει ἀνάγκη τὴ δόξα τοῦ κόσμου;
Ποιός, ἂν Σ’ ἀγάπησε, θέλει κάτι ἄλλο ἀπὸ Σένα τὸν ἴδιο;
Θὰ προσκαλέσει αὐτὸς τοὺς πάντες ἢ μερικοὺς θὰ κολακέψει,
ἢ θὰ φροντίσει νὰ γίνει φίλος καθενός;
Ὅσοι εἶναι δοῦλοι Σου πραγματικοὶ δὲν ἔκαναν τέτοια, οὔτε ἕνας.
Γι’ αὐτὸ ἔχω θλίψη καὶ λύπη, Θεέ μου,
ὅτι βλέπω σ’ αὐτά δουλωμένο τὸν ἑαυτό μου,
καὶ δὲν μπορῶ νὰ τὸ νοιώσω καλά, οὔτε νὰ ταπεινωθῶ,
τὴ δική Σου δόξα τὴ μόνη ἀληθινὴ δὲν θέλω.

[Ὕμνος ΙΒ’, στ. 69-101, 117-129]




8. Καθένας Ἕνας




ΠΩΣ δὲν εἶναι θαῦμα φοβερό, πῶς δὲν θὰ φρίξει καθένας, ποὺ τέλεια τὸ νοιώθει,
αὐτό γνωρίζοντας καλά :
Τώρα βρίσκεσαι μαζί μας καὶ στοὺς αἰῶνες.
Καθένα μας τὸν κάνεις σπίτι Σου, σ’ ὅλους κατοικεῖς,
σπίτι γιὰ ὅλους γίνεσαι ὁ Ἴδιος καὶ κατοικοῦμε μέσα Σου,
ἕνας, Σωτήρα, καθένας μας μαζί Σου εἶναι ὁλόκληρος σ’ ὁλόκληρον Ἐσένα,
καὶ μὲ καθένα μόνο του μόνος βρίσκεσαι Σύ
καὶ ὑπεράνω μας ὁλόκληρος ὑπάρχεις μόνος.

Λοιπόν : τώρα ὑπάρχεις. Μέσα μας τὰ φρικτὰ Μυστήρια ὅλα κάνεις τώρα.
Ποιά φρικτά; Ἀπ’ τὰ πολλὰ ἀκοῦστε λίγα,
γιατὶ ἂν κι ὅσα ἔχω πεῖ, εἶναι ὅλα τους ψηλότερα ἀπὸ κάθε ἔκπληξη,
ὅμως, ἄκουγε τώρα ἀπ’ αὐτὰ ἀκόμα πιὸ φρικτά!

Μέλη τοῦ Χριστοῦ γινόμαστε κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,
Καὶ τὸ χέρι μου Χριστός, καὶ τὸ πόδι μου Χριστός, ἐμένα τοῦ πανάθλιου,
Καὶ τὸ χέρι τοῦ Χριστοῦ καὶ τὸ πόδι τοῦ Χριστοῦ, ἡ ἀθλιότητα δική μου.
Κινῶ τὸ χέρι, καὶ Χριστὸς ὁλόκληρος εἶναι τὸ χέρι μου.

Κατάλαβε : ἡ ἅγια Θεότητα δὲν χωρίζεται.
Κινῶ τὸ πόδι καὶ νά, φωτεινὸ εἶναι ὅπως Ἐκεῖνος.
Μὴ πεῖς ὅτι εἶμαι βλάσφημος, ἀλλὰ δέξου τα αὐτά,
προσκύνησε τὸν Χριστὸ ποὺ ἔτσι σ’ ἀλλάζει.
Γιατὶ κι ἐσύ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλεις, θὰ γίνεις μέλος Του,
κι ἔτσι τὰ μέλη καθενός, ὅλα,
μέλη τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνουν κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,
ὅλα τ’ ἀσχήμονα Εὐσχήμονα θὰ κάνει
ὅλα τέλεια θὰ στολίσει μὲ τὴ Δόξα καὶ τὴν Ὀμορφιὰ τῆς Θεότητας,
καὶ θὰ γίνουμε μαζὶ Θεοὶ μὲ τὸν Θεὸ ζῶντας μαζί,
χωρὶς καθόλου ἀσχημοσύνη πιὰ νὰ βλέπουμε τοῦ σώματος,
ὅλοι μὲ τὸ σῶμα ὁλόκληρο θὰ ἔχουμε τοῦ Χριστοῦ τὴ Μορφή,
καὶ κάθε μέλος θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ὁλόκληρος.
Γιατὶ ἂν καὶ γίνεται σὲ πολλά, παραμένει Ἕνας, ἀδιαίρετος,
κάθε μερίδιο εἶναι ὁ Ἴδιος ὁλόκληρος.

Σωστὰ δὲν τὄχες πάρει, δὲν εἶναι ἄσχημα αὐτά!
Μέλη τοῦ Χριστοῦ εἶναι, κρυφά, γιατὶ σκεπάζονται,
γι’ αὐτὸ εἶναι καὶ σεμνότερα ἀπὸ τ’ ἄλλα,
γιατὶ κανείς δὲν τὰ βλέπει, τοῦ κρυφοῦ κρυφὰ μέλη,
ἀπ’ τὸν ὁποῖο δίνεται, σὲ θεία συνουσία, τὸ Σπέρμα θεϊκό,
στὴ θεϊκὴ Μορφή Του μορφωμένο μὲ φοβερὸ τρόπο
ἀπ’ τὴν ἴδια τὴ Θεότητα ὁλόκληρη, γιατὶ εἶναι ὁ Θεὸς Ὁλόκληρος,
ποὺ ἑνώνεται μαζί μας – Μυστήριο φρικτό! …

Μὲ βρώμικα ροῦχα ποὺ ντύθηκες, δὲν θὰ κοκκίνιζες;
Τὴν ὥρα ποὺ λέω τὰ φρικτὰ Μυστήρια γιὰ μέλη ἅγια
καὶ δόξα βλέπω πλούσια, ὁ νοῦς μου λάμπεται
ἔχω χαρὰ καὶ τίποτα δὲν βλέπω σαρκικό, ἐσὺ
κοιτᾶς τὶς σάρκες σου ποὺ ἔχουν καταβρωμίσει,
στὴ σκέψη σου ἔρχονται τὰ ἀτοπήματά σου,
ἐκεῖ ὁ νοῦς σου γυρνάει συνέχεια σὰν σκουλήκι,
γι’ αὐτὸ πετᾶς στὸν Χριστὸ καὶ σὲ μένα τὴ δική σου ντροπὴ
καὶ λές, ‘δὲν ντρέπεσαι σὺ γιὰ τ’ ἀσχήμονά σου,
ἀλλὰ θέλεις νὰ κατεβάζεις στ’ ἀσχήμονα τὸν ἴδιο τὸν Χριστό;’

Κι ἐγὼ πάλι σοῦ λέω, βλέπε τὸν Χριστὸ στὴ μήτρα,
κι ὅσα ἔγιναν στὴ μήτρα κατάλαβε καὶ τὴ μήτρα ἄφησαν.
Ἀπὸ ποῦ πέρασε ὁ Θεός μου καὶ βγῆκε!
Καὶ περισσότερο κάτι μπορεῖ νὰ βρεῖς, πάνω ἀπ’ ὅσα εἶπα,
αὐτὰ ποὺ καταδέχτηκε γιὰ νὰ δώσει τὴ δόξα Του σὲ μᾶς,
μὴν αἰσχύνεται κανείς ποὺ περνάει τὰ ἴδια
οὔτε ὅταν λέει αὐτὰ ποὺ ἔπαθε Ἐκεῖνος ἢ ὁ ἴδιος παθαίνει.
Ἄνθρωπος ὁλόκληρος ἔγινε, ὁ πράγματι ὁλόκληρος Θεός,
ἕνας αὐτός, δὲν ἔχει διαιρεθεῖ, καὶ ἄνδρας τέλειος πάντως,
κι ὁ ἴδιος εἶναι πάλι Θεὸς Ὁλόκληρος σ’ ὅλα τὰ μέλη.

[Ὕμνος ΙΕ’, στ. 129-161, 167-174, 185-204]







συνεχίζεται...

όλο το έργο εδώ
Ἐπιλογὴ - μετάφραση : Γ. Βαλσάμης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου