Σελίδες

Κυριακή 1 Αυγούστου 2010

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων 5

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων


11. Ποτέ δεν σταμάτησες

ΓΙΑ ΝΑ ΔΟΥΝ τὸ πλῆθος τῶν κακῶν μου,
ἐδῶ θὰ τὰ πῶ. Πάντως ὄχι ὅλα, Λόγε,
εἶναι ἀναρίθμητα, πάνω ἀπ’ τ’ ἄστρα,
πάνω ἀπ’ τὶς σταγόνες τῆς βροχῆς καὶ τὴν ἄμμο τῆς θάλασσας,
πάνω ἀπ’ τὸ πλῆθος τῶν κυμάτων ποὺ σηκώνει ὁ ἄνεμος.
Θὰ τὰ πῶ, ἀλλὰ ὅσα ἀντέχει τὸ βιβλίο τῆς συνείδησης
κι ὅσα ἔχουν οἱ ἀποθῆκες τῆς μνήμης,
τ’ ἄλλα μόνο Ἐσύ γνωρίζεις, μέτρα τα ὁ ἴδιος.

Ἔχω γίνει φονιᾶς, μάθετέ το ὅλοι
κλάψετε μὲ συμπόνοια. Μὲ ποιὸ τρόπο,
τ’ ἀφήνω, μὴ μιλάω πολύ.
Ἔχω γίνει, ἀλίμονο, μοιχὸς στὴν καρδιὰ
καὶ σοδομίτης στὴν πράξη καὶ τὸ θέλημά μου.
Ἔχω γίνει πόρνος, μάγος καὶ παιδοφθόρος,
ἐπίορκος καὶ πλεονέκτης, κλέφτης,
ψεύτης καὶ ξεδιάντροπος, ἅρπαγας, κατήγορος,
μισάδελφος, φθονερὸς πάρα πολύ, φιλοχρήματος,
θρασύς, κι ἔκανα ὅλες τὶς κακίες ποὺ ὑπάρχουν.

Νὰ μὲ πιστέψετε, λέω ἀλήθεια.
Δὲν προσποιοῦμαι οὔτε σοφίζομαι.

Ποιός τ’ ἄκουσε αὐτὰ καὶ δὲν ἔχει ἔκπληξη,
δὲν ἔχει ἀπορία, φιλάνθρωπε, μὲ τὴ μακροθυμία Σου,
δὲν ἔχει θαμπωθεῖ καὶ δὲν θὰ πεῖ :
Πῶς δὲν ἄνοιξε ἡ γῆ νὰ γλυτώσει ἀπ' τὸ βάρος του;
ποὺ δὲν ἀντέχει τὸν ταλαίπωρο στὴν πλάτη της,
πῶς ζωντανὸ δὲν τὸν κατέβασε στὸν ἅδη;
Πῶς δὲν τὸν πλάκωσε κεραυνὸς ἀπὸ ψηλὰ
τὸν παραβάτη αὐτόν, δὲν τὸν ἀνάλωσε;
Πῶς δὲν ἔπεσε ὁ οὐρανὸς ἐπάνω του
πῶς δὲν ἔσβησε ὁ ἥλιος καὶ τὰ ἄστρα,
γιὰ τοῦτον δῶ, ποὺ τόσο μεγάλη ἀπόκτησε περιφρόνηση; …

Δὲν χτυπάει ὅσους πέφτουν ὁ δίκαιος,
πάντως : ἀκόμα πιὸ πολὺ ἁπλώνει τὸ χέρι.
ὁ Κύριός μου, ὁ Καλός μου, αὐτὸ νὰ κάνεις
ποτὲ δὲν σταμάτησες οὔτε θὰ σταματήσεις. …
Γύρω σου ἔχεις Μυριάδες Ἀγγέλων,
Χίλιες Χιλιάδες Ἀρχαγγέλων,
Θρόνους, Κυριότητες Ἀναρίθμητες,
ἔχεις Δυνάμεις, Χερουβίμ, Σεραφὶμ
Πολυόμματα, Ἀρχές, Ἐξουσίες
κι ἄλλους πλῆθος λειτουργοὺς καὶ φίλους.
Ἔχεις τὴ Δόξα Ὑπερένδοξη,
δὲν τολμάει κανείς τους, Θεέ μου,
ν’ ἀτενίσει χωρὶς δέος ὅταν φανερώνεται, ν’ ἀντέξει
τὴν Ἀστραπόμορφη Δόξα τοῦ προσώπου Σου δέν μπορεῖ. …

Μετάνοιωσα ἀπ’ ὅλη τὴν ψυχή μου
φώναξα μὲ ἀλάλητες φωνές,
καὶ τὸν πεσμένο στὸν πιὸ τελευταῖο βυθὸ
τοῦ σκοταδιοῦ ἀπέραντου, ἀτέλειωτου γιὰ πάντα,
ἀπὸ τὸ ἄφατο ὕψος Σου μὲ ἄκουσες,
καὶ τὶς Δυνάμεις ποὺ εἶναι γύρω Σου
τὶς ἄφησες, καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρχουν
τὰ ἄφησες, κατέβηκες ἐκεῖ ποὺ εἶχα πέσει.
Ἔλλαμψες ἀμέσως, ἔδιωξες τὸ σκοτάδι
μὲ σήκωσες στὴ θεία πνοή Σου
μ’ ἔστησες στὰ πόδια Σου, μὲ τὴν ἀγάπη Σου
μὲ ἅλωσες, μὲ ἀλλοίωσες ὅλον τελείως.

Εἶδα τὸ πρόσωπό Σου καὶ φοβήθηκα,
ἂν καὶ πρᾶο, εὐπρόσιτο μοῦ φάνηκε.
Ἡ ὀμορφιά Σου ἀπ’ τὸν ἑαυτό μου μ’ ἔβγαλε
ἔξω τελείως, μὲ σημάδεψε, Τριάδα, Θεέ μου! …

Πρᾶος ὁ Χριστός, ταπεινὸς στὴν καρδιά,
ἂν κάποιος ἔνοικο τὸν ἔχει ἀποκτήσει, κατάλαβε :
ἀπὸ μέσα Του ἡ ταπείνωση,
μᾶλλον : ὁ ἴδιος Ἐκεῖνος εἶναι ἡ ταπείνωση.
Ψυχὴ ποὺ ζητάει δόξα ἀπὸ ἀνθρώπους
δὲν γνώρισε καθόλου τὴν ταπείνωση αὐτὴ
ὅποιος οἴηση κρατάει, ἔστω λίγη,
πῶς θἆχε τὴν ταπείνωση ἐντός του; …

Μοναχικὸ σχῆμα ἔχω φορέσει
καὶ σὰν κοσμικὸς ἀγαπάω τὰ κοσμικά,
δόξα, πλοῦτο, ἡδονές, τέρψεις.
Ἔχω τὸν Σταυρό Του στοὺς ὤμους
καὶ ν’ ἀντέξω τοῦ Σταυροῦ τὶς ταπεινώσεις
τελείως ἀρνιέμαι, καθόλου δὲν θέλω,
στοὺς φημισμένους κοντὰ τρυπώνω
μαζί τους τὴ φήμη ποθῶ.
[Ὕμνος ΚΔ’, στ. 63-94, 116-119, 192-202, 235-251, 332-355]


12. Παλάτι ἐργάσου




ΠΑΛΑΤΙ τὸ σπίτι ἐργάσου τῆς ψυχῆς σου
νὰ ζήσει ἐκεῖ ὁ Χριστὸς παντοῦ βασιλεύοντας.  …

Κι ἂς μονάζει, ὅποιος ἑνώθηκε μὲ τὸν Θεό, δὲν εἶναι μόνος,
ἂς κάθεται στὴν ἔρημο, ἂς εἶναι σὲ σπηλιά!
Ἂν δὲν συνάντησε Αὐτόν, τὸν ἴδιο, ἂν δὲν γνώρισε,
Ὁλόκληρον Αὐτόν, ποὺ πῆρε σάρκα, τὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ
ἂν δὲν ἔλαβε – μοναχὸς δὲν ἔχει γίνει, ἀλίμονο, καθόλου.

Καὶ εἶναι αὐτὸς πραγματικὰ μόνος : ἀπ’ τὸν Θεὸ ἔχει χωριστεῖ –
καὶ μεῖς, καθένας χωρισμένος σίγουρα,
ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους ὅλους, ὁπωσδήποτε,
εἴμαστε ὅλοι ὀρφανοί, ἀποκομμένοι.
Ἡ συγκατοίκηση —ἂς μοιάζει— δὲν εἶναι ἕνωσή μας
ἡ ἀνάμιξή μας, ὁ ἕνας μὲ τὸν ἄλλο ὅπου μαζεύονται πολλοί :
εἴμαστε ὅλοι χωρισμένοι ἀπ’ ὅλους, στὴν ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα.
Ἀλήθεια αὐτό, ὁ θάνατος ἀπόδειξη.
Καθένα μας τὸν ἀποκόβει ἀπὸ φίλους καὶ συγγενεῖς
μέσα μας κάνει καὶ ξεχνᾶμε ὅλους, ποὺ τώρα ἀγαπᾶμε.
Καὶ νύχτα, ὕπνος, πράξεις βιωτικές,
τοὺς πολλούς, τὴν ἕνωσή μας, δὲν διαλύουν;

Οὐρανὸ τὸ κελλί του ἀπὸ ἀρετὴ ἔκανε ἐκεῖνος.
Οὐρανοῦ καὶ γῆς τὸν Δημιουργό, στὸ κελλί του
κάθεται κι ὅμως νοεῖ, βλέπει, προσκυνάει,
μὲ τ’ ἄδυτο Φῶς εἶναι μαζὶ χωρὶς διακοπή.
Φῶς τὸ ἀνέσπερο, Φῶς τὸ ἀπρόσιτο,
καθόλου δὲν τὸ ἀποχωρίζεται, δὲν ἀπομακρύνεται ποτέ,
οὔτε μέρα, οὔτε νύχτα, τρώγοντας ἢ πίνοντας,
στὸν ὕπνο, στὸ περπάτημα, τόπο ἀλλάζοντας,
ὅπως ζεῖ, τὸ ἴδιο ἀφοῦ πεθάνει —τρανότερα μᾶλλον—
μὲ τὴν ψυχή του τελείως μαζί Του εἶναι στοὺς αἰῶνες. …

Μοναχοὶ αὐτοί ἀληθινά, μόνοι αὐτοὶ μονάζοντες,
μὲ μόνο τὸν Θεὸ μαζὶ καὶ στὸν Θεὸ μέσα μόνοι,
γυμνοὶ ἀπὸ ἐνθυμήσεις, ἀπὸ σκέψεις ὁποιεσδήποτε,
βλέπουν μόνο τὸν Θεό, σὲ νοῦ χωρὶς ἔννοιες,
σὲ νοῦ μπηγμένο στὸ Φῶς, ὅπως στὸν τοῖχο τὸ βέλος,
ἢ ὅπως ἀστέρι στὸν οὐρανό, ἢ πῶς νὰ πῶ δὲν ἔχω.
Σὰν ἄλλο νυμφῶνα, φωτεινό, κατοικοῦν τὰ κελλιά τους,
στὸν Οὐρανὸ τοὺς φαίνεται ζοῦν
—ἢ ἀλήθεια ζοῦν— βλέπε! μή διστάσεις!

Γιατὶ δὲν βρίσκονται στὴ γῆ, ἂν κι ἀκουμπᾶνε στὴ γῆ
ζοῦν στὸ Φῶς τοῦ αἰώνα ποὺ ἔρχεται,
ὅπου κατοικοῦν οἱ Ἄγγελοι, ποὺ ἐπάνω περπατοῦν,
ἀπ’ ὅπου διαρπάζονται οἱ Ἀρχές, οἱ Ἐξουσίες,
ἀπ’ ὅπου οἱ Θρόνοι καὶ κάθε Κυριότητα παίρνει τὴ δύναμή της.

Ἀκουμπάει ὁ Θεὸς στοὺς ἅγιους καὶ ἀναπαύεται,
ὅμως στὸν Θεὸ οἱ ἅγιοι ζοῦν καὶ κινοῦνται
βαδίζοντας στὸ Φῶς ὅπως ἐπάνω σ’ ἔδαφος.
Τρανὸ θαῦμα! Ὅταν διαβοῦν ἐκεῖ
θὰ εἶναι σὰν Ἄγγελοι καὶ σὰν Παιδιὰ τοῦ Ὕψιστου,
Θεοὶ μὲ τὸν Θεὸ ζῶντας μαζί,
μ’ Ἐκεῖνον ποὺ ἔχει τὴ φύση θεϊκή, μέσα στὴ χάρη Του Θεοί.

Τώρα μόνο, ὑστεροῦν ἀπὸ τοὺς Ἄγγελους
μὲ τὸ σῶμα ποὺ τοὺς κρατάει, τοὺς σκεπάζει, τοὺς καλύπτει.
Ἀλίμονο, βλέπουν τὸν ἥλιο σὰν φυλακισμένοι,
τὶς ἀκτίνες νὰ εἰσδύουν ἀπὸ φεγγίτη,
ἀδύνατο νὰ καταλάβουν τὸν Ὁλόκληρο
νὰ δοῦν καλά, ἔξω ἀπ’ τὴ φυλακὴ νὰ βρεθοῦν,
ν’ ἁπλωθοῦν, ν’ ἀναβλέψουν τρανὰ στὸν ἀέρα.
Ἡ μόνη τους λύπη αὐτή : ὁλόκληρο
δὲν βλέπουν τέλεια τὸν Χριστό, ἂν κι ὁλόκληρο τὸν βλέπουν,
ἀπ’ τὰ δεσμὰ τοῦ σώματος νὰ δραπετεύσουν δὲν μποροῦν,
ἔχοντας λύσει δεσμὰ παθῶν, ὅλες τὶς ἀγωνίες,
ἔχουν λύσει τὰ πολλά, ἕνα τοὺς κρατάει ἀκόμα. …

Μή λέτε, ‘ἀδύνατο νὰ πάρεις ἅγιο Πνεῦμα’,
Μή λέτε, ‘δυνατὸ νὰ σωθεῖς χωρὶς τὸ Πνεῦμα’
Πιά, μή λέτε γιὰ κανένα πὼς ‘ἔχει Πνεῦμα χωρὶς νὰ τὸ γνωρίζει’!
Μή λέτε, ‘ὁ Θεὸς δὲν βλέπεται ἀπὸ ἀνθρώπους’,
Μή λέτε, ‘οἱ ἄνθρωποι δὲν βλέπουν θεῖο Φῶς’,
ἢ ὅτι ‘ἀδύνατο νὰ δοῦν στὴν τωρινὴ ζωή’!
Φίλοι! Αὐτὸ ποτὲ δὲν ἔγινε ἀδύνατο, ἀντίθετα!
Γιὰ ὅποιους τὸ θέλουν δυνατὸ πολύ!
Σ’ ὅποιους χάρισε ὁ βίος κάθαρση ἀπὸ πάθη,
καθαρὸ ἐργάστηκε τοῦ νοῦ τους τὸ μάτι,
καὶ στοὺς ἄλλους τύφλωση πραγματικά,
βρωμιὰ ἁμαρτιῶν, ποὺ καί ἐδῶ καί ἐκεῖ
χωρὶς τὸ θεῖο Φῶς θὰ τοὺς ἀφήσει —μή πλανιέστε!—
Σὲ φωτιὰ καὶ σκοτάδι θὰ τοὺς ὁδηγήσει.

[Ὕμνος ΚΖ’, στ. 1-2, 22-48, 76-107, 125-137]






συνεχίζεται...

όλο το έργο εδώ

Πηγή: www.ellopos.gr/symeon/default.asp          
Ἐπιλογὴ - μετάφραση : Γ. Βαλσάμης


.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου