Σελίδες

Πέμπτη 5 Αυγούστου 2010

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος: Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων 8

Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος

Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων



16. Μ’ ἐγκατέλειψε

ΑΛΗΘΕΙΑ : παράδοξο θαῦμα ἡ σάρκα μου
ἡ οὐσία, λέω, τῆς ψυχῆς, καὶ ναί, πραγματικά,
τοῦ σώματός μου, σὰν πάρουν τὴ θεία Δόξα
Ἀστραπὲς πηγάζουν θείας Λάμψης.
Σ’ ἕνα μέρος τοῦ σώματος, τὸ βλέπω,
τελεῖται αὐτὸ καλά.
Δὲν θὰ ποθήσω τ’ Ὁλόκληρο σῶμα;
Δὲν θὰ ἱκετεύσω, ἀπαλλαγὴ κακῶν
καὶ τὴν ὑγεία, ποὺ εἶπα,
τὴ Δόξα νὰ πάρει Ὁλόκληρο;

Τὴν ὥρα ποὺ ἤμουν ἔτσι,
ἴσως μὲ θέρμη περισσότερη ἀκόμα,
καὶ κατάπληξη εἶχα ὅση τὰ θαύματα,
ὁ Κύριος, ὁ Ἀγαθός, τὸ δικό Του χέρι μετακίνησε,
τὸ ἔφερε καὶ στ’ ἄλλα μέρη τοῦ σώματος
καὶ βλέπω, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο καθαρὰ γίνονται
ὅλα ντύνονται τὴ θεία Δόξα.

Καθαρὸν ἀμέσως, Ἐλεύθερο ἀπὸ δεσμά,
μοῦ δίνει τὸ θεῖο χέρι, μὲ σηκώνει ἀπ’ τὸν βάλτο,
μ’ ἀγκαλιάζει ὁλόκληρος, σφίγγεται πάνω μου
πέφτει στὸ λαιμό μου —πῶς θὰ τ’ ἀντέξω!—
καὶ μὲ δύναμη συνέχεια μὲ φιλάει!

Παράλυσα! Ἔχασα ὅλη τὴ δύναμή μου
—πῶς θὰ τὰ γράψω αὐτά;—
μὲ σηκώνει στοὺς ὤμους Του
—Ἀγάπη!  Ἀγαθότητα!—
καὶ μὲ βγάζει ἀπ’ τὸν ἅδη,
ἔξω ἀπ’ τὸν χῶρο, ἔξω ἀπ’ τὸν ζόφο
ἀλλοῦ μέσα μὲ φέρει, σὲ ἄλλο
εἴτε κόσμο, εἴτε ἀέρα,
τελείως ἀδύνατο νὰ πῶ,
αὐτό γνωρίζω : Φῶς μὲ βαστάει,
Φῶς μὲ συγκρατεῖ καὶ σὲ Φῶς μέσα μὲ φέρει,
Μεγάλο, Θεϊκό, Θαυμαστό
τέτοιο ποὺ οἱ Ἄγγελοι νὰ ἐξηγήσουν
καὶ νὰ ποῦν ὁ ἕνας στὸν ἄλλο
δὲν θὰ μπορέσουν, οὔτ’ ἐλάχιστα, νομίζω.

Κι ὅταν βρέθηκα στὰ ἐκεῖ
ἄλλα μοῦ δείχνει πάλι,
τὰ μέσα στὸ Φῶς, σοῦ λέω,
καὶ μᾶλλον τ’ ἀπὸ τὸ Φῶς,
μοῦ δίνει νὰ ἐννοῶ
τὴν παράξενη Ἀνάπλαση,
ποὺ Αὐτὸς μὲ ἀνέπλασε,
μὲ ἀπάλλαξε ἀπ’ τὴ φθορὰ
καὶ τὸ αἴσθημα τοῦ θανάτου
ποὺ μ’ εἶχε κυριεύσει, τὸ ἔδιωξε
ὁλόκληρο μ’ ἐλευθέρωσε.

Ζωὴ μοῦ δώρησε ἀθάνατη
κι ἀπ’ τὸν κόσμο τῆς φθορᾶς
κι ὅλα ποὺ ἔχει μέσα του
μὲ χώρισε.
Μοῦ φόρεσε ἄυλη στολὴ
ποὺ ἔχει τὴν ὄψη τοῦ Φωτός,
Ὑποδήματα τὸ ἴδιο,
Δαχτυλίδι καὶ Στέφανο
ὅλα τους ἄφθαρτα, ἀναλλοίωτα
παράξενα, ὄχι ὅπως τὰ ἐδῶ.

Μ’ ἔκανε ἀπρόσιτο στὴν ἁφή,
ἀψηλάφητο —ἀπορῶ!—
μ’ ἔκανε ἀόρατο ἐξίσου
στοὺς ἀόρατους ἐνταγμένο.

Ἔτσι μ’ ἐργάστηκε, τέτοιο μ’ ἔκανε ὁ Δημιουργός,
κι ὕστερα μ’ ἔφερε σ’ αἰσθητὴ σκηνή,
ναί, σωματική,
μέσα ἐκεῖ μ’ ἔκλεισε
τέλεια μ’ ἀσφάλισε
καὶ μὲ κατέβασε στὸν κόσμο
τὸν αἰσθητὸ καὶ ὁρατό.

Πάλι μ’ ἔβαλε νὰ ζῶ καὶ νὰ εἶμαι
μ’ ὅσους κάθονται στὸ σκοτάδι,
ἐμένα, ποὺ εἶχα ἀπαλλαγεῖ ἀπὸ σκοτάδια,
σὲ κάθειρξη μαζί τους,
μ’ αὐτοὺς ποὖναι στὸ βάλτο, λέω,
νὰ τοὺς διδάσκω ἴσως,
νὰ ὁδηγῶ στὴν ἐπίγνωση
γιὰ τραύματα ποὺ τοὺς καλύπτουν
γιὰ δεσμὰ ποὺ τοὺς κατέχουν.

Διάταξε, κι ἔφυγε. Μ’ ἐγκατέλειψε μόνο μου
στὸ προηγούμενο σκοτάδι, λέω.
Ἀπ’ ὅσα σοῦ εἶπα πρὶν
δὲν μὲ παρηγόρησε τίποτα,
ὅσα μοῦ δώρησε, τ’ ἀνείπωτα ἀγαθά,
ποὺ ὁλόκληρο μ’ ἀνανέωσε
ὁλόκληρο μ’ ἀθανάτισε,
ὁλόκληρο μὲ θεοποίησε
Χριστὸ μὲ τελειοποίησε,
ὅλα ἡ στέρησή Του
μ’ ἔκανε νὰ ξεχνάω,
ἄδειο μὲ ἄφηνε. …
Ἐκεῖνον ζητοῦσα,
τὸν ποθοῦσα, τὸν ἐρωτεύτηκα,
ἡ μεγάλη Του ὀμορφιὰ μὲ πλήγωσε.

[Ὕμνος Λ’, στ. 263-365, 373-6]



συνεχίζεται...


όλο το έργο εδώ

Ἐπιλογὴ - μετάφραση : Γ. Βαλσάμης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου