Ἅγιος Συμεὼν ὁ Νέος Θεολόγος
Ὕμνοι Θείων Ἐρώτων
23. Ἔφυγα μακριά
ΕΦΥΓΑ ΜΑΚΡΙΑ Φίλε τοῦ ἀνθρώπου, εἶχα τὴ σκηνή μου στὴν ἔρημο,
ἀπὸ Σένα, τὸν γλυκό μου Κύριο ἔφυγα καὶ κρύφτηκα,
κάτω ἀπ’ τὴ νύχτα χώθηκα τῆς ἀγωνίας νὰ ἐπιβιώσω.
Ἀπὸ κεῖ γέμισα πολλὲς δαγκωματιὲς καὶ τραύματα.
Γύρισα, ἦρθα σὲ Σένα, καὶ στὴν ψυχή μου ὅμως πολλὲς οἱ πληγές. …
Τὸ ἔλεος τῆς χάρης Σου στάλαξε, Θεέ μου,
τὶς πληγές μου ἄλειψε, ἐξάλειψε τὰ ἕλκη,
τὰ μέλη μου συνάρμοσε καὶ σύσφιξε —παράλυσαν—
ἀφάνισε τὶς οὐλές, μὴ μείνει οὔτε μία, Σωτήρα,
τέλεια γιάτρεψέ με ὁλόκληρο, κάνε με ὅπως πρίν,
ὅταν δὲν εἶχα μολυσμὸ οὔτε μώλωπα
οὔτε πληγὴ νὰ αἱμορραγεῖ, οὔτε κηλίδα, Θεέ μου,
εἶχα γαλήνη, χαρά, εἰρήνη καὶ πραότητα,
τὴν ἅγια ταπείνωση καὶ μακροθυμία,
τὸν φωτισμὸ τῆς ὑπομονῆς καὶ πράξεις ὄμορφες,
σὲ ὅλα ὑπομονὴ καὶ δύναμη ἀνίκητη. …
Χάζεψα, Κύριε, ἀποβλακώθηκα, σὲ μένα ἐλπίζοντας,
μὲ πλάκωσε καὶ μ’ ἔσυρε ἡ ἀγωνία γιὰ τὰ ὑλικὰ
ἡ μέριμνα γιὰ τὰ βιωτικά, ὁ ταλαίπωρος, καταξέπεσα,
ψυχράθηκα σὰν τὸ σίδερο κι ἔγινα μαῦρος
πολὺ καιρό, ὥσπου ἔπιασα σκουριά.
Κι ἔτσι φωνάζω πάλι Ἐσένα,
Φιλάνθρωπε, θέλω νὰ καθαρίσω
νὰ ὑψωθῶ στὴν πρώτη μου Ὀμορφιά
τὸ Φῶς Σου τέλεια ν’ ἀπολαύσω
Τώρα κι ἀδιάκοπα σ’ ὅλους τοὺς αἰῶνες.
[Ὕμνος ΜϚ’, στ. 1-5, 11-21, 41-49]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου