5) Τα Ιερά Λείψανα
Υπάρχουν δύο γενικά είδη αγίων λειψάνων, αυτά που ευωδιάζουν και αυτά που και σώζωνται ολόκληρα ή σχεδόν ολόκληρα. Φαίνεται ότι τα πρώτα ανήκουν εις τους αγίους που ευρίσκοντο εις την κατάστσιν φωτισμού όταν εξεδήμησαν και τα δεύτερα εις αγίους που ευρίσκονται εις κατάστασιν δοξασμού.
Από μαρτυρίας πατέρων προκύπτει το γεγονός ότι η άκτιστος δημιουργική, συνεκτική, προνοητική, καθαρτική, φωτιστική και θεωτική ενέργεια του Θεού είναι απλή, διαιρείται αδιαιρέτως και πανταχού παρούσα ενεργεί τα πάντα εν πάσι. Έτσι ο θεούμενος εν Αγίω Πεύματι ευρισκόμενος βλέπει ως μέλος του Σώματος του Χριστού τον Πατέρα εν τω ενσαρκωθέντι Λόγω έσωθεν. Αυτών τα σώματα διατηρούνται τοιουτοτρόπως αφού η νοερά ενέργειά τους συνεχίζει να στροφαλίζεται κυκλικώς εντός της καρδίας τους εν κοινωνία με την θεωτικήν ενέργειαν της Αγίας Τριάδος. Πιθανόν θα ημπορούσαμεν να δούμεν τον στροφαλισμόν αυτόν με μαγνητικό αξωνικό τομογράφο.
Φαίνεται ότι έχουν δίκαιον εκείνοι που πιστεύουν ότι αι μέλαναι οπαί ευρίσκονται όχι μόνον εις το κέντρον των Γαλαξίων δίνοντες εις αυτάς την κυκλικήν τους κίνησιν, αλλά και εις μικροσκοπικά μεγέθη παντού εις το σύμπαν και αναμεσά μας και μέσα μας.
6) Όχι "εκ του κόσμου," αλλ' "εν τω κόσμω"
"...ουδείς εν πνεύματι Θεού λαλών λέγει, ΑΝΑΘΕΜΑ ΙΗΣΟΥΣ, και ουδείς δύναται ειπείν, ΚΥΡΙΟΣ ΙΗΣΟΥΣ, ει μη εν Πνεύματι Αγίω" (Α' Κορ. 12:3). Αυτή είναι η βιβλική και πατερική πνευματικότης και η δύναμις, εξ αιτίας της οποίας ήτο αδύνατον δι' ένα πιστόν-ναόν του Αγίου Πνεύματος, παρ' όλα τα βασανιστήρια και μαρτύρια, να λυγίση και να απαρνηθή τον Χριστόν. Τυχόν απάρνησις απλώς απεδείκνυε, ότι δεν ήτο μέλος του σώματος του Χριστού. Οι μάρτυρες και οι νεο-μάρτυρες ήσαν η απόδειξις της δυνάμεως του φωτισμού και της θεώσεως, δηλαδή του μυστηρίου του σταυρού, κατά των δυνάμεων του σκότους ως και το κατ' εξοχήν κήρυγμα ελευθερίας. Η πρωταρχική αποστολή των ναών του Αγίου Πνεύματος ήτο να εργάζωνται εις οποιοδήποτε επάγγελμα είχον ταχθεί και να επιδιώκουν να διαδώσουν την ιδικήν των θεραπείαν εις τους άλλους. Κατά κυριολεξίαν ειργάζοντο εντός της κοινωνίας των, με μίαν ειδικότητα ομοίαν με εκείνην των ψυχιάτρων. Διέφερον, όμως, απ' αυτούς εις το ότι δεν επεδίωκον, ωσάν αυτούς, την διανοητικήν ισορροπίαν των νοσούντων, με την προσαρμογήν των εις γενικώς αποδεκτούς κανόνας φυσιολογικής σκέψεως και συμπεριφοράς. Ο ιδικός των κανών υγείας και φυσιολογικής σκέψεως και συμπεριφοράς ήτο ο δοξασμός. Η θεραπευτική δύναμίς των δεν ήτο και δεν είναι "εκ του κόσμου τούτου." Αλλ' αύτοί, όμως, είναι "εν τω κόσμω," εργαζόμενοι δια την θεραπείαν της καρδίας των ανθρώπων καί, ως εκ τούτου, δια την μεταμόρφωσιν του κόσμου.
7) Θεολογία και δόγμα
Όλοι όσοι έφθασαν εις τον δοξασμόν μαρτυρούν το γεγονός, ότι "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον," αφού γνωρίζουν απ' αυτήν την εμπειρίαν των, ότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότης μεταξύ κτιστού και ακτίστου.
Τούτο σημαίνει, ότι τα περί Θεού ρήματα και νοήματα, τα οποία δεν αντιτίθενται εις την εμπειρίαν της θεώσεως, αλλά και οδηγούν εις την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και την θέωσιν, είναι Ορθόδοξα. Ρήματα και νοήματα, τα οποία αντιτίθενται εις τον δοξασμόν και απομακρύνουν από την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας και την θέωσιν είναι αιρετικά.
Αυτό είναι το κλειδί των αποφάσεων των Επτά Ρωμαϊκών Οικουμενικών Συνόδων, ως και της 8ης του 879 και της 9ης του 1341.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί των δογμάτων αγνοούν το κλειδί τούτο και πιστεύουν ότι οι πατέρες προσεπάθουν, ωσάν τον Αυγουστίνον, να κατανοήσουν στοχαστικώς και διαλεκτικώς το μυστήριον, το οποίον κρύβεται όπισθεν των περί Θεού ρημάτων και νοημάτων. Επιστρατεύουν μεταξύ των πατέρων ακόμη και τον Γρηγόριον τον Θεολόγον εις το στρατόπεδον της Φραγκο-Λατινικής θεολογίας, παρουσιάζοντές τον εν μεταφράσει να λέγει, ότι επιτρέπεται "τό φιλοσοφείν περί θεού" μόνον εις τους "ήδη γενομένους ειδικούς εις τον διαλογισμόν" (past masters of meditation), αντί εις μόνους τους "διαβεβηκότας εν θεωρία," η οποία είναι η θέα του Χριστού "δι' εσόπτρου εν αινίγματι" "γλώσση" και "πρόσωπον προς πρόσωπον" κατά τον "δοξασμόν."
Οι Πατέρες σαφώς απορρίπτουν ως πλάνην την ιδέαν ότι η διατύπωσις των δογμάτων αποτελεί μέρος προσπαθείας κατανοήσεως των περί Αγίας Τριάδος και ενσαρκώσεως του Λόγου μυστηρίων της πίστεως. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος γελειοποιεί τοιούτους αιρετικούς: "Ειπέ σύ την αγεννησίαν του πατρός, καγώ την γέννησιν του υιού φυσιολογήσω και την εκπόρευσιν του πνεύματος και παραπληκτίσομεν άμφω εις Θεού μυστήρια παρακύπτοντες" (Θεολ. Λόγος Δ',8). Ούτε εδέχθησαν ποτέ οι Πατέρες την θέσιν του Αυγουστίνου και των ακολουθούντων αυτόν Λατίνων, ότι η Εκκλησία κατανοεί καλύτερα και βαθύτερα την πίστιν και τα δόγματα με την πάροδον του χρόνου. Κάθε περίπτωσις δοξασμού μέσω των αιώνων είναι μετοχή "εις πάσαν την αλήθειαν" της Πεντηκοστής, η οποία ούτε αύξησιν, ούτε βαθυτέραν κατανόησιν επιδέχεται.
Τούτο σημαίνει επίσης, ότι η Ορθόδοξος δογματική είναι καθ' ολοκληρίαν ποιμαντική, αφού δεν υφίσταται εκτός των πλαισίων της θεραπείας της καρδίας δια της καθάρσεως και του φωτισμού και εφόσον θεολόγος είναι κατ' εξοχήν ο θεούμενος, του οποίου η θέωσις είναι υπέρ πάντα λόγον και έννοιαν.
Το να είναι κανείς θεολόγος σημαίνει κατά πρώτον και κύριον λόγον, ότι είναι ειδικός εις τας μεθοδείας του διαβόλου. Ο φωτισμός και κυρίως ο δοξασμός μεταδίδουν το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων δια την κατατρόπωσιν του διαβόλου, ειδικώς όταν ούτος προσφεύγει εις την διδασκαλίαν της θεολογίας και πνευματικότητος εις εκείνους που αρχίζουν να γλυστρούν μέσα από τα χέριά του.
8) Τα Μυστήρια
Το σημαντικώτερον αποτέλεσμα της εκφραγκο-λατινικεύσεως της Ορθοδόξου θεολογικής παιδείας τον 18ον και 19ον αιώνα, υπήρξεν η εξαφάνισις από τα δογματικά εγχειρίδια, και ιδίως από τα κεφάλαια περί μυστηρίων, της υπάρξεως των μελών του σώματος του Χριστού εντός των πλαισίων της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και της θεώσεως, παρ' ότι τα λειτουργικά κείμενα ακριβώς ταύτα προϋποθέτουν. Επηρεασμένα από Ρωσικά και Λατινικά εγχειρίδια ελησμόνησαν το γεγονός το μυστήριον της ιερωσύνης προϋποθέτει την θέωσιν, δηλαδή την προφητείαν, "μή αμέλει του εν σοί χαρίσματος, ό εδόθη σοι δια προφητείας μετά επιθέσεως των χειρών του πρεσβυτερίου. (Α' Τιμ. 4:14)"
9) Προφήται και διανοούμενοι
Η δημιουργία είναι τελείως εξηρτημένη από τον Θεόν, μολονότι δεν υπάρχει οποιαδήποτε ομοιότης μεταξύ των. Τούτο σημαίνει, ότι δεν υπήρξε και δεν υπάρχει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ πεπαιδευμένου και απαιδεύτου, όταν και οι δύο βαδίζουν την οδόν της θεραπείας του φωτισμού και της τελειώσεως του δοξασμού, δια να γίνουν απόστολοι και προφήται. Υψηλοτέρα γνώσις περί της κτιστής πραγματικότητος δεν παρέχει ουδέν ιδιαίτερον δικαίωμα επάνω εις την γνώσιν του ακτίστου. Ούτε η άγνοια δια την κτιστήν πραγματικότητα αποτελεί μειονέκτημα δια να φθάση κανείς εις την υψίστην υπέρ την γνώσιν γνώσιν του ακτίστου.
10) Προφήται και Φραγκο-Λατίνοι Πάπαι
Από τα πέντε Ρωμαϊκά Πατριαρχεία Πρεσβυτέρας Ρώμης, Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων οι Φράγκοι κατέλαβον, δια της στρατιωτικής βίας, εκείνο της Πρεσβυτέρας Ρώμης, αντικαθιστώντας τους Ρωμαίους Πάπας με Τεύτονας κατά την διάρκειαν ενός αγώνος, ο οποίος ήρχισε το 983 και έληξε το 1046. Ούτως, επεξέτεινον τον έλεγχόν των επί της αποστολικής διαδοχής μέχρις αυτού του Παπικού Θρόνου ως μέρος των σχεδίων των δια παγκόσμιον κυριαρχίαν. Μετέβαλαν τους Ρωμαίους Πατέρας εις Γραικούς και Λατίνους και προσέθεσαν τους Φράγκους εις τους λεγομένους ανυπάρκτους αυτούς Λατίνους Πατέρας και έτσι εχάλκευσαν τον μύθον ότι οι Φράγκοι και οι λατινόφωνοι Ρωμαίοι Πατέρες αποτελούν κάποια ενιαία Λατινική Χριστιανωσύνη. Δια το Ισλάμ ο Πάπας είναι ακόμη και σήμερον Λατίνος και Φράγκος και οι ιδικοί μας Πατριάρχαι Νέας Ρώμης, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων είναι Ρωμαίοι.
Η άγνοια του ποίοι και τί είναι οι προφήται και διατί κατέχουν την δευτέραν θέσιν μετά τους αποστόλους, εδημιούργησε το κενόν, το οποίον επληρώθη με το Φραγκο-Λατινικόν αλάθητον του Πάπα.
11) Προφήται και Πατέρες
Ο Γρηγόριος Νύσσης πληροφορεί τους αναγνώστας του, ότι αιρέσεις εμφανίζονται εις εκείνας τας Εκκλησίας, όπου δεν υπάρχουν προφήται. Ο λόγος είναι, ότι οι ηγέται των προσπαθούν να κοινωνήσουν με τον Θεόν μέσω του λογικού στοχασμού και της περί Θεού (αφηρημένης) φαντασίας, αντί μέσω του φωτισμού και δοξασμού. Το να συγχέη κανείς τας περί Θεού σκέψεις του με τον Θεόν είναι εξ επόψεως θρησκείας, ειδωλολατρεία και εξ επόψεως επιστημονικής μεθόδου αγραμματωσύνη.
Περί αποστόλων και προφητών ομιλεί ο Παύλος όταν γράφη, "ο δε πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται." (1 Κορ. 3:15). Διότι ούτοι έφθασαν εις την εν τω Χριστώ θεοπτίαν γενόμενοι αυτόπται μάρτυρες, ότι οι άρχοντες του αιώνος τούτου είχον σταυρώσει "τόν Κύριον της δόξης" (1 Κορ. 2:8). Αυτόν τον Κύριον της δόξης, Μεγάλης Βουλής Άγγελον, τον Ώντα, Θεόν Αβραάμ και Θεόν Ισαάκ και Θεόν Ιακώβ, τον Παντοκράτορα, την Σοφίαν του Θεού, την ακολουθούσαν Πέτραν (1 Κορ. 10:4), είδον οι προφήτες πάντες της Παλαιάς Διαθήκης. Εκ των οποίων ο Βαπτιστής Ιωάννης εν θεοπτία γενόμενος, είδεν εν σαρκί τον Κύριον της δόξης. Ασφαλώς και οι εις Αυτόν τυπικώς πιστεύοντες Ιουδαίοι, "ει έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της δόξης εσταύρωσαν." Πάντως εις τους θεουμένους προσαρμόζει ο Παύλος το "ά οφθαλμός ουκ είδεν και ούς ήκουσεν και επί καρδίαν ουκ ανέβη, όσα ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν. ημίν απεκάλυψεν ο Θεός δια του πνευματός αυτού" (1 Κορ. 2:9-10) ότι "τόν Κύριον της δόξης εσταύρωσαν" (1 Κορ. 8:8). Αυτοί οι αυτόπτες μάρτυρες θεούμενοι και οι φωτισθέντες μαθηταί των είναι οι μόνοι αυθεντίαι εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Αυτοί διατυπώνουν τους όρους της πίστεως που οδηγούν εις την θεραπείαν του "έσω ανθρώπου" και χρησιμεύουν ως σήματα κινδύνου να αποφύγουν οι πιστοί τους κομπογιαννίτες που υπόσχονται πολλά και δεν έχουν τίποτε να προσφέρουν εις την προετοιμασίαν δια την εμπειρίαν της εν Χριστώ δόξης του Θεού που πάντες θα ιδούν, είτε ως παράδεισον είτε ως κόλασιν.
συνεχιζεται...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου