Σελίδες

Παρασκευή 18 Μαρτίου 2011

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (5) ....Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης



Μετάφρασις εκ του Αγγλικού πρωτοτύπου
JESUS CHRIST - THE LIFE OF THE WORLD
υπό Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου Δρ. Θ.

Ομιλία η οποία εξεφωνήθη κατά την διάρκειαν του Π.Σ.Ε. Ορθόδοξον Συμβούλιον εις την Δαμασκόν, 5-9 Φεβρουαρίου 1982 και εδημοσιεύθη εις το Xenia Ecumenica, αρ. 39, σελ. 232-275, Helsinki, 1983. Η μετάφρασις δημοσιεύθη εις το "Γρηγόριος ο Παλαμάς", αφιέρωμα εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β'.

http://www.romanity.org


5) Προφητεύειν και Θεολογείν.

Ό,τι παρετηρήσαμεν έως τώρα είναι ισχυραί ενδείξεις ότι προφητεύειν και γινόμενος κάποιος προφήτης, κατά τον Απόστολον Παύλον, είναι όμοιον, εάν όχι ταυτόν, προς το θεολογείν και γινόμενος κάποιος θεολόγος, κατά την πατερικήν παράδοσιν. Η εξαφάνισις του όρου προφήτης και προφητεία ημπορεί να οφείληται εις την εμφάνισιν του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, εις την επικράτησιν των όρων πρεσβύτερος και επίσκοπος και εις την σπανιότητα της εμπειρίας του δοξασμού και ως εκ τούτου του προφήτου, με επακόλουθον την σπανιότητα του χαρίσματος των γλωσσών. Αλλά, αι πραγματικότητες των χαρισμάτων των γλωσσών και του δοξασμού καθ' εαυταί δεν εξηφανίσθησαν και διετηρήθησαν εις την μοναχικήν κίνησιν, η οποία έγινε το κύριον κέντρον αυτής της παραδόσεως, η οποία ετροφοδότει την Εκκλησίαν με τους μητροπολίτας της, αρχιεπισκόπους και τελικώς με επισκόπους επίσης.

Ό,τι αντιμετωπίσαμεν εις το Α' Κορ. 12-14 και ειδικώς εις το Α' Κορ. 14,26 ε., είναι το Αποστολικόν Θεολογικόν σχολείον της Εκκλησίας. Αυτό είναι το σχολείον, εις το οποίον εφοίτησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Υπενθυμίζομεν το σπουδαιότατον επιχείρημα, το οποίον ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εχρησιμοποίησεν έναντι των Ευνομιανών, ότι να θεολογή τις ή να φιλοσοφή περί Θεού επιτρέπεται μόνον εις εκείνους, οι οποίοι έχουν φθάσει εις θεωρίαν, το οποίον σημαίνει την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία, δηλαδή την αδιάλειπτον μνήμην του Θεού, η οποία διακόπτεται από καιρού εις καιρόν δια του δοξασμού. Ούτως το να προφητεύη τις ή να θεολογή είναι το να διερμηνεύη την Αγίαν Γραφήν υπό την καθοδήγησιν του χαρίσματος των γλωσσών και να γίνη Προφήτης ή Θεολόγος είναι το να έχη φθάσει κάποιος εις τον δοξασμόν.


Εν τούτοις, αυτή η Θεολογία είναι καθαρώς θεραπευτική και έκφρασις της υγείας. Το να ανέρχεται κανείς εις τον δοξασμόν επάνω εις το άρμα της νοεράς προσευχής είναι η πορεία της θεραπείας και το να φθάση εις τον δοξασμόν είναι η γεύσις της ενάρξεως της υγείας και τελειώσεως. Ταυτοχρόνως αυτός ο δοξασμός είναι η αποκάλυψις "πάσης της αληθείας" υπό του Αγίου Πνεύματος.

Συμφώνως προς τους Πατέρας της Εκκλησίας, οι προφήται επίσης είχαν την αδιάλειπτον προσευχήν, η οποία ήτο η φυσική οδός των προς δοξασμόν. Εν τούτοις, αι εμπειρίαι αύται δεν περιείχον ούτε τα μέλη εις το Σώμα του Χριστού ούτε την μόνιμον κατάργησιν του θανάτου. Αύται δεν ήσαν ακόμη το χάρισμα των γλωσσών της Πεντηκοστής. Ούτως, το τελευταίον χάρισμα περιέχει το προηγούμενον, αλλά ουχί αντιστρόφως. Ούτως, όποιος έχει το τελευταίον γνωρίζει την έννοιαν του προηγουμένου. Αυτός, ο οποίος έχει το χάρισμα των γλωσσών ή νοεράν προσευχήν, αλλά χωρίς δοξασμόν, ημπορεί να εξελιχθή εις την διάκρισιν του προφητικού φρονήματος. Αλλά αυτός, ο οποίος δεν έχει αυτό το χάρισμα, δεν ημπορεί. "Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν" [ 117 ]

Εντός μιας τοιαύτης συναφείας κάθε χαρισματούχος Κορίνθιος κατά την διάρκειαν των συναθροίσεων ηρμήνευεν ένα ψαλμόν, ή ένα σημείον της διδασκαλίας, ή μίαν εμπειρίαν της αποκαλύψεως, ή είχε κάτι να πή, ή να διερμηνεύση ή να διδάξη περί του χαρίσματος των γλωσσών: [ 118 ] "Προφήται δε δύο ή τρεις λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν, εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω. δύνασθε γαρ καθ' ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται, και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται, ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης". [ 119 ] Με άλλα λόγια, οι προφήται γνωρίζουν την μέθοδον του προφητεύειν. Έτσι κάθε διδασκαλία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ εκείνων, οι οποίοι μελετούν τους προφήτας, αλλά δεν έχουν γίνει ακόμη προφήται, πρέπει να γίνηται υπό την καθοδήγησιν των προφητών. Είναι οι εν Χριστώ δοξασμένοι, οι οποίοι κρίνουν όλους, αλλά δεν κρίνονται από κανένα: "Ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται, τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ός συμβιβάσει αυτόν; ημείς δε νουν Χριστού έχομεν". [ 120 ] Με άλλα λόγια, οι νόες ή αι διάνοιαι των Αποστόλων και προφητών έχουν γίνει όπως του Χριστού χάριν του δοξασμού αποτέλεσμα του οποίου είναι ότι δεν ζουν πλέον, έχοντες σταυρωθή και έχοντες αποθάνει ως προς την αμαρτίαν, αλλά ζη ο Χριστός "εν αυτοίς". Αυτοί είναι οι κατ' εξοχήν φίλοι του Θεού. [ 121 ]


Ό,τι έχομεν εις το Α' Κορ. 14, 26-33 είναι μία ανταλλαγή εμπειρίας του Αγίου Πνεύματός τινος υπό την καθοδήγησιν των προφητών προς οικοδομήν και αύξησιν κατανοήσεως και τελειώσεως. Αυτή είναι η αποστολική μορφή της δημοσία ενώπιον της εκκλησίας εξομολογήσεως, ως είναι σαφές επίσης από το Α' Κορ. 14, 24, όπου, η προφητεία οδηγεί εις την ανάκρισιν των ιδιωτών και απίστων και την φανέρωσιν των κρυπτών πραγμάτων των καρδιών των. Φαίνεται αρκούντως σαφές ότι η προφητεία του Παύλου και η πατερική αντίληψις της θεολογίας είναι η ιδία. Ο προφήτης και ο θεολόγος μορφούνται δια της καθάρσεως, του φωτισμού και του δοξασμού της καρδίας, εν τω οποίω δοξασμώ η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος διαβρώνει την διάνοιαν και τα πάθη, ώστε να μεταβάλη την ιδιοτελή αγάπην εις ανιδιοτελή, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής".

Εκείνο, το οποίον είναι σημαντικόν είναι ότι ο Χριστός, τον Οποίον οι χαρισματούχοι εγνώρισαν δια της εμπειρίας εις τους εαυτούς των και ευκαιριακώς είδον δια του Αγίου Πνεύματος εν τη δόξη του Θεού, είναι ο Ίδιος Χριστός, τον Οποίον εύρον εις την Παλαιάν Διαθήκην εις τον δοξασμόν των Προφητών. Ο Παύλος αποκαλύπτει εις μίαν σύντομον παρατήρησιν την βασικήν δομήν της λατρείας και πίστεως των αποστολικών κοινοτήτων: "Ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της Δόξης εσταύρωσαν". [ 122 ] Ο τρόπος κατά τον οποίον αυτό το κείμενον παρεμβάλλεται και η μοναδικότης του εις τας επιστολάς του Παύλου σημαίνει ότι είναι το δεδομένον της πίστεως όλων των πιστών. Δεν ημπορεί να υπάρχη αμφιβολία περί της εννοίας, εφ' όσον ολίγον πιο πέρα ο Παύλος λέγει ότι ο Χριστός ήτο Αυτός ο Οποίος ωδήγησε τους Εβραίους κατά την έξοδον από την Αίγυπτον και τους υπεστήριζεν καθ' όσον διέμενον εις την έρημον: "έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ήν ο Χριστός". [ 123 ] Οι Γαλάται εδέχθησαν τον Παύλον "ως άγγελον Θεού, ως Χριστόν Ιησούν" [ 124 ] - πιθανώς μία σύγκρισις με την φιλοξενίαν του Αβραάμ του Αγγέλου της Δόξης. Ο Παύλος δεν βλέπει τον Χριστόν εις την Παλαιάν Διαθήκην ως κάποιο είδος ουρανίου ή επιγείου Μεσσίου, αλλά ως τον Ίδιον τον Κύριον της Δόξης, ο Οποίος έγινεν ο Μεσσίας δια της Γεννήσεώς Του υπό της Παρθένου.

Το όνομα προφήτης εις την Παύλειον χρήσιν σημαίνει αυτόν, ο οποίος είδε τον ίδιον Κύριον της Δόξης, ως οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό είναι το κλειδί - παράγων εις την εμπειρίαν του χαρίσματος της προφητείας και αποτελεί το κέντρον της λατρείας και σπουδής της Παυλείου συναθροίσεως των χαρισματούχων. Η Αγία Γραφή, την οποίαν εχρησιμοποίουν, είναι η Παλαιά Διαθήκη, εις την οποίαν με μάρτυρα την ιδικήν των εμπειρίαν των γλωσσών, έβλεπεν τον Χριστόν παντού εντός του βίου των προφητών, ως τον Κύριον και Άγγελον της Δόξης. Εάν εδιάβαζον την Παλαιάν Διαθήκην με τας προϋποθέσεις του Αυγουστίνου και των θεολογικών του απογόνων, δεν θα υπήρχον ποτέ ούτε Αρειανοί και Ευνομιανοί, ούτε ιστορικαί Οικουμενικαί Σύνοδοι, όχι, διότι δεν θα υπήρχον αιρετικοί, αλλά, διότι δεν θα υπήρχον ούτε Αρειανοί, Ευνομιανοί και φυσικά ούτε Ορθόδοξοι. Το να θεολογή κανείς περί ενός αφηρημένου μονοθεϊσμού που νομίζει κανείς ότι ευρίσκει εις την Παλαιάν Διαθήκην, ή περί μιας φιλοσοφικής ιδέας του Θεού, είναι ωσάν να κάμη αστρονομίαν κάποιος με την φαντασίαν του αντί με τα τηλεσκόπια υπό την καθοδήγησιν των ειδικών. Εξ αυτής της απόψεως οι Αρειανοί και Ευνομιανοί ανήκον εις την πατερικήν και βιβλικήν παράδοσιν της εμπειρικής θεολογίας, ενώ ο Αυγουστίνος περιεπλανάτο εις το πεδίον του νεοπλατωνικού μυστικισμού και του αφηρημένου μονοθεϊσμού.


Ότι ο Απόστολος Παύλος επίστευεν ότι ο Θεός εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτει "πάσαν την αλήθειαν" κατά τον δοξασμόν, είναι σαφές από την έκθεσιν της διακρίσεως μεταξύ νηπίου και ανδρός. "Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην, ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον, άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην".[125]  Πηγαίνει κανείς από την παιδικήν ηλικίαν, που ήτο κάτω από τον νόμον, [ 126 ] εις την ανδρικήν δια της πίστεως, έχων το χάρισμα των γλωσσών, εις την οποίαν ο κτιστός νόμος αντικαθίσταται δια του ακτίστου νόμου εν τη καρδία εις την ανθρωπίνην Του φύσιν. Κατά την διάρκειαν αυτού του χρόνου βλέπει κανείς "δι' εσόπτρου εν αινίγματι και γινώσκει εκ μέρους και προφητεύει εκ μέρους". [ 127 ] Ο Παύλος ομιλεί προ εκείνων, οι οποίοι προφητεύουν ως έν αποτέλεσμα του χαρίσματος των γλωσσών. "Όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται... Τότε... επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην". [ 128 ] Ό,τι λέγει ο Παύλος είναι ότι δεν είναι κανείς προφήτης [ 129 ] μόνον, διότι δια του χαρίσματος των γλωσσών αυτός προφητεύει. Ανωτέρα από την προφητείαν είναι η κατάργησις εν δοξασμώ, η οποία είναι η έλευσις του τελείου, όταν κάποιος "γινώσκεται", καθώς ο Παύλος "επεγνώσθη" υπό του Θεού. Είναι αυτή η εμπειρία, η οποία κάνει Αποστόλους και Προφήτας.

Ότι ο Απόστολος Παύλος θα εταράσσετο εντελώς με την ιδέαν ότι η Εκκλησία ή οδηγείται εις "πάσαν την αλήθειαν" ή εις μίαν καλυτέραν αντίληψιν "πάσης της αληθείας", φαίνεται σαφώς από το ακόλουθον: "Αλλά καθώς γέγραπται, ά οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν, ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος αυτού".[130] Δια τον Παύλον, ο Θεός αποκαλύπτει εις κάθε δοξασμένον "όσα" εκ των "πραγμάτων", "ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν". Με άλλα λόγια, "πάσαν την αλήθειαν" [ 131 ] εις την οποίαν θα συμμετάσχουν εκείνοι, οι οποίοι αγαπούν τον Θεόν.

Φαίνεται σαφώς ότι πουθενά εις την Καινήν Διαθήκην δεν ευρίσκομεν την ιδέαν ότι "πάσα η αλήθεια" αποκαλύπτεται εις την Εκκλησίαν, ή ότι η Εκκλησία οδηγείται εις μίαν κατανόησιν "πάσης της αληθείας". "Πάσα αλήθεια", η οποία είναι ο Χριστός, και αποκαλύπτεται δια του Πνεύματός Του ή του Πνεύματος της Αληθείας, εις εκείνους, οι οποίοι δοξάζονται εις το Σώμα Του. Τα άλλα μέλη του Σώματος του Χριστού, οι οποίοι είναι μέλη, διότι έχουν το χάρισμα της προσευχής του Αγίου Πνεύματος αδιαλείπτως εν ταις καρδίαις των, γινώσκουν, ή προφητεύουν, ή θεολογούν εκ μέρους. Είναι αυτοί, οι οποίοι βλέπουν "δι' εσόπτρου εν αινίγματι και γινώσκουν εκ μέρους και προφητεύουν εκ μέρους". [ 132 ] Οι υπόλοιποι εξ εκείνων, οι οποίοι πιστεύουν εις τον Χριστόν είναι νήπιοι υπό τον νόμον. Ότι αυτοί θα έπρεπε να προφητεύουν ή να θεολογούν θα ήτο δια τους Πατέρας κατά την αντιμετώπισίν των με τους λαϊκούς ή τους αιρετικούς, οι οποίοι προσεποιούντο ότι ήσαν Θεολόγοι.

Εφ' όσον θα ήτο ασφαλές να υποθέσωμεν ότι ο προφήτης ήτο εις την σκέψιν του Παύλου αναγκαίον μέλος της δομής του Σώματος του Χριστού [ 133 ] ών ουσιώδες μέρος των θεμελίων του, παραλλήλως με τους Αποστόλους, θα εφαίνετο επίσης να ακολουθή ότι χωρίς αυτούς δεν υπάρχει Εκκλησία. Αυτό φυσικώς είναι αληθές, εφ' όσον εννοήσωμεν ότι το όνομα προφήτης σημαίνει αυτόν, ο οποίος ως οι Απόστολοι έχει την εμπειρίαν του δοξασμού. Ούτως, είτε ονομάζονται προφήται είτε Πατέρες της Εκκλησίας είναι δευτερεύον. Το σπουδαίον είναι ότι εκείνοι με την αδιάλειπτον προσευχήν, οι οποίοι φθάνουν εις δοξασμόν είναι ο κεντρικός πυρήν της Ιεράς Παραδόσεως, εφ όσον χωρίς αυτούς δεν υπάρχει Σώμα Χριστού. Είτε κάποιος έχει τοιούτους Πατέρας εις τας συγκεκριμμένας τοπικάς εκκλησίας, ή εις τα μοναστήρια, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτοί είναι οι ειδικοί δια την πρόοδον των μελών του Σώματος του Χριστού. Χωρίς αυτούς τα μυστήρια της Εκκλησίας γίνονται έν σύστημα μαγείας.

Ο Απόστολος Παύλος δεν λέγει ότι το Σώμα του Χριστού οικοδομείται όντως δια του βαπτίσματος, χρίσματος, θείας ευχαριστίας κ.λ.π., αλλά δια των Αποστόλων και προφητών εννοών Αποστόλους και Πατέρας, οι οποίοι γεννούν πνευματικώς άλλους εν Χριστώ, ετοιμάζοντες αυτούς δια την αποδοχήν της προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν ταις καρδίαις των. Μόνον μέσα εις αυτά τα πλαίσια τα μυστήρια του βαπτίσματος, χρίσματος, θείας ευχαριστίας, ιερωσύνης, εξομολογήσεως, μετανοίας κ.λ.π. δεν είναι μαγεία.


Με τας δεδομένας προϋποθέσεις, αι οποίαι παρουσιάσθησαν εις την μελέτην ταύτην, θα έπρεπε να είναι σαφές διατί, εκτός του Αυγουστίνου, κανείς Πατήρ της Εκκλησίας δεν εφαντάσθη τον εαυτόν του να είναι απησχολημένος εις μίαν δήθεν προσπάθειαν αποπείρας της Εκκλησίας να κατανοή το μυστήριον του Θεού και την Ενσάρκωσιν προοδευτικώς καλύτερα με την πάροδον του χρόνου. Η διατύπωσις του δόγματος δεν έχει καμμίαν σχέσιν με ουδεμίαν προσπάθειαν κατανοήσεως αυτών των μυστηρίων. Όλοι οι Πατέρες συμφωνούν με τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον, αποκαλούμενον ούτως, διότι είχε φθάσει εις τον δοξασμόν, ότι: "Θεόν, φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον". Θεολογία είναι η περί του Θεού γνώσις εν αδιαλείπτω προσευχή και η σπουδή της Γραφής και του Δόγματος. Είναι είς οδηγός προς τον Θεόν εις ένα ωκεανόν προλήψεων και παρανοήσεων περί Αυτού.

Αμφότερα καταργούνται εις την θέαν του Χριστού εν τη δόξη του Πατρός Του, δια του Πνεύματος και συγχρόνως μία εμπειρία, η οποία υπερβαίνει ρήματα και νοήματα και εμπνέει ταύτα ρήματα και νοήματα, τα οποία θα οδηγήσουν άλλους εις Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να καθορίση μίαν καθαράν διάκρισιν μεταξύ του δόγματος και του μυστηρίου του Θεού. Ο Αυγουστίνος συνέχεε τα δύο και ενόμιζεν ότι δια της αποδοχής του ενός, ημπορούσε να κατανοήση το άλλο δια της πίστεως. Αλλά, ο σκοπός του δόγματος, δεν είναι να γίνη κατανοητόν το μυστήριον αλλά να καταργηθή το δόγμα εν τω μυστηρίω του δοξασμού, ο οποίος είναι υπεράνω της κατανοήσεως, εφ' όσον ο Θεός είναι μυστήριον και παραμένει τοιούτον ακόμη και εις εκείνους, οι οποίοι βλέπουν Αυτόν εν Χριστώ. Ακόμη κανείς κατανοεί το δόγμα, αλλά μόνον, όταν γνωρίζη τον σκοπόν του και δεν το συγχέει με τον Ίδιον τον Θεόν.

Η διατύπωσις του δόγματος εις το Σύμβολον της Πίστεως και εις τους όρους των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων της Ορθοδόξου Παραδόσεως έχει γίνει εις κάθε μίαν περίπτωσιν μία αντίδρασις προς αίρεσιν και ποτέ έν μέρος μιας προβαλλομένης μεθόδου μεταβολής της μελέτης ή εκείνου του περιφήμου, αλλά μη υπαρκτού όρου θεολογούμενον εις το δόγμα. Οι Πατέρες θεολογούν μέσω της συμμορφώσεως της νοήσεώς των πρός: 1) την αδιάλειπτον προσευχήν των, 2) την Γραφήν εντός της Παραδόσεως των ιδικών των Πατέρων και 3) τον ιδικόν των δοξασμόν, εάν ήτο εις αυτό το στάδιον ή εις τον δοξασμόν των άλλων, αλλά όχι δια της διαλεκτικής.

Δια να κλείσωμεν αυτό το κεφάλαιον σημειώνομεν ότι ο Ωριγένης (περίπου 185-255 μ.Χ.) ταυτίζει την γλωσσολαλίαν της Α' Κορ. με την αδιάλειπτον προσευχήν του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία και βλέπει την παράδοσιν αυτήν ενεργώσαν, εις την Παλαιάν Διαθήκην, εφ' όσον αυτή είναι εκείνη, η οποία αναδεικνύει Προφήτας. Οι Καππαδόκαι Πατέρες δεν δείχνουν σημεία διαφωνίας με τον Ωριγένην επ' αυτού, έως εκεί που ήτο δυνατόν να εξακριβώσω. Κατά την εποχήν του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου (344-407), όμως η παράδοσις, η οποία είχεν επικρατήσει εις ωρισμένους κύκλους της Αντιοχείας ήτο, ότι η γλωσσολαλία ήτο το χάρισμα, το οποίον είχον οι απόστολοι να ομιλούν τας γλώσσας των λαών, τους οποίους ευηγγελίζοντο. Ουχ ήττον όμως, τούτο το χάρισμα των γλωσσών προϋπέθετε ότι συνώδευε το χάρισμα της αδιαλείπτου προσευχής, την οποίαν συμφώνως προς τον Χρυσόστομον, ο Παύλος αναφέρει εις την Α' Κορ. 14, 14-16.

Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (375-444) φαίνεται ότι ακολουθεί μίαν μέσην οδόν σχετικώς με την γλωσσολαλίαν του Παύλου, εφ' όσον σημειώνει, καθώς και ημείς ετονίσαμεν, ότι "ουδείς ακούει". ετονίσαμεν, ότι "ουδείς ακούει". [ 134 ] Αυτός δεν φαίνεται τόσον βέβαιος, όσον ο Χρυσόστομος ότι αυτό σημαίνει ότι ουδείς κατανοεί. Είναι σαφές ότι αυτή η προδιάθεσις ήτο αρκούντως ανεπτυγμένη ότι οι Απόστολοι ευρίσκοντο εις έν τοιούτον πνευματικόν επίπεδον μόνοι τους, ώστε, εν συγκρίσει με τα ιδικά των χαρίσματα, τα επιζώντα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος εις την Εκκλησίαν να θεωρώνται κατώτερα. Ό,τι είναι σπουδαίον, όμως, δια τον σκοπόν αυτής της εργασίας είναι ότι το χάρισμα καθ' εαυτό της αδιαλείπτου προσευχής εν τη καρδία και ο δοξασμός (θέωσις) ποτέ δεν έπαυσαν να θεωρώνται ως ο πυρήν της παραδόσεως από την εποχήν των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.


συνεχίζεται .....

ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

[ 117 ] Α' Κορ. 2, 12.

[ 118 ] Α' Κορ. 14, 26.

[ 119 ] Α' Κορ. 14, 29-33.

[ 120 ] Α' Κορ. 2, 15-16.

[ 121 ] Γαλ. 2, 18-20.

[ 122 ] Α' Κορ. 2, 8.

[ 123 ] Α' Κορ. 10, 1-5.

[ 124 ] Γαλ. 4, 14.

[ 125 ] Α ' Κορ. 13, 9-12.

[ 126 ] Γαλ. 3, 24,

[ 127 ] Α' Κορ. 13, 9-12.

[ 128 ] Α' Κορ. 13, 10-12.

[ 129 ] Α' Κορ. 12, 29.

[ 130 ] Α' Κορ. 2, 9-10.

[ 131 ] Ιω. 16, 13.

[ 132 ] Α' Κορ. 13, 12.

[ 133 ] Εφεσ. 2, 19-22, 5-6, 4, 11-13, Α ' Κορ. 12, 28.

[ 134 ] Α' Κορ. 14, 2.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου