Σελίδες

Σάββατο 11 Μαΐου 2013

O πατέρας μου κι εγώ…



O πατέρας μου κι εγώ…


Πάνε  χρόνια που έχω να τον δω.


Οι  πατεράδες που έχουν εκδημήσει σιγά-σιγά μας ξεχνάνε. Κάτι, φαίνεται, να τους τραβάει κάπου μακρύτερα βαθειά στο αλλού, να μη μένουν εδώ γύρω να δουν στον καιρό τους την αποδόμηση των ιδίων αυτών τέκνων – πικρό και αβάσταχτο για γονείς` χάνονται λοιπόν εγκαίρως στο επέκεινα, ίσως πηγαίνοντας πιο κοντά στους δικούς τους γονείς.


Πάντως  για εμάς, τους προσώρας παραμένοντες, οι πατεράδες μας δεν έχουν φύγει ποτέ. Ξεχασμένα χορταράκια σε ταπεινωμένους τύμβους, πιθανόν, αλλά
 στην τσέπη  μας πάντα η ίδια χαμογελαστή  φωτογραφία με τα χάρτινα δοντάκια  στο πλαίσιο…
      
Ο πατέρας μου  είχε λιγότερα απ’  όσα έχω εγώ, αλλά είχε πιο πολύ χρόνο απ’  όσον κατέχουμε εμείς, οι συνήθεις του  τώρα. Ήταν δηλαδή αφάνταστα πλούσιος.


Είχε  καιρό για το σπίτι, για τους φίλους και τις γιορτές. Για πρέφα στο καφενείο’ είχε τα καλά του ρούχα – στις περιστάσεις αναλόγως – σωστός. Δούλευε πολύ κι όμως είχε πάντα χρόνο. Χρέη στον χρόνο δεν είχε. Είχε χρέη σε μας.
      
Σάββατο απογευματάκι, Δεκέμβρης μια χρονιά ακόμα τελειώνει, μια βόλτα με τον πατέρα, τώρα καθώς γερνάς κι όλο και πιο πολύ του μοιάζεις, βόλτα εύθυμη να πειράξετε λίγο τα παράξενα του κόσμου, καθώς έκανε όταν είχε κέφια’  ξέρω..
στα μάτια του  είμαι ακόμα παιδί’ όλοι είμαστε οι μικροί τους ή οι μεγάλοι γιοι, οι κόρες – ο δικός μου τα Σάββατα το βράδυ, αφού το σπίτι είχε κοιμηθεί, κάπνιζε τα τσιγάρα του…


…(«Άρωμα» σε κίτρινο  χλωμό πακέτο χωρίς υστερικά νεκρωτικά  μηνύματα πάνω του), και μας γυάλιζε  τα παιδικά μας παπούτσια να μας βρει κύριους η Κυριακή.


Ξέρω τα γράφω  τώρα αυτά καθώς γέρνει η χρονιά και πλακώνει φωταγωγημένος ο  φόβος των γιορτών, μ’ άλλη διάθεση  απ’ αυτήν που έχουν οι πατεράδες  μας – μάς κοιτούν και χαμογελούν. Λίγο απορημένοι και κάπως  πικρά, καθώς μας βλέπουν έκπληκτους και τρομαγμένους μπροστά σ’ αυτό που οι ίδιοι αντιμετώπισαν ήσυχα ( ή φρόντισαν να φαίνεται στα μάτια μας ότι το αντιμετώπισαν ήσυχα).


Γέρνω από την  άλλη πλευρά του λόφου, αρχίζω να κατηφορίζω. Μπορεί η πανοπλία μου να μην το παραδέχεται – οι πανοπλίες εννοούν τελευταίες, και, αν δεν τους βάλεις μυαλό εγκαίρως, γίνονται ροκ περικεφαλαίες για δον Κιχώτες με διακοπές στο ντιστριμπιτέρ.


Ο πατέρας μου  δεν χαμογελάει πια.


«Ποτέ δεν ξέρεις πότε αλλάζει ο καιρός του ανθρώπου», μου λέει. «Ξέρεις τον καιρό για τον θέρο, για τον τρύγο, για το μάζεμα της ελιάς, αλλά στον θέρο, στον τρύγο και στο μάζεμα της ελιάς πας και παιδί και νέος και άνδρας και γέρος – ποτέ δεν ξέρεις πότε είναι η ώρα του καθενός ν’ αλλάξει καιρό, μόνο……φοβάσαι μη μείνεις  πίσω ή μην πας παράωρα μπροστά!  Να φοβάσαι , δεν κάνει κακό».


Ίσως όταν αλαργέψει περισσότερο, ίσως όταν τον χάσω κι όταν δεν μπορώ να τρέξω στη μνήμη του για τα φρεσκογυαλισμένα μου παπούτσια, ίσως τότε να αρχίσω να γερνάω.


Για την ώρα, ας έρχονται οι πατεράδες μας να πηγαίνουμε βόλτα σ’ όσα θυμόμαστε, χωρίς τον φόβο των ρηχών, πως δεν έχουν ζωή όταν σκέφτονται τη ζωή τους.
         
Θυμάμαι πόσο ακόμα  πιο ήσυχη γινόταν τα Σάββατα  το απόγευμα η έτσι κι αλλιώς ήσυχη  πόλη μας. Σαν αποκαμωμένη απ’ τη δουλειά της βδομάδας στεκόταν για λίγο μετέωρη, πριν λούσει και χτενίσει τα μαλλιά της για τη σχόλη του Σαββατόβραδου και της Κυριακής.


Ξέρω ότι μέσα στα σπίτια του κόσμου έβραζε η ζωή, η αδρεναλίνη της, τα πάθη, τα μίση, οι καυγάδες, οι ίντριγκες και οι προσμονές, αλλά έξω στους δρόμους μετεωριζόταν για λίγες ώρες η ησυχία, το βασίλειο των παιδιών που έχουν χαθεί στα όνειρά τους, η αμηχανία του μετά-τι-γίνεται, αλλά και η προετοιμασία για αυτό που έτσι κι αλλιώς μετά θα γινόταν.


Τώρα πια απ’  τους πατεράδες που ζουν των φίλων  μου κλέβω όσα μπορώ. Το ξέρουν και μ’ αφήνουν.

ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ
ΣΤΑΘΗΣ Σ.
13.ΧΙΙ.2003  

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου