Σελίδες

Κυριακή 25 Σεπτεμβρίου 2011

Προσπάθεια προς απόκτηση προσώπου "εν ετέρα μορφή" μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης



 Η εξομολογητική αγωνία του Νίκου Γ. Πεντζίκη

Ο Πεντζίκης, λόγω της δυσκολίας του ύφους του, της απέχθειάς του για τη συμβατική αστική θρησκευτικότητα αλλά και κάποιας "σαλότητας" που έβγαζε προς τα έξω, ενώ ήταν πολύ γνωστός στο Άγιο Όρος, παρέμενε ελάχιστα αναγνωρίσιμος για τους εκτός αυτού πιστούς. Περισσότερο τον εκτιμούσαν κάποιοι φιλολογικοί κύκλοι, ενώ πολλοί θρησκευτικοί διέκειντο επιφυλακτικά αν όχι εχθρικά απέναντί του. Έγραψα το κείμενο με πολλές παραπομπές στο έργο του, μπαίνοντας στον κίνδυνο να το κάνω σχολαστικό, για να δείξω, κυρίως στους κατά βάσιν θρησκευόμενους αναγνώστες του βιβλίου, πόσο στενά συνδεμένος με την Ορθόδοξη Εκκλησία ήταν ο συγγραφέας και πόσο πνευματικό βάθος κρυβόταν κάτω από μια "αλλοπρόσαλλη" επιφάνεια. Το αναρτώ στο "Αντίφωνο" με κάποιες επουσιώδεις αλλαγές.

Παπαδιαμάντης - Πεντζίκης

Ο έρως και των δύο προς την Εκκλησία2 και τη γενέτειρα συνέχει το έργο τους και μας οδηγεί να παραλληλίσουμε τους φαινομενικά ανόμοιους, τον "μεγάλο πεζογράφο ποιητή των νεκρανθέμων της μνήμης"3 Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη με τον Νίκο Γ. Πεντζίκη. Ο δεύτερος συχνά αναφέρεται στον πρώτο. Μιλά για "την απλότητα και ταπεινότητα των ηρώων του"4, για τη "στοργή προς τον κόσμο που χάνεται και πεθαίνει"5, για την αφοσίωση στο σώμα του ελληνικού τοπίου, όπου "ζει και αναπνέει ολόκληρη η εθνική μας παράδοση"6, για την "εντύπωση πορείας τρόμου και δέους και διασώσεως δια της θαυμαστής δυνάμεως της ζώσης μνήμης"7, για τη διάβαση από τη μίμηση ξένων προτύπων σε "διηγήματα σχεδόν δίχως περιεχόμενο, αρχή και τέλος, εκφράσεις του λογικού του είναι περισπούδαστες"8 κι έτσι μαρτυρεί το χρέος του προς τον μεγάλο Σκιαθίτη και μοιάζει σαν να σκιαγραφεί τον εαυτό του.

Κάθε εποχή έχει τις συνιστώσες της.

Ο Παπαδιαμάντης προέρχεται από έναν κόσμο εν πολλοίς αδιάφθορο: Από ένα νησί όπου η Ορθόδοξη παράδοση είναι βίωμα καθημερινό· από ανθρώπους που αγιάζουν κάθε τους ενέργεια με τη χάρη της Εκκλησίας· από γένος ιερατικό· από φύση που μαρτυρεί την πανταχού θεία παρουσία. Μ' αυτά τα εφόδια αντιμετωπίζει την Αθήνα που αρχίζει να χάνει τον χαρακτήρα της ανατολικής πόλης και την ελληνική αστική κοινωνία που πιθηκίζει τα δυτικά. Κλονίζεται στην αρχή, στα πρώτα του μυθιστορήματα, στη συνέχεια όμως μεταδίδει τη χάρη όσων μετ' έρωτος αγαπά και περιγράφει, δροσίζοντας την αυχμηρή έρημο της πρωτεύουσας του ελλαδικού κρατιδίου.

Ο Πεντζίκης ζει σε άλλο περιβάλλον κι έχει άλλες καταβολές: Πόλη κοσμοπολίτικη, οικογένεια αστική, σπουδές στο εξωτερικό, χώρα ρημαγμένη από τις περιπέτειες των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, με διασπασμένο τον παραδοσιακό ιστό της κοινωνίας, μερικά και αποσπασματικά βιωμένη τη ζωή της Εκκλησίας, ελάχιστες τις πνευματικές οάσεις στην Ελλάδα...

Δουλειά του Παπαδιαμάντη, να συμφιλιώσει τους διανοούμενους με τις περιφρονημένες χαρές της παιδικής τους ηλικίας, να υπενθυμίσει στους ξεριζωμένους χωρικούς την αλήθεια και τη χάρη της απλότητας και της ταπείνωσης όπως βιώνεται στον τόπο τους, να υπογραμμίσει πόσο είναι απαραίτητη η εν Χριστώ ζωή για την προσωπικότητα του καθενός και για την επιβίωση του Ελληνισμού.
Ο Πεντζίκης αγωνίζεται για την ισορροπία και ενότητα της ψυχής του, "που έχασε την παρθενικότητα, το πιο πολύτιμο πράγμα, που άπαξ χαθεί δεν ξαναποκτάται ποτέ"9 και του κόσμου, που είναι "σωρός καπνιζόντων ερειπίων"10, "γυρεύοντας θησαυρούς στα σκουπίδια, σε όσα οι άλλοι πετάν"11, προσπαθώντας να τα καθαρίσει και να τα συνθέσει με τη συνεκτική χάρη του Κυρίου.


Το έργο του

Για τον Νίκο Γ. Πεντζίκη το γράψιμο είναι "συμβόλαιο της μετά των άλλων παντοτινής ενώσεως"12. Η προσπάθειά του για έκφραση έχει κάτι το βαθιά υπαρξιακό: "Αμαρτάνω, γιατί δεν είμαι καθαρή και μόνη έκφραση. Το ύφος με το οποίο εκφράζομαι, περιορίζει τον καθολικό και αιώνιο Λόγο απολύτως στενά στην ατομική, προσωπική μου περίπτωση"13 και "παλεύοντας σ' ένα σκοτεινό χάος ο λογισμός μου, ένιωθα να με παρωθεί με αρκετή δύναμη προς την αυτοκτονία και το βίαιο τέλος, τα ίδια ένιωσα και το βράδυ επιστρέφοντας. Κατά βάθος όλα τα γραψίματά μου δεν είναι παρά σειρά απαντήσεων σε παρόμοιες δυστυχείς παρορμήσεις. Μάλιστα, η επιτακτική ανάγκη αυτών των απαντήσεων είναι που με κάνει να θεωρώ ως εργασία και δουλειά το γράψιμο, παρ' όλον ότι δεν μπορώ να πω ότι στηρίζω την κοινωνική μου σχέση και συντήρηση στο σχετικό κόπο."14


Γράφει "έχοντας ανακαλύψει την ιερότητα της γραφής", έχοντας παραδεχτεί ότι "ο συγγραφέας ξοδεύει το αίμα του γράφοντας", ευρισκόμενος "στα έσχατα όρια της ζωής, λίγο πριν σου κοπεί εντελώς η ανάσα"15. Γι' αυτό, το γράψιμό του είναι μαρτυρία ενός ανθρώπου αυθεντικού, ενός όντος καθολικού, που στοχεύει βαθιά στο εσώτερο είναι του αναγνώστη, αλλά και δυσκολοχώνευτο για όσους αρκούνται σε μια συγκίνηση των αισθήσεων.
Απαντά σε προβλήματα καθολικά. Το πρώτο του βιβλίο "Αντρέας Δημακούδης" αναφέρεται στον έρωτα που αλλοτριώνει τον άνθρωπο, σ' έναν αγνό ιδεαλιστικά αισθησιασμό που καταλήγει στην αυτοκτονία.

Μια στροφή, το δεύτερο βιβλίο του "Ο πεθαμένος και η ανάσταση", "εξιστόρηση των σχέσεων του εαυτού μου με πρόσωπα και πράγματα"16, φανερώνει την ανάσταση και την πέρα από τα φαινόμενα καθολική θέαση του κόσμου που η περιφρονημένη παράδοση της Εκκλησίας κι ο πλούτος των λαϊκών παραδόσεων είναι δυνατό να προσφέρει σ΄ έναν πεθαμένο -προσκολλημένο στην απάτη του κόσμου των αισθήσεων. Ο συγγραφέας επιστρέφει στη γενέτειρα και αφετηρία του, τη Θεσσαλονίκη, όπου ανακαλύπτει την παραμυθία που προσφέρει ένας τόπος αγιασμένος.

Τα επόμενα βιβλία του σηματοδοτούν την πάλη με τον διασπασμένο εαυτό του και την προσπάθεια να ενταχθεί στην Εκκλησία. Τονίζονται: Η βοήθεια που του προσφέρουν οι παραδόσεις του τόπου ("Πραγματογνωσία"), οι συνάνθρωποι, νεκροί ή ζωντανοί ("Αρχιτεκτονικὴ της σκόρπιας ζωής"), ο εν τη Εκκλησία γάμος ("Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης"), η πόλη του ("Συνοδεία" και "Μητέρα Θεσσαλονίκη"), η αρχιτεκτονική και τα κείμενα της Εκκλησίας ("Προς εκκλησιασμόν"), η εξομολόγηση, ο Συναξαριστής και το Νέον Μαρτυρολόγιον του αγίου Νικοδήμου ("Ομιλήματα" και "Σημειώσεις εκατό ημερών"), τα λείψανα-μαρτυρίες των συνανθρώπων ("Αρχείον") και το ελληνικό τοπίο, το φορτισμένο με μνήμες και παραδόσεις ("Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία"). Τα ίδια φανερώνουν και οι ποιητικές συλλογές του ("Εικόνες", "Ανακομιδή", "Ποιήματα (παλαιοντολογικά)").


Η πορεία μιας άγρυπνης συνείδησης

Ένας άνθρωπος του αιώνα μας που βομβαρδίζεται από ποικίλες ειδήσεις και θεωρίες, που συνθλίβεται από το απρόσωπο της τεχνολογίας και της σύγχρονης αστικής ζωής, που "στερείται εκ φύσεως οδόντων" σε μια κοινωνία που "αν δε δαγκώνεις, δεν υπάρχεις"17, είναι ο Νίκος Πεντζίκης.

Στην αρχή αναγκάζεται να αμυνθεί, να κλειστεί στον εαυτό του. Διακρίνει τις ιδιαιτερότητές του και ψάχνει για μιαν αδελφή ψυχή που να τον συμπληρώνει και να τον στηρίζει.Τον εμποδίζει όμως η φιλαυτία. Διαπιστώνει ότι "τίποτα δεν υπήρχε, που να επιτρέπει την ένωση. Από τους δυο κανένας δεν μπορούσε να βγει από το σώμα του"18. Έχει βαθιά βιωμένη την αίσθηση του ανολοκλήρωτου19 και μια έντονη απογοήτευση. Κάτι υπόγειο όμως, ίσως οι προσευχές των ευσεβών προγόνων του, ίσως η χάρη του Περιβολιού της Παναγίας που επισκέφτηκε -"η οσμή της παλαιάς πίστεως μέσα στον παραμελημένο χώρο"20 ενός παρεκκλησιού, γράφει ο ίδιος- τον κρατούν στη ζωή.

Νιώθει κάτι αδιόρατο να τον γοητεύει. Ως απλός παρατηρητής στην αρχή, θαυμάζει την καρτερία και την πίστη των αγίων Μαρτύρων21 και τον αγώνα των μοναχών22. Αρχίζει να τους εμπιστεύεται. Περιέρχεται -τακτικά, μα λίγο αδιάφορα- τα βυζαντινά μνημεία και βλέπει στην έκφραση των προγόνων μας, στο "συμμετρικώς ασύμμετρο"23, κάτι συγγενικό με τον "πυρήνα του παραλόγου εντός"24 του. Διαβλέπει μιαν αλήθεια στα κείμενα, που δεν μπορεί να την αποδείξει25. Εντάσσεται σιγά σιγά στην Εκκλησία. Θαυμάζει την Παράδοσή της και προσπαθεί να την ακολουθήσει. Φοβάται όμως "μήπως χαραμιστεί η προσωπικότητά του. Δυστυχώς το ίδιο πρόβλημα. Παράδοση και προσωπικότητα"26.

Αντιμετωπίζει ένα διχασμό εσωτερικό. Η ζωή του καταντά μια πάλη ανάμεσα στο πολύ προικισμένο μυαλό του και στη βαθύτερη πνευματική του δίψα για την αλήθεια· ανάμεσα στις εντυπώσεις εξαιρετικά αναπτυγμένων αισθήσεων και σ' ένα αίσθημα μέσα του, που αντιλαμβάνεται το απατηλό και αποσπασματικό των φαινομένων και ζητά μιαν ενότητα, μιαν ολοκλήρωση.

Επειδή είναι συνεπής στην εσωτερική του αναζήτηση, φαίνεται ιδιόρρυθμος στους έξω. Κατανοεί τις παρεξηγήσεις που δημιουργεί. Προσυπογράφει πανηγυρικά και εμπεριστατωμένα το παρατσούκλι "τρελάκιας" που του προσάπτουν κάποια παιδιά στην Καστοριά27 και δέχεται σαν τίτλο τιμής τον χαρακτηρισμό του "φρενοβλαβούς" από έναν κριτικὀ το 1938, τον οποίο ευγνωμονεί μέχρι σήμερα28. Ὀπως ο πρίγκιπας Μίσκιν, ο "Ηλίθιος" του Ντοστογιέφσκι, του αρέσει να σκορπά την αγάπη σε ανθρώπους που κατά συγκατάβαση τον ανέχονται ανάμεσά τους και εναβρύνεται να τον παρομοιάζουν με αυτόν29. Ξεκινά ένα βιβλίο για να επιτεθεί σε κάποιους, μα γρήγορα διαπιστώνει: "Εγώ δεν ξέρω ούτε τι λέγω ούτε τι γράφω"30. Ξεσκεπάζει και διασύρει τον εαυτό του και καταλήγει: "Όλες λοιπόν οι κατηγορίες και οι ειρωνείες καταντούν ν' αφορούν μόνο εμένα"31.

Νιώθει την αδυναμία, την αποτυχία του, τη φθορά του κατ' εικόνα πλασθέντος: "Συναισθάνομαι την έννοια της αμαρτίας, που τόσο την κορόιδεψα, ως προσβολή απέναντι στον εαυτό μου. Απέναντι στο αθάνατο μέγεθός μου που αντιπροσωπεύω"32. Με τον καιρό έχει καταλάβει ότι δεν μπορεί να εμπιστεύεται τις αισθήσεις του, να στηρίζεται στις ικανότητές του: "Οι δια των αισθήσεων πληροφορίες και η σωματική γονιμοποιός ικανότης δημιουργούν ένα επίπεδο πεποιθήσεως στον άνθρωπο, ώστε να νομίζει ότι ενεργεί μόνος του. Συσχετίζω την πεποίθηση αυτή με την έννοια του Προπατορικού αμαρτήματος και την Έκπτωση"33.
Η υπερηφάνεια είναι το μεγάλο εμπόδιο στον δρόμο του: "Μήπως γίνει το θαύμα και συνταιριάξω με τους πλαϊνούς μου. Αλλά πώς; Εξακολουθώ να είμαι παραπάνω απ' ό,τι πρέπει υπερήφανος. Δεν είναι ρούχο η υπερηφάνεια, να την αποβάλεις εύκολα. Πρέπει ν' αποβάλεις μαζί της ένα μεγάλο μέρος του εαυτού σου. Να παραιτηθείς από πάρα πολλά"34.
Έτσι καταλήγει σ' έναν αγώνα προς τα φαινόμενα, σε μια προσπάθεια νεκρώσεως κάθε εγωκεντρισμού. "Ο θάνατος είναι ένα σχολειό, στο οποίο φοιτά κάθε ποιητής, προσπαθώντας να υπερβεί τον εφήμερο χαρακτήρα όλων όσων αισθανόμαστε"35. Ο πεθαμένος δεν έχει συναίσθημα, το οποίο, "αν θεωρηθεί ως βάση, περιπίπτει σε τέτοιο πλήθος αντιφάσεων και διαψεύσεων, ώστε δεν είναι δυνατό να επαρκέσει παρά τέλεια εκμηδενιζόμενο"36. Ο πεθαμένος όχι μόνο αποδέχεται τις ειρωνείες αλλά και προσπαθεί να τις προκαλέσει και να οδηγήσει τους άλλους στην κατανόηση της λυτρωτικής σημασίας της αυτοεξουθενώσεως, της γελοιοποιήσεως: "Αν καταφέρω τον κόσμο να γελάσει με μένα τον ίδιο, όπως και με τον εαυτό του, θα 'ναι μια νίκη. Μια εξυγίανση"37.

Όλα αυτά δεν είναι μαζοχισμός. Είναι μια προσπάθεια για διάβαση σ' έναν άλλο χώρο ζωής, πέρα από τον θάνατο: "Ο πεθαμένος άνθρωπος είναι δίχως δική του θέληση και γι' αυτό, απαλλαγμένος από κάθε αίσθηση, γεμάτος χαρά, εντρυφεί στους κόσμους που βασιλεύει ο Λόγος"38. Βιώνει την αλήθεια του Χριστού: "Ος γαρ εάν θέλη την ψυχήν αυτού σώσαι, απολέσει αυτήν· ος δ' αν απολέση την ψυχήν αυτού ένεκεν εμού, ευρήσει αυτήν"39· και δηλώνει: "Δεν υπάρχω ως εγώ. Παραδέχτηκα να μην υπάρχω για να υπάρχω"40.
Τα πάθη όμως σκοτίζουν το οπτικό της ψυχής, αποπροσανατολίζουν τις αισθήσεις και δυσχεραίνουν την κοινωνία με τον άλλο. Γι' αυτό ο συγγραφέας νιώθει ως προορισμό του τον καθαρμό των αισθήσεων: "Με καθαρές τις αισθήσεις δεν ακούς πια, παρά ό,τι λέει ο άλλος. Δεν υπάρχεις εσύ πιά. Τούτο λοιπόν το τρομερό δεν το δέχεται εύκολα η ύπαρξη και στρεψοδικεί απέναντι της σημασίας του προορισμού"41. Έτσι ο πόθος του για την ενότητα και την αλήθεια τον οδηγεί στην άσκηση. Αντιλαμβάνεται ότι "η ζωή είναι υπακοή όλων στο σύνολο"42, ότι η αποχή είναι οδός ελευθερίας43, ότι η ταπείνωση μόνη σώζει, ότι η μετάνοια, "ο εν ζωή θάνατος της σαρκός"44, ανασταίνει.

Έχει ανακαλύψει τη λογική της Εκκλησίας, την πνευματικότητα μιας αγωγής "που τον βοηθάει να καταλαβαίνει ότι αρρωσταίνοντας είναι υγιής, ότι πεθαίνοντας είναι ζωντανός, ὀτι χάνοντας το παιγνίδι κερδίζει. Έτσι μπορεί και αντιμετωπίζει πολλά προβλήματα"45. Έχει διαβεί το κατώφλι της Εκκλησίας. Έχει καταλάβει ότι οι ανθρώπινες σχέσεις ευοδώνονται μόνο με τη μεσολάβηση του Θεού, "που είναι αδύνατο να κατανοηθεί παρά μόνο λατρευτικά και εντός του ναού, πρεσβείαις της Τεκούσης, του Προδρόμου, των Αποστόλων..."46. Έχει βιώσει μέσα του πόσο τον βοηθά η εν τη Εκκλησία κοινωνία των προσώπων και πόσο επισφαλής είναι οποιαδήποτε "θεολογική" διανοητική προσπάθεια. Γι' αυτό, διακηρύσσει: "Καλύτερα με λαθεμένες σκέψεις σε γεμάτη Εκκλησία, παρά σκεπτόμενος πιθανόν σωστά σ' ένα άδειο ναό"47.

Στον αγώνα να εισέλθει στην Εκκλησία βοηθιέται από τα ιερά κείμενα, μαρτυρίες της κατά Θεόν ζωής και εμπειρίας των Αγίων, ο λόγος των οποίων "συνεκφέρει τεμάχια σαρκός"48. Ενώ το γράψιμο τον αδειάζει, το διάβασμα τον γεμίζει. Του δίνει την κατάλληλη "τροφή που αναγκαιοί στο συναίσθημα"49. Του δίνει ζωή50. Τον φωτίζει: "Γεύεται το βιβλίο και νιώθει σαν να έχει κερδίσει ένα κομμάτι φως"51.

Όμως κι εδώ ελλοχεύει ένας κίνδυνος σχολαστικισμού: Ο σαρκωμένος λόγος να γίνει σχήμα διανοητικό. Για να εξυφάνει τη στολή της ψυχής και "να ζήσει ως νέος ανθρωπος εν Χριστώ τω Θεώ, άσαρκος, αγγελικός"52, ο Πεντζίκης αγωνίζεται ν' απογυμνωθεί από την ασφάλεια που παρέχει η ξερή γνώση των κειμένων και να κοινωνήσει με τους άλλους, διότι "γυμνοί αγαπάμε"53 και διότι ξεχωριστά δεν υφίσταται τίποτα στο χώρο [της αδελφοσύνης]. Όλα όσα περιμένουμε να ντυθούμε ως καινούργια, είναι αποφόρια αλλων"54.

Λόγος σαρκωμένος

Έτσι, διακρίνουμε δυο τάσεις στο γράψιμό του: μια απογυμνώσεως (από τον εγωκεντρισμό και την απάτη της αμεσότητας) και μια προσλήψεως (του άλλου, της συλλογικής μνήμης, των λαϊκών παραδόσεων και των εκκλησιαστικών ή θύραθεν μεσαιωνικών κειμένων). Οι τάσεις αυτές συνδυάζονται με την υιοθέτηση της συγγραφικής μνήμης, που σημαίνει "να έχεις μπροστά σου ένα κείμενο σαν μήτρα και μέσα σ' αυτό να βάζεις εσύ όλα τα δικά σου"55. Σ' αυτό ομολογεί πως ακολουθεί τον Παπαδιαμάντη και τους βυζαντινούς, που το εφάρμοζαν όχι μόνο στη σύνθεση των κειμένων αλλά και στην αρχιτεκτονική των ναών.
Τα εκκλησιαστικά κείμενα είναι το στημόνι· οι συγκινήσεις του συγγραφέα και τα αναμνηστικά ποικίλων ανθρώπων, το υφάδι. Ένα "απέραντο νεκροταφείο"56 τα βιβλία του, παρουσίες ανθρώπων που "συλλογιέται και πονά" και γι' αυτό δεν μπορεί να σχίσει τις σελίδες του σημειωματαρίου με τα ονόματά τους57.

Για να εκφραστούν γυμνά τα αισθήματά του, να μην εμφιλοχωρούν το συναίσθημα και οι οποιεσδήποτε αφηρημένες ιδέες ή σκέψεις του, ο Πεντζίκης μεταχειρίζεται την ψηφαρίθμηση (μια σειρά συσχετισμών των αριθμητικών αξιών των γραμμάτων κάθε λέξης), "τη μνημοτεχνική μέθοδο, που μας βοηθάει να σπάσουμε το εγώ"58. Αφαιρεί κάθε δευτερεύον γλωσσικό υλικό, για να γίνουν οι λέξεις που απομένουν "περισσότερο παρουσίες παρά κάτι αφηρημένο που το φυλάγουμε στα τσεπάκια του μυαλού μας"59. Σκοπός, "η υποταγή στους κανόνες των πραγμάτων και όχι στη δικιά σου σκέψη"60. Αποτέλεσμα, ένα κείμενο δυσανάγνωστο αλλά εξομολογητικό κι αληθινό.

Όσο παράξενα κι αν μας φαίνονται τα κείμενά του για κάποιον που δηλώνει πως εξομολογείται, η αυτοεξουδένωση που τα διατρέχει μάς πείθει πως δεν πρόκειται για ένα ψυχαναλυτικό άλλοθι61, η δε χάρη των ενσωματωμένων στο έργο του ιερών κειμένων κάνει τον λόγο να ηχεί ως "ουκ εκ του κόσμου τούτου".
Ο λόγος του αναδίδει μια παράκληση. Πράγματι, όταν κανείς υπομείνει ώς το τέλος την ανάγνωση των βιβλίων του, νιώθει ότι, μαζί με τον συγγραφέα, πέρασε κι αυτός από ένα τούνελ διαφόρων λογισμών, αμφιβολιών και αφορμών ευλογίας, για να βγει σ' ένα φως που δεν είναι άλλο απ' αυτό της Εκκλησίας· ότι όχι αναίτια και τυχαία συμμερίστηκε την αγωνία και τον πόνο διαφόρων ανθρώπων και την αποκαραδοκία της κτίσεως· ότι όλα τα φιλολογικά, ιστορικά, λαογραφικά, βοτανολογικά, γεωγραφικά κλπ. στοιχεία που διεξήλθε δεν αποτελούν επίδειξη πολυμάθειας αλλά φανέρωση μιας μνήμης εν εγρηγόρσει για τον Θεό, τον συνάνθρωπο και τα πράγματα· ότι μ' έναν τρόπο ανεπαίσθητο όλα συνεισφέρουν σ' ένα αίσθημα καθάρσεως και ενότητος, εσώτερης και του κόσμου.

Ο Πεντζίκης και οι άλλοι

Ξεκίνησε τον δρόμο μόνος του. Στην πορεία αντιλαμβάνεται πόσο αδύνατο είναι να σωθεί κανείς χωρίς τους άλλους, αποκομμένος από το εκκλησιαστικό σώμα: "Η συγκρότηση της ενότητος των λογισμών μας δεν επιτυγχάνεται διά μόνου του εαυτού μας. Χωρεί λοιπόν ένα είδος παραιτήσεως και επιβάλλεται να πεις, το εγώ μου είναι ένας άλλος ... Άλλος ο Χριστός ... Άλλος ο πλησίον μας άνθρωπος που εν Χριστώ μέσα στην Εκκλησία παντρευόμαστε ... Άλλος υπήρξε ο ανάδοχός μου ... Τόσοι άλλοι είμαι εγώ. Η Εκκλησία είναι το σώμα μου"62.
Κάνει δικές του τις "ξένες έγνοιες"63 και πορεύεται προς την κάθαρση ως μέλος της Εκκλησίας και του κόσμου. Παραθέτει ειδήσεις εφημερίδων, "καθημερινές παραβιάσεις των θείων εντολών"64, θέλοντας να σηκώσει τις αμαρτίες των άλλων. Μαζεύει συντρίμμια κειμένων, σκέψεων και πράξεων, σκουπίδια περιφρονημένα και πεταμένα, για να τα μπολιάσει στο σώμα των ιερών λόγων, να τα υφάνει στον καμβά του Συναξαριστή, να τους δώσει την πραγματική τους αξία, βάζοντας μπροστά στο 0 τους το ψηφίο 1 της χάριτος της Εκκλησίας65.

Δεν θέλει να μιλά για τον εαυτό του. Αγωνίζεται να συμπεριλάβει χιλιάδες παρόμοιες περιπτώσεις, "ασήμαντες λεπτομέρειες ... γιατί έτσι μόνο καταλαβαίνει ότι μπορεί να λάβει κάποια ενότητα η κομματιασμένη από τις καθημερινές αντιφάσεις ύπαρξη"66. Μιλά για όλο τον κόσμο, γιατί "εις άνθρωπος κατωνομάσθη το παν"67.

Ένας συγγραφέας όντως εκκλησιαζόμενος

Ο Πεντζίκης είναι γερά ριζωμένος στον τόπο και στον τρόπο του τόπου του. Όπως όσοι αναζητούν ειλικρινά τις ρίζες μας, κατανόησε ότι ο θησαυρός του τόπου μας είναι η Εκκλησία, ότι η Ελλάδα παράγει Αγίους και θαύματα, όπως δήλωσε κάπου. Δεν αντιμετωπίζει την Εκκλησία διανοητικά αλλ' αγωνίζεται να προσλάβει την αλήθεια της με όλη του την ύπαρξη. Γι' αυτό ασχολήθηκε τόσο πολύ με την αρχιτεκτονική των ναών και των κειμένων της, ανέλυσε την τεχνική και τη θεολογία της εικόνας, αγάπησε με πάθος τους Αγίους, τους μοναχούς και κληρικούς της, με όλα τα ανθρώπινα ελαττώματα και τις ελλείψεις τους, και συμμετέχει στη μυστηριακή ζωή της.

Στις "Σημειώσεις εκατό ημερών" η εξομολόγηση είναι που δίνει μορφή σ' ένα πλάσμα χωρίς προσωπικότητα και η θεία Κοινωνία αυτή που του χαρίζει τη στολή της ψυχής. Όπως γράφει, "η εξομολόγηση πάει πολύ βαθύτερα απ' οποιαδήποτε παρατήρηση πάνω στη δυστυχία του ανθρώπου. Το έργο της δεν αποτελεί απλή διείσδυση του υποκειμένου στα πλέον μύχια της υποστάσεως του αντικειμένου, αλλ' απόλυτη ταύτιση των δύο εν ονόματι της παρεχομένης υπό του Υψίστου δωρεάς της μεταξύ αλλήλων αγάπης"68. Όλα του τα κείμενα είναι εξομολογητικά, άλλα στο α΄ κι άλλα στο γ΄ πρόσωπο, αλλού φανερά κι αλλού συνεσκιασμένα. Σ' όλα όμως ο αγώνας του να μετανοήσει, για ν' αξιωθεί της Χάριτος, είναι εμφανής: "Το τι έχω να πω ... μια εξομολογηση, προκειμένου ν' αξιωθώ τη στολή του νυμφώνα"69.

Ίσως μερικές προσπάθειές του να υπήρξαν λαθεμένες και ν' απέτυχαν. Ο ίδιος ομολογεί: "Όσες κακές πράξεις ή προθέσεις πονηρές ανέφερνε, δεν τις έβλεπε να ξεκολλάν από πάνω του, να φεύγουν, να χάνονται και να τον αφήνουν ελεύθερο, απηλλαγμένο του πονηρού, παρά το εναντίον"70. Όμως η πνευματική του πορεία φανερώνει πως ο Θεός δεν παρείδε τον αγώνα του.

Προσευχή είναι η φορά, η κίνηση της ψυχής προς τον Θεό, απαραίτητη για κάθε πιστό. Ο Πεντζίκης αγωνίζεται να εκπληρώσει αυτό το "χρέος"71 μ' έναν ιδιάζοντα τρόπο, τη συγγραφή. Πολλοί, αλλά κι ο ίδιος, έχοντας επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, θα είχαν ίσως αντιρρήσεις. Αυτό όμως που του δίνει θάρρος να "εκποιήσει το υλικό των φραστικών του ερειπίων" και τον διαβεβαιώνει ότι "τα πάντα εκποιούμενα κάνουν τον χώρο της προσευχής"72 είναι τα συντετριμμένα λόγια του αγίου Συμεών του νέου θεολόγου: "Από ρυπαρών χειλέων, από βδελυράς καρδίας, εκ ψυχής ερρυπωμένης..."73. Δεν είναι το υλικό που μετράει αλλ' η συντριβή, η ταπείνωση.

Οι απόπειρές του για προσευχή, φτωχά προσκυνητάρια προσφερόμενα ταπεινά στον Θεό, αγιάζονται και γίνονται υλικό για εκκλησία: "Κτίζει την εκκλησία ... σαν μαρτυρία της μετανοίας του ... Γκρεμίζει το ένα [προσκυνητάρι] και χτίζεται άλλο, το ένα ήταν κακότεχνο, το άλλο ωραιότερο ή χειρότερο, αδιάφορο, όλα είναι προσευχές, που ενούμενες κάνουν την Αγιασοφιά"74. Συμπεριλαμβάνοντας στα βιβλία του κείμενα δοξαστικά, συμμετέχει κι ο ίδιος στη χάρη της δοξολογίας: "Το αμαρτωλό, θνητό σώμα μαθαίνοντας να γράφει, δοξάζεται. Δοξάζοντας τον Ουρανό, κάνει μια προσπάθεια που δοξάζει και το ίδιο. Προσπάθεια που μας εξομοιώνει με ό,τι δεν είμαστε"75.

Έτσι φθάνει στο φως που αναζητούσε από τα πρώτα του κείμενα. Με τον εκούσιο θάνατο και την προσευχή καταστράφηκε η φυσική και ντύθηκε τη "δεύτερη πανοπλία"76. Τον βοηθά η χάρη των Αγίων που είδαν το φως της Θεότητος, οι ακολουθίες και γιορτές της Εκκλησίας, η μελέτη των ιερών κειμένων, η συμπαράσταση των άλλων. "Η αντίληψη του φωτός μέσα σ' όσα βλέπουμε", σημειώνει, "είναι απόρροια της προς αλλήλους αγάπης των αδελφών"77. Του δόθηκε η χάρη να ξεπεράσει την αμεσότητα των φαινομένων. Παρά την απουσία του φωτός, τις σκοτεινές νύχτες των λογισμών του, πάντα πίστευε σ' αυτό και το ζητούσε: "Δεν είναι μόνο για μια μέρα το φως, αλλά εξακολουθεί πάντα και επανέρχεται ... κάνοντας ακριβώς με την απουσία του την παρουσία του αισθητή. Ενώ ήμουν τόσο κοντά στο θάνατο, κατάλαβα ότι δεν υπάρχει. Δεν υπάρχει η φθορά"78. Αυτό νιώθει όποιος όντως ζει εν Χριστώ.
Μπαίνοντας σε μια εκκλησία είχε την εντύπωση του νυμφώνος79. Με τη μετάνοια απέκτησε ένδυμα γάμου και εισήλθε στον νυμφώνα "εν ετέρα μορφή". Εκεί τον οδήγησε η αυτογελοιοποίησή του εν αγορά πληθούση. Αυτό καταθέτει στα κείμενά του, και δεν μπορούμε ν' αμφισβητήσουμε την κατάθεση κάποιου που θανατώθηκε εκούσια.

Η σημασία του έργου του

Ο Πεντζίκης είναι ο κατ' εξοχήν λογοτέχνης. Θεραπεύει τη λογοτεχνία ως "υπηρέτρια θρησκευτικών σκοπών, του ομαδικού και κοινού πιστεύω ... του υπερλογικού· του λογικού που είναι λογικό, αλλά δεν το βλέπουμε ως άτομα"80. Δεν είναι επαγγελματίας. Δεν κολακεύει το συναίσθημα, δεν ερεθίζει τις αισθήσεις των πολλών. Δεν είναι η λογοτεχνία του, όπως συνήθως συμβαίνει, αναζήτηση μορφής, έκφραση στιλιζαρισμένη, προβολή ατομικών συναισθημάτων. Γι' αυτό, μπορεί να δηλώσει: "Μα ποτέ δε θα γίνω ζωγράφος, ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης, τίποτε δεν είμαι. Και γι' αυτό αισθάνομαι ότι μπορώ να ζωγραφίζω και να γράφω"81.

Είναι συγγραφέας δύσκολος, γιατί είναι αληθινός, γιατί θέλει να είναι άνθρωπος, "ένας απλός γραφιάς"82 κι όχι "λογοτέχνης". Προτίμησε την αλήθεια, την εξαγόρευση των λογισμών, την οδυνηρή απογύμνωση από κάθε λογοτεχνικό ψιμύθιο, από λέξεις που χαϊδεύουν τ' αυτιά των αναγνωστών, από ύφος καλλιεπές που δημιουργεί αισθητικές συγκινήσεις, από περιγραφές που ερεθίζουν. Προτίμησε την αγάπη όσων νιώθουν τον σαρκωμένο λόγο του από τις δάφνες ενός φανταστικού, ιδεατού Παρνασσού, όπου θα τον κατέτασσαν κάποιες εύκολες μεγαλοστομίες.

Μας έχει δώσει δείγματα λόγου καλλιεπούς και αρχιτεκτονημένου. Η "ακαταστασία" των κειμένων του δεν οφείλεται σε αδυναμία. Απλώς κατάλαβε ότι το περιεχόμενο καταξιώνει το έργο. Αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να γνωστοποιήσει στον κόσμο την αγάπη του Θεού: "Η ουσία του έργου δεν είναι το θέμα και η πλοκή των γεγονότων. Αυτά όλα χρησιμεύουν ως διαλύτης της αγάπης· πνοής που μας εμφύσησε ο Πλάστης και Πατήρ όλων μας"83.
Ο Πεντζίκης παρουσιάζει τον εαυτό του και τους άλλους όπως είναι· τους λογισμούς του και τα γεγονότα χωρίς ανθυγιεινή "σάλτσα"84. Γι' αυτό και ο λόγος του δίνει την εντύπωση παραληρήματος. Όπως όμως τονίζει ο ίδιος, "τελικά όμως ό,τι διαφοροποιεί τα γραφόμενά μου από το παραλήρημα, είναι ακριβώς ότι αρνιέμαι να δεχθώ το ανεύθυνο, γιατί το νιώθω ασυμβίβαστο με την ολόκληρη και εν συμβιώσει ύπαρξη"85. Κι αλλού μιλά για την "υπευθυνότητα της γιαγιάς που ξεχνά τον προσωπικό της βίο, ανατρέφοντας το μικρό παιδί"86 και "για τον κόσμο του Συναξαριστή, που γέμει μαρτυριών αναλήψεως ευθυνών της φαινομένης υπάρξεως απέναντι στον Κύριο"87. Κι ο συγγραφέας μας φέρεται υπεύθυνα όταν αρνείται να πει τα κατά συνθήκην ψεύδη, όταν μεταδίδει την αλήθεια της παραδόσεώς μας στον αναγνώστη, όταν με τα κείμενά του προσφέρει στον κόσμο την παραμυθία της Εκκλησίας.

Μπορούμε να ελπίζουμε πως ο Πεντζίκης δεν θα ξεχαστεί, όπως συμβαίνει με τους "λογοτέχνες" του συρμού, με τις διάφορες γενιές, δεκαετίες και μανιέρες, που η μια επικαλύπτει την άλλη, παραδίδοντάς τη στη λησμονιά· ότι, σαν τον Παπαδιαμάντη, τον "ανοξείδωτο", θα παιδεύει τις γενιές των Ελλήνων· ότι όσοι συναντήσαμε έναν αλγούντα και αγιαζόμενο αδελφό στο έργο του κι όσοι είχαμε τη χαρά μιας άμεσης κοινωνίας μαζί του, θα συναντηθούμε στον ακήρατο λειμώνα "όπου ήχος καθαρός εορταζόντων και βοώντων απαύστως· Κύριε, δόξα σοι"88.

Σημειώσεις:

1 Πρβλ. τον υπότιτλο του βιβλίου του Σημειώσεις εκατό ημερών: Εξομολογήσεις προς καταστροφή του φυσικού προσώπου σε μια προσπάθεια προς απόκτηση προσώπου "εν ετέρα μορφή".
2 Πρβλ. τη γνωστή δήλωση του Παπαδιαμάντη στο διήγημα "Λαμπριάτικος ψάλτης": "Το επ' εμοἰ εν όσω ζω και αναπνέω και σωφρονώ..." με το κείμενο του Πεντζίκη "Έρως της Εκκλησίας" στο βιβλίο Προς εκκλησιασμόν, σσ. 61-67.
3 ό.π., σ. 53.
4 ό.π.
5 ό.π.
6 ό.π., σ. 17.
7 ό.π., σ. 52.
8 ό.π., σ. 62.
9 Ο πεθαμένος και η ανάσταση, 3η έκδ., σ. 60.
10 Προς εκκλησιασμόν, σ. 90.
11 Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, 1η έκδ., σ. 46.
12 Ομιλήματα, σ. 91.
13 ό.π. σ. 117.
14 Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, σ. 7.
15 Ομιλήματα, σ. 100
16 Ο πεθαμένος και η ανάσταση, σ. 7.
17 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 67.
18 Ο πεθαμένος και η ανάσταση, σσ. 51-52.
19 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 7.
20 ό.π., σ. 23.
21 ό.π.
22 Προς εκκλησιασμόν, σ. 140.
23 ό.π., σ. 64.
24 ό.π. σ. 63.
25 ό.π.
26 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 47.
27 Ομιλήματα, σ. 160.
28 "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", συνέντευξη στο περιοδικό "Διαβάζω", τεύχος 11(1978), σ. 30.
29 Ο πεθαμένος και η ανάσταση, σ. 88.
30 ό.π., σ. 21.
31 ό.π., σ. 22.
32 ό.π., σ. 92.
33 Ομιλήματα, σσ. 153-154.
34 ό.π., σ. 89.
35 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 170. Πρβλ. και το του αγίου Μαξίμου του ομολογητού: "Τα φαινόμενα πάντα δείται σταυρού ... τα νοούμενα πάντα χρήζει ταφής".
36 Προς εκκλησιασμόν, σ. 108.
37 Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, σ. 97.
38 Ομιλήματα, σ. 117.
39 Ματθ. 16, 25.
40 Ομιλήματα, σ. 143.
41 Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, σ. 167.
42 Ομιλήματα, σ. 92.
43 Ο πεθαμένος κι η ανάσταση, σ. 93.
44 Ομιλήματα, σ. 157.
45 "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 24.
46 Προς εκκλησιασμόν, σ. 142.
47 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 135.
48 Προς εκκλησιασμόν, σ. 92.
49 Αντρέας Δημακούδης και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, σ. 193.
50 Σημειώσεις εκατό ημερών, σσ. 148-149.
51 ό.π., σ. 7.
52 ό.π., σ. 81.
53 ό.π., σ. 82.
54 ό.π., σ. 102.
55 "Βυζαντινοί περίπατοι", συζήτηση με τον Γ. Δανιήλ στο περιοδικό "Σύναξη", τεύχος 27 (1988), σ. 98.
56 Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, σ. 35.
57 ό.π., σ. 64.
58 "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 26.
59 Αντρέας Δημακούδης, σ. 250.
60 "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 26.
61 Για την εξήγηση των πυκνών μνημικών αναδρομών στο έργο του βλ. ό.π., σσ. 29-30.
62 Προς εκκλησιασμόν, σσ. 66-67.
63 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 152.
64 ό.π., σ. 118.
65 Πρβλ. τις απόψεις του αγίου Ιουστίνου του φιλοσόφου για τον "σπερματικό λόγο" των αρχαίων φιλοσόφων.
66 Ο πεθαμένος και η ανάσταση, σσ. 53-54.
67 Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, Περί κατασκευής ανθρώπου, PG 44, 185D.
68 Προς εκκλησιασμόν, σ. 111.
69 Ομιλήματα, σ. 122.
70 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 100.
71 ό.π., σ. 174.
72 ό.π.
73 Ωρολόγιον το μέγα, Ακολουθία της θείας μεταλήψεως, ευχή ζ΄.
74 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 175.
75 Ομιλήματα, σ. 136.
76 Βλ. το κείμενο "Άθως, η δεύτερη πανοπλία" στο Αντρέας Δημακούδης, σσ. 235-247.
77 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 202.
78 Ο πεθαμένος και η ανάσταση, σ. 112.
79 "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 31.
80 ό.π., σ. 30.
81 ό.π.
82 Ομιλήματα, σ. 136.
83 Αντρέας Δημακούδης, σ. 218.
84 "Ποτέ δε θα γίνω λογοτέχνης", σ. 22.
85 Σημειώσεις εκατό ημερών, σ. 195.
86 Προς εκκλησιασμόν, σ. 93.
87 ό.π., σ. 94.
88 Τριώδιον, Μ. Δευτέρα, Όρθρος, ιδιόμελο των Αίνων.

Το δοκίμιο αυτό μου ζητήθηκε το 1990, για να δημοσιευτεί σ' ένα συλλογικό τόμο, ἐκδοση φιλαγιορειτικού κυπριακού σωματείου.

πηγή: Αντίφωνο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο βιβλίο "Πίστη και νεοελληνική λογοτεχνία. Η αναζήτηση του Θεού στη λογοτεχνία μας", Λευκωσία 1990, σσ. 198-206.


μοναχός Θεολόγος Ιβηρίτης

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου