Σελίδες

Παρασκευή 24 Αυγούστου 2012

Ευχή εξομολογητική είς την Υπεραγία Θεοτόκον, αγίου Γρηγορίου τού Παλαμά





Παρθένε Δέσποινα Θεοτόκε, η τον Θεόν Λόγον κατά σάρκα γεννήσασα, οίδα μεν, οίδα, ότι ουκ έστιν ευπρεπές, ουδέ άξιον εμέ τον ούτω πανάσωτον εικόνα καθαράν σου της αγνής, σου της αειπαρθένου, σου της σώμα και ψυχήν εχούσης καθαρά και αμόλυντα, οφθαλμοίς μεμολυσμένοις οράν και χείλεσιν ακαθάρτοις και βεβήλοις περιπτύσσεσθαι, η παρακαλείν. Δίκαιον γαρ εστιν εμέ τον ούτω πανάσωτον υπό της σης καθαρότητος μισείσθαι και βδελύττεσθαι· πλην, επειδήπερ δια τούτο γέγονεν ο Θεός, ον εγέννησας, άνθρωπος, όπως καλέση τους αμαρτωλούς εις μετάνοιαν, θαρρών καγώ προσέρχομαί σοι μετά δακρύων δεόμενος.

Δέξαι μου την παρούσαν των πολλών και χαλεπών πταισμάτων εξομολόγησιν, και προσάγαγε τω μονογενεί σου Υιώ και Θεώ, ικετηρίαν ποιούσα, όπως ίλεως γένηται τη αθλία και ταλαιπώρω μου ψυχή· δια γαρ το πλήθος των ανομιών μου κωλύομαι του προς αυτόν ατενίσαι και αιτήσαι συγχώρησιν. Δια τούτο σε προβάλλομαι πρέσβυν τε και μεσίτιν, διότι πολλών και μεγάλων απολαύσας δωρεών παρά του πλαστουργήσαντός με Θεού, αμνήμων πάντων φανείς ο άθλιος και αχάριστος, εικότως παρασυνεβλήθην τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθην αυτοίς· πτωχεύων ταις αρεταίς, πλουτών τοις πάθεσιν, αισχύνης πεπληρωμένος, παρρησίας θείας εστερημένος, κατακρινόμενος υπό Θεού, θρηνούμενος υπό Αγγέλων, γελώμενος υπό δαιμόνων, μισούμενος παρά ανθρώπων, ελεγχόμενος υπό του συνειδότος, υπό των πονηρών μου πράξεων καταισχυνόμενος, και προ θανάτου νεκρός υπάρχων, και προ της κρίσεως αυτοκατάκριτος ων, και προ της ατελευτήτου κολάσεως αυτοτιμώρητος υπό της απογνώσεως τυγχάνων. Διο δη εις την σην και μόνην καταφεύγω θερμοτάτην αντίληψιν, Δέσποινα Θεοτόκε, ο των μυρίων οφειλέτης ταλάντων εγώ, ο ασώτως δαπανήσας την πατρικήν ουσίαν μετά πορνών, ο πορνεύσας υπέρ την πόρνην, ο παρανομήσας υπέρ τον Μανασσήν, ο υπέρ τον πλούσιον άσπλαγχνος γεγονώς, ο λαιμαργιών   δούλος, το των πονηρών λογισμών δοχείον, ο των αισχρών και ρυπαρών λόγων θησαυροφύλαξ, ο πάσης ακαθαρσίας έμπλεως και πάσης αγαθής εργασίας αλλότριος.

Ελέησόν μου την ταπείνωσιν, οικτείρησόν μου την ασθένειαν. Μεγάλην έχεις προς τον εκ σου τεχθέντα την παρρησίαν, ως ουδείς έτερος. Πάντα δύνασαι, ως Θεού Μήτηρ. Πάντα ισχύεις, ως πάντων υπερέχουσα κτισμάτων. Ουδέν σοι αδυνατεί, εάν θελήσης μόνον. Μη τα δάκρυά μου παρίδης· μη βδελύξη μου τον στεναγμόν· μη απώση μου τον εγκάρδιον πόνον· μη καταισχύνης μου την εις σε προσδοκίαν· αλλά ταις μητρικαίς σου δεήσεσι την του αγαθού Υιού και Θεού σου αβίαστον βιασαμένη ευσπλαγχνίαν, αξίωσόν με τον ταλαίπωρον και ανάξιον δούλόν σου το πρώτον και αρχαίον επαναλαβείν κάλλος της ψυχής, την των παθών αμορφίαν αποβαλείν, ελευθερωθήναι από της αμαρτίας, δουλωθήναι τη δικαιοσύνη, εκδύσασθαι τον μιασμόν της σαρκικής ηδονής, ενδύσασθαι τον αγιασμόν της ψυχικής καθαρότητος, νεκρωθήναι τω κόσμω, ζήσαι τη αρετή· οδοιπορούντί μοι συνοδεύουσα, εν θαλάσση πλέοντι συμπλέουσα, αεί πολεμούντάς με δαίμονας νικώσα, αγρυπνούντά με ενισχύουσα, υπνούντα διαφυλάττουσα, θλιβόμενον παραμυθουμένη, ολιγοψυχούντα παρακαλούσα, ασθενούντα ρωννύουσα, αδικούμενον ρυομένη, συκοφαντούμενον αθωούσα, εις θάνατον κινδυνεύοντα συντόμως προφθάνουσα, φοβερόν με ορατοίς εχθροίς και αοράτοις δεικνύουσα καθ  κάστην, ίνα γνώσωσι πάντες οι αδίκως τυραννούντές με δαίμονες τίνος δούλος υπάρχω.

Ναι, υπεραγία μου Δέσποινα Θεοτόκε, επάκουσόν μου της οικτροτάτης ταύτης δεήσεως, και μη καταισχύνης με από της προσδοκίας μου, η ελπίς πάντων των περάτων της γης. Τον βρασμόν της σαρκός μου κατάσβεσον· τον εν τη ψυχή μου εγειρόμενον αγριώτατον κλύδωνα του ακαίρου θυμού καταπράϋνον· τον τύφον και την αλαζονείαν της ματαίας νεότητος εκ του νοός μου αφάνισον· τας νυκτερινάς φαντασίας των πονηρών πνευμάτων και τας καθημερινάς των ακαθάρτων εννοιών προσβολάς εκ της καρδίας μου μείωσον· παίδευσόν μου την γλώτταν λαλείν τα συμφέροντα· δίδαξον τους οφθαλμούς μου του βλέπειν ορθώς της αρετής την ευθύτητα· τους πόδας μου τρέχειν ασκελίστως ποίησον την μακαρίαν οδόν των εντολών του Θεού· τας χείράς μου αγιασθήναι παρασκεύασον, ίνα αξίως αίρωνται προς τον Ύψιστον· κάθαρόν μου το στόμα, ίνα μετά παρρησίας επικαλέσωμαι Πατέρα τον φοβερόν Θεόν και πανάγιον. Άνοιξόν μου τα ώτα, ίνα ακούσω αισθητώς και νοερώς τα γλυκύτερα μέλιτος και κηρίου των αγίων Γραφών λόγια· δεχόμενος ποιώ αυτά υπό σου κραταιούμενος.

Δος μοι καιρόν μετανοίας και λογισμόν επιστροφής. Αιφνιδίου με ελευθέρωσον θανάτου. Κατακεκριμένου με συνειδότος απάλλαξον. Τέλος παράστηθί μοι εν τω χωρισμώ της ταπεινής μου ψυχής εκ του αθλίου τούτου σώματος, την αφόρητον εκείνην ελαφρύνουσα βίαν, τον ανέκφραστον εκείνον επικουφίζουσα πόνον, την απαραμύθητον εκείνην παραμυθουμένη στενοχωρίαν, της σκοτεινής με των δαιμόνων λυτρουμένη μορφής, του πικροτάτου λογοθεσίου των τελωνών του αέρος και των αρχόντων του σκότους εξαίρουσα, τα χειρόγραφα των πολλών μου αμαρτιών διαρρήσουσα, τω Θεώ με οικειούσα, της εκ δεξιών αυτού και μακαρίας στάσεως, της εν τω φοβερώ κριτηρίω, καταξιούσα, των αιωνίων και ανυποίστων ρυομένη κολάσεων, των αοιδίμων και ακηράτων αγαθών ποιούσα κληρονόμον.

Ταύτην σοι προσφέρω την εξομολόγησιν, Δέσποινα Θεοτόκε, το φως των εσκοτισμένων μου οφθαλμών, η παραμυθία εμής ψυχής, η μετά Θεόν μου ελπίς και προστασία· ην ευμενώς πρόσδεξαι, και καθάρισόν με από παντός μολυσμού σαρκός και πνεύματος, αξιούσά με εν τω παρόντι αιώνι ακατακρίτως μετέχειν του αχράντου σώματος και αίματος του Υιού και Θεού σου, εν τω μέλλοντι δε της γλυκύτητος του ουρανίου δείπνου, της τρυφής του παραδείσου, της βασιλείας του Θεού, ένθα πάντων εστίν ευφραινομένων η κατοικία. Και τούτων τυχών των αγαθών ο ανάξιος, δοξά σω εις αιώνα αιώνος το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα του Υιού και Θεού σου, του δεχομένου πάντας τους εξ όλης μετανοούντας ψυχής, δια το σε γενομένην πάντων των αμαρτωλών μεσίτιν και εγγυήτριαν, και δια σου, πανύμνητε και υπεράγαθε Δέσποινα, περισώζεται πάσα βροτεία φύσις, αινούσα και ευλογούσα Πατέρα και Υιόν και Άγιον Πνεύμα, την παναγίαν Τριάδα και ομοούσιον, πάντοτε, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων.

Αμήν.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου