Όσοι αγαπάμε πολύ ή λίγο τον άγιο μας Νεκτάριο θα χαρούμε,
ασφαλώς, με μια είδηση που έφτασε τις μέρες αυτές εδώ στην Αθήνα από το
Πατριαρχείο Αλεξανδρείας. Έκαμε ιερά σύνοδο στις 15 Ιανουαρίου 1998, ημέρα κατά
την οποία ο άγιος Νεκτάριος είχε χειροτονηθεί εις επίσκοπο, πριν 109 έτη, το
1889. Και πήρε απόφαση διά της οποίας ακύρωσε την απόφαση εκείνη του πατριάρχου
Αλεξανδρείας Σωφρονίου, βάσει της οποίας ο άγιος Νεκτάριος εκηρύσσετο
ανεπιθύμητος στην Εκκλησία της Αλεξανδρείας και ηδύνατο να υπάγει οπού ήθελε,
έκτος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας.
Αυτό ήτανε για τον άγιο κεραυνός εν αιθρία. Την ώρα που
μεσουρανούσε το άστρο του, την ώρα που το έργο του μεγάλωνε και επεκτεινόταν
παντού. Ο άγιος δεν εκάθητο καθόλου. Ήτο ο ποιμήν ο καλός, ο οποίος θυσίαζε,
κατά το πρότυπο του Χριστού και τηρουμένων των αναλογιών, την ψυχήν του υπέρ
των προβάτων. Βρήκε όλους τους Αιγυπτιώτες έλληνες της Αλεξανδρείας και του
Καΐρου, τους γνώρισε, μίλησε μαζί τους, άκουσε τα βάσανά τους, πήρε τις
αμαρτίες τους, τους έδειξε δρόμους, τους έδωσε άφεση, τους έβαλε στην Εκκλησία,
και όχι μόνον αυτούς. Και όλους όσοι είχαν ανάγκη. Και αυτό εκίνησε το φθόνο
και τη ζηλοτυπία των άλλων συγκληρικών. Βλέπετε, κανένας δεν θέλει τον ομότεχνό
του. Πώς, το λέει ο Ησίοδος στο “Έργα και ημέραι, “κεραμεύς κεραμεί αεί κοτέει
και τέκτων τέκτονι”. Πάντα μισεί και φθονεί και ζηλεύει ο κεραμιδάς τον
κεραμιδά και ο μαραγκός το μαραγκό. Γιατί η ζηλοτυπία και ο φθόνος είναι
σατανικό πράγμα, αδελφοί μου. Ξεκίνησε από τον πονηρό και εκείνος εζήλεψε τη
χαρά και την ειρήνη των πρωτοπλάστων στον επίγειο παράδεισο. Και έκαμε αυτό που
γνωρίζουμε και τους έβγαλε. Γι’ αυτόν και από τον φθόνο εισήλθε στον κόσμο η
αμαρτία, διά της αμαρτίας ο θάνατος, λέει η Αγία Γραφή.
Εζήλεψαν λοιπόν και εφθόνησαν το έργο του αγίου Νεκταρίου,
γιατί τους ήλεγχε. Εκείνοι ήθελαν να τα έχουν καλά με όλους. Να είναι ήσυχοι,
κι ας είναι ο λαός στο σκοτάδι και στην άγνοια, στη φτώχεια και στη μιζέρια και
στη δυσκολία. Και σου λέει, τώρα αυτός
μας δίνει τα φώτα του Χριστού και εμείς οφείλουμε να τον ακολουθήσουμε,
να τον μιμηθούμε. Να αγαπήσουμε και μεις το λαό και το ποίμνιο και να του
αφοσιωθούμε. Και δεν το άντεξαν οι καημένοι και τον συκοφάντησαν. Ακόμη και
τους φελάχους βοηθούσε ο άγιος Νεκτάριος, που ήσαν παραπεταμένοι και υπηρέτες
και βορά του καθενός. Τους φρόντιζε, τούς αγαπούσε, τους ελεούσε και τον
αγαπούσαν κι εκείνοι. Κι έλεγαν τα καλύτερα λόγια γι’ αυτόν. Και τον
συκοφάντησαν ότι τάχα ήθελε να πάρει το θρόνο του γηραιού πατριάρχου
Σωφρονίου. Αυτό έπιασε και εξεμάνη ο πατριάρχης, έπαθε κάτι το ανθρώπινο, έκαμε
σύνοδο και τον εκήρυξε ανεπιθύμητο. Και ο άγιος τί να κάνει, πού να προσφύγει;
παρά μονάχα στο Χριστό και στην Παναγία, και στον άγιο Νικόλαο, στου οποίου το
ναό εχειροτονήθη επίσκοπος στο Κάιρο. Και τους παρακαλούσε να του δίνουν
δύναμη, υπομονή και προπαντός ανεξικακία, και να τον φυλάνε από τον πονηρό.
Γιατί όταν ο πονηρός βρίσκει έδαφος και έρχεται και αλωνίζει στην ψυχή μας.
Διαστρέφει τους λογισμούς μας και μας κάνει τάχα τον ενδιαφερόμενο. [...]
Αυτό είναι το μεγαλείο και αυτό ακριβώς το μεγαλείο έκαμε
και ο άγιός μας Νεκτάριος. Συγχώρεσε τους εχθρούς του και ήρθε εδώ στην Αθήνα
φτωχός, πικραμένος, αδικημένος, δεν είχε ούτε που να μείνει, δεν είχε τί να
φάει, κι όπου πήγαινε τον ακολουθούσε η συκοφαντία, γιατί η συκοφαντία είναι
φοβερό πράγμα. Σπάζει κόκαλα, γι’ αυτό όπως έλεγε ο Ισοκράτης, “ευλαβού ή φοβού
τας διαβολάς καν ψευδείς ώσι” και ο προφητάναξ Δαυίδ. «Λύτρωσαί με. Κύριε, από
συκοφαντίας ανθρώπων και φυλάξω τας εντολάς σου». Ήλθε ο άγιος και υπέφερε τά
πάνδεινα, και περισσότερο την κατακραυγή, τα υπονοούμενα των άλλων και τις
μισοκουβέντες. Και ήταν και τελείως αθώος! Τουλάχιστον, αν φταίξεις και στα
λένε, ε, τότε, ”σου παίρνουν και
τις αμαρτίες”. Και τον άγιο που δεν φταίει; Μα τον άγιο τον ανεβάζουνε στον
ουρανό, τον βάνουνε στον Παράδεισο.
Και κάποτε σε μια δύσκολη ώρα από κείνες
που περνούσε της εξορίας του και της συκοφαντίας του και ενώ ευρίσκετο στην
Αθήνα, τον επεσκέφθησαν κάποιοι γνωστοί του που τον αγαπούσαν και τον είδαν να
είναι ήρεμος, γαλήνιος, ήσυχος. Του λένε, “Σεβασμιώτατε, γιατί είστε τόσο
ήρεμος και ήσυχος και γαλήνιος; Αφού τόσο μεγάλο κακό σας βρήκε. Πώς και είσθε
έτσι;” —”Ναι, λέει, αλήθεια είναι αυτό. Αλλά εγώ τα άφησα στον Κύριό μου. “Αν
θες εσύ, Κύριε, να με συκοφαντούν και μου φέρονται έτσι, ας είναι έτσι. Αφού
εσύ ορίζεις έτσι, ας είναι έτσι. Εγώ αφέθηκα, και τον ευχαριστώ και τον
δοξολογώ. Άλλωστε, και φροντίζω τους αδελφούς μου τους ανθρώπους τους
πικραμένους και αδικημένους, να τους βοηθήσω και να τους ελαφρώσω το βάρος της
θλίψεως και του πόνου και της αδικίας και να εύχομαι γι’ αυτούς και να τους
καλοφροντίζω και να τους καλοπαίρνω. Έτσι είπε ο Ιησούς μου στον απόστολό του
Πέτρο. Εσύ Πέτρε, όταν πάλι γυρίσεις από την άρνηση, τότε να φροντίζεις τους
αδελφούς μου. Για σένα θα εύχομαι εγώ. “Καγώ εδεήθην περί σου” κλπ. Πραγματικά,
ο Χριστός μας, ο άκρος αρχιερεύς στο υπερουράνιο θυσιαστήριο στην Εκκλησία των
πρωτοτόκων, καθήμενος εκ δεξιών του Θεού και Πατρός προσεύχεται υπέρ ημών εις
το διηνεκές.
(Αρχιμ. Ανανίας Κουστένης, «Λόγοι», Α΄, εκδ. Αρμός, 1999, σ.
45-48, 57-58 –αποσπάσματα-) -
Θησαυρός Γνώσεων και Ευσεβείας
http://blogs.sch.gr/kantonopou
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου