Σελίδες

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2013

ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ....



ΠΡΙΝ ΔΥΟ ΧΡΟΝΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΕΦΥΓΕ Η ΕΥΑΝΘΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΩΝΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ...


ΤΗΣ ΑΦΙΕΡΩΝΟΥΜΕ ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΗΣ 

ΑΥΤΟ ΤΟ ΩΡΑΙΟ ΚΕΙΜΕΝΟ ΤΟΥ ΗΛΙΑ ΛΙΑΜΗ.


«Τό μικρό σεντούκι» 
Ηλία Λιαμή

Πάντα μου έλεγαν πως ο Σεπτέμβριος είναι ένας μήνας πικρός. Με μάθανε πως είναι ο μήνας με τους περισσότερους αποχωρισμούς. ∆εν το πίστευα και επιστράτευα την εξήγηση των συμπτώσεων. Μα ο Σεπτέμβρης αποδείχτηκε επίμονος και συνεχίζει να δικαιώνεται.
Όταν φτάσει ἡ στιγμή πού ὁ γονιός ἀφήνει αὐτή τή ζωή, ἡ ψυχή τοῦ καθενός περνάει διάφορες φάσεις καί καταστάσεις. Κι αν ἡ ψυχή περιφέρεται ἀνάμεσα στην ὀδύνη καί τή μελαγχολία, κι ἄν ἡ καρδιά ἀναζητάει τή συμφιλίωση μέ τήν ἀπουσία καί τίς αναμνήσεις, μία περίεργη ὡριμότητα ἀρχίζει νά ξεπετάει σιγά-σιγά τά πρῶτα της βλαστάρια καί νά πασκίζει νά ἀναπληρώσει τό πικρό καί κρύο κενό.

« ̔Η ζωή συνεχίζεται» εἶναι ἡ συνηθισμένη παραμυθία πρός πενθοῦντες. Φαντάζει φράση φτηνή καί τυπική. Κι ὅμως, μετά τήν πρώτη ...ἀνάγνωση, ἡ φράση αὐτή ἀνασύρει ἀπό τά βάθη τῆς ὕπαρξης μεγάλες καί συναρπαστικές ἀλήθειες. Κάθε συνάντηση μέ τό θάνατο ἀποτελεῖ ἔτσι κι ἀλλιῶς συνάντηση μέ τήν ἀλήθεια.

Εἰδικά ὅμως ἡ συνάντηση μέ τό θάνατο τοῦ γονιοῦ ἀποτελεῖ κάτι περισσότερο. ῎Ισως γιατί πραγματοποιεῖται ὁ ὁριστικός ἀποχαιρετισμός τῶν πιό γλυκῶν χρόνων, ἴσως γιατί ἡ ἴδια ἡ ζωή, ἀφοῦ πρῶτα ἀποχαιρετήσει αὐτούς, πού τήν κουβάλησαν στούς ὤμους γιά ἑβδομηντάχρονο-ὀγδοντάχρονο ταξίδι, σέ κοιτάει βαθιά στά μάτια καί δείχνοντάς σε μέ τό δάκτυλο, σοῦ γνέφει·

«Τώρα ἐσύ».

῎Ισως πολλοί, τήν ὥρα ἐτούτη τῆς διαδοχῆς, νά νιώθουνε μοναχά τό βάρος της. ῞Ενα βάρος, πού οὔτε κανείς τους ρώτησε ἄν θέλουν νά τό σηκώσουν, μά οὔτε καί θά τούς ρωτήσει γιά τή στιγμή πού θά τ’ ἀφήσουν στούς ἑπόμενους. Εἶναι μιά ὥρα πού, ἄν μέχρι τώρα δέν τήν πέρασες, θά  ̓ρθει ἡ στιγμή πού θά τήν περάσεις.

῎Αν τήν ὥρα ἐκείνη δέν φορτωθεῖς τή ζωή μέ γκρίνια, σάν κατάδικος, πού ἔφτασε ἡ σειρά του νά ἐκτίσει τήν ποινή του καί ἄν δέν ἀποστρέψεις βιαστικά τό πρόσωπό σου ἀπό αὐτό τό βλέμμα τῆς ζωῆς, πού σοῦ γνέφει, θά καταφέρεις νά διαβάσεις στά μάτια της τήν προσδοκία καί τήν ἐλπίδα. Εὔκολα θά καταλάβεις πώς δέν τῆς ἀρκεῖ νά τήν πᾶς δυό βήματα πιό πέρα. 

῎Αν μετά τό χωρισμό μέ τό γονιό σου δέν ἐπιστρέψεις βιαστικά στόν πολυτάραχο βίο σου, ἄν πρίν τό ξεκίνημα τοῦ δικοῦ σου ταξιδιοῦ ἀφιερώσεις τῆς ζωῆς λίγες στιγμές περισυλλογῆς καί ἡσυχίας, τότε αὐτή, μέ εὐγενικές κινήσεις, θά σοῦ ἀνοίξει μπροστά σου ἕνα σεντούκι. Ναί, ναί, ἕνα μικρό ξύλινο σεντούκι μέ χάλκινα δεσίματα, ἕνα σεντούκι μέ μικρούς θησαυρούς, πού ὁ γονιός σου τό κουβαλοῦσε καί τό γέμιζε, ὅσο ταξίδευε μαζί της.

῎Εκπληκτος θά μείνεις ἀπό τήν πραμάτεια, ὅταν τ’ ἀνοίξεις.  ̔Υπέροχες καρφίτσες πείρας, λεπτά δακτυλίδια παθημάτων, χρυσά φλουριά μαθημάτων, περίτεχνες πόρπες διορθωμένων λαθῶν, μυστικές συνταγές ἐξαίσιων χειρισμῶν, γιά κάθε περίσταση. Γρήγορα θά ἀντιληφθεῖς πώς τά περισσότερα εἶναι κληρονομιά γενεῶν πολλῶν. Λίγα θά βρεῖς νά εἶναι ὁλοκαίνουρια.  ̓Ανασκαλεύοντας, θά βρεῖς καί πολλά ἀγυάλιστα, λίγο χτυπημένα, ἴσως καί παραμορφωμένα. Σά νά περιμένουν τό μάστορά τους πού θά τούς δώσει μορφή καί κάλλος. ῞Ολα, ὅμως, μέ τήν ἀξία τους.

Μήν πετάξεις τίποτα. Ψάξε τα! Παρατήρησέ τα ἕνα-ἕνα! ῞Απλωσέ τα πάνω στό νυφιάτικο κρεβάτι τῶν γονιῶν σου καί ἀφιέρωσε λίγες στιγμές στό καθένα ξεχωριστά. Κι ὅταν τό χέρι σου θά φτάσει στόν πάτο τοῦ σεντουκιοῦ, τά ἀκροδάχτυλά σου κάτι περιέργο θά ψηλαφίσουν· ῞Ενα μικρό χάλκινο καδράκι. Θά τό τραβήξεις ἐπάνω. Κάτι θά σοῦ θυμίσει. ῎Α, ναί! Εἶναι ὅπως αὐτά πού ἔφτιαχνες μικρός στή γιορτή τῆς μητέρας, κάθε δεύτερη Κυριακή τοῦ Μάη.  ̓Απάνω του χαραγμένο ἕνα μήνυμα μέ ὡραῖα πλαγιαστά γράμματα. Μικρό, γλυκό, διάφανο·

«Μπορεῖς, σ ́ ἀγαπάω, συγγνώμη».  ̔Η μαμά σου

῞Οταν τά δάκρυά σου ξεπλύνουν τή σκόνη, στό λίγο χῶρο πού περισσεύει κάτω-κάτω, θά χαράξεις·

«Προχωράω,μοῦ λείπεις, φίλοι πιά».
 ̔Ο γιός σου

Θά χώσεις τό καδράκι στόν κόρφο σου καί θά κλείσεις προσεχτικά τό καπάκι. ῎Εχεις χρέος νά προστατέψεις αὐτό τό σεντούκι. ῎Εχεις χρέος νά μήν ἐγκαταλείψεις τήν πραμάτεια του στούς πέντε ἀνέμους. Μέ κόπο ἔφτασε ὥς ἐσένα. Μήν τοῦ σταματήσεις τό ταξίδι. Μπορεῖ νά σέ βαραίνει ἡ εὐθύνη. Θά σοῦ πῶ ὅμως κάτι· Τή στιγμή πού θά τό παίρνεις παραμάσχαλα, ἕτοιμος γιά τή δική σου περιπλάνηση, θά νιώσεις τόν ἀέρα γεμᾶτο εὐγενικές μορφές νά σέ παραστέκουν. ∆έν εἶσαι μόνος. Ποτέ δέ θά  ̓σαι μόνος. Γιατί ἀπ’ τή ζωή δέ χωρίζουμε ποτέ. Κι ὅλες αὐτές οἱ περασμένες καλές κι εὐγενικές ὑπάρξεις, πιασμένες χέρι-χέρι, πιό ζωντανές κι ἀπ’ ὅταν ζοῦσαν, σέ παρατηροῦν. ∆έ βοηθᾶν τά πήλινα μάτια μας νά τό ἀντιληφθοῦμε. Μά θά ’ρθει ἡ στιγμή -γιά ὅλους πάντα ἔρχεται αὐτή ἡ μιά, ἡ προσωπική, ἡ μεγάλη στιγμή- πού ὅλα θ’ ἀποκαλυφθοῦν διάπλατα.  ̔Η στιγμή πού θά ἑνώσεις καί τό δικό σου χέρι μέ τά χέρια τους καί θά γευτεῖς ὅλα τά λόγια καί τίς κινήσεις πού περίμενες.

Εἶναι ἡ ἴδια ἡ στιγμή πού θ’ ἀνοίξεις γιά τελευταία φορά τό μικρό σεντούκι καί θά ρίξεις μιά γλυκιά ματιά στήν πραμάτεια πού τόσα χρόνια κουβάλαγες. Εἶναι ἡ ἴδια ἡ στιγμή πού θά νιώσεις περήφανος γιά τά πολύτιμα, πού παρέλαβες καί φύλαξες ἤ καί γιά εκεῖνα πού ἀπ’ τά χέρια σου πῆραν μιά ἀστραφτερή γυαλάδα. Θά χαρεῖς, βλέποντας τά δυό-τρία καινούρια, πού ἐσύ ἔβαλες μέσα. Θά ψιθυρίσεις ἕνα «κρίμα» γιά ὅσα ἄφησες ἀραχνιασμένα καί θαμπά. Μέ ἐλπίδα ὅμως θά βγάλεις ἀπ’ τόν κόρφο σου τό παλιό χάλκινο καδράκι καί θα γράψεις πάνω του τό δικό σου μήνυμα, μέ ὅλα ἐκεῖνα τά κρυφά καί ἀνομολόγητα, πού τόσο θέλησες, ἀλλά δέν μπόρεσες νά πεῖς στό παιδί σου. Μετά, μέ ἐπιμέλεια θά τό τακτοποιήσεις στόν πάτο τοῦ σεντουκιοῦ, θά κλείσεις μέ προσοχή τό καπάκι του καί θά τό παραδώσεις.
Αὐτό τό μικρό ξύλινο σεντούκι μέ τά χάλκινα δεσίματα. Τό μικρό αὐτό σεντούκι, τό γεμᾶτο μέ τούς θησαυρούς.








Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου