Σελίδες

Σάββατο 29 Ιουνίου 2013

Ανδρέας Καρκαβίτσας Θείον Όραμα




Από το βιβλίο "Τα λόγια της Πλώρης", Εκδόσεις ΕΣΤΙΑ


Δε λέτε, ρε παιδιά, τίποτα να ζεσταθούμε;

Και με το λόγο φάνηκε μαύρο κορμί στην ανοιχτή θυρίδα, κύλησε από τη σκάλα κάτω ο Κώστας ο θερμαστής, βαρυτυλιγμένος στην πατατούκα του. Έκανε κρύο δυνατό. Βοριάς εξύριζε τα πέλαγα, πάγωνε τ' ακρογιάλια, κρουστάλλιαζε τα στοιβαγμένα χιόνια στα βουνά. Και το πλήρωμα, ναύτες και θερμαστές, συναγμένοι ολόγυρα στη θερμάστρα, φρόντιζαν να ζεσταθούν με τη φασκομηλιά και το ψωμοτύρι. Ο λύχνος, καρφωμένος στη μέση ενός στύλου, φώτιζε και κάπνιζε μαζί τα περίγυρα σωθέματα. Διπλά-τριπλά τα κρεβάτια κολλημένα στα πλευρά, με τα μαύρα τους στρωσίδια, θύμιζαν νεκροθήκες στ' ανήλιαστα βάθη της γης ταιριασμένες. Κοντά η καμαρούλα του ναύκληρου, ανοιχτόπορτη, έδειχνε άλλο κρεβάτι στρωμένο, δυο-τρεις φωτογραφίες παλιές, μια χρωμολιθογραφία χανούμισσας, χρυσοφορεμένης και ξαπλωμένης σε πουπουλένια προσκέφαλα. Και ολούθε κρεμασμένα τα ρούχα, στο λάδι και στο κάρβουνο βουτημένα. Οι μουσαμάδες ξεσχισμένοι και μυριομπαλωμένοι. Τα χοντρά ποδήματα και τα κασκέτα και οι χρωματιστοί σκούφοι έδειχναν το χώρισμα καλογερικό κελλί. Αλλά το φλίφλισμα του νερού που ακουόταν στα πλευρά, η μυρωδιά του κατραμιού και τα ψημένα πρόσωπα των ανθρώπων έδειχναν πως η ζωή εδώ αγωνίζεται τον τελευταίο αγώνα της. Για τούτο και κανένας δεν πρόσεξε τώρα στο αστείο κατρακύλημα του θερμαστή.

— Δε λέτε, ρε παιδιά, και τίποτα να ζεσταθούμε; ξαναδευτέρωσε εκείνος, αγκαλιάζοντας τη θερμάστρα σαν ερωμένη.
— Τι να ειπούμε; ρώτησε μελαγχολικός ο Κώστας ο Αξιώτης. Νυχτιά σαν την αποψινή δε θέλει παραμύθια. Όχι, δε θέλει παραμύθια! Εδώ στον άγριο κόρφο πού είμαστε κλεισμένοι, τριγυρισμένοι από το μούγκρισμα της Μαύρης Θάλασσας, σαβανωμένοι από τον πουπουλένιο θυμό τ' ουρανού, ας πούμε κατιτί θεϊκό και παρήγορο. Στα παλιά χρόνια οι γέροντές μας δεν είχαν την καταδίκη πού έχουμε εμείς τώρα. Περνούσαν τις άγιες ημέρες κάτω από τη στέγη τους, κοντά στη φωτιά, ανάμεσα στη φαμίλια τους. Όπως ο αμπελοφυτευτής τ' αμπέλι του, τρυγούσανε και κείνοι το καλοκαίρι τη θάλασσα και χαίρονταν το χειμώνα τα καλά της άφοβα. Ήξεραν τη γιορτή και την καματερή τους. Είχαν καιρό για τη χαρά και για τη θλίψη τους. Εμείς τίποτ' απ' αυτά! Χειμώνα-καλοκαίρι τ' οργώνουμε το κύμα. Βόδια καματερά στη βουκέντρα της Ανάγκης, υποταχτικά θ' αυλακώνουμε τ' αρμυρό χωράφι, μονάχα τη φάκνα μας έχοντας για πληρωμή. Για τούτο καλά που έτυχε η κακοκαιρία ν' αφήσουμε λίγο τον κάματο. Δε λέω πως θα μείνουμε τώρα ήσυχοι. Ο αφέντης θέλει δουλειά από το δουλευτή, γιατί φοβάται μην οκνέψη με την ακαμωσιά. Φαντάσου όμως, αν ήταν καλωσύνη, τι δρόμο θα παίρναμε τώρα. Έτσι τουλάχιστο έχω ελεύθερο το νου να συλλογιστώ το σπίτι μου.

Αχ, το σπίτι μου! Άρχισα το παραπόνο και κοντεύω να δακρύσω σαν άπραγο παιδί. Μα δε φταίω γώ. Φταίει αυτή η νύχτα. Φταίει το αποψινό αποσπέρισμα, τ' αστέρι το λαμπρό πού έτρεμε βασιλεύοντας πίσω από τα χιονισμένα βουνά και τάραξε το είναι μου. Όπως τους Μάγους ωδήγησε και μένα πίσω από τα βουνά και τα πέλαγα στη Νάξο, στο Γρίτι μου το πρασινοντυμένο, το ταπεινό μα ολόχαρο σπιτάκι μου. Και όχι ως εδώ. Παραμπρός, παραμπρός ακόμη. Μ' έφερε στα παιδιάτικα χρόνια μου, πριν αφήσω τη στεριά και πριν ταξιδέψω στη θάλασσα.

Kαθόμαστε όλοι στο παραγώνι, διπλοπόδι στα μάλλινα στρωσίδια, ντυμένοι με τα ζεστά φορεματάκια μας, που τα έρραψε της μάννας μας η φροντίδα και της αδερφής μας, της ομορφούλας τα πιδέξια χέρια. Ο πατέρας μου, θεριακωμένος και νιοφάνταχτος γέροντας, καθότανε στις προσκεφαλάδες ψηλά και ρουφούσε απολαυστικά το τσιμπούκι του.

Όταν μας έβλεπε έτσι συναγμένους, του άρεσε να διηγέται παραμύθια και ιστορίες της ζωής του. Της θάλασσας οι κίνδυνοι, της στεριάς οι χαρές, ο τρόμος των κουρσάρων, τα ναυτικά κατορθώματα της Επανάστασης διάβαιναν ζωντανά και ολοφώτιστα μπροστά μας. Μα κείνη τη νύχτα δε θέλησε να μιλήση ούτε για παραμύθια, ούτε για ταξίδια του. Μόλις βάλαμε το λύχνο στο λυχνοστάτη και φάγαμε τη λειψόπητα, μας άρχισε θρησκευτικές κουβέντες. Ήταν θρήσκος ο αγιοχώματος και τα ιερά βιβλία δεν τ' άφηνε από κοντά του. Αλήθεια, στα ταξίδια του είχε πρόχειρα τα τροπάρια και τις βλαστήμιες. Μα τώρα που έπαψε τον αγώνα της ζωής, φρόντιζε για τη σωτηρία της ψυχής του.
-Δε μου λες, είπε στον αδερφό μου το μικρότερο, τι όραμα είδε η Παναγία τη νύχτα πού γέννησε τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό;

Κόκκαλο εκείνος. Ρωτάει εμένα, το ίδιο.

Α, δεν το ξέρετε ! πρόσθεσε με ήρεμη φωνή. Μα δεν φταίτε σεις, φταίω γώ που δεν σας το έμαθ' ακόμη. Έγινε πέρα στην Ανατολή, στον τόπο τον παράδοξο. Ποιο χρόνο δε σας λέω. Φτάνει να μετρήσετε το φετεινό και το βρίσκετε αμέσως. Εκείνη τη νύχτα μια γυναίκα, συντροφιασμένη από τον τέχτονα τον άντρα της, στάθηκε μισοστρατίς σε μια σπηλιά και γέννησε ένα παιδί. Φτωχά ήταν τα ρούχα της, η όψη της πικραμένη· μα είχε κατιτί τόσο λαμπρό στη ματιά, που έλεγες θ' αναστήση και την πέτρα. Κάτω από το γαλάζιο φόρεμα και το κόκκινο στηθοπάνι, το κορμί φάνταζε λυγερό, άξιο για να θρονιάση μια πάναγνη ψυχή. Και κάτω από τον άσπρο της κεφαλοδέτη τα μυγδαλωτά μάτια, τα φρύδια τα σμιχτά, το λεφαντένιο μέτωπο, λαμπρότερο κι από τα χρυσά στολίδια του, φανέρωναν την αισθαντική πηγή που θα σάρκωση την αγάπη και την Καλωσύνη.

Γέννησε το παιδί, το βύζαξε, το τύλιξε στο σάλι της και τ' απίθωσε στη φάτνη πάνω στ' άχυρα να κοιμηθή. Σε λίγο ο ανασασμός έβγαινε από το στηθάκι του ήσυχος, σαν ανασασμός βαλσαμόδεντρου. Γύρω το σκοτάδι απλωνόταν πίσσα. Κάτω στο χώμα πλαγιασμένα τα ζωντανά, βόδια και πρόβατα και άλογα μαζί, ένιωθαν κάποια φρίκη να χαμοπετά πάνω τους, σύγκρυο να τα περιγλείφη κ' έμεναν άγρυπνα. Μα ούτε βέλασμα, ούτε χλιμίντρισμα, ούτε βούγεμα ηχολογούσε. Η φάκνα έτριζε κάποτε. Αλλά και κείνη έμενε ξερομασσημένη στο στόμα τους. Απάνω η σπηλιά με τον ουρανό της νεροστάλαχτο, με τα πλευρά της αυλακωμένα από τις νεροσυρμές, πράσινα από τα πολυτρίχια, σκισμένα από τα νύχια του όρνιου, τρύπια από του σφαλαγγιού το κεντρί, κλεισμένα με τόν πλοκό της αράχνης, ξεθεμελιωμένα από τον ποντικό, ψήλωνε βουβή κι ατάραχη. Και κάτω από τη χαμηλή εμπατή, το φως αστροστόλιστης νύχτας χυνόταν στις πλαγιές και τα λακκώματα. Οι κουρμάδες εκεί ψήλωναν λαμπάδες, με τα καμαρωτά κλωνιά καρποφορτωμένα. Εκεί τ' αμπέλια έδειχναν κλαδιά έτοιμα ν' ανοίξουν μάτια χλωροπράσινα στο πρώτο φύσημα της άνοιξης. Εκεί ασπραργυρανθισμένες οι ελιές λαγάριζαν από τώρα το χυμό που θα καή θυσία στο νεογέννητο. Εκεί και τα σπίτια της Βηθλεέμ μικρά, τετράγωνα, με το δώμα πάνω και την πόρτα στο πλάγι, έλαμπαν στον ασβέστη, λες και στολίσθηκαν να καλωσορίσουν Εκείνον που θα τους χαρίση τη δόξα. Βαθιά ο Ιορδάνης στέναζε μέσα στη χαλκοστρωμένη κοίτη του και πρόσμενε με τρόμο το θεϊκό κορμί που θ' άγιαζε τα νερά του. Δεξιά στη χούνη σαν κατάρατο πνεύμα βρουχιόταν η Νεκρή θάλασσα, λες κ' είχε ακόμη μέσα της τα Σόδομα και τα Γόμορα. Αριστερά, απάνω από τους ζυγούς, εκεί πού δεν έφτανε το ανθρώπινο μάτι, ήταν όμως ασήκωτος ο λογισμός του Θεού, στη χαρά και στην ακολασία παραδομένα ούρλιαζαν τα Γεροσόλυμα, το άσμα των Προφητών κ' η λατρεία λάου μεγάλου.

Ο Ιωσήφ, μόλις είδε κοιμισμένο το παιδί, κατέβηκε στο χωρίο να φροντίση για τη λεχώνα. Και κείνη ολομόναχη, αδυνατισμένη, με τη μητρική λαχτάρα στα στήθη, σταύρωσε τα χέρια, ακούμπησε το κορμί σ' ένα στύλο κ' έκλεισε τα ματόφυλλα. Μα στάθηκε αδύνατο να κοιμηθή. Η τύχη του θεόσταλτου ήρθε να της τυραννήση την ψυχή. Τί θ' απογένη στου κόσμου την αντάρα ο τρυφερός της Κρίνος, Εκείνος που της δόθηκε με το χέρι ασπροντυμένου Χερουβείμ ; Ποια θα είνε η ζωή και ποιο το τέλος του; Θα περάση δρόμο πορφυρόστρωτο ή θα βάψη με το αίμα του τ' αγκάθια και τις στουρναρόπετρες; Ο κόσμος παραλυμένος δεν προσέχει πια στα λόγια των Προφητών. Ο Ισραήλ στενάζει κάτω από το ψέμα των Φαρισαίων και των Ρωμαίων το ζυγό. Δεν κιθαρίζει ο Δαβίδ ούτε η Δεβόρρα δικάζει το λαό κάτω από τους κουρμάδες. Του Ααρών τα τέκνα ληστεύουν. Απιστίας σύγνεφο κάθεται στην Ιερή Κιβωτό και στου Μεγάλου Ναού τα άδυτα. Πίνει το αίμα των Μακκαβαίων η γη, χωρίς ν' αποδώση ελευθερία και δικαιοσύνη. Ο Γαυλωνίτης Ιούδας χάθηκε χωρίς ν' ανορθώση το Νόμο. Η Γη της Επαγγελίας, χωρισμένη σε βασίλεια και τοπαρχίες, φθείρεται από τον εμφύλιο σπαραγμό, σα να τη βαραίνη ακόμη η απείθεια των προγόνων στην έρημο του Σίν. Κόλαση έγινε ο ποτέ Παράδεισος! Εγωιστής και εκδικητικός και άδοξος ο περιούσιος λαός του Κυρίου! Πώς θα ζήση σε τέτοιον κόσμο το παιδί της;

Άξαφνα λύχνος ηλιοστάλαχτος κρεμάστηκε μπρος στης μάννας την ψυχή, έτοιμος να δείξη το μέλλον του νιογέννητου, όπως η νεφέλη έδειξε άλλοτε τον άγνωστο δρόμο στη φυλή της. Και τον είδε τριαντάχρονο λεβεντονιό να μαγνητίζη τις ψυχές του λαού. Ψηλός, λυγερός, με σεβαστή μελαγχολία στο ροδοζύμωτο πρόσωπο, με τα καστανά μαλλιά κυματιστά στους ώμους, με το στόμα γλυκοστάλαχτο και τα γαλανά μάτια, μιλούσε στο λαό και τον έπειθε. Εκήρυττε στις συναγωγές και χίλιοι τον άκουαν ανέβαινε στο βουνό και μύριοι τον ακολουθούσαν. Διαβαίνει ανάλαφρα τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που τον προσπερνούσαν, τώρα πισωδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται τ' απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους. η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και σηκώνονται οι ταπεινοί, τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Γεροσόλυμα στρώνουν τους δρόμους με βάγια να τον δεχτούν. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν το σταυρό. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα. Ο δειλός φίλος του αρνιέται πριν λαλήση ο πετεινός. Μα Εκείνος, ανώτερος από τα τέκνα των ανθρώπων, συγχωρεί την άρνηση και την προδοσία, διαβαίνει πράος μέσα από τις κοροϊδίες και τα φτυσίματα, πίνει το ξίδι και τη χολή, φορεί το αγκαθερό στεφάνι, την περιφρονητική χλαμύδα, κρατεί το καλαμένιο σκήπτρο και ανεβαίνει στο μαρτύριο.
— Γυναίκα, να ο γιος σου, λέει την τελευταία στιγμή.
Και αποχαιρετά, μ' ένα βλέμμα μελαγχολικό, τη μάννα που τον γέννησε, τους φίλους που τον πίστεψαν, το λαό που τον τυράννησε, τη Γη που είδε τις πίκρες του και τον Ουρανό που θα δεχόταν το Σώμα του.

Η μάννα ήταν εκεί και τα έβλεπε όλα. Ήθελε να φωνάξη, να τρέξη για να τον σώση από τα χέρια των κακούργων αλλά δε μπορούσε να βγάλη φωνή. Το σώμα δεν ακολουθούσε τους πόθους της ψυχής. Μα όταν είδε ένα στρατιώτη αγριοπρόσωπο, έτοιμο να λογχίση τα πλευρά του,
— Μη! ... εφώναξε με όλη της τη δύναμη.

Και με το μη! ξύπνησε. Δεν είδε ολόγυρα της τίποτα από το φριχτό δράμα. Το βρέφος κοιμότανε ακόμη πλάγι της, μέσα στη φάτνη, απάνω στο άχυρο. Μα δε βασίλευε η σιγή και το σκοτάδι, όπως πριν. Αγγελική αρμονία κατέβαινε από ψηλά και λαμπρομέτωπο αστέρι έχυνε θάλασσα το φως του στη σπηλιά.

Και μπρος στα πόδια της, οι Μάγοι γονατιστοί με τα δώρα τους, τη σμύρνα και το μόσχο και το λιβάνι, ωνόμαζαν το γιο της βασιλέα και Θεό.

Εκείνη την ώρα φάνηκε στην εμπατή χλωμός ο Ιωσήφ.
-Να φύγουμε,· λέει τρέμοντας στη γυναίκα του. Ο Ηρώδης θέλει το παιδί κ' οι ανθρώποι τον ψάχνουν στη χώρα. Γλήγορα να φύγουμε!

Εκείνη άρπαξε αμέσως το βρέφος, το έσφιξε στους κόρφους της και πήραν δρόμο για την Αίγυπτο. Η νύχτα τους έκρυψε. Μα τα αίματα των άλλων παιδιών κι ο θρήνος των μαννάδων ανέβαιναν από τα σπίτια της Γαλιλαίας, πρωτόλουβη θυσία στον αναμορφωτή του κόσμου.

-Πόσα αίματα θα χυθούν ακόμη! ψιθύρισε προφήτης η γυναίκα. Πόσα αίματα! ...»
Τέλειωσε ο Αξιώτης το διήγημα του κ' οι σύντροφοι έμειναν ακόμη ακίνητοι σαν ονειροπλανεμένοι. Μερικοί σταυροκοπήθηκαν άλλοι στέναξαν βαθιά σα να ξύπνησε κάτι παρήγορο μέσα τους. Μα ο Κώστας ο θερμαστής, ίδιος στ' αστεία και στα σοβαρά, ρώτησε πονηρά το σύντροφο του:
-Δε μου λες, βλάμη. Είδε η Παναγιά στ' όνειρό της και τον πατριώτη σου το Βαραββά;

Εκείνος χολοταράχτηκε. Φοβερή βλαστήμια ανέβηκε στα χείλη του. Μα την κατάπιε. Δεν ήταν καιρός τώρα να κολαστή κανείς! Χαμογέλασε, έκαμε το σταυρό του και ξαπλώθηκε στο έρημο κρεβάτι του.

-Και του χρόνου, παιδιά, στα σπίτια μας! ευχήθηκε.

-Στά σπίτια μας, μα θα μας θερίζη η πείνα, είπε ο θερμαστής.

Και γέλασε δυνατά.


http://www.myriobiblos.gr/

Ο κυρ-Γιάννης που πήρε αντίδωρο από την Παναγία. Ένα αληθινό θαυμαστό περιστατικό




π.Στέφανος Αναγνωστόπουλος.(Aποσπασμα απομαγνητοφωνημένου κηρύγματος)

Για το αντίδωρο

Αντίδωρο ονομάζεται μικρό κομμάτι άρτου από το αγιασμένο στην προσκομιδή πρόσφορο. Λέγεται έτσι γιατί παλαιότερα προσφερόταν «αντί του δώρου» (της Θείας Κοινωνίας) σε όσους πιστούς δεν κοινωνούσαν. Σήμερα προσφέρεται σε όλους τους πιστούς.

“…Δεν το παίρνομε το αντίδωρο με ένα χέρι όπως κάνετε οι περισσότεροι, με δυο χέρια το παίρνομε το αντίδωρο, έτσι, το δεξί πάνω στο αριστερό. Και όταν μπαίνει το αντίδωρο στη χούφτα, φιλούμε το χέρι. Αν δείτε τους Ρώσους, όταν θέλουν να χαιρετήσουν έναν ιερέα κάνουν έτσι, να τον χαιρετήσουν, να πάρουν την ευχή του, και βάζει εκείνος σταυροειδώς τα δάχτυλα μεσ’ τη χούφτα και την ασπάζονται…”

Ο Κυρ- Γιάννης

“…Χριστιανοί μου, κάποτε μια Κυριακή σαν τη σημερινή, πριν από σαράντα περίπου χρόνια, το 1968, σ’ αυτόν εδώ το Ναό, και μπροστά από τον παλιό Θρόνο, βέβαια είχαμε έναν παμπάλαιο Θρόνο εδώ, δεν ξέρω πόσοι, αν ήταν κανείς εδώ και το θυμάστε και εδώ ήταν όλο βαμμένο μπλε και από τούβλο …; Η Ωραία μας Πύλη εδώ …; Εκκλησιάζετο μπροστά από το Θρόνο ο κυρ-Γιάννης, -ο Θεός να τον αναπαύσει. – Εκείνη την Κυριακή ήταν όρθιος και τον είδα, όταν έβγαινα έξω για να πω εκείνα τα οποία επιβάλλονται από το τελετουργικόν του Όρθρου ή της Θείας Λειτουργίας, τον έβλεπα ιδρωμένο. Κατάλαβα λοιπόν ότι είχε και πυρετό, και θα πρέπει να ήταν και υψηλός, παρά ταύτα όμως, ήρθε να λειτουργηθεί, και να κοινωνήσει στο τέλος. Και πράγματι έτσι έγινε. Με τρεμάμενα τους πόδας απ’ τον πυρετό, ήλθε, κοινώνησε και επέστρεψε εκεί, και έκατσε στην καρέκλα του. Τελείωσα …; τελειώνοντας τη Θεία Λειτουργία, διαπίστωσα ότι έγειρε το κεφάλι του προς τα κάτω, και εφαίνετο σα να κοιμόταν. Τελείωσα τη Θεία Λειτουργία και άρχισα να μοιράζω αντίδωρο. Εδώ οι διπλανοί που ήσαν εδώ εκείνη την εποχή, ήθελαν να τον ξυπνήσουν και τους εμπόδισα εγώ και είπα «αφήστε τον, έτσι όπως είναι».

Έφυγαν όλοι και ο κυρ-Γιάννης παρέμεινε στη θέση του, με τα χέρια σταυρωμένα, και τις παλάμες έτσι, όπως δηλαδή παίρνομε το αντίδωρο. Τελείωσε το αντίδωρο, δεν τον έδωσα.. τον άφησα σ’ αυτή τη θέση που ήτανε. Έκλεισα εδώ την Ωραία Πύλη, κατέλυσα, και μαζί με τον τότε νεαρό Ηλία, που σήμερα είναι ο πατήρ-Ηλίας στην Άνδρο, διαβάσαμε και τη Θεία Ευχαριστία, και ήρθα εδώ στο πλάι και άρχισα να ξεντύνομαι. Τότε μπήκε από κει από την Ωραία Πύλη, -η Νοτία όπως λέγεται,- μπήκε μέσα ο κυρ-Γιάννης. 

Είχε μια έκφραση απεράντου γλυκύτητος, και δεν υπήρχε ούτε ιδρώτας ούτε τίποτα, και εφαίνετο μια χαρά, και με δάκρυα στα μάτια, μου διηγήθηκε τα εξής: «Από την εξάντληση και τον πυρετό,» που είχε μετά τη Θεία Κοινωνία, «κάθισα,» λέει, «στη καρέκλα, έγειρα το κεφάλι μου προς τα κάτω, προς το μέρος της καρδιάς όπως μου έχεις διδάξει, και άρχισα να λέω το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» και έτσι να απολαμβάνω την γλυκύτητα της Θείας Κοινωνίας. Κάποτε» λέει, «έχασα κάθε αίσθηση του χώρου, που βρισκόμουν δηλαδή, του χρόνου, του θορύβου, των ψαλμωδιών,» -θα ήταν τότε οι ψάλτες μας αυτοί.- «των φωνών και τα λοιπά,» Όταν σήκωσε το κεφάλι του, συνήλθε δηλαδή, δεν ήταν μόνος, όλος ο ναός ήταν γεμάτος από την παρουσία της Παναγίας μπροστά του, που ‘χε την αίσθηση ότι είχε ξεκολήσει από δω, όχι από κείνη την πλευρά, συγγνώμη, από δω, και είχε πάει κοντά του, και του έβαλε στην ανοικτή του παλάμη, η Υπεραγία Θεοτόκος, ένα αντίδωρο. 

Και του είπε, «φάτο παιδί μου». Το έφαγε αλλά έμειναν λίγα ψίχουλα. Και όπως μπήκε μέσ’ το ναό, έτσι, τα είδα τα ψίχουλα. Και έσκυψα και τα ‘γλυψα. Και φώναξα και το νεαρό, τον τότε Ηλία, του λέω «έλα εδώ, έχει ένα δυο ψιχουλάκια, να γλύψε τα απ’ το χέρι του», με κοίταξε έτσι παράξενα, γιατί δεν είχε ακούσει τη συζήτηση, «κάντο, κάντο» λέω Ηλία λέω, «Κατάλαβες τίποτα; », λέει «όχι».

Εγώ όμως είχα τη συναίσθηση ότι ευωδίαζε τούτο το πράγμα, εκείνα τα ελάχιστα ψιχουλάκια, σαν Θεία Κοινωνία. Έτσι ο κυρ-Γιάννης κοινώνησε μια φορά με το μυστήριο της Θείας Κοινωνίας, και τη δεύτερη φορά, με τρόπο υπερφυσικό, στη μορφή του αντιδώρου. Η παράκλησίς του ήτο, να μην το μάθει κανένας, ούτε ακόμα και η οικογένειά του….

http://fdathanasiou.wordpress.com/

Παρασκευή 28 Ιουνίου 2013

Το φρούριο




«Το φρούριο». 

Ταινία αποκάλυψη. 

Είναι μια δοκιμασία για την ψυχή. 

Αν καταφέρεις να τη δεις έως το τέλος σημαίνει πως η κάρδια σου δεν έχει σκληρύνει ακόμα, δεν αποστασιοποιήθηκες από τον υπόλοιπο κόσμο κρυμμένος πίσω από ψηλούς τοίχους. Ταινία για το θαύμα. Θαύμα πραγματικό και όχι φανταστικό. Ταινία για τη θεραπεία των άρρωστων παιδιών και για την ίαση των ενήλικων. Στον κινηματογράφο πια η έννοια του ήρωα ταυτίζεται με σκληρότητα και μυϊκή δύναμη. Όμως βλέπετε πως γίνεται και αλλιώς. Ο ήρωας είναι αυτός που με τη δύναμη της καρδιάς μπορεί να κάνει το καλό. Εξάλλου υπάρχει τόσο λίγο καλό γύρω μας. Ακόμη δεν ξέρουμε τι είναι η ζωή. Είναι μια περίοδος εργασίας πριν από την αιωνιότητα ή μία απλή βολτούλα από το ένα σημείο στο άλλο;

Παραγωγή: 2007
Σκηνοθέτης: Μιχαήλ Σάδριν
Προβολή: ορθόδοξο τηλεοπτικό κανάλι «Γκλας»

Το 2009 η ταινία προβλήθηκε στο φεστιβάλ ορθόδοξης ταινίας και πήρε τα πρώτα βραβεία σε όλες τις κατηγορίες, με ομοφωνία κοινού και επιτροπής.

Τα γυρίσματα διήρκεσαν ένα χρόνο στο μοναστήρι Σβιάτο-Βαζνεσένσκι (Της Αναλήψεως) στα σύνορα με την Ρουμανία. Ο σκηνοθέτης μας δίνει την ευκαιρία να αναθεωρήσουμε τις αξίες της ζωής, μέσα από τα παραδείγματα των μοναχών, εφαρμόζοντας καθημερινά την εντολή της αγάπης.

Τα κεντρικά πρόσωπα είναι: ο ηγούμενος του μοναστηριού (που έγινε ο πατέρας για 29 υιοθετημένα παιδάκια, έχοντας ήδη τρία δικά του, δύο αγόρια και ένα κορίτσι), η αδελφότητα και τα παιδιά από το μοναστηριακό ορφανοτροφείο (150 ορφανά), πολλά από τα οποία είναι βαριά άρρωστα.

Αυτή η ταινία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν ένα μεγάλο πνευματικό γεγονός. Μια ουράνια αγάπη εμφανίζεται πάνω στη γη.

Ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα της ταινίας τα εξηγεί όλα:


«Σφίγγοντας τα δόντια μέχρι τριγμού, και τα χέρια μέχρι πόνου, χαίρε, διότι ζεις. Χαίρε με τη γαλαζόπετρα του ουρανού και με το ρουμπίνι της ηλιοβασιλέματος. Χαίρε με το μαργαρίτη της βρόχινης σταγόνας, διότι δεν μπορείς αλλιώς. Χαίρε με τη χαρά του πληγωμένου μαχητή, που κείται κάτω. Αν και η μάχη χάθηκε, η σημαία είναι ψηλά, και το όπλο δεν πετάχτηκε στη λάσπη, και δεν τρέχεις ντροπιασμένος, επειδή δεν έχεις πια πόδια... Και το μόνο που μένει είναι να πολεμάς μέχρι θανάτου. Και αν δεν μείνει πια τίποτα, χαίρε με μια άνωθεν χαρά για τον πλησίον σου. Χαίρε με την αγάπη των άλλων, χαίρε με τα γέλια των παιδιών που δεν είναι δικά σου. Ακόμα και όταν είναι μαύρα σύννεφα παντού χαίρε. Στη βροχή και στη λάσπη χαίρε. Χαίρε και αγαλλιάσου, αψηφώντας το πόνο, διότι το όνομά σου είναι Άνθρωπος!»

Άγιος Σαμψών ο Ξενοδόχος


Άγιος που εορτάζει στις: 27/06/2010


Ἐξῆγεν ὁ πρὶν ἐκ γνάθου Σαμψὼν πόμα.
Ὁ νῦν δὲ Σαμψὼν μύρον ἐκ τάφου βρύει.
Εἰκάδι ἑβδομάτῃ Σαμψὼν θάνε, βλῦσέ τε μύρα.

Ο Άγιος Σαμψών, γεννήθηκε στη Ρώμη από πλουσίους αλλά ευσεβείς και ενάρετους γονείς. Ευφυής ως ήτο, σπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία και ιατρική. Επιθυμώντας από τη μικρή του ηλικία να ζήσει κατά το χριστιανικό πρότυπο ζωής, μεταχειρίσθηκε την ιατρική όχι ως επικερδές επάγγελμα αλλά για καθαρά φιλανθρωπικούς και ευεργετικούς σκοπούς. Προσέτρεχε χωρίς διακρίσεις σε οποιονδήποτε είχε την ανάγκη του βοηθώντας τον, παρηγορώντας τον και στηρίζοντάς τον στην πίστη.

Όταν εκοιμήθησαν οι γονείς του, μοίρασε την μεγάλη περιουσία την οποία κληρονόμησε και πήγε στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί επισκέφθηκε όλα τα μοναστήρια. Εκεί έβρισκε ουσιαστικά καταφύγιο για να ηρεμεί και να μελετά τις Θείες Γραφές. Η φήμη του, η οποία γρήγορα εξαπλώθηκε προσέλκυσε την εύνοια και αυτού του μεγάλου αυτοκράτορα Ιουστινιανού. Συγχρόνως η μεγάλη θεολογική του κατάρτιση και οι άλλες του αρετές, κίνησαν το ενδιαφέρον του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Μηνά, ο οποίος τον χειροτόνησε πρεσβύτερο.

Κάποτε ο Ιουστινιανός προσβλήθηκε από βαρεία ασθένεια και ζήτησε τη βοήθεια του Αγίου. Ο Όσιος προσευχήθηκε θερμά και κατόρθωσε να σώσει τη ζωή του αυτοκράτορα. Εκείνος θέλοντας να τον ευχαριστήσει και να εκφράσει την ευγνωμοσύνη του στον Άγιο, έκτισε ένα νοσοκομείο το οποίο γρήγορα αναδείχθηκε σε μεγάλο φιλανθρωπικό ίδρυμα όπου κατέφευγαν οι άποροι και οι αδύναμοι για να θεραπευθούν και να εύρουν παρηγοριά και στήριγμα. Έχοντας επιτελέσει ένα τεράστιο και θεάρεστο έργο, κοιμήθηκε ειρηνικά σε βαθιά γεράματα.



Ἀπολυτίκιον
Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.

Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτιρμῶν, ἐνθέου χρηστότητας, ἀναβλυστάνεις κρουνούς, Σαμψῶν Ἱερώτατε, σὺ γὰρ θεομιμήτω, ἑλλαμφθεῖς συμπάθεια, ὤφθης τῶν τεθλιμμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἐνὶ ἐκάστω, ρώσιν καὶ ἔλεος.

Κοντάκιον
Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.

Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ πρεσβευτὴν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ σου τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις, καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν παρέχοντα τῶν ἰάσεων.


Ανάλυση ονόματος*
ΣΑΜΨΩΝ: (από την εβραϊκή λέξη συμψού) = ήλιος ο εξαίσιος, ο δυνατός, ο λαμπερός.


http://www.saint.gr


μακαρι ολοι και ιδιαιτερα οσοι γεννηθηκαμε τη μερα αυτη να του μοιασουμε... !

Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό. . πατηρ Πορφύριος




Αφήστε το κακό. Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σας σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον.

Έρχεται από δω το κακό; Δοθείτε μα τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σας προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό. Παρακαλέστε: «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».

 Ξέρει εκείνος πώς να σας ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ' το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί.

 Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!

 Σας πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό.

 Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σας απαλλάξει ο Ίδιος.

 πατηρ Πορφύριος 

http://1myblog.pblogs.gr/

Γερόντισσα Μακρίνα




Σταχυολόγημα από τις πνευματικές νουθεσίες της Γεροντίσσης Μακρινής Μοναχής


Προκειμένου να προέλθει ψυχική ωφέλεια εις περισσότερες καλοπροαίρετες ψυχές, μεταφέρομε και εις τον τύπον μερικές νουθεσίες της μακαριστής Γεροντίσσης Μακρινής, τα οποία έθεσαν εις τη διάθεσή μας πνευματικά της τέκνα.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει το νου του στο Θεό, είναι αδύνατον να μην τον ενισχύσει ο Θεός.

*    Τι μεγαλείο που έχει το Σχήμα, όταν κάνεις υπομονή στους πειρασμούς!

*    Όταν έχει ο άνθρωπος πειρασμούς και βλέπει ο Θεός ότι κάνει υπομονή ανταμείβει την ψυχή.

*    Όλη η βάση στη μοναχική πολιτεία είναι η υπομονή. Δια της πίστεως και υπομονής, υπομένει κανείς τα πάντα. Δίχως υπομονή τίποτε δεν γίνεται.

*    και θα πονέσουμε και θα θλίβουμε, γιατί δίχως αυτά δεν μπορούμε να φθάσουμε στον ουρανό.

*    Αν ο άνθρωπος δεν αφήνει το νου του στα επίγεια, τότε ο Θεός τον φωτίζει και τον αγιάζει.

*    Όταν βλέπει κανείς συνεχώς τον εαυτό του και δεν τον δικαιολογεί ποτέ, τότε έρχεται η Θεία Χάρις και σκέφτεται ότι λύπησα τον Θεόν, τον πλησίον μου, και λεπταίνει η ψυχή σαν βαμβάκι.

*    Είναι ωραίο πράγμα η προσευχή. Όταν ο άνθρωπος έχει προσευχή, θα ‘χει και υπακοή. Μέσα στην προσευχή όλα κανείς τα βρίσκει.

*    Επειδή κρίνουμε και κατακρίνουμε, κοιτάζουμε τον α και τον β, γι' αυτό δεν μπορούμε να προοδεύσουμε.

*    Άμα ο άνθρωπος βρίσκεται συνέχεια στην προσευχή βλέπει ένα φως μέσα στην ψυχή του, βλέπει μία λάμψη, ένα μεγαλείο, του έρχονται άφθονα δάκρυα, γλυκά και νόστιμα, αισθάνεται ένα χορτασμό, που δεν μπορεί να τον συλλάβει ο νους του.

*    Η προσευχή είναι ένας παράδεισος επίγειος, η οποία παρηγορεί και λαμπρύνει την ψυχή. Η προσευχή έχει πολλή χαρά, ομορφιά και αγαλλίαση.

*    Το μεγαλείο του Μοναχού, αλλά και του πιστού είναι η προσευχή. Κυνήγα το Θεό, για να ‘ρθει κοντά σου. Ο Θεός έχει συνέχεια τα χέρια Του ανοικτά και λέει: «ελάτε παιδάκια μου», αλλά εμείς δεν πλησιάζουμε γιατί είμαστε αιχμαλωτισμένοι σε πειρασμούς και ασχολούμεθα με λογισμούς. Όποιος θα νιώσει την προσευχή, θα έχει κερδίσει τον Παράδεισο. Όποιος κοπιάσει θα απολαύσει. Μέσα στον πόνο και στον κόπο βρίσκουμε το Θεό.

*    ...Όλα αυτά είναι θέμα πίστεως και προσευχής. Και όταν θα γλυκαθείτε στην προσευχή και αγκαλιάσετε την προσευχή, δεν θα σας κάνει διάθεση για τίποτε. Δεν θα βρίσκετε την ώρα να τρέχετε σαν τα ελαφάκια τα διψασμένα να πιείτε νερό, να ξεδιψαστείτε.

*    Όταν προχωρήσει ο άνθρωπος στην προσευχή, αισθάνεται έναν άλλο κόσμο, μια άλλη ζωή, αισθάνεται μέσα του καταστάσεις, που ούτε μπορεί κανείς να φαντασθεί...

*    Ό,τι παθαίνουμε, το παθαίνουμε από την αμέλειά μας και από το στόμα μας.

*    Η υπακοή λαμπρύνει την ψυχή και την αναβιβάζει στον ουρανό και καταλαβαίνει την ηδονή διά της πνευματικής υπακοής. Και εμείς θεληματικά, επειδή έχουμε το εγώ μας, τα υστερούμεθα όλα αυτά, ενώ ο Θεός θέλει να μάς τα δώσει. Ενώ μπορούμε να βλέπουμε το χορό των Αγγέλων και των Αγίων, εμείς θα τα βλέπουμε από μακρυά, γιατί δεν καταβάλαμε λίγο κόπο, λίγη ταπείνωση, λίγη υπακοή και προσευχή.

*    Η μεμψιμοιρία επί το πλείστον, οι συζητήσεις, παίρνουν την επικοινωνία με το Θεό και έρχεται ταραχή και αδημονία.

*    Η οκνηρία η εσωτερική μάς τα κάνει όλα βαριά, ογκώδη..., γι' αυτό λοιπόν χρειάζεται ταπείνωση στην ψυχή μας. Όταν θα ταπεινωθούμε τότε θα σωθούμε.

*    Μέσα στον κόπο, μέσα στο μόχθο είναι ο Θεός. Μέσα στον κόπο βρίσκει κανείς πολύ το Θεό. Η χάρις του Θεού έχει μεγαλείο.

*    Να κυνηγάς πολύ την «ευχή», σαν αυτούς που ψάχνουν να βρουν ένα μαργαριτάρι. Χωρίς «ευχή», δεν έχει Χριστό στην καρδιά. Αυτή θα σε μάθει να αγαπάς το Χριστό. Όποιος κυνηγάει την «ευχή» σαν το χρυσάφι και εκμεταλλεύεται και το λεπτό όλα τα υπερπηδά, τα δέχεται και τα υπομένει. Τότε ο Θεός και η Παναγία τον σκεπάζουν...

*    Όταν ο άνθρωπος έχει το Θεό στην ψυχή του δεν κακολογεί, αλλά όταν βλέπει κάποιον που υποφέρει τον πονάει και κλαίει μαζί του και ικετεύει το Θεό να τον ελεήσει.

*    Δια της προσευχής θα θεραπεύσουμε και του αδελφού μας την πληγή και κάθε κατάσταση.

*    Να βάλουμε μια καλή αρχή γιατί θα αντικρύσουμε πολλά γεγονότα.
Η διάνοιά μας έπαθε μια πάχυνση και δεν βλέπουμε τι κάνουμε, τι λέμε... Εδώ ήρθαμε να εργασθούμε τον Θεό, να λατρεύσουμε το Θεό... Να προσέξουμε πάρα πολύ καλά το βίωμά μας. Να πολιτευόμαστε θεαρέστως.

*    Όταν δεν κάνετε υπακοή να ξέρετε θα λάβετε την ένδικο μισθαποδοσία...

*    Η αργολογία φέρνει όλην την κατάπτωση της ψυχής και δεν μπορεί να διορθωθεί ο άνθρωπος... Το πρώτο που θα πολεμήσετε είναι το θέμα της κατακρίσεως. Κριτικάρουμε τον κάθε άνθρωπο και όλη αυτή η βρωμιά επιβαρύνει την συνείδησή μας. Να μην κρίνουμε και κατακρίνουμε κανένα. Να βλέπουμε μόνον τον εαυτό μας, και να κάμνουμε το θέλημα του Θεού.

*    Όπου η ταπείνωση εκεί η χάρις του Θεού, όπου η υπερηφάνεια, εκεί διάβολος.

*    Η Θεία Χάρις φεύγει από κατάκριση, θυμό, υπερηφάνεια και αισχρούς λογισμούς. Όταν αυτά τα προσέξει ο άνθρωπος, η Θεία Χάρις είναι μέσα στην ψυχή του ανθρώπου.

*    Η ευχή προλαβαίνει πολλά κακά. Όταν δεν έχει προσευχή ο άνθρωπος όλο οι άλλοι του φταίνε, ενώ όταν έχει την ευχή μέσα του, λέει ότι όλοι είναι αγιασμένοι και εγώ είμαι αμαρτωλός... Έρχεται μέσα του μια μεγάλη συμπάθεια και τον κάνει αρνάκι.

*    Οι Πατέρες είχαν το χορτασμό της Θείας Χάριτος γι' αυτό ζούσαν με τόσο ελάχιστη τροφή, όμως πρώτα αγωνίστηκαν. Πολέμησαν τη γαστριμαργία, την κατάκριση, τη μνησικακία, το σαρκικό φρόνημα, την φιλαυτία και νίκησαν.

*    Ο Θεός θέλει προσευχή, προσοχή και ταπείνωση.

*    Κυρίως να προσέξουμε το στόμα μας, για να ‘ρθει η χάρις του Θεού στην ψυχή μας, για να μην υστερούμεθα τα μεγαλεία του Θεού... Να προσέξουμε πολύ την αργολογία γιατί μας κάνει την ψυχή ένα χέρσο αμπέλι.

*    Όταν λείπει η προσοχή και η υπακοή έρχεται η αναισθησία... Η υπακοή είναι το φάρμακο της ψυχής.

*    Όταν ο μοναχός δεν έχει ακρίβεια στη ζωή του, στην υπακοή του, στα καθήκοντα του, δεν έχει προκοπή... Εύχομαι να βάλουμε μια αρχή και να βιώνουμε την Αγάπη του Χριστού, και να αγωνιστούμε όπως πρέπει.

*    Αν αγαπήσουμε το Χριστό και δώσουμε την καρδιά μας σ' Εκείνον θα μας τα δώσει όλα δωρεάν... Δεν ζουν οι άνθρωποι μόνο με την τροφή, αλλά και με τη χάρη του Θεού. Η εγκράτεια και η προσευχή μάς κάνει πολύ καλό· και όταν αφήσει κανείς τον εαυτό του στο Θεό ολοκληρωτικά, ο Θεός τον ταΐζει, τον ποτίζει, το Θεό γεύεται και πολλά ουράνια μεγαλεία του Θεού αισθάνεται η ψυχή του ανθρώπου... Ο Χριστός θέλει όλη την αγάπη μας να την δώσουμε σ' Εκείνον και ύστερα Αυτός δωρίζει τα θεία Του δώρα... Όταν θα έχουμε την ένωση με το Θεό, όλα τα πράγματα θα είναι γαλήνια μέσα μας.

*    Όταν ο άνθρωπος προσέχει στην υπακοή και στην ταπείνωση ο Χριστός δωρεάν χαρίζει την χάρη του Αγ. Πνεύματος· αλλά θέλει να Τον αγαπήσουμε πολύ, όχι ψεύτικα... Θέλει ο Χριστός από εμάς να μην αφήνουμε το νου μας να ασχολείται με μεμψιμοιρίες, με πράγματα του κόσμου, αλλά σε πνευματικές θεωρίες... Γι' αυτό λοιπόν, όταν θα κάνουμε γνήσια υπακοή, ούτε το σώμα μας θα εξασθενεί, ούτε η ψυχή μας θα αρρωσταίνει.

*    Η ευσπλαχνία του Θεού είναι ατέλειωτη σαν το πέλαγος, σαν τον Ουρανό. Ο Θεός δεν λέει «γιατί αμάρτησες, αλλά γιατί δεν σηκώνεσαι;» Όλα μάς τα συγχωρεί, αρκεί να μετανοούμε μόλις καταλαβαίνουμε ότι κάναμε ένα σφάλμα.

*    Δεν ωφελεί νηστεία στις τροφές και συγχρόνως να κατακρίνουμε, να ψιθυρίζουμε, να αργολογούμε και να γυρίζουμε εδώ και εκεί. «Ευχή, σιωπή και εργασία»...

*    Για να νικήσει κανείς τα πάθη του πρέπει να κοιτάζει μόνο τον εαυτό του, όχι δεξιά και αριστερά... Να φυλάμε τα μάτια μας και την ακοή μας και να προσευχόμαστε αδιαλείπτως για να έχουμε τη χάρη του Θεού... Άφησε την προσευχή και τα καθήκοντα του ο άνθρωπος; Γίνεται σαν άλογο ζώο.

*    Η απροσεξία μας είναι η αιτία που δεν έχουμε τη Θεία Χάρη, και όλα μας φταίνε.

*    Να προσέχουμε τους λογισμούς μας, το στόμα, την ακοή και τις πέντε αισθήσεις. Δεν προσέξαμε αυτά; μάς φταίει ο ένας και ο άλλος. Όταν έρχεται η χάρις του Θεού, έρχεται η μετάνοια, τα δάκρυα, η ταπείνωση, και τότε βλέπουμε τις σκόνες και τα μικρόβια της ψυχής μας. Να προσέξουμε το θέμα της σωτηρίας μας και να μην το παίρνουμε επιπόλαια.

*    Σιωπή - ευχή για να υπάρχει το μειδίαμα της Θείας Χάριτος στην ψυχή μας.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει πολλή βία και αυταπάρνηση φωτίζεται από την Θεία Χάρη...

*    Να αποφεύγουμε πολύ την αργολογία γιατί είναι σαν την πυρκαγιά που καίει ολόκληρα δάση· έτσι και η αργολογία αποβάλλει κάθε καλό μέσα από την ψυχή μας, το απομακρύνει από την καρδιά μας και μένουμε ένας τενεκές ξεγάνωτος.

*    Η μοναχική πολιτεία είναι ένα ουράνιο μεγαλείο. Το θέλω και το γιατί; Αυτά τα δύο πράγματα πρέπει να λείψουν από τον Μοναχό, γιατί είναι η μεγαλύτερη φωτιά στην ψυχή μας.

*    Το δαιμόνιο της υπερηφάνειας, της φιλαυτίας και του εγωισμού πολεμάει όλους τους ανθρώπους σήμερα. Αν δεν τα διώξουμε αυτά δεν πρόκειται να δούμε το Θεό μέσα μας.

*    Όλες οι αρετές είναι μέσα στην υπακοή, μέσα στην ταπείνωση· γιατί άμα θα έχει (ο άνθρωπος) ταπείνωση, θα έχει και υπακοή.

*    Κάμετε υπακοή, πολλή υπακοή, αντιλογία καθόλου. «Να ‘ναι ευλογημένο». Αυτό το «να ‘ναι ευλογημένο» πόσο το ποθώ να τ' ακούω! Πόσο το νοσταλγεί η ψυχή μου! Ν' αναπαυθεί η ψυχή μου και να χαίρομαι.

*    Ο άνθρωπος που έχει το Θεό νοερώς κοντά του, λαμβάνει από το Θεό εξυπνάδα πνευματική και διάκριση, αλλιώς έρχεται σε αναισθησία, και αμελεί τα καθήκοντα του.

*    Ο μοναχός όταν ζωθεί την υπακοή, την ταπείνωση και την προσευχή, η ζωή του είναι παραδεισένια, ούτε διάβολο φοβάται ούτε τίποτε. Μόνον αισθάνεται μια πνευματική χαρά μέσα του... Του έρχεται αφοβία γιατί έχει τον Θεό μέσα του. Όταν όμως δεν έχει υπακοή, δημιουργεί θλίψη και στον εαυτό του και στον πλησίον... Χρειάζεται υπακοή, ταπείνωση και ειλικρίνεια για να σωθούμε.

*    Όταν κυνηγάμε την ευχή μάς φρουρεί, η Θεία Χάρις έρχεται σαν την δρόσο που ζωογονεί τα χόρτα, έτσι έρχεται μέσα στις ρίζες της καρδιάς μας και την ζωογονεί. Εμείς τη γλώσσα μας να την χρησιμοποιούμε στην υμνωδία του Θεού, και η ευχή να βγαίνει με ζωντάνια, με πίστη, με έρωτα Θεού, όχι νωθρά.

*    Όποιος δεν αγωνίζεται στην προσευχή, δεν έχει το Θεό μέσα του και είναι ακατάστατος. Όλα με φόβο Θεού και πολλή αγάπη να τα κάνουμε.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει στην μνήμη του την κόλαση, ποτέ δεν αμαρτάνει. Ο θυμώδης γίνεται πράος, τα πάθη ελαττώνονται και μαλακώνει η ψυχή, γίνεται τρυφερή σαν εκείνα τα λουλουδάκια που φυτρώνουν και είναι δροσερά -δροσερά, έτσι γίνεται η ψυχή μαλακιά σαν το βαμβάκι. Πονάει, συμπαθεί, ευσπλαχνίζεται... Όταν σε κάποιον έρθει η Χάρις του Θεού μέσα του, δεν μπορεί να σταθεί από την ευσπλαχνία του Θεού και από την αγάπη για τον πλησίον. Γι' αυτό και εμείς πρέπει να συμπαθούμε, όπως μάς ευσπλαχνίζεται και ο Θεός.

*    Ο Χριστός μας έχει τόση πολλή αγάπη και ευσπλαχνία που ο δικός μας νους δεν μπορεί να το χωρέσει. Οι Πατέρες όλα μπορούσαν να τ' αντέξουν, όταν όμως ένιωθαν την ευσπλαχνία του Θεού, έλιωναν σαν κεράκι. Η ευσπλαχνία του Θεού είναι σαν ένα πέλαγος μεγάλο, όπως βλέπεις την θάλασσα, που ούτε αρχή ούτε άκρη έχει ούτε τέλος...

*    Όταν θεωρεί ο άνθρωπος τον εαυτό του ένα μηδενικό, θέλει να πέσει κάτω να τον ποδοπατήσουν, να τον βρίσουν, να τον μαστιγώσουν και να πει: εγώ είμαι ο πταίστης. Αυτό όταν το νιώσετε στην ψυχή σας είναι το μεγαλύτερο δώρο του Θεού.

*    Δεν έχουμε προσοχή, δεν έχουμε προσευχή. Η αντι¬λογία φέρνει την μεμψιμοιρία, τις έριδες, οπότε δεν μπορεί ο άνθρωπος να νιώσει τη Θ. Χάρη, όταν δεν εγκρατεύεται στη γλώσσα, στο στομάχι... Να αποφεύγετε λοιπόν την αργολογία, γιατί αυτή σβήνει από την ψυχή του ανθρώπου το μεγαλείο...

*    Κάθε βράδυ να κάνουμε ταμείο: ποιον θλίψαμε, πού λυπήσαμε, πού κακολογήσαμε; και να μην καταφρονούμε τη συνείδησή μας. Να έχουμε πολλή αγάπη στο Θεό και τον πλησίον, και μνήμη θανάτου. Να τον παρακαλούμε να μάς δίνει μετάνοια και επίγνωση.

*    Ο άνθρωπος όταν έχει προσευχή, το Πανάγιο Πνεύμα λειτουργεί μέσα στην ψυχή του και αισθάνεται ο άνθρωπος να βρίσκεται εν Αγίω Πνεύματι. Γι' αυτό πολύ σας παρακαλώ μια και ζούμε μέσα σ' αυτήν την κιβωτό, θα πρέπει το θέμα της προσευχής πολύ να το κυνηγάμε. Τότε η προσευχή θα είναι ένα φως αιώνιο μέσα στην ψυχή μας και μια φρούρηση που θα μας σκεπάζει και δεν θα μας εγκαταλείπει ο Θεός.

*    Όταν ο άνθρωπος έχει το νου του στο Θεό και στον Παράδεισο και όχι στα γήινα, λατρεύει το Δεσπότη Χριστό και οι λογισμοί και οι πειρασμοί παραμερίζονται και λαμβάνει χαρά, αγαλλίαση και υπομονή.

*    Να επιμεληθούμε την υπακοή μας, γιατί υποτακτικός χωρίς υπακοή, είναι σαν ένα ξέφραγο αμπέλι που μπαινο¬βγαίνουν οι δαίμονες. Διαφορετικά δεν υπάρχει σωτηρία... Η Θεία Χάρις έρχεται σε εμάς διά της υπακοής.

*    Μέχρι να πεθάνουμε θα έχουμε αγώνα επειδή τα πάθη είναι ζυμωμένα με το αίμα μας... Δίχως κόπο κανείς δεν σώζεται... Όσο κοπιάζει κανείς τόσο χάρη παίρνει. Όλα ο Θεός τα πληρώνει. Τίποτε δεν πάει χαμένο.

*    Όταν εγώ λείπω, θα πηγαίνετε να βάζετε μετάνοια στην Παναγία, γιατί Εκείνην έχω Γερόντισσα και σ' εκείνην ανέθεσα τις ελπίδες μου.

*    Εγώ Παναγία είμαι ένα σκουλήκι ψόφιο. Εσύ είσαι η Μητέρα του Θεού και θέλω να μας βοηθήσεις να τις δω όλες τις ψυχές αυτές (δηλ. των μοναζουσών) στον Παράδεισο· καν θέλουμε καν δεν θέλουμε να σωθούμε... Πρέπει να την ευγνωμονούμε που μας κουκουλώνει και προφυλάγει σαν την κλώσσα που σκεπάζει τα πουλάκια της.

*    Εύχομαι η Χάρις του Θεού να σας σκεπάζει και να σας φρουρεί, να σας αγιάζει και να σας συνοδεύει... Να ζητούμε δε πραγματική μετάνοια, και να μας δώσει φωτισμό για να καταλάβουμε το μεγαλείο της μοναχικής πολιτείας.

*    Όλα του κόσμου τα καλά να κερδίσουμε, ζημιώσαμε την πολύτιμη ψυχή μας, τα χάσαμε όλα. Γι' αυτό ό,τι μπορούμε κατά δύναμιν να κάνουμε, για να μην ξεφεύγουμε από τον σκοπό μας και από τις υποσχέσεις που δώσαμε ενώπιον Θεού, ανθρώπων και των προεστώτων μας.

*    Τρία πράγματα μας χρειάζονται: το νου να τον έχουμε στον ουρανό, την καρδιά μας να την έχουμε θρόνο Θεού και το στόμα μας εκκλησία· επίσης ταπείνωση και αγάπη, σύνεση και ευλάβεια, και αυταπάρνηση...

*    Ο Χριστός δε θέλει την καρδιά μας να είναι μοιρασμένη, αλλά να είναι ολοκληρωμένη η αγάπη μας στο Θεό.

*    Το θέμα της υπακοής δεν το πήραμε πολύ στα σοβαρά, και γι' αυτό έχουμε μεγάλη απώλεια. Το θέμα όμως της υπακοής είναι το μεγαλύτερο δώρο στον άνθρωπο.

*    Τα πάθη είναι μέσα στο αίμα μας. Όταν δεν κάνουμε την προσευχή μας κανονικά, δεν κάνουμε την νηστεία μας, αυτά ξεπετιούνται και κάνουμε πράγματα που δεν στέκονται και δεν είναι κατά Θεόν και θα δώσουμε λόγο στο Θεό.

*    Το κελλάκι μας είναι μία παλαίστρα: άμα το ζήσουμε θα βρούμε πολλή χάρη στην ψυχή μας. Όσο μπορούμε με πολλή στοργή και αγάπη να συμπεριφερόμαστε μεταξύ μας... Όποια θα κάνει υπακοή, απ' τα βάθη της ψυχής μου θα είναι συγχωρεμένη και λελυμένη, και να σας αξιώσει ο Θεός να κατοικήσει το Πανάγιο Πνεύμα μέσα στην ψυχή σας και να γίνετε σκεύη εκλογής.

*    Όλοι μαζί να ευχόμαστε να φύγουμε μια μέρα, και να γίνουμε ένα τάγμα αγγέλων να υμνολογούμε τον Θεό... Το μοναστήρι δεν είναι δικό μας. Μας φιλοξενεί η Παναγία και σύμφωνα με την φιλοξενία που μας κάνει πρέπει να πολιτευόμαστε.

*    Σ' αυτήν την κιβωτό που μας έφερε ο Χριστός πρέπει να γίνουμε άγγελοι. Ζούμε σ' ένα κομμάτι του Παραδείσου. Επιθυμώ να σάς δω στον Ουρανό ένα χορό αγγέλων κοντά στο θρόνο του Θεού.

*    Είθε ο Θεός να μάς αξιώσει να μας βρει η ώρα του θανάτου σε καλή πνευματική κατάσταση. Να ικετεύουμε τους Αγγέλους μας, τους Αγίους μας και την Παναγία μας... Να γίνουμε ένας χορός, να ‘μαστε όλοι μαζί στον Παράδεισο.

*    Εύχομαι στον Πανάγαθο Θεό, να βάλουμε καλή αρχή για να ‘χουμε και τέλος αγαθό.

*    Δι' ευχών του Γέροντός μας ας αξιωθούμε να βρεθούμε κοντά στους αγίους και τους αγγέλους, μαζί με τους μάρτυρες να ευφραινόμαστε όλοι μαζί.

*    Σας αφήνω με του Χριστού την αγάπη, και καλή αντάμωση.

Ορθόδοξος Φιλόθεος Μαρτυρία
Εκδώσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη

http://www.impantokratoros.gr

Γίνονται θαύματα σήμερα; Παύλος Κουλής (1946-1992) Ένας σύγχρονος Ιώβ (με την ασθένεια: σκλήρυνση κατά πλάκας)



O Παύλος Κουλής γεννήθηκε το 1946 στην Πά­τρα. Ήταν το τέταρτο παιδί της οικογένειας και είχε άλλα 5 αδέλφια. Από μικρός ζούσε την εκκλησιαστι­κή ζωή. Ενώ τελείωνε τις σπουδές του στην Θεολογι­κή Σχολή Αθηνών, σε ηλικία 23 ετών, διαπιστώνεται ότι πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας με τις γνω­στές συνέπειες (σταδιακή παράλυση σε όλο το σώμα). Η διάγνωση της ασθένειας αυτής έγινε την 13η Μαΐου 1969 και έκτοτε ο αγωνιστής Παύλος εόρταζε κάθε χρόνο την «επέτειο της ασθενείας του» και μάλι­στα την 13 Μαΐου 1989 με την συμπλήρωση εικοσαε­τίας από τότε, ετέλεσε ευχαριστήρια πανηγυρική Θεία Λειτουργία, στην οποία κάλεσε και φίλους του να συνεορτάσουν και ως καλλίφωνος έψαλε μόνος του όλη την ιερή ακολουθία, με συγκίνηση και κατά­νυξη, ενώ έλαμπε από αγαλλίαση.

Στην αρχή βέβαια, η αποδοχή μιας τόσο τραγικής πραγματικότητας ήταν δύσκολη. Ο Παύλος όμως την αποδέχτηκε και αφέθηκε στο θέλημα του Θεού, όταν μετά δύο χρόνια ψυχολογικής δοκιμασίας, ένα βράδυ αγρύπνιας και αγωνίας αναλογίστηκε εκ βαθέων: «Δεν το ξέρει ο Θεός και δεν με αγαπά;»

Έτσι, πολύ σύντομα, ο αεικίνητος και ζωηρός Παύλος, ο επιτυχημένος κατηχητής, το δυναμικό στέ­λεχος των θρησκευτικών κατασκηνώσεων Πατρών και Αθηνών, καθηλώθηκε στο κρεβάτι του πόνου και άρχισε να χρησιμοποιεί το αναπηρικό αμαξίδιο.

Τα μισά χρόνια της ζωής του, 23 χρόνια από τα 46 πού έζησε, τα πέρασε στο αναπηρικό καρότσι. Από το αμαξίδιο του αυτό, σαν από ένα άλλο άμβωνα, έδω­σε λαμπρές εξετάσεις στην υπομονή, εσήκωσε τον σταυρό της αναπηρίας, οικοδομούσε εις Χριστόν άλ­λους ομοιοπαθείς και υγιείς με το παράδειγμα του ή με τα τονωτικά του λόγια, γλύκανε τον πόνο των άλ­λων. Μερικά από αυτά τα λόγια του τα έδωσε γραπτά σε περιοδικά υπογράφοντας «από το αμαξίδιο».

Η σκληρή δοκιμασία δεν τον κατέβαλε.

Με ήρεμο χαμόγελο, με πίστη και αισιοδοξία σή­κωνε τον καθημερινό σταυρό του. Και ενώ ήταν άρ­ρωστος ο ίδιος, εύρισκε την δύναμη να παρηγορεί και να τονώνει άλλους πονεμένους, και ιδιαιτέρως τους παραπληγικούς. Πλησίαζε ως ομοιοπαθής τους ανα­πήρους, και τους βοηθούσε να δουν την διάσταση της σωτηρίας που έχει ή ασθένεια τους, διαβεβαιώνοντας τους συναναπήρους του ότι:
«Ή αρρώστια μου είναι εκδήλωση της αγάπης του Θεού. Πώς ακουμπάει ένας πατέρας το χέρι του στον ώ­μο του παιδιού του και το παιδί νοιώθει το άγγιγμα; Έτσι και η αρρώστια μου είναι το άγγιγμα του Θεού και μου λέει: -Είμαι εδώ μαζί σου. Μη φοβάσαι τίποτε».

Όταν στην ανηφορική πορεία του προέκυπταν ποικίλα αδιέξοδα λόγω της επιδεινούμενης εξελίξεως της ασθενείας του (μπαστούνι, καροτσάκι, γερανός, μόνος στο σπίτι), πάντοτε τα αντιμετώπιζε με χαρού­μενη διάθεση αλλά και με την βεβαιότητα ότι ο Θεός θα δώσει την κατάλληλη λύση. Δεν διαψεύστηκε πο­τέ! Κατάφερε μάλιστα να κρατήσει το βάρος της ευθύ­νης της ιατρικής φροντίδος σχεδόν μόνος, χωρίς να θέλει να επιβαρύνει κανένα από τους συγγενείς.
Τώρα τι να πούμε εμείς που ένα κρυολόγημα μας πανικοβάλλει, που αντί να λέμε Δόξα τω Θεώ για τις τόσες ευεργεσίες του, βαδίζουμε ανικανοποίητοι, α­γνώμονες, επιλήσμονες;

Κατά το 1975 γνωρίζεται με τον Κλήμη Στεφανίδη, ο όποιος έπασχε από την ίδια ασθένεια από τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Ο Κλήμης μαζί με τον πατέρα Ηλία Μαστρογιαννόπουλο είχαν ιδρύσει το σωματείο ΒΗΘΕΣΔΑ - ΜΕΡΙΜΝΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΝΑ­ΠΗΡΟ, με σκοπό την ψυχική τόνωση και φροντίδα των αναπήρων. Ο Παύλος Κούλης κυριολεκτικώς μα­θήτευσε κοντά στον «κατάκοιτο φωτεινό ήρωα» Κλή­μη, ο όποιος αγωνιζόταν για την ιεραποστολική αξιο­ποίηση της δικής του αναπηρίας.

Μετά την ενδημία του Κλήμη εκλέγεται αντιπρόε­δρος του Σωματείου αυτού που εξέδιδε και το ομώνυ­μο περιοδικό - το όποιο εξακολουθεί και εκδίδεται κάθε μήνα ΒΗΘΕΣΔΑ.
Συχνά έγραφε άρθρα που τα υπέγραφε «Παγκράτης Κ.-από το αμαξίδιο» και ήταν γεμάτα φωτεινές σταγόνες δροσιάς, δοξολογία και δέηση ελέους προς τον Θεό, τον όποιο αισθάνεται και αποκαλεί Πατέρα.

Το φωτεινό χαμόγελο ήταν το σταθερό γνώρισμα του. Χαμόγελο πηγαίο από καρδιά που ζούσε τη χαρά (και μέσα στις θλίψεις).

Εκείνο πού ήταν σε όλους φανερό, ήταν η βαθειά πεποίθηση του στην ζωντανή και γεμάτη αγάπη πα­ρουσία του Θεού, και η μεγάλη εμπιστοσύνη στην Πρόνοια Του. Συχνά έμενε δίχως ανθρώπινη βοήθεια για ένα διάστημα και τότε δεν ήθελε να επιβαρύνει κάποιον συγγενή ή γνωστό αλλά με σταθερότητα έλε­γε: κάποιον θα στείλει ο Θεός, μην ανησυχείτε για μέ­να, και πράγματι, κάποιος βρισκόταν σε λίγο για να τον βοηθήσει.

Τα τελευταία χρόνια κυριολεκτικά είχε παραδοθεί στα χέρια του Θεού και αγαπημένο του θέμα πλέον εί­χε γίνει η βασιλεία του Θεού, για την οποία ετοιμαζό­ταν με εξομολόγηση, συχνή Θεία Κοινωνία, πολλή προσευχή και πνευματική μελέτη.

Ο θάνατος ήλθε ενώ κοιμόταν στο κρεβάτι του το μεσημέρι, πέρασε με βαρύ εγκεφαλικό στον ύπνο του θανάτου για να ξυπνήσει στην αιωνιότητα. Ήταν 26 Αυγούστου του 1992. Η κηδεία έγινε στον Ναό της Παντανάσσης Πατρών.

Το τελευταίο του κείμενο που δημοσιεύτηκε μετά την κοίμησί του καταλήγει «Κύριε, η τελευταία ανάσα της ζωής μου να είναι αυτή: Ναι, έρχου Κύριε Ιησού και έτσι να ανταμώσουμε ΑΜΗΝ».

(Από το βιβλίο «Εκ του αμαξιδίου», Εκδόσεις ΤΑΩΣ, ΠΑΤΡΑ 1996).


Εκ του βιβλίου: Γίνονται θαύματα σήμερα
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη" Θεσσαλονίκη

http://www.impantokratoros.gr/

Τρίτη 25 Ιουνίου 2013

Ήθελε νά εἶναι μαζί μέ τούς ἀδερφούς του




 Στή δεκαετία τοῦ 1980, δηλαδή πρός τό τέλος καί πρός τήν κατάρρευση τοῦ ἀθέου κομμουνιστικοῦ καθεστῶτος, ἕνας μοναχός τῆς Λαύρας, ὀνειρεύθηκε ἕναν ὅσιο μοναχό του παρελθόντος, μέσα σέ οὐράνιο φῶς καί δόξα πολλή.

Αυτός τοῦ ὑπέδειξε ἕνα συγκεκριμένο μέρος μέσα στήν αὐλή τῆς μονῆς καί τοῦ ζήτησε νά σκάψουν ἐκεῖ καί νά ξεθάψουν καί νά κάνουν ἀνακομιδή τοῦ λειψάνου του. Ὁ μοναχός τό εἶδε αὐτό τρεῖς τέσσερις φορές, στήν ἀρχή δέν τοῦ ἔδινε σημασία, κατόπιν ἀναγκάστηκε νά τό πεῖ στόν ἡγούμενο τῆς Λαύρας. Ἐντυπωσιάστηκε ἐκεῖνος, ἀλλά δέν προέβη στήν ἀνακομιδή. Τότε ὁ Ἅγιος ἐμφανίστηκε καί στόν ἡγούμενο, καί τοῦ ἐπανέλαβε τήν ἐντολή τῆς ἀνακομιδῆς. Τοῦ ’πε μάλιστα καί τ’ ὄνομά του.

 Καί ὅτι εἶχε ζήσει πρίν ἀπό...τετρακόσια χρόνια στή Λαύρα. Χίλια πεντακόσια ὀγδόντα (1580). Καί τελείωσε ὡς ἑξῆς: «Θέλω νά κάνετε ἀνακομιδή καί νά μέ βάλετε μαζί μέ τούς ἄλλους μοναχούς ἀδελφούς μου». Ὁ ἡγούμενος βέβαια κάλεσε τό ἡγουμενοσυμβούλιο, καί σχεδόν τό σύνολο τῶν μοναχῶν νά πάρουν μία ἀπόφαση. Τελικά τήν πῆραν νά προβοῦν στήν ἀνακομιδή. Καί πράγματι σκάβοντας τό χῶμα, στό σημεῖο ἀκριβῶς πού ὑπέδειξε ὁ ἀνώνυμος ἐκεῖνος ὅσιος, ὁ ἅγιος, πλημμύρισε εὐωδία ὁ τόπος, καί μόλις σήκωσαν τό σκέπασμα ἀνεκάλυψαν ὅτι τό λείψανό του ἦταν ἄφθορο. Τούς κατέλαβε, ὅπως ἦταν ἑπόμενο, ἱερό δέος, καί δέν προχώρησαν στήν τελική ἀνακομιδή.

Ἐρεύνησαν τά παλιά μοναχολόγια καί βρῆκαν τό ὄνομα τοῦ ὁσίου, ὁ ὁποῖος εἶχε ζήσει καί τόν δέκατο ἕκτο αἰώνα. Ὁ ἅγιος τότε, τόν σκέπασαν πρόχειρα, καί εἶπε ὁ ἅγιος ἡγούμενος ὅτι ἐγώ θά πάω νά ἐνημερώσω τόν Πατριάρχη. Ἀλλά πρίν πάει ὅμως, εἶδε στόν ὕπνο τοῦ Πατριάρχου, ἐμφανίστηκε πάλι ὁ Ἅγιος αὐτός μοναχός, καί ἐπανέλαβε τό αἴτημά του.  Ε, ὕστερα ἀκολούθησε καί ἡ ἐνημέρωση τοῦ Πατριάρχου, ἀπό τόν ἡγούμενο τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου. Τότε ἐκεῖνος ἔστειλε τρεῖς ἐπισκόπους, ἔγινε ἀρχιερατική Θεία Λειτουργία, μέ ἀγρυπνία καί εὐλάβεια πολλή, καί κατόπιν οἱ ἐπίσκοποι, ἔβγαλαν ἀπό τά σπλάχνα τῆς γής, πού τό εἶχε καί πού τό κατεῖχε ἡ γῆ γιά τετρακόσια καί πλέον χρόνια, εὐωδιαστό μέ εὐωδία Χριστοῦ, ἄφθορο τό ὀσιακό σῶμα αὐτοῦ του Ἁγίου.

Τό ἔβαλαν σέ λάρνακα, καί ἀπέδωσαν πλῆθος τιμῶν, ἦρθαν ὅσοι μποροῦσαν πιστοί, τά πράγματα πήγαιναν πρός μία χαλαρότητα, ἐναντίον τῶν χριστιανῶν, κι ἔτσι μπόρεσαν καί παρευρέθησαν σ’ αὐτή τήν τελετή ἀρκετοί πιστοί. Μετά ἀπ’ αὐτά παρουσιάστηκε ὁ ὅσιος στόν ὕπνο πάλι τοῦ ἡγουμένου καί μ’ ἕνα ἀγγελικό μειδίαμα τόν εὐχαρίστησε καί τοῦ εἶπε τό ἑξῆς θαυμαστό καί ὑπερθαύμαστο. «Σ’ εὐχαριστῶ ἡγούμενε γιά ὅτι ἔκανες γιά μένα τώρα. Θέλω ὅμως νά σέ παρακαλέσω γιά κάτι ἀκόμη. Στίς Θεῖες Λειτουργίες πού κάνεις σύ καί οἱ ἄλλοι ἱερεῖς στή Λαύρα νά προσεύχεσθε γιά τούς κεκοιμημένους γονεῖς μου, Ἀνδρέου καί Ναταλίας, στήν Ἱερά Προσκομιδή, γιατί ἔχουν ἀνάγκη καί ἀκόμα περισσότερον, νά προσεύχεσθε γι’ αὐτούς μέ τό κομποσχοίνι σας».

Ἐντυπωσιακό εἶναι αὐτό, πολύ ἐντυπωσιακό, ἕνας καταξιωμένος ἅγιος ζητά τίς προσευχές τῶν ἱερέων πού ζοῦν κάτω στή γῆ, νά μνημονεύσει τούς κεκοιμημένους γονεῖς, στή Θεία Λειτουργία καί στό κομποσχοίνι. Ἄλλη μία ἀπόδειξη γιά τή δύναμη πού ἔχουν οἱ εὐχές τῆς Ἐκκλησίας, ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων, καί δῶ στήν Ἁγία Προσκομιδή, ὅπου τά ψιχουλάκια πού ἀντιπροσωπεύουν, τίς ψυχές τῶν ὀνομάτων πού σεῖς δώσατε, ρίπτονται μέσα στό Ἅγιο Ποτήριον, μετά τή Θεία Κοινωνία, λέγοντας «ἀπόπλυνον τάς ἁμαρτίας τῶν ἐνθάδε μνημονευθέντων δούλων Σου, ζώντων τέ καί τεθνεώτων, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καί εἰς ζωήν αἰώνιον, πρεσβείαις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων».

 http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΣΙΛΟΥΑΝΟΥ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ του αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς



Η αγάπη είναι ανώτερη από τη γνώση

Όταν κάποιος επισκεφθή το Άγιον Όρος και δη τους ταπεινούς καλογήρους, μπορεί να συλλογισθή και να σκεφθή ότι αυτοί τεμπέλικη ζωή και χωρίς σκοπό. Αυτό φαίνεται έτσι, όταν κάποιος βλέπει τα πράγματα εξωτερικά. Γιατί λίγοι είναι εκείνοι που θα μπορούσαν να καταλάβουν το φοβερό και χωρίς διακοπή πόλεμο που γίνεται μέσα στις ψυχές των μοναχών.

Αυτός ο πόλεμος είναι σχεδόν υπερφυσικός, αόρατος και (διεξάγεται) όχι μόνο εναντίον των δαιμονικών δυνάμεων των αρχόντων του σκότους, αλλά για τους αρχαρίους και εναντίον της σαρκός, δηλαδή κατά της σαρκικής επιθυμίας και των παθών.

Στα γραπτά του ο πατήρ Σιλουανός περιγράφει πως αυτός ο πόλεμος τον έφερε στην απόγνωση και σχεδόν μέχρι την αυτοκτονία. Η Παναγία Θεοτόκος φανερώθηκε σ' αυτόν όταν περνούσε το δυσκολότερο πόλεμο κατά των παθών και τον απεκάθηρε από τις ακαθαρσίες, τις σαρκικές επιθυμίες και τους λογισμούς. Ο Χριστός φανερώθηκε σ' αυτόν και τον ενδυνάμωσε, ώστε να νικήση και να βασιλεύση επάνω στους γήινους λογισμούς και τα πονηρά πνεύματα. Και έτσι αφού πέρασε ένα τέταρτο αιώνος με δυνατό και κοπιαστικό πόλεμο, έφθασε στη νίκη. Ενώ μέχρι τότε αναζητούσε τον Θεό, έφθασε στην θεογνωσία, και από μαθητής, έγινε δάσκαλος.

Ο Γέροντας Σιλουανός ήταν και δικός μου δάσκαλος. Μία φορά τον ρώτησα: «Πάτερ Σιλουανέ, μήπως αυτός ο πολύς κόσμος φέρνει ταραχή στον νου σας και στην προσευχή σας; Δεν θα ήταν καλύτερα για σας να πάτε σ' ένα ασκητήριο στα Καρούλια και εκεί να ζήτε μέσα στην ειρήνη, όπως ο π. Αρτέμιος, ο π. Δωρόθεος και ο π. Καλλίνικος; Είτε να ζήτε σ' ένα απομονωμένο σπήλαιο, όπως ο π. Γοργόνιος;». «Εγώ ζω στο σπήλαιο», μου απάντησε ο π. Σιλουανός. «Το σώμα μου είναι το σπήλαιο της ψυχής μου. Και η ψυχή μου είναι σπήλαιο του Αγίου Πνεύματος. Και εγώ αγαπώ τον λαό του Θεού και τον διακονώ, χωρίς να βγαίνω από το σπήλαιό μου».

Παρά τη προθυμία του να διακονή τον κάθε ένα και την θαυμαστή μετριοφροσύνη και την πρόθυμη φιλοστοργία του, μιλούσε για τον Θεό με εξαίρετο ενθουσιασμό και με την παρρησία που θα μιλούσε κάποιος για ένα φίλο του: «Εγώ γνωρίζω τον Θεό. Αυτός είναι φιλόστοργος, αγαθός, ταχύς εις βοήθειαν». Όταν τα έλεγε αυτά ο Γέροντας, κάποιος μοναχός, ο π. Θεοφάνης, τα άκουγε με φόβο και σκεπτόταν ότι ο Σιλουανός είχε χάσει το φόβο του Θεού. Αργότερα όμως, όταν διάβασε τα συγγράμματα του π. Σιλουανού, ο π. Θεοφάνης άλλαξε γνώμη και είπε: «Ο π. Σιλουανός προχώρησε και έφθασε στα μέτρα των Πατέρων της Εκκλησίας».

Εγώ νομίζω ότι τα κείμενα του πατρός Σιλουανού θα έπρεπε να πάρουν θέση ανάμεσα στα βιβλία της ψυχολογίας. Αν και για κανένα άλλο λόγο, τουλάχιστον για να επιβεβαιώσουν ότι (ο συγγραφέας τους) ήταν ένας πνευματικός πολεμιστής του 20ουαιώνος και για να επικυρώσουν όσα εδίδαξαν και έγραψαν δοξασμένοι Πατέρες της Εκκλησίας.

Υπάρχει και κάτι καινούριο ανάμεσα στις διδαχές του πατρός Σιλουανού: «Κράτα τον νου σου στον Άδη και μην απελπίζεσαι». Εκφράζει (με το λόγο αυτό) μία παρότρυνση και υπόμνηση κατά της μελαγχολίας και της ακηδίας. Εγώ προσωπικά ποτέ δεν άκουσα τέτοια λόγια.

Σπουδαία είναι και η άλλη έκφρασις: «Η αγάπη είναι ανώτερη από τη γνώση (γνωσιολογία)». Αυτή είναι η καθημερινή και θεμελιώδης διδασκαλία του αγίου Σιλουανού.

Με την αγάπη του, που συνοδευόταν από την μετά δακρύων προσευχή του, συγχωρούσε τις αμαρτίες των αμαρτωλών, στήριζε τους αδυνάτους, διόρθωνε αυτούς που έκαναν πονηρά έργα, θεράπευε τους αρρώστους, ειρήνευε τους ανέμους. Στο μοναστήρι έκανε κοπιαστική εργασία. Είχε την αποθήκη με τα βαριά αντικείμενα.

Κάποτε του είπα ότι οι Ρώσοι μοναχοί βρίσκονταν σε μεγάλη ταραχή, λόγω της τυραννίας των μπολσεβίκων στην ρωσική εκκλησία του Θεού. Τότε αυτός απήντησε: «Και εγώ στην αρχή είχα ταραχή γι' αυτό το θέμα. Μετά όμως από πολλή προσευχή μου ήρθαν οι εξής λογισμοί: ";Ο Κύριος αγαπά ανέκφραστα όλους";. Εκείνος γνωρίζει τα σχέδια όλων και τον καιρό του καθενός. Ο Κύριος επέτρεψε τον διωγμό στο Ρωσικό λαό για κάποιο μελλοντικό καλό. Εγώ δεν μπορώ να το καταλάβω ούτε να το σταματήσω. Μου μένει μόνο η προσευχή και η αγάπη. Αυτά λέω στους αδελφούς που έχουν ταραχή: ";Εσείς μπορείτε να βοηθήσετε την Ρωσία μόνο με την προσευχή και την αγάπη. Ο θυμός και οι κραυγές εναντίον των άθεων δεν διορθώνουν τα πράγματα";»

* Περιοδικό Πρωτάτον, Οκτώβριος – Δεκέμβριος 2007



iliaxtida.wordpress.com   

ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ



ΕΥΧΗ Α’

κη­λί­δω­τε, ἄφθαρτε, ἄ­ναρ­χε, ἀ­ό­ρα­τε, ἀ­πρόσι­τε, ἀ­νεξήγη­τε, ἀ­ναλ­λοί­ω­τε, ἀ­νυπέρβλη­τε, ἀ­μέ­τρη­τε, ἀ­νε­ξί­κα­κε Κύ­ρι­ε·   ὁ μόνος ἀθάνατος, τὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ποὺ ἔφτιαξες τὸν οὐ­ρα­νό, τὴ γῆ, τὴ θά­λασ­σα καὶ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μέ­σα τους, ἐ­σὺ ποὺ πρίν ἀκόμα σοῦ ζη­τήσουμε ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνεις: σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὲ ἱκετεύουμε, Δέ­σπο­τα φι­λάν­θρω­πε, Πα­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ·ὁ ὁποῖος γιὰ μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ γιὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τὸν οὐ­ρα­νό, ὅταν μὲ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλαβε σάρ­κα ἀπὸ τὴν ἔνδοξη Ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μα­ρί­α. Αὐ­τός, λοι­πόν, τότε ποὺ βάδιζε πρὸς τὸ σωτήριο Πάθος, ἐ­μᾶς τοὺς τα­πει­νούς, τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ ἀνά­ξιους δού­λους σου, μᾶς δίδαξε πρῶ­τα μὲ λό­για καὶ ἔ­πει­τα μᾶς ὑπέδειξε μὲ ἔρ­γα, πὼς ὅταν θέλωμε νὰ σὲ παρακαλέσουμε γιὰ κάτι, πρέ­πει νὰ σκύ­βουμε τὸ κε­φά­λι καὶ νὰ  λυ­γί­ζουμε τὰ γό­να­τα, προκειμένου νὰ συγχωρήσεις σὲ μᾶς τὶς ἁμαρτίες μας καὶ στὸ λαό σου, ὅσα λαθεύει ἀπὸ ἄγνοια.

Ἐσύ, λοι­πόν, πο­λυ­εύ­σπλα­χνε καὶ φι­λάν­θρω­πε, Θεὲ καὶ Πατέρα μας, ἄ­κουγέ μας, ὁποτεδήποτε σε ἐπι­κα­λούμεθα, μά, ἰδιαίτερα ἄκουσέ μας σήμερα, ποὺ ἑορτάζομε τὴν μεγάλη αὐτὴν ἑορτὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, κα­τά τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἀ­φοῦ ἀ­νε­λή­φθη στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κά­θη­σε στὰ δε­ξιά σου, ἔ­στει­λε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στοὺς Ἁ­γί­ους Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους του κι ἐκεῖνο, κά­θησε ἐπά­νω στὸν κα­θέ­να τους καὶ πλημ­μύ­ρι­σαν ὅ­λοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­τε­λεί­ω­τη χά­ρη του καὶ διαλάλησαν τὰ με­γα­λεῖ­α σου σὲ ἄγνωστες μέχρι τότε σ’ ἐκείνους γλῶσ­σες καὶ προ­φή­τευ­σαν.

Τώ­ρα, λοι­πόν, ἄ­κου­σε τὶς δεήσεις μας, ἔ­χε μας στὸν νοῦ σου ἐ­μᾶς τοὺς τιποτένιους καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τους καὶ ἐλευθέρωσε τὶς αἰχμάλωτες ψυ­χές μας, ἀ­φοῦ ἡ στορ­γή σου γί­νε­ται συ­νή­γο­ρός μας. Δέ­ξου μας, ποὺ πέ­φτου­με μπρο­στά σου καὶ ὁμολογοῦ­με: Ναί, ἁ­μαρ­τή­σα­με!

Σὲ σέ­να ἀ­νή­κου­με ἀ­πὸ τό­τε ποὺ γεννηθήκαμε, ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάννας μας ἐσὲνα ἔχουμε Θε­ό, ἀλ­λὰ ἐπειδὴ οἱ ἡ­μέ­ρες μας δαπανήθηκαν μά­ται­α μακρυά σου, μείναμε χωρὶς τὴ βο­ή­θειά σου καὶ στε­ρη­θή­κα­με ἀ­πὸ κά­θε ὑ­πε­ρά­σπι­ση.

Ὅμως, παίρ­νουμε θάρ­ρος ἀ­πὸ τὴν κα­λω­σύ­νη σου καὶ σοῦ φω­νά­ζο­υμε: ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ κά­να­με στὰ νειά­τα μας καὶ ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ δι­α­πρά­ξα­με ἀ­πὸ ἄ­γνοι­α, μὴν τὶς θυμᾶσαι καὶ ἀ­π’ ὅ­σα κά­να­με στὰ κρυ­φά, κα­θά­ρι­σέ μας. Μὴ μᾶς πα­ρα­πε­τά­ξεις στὰ γε­ρά­μα­τα κι ὅταν ἀρχίσει νὰ σβύνει ἡ ζωή μας, μὴ μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις. Πρὶν ἐπανέλθουμε στὸ χῶμα, ἀ­ξί­ω­σε μας νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουμε σὲ σέ­να. Καὶ δέ­ξου μας μὲ ἐ­πι­εί­κεια καὶ χά­ρη.

Ζύ­γι­σε τὶς ἁ­μαρτί­ες μας μὲ μέ­τρο τὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου. Ἀ­πέ­ναν­τι στὸ πλῆ­θος τῶν πλημ­με­λη­μά­των μας βάλε τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας σου.

Κύ­ρι­ε, ἀπὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, κοί­τα­ξε τὸ λα­ό σου, ποὺ γονατιστὸς τριγύρω πε­ρι­μέ­νει ἀ­πό σέ­να πλού­σιο ἔ­λε­ος.

Ἐπισκέψου μας μὲ τὴν κα­λω­σύ­νη σου, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου, ἀ­σφά­λι­σε τὴ ζω­ή μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους καὶ ἱ­ε­ροὺς νό­μους σου.

Βάλε τὸν λα­ό σου κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῶν Ἀγ­γέ­λων σου. Συγ­κέν­τρω­σέ μας ὅ­λους στὴ Βα­σι­λεί­α σου. Συγχώρεσέ μας ὅλους, ὅσους ἐλ­πί­ζουμε σὲ σέ­να, καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαό σου, ἀπὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας. Κα­θά­ρι­σε μας μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος καὶ δι­ά­λυ­σε τὶς ἐ­ναν­τί­ον μας μη­χα­νορ­ρα­φί­ες τοῦ ἐ­χθροῦ.

Εὐ­λο­γη­μέ­νος νὰ εἶ­σαι Κύ­ρι­ε, Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, ἐ­σὺ ποὺ φώ­τι­σες τὴν ἡ­μέ­ρα μὲ τὸ φῶς τὸ ἡ­λια­κὸ καὶ ποὺ ὀ­μόρ­φυ­νες τὴ νύ­χτα μὲ τὶς πύ­ρι­νες ἀν­ταύ­γει­ες, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξί­ω­σες νὰ πε­ρά­σου­με τὸ μῆ­κος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ νὰ φτά­σου­με στὴν ἀρ­χὴ τῆς νύ­χτας, ἄ­κου­σε τὴ δέ­η­ση μας καὶ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου καὶ συγ­χώ­ρε­σε σὲ ὅ­λους μας τὰ θε­λη­μέ­να καὶ ἀ­θέ­λη­τα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Δέ­ξου τὶς πα­ρα­κλήσεις μας καὶ στεῖ­λε τὸ πλῆ­θος τῆς συμ­πό­νιας σου σὲ μᾶς τοὺς κλη­ρο­νό­μους σου.

Προ­φύ­λα­ξέ μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους σου, ὅ­πλι­σέ μας μὲ τὰ ὅ­πλα τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου, πε­ρι­χα­ρά­κω­σέ μας μὲ τὴν ἀ­λή­θειά σου, φρού­ρη­σέ μας μὲ τὴ δύ­να­μή σου, ἐ­λευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε κακὴ πε­ρί­στα­ση καὶ ἀ­πὸ κά­θε ἐ­πί­θε­ση τοῦ ἐ­χθροῦ.

Χά­ρι­σέ μας, αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ἡ νύ­χτα ποὺ ἔρ­χε­ται, νὰ εἶ­ναι τέ­λεια, ἅ­για, εἰ­ρη­νι­κή, ἀ­να­μάρ­τη­τη, χω­ρίς σκαν­δα­λι­σμούς, χω­ρίς φαν­τα­σι­ώ­σεις κι ἔ­τσι νὰ εἶ­ναι ὅλες οἱ ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μας, μὲ τὶς με­σι­τεί­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου καὶ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων ποὺ σὲ εὐ­α­ρέ­στη­σαν στοὺς αἰ­ῶ­νες.

ΕΥΧΗ Β’

Κ
ύ­ρι­ε Ἰη­σοῦ Χρι­στὲ ὁ Θε­ός μας, ἐσὺ εἶσαι ποὺ μᾶς ἔ­δω­σες, τὴ δι­κή σου εἰ­ρή­νη καὶ τὴ δω­ρεὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἡ παρουσία σου στὸ βίο μας εἶναι ἀναφαίρετη κληρονομιὰ ποὺ προσφέρεις στοὺς πιστούς. Αὐ­τὴν τὴν χά­ρη, ἐμ­φα­νέ­στε­ρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, σὰν σή­με­ρα, τὴν ἔ­στει­λες μὲ τὴν μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους σου καὶ γέ­μι­σες τὰ χεί­λη τους.

Ἔπειτα, ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπὸ διαφορετικὰ ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τους, μὲ τὰ ἴδια τὰ ἀφτιά μας καὶ στὴν δική μας γλῶσσα, ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἀπὸ τότε, φωτίσθηκε ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ τὸ νοητὸ σκοτάδι τῆς πλάνης στὴν ὁποία ζούσαμε. Ἀπὸ τότε, μάθαμε νὰ πιστεύουμε σὲ σένα, ὅταν εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴ θεϊκὴ ἐνέργεια τῶν πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν καὶ γνωρίσαμε τὴ λάμψη τῆς θεότητος, τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας σου, μαζὶ μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τοῦ Ἁ­γίου Πνεύματος.
Ἐσύ, λοι­πόν, τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τοῦ Πα­τέ­ρα, ποὺ εἶσαι ὁλόιδιος καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτος μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύ­ση του, ἡ πη­γὴ τῆς σο­φί­ας καὶ τῆς χά­ρι­τος, ἄ­νοι­ξε τὰ ἁ­μαρ­τω­λά μου χεί­λη καὶ δί­δα­ξέ με, πῶς πρέ­πει νὰ προ­σεύ­χο­μαι καὶ γιὰ ποιὰ πράγματα.

Ἐ­­σὺ εἶ­σαι ποὺ γνω­ρί­ζεις τὸ μεγάλο πλῆ­θος τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μου, ἀλ­λά ἡ κα­λωσύ­νη σου θὰ τὶς νι­κή­σει κι ἄς εἶ­ναι καὶ ἀ­μέ­τρη­τες. Γεμᾶτος φό­βο στέ­κο­μαι μπρο­στά σου ἔχοντας  ρί­ξει τὴν ἀ­πό­γνω­ση τῆς ψυ­χῆς μου μέ­σα στὸ πέ­λα­γος τοῦ ἐ­λέ­ους σου.

Κυ­βέρ­νη­σε τὴ ζω­ή μου ἐ­σύ, ποὺ μὲ ἀ­νεί­πω­τη σο­φί­α καὶ δύ­να­μη κυ­βερ­νᾶς μὲ ἕ­να λό­γο σου τὴν κτί­ση. Ἐ­σύ, τὸ ἀ­πά­νε­μο λι­μά­νι στὴν τρικυμία τῆς ζωῆς, δί­δα­ξέ με ποι­ὸ δρό­μο νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω.

Δῶσε στὶς σκέ­ψεις μου τὸ Πνεῦ­μα τῆς δι­κῆς σου σο­φί­ας. Δώ­ρι­σε στὴν ἀπε­ρι­σκε­ψί­α μου Πνεῦμα συ­νέ­σε­ως. Σκέ­πα­σε τὰ ἔρ­γα μου μὲ Πνεῦ­μα φό­βου σὲ σέ­να. Ἀ­να­καί­νι­σε τὰ ἔγ­κα­τα τῆς ψυ­χῆς μου μὲ Πνεῦ­μα εὐ­θύτητος. Στή­ρι­ξε τὴν ὀ­λι­σθη­ρή μου σκέ­ψη μὲ Πνεῦ­μα θαρ­ρε­τό, ὥ­στε κά­θε μέ­ρα μὲ τὸ ἀ­γα­θό σου Πνεῦ­μα νὰ ὁ­δη­γοῦ­μαι στὸ συμ­φέ­ρον μου καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θῶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζω τὶς ἐν­το­λές σου καὶ νὰ θυ­μᾶ­μαι πάν­το­τε τὴν ἔν­δο­ξη πα­ρου­σί­α σου, ὁπότε καὶ θὰ ἐ­ρευ­νήσεις τὶς πράξεις μας. Καὶ μὴ με ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις καὶ ἐ­ξα­πα­τη­θῶ στὶς φθαρτὲς ἡδονὲς αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου·ἀλ­λὰ ἐ­νί­σχυ­σέ με, ὥστε νὰ ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σω τοὺς μελ­λού­με­νους θη­σαυ­ρούς.

 Ἐ­πει­δή, ἐ­σὺ εἶ­πες Δέ­σπο­τα, ὅτι ὅ­σα καὶ ἄν ζη­τή­σει κά­ποι­ος στὸ ὄ­νο­μά σου, χω­ρίς δυ­σκο­λί­α θὰ τὰ λά­βει ἀ­πὸ σέ­να, ποὺ εἶσαι τὸ ἴδιο αἰώνιος μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ Πα­τέ­ρα. Γι' αὐ­τό, καὶ ἐ­γὼ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, κα­τὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σεως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀ­γα­θότητά σου πα­ρα­κα­λῶ: Ὅ­σα πρό­κο­ψα, ὑ­πο­λό­γι­σέ μου τα γιὰ νὰ σω­θῶ.

Ναί, Κύ­ρι­ε, ἐ­σὺ ποὺ δί­νεις πλου­σι­ο­πά­ρο­χα κά­θε εὐ­ερ­γε­σί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι καὶ ποὺ δί­νεις πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ­ὅσα σοῦ ζη­τᾶ­με.

Ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ πά­σχεις μα­ζί μας, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἐ­λε­εῖς, ἐ­σὺ ποὺ πῆ­ρες τὴν σάρ­κα μας, χω­ρὶς ὅ­μως ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ λυ­γί­ζεις φι­λεύ­σπλα­χνα τὴν καρ­διά σου σὲ ὅ­σους λυ­γί­ζουν σὲ σέ­να τὰ γό­να­τα, ἐ­σὺ ποὺ ἔ­γι­νες ἡ λύ­τρω­ση τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας.

Λυπήσου τὸν κόσμο σου, Κύ­ρι­ε. Ἄ­κου­σέ μας ἀ­πὸ τὸν ἅγιο οὐ­ρα­νό σου, ἁ­γί­α­σε τὸ λαό σου μὲ τὴ σω­τη­ρι­ώ­δη δύ­να­μή σου, σκέ­πα­σέ τους μὲ τὴ σκέ­πη τῶν πτε­ρύ­γων σου. Μὴν μᾶς παραβλέψεις, ἔρ­γα τῶν χε­ριῶν σου εἴμαστε.

Μόνο ἀ­πέ­ναν­τι σου ἁ­μαρ­τά­νου­με ἀλ­λὰ καὶ μό­νο ἐ­σέ­να λα­τρεύ­ο­υμε. Δέ­σπο­τα, ἄλ­λο Θεὸ δὲν ξέ­ρο­υμε νὰ προ­σκυ­νοῦ­με, οὔ­τε σὲ ἄλ­λο Θεὸ ση­κώ­νου­με τὰ χέ­ρια μας.

Ξέχνα τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ δέ­ξου τὶς γο­να­τι­στὲς δεήσεις μας, ἅπλω­σε σὲ ὅ­λους χέ­ρι βο­η­θεί­ας καὶ δέξου τὴν προ­σευ­χή μας αὐ­τή, σὰν κα­λο­δε­χού­με­νο θυ­μί­α­μα ποὺ ἀ­νε­βαί­νει μπρο­στὰ στὴν ὑ­πε­ρά­γα­θη Βα­σι­λεί­α σου.

Κύ­ρι­ε, ἐ­σύ, ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ποὺ πέρασε μᾶς γλί­τω­σες ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ποὺ πε­τοῦ­σε, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας καὶ ἀ­πό κά­θε κακὸ ποὺ κυκλοφορεῖ στὸ σκο­τά­δι.

Δέ­ξου τὴν ἑσπερινὴ αὐ­τὴ προ­σφο­ρά μας καὶ τὴν ὕψωση τῶν χε­ριῶν μας.

Ἀξί­ω­σέ μας, νὰ πε­ρά­σουμε τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας χω­ρὶς δυ­σκο­λίες καὶ κακοὺς πει­ρα­σμούς. Λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε τα­ρα­χὴ καὶ δει­λί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προξενήσει ὁ δι­ά­βο­λος.

Χά­ρι­σε στὶς ψυ­χές μας κα­τά­νυ­ξη καὶ στὶς σκέ­ψεις μας φρον­τί­δα, γιὰ τὴ φο­βε­ρὴ καὶ δί­και­η ἐ­ξε­τα­στι­κὴ κρί­ση σου.

Ἠρέ­μη­σε μὲ τὸν φό­βο σου τὶς σάρ­κες μας καὶ νέ­κρω­σε τὰ μέ­λη μας ποὺ μᾶς κρα­τοῦν στὴν γῆ, ὥ­στε, στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ ὕ­πνου νὰ ἀποκτήσουμε τὴ λαμπρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς κρί­σε­ώς σου.
Δι­ῶ­ξε ἀ­πὸ μᾶς κά­θε ἀ­πρε­πῆ φαν­τα­σί­ω­ση καὶ βλα­βε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α.

Καὶ σή­κω­σέ μας, ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦ­με, στη­ριγ­μένους στὴν πί­στη καὶ μὲ προ­κο­πὴ στὰ παραγγέλματά σου.

ΕΥΧΗ Γ’

Π
η­γὴ ἀστείρευτη, ποὺ μᾶς φέρνεις ζωὴ καὶ φῶς, δύ­να­μη δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἴ­δια μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα, Χρι­στὲ καὶ Θε­έ μας. Ἐ­σὺ ποὺ ὁλοκλήρωσες μὲ ὄ­μορ­φο καὶ σωτηριώδη τρόπο τὴν σω­τη­ρί­α μας. Ἐσὺ ποὺ ἔ­σπα­σες τὰ ἄ­λυ­τα δε­σμὰ τοῦ θα­νά­του καὶ τὶς κλει­δα­ριὲς τοῦ Ἅ­δη. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τα­πά­τη­σες τὰ πλή­θη τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των. Ἐσὺ ποὺ τὸν ἴ­διο σου τὸν ἑ­αυ­τὸ πρό­σφε­ρες γιὰ χά­ρη μας. Ἐ­σὺ ποὺ θυ­σίασες τὸ ἴδιο σου τὸ σῶμα, τὸ ἄ­χραν­το, τὸ ἄθικτο καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α καὶ μὲ αὐ­τὴν τὴν φρι­κτὴ καὶ ἀ­νέκ­φρα­στη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη, μᾶς χά­ρι­σες αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τέ­βη­κες στὸν Ἅ­δη καὶ συ­νέ­τρι­ψες τοὺς αἰ­ω­νίους μο­χλούς του καὶ ἔ­δει­ξες τὴν ἄ­νο­δο σὲ ὅ­σους κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­κεῖ κά­τω. Ἐσὺ ποὺ ἀγ­κί­στρω­σες τὸν ἀρ­χι­κά­κι­στο σκο­τει­νὸ δρά­κον­τα μὲ δό­λω­μα θε­ϊ­κῆς σο­φί­ας, τὸν ἔδεσες μὲ βαριὲς ἀλυσίδες καὶ μὲ τὴν ἀ­π­ει­ρο­δύ­να­μη ἰ­σχύ σου τὸν ἔρριξες στὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη, στὸ ἄσβεστο πῦρ καὶ στὸ ἐξώτερο σκότος. Ἐ­σὺ ἡ με­γα­λώ­νυ­μη σο­φί­α τοῦ Θεοῦ Πα­τέ­ρα, ὁ συμπαραστάτης κάθε ἀνθρώπου ποὺ περνάει πειρασμούς. Ἐσὺ ποὺ ρίχνεις τὸ φῶς σου ἀκόμα καὶ σ’ἐκείνους ποὺ ζοῦν σὲ χώρα καὶ σκιὰ θα­νά­του. Ἐ­σὺ Κύ­ρι­ε τῆς αἰώνιας  δό­ξας. Ἐ­σὺ Υἱ­ὲ ἀ­γα­πη­τὲ τοῦ Ὑ­ψί­στου Πα­τέ­ρα, φῶς ἀπὸ ἀΐδιο φῶς, ἥ­λι­ε τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἄ­κου­σέ μας ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ ἀνά­παυ­σε τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου, ὅλων ὅσοι μέ­χρι τώ­ρα κοι­μή­θη­καν, πα­τέ­ρων μας, ἀδελ­φῶν μας καὶ λοι­πῶν συγ­γε­νῶν μας κα­τὰ σάρ­κα καὶ ὅ­λων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας. Σοῦ τοὺς θυμίζουμε, Κύριε, ἐπει­δὴ Ἐσὺ ἔχεις ἐξουσία σὲ ὅλα καὶ στὰ χέ­ρια σου κρα­τᾶς τὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς.

Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, Θεὲ τῶν Πα­τέ­ρων μας καὶ Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, δη­μι­ουρ­γὲ τῶν θνη­τῶν καὶ τῶν ἀ­θα­νά­των ὄντων ἀλλὰ καὶ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως ποὺ συ­ναρ­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πά­λι δι­α­λύ­ε­ται. Κύ­ρι­ε τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ τέ­λους, τῆς ἐ­δῶ συμπεριφορᾶς μας καὶ τοῦ ἐ­κεῖ ἐρχομοῦ μας. Ἐ­σὺ ποὺ με­τρᾶς τὰ χρό­νια τῆς ζω­ῆς μας καὶ ὁ­ρί­ζεις τὸν και­ρὸ τοῦ θα­νά­του μας. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τε­βά­ζεις στὸν Ἅ­δη καὶ ἀ­νε­βά­ζεις ἀ­πὸ αὐ­τόν, ποὺ μᾶς εὐεργετεῖς μὲ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες καὶ μᾶς ἀπελευθερώνεις ἀπὸ αὐτές. Ἐ­σὺ ποὺ τὰ πα­ρόν­τα χρή­σι­μα φρον­τί­ζεις καὶ τὰ μέλ­λον­τα ἀ­κρι­βο­δί­και­α δι­οι­κεῖς. Ἐ­σὺ ποὺ ὅ­σους χτυ­πή­θη­καν μὲ τὸ κεν­τρὶ τοῦ θα­νά­του πά­λι τοὺς ζω­ο­γο­νεῖς μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἐ­σὺ λοι­πόν, Δέ­σπο­τα τῶν πάν­των, ὁ Θε­ός μας, ὁ Σω­τῆ­ρας μας, ἡ ἐλ­πί­δα ὅ­λων ὅσοι βρίσκονται στὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ ὅ­σοι βρί­σκον­ται στὶς μα­κρυ­νὲς θά­λασ­σες. Ἐσὺ ποὺ κατὰ τὴν τε­λευ­ταί­α, με­γά­λη καὶ σω­τή­ρια ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μᾶς ἔ­δει­ξες τὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἁ­γί­ας καὶ ὁ­μο­ού­σιας καὶ συ­να­ΐ­διας καὶ ἀ­δι­αί­ρε­της καὶ ἀ­σύγ­χυ­της Τριά­δος. Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ μορ­φὴ πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν μᾶς ἔδειξες τὴν ἐπι­φοί­τη­ση καὶ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ ζω­ο­ποι­οῦ σου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο ἁπλώθηκε ἐπάνω στοὺς ἁ­γί­ους σου Ἀ­πο­στό­λους καὶ ἔτσι τοὺς ἀ­νέ­δει­ξες δασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου σου, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας. Ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν τέ­λεια καὶ σω­τή­ρια ἑ­ορ­τὴ νὰ σὲ πα­ρα­κα­λοῦμε ἱκε­τευ­τι­κὰ γιὰ ὅ­σους κρα­τοῦν­ται στὸν Ἅ­δη. Ἐσὺ ποὺ μᾶς δί­νεις με­γά­λες ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν ἀ­να­κού­φι­ση καὶ τὴ δι­ευ­κό­λυν­ση αὐ­τῶν ποὺ ζοῦν σὲ δυσκολία ἐ­κεῖ. Ἄ­κου­σέ μας, ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με οἱ τα­πει­νοὶ καὶ ἄ­θλιοι καὶ τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου ποὺ ἔ­χουν κοι­μη­θεῖ, ἀ­νά­παυ­σέ τες σὲ τό­πο φω­τει­νό, σὲ τό­πο χλο­ε­ρό, σὲ τό­πο ἀναψυχῆς, ἐκεῖ ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας πό­νος, καμ­μιὰ λύ­πη, κα­νέ­νας στε­ναγ­μός·καὶ κατάταξε τὰ πνεύ­μα­τά τους μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­καί­ους καὶ κά­με τους ἄξιους εἰ­ρή­νης καὶ ἀ­νέ­σε­ως, δι­ό­τι οἱ νε­κροὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ σὲ δο­ξο­λο­γή­σουν Κύ­ρι­ε, οὔ­τε τολ­μοῦν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σουν τὸ ὄνο­μά σου ὅ­σοι κα­τοι­κοῦν στὸν Ἅ­δη, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς οἱ ζων­τα­νοὶ σὲ εὐ­λο­γοῦ­με, σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ σοῦ προ­σφέ­ρου­με ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων.

 με­γά­λος, ὁ αἰ­ώ­νιος, ὁ ἅ­γιος καὶ φι­λάν­θρω­πος Θεός, ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις, αὐ­τὴν τὴν ὥ­ρα, νὰ στε­κό­μα­στε μπρο­στὰ στὴν ἀ­πλη­σί­α­στη δό­ξα σου γιὰ νὰ ὑ­μνοῦ­με καὶ νὰ δο­ξά­ζουμε τὰ θαυ­μα­στά σου ἔργα, λυ­πή­σου μας τοὺς ἀ­νάξι­ους δού­λους σου καὶ δῶ­σε μας τὴ χά­ρη νὰ σοῦ προ­σφέ­ρουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, μὲ ταπείνωση ἀλλὰ καὶ βεβαιότητα τὸν τρι­σά­γιο ὕμνο μας καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α γιὰ τὶς με­γά­λες σου δω­ρε­ὲς ποὺ ἔ­κα­μες καὶ συνεχίζεις νὰ κά­νεις σὲ ἐμᾶς. Θυ­μή­σου Κύ­ρι­ε, ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι καὶ μὴ μᾶς τιμωρήσεις γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἀλ­λὰ δεῖ­ξε με­γά­λο ἔ­λε­ος στὴν τα­πεί­νω­σή μας, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­φύ­γουμε τὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας μὲ τὸ φῶς τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου καὶ προ­φυ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε ἐπιβουλὴ τοῦ πο­νη­ροῦ νὰ δο­ξά­ζου­με παν­τοῦ καὶ μὲ τόλ­μη ἐ­σέ­να τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ καὶ φι­λάν­θρω­πο Θε­ό.

Δέ­σπο­τα καὶ δη­μι­ουρ­γὲ τῶν ὅλων, ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι δι­κό σου τὸ με­γά­λο, πράγ­μα­τι, μυ­στή­ριο τῆς πρό­σκαι­ρης δι­α­λύ­σε­ως τῶν σωμάτων μας καὶ ἡ μετέπειτα συ­ναρ­μο­λό­γη­σή τους γιὰ τὴν ἀνάπαυσή μας στοὺς αἰῶνες.

Πά­νω ἀ­π' ὅ­λα, σοῦ χρω­στᾶ­με χά­ρη γιὰ τὸν ἐρχομό μας σ' αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ γιὰ τὴν ἔ­ξο­δό μας ἀπ’αὐτόν, ση­μά­δια τῆς ἐλ­πί­δος μας στὴν ἀ­δι­ά­ψευ­στη ὑ­πό­σχε­σή σου γιὰ ἀ­νά­στα­ση καὶ ἀ­τε­λεί­ω­τη ζωή, τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἀ­πο­λαύ­σουμε στὴν μελ­λού­με­νη Δεύτερη Πα­ρου­σί­α σου.
Ἐσὺ εἶ­σαι ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀ­να­στά­σε­ώς μας καὶ τῶν ὅ­σων ἔ­χουμε ζή­σει ἀ­δέ­κα­στος καὶ φι­λάν­θρω­πος κρι­τής καὶ τῆς μι­σθα­πο­δο­σί­ας μας ὁ Δε­σπό­της καὶ Κύ­ριος. Συγ­κα­τα­βαί­νοντας, πῆ­ρες πα­ρό­μοι­α μὲ μᾶς σάρ­κα καὶ αἷ­μα καὶ ἀπέ­κτη­σες θε­λη­μα­τι­κὰ τὴν πεί­ρα τῆς δικῆς μας ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως, ὥστε νὰ μᾶς κρίνεις μὲ εὐσπλαχνία καὶ συμπόνια. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­σὺ ὁ ἴδιος ὑ­πέ­φε­ρες καὶ δοκιμαζόσουν, ἦρ­θες καὶ ἔ­γι­νες αὐ­τε­πάγ­γελ­τος βο­η­θὸς στὶς δι­κές μας δο­κι­μα­σί­ες καὶ ἔ­τσι μᾶς προσκάλεσες δίπλα σου,  προκειμένου νὰ φθάσουμε ἀνεπηρέαστοι στὴν δική σου ἀπάθεια.

Δέ­ξου, λοι­πόν, Δέ­σπο­τα, τὶς προ­σευ­χὲς καὶ τὶς παρακλήσεις μας, ἀ­νά­παυ­σε τὸν πα­τέ­ρα τοῦ καθ’ ἑνὸς καὶ τὴν μη­τέ­ρα, τὰ ἀ­δέλ­φια καὶ τὶς ἀ­δελ­φὲς καὶ τὰ τέ­κνα καὶ κάθε ἄλλον συγγενῆ καὶ ὁμογενῆ μας καὶ ὅ­λες ἀνεξαιρέτως τὶς ψυ­χὲς ποὺ ἀναπαύθηκαν στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως. Καὶ κα­τά­τα­ξε τὰ πνεύ­μα­τα καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους στὸ βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Ἰ­σα­άκ καὶ τοῦ Ἰ­α­κώβ, στὴ χώ­ρα τῶν ζών­των, στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, στὸν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς. Ὅλους καθοδήγη­σέ μας μὲ τοὺς φω­τει­νούς Ἀγ­γέ­λους στοὺς τόπους τοὺς ἁγίους σου καὶ ὅταν ἔρθει ἡ ἡμέρα ποὺ καθόρισες, ἀνάστησε καὶ τὰ σώ­μα­τα μας, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀ­δι­ά­ψευ­στες ὑ­πο­σχέ­σεις σου.

Δὲν ὑ­πάρ­χει θά­να­τος γιὰ μᾶς τοὺς δού­λους σου, Κύριε. Δὲν εἶναι θάνατος γιὰ μᾶς, ὅταν ἀπο­χω­ρι­ζό­μα­στε ἀπὸ τὸ σῶ­μα μας καὶ ἐρ­χό­μα­στε κον­τὰ σὲ σέ­να τὸ Θε­ό. Με­τά­βα­ση εἶναι, ἀ­πὸ τὰ πιὸ λυ­πη­ρὰ στὰ πιὸ κα­λά, στὰ πιὸ εὐ­χά­ρι­στα, στὴν ἀ­νά­παυ­ση καὶ στὴ χα­ρά. Ἐ­ὰν σὲ κά­τι ἁ­μαρ­τή­σα­με ἀπέναντί σου, νὰ μᾶς λυ­πη­θεῖς ὅλους, ἀ­φοῦ κα­νέ­νας δὲν εἶ­ναι κα­θα­ρὸς καὶ ἀ­κη­λί­δω­τος μπρο­στά σου, ἀκό­μα κι ἄν ζή­σει μό­νο μιὰ ἡ­μέ­ρα. Μό­νο ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ μας, ὑ­πῆρ­ξες ἀ­να­μάρ­τη­τος πά­νω στὴ γῆ καὶ ἀ­πὸ σέ­να ὅ­λοι ἐλ­πί­ζου­με τὸ ἔ­λε­ος καὶ τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Γι’ αὐ­τό, σὰν ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς ὅλων μας, παράβλεψε τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τά μας, ἄ­φη­σέ τα, συγ­χώ­ρη­σέ τα, τὰ θε­λη­μέ­να καὶ τὰ ἀ­θέ­λη­τα, τὰ συ­νει­δη­τὰ καὶ τὰ ἀ­συ­νεί­δη­τα, τὰ φα­νε­ρὰ καὶ τὰ κρυ­φά, ὅ­σα ἔ­γι­ναν πρά­ξεις κι ὅσα ἔ­μει­ναν σκέ­ψεις, ὅ­σα ἔ­γι­ναν μὲ λό­για κι ὅ­σα μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὶς κι­νή­σεις μας.  Καὶ ὅ­σους ἤρ­θαν ἐ­κεῖ νω­ρί­τε­ρα, ἐλευθέρωσέ τους ἀπὸ κάθε κρῖμα καὶ δῶσε τους ἄ­νε­ση. Ἐ­μᾶς ποὺ στέκουμε γονατιστοὶ μπροστά σου, εὐ­λό­γη­σέ μας καὶ δῶ­σε μας τέ­λος καλὸ καὶ εἰρη­νι­κό. Καὶ κατὰ τὴν φρικτὴ καὶ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας σου δεῖ­ξε μας σπλά­χνα γε­μᾶ­τα ἔ­λε­ος καὶ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ κάνε μας ἄ­ξιους τῆς βα­σι­λεί­ας σου.

 Θε­ὸς ὁ με­γά­λος καὶ ὑ­ψη­λός, ὁ μό­νος ἀθά­να­τος, ποὺ κα­τοι­κεῖς στὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ἐ­σὺ ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σες μὲ σο­φί­α ὅ­λη τὴν κτί­ση, ποὺ δι­α­χώ­ρι­σες τὸ φῶς ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι κι ἔ­βα­λες τὸν ἥ­λιο νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὴ σε­λή­νη μὲ τὰ ἀ­στέ­ρια νὰ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὴ νύ­χτα, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­ξί­ω­σες ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ φτά­σου­με σ’ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ δοῦ­με τὸ πρό­σω­πό σου καὶ ἐξο­μο­λο­γη­τι­κὰ νὰ σοῦ στεί­λου­με αὐ­τὴν ἐδῶ τὴν ἑσπερινὴ λα­τρεί­α μας, ἐσὺ φι­λάν­θρω­πε Κύ­ρι­ε, ὁ­δή­γη­σε τὴν προ­σευ­χή μας σὰν θυ­μί­α­μα μπρο­στά σου καὶ δέ­ξου την σὰν εὐ­ω­δια­στὴ μοσχοβολιά.

Χάρισέ μας εἰρηνικὸ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ τὴν ἐρ­χό­με­νη νύ­χτα, ντύ­σε μας μὲ ὅ­πλα φω­τει­νά, λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ φό­βο καὶ ἀ­πὸ κά­θε τι ποὺ περ­πα­τά­ει στὸ σκο­τά­δι καὶ δῶ­σε μας τὸν ὕ­πνο ποὺ μᾶς τὸν χά­ρι­σες γιὰ ἀ­νά­παυ­ση, ἀπαλλαγμένο ἀ­πὸ κά­θε δι­α­βο­λι­κή φαν­τα­σί­α. Ναί, Δέ­σπο­τα τῶν ὅ­λων, χο­ρη­γὲ κά­θε ἀ­γα­θοῦ, ὥ­στε καὶ στὰ κρεβ­βά­τια μας τὴν νύ­χτα νὰ μνη­μο­νεύ­ου­με μὲ κα­τά­νυ­ξη τὸ πα­νά­γιο ὄ­νο­μά σου καὶ τὴν αὐ­γὴ νὰ ἀ­νοί­γου­με τὰ μά­τια μας μὲ τὴν με­λέ­τη τῶν ἐν­το­λῶν σου. Ἔπειτα νὰ ση­κω­νό­μα­στε μὲ ψυ­χι­κὴ ἀγαλ­λί­α­ση γιὰ νὰ δο­ξο­λο­γή­σουμε τὴ δι­κή σου ἀγα­θό­τη­τα, προ­σκο­μί­ζον­τας στὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου προ­σευ­χὲς καὶ ἱ­κε­σί­ες γιὰ τὶς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες καὶ γιὰ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου, τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου νὰ ἐπισκεφθεῖς μὲ ἔ­λε­ος, Κύ­ρι­ε.



http://www.imalex.gr/