Σελίδες

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

ΕΥΧΕΣ ΤΟΥ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ



ΕΥΧΗ Α’

κη­λί­δω­τε, ἄφθαρτε, ἄ­ναρ­χε, ἀ­ό­ρα­τε, ἀ­πρόσι­τε, ἀ­νεξήγη­τε, ἀ­ναλ­λοί­ω­τε, ἀ­νυπέρβλη­τε, ἀ­μέ­τρη­τε, ἀ­νε­ξί­κα­κε Κύ­ρι­ε·   ὁ μόνος ἀθάνατος, τὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ποὺ ἔφτιαξες τὸν οὐ­ρα­νό, τὴ γῆ, τὴ θά­λασ­σα καὶ ὅ­λα τὰ δη­μι­ουρ­γή­μα­τα μέ­σα τους, ἐ­σὺ ποὺ πρίν ἀκόμα σοῦ ζη­τήσουμε ὁτιδήποτε, μᾶς τὸ δίνεις: σὲ παρακαλοῦμε καὶ σὲ ἱκετεύουμε, Δέ­σπο­τα φι­λάν­θρω­πε, Πα­τέ­ρα τοῦ Κυ­ρί­ου μας Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ·ὁ ὁποῖος γιὰ μᾶς τοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ γιὰ τὴ δι­κή μας σω­τη­ρί­α κα­τέ­βη­κε ἀ­πό τὸν οὐ­ρα­νό, ὅταν μὲ ἐπενέργεια τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἔλαβε σάρ­κα ἀπὸ τὴν ἔνδοξη Ἀειπάρθενο καὶ Θεοτόκο Μα­ρί­α. Αὐ­τός, λοι­πόν, τότε ποὺ βάδιζε πρὸς τὸ σωτήριο Πάθος, ἐ­μᾶς τοὺς τα­πει­νούς, τοὺς ἁ­μαρ­τω­λοὺς καὶ ἀνά­ξιους δού­λους σου, μᾶς δίδαξε πρῶ­τα μὲ λό­για καὶ ἔ­πει­τα μᾶς ὑπέδειξε μὲ ἔρ­γα, πὼς ὅταν θέλωμε νὰ σὲ παρακαλέσουμε γιὰ κάτι, πρέ­πει νὰ σκύ­βουμε τὸ κε­φά­λι καὶ νὰ  λυ­γί­ζουμε τὰ γό­να­τα, προκειμένου νὰ συγχωρήσεις σὲ μᾶς τὶς ἁμαρτίες μας καὶ στὸ λαό σου, ὅσα λαθεύει ἀπὸ ἄγνοια.

Ἐσύ, λοι­πόν, πο­λυ­εύ­σπλα­χνε καὶ φι­λάν­θρω­πε, Θεὲ καὶ Πατέρα μας, ἄ­κουγέ μας, ὁποτεδήποτε σε ἐπι­κα­λούμεθα, μά, ἰδιαίτερα ἄκουσέ μας σήμερα, ποὺ ἑορτάζομε τὴν μεγάλη αὐτὴν ἑορτὴ τῆς Πεν­τη­κο­στῆς, κα­τά τὴν ὁ­ποί­α ὁ Κύ­ριός μας Ἰ­η­σοῦς Χρι­στός, ἀ­φοῦ ἀ­νε­λή­φθη στοὺς οὐ­ρα­νοὺς καὶ κά­θη­σε στὰ δε­ξιά σου, ἔ­στει­λε τὸ Ἅ­γιο Πνεῦ­μα στοὺς Ἁ­γί­ους Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους του κι ἐκεῖνο, κά­θησε ἐπά­νω στὸν κα­θέ­να τους καὶ πλημ­μύ­ρι­σαν ὅ­λοι ἀ­πὸ τὴν ἀ­τε­λεί­ω­τη χά­ρη του καὶ διαλάλησαν τὰ με­γα­λεῖ­α σου σὲ ἄγνωστες μέχρι τότε σ’ ἐκείνους γλῶσ­σες καὶ προ­φή­τευ­σαν.

Τώ­ρα, λοι­πόν, ἄ­κου­σε τὶς δεήσεις μας, ἔ­χε μας στὸν νοῦ σου ἐ­μᾶς τοὺς τιποτένιους καὶ ἀ­ξι­ο­κα­τά­κρι­τους καὶ ἐλευθέρωσε τὶς αἰχμάλωτες ψυ­χές μας, ἀ­φοῦ ἡ στορ­γή σου γί­νε­ται συ­νή­γο­ρός μας. Δέ­ξου μας, ποὺ πέ­φτου­με μπρο­στά σου καὶ ὁμολογοῦ­με: Ναί, ἁ­μαρ­τή­σα­με!

Σὲ σέ­να ἀ­νή­κου­με ἀ­πὸ τό­τε ποὺ γεννηθήκαμε, ἀπὸ τὴν κοιλιὰ τῆς μάννας μας ἐσὲνα ἔχουμε Θε­ό, ἀλ­λὰ ἐπειδὴ οἱ ἡ­μέ­ρες μας δαπανήθηκαν μά­ται­α μακρυά σου, μείναμε χωρὶς τὴ βο­ή­θειά σου καὶ στε­ρη­θή­κα­με ἀ­πὸ κά­θε ὑ­πε­ρά­σπι­ση.

Ὅμως, παίρ­νουμε θάρ­ρος ἀ­πὸ τὴν κα­λω­σύ­νη σου καὶ σοῦ φω­νά­ζο­υμε: ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ κά­να­με στὰ νειά­τα μας καὶ ἁ­μαρ­τί­ες ποὺ δι­α­πρά­ξα­με ἀ­πὸ ἄ­γνοι­α, μὴν τὶς θυμᾶσαι καὶ ἀ­π’ ὅ­σα κά­να­με στὰ κρυ­φά, κα­θά­ρι­σέ μας. Μὴ μᾶς πα­ρα­πε­τά­ξεις στὰ γε­ρά­μα­τα κι ὅταν ἀρχίσει νὰ σβύνει ἡ ζωή μας, μὴ μᾶς ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις. Πρὶν ἐπανέλθουμε στὸ χῶμα, ἀ­ξί­ω­σε μας νὰ ἐ­πι­στρέ­ψουμε σὲ σέ­να. Καὶ δέ­ξου μας μὲ ἐ­πι­εί­κεια καὶ χά­ρη.

Ζύ­γι­σε τὶς ἁ­μαρτί­ες μας μὲ μέ­τρο τὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου. Ἀ­πέ­ναν­τι στὸ πλῆ­θος τῶν πλημ­με­λη­μά­των μας βάλε τὴν ἄ­βυσ­σο τῆς εὐ­σπλα­χνί­ας σου.

Κύ­ρι­ε, ἀπὸ τὸ ὕ­ψος τοῦ ἁγίου κατοικητηρίου σου, κοί­τα­ξε τὸ λα­ό σου, ποὺ γονατιστὸς τριγύρω πε­ρι­μέ­νει ἀ­πό σέ­να πλού­σιο ἔ­λε­ος.

Ἐπισκέψου μας μὲ τὴν κα­λω­σύ­νη σου, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ τὴν τυ­ραν­νί­α τοῦ δι­α­βό­λου, ἀ­σφά­λι­σε τὴ ζω­ή μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους καὶ ἱ­ε­ροὺς νό­μους σου.

Βάλε τὸν λα­ό σου κάτω ἀπὸ τὴν προστασία τῶν Ἀγ­γέ­λων σου. Συγ­κέν­τρω­σέ μας ὅ­λους στὴ Βα­σι­λεί­α σου. Συγχώρεσέ μας ὅλους, ὅσους ἐλ­πί­ζουμε σὲ σέ­να, καὶ τοὺς ἱερεῖς καὶ τὸν λαό σου, ἀπὸ τὰ ἁ­μαρ­τή­μα­τά μας. Κα­θά­ρι­σε μας μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁ­γί­ου σου Πνεύ­μα­τος καὶ δι­ά­λυ­σε τὶς ἐ­ναν­τί­ον μας μη­χα­νορ­ρα­φί­ες τοῦ ἐ­χθροῦ.

Εὐ­λο­γη­μέ­νος νὰ εἶ­σαι Κύ­ρι­ε, Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, ἐ­σὺ ποὺ φώ­τι­σες τὴν ἡ­μέ­ρα μὲ τὸ φῶς τὸ ἡ­λια­κὸ καὶ ποὺ ὀ­μόρ­φυ­νες τὴ νύ­χτα μὲ τὶς πύ­ρι­νες ἀν­ταύ­γει­ες, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξί­ω­σες νὰ πε­ρά­σου­με τὸ μῆ­κος τῆς ἡ­μέ­ρας καὶ νὰ φτά­σου­με στὴν ἀρ­χὴ τῆς νύ­χτας, ἄ­κου­σε τὴ δέ­η­ση μας καὶ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου καὶ συγ­χώ­ρε­σε σὲ ὅ­λους μας τὰ θε­λη­μέ­να καὶ ἀ­θέ­λη­τα ἁ­μαρ­τή­μα­τα. Δέ­ξου τὶς πα­ρα­κλήσεις μας καὶ στεῖ­λε τὸ πλῆ­θος τῆς συμ­πό­νιας σου σὲ μᾶς τοὺς κλη­ρο­νό­μους σου.

Προ­φύ­λα­ξέ μας μὲ τοὺς ἁ­γί­ους Ἀγ­γέ­λους σου, ὅ­πλι­σέ μας μὲ τὰ ὅ­πλα τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου, πε­ρι­χα­ρά­κω­σέ μας μὲ τὴν ἀ­λή­θειά σου, φρού­ρη­σέ μας μὲ τὴ δύ­να­μή σου, ἐ­λευ­θέ­ρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε κακὴ πε­ρί­στα­ση καὶ ἀ­πὸ κά­θε ἐ­πί­θε­ση τοῦ ἐ­χθροῦ.

Χά­ρι­σέ μας, αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ ἡ νύ­χτα ποὺ ἔρ­χε­ται, νὰ εἶ­ναι τέ­λεια, ἅ­για, εἰ­ρη­νι­κή, ἀ­να­μάρ­τη­τη, χω­ρίς σκαν­δα­λι­σμούς, χω­ρίς φαν­τα­σι­ώ­σεις κι ἔ­τσι νὰ εἶ­ναι ὅλες οἱ ἡ­μέ­ρες τῆς ζω­ῆς μας, μὲ τὶς με­σι­τεί­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου καὶ ὅ­λων τῶν ἁ­γί­ων ποὺ σὲ εὐ­α­ρέ­στη­σαν στοὺς αἰ­ῶ­νες.

ΕΥΧΗ Β’

Κ
ύ­ρι­ε Ἰη­σοῦ Χρι­στὲ ὁ Θε­ός μας, ἐσὺ εἶσαι ποὺ μᾶς ἔ­δω­σες, τὴ δι­κή σου εἰ­ρή­νη καὶ τὴ δω­ρεὰ τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, ἡ παρουσία σου στὸ βίο μας εἶναι ἀναφαίρετη κληρονομιὰ ποὺ προσφέρεις στοὺς πιστούς. Αὐ­τὴν τὴν χά­ρη, ἐμ­φα­νέ­στε­ρα τὴν ἡμέρα ἐκείνη τῆς Πεντηκοστῆς, σὰν σή­με­ρα, τὴν ἔ­στει­λες μὲ τὴν μορφὴ πυρίνων γλωσσῶν στοὺς Μα­θη­τὲς καὶ Ἀ­πο­στό­λους σου καὶ γέ­μι­σες τὰ χεί­λη τους.

Ἔπειτα, ὅλοι ἐμεῖς, ἄνθρωποι ἀπὸ διαφορετικὰ ἔθνη, ἀκούσαμε ἀπὸ τὸ στόμα τους, μὲ τὰ ἴδια τὰ ἀφτιά μας καὶ στὴν δική μας γλῶσσα, ποιὸς εἶναι ὁ ἀληθινὸς Θεός. Ἀπὸ τότε, φωτίσθηκε ἡ ζωή μας ἀπὸ τὸ φῶς τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ ἀπαλλαχθήκαμε ἀπὸ τὸ νοητὸ σκοτάδι τῆς πλάνης στὴν ὁποία ζούσαμε. Ἀπὸ τότε, μάθαμε νὰ πιστεύουμε σὲ σένα, ὅταν εἴδαμε μὲ τὰ μάτια μας τὴ θεϊκὴ ἐνέργεια τῶν πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν καὶ γνωρίσαμε τὴ λάμψη τῆς θεότητος, τῆς δυνάμεως καὶ τῆς ἐξουσίας σου, μαζὶ μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα καὶ τοῦ Ἁ­γίου Πνεύματος.
Ἐσύ, λοι­πόν, τὸ ἀ­παύ­γα­σμα τοῦ Πα­τέ­ρα, ποὺ εἶσαι ὁλόιδιος καὶ ἀ­πα­ράλ­λα­κτος μὲ τὴν οὐσία καὶ τὴν φύ­ση του, ἡ πη­γὴ τῆς σο­φί­ας καὶ τῆς χά­ρι­τος, ἄ­νοι­ξε τὰ ἁ­μαρ­τω­λά μου χεί­λη καὶ δί­δα­ξέ με, πῶς πρέ­πει νὰ προ­σεύ­χο­μαι καὶ γιὰ ποιὰ πράγματα.

Ἐ­­σὺ εἶ­σαι ποὺ γνω­ρί­ζεις τὸ μεγάλο πλῆ­θος τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μου, ἀλ­λά ἡ κα­λωσύ­νη σου θὰ τὶς νι­κή­σει κι ἄς εἶ­ναι καὶ ἀ­μέ­τρη­τες. Γεμᾶτος φό­βο στέ­κο­μαι μπρο­στά σου ἔχοντας  ρί­ξει τὴν ἀ­πό­γνω­ση τῆς ψυ­χῆς μου μέ­σα στὸ πέ­λα­γος τοῦ ἐ­λέ­ους σου.

Κυ­βέρ­νη­σε τὴ ζω­ή μου ἐ­σύ, ποὺ μὲ ἀ­νεί­πω­τη σο­φί­α καὶ δύ­να­μη κυ­βερ­νᾶς μὲ ἕ­να λό­γο σου τὴν κτί­ση. Ἐ­σύ, τὸ ἀ­πά­νε­μο λι­μά­νι στὴν τρικυμία τῆς ζωῆς, δί­δα­ξέ με ποι­ὸ δρό­μο νὰ ἀ­κο­λου­θή­σω.

Δῶσε στὶς σκέ­ψεις μου τὸ Πνεῦ­μα τῆς δι­κῆς σου σο­φί­ας. Δώ­ρι­σε στὴν ἀπε­ρι­σκε­ψί­α μου Πνεῦμα συ­νέ­σε­ως. Σκέ­πα­σε τὰ ἔρ­γα μου μὲ Πνεῦ­μα φό­βου σὲ σέ­να. Ἀ­να­καί­νι­σε τὰ ἔγ­κα­τα τῆς ψυ­χῆς μου μὲ Πνεῦ­μα εὐ­θύτητος. Στή­ρι­ξε τὴν ὀ­λι­σθη­ρή μου σκέ­ψη μὲ Πνεῦ­μα θαρ­ρε­τό, ὥ­στε κά­θε μέ­ρα μὲ τὸ ἀ­γα­θό σου Πνεῦ­μα νὰ ὁ­δη­γοῦ­μαι στὸ συμ­φέ­ρον μου καὶ νὰ ἀ­ξι­ω­θῶ νὰ ἐ­φαρ­μό­ζω τὶς ἐν­το­λές σου καὶ νὰ θυ­μᾶ­μαι πάν­το­τε τὴν ἔν­δο­ξη πα­ρου­σί­α σου, ὁπότε καὶ θὰ ἐ­ρευ­νήσεις τὶς πράξεις μας. Καὶ μὴ με ἐγ­κα­τα­λεί­ψεις καὶ ἐ­ξα­πα­τη­θῶ στὶς φθαρτὲς ἡδονὲς αὐ­τοῦ τοῦ κό­σμου·ἀλ­λὰ ἐ­νί­σχυ­σέ με, ὥστε νὰ ἐ­πι­θυ­μῶ νὰ ἀ­πο­λαύ­σω τοὺς μελ­λού­με­νους θη­σαυ­ρούς.

 Ἐ­πει­δή, ἐ­σὺ εἶ­πες Δέ­σπο­τα, ὅτι ὅ­σα καὶ ἄν ζη­τή­σει κά­ποι­ος στὸ ὄ­νο­μά σου, χω­ρίς δυ­σκο­λί­α θὰ τὰ λά­βει ἀ­πὸ σέ­να, ποὺ εἶσαι τὸ ἴδιο αἰώνιος μὲ τὸ Θε­ὸ καὶ Πα­τέ­ρα. Γι' αὐ­τό, καὶ ἐ­γὼ ὁ ἁ­μαρ­τω­λός, κα­τὰ τὴ σημερινὴ ἡμέρα τῆς ἐ­πι­φοι­τή­σεως τοῦ Ἁ­γί­ου Πνεύ­μα­τος, τὴν ἀ­γα­θότητά σου πα­ρα­κα­λῶ: Ὅ­σα πρό­κο­ψα, ὑ­πο­λό­γι­σέ μου τα γιὰ νὰ σω­θῶ.

Ναί, Κύ­ρι­ε, ἐ­σὺ ποὺ δί­νεις πλου­σι­ο­πά­ρο­χα κά­θε εὐ­ερ­γε­σί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι καὶ ποὺ δί­νεις πο­λύ πε­ρισ­σό­τε­ρα ἀ­π’ ­ὅσα σοῦ ζη­τᾶ­με.

Ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ πά­σχεις μα­ζί μας, ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἐ­λε­εῖς, ἐ­σὺ ποὺ πῆ­ρες τὴν σάρ­κα μας, χω­ρὶς ὅ­μως ἁ­μαρ­τί­α, ἐ­σὺ εἶ­σαι ποὺ λυ­γί­ζεις φι­λεύ­σπλα­χνα τὴν καρ­διά σου σὲ ὅ­σους λυ­γί­ζουν σὲ σέ­να τὰ γό­να­τα, ἐ­σὺ ποὺ ἔ­γι­νες ἡ λύ­τρω­ση τῶν ἁ­μαρ­τιῶν μας.

Λυπήσου τὸν κόσμο σου, Κύ­ρι­ε. Ἄ­κου­σέ μας ἀ­πὸ τὸν ἅγιο οὐ­ρα­νό σου, ἁ­γί­α­σε τὸ λαό σου μὲ τὴ σω­τη­ρι­ώ­δη δύ­να­μή σου, σκέ­πα­σέ τους μὲ τὴ σκέ­πη τῶν πτε­ρύ­γων σου. Μὴν μᾶς παραβλέψεις, ἔρ­γα τῶν χε­ριῶν σου εἴμαστε.

Μόνο ἀ­πέ­ναν­τι σου ἁ­μαρ­τά­νου­με ἀλ­λὰ καὶ μό­νο ἐ­σέ­να λα­τρεύ­ο­υμε. Δέ­σπο­τα, ἄλ­λο Θεὸ δὲν ξέ­ρο­υμε νὰ προ­σκυ­νοῦ­με, οὔ­τε σὲ ἄλ­λο Θεὸ ση­κώ­νου­με τὰ χέ­ρια μας.

Ξέχνα τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας καὶ δέ­ξου τὶς γο­να­τι­στὲς δεήσεις μας, ἅπλω­σε σὲ ὅ­λους χέ­ρι βο­η­θεί­ας καὶ δέξου τὴν προ­σευ­χή μας αὐ­τή, σὰν κα­λο­δε­χού­με­νο θυ­μί­α­μα ποὺ ἀ­νε­βαί­νει μπρο­στὰ στὴν ὑ­πε­ρά­γα­θη Βα­σι­λεί­α σου.

Κύ­ρι­ε, ἐ­σύ, ποὺ κατὰ τὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας ποὺ πέρασε μᾶς γλί­τω­σες ἀ­πὸ κά­θε βέ­λος ποὺ πε­τοῦ­σε, ἐλευ­θέ­ρω­σέ μας καὶ ἀ­πό κά­θε κακὸ ποὺ κυκλοφορεῖ στὸ σκο­τά­δι.

Δέ­ξου τὴν ἑσπερινὴ αὐ­τὴ προ­σφο­ρά μας καὶ τὴν ὕψωση τῶν χε­ριῶν μας.

Ἀξί­ω­σέ μας, νὰ πε­ρά­σουμε τὴ διά­ρκεια τῆς νύ­χτας χω­ρὶς δυ­σκο­λίες καὶ κακοὺς πει­ρα­σμούς. Λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ κά­θε τα­ρα­χὴ καὶ δει­λί­α ποὺ μπο­ρεῖ νὰ μᾶς προξενήσει ὁ δι­ά­βο­λος.

Χά­ρι­σε στὶς ψυ­χές μας κα­τά­νυ­ξη καὶ στὶς σκέ­ψεις μας φρον­τί­δα, γιὰ τὴ φο­βε­ρὴ καὶ δί­και­η ἐ­ξε­τα­στι­κὴ κρί­ση σου.

Ἠρέ­μη­σε μὲ τὸν φό­βο σου τὶς σάρ­κες μας καὶ νέ­κρω­σε τὰ μέ­λη μας ποὺ μᾶς κρα­τοῦν στὴν γῆ, ὥ­στε, στὴν ἡ­συ­χί­α τοῦ ὕ­πνου νὰ ἀποκτήσουμε τὴ λαμπρὴ ἐμ­πει­ρί­α τῆς κρί­σε­ώς σου.
Δι­ῶ­ξε ἀ­πὸ μᾶς κά­θε ἀ­πρε­πῆ φαν­τα­σί­ω­ση καὶ βλα­βε­ρὴ ἐ­πι­θυ­μί­α.

Καὶ σή­κω­σέ μας, ὅ­ταν ἔρ­θει ἡ ὥ­ρα γιὰ νὰ προ­σευ­χη­θοῦ­με, στη­ριγ­μένους στὴν πί­στη καὶ μὲ προ­κο­πὴ στὰ παραγγέλματά σου.

ΕΥΧΗ Γ’

Π
η­γὴ ἀστείρευτη, ποὺ μᾶς φέρνεις ζωὴ καὶ φῶς, δύ­να­μη δη­μι­ουρ­γι­κὴ ἴ­δια μὲ τοῦ Πα­τέ­ρα, Χρι­στὲ καὶ Θε­έ μας. Ἐ­σὺ ποὺ ὁλοκλήρωσες μὲ ὄ­μορ­φο καὶ σωτηριώδη τρόπο τὴν σω­τη­ρί­α μας. Ἐσὺ ποὺ ἔ­σπα­σες τὰ ἄ­λυ­τα δε­σμὰ τοῦ θα­νά­του καὶ τὶς κλει­δα­ριὲς τοῦ Ἅ­δη. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τα­πά­τη­σες τὰ πλή­θη τῶν πο­νη­ρῶν πνευ­μά­των. Ἐσὺ ποὺ τὸν ἴ­διο σου τὸν ἑ­αυ­τὸ πρό­σφε­ρες γιὰ χά­ρη μας. Ἐ­σὺ ποὺ θυ­σίασες τὸ ἴδιο σου τὸ σῶμα, τὸ ἄ­χραν­το, τὸ ἄθικτο καὶ ἀμόλυντο ἀπὸ κά­θε ἁ­μαρ­τί­α καὶ μὲ αὐ­τὴν τὴν φρι­κτὴ καὶ ἀ­νέκ­φρα­στη ἱ­ε­ρὴ πρά­ξη, μᾶς χά­ρι­σες αἰ­ώ­νια ζω­ή. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τέ­βη­κες στὸν Ἅ­δη καὶ συ­νέ­τρι­ψες τοὺς αἰ­ω­νίους μο­χλούς του καὶ ἔ­δει­ξες τὴν ἄ­νο­δο σὲ ὅ­σους κα­τοι­κοῦ­σαν ἐ­κεῖ κά­τω. Ἐσὺ ποὺ ἀγ­κί­στρω­σες τὸν ἀρ­χι­κά­κι­στο σκο­τει­νὸ δρά­κον­τα μὲ δό­λω­μα θε­ϊ­κῆς σο­φί­ας, τὸν ἔδεσες μὲ βαριὲς ἀλυσίδες καὶ μὲ τὴν ἀ­π­ει­ρο­δύ­να­μη ἰ­σχύ σου τὸν ἔρριξες στὰ τάρταρα τοῦ Ἅδη, στὸ ἄσβεστο πῦρ καὶ στὸ ἐξώτερο σκότος. Ἐ­σὺ ἡ με­γα­λώ­νυ­μη σο­φί­α τοῦ Θεοῦ Πα­τέ­ρα, ὁ συμπαραστάτης κάθε ἀνθρώπου ποὺ περνάει πειρασμούς. Ἐσὺ ποὺ ρίχνεις τὸ φῶς σου ἀκόμα καὶ σ’ἐκείνους ποὺ ζοῦν σὲ χώρα καὶ σκιὰ θα­νά­του. Ἐ­σὺ Κύ­ρι­ε τῆς αἰώνιας  δό­ξας. Ἐ­σὺ Υἱ­ὲ ἀ­γα­πη­τὲ τοῦ Ὑ­ψί­στου Πα­τέ­ρα, φῶς ἀπὸ ἀΐδιο φῶς, ἥ­λι­ε τῆς δι­και­ο­σύ­νης, ἄ­κου­σέ μας ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ ἀνά­παυ­σε τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου, ὅλων ὅσοι μέ­χρι τώ­ρα κοι­μή­θη­καν, πα­τέ­ρων μας, ἀδελ­φῶν μας καὶ λοι­πῶν συγ­γε­νῶν μας κα­τὰ σάρ­κα καὶ ὅ­λων τῶν ὀρθοδόξων ἀδελφῶν μας. Σοῦ τοὺς θυμίζουμε, Κύριε, ἐπει­δὴ Ἐσὺ ἔχεις ἐξουσία σὲ ὅλα καὶ στὰ χέ­ρια σου κρα­τᾶς τὰ πέ­ρα­τα τῆς γῆς.

Δέ­σπο­τα Παν­το­κρά­τορα, Θεὲ τῶν Πα­τέ­ρων μας καὶ Κύ­ρι­ε τοῦ ἐ­λέ­ους, δη­μι­ουρ­γὲ τῶν θνη­τῶν καὶ τῶν ἀ­θα­νά­των ὄντων ἀλλὰ καὶ κά­θε ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως ποὺ συ­ναρ­μο­λο­γεῖ­ται καὶ πά­λι δι­α­λύ­ε­ται. Κύ­ρι­ε τῆς ζω­ῆς καὶ τοῦ τέ­λους, τῆς ἐ­δῶ συμπεριφορᾶς μας καὶ τοῦ ἐ­κεῖ ἐρχομοῦ μας. Ἐ­σὺ ποὺ με­τρᾶς τὰ χρό­νια τῆς ζω­ῆς μας καὶ ὁ­ρί­ζεις τὸν και­ρὸ τοῦ θα­νά­του μας. Ἐ­σὺ ποὺ κα­τε­βά­ζεις στὸν Ἅ­δη καὶ ἀ­νε­βά­ζεις ἀ­πὸ αὐ­τόν, ποὺ μᾶς εὐεργετεῖς μὲ τὶς ἀρ­ρώ­στι­ες καὶ μᾶς ἀπελευθερώνεις ἀπὸ αὐτές. Ἐ­σὺ ποὺ τὰ πα­ρόν­τα χρή­σι­μα φρον­τί­ζεις καὶ τὰ μέλ­λον­τα ἀ­κρι­βο­δί­και­α δι­οι­κεῖς. Ἐ­σὺ ποὺ ὅ­σους χτυ­πή­θη­καν μὲ τὸ κεν­τρὶ τοῦ θα­νά­του πά­λι τοὺς ζω­ο­γο­νεῖς μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς Ἀ­να­στά­σε­ως. Ἐ­σὺ λοι­πόν, Δέ­σπο­τα τῶν πάν­των, ὁ Θε­ός μας, ὁ Σω­τῆ­ρας μας, ἡ ἐλ­πί­δα ὅ­λων ὅσοι βρίσκονται στὰ πέρατα τῆς γῆς καὶ ὅ­σοι βρί­σκον­ται στὶς μα­κρυ­νὲς θά­λασ­σες. Ἐσὺ ποὺ κατὰ τὴν τε­λευ­ταί­α, με­γά­λη καὶ σω­τή­ρια ἡ­μέ­ρα τῆς Πεν­τη­κο­στῆς μᾶς ἔ­δει­ξες τὸ Μυ­στή­ριο τῆς ἁ­γί­ας καὶ ὁ­μο­ού­σιας καὶ συ­να­ΐ­διας καὶ ἀ­δι­αί­ρε­της καὶ ἀ­σύγ­χυ­της Τριά­δος. Ἐσὺ ποὺ μὲ τὴ μορ­φὴ πυ­ρί­νων γλωσ­σῶν μᾶς ἔδειξες τὴν ἐπι­φοί­τη­ση καὶ τὴν πα­ρου­σί­α τοῦ Ἁ­γί­ου καὶ ζω­ο­ποι­οῦ σου Πνεύ­μα­τος, τὸ ὁποῖο ἁπλώθηκε ἐπάνω στοὺς ἁ­γί­ους σου Ἀ­πο­στό­λους καὶ ἔτσι τοὺς ἀ­νέ­δει­ξες δασκάλους τοῦ Εὐαγγελίου σου, ὁμολογητὲς καὶ κήρυκες τῆς ἀληθινῆς Θεολογίας. Ἐ­σὺ ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις καὶ κατ’ αὐτὴν τὴν τέ­λεια καὶ σω­τή­ρια ἑ­ορ­τὴ νὰ σὲ πα­ρα­κα­λοῦμε ἱκε­τευ­τι­κὰ γιὰ ὅ­σους κρα­τοῦν­ται στὸν Ἅ­δη. Ἐσὺ ποὺ μᾶς δί­νεις με­γά­λες ἐλ­πί­δες γιὰ τὴν ἀ­να­κού­φι­ση καὶ τὴ δι­ευ­κό­λυν­ση αὐ­τῶν ποὺ ζοῦν σὲ δυσκολία ἐ­κεῖ. Ἄ­κου­σέ μας, ποὺ σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με οἱ τα­πει­νοὶ καὶ ἄ­θλιοι καὶ τὶς ψυ­χὲς τῶν δού­λων σου ποὺ ἔ­χουν κοι­μη­θεῖ, ἀ­νά­παυ­σέ τες σὲ τό­πο φω­τει­νό, σὲ τό­πο χλο­ε­ρό, σὲ τό­πο ἀναψυχῆς, ἐκεῖ ὅ­που δὲν ὑ­πάρ­χει κα­νέ­νας πό­νος, καμ­μιὰ λύ­πη, κα­νέ­νας στε­ναγ­μός·καὶ κατάταξε τὰ πνεύ­μα­τά τους μα­ζὶ μὲ τοὺς δι­καί­ους καὶ κά­με τους ἄξιους εἰ­ρή­νης καὶ ἀ­νέ­σε­ως, δι­ό­τι οἱ νε­κροὶ δὲν μπο­ροῦν νὰ σὲ δο­ξο­λο­γή­σουν Κύ­ρι­ε, οὔ­τε τολ­μοῦν νὰ ὁ­μο­λο­γή­σουν τὸ ὄνο­μά σου ὅ­σοι κα­τοι­κοῦν στὸν Ἅ­δη, ἀλ­λὰ ἐ­μεῖς οἱ ζων­τα­νοὶ σὲ εὐ­λο­γοῦ­με, σὲ πα­ρα­κα­λοῦ­με καὶ σοῦ προ­σφέ­ρου­με ἐξιλαστήριες θυσίες καὶ προσευχὲς γιὰ τὶς ψυ­χὲς ἐ­κεί­νων.

 με­γά­λος, ὁ αἰ­ώ­νιος, ὁ ἅ­γιος καὶ φι­λάν­θρω­πος Θεός, ποὺ μᾶς ἀ­ξι­ώ­νεις, αὐ­τὴν τὴν ὥ­ρα, νὰ στε­κό­μα­στε μπρο­στὰ στὴν ἀ­πλη­σί­α­στη δό­ξα σου γιὰ νὰ ὑ­μνοῦ­με καὶ νὰ δο­ξά­ζουμε τὰ θαυ­μα­στά σου ἔργα, λυ­πή­σου μας τοὺς ἀ­νάξι­ους δού­λους σου καὶ δῶ­σε μας τὴ χά­ρη νὰ σοῦ προ­σφέ­ρουμε μὲ συντριβὴ καρδιᾶς, μὲ ταπείνωση ἀλλὰ καὶ βεβαιότητα τὸν τρι­σά­γιο ὕμνο μας καὶ τὴν εὐ­χα­ρι­στί­α γιὰ τὶς με­γά­λες σου δω­ρε­ὲς ποὺ ἔ­κα­μες καὶ συνεχίζεις νὰ κά­νεις σὲ ἐμᾶς. Θυ­μή­σου Κύ­ρι­ε, ὅτι εἴμαστε ἀδύναμοι ἄνθρωποι καὶ μὴ μᾶς τιμωρήσεις γιὰ τὶς ἁ­μαρ­τί­ες μας, ἀλ­λὰ δεῖ­ξε με­γά­λο ἔ­λε­ος στὴν τα­πεί­νω­σή μας, ὥ­στε νὰ ἀ­πο­φύ­γουμε τὸ σκο­τά­δι τῆς ἁ­μαρ­τί­ας καὶ νὰ ζήσουμε τὴν ὑπόλοιπη ζωή μας μὲ τὸ φῶς τῆς δι­και­ο­σύ­νης σου καὶ προ­φυ­λαγ­μέ­νοι ἀ­πὸ κά­θε ἐπιβουλὴ τοῦ πο­νη­ροῦ νὰ δο­ξά­ζου­με παν­τοῦ καὶ μὲ τόλ­μη ἐ­σέ­να τὸν μό­νο ἀ­λη­θι­νὸ καὶ φι­λάν­θρω­πο Θε­ό.

Δέ­σπο­τα καὶ δη­μι­ουρ­γὲ τῶν ὅλων, ἀ­λή­θεια, εἶ­ναι δι­κό σου τὸ με­γά­λο, πράγ­μα­τι, μυ­στή­ριο τῆς πρό­σκαι­ρης δι­α­λύ­σε­ως τῶν σωμάτων μας καὶ ἡ μετέπειτα συ­ναρ­μο­λό­γη­σή τους γιὰ τὴν ἀνάπαυσή μας στοὺς αἰῶνες.

Πά­νω ἀ­π' ὅ­λα, σοῦ χρω­στᾶ­με χά­ρη γιὰ τὸν ἐρχομό μας σ' αὐ­τὸν τὸν κό­σμο καὶ γιὰ τὴν ἔ­ξο­δό μας ἀπ’αὐτόν, ση­μά­δια τῆς ἐλ­πί­δος μας στὴν ἀ­δι­ά­ψευ­στη ὑ­πό­σχε­σή σου γιὰ ἀ­νά­στα­ση καὶ ἀ­τε­λεί­ω­τη ζωή, τὴν ὁ­ποί­α θὰ ἀ­πο­λαύ­σουμε στὴν μελ­λού­με­νη Δεύτερη Πα­ρου­σί­α σου.
Ἐσὺ εἶ­σαι ὁ ἀρ­χη­γὸς τῆς ἀ­να­στά­σε­ώς μας καὶ τῶν ὅ­σων ἔ­χουμε ζή­σει ἀ­δέ­κα­στος καὶ φι­λάν­θρω­πος κρι­τής καὶ τῆς μι­σθα­πο­δο­σί­ας μας ὁ Δε­σπό­της καὶ Κύ­ριος. Συγ­κα­τα­βαί­νοντας, πῆ­ρες πα­ρό­μοι­α μὲ μᾶς σάρ­κα καὶ αἷ­μα καὶ ἀπέ­κτη­σες θε­λη­μα­τι­κὰ τὴν πεί­ρα τῆς δικῆς μας ἀν­θρω­πί­νης φύ­σε­ως, ὥστε νὰ μᾶς κρίνεις μὲ εὐσπλαχνία καὶ συμπόνια. Καὶ ἐ­νῶ ἐ­σὺ ὁ ἴδιος ὑ­πέ­φε­ρες καὶ δοκιμαζόσουν, ἦρ­θες καὶ ἔ­γι­νες αὐ­τε­πάγ­γελ­τος βο­η­θὸς στὶς δι­κές μας δο­κι­μα­σί­ες καὶ ἔ­τσι μᾶς προσκάλεσες δίπλα σου,  προκειμένου νὰ φθάσουμε ἀνεπηρέαστοι στὴν δική σου ἀπάθεια.

Δέ­ξου, λοι­πόν, Δέ­σπο­τα, τὶς προ­σευ­χὲς καὶ τὶς παρακλήσεις μας, ἀ­νά­παυ­σε τὸν πα­τέ­ρα τοῦ καθ’ ἑνὸς καὶ τὴν μη­τέ­ρα, τὰ ἀ­δέλ­φια καὶ τὶς ἀ­δελ­φὲς καὶ τὰ τέ­κνα καὶ κάθε ἄλλον συγγενῆ καὶ ὁμογενῆ μας καὶ ὅ­λες ἀνεξαιρέτως τὶς ψυ­χὲς ποὺ ἀναπαύθηκαν στὴν αἰ­ώ­νια ζω­ή μὲ τὴν ἐλ­πί­δα τῆς ἀ­να­στά­σε­ως. Καὶ κα­τά­τα­ξε τὰ πνεύ­μα­τα καὶ τὰ ὀ­νό­μα­τά τους στὸ βι­βλί­ο τῆς ζω­ῆς, στοὺς κόλπους τοῦ Ἀ­βρα­άμ, τοῦ Ἰ­σα­άκ καὶ τοῦ Ἰ­α­κώβ, στὴ χώ­ρα τῶν ζών­των, στὴ Βα­σι­λεί­α τῶν Οὐ­ρα­νῶν, στὸν Πα­ρά­δει­σο τῆς τρυφῆς. Ὅλους καθοδήγη­σέ μας μὲ τοὺς φω­τει­νούς Ἀγ­γέ­λους στοὺς τόπους τοὺς ἁγίους σου καὶ ὅταν ἔρθει ἡ ἡμέρα ποὺ καθόρισες, ἀνάστησε καὶ τὰ σώ­μα­τα μας, σύμ­φω­να μὲ τὶς ἀ­δι­ά­ψευ­στες ὑ­πο­σχέ­σεις σου.

Δὲν ὑ­πάρ­χει θά­να­τος γιὰ μᾶς τοὺς δού­λους σου, Κύριε. Δὲν εἶναι θάνατος γιὰ μᾶς, ὅταν ἀπο­χω­ρι­ζό­μα­στε ἀπὸ τὸ σῶ­μα μας καὶ ἐρ­χό­μα­στε κον­τὰ σὲ σέ­να τὸ Θε­ό. Με­τά­βα­ση εἶναι, ἀ­πὸ τὰ πιὸ λυ­πη­ρὰ στὰ πιὸ κα­λά, στὰ πιὸ εὐ­χά­ρι­στα, στὴν ἀ­νά­παυ­ση καὶ στὴ χα­ρά. Ἐ­ὰν σὲ κά­τι ἁ­μαρ­τή­σα­με ἀπέναντί σου, νὰ μᾶς λυ­πη­θεῖς ὅλους, ἀ­φοῦ κα­νέ­νας δὲν εἶ­ναι κα­θα­ρὸς καὶ ἀ­κη­λί­δω­τος μπρο­στά σου, ἀκό­μα κι ἄν ζή­σει μό­νο μιὰ ἡ­μέ­ρα. Μό­νο ἐ­σύ, Κύ­ρι­ε Ἰ­η­σοῦ Χρι­στέ μας, ὑ­πῆρ­ξες ἀ­να­μάρ­τη­τος πά­νω στὴ γῆ καὶ ἀ­πὸ σέ­να ὅ­λοι ἐλ­πί­ζου­με τὸ ἔ­λε­ος καὶ τὴν συγ­χώ­ρη­ση τῶν ἁ­μαρ­τι­ῶν μας.

Γι’ αὐ­τό, σὰν ἀ­γα­θὸς καὶ φι­λάν­θρω­πος Θε­ὸς ὅλων μας, παράβλεψε τὰ πα­ρα­πτώ­μα­τά μας, ἄ­φη­σέ τα, συγ­χώ­ρη­σέ τα, τὰ θε­λη­μέ­να καὶ τὰ ἀ­θέ­λη­τα, τὰ συ­νει­δη­τὰ καὶ τὰ ἀ­συ­νεί­δη­τα, τὰ φα­νε­ρὰ καὶ τὰ κρυ­φά, ὅ­σα ἔ­γι­ναν πρά­ξεις κι ὅσα ἔ­μει­ναν σκέ­ψεις, ὅ­σα ἔ­γι­ναν μὲ λό­για κι ὅ­σα μὲ τὴν συμ­πε­ρι­φο­ρὰ καὶ τὶς κι­νή­σεις μας.  Καὶ ὅ­σους ἤρ­θαν ἐ­κεῖ νω­ρί­τε­ρα, ἐλευθέρωσέ τους ἀπὸ κάθε κρῖμα καὶ δῶσε τους ἄ­νε­ση. Ἐ­μᾶς ποὺ στέκουμε γονατιστοὶ μπροστά σου, εὐ­λό­γη­σέ μας καὶ δῶ­σε μας τέ­λος καλὸ καὶ εἰρη­νι­κό. Καὶ κατὰ τὴν φρικτὴ καὶ φοβερὴ ἡμέρα τῆς Δευτέρας Παρουσίας σου δεῖ­ξε μας σπλά­χνα γε­μᾶ­τα ἔ­λε­ος καὶ φι­λαν­θρω­πί­α καὶ κάνε μας ἄ­ξιους τῆς βα­σι­λεί­ας σου.

 Θε­ὸς ὁ με­γά­λος καὶ ὑ­ψη­λός, ὁ μό­νος ἀθά­να­τος, ποὺ κα­τοι­κεῖς στὸ ἀ­πλη­σί­α­στο φῶς, ἐ­σὺ ποὺ δη­μι­ούρ­γη­σες μὲ σο­φί­α ὅ­λη τὴν κτί­ση, ποὺ δι­α­χώ­ρι­σες τὸ φῶς ἀ­πὸ τὸ σκο­τά­δι κι ἔ­βα­λες τὸν ἥ­λιο νὰ ἐ­ξου­σιά­ζει τὴν ἡ­μέ­ρα καὶ τὴ σε­λή­νη μὲ τὰ ἀ­στέ­ρια νὰ ἐ­ξου­σιά­ζουν τὴ νύ­χτα, ἐ­σὺ ποὺ ἀ­ξί­ω­σες ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ φτά­σου­με σ’ αὐ­τὴν ἐ­δῶ τὴν ἡμέρα γιὰ νὰ δοῦ­με τὸ πρό­σω­πό σου καὶ ἐξο­μο­λο­γη­τι­κὰ νὰ σοῦ στεί­λου­με αὐ­τὴν ἐδῶ τὴν ἑσπερινὴ λα­τρεί­α μας, ἐσὺ φι­λάν­θρω­πε Κύ­ρι­ε, ὁ­δή­γη­σε τὴν προ­σευ­χή μας σὰν θυ­μί­α­μα μπρο­στά σου καὶ δέ­ξου την σὰν εὐ­ω­δια­στὴ μοσχοβολιά.

Χάρισέ μας εἰρηνικὸ αὐ­τὸ τὸ ἀ­πό­γευ­μα καὶ τὴν ἐρ­χό­με­νη νύ­χτα, ντύ­σε μας μὲ ὅ­πλα φω­τει­νά, λύ­τρω­σέ μας ἀ­πὸ τὸ νυ­χτε­ρι­νὸ φό­βο καὶ ἀ­πὸ κά­θε τι ποὺ περ­πα­τά­ει στὸ σκο­τά­δι καὶ δῶ­σε μας τὸν ὕ­πνο ποὺ μᾶς τὸν χά­ρι­σες γιὰ ἀ­νά­παυ­ση, ἀπαλλαγμένο ἀ­πὸ κά­θε δι­α­βο­λι­κή φαν­τα­σί­α. Ναί, Δέ­σπο­τα τῶν ὅ­λων, χο­ρη­γὲ κά­θε ἀ­γα­θοῦ, ὥ­στε καὶ στὰ κρεβ­βά­τια μας τὴν νύ­χτα νὰ μνη­μο­νεύ­ου­με μὲ κα­τά­νυ­ξη τὸ πα­νά­γιο ὄ­νο­μά σου καὶ τὴν αὐ­γὴ νὰ ἀ­νοί­γου­με τὰ μά­τια μας μὲ τὴν με­λέ­τη τῶν ἐν­το­λῶν σου. Ἔπειτα νὰ ση­κω­νό­μα­στε μὲ ψυ­χι­κὴ ἀγαλ­λί­α­ση γιὰ νὰ δο­ξο­λο­γή­σουμε τὴ δι­κή σου ἀγα­θό­τη­τα, προ­σκο­μί­ζον­τας στὴν εὐ­σπλα­χνί­α σου προ­σευ­χὲς καὶ ἱ­κε­σί­ες γιὰ τὶς δι­κές μας ἁ­μαρ­τί­ες καὶ γιὰ ὅ­λου τοῦ λα­οῦ σου, τὸν ὁ­ποῖ­ο μὲ τὶς πρε­σβεῖ­ες τῆς ἁ­γί­ας Θε­ο­τό­κου νὰ ἐπισκεφθεῖς μὲ ἔ­λε­ος, Κύ­ρι­ε.



http://www.imalex.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου