Σελίδες

Παρασκευή 14 Ιουνίου 2013

«Ποιός σ’ ἔγδυσε ἔτσι;» ρώτησε ἕνας περαστικός. – «Αὐτό», ἀπάντησε ὁ Σεραπίων δείχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του.




Ὁ Σεραπίων, τοῦ ὁποίου τὴν ζωὴ μᾶς διηγεῖται ἡ Λαυσαϊκὴ Ἱστορία, ὁ ἐπονομαζόμενος «Σινδονίτης», διότι μία σινδόνη, ἕνα λινὸ πουκάμισο, τοῦ χρησίμευε γιὰ μοναδικὸ ροῦχο, εἶναι ὁ πρῶτος ποὺ περιβάλλεται τὴν στολὴ τῆς διὰ Χριστὸν μωρίας: τὴν γυμνότητα. Μοναχὸς στὴν νεότητά του, ἀσκήθηκε μὲ πολλὴ ζέση στὴν μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τὶς ὁποῖες μποροῦσε νὰ ἀπαγγέλλει ἀπὸ στήθους. Ἀλλὰ προτιμώντας ἀπὸ τὴν ἀσφάλεια ἑνὸς μοναστηριακοῦ κελλιοῦ τὴν πείνα, τὴν δίψα καὶ τὴν ἀνασφάλεια τῶν πέντε δρόμως διάλεξε τὸν πλανόδιο βίο καὶ πέρασε τὸν χρόνο του ταξιδεύοντας. 

Καθισμένος μιὰ μέρα στὴν ἄκρη ἑνὸς δρόμου εἶδε ἕνα ζητιάνο νὰ τρέμει ἀπὸ τὸ κρύο καὶ τοῦ ἔδωσε τὸ «σεντόνι» του. «Ποιός σ’ ἔγδυσε ἔτσι;» ρώτησε ἕνας περαστικός. – «Αὐτό», ἀπάντησε ὁ Σεραπίων δείχνοντας τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ κρατοῦσε στὰ χέρια του. Ἐν συνεχείᾳ φτάνει ἕνας ἄνθρωπος ποὺ συρόταν πρὸς τὴν φυλακὴ γιὰ χρέη. Ὁ Σεραπίων πουλᾶ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ τοῦ δίνει τὰ χρήματα νὰ πληρώσει. «Ποῦ εἶναι τὸ Εὐαγγέλιό σου;», τὸν ρωτᾶ ὁ ὑποτακτικός του. – «Ἀδιαλείπτως, ἀπαντᾶ ὁ σαλός, μοῦ ἐπανελάμβανε: πώλησε ὅ,τι ἔχεις καὶ δῶσ’ τα στοὺς φτωχούς. Τὸ ἄκουσα».

. Στὴν Ρώμη ἄκουσε νὰ μιλᾶν γιὰ μιὰ παρθένο, ποὺ ἀπὸ εἴκοσι χρόνια ζοῦσε ἔγκλειστη, χωρὶς νὰ δέχεται κανέναν, χωρὶς νὰ μιλᾶ σὲ κανέναν. Κατόρθωσε νὰ τὴν δεῖ.
— «Τί καθέζη;» τῆς εἶπε.
— «Οὐ καθέζομαι, ἀλλὰ ὁδεύω», ἀπάντησε.
— «Ποῦ ὁδεύεις;»
— «Πρὸς τὸν Θεόν».
— «Ζῆς ἢ ἀπέθανες;»
— Λέγει αὐτῷ˙ «Πιστεύω εἰς τὸν Θεὸν ὅτι ἀπέθανον· ζῶν γὰρ σαρκί τίς οὐ μὴ ὁδεύσῃ;».
— Λέγει αὐτῇ˙ «Οὐκοῦν ἵνα με πληροφορήσῃς ὅτι ἀπέθανες ποίησον ὃ ποιῶ, ἔξελθε καὶ πρόελθε».

. Αὐτὴ διαμαρτυρήθηκε. Ἀλλὰ ὁ «τρελὸς» ἔχοντας φθάσει στὴν κατάσταση τῆς ἀπαθείας, τῆς πλήρους «ἀδιαφορίας», τῆς ἔδωσε νὰ καταλάβει πὼς λέγοντας νεκρὴ ἔπρεπε νὰ τὸ ἀποδείξει. Ὑποχώρησε στὰ ἐπιχειρήματά του καὶ βγῆκε. Φθάνοντας κοντὰ σὲ μιὰ ἐκκλησία λέει ὁ Σεραπίων: «Καὶ τώρα, ἂν θέλεις νὰ μὲ πείσεις πὼς εἶσαι νεκρὴ γιὰ τὸν κόσμο, “ἐκδυσαμένη κατ’ ἐμὲ πάντα σου τὰ ἱμάτια ἐπὶ τῶν ὤμων θὲς καὶ πάρελθε μέσην τὴν πόλιν ἐμοῦ προλαμβάνοντος τῷ σχήματι τούτων”». Σκανδαλισμένη ἡ παρθένος ἀρνήθηκε. «Οἱ ἄνθρωποι θὰ μὲ περάσουν γιὰ τρελή». – «Καὶ λοιπόν; Ἂν εἶσαι νεκρὴ γιὰ τὸν κόσμο, τί σὲ νοιάζει τί σκέφτονται;». Ἐκείνη ἀρνήθηκε.
«Ἴδε οὖν, μηκέτι μέγα φρόνει ἐπὶ σεαυτῇ ὡς πάντων εὐλαβεστέρα καὶ ἀποθανοῦσα τῷ κόσμῳ», λέει ὁ Σεραπίων.

«Εἶμαι ἴσως πιὸ νεκρὸς ἀπὸ σένα καὶ ἀπεδείχθη, καθὼς περπατοῦσα γυμνὸς δίχως ντροπή». Τὸ μάθημα, παρατηρεῖ ὁ Παλλάδιος, ὑπῆρξε πολὺ ὠφέλιμο γιὰ τὴν παρθένο αὐτή, καθ’ ὅτι τὴν παρεκίνησε σὲ περισσότερη ταπείνωση.

 http://misha.pblogs.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου