Σελίδες

Σάββατο 31 Αυγούστου 2013

Ό γέρων Τιμόθεος ο Καψαλινός




Ή κάτω Καψάλα είναι τόπος πιο ήμερος, κοντά στην θάλασσα, το κλίμα είναι πιο γλυκό, τα φυτά πιο χαμηλά. Κυριαρχεί το πουρνάρι, ή σουσούρα και το πεύκο. Ή πρόσβαση στα κελιά της περιοχής είναι πιο εύκολη απ' ότι στην πάνω Καψάλα. Έδώ ζούσε ό γέρο-Τιμόθεος σ' ένα μικρό όμορφο κελλάκι.

Την πρώτη φορά με πήγε εκεί ό π. Γαβριήλ, πού ήταν κηπουρός στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα. Ήταν λίγο μεγαλύτερος στην ηλικία και με συμπαθούσε.
Έλα να σε πάω κάπου να δεις έναν χαρισματικό μοναχό.
Δηλαδή τί χάρισμα έχει; ρώτησα.
 Έ! τώρα..., μην ρωτάς ρε παιδί μου.

Δεν ρώτησα κι εγώ. Θυμήθηκα όμως τα λόγια πού είχε πει ό ηγούμενος μερικές μέρες πριν.
«Είναι και κάτι χαριτωμένα γεροντάκια πού δεν υποπτεύονται... τον εαυτό τους», εννοώντας ότι δεν αντιλαμβάνονται τον αγιασμό τους και τα πνευματικά χαρίσματα πού τούς έδωσε ό Θεός. Ή μεγάλη τους ταπείνωση τούς κλείνει τα μάτια... φαίνεται έτσι τούς προστατεύει ή Θεία
Χάρις από την υπερηφάνεια.

Όταν φτάσαμε στο κελί ό π. Γαβριήλ συμπεριφερόταν με μεγάλη συστολή. Εγώ άσχετος, δεν καταλάβαινα τίποτα. Είδα ένα γεροντάκι εκεί πέρα πού δεν μου έκανε καμία εντύπωση. Βαριόμουν κιόλας και ήθελα να φύγουμε γιατί είχα κουραστεί από την πεζοπορία.

Πέρασαν 5-6 χρόνια και βρέθηκα να ζω στην κάτω Καψάλα, στο κελί του π. Ισαάκ. Μια μέρα ό γέροντας μ' έστειλε να πάω φαγητό στον γέρο-Τιμόθεο. Χάρηκα πού θα τον ξαναέβλεπα. Τώρα κάτι είχα αρχίσει να υποψιάζομαι κι εγώ, γενικότερα για τα πνευματικά και ειδικότερα για τον π. Τιμόθεο.

Ό π. Π αίσιος μου είχε πει γι' αυτόν τα έξης:
Τον καιρό πού ζούσα στο κελί του πάπα-Τύχωνα γύριζα την περιοχή να δω τα γεροντάκια, μήπως έχουν καμία ανάγκη. Έτσι πήγα στον γέρο-Τιμόθεο.
Τί κάνεις γέροντα, είσαι καλά;
Καλά, πολύ καλά!
Έχεις καμιά ανάγκη; Θέλεις να σε βοηθήσω σε κάτι;
"Όχι, όχι δεν θέλω τίποτα. Παρ' όλο πού επέμενα δεν μου ζήτησε τίποτα.
Τί έφαγες σήμερα; τον ρωτάω.
"Α... σήμερα έφαγα κάτι μπριτζόλες... πά! πά!... τόσο μεγάλες, και έδειχνε με τα χέρια του.

(Οι μοναχοί δεν κρεοφαγούν... μ' αυτά τα λόγια ό π. Τιμόθεος ξεφτίλιζε τον εαυτό του, για να μην τον σέβεται ό π. Παΐσιος...)

Σκέφτηκα, είπε ό π. Παίσιος, ότι ίσως κάποιος εργάτης πού δουλεύει στο Αγιον Όρος, χτύπησε κανένα αγριογούρουνο με το τουφέκι και του έδωσε κανένα κομμάτι κρέας. Κάνω να φύγω και μετά σκέφτηκα να τον ρωτήσω.
Και που τις βρήκες τις μπριτζόλες γέρο-Τιμόθεε;
Ξαφνιάστηκε.
Να εκεί μπρέ... δίπλα στο πηγάδι έχει όσες θέλεις, πάρε άμα θές και έσύ... Έχει μερικές εκεί στο παράθυρο.
Με έπιασαν τα γέλια. Στο παράθυρο είχε... μανιτάρια, μεγάλα, καφέ. Αυτές ήταν... οι μπριτζόλες πού έφαγε ό π. Τιμόθεος. Γέλασα με τα χαριτωμένα καμώματα του... έτσι γνωριστήκαμε με τον γέρο-Τιμόθεο.

Μετά έμαθα γι' αυτόν. Ήταν από την Μικρά Ασία. Ήρθε πολύ νέος στο Αγιον Ορος και πήγε κατ' ευθείαν σε κελί... Δεν ήθελε να δουλεύει σε βαρείες δουλειές. Όχι γιατί ήταν τεμπέλης, αλλά γιατί έκανε οικονομία δυνάμεων για να μπορεί να κάνη τα μοναχικά του καθήκοντα και να αγρυπνεί τα βράδια.

Ή δουλειά πού δεχόταν να κάνει ήταν να φυλάη τις νύκτες τα κτήματα του μοναστηριού από τα μουλάρια. Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν αυτό κινητά στο Όρος, οι μεταφορές γινόντουσαν μ μουλάρια, γι' αυτό υπήρχαν πολλά.

Τις νύχτες τα άφηναν ελεύθερα να βόσκουν και αυτά καμιά φορά χαλούσαν τούς φράχτες έμπαιναν μέσα στα κτήματα και χαλούσαν τού κήπους.

Γύριζε λοιπόν ό γέρο-Τιμόθεος όλη την νύχτα και χτυπούσε έναν τενεκέ να τρομάζουν τα ζώα, να φεύγουν μακριά από τούς φράχτες. Έτσι λοιπόν δούλευε και έκανε και την αγρυπνία του. Χτυπούσε τον τενεκέ και έλεγε και την νοερά προσευχή, το «Κύριε Ιησού Χριστέ έλέησόν με».

Αλλά και αυτή την δουλειά δεν την έκανε για μεγάλο διάστημα.

Ένα δύο μήνες, όσο χρειαζόταν να μαζέψει τα απαραίτητα, κανένα δύο τσουβάλια παξιμάδι, λίγο ρύζι, λίγο λάδι, λίγες ελιές. Μόλις τα μάζευε σταματούσε την δουλειά και αποσυρόταν στο κελί του. Εκεί έδινε όλες τις δυνάμεις του στον πνευματικό αγώνα... με συνεχείς αγρυπνίες... προσευχές. Γλέντι αληθινό, πνευματικό πανηγύρι...

Έτσι πέρασε την ζωή του ό γέρο-Τιμόθεος... Μετά γίνεται να μην τον χαριτώσει ό καλός Θεός;

Αυτά τα είχα ακούσει από το άγιο στόμα του γέροντος Παϊσίου. Γνώριζα λοιπόν αρκετά πια γιά τον π. Τιμόθεο. Του πήγα αρκετές φορές φαγητό αλλά ήταν απόμακρος και δεν μου ανοιγόταν καθόλου. Μια φορά πού τον «σκάλισα» λίγο με αναίδεια, ελπίζοντας να ακούσω κάτι πνευματικό από το στόμα του... θύμωσε μαζί μου και γυρνάει και μου λέει.

Εσύ δεν θα γίνεις καλόγερος. Θα φύγεις... όχι τώρα, λίγο μετά το Πάσχα.

Τα έχασα... λυπήθηκα και με βαριά καρδιά πήρα το μονοπάτι του γυρισμού.
Εκείνο τον καιρό είχα επιθυμία να γίνω μοναχός. Γι' αυτό λυπήθηκα. Γρήγορα όμως το ξεπέρασα. Ήταν πριν από τα Χριστούγεννα και ήμουν ευχαριστημένος με την πνευματική ζωή πού ζούσα. Πετούσα, ήμουν χαρούμενος.

Κύλησαν οι μήνες, ή εσωτερική μου κατάσταση άλλαξε και λίγο μετά το Πάσχα αποφάσισα να φύγω από το Αγιον Όρος και να παντρευτώ.

Όπως ακριβώς τα είχε προβλέψει ό γέρο-Τιμόθεος.

Όταν γέρασε πάρα πολύ, δέχθηκε να πάει στην Ιερά Μονή Σταυρονικήτα, όπου άνηκε και το κελί του. Οι πατέρες τον ευλαβούνταν πολύ. Τον γηροκόμησαν με αγάπη. Κοιμήθηκε και ετάφη στο μοναστήρι. Την ευχή του να έχουμε!

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΑΚΟΒΑΛΗΣ. Η ΕΡΗΜΟΣ ΤΗΣ ΚΑΨΑΛΑΣ. 2013

 --------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------





.......O γερω-Τιμόθεος ό Καψαλιώτης είχε έρθει πρόσφυγας από την Προύσα. Έζησε 67 χρόνια στο Όρος. Ποτέ δεν βγήκε στον κόσμο. Γύρισε όλο το Όρος.

.......Έζησε σαν πουλάκι με τέλεια ξενιτειά. «Σ' αυτόν τον κόσμο», έλεγε, «δεν έχω κανένα, ούτε φίλο ούτε συγγενή ούτε γνωστό». Κατά μόνας ήταν εως ου παρήλθε από τον φθαρτό και μάταιο τούτο κόσμο. Ήταν πράος, ειρηνικός, χαρούμενος και ευδιάθετος πάντοτε. Καίτοι έζησε όλη του την ζωή στην μοναξιά, ήταν ισορροπημένος. Τελείως αγράμματος. Ολιγαρκής και λιτοδίαιτος. 

.......Απέφευγε την κατάκριση και δεν ασχολείτο με τούς άλλους. Το κυριότερο, είχε πολλή αύτομεμψία, μεγάλη ταπείνωση και πολλή απλότητα. Οι κρίσεις του ήταν εύστοχες. Σε πολλούς φανέρωνε τούς λογισμούς των. Σε κάποιον δόκιμο του είπε: «Θα περάσει ό χειμώνας και θα φύγεις». Σε άλλον, χωρίς να του πει τίποτε, του είπε τί τον απασχολούσε και τον συμβούλευσε καταλλήλως.

.......Παρουσιαζόταν σαν γαστρίμαργος.

.......Έλεγε για τον εαυτό του: «Εγώ δεν κάνω για τίποτε-μόνο για φαγητό είμαι πρώτος. Είμαι βόδαρος, ντιπ χαζός, αγράμματος».

.......Έτρωγε χόρτα αλάδωτα, και όταν τον ρωτούσαν τί έφαγε, έλεγε μπριζόλα. Πήγε σε κάποιο Κελλί και είπε: «Δεν βλέπω κήπους. Βάλτε να έχετε από όλα, να τρώτε. Φαγητό-ζωή, νηστεία-θάνατος», είπε χαμογελώντας και κρύβοντας την δική του άσκηση.  

.......Όταν κάποτε ζούσε σε μία σπηλιά κοντά στον Άγιο Παύλο, του παρουσιάσθηκε τη νύχτα ό διάβολος εξαγριωμένος και του είπε. «Αν δεν είχε σταυρωθεί ό Χριστός και αν δεν φορούσες τον σταυρό, να δεις τί θα σου έκανα».

.......Είπε ό γερω-Τιμόθεος: «Τον λαιμό σου να τον κάνης λεπτό από τη νηστεία, ώσπου να περνά από σακοράφα, αν δεν έχεις αγάπη, όλα χαμένα είναι».

.......«Ό Θεός τα έσχατα μακαρίζει».

.......Εκοιμήθη στις 13 Νοεμβρίου 1989. Είχε τέλος καλό και ειρηνικό. Το πρωί κοινώνησε. Έλεγε συχνά, «Παναγία μου, Παναγία μου», και μετά απαντούσε ό ίδιος, «δεν ήρθε ακόμη ή ώρα». Ξάπλωσε για λίγο. Του είπε ό διακονητής του να του δώσει την ευχή του. Σηκώθηκε και του έδωσε το χέρι του, πράγμα πού δεν το συνήθιζε άλλοτε. Μετά αποκοιμήθηκε για ένα δεκάλεπτο και στο τέλος έκανε μία βαθειά εκπνοή και ετελειώθη. Εκοιμήθη σε ηλικία 90 ετών περίπου. Στο τέλος έμεινε μόνο σάρκα και οστά.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ: ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΣΚΗΤΙΚΗ ΚΑΙ ΗΣΥΧΑΣΤΙΚΗ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΗ ΠΑΡΑΔΟΣΗ, 2011

 http://apantaortodoxias.blogspot.gr

-----------------------------------------------------------------------------------------------------------------------------

Τον γέροντα Τιμόθεο τον γνωρίσαμε τυχαία κατά το 1982 στη Ιερά Μονή Παντοκράτορος. Καθόταν στη πόρτα και κοιτούσε με το ήρεμο και γλυκό βλέμμα. Τον πλησιάσαμε για να ρωτήσουμε σχετικά με τη Μονή. Δεν θυμάμαι να είπε κάτι σημαντικό, απλά ότι έκανε το διακόνημα στη πόρτα όταν οι Πατέρες αναπαύονταν.
Χωρίς να προκαλέσουμε καμιά ανάλογη συζήτηση μας είπε:  “παλικάρι όταν παντρευτείς να προσέχεις τη γυναίκα. Έχουν οι γυναίκες άλλη ψυχολογία ...εύκολα μετακινούνται από τη "κόλαση" στο "παράδεισο" χωρίς να το καταλάβεις....εκεί που φουντώνει και νευριάζει και σκοτώνεται η γυναίκα εκεί πιάνει τα γέλια και τις χαρές! Ενώ ο άντρας δύσκολα πέφτει, αλλά άμα πέσει δύσκολα σηκώνεται, γι΄αυτό να προσέχεις ....!!!  


 http://ahdoni.blogspot.gr/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου