Σελίδες

Κυριακή 9 Οκτωβρίου 2016

9 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ Ιακώβου Αποστόλου, Ανδρονίκου και Αθανασίας, Ποπλίας Ομολογήτριας, Πέτρου Οσίου, Μνήμη των Δικαίων Αβραάμ και Λωτ, Δωροθέου Οσίου




Άγιος Ιάκωβος

Πάμε τώρα και στις 9 του μηνός Οκτωβρίου γιορτάζει ο Άγιος απόστολος Ιάκωβος, ο μικρός ο γυιός του Αλφαίου γιατί υπάρχει κι ο μεγάλος Ιάκωβος, ο γυιός του Ζεβεδαίου και αδελφός του Αγίου Ιωάννου του Θεολόγου, που ταν ένας από την αγαπημένη τριάδα του Χριστού. Ιάκωβος, Ιωάννης και Πέτρος ο Ιάκωβος αυτός, παρότι ήταν μικρός, είχε μεγάλη αγάπη στον Χριστό ονομάζετο μικρός, μάλλον επειδή ήταν μικρός. Τόσο μεγάλη αγάπη, που μετά την Πεντηκοστή έτρεξε, λέει το Συναξάριο, σε όλη την οικουμένη τη γνωστή και που δεν πήγε. Ξερίζωνε τα είδωλα απ’ τις ανθρώπινες ψυχές και έσπερνε τον θεϊκό λόγο με τόση φλόγα, με τόση αγάπη, με τόση δύναμη, που τον ονόμασαν θεϊκή σπορά. Θείον σπέρμα, όπως λέει το Συναξάριο. Θεϊκή σπορά είχε κι έναν πόθο. Κι ένα τάμα κρυφό έλεγε στον Κύριο, συχνα πυκνά, και πιο πολύ στις δύσκολες και Μαρτυρικές ώρες: «Χριστέ μου, να μ’ αξιώσεις να σταυρωθώ κι εγώ, όπως και λόγου σου Κάνε μου αυτή τη χάρη. Θέλω αυτή τη θυσία για σένα να αισθανθώ κι εγώ λιγάκι, όπως ένοιωσες Εσύ που σταυρώθηκες για όλους μας.» και όντως, ο Κύριος στο τέλος τον αξίωσε και έλαβε σταυρικόν θάνατο ο απόστολος Ιάκωβος, ο υιός του Αλφαίου, και αδελφός του ευαγγελιστού Ματθαίου. Άλλη υπέροχη ψυχή ο Ματθαίος ο τελώνης. Τι ωραίοι ήταν οι Απόστολοι! Επήγαν στην οικουμένη ολόκληρη και αναγέννησαν και ανακαίνισαν και αναμόρφωσαν την οικουμένη και τι δεν χρωστάμε στους Αγίους και πανευφήμους αποστόλους! Κι είναι και τόσο θαυματουργοί και τόσο σπουδαίοι γι αυτό στις προσευχές και στις δεήσεις μας μην τους αφήνουμε απ’ έξω. Ας τους παρακαλούμε κι ονομαστικά και γενικά να πρεσβεύουν για μας, να φροντίζουνε όλους και να μας οδηγούν στην Εκκλησία και στον Χριστό και να μας βάλουν στον παράδεισο και στη Θεία Βασιλεία.



Άγιος Ανδρόνικος αγία Αθανασία

Στις 9, όμως, του μηνός Οκτωβρίου πάντα, γιορτάζει κι ένα ζεύγος αγίων και μάλιστα οσίων οι Άγιοι και όσιοι Ανδρόνικος και Αθανασία, από την Αντιόχεια, πάλι, της Συρίας ονόμασε ο Ιουστινιανός πόλη του Θεού ο Ανδρόνικος ήτο χρυσοχόος και αργυραμοιβός. Ανταλλακτής νομισμάτων. Κι έβγαζε πολλά χρήματα και η Αθανασία, η σύζυγος του, ήταν κι εκείνη καλή, όπως κι ο Ανδρόνικος. Κι έκαμαν μια συμφωνία να μοιράσουν στα τρία την περιουσία τους. Τα κέρδη τους. Τα λεφτά τους. Το ένα τρίτο στους φτωχούς, με το άλλο να περνάνε αυτοί και τα παιδιά τους, και με το άλλο να συντηρούν την επιχείρηση. Τι ωραίοι ήταν! και συντηρώντας την επιχείρηση, έδιναν δουλίτσα και στους ανθρώπους. Λέει, ο άλλος έχει εργοστάσιο, έχει αυτό, να του το πάρουμε να του το πάρουμε. Ωραία. Άμα τα πάρουν όλα τα εργοστάσια και τα χουνε, οι εργάτες τι θα κάνουνε μετά; Ο γέροντας Πορφύριος έλεγε να υπάρχει κι ο εργοστασιάρχης να μην αδικεί να προσπαθεί να λειτουργεί το εργοστάσιο για να πάρουνε, να φάνε ψωμάκι και οι υπόλοιποι γιατί έρχονται κάποιοι και μας τα ισοπεδώνουν όλα. Λέει, να γίνουμε όλοι το ίδιο οχι, όλοι το ίδιο. Αλλά, τι; να παίρνει ο καθένας, ο,τι του ανήκει. Από την εργασία του, απ’ τη ζωή του, απ’ τα χρειαζούμενα, τις ανάγκες του, τι ωραίο είν αυτό! Αυτό ορίζει η Εκκλησία. Διότι τα άλλα είναι ισοπέδωση. Τώρα είμαστε όλοι το ίδιο, δεν είναι δεν είναι κανείς το ίδιο. Δεν είναι κανείς το ίδιο. Η πανσοφία του Θεού μας έφτειαξε και διαφορετικούς και όμοιους και διαφορετικούς έτσι να παίρνει κανείς αυτό που του ανήκει. Αυτή είναι η λύση του ευαγγελίου. Κι όπως έλεγε ο πατήρ Παΐσιος, αν δεν λυθεί το κοινωνικό πρόβλημα με το ευαγγέλιο, θα λυθεί με το μαχαίρι. Δηλαδή, ποτέ γιατί, μάχαιραν έλαβες, μάχαιραν θα λάβεις. Λοιπόν. Κάνανε δύο παιδιά, ένα αγόρι κι ένα κορίτσι και τα μεγάλωναν με μεγάλη χαρά. Κι αφού απέκτησαν τα παιδιά, αποφάσισαν να ζήσουν σαν καλόγεροι. Δικαίωμα τους. Υπάρχει κι η ελευθερία και ζούσαν και κάποια στιγμή, σαν μεγάλωσαν τα παιδιά και περίμεναν να τα τακτοποιήσουν, τα πήρε ο Κύριος και τα δύο. Τι γίνεται; Πόσα τέτοια γίνονται κάθε μέρα; Η Αθανασία ήταν απαρηγόρητη ο Ανδρόνικος το φιλοσόφησε έτσι είν οι άνδρες. Λίγο.. να κρατάνε τις γυναίκες και τους άλλους. 

Κι άμα γίνουν οι άνδρες χειρότεροι απ’ τις γυναίκες, σαν δεν έχουνε δύναμη, τι να κάνουν; Αν και πολλές φορές υπάρχουνε γυναίκες, που κρατάνε άνδρες και κρατάνε τα πάντα. Αλλά αυτό είν άλλο πράγμα. Ανδρείες γυναίκες δεν είναι πολλές μακάρι να ναι, όμως. Πήραν τα παιδιά, τα έθαψαν, και τι κάνει η Αγία; Κάθησε στην εκκλησία του Αγίου Ιουλιανού και δεν έφευγε εγώ δεν φεύγω από δω, Κύριε, δεν φεύγω από δώ, εάν δεν μου απαντήσεις, γιατί τα πήρες.» Πως κάθονται στον τάφο μερικοί... Βέβαια. Δεν είναι λίγο, είναι πόνος. Κι όσοι έχετε παιδιά, το καταλαβαίνετε περισσότερο. Αλλά και όλοι το καταλαβαίνουμε. Τον Ανδρόνικο τον πήρε ο επίσκοπος της Αντιοχείας, για να τόν παρηγορήσει. Κι εκείνη έκλαιγε συνέχεια και φώναζε. Κι εκεί που ήταν στην εκκλησία, ήταν κλειδωμένη η εκκλησία, έκατσε μέσα αυτή, λέει θα κάτσω, εντάξει έκανε κατάληψη, μ’ έναν ευγενικό τρόπο. Κι ήλθε, λοιπόν, ένας καλόγηρος και της λέει: «Καλά, τι φωνάζεις;» Λέει: «Γιατί να μου πάρει ο Χριστός τα παιδιά;» «Σού τα πήρε», λέει. Αλλά, ξέρεις, αυτά είναι τυχερά εσύ είσαι άτυχη». «Γιατί;» λέει. «Γιατί τ αδίκησε ο Χριστός τα παιδιά σου οπως το λες κι εσύ. Αλλά υπάρχει κάτι παρέκει, που φέρνει ισορροπία.» «Τι;» λέει. «Στη Δευτέρα Παρουσία τα παιδιά αυτά θα πουν στον Κύριο: «Γιατί μας κλάδεψες νωρίς απ’ τη ζωή και δεν χαρήκαμε τίποτε; Ούτε τα νειάτα μας ούτε τη ζωή μας.» —Αυτά που λένε μερικοί.— «Έτσι θα του πούνε», λέει και λέει: Ο Κύριος τι θα κάνει τότε; Θα τους πει: «Παιδιά, έχετε δίκαιο εγώ σας κλάδεψα, για το καλό σας. Δηλαδή, ιδού ο Παράδεισος μπείτε μέσα και πηγαίνετε, όπου θέλετε είναι δικός σας. Κι αυτό θα το χετε αιώνια ενώ την ζωή την επίγεια την είχατε για λίγο, θα ταν κι ευχάριστα, θα ταν και δυσάρεστα, έχομε δέκα πικρά κι ένα ευχάριστο, όταν έχομε, εγώ έτσι έκρινα για το δικό τους καλό». Τι έκανε η γυναίκα; Παρηγορήθηκε σου λέει τα παιδιά μου είναι κοντά στον Θεό. Τα παιδιά μου θα μπουν στον παράδεισο και τώρα είναι εκεί είν απ’ έξω. Περιμένουν και ευφραίνονται με την προοπτική αύτη εγώ, τότε, γιατί να στενοχωρούμαι; και βγήκε ερώτησε τόν φύλακα της εκκλησίας, «Ποιος ήταν αυτός;», λέει εγώ, κυρία μου, έχω κλείσει την πόρτα έχω κλειδώσει. Δεν σου άνοιξα; δεν είδα κανένα.» Κι ήταν ο Άγιος μάρτυς Ιουλιανός, ο εν Αντιόχεια ο ναός ήταν δικός του ο κάθε Άγιος, πό ‘χει τόν ναό του, είναι εκεί ας το ξέρουμε αυτό είναι εκεί. 

Ας το ξέρουμε αυτό μου πε κάποιος προχθές, «Πήγα εδώ στον Άγιο Βασίλειο, στη Μετσόβου».. ευχαριστώ που πήγατε και δώσατε αίμα, όσοι δώσατε, κι όσοι παρακαλέσατε κι άλλους, σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Το κάνατε δώρο στον Χριστό, αλλά και σε μένα έτσι. Το χω κι εγώ ανάγκη να μου κάνετε κάτι. Αυτό μου κάνατε, ως δώρο για τη γιορτή μου, και τις ευχές σας όλες που στείλατε και στέλλετε και μ’ αγαπάτε, σας ευχαριστώ και λέει, Εγώ», πάτερ, «έχω ένα φίλο. Πάω σε διάφορα ραντεβού», ήτανε γιατρός, ιατρικός επισκέπτης, έκαμε διάφορες, εκεί, θεραπείες, «και μερικοί θέλουν ακριβώς να πάω, κι εγώ, για να περάσει η ώρα, πάω στον Άγιο και κάθομαι εκεί. Τα ‘χουμε βρει. Του μιλάω, μου μιλάει με τόν τρόπο του, κι έχουμε ισορροπήσει.» Έτσι. Λοιπόν να συνεχίσω, γιατί πάει η ώρα και δεν κάνει, Έχουμε μόνο τρία λεπτά, ακόμη, κι έχουμε και την 10η του μηνός. Πήγαν κι αυτοί κι έγιναν καλόγεροι. Κάτω εκεί στην Αίγυπτο. Χωριστά. Στα δώδεκα χρόνια που πέρασαν χωριστά, ο Άγιος Ανδρόνικος είπε στον ηγούμενο: «Να μ’ αφήσεις να πάω να προσκυνήσω στους Αγίους Τόπους». Του έδωσε την άδεια. Στον δρόμο συνάντησε έναν άλλο καλόγερο. Του λέει, «Που πάς;» «Πάω στους Αγίους Τόπους». «Κι εγώ πάω.» «Πάμε παρέα;» «Ναί. Αλλά ξέρεις;» λέει. Αναγνώρισε αυτή τόν άντρα της. Ήταν γυναίκα του ο μοναχός Αθανάσιος . Φόραγε αντρικά κι αυτή. «Δεν θα μιλάμε στον δρόμο.» Έτσι έλεγα το μεσημέρι σε κάποιους που μου διάβαζαν το Συναξάρι: Τα ζευγάρια που δεν μιλάνε, από κακία η από ιδιοτροπία και που κάθονται εκεί, ας έχουν μπροστά τους αυτους τους δύο Αγίους, και να γίνει η μεταποίηση αυτής της σιωπής σε προσευχή. Σιωπηλή. Λοιπόν να τους θυμάστε, όσοι είστε και έγγαμοι, να τους θυμάστε περισσότερο. Πήγαν, λοιπόν, στους Αγίους Τόπους, προσκύνησαν, γύρισαν, και μετά πήγαν στο μοναστήρι που έμενε ο Ανδρόνικος. Κι είπαν στον ηγούμενο: «εμείς γνωριστήκαμε στον δρόμο, είμαστε φίλοι και ταιριάζουμε, να μένουμε μόνοι μαζί.» Είπε, όμως, η Αθανασία —ο Αθανάσιος— «Θα μένουμε μαζί, αλλά δεν θα μιλάμε καθόλου.» για σκεφθείτε! Τι ωραίο είναι! 

Κι έμειναν μαζί δώδεκα χρόνια και συνέβη ν αρρωστήσει ο Αθανάσιος και φώναξαν, λοιπόν, απ’ τη μονή εκεί, ήταν κοντά, τους πατέρες και κοινώνησε και εκοιμήθη. Λίγο πριν κοιμηθεί, είπε και στον ηγούμενο: «Στο κεφαλάκι μου έχω ένα πινακίδιο, ένα γραμματάκι.» Ένα σημείωμα, θα λέγαμε εμείς. «Να το διαβάσετε μόλις τελευτήσω». Το παίρνει ο ηγούμενος και λέγει: Εγώ δεν είμαι άνδρας είμαι γυναίκα. Η γυναίκα του Ανδρόνικου στον κόσμο. Η Αθανασία.» και καθώς την ετοίμαζαν να την ενταφιάσουν, το είδαν κι αυτό και το διαπίστωσαν και μετά οι πατέρες θέλαν να πάρουν, αφού έκατσαν και κάναν το μνημόσυνο, τόν Ανδρόνικο στη μονή να φύγει απ’ αυτό το κελλάκι, πως θα βγαινε μόνος του. Λέει, Όχι εγώ θα μείνω με την κυρά μου». Κι όταν φύγαν οι πατέρες, μετά από λίγο, έπαθε κι αυτός, αρρώστησε, πυρετό κλπ και κάποιος καλόγερος που περνούσε, πήγε και φώναξε, τον διάβασαν κι εκείνον, και εκοιμήθη και ο Ανδρόνικος οι πατέρες θέλαν να πάρουν το λείψανο του στη μονή κι άλλοι πατέρες τον διεκδικούσαν κι ήλθαν πολλοί, ακόμη κι η Αλεξάνδρεια ολόκληρη ήλθε εκεί. Θαυμαστά κατορθώματα! και είπε στο τέλος ο ηγούμενος, ο αββάς Δανιήλ: Όχι, θα τόν θάψουμε εδώ, με τη σύζυγο του. Τη μοναχή Αθανασία.» και τους έθαψαν. Κι έμειναν εκεί παράδειγμα στους αιώνες.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου