Σελίδες

Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2016

14 Δεκεμβρίου, Άγιος Λεύκιος, Άγιος Θύρσος, Άγιος Καλλίνικος, Άγιος Φιλήμων Άγιος Απολλώνιος Άγιος Αρριανός και οι συν αυτώ




Άγιος Λεύκιος

Και πάμε, τώρα, στις 14 του μηνός Δεκεμβρίου. 14 του μηνός έχομε αρκετούς Αγίους, τον Λεύκιο, τον Θύρσο και τον Καλλίνικο. Ήταν από τη Βιθυνία της Μικράς Ασίας. Κοντά στην Κωνσταντινούπολη στη Νίκαια ο Λεύκιος ήταν χριστιανός, κι όταν εκηρύχθη ο διωγμός του Δεκίου, 249-251, επήγε, λοιπόν, στον Κουβρίκιο τι ονόματα κι αυτά! να πεις, πως τα θυμάσαι; τα διαβάζω, μένει κανένα, κι αν δεν μένει και κανένα, δεν πειράζει δεν είναι η ουσία εκεί και ομολόγησε την πίστη του. Ήταν λεβέντης εκείνος τον υπέβαλε πάλι σε δεινά βασανιστήρια, όπως και άλλους μάρτυρες. Όλους τους μάρτυρες και στο τέλος τον εθανάτωσε και πέταξε ολόλευκος για τον θρόνο της θείας καλοσύνης ο Άγιος μάρτυς Λεύκιος Έλλην κι αυτός με Ελληνικό όνομα ελληνιστής, αν θέλετε.

Άγιος Θύρσος

Άλλη φορά, ο Άγιος μάρτυς Θύρσος. Θύρσος, με ύψιλον. Θύρσος στα αρχαία χρόνια, ήταν το ραβδί που είχε άνθος επάνω το χαν για τα θέατρα, πάλι Ελληνικό όνομα, Ελληνική λέξις. Αυτός ήταν πολύ γενναίος μια μέρα, εκεί που πήγαινε, προς τον Ελλήσποντο, ο Κουβρίκιος, βγαίνει μπροστά και του λέει: «Καλά, τι βλακείες είν αυτά που κάνεις; γιατί τους διώκεις τους χριστιανούς; είναι καλά πράγματα; δεν λυπάσαι την ψυχή σου; τι θα κάνεις εσύ, που σαι και λεβέντης, είσαι και καλός κι έχεις τόσα χαρίσματα; και πάς τζάμπα; Μπαίνεις στο σκοτάδι;» Ο άλλος τα χασε. Σού λέει αυτός τι ναι; «Τι είσαι σύ;» λέει. «Χριστιανός είμαι.» Τότε τον εδεσε, τον περιέφερε από πόλη σε πόλη, και τον βασάνιζε τόσο πολύ, τον έκανε κομμάτια, κι αυτός δεν κοβόταν. Το καταλαβαίνετε αυτό; δεν κοβότανε! και θαύμαζαν οι άλλοι. Κι εκείνος πιο πολύ θύμωνε και πήγαν σε μια πόλη, εκεί στη Βιθυνία, και προσευχήθηκε, κι έριξε όλους τους ειδωλολατρικούς ναούς κάτω και συνέτριψε τα είδωλα. Κι είχαν πάει και στην Απολλωνιάδα, που ναι κοντά στην Κωνσταντινούπολη, στο Βυζάντιο τότε, κι έκαμε τα ίδια.

Άγιος Καλλίνικος

Κι ένας ιερέας των ειδώλων, ο Καλλίνικος, μόλις το είδε, λέει: «Τι Θεούς βλάκες έχουμε και ανόητους και αδύνατους; Ένας ανθρωπάκος τους ρίχνει κάτω. Κι εγώ, τόσο καιρό, χόρτο έτρωγα και δεν καταλάβαινα; είμαι κι εγώ χριστιανός.» Τον έλεγαν Καλλίνικο. Ήταν ιερέας των ειδώλων, είπαμε είχε δει κι αυτός τον Άγιο Θύρσο και σε άλλη περίπτωση και στη συνέχεια προσεύχεται κι αυτός και λέει: «Θεούλη μου, δείξε να πέσουν κι αλλά». Πήγαν σε άλλη πόλη να πέσουν τα είδωλα. Πεσαν κάτω και λέει, τότε: «Παραδίνομαι στον Χριστό. Αυτός είναι Θεός και μόνον.» τι ωραία! και αποκεφάλισαν τον ιερέα Καλλίνικο, τον Άγιο Καλλίνικο και στο τέλος θέλησαν να πριονίσουν τον Άγιο Θύρσο και σταμάτησαν τα πριόνια ε, έχουν τώρα μηχανές, πολεμικές. Τι έχουν; Άμα πει ο Θεός να σταματήσουν όλα, σταματάνε και τελειώνουμε ο Άγιος Μηνάς δεν έκανε εκεί, στο 1942, στις στρατιές του Ρόμελ και τα τάνκς εκεί, σήκωσε σκόνη στην έρημο της Αιγύπτου, και τα μπούκωσε και τελείωσε; Κι εμειναν ακίνητα; και νίκησε ο Άγιος Μηνάς στον Β Παγκόσμιο Πόλεμο καθώς κι η Παναγία; Χε.. τέλος πάντων και τελικά παρέδωσε το πνεύμα του ο Άγιος χωρίς τίποτα. Δεν του εκοψαν τίποτα. λέει, «Θεούλη μου...» ο Θεός ευχαριστήθηκε μ’ όλα αυτά, που λέει: «Δεν χρειάζομαι τίποτε άλλο, Θύρσε μου έλα στη βασιλεία.» Κι απλώνει ο Χριστός και τον παίρνει. Θύρσος, Λεύκιος και Καλλίνικος.

Άγιος Φιλήμων Άγιος Απολλώνιος Άγιος Αρριανός και οι συν αυτώ

Πάμε, τώρα, στην Αλεξάνδρεια, την ίδια μέρα έχομε κι έναν έπαρχο, τον Αρριανό. Σκληρός και φοβερός να δείτε, που κατήντησε, όμως, και να γελάσετε να ευχαριστηθείτε του φεραν μπροστά του 30 χριστιανούς δεμένους να τους δικάσει. Ανάμεσα σ’ αυτούς ήταν και ο Απολλώνιος . Πάλι Ελληνικά. Αλεξάνδρεια. Του Αλεξάνδρου πόλη. Λοιπόν ο Απολλώνιος , ο καημένος, ήταν αναγνώστης στην Εκκλησία. Ήταν βαθμός. Αυτός που διαβάζει, δηλαδή, τα θεία. Κι όταν πήγε εκεί κι είδε τα φοβερά εκεί βασανιστικά όργανα, τα χρειάστηκε. Κι ήταν κοντά κι ένας που έπαιζε τον αυλό μουσικός, θα λέγαμε σημέρα , οργανοπαίχτης του Αρριανού ο Φιλήμων ο οποίος ήτανε ειδωλολάτρης και αγαπημένος πολύ στον Αρριανό. Τι κάνει, λοιπόν; τα χρειάστηκε ο Απολλώνιος . Σού λέει: Εγώ τώρα να με σκοτώσουνε; δεν αντέχω.». Η ψυχούλα. Δεν ήθελε να θυσιάσει και τι κάνει; Πάει στον Φιλήμονα, του δίνει τέσσερα χρυσά νομίσματα, και του λέει: «Πάρε, να πας να θυσιάσεις εσύ για να μη σ’ αναγνωρίσουνε, φόρα τα ρούχα μου.» Ήτανε χριστιανός ο Απολλώνιος μόλις φόρεσε τα ρούχα του Απολλώνιου ο Φιλήμων, επήρε και τη χάρη και πήγε, λοιπόν, αντί του Απολλώνιου, να θυσιάσει και μόλις του παν να θυσιάσει: «Όχι», λέει, «χριστιανός είμαι κι εγώ.» Ενώ δεν ήταν χριστιανός. Ήτανε αβάπτιστος. Αλλά, παίρνοντας τα ρούχα του χριστιανού, —γι αυτό παλιά οι ιερείς ξάλλαζαν πάνω στους ανθρώπους και τους εδιναν δύναμη, η η αιμορροούσα ακούμπησε στο ρούχο του Χριστού κι εθεραπεύθη, αύτη είναι η χριστιανοσύνη!— πήρε και τη χάρη τη χριστιανική και τότε, ο Αρριανός νόμισε ότι ήταν ο Απολλώνιος . «για να φωνάξουμε», λέει, «τον οργανοπαίχτη, να του παίξει ένα τραγουδάκι, μήπως μαλακώσει και ηρεμήσει και αρνηθεί.» Φώναξαν, λοιπόν, τον Φιλήμονα. «που είν ο Φιλήμων;». Πουθενά μα! λέει: Ο Απολλώνιος είναι δώ.. ο Φιλήμων είναι», λέει, «το παίζει Απολλώνιος . Φόρεσε τα ρούχα του Απολλώνιου. "Ω... «Και του λέει: «Εσύ μου το κανες αυτό;» «Μού δωσε τέσσερα νομίσματα, μου δωσε και τα ρούχα του, και κάτι μου ρθε », του λέει. «Κάτι μου ρθε απάνω μου. Κάτι άλλο και πιστεύω κι εγώ στον Χριστό και δεν αλλάζω.» πω, ρε, παναγία μου... Αλλά... Τον υπέβαλε, λοιπόν, σε βασανιστήρια, σε δεινά βασανιστήρια, τον εδεσε σ’ ένα δεντρο, κι έβαζε τους στρατιώτες του να τον τοξεύουν να του ρίχνουν βέλη. Αλλά κανένα βέλος δεν τον ακούμπησε. Κι ένα βέλος γυρίζει πίσω και μπαίνει στο μάτι του Αρριανού του διώκτη. Του διοικητή και καθώς πεθαινε, ο Φιλήμων, ο φίλος του, τι ωραία ονόματα, του λέει: «Όταν με θάψουν, να ρθεις εκεί, να πάρεις χώμα από τον τάφο μου, να το βάλεις στο μάτι σου και θα γίνεις καλά.» Αλλά εκείνος έλεγε: «Τι μου λέει, τώρα, αυτός;» Πάει, λοιπόν, Μαρτυράει κι ο Φιλήμων. Τον αποκεφάλισαν. Κι ήλθε η σειρά του Απολλώνιου. Αυτός ήταν η αιτία. Του λέει: «Μού χάλασες τον δούλο μου; Τον έφερες στον Χριστό, παλιάνθρωπε; να σου δείξω εγώ.» και τον έκανε τ αλατιού και τον Απολλώνιο, μέχρι που τον αποκεφάλισε. Υπέφερε η ψυχούλα. Πήρε τόση δύναμη κι αυτός, ενώ είχε δειλιάσει, πήρε τόση δύναμη, μέχρι το τέλος. Τότε ο Αρριανός, αφού έθαψαν και τους δυό, λέει: «Τι είπε αυτός;» Τον πονούσε το βέλος για, να πάω στον τάφο του. Πηγαίνει και παίρνει χωματάκι, όπως του χε πει ο Φιλήμων, ο αγαπημενος του αυλητής. Το βάζει στο μάτι και γίνεται καλά! και ταυτοχρόνως τι; Άνοιξαν και τα μάτια της ψυχής του Αρριανού . —Αρριανού Αλεξάνδρου ανάβασις. Άλλος αυτός.— Λοιπόν είμαι χριστιανός.» το μαθαίνει ο Διοκλητιανός και πίστεψαν μαζί του και οι τέσσερεις σωματοφύλακες του. Τρεις είν το μυθιστόρημα το γνωστό, τέσσερεις οι σωματοφύλακες του Αρριανού . 

Προτεκτήτορες και τον καλεί, λοιπόν, στην Ρώμη ο Αρριανός πήρε μαζί και τους σωματοφύλακες, τους τέσσερεις. Πάει κει πέρα, του λέει: «Τι είν αυτά;» «Τι είν αυτά;» του λέει. «Εμένα μ’ έχεις κι έκανα δουλειές. Τι με βρήκε εμένα με κάτι ανθρώπους που χα κει, με τον Φιλήμονα και με τον άλλονε, τον Απολλώνιο, και τώρα πιστεύω τόσο πολύ, που δεν μπορώ ν αλλάξω», του λέει. «Μπορείς ν αλλάξεις εσύ, αφεντικό; τι γίνεται; Κι εγώ μέχρι χθες τέτοιος ήμουνα. Αφού εσύ με είχες». —Ήλθε κι ο Φιλιππάκος, είναι και ο Ιωαννίκιος εδώ κι όλοι οι καλοί άνθρωποι.— Λοιπόν. «Δεν αλλάζω.» Άρχισαν, λοιπόν, τον παίρνει, και τον κτύπησαν οι δήμιοι τόσο άγρια, μπροστά στον Διοκλητιανό, και μετά τον πήραν και τον έχωσαν βαθειά στη γη. Τον έθαψαν ζωντανό. Τον Αρριανό, ε; Τον δήμιο. Πώ! Τι κάνει ο Χριστός! Τι μεταβολές φέρνει! Τι νεκραναστάσεις επιτελεί. —Κι έχομε ακόμη Αγίους, να φάν κι οι κότες!— Λοιπόν. Τι ωραία πουν τα συναξάρια αυτά! Έρχονται οι Άγιοι και τρελαινόμαστε. Στεκόμαστε σ’ έναν και δεν θελομε να φύγομε. Αύτη είν η Εκκλησία μας, παιδιά! Αυτή είν η Εκκλησία μας! —Γειά σου, ρε Φιλιππάκο!— Αυτή είν η Εκκλησία μας! 

Κι εντάξει, τώρα, ησύχασε. Πάει, λοιπόν, να κοιμηθεί, πάει στο δωμάτιο του στο παλάτι, πάει να κοιμηθεί και τι βλέπει; βλέπει να ναι ξαπλωμένος επάνω στο κρεβάτι του ο Αρριανός, παρακαλώ! και δίπλα να ν τα καρφιά που τον είχε καρφώσει, οι αλυσίδες που τον είχε δέσει. Τα χασε. Σού λέει: «Τι είν αυτό; πω, πω, πω μάγος είν αυτός.» Άμα είναι κανείς κακοπροαίρετος, αποδίδει στο κακό πνεύμα όλα τα θαύματα. Όπως έλεγαν και οι Ιουδαίοι στον Χριστό: «Με τον άρχοντα των δαιμονίων βγάνει τα δαιμόνια». Αυτό είναι η βλασφημία του Αγίου Πνεύματος. Λοιπόν και πιάνει, τον δενει, εδεσε και τους άλλους μαζί, τους σωματοφύλακες, και τους πετάει στη θάλασσα, να τελειώνουνε. Πέντε δελφίνια ήλθαν και πήραν τα λείψανα τους και τα πήγαν που; Στην Αλεξάνδρεια ο,τι θέλει κάνει ο Θεός. Κι αναγνωρίστηκαν εκεί από τους δικούς τους και τους έθαψαν εν τιμή. Τον Άγιο, λοιπόν, Αρριανό και τους τέσσερεις σωματοφύλακες του είχαν ταφεί εκεί κι ο Φιλήμων κι ο Απολλώνιος κι όλοι αυτοί, 14 Δεκεμβρίου.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου