Σελίδες

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

ΠΡΟΣΕΧΕΤΕ ΤΟ ΑΥΤΟ, ΠΛΗΡΩΝΕΤΑΙ ΠΟΛΥ ΒΑΡΙΑ... (ΑΓΙΟΥ ΠΑΪΣΙΟΥ)




Η αδικία είναι μεγάλη αμαρτία
Η αδικία μαζεύει οργή Θεού

Μεγάλη υπόθεση να έχη ο άνθρωπος την ευλογία του Θεού! Πλούτος είναι! Ό,τι έχει ευλογία, στέκει, δεν γκρεμίζεται. Ό,τι δεν έχει ευλογία, δεν στέκει.
Η αδικία είναι μεγάλη αμαρτία. Όλες οι αμαρτίες έχουν ελαφρυντικά, η αδικία δεν έχει, μαζεύει οργή Θεού. Φοβερό! Αυτοί που αδικούν, βάζουν φωτιά στο κεφάλι τους. Από την μια μεριά βλέπεις να κάνουν μια αδικία και από την άλλη να πεθαίνουν δικοί τους άνθρωποι και να μη δίνουν σημασία. Πώς να κάνουν προκοπή οι άνθρωποι με τόσες αδικίες; Κάνουν αυτά που κάνουν, δίνουν δικαιώματα και στον διάβολο, γι’ αυτό μετά περνούν δοκιμασίες, τους βρίσκουν αρρώστιες κ.λπ. και σου λένε: “Κάνε προσευχή να γίνω καλά”.
Τα περισσότερα κακά που συμβαίνουν είναι από αδικίες. Όταν λ.χ. μαζεύεται με αδικία η περιουσία, ζουν οι άνθρωποι λίγα χρόνια σαν αρχοντόπουλα και μετά τα δίνουν, όσα μάζεψαν, στους γιατρούς. Τι λέει ο Ψαλμός; “Κρείσσον ολίγον τω δικαίω υπέρ πλούτον αμαρτωλών πολύν” (1). “Ανεμομαζώματα, ανεμοσκορπίσματα”. Όσα μαζεύουν, φεύγουν, όλα εξανεμίζονται. Σπάνια, σε πολύ λίγους συμβαίνει να είναι οι αρρώστιες, οι χρεωκοπίες κ.λπ. μια δοκιμασία του Θεού. Αυτοί θα έχουν καθαρό μισθό. Σ’ αυτήν την περίπτωση συνήθως γίνονται ύστερα πιο πλούσιοι, σαν τον Ιωβ. Αλλά, και πολλοί άνθρωποι που βγαίνουν άλειωτοι, είναι και από αυτό, κάποια αδικία έχουν κάνει.

1) Ψαλμ. 36, 16
Ο άδικος βασανίζεται
Ο άδικος, και γενικά κάθε ένοχος, όταν δεν ζητήση συγχώρηση, ταλαιπωρείται από την συνείδησή του και επιπλέον από την αγανάκτηση του αδικημένου. Γιατί, όταν ο αδικημένος δεν τον συγχωρήση και γογγύζη, τότε ο άδικος ταλαιπωρείται πολύ, βασανίζεται. Δεν μπορεί να κοιμηθή. Σαν να τον χτυπούν κύματα και τον φέρνουν σβούρα. Είναι μυστήριο πράγμα το πώς το πληροφορείται! Όπως, όταν ένας αγαπά κάποιον και τον σκέφτεται με την καλή έννοια, εκείνος το πληροφορείται, έτσι και σ’ αυτήν την περίπτωση. Ώ, ο γογγυσμός του άλλου τον κάνει
άνω-κάτω! Και μακριά να είναι, τι στην Αυστραλία, τι στο
Γιοχάννεμπουργκ, δεν μπορεί να ησυχάση, όταν είναι αγανακτισμένος ο άλλος εξ αιτίας του.
– Αν είναι αναίσθητος;
– Οι αναίσθητοι λες ότι δεν υποφέρουν; Το πολύ-πολύ να καταφύγουν σε καμμιά ψυχαγωγία, για να ξεχασθούν. Μπορεί πάλι ο αδικημένος να τον συγχώρησε τον ένοχο, αλλά να έχη μείνει λίγη αγανάκτηση μέσα του. τότε και ο ίδιος ταλαιπωρείται σε έναν βαθμό, αλλά ο ένοχος ταλαιπωρείται πολύ από την αγανάκτηση του άλλου. Αν όμως ο ένοχος ζητήση συγνώμη και δεν του την δώση ο αδικημένος, τότε ταλαιπωρείται εκείνος.

Δεν υπάρχει μεγαλύτερη φωτιά από το εσωτερικό κάψιμο της ψυχής από την συνείδηση. Την βασανίζει και την τρώει συνέχεια με το σαράκι σ’ ετούτη την ζωή και πιο πολύ φυσικά θα την τρώη στην άλλη ζωή, την αιώνια, “ο ακοίμητος σκώληξ”, αν δεν μετανοήση ο άνθρωπος σ’ αυτήν την ζωή και δεν επιστρέψη τις αδικίες του στους συνανθρώπους του, έστω και με την αγαθή του προαίρεση, σε περίπτωση που δεν μπορεί με άλλον τρόπο.
Θυμάμαι ένας δικηγόρος, που έκανε πολλές αδικίες, πόσο βασανίσθηκε στο τέλος της ζωής του. εξασκούσε το επάγγελμά του σε μια επαρχία που είχε πολλούς κτηνοτρόφους. Εκεί, φυσικά, γίνονταν και αγροζημίες και πολλοί βοσκοί έτρεχαν σ’ αυτόν τον δικηγόρο, γιατί με πονηρά επιχειρήματα έπειθε και τον αγρονόμο και τον ειρηνοδίκη. Έτσι οι καημένοι γεωργοί πολλές φορές όχι μόνο δεν έβρισκαν το δίκαιο για τα σπαρτά που τους κατέστρεφαν τα κοπάδια, αλλά έβρισκαν και τον μελά τους. Όλοι τον ήξεραν τον δικηγόρο αυτόν και κανείς τίμιος άνθρωπος δεν τον πλησίαζε. Ακόμη και ο Πνευματικός να δήτε τι συμβούλεψε έναν ευαίσθητο βοσκό.

Ο βοσκός αυτός είχε ένα μικρό κοπάδι και μια σκύλα. Μια φορά που η σκύλα είχε γεννήσει, έδωσε τα κουταβάκια σε άλλους και κράτησε μόνον την μάνα. Εκείνο το διάστημα είχε χαθή μια προβατίνα και είχε αφήσει το αρνάκι της που θήλαζε. Αυτό, επειδή δεν είχε μάνα, έτρεχε πίσω από την σκύλα και θήλαζε από αυτήν, η οποία ένιωθε και η ίδια ανακούφιση. Έτσι τα δύο ζώα είχαν συνηθίσει και το ένα έβρισκε το άλλο. Ο καημένος ο βοσκός, όσο και να προσπαθούσε να τα ξεχωρίση, εκείνα έσμιγαν. Επειδή ήταν ευαίσθητος ο βοσκός, σκέφθηκε να ρωτήση τον Πνευματικό εάν τελικά τρώγεται το κρέας του αρνιού ή όχι. Ο Πνευματικός, έχοντας υπ’ όψιν του και την φτώχεια του βοσκού, σκέφτηκε λίγο και του είπε: “Το αρνί αυτό, παιδί μου, δεν τρώγεται, γιατί θήλασε από την σκύλα, αλλά ξέρεις τι να κάνεις;
Επειδή όλοι οι άλλοι βοσκοί πηγαίνουν δώρα στον δικηγόρο τον δείνα αρνιά και τυριά, να του πας και συ αυτό το αρνί να το φάη. Μόνον αυτός έχει ευλογία να το φάη, γιατί όλος ο κόσμος ξέρει που είναι άδικος”. Όταν είχε γεράσει πια ο άδικος αυτός δικηγόρος και έπεσε στο κρεββάτι, υπέφερε χρόνια από εφιάλτες και δεν μπορούσε να κοιμηθή. Τον χτύπησε και ημιπληγία και δεν μπορούσε ούτε να μιλήση. Προσπάθησε ο Πνευματικός να τον κάνη τουλάχιστον να γράψη τις αμαρτίες του, αλλά είχε χάσει και τον έλεγχο, και αναγκαζόταν να του διαβάζη την ευχή των Επτά Παίδων, για να κλείση λίγο τα μάτια του να κοιμηθή. Του διάβαζε και εξορκισμούς, για να γαληνέψη λίγο, μέχρι που αναπαύθηκε, και ας ευχηθούμε ο Θεός να τον αναπαύση πραγματικά.

– Γέροντα, πολλοί πιστεύουν ότι τους έχουν κάνει μάγια. Πιάνουν τα μάγια;
– Εάν ο άνθρωπος έχη μετάνοια και εξομολογήται, δεν πιάνουν. Για να πιάσουν τα μάγια, θα έχη δώσει κάποιο δικαίωμα ο άνθρωπος. Θα αδίκησε κάποιον, θα κοροϊδεύη καμμιά κοπέλα κ.λπ. Τότε θα πρέπη να μετανοήση, να ζητήση συγχώρηση, να εξομολογηθή, να τακτοποιηθή και να επανορθώση αυτό που έκανε. Γιατί αλλιώς, και όλοι οι παπάδες να του διαβάσουν εξορκισμούς, δεν λύνονται τα μάγια. Αλλά και μάγια να μην του έκαναν, και μόνον το άχτι της αδικημένης ψυχής αρκεί για να τον βασανίζη.
Υπάρχουν δυο μορφές αδικίας, η υλική και η ηθική. Υλική αδικία είναι, όταν αδική κανείς τον άλλον σε υλικά πράγματα. Ηθική είναι, όταν λ.χ. κάποιος γελάση μια κοπέλα, και αν μάλιστα είναι ορφανή, με πενταπλάσιο βάρος βαραίνει την ψυχή του. στον πόλεμο η σφαίρα ξέρεις πώς κυνηγάει τους ανήθικους; εκεί βλέπεις έντονα την θεία δικαιοσύνη, την προστασία του Θεού. Ατιμία στον πόλεμο δεν σηκώνει. Ανήθικο άνθρωπο θα τον βρη σφαίρα. Μια φορά πηγαίναμε με την διλοχία μας να αντικαταστήσουμε ένα τάγμα. Εν τω μεταξύ όμως μας χτύπησαν και ριχτήκαμε στην μάχη. Ένας, θυμάμαι, από εκείνο το τάγμα είχε κάνει την προηγούμενη μέρα μια ατιμία, είχε βιάσει μια έγκυο, την καημένη. Ε, σ’ εκείνη την επιχείρηση μόνον αυτός σκοτώθηκε!! Φοβερό! Όλοι έλεγαν μετά: “Το κτήνος, καλά έπαθε και σκοτώθηκε!” Ιδίως αυτοί που κάνουν πονηριές, που κοιτάζουν να ξεφύγουν από ‘δω, να ξεφύγουν από ‘κει, τελικά δεν γλυτώνουν. Είναι παρατηρημένο ότι όσοι πιστεύουν πολύ, φυσικά ζούνε και τίμια, χριστιανικά, και το σώμα τους το τίμιο προστατεύεται από τα πυρά περισσότερο απ’ ό,τι αν φορούσαν Τιμιόξυλο.

Η αδικία ταλαιπωρεί και τους απογόνους
– Γέροντα, όταν έφυγα για μοναχή, οι δικοί μου φέρθηκαν άδικα. Μπορώ να ζητήσω αυτό που μου δίνεται από τον νόμο;
– Όχι, δεν ταιριάζει.
– Φοβάμαι μήπως τους βρη κανένα κακό από την αδικία.
– Να, αυτό είναι το καθαρό φιλότιμο! Αν ήμουν εγώ στην θέση σου, θα τους έλεγα: “Εγώ για τον εαυτό μου δεν θέλω τίποτε. Το μερίδιο όμως που μου ανήκει, θα ήθελα να το μοιράσετε με τα χέρια σας στους φτωχούς. Δώστε πρώτα στους φτωχούς συγγενείς. Σας το λέω αυτό, για να μη φθάση στα παιδιά σας η οργή του Θεού”. Γιατί μπορεί καμμιά φορά ο πατέρας να δώση κάτι για την ψυχή του, για να γίνη λ.χ. ένα Ίδρυμα, και να μην αφήση κάτι στο παιδί του.
Μπορεί σε μια οικογένεια ο παππούς ή η γιαγιά να έκαναν αδικίες και αυτοί να είναι καλά. Όμως τα παιδιά ή τα εγγόνια τους παιδεύονται. Αρρωσταίνουν και αναγκάζονται να δίνουν στους γιατρούς όσα μαζεύτηκαν με αδικίες, για να εξοφλήσουν οι παππούδες τους. Κάποτε σε μια γνωστή μου οικογένεια συνέβαιναν πολλές δοκιμασίες. Είχε αρχίσει από τον αρχηγό της οικογενείας αρρώστια βαρειά, ταλαιπωρία, έμεινε κατάκοιτος λίγα χρόνια και μετά πέθανε. Στην συνέχεια πέθανε η γυναίκα του και ύστερα τα παιδιά του, το ένα κοντά στο άλλο. Πρόσφατα πέθανε και το τελευταίο, το πέμπτο παιδί. Από πολύ πλούσια οικογένεια που ήταν, κατήντησε η πιο φτωχή, γιατί πουλούσαν τα κτήματα όσο-όσο, για να πληρώνουν γιατρούς και έξοδα διάφορα. Απορούσα γι’ αυτήν την οικογένεια: “Πώς συμβαίνουν τόσες αρρώστιες και ατυχήματα σ’ αυτούς!”

Στα άτομα της οικογένειας που γνώρισα, δεν φαινόταν η καλή περίπτωση, δηλαδή να τους δοκιμάζη ο Θεός σαν εκλεκτούς, αλλά μάλλον να λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι του Θεού. Για να είμαι πιο σίγουρος, προσπάθησα να μάθω από αξιόλογα γεροντάκια, συμπατριώτες τους, και έμαθα τα εξής: Ο άνθρωπος αυτός είχε βρει μια σχετική περιουσία από τον πατέρα του, αλλά στην συνέχεια την αύξησε με αδικίες. Δηλαδή, εάν του ζητούσε μια χήρα δανεικά, για να παντρέψη την κόρη της, και θα του τα έδινε όταν θα αλώνιζε, αυτός της ζητούσε ένα οικόπεδο που είχε. Και εκείνη επάνω στην ανάγκη το έδινε όσο-όσο. Άλλος του ζητούσε δάνειο να πληρώση την Τράπεζα και θα του το επέστρεφε μόλις μάζευε τα βαμβάκια. Εκείνος του ζητούσε ένα χωράφι που είχε, και στην ανάγκη ο άλλος το έδινε όσο-όσο, για να μην τον κυνηγήση η Τράπεζα. Άλλος του ζητούσε λίγα δανεικά, για να πληρώση τους γιατρούς, και αυτός του ζητούσε την αγελάδα που είχε.
Εκείνος ο καημένος την έδινε όσο-όσο. Με αυτόν τον τρόπο μάζεψε μια μεγάλη περιουσία. Όλος όμως ο γογγυσμός των πονεμένων ανθρώπων χτύπησε όχι μόνο σ’ αυτόν και στην γυναίκα του, αλλά και στα παιδιά του ακόμη. Έτσι λειτούργησαν οι πνευματικοί νόμοι και έκαναν και εκείνοι το ίδιο, για να πληρώσουν δηλαδή τους γιατρούς και τα έξοδα από τις αρρώστιες, τα ατυχήματα κ.λπ., πουλούσαν όσο-όσο τα κτήματα, και από πολύ πλούσιοι έγιναν φτωχοί, και ένας-ένας έφυγαν όλοι. Ο Θεός φυσικά θα τους κρίνη με την πολλή Του αγάπη και δικαιοσύνη ανάλογα. Οι άλλοι πάλι που αναγκάσθηκαν, επάνω στην ανάγκη που βρίσκονταν, να πουλήσουν ό,τι είχαν, για να ξεχρεώσουν χρέη σε γιατρούς κ.λπ. και φτώχεψαν, θα ανταμειφθούν για την αδικία που δοκίμασαν ανάλογα. Βέβαια και οι άδικοι εξοφλούν και αυτοί ανάλογα.

Αυτός που μας αδικεί, μας ευεργετεί
– Γέροντα, πώς να βλέπουμε αυτόν που μας αδικεί;
– Πώς να τον βλέπουμε; Σαν έναν μεγάλο ευεργέτη μας, που μας κάνει καταθέσεις στο Ταμιευτήριο του Θεού. Μας κάνει πλούσιους αιώνια. Μικρό πράγμα είναι αυτό; Τον ευεργέτη μας δεν τον αγαπούμε; Δεν του εκφράζουμε την ευγνωμοσύνη μας; Έτσι και αυτόν που μας αδικεί να τον αγαπούμε και να τον ευγνωμονούμε, γιατί μας ευεργετεί αιώνια. Οι άδικοι αδικούνται αιώνια, ενώ όσοι δέχονται με χαρά την αδικία δικαιώνονται αιώνια.
Ένας ευλαβής οικογενειάρχης δοκίμασε πολλές αδικίες στην δουλειά του. είχε όμως πολλή καλωσύνη και όλα τα υπέμεινε χωρίς να γογγύση. Ήρθε κάποτε στο Καλύβι και μου τα είπε. Μετά με ρωτάει: “Τι με συμβουλεύεις να κάνω;” “Έτσι να κάνεις, του λέω, να αποβλέπης στην θεία δικαιοσύνη και στην θεία ανταπόδοση και να υπομένης. Τίποτε δεν πάει χαμένο. Με αυτόν τον τρόπο αποταμιεύεις στο Ταμιευτήριο του Θεού. Στην άλλη ζωή σίγουρα θα έχης να λάβης γι’ αυτήν την δοκιμασία που περνάς. Αλλά να ξέρης, ο Καλός Θεός και σ’ αυτήν την ζωή αμείβει τον αδικημένο. Άν όχι πάντοτε τον ίδιο, οπωσδήποτε τα παιδιά του. Ξέρει ο Θεός. Έχει πρόνοια για το πλάσμα Του.” Άμα κάνη κανείς υπομονή, έρχονται τα πράγματα στην θέση τους. Τα οικονομάει ο Θεός. Χρειάζεται όμως υπομονή χωρίς λογική. Αφού ο Θεός βλέπει, παρακολουθεί, να παραδίνεται εν λευκώ στον Θεό. Βλέπεις, ο Ιωσήφ (2) δεν μίλησε, όταν τον πούλησαν οι αδελφοί του για δούλο. Μπορούσε να πη: “Είμαι αδελφός τους”. Δεν μίλησε όμως, και μετά μίλησε ο Θεός και τον έκανε βασιλιά. Άμα όμως κανείς δεν κάνη υπομονή, είναι βάσανο. Από ‘κει και πέρα θέλει να του έρχωνται τα πράγματα όπως του ταιριάζει, όπως αναπαύεται. Και ανάπαυση φυσικά δεν βρίσκει και ούτε του έρχονται όλα έτσι όπως τα θέλει.
Εάν κανείς αδικηθή σ’ αυτήν την ζωή από ανθρώπους ή από δαίμονες, δεν ανησυχεί ο Θεός, γιατί κέρδος προξενείται στην ψυχή. Πολλές φορές όμως λέμε ότι μας αδικούν, ενώ στην ουσία αδικούμε εμείς. Εδώ θέλει προσοχή να πιάνουμε τον εαυτό μας.
2) Βλ. Γεν. 37, 20 κ.ε.
“Τω τον φόρον τον φόρον…” (3)
– Γέροντα, όταν αγοράζουμε κάτι για το Μοναστήρι, μερικοί δεν δέχονται να μας κόψουν τιμολόγιο. Τι να κάνουμε;
– Τιμολόγια να σας κόβουν πάντοτε και εσείς να κόψετε τις απαιτήσεις σας. Να περιορίσετε τις ανάγκες σας και να φτιάχνετε μόνον ό,τι είναι απαραίτητο. Εγώ έτσι θα έκανα. Θα τα στείλη ο Θεός. Αν εμείς οι μοναχοί ζητάμε να μη μας κόβουν τιμολόγια, κάνουμε και τους άλλους να αμαρτάνουν. Λένε: “Αφού έτσι κάνουν τα Μοναστήρια…” Αν εμείς που θέλουμε να τηρήσουμε τις εντολές, κινούμαστε έτσι, ξέρετε πόσο σκανδαλίζουμε; “Τω τον φόρον τον φόρον”, λέει η Γραφή. Εγώ, όταν στέλνω γράμμα όχι με το ταχυδρομείο αλλά με άνθρωπο, πάλι βάζω τα γραμματόσημα. Οι κοσμικοί δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά και τα Μοναστήρια, αν κινούνται έτσι, δεν έχουν ειλικρίνεια και πάει το Ευαγγέλιο στην άκρη… Όταν δεν δίνουμε τα υλικά πράγματα -”αν σου αφαιρέση ένας τον χιτώνα, άφησε και το ιμάτιο” (4)-, κάνουμε αρνητικό κήρυγμα και οι κοσμικοί μετά δικαιολογούν τις πτώσεις τους. Κοιτάζουν να βρουν κάτι, για να αναπαύσουν λίγο την συνείδησή τους. Να προσέχουμε, γιατί θα είμαστε αναπολόγητοι την ημέρα της Κρίσεως. Σκοπός είναι εμείς να αμυνθούμε κυρίως στα πνευματικά και όχι μόνο στα υλικά. Όταν για κάποιο λόγο δεν σας κόβουν τιμολόγια, να το θεωρήτε ζημιά πνευματική.

– Συμβαίνει καμμιά φορά, Γέροντα, να δώση κάποιος ένα μικρό ποσό ως δωρεά και να ζητήση απόδειξη για μεγαλύτερο. Τι να κάνουμε;
– Να πήτε: “Δεν κόβουμε αποδείξεις για μεγαλύτερο ποσό. Αν δεν θέλετε έτσι, να σας επιστρέψουμε τα χρήματα, μήπως κάπου αλλού μπορούν να σας εξυπηρετήσουν”. Μη σας κολλήση καμμιά τέτοια αρρώστια.
– Κάποιος μάστορας, Γέροντα, ζήτησε να τον απολύσουμε από την δουλειά, να μπη στο Ταμείο Ανεργίας και να συνεχίση να δουλεύη σ’ εμάς.
– Όχι, βρε παιδί, δεν είναι σωστό! Λίγη συνείδηση να έχη κανείς, δεν το κάνει αυτό! Δεν ταιριάζει σε Μοναστήρι να κάνη τέτοιο πράγμα! Προτιμότερο είναι, και ανάγκη να έχη το Μοναστήρι, να τον πληρώση διπλό μισθό, για να μην το κάνη. Τόσο βαρύ είναι! Η ευλογία φέρνει ευλογία και η αδικία φέρνει την καταστροφή. Αυτό πολύ να το προσέξετε. Ούτε να κάνετε παζάρια με τους μάστορες. Γι’ αυτό μετά γίνονται πυρκαγιές και καταστροφές στα Μοναστήρια. Ένας υπάλληλος ορκίζεται να κάνη τίμια την δουλειά του. εμείς σαν μοναχοί δεν δίνουμε έναν τέτοιο όρκο αλλά διπλό, είναι πνευματική η υπόσχεση που δίνουμε και, αν την παραβούμε, είναι διπλή η αμαρτία για μας. Προσέξτε να κρατήσετε μια ισοροπία, να υπάρχη κάτι διαφορετικό. Βλέπω μια πληγή να ωριμάζη. Θα σπάση, θα καθαρίση. Δεν δίνει την Χάρη Του ο Θεός σε λανθασμένη κατάσταση. Έτσι θα ήταν σαν να βοηθούσε τον διάβολο. Κοιτάξτε να υπάρχη ειλικρίνεια, τιμιότης. Αυτή η κατάσταση πάει σαν τον μεθυσμένο που τρικλίζει. Μπορεί να σταθή; Θα ‘ρθει η οργή του Θεού. Θα δώσουμε εξετάσεις. Πρώτη φάση, θα χωρίση το μπακίρι από το χρυσάφι. Δεύτερη φάση, θα φανή πόσων καρατιών χρυσάφι είναι ο καθένας.

Ο κόσμος κινείται στην ψευτιά. Οι άνθρωποι γίνονται ψεύτες. Έχουν φτιάξει άλλη συνείδηση. Δεν μπορώ να γίνω ψεύτης, να αλλάξω εαυτό, επειδή το απαιτεί η κοινωνία. Καλύτερα να ταλαιπωρηθώ. Θέλει προσοχή να μην μπη κανείς σ’ αυτήν την κοσμική τροχιά. Αλλά και όλο το οικονομικό σύστημα που υπάρχει σήμερα, δεν βοηθάει καθόλου. Οι άνθρωποι αναγκάζονται να δηλώνουν λιγότερα κ.λπ. Μάλλωσα κάτι εφοριακούς που ήταν πιστοί άνθρωποι. “Τι κάνετε; τους είπα. Κοιτάξτε να κρατηθή λίγο προζύμι. Έχω υπ’ όψιν μου γεγονότα πολλά! Ένας πάει στην Εφορία και λέει: “Έχω εισοδήματα ένα εκατομμύριο”. Του βάζει ο εφοριακός ότι έχει τρία εκατομμύρια, γιατί υπάρχουν ορισμένοι που παρουσιάζουν το ένα τρίτο από τα εισοδήματά τους, οπότε με αυτό τους πιάνει όλους. Έτσι όμως, αν υπάρχη ένας ευσυνείδητος και εσείς τον κοπανάτε τριπλασιάζοντας τα έσοδά του, τον αναγκάζετε να γίνη κλέφτης. Δηλαδή, αντί να βοηθήσετε να αλλάξη λίγο η κατάσταση, κάνετε το αντίθετο”. “Δεν καταλαβαίνουμε πότε μας λένε την αλήθεια”, μου απαντούν. “Θα το καταλαβαίνετε, τους λέω, αν ζήτε πνευματικά. Τότε θα μπορήτε να κάνετε αυτήν την διάκριση. Θα σας πληροφορή ο Θεός, για να καταλαβαίνετε”.
3) Ρωμ. 13, 7
4) Βλ. Ματθ. 5, 40

Λόγοι Α΄
ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ
«ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ Ο ΘΕΟΛΟΓΟΣ»
ΣΟΥΡΩΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ 2001

Κεφάλαιο 4

Άγιος Ευδόκιμος 31 Ιουλίου



Ο μακάριος Ευδόκιμος έζησε κατά τους χρόνους του εικονομάχου αυτοκράτορα Θεοφίλου (829-842). Οι γονείς του, Βασίλειος και Ευδοκία, ήσαν πατρίκιοι και κατάγονταν από την Καππαδοκία. Η αρχοντιά της κοινωνικής τάξης τους συνδυαζόταν με ακλόνητη προσήλωση στην ορθό­δοξη Πίστη και διάπυρη ευσέβεια, την οποία μετέδωσαν στον γιό τους. Αφού έλαβε επιμελημένη μόρφωση, ο Ευδόκιμος τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα με το αξίωμα του κανδιδάτου και ορίστηκε στρατοπεδάρχης, δηλαδή στρα­τιωτικός διοικητής, της Καππαδοκίας και κατόπιν όλης της Αυτοκρατορίας. Αντί όμως να χρησιμοποιήσει τα προνόμια αυτά προς δική του ευμάρεια και δόξα, τα έκανε όργανα αρετής και, εν μέσω της τύρβης του κόσμου, έλαμπε ωσάν κρίνος ανάμεσα σε αγκάθια και ωσάν χρυσός σε κάμινο.

Διατηρώντας όχι μόνο την αγνεία του σώματος αλλά και των λο­γισμών, δεν επέτρεψε ποτέ να σταθεί το βλέμμα του πάνω σε γυναίκα και απέκτησε με αυτόν τον τρόπο την αναγκαία καθαρότητα ώστε να παρουσιάζεται ενώπιον του Θεού. Στην αγνεία αυτή προσέθεσε τους πλού­σιους καρπούς της αγάπης και της ευσπλαχνίας απέναντι στους πτω­χούς, τις χήρες και τα ορφανά, ώστε κατέστη αληθινό σκεύος εκλογής της θείας χάριτος και ζώσα εικόνα της αρετής. Αξεπέραστος στην αγάπη του για τον πλησίον, αποστρεφόταν την καταλαλιά και όχι μόνο απείχε από το να εκφέρει οποιαδήποτε κρίση για τον άλλο, αλλά έβρισκε πάν­τα τον τρόπο να εμποδίσει τους άλλους να πουν λόγια που θα μπορού­σαν να πληγώσουν τον πλησίον. Έλεγε, μάλιστα, ότι ο καθένας θα έπρεπε ν’ ακούει μάλλον παρά να ομιλεί και το αποδείκνυε εφαρμόζοντας στην πράξη δίχως πολλά λόγια όλες τις εντολές του Θεού.

Σε ηλικία τριάντα ετών προσβλήθηκε από σοβαρή ασθένεια και, αφού προετοιμάσθηκε και αποχαιρέτισε τους κοντινούς ανθρώπους του, έστρεψε την προσευχή του προς τον Κύριο ζητώντας από Αυτόν να μην δοξασθεί μετά τον θάνατό του. Παρά την επιθυμία του αυτή, καθώς ο λύχνος δεν μπορούσε να μείνει κρυμμένος υπό τον μόδιον, μόλις κατατέθηκε η σορός στον τάφο, ένας δαιμονισμένος ελευθερώθηκε και ένα παραλυτικό παιδί στάθηκε στα πόδια του στερεωμένο. Τα θαύματα πολλαπλασιάσθηκαν και επιτελούνταν ιδίως με το λάδι της κανδήλας που έκαιγε ακοίμητη στον τάφο του, αλλά και με το χώμα του τάφου, που έστελναν σε αρρώ­στους για να τρίψουν μ’ αυτό τα πονεμένα μέρη. Δεκαοκτώ μήνες μετά την μακαρία κοίμησή του, κατόπιν αιτήματος της μητέρας του, ανοίχθηκε ο τάφος του Ευδοκίμου και το σώμα του βρέθηκε απολύτως άφθαρτο αναδίδοντας εξαίσια ευωδία. Κατόπιν το τίμιο αυτό λείψανο μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη και κατατέθηκε στον ναό της Θεοτόκου, τον οποίο είχαν κτίσει οι γονείς του αγίου.




-->

Σάββατο 28 Ιουλίου 2018

Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης: «Δεν αφήνει τον κόσμο Του ο Θεός, δεν αφήνει ο Χριστός, μας έχει πληρώσει με το Αίμα Του και τη ζωή Του»



    Και αν μερικοί αναζητάτε τα αίτια των συμφορών στον κόσμο, και αν μερικοί προσπαθείτε να ερμηνεύσετε το σχέδιο Του Θεού ως νήπια πνευματικά που δεν έμαθαν ακόμη να περπατούν, ένα πρέπει να ξέρετε.

Λέει ο Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης:

«Οι άνθρωποι κουράστηκαν με όλων τα καμώματα και προσωπικά ο καθένας με τα δικά του. Γιατί μας κουράζει το κακό, μας κουράζει ο κακός, μας κουράζει η ανομία.
Και φτάνουμε στο σημείο που είχε φτάσει κάποια φορά και ο Προφητάναξ Δαυίδ και έλεγε:

Ἀπηνήνατο παρακληθῆναι ἡ ψυχή μου
Δεν θέλω ούτε να παρηγορηθώ, με τίποτε, με τίποτε !!!
Και πολλοί συνάνθρωποι μας τι λένε;
Θέλω το βράδυ που κατεβάζω τα σκουπίδια να αφήσω τον εαυτό μου με τα σκουπίδια να τελειώνω….

Τα έχετε ακούσει, τα έχω ακούσει, όλοι τα λένε.

Γι αυτό ακριβώς, Όπου επλεόνασε η Αμαρτία υπερπερίσευσε η Χάρις.
Ο αιώνας αυτός, είναι ο αιώνας του Θεού!!!
Ο αιώνας της Εκκλησίας!!!
Ο αιώνας της μετανοίας!!!
Ο αιώνας της προκλητικής Αγάπης Του Θεού!!!
Ο αιώνας της επιστροφής των άσωτων και παραστρατημένων στον Μεγάλο μας Πατέρα. Στην Αγία μας Εκκλησία που είναι η αγκαλιά Του Χριστού!!!

Όλοι μία αγκαλιά θέλουμε, όλοι μία αγκαλιά γυρεύουμε, λοιπόν αυτή η αγκαλιά είναι του Χριστού.
Ο οποίος την στήνει στα τρίστρατα της ζωής μας και στα αδιέξοδα περιμένει.
Και τότε απελπισμένοι από όλους και από όλα και από τον εγωιστή εαυτό μας πέφτουμε στην αγκαλιά Του Θεού, τουλάχιστον οι καλοπροαίρετοι, άνευ όρων και ορίων και παραδινόμαστε στην αγάπη Του Θεού και αυτό είναι θαύμα!!!
Δεν αφήνει τον κόσμο Του ο Θεός, δεν αφήνει ο Χριστός, μας έχει πληρώσει με το Αίμα Του και τη ζωή Του και του λείπουμε.»

Αρχιμανδρίτης Ανανίας Κουστένης

“Γιά ποιά αὐτοπεποίθηση μιλᾶμε... ;


Ὁ ἄνθρωπος εἶναι μυστήριο ! Καί ἄν σέ ἔβαλαν νά κρίνεις νά σκεφθεῖς: “εἶναι αὐτή ἡ κρίση θεική ἤ εἶναι γεμάτη ἐμπάθεια ;”

... Νά μήν ἔχετε ἐμπιστοσύνη στόν ἑαυτό σας οὔτε στήν κρίση σας. Ὑπάρχει μέσα πολύς ἐγωισμός , ὅταν κανείς κρίνει. Ἐμένα μέ βάζουν νά κρίνω ἕνα θέμα καί ἐνῶ δέν θέλω ...ὅταν πάω νά κάνω προσευχή , δέν νιώθω, ἄς ὑποθέσουμε, ἐκείνη τήν γλυκύτητα πού νιώθω ἄλλες φορές. Ὄχι ὅτι μέ πειράζει ἡ συνείδησή μου γιά κάτι, ἀλλά γιατί ἔκρινα σάν ἄνθρωπος.

... Ὄταν κανείς κάνει πνευματική δουλειά στόν ἑαυτό του , ὅταν ἀγων.ιζεται τότε φωτίζεται ἀπό τόν Θεό. ...Γι'αὐτό καί βλέπει μακριά. Ἕνας πού ἔχει μυωπία , ἀπό κοντά βλέπει τά πράματα καλά, ἀλλά μακριά δέν βλέπει. Καί ἔνας πού δέν ἔχει μυωπία, ἔ, τό πολύ-πολύ θά δεῖ λίγο μακρύτερα, ἀλλά καί αὐτό δέν λέει τίποτε.Τά σωματικά μάτια εἶναι δύο · τά πνευματικά εἶναι πολλά.

... Ἄν δέν ἐξαγνισθεῖ ὁ ἄνθρωπος, ἄν δέν ἔρθει ὁ θεῖος φωτισμός, ὅσο σωστή καί ἄν εἶναι ἡ ἄλλη γνώση-αὐτό βλέπω-εἶναι ἕνας ὀρθολογισμός καί τίποτε παραπάνω.Καί ἄν λείψει ὀ θεῖος φωτισμός , καί αὐτά πού θά ποῦν καί θά γράψουν, δέν θά βοηθήσουν. Βλέπετε τό ψαλτῆρι πού εἶναι γραμμένο μέ θεῖο φωτισμό , τί βαθιά νοήματα ἔχει! Μάζεψε ἄν θέλεις ὄλους τούς Θεολόγους, ὅλους τούς φιλολόγους, καί θά δεῖς ὅτι ἕναν ψαλμό μέ τέτοιο βάθος δέν μποροῦν νά φτιάξουν! Ἐνῶ ὁ Δαβίδ ἦταν ἀγράμματος, ἀλλά βλέπεις καθαρά πῶς τόν ὁδηγοῦσε τό πνεῦμα τοῦ Θεοῦ.

Καί ἡ Ἐκκλησία σήμερα ταλαιπωρεῖται , γιατί λείπει ὁ θεῖος φωτισμός καί καθένας πιάνει τά πράματα ὅπως θέλει. Μπαίνει καί τό ἀνθρώπινο στοιχεῖο καί δημιουργοῦνται πάθη καί ἁλωνίζει μετά ὁ διάβολος. Γι' αὐτό δέν θά πρέπει νά ζητοῦν ἐξουσία οἱ ἄνθρωποι πού ἐξουσιάζονται ἀπό τά πάθη τους.

- Δηλαδή ,γέροντα, πρέπει νά ζητοῦν ἐπίμονα τόν θεῖο φωτισμό οἱ ἄνθρωποι ;

- Ναί , γιατί ἀλλιῶς οἱ λύσεις πού δίνουν εἶναι ἐνέργεια τοῦ μυαλοῦ. Δημιουργεῖται σύγχυση μετά. ...

...Καί πάντα γιά κάθε τί πού σκέφθεσθε νά κάνετε , νά λέτε “ἄν θέλει ὁ Θεός”, μήν πάθετε καί 'σεῖς ὅ, τι ἔπαθε κάποιος μιά φορά. Εἶχε ἀποφασίσει νά πάει στό ἀμπέλι του γιά δουλειά. Αὔριο πρωΐ-πρωΐ, λέει στή γυναίκα του , θά πάω στό ἀμπέλι῾ “Ἄν θέλει ὁ Θεός θά πᾶς”, τοῦ λέει ἐκείνη. “Θέλει δέν θέλει ὀ Θεός, λέει ἐκεῖνος , ἐγώ θά πάω”. Τήν ἄλλη μέρα ξεκίνησε νύχτα. Στόν δρόμο ἐν τῷ μεταξύ πιάνει τέτοιος κατακλυσμός, πού ἀναγκάσθηκε νά γυρίσει πίσω. Δέν εἶχε φέξει ἀκόμη. Χτυπάει τήν πόρτα, “ποιὀς εἶναι;”, ρωτᾶ ἡ γυναίκα του. “Ἄν θέλει ὁ Θεός λέει ἐκεῖνος ,ὁ ἄνδρας σου εἶμαι!”... Ὁ ἄνθρωπος , ἄν θέλει νά μή βασανίζεται , πρέπει νά πιστέψει στό “χωρίς ἐμοῦ οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν”, πού εἶπε ὁ Χριστός. Νά ἀπελπισθεῖ δηλαδή ἀπό τόν ἑαυτό του μέ τήν καλή ἔννοια καί νά πιστέψει στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ. ...Τότε βρίσκει τόν Θεό. ...Οἱ πιό πνευματικοί ἄνθρωποι ἀπελπίζονται μόνο ἀπό τό “ἐγώ” τους , διότι τό “ἐγώ” φέρνει στόν ἄνθρωπο ὅλη τήν πνευματική δυστυχία.


Ὁ Χριστός ζητοῦσε πρῶτα τήν πίστη στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ καί ὕστερα ἔκανε τόθαῦμα. “Ἄν πιστεύεις στήν δύναμη τοῦ Θεοῦ, θά γιατρευθεῖς”, ἔλεγε. Ὄχι ὅπως λένε λανθασμένα μερικοί σήμερα : “ Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δυνάμεις καί ἄν πιστεύει στίς δυνάμεις του, μπορεῖ νά κάνει τά πάντα”..: Νά πιστεύεις δέν λέει τό Εὐαγγέλιο; Συμφωνοῦμε ἑπομένως. “Ναί”, ὁ Χριστός ἔλεγε “πιστεύεις;”, ἀλλά ἐννοοῦσε: “Πιστεύεις στόν Θεό;” Πιστεύεις ὅτι μπορεῖ ὁ Θεός;"" Ζητοῦσε τήν διαβεβαίωση τοῦ ἀνθρώπου ὅτι πιστεύει στόν Θεό , καί τότε βοηθοῦσε.

Πουθενά τό Εὐαγγέλιο δέν λέει νά πιστεύω στόν ἐγωισμό μου, ἀλλά νά πιστεύω στόν Θεό., ὅτι μπορεῖ ὁ Θεός νά μέ βοηθήσει, νά μἐ θεραπεύσει. Αὐτοί ὅμως τά παίρνουν ἀνάποδα καί λένε: “"Ὁ ἄνθρωπος ἔχει δυνάμεις καί πρέπει νά πιστεύει στόν ἑαυτό του”. Τό νά πιστεύει κανείς στόν ἑαυτό του ἔχει ἔγωισμό ἤ δαιμονισμό.

- Μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος πού εἶναι ἔξυπνος , ἀλλά ἔχει πάθει, νά ἔχει σωστή κρίση ;

- Κατ'ἀρχάς νά προσέξει νά μήν πιστεύει στό μυαλό του, γιατί , ἄν εἶναι πνευματικός ἄνθρωπος, θά πλανηθεῖ καί, ἄν εἶναι κοσμικός, θά τρελλαθεῖ . Νά μήν πιστεύει στόν λογισμό του. Νά ρωτᾶ , νά συμβουλεύεται ,νά ἁγιάσει τήν ἐξυπνάδα του. Καί γενικά ὅλα ὅσα ἔχει ὁ ἄνθρωπος , ὅλα νά τά ἁγιάζει. Ὅταν ἡ ἐξυπνάδα ἁγιασθεῖ, βοηθᾶ νά ἀποκτήσει κανείς τήν διάκριση. Ἕνας ἔξυπνος ἄν δέν ἁγιασθεῖ δέν ἔχει πνευματική διάκριση. Ἕνας πάλι ἀπό τήν φύση του ἁπλός μπορεῖ ἕναν πλανεμένο νά τόν πάρει γιά ἅγιο καί ἕναν θηλυπρεπῆ νά τόν πάρει γιά εὐλαβή.


Γέροντος Παισίου, ἀπό τό βιβλίο “ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ”

Ένας Γέροντας χωρίς διάκριση................(Γέροντος Πορφυρίου)


Μερικούς μήνες πριν γνωρίσω τον π. Πορφύριο, επειδή βρισκόμουν σέ μεγάλη πνευματική ανάγκη καί, έπικαίρως, στενός φίλος με πληροφόρησε γιά κά­ποιον παρεπιδημούντα αγιορείτη Γέροντα, πού λέγανε ότι είχε διορατικό χάρισμα, τον επισκέφθηκα και μάλι­στα χωρίς προηγούμενη ευλογία τού πνευματικού μου. Άλλα ό γέρων εκείνος, αντί νά με αναπαύσει ψυχικά, μεγάλωσε τήν ταραχή μου. "Οταν τό ανέφερα στον πνευ­ματικό μου, μού απάντησε: Άν μού τό 'λεγες, δε θά σού έδινα ευλογία νά πάς στο συγκεκριμένο αυτό άνθρωπο. Όταν ήλθε τό πλήρωμα τού χρόνου καί, με παραπεμπτικό πλέον του πνευματικού μου, γνώρισα τόν π. Πορφύριο, ό όποιος με άνέπαυσε πλήρως, τού ανέ­φερα και για εκείνη τήν συνάντηση μου με τόν αγιορείτη Γέροντα. Ό π. Πορφύριος τόν ήξερε και μοϋ είπε, κάπως συνεσταλμένα: «Τώρα ό Θεός τόν άνέπαυσε. Είναι λεπτό αυτό τό θέμα. Δεν τα κατάφερνε και τόσο ό ευλογημένος. Σε κάποιον είπε ότι θά γίνει δεσπότης και τώρα θέλει νά πετάξει τά ράσα. Ό θεός νά τόν συγχωρήσει».


Έχεις πολύ καλό πνευματικό



Μιά από τις τελευταίες φορές πού είδα τό Γέροντα, μου είπε:

- "Ακου, Π. "Εχεις πολύ καλό πνευματικό. Έσύ δεν πρέπει πια νά ξανάρθεις.

Πικράθηκα. Πικράθηκα πολύ εκείνη τή στιγμή. Τί λέει άραγε; Μέ διώχνει; Γιατί;

Τώρα ξέρω. Ξέρω πώς ήταν ή πνευματική διαθήκη του. πράγματι ό πνευματικός μου είναι εκείνος πού σηκώνει τώρα τό βάρος απ όλες τις αδυναμίες μου. Ή ευχή τού Γέροντα άς κάνει πιο ελαφρό τό βαρύ και έπίμοχθο έργο του.

"Οταν ανάγκαζα τόν Παππούλη νά εγκρίνει τό θέλημα μου, έχανα

Πολλές φορές τόν ρωτούσα. - Παππούλη μου, νά πάω έκεϊ;

- Νά πάς, μοΰ έλεγε, αν έβλεπε ότι θά περνούσα καλά. Όταν όμως έβλεπε ότι δε θά περνούσα καλά ή κάτι θά μού συνέβαινε, μοΰ έλεγε όχι.

Τώρα έγώ, επειδή μού άρεσε νά πάω στο μέρος γιά τό όποιο τόν είχα ρωτήσει άπ' τήν αρχή, προσπαθούσα μέ διάφορες δικαιολογίες νά τοΰ αλλάξω την αρχική του απόφαση. Αυτός στή συνέχεια δέ μοϋ χαλούσε τό χατίρι, άλλα εγώ σίγουρα θυμάμαι ότι δέν πέρναγα καλά ή κάτι θά μοΰ συνέβαινε, αν δέν ήταν μέ τήν αρχική του ευλογία.


Νά ενεργείς μέ τήν ευλογία της Εκκλησίας και τοΰ πνευματικού

Ελέγε ό π. Πορφύριος στον Σέρβο μετέπειτα Επίσκο­πο Ειρηναίο Μπούλοβιτς:

«"Ακουσε, παιδί μου. Όταν όλα αυτά σού τά ζητά ή Εκκλησία και τά έπευλογεΐ ό πνευματικός σου κι έσϋ κάνεις αύτη τήν υπακοή είλικρινώς, τότε, μέ τήν αγάπη τοΰ Χριστού μας, αυτή σου ή υπακοή θά μπορέσει νά μετατρέψει όλη αυτή τήν εξωτερική κίνηση σέ προσευ­χές, χωρίς νά τό καταλαβαίνεις έσϋ ό ίδιος. "Αν πάλι διαλέξεις και τό πιό ήσυχο μέρος τοΰ Αγίου Όρους ή μιά οποιαδήποτε Μονή, άλλα αυτό τό κάνεις μέ τό δικό σου θέλημα, για νά βολευτείς εσύ ό ίδιος, έστω πνευματικώς, γιά ένα βόλεμα πνευματικό ας τό ποΰμε, και χωρίς τήν ευλογία της Εκκλησίας ή τοΰ πνευματι­κού σου, τότε, ό,τι και νά κάνεις, όλα θά παραμείνουν χαμερπή, δέν θά φθάσουν πουθενά».

Και, μάς λέγει ό ίδιος, μπορώ νά σας ομολογήσω ότι έκτοτε, οσάκις δυσκολευόμουν, θυμόμουν αυτά τά λόγια του κι αμέσως ανακουφιζόμουν. Κι αυτό ισχύει μέχρι σήμερα.

πηγη

'Αλλο θλίψη κι άλλο Νήψη...

-->



«'Άφετε τά παιδία έρχεσθαι πρός με και μή κωλύετε αυτά» (Λουκ. ιη' 16).

Πρέπει να καταλάβεις, ότι άλλο πράγμα είναι η πατερική Νήψη και άλλο η θλίψη. Γι αυτό σπάσε αυτό το πέτρινο και άκαμπτο ενοχικό προσωπείο που σε βοηθάει με πρόσχημα την «πνευματικότητα» να κρατιέσαι μακριά από τα συναισθήματα σου και από ότι βαθιά σε φοβίζει.
Βρες, βρες το μονοπάτι που οδηγεί στο παιδί μέσα σου. Το φίμωσες. Το εξουθένωσες. Του είπες να μεγαλώσει, να μην κάνει φασαρία, να μην μιλάει και το σημαντικότερο να μην γελά κι να μην παίζει. Γιατί η ζωή είναι σοβαρή υπόθεση. Είναι για τους "μεγάλους" και όχι για τα παιδιά.

 

Μάλιστα είπες, η "πνευματική" ζωή δεν έχει γέλιο και χωρατά. Τόσο πολύ πήρες στα σοβαρά τον εαυτό σου, που τον λάτρεψες, τον ειδωλοποίησες, τον έκανες "Θεό" στην θέση του Όντως Θεού.
Τόσο πολύ ασχολήθηκες με την "σωτηρία" σου, που στο τέλος την έχασες. Γιατί ξέχασες ότι η σωτηρία περνάει μέσα απο τον άλλο και Άλλον. Ενώ εσύ λάτρεψες τον εαυτό σου.

Δεν φοβήθηκες την αμαρτία αλλά τον ευατό σου.
Δεν φοβήθηκες τον θάνατο μα την ζωή.
Δεν πόθησες τον Χριστό και την Εκκλησία Του, μα την κρυψώνα που λέγεται "θρησκεία".

Σπάσε την θλίψη, δεν είναι νήψη. Φόβος και ενοχή είναι.

Το παιδί είναι ακόμη εκεί. Είναι ακόμη εκεί και σε περιμένει. Ακόμη δεν σταμάτησε να χαμογελά και να παίζει. Να χαίρεται την ύπαρξη. Γιατί η ζωή δεν έχει κάποιο νόημα, είναι η ίδια νόημα. Δώρο του Θεού, αποκάλυψη πληρότητας στο πρόσωπου του Χριστού μας.


 http://plibyos.blogspot.gr/

Τετάρτη 11 Ιουλίου 2018

Πόσο κακό είναι η δικαιολογία Γέροντας Παίσιος



Πόσο κακό είναι η δικαιολογία

Γέροντα, μερικοί λένε ότι, όταν ένα ελάττωμα είναι στην δομή του ανθρώπου, δεν διορθώνεται.

- Ξέρεις τι γίνεται;

Μερικούς τους συμφέρει να λένε ότι κάποιο ελάττωμα οφείλεται στη δομή τους, γιατί έτσι δικαιολογούν τον εαυτό τους και δεν κάνουν καμιά προσπάθεια να απαλλαγούν από αυτό.

«Εμένα ,λένε, δεν μου έδωσε χαρίσματα ο θεός!

Τι φταίω εγώ;

Γιατί μου ζητούν πράγματα πάνω από τις δυνάμεις μου;»

Οπότε αραλίκι μετά.

 Δικαιολογούν τον εαυτό τους, αναπαύουν τον λογισμό τους και βαδίζουν με τον χαβά τους.

Αν πούμε : «αυτά είναι κληρονομικά ,τα άλλα είναι του χαρακτήρα μου», πώς θα διορθωθούμε;

Αυτή η αντιμετώπιση διώχνει την πνευματική λεβεντιά.

- Ναι, Γέροντα, αλλά…

- Πάλι «αλλά»; Τι είσαι εσύ, βρε παιδάκι μου; Σαν χέλι ξεγλιστράς. Συνέχεια δικαιολογείσαι.

- Γέροντα, εσκεμμένα το κάνω;

- Δεν λέω ότι το κάνεις εσκεμμένα ,αλλά, ενώ ο Θεός σε προίκισε με τόσο μυαλό και είσαι σπίρτο, πανέξυπνη, δεν καταλαβαίνεις πόσο κακό είναι η δικαιολογία!

Ένα τόσο δα κεφαλάκι να έχη τόσο μυαλό, και να μην το καταλαβαίνη!

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ

Λίγο-πολύ θα πονάη και την Ορθοδοξία και την Πατρίδα του και θα αισθάνεται και την υποχρέωση που έχει ως Έλληνας ...Γερ Παισιος



Η φωτ το σπήλαιο του Αγίου Νείλου του μυροβλήτου Άγιο Όρος


Έλεγε ο Γέροντας Παΐσιος...

Όσο μπορεί κανείς να γίνη σωστός Χριστιανός. Τότε θα έχη πνευματικό αισθητήριο. Λίγο-πολύ θα πονάη και την Ορθοδοξία και την Πατρίδα του και θα αισθάνεται και την υποχρέωση που έχει ως Έλληνας. 

Οπότε από εκεί και πέρα, αν μάθη κάτι, ενδιαφέρεται, ανησυχεί, προσεύχεται. Αλλά να πρέπη να του λένε: «Τώρα να ενδιαφερθής γι’ αυτό, ύστερα να ενδιαφερθής για εκείνο», θα είναι σαν μια τετράγωνη ρόδα που θέλει συνέχεια σπρώξιμο, για να προχωρήση. Σκοπός είναι να σπρώχνεται από μέσα ο άνθρωπος.

 Τότε θα κυλάη όμορφα σαν στρόγγυλη ρόδα. Και αν γίνη σωστός Χριστιανός κανείς, σπρώχνεται από μέσα και μετά τον πληροφορεί ο Θεός πιο πολύ και από αυτόν που διαβάζει, και για περισσότερα πράγματα. Γνωρίζει όχι μόνον αυτά που γράφουν, αλλά και αυτά που σκέφτονται να γράψουν. Καταλάβατε; 

Έρχεται ο θείος φωτισμός και όλες τις ενέργειές του είναι φωτισμένες.


ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ
ΛΟΓΟΙ Α΄
ΜΕ ΠΟΝΟ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΣΥΓΧΡΟΝΟ ΑΝΘΡΩΠΟ

http://talantoblog.blogspot.gr/

Τα ελαφρυντικά στην εξομολόγησή μας γίνονται επιβαρυντικά για την συνείδηση...(γέρων Παΐσιος)



- Όταν, Γέροντα, κατά την εξομολόγησή μιας αμαρτίας δεν νιώθη κανείς τον πόνο που ένιωσε, όταν έκανε την αμαρτία, σημαίνει ότι δεν υπάρχει πραγματική μετάνοια;

- Αν έχη περάσει καιρός από τότε που έκανε αυτήν την αμαρτία, επουλώνεται η πληγή, γι' αυτό δεν νιώθει τον ίδιο πόνο. Αυτό που πρέπει να προσέξη, είναι να μη δικαιολογή τον εαυτό του κατά την εξομολόγηση. Εγώ, όταν πάω να εξομολογηθώ και πω λ.χ. «θύμωσα» - άσχετα αν χρειαζόταν να δώσω και σκαμπίλι -, δεν αναφέρω το θέμα, για να μη μου δώση ελαφρυντικό ο πνευματικός. Όποιος εξομολογείται και δικαιολογεί τον εαυτό του, δεν έχει ανάπαυση εσωτερική, όσο ασυνείδητος και αν είναι. Τα ελαφρυντικά που χρησιμοποιεί στην εξομολόγησή του γίνονται επιβαρυντικά για την συνείδησή του. Ενώ, όποιος υπερβάλλει τα σφάλματά του, γιατί έχει λεπτή συνείδηση, και δέχεται και μεγάλο κανόνα από τον πνευματικό, αυτός νιώθει ανέκφραστη αγαλλίαση.

Υπάρχουν άνθρωποι που, αν κλέψουν λ.χ. μια ρώγα, νιώθουν σαν να πήραν πολλά καλάθια σταφύλια και σκέφτονται συνέχεια το σφάλμα τους. Δεν κοιμούνται όλη την νύχτα, μέχρι να το εξομολογηθούν. Και άλλοι, ενώ έχουν κλέψει ολόκληρα καλάθια σταφύλια, δικαιολογούν τον εαυτό τους και λένε πως πήραν ένα τσαμπί. Αυτοί όμως που όχι μόνο δεν δικαιολογούν τον εαυτό τους, αλλά μεγαλοποιούν το παραμικρό σφάλμα τους και στενοχωριούνται και υποφέρουν πολύ για μια μικρή τους αταξία, ξέρετε τι θεία παρηγοριά νιώθουν; Εδώ βλέπεις την θεία δικαιοσύνη, πως ο Καλός Θεός ανταμείβει.

Έχω παρατηρήσει ότι όσοι εκθέτουν τα σφάλματά τους ταπεινά στον πνευματικό και εξευτελίζονται, λάμπουν, γιατί δέχονται την Χάρη του Θεού. Ένας απόστρατος με πόση συντριβή μου διηγήθηκε ό,τι είχε κάνει από οκτώ χρονών παιδάκι. Ένα τόπι είχε πάρει από ένα παιδάκι για μια μόνο νύχτα - την άλλη μέρα του το έδωσε - και έκλαιγε, γιατί το στενοχώρησε. Όταν αποστρατεύθηκε, έψαξε και βρήκε όσους είχε λυπήσει, όταν υπηρετούσε - άσχετα αν εκτελούσε καθήκον της υπηρεσίας του-, και τους ζήτησε συγγνώμη! Μου έκανε εντύπωση! Όλα τα έπαιρνε επάνω του. Μένει τώρα σε ένα χωριό και τα χρήματά του τα δίνει ελεημοσύνη. Υπηρετεί και την ηλικιωμένη μάνα του, ενενήντα πέντε χρόνων, κατάκοιτη με ημιπληγία και, επειδή βλέπει το σώμα της, όταν την φροντίζη, τον πειράζει ο λογισμός. «Αν ο Χαμ που είδε την γύμνωση του πατέρα του τιμωρήθηκε, λέει, τότε εγώ.». Συνέχεια έκλαιγε. Το πρόσωπο του ήταν αλλοιωμένο. Πόσο διδάχθηκα από την συντριβή του!

- Μπορεί, Γέροντα, να μεγαλοποιή κανείς τα σφάλματά του, για να δείξη ότι κάνει λεπτή εργασία΄

- Εκείνο είναι άλλο· τότε υπερηφανεύεται από την ταπείνωση.

ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ...(απο το π.Ν.Σ)

Αν ένας άνθρωπος φύγει από τις εντολές του Θεού, τον πολεμούν μετά τα πάθη ....Άγιος Παίσιος


Αν ένας άνθρωπος λοξοδρομήσει από τις εντολές του Θεού, τον πολεμούν μετά τα πάθη. Και αν αφήσει κανείς τα πάθη να τον πολεμούν, δεν χρειάζεται διάβολος να τον πολεμήσει. Και τα δαιμόνια έχουν "ειδικότητα".
Χτυπούν τον άνθρωπο τάκ-τάκ, να του βρουν την πάθηση, την αδυναμία, για να τον πολεμήσουν. Θέλει προσοχή, να κλείνουμε τις πόρτες και τα παράθυρα -τις αισθήσεις-, να μην ανοίγουμε χαραμάδες στον πειρασμό και μπαίνει από εκεί ο εχθρός.
Εκεί είναι τα αδύνατα σημεία. Εάν αφήσεις έστω και μία σχισμή ανοιχτή, μπορεί να μπή και να σου κάνει ζημιά. Ο διάβολος μπαίνει στον άνθρωπο, όταν υπάρχει λάσπη στην καρδιά του ανθρώπου, δεν πλησιάζει στο καθαρό πλάσμα του Θεού. Άμα ξελασπωθή η καρδιά, φεύγει ο εχθρός και έρχεται πάλι ο Χριστός.
Όπως το γουρούνι, όταν δεν βρει λάσπη, γουγουλίζει και φεύγει, έτσι και ο διάβολος δεν πλησιάζει στην καρδιά που δεν έχει βούρκο.
Τι δουλειά έχει σε καρδιά καθαρή και ταπεινή; Εάν λοιπόν δούμε ότι το σπίτι μας -η καρδιά μας- είναι παλιόσπιτο και κατοικεί ο εχθρός, πρέπει αμέσως να το γκρεμίσουμε, για να φύγει και ο κακός ενοικιαστής μας, δηλαδή το ταγκαλάκι. Γιατί, όταν η αμαρτία χρονίσει στον άνθρωπο, ο διάβολος, φυσικά, αποκτάει περισσότερα δικαιώματα".

ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ


 http://agapienxristou.blogspot.ca
 http://proskynitis.blogspot.gr

Πώς φθάνουμε στην κατάκριση. Γερ Παισιος




- Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση; 

- Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι τις αδελφές και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνεις τι κάνει η μια, τι κάνει η άλλη. Έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχει το ταγκαλάκι να εργάζεται και να σε ρίχνει στη κατάκριση.

- Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;

- Τώρα βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.

- Από πού προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;

- Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας- δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να
δικαιολογούμε τον εαυτό μας.

- Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;

- Έμ, τι έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, οπότε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.

- Μερικές φορές, Γέροντα, με στεναχωρεί η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.

- Πού ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να τη πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πεις: «Ά, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δουν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνεις ακόμα περισσότερο. Μπορεί λ.χ. να της πεις: «Αδελφή, μη βάζεις αυτό το πράγμα εκεί, εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνει το ταγκαλάκι να ξεχάσει τι της είπες και να το βάλει πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνει και καμιά άλλη αταξία και θα λες με το λογισμό σου: «Μα χθες της είπα να προσέξει και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!». Οπότε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθείς και να μη μιλήσεις. «Αδελφή, της λες, δεν σου είπα να μην το βάλεις εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε την δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνεις, αλλά και να ψυχρανθείς μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσύ ήσουν η αιτία για την απροσεξία της, θα νοιώθει τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέσει σε λύπη. Βλέπετε με τι πονηριά εργάζεται το ταγκαλάκι κι εμείς το ακούμε;

Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν. Να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και , αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.

 ΓΕΡΟΝΤΑΣ ΠΑΙΣΙΟΣ{ ΠΑΘΗ ΚΑΙ ΑΡΕΤΕΣ}

http://talantoblog.blogspot.gr/

Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ.

-->



Η ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΑ Η ΥΠΟΜΟΝΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΠΑΙΣΙΟΣ.

Μεγάλο εφόδιο ή υπομονή, παιδιά μου, σπουδαία αρετή! Ήταν πριν από είκοσι-είκοσιπέντε χρόνια σε μία πόλη, εδώ στα βόρεια, ένα ανδρόγυνο νέων Μουσουλμάνων. Ό άντρας κάποια στιγμή έδωσε όΚύριε να φωτιστή καί να γίνει Χριστιανός.

Ή γυναίκα του απελπίστηκε... Πήγε στον Ιερέα του καί ρώταγε να δη τί θα κάνη. Καί εκείνος της είπε•
-Θα σταματήσεις να του φτιάχνεις φαγητό- καί κάθε βράδυ, την ώρα πού θα τον βλέπεις να προσεύχεται, θα πηγαίνεις να γεμίζεις έναν κουβά με κρύο νερό καί θα τον πετάς πάνω του!
Έτσι καί έκανε. Δεν ξαναμαγείρεψε ποτέ για τον άντρα της, καί κάθε βράδυ τον έκανε μούσκεμα μέ τόν κουβά, την ώρα πού τόν έβλεπε να γονατίζει.

Εκείνος ατάραχος! Δεν την μίλησε ποτέ, δεν της παραπονέθηκε καθόλου! Ούτε έφυγε άπ’ το σπίτι! Συνέχιζε να προσεύχεται- καί μόλις τελείωνε, πήγαινε καί έβγαζε τα μουσκεμένα του ρούχα καί φόραγε αμίλητος τά στεγνά πού είχε έτοιμα ήδη!
Ξέρετε πόσο κράτησε αυτό τό μαρτύριό του; Δύο χρόνια ολάκερα!

Καί ένα βράδυ, την ώρα της προσευχής, πάει ή γυναίκα του καί γονατίζει κλαίγοντας δίπλα του καί τού λέει-

-Θέλω καί εγώ να γίνω Χριστιανή. Ότι καί να ’ναι αυτό πού πιστεύεις, γιά να σου δίνη τόση υπομονή καί τόση Αγάπη, θέλω να τό ασπαστώ καί εγώ!
Καί έγινε καί εκείνη Χριστιανή καί έπειτα κάνανε καί 3 αγόρια. Τό πρώτο μάλιστα τό είπανε Αρσένιο, αφού τό βάφτισε ό Γέροντας Παΐσιος. Καί έρχονταν ό πατέρας μαζί μέ τούς γιούς στην Παναγούδα πού ακόμα ήτανε ό Άγιος, καί θαύμαζε ό Παππούς την αγνότητα των παιδιών. Κάποτε πού είχαν έρθει τούς λέει--Πάρτε λουκουμάκι, ευλογημένα!
Καί τού άπαντά τό μεγάλο παιδί-

- Πρώτα προσκύνημα καί ύστερα λουκούμι, Γέροντα! Κανένας δεν μου είχε απαντήσει έτσι! έλεγε ύστερα ό 'Άγιος!

Τρίτη 3 Ιουλίου 2018

Κύριε ανάπαυσον τις ψυχές των δούλων σου…




Ένιωθα να πνίγομαι. Χανόμουν. Κανένα έλεος. Καμία βοήθεια. Απώλεια. Σκότος. Πήρα ανάσα. Ξύπνησα μέσα στο ιλαρό φως του καντηλιού μου. Η καρδιά μου κτυπούσε σε ρυθμούς φόβου.

«Κύριε, ελέησόν με…» ψιθύριζα δειλά, λες και απέφευγα να με ακούσει κάποιος κρυμμένος εχθρός.
Με την ευχή, σίγα σιγά, γαλήνευσα. Ήρθα στα συγκαλά μου.

«Γιατί φοβήθηκα; Γιατί τόση αγωνία; Όλα αυτά από ένα όνειρο; Όλα αυτά από κάτι το ψεύτικο και φτιαχτό;» αναλογίστηκα. «Χρόνια μοναχός και όμως τίποτα δεν κατάφερα, ακόμα φοβάμαι από ψεύτικους εφιάλτες…» συνέχισα.

Η ώρα ήταν τρεις τα ξημερώματα. Πήγα να γυρίσω πλευρό, μα κάτι μου έλεγε να μην το κάνω. Κάτι με παρακινούσε να σηκωθώ από το κρεβάτι μου και να πάω προς το παράθυρο. Κρύο. Ένα τρέμουλο διαπέρασε το σώμα μου καθώς έκανα στην άκρη την κουβέρτα. Σηκώθηκα. Το καντηλάκι στο εικονοστάσι έδινε μία εικόνα θαλπωρής ετούτη την ώρα. Έκανα δύο βήματα και στάθηκα μπροστά στις κλειστές κουρτίνες. Δεν ήθελα να τις ανοίξω, μα κάτι μου έλεγε να το κάνω.

Ησυχία. Είναι αρχές του χειμώνα, ούτε πουλιά, ούτε τζιτζίκια. Σιγή. Κάνω να αγγίξω την κουρτίνα και ξάφνου αισθάνομαι μία παρουσία έξω από το δωμάτιό μου. Κάνω τον σταυρό μου. Σιγά σιγά ανοίγω την κουρτίνα και δειλά κοιτώ. Σκοτάδι. Το φεγγάρι φωτίζει ελάχιστα τα ανεμοδαρμένα κυπαρίσσια.

Φυσά, όμως δεν ακούω τον άνεμο.
«Θα ανοίξω το παράθυρο» σκέφτομαι, και το κάνω. Ο άνεμος δυνατός, τον ακούω…αλλά δεν ακούω μόνο αυτόν. Σαν να ακούω ανθρώπινη λαλιά. Σαν να βρίσκεται κάποιος εκεί έξω. «Μα, τι γλυκιά φωνή είναι αυτή;» Από πού την φέρνει ο άνεμος; Είναι ανθρώπινη ή αγγελική; Είναι επίγεια ή ουράνια;

Ρίχνω στους ώμους μου το χειμωνιάτικο πανωφόρι μου και κάνω να βγω έξω. Κάνω τον σταυρό μου. «Κύριε, τι μου επιφυλάσσει αυτή η έξοδος;».
Είμαι έξω. Μόνος με τον αγέρα. Αρχίζω να βαδίζω προς το καθολικό της μονής. Τίποτα. Ο άνεμος αρχίζει να δυναμώνει. «….ελέησόν, με» ακούω πέρα, από τα κοιμητήρια. Πηγαίνω προς τα εκεί. Κρυώνω, το κομποσχοίνι στο χέρι μου κρατιέται σφιχτά από τα ιδρωμένα χέρια μου. Κρυώνω, όμως δεν με νοιάζει. Θέλω να βρω αυτή την φωνή.

Κοντεύω στον κοιμητηριακό ναό του μοναστηριού. Ένα μικρό εκκλησάκι, πετρόκτιστο, παλαιό. Γύρω του οι τάφοι των πατέρων. Ασκητών και γεροντάδων. Κοντοστέκομαι κάτω από την βελανιδιά. Προσπαθώ να δω αν βρίσκεται κάποιος μέσα στο χώρο των κοιμητηρίων. Ο άνεμος δυνατός. Κρυώνω.

Κάνω να κοντέψω, όταν ξανακούω τη φωνή. «Κύριε, ελέησόν με τον αμαρτωλό…».

Η φωνή ακούγεται καθαρά, γεμάτη πόνο… εκλιπαρεί για έλεος και συγχώρεση. Μένω στην ίδια θέση λέγοντας και εγώ την ευχή. Το κρύο αφόρητο. Στην βιασύνη μου δεν ντύθηκα καλά και τώρα αρχίζω να συνειδητοποιώ ότι το κρυολόγημα δεν το γλιτώνω.

Ο νους μου πετά, απ’εδώ και απ’ εκεί. Αρχίζω και πάλι να σκέφτομαι ρηχά και ανούσια πράγματα. Μπροστά μου γίνεται κάτι σημαντικό και εγώ σκέφτομαι το κρυολόγημα. Ανασηκώνομαι. Έχει περάσει μισή ώρα και κανείς δεν έχει εμφανιστεί.
Μόνο η φωνή ακούγεται τώρα να προσεύχεται για τις ψυχές των κεκοιμημένων. «Κύριε ανάπαυσον τις ψυχές των δούλων σου…». Η ώρα περνά.
Βλέπω κίνηση. Μία μικρή φλόγα βαδίζει μέσα στους τάφους. Ποιος είναι; Δεν μπορώ να διακρίνω καλά… η φλόγα σταματά. Ένα φαναράκι στα χέρια κάποιου ρασοφόρου. Γνώριμη η σιλουέτα αλλά…
Θέλω να φωνάξω, να δηλώσω την παρουσία μου, όμως δειλιάζω…δεν θέλω να διακόψω την στιγμή. Ο ρασοφόρος ανοίγει την πόρτα απ’ το εκκλησάκι και μπαίνει μέσα. Αρχίζει να ψέλνει το «Χριστός Ανέστη…». Το λέει πολλές φορές.

Κάνει να βγει. Το φως από το φαναράκι φωτίζει το πρόσωπό του. Τι έκπληξη! Είναι δυνατόν; Είναι ο γερο-Νικόλας. Ένα από τα λίγα εναπομείναντα γεροντάκια του μοναστηριού.

Το βήμα του είναι πολύ αργό. Βρίσκω την ευκαιρία να φύγω καθώς ξαναγονατίζει μπροστά στο ναό.
«Θεέ μου. Γέρος άνθρωπος μέσα στο κρύο; Εγώ ξεπάγιασα. Αυτός έπρεπε να πεθάνει». Μπαίνω στο κελί μου με την απόφαση να διαδώσω ότι είδα και άκουσα σε ολόκληρη την αδελφότητα.

Πήγα στο κελί μου σχεδόν τρέχοντας, λόγω του κρύου αλλά και για να μη με καταλάβει ο γερο- Νικόλας.

Έκλεισα την πόρτα…δεν πρόλαβα να βγάλω το πανωφόρι όταν ξάφνου, στην πόρτα μου ακούστηκε ένα απαλό κτύπημα. Η ώρα ήταν τέσσερις και μισή.
«Μα ποιος να είναι; Όποιος και να είναι θα του πω για τον γερο-Νικόλα» είπα μέσα μου. Πετώ το πανωφόρι πάνω στην καρέκλα του γραφείου και κάνω να ανοίξω. Μπροστά μου στέκεται ο γερο-Νικόλας. Στο αριστερό του χέρι κρατά ένα φαναράκι και στο δεξί το κομποσχοίνι του.
«Μα… πως; Πότε πρόλαβες να έρθεις;» έχασα τα λόγια μου. Ο γερο-Νικόλας δεν με κοίταξε στα μάτια. Κοιτούσε κάτω, ήρεμος, ειρηνικός.
«Παπά μου, σε παρακαλώ…» είπε ψιθυριστά «…ας μείνει μεταξύ μας».

Τα γόνατά μου λύγισαν, μπροστά στον παπουλάκο. Έπεσα χάμω. Μόλις το αντιλήφθηκε ο γερο-Νικόλας έκανε το ίδιο. Μου έπιασε τα χέρια και μου τα φιλούσε
«Έτσι, παπά μου…ας μείνει μεταξύ μας… μόνο ο γέροντας το ξέρει… σε παρακαλώ».
Του έγνεψα καταφατικά μιας και δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Ο γερο-Νικόλας δεν με κοίταξε στα μάτια, κοιτούσε κάτω. Σαν να ντρεπόταν για το μεγαλείο του. Τα μάτια του μούσκευαν το κατώφλι του κελιού μου. Βάλαμε μετάνοια και έφυγε. Έφυγε, αφήνοντας πίσω του τα στίγματα ταπείνωσης, ίχνη Θείας Χάριτος.

Κλείνοντας την πόρτα του κελιού μου ξέσπασα σε λυγμούς. Δεν άντεξα. Έκλαιγα από χαρά. Έκλαιγα γιατί ο Θεός με αξίωσε να δω τον κρυφό καθημερινό αγώνα ενός «ασήμαντου» μοναχού. Έκλαιγα για εμένα. Για την ακηδία μου, για τους τύπους που κρατούσα ενώ έχανα την ουσία των πραγμάτων. Έκλαιγα μπροστά στο καντηλάκι του κελιού μου που το άναβα μηχανικά χωρίς ίχνος κατάνυξης…έκλαιγα βουβά μέσα στην νύχτα της προσωπικής μου αποκάλυψης…
Έκλαιγα καθώς ο ήλιος άρχισε να βγαίνει και το τάλαντο τάραξε την ησυχία του τόπου. Δεν είπα τίποτα σε κανένα αδελφό. Μίλησα μόνο με τον γέροντα ο οποίος μου έβαλε κανόνα να μην πω τίποτα μέχρι ο γερο-Νικόλας να κοιμηθεί εν Κυρίω.

Δεν ξέρω αν από τότε ξύπνησα πνευματικά. Δεν ξέρω εάν έστω και λίγο προόδευσα. Ένα ξέρω, μέχρι το τέλος της ζωής του ο γερό-Νικόλας με απέφευγε. Ήταν το τίμημα της εξόδου μου εκείνο το βράδυ από το κελί μου. Ήταν η ταπείνωση του γερο-Νικόλα μπροστά στην δική μου εγωπάθεια.
Ο γερο-Νικόλας μας άφησε. Πήγε να βρει εκείνους που ευχόντουσαν γι’ αυτόν και αυτός προσεύχοντας γι’ αυτούς αντίστοιχα. Πήγε να βρει δια του θανάτου την Ζωή που τόσο ποθούσε…

Κάποιες βραδιές που δεν έχω ύπνο. Βάζω το πανωφόρι μου και πηγαίνω μέχρι τα κοιμητήρια. Εκεί, κάτω από την βελανιδιά παρατηρώ τους ξύλινους σταυρούς των τάφων… το χώμα, που σκεπάζει μητρικά τα σώματα εκείνων που πόθησαν τον Ουρανό. Κάθομαι και κοιτώ.
Κάποιες φορές είναι σαν να βλέπω τον γερο-Νικόλα με το φαναράκι του να γυρίζει από τάφο σε τάφο και να προσεύχεται για τους αδελφούς που φύγαν… να γυρίζει προς το μέρος μου και να με βεβαιώνει ότι εύχεται και για όλους εμάς, τους ανυποψίαστους παρατηρητές των μεγάλων «ασήμαντων» αγίων που βρίσκονται ανάμεσά μας, οι οποίοι ακόμα δεν έφυγαν, μα και όταν φύγουν, θα φύγουν αθόρυβα, μέσα στην ειρήνη μιας νύχτας που θα ξημερώσει γι’ αυτούς, αιωνιότητα.