Σελίδες

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Ηρωδίων μοναχός Καψαλιώτης (1904 - 1990)





Γεννήθηκε φτωχός, ο κατά κόσμον Ιωάννης Μαντούφ, σ’ ένα χωριό της Ρουμανίας, που λέγεται Ορντασέστ, το 1904. Από μικρός αγά­πησε υπέρμετρα τον Χριστό. Νέος ήλθε στο αγιασμένο Περιβόλι της Παναγίας, για ν’ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Υιό της. Πρόκειται για ευώδες άνθος του θεοφύτευτου κήπου του ιερού Άθωνος και για γλυκόφθογγο στρουθίο τ’ ουρανού.
Ρασοφόρεσε μάλλον στο Διονυσιάτικο Κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα και το μέγα σχήμα των μοναχών έλαβε στην Καλύβη των Αρχαγγέλων στην Αγιοπαυλίτικη Λακκοσκήτη. Από το τέλος του 1964 ασκήτευε στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου στην Καψάλα. Διήλθε και από άλλα μέρη της αγιοτρόφου αθωνικής χερσονήσου: την Προβάτα, τις Καρυές, Κελλιά της Καρακάλλου, Φιλοθέου και Βατοπεδίου. Σαν μέλισσα κυνηγώντας γύρη και σαν στρουθίο ελεύθερο περιδιάβαινε τα καλντερίμια και τα δάση, να βρει λίγη τροφή, γιατί ήταν πάμφτωχος.

Επέλεξε τον πιο δύσκολο δρόμο οσιότητος, τη διά Χριστόν μωρία. Πολ­λοί όμως τον είχαν για πραγματικό τρελό. Αυτός χαιρόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Την τιμή προσδοκούσε μόνο από τον Θεό, στην πανευφρόσυνη και ατέρμονη αιωνιότητα. Με τη διά Χριστόν σαλότητά του ξεγελούσε τους ανθρώπους και τους δαίμονες. Είχε από νέος πλουσιότατη τη χάρη του Θεού.
Ζούσε με συνεχή κι επιλεγμένη πενία, άσκηση, κακουχία, ταλαιπωρία, κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Το ακατάστατο, βρόμικο και απεριποίητο κελλί του έκρυβε την καθαρότητα της ωραίας καρδιάς του. Ήταν ένας αληθινός ασκητής, ένας μυστικός ησυχαστής, ένας γνή­σιος άνθρωπος του Θεού. Μέσα από τα φαινομενικά σαλεμένα λόγια του κατέθετε αλήθειες, προοράσεις και νουθεσίες. Έπιανε τους λογι­σμούς των επισκεπτών του, μοναχών ή λαϊκών, πριν τους του πουν, και τους έλεγε τα δέοντα.

Τον γνώρισα ένα δειλινό μέσα στο δάσος κρυμμένο. Στην αρχή τον πέρασα για θηρίο. Του χάλασα προφανώς την ησυχία. Δεν παραπονέθηκε. Δεν ταράχθηκε. Είχε μία κρυφή μακαριότητα. Δεν νομίζω ότι τον φόβιζε τίποτε, γιατί ήταν ταπεινός. Αντί για σκουφί είχε μια ξεθωρια­σμένη κάλτσα. Ήταν σκεπασμένος με μια σταχτιά κουβέρτα, που της είχε κάνει μία τρύπα και είχε περάσει το κεφάλι του. Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτε απ’ ό,τι έλεγε. Ο συνοδός μου φεύγοντας μου είπε πως του απάντησε σε κάτι που από καιρό τον απασχολούσε, δίχως να τον ρωτήσει. Σ’ ένα μοναχό, που τον έβλεπε συχνά, προτού του πει τα ερωτήματα, του απαντούσε και τον ανέπαυε και παραμυθούσε.

Σ’ έναν άλλον μοναχό, που τον ρώτησε που κοινωνά, του είπε πως μπορεί να κοινωνά όχι μόνο στην εκκλησία … Τον κοινωνούσε άγγελος; Άλλος μοναχός τον είδε να λάμπει καταπληκτικά το πρόσωπό του, παρότι τις περισσότερες φορές ήταν μαύρο και λερωμένο. Είχε μεταλάβει εκείνη την ημέρα. Ο παπα-Αρτέμιος έλεγε: «Η φυσιογνωμία του σε ενέπνεε. Ήτο λιπόσαρκος, ξερακιανός, απεριποίητος, αλλ’ όταν βρισκό­σουνα κοντά του, γέμιζες από τη χάρη που εξέπεμπε! Καλλιεργούσε σκοπίμως μία σαλότητα -ήτο διά Χριστόν σαλός- για ν’ αποφεύγει τις επισκέψεις και τον έπαινο των ανθρώπων, φοβούμενος μη χάσει τον μισθό του στους Ουρανούς. Κύριο γνώρισμά του ήταν το προορατικό χάρισμα. Πολλές φορές έλεγε πράγματα που σε λίγο διάστημα συνέβαιναν!». Σε πολλούς έλεγε: «Όσο μπορείς να λες την ευχή του Ιησού». Την έλεγε πολύ ο ίδιος.

Εκοιμήθη γυμνός όπως γεννήθηκε στις 12.12.1990 σ’ ένα γειτονικό του Κελλί που τον φιλοξενούσαν. Μετά τριετία τα οστά του βρέθηκαν κιτρινωπά και ευωδιάζοντα. Πώς να μην ευωδιάζει αυτός που έζησε στην τέλεια φτώχεια, τον πολύχρονο εγκλεισμό και τη μεγάλη εκούσια εξωτερική δυσωδία; Η σαλότητά του περιέπαιζε την εξυπνάδα των μορφωμένων, όσων ειρωνεύονται και ασεβούν. Ο Γέροντας Ηρωδίων κατά τον Γέροντα Παΐσιο δεν ήταν χαζός ούτε πλανεμένος. Ήξερε να τους εξαπατά όλους με την κατά Θεόν σαλότητά του. Ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος λέει γι’ αυτόν πως πέρασε από τη γη δίχως να πατήσει σε αυτή και δίχως να τον ακουμπήσει … Ο Γέροντας Ιωαννίκιος αναφέρει.: «Επί τεσσαράκοντα έτη ήτο έγκλειστος εις το μικρόν του κελλίον, εντελώς γυμνός, πτωχός, αλλ’ ευτυχής και μακάριος. Η ζωή του όλη ηναλίσκετο ως λαμπάς φωτεινή εις την προσευχήν, εις την σιωπήν, εις την θεωρίαν …».

Φεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων έφθασε στη δόξα του Θεού. Περιπαίζοντας την κοσμική ματαιότητα εισήλθε στην ένδοξη αιωνιότητα. Διώχνοντας την ανθρώπινη δόξα κέρδισε τον αμαράντινο στέφανο της αιώνιας δόξας, την οποία μακάρι ν’ απολαύσουμε όλοι μας.

Πήγες – Βιβλιογραφία
Ιλαρίωνος Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέρων Ηρωδίων Καψαλιώτης ο διά Χριστόν σαλός, Άγιον Όρος 2008.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ. 1281-1285, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
http://www.pemptousia.gr


Πατέρας Ηρωδίων Καψαλιώτης (†1990)

Εδώ και πολύ καιρό είχα ακούσει δια τον πατέρα Ήρωδίωνα. Τον θαυματουργό, τον διά Χριστόν σαλό της αγιορείτικης ερήμου της Καψάλας.
Από σκόρπιες πηγές περισυνέλεξα ολίγα πτωχά στοιχεία της ζωής του τα όποια προσφέρω εις τους ευσεβείς χριστιανούς διά να γνωρίζουν ότι και εις τους έσχατους αυτούς καιρούς, ο Θεός δεν μας εγκατέλειπε, αλλά μας έδωκεν ισχυρά στηρίγματα εις την γη και διαπύρους πρεσβευτάς εις τους ουρανούς.

Γεννήθηκε τo 1904 εις την Ρουμανία εις την επαρχία Ορντάσεστ. Ό πατέρας του, λεγόταν Πέτρος Μαντούφ, η μητέρα του Ελένη. Ήταν πτωχοί αλλά τίμιοι άνθρωποι. Ο Πέτρος δούλευε στα χωράφια, έβοσκε τα λιγοστά του πρόβατα, έτρωγε δηλαδή το ψωμί του εν ίδρώτι του προσώπου του. Ο Θεός του χάρισε ένα γυιό, τόν Ιωάννη. Ήταν ένα αθώο και φιλότιμο παλληκάρι. Ψηλός, γεροδεμένος, με γαλανά φωτεινά μάτια. Βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα και καλλιεργούσαν μαζί τα χωράφια. Ο Ιωάννης είχε μια έντονη θρησκευτική φύσι. Ήταν φιλέρημος χαρακτήρας. Του άρεσε να άκούη ιστορίες για μεγάλους ερημίτες, που άσκήτευαν στα σπήλαια και σε μικρές καλύβες που έφτιαχναν από κορμούς δένδρων στα Καρπάθια όρη και η καρδιά του καιγόταν να τους μιμηθή. Του έλεγαν οι γεροντότεροι ότι εις την Ελλάδα υπάρχει ένα όρος, ωσάν ένας νομός εις τον όποιο υπάρχουν μόνο μοναστήρια, σκήτες και φτωχικές καλύβες πού εδώ και χίλια χρόνια περίπου ζουν μόνο ασκητάδες. Ο πρώτος ερημίτης του Αγίου Όρους, λεγόταν Πέτρος. Ήταν στρατηγός και φίλος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκα. Ο ερημίτης Πέτρος ζούσε ασκητικά σε μια σπηλιά και πολύ βασάνιζε το σώμα του. Πολύ τον ταλαιπωρούσαν οι δαίμονες.

Η Μητέρα του Θεού, του παρουσιάστηκε σ' ένα όραμα γεμάτο φως και του είπε. Έχε υπομονή στις παγίδες και τα βέλη του εχθρού εκλεκτέ μου. Το όρος αυτό είναι δικό μου. Το έζήτησα από τον Υιό μου, και αυτός μου το έδωσε. Εδώ θα έρχονται να κατοικούν όσοι θέλουν να αφιερωθούν εις τον Θεό. Όσο ζουν θα έχουν την προστασία μου. Θα τους τρέφω και θα τους συντηρώ. Δεν θα τους λείψη τίποτε. Και όταν φύγουν από τον κόσμο αυτό, θα τους δωρίσω την βασιλεία του Θεού. Θα το κάμω γνωστό και ένδοξο σ' όλον τον κόσμο. Βασιλιάδες και άρχοντες θα έρχονται εδώ να προσκυνούν. Γυναίκα δεν θα πατήση το πόδι της εδώ. Μόνον εγώ θα βασιλεύω, κανένας βασιλιάς ή άρχοντας θα βασίλευσει εδώ.

Η καρδιά του Ιωάννη σκίρτησε. Άραγε πώς εγώ θα τα καταφέρω να πάω στο Άγιον Όρος; Με τί μέσον; Με τί τρόπο; Δεν θα με αναζητήσουν οι γονείς μου; Δεν θα με εύρουν; Όμως ο Ιωάννης το αποφάσισε. Φεύγει λοιπόν από το σπίτι του, έρχεται στη Μαύρη Θάλασσα, ευρίσκει ένα πλοίο, και με την βοήθεια του Θεού, έρχεται εις το Άγιον Όρος. Όμως θέλει να ιδή, να μελετήση, να κατανόηση την ζωή εδώ. Έτσι γίνεται εργάτης στη Μονή Καρακάλου. Δουλεύει στους λαχανόκηπους, στις εληές. Σε κάθε εργασία. Πάντα πρόθυμος, πάντα γελαστός, πάντα χαρούμενος. Αυτή ή χαρά είναι το χαρακτηριστικό του και τον συνοδεύει σ' όλη του τη ζωή. Έπειτα αποφασίζει να συναριθμηθή σε μια μοναχική συνοδεία, Πρώτα άσκητεύει στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Τι τον είλκυσε εδώ; Το αυστηρό τυπικό, οι ζηλωτές ασκητάδες και τα λείψανα των Αγίων. Εδώ σώζεται, πολύτιμος θησαυρός, το δεξιό χέρι του Ιωάννου του Προδρόμου. Το χέρι με το όποιο εβάπτισε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Όμως ο Ιωάννης θέλει να γνωρίση και να ζήση και σε άλλες μοναχικές παλαίστρες. Έτσι αφήνει το αγιασμένο αυτό μοναστήρι, κι έρχεται στο μοναστήρι του Φιλόθεου.

Εδώ μένει αρκετό καιρό. Γυμνάζεται στους πνευματικούς πολέμους. Δέχεται τα βέλη του εχθρού και απαντάει ωσάν γενναίος στρατιώτης. Η καρδιά του γίνεται ένα πεδίο βολής. Ένα αναπεπταμένο πεδίο μάχης. Από τη μια μεριά οι δαίμονες. Τον πολεμούν με όλη τους την δύναμι, με όλο τους το μίσος. Και από την άλλη ό ηρωικός αγωνιστής. Δεν πολεμάει τον εχθρό με ορατά όπλα. Ο πόλεμος δεν είναι ορατός. Είναι αόρατος. Τον πολεμάει με πνευματικά όπλα. Νηστεία, υπομονή, σιωπή, ταπείνωσι, αγρυπνία, μελέτη του λόγου του Θεού. Αλλά ιδιαίτερα τον πολεμάει με την προσευχή. Διά τον μοναχό ή προσευχή είναι το πρώτο του θέμα. Εάν επιτύχη εις την προσευχή επέτυχεν εις τους στόχους του. Εάν από τύχη εις την προσευχή, έχει κάμει μεγάλα ρήγματα ό εχθρός εις το κάστρο της ψυχής του, και πρέπει να βιασθή για να κερδίση το χαμένο έδαφος. Εδώ εις το Άγιον Όρος οι μοναχοί προσεύχονται με μια απλή προσευχή, πού έγινε αληθινή επιστήμη. Προσεύχονται με την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς». Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ρώτησε τον άγγελο. «Πώς πρέπει εμείς οι μοναχοί να προσευχώμεθα;». Και ο άγγελος του απάντησε: «Εάν ό μοναχός είναι γραμματοφόρος, να διαβάζη το ψαλτήριον. Εάν είναι αγράμματος, να λέγη την απλή προσευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Όμως πολλοί γραμματοφόροι προτιμούν να προσεύχωνται με την απλή αυτή προσευχή, παρά με το Ψαλτήριον.

Ο μοναχός όλο τον χρόνο της ζωής του, λέγει αυτή την ευχή. Αυτή η προσευχή ομοιάζει με την ήσυχη απαλή βροχή. Η ήσυχη βροχή ποτίζει σιγά σιγά την γη και η γη καρποφορεί. Η καταρρακτώδης βροχή δεν βοηθάει την γη να καρποφορήση. Παρασύρει το χώμα, την λίπανσι, τους σπόρους.
Άλλο παράδειγμα. Όταν το ζεστό νερό κυκλοφορεί εις τα σώματα του καλοριφέρ πάντοτε, όλο το δωμάτιο θερμαίνεται. Εάν το ζεστό νερό σταματήση να κυκλοφορή εις το καλοριφέρ, όλο το δωμάτιο ψύχεται. Όταν εις την καρδία κυκλοφορεί πάντοτε το γλυκύτατο όνομα του Ιησού Χριστού, η καρδία θερμαίνεται με θεία θέρμη, και διά της καρδίας, κάθε κύτταρο, κάθε μέλος του σώματος θερμαίνεται, εξαγνίζεται από κάθε ρυπαρό λογισμό, από λογισμούς μίσους, μνησικακίας, εκδικήσεως, φθόνου, ζηλοφθονίας, υπερηφάνειας, οιήσεως, αλαζονείας, φιλοδοξίας, φιλοπρωτείας, κοιλιοδουλείας, πολυφαγίας, καλοφαγίας, φιλυπνίας, ραθυμίας, ακηδίας, οκνηρίας, περιέργειας, πολυπραγμοσύνης, θλίψεως, μελαγχολίας, ταραχής, νευρικότητος, ανυπομονησίας και κάθε πάθους μικρού ή μεγάλου. Όμως εσκέφθη ο ασκητής μας ότι εδώ εις το μοναστήρι με τους τόσους θορύβους, δεν μπορεί η ψυχή να καλλιεργήση την καρδιακή προσευχή, διά τούτο δε ανεχώρησε από το μοναστήρι και ήλθεν εις την έρημον της Καψάλας, εις την οποία πολλοί μοναχοί και πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ησυχαστικόν βίον, με απόλυτη σιωπή, απομόνωση, νηστεία, είχον δε και πρόσφορους περιστάσεις διά την νοερά ή καρδιακή προσευχή. 


Με πολύ προσοχή κατεσκόπευσε τα καλύβια, τις σκήτες, τις μικρές συνοδείες και η ψυχή του αναπαύτηκε σε ένα κελλί πολύ απομονωμένο, του Αγίου Δημητρίου, απέχει σαράντα λεπτά από το δρόμο.
Ήταν δε παντελώς έρημο, ακατοίκητο, μισοερειπωμένο. Τα παράθυρα κατεστραμμένα, οι πόρτες επίσης, οι λαμαρίνες επίσης. Όταν φυσούσε άνεμος, σφύριζε μέσα στο κελλί, όταν χιόνιζε, το κελλί ήταν πάντα χιονισμένο μέσα. Ό π. Παΐσιος γνωρίζοντας την κατάσταση του κελλιού του, του έστειλε τρεις υποτακτικούς του, να του το διορθώσουν.

Εκεί έζησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μόνος. Μονώτατος. Έρημος. Απλησίαστος ερημίτης. Δεν περιποιόταν καθόλου τον εαυτό του. Ποτέ του δεν πλύθηκε, Ποτέ του δεν φρόντισε να εύρη ένα καλό ρούχο. Δεν έπαιρνε καμιά μέριμνα διά τροφή. Πατέρες από τα γειτονικά κελλιά, Έλληνες και Ρουμάνοι, του άφηναν ευλογίες, και με αυτές συνετηρείτο.
Σαράντα χρόνια μελέτης του Θεού.
Σαράντα χρόνια καρδιακής προσευχής.
Σαράντα χρόνια πάλευε με τα στοιχεία της φύσεως και με τους δαίμονας.
Από έγκλειστος και ήσυχαστής έγινεν κατά Θεόν σαλός. Κατά Θεόν τρελλός. Παλαβός, θεοπάλαβος. Έλεγε του κόσμου τις τρέλλες, ασυναρτησίες, έκαμε τρελλές χειρονομίες. Δεν ήταν ευγενής. Στους περίεργους πολύ απότομος. Όταν τους έδιωχνε και δεν φεύγανε, τους περιποιόταν με βρισίδι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάλαβαν τί θησαυρός ήταν. Τί θησαυρό έκρυβε. Τί διορατικά και προφητικά χαρίσματα έκρυβε και πολλοί τον επεσκέπτοντο και αυτός έκαμε συγκατάβασι και τους δεχόταν.
Αναφέρει ένας. Αγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, αχλάδια, ροδάκινα, ντομάτες και πήγαμε να τον δούμε.
Μας δέχτηκε. «Ω, ευχαριστώ καλοί πατέρες. Ευχαριστώ πολύ». Του δώσαμε τα δώρα μας. Κόβει τα μπισκότα μικρά μικρά κομματάκια και τα πετάει εις τον αέρα. «Να φάνε τα πουλάκια». Έπειτα, κομματιάζει τα μακαρόνια και τα πετάει σ' όλες τις κατευθύνσεις. Έπειτα, παίρνει τα αχλάδια, τα ροδάκινα, τις ντομάτες και τις πετούσε στους τοίχους του κελλιού του. «Τα χρειαστήκαμε», έλεγαν.
Μέσα, δε το κελλί του, μη χειρότερα. Στους τοίχους χυμένοι καφέδες, πορτοκαλάδες. Στο δάπεδο σε ύφος τριάντα εκατοστών, πεταμένα κουτιά κονσέρβας όλων των ειδών, φιάλες από πορτοκαλάδες, πόματα, και σκουπίδια πολλών ειδών.

Και οι σύντροφοι του να ζουν ειρηνικά και να κυκλοφορούν ελεύθερα, άφοβα. Σαύρες, σαμιαμίθια, κατσαρίδες, μύγες, ποντίκια. Όλων των ειδών και όλων των μεγεθών.
Και ο καλός μας Ηρωδίων να κινήται και να ζη μ' αυτά ο μονασμένος και συμφιλιωμένος.
Είχε το διορατικό χάρισμα. «Εσύ, είσαι από την Κέρκυρα», λέγει σε έναν.
«Εσύ να πας στη Συκιά», λέγει σε άλλον. Σε ποια συκιά, διερωτόταν. Συκιά λέγανε το χωριό του.
Σαν τον Αδάμ, προτού αμαρτήσει είχε εξουσία εις τα στοιχεία της φύσεως, τα διέτασε και αυτά πειθαρχούσαν. Τον επεσκέφθη κάποτε ένας ευσεβής και συνομίλησαν πολύ ώρα στο κελλί. Όταν τελείωσε η συζήτηση και βγήκαν έξω, να τον κατευοδώση, τον βλέπει μελαγχολικό. Αιτία, ο συννεφιασμένος ουρανός. Το παρατηρεί αυτό ο πατέρας μας και του λέγει. «Σε βλέπω μελαγχολικό. Θέλεις να σκορπίσω τα σύννεφα;». Υψώνει τα μάτια του εις τους ουρανούς και δίδει διαταγή εις τα σύννεφα: «σκορπισθείτε». Τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και φάνηκε ζεστός ό ήλιος. Ρωτάει πάλι. «Θέλεις να πω στη γη να φυτρώσουν λουλούδια;». «Όχι, όχι», λέγει τρομοκρατημένος.

Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φύτευση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη.
Δεν τον είδαν ποτέ να μεταλάβη. Το συμβαίνει;
Ή άγγελος εξ ουρανού τού μετέδιδε την αγία κοινωνία, όπως συνέβαινε εις τους ερημίτες που κατοικούσαν εις τα βάθη της Αιγυπτιακής ερήμου, ή είχε δεχθεί την θεία Χάρι τόσο έντονα ώστε να μην έχη ανάγκη από την Χάρι που παρέχουν τα Μυστήρια.
Εις την σωματική διάπλασι ήταν εύσωμος, ευθυτενής, με ολίγα γένεια, τήδε κακείσε φυτρωμένα.
Είχε απαλά, φυσιολογικά και συμπαθητικά χαρακτηριστικά. Πάντοτε χαμογελαστός. Οι οφθαλμοί του ήσαν γαλανοί, μεγάλοι, λαμπεροί. Ολόκληρος έλαμπε. Πολλές φορές το πρόσωπο του φωτιζόταν από το θειο φως, και τότε δεν μπορούσες να τον ιδής κατά πρόσωπον.
Όταν παραγέρασε, τον πήρε ο πατήρ Μελέτιος, Ρουμανός κατά την φυλή, τον γηροκόμησε. Όταν δε εκοιμήθηκε εν Κυρίω την 12η Δεκεμβρίου 1990 τον έθαψε.
Ο πατήρ Μελέτιος τον έκαμε μεγαλόσχημο και του έδωκε το όνομα Ηρωδίων.
Ο άγιος Ηρωδίων, ήταν μαθητής του Παύλου. Πιστός μαθητής. Εχειροτονήθη πρεσβύτερος και επίσκοπος και διορίσθη επίσκοπος Νέων Πατρών. Ήταν ζηλωτής, δια τούτο και οι ειδωλολάτρες με τους Ιουδαίους αφού τον κατατυράνησαν, του απέκοψαν την κεφαλή.
Η ανακομιδή του λειψάνου του γέροντα Ηρωδίωνα έγινε επτά χρόνια αργότερα, η δε αγία του κάρα φυλάσσεται εις το κελλίον του πατρός Μελετίου.

Ο πατήρ Μελέτιος είναι σήμερον υπερογδοηκοντούτης, μιμητής του γέροντα Ηρωδίονα. Μιμείται και την σαλότητά του.
Ο Θεός δια πρεσβειών του Οσίου πατρός ημών Ηρωδίωνος, είθε να ελεήση και την αμαρτωλή μας ψυχή και να μας αξιώση της επουρανίου του βασιλείας και των επουρανίων του αγαθών. ΑΜΗΝ.
Ένα νέο στοιχείο από τη ζωή του.
Τον επεσκέφθη ένας θεοσεβής και του έδωσε δύο εικονίδια. «Πάρτα για τα παιδιά σου». «Μα δεν έχω δύο παιδιά, ένα έχω», «Πάρτα, πάρτα» .... Μετά ένα έτος, απέκτησε και δεύτερο παιδί.

Άρχιμανδρίτης Σεραφείμ Δημόπουλος
http://vatopaidi.wordpress.com




Ὁ μοναχὸς Ἡρῳδίων, διὰ Χριστὸν σαλός

πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἄνθρωπος μεθόριος», ἐκδ. Μελωδικὸ Καράβι, 2005

Μία περιγραφὴ κάποιας συνάντησης μὲ ἕναν ἄνθρωπο τῆς «ἄλλης» λογικῆς, ὡς ἐπίλογος αὐτῆς τῆς μεταξύ μας συνάντησης, ἴσως ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο πρόλογο γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό:
Ἤδη ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶμε καὶ στὸν π. Ἡρῳδίωνα· ἕναν ρουμάνο ποὺ ἢ ἦταν σαλὸς διὰ Χριστὸν ἢ δὲν ἦταν ἄνθρωπος. Σὲ δέκα λεπτὰ φθάσαμε στὸν… σκουπιδότοπό του. Ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη δύσει. Σ᾿ ἕνα ἐρείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντοῦμε ἕνα νέο ἥρωα. Ὀγδόντα δύο ἐτῶν, ὄρθιος στὸ κούφωμα μίας πόρτας… χωρὶς πόρτα.
Τὰ πόδια του κρατοῦσαν κόντρα στὸ ἕνα της δοκάρι. Ἡ μέση του ἀκουμποῦσε στὸ ἄλλο. Τὰ χέρια του στηρίζονταν στὸ πρῶτο. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε ἔτσι. Ὁ ἴδιος δίχως ζωστικό. Μία μάλλινη φανέλα κι ἕνα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν τὸ ἐξαγιασμένο σῶμα του. Ἡ καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δὲν ἔβλεπες δάπεδο. Ἕνα στρῶμα ἀπὸ κονσέρβες, κουκούτσια, σακοῦλες, τάπες, καπάκια ἀπὸ μπουκάλια, φλοῦδες, ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, πάχους τριάντα ἑκατοστῶν καὶ πάνω, ἀποτελοῦσε τὸ πολύτιμο χαλὶ στὸ μυστηριῶδες… παλατάκι του καὶ ἀσφαλῶς τὸ στρῶμα του, ἂν βέβαια κοιμόταν ὁριζόντιος. Στοὺς τοίχους του τὰ ἀποτυπώματα χυμένων καφέδων καὶ τὰ ζουμιὰ πεταγμένων πορτοκαλάδων καί, ἀντὶ γιὰ κατοικίδια ζῶα, ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζωΰφια, μυγάκια, κατσαρίδες καὶ ποντίκια.
- Εὐλογεῖτε, γέροντα, εἶπε χαρούμενος ὁ ἁπλοϊκὸς συνοδοιπόρος μου.

- Ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ νηφάλιος ὁ ἡρωικὸς ἀσκητής, χωρὶς νὰ δείχνει καθόλου ἐνοχλημένος γιὰ τὸν οἰκολογικὸ περίγυρό του.
- Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς, συνεχίζει δίχως ἐνδοιασμὸ ὁ μοναχὸς φίλος μου.
- Ὤ! καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐχαριστῶ. Σᾶς εὐχαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐχαριστῶ, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.
Καὶ παίρνοντας τὴν σακούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις, μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα, πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του. Τὰ χυμένα ζουμιά τους ἀποτυπώνουν τὴν δική μου ἀπορία πού, σκυμμένος μὴ μὲ πάρουν τὰ βόλια, προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὴ λογικὴ τῆς εὐγνωμοσύνης του καί, ἐντελῶς ξαφνιασμένος, νὰ ἀποτυπώσω τὸ περιεχόμενο τῆς ἰδιότυπης μοναχικῆς προοπτικῆς του.
Ἀφοῦ ἔσπασε τὰ μακαρόνια καὶ τὰ ἔχυσε ἀπὸ τὸ περίβλημά τους, ἀφοῦ σκόρπισε τὰ μπισκότα ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦσε, φωνάζοντας «νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια· νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια», ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ ἐν μέσῳ ἀσυνάρτητων κραυγῶν νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ χάναμε τὸ θέαμα. Θὰ χάναμε αὐτὸ ποὺ ὁ π. Ἡρῳδίων ἔδειχνε. Μέσα ὅμως στὴ νύχτα τὰ δικῆς μου λογικῆς εἶχα ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζομαι λίγο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκρυβαν τὰ σκουπίδια, τὰ ἀκαταλαβίστικα λόγια καὶ φυσικὰ ἡ ἐντελῶς ἀκατανόητη λογικὴ ἑνὸς σαλοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θυμήθηκα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ πού, ἀναφερόμενος σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἡρωϊκοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν «ἐν ἀταξίαις, εὔτακτοι ὄντες», κατακλείει· «ταύτην τὴν ἄνοιαν ἀξιώσει ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθᾶσαι». Ἄραγε αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω γιὰ μία τελευταία κλεφτὴ ματιά. Τὸ ἄσχημο ἀπὸ τὴν φύση του καὶ ἄγριο ἀπὸ τὸν τρόπο του πρόσωπό του ἔλαμπε ὑπερβατικὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τόση ἡ λάμψη του ποὺ ὑποχρέωνε τὰ πήλινα μάτια μου καὶ τὴν «μὴ ὁρῶσα» καρδιά μου σὲ ἀσυνήθιστες ὁράσεις ἄλλου εἴδους καὶ ἄλλου κόσμου. Ἡ μυστηριώδης ὄψη του μένει ἀκόμη βαθειὰ χαραγμένη στὴν μνήμη μου.

Ἔφυγα καὶ ξαναβυθίστηκα στὰ σκουπίδια τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐκεῖνος ἔμεινε πατώντας πάνω στὰ σκουπίδια τῆς λογικῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τὸν σκεπτόμουν καὶ θαύμαζα τὴν ἀντοχὴ καὶ τὸν ἡρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ἐνῶ ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀξία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς λογικῆς του, δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω τὴν δομή της. Σίγουρα ἡ λογικὴ εἶναι μεγαλύτερη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἴσως ὅμως καὶ ὁ σταυρός της νὰ εἶναι τελικὰ βαρύτερος ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἡρῳδίωνα.
Πάνω στὸ πανεπιστήμιο τῶν σκουπιδιῶν καὶ τῆς σαλότητος, τόλμησα νὰ προβάλω τὴν λογική, τὴν αἴγλη καὶ τὴν φινέτσα τῆς νωπῆς τότε ἐμπειρίας μου στὸ Harvard καὶ τὸ ΜΙΤ. Τότε ἄρχισαν τὰ σκουπίδια νὰ εὐωδιάζουν σὰν λουλούδια, τὰ ζωύφια νὰ μεταμορφώνονται σὲ πουλάκια, οἱ ξεσχισμένες σακκοῦλες σὲ πτυχία καὶ δημοσιεύματα· καὶ ὁ π. Ἡρῳδίων πολὺ πιὸ «ἔξυπνος», πολὺ πιὸ πετυχημένος ἀπὸ τοὺς Νομπελίστες καθηγητές μου! Ἡ λογική τους ἐμοίαζε μὲ ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο· ἡ λογικὴ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος μὲ πύραυλο. Τὸ πρῶτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. τὴν ὥρα. Τὸ δεύτερο ἀπὸ 29.000 χλμ. τὴν ὥρα καὶ πάνω. Τὸ πρῶτο κινεῖται ὁριζόντια. Τὸ δεύτερο κατακόρυφα. Στὴν μία περίπτωση, ἂν ὑπερβεῖς τὸ ὅριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στὴν δεύτερη, ἂν τὸ ξεπεράσεις, ἐκτοξεύεσαι· ξεπερνᾶς τὴν βαρύτητα τῆς γής· διαφεύγεις· ἐλευθερώνεσαι. Οἱ πρῶτοι, οἱ λογικοί, ὅσο κι ἂν τρέχουν πατᾶνε στὴν γῆ. Ὁ π. Ἡρῳδίων ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο χωρὶς νὰ τὴν ἔχει ἀκουμπήσει. Χωρὶς νὰ τὸν ἔχει ἀκουμπήσει…
http://users.uoa.gr/




Ο μυστηριώδης έγκλειστος Ηρωδίων

Ο γερω-Ηρωδίων ο Καψαλιώτης, κατά κόσμον Ιωάννης Μαντούφ από το Ορντασέστ της Ρουμανίας, γεννήθηκε το έτος 1904. Οι γονείς του ωνομάζοντο Πέτρος και Ελένη. Ήρθε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός στο Διονυσιάτικο Κελί των Εισοδίων.
Ύστερα έζησε σε διάφορα Κελιά, κυρίως στην Καψάλα. Στις 28-10-1964 πήρε την Καλύβη του Αγίου Δημητρίου Καψάλας. Ζούσε τα τελευταία χρόνια βίον έγκλειστον, τραχύ, απαράκλητον, τελείως μόνος του. Είχε μία στέρνα στο Κελί του και από κει έπαιρνε νερό.
Όταν κάποτε έπεσε μέσα ένα ποντίκι, ο ίδιος πάλι δεν έβγαινε να πάρει νερό από αλλού, αλλά του έφερνε ο γερω-Μακάριος ο γείτονάς του. Ούτε προμήθεια έκανε ούτε εψώνιζε ούτε εργοχειρούσε ούτε κήπους καλλιεργούσε, και ο Θεός που τρέφει τους κόρακες έτρεφε και το γερω-Ηρωδίωνα.
Όταν κάποιος τον επισκεπτόταν, άνοιγε την πόρτα, έβγαζε λίγο το κεφάλι και άρχιζε να μιλάει.
Εγνώριζε Ρουμάνικα, Ρώσικα και Ελληνικά. Έλεγε πολλά ασυνάρτητα, ότι έχει εξουσία στον ήλιο, στη βροχή, κ.α. Μέσα στα πολλά έλεγε μερικά που έμεναν καρφωμένα στο νου του επισκέπτη. Ήταν κάτι προσωπικά που τον αφορούσαν, που τα ήξερε μόνο αυτός και άκουγε να τα αποκαλύπτει ο γερω-Ηρωδίων. Φεύγοντας διερωτώντο μερικοί τι να είναι αυτό το ανεξιχνίαστο μυστήριο που λέγεται γερω-Ηρωδίων; Προφήτης, τρελός, πλανεμένος ή κάτι άλλο;

Πάντως τρία πράγματα ήταν ξεκάθαρα, πέραν πάσης αμφιβολίας, σε όσους πήγαιναν να επισκεφθούν το γερω-Ηρωδίωνα τον Καψαλιώτη.
Πρώτον το ιλαρό, γλυκύ, χαροποιό πρόσωπό του με μια ασκητική λευκότητα και διαφάνεια που έμοιαζε το χρώμα του κίτρινου κυδωνιού. Η όψη του δε σε απωθούσε˙ αντιθέτως τον συμπαθούσες, κι ας ήταν άπλυτο, λερωμένο και γανωμένο το πρόσωπό του.
Δεύτερον η μεγάλη αυταπάρνησή του. Γέρων υπερογδοηκοντούτης, ζούσε πολλάκις νηστικός λόγω ελλείψεως και των στοιχειωδών σε ένα καλύβι μισοερειπωμένο, που έβαζε από παντού. Ακόμη έσταζε νερό από τη σκεπή και δεν είχε θέρμανση. Το δύσκολο έτος 1986, που έκανε τον βαρύ χειμώνα και τις μεγάλες παγωνιές, δεν εξηγείται ανθρωπίνως πώς μπόρεσε και άντεξε. Μάλιστα κυκλοφορούσε ξυπόλητος μέσα στο κελί του και δεν είχε κρεβάτι. Πάντα στεκόταν όρθιος ή ακουμπούσε λίγο στην άκρη ενός πάγκου που ήταν γεμάτος πράγματα παλαιά για τα σκουπίδια.

Όταν ήταν νέος μοναχός πήρε φωτιά ένα Κελί της Προβάτας και τον κατηγόρησαν άδικα ότι αυτός την προκάλεσε. Κάποιοι λαϊκοί εργάτες μάλιστα τον χτύπησαν πολύ.
Μετά από αυτό, όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν ανάβει σόμπα το χειμώνα, έλεγε:
"Για να μην κάψω την Καψάλα". Ίσως και να έβαλε τέτοιο κανόνα στον εαυτό του.
Να μην ανάψει δηλαδή ποτέ φωτιά.
Τον ρώτησαν κάποτε τι κάνει όταν κρυώνει, και απάντησε: "Πάω στο Σινά και ζεσταίνομαι (ίσως εννοούσε με το λογισμό του). Ο μοναχός που αγωνίζεται πραγματικά μοιάζει σαν να έχει Μάη μέσα του. Ποτέ δεν κρυώνει". Ο γερω-Παΐσιος έλεγε: "Για να κάθεται στο Κελί του με τόση στέρηση, σημαίνει ότι έχει παρηγοριά απ' το Θεό".
Και το τρίτο, οι διοράσεις και προρρήσεις του. Σε πολλούς απεκάλυπτε τους λογισμούς. Τον επισκέφθηκαν τρεις πατέρες από την Κέρκυρα και του είπε ότι είναι από το Κορφού (Κέρκυρα). Σε άλλον είπε ότι αγόρασε σκούφο και να τον φορέσει μετά από λίγες μέρες που θα βγει έξω. Έτσι και έγινε.

Ένας μοναχός πήγε να τον ρωτήσει για τη διχογνωμία. Είχε δύο λογισμούς και δεν ήξερε ποιόν να ακολουθήσει. Πριν τον ρωτήσει, του είπε ο γερω-Ηρωδίων: "Να μη σε διαιρεί η γνώμη, εσύ να τη διαιρείς".
Άλλη φορά ο ίδιος μοναχός, κάποια Σαρακοστή, είχε κατάπτωση και πήγε να ρωτήσει το Γέροντα, αν μπορεί να καταλύσει λίγο λαδάκι. Πριν τον ρωτήσει απάντησε:
"Άμα δεν μπορείς, να τρως λίγο λάδι".
Και άλλοτε σε μοναχό που είχε λογισμό να υποταχθεί στο γερω-Νικήτα, ο γερω-Ηρωδίων του είπε μόνος του: "Γερω-Νικήτα. Πρέπει να ξέρει για να σε οδηγήσει.
Αλλιώς κάθησε στο Κελί σου καλύτερα".
Σε άλλον μοναχό είπε ότι το Κελί τους που ήταν ισόγειο, έβλεπε μεγάλες απλωταριές προς τη θάλασσα, ενώ δεν είχε. Όταν έκαναν νέο κτίριο με μεγάλα μπαλκόνια, τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο γερω-Ηρωδίων.
Και στο Μπουραζέρι είχε πει ότι έβλεπε στην αυλή του Κελιού μεγάλη ωραία Εκκλησία της Παναγίας μέσα σε λουλούδια, ενώ δεν υπήρχε. Όταν μετά από χρόνια έκτισαν την καινούρια Εκκλησία, τότε οι πατέρες θυμήθηκαν τα λόγια του.



Πήγαν να τον δουν δύο προσκυνητές και άρχισε να λέει το πρόβλημα του ενός και τι θα αντιμετωπίσει όταν θα βγει έξω. Τον ρώτησε και ο άλλος:
- Εμένα δεν έχεις να μου πεις τίποτε;
- Εσένα το πρόβλημά σου είναι στη Συκιά. Κοίταξε γύρω του και του είπε ότι δε βλέπει καμιά συκιά.
- Εκείνη η Συκιά για να πας, περνάς θάλασσα. Πάλι δεν κατάλαβε και έφυγε με απορία. Μόλις επέστρεψε στο σπίτι του που είναι στο χωριό Συκιά Κορινθίας προέκυψε ένα σοβαρό πρόβλημα στην οικογένειά του και τότε θυμήθηκε τα λόγια του γερω-Ηρωδίωνος.
Ο γερω-Ηρωδίων έλεγε μια καλή συμβουλή, όπως π.χ.: "Όταν κάθεται ο μοναχός στο Κελί του και δεν ασχολείται με τους άλλους, αλλά προσεύχεται, τότε έρχεται η αγάπη του Θεού μέσα του". Ύστερα έλεγε ασυνάρτητα πράγματα και έκανε σαλότητες. Και φυσικά δεν μπορούσε κανείς να βρει άκρη και να βγάλει συμπεράσματα με τον γερω-Ηρωδίωνα.
Κάποτε τον επισκέφθηκαν δύο μοναχοί. Χτυπούσαν την πόρτα, αλλά δεν απαντούσε. Ακούγονταν ψίθυροι. Από το παραθυράκι τον έβλεπαν στραμμένο προς τον τοίχο ακίνητο να ψιθυρίζει κάτι και να μην ακούει καθόλου.
Κάποτε, όταν τον είχε πάρει ο γερω-Μελέτιος ο Ρουμάνος στον Άγιο Γεώργιο, να τον γηροκομήσει, τον επισκέφθηκε κάποιος μοναχός με ένα νέο. Μόλις τους είδε από μακριά - ήταν στην πόρτα με τις γάτες - φώναξε εξαγριωμένος να σταματήσει ο νέος, να μην πλησιάσει, διότι έχει μηχανή.

Πράγματι κρατούσε στο χέρι του μία τσάντα, όπου είχε φωτογραφική μηχανή. Πώς το είδε ο γερω-Ηρωδίων, ο Θεός το γνωρίζει. Τον επισκέπτοντο και επίσημοι άνθρωποι, όπως και ο πρώτος του Αγίου Όρους, ιερομόναχος Παΐσιος Χιλανδαρινός.
Επί μισή ώρα περίμεναν, αλλά δεν αποσπάσθηκε από την προσευχή του.
Τα πόδια του από την ορθοστασία είχαν πρηστεί και είχαν γίνει άκαμπτα, σαν κολώνες δεν λύγιζαν. Κάτω από το χονδρό δάκτυλο του ενός ποδιού είχε μια μεγάλη πληγή σαν καρύδι που έβγαζε δύσοσμα υγρά. Επειδή κυκλοφορούσε ξυπόλητος, έκλεινε με χώματα και δεν φαινόταν απ' έξω.
Ο γερω-Ηρωδίων τις τελευταίες οκτώ ημέρες δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του. Φαίνεται είχε προαισθανθεί το θάνατό του και ετοιμαζόταν. Είχε γίνει κίτρινος σαν λεμόνι. Όταν εκοιμήθη, την Σαρακοστή των Χριστουγέννων στις 12-12-1990, ο γερω-Μελέτιος είπε ότι ευωδίασε το κελί του.
Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του και ας τον ζεστάνει στον Παράδεισο τώρα, μια που πολύ υπέφερε από το κρύο σ' αυτή τη μάταιη ζωή.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος"

σελ. 254-260


 http://athgerontes.blogspot.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου