Σελίδες

ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΤΟΥ ΠΑΠΑ ΤΥΧΩΝΑ ......




Μυστήριες οι μέρες των Χριστουγέννων. Παράξενες. Καί απογοητευτικές. Περιμένουμε να μας γεμίσουν χαρά. Καί τελικά αποδείχνεται πώς περιμένουνε κι αυτές το ίδιο από μας. Τίς γεμίζουμε δώρα καί χριστουγεννιάτικα στολίδια. Εξωτικές συνταγές καί ακριβές σαμπάνιες. Κι αυτές, αχάριστες, μας προσπερνούν καί δίνουν τα δώρα τους σε τύπους άσχετους καί μέρη απίθανα. Όπως καληώρα στο κελλί του Παπα-Τύχωνα. «Κάθε Χριστούγεννα ό Γέροντας θα οικονομούσε μια ρέγκα, για να πέραση όλες τις χαρμόσυνες ήμερες του Δωδεκαημέρου με κατάλυση ιχθύος.

Την δε ραχοκοκκαλιά της ρέγκας δεν την πετούσε, αλλά την κρεμούσε με μια κλωστή καί, όποτε ήταν καμιά Δεσποτική ή Θεομητορική εορτή καί είχε κατάλυση ιχθύος, έβραζε λίγο νερό σ' ένα κονσερβοκούτι, βουτούσε την ραχοκοκκαλιά δυό-τρεΐς φορές στο νερό, για να πάρη λίγη μυρωδιά, καί μετά έριχνε λίγο ρύζι. Έτσι έκανε κατάλυση καί κατηγορούσε καί τον εαυτό του ότι τρώει καί ψαρόσουπες στην έρημο! Την ραχοκοκκαλιά αυτή την κρεμούσε πάλι στο καρφί καί για άλλη κατάλυση, μέχρι πού άσπριζε πια καί τότε την πετούσε» (Μοναχού Παΐσίου Άγιορείτου, Άγιορεϊται Πατέρες καί Αγιορείτικα, έκδ. Ιερού Ησυχαστηρίου Ευαγγελιστής Ιωάννης 6 Θεολόγος, Σουρωτή Θεσσαλονίκης, σ. 22).

Ψήνουμε καί τηγανίζουμε καί σωτάρουμε καί μαρινάρουμε τόνους κρέατος καί βουτύρου καί εξωτικών εδεσμάτων καί τη γλύκα ενός ξαοπρισμένου ψαροκόκκαλου ακόμη δεν την αξιωθήκαμε. Ίσως κάποτε. Γιατί όχι φέτος;

Του θεολόγου-μουσικού Ηλία Λιαμή


http://agioritikovima.gr/

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΗΣ ΨΕΥΤΙΚΗΣ ΕΥΤΥΧΙΑΣ....του Γιώργου Καλογιάννη



ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΑΓΙΕΣ ΜΕΡΕΣ, ΜΕ ΔΕΔΟΜΕΝΗ ΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ Η ΧΩΡΑ, ΠΡΟΣΠΑΘΗΣΑ ΝΑ ΑΝΙΧΝΕΥΣΩ ΓΙΑΤΙ ΥΠΑΡΧΕΙ ΤΟΣΗ ΔΥΣΤΥΧΙΑ ΓΥΡΩ ΜΟΥ.

ΑΝΑΠΟΛΗΣΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΤΟΥ ΕΑΥΤΟΥ ΜΟΥ ΚΑΙ ΑΝΘΡΩΠΩΝ ΠΟΥ ΓΝΩΡΙΖΩ. ΣΚΕΦΤΗΚΑ ΠΩΣ ΠΕΡΝΟΥΣΑΜΕ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ ΑΛΛΕΣ ΧΡΟΝΙΕΣ ΚΑΙ ΕΙΔΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΑΥΤΗ ΤΗ ΣΦΑΙΡΑ ΠΟΣΟ ΚΕΝΟΣ ΗΜΟΥΝ ΟΛΑ ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ.

ΝΟΜΙΖΑ ΟΤΙ ΗΜΟΥΝ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΟΣ ΓΙΑΤΙ ΕΙΧΑ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΝΑ ΠΑΩ ΕΝΑ ΤΑΞΙΔΙ, ΝΑ ΠΑΡΩ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΙΝΗΤΟ, ΝΑ ΑΓΟΡΑΣΩ ΕΝΑ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟ ΚΟΣΤΟΥΜΙ.

ΦΤΑΙΩ ΕΓΩ Ή ΕΤΣΙ ΜΕ ΕΜΑΘΑΝ?
ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ..........

ΜΕΓΑΛΩΣΑΜΕ ΣΕ ΜΙΑ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΠΟΥ ΑΤΥΧΩΣ ΜΑΣ ΕΜΑΘΕ ΠΩΣ Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΒΡΙΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΝΑΛΩΣΗ ΚΑΙ ΠΩΣ ΤΟ ΜΕΓΕΘΟΣ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ ΜΕΤΡΙΕΤΑΙ ΜΕ ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΟΥ ΔΩΡΟΥ.

ΤΩΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΟΥΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ, ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΟΙ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟΙ, ΝΟΙΩΘΟΥΜΕ ΔΥΣΤΥΧΙΣΜΕΝΟΙ ΓΙΑΤΙ ΓΚΡΕΜΙΣΤΗΚΕ ΓΥΡΩ ΜΑΣ ΑΥΤΟΣ Ο ΨΕΥΤΙΚΟΣ ΚΟΣΜΟΣ.

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΨΕΥΤΙΚΟΣ.
ΓΙΑΤΙ ΕΝΩ ΗΤΑΝ ΠΡΩΙ, ΜΕΣΑ ΣΕ ΑΥΤΕΣ ΤΙΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΜΟΥ ΧΤΥΠΗΣΕ ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΤΗΣ ΠΟΡΤΑΣ.

ΑΝΟΙΞΑ ΝΟΜΙΖΟΝΤΑΣ ΟΤΙ ΕΙΝΑΙ ΚΑΠΟΙΑ ΠΑΙΔΙΑ ΓΙΑ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ. ΟΝΤΩΣ ΗΤΑΝ. ΑΛΛΑ ΟΧΙ ΣΥΝΗΘΙΣΜΕΝΑ ΠΑΙΔΙΑ. ΗΤΑΝ ΚΑΠΟΙΑ ΠΑΙΔΑΚΙΑ ΜΕ ΕΙΔΙΚΕΣ ΑΝΑΓΚΕΣ, ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΗ ΣΥΝΟΔΟ ΠΟΥ ΤΑ ΠΡΟΣΕΧΕ, ΤΑ ΟΠΟΙΑ ΕΙΠΑΝ ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟ ΜΟΥ ΕΙΠΕ: "ΔΕΝ ΘΕΛΟΥΜΕ ΝΑ ΜΑΣ ΔΩΣΕΤΕ ΤΙΠΟΤΕ. ΣΑΣ ΕΥΧΟΜΑΣΤΕ ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΜΕ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗ. ΤΟ ΜΟΝΟ ΠΟΥ ΘΕΛΟΥΜΕ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΘΥΜΟΣΑΣΤΕ ΟΛΗ ΤΗ ΧΡΟΝΙΑ ΠΩΣ ΥΠΑΡΧΟΥΜΕ ΚΑΙ ΕΜΕΙΣ ΚΑΙ ΣΑΣ ΕΧΟΥΜΕ ΑΝΑΓΚΗ".

ΕΚΛΕΙΣΑ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΑΠΟ ΝΤΡΟΠΗ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ ΔΑΚΡΥΣΑ. ΚΑΤΟΠΙΝ ΞΕΣΠΑΣΑ ΣΕ ΛΥΓΜΟΥΣ.

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ Ο ΜΙΚΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΣ ΜΟΥ ΕΔΩΣΕ ΤΗ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΕΥΤΥΧΙΑ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΕΣ ΧΡΟΝΙΕΣ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΜΟΥ.
ΟΙ ΜΙΚΡΕΣ ΑΘΩΕΣ ΨΥΧΕΣ ΜΟΥ ΕΔΕΙΞΑΝ ΜΕ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ ΤΡΟΠΟ, ΤΙ ΣΗΜΑΙΝΕΙ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΕΥΤΥΧΙΑ.

ΔΕΝ ΘΑ ΤΟ ΞΕΧΑΣΩ ΠΟΤΕ.

Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό.




Δεν γίνεσθε άγιοι κυνηγώντας το κακό.

Αφήστε το κακό.
Να κοιτάζετε προς τον Χριστό κι Αυτός θα σας σώσει. Αντί να στέκεσθε έξω από την πόρτα και να διώχνετε τον εχθρό, περιφρονήστε τον. Έρχεται από δω το κακό; Δοθείτε μα τρόπο απαλό από εκεί. Δηλαδή έρχεται να σας προσβάλει το κακό, δώστε εσείς την εσωτερική σας δύναμη στο καλό, στον Χριστό.

Παρακαλέστε:
«Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με».
Ξέρει εκείνος πώς να σας ελεήσει, με τι τρόπο. Κι όταν γεμίζετε απ' το καλό, δεν στρέφεσθε πια προς το κακό. Γίνεσθε μόνοι σας, με τη χάρη του Θεού, καλοί. Που να βρει τόπο τότε το κακό; Εξαφανίζεται!

Σας πιάνει φοβία κι απογοήτευση; Στραφείτε στον Χριστό. Αγαπήστε τον απλά, ταπεινά, χωρίς απαίτηση και θα σας απαλλάξει ο Ίδιος.

Αγίου Γέροντα Πορφυρίου !

Τετάρτη 19 Δεκεμβρίου 2018

η Αγία Ραδεγούνδη η βασίλισσα των Φράγγων που έζησε θαυμαστό βίο τον 6ο αιώνα και κοιμήθηκε στο Πουατιέ.



  
 Η Ραδεγούνδη γεννήθηκε στην Ερφούρτη γύρω στο 520, κόρη του Βερθάριου, ο οποίος ήταν ένας από τους τρεις βασιλιάδες της γερμανικής γης της Θουριγγίας. Ο θείος της Ερμενεφρέδος, σφετερίστηκε το βασίλειο του Βερθάριου και τον σκότωσε σε μια μάχη. Έπειτα πήρε την  Ραδεγούνδη στο σπίτι του. Μετά σε συνεργασία με τον Φράγκο Βασιλιά Θεουδέρικο, ο Ερμενεφρέδος νίκησε και τον άλλο αδερφό του (Baderic). Ωστόσο, έχοντας συντρίψει τους αδελφούς του, απέκτησε τον έλεγχο της Θουριγγίας. Έπειτα αρνήθηκε τη συμφωνία του με τον Θεουδέρικο για να μοιραστεί μαζί του την κυριαρχία.


     Το 531, ο Θεουδέρικος επέστρεψε στη Θουριγγία με τον αδελφό του Κλοταίρο (Clotaire I). Μαζί νίκησαν τον Ερμενεφρέδο  και κατέκτησαν το βασίλειό του. Ο Κλοταίρος τότε ανάμεσα στα λάφυρά του πήρε και την Ραδεγούνδη της οποίας ανέλαβε την προστασία, φέρνοντάς την στη Σουασόν που ήταν το παλάτι του. Κατόπιν την έστειλε στη βασιλική έπαυλη του Ατίς  στο Βερμαντουά στην Πικαρδία (βορειοδυτική Γαλλία) για να ολοκληρώσει τις σπουδές της μέχρι να ενηλικιωθεί. Απέκτησε σημαντική μόρφωση για την εποχή της και υψηλή φιλολογική παιδεία, μέχρι  το 540 που την κάλεσε πίσω ο Κλοταίρος για να την νυμφευθεί αφού είχε χηρέψει μετά από αρκετούς γάμους.. Η Ραδεγούνδη η οποία από μικρή ήθελε να αφιερωθεί στον Θεό, υπέκυψε στο θέλημα του Θεού και διήγε πλέον μέσα στο παλάτι ασκητική ζωή, ώστε να λένε στον Βασιλιά ότι δεν παντρεύτηκε βασίλισσα αλλά καλόγρια. Ήταν δε διαβόητη για την ομορφιά της, αλλά έγινε περισσότερο γνωστή για την αγαθή και φιλεύσπλαχνη καρδιά της και τις πολλές  ελεημοσύνες της.


    Ο αδελφός της Ραδεγούνδης ήταν ο τελευταίος άντρας της βασιλικής οικογένειας της Θουριγγίας. Ο Κλοταίρος, καταστέλλοντας ένα στασιαστικό κίνημα εναντίον του, τον δολοφόνησε το 555 στην Θουριγγία. Η Ραδεγούνδη  βρήκε τότε την ευκαιρία, να εγκαταλείψει το παλάτι μετά από αυτό και ζήτησε την προστασία της Εκκλησίας. Κατάφερε να πείσει τον επίσκοπο της Noυαγιόν, Άγιο Μεδάρδο να την κείρει μοναχή, ο οποίος τελικά  την χειροτόνησε διακόνισσα. Αφού πέρασε πολλές περιπέτειες από τον πρώην σύζυγό της ο οποίος συνέχισε να την διεκδικεί, ίδρυσε κατόπιν το μοναστήρι του Τιμίου Σταυρού στο Πικτάβιο (σημερινό Poitiers) γύρω στο 560. Οι αδιάκοπες προσευχές της και η συνεχής νηστεία της, της χάρισαν την περιπόθητη ελευθερία της και την ίδρυση της μονής από τον ίδιο τον σύζυγό της. Εκεί σε ιδιαίτερο εξωτερικό χώρο είχε και την φροντίδα των ασθενών και των λεπρών. Δεν έτρωγε τίποτα παρά μόνο τα όσπρια και τα πράσινα λαχανικά: ούτε φρούτα ούτε ψάρια ούτε αυγά. Απέφυγε την  ηγουμενεία και εγκατέστησε ηγουμένη την Αγνή, η οποία ήταν αφοσιωμένη φίλη της από παλιά, με τα ίδια ιδανικά. Εισήγαγε στο μοναστήρι  τον Κανόνα για τις Παρθένους του Αγίου Καισαρίου της Αρελάτης. Έτσι  οι μοναχές έπρεπε να είναι σε θέση να διαβάζουν και να γράφουν και να αφιερώνουν αρκετές ώρες της ημέρας στην ανάγνωση των γραφών και την αντιγραφή χειρογράφων, καθώς και σε παραδοσιακά διακονήματα όπως η ύφανση και το κέντημα. Αυτός ο κανόνας τηρούσε σε αυστηρό εγκλεισμό τις παρθένους, σε σημείο που οι μοναχές του Τιμίου Σταυρού δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν αργότερα την κηδεία της Ραδεγούνδης.


   Ζώντας μια άκρως ασκητική βιωτή με μεγάλη ταπείνωση και υπηρετώντας στις πλέον ευτελείς εργασίες του κοινοβίου, απέκτησε το χάρισμα των ιαμάτων. Εκτός από τις θεραπείες των σωματικών ασθενειών ήταν και παράδειγμα οσιότητας για τις διακόσιες μοναχές που συναθροίστηκαν στο μοναστήρι της.  Η  φήμη της ξεπέρασε τα τείχη της μονής και της πόλης και προκάλεσε τον φθόνο του τοπικού επισκόπου Μαροβίου.
       
 
  Η μονή της φημιζόταν για το τεμάχιο του Τιμίου Σταυρού που έλαβε η Ραδεγούνδη από τον βυζαντινό αυτοκράτορα Ιουστίνο τον  Β '. Παρόλο που ο επίσκοπος Μαρόβιος αρνήθηκε να το εγκαταστήσει στο μοναστήρι, κατόπιν αιτήματος της Ραδεγούνδης, ο βασιλιάς Σιγιβέρτος έστειλε τον Ευφρόνιο επίσκοπο της Τουρώνης στο Πικτάβιο (Πουατιέ), για να πραγματοποιήσει και να εορτάσει  την εγκατάσταση του κειμηλίου στην Μονή του Τιμίου Σταυρού.  Ο Βενάντιος Φορτουνάτος  συνέθεσε μια σειρά από ύμνους, για την περίσταση, που θεωρούνται από τους σημαντικότερους χριστιανικούς ύμνους που γράφτηκαν ποτέ (λατινικά) για την Ύψωση του Τιμίου Σταυρού.


    Μετά από μια ζωή πολλών θλίψεων από την παιδική ακόμη ηλικία και  πλήρη αγώνων πνευματικών και αγαθών έργων, η Ραδεγούνδη κοιμήθηκε στις  13 Αυγούστου του  587. Λίγες μέρες πριν, είχε δεί σε όραση τα κάλλη του Παραδείσου και άκουσε κάποιον να την καλεί να τα απολαύσει. Το πρόσωπό της έλαμψε και φάνηκε πάνω του μια υπερκόσμια ομορφιά ώστε ο άγιος Γρηγόριος Τουρώνης που την κήδεψε, να ομολογεί ότι τα κρίνα και τα ρόδα με τα οποία είχαν στολίσει το σκήνωμά της οι μοναχές που την θρηνούσαν απαρηγόρητα, ωχριούσαν μπροστά στο κάλλος της μορφής της. 

    Ετάφη έξω από τα τείχη της μονής από τον άγιο και πάνω από τον τάφο της χτίστηκε λίγο αργότερα μεγαλοπρεπής ναός λόγω των πολλών της θαυμάτων.
   

π. Γεώργιος Αθανασάκης
-->

Κυριακή 16 Δεκεμβρίου 2018

Σχεδόν Άγιοι....




Τη σοβιετική εποχή, δεν υπήρχε ίσως φρικτότερο σύμβολο του αφανισμού της Ρωσικής Εκκλησίας από τη μονή Ντιβέγεβο.

Αυτή η μονή, ιδρυμένη από τον όσιο Σεραφείμ τού Σάρωφ, είχε μεταβληθεί σε τρομακτικά ερείπια. Υψωνόταν πάνω από την άλλοτε όμορφη και χαρούμενη πόλη Ντιβέγεβο, που είχε πια μετατραπεί σε ένα μίζερο σοβιετικό περιφερειακό κέντρο. Οι αρχές δεν εξαφάνισαν ολοκληρωτικά το μοναστήρι. Άφησαν τα ερείπια σαν αναμνηστικό τής νίκης τους, σαν μνημείο της αιώνιας υποδούλωσης της Εκκλησίας. Κοντά στις ιερές πύλες τής μονής, είχε υψωθεί άγαλμα του ηγέτη τής επανάστασης, το οποίο υποδεχόταν άγρια και απειλητικά όποιον ερχόταν στο ρημαγμένο μοναστήρι.

Όλα εδώ μαρτυρούσαν ότι δεν υπάρχει επιστροφή στο παρελθόν. Οι τόσο αγαπημένες σε όλη την ορθόδοξη Ρωσία προφητείες τού οσίου Σεραφείμ για το λαμπρό μέλλον τής μονής Ντιβέγεβο, έμοιαζαν ποδοπατημένες για πάντα και γελοιοποιημένες. Πουθενά, ούτε στα κοντινά ούτε στα μακρινά περίχωρα του Ντιβέγεβο, δεν είχαν απομείνει ναοί σε λειτουργία – είχαν όλοι καταστραφεί. Στο άλλοτε ένδοξο μοναστήρι τού Σάρωφ και στη γύρω πόλη του, εκτεινόταν μία από τις πιο μυστικές και φυλασσόμενες εγκαταστάσεις τής Σοβιετικής Ένωσης, με την ονομασία «Αρζαμάς-16». Ήταν τόπος κατασκευής πυρηνικών όπλων.

Όσοι ιερείς επιχειρούσαν προσκύνημα στο Ντιβέγεβο, το έκαναν κρυφά, ντυμένοι με κοσμικά ρούχα. Αλλά έτσι κι αλλιώς τους ανακάλυπταν. Το ίδιο έτος, που κατάφερα πρώτη φορά να πάω στο κατεστραμμένο μοναστήρι, είχαν συλλάβει δύο ιερομόναχους, που είχαν έρθει να προσκυνήσουν τα ιερά τού Ντιβέγεβο, και τους είχαν χτυπήσει βάναυσα στην αστυνομία. Για 15 μέρες τούς κρατούσαν σε κελί με δάπεδο σκεπασμένο από πάγο.

Εκείνο τον χειμώνα, ένας εξαιρετικός μοναχός από τη Λαύρα τού Αγίου Σεργίου, ο αρχιμανδρίτης Βονιφάτιος, με παρακάλεσε να τον συνοδεύσω σε ταξίδι στο Ντιβέγεβο. Ήθελε να πάει εκεί για να κοινωνήσει τις ηλικιωμένες μοναχές που ζούσαν στα περίχωρα του μοναστηριού – τις τελευταίες που είχαν επιζήσει ως τις μέρες μας από την προεπαναστατική εποχή τής μονής. Σύμφωνα με τους κανόνες τής Εκκλησίας, ο ιερέας που έφευγε για μακρύ ταξίδι με τα Τίμια Δώρα, το Σώμα και το Αίμα τού Χριστού, έπρεπε οπωσδήποτε να πάρει μαζί του συνοδό, ώστε σε απρόβλεπτες καταστάσεις να υπερασπιστούν μαζί και να διαφυλάξουν τον πολύτιμο μαργαρίτη.

Το ταξίδι θα γινόταν με τρένο ως το Νίζνι Νόβγκοροντ (Γκόρκι λεγόταν τότε), κι από εκεί με αμάξι ως το Ντιβέγεβο. Στο τρένο ο παππούλης δεν κοιμήθηκε: στον αυχένα του κρεμόταν από μεταξένιο κορδόνι ένα μικρό αρτοφόριο με τα Τίμια Δώρα. Εγώ κοιμόμουν στο διπλανό κρεβάτι και από καιρό σε καιρό ξυπνούσα από τον θόρυβο των τροχών κι έβλεπα ότι ο πατήρ Βονιφάτιος καθόταν στο τραπεζάκι και διάβαζε το Ευαγγέλιο με το αδύναμο φως τής νυχτερινής λάμπας τού βαγονιού.

Φτάσαμε στο Νίζνι Νόβγκοροντ, την πατρίδα τού π. Βονιφατίου, και μείναμε στο πατρικό του σπίτι. Ο πατήρ Βονιφάτιος μου έδωσε να διαβάσω ένα προεπαναστατικό βιβλίο – τον πρώτο τόμο των έργων τού αγίου Ιγνατίου (Μπριαντσανίνοφ) κι εγώ όλη νύχτα δεν έκλεισα μάτι, ανακαλύπτοντας αυτό τον καταπληκτικό συγγραφέα τού χριστιανισμού.

Το πρωί ξεκινήσαμε για το Ντιβέγεβο. Ο δρόμος ήταν γύρω στα 80 χιλιόμετρα. Ο πατήρ Βονιφάτιος προσπάθησε να ντυθεί έτσι, ώστε να μην μπορούν πάνω του ν’ αναγνωρίσουν τον ιερέα: μάζεψε επιμελώς την άκρη του ράσου κάτω από το παλτό και έκρυβε τη μακρύτατη γενειάδα του με κασκόλ και κολλάρο.

Ήδη άρχιζε να νυχτώνει, όταν πλησιάσαμε στον προορισμό μας. Από το παράθυρο του αυτοκινήτου, μέσα από τους στροβιλισμούς τής χιονοθύελλας του Φεβρουαρίου, διέκρινα με συγκίνηση το ψηλό καμπαναριό χωρίς τον τρούλο, και τους σκελετούς των κατεστραμμένων ναών. Παρά την τόσο θλιβερή εικόνα, έμεινα κατάπληκτος από την ασυνήθιστη μυστική δύναμη αυτής της μεγάλης μονής – σκέφτηκα αμέσως ότι η μονή τού Ντιβέγεβο δεν πέθανε, αλλά ζει τη δική της, ακατανόητη για τον κόσμο, απόκρυφη ζωή.

Έτσι αποδείχθηκε! Σ’ ένα φτωχικό σπιτάκι στα περίχωρα του Ντιβέγεβο συνάντησα κάτι, που δε θα μπορούσα να φανταστώ ούτε στα πιο φωτεινά μου όνειρα. Είδα την Εκκλησία, την ακατάβλητη και ανίκητη, που μένει πάντα νέα και ζει τον Προνοητή και Σωτήρα Θεό με ευφροσύνη και αγαλλίαση. Τότε ακριβώς άρχισα να καταλαβαίνω τη μεγάλη δύναμη των τολμηρών λόγων τού αποστόλου Παύλου: «πάντα ἰσχύω ἐν τῷ ἐνδυναμοῦντί με Χριστῷ!».

Στην πιο ωραία και αξέχαστη ακολουθία τής ζωής μου δε βρισκόμουν σε κάποιο μεγαλοπρεπή καθεδρικό ναό, ούτε σε ναό δοξασμένο από την πατίνα τής αρχαιότητας, αλλά στο περιφερειακό κέντρο Ντιβέγεβο, στο σπίτι της οδού Λιεσνάγια, αριθμός 16. Για την ακρίβεια δεν ήταν καν σπίτι. Ήταν αποθήκη κατοικημένη…

Όταν πρωτοπήγα εκεί με τον π. Βονιφάτιο, είδα ένα δωματιάκι με υπερβολικά χαμηλή οροφή και μέσα εκεί δέκα γερόντισσες, τρομερά… αρχαίες! Η πιο νέα ήταν τουλάχιστον πάνω από 80 ετών. Και η μεγαλύτερη είχε ξεπεράσει τα 100. Όλες φορούσαν απλά γεροντικά ρούχα, συνηθισμένα μαντήλια. Ούτε ράσα, ούτε μοναχικές καλύπτρες, ούτε κουκούλια. Μα τι μοναχές ήταν αυτές; «Ε, απλές γιαγιάδες», θα σκεφτόμουν, αν δεν ήξερα ότι αυτές οι γερόντισσες ήταν μερικές από τις πιο γενναίες γυναίκες τού καιρού μας, αληθινές ασκήτριες, που είχαν περάσει στις φυλακές και τα στρατόπεδα χρόνια και δεκαετίες. Και παρ’ όλες τις δοκιμασίες, είχαν πολλαπλασιάσει στην ψυχή τους την πίστη και την αφοσίωση στον Θεό.

Συγκλονίστηκα, όταν μπροστά μου ο πατήρ Βονιφάτιος, αυτός ο σεβάσμιος αρχιμανδρίτης, ο οικονόμος των ναών των πατριαρχικών καταλυμάτων τής Λαύρας τού αγίου Σεργίου, ο άξιος και γνωστός στη Μόσχα πνευματικός, γονάτισε μπροστά σ΄αυτές τις γερόντισσες και τους έβαλε εδαφιαία μετάνοια! Για να είμαι ειλικρινής, δεν πίστευα στα μάτια μου. Ο ιερέας σηκώθηκε κι άρχισε να ευλογεί τις γερόντισσες, που τον πλησίαζαν με τη σειρά κουτσαίνοντας αδέξια. Η χαρά τους για τον ερχομό του ήταν ολοφάνερη.

Όσο ο πατήρ Βονιφάτιος και οι γερόντισσες αντήλλασσαν χαιρετισμούς, εγώ έριχνα ματιές τριγύρω. Στους τοίχους του δωματίου μπροστά στις εικόνες με τις αρχαίες κορνίζες, έκαιγαν θαμπά καντήλια. Μια εικόνα αμέσως μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση. Ήταν μια μεγάλη, υπέροχης αισθητικής, εικόνα, του οσίου Σεραφείμ τού Σάρωφ. Το πρόσωπο του γέροντος έλαμπε με τέτοια καλοσύνη και θέρμη, ώστε δεν ήθελα τα πάρω τα μάτια μου από πάνω του. Η εικόνα αυτή, όπως έμαθα αργότερα, είχε αγιογραφηθεί για τον νέο ναό τού Ντιβέγεβο, που δεν πρόλαβαν να εγκαινιάσουν πριν την επανάσταση, και είχε από θαύμα σωθεί από τη βεβήλωση.

Εκείνη την ώρα άρχισαν να προετοιμάζονται για την αγρυπνία. Η αναπνοή μου σταμάτησε, όταν οι μοναχές άρχισαν να βγάζουν από τις μυστικές τους κρυψώνες τα αυθεντικά αντικείμενα του οσίου Σεραφείμ, και να τα τοποθετούν με προσοχή πάνω στο κακοφτιαγμένο τραπέζι. Εδώ βρίσκονταν το επιτραχήλιο του οσίου, ο βαρύς σιδερένιος σταυρός του με τις αλυσίδες, ένα δερμάτινο γάντι, το παμπάλαιο τσίγκινο δοχείο, όπου ο γέροντας του Σάρωφ ετοίμαζε το φαγητό του. Μετά την ερήμωση του μοναστηριού τα κειμήλια αυτά περνούσαν επί δεκαετίες από χέρι σε χέρι, από τη μία αδελφή του Ντιβέγεβο στην άλλη.

Ο πατήρ Βονιφάτιος φόρεσε τα άμφιά του κι έκανε την εναρκτήρια εκφώνηση. Οι μοναχές αμέσως ζωήρεψαν κι άρχισαν να ψάλλουν.

Τι θαυμάσιος, τι εξαίσιος χορός [=χορωδία] ήταν εκείνος!

«Ἦχος πλάγιος τοῦ δευτέρου! Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου!», εκφώνησε με τραχιά, βραχνή γεροντική φωνή η μοναχή που κανοναρχούσε. Ήταν 102 ετών. Είχε περάσει σχεδόν 20 χρόνια σε φυλακές και εξορίες.

Κι όλες οι μεγάλες γερόντισσες άρχισαν να ψάλλουν μαζί της:

«Κύριε, ἐκέκραξα πρός Σέ, εἰσάκουσόν μου! Εἰσάκουσόν μου, Κύριε!».

Δεν υπάρχουν λόγια για να περιγράψουν εκείνη την ακολουθία. Τα κεριά έκαιγαν. Ο όσιος Σεραφείμ κοίταζε από την εικόνα με την απέραντα αγαθή και σοφή ματιά του. Οι εκπληκτικές μοναχές έψαλαν σχεδόν όλη την ακολουθία απ’ έξω. Κάπου-κάπου μονάχα έριχνε κάποια απ’ αυτές μια ματιά στα χοντρά βιβλία, μέσα από έναν τεράστιο μεγεθυντικό φακό με ξύλινη λαβή. Έτσι έκαναν τις ακολουθίες στα στρατόπεδα, στις εξορίες, κι έπειτα εδώ, στο Ντιβέγεβο, μετά την επιστροφή τους, όταν εγκαταστάθηκαν πια στις φτωχικές καλύβες απόμερα της πόλης.

Όλα ήταν συνηθισμένα γι’ αυτές, μα εγώ πραγματικά δεν μπορούσα να καταλάβω αν βρισκόμουν στον ουρανό ή στη γη.

Αυτές οι γερόντισσες είχαν τέτοια πνευματική δύναμη, τέτοια προσευχή, τέτοια ανδρεία, τέτοια πραότητα, καλοσύνη και αγάπη, τέτοια πίστη, που ακριβώς τότε, σ’ εκείνη την ακολουθία, κατάλαβα ότι αυτές θα νικήσουν τα πάντα. Και την άθεη εξουσία με όλη τη δύναμή της και την απιστία τού κόσμου και τον ίδιο τον θάνατο, που τον κοίταζαν άφοβα.

Από το βιβλίο του π. Τύχωνος Σεβκούνωφ, Σχεδόν άγιοι, εκδ. Εν Πλώ

Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

Ηρωδίων μοναχός Καψαλιώτης (1904 - 1990)





Γεννήθηκε φτωχός, ο κατά κόσμον Ιωάννης Μαντούφ, σ’ ένα χωριό της Ρουμανίας, που λέγεται Ορντασέστ, το 1904. Από μικρός αγά­πησε υπέρμετρα τον Χριστό. Νέος ήλθε στο αγιασμένο Περιβόλι της Παναγίας, για ν’ αφιερωθεί ολοκληρωτικά στον Υιό της. Πρόκειται για ευώδες άνθος του θεοφύτευτου κήπου του ιερού Άθωνος και για γλυκόφθογγο στρουθίο τ’ ουρανού.
Ρασοφόρεσε μάλλον στο Διονυσιάτικο Κελλί των Εισοδίων της Θεοτόκου στην Καψάλα και το μέγα σχήμα των μοναχών έλαβε στην Καλύβη των Αρχαγγέλων στην Αγιοπαυλίτικη Λακκοσκήτη. Από το τέλος του 1964 ασκήτευε στο Κελλί του Αγίου Δημητρίου στην Καψάλα. Διήλθε και από άλλα μέρη της αγιοτρόφου αθωνικής χερσονήσου: την Προβάτα, τις Καρυές, Κελλιά της Καρακάλλου, Φιλοθέου και Βατοπεδίου. Σαν μέλισσα κυνηγώντας γύρη και σαν στρουθίο ελεύθερο περιδιάβαινε τα καλντερίμια και τα δάση, να βρει λίγη τροφή, γιατί ήταν πάμφτωχος.

Επέλεξε τον πιο δύσκολο δρόμο οσιότητος, τη διά Χριστόν μωρία. Πολ­λοί όμως τον είχαν για πραγματικό τρελό. Αυτός χαιρόταν ιδιαίτερα γι’ αυτό. Την τιμή προσδοκούσε μόνο από τον Θεό, στην πανευφρόσυνη και ατέρμονη αιωνιότητα. Με τη διά Χριστόν σαλότητά του ξεγελούσε τους ανθρώπους και τους δαίμονες. Είχε από νέος πλουσιότατη τη χάρη του Θεού.
Ζούσε με συνεχή κι επιλεγμένη πενία, άσκηση, κακουχία, ταλαιπωρία, κακοπάθεια για την αγάπη του Χριστού. Το ακατάστατο, βρόμικο και απεριποίητο κελλί του έκρυβε την καθαρότητα της ωραίας καρδιάς του. Ήταν ένας αληθινός ασκητής, ένας μυστικός ησυχαστής, ένας γνή­σιος άνθρωπος του Θεού. Μέσα από τα φαινομενικά σαλεμένα λόγια του κατέθετε αλήθειες, προοράσεις και νουθεσίες. Έπιανε τους λογι­σμούς των επισκεπτών του, μοναχών ή λαϊκών, πριν τους του πουν, και τους έλεγε τα δέοντα.

Τον γνώρισα ένα δειλινό μέσα στο δάσος κρυμμένο. Στην αρχή τον πέρασα για θηρίο. Του χάλασα προφανώς την ησυχία. Δεν παραπονέθηκε. Δεν ταράχθηκε. Είχε μία κρυφή μακαριότητα. Δεν νομίζω ότι τον φόβιζε τίποτε, γιατί ήταν ταπεινός. Αντί για σκουφί είχε μια ξεθωρια­σμένη κάλτσα. Ήταν σκεπασμένος με μια σταχτιά κουβέρτα, που της είχε κάνει μία τρύπα και είχε περάσει το κεφάλι του. Δεν κατάλαβα σχεδόν τίποτε απ’ ό,τι έλεγε. Ο συνοδός μου φεύγοντας μου είπε πως του απάντησε σε κάτι που από καιρό τον απασχολούσε, δίχως να τον ρωτήσει. Σ’ ένα μοναχό, που τον έβλεπε συχνά, προτού του πει τα ερωτήματα, του απαντούσε και τον ανέπαυε και παραμυθούσε.

Σ’ έναν άλλον μοναχό, που τον ρώτησε που κοινωνά, του είπε πως μπορεί να κοινωνά όχι μόνο στην εκκλησία … Τον κοινωνούσε άγγελος; Άλλος μοναχός τον είδε να λάμπει καταπληκτικά το πρόσωπό του, παρότι τις περισσότερες φορές ήταν μαύρο και λερωμένο. Είχε μεταλάβει εκείνη την ημέρα. Ο παπα-Αρτέμιος έλεγε: «Η φυσιογνωμία του σε ενέπνεε. Ήτο λιπόσαρκος, ξερακιανός, απεριποίητος, αλλ’ όταν βρισκό­σουνα κοντά του, γέμιζες από τη χάρη που εξέπεμπε! Καλλιεργούσε σκοπίμως μία σαλότητα -ήτο διά Χριστόν σαλός- για ν’ αποφεύγει τις επισκέψεις και τον έπαινο των ανθρώπων, φοβούμενος μη χάσει τον μισθό του στους Ουρανούς. Κύριο γνώρισμά του ήταν το προορατικό χάρισμα. Πολλές φορές έλεγε πράγματα που σε λίγο διάστημα συνέβαιναν!». Σε πολλούς έλεγε: «Όσο μπορείς να λες την ευχή του Ιησού». Την έλεγε πολύ ο ίδιος.

Εκοιμήθη γυμνός όπως γεννήθηκε στις 12.12.1990 σ’ ένα γειτονικό του Κελλί που τον φιλοξενούσαν. Μετά τριετία τα οστά του βρέθηκαν κιτρινωπά και ευωδιάζοντα. Πώς να μην ευωδιάζει αυτός που έζησε στην τέλεια φτώχεια, τον πολύχρονο εγκλεισμό και τη μεγάλη εκούσια εξωτερική δυσωδία; Η σαλότητά του περιέπαιζε την εξυπνάδα των μορφωμένων, όσων ειρωνεύονται και ασεβούν. Ο Γέροντας Ηρωδίων κατά τον Γέροντα Παΐσιο δεν ήταν χαζός ούτε πλανεμένος. Ήξερε να τους εξαπατά όλους με την κατά Θεόν σαλότητά του. Ο μητροπολίτης Μεσογαίας Νικόλαος λέει γι’ αυτόν πως πέρασε από τη γη δίχως να πατήσει σε αυτή και δίχως να τον ακουμπήσει … Ο Γέροντας Ιωαννίκιος αναφέρει.: «Επί τεσσαράκοντα έτη ήτο έγκλειστος εις το μικρόν του κελλίον, εντελώς γυμνός, πτωχός, αλλ’ ευτυχής και μακάριος. Η ζωή του όλη ηναλίσκετο ως λαμπάς φωτεινή εις την προσευχήν, εις την σιωπήν, εις την θεωρίαν …».

Φεύγοντας τη δόξα των ανθρώπων έφθασε στη δόξα του Θεού. Περιπαίζοντας την κοσμική ματαιότητα εισήλθε στην ένδοξη αιωνιότητα. Διώχνοντας την ανθρώπινη δόξα κέρδισε τον αμαράντινο στέφανο της αιώνιας δόξας, την οποία μακάρι ν’ απολαύσουμε όλοι μας.

Πήγες – Βιβλιογραφία
Ιλαρίωνος Νεοσκητιώτου μοναχού, Γέρων Ηρωδίων Καψαλιώτης ο διά Χριστόν σαλός, Άγιον Όρος 2008.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ. 1281-1285, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011
http://www.pemptousia.gr


Πατέρας Ηρωδίων Καψαλιώτης (†1990)

Εδώ και πολύ καιρό είχα ακούσει δια τον πατέρα Ήρωδίωνα. Τον θαυματουργό, τον διά Χριστόν σαλό της αγιορείτικης ερήμου της Καψάλας.
Από σκόρπιες πηγές περισυνέλεξα ολίγα πτωχά στοιχεία της ζωής του τα όποια προσφέρω εις τους ευσεβείς χριστιανούς διά να γνωρίζουν ότι και εις τους έσχατους αυτούς καιρούς, ο Θεός δεν μας εγκατέλειπε, αλλά μας έδωκεν ισχυρά στηρίγματα εις την γη και διαπύρους πρεσβευτάς εις τους ουρανούς.

Γεννήθηκε τo 1904 εις την Ρουμανία εις την επαρχία Ορντάσεστ. Ό πατέρας του, λεγόταν Πέτρος Μαντούφ, η μητέρα του Ελένη. Ήταν πτωχοί αλλά τίμιοι άνθρωποι. Ο Πέτρος δούλευε στα χωράφια, έβοσκε τα λιγοστά του πρόβατα, έτρωγε δηλαδή το ψωμί του εν ίδρώτι του προσώπου του. Ο Θεός του χάρισε ένα γυιό, τόν Ιωάννη. Ήταν ένα αθώο και φιλότιμο παλληκάρι. Ψηλός, γεροδεμένος, με γαλανά φωτεινά μάτια. Βοηθούσε τον πατέρα του στα πρόβατα και καλλιεργούσαν μαζί τα χωράφια. Ο Ιωάννης είχε μια έντονη θρησκευτική φύσι. Ήταν φιλέρημος χαρακτήρας. Του άρεσε να άκούη ιστορίες για μεγάλους ερημίτες, που άσκήτευαν στα σπήλαια και σε μικρές καλύβες που έφτιαχναν από κορμούς δένδρων στα Καρπάθια όρη και η καρδιά του καιγόταν να τους μιμηθή. Του έλεγαν οι γεροντότεροι ότι εις την Ελλάδα υπάρχει ένα όρος, ωσάν ένας νομός εις τον όποιο υπάρχουν μόνο μοναστήρια, σκήτες και φτωχικές καλύβες πού εδώ και χίλια χρόνια περίπου ζουν μόνο ασκητάδες. Ο πρώτος ερημίτης του Αγίου Όρους, λεγόταν Πέτρος. Ήταν στρατηγός και φίλος του αυτοκράτορα του Βυζαντίου Νικηφόρου Φωκα. Ο ερημίτης Πέτρος ζούσε ασκητικά σε μια σπηλιά και πολύ βασάνιζε το σώμα του. Πολύ τον ταλαιπωρούσαν οι δαίμονες.

Η Μητέρα του Θεού, του παρουσιάστηκε σ' ένα όραμα γεμάτο φως και του είπε. Έχε υπομονή στις παγίδες και τα βέλη του εχθρού εκλεκτέ μου. Το όρος αυτό είναι δικό μου. Το έζήτησα από τον Υιό μου, και αυτός μου το έδωσε. Εδώ θα έρχονται να κατοικούν όσοι θέλουν να αφιερωθούν εις τον Θεό. Όσο ζουν θα έχουν την προστασία μου. Θα τους τρέφω και θα τους συντηρώ. Δεν θα τους λείψη τίποτε. Και όταν φύγουν από τον κόσμο αυτό, θα τους δωρίσω την βασιλεία του Θεού. Θα το κάμω γνωστό και ένδοξο σ' όλον τον κόσμο. Βασιλιάδες και άρχοντες θα έρχονται εδώ να προσκυνούν. Γυναίκα δεν θα πατήση το πόδι της εδώ. Μόνον εγώ θα βασιλεύω, κανένας βασιλιάς ή άρχοντας θα βασίλευσει εδώ.

Η καρδιά του Ιωάννη σκίρτησε. Άραγε πώς εγώ θα τα καταφέρω να πάω στο Άγιον Όρος; Με τί μέσον; Με τί τρόπο; Δεν θα με αναζητήσουν οι γονείς μου; Δεν θα με εύρουν; Όμως ο Ιωάννης το αποφάσισε. Φεύγει λοιπόν από το σπίτι του, έρχεται στη Μαύρη Θάλασσα, ευρίσκει ένα πλοίο, και με την βοήθεια του Θεού, έρχεται εις το Άγιον Όρος. Όμως θέλει να ιδή, να μελετήση, να κατανόηση την ζωή εδώ. Έτσι γίνεται εργάτης στη Μονή Καρακάλου. Δουλεύει στους λαχανόκηπους, στις εληές. Σε κάθε εργασία. Πάντα πρόθυμος, πάντα γελαστός, πάντα χαρούμενος. Αυτή ή χαρά είναι το χαρακτηριστικό του και τον συνοδεύει σ' όλη του τη ζωή. Έπειτα αποφασίζει να συναριθμηθή σε μια μοναχική συνοδεία, Πρώτα άσκητεύει στο μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου. Τι τον είλκυσε εδώ; Το αυστηρό τυπικό, οι ζηλωτές ασκητάδες και τα λείψανα των Αγίων. Εδώ σώζεται, πολύτιμος θησαυρός, το δεξιό χέρι του Ιωάννου του Προδρόμου. Το χέρι με το όποιο εβάπτισε τον Κύριο μας Ιησού Χριστό. Όμως ο Ιωάννης θέλει να γνωρίση και να ζήση και σε άλλες μοναχικές παλαίστρες. Έτσι αφήνει το αγιασμένο αυτό μοναστήρι, κι έρχεται στο μοναστήρι του Φιλόθεου.

Εδώ μένει αρκετό καιρό. Γυμνάζεται στους πνευματικούς πολέμους. Δέχεται τα βέλη του εχθρού και απαντάει ωσάν γενναίος στρατιώτης. Η καρδιά του γίνεται ένα πεδίο βολής. Ένα αναπεπταμένο πεδίο μάχης. Από τη μια μεριά οι δαίμονες. Τον πολεμούν με όλη τους την δύναμι, με όλο τους το μίσος. Και από την άλλη ό ηρωικός αγωνιστής. Δεν πολεμάει τον εχθρό με ορατά όπλα. Ο πόλεμος δεν είναι ορατός. Είναι αόρατος. Τον πολεμάει με πνευματικά όπλα. Νηστεία, υπομονή, σιωπή, ταπείνωσι, αγρυπνία, μελέτη του λόγου του Θεού. Αλλά ιδιαίτερα τον πολεμάει με την προσευχή. Διά τον μοναχό ή προσευχή είναι το πρώτο του θέμα. Εάν επιτύχη εις την προσευχή επέτυχεν εις τους στόχους του. Εάν από τύχη εις την προσευχή, έχει κάμει μεγάλα ρήγματα ό εχθρός εις το κάστρο της ψυχής του, και πρέπει να βιασθή για να κερδίση το χαμένο έδαφος. Εδώ εις το Άγιον Όρος οι μοναχοί προσεύχονται με μια απλή προσευχή, πού έγινε αληθινή επιστήμη. Προσεύχονται με την προσευχή «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησον ημάς». Ο Μακάριος ο Αιγύπτιος ρώτησε τον άγγελο. «Πώς πρέπει εμείς οι μοναχοί να προσευχώμεθα;». Και ο άγγελος του απάντησε: «Εάν ό μοναχός είναι γραμματοφόρος, να διαβάζη το ψαλτήριον. Εάν είναι αγράμματος, να λέγη την απλή προσευχή, Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησον ημάς». Όμως πολλοί γραμματοφόροι προτιμούν να προσεύχωνται με την απλή αυτή προσευχή, παρά με το Ψαλτήριον.

Ο μοναχός όλο τον χρόνο της ζωής του, λέγει αυτή την ευχή. Αυτή η προσευχή ομοιάζει με την ήσυχη απαλή βροχή. Η ήσυχη βροχή ποτίζει σιγά σιγά την γη και η γη καρποφορεί. Η καταρρακτώδης βροχή δεν βοηθάει την γη να καρποφορήση. Παρασύρει το χώμα, την λίπανσι, τους σπόρους.
Άλλο παράδειγμα. Όταν το ζεστό νερό κυκλοφορεί εις τα σώματα του καλοριφέρ πάντοτε, όλο το δωμάτιο θερμαίνεται. Εάν το ζεστό νερό σταματήση να κυκλοφορή εις το καλοριφέρ, όλο το δωμάτιο ψύχεται. Όταν εις την καρδία κυκλοφορεί πάντοτε το γλυκύτατο όνομα του Ιησού Χριστού, η καρδία θερμαίνεται με θεία θέρμη, και διά της καρδίας, κάθε κύτταρο, κάθε μέλος του σώματος θερμαίνεται, εξαγνίζεται από κάθε ρυπαρό λογισμό, από λογισμούς μίσους, μνησικακίας, εκδικήσεως, φθόνου, ζηλοφθονίας, υπερηφάνειας, οιήσεως, αλαζονείας, φιλοδοξίας, φιλοπρωτείας, κοιλιοδουλείας, πολυφαγίας, καλοφαγίας, φιλυπνίας, ραθυμίας, ακηδίας, οκνηρίας, περιέργειας, πολυπραγμοσύνης, θλίψεως, μελαγχολίας, ταραχής, νευρικότητος, ανυπομονησίας και κάθε πάθους μικρού ή μεγάλου. Όμως εσκέφθη ο ασκητής μας ότι εδώ εις το μοναστήρι με τους τόσους θορύβους, δεν μπορεί η ψυχή να καλλιεργήση την καρδιακή προσευχή, διά τούτο δε ανεχώρησε από το μοναστήρι και ήλθεν εις την έρημον της Καψάλας, εις την οποία πολλοί μοναχοί και πολλοί Ρουμάνοι ζούσαν ησυχαστικόν βίον, με απόλυτη σιωπή, απομόνωση, νηστεία, είχον δε και πρόσφορους περιστάσεις διά την νοερά ή καρδιακή προσευχή. 


Με πολύ προσοχή κατεσκόπευσε τα καλύβια, τις σκήτες, τις μικρές συνοδείες και η ψυχή του αναπαύτηκε σε ένα κελλί πολύ απομονωμένο, του Αγίου Δημητρίου, απέχει σαράντα λεπτά από το δρόμο.
Ήταν δε παντελώς έρημο, ακατοίκητο, μισοερειπωμένο. Τα παράθυρα κατεστραμμένα, οι πόρτες επίσης, οι λαμαρίνες επίσης. Όταν φυσούσε άνεμος, σφύριζε μέσα στο κελλί, όταν χιόνιζε, το κελλί ήταν πάντα χιονισμένο μέσα. Ό π. Παΐσιος γνωρίζοντας την κατάσταση του κελλιού του, του έστειλε τρεις υποτακτικούς του, να του το διορθώσουν.

Εκεί έζησε σαράντα ολόκληρα χρόνια. Μόνος. Μονώτατος. Έρημος. Απλησίαστος ερημίτης. Δεν περιποιόταν καθόλου τον εαυτό του. Ποτέ του δεν πλύθηκε, Ποτέ του δεν φρόντισε να εύρη ένα καλό ρούχο. Δεν έπαιρνε καμιά μέριμνα διά τροφή. Πατέρες από τα γειτονικά κελλιά, Έλληνες και Ρουμάνοι, του άφηναν ευλογίες, και με αυτές συνετηρείτο.
Σαράντα χρόνια μελέτης του Θεού.
Σαράντα χρόνια καρδιακής προσευχής.
Σαράντα χρόνια πάλευε με τα στοιχεία της φύσεως και με τους δαίμονας.
Από έγκλειστος και ήσυχαστής έγινεν κατά Θεόν σαλός. Κατά Θεόν τρελλός. Παλαβός, θεοπάλαβος. Έλεγε του κόσμου τις τρέλλες, ασυναρτησίες, έκαμε τρελλές χειρονομίες. Δεν ήταν ευγενής. Στους περίεργους πολύ απότομος. Όταν τους έδιωχνε και δεν φεύγανε, τους περιποιόταν με βρισίδι.

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, κατάλαβαν τί θησαυρός ήταν. Τί θησαυρό έκρυβε. Τί διορατικά και προφητικά χαρίσματα έκρυβε και πολλοί τον επεσκέπτοντο και αυτός έκαμε συγκατάβασι και τους δεχόταν.
Αναφέρει ένας. Αγοράσαμε μακαρόνια, μπισκότα, αχλάδια, ροδάκινα, ντομάτες και πήγαμε να τον δούμε.
Μας δέχτηκε. «Ω, ευχαριστώ καλοί πατέρες. Ευχαριστώ πολύ». Του δώσαμε τα δώρα μας. Κόβει τα μπισκότα μικρά μικρά κομματάκια και τα πετάει εις τον αέρα. «Να φάνε τα πουλάκια». Έπειτα, κομματιάζει τα μακαρόνια και τα πετάει σ' όλες τις κατευθύνσεις. Έπειτα, παίρνει τα αχλάδια, τα ροδάκινα, τις ντομάτες και τις πετούσε στους τοίχους του κελλιού του. «Τα χρειαστήκαμε», έλεγαν.
Μέσα, δε το κελλί του, μη χειρότερα. Στους τοίχους χυμένοι καφέδες, πορτοκαλάδες. Στο δάπεδο σε ύφος τριάντα εκατοστών, πεταμένα κουτιά κονσέρβας όλων των ειδών, φιάλες από πορτοκαλάδες, πόματα, και σκουπίδια πολλών ειδών.

Και οι σύντροφοι του να ζουν ειρηνικά και να κυκλοφορούν ελεύθερα, άφοβα. Σαύρες, σαμιαμίθια, κατσαρίδες, μύγες, ποντίκια. Όλων των ειδών και όλων των μεγεθών.
Και ο καλός μας Ηρωδίων να κινήται και να ζη μ' αυτά ο μονασμένος και συμφιλιωμένος.
Είχε το διορατικό χάρισμα. «Εσύ, είσαι από την Κέρκυρα», λέγει σε έναν.
«Εσύ να πας στη Συκιά», λέγει σε άλλον. Σε ποια συκιά, διερωτόταν. Συκιά λέγανε το χωριό του.
Σαν τον Αδάμ, προτού αμαρτήσει είχε εξουσία εις τα στοιχεία της φύσεως, τα διέτασε και αυτά πειθαρχούσαν. Τον επεσκέφθη κάποτε ένας ευσεβής και συνομίλησαν πολύ ώρα στο κελλί. Όταν τελείωσε η συζήτηση και βγήκαν έξω, να τον κατευοδώση, τον βλέπει μελαγχολικό. Αιτία, ο συννεφιασμένος ουρανός. Το παρατηρεί αυτό ο πατέρας μας και του λέγει. «Σε βλέπω μελαγχολικό. Θέλεις να σκορπίσω τα σύννεφα;». Υψώνει τα μάτια του εις τους ουρανούς και δίδει διαταγή εις τα σύννεφα: «σκορπισθείτε». Τα σύννεφα σκορπίσθηκαν και φάνηκε ζεστός ό ήλιος. Ρωτάει πάλι. «Θέλεις να πω στη γη να φυτρώσουν λουλούδια;». «Όχι, όχι», λέγει τρομοκρατημένος.

Ένα απόγευμα, είχε βγει στον υποτυπώδη του κήπο δια να φύτευση κουκιά. Όμως ψιλόβρεχε. Υψώνει τα βλέμματα εις τον ουρανό και λέγει: «Σταμάτα». Και η βροχή σταμάτησε. Όταν φύτεψε τα κουκιά, υψώνει τα μάτια εις τον ουρανό και λέγε: «Τώρα βρέξε». Και άρχισε να βρέχη.
Δεν τον είδαν ποτέ να μεταλάβη. Το συμβαίνει;
Ή άγγελος εξ ουρανού τού μετέδιδε την αγία κοινωνία, όπως συνέβαινε εις τους ερημίτες που κατοικούσαν εις τα βάθη της Αιγυπτιακής ερήμου, ή είχε δεχθεί την θεία Χάρι τόσο έντονα ώστε να μην έχη ανάγκη από την Χάρι που παρέχουν τα Μυστήρια.
Εις την σωματική διάπλασι ήταν εύσωμος, ευθυτενής, με ολίγα γένεια, τήδε κακείσε φυτρωμένα.
Είχε απαλά, φυσιολογικά και συμπαθητικά χαρακτηριστικά. Πάντοτε χαμογελαστός. Οι οφθαλμοί του ήσαν γαλανοί, μεγάλοι, λαμπεροί. Ολόκληρος έλαμπε. Πολλές φορές το πρόσωπο του φωτιζόταν από το θειο φως, και τότε δεν μπορούσες να τον ιδής κατά πρόσωπον.
Όταν παραγέρασε, τον πήρε ο πατήρ Μελέτιος, Ρουμανός κατά την φυλή, τον γηροκόμησε. Όταν δε εκοιμήθηκε εν Κυρίω την 12η Δεκεμβρίου 1990 τον έθαψε.
Ο πατήρ Μελέτιος τον έκαμε μεγαλόσχημο και του έδωκε το όνομα Ηρωδίων.
Ο άγιος Ηρωδίων, ήταν μαθητής του Παύλου. Πιστός μαθητής. Εχειροτονήθη πρεσβύτερος και επίσκοπος και διορίσθη επίσκοπος Νέων Πατρών. Ήταν ζηλωτής, δια τούτο και οι ειδωλολάτρες με τους Ιουδαίους αφού τον κατατυράνησαν, του απέκοψαν την κεφαλή.
Η ανακομιδή του λειψάνου του γέροντα Ηρωδίωνα έγινε επτά χρόνια αργότερα, η δε αγία του κάρα φυλάσσεται εις το κελλίον του πατρός Μελετίου.

Ο πατήρ Μελέτιος είναι σήμερον υπερογδοηκοντούτης, μιμητής του γέροντα Ηρωδίονα. Μιμείται και την σαλότητά του.
Ο Θεός δια πρεσβειών του Οσίου πατρός ημών Ηρωδίωνος, είθε να ελεήση και την αμαρτωλή μας ψυχή και να μας αξιώση της επουρανίου του βασιλείας και των επουρανίων του αγαθών. ΑΜΗΝ.
Ένα νέο στοιχείο από τη ζωή του.
Τον επεσκέφθη ένας θεοσεβής και του έδωσε δύο εικονίδια. «Πάρτα για τα παιδιά σου». «Μα δεν έχω δύο παιδιά, ένα έχω», «Πάρτα, πάρτα» .... Μετά ένα έτος, απέκτησε και δεύτερο παιδί.

Άρχιμανδρίτης Σεραφείμ Δημόπουλος
http://vatopaidi.wordpress.com




Ὁ μοναχὸς Ἡρῳδίων, διὰ Χριστὸν σαλός

πηγή: Νικολάου, μητρ. Μεσογαίας καὶ Λαυρεωτικῆς, «Ἄνθρωπος μεθόριος», ἐκδ. Μελωδικὸ Καράβι, 2005

Μία περιγραφὴ κάποιας συνάντησης μὲ ἕναν ἄνθρωπο τῆς «ἄλλης» λογικῆς, ὡς ἐπίλογος αὐτῆς τῆς μεταξύ μας συνάντησης, ἴσως ἀποτελεῖ τὸν καλύτερο πρόλογο γιὰ τὴ συνάντηση μὲ τὸ Θεό:
Ἤδη ἡ ὥρα περνοῦσε καὶ ἔπρεπε νὰ πᾶμε καὶ στὸν π. Ἡρῳδίωνα· ἕναν ρουμάνο ποὺ ἢ ἦταν σαλὸς διὰ Χριστὸν ἢ δὲν ἦταν ἄνθρωπος. Σὲ δέκα λεπτὰ φθάσαμε στὸν… σκουπιδότοπό του. Ὁ ἥλιος εἶχε ἤδη δύσει. Σ᾿ ἕνα ἐρείπιο γεμάτο σκουπίδια συναντοῦμε ἕνα νέο ἥρωα. Ὀγδόντα δύο ἐτῶν, ὄρθιος στὸ κούφωμα μίας πόρτας… χωρὶς πόρτα.
Τὰ πόδια του κρατοῦσαν κόντρα στὸ ἕνα της δοκάρι. Ἡ μέση του ἀκουμποῦσε στὸ ἄλλο. Τὰ χέρια του στηρίζονταν στὸ πρῶτο. Ὧρες ὁλόκληρες περνοῦσε ἔτσι. Ὁ ἴδιος δίχως ζωστικό. Μία μάλλινη φανέλα κι ἕνα κουρελιασμένο παντελόνι κάλυπταν τὸ ἐξαγιασμένο σῶμα του. Ἡ καλύβη του γεμάτη σκουπίδια. Δὲν ἔβλεπες δάπεδο. Ἕνα στρῶμα ἀπὸ κονσέρβες, κουκούτσια, σακοῦλες, τάπες, καπάκια ἀπὸ μπουκάλια, φλοῦδες, ὅ,τι μποροῦσε κανεὶς νὰ φαντασθεῖ, πάχους τριάντα ἑκατοστῶν καὶ πάνω, ἀποτελοῦσε τὸ πολύτιμο χαλὶ στὸ μυστηριῶδες… παλατάκι του καὶ ἀσφαλῶς τὸ στρῶμα του, ἂν βέβαια κοιμόταν ὁριζόντιος. Στοὺς τοίχους του τὰ ἀποτυπώματα χυμένων καφέδων καὶ τὰ ζουμιὰ πεταγμένων πορτοκαλάδων καί, ἀντὶ γιὰ κατοικίδια ζῶα, ὅλων τῶν εἰδῶν τὰ ζωΰφια, μυγάκια, κατσαρίδες καὶ ποντίκια.
- Εὐλογεῖτε, γέροντα, εἶπε χαρούμενος ὁ ἁπλοϊκὸς συνοδοιπόρος μου.

- Ὁ Κύριος, ἀπαντᾶ νηφάλιος ὁ ἡρωικὸς ἀσκητής, χωρὶς νὰ δείχνει καθόλου ἐνοχλημένος γιὰ τὸν οἰκολογικὸ περίγυρό του.
- Σοῦ φέραμε λίγες εὐλογίες, κάτι νὰ φᾶς, συνεχίζει δίχως ἐνδοιασμὸ ὁ μοναχὸς φίλος μου.
- Ὤ! καλοὶ πατέρες, πολὺ εὐχαριστῶ. Σᾶς εὐχαριστῶ. Καλοὶ πατέρες. Πολὺ εὐχαριστῶ, ἀπαντᾶ ἐκεῖνος.
Καὶ παίρνοντας τὴν σακούλα μὲ τὶς εὐλογίες καὶ συνεχίζοντας νὰ ἐπαναλαμβάνει αὐτὲς τὶς προτάσεις, μὲ ἰδιάζουσα δύναμη καὶ ἐκφραστικότητα, πετοῦσε τὶς ντομάτες καὶ τὰ ροδάκινα πάνω ἀπὸ τὰ κεφάλια μας στοὺς τοίχους τῆς καλύβης του. Τὰ χυμένα ζουμιά τους ἀποτυπώνουν τὴν δική μου ἀπορία πού, σκυμμένος μὴ μὲ πάρουν τὰ βόλια, προσπαθοῦσα νὰ καταλάβω τὴ λογικὴ τῆς εὐγνωμοσύνης του καί, ἐντελῶς ξαφνιασμένος, νὰ ἀποτυπώσω τὸ περιεχόμενο τῆς ἰδιότυπης μοναχικῆς προοπτικῆς του.
Ἀφοῦ ἔσπασε τὰ μακαρόνια καὶ τὰ ἔχυσε ἀπὸ τὸ περίβλημά τους, ἀφοῦ σκόρπισε τὰ μπισκότα ὅσο πιὸ μακριὰ μποροῦσε, φωνάζοντας «νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια· νὰ φᾶνε τὰ πουλάκια», ἄρχισε νὰ μιλάει γιὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ, τὴν προδοσία τοῦ Ἰούδα καὶ ἐν μέσῳ ἀσυνάρτητων κραυγῶν νὰ δοξάζει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ.

Εἶχε ἤδη ἀρχίσει νὰ νυχτώνει. Λίγο ἀκόμη καὶ θὰ χάναμε τὸ θέαμα. Θὰ χάναμε αὐτὸ ποὺ ὁ π. Ἡρῳδίων ἔδειχνε. Μέσα ὅμως στὴ νύχτα τὰ δικῆς μου λογικῆς εἶχα ἀρχίσει νὰ ὑποψιάζομαι λίγο ἀπ᾿ αὐτὸ ποὺ ἔκρυβαν τὰ σκουπίδια, τὰ ἀκαταλαβίστικα λόγια καὶ φυσικὰ ἡ ἐντελῶς ἀκατανόητη λογικὴ ἑνὸς σαλοῦ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Θυμήθηκα τὸν ἀββᾶ Ἰσαὰκ πού, ἀναφερόμενος σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ἡρωϊκοὺς ἁγίους ποὺ ζοῦν «ἐν ἀταξίαις, εὔτακτοι ὄντες», κατακλείει· «ταύτην τὴν ἄνοιαν ἀξιώσει ἡμᾶς ὁ Θεὸς φθᾶσαι». Ἄραγε αὐτὴ εἶναι ἡ λογικὴ γιὰ τὴν ὁποία μιλοῦσε ὁ π. Παΐσιος;
Γύρισα πίσω γιὰ μία τελευταία κλεφτὴ ματιά. Τὸ ἄσχημο ἀπὸ τὴν φύση του καὶ ἄγριο ἀπὸ τὸν τρόπο του πρόσωπό του ἔλαμπε ὑπερβατικὰ ἀπὸ τὴν χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἦταν τόση ἡ λάμψη του ποὺ ὑποχρέωνε τὰ πήλινα μάτια μου καὶ τὴν «μὴ ὁρῶσα» καρδιά μου σὲ ἀσυνήθιστες ὁράσεις ἄλλου εἴδους καὶ ἄλλου κόσμου. Ἡ μυστηριώδης ὄψη του μένει ἀκόμη βαθειὰ χαραγμένη στὴν μνήμη μου.

Ἔφυγα καὶ ξαναβυθίστηκα στὰ σκουπίδια τοῦ ἑαυτοῦ μου. Ἐκεῖνος ἔμεινε πατώντας πάνω στὰ σκουπίδια τῆς λογικῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου. Τὸν σκεπτόμουν καὶ θαύμαζα τὴν ἀντοχὴ καὶ τὸν ἡρωισμό του. Μέχρι σήμερα, ἐνῶ ἀντιλαμβάνομαι τὴν ἀξία καὶ τὸ μεγαλεῖο τῆς λογικῆς του, δὲν μπορῶ νὰ συλλάβω τὴν δομή της. Σίγουρα ἡ λογικὴ εἶναι μεγαλύτερη ἐκτροπὴ ἀπὸ τὴν διὰ Χριστὸν σαλότητα. Ἴσως ὅμως καὶ ὁ σταυρός της νὰ εἶναι τελικὰ βαρύτερος ἀπὸ τὸν σταυρὸ τοῦ π. Ἡρῳδίωνα.
Πάνω στὸ πανεπιστήμιο τῶν σκουπιδιῶν καὶ τῆς σαλότητος, τόλμησα νὰ προβάλω τὴν λογική, τὴν αἴγλη καὶ τὴν φινέτσα τῆς νωπῆς τότε ἐμπειρίας μου στὸ Harvard καὶ τὸ ΜΙΤ. Τότε ἄρχισαν τὰ σκουπίδια νὰ εὐωδιάζουν σὰν λουλούδια, τὰ ζωύφια νὰ μεταμορφώνονται σὲ πουλάκια, οἱ ξεσχισμένες σακκοῦλες σὲ πτυχία καὶ δημοσιεύματα· καὶ ὁ π. Ἡρῳδίων πολὺ πιὸ «ἔξυπνος», πολὺ πιὸ πετυχημένος ἀπὸ τοὺς Νομπελίστες καθηγητές μου! Ἡ λογική τους ἐμοίαζε μὲ ἀγωνιστικὸ αὐτοκίνητο· ἡ λογικὴ τῆς διὰ Χριστὸν σαλότητος μὲ πύραυλο. Τὸ πρῶτο τρέχει μέχρι 320 χλμ. τὴν ὥρα. Τὸ δεύτερο ἀπὸ 29.000 χλμ. τὴν ὥρα καὶ πάνω. Τὸ πρῶτο κινεῖται ὁριζόντια. Τὸ δεύτερο κατακόρυφα. Στὴν μία περίπτωση, ἂν ὑπερβεῖς τὸ ὅριο, γκρεμοτσακίζεσαι. Στὴν δεύτερη, ἂν τὸ ξεπεράσεις, ἐκτοξεύεσαι· ξεπερνᾶς τὴν βαρύτητα τῆς γής· διαφεύγεις· ἐλευθερώνεσαι. Οἱ πρῶτοι, οἱ λογικοί, ὅσο κι ἂν τρέχουν πατᾶνε στὴν γῆ. Ὁ π. Ἡρῳδίων ἔφυγε ἀπὸ αὐτὸν τὸν κόσμο χωρὶς νὰ τὴν ἔχει ἀκουμπήσει. Χωρὶς νὰ τὸν ἔχει ἀκουμπήσει…
http://users.uoa.gr/




Ο μυστηριώδης έγκλειστος Ηρωδίων

Ο γερω-Ηρωδίων ο Καψαλιώτης, κατά κόσμον Ιωάννης Μαντούφ από το Ορντασέστ της Ρουμανίας, γεννήθηκε το έτος 1904. Οι γονείς του ωνομάζοντο Πέτρος και Ελένη. Ήρθε στο Άγιον Όρος και έγινε μοναχός στο Διονυσιάτικο Κελί των Εισοδίων.
Ύστερα έζησε σε διάφορα Κελιά, κυρίως στην Καψάλα. Στις 28-10-1964 πήρε την Καλύβη του Αγίου Δημητρίου Καψάλας. Ζούσε τα τελευταία χρόνια βίον έγκλειστον, τραχύ, απαράκλητον, τελείως μόνος του. Είχε μία στέρνα στο Κελί του και από κει έπαιρνε νερό.
Όταν κάποτε έπεσε μέσα ένα ποντίκι, ο ίδιος πάλι δεν έβγαινε να πάρει νερό από αλλού, αλλά του έφερνε ο γερω-Μακάριος ο γείτονάς του. Ούτε προμήθεια έκανε ούτε εψώνιζε ούτε εργοχειρούσε ούτε κήπους καλλιεργούσε, και ο Θεός που τρέφει τους κόρακες έτρεφε και το γερω-Ηρωδίωνα.
Όταν κάποιος τον επισκεπτόταν, άνοιγε την πόρτα, έβγαζε λίγο το κεφάλι και άρχιζε να μιλάει.
Εγνώριζε Ρουμάνικα, Ρώσικα και Ελληνικά. Έλεγε πολλά ασυνάρτητα, ότι έχει εξουσία στον ήλιο, στη βροχή, κ.α. Μέσα στα πολλά έλεγε μερικά που έμεναν καρφωμένα στο νου του επισκέπτη. Ήταν κάτι προσωπικά που τον αφορούσαν, που τα ήξερε μόνο αυτός και άκουγε να τα αποκαλύπτει ο γερω-Ηρωδίων. Φεύγοντας διερωτώντο μερικοί τι να είναι αυτό το ανεξιχνίαστο μυστήριο που λέγεται γερω-Ηρωδίων; Προφήτης, τρελός, πλανεμένος ή κάτι άλλο;

Πάντως τρία πράγματα ήταν ξεκάθαρα, πέραν πάσης αμφιβολίας, σε όσους πήγαιναν να επισκεφθούν το γερω-Ηρωδίωνα τον Καψαλιώτη.
Πρώτον το ιλαρό, γλυκύ, χαροποιό πρόσωπό του με μια ασκητική λευκότητα και διαφάνεια που έμοιαζε το χρώμα του κίτρινου κυδωνιού. Η όψη του δε σε απωθούσε˙ αντιθέτως τον συμπαθούσες, κι ας ήταν άπλυτο, λερωμένο και γανωμένο το πρόσωπό του.
Δεύτερον η μεγάλη αυταπάρνησή του. Γέρων υπερογδοηκοντούτης, ζούσε πολλάκις νηστικός λόγω ελλείψεως και των στοιχειωδών σε ένα καλύβι μισοερειπωμένο, που έβαζε από παντού. Ακόμη έσταζε νερό από τη σκεπή και δεν είχε θέρμανση. Το δύσκολο έτος 1986, που έκανε τον βαρύ χειμώνα και τις μεγάλες παγωνιές, δεν εξηγείται ανθρωπίνως πώς μπόρεσε και άντεξε. Μάλιστα κυκλοφορούσε ξυπόλητος μέσα στο κελί του και δεν είχε κρεβάτι. Πάντα στεκόταν όρθιος ή ακουμπούσε λίγο στην άκρη ενός πάγκου που ήταν γεμάτος πράγματα παλαιά για τα σκουπίδια.

Όταν ήταν νέος μοναχός πήρε φωτιά ένα Κελί της Προβάτας και τον κατηγόρησαν άδικα ότι αυτός την προκάλεσε. Κάποιοι λαϊκοί εργάτες μάλιστα τον χτύπησαν πολύ.
Μετά από αυτό, όταν τον ρωτούσαν γιατί δεν ανάβει σόμπα το χειμώνα, έλεγε:
"Για να μην κάψω την Καψάλα". Ίσως και να έβαλε τέτοιο κανόνα στον εαυτό του.
Να μην ανάψει δηλαδή ποτέ φωτιά.
Τον ρώτησαν κάποτε τι κάνει όταν κρυώνει, και απάντησε: "Πάω στο Σινά και ζεσταίνομαι (ίσως εννοούσε με το λογισμό του). Ο μοναχός που αγωνίζεται πραγματικά μοιάζει σαν να έχει Μάη μέσα του. Ποτέ δεν κρυώνει". Ο γερω-Παΐσιος έλεγε: "Για να κάθεται στο Κελί του με τόση στέρηση, σημαίνει ότι έχει παρηγοριά απ' το Θεό".
Και το τρίτο, οι διοράσεις και προρρήσεις του. Σε πολλούς απεκάλυπτε τους λογισμούς. Τον επισκέφθηκαν τρεις πατέρες από την Κέρκυρα και του είπε ότι είναι από το Κορφού (Κέρκυρα). Σε άλλον είπε ότι αγόρασε σκούφο και να τον φορέσει μετά από λίγες μέρες που θα βγει έξω. Έτσι και έγινε.

Ένας μοναχός πήγε να τον ρωτήσει για τη διχογνωμία. Είχε δύο λογισμούς και δεν ήξερε ποιόν να ακολουθήσει. Πριν τον ρωτήσει, του είπε ο γερω-Ηρωδίων: "Να μη σε διαιρεί η γνώμη, εσύ να τη διαιρείς".
Άλλη φορά ο ίδιος μοναχός, κάποια Σαρακοστή, είχε κατάπτωση και πήγε να ρωτήσει το Γέροντα, αν μπορεί να καταλύσει λίγο λαδάκι. Πριν τον ρωτήσει απάντησε:
"Άμα δεν μπορείς, να τρως λίγο λάδι".
Και άλλοτε σε μοναχό που είχε λογισμό να υποταχθεί στο γερω-Νικήτα, ο γερω-Ηρωδίων του είπε μόνος του: "Γερω-Νικήτα. Πρέπει να ξέρει για να σε οδηγήσει.
Αλλιώς κάθησε στο Κελί σου καλύτερα".
Σε άλλον μοναχό είπε ότι το Κελί τους που ήταν ισόγειο, έβλεπε μεγάλες απλωταριές προς τη θάλασσα, ενώ δεν είχε. Όταν έκαναν νέο κτίριο με μεγάλα μπαλκόνια, τότε θυμήθηκαν όσα είχε πει ο γερω-Ηρωδίων.
Και στο Μπουραζέρι είχε πει ότι έβλεπε στην αυλή του Κελιού μεγάλη ωραία Εκκλησία της Παναγίας μέσα σε λουλούδια, ενώ δεν υπήρχε. Όταν μετά από χρόνια έκτισαν την καινούρια Εκκλησία, τότε οι πατέρες θυμήθηκαν τα λόγια του.



Πήγαν να τον δουν δύο προσκυνητές και άρχισε να λέει το πρόβλημα του ενός και τι θα αντιμετωπίσει όταν θα βγει έξω. Τον ρώτησε και ο άλλος:
- Εμένα δεν έχεις να μου πεις τίποτε;
- Εσένα το πρόβλημά σου είναι στη Συκιά. Κοίταξε γύρω του και του είπε ότι δε βλέπει καμιά συκιά.
- Εκείνη η Συκιά για να πας, περνάς θάλασσα. Πάλι δεν κατάλαβε και έφυγε με απορία. Μόλις επέστρεψε στο σπίτι του που είναι στο χωριό Συκιά Κορινθίας προέκυψε ένα σοβαρό πρόβλημα στην οικογένειά του και τότε θυμήθηκε τα λόγια του γερω-Ηρωδίωνος.
Ο γερω-Ηρωδίων έλεγε μια καλή συμβουλή, όπως π.χ.: "Όταν κάθεται ο μοναχός στο Κελί του και δεν ασχολείται με τους άλλους, αλλά προσεύχεται, τότε έρχεται η αγάπη του Θεού μέσα του". Ύστερα έλεγε ασυνάρτητα πράγματα και έκανε σαλότητες. Και φυσικά δεν μπορούσε κανείς να βρει άκρη και να βγάλει συμπεράσματα με τον γερω-Ηρωδίωνα.
Κάποτε τον επισκέφθηκαν δύο μοναχοί. Χτυπούσαν την πόρτα, αλλά δεν απαντούσε. Ακούγονταν ψίθυροι. Από το παραθυράκι τον έβλεπαν στραμμένο προς τον τοίχο ακίνητο να ψιθυρίζει κάτι και να μην ακούει καθόλου.
Κάποτε, όταν τον είχε πάρει ο γερω-Μελέτιος ο Ρουμάνος στον Άγιο Γεώργιο, να τον γηροκομήσει, τον επισκέφθηκε κάποιος μοναχός με ένα νέο. Μόλις τους είδε από μακριά - ήταν στην πόρτα με τις γάτες - φώναξε εξαγριωμένος να σταματήσει ο νέος, να μην πλησιάσει, διότι έχει μηχανή.

Πράγματι κρατούσε στο χέρι του μία τσάντα, όπου είχε φωτογραφική μηχανή. Πώς το είδε ο γερω-Ηρωδίων, ο Θεός το γνωρίζει. Τον επισκέπτοντο και επίσημοι άνθρωποι, όπως και ο πρώτος του Αγίου Όρους, ιερομόναχος Παΐσιος Χιλανδαρινός.
Επί μισή ώρα περίμεναν, αλλά δεν αποσπάσθηκε από την προσευχή του.
Τα πόδια του από την ορθοστασία είχαν πρηστεί και είχαν γίνει άκαμπτα, σαν κολώνες δεν λύγιζαν. Κάτω από το χονδρό δάκτυλο του ενός ποδιού είχε μια μεγάλη πληγή σαν καρύδι που έβγαζε δύσοσμα υγρά. Επειδή κυκλοφορούσε ξυπόλητος, έκλεινε με χώματα και δεν φαινόταν απ' έξω.
Ο γερω-Ηρωδίων τις τελευταίες οκτώ ημέρες δεν έβαλε τίποτα στο στόμα του. Φαίνεται είχε προαισθανθεί το θάνατό του και ετοιμαζόταν. Είχε γίνει κίτρινος σαν λεμόνι. Όταν εκοιμήθη, την Σαρακοστή των Χριστουγέννων στις 12-12-1990, ο γερω-Μελέτιος είπε ότι ευωδίασε το κελί του.
Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή του και ας τον ζεστάνει στον Παράδεισο τώρα, μια που πολύ υπέφερε από το κρύο σ' αυτή τη μάταιη ζωή.
Την ευχή του να έχουμε. Αμήν.

Από την ασκητική και ησυχαστική Αγιορείτικη παράδοση
Εκδόσεις
Ιερόν Ησυχαστήριον
"Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος"

σελ. 254-260


 http://athgerontes.blogspot.com

Η οσιότατη αδελφή Μαρία Μαγδαληνή (κατά κόσμον Marie Madeleine Le Beller), του π.Γεωργίου Αθανασάκη

 
                                  
 
 Μαρία Μαγδαληνή

   Η  οσιότατη  αδελφή  Μαρία Μαγδαληνή  (κατά κόσμον Marie Madeleine Le Beller)  εκοιμήθη εν Κυρίω  σε ηλικία 67-68 ετών, την 12ην Δεκεμβρίου 2013 (Ν.Η.) ημέρα Πέμπτη και ώρα 13:00 μ.μ. στο ερημητήριό της πλησίον του σπηλαίου του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος στο όρος Σινά. Απώλεσε  την επαφή με το περιβάλλον λίγες ώρες προ της τελευτής της και είχε ένα ειρηνικό τέλος στα χέρια του γέροντός της π. Παύλου Σιναϊτου που έσπευσε να της δώσει την τελευταία Θεία Μετάληψη.

   Bαπτίστηκε σε ηλικία 40 ετών περίπου στον Ιορδάνη, το έτος 1986. Έζησε στον Άγιο Ιωάννη της Κλίμακος  δεκαοχτώ (18) χρόνια, με πολλούς πειρασμούς και από τους ανθρώπους και από τους δαίμονες. Έξι μήνες στην αρχή διανυκτέρευε έξω ανάμεσα στα βράχια, άστεγη με ένα υπνόσακο, σ`εκείνη την απαράκλητη έρημο συντροφιά με σκορπιούς και δηλητηριώδη φίδια.  Έζησε μεγάλη απόρριψη, πολλοί την θεωρούσαν τρελή και πλανεμένη. Πούλησε το σπίτι της στο Παρίσι κι αγόρασε ένα κομμάτι γη από ένα βεδουίνο κάτω ακριβώς από το σπήλαιο του Άγίου Ιωάννου της Κλίμακος. Εκεί υπήρχε μια χαρουπιά κι ένα πηγάδι. Έχτισε σταδιακά πέντε αυτόνομα κελλάκια, ένα μικρό ναύδριο πάνω σ`ένα βράχο, φύτεψε δένδρα, λίγες ελιές, δυο-τρεις μηλιές και ένα κλήμα και έφτιαξε μικρή στέρνα και κήπο. Όλη την σκήτη της την περιέφραξε με τείχος. Ζούσε απλά καλλιεργώντας τον κήπο της πλέκοντας κομποσχοίνια και ασχολούμενη τα τελευταία χρόνια με την ξυλογλυπτική οπού σημείωσε μεγάλη πρόοδο κατασκευάζοντας εικόνες για το εκκλησάκι της. Στην μονή κατέβαινε κάθε Κυριακή αρχικά και αργότερα κάθε δεκαπέντε και τις μεγάλες εορτές για να μεταλαμβάνει. 


Κάποιοι πατέρες την συμπαθούσαν και την προστάτευαν αλλά οι πολλοί την απέρριπταν και σε πολλά την δυσκόλευαν. Κάποτε  απαγόρευσαν στον π. Παύλο να την δέχεται για εξομολόγηση και δεν της επέτρεπαν την δωρεάν φιλοξενία στον ξενώνα των γυναικών. Είχε μεγάλη δύναμη ψυχής που την αντλούσε από την ακράδαντη πίστη της και την ευλογία που της είχαν δώσει για εγκαταβίωση στην έρημο του Σινά, ο π. Πορφύριος (νύν Άγιος Πορφύριος) και η μάτουσκα Λουμπούσκα η δια ΧΝ Σαλή της Αγίας Πετρουπόλεως. Όλος ο πειρασμός ξεκίνησε από την αγάπη της στην έρημο, ενώ οι πατέρες την ήθελαν να ζεί εντός της γυναικείας μονής της Φαράν στην οποία είχε ζήσει δοκιμαστικά ένα χρόνο και μισό στην αρχή. Όμως δεν αναπαύθηκε και όταν ο Γέρων Παϊσιος  επίσκεφθηκε τελευταία φορά το Σινά και πέρασε από την Φαράν της έδωσε την ευλογία του να ζήσει στην έρημο αφού την εξέτασε και ευλόγησε το τυπικό της προσευχής της.


   Κάθε Πάσχα πήγαινε στα Ιεροσόλυμα πού περνούσε όλη την μεγάλη εβδομάδα και την Διακαινήσιμο επέστρεφε στο αγαπημένο της ασκητήριο. Μετά το Πάσχα του 2009  δεν πήγε ξανά στα Ιεροσόλυμα.
   Στις 18 Νοεμβρίου του 2012 (Κυριακή) ήρθε στη Κρήτη άρρωστη πλέον και στο Βενιζέλειο Νοσοκομείο διεγνώσθη προχωρημένος καρκίνος του εντέρου.      
    
 Έφυγε για την Μόσχα που είχε γνωστό της τον επίσκοπο που διοικούσε το νοσοκομείο της ρωσικής εκκλησίας. Εκεί τις έκαναν παρατεταμένες ιατρικές εξετάσεις και της ζήτησαν να υποβληθεί σε χειρουργική επέμβαση και χημειοθεραπείες, στο μεγαλύτερο ιατρικό κέντρο κατά του καρκίνου, της Ρωσίας. Όμως δεν δέχθηκε επιθυμώντας να πεθάνει στην αγαπημένη της σκήτη. Πήγε για προσκύνημα στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, λούστηκε στην πηγή του και πήρε μεγάλο θάρρος. Επέστρεψε στο Σινά μέσω Ιταλίας όπου προσκύνησε τον Άγιο Νικόλαο στο Μπάρι κι εκεί γνώρισε την ρωσίδα Ευφροσύνη, την οποία κάλεσε για να την διακονήσει όταν επέστρεψε στο Σινά κι εκείνη ανταποκρίθηκε άμεσα.  Ήρθε κοντά της και την υπηρέτησε μέχρι το τέλος, χωρίς κανένα υλικό όφελος. Η Ευφροσύνη ήταν δώρο του Θεού γιατί ομιλούσε μόνο ρωσικά τα οποία η Μαρία ελάχιστα ομιλούσε και καταλάβαινε. Όμως είχαν άριστη συνεργασία και την περιποιήθηκε σαν καλή υποταχτική (για δέκα μήνες περίπου), ώστε να κερδίσει και την αγάπη και τον σεβασμό των πατέρων.  

   Από το Πάσχα του 2013 δεν μετακινήθηκε πλέον ούτε μέχρι την μονή της Αγίας Αικατερίνης, αλλά με μεγάλη ανδρεία και υπομονή εβάστασε τον σταυρό της πολυώδυνης νόσου, χωρίς ιατρική βοήθεια και νοσοκομειακή περίθαλψη. 


   Την επόμενη της κοίμησής της, η κυρίαρχος μονή της Αγίας Αικατερίνης, μετά την θεία Λειτουργία που έκαναν στο εκκλησάκι της σκήτης της, την μετέφερε με φορείο στο τοπικό νοσοκομείο της περιοχής  όπου διεγνώσθη ο θάνατός της και τοποθετήθηκε σε ψύξη μέχρι την έκδοση άδειας ταφής από το Γαλλικό Προξενείο. Τότε συνέβη ένα παράδοξο γεγονός που σχολιάστηκε με θαυμασμό από όσους παραβρέθηκαν εκεί. Από την προηγούμενη το βράδυ είχε ξεσπάσει χιονοθύελλα και κάλυψε στα λευκά όλη την γύρω περιοχή. Το μοναστήρι έστειλε 14 εργάτες (χριστιανούς κόπτες) για να μεταφέρουν εναλλάξ το σκήνωμά της λόγω της μαινόμενης χιονοθύελλας και του δύσβατου τόπου. Κι ενώ έκαναν περίπου δύο ώρες για να διανύσουν  την απόσταση από τον αυτοκινητόδρομο έως το ασκητήριό της (πορεία μίας ώρας το πολύ, υπό κανονικές συνθήκες), όταν σήκωσαν το τίμιο λείψανό της, διήνυσαν την ίδια απόσταση σε σαράντα πέντε λεπτά χωρίς να τους αγγίξει ούτε μια νιφάδα χιονιού, ενώ τα πάντα ήταν ολόλευκα και φωτεινά γύρω τους. Όταν έφθασαν πάνω στον αυτοκινητόδρομο και την απόθεσαν στο αυτοκίνητο που περίμενε εκεί, σε λίγα δευτερόλεπτα βρέθηκαν πάλι μέσα στην χιονοθύελλα και τους κάλυψε το χιόνι. 


  Η άδεια ταφής δόθηκε στις 17-12-2013 το βράδυ.
  Ετάφη την 18η Δεκεμβρίου 2013 (Ν.Η.) ημέρα Τετάρτη μετά το μεσημέρι, στο κοιμητήριο της γυναικείας μονής του Προφήτου Μωϋσέως της Φαράν με απόφαση της συνάξεως των πατέρων της μονής της Αγίας Αικατερίνης. (όχι στο ασκητήριό της όπως  επιθυμούσε). Δεν παρέστη κανείς γνωστός κι αγαπητός της εκτός την ρωσίδα Ευφροσύνη που την υπηρέτησε με μεγάλη αυταπάρνηση. Ακόμη και μιά γνωστή της γερμανίδα προσήλυτη που βρέθηκε στην θανή της, την άλλαξε και την ξενύχτησε διαβάζοντας της ψαλτήρι, είχε φύγει για τα Ιεροσόλυμα.

   Την κήδεψαν ο επίσκοπος Σιναίου κ.κ. Δαμιανός και οι Ιερομόναχοι Μιχαήλ και Ευγένιος της ιδίας μονής. Παρέστησαν και οι  4  μοναχές της μονής Φαράν.



Παρασκευή 7 Δεκεμβρίου 2018

Πάψε επιτέλους... Να λες δόξα σοι ο Θεός.




Πριν από χρόνια, όταν ήμουν εφημέριος στον ιερό Ναό του Αγίου Βασιλείου Πειραιώς, μ’ εκάλεσαν να εξομολογήσω εκτάκτως, κατόπιν δικής του επιθυμίας, ένα νέο άνδρα, 42 ετών, του οποίου το όνομα, ήτο Ξενοφών.

Όταν πήγα, ήταν σε κακή κατάσταση. Ο καρκίνος με τις ραγδαίες μεταστάσεις τον είχε προσβάλλει και στο κεφάλι. Οι μέρες του μετρημένες. Ήταν μόνος στον θάλαμο, το διπλανό κρεβάτι ήταν άδειο, κι έτσι βρεθήκαμε μόνοι μας.
Και μου είπε τα έξης, για το πώς πίστεψε, αφού υπήρξε, όπως το τόνισε, «σκληρός άθεος» και άπιστος.

«Ήλθα εδώ πριν από 35 περίπου μέρες, σ’ αυτό το δωμάτιο των δύο κλινών. Δίπλα μου ήταν ήδη κάποιος άλλος άρρωστος, μεγάλος στην ηλικία, 80 περίπου ετών. Αυτός ο άρρωστος, πάτερ μου, παρά τους φοβερούς πόνους που είχε στα κόκκαλα -εκεί τον είχε προσβάλει ο καρκίνος- συνεχώς αναφωνούσε «Δόξα Σοι, ο Θεός! Δόξα Σοι, ο Θεός!…» Στη συνέχεια έλεγε και πολλές άλλες προσευχές, που εγώ ο ανεκκλησίαστος και άθεος τις άκουγα για πρώτη φορά. Κι όμως, πολλές φορές μετά από τις προσευχές του ηρεμούσε -κι εγώ δεν ξέρω με ποιόν τρόπο- και τον έπαιρνε γλυκύτατος ύπνος. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες ξυπνούσε από τους αφόρητους πόνους, για να ξαναρχίσει και πάλιν «το Χριστέ μου, Σ’ ευχαριστώ! Δόξα στο όνομα Σου!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…Δόξα Σοι, ο Θεός!…»

Εγώ μούγκριζα από τους πόνους, κι αυτός ο συνασθενής μου, με τους αφόρητους πόνους, δοξολογούσε τον Θεό. Εγώ βλαστημούσα τον Χριστό και την Παναγία, κι αυτός μακάριζε τον Θεό, Τον ευχαριστούσε για τον καρκίνο που τού έδωσε και τους πόνους που είχε. Τότε εγώ αγανακτούσα όχι μόνο από τους πόνους τους φρικτούς που είχα, άλλα και γιατί έβλεπα αυτόν, τον συνασθενή μου, να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Αυτός έπαιρνε σχεδόν κάθε μέρα «την Θεία Μεταλαβιά» κι εγώ ο άθλιος ξερνούσα από αηδία.

– Σκάσε, επί τέλους! σκάσε επί τέλους να λες συνεχώς «Δόξα Σοι, ο Θεός»! Δεν βλέπεις πως Αυτός ο Θεός, που εσύ Τον δοξολογείς, Αυτός μας βασανίζει τόσο σκληρά; Θεός είναι αυτός; Δεν υπάρχει. Όχι! δεν υπάρχει…

Και αυτός με γλυκύτητα απαντούσε: «Υπάρχει, παιδί μου, υπάρχει και είναι στοργικός Πατέρας, διότι με την αρρώστια και τους πόνους μας καθαρίζει από τις πολλές μας αμαρτίες. Όπως αν ασχολιόσουν με καμιά σκληρή δουλειά, όπου τα ρούχα σου και το σώμα σου θα βρωμούσαν κυριολεκτικώς, θα χρειαζόσουν μία σκληρή βούρτσα για να καθαριστής καλά, κι εσύ και το σώμα σου και τα ρούχα σου, κατά τον ίδιο τρόπο και ο Θεός χρησιμοποιεί την αρρώστια σαν ευεργετικό καθαρισμό της ψυχής, για να την προετοιμάσει για τη Βασιλεία των ουρανών».

Οι απαντήσεις του μ’ εκνεύριζαν ακόμη περισσότερο και βλαστημούσα θεούς και δαίμονες. Δυστυχώς οι αντιδράσεις μου ήσαν αρνητικές, με το να φωνάζω: «Δεν υπάρχει Θεός… Δεν πιστεύω σε τίποτα… Ούτε στον Θεό ούτε σ’ αυτά τα «κολοκύθια» που μού λες περί Βασιλείας του Θεού σου…» Θυμάμαι τις τελευταίες του λέξεις:

-Περίμενε και θα δεις με τα μάτια σου πώς χωρίζεται η ψυχή απ’ το σώμα ενός Χριστιανού που πιστεύει. Είμαι αμαρτωλός, αλλά το έλεός Του θα με σώσει. Περίμενε, θα δεις και θα πιστέψεις!

Και η μέρα αυτή έφθασε. Από το νοσοκομείο θέλησαν να βάλουν ένα «παραβάν», όπως ήταν καθήκον τους, αλλά εγώ διαμαρτυρήθηκα. Τούς είπα «όχι, γιατί θέλω να δω πώς αυτός ο γέρος θα πεθάνει!!!».

Τον έβλεπα λοιπόν να δοξολογεί συνεχώς τον Θεό. Πότε έλεγε κάποια «Χαίρε» για την Παναγία, που αργότερα έμαθα ότι λέγονται «Χαιρετισμοί». Κατόπιν σιγοέψαλλε το «Θεοτόκε Παρθένε», το «Από των πολλών μου αμαρτιών…», το «Άξιον εστί», κάνοντας συγχρόνως και πολλές φορές το σημείο του σταυρού.

Σήκωσε κάποια στιγμή τα χέρια του και είπε: «Καλώς τον Άγγελό μου! Σ΄ ευχαριστώ, που ήλθες με τόση λαμπρά συνοδεία να παραλάβεις την ψυχή μου. Σ’ ευχαριστώ!… Σ’ ευχαριστώ!…» Ανασηκώθηκε λίγο, ξανασήκωσε τα χέρια του ψηλά, έκαμε το σημείο του σταυρού, σταύρωσε τα χεράκια του στο στήθος του και εκοιμήθη!

Ξαφνικά το δωμάτιο πλημμύρισε από φως, λες και μπήκαν μέσα δέκα ήλιοι και περισσότεροι, τόσο πολύ φωτίστηκε το δωμάτιο! Ναι, εγώ ο άπιστος, ο άθεος, ο υλιστής, ο «ξιπασμένος», ομολογώ ότι όχι μόνον έλαμψε το δωμάτιο άλλα και μια ωραιότατη μυρωδιά απλώθηκε σ’ αυτό, ακόμη και σε ολόκληρο τον διάδρομο, και μάλιστα όσοι ήσαν ξυπνητοί και μπορούσαν, έτρεχαν εδώ κι εκεί, για να διαπιστώσουν από που ήρχετο η παράξενη αυτή μυρωδιά.

Έτσι, πάτερ μου, πίστεψα, γι’ αυτό και φώναξα για Εξομολόγο ύστερα από τρεις ημέρες. Την άλλη μέρα όμως, τα ‘βαλα με τους δικούς μου, την μάνα μου και τον πατέρα μου, ύστερα με τα δύο μεγαλύτερα αδέλφια μου, με τη γυναίκα μου, με τους συγγενείς και τους φίλους, και τους φώναζα και τους έλεγα:

– Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Θεό, την Παναγία και τους Αγίους; Γιατί δεν με οδηγήσατε ποτέ στην Εκκλησία; Γιατί δεν μου είπατε ότι υπάρχει Θεός και υπάρχει και θάνατος και κάποτε αυτή η ψυχή θα χωρισθεί από το σώμα για να δώσει τον λόγο της; Γιατί με σπρώξατε με την συμπεριφορά σας στην αθεΐα και στον μαρξισμό; Εσείς με μάθατε να βλαστημώ, να κλέβω, να απατώ, να θυμώνω, να πεισμώνω, να λέω χιλιάδες ψέματα, να αδικώ, να πορνεύω…

Εσείς με μάθατε να είμαι πονηρός, καχύποπτος, ζηλιάρης, λαίμαργος, φιλάργυρος και κακός. Γιατί δεν μου διδάξατε την αρετή; Γιατί δεν μου διδάξατε την αγάπη; Γιατί δεν μου μιλήσατε ποτέ για τον Χριστό; Γιατί;… Από αυτή τη στιγμή μέχρι που να πεθάνω, θα μου μιλάτε μόνο για τον Θεό, τον Χριστό, την Παναγία, τους Αγγέλους, τους Αγίους. Για τίποτε άλλο.

Ήρχοντο οι δικοί μου, οι συγγενείς, φίλοι, γνωστοί, και τους ρωτούσα τον καθένα χωριστά ή όλους μαζί: «Έχετε να μου πείτε κάτι σημαντικό για τον Θεό; διότι Αυτόν θα συναντήσω! Λέγετε….. Εάν δεν ξέρετε, να μάθετε. Οι μέρες περνάνε κι εγώ θα φύγω. Και σ’ ένα – δυο επισκέπτες: «Αν δεν ξέρεις ή αν δεν πιστεύεις, να φύγεις!…»

Τώρα πιστεύω με όλη μου την καρδιά, και θέλω να εξομολογηθώ όλες τις αμαρτίες μου από μικρό παιδί…»

Ήτο σταθερός και αμείλικτος με το παλαιό εαυτό του ο Ξενοφών. Και το έλεος του Θεού ήταν μεγάλο, πολύ μεγάλο! Εξομολογήθηκε με ειλικρίνεια, κοινώνησε δυο-τρεις φορές και υστέρα από πάλη μερικών ημερών με τον καρκίνο, έφυγε εν πλήρη μετανοία, με ζέουσα την πίστη, ειρηνικά, οσιακά, δοξολογώντας κι’ αυτός τον Θεό.

Του Πρωτ. Στέφανου Αναγνωστοπούλου