Σελίδες

Τετάρτη 3 Οκτωβρίου 2012

Η μεταστροφή μου στην Ορθοδοξία Τού Επισκόπου Ναζιανζού Παύλου ντε Μπαγιεστέρ



ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2ο.

Οι συμβουλές του πνευματικού

Έρμαιο της πιο αδυσώπητης πνευματικής τρικυμίας, απευθύνθηκα στον πνευματικό μου και του εξέθεσα απλά και ανεπιτήδευτα το πρόβλημα που με απασχολούσε. Ο πνευματικός μου ήταν ένας από τους πιο μορφωμένους και συνετούς ιερωμένους του μοναστηριού και δεν άργησε να αντιληφθεί ότι η υπόθεση ήταν σοβαρή και περίπλοκη. Αφού για λίγο παραδόθηκε σιωπηλός στους στοχασμούς του, αναζητώντας μάταια μία ικανοποιητική λύση, πήρε την απόφαση να δώσει τέτοια τροπή στο ζήτημα που, ειλικρινά ομολογώ, δεν την περίμενα.

«Οι Γραφές και οι Πατέρες», μου είπε με τον πιο φυσικό τρόπο, «τάραξαν την Οσιότητά σας. Αφήστε και τα δύο κατά μέρος και περιοριστείτε στο να ακολουθείτε πιστά την αλάνθαστη διδασκαλία της Εκκλησίας μας, χωρίς να πολυεξετάζετε τα πράγματα και να πολυρωτάτε. Μην επιτρέπετε τα πλάσματα του Θεού, όποια κι αν είναι αυτά, να σκανδαλίσουν την πίστη σας στην Εκκλησία του Θεού».

Η απροσδόκητη αυτή απάντηση δεν πέτυχε τίποτα άλλο παρά να μεγαλώσει ακόμη περισσότερο την πνευματική μου σύγχυση. Πάντοτε πίστευα ότι ο λόγος του Θεού ήταν εκείνο ακριβώς το μοναδικό πράγμα που δεν μπορούσε κανείς να «βάλει κατά μέρος».

Κατά την δική μου αντίληψη, η Γραφή είναι εκείνη η οποία καθορίζει το ορθόδοξο της θέσεώς μας[1] κι όχι εμείς το ορθόδοξο της Γραφής. Και για να ακριβολογήσω, από την Γραφή ακριβώς προέρχεται η υποχρέωσή μας «να εξετάζωμεν τους εαυτούς μας, εάν εμμένωμεν εν τη πίστει»[2] ή όχι.

«Δεν θέλω να ακούσω “τι λες εσύ” και “τι λέω εγώ”», λέει ο ιερός Αυγουστίνος, «αλλά και οι δύο μας να ακούσουμε “τι λέει ο Κύριος”. Αναμφίβολα υπάρχουν Γραφές του Κυρίου, στην αυθεντία των οποίων και οι δύο μας υπακούουμε και υποτασσόμαστε. Σε αυτές λοιπόν τις Γραφές ας προσπαθούμε να βρούμε την αληθινή Εκκλησία και μόνο πάνω σ αυτές ας στηρίξουμε την συζήτησή μας» [3].

Χωρίς όμως να μου δώσει καθόλου καιρό να του προβάλω την παραμικρή αντίρρηση, ο πνευματικός μου πρόσθεσε: «Ως αντάλλαγμα, θα σάς δώσω έναν κατάλογο δικών μας συγγραφέων, στα έργα των οποίων η Οσιότητά σας θα μπορέσει να βρει και πάλι την πνευματική της γαλήνη, καθώς στα βιβλία αυτά θα μπορέσετε να βρείτε την διδασκαλία της Εκκλησίας μας χωρίς να δυσκολευθείτε καθόλου». Και ρωτώντας με αν είχα «κάτι άλλο περισσότερο ενδιαφέρον» να του αναφέρω, έθεσε τέρμα στην συνομιλία μας.

Λίγες μέρες αργότερα ο πνευματικός μου έφυγε από το μοναστήρι για μία περιοδεία κηρυγμάτων σε διάφορες εκκλησίες και μοναστήρια του τάγματός μας. Αφήνοντάς μου τον κατάλογο των βιβλίων για τα οποία μου είχε μιλήσει, μου είπε να του υποσχεθώ ότι θα του έγραφα τακτικότατα για να τον τηρώ απόλυτα ενήμερο για την πορεία των «ψυχικών μου ανησυχιών».

Παρ’ όλο που τα επιχειρήματά του δεν με είχαν πείσει καθόλου, συγκέντρωσα όλα εκείνα τα βιβλία, με την απόφαση να τα μελετήσω με την μεγαλύτερη δυνατή αντικειμενικότητα και ευσυνειδησία.

Το μεγαλύτερο μέρος από τα βιβλία εκείνα ήταν θεολογικά κείμενα και εγχειρίδια παπικών αποφάσεων και «οικουμενικών» παπικών συνόδων. Ρίχθηκα στην μελέτη τους με ειλικρινές ενδιαφέρον και χωρίς να πάρω κανένα άλλο προληπτικό μέτρο, παρά μόνο την Αγία Γραφή, την οποία είχα ανοιχτή μπροστά μου «λύχνον τοις ποσί μου και φως ταις τρίβοις μου»[4]. Ούτε ο πνευματικός μου ούτε η Εκκλησία μου ολόκληρη θα κατόρθωναν να με εξομοιώσουν με τους Ιουδαίους, τους οποίους κατέκρινε ο Κύριος γιατί «πλανώνται, μη ειδότες τας Γραφάς»[5]. Αντιθέτως, μάλιστα, θα παρέμενα πιστός, κατά το παράδειγμα εκείνων των πιστών οι οποίοι, αφού δέχθηκαν τον λόγο του Θεού «μετά πάσης προθυμίας»[6], επαινέθηκαν από τον Απόστολο, γιατί ερευνούσαν διαρκώς τις Γραφές, προκειμένου να επιβεβαιώνουν από εκεί κάθε τι που τους δίδασκε[7], ώστε να μην εξαπατώνται από «φιλοσοφίας και ματαίας λεπτολογίας κατά την παράδοσιν των ανθρώπων και ουχί του Χριστού»[8].

Όσο όμως προχωρούσα στην ανάγνωση και την μελέτη των κειμένων που μου είχε συστήσει, άρχισα, δειλά στην αρχή, αλλά με όλο και μεγαλύτερη βεβαιότητα έπειτα, να πείθομαι ότι μέχρι τότε αγνοούσα σχεδόν πλήρως την αληθινή φύση και την οργανική συγκρότηση της Εκκλησίας μου.

Αφού μυήθηκα στον χριστιανισμό και βαπτίσθηκα, κατά το τέλος των γυμνασιακών μου σπουδών παρακολούθησα μαθήματα Φιλοσοφίας. Τότε βρισκόμουν ακόμη στο κατώφλι της ρωμαιοκαθολικής θεολογίας· μίας επιστήμης που αποτελούσε για μένα τότε κάτι το εντελώς νέο και πρωτοφανές.

Μέχρι τότε χριστιανισμός και Ρωμαϊκή Εκκλησία αποτελούσαν για μένα δύο ιδέες οι οποίες εξέφραζαν την ίδια και αδιαίρετη πραγματικότητα. Μέσα στην μοναχική μου ζωή, την οποία ζούσα ήσυχα και ατάραχα, με απασχολούσε μόνο η καθαρά υπερφυσική όψη του ζητήματος.

Και καθώς η προσοχή μου ήταν απορροφημένη από τις φιλοσοφικές μου μελέτες, δεν μου είχε δοθεί ακόμη η ευκαιρία να εξετάσω σε βάθος τους λόγους και τις βάσεις της οργανικής συγκροτήσεως της Εκκλησίας μου.

Μέσα σε εκείνα ακριβώς τα επίσημα κείμενα, τα οποία ο πνευματικός μου είχε επιλέξει με τόση οξυδέρκεια, άρχισε να μου αποκαλύπτεται με την πραγματική της μορφή αυτή η παράδοξη θρησκευτικοπολιτική μοναρχική οργάνωση, η οποία ονομάζεται Ρωμαϊκή Εκκλησία. Θεωρώ ότι μία σύντομη ανασκόπηση της διδασκαλίας των βιβλίων που μελέτησα δεν θα ήταν περιττή.


Σημειώσεις

[1] Αγ. Αυγουστίνου, Epistola adversas Donatum, III, 5.

[2] Β΄ Κορ. 13, 5.

[3] Αγ. Αυγουστίνου, Epistola adversas Donatum, III, 5.

[4] Ψαλμ. 118 (119), 105.

[5] Μάρκ. 12, 24.

[6] Πράξ. 17, 11.

[7] Αυτόθι.

[8] Κολασ. 2, 8.

http://oodegr.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου