Σελίδες

Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Ο Θεός και η ευσέβεια τού Παπαδιαμάντη (τού Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου καί Αγίου Βλασίου Ιεροθέου)





(Απόσπασμα από το άρθρο -Η Ρωμιοσύνη του Παπαδιαμάντη).

Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης γεννήθηκε σέ μιά περίοδο πολύ κρίσιμη γιά τόν ελληνισμό, ήτοι τό 1851, καί βέβαια μεγάλωσε σέ μιά εποχή κατά τήν οποία γινόταν επίσημες διεργασίες γιά τόν πολιτιστικό εκσυγχρονισμό τής Ελλάδος, πού ταυτιζόταν μέ τόν εξευρωπαϊσμό, καί αυτός ο πολιτιστικός εκσυγχρονισμός ταυτόχρονα ήταν καί προδοσία έναντι όλου τού πολιτιστικού πλούτου τού Γένους.



…..Ενώ υπήρχε αυτός ο πολιτικός καί πολιτιστικός σχεδιασμός, εν τούτοις ταυτοχρόνως εκφραζόταν καί η μεγάλη ιδέα τού Γένους, τό οποίο Γένος ζούσε μέ τίς παραδόσεις τής Ρωμηοσύνης πού αποστρεφόταν τά ιδεολογικά καί τά θρησκευτικά ρεύματα τής Δύσεως καί είχε αναφορά στήν Κωνσταντινούπολη. Είναι χαρακτηριστικό ότι «τό 1834 ο Κωλέττης προτείνει νά μήν αποκτήσει η Ελλάδα επίσημη πρωτεύουσα, αφού η πραγματική πρωτεύουσα τού ελληνισμού ήταν η Κωνσταντινούπολη.

Στόν πρώτο εορτασμό τής 25ης Μαρτίου, τό 1836, κυριαρχεί τό σύνθημα: “στήν Πόλη”».



Η Ευθυμία Μαυρομιχάλη στό κείμενό της μέ τίτλο Οι Καλλιτεχνικοί Σύλλογοι καί οι στόχοι τους (1880-1910) εκθέτει τήν κινητικότητα πού παρατηρείται στόν χώρο τής Ελλάδος μετά τό 1870, η οποία κινητικότητα χαρακτηρίζεται ως «συλλογομανία». Κατ’ αρχάς ιδρύεται ο καλλιτεχνικός Σύλλογος μέ τήν επωνυμία «Σύλλογος τών ωραίων τεχνών» καί στήν συνέχεια «εμφανίζονται τρείς διαφορετικές συσσωματώσεις φιλοτέχνων μέ τό όνομα “Εταιρεία τών Φιλότεχνων”». Έπειτα εμφανίζεται καί ένας σύλλογος μέ τήν επωνυμία «Ένωση Καλλιτεχνών» πού τά μέλη του είναι κατ’ εξοχήν καλλιτέχνες.

Τό σημαντικό είναι ότι τά μέλη τών συλλόγων αυτών είναι επίλεκτα μέλη τής αθηναϊκής κοινωνίας, πολιτικοί, πνευματικοί άνθρωποι, οι οποίοι χαρακτηρίζουν τό έργο τών συλλόγων αυτών ως «εθνοφελές». Είναι παρατηρημένο ότι αυτή η μεγάλη άνθηση τής νεώτερης τέχνης καί τής μεταδόσεώς της μέ εκθέσεις, διά τών συλλόγων καί τών ενώσεων αυτών εντάσσεται μέσα στήν προσπάθεια προσδιορισμού τής νέας ιδεολογίας τού αρτιγέννητου ελληνικού Κράτους. Οι περισσότεροι καλλιτέχνες, κυρίως ζωγράφοι καί γλύπτες, έχουν σπουδάσει στήν Ευρώπη καί μεταφέρουν μέ τήν τέχνη τους τό νέο αυτό πνεύμα διαμορφώνοντας τήν καινούρια αυτή συνείδηση.

Ο Παπαδιαμάντης, παρά τήν έντονη αυτήν κινητικότητα πού παρατηρείται στόν ελληνικό χώρο τήν εποχή εκείνη πού γεννήθηκε καί εργάσθηκε, παρά τήν νέα διαμορφούμενη συνείδηση, παραμένει Ρωμηός, μαθητής ταπεινός τής παραδόσεως πού γνώρισε στήν Σκιάθο, τούς Κολλυβάδες Πατέρες καί τό Άγιον Όρος καί αυτήν τήν παράδοση εκφράζει. Παραμένει σταθερά προσηλωμένος καί αντίθετος μέ τήν νέα αυτήν νοοτροπία πού επικρατεί στήν Ελλάδα. Δέν επηρεάσθηκε καθόλου από αυτήν τήν νοοτροπία. Όμως τόν δικαίωσε η ιστορία, γιατί απέδειξε ότι η παράδοση τήν οποία εκπροσωπούσε είχε διαχρονική αξία, ενώ η νέα ευρωπαϊκή παράδοση, πού διαπνεόταν από τίς αρχές τού διαφωτισμού καί τού ρομαντισμού ήταν εκφράσεις ενός μέρους τού χρόνου τής ιστορίας. Τήν μεγαλωσύνη τού Παπαδιαμάντη τήν βλέπω σέ αυτήν τήν αντίστασή του πρός τήν νέα εθνική συνείδηση πού εκαλλιεργείτο καί επιβαλλόταν στήν εποχή του.

 Ο Θεός τού Παπαδιαμάντη

Ο Θεός τού Παπαδιαμάντη είναι ο Θεός τών Πατέρων καί ιδιαιτέρως τών Φιλοκαλικών Πατέρων μέ τήν εμπειρική γνώση τού Θεού καί φυσικά μέ τήν φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Δέν είναι ο Θεός τού Θωμά τού Ακινάτη καί τού Άνσελμου Καντερβουρίας.
Ο Θεός τού Θωμά τού Ακινάτη είναι ένας θεός απρόσιτος, σκληρός, πού υποχρεώνει τόν άνθρωπο στήν αποδοχή τής ύπαρξής του. Στήν Σούμα Θεολογική, ο Θωμάς ο Ακινάτης, μετά τά επιχειρήματα περί τής υπάρξεως τού Θεού, φθάνει σέ αναγκαστικές δεσμεύσεις: «Ανάγκη λοιπόν νά παραδεχθώμεν πρώτην τινα ποιητικήν αιτίαν, ήν πάντες ονομάζουσι Θεόν». Καί αλλού: «Συνεπώς πρέπει νά υπάρχη όν νοούν, υφ ού πάντα τά φυσικά όντα κυβερνώνται καί κατευθύνονται πρός τόν εαυτών σκοπόν τό δ όν τούτο ονομάζομεν Θεόν». Καί αλλού: «Δέν δυνάμεθα νά διακριβώσωμεν πώς ο Θεός είνε, αλλά μάλλον πώς δέν είνε».
Ο Θεός, ακόμη, τού Άνσελμου Καντερβουρίας είναι ένας θεός φεουδάρχης ο οποίος κυριαρχείται από τρείς αρχές, ήτοι ότι είναι η υψίστη δικαιοσύνη, η υψίστη τιμή καί ότι είναι θεός τάξεως, αφού έβαλε σέ όλη τήν κτίση τήν τάξη. Οπότε, κάθε αμαρτία είναι προσβολή τής τιμής καί τής δικαιοσύνης τού Θεού, αλλά καί παράβαση τής τάξεως πού υπάρχει σέ όλη τήν δημιουργία. Γι αυτό καί ο αμαρτωλός άνθρωπος πρέπει νά τιμωρηθή, ή πρέπει νά εξιλεώση τήν δικαιοσύνη τού Θεού καί νά αποκαταστήση τήν τρωθείσα τιμή Του.
Ο Νίκος Καζαντζάκης, επηρεασμένος από αυτήν τήν δυτική θεολογική προβληματική, είχε υπ όψη του έναν τέτοιο δυνάστη θεό. Σέ μιά αλληλογραφία πού είχε μέ κάποιον ελληνοαμερικανό Ιερέα Εμμανουήλ Παπαστεφάνου φαίνεται αυτός ο επηρεασμός του. 

Γράφει κάπου:
«Ο θεός μου είναι όλο λάσπη, αίματα, επιθυμίες κι οράματα. Δέν είναι ο αγνός, άσπιλος, παντοδύναμος, πάνσοφος, δίκαιος, πανάγαθος. Δέν είναι φώς. Μέ αγώνα, μέ κάματο μετουσιώνει τή νύχτα μέσα στά σωθικά του καί τήν κάνει φώς. Ανηφορίζει αγκομαχώντας τόν ανήφορο τής αρετής. Φωνάζει βοήθεια. Δέ μάς σώζει. Εμείς τόνε σώζομε. Salvatores Dei! Τί θά πεί τόνε σώζομε; Σώζομε μέσα απ τήν εφήμερη πήλινη ύπαρξή μας τήν πνοή τήν αιώνια, μετουσιώνουμε τή σάρκα, τόν αέρα, τό νερό καί τά κάνομε πνέμα. Μέσα από τήν ύλη, στό εργαστήρι τούτο τού κορμιού μας, κατασκευάζομε πνέμα, ελεφτερόνομε τό Θεό. Άλλο σκοπό δέν έχει η ζωή μας».

Καί σέ μιά από τίς τελευταίες επιστολές του (25-4-54) γράφει:
«Τρία τά μεγάλα θεολογικά στάδια πού πέρασα:
- Θεέ μου, εσύ θά μέ σώσης
- Θεέ μου, εγώ θά σέ σώσω
- Μαζί θά συνεργαστούμε μαζί θά σωθούμε, Θεέ μου».
Ο Θεός, όμως, τού Παπαδιαμάντη είναι ο Θεός τής αποκαλυπτικής αλήθειας. Ο Παπαδιαμάντης γνώρισε τόν Θεό από νηπτικούς πατέρας, πού ονομάζονταν κολλυβάδες, τόσο στό Άγιον Όρος όσο καί στήν Σκιάθο. Είναι Θεός αγάπης, πού συμπονεί τόν άνθρωπο, πού τόν αγαπά, πού αγαπά πιό πολύ τούς αμαρτωλούς πού συναισθάνονται τήν πνευματική τους φτώχεια. Αυτό φαίνεται καθαρά σέ όλο τό έργο του. Ο Θεός, όπως έλεγε ο όσιος Σιλουανός, είναι ταπείνωση καί πραότητα πού συγχωρεί τούς αμαρτωλούς.

Γράφοντας ο Παπαδιαμάντης γιά τό καθαρτήριο πύρ τής «Παπικής Ρώμης» σχολιάζει:
«Ημείς Καθαρτήριον δέν ηξεύρομεν, πιστεύομεν όμως ότι ο Θεός εν τώ απείρω Αυτού ελέει πολλάς πολλών αμαρτίας θά συγχωρήση δεχόμενος τάς μυστικάς θυσίας καί τάς εν αυταίς γινομένας ευλαβώς μνείας τών κεκοιμημένων. Περί Καθαρτηρίου δέ καί άλλων τοιούτων δέν πολυπραγμονούμεν. Οι Δυτικοί θεολόγοι είναι δεινοί εις τό νά περιγράφωσιν επί τό φανταστικώτερον καί τάς Κολάσεις καί τά Καθαρτήρια. Ημείς γνωρίζομεν μόνον ότι αι ψυχαί τών ορθοδόξων χριστιανών, όσοι ημάρτησαν ως άνθρωποι, είναι εις τό άπειρον έλεος τού Θεού».

Ακόμη, σέ όλα τά έργα του φαίνεται διάχυτη αυτή η ευσπλαχνία τού Θεού πρός τόν άνθρωπο. Τήν Χριστίνα, τήν δασκάλα, πού ζούσε χωρίς στεφάνι, τήν βλέπει μέ συμπάθεια, γι αυτό στό τέλος τού διηγήματός του γράφει γι αυτήν: «Αλλ Εκείνος, όστις ανέστη “ένεκα τής ταλαιπωρίας τών πτωχών καί τού στεναγμού τών πενήτων”, όστις εδέχθη τής αμαρτωλής τά μύρα καί τά δάκρυα καί τού ληστού τό Μνήσθητί μου, θά δεχθή καί αυτής τής πτωχής τήν μετάνοιαν, καί θά τής δώση χώρον καί τόπον χλοερόν, καί άνεσιν καί αναψυχήν εις τήν βασιλείαν Του τήν αιωνίαν». Τόν «μπαρμπα-Γιαννιό τόν Έρωντα», πού πέθανε μπροστά στήν πόρτα τής Πολυλογούς πού αγαπούσε, καί σκεπάστηκε από τό χιόνι, τόν αφήνει στό έλεος καί τήν αγάπη τού Θεού. Γράφει: «Καί ο μπαρμπα-Γιαννιός άσπρισεν όλος, κ εκοιμήθη υπό τήν χιόνα, διά νά μή παρασταθή γυμνός καί τετραχηλισμένος, αυτός καί η ζωή του καί αι πράξεις του, ενώπιον τού Κριτού, τού Παλαιού Ημερών, τού Τρισαγίου». Τήν Φραγκογιαννού, πού καταδιωκόμενη από δύο άνδρες γιά τό έγκλημα πού έκανε καί στήν προσπάθειά της νά ανεβή τόν βράχο τού αγίου Σώστη, πνίγηκε, γράφει: «Η γραία Χαδούλα εύρε τόν θάνατον εις τό πέραμα τού Αγίου Σώστη, εις τόν λαιμόν τόν ενώνοντα τόν βράχον τού ερημητηρίου μέ τήν ξηράν, εις τό ήμισυ τού δρόμου, μεταξύ τής θείας καί τής ανθρωπίνης δικαιοσύνης».

 Η ευσέβεια τού Παπαδιαμάντη

Η ευσέβεια τού Παπαδιαμάντη δέν έχει καμμία σχέση μέ τόν καλβινιστικό πουριτανισμό, δέν διακρίνεται από κάποια πουριτανική ηθική, αλλά είναι η ευσέβεια τής ορθοδόξου παραδόσεως.
Είναι γνωστόν ότι οι Προτεστάντες καί κυρίως οι Καλβινιστές, επηρεασμένοι από τόν απόλυτο προορισμό, έφθασαν στό σημείο νά κάνουν λόγο γιά σεσωσμένους καί μή, από καθαρά ρατσιστικά κριτήρια καί, βέβαια, η σωτηρία εκδηλώνεται καί εξωτερικά, δηλαδή οι άνθρωποι πρέπει νά έχουν εκδηλώσεις γιά τήν απόδειξη τής σωτηρίας. Τά πέντε σημεία, όπως διατυπώθηκαν από τούς Καλβινιστάς στήν συνάντηση τού Dort τής Ολλανδίας τό 1618, ήτοι «η τέλεια αδυναμία ή η τέλεια διαφθορά», «η εκλογή τών σεσωσμένων από τόν Θεό χωρίς όρους», «η ειδική απολύτρωση ή η περιορισμένη εξιλέωση», πού γίνεται μέ τό απολυτρωτικό έργο τού Χριστού, «η ακατανίκητη χάρη» τού Αγίου Πνεύματος, πού οδηγεί τόν εκλεγμένο αναπόφευκτα στήν σωτηρία, «η εμμονή τών αγίων», αφού οι εκλεγμένοι είναι αιώνια σεσωσμένοι καί δέν έχουν δυνατότητα επιλογής, δημιούργησαν έναν πουριτανικό Χριστιανισμό πού βασίζεται σέ μιά ιδιότυπη ρατσιστική νοοτροπία. Οι άνθρωποι χωρίζονται σέ σεσωσμένους ή μή, ακόμη καί από εξωτερικά κριτήρια, δηλαδή από τήν επιτυχία στόν κόσμο, τήν κυριαρχία στήν κοινωνία, καί τήν απόκτηση τών υλικών αγαθών.

Μέσα στά πλαίσια αυτά πρέπει νά εξετάζουμε καί τήν προτεσταντική ηθική, πού χωρίζει τούς ανθρώπους σέ αμαρτωλούς καί αγίους, σέ ηθικούς καί ανήθικους, σέ ευσεβείς καί ασεβείς, μέ βάση εξωτερικά κριτήρια. Σέ αυτόν τόν πειρασμό έπεσε καί ο Καζαντζάκης, ο οποίος στό έργο του Ο Χριστός ξανασταυρώνεται χωρίζει τούς Κληρικούς στίς δύο αυτές κατηγορίες, αφού ο παπα-Φώτης είναι άγιος, ενώ ο παπα-Γρηγόρης είναι ο φαταούλας, ο εκμεταλλευτής, καί όσο εξυψώνει υπερβολικά τόν πρώτο, τόσο ταπεινώνει υπερβολικά τόν δεύτερο. Δέν μπορεί νά βρή καί άλλα στοιχεία στούς ανθρώπους πού περιγράφει.

Αντίθετα, ο Παπαδιαμάντης διακρίνεται από μιά ευαισθησία, σάν κι αυτή πού έχουν οι ερημίτες μοναχοί. Ποιός δέν έχει πλησιάσει τέτοιους ερημίτες καί δέν έχει αισθανθή τήν αρχοντική τους αγάπη, πού σέ θερμαίνουν μέ τήν θαλπωρή, μέ τόν ιλαρό λόγο; Αλλά καί όταν χρησιμοποιούν «σκληρό» λόγο, αυτός ο λόγος είναι θεραπευτικός, αφού προέρχεται από μιά ευαίσθητη καρδιά. Ο ασκητής είναι «ανίκανος» νά κάνη κακό στούς άλλους.

Ο ίδιος ο Παπαδιαμάντης έχει αίσθηση τής αναξιότητός του, τής πνευματικής του πτωχείας, παρά τήν μεγάλη πνευματική αρχοντιά του. Στό τέλος τού έργου του Αμαρτίας φαντάσματα γράφει: «Τ ανωτέρω συνηρμολογήθησαν εκ παλαιών ατάκτων σημειώσεων τεθνεώτος ατυχούς φίλου». Προφανώς πρόκειται γιά σημειώσεις τού ιδίου τού συγγραφέα, αλλά καί άν δέν είναι δείχνει τήν ίδια νοοτροπία πού τόν διακατείχε. 

Συνεχίζει:
«Ώ, φρίκη, καί πόνος ανεκλάλητος! Είδα, είδα τό παρελθόν μου μέ τούς ιδίους μου οφθαλμούς, τό είδα ως μαύρον φάντασμα. Ολίγον ακόμη καί η καρδία μου θά έπαυε νά πάλλη. Ηισθάνθην βαθείαν συντριβήν τό φάσμα τό ίδιον μ ευσπλαγχνίσθη, καί ταχέως έγινεν άφαντον.
Έλαβα τό αγγείον μέ τό ύδωρ, καί κατήλθον μέ βήματα βραδέα, τύπτων τά στήθη, καί ψιθυρίζων. “Αμαρτίας νεότητός μου καί αγνοίας μου μή μνησθής, Κύριε…”».
Δέν χωρίζει τούς ανθρώπους σέ καλούς καί κακούς, σέ ευσεβείς καί ασεβείς, αλλά σέ όλους βλέπει ότι είναι δημιουργήματα τού Θεού. Κάθε άνθρωπος, παρά τήν πτώση του, διασώζει τό κάλλος τής δημιουργίας, παραμένει μέσα του τό κατ εικόνα έστω καί αμαυρωμένο, μαζί μέ τούς δερμάτινους χιτώνας τής πτώσεως. Καί πρέπει κανείς νά έχη ευαισθησία καρδιακή γιά νά βλέπη τήν εσωτερική αυτή δόξα μέσα στήν κατά κόσμον αδοξία.

Στήν Εξοχική λαμπρή σκιαγραφεί ανάγλυφα τό πάθος τού παπα-Κυριάκου, πού αναδύθηκε από τό πάθος τού παπα-Θοδωρή, αλλά στό τέλος ο παπα-Κυριάκος μετανοεί.
Η Χριστίνα η δασκάλα ήταν αστεφάνωτη, αλλά είχε φθάσει σέ βίωση μεγάλης αυτομεμψίας, αφού ακόμη «καί τάς καλάς ημέρας δέν είχε τόλμης πρόσωπον νά υπάγη κι αυτή εις τήν εκκλησίαν» καί όταν πήγαινε καθόταν μακρυά από τόν κόσμο. Μόνον στόν Εσπερινό τής Αγάπης «κρυφά καί δειλά εισείρπεν εις τόν ναόν, διά ν ακούση τό “Αναστάσεως ημέρα” μαζί μέ τίς δούλες καί τίς παραμάννες». Η θρησκευτική κοινότητα τήν έχει απορρίψει, αλλά αυτή όμως δέν τήν απέρριψε. Νοσταλγούσε τήν συμμετοχή της σέ λατρευτικές συνάξεις καί συμμετείχε νοερά καί εξ αποστάσεως, διακριτικά.

Περιγράφει πολύ παραστατικά ο Παπαδιαμάντης όλη τήν αυτομεμψία πού κυριαρχούσε στήν ψυχή της. Εν τούτοις αυτή η ίδια μεγάλωνε τά παιδιά πού έκανε ο άντρας της μέ τίς «ερωμένες» του. «Η ταλαίπωρος αυτή μανθάνουσα, επιπλήττουσα, διαμαρτυρομένη, υπομένουσα, εγκαρτερούσα, έπαιρνε τά νόθα τού αστεφανώτου ανδρός της εις τό σπίτι, τά εθέρμαινεν εις τήν αγκαλιάν της, ανέπτυσσε μητρικήν στοργήν, τά επονούσε». Καί όταν τά παιδιά τρία ή τέσσερα πέθαναν έως επτά ή οκτώ ετών η Χριστίνα η δασκάλα πονούσε πολύ. «Κι αυτή επικραίνετο. Εγήρασκε καί άσπριζε. Κ έκλαιε τά νόθα τού ανδρός της ως νά ήσαν γνήσια δικά της». Καί όταν ο άνδρας της δέν έλεγε νά τήν στεφανωθή, «αυτή δέν έλεγε πλέον τίποτε. Υπέφερεν εν σιωπή», παρά τήν κατακραυγή τής κοινωνίας.
Αυτό τό ίδιο περιστατικό τό βλέπουμε στόν γάμο τού Καραχμέτη.


ΠΗΓΗ.ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΙΣ

http://fdathanasiou.wordpress.com/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου