Σελίδες

Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2019

ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΑΔΕΡΦΟΙ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ ......




ΑΡΧΙΜΗΝΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΙΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΓΕΝΑΡΙΟΥ ΕΙΝΑΙ Η ΕΠΕΤΕΙΟΣ ΕΟΡΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΠΟΥ ΤΟ ΟΝΟΜΑ  ΤΟΥ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ Σ΄ΑΝΑΤΟΛΗ ΚΑΙ ΔΥΣΗ, 

Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΣΑΣ ΧΑΡΙΣΕΙ ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ ΖΗΣΕΤΕ ΠΟΛΛΑ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΑ ΧΡΟΝΙΑ ΚΑΙ Η ΓΛΥΚΕΙΑ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ ΝΑ ΖΕΙ  ΣΤΟ ΚΟΣΜΟ ΑΙΩΝΙΑ.....

  ΑΓΑΠΗΤΟΙ ΦΙΛΟΙ ΤΟΥ  ΑΗΔΟΝΙΟΥ , ΕΥΧΟΜΑΙ ΤΟΥΤΗ Η ΧΡΟΝΙΑ ΝΑ'ΝΑΙ Η ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ  , ΚΑΙ   Η ΖΩΗ ΜΑΣ ΝΑ'ΝΑΙ ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ.

ΕΥΧΟΜΑΙ..... 
ΟΛΟΙ ΕΜΕΙΣ ΠΟΥ ΣΥΝΑΝΤΙΏΜΑΣΤΕ ΜΕΣΑ Σ΄ΑΥΤΗ ΤΗΝ  ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ  
ΝΑ'ΜΑΣΤΕ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΥΧΗ , ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΓΑΠΗ ΠΑΝΤΑ ΕΝΩΜΕΝΟΙ ΚΑΙ ΠΡΟΣΕΥΧΟΜΕΝΟΙ  Ο ΕΝΑΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΛΛΟ ΚΑΙ ΟΛΟΙ ΜΑΖΙ  ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ ΜΑΣ.!!!


ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΛΛΑ

ΜΗΛΙΤΣΑ

Η τελευταία Πρωτοχρονιά στη Μικρά Ασία




Ογδόντα οκτώ χρόνια από την Τελευταία Πρωτοχρονιά της Μικρασίας, την Πρωτοχρονιά του μοιραίου έτους 1922, ας στρώσουμε τη θύμησή της με ροδανθούς και υάκινθους, αφήνοντας τη φαντασία να μας σεργιανίσει σε παρα­δείσους χαμένους αλλά όχι ξεχασμένους: το Αϊβαλί, τα Αλάτσατα, το Αδραμύτιο και τοΑίδίνι∙ τα Βουρλά, το Δικελί, την Έφεσο και τον Τσεσμέ∙ τη Μενεμένη και τα Μουδανιά∙ το Μαρμαρίσι και τα Μοσχονήσια∙ την Προύσα, την Πάνορμο και την Πέργαμο∙ τη Σινώπη, τη Σαμψούντα και την Τραπεζούντα∙ τις Φώκιες και τη Σμύρνη, το “Διαμάντι της Ανατολής”, το “Στέμμα της Ιωνίας” την “πόλη του θρύλου και του πόνου”…

Η Σμύρνη, η “γκιαούρ Ισμίρ”, υποδέχεται την Πρωτοχρονιά του ’22 με ευχές στα αρμενικά, τα ιταλικά, τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ολλανδικά και κυρίως στα ελληνικά, αφού η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες. Η Σμύρνη με τα τριάντα σχολεία (: την Ευαγγελική Σχολή, το Κεντρικό Παρθεναγωγείο, το Ομήρειο Ίδρυμα κλπ,), με τα τέλεια οργανωμένα νοσοκομεία (με πρώτο και καλύτερο το Γκραικικόν) και τους αρρώστους που καταφθάνουν από παντού για να θεραπευτούν, με τα δραστήρια φιλανθρωπικά της ιδρύματα (: το Άσυλο των Αστέγων, το Λαϊκό Κέντρο, το Ορφανοτρο­φείο, τη Φιλόπτωχη Αδελφότητα, το Ταμείο Φτωχών, την Αδελφότητα “Ευσέβεια”, το Σύλλογο Κυριών κ.ά.), με τους δημιουργικούς πνευματικούς συλλόγους της (όπως ο Φι­λολογικός Σύλλογος “Όμηρος”, ο Καλλιτεχνικός, ο δημοσιογραφικός κ,ά,), με τα αθλη­τικά σωματεία της (όπως ο Πανιώνιος και ο Απόλλων) και τις λέσχες της, που συγκέντρωναν όλη την “εκλεκτή κοινωνία”, με τα πολυτελή θέατρα (όπως η Νέα Σκηνή, το Θέατρο Σμύρνης, το Σπόρτιγκ Κλαμπ, το Κράιμερ ή το Γκαίυ) και τους δώδεκα κινηματογρά­φους της, με τις κατάμεστες τράπεζες…και προπαντός η ονειροπόλα Σμύρνη με τον απελευθερωτικό ελληνικό στρατό και με τις δεκαέξι πανέμορ­φες ορθόδοξες εκκλησίες της υποδέχεται τον Αϊ-Βασίλη και τον καινούριο χρόνο….

Η μητρόπολη Αγία Φωτεινή λαμποκοπά μέσα κι έξω. Ο επιβλητικός μητροπολίτης Χρυ­σόστομος με τα χρυσά άμφια και την πατερίτσα του αστράφτει σαν αληθινός βυζαντινός αυτοκράτορας πάνω στο θρόνο του. Το βλέμμα του όμως είναι βυθισμένο στοχαστικά και ανήσυχα στο μέλλον. Λαλεί χαρμόσυνα το πανύψηλο καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής καθώς το μεγάλο βαυαρικό ρολόι του δείχνει ακριβώς 12 κι αντιλαλούν οι καμπάνες των άλλων εκκλησιών απ’ την πόλη και τα μαγευτικά περίχωρά της: το Κορδελλιό, το Αλάμπεη και την Παπασκάλα∙ τα Πετρωτά, την Αγία Τριάδα και το Μερσικλή∙ το Βαϊρακλή και το Δραγάτς∙ το Καρατάσι και το Σαλαγανό∙ την Καλλιθέα(Καραντίνα), την Ενόπη (Γκιοζ Τεπές) και τη Μυρακτή (Κοκάρ-Γιαλή)∙ το Βουρνόβα, το Χατζηλάρ και το Βουνάβασι∙ τον Παράδεισο, το Βουτζά και το Σεβδήκιοϊ…

«Τα στενά της σοκάκια, οι φαντασμαγορικοί βερχανέδες της, τα αρχαϊκά της σπίτια, τα καφασωτά παράθυρα, τα αιώνια μπαλκόνια, οι μιναρέδες, τα ψηλά κωδωνοστάσια, οι τρούλοι της, τα σαχνισίδια της μέσα στο τρεμουλιαστό φως των φαναριών της έδιναν στην πόλη μια εντύπωση έντονα ειδυλλιακή, κάποιο μυστικισμό…»(2) πάντοτε. Μέσα όμως στη νύχτα της παραμονής της Πρωτοχρονιάς του ’22 οι μιναρέδες και τα κωδωνοστάσια έμοιαζαν να αποκρεμιούνται σ’ ένα αγκάλιασμα ερωτικό ή θανατηφόρο – δεν ήξερες!

«Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ-Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα (…), τα βαποράκια του Κορδελλιού, το τραμ της πλακόστρωτης προκυμαίας που το ‘σερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, τα μονά ζυγά φιστίκια, τα “πολιτάκια” με τα σαντούρια, όλα έμοιαζαν σαν εύθυμες κτυπητές κορδέλες που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει με τα παιδιά στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα…».(3)

Άσε τι γινόταν με τη βασιλόπιτα. «Η νοικοκυρά έβαζε μέσα το φλουρί. Η ίδια σχεδίαζε δικέφαλους αητούς και διάφορα πλουμιά με καρεφύλλια και μύγδαλα [Συνή­θως πατούσε στη μέση μια ρομβοειδή σφραγίδα με το δικέφαλο αητό, απ' αυτές που σκά­λιζαν οι μοναχοί στο Άγιο Όρος]. Η ίδια σκαρίφιζε με ζυμάρι τη χρονολογία. Σαν τρελά μπαινόβγαιναν τα παιδιά την παραμονή της Πρωτοχρονιάς. Πότε θα ‘ρθει η ώρα να κόψουν την πίτα… Να δουν σε ποιον θα πέσει το φλουρί… Πότε θα μοιράσουν τα ρεγάλα και τους μποναμάδες… Κι οι μεγάλοι αγωνιούσαν για τα ρεγάλα. Ήξεραν ότι όλα ήταν αγο­ρασμένα απ’ του Ξενόπουλου, απ’ τον Μπον Μαρσέ, απ’ τα μεγάλα καταστήματα της Σμύρνης. Πάνω στο στρογγυλό τραπέζι της τραπεζαρίας, η γελένη γεμάτη καρύδια, μύ­γδαλα, φουντούκια, “μάνα του Ουρανού”, κουκουνάρια, σταφίδες, σύκα, κουρμάδες, δα­μάσκηνα, λεμπλεμπούδες. Στη μέση ένα αναμμένο κερί, και τα παιδιά να μπαινοβγαί­νουν, να γεμίζουν τις τσέπες και να μασουλίζουν. Δε σταματούσαν τα κάλαντα και οι ευ­χές στην ξώπορτα…».(4)

Βέβαια, «κάθε παλιά Σμυρνιά, την παραμονή στον εσπερινό, έστελνε στον εφημέριο της ενορίας το κόνισμα του Αγίου Βασιλείου με τον άρτον για το Ύψωμα. Και την άλλη μέρα, ξωλείτουργα ο παπάς ήθελε να πάει στο σπίτι να ψάλει το Απολυτίκιον και το Μεγαλυνάριον του Αγίου: “Τον ουρανοφάντορα του Χριστού…”. Η νοικοκυρά κρατούσε μια άσπρη πετσέτα ανοιχτή και ο παπάς βαστώντας τον άρτον τον ύψωνε εκ τρίτου αναφωνών: “Μέγα το όνομα…”. “Της Αγίας Τριάδος”, συμπλήρωνε η οικοδέσποινα. “Πάτερ όσιε, βοήθει τους δούλους σου”, ξανάλεγε ο παπάς κι έκοβε ανάλογες μερίδες, ευλογία για τους εορτάζοντας… Στο Γιαμανλάρ νταγ το πρωί της Πρωτοχρονιάς, όταν ξυπνούσαν οι άνθρωποι, ήθελε να κοιτάξουν το βουνό και να ευχηθούν: “Να είναι στερεωμένοι όλο το χρόνο”. Αν το βουνό ήταν χιονισμένο, αυτό σήμαινε ότι ο χρόνος θα τους ήταν ευτυχισμένος…».(5)

Παρόμοιες σκηνές εκτυλίσσονται παντού…

Στην Κρήνη (Τσεσμές), μετά το κόψιμο και το μοίρασμα της πίτας, άφηναν όλα τα κομμά­τια της πάνω στο τραπέζι μαζί με γλυκά και νερό, για να κατέβει τη νύχτα ο Αϊ-Βασίλης να φάει και να ξεδιψάσει.(6) Επίσης , έσφαζαν στο κατώφλι της πόρτας μια κόττα ή ένα διάνο “για το καλό”.(7)

Στη Χίο της Βιθυνίας, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς ο νοικοκύρης κάρφωνε ένα κλαδάκι ελιάς πάνω στη βασιλόπιτα, που ακουμπούσαν όρθια στον τοίχο και λειτουργούσε ως ειδώλιο του Αϊ-Βασίλη. Πάνω στο κλαδάκι όλα τα μέλη κρεμούσαν τα χρυσά τους (βραχιόλια, αλυσίδες, σκουλαρίκια, δακτυλίδια κ.ά.) και τα άφηναν εκεί όλη τη νύχτα, για να τους φέρει ο Αϊ-Βασίλης ευτυχία.(8)

Στις Κυδωνίες (Αϊβαλί) η νοικοκυρά σχημάτιζε με ένα πιρούνι πάνω στην πίτα ένα σταυρό “τσιμπιστό”, για να… βγαίνουν τα μάτια των εχθρών και να μην τους γλωσσοτρώνε, ενώ με ένα κλειδί έκαναν διάφορα πλουμιά για να “κλειδώνεται” το στόμα των εχθρών. (9) Εξάλλου, όποιος κέρδιζε το φλουρί δεν το έπαιρνε. Το εξαγόραζε η νοικοκυρά, γιατί ήταν γρουσουζιά να φύγει από το σπίτι.(10)

Στον Πόντο τοποθετούσαν στο εικονοστάσι έξι κλαδιά ελιάς και έξι δάφνης με την ευχή: “ήρθε καλοχρονιά, ας πάει κακοχρονιά”. Επίσης τα κορίτσια έριχναν στη θάλασσα στάρι και αλάτι και έφερναν στο σπίτι θαλασσινό νερό με βότσαλα, που σκόρπιζαν στα δωμάτια, για να έχουν αφθονία αγαθών. Στη Σινώπη, ειδικότερα, κάθε Πρωτοχρονιά κάρφωναν πάνω από το τζάκι ένα νέο κλαδί ελιάς, για να τους δίνει νέα ζωή (11), ενώ όποιος έβρισκε το φλουρί έπρεπε να πάει πρωί πρωί στη βρύση να αφήσει ένα κομμάτι πίτα αλειμμένο με μέλι και βούτυρο, για να εξευμενίσει το στοιχειό που κατοικούσε σ’ αυτή, και να φέρει στο σπίτι ένα κουβά “αγιοβασιλιώτικο νερό” για ανανέωση. (12)

Στα Κοτύωρα καλό σημάδι για την οικογένεια ήταν να πέσει το νόμισμα στην Παναγία, που της “μελετούσαν” και το πρώτο κομμάτι. (l3)

Στην Κασταμονή, την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, οι νοικοκυρές εκτός από τη βασι­λόπιτα ετοίμαζαν και τον αϊβασιλιώτικο χαλβά και μάλιστα με ιδιαίτερη φροντίδα, γιατί από την επιτυχία του εξαρτούσαν την τύχη της χρονιάς. Μετά τον Εσπερινό, τέσσερις ομάδες μαθητών με λευκούς χιτώνες, γαρνιρισμένους με θαλασσί χρώμα και με πολύχρω­μα φαναράκια στα χέρια επισκέπτονταν όλα τα σπίτια. Τα κεράσματα ήταν ρακί και μεζέ­δες για τους μεγάλους και ξηροί καρποί ή φρούτα για τους μαθητές. Με τα χρήματα που εισέπρατταν κάλυπταν έξοδα του σχολείου…(14)

Έτσι έγιναν όλα, όπως κάθε χρόνο, την Πρωτοχρονιά του 1922. Όμως, μήπως δε σταύ­ρωσαν την πίτα “τρις” με το μαχαίρι; Μήπως δε “μελέτησαν” σωστά τα κομμάτια της; Μήπως δεν πάτησαν σωστά πάνω της τη σφραγίδα και ο δικέφαλος αποτυπώθηκε μονοκέ­φαλος ή ακέφαλος; Μήπως το “φλουράκι” το κέρδισε το Τουρκάκι που παραστεκόταν ή του το “μαρτύρησε” το πονηρό Φραγκάκι; Μήπως δεν πέτυχε ο αϊβασιλιώτικος χαλβάς της Κασταμονίτισσας; Μήπως ξέχασαν να ανανεώσουν τα παλιά κλαδιά ελιάς και δάφνης στα εικονοστάσια τους; Ή μήπως το πρωί της Πρωτοχρονιάς του ’22 πυκνή ομίχλη έκρυβε τη θέα του αχιόνιστου Γιαμανλάρ Νταγ; Μήπως, πάλι, έπιασαν κάποιες κατάρες των Λε­βαντίνων εμπόρων που είχαν θησαυρίσει κάτω απ’ το παλιό τουρκικό καθεστώς των διο­μολογήσεων και τώρα έβλεπαν ότι δεν μπορούσαν να εκμεταλλευτούν τους Έλληνες; Ή μήπως πίσω απ’ τα καφάσια των παραθύρων τα κατακόκκινα από λύσσα μάτια των Τούρκων “μάτιαζαν” το Ελληνικό στοιχείο, που ζούσε το όνειρο της Ανάστασης; Δεν μπορεί, κά­ποιο κακό σημάδι θα είδαν οι Μικρασιάτες την παραμονή ή ανήμερα της Πρωτοχρονιάς!…

Την Πρωτοχρονιά του 1922 η τραγωδία του Ελληνισμού της Μικράς Ασίας βρί­σκεται σε κορύφωση. Όλα όμως έγιναν όπως κάθε χρόνο στη “Βασιλίδα της Ιωνίας” και τα περίχωρά της. Γιατί, όπως γράφει ο Η. Βενέζης, «Η καταιγίδα, η καταστροφή πλησία­ζαν. Εμείς ήμαστε τότε σχεδόν παιδιά, δεν είχαμε νου και μάτια να δούμε. Αλλά οι πατέρες μας, που είχαν και τα δυο, δεν ήθελαν να δουν. Δεν είχαν μήτε φαντασία. Η ζωή των ελληνικών κοινοτήτων συνεχιζόταν μέσα σε μιαν ατμόσφαιρα ευφορίας – που είναι χαρακτηριστική των απελπισμένων καταστάσεων…».(12) Για κάποιους ασφαλώς στα παρασκήνια ή και στις κερκίδες του παγκόσμιου αυτού θεάτρου όλα αυτά είναι απλώς στοιχεία τραγικής ειρωνείας, αφού το ξέρουν ή το φαντάζονται ότι πρόκειται για την τελευταία Πρωτοχρο­νιά των Ελλήνων στη Μικρά Ασία.

Το τελευταίο, βέβαια, επεισόδιο της τραγωδίας (η «κα­ταστροφή», η «έξοδος») θα παιχτεί «επί σκηνής» τον Αύγουστο του ίδιου έτους…

Από τότε οι Ελληνομικρασιάτες, μπορεί να μετρούσαν όπως όλοι οι χριστιανοί το χρόνο με αφετη­ρία τη Γέννηση του Χριστού, ως πρόσφυγες όμως αναμετρούσαν το χρόνο με αφετηρία την αποφράδα εκείνη μέρα του Αυγούστου που οι πύρινες γλώσσες έζωσαν θανατηφόρα τον Ελληνι­σμό της Μικρασίας, αφανίζοντας ένα μεγάλο κομμάτι του και ξεριζώνοντας το υπόλοιπο από τα χώματα όπου για τριάντα ολόκληρους αιώνες ζούσε και δημιουργούσε έργα θαυ­μαστά. Γι’ αυτό και η βασιλόπιτά τους ουσιαστικά ήταν συνδυασμός του “εορτα­στικού” άρτου και του “μελίπηκτου” των αρχαίων προσφορών προς τους θεούς και προς τους νεκρούς αντίστοιχα!…

Υ.Γ. Πριν από 15 χρόνια, παρουσιάζοντας τα έθιμα αυτά στην εκδήλωση κοπής της πίτας του ενιαίου τότε Συλλόγου Μικρασιατών Ρεθύμνου στο Δημαρχείο της πόλης μας, είχα προτείνει να κόβονται δύο βασιλόπιτες, όπως ήταν το έθιμο στην Αρτάκη της Κυζίκου(15): μια «ανεβατή», αφιερωμένη στο Χριστό, τον Αϊ-Βασίλη και τους οικείους και μία «λειπανάβατη», αφιερωμένη στους νεκρούς μας, θαμμένους και άταφους. Πράγματι οι Μικρασιάτες του Ρεθύμνου δεν άργησαν να κόβουν δύο πίτες∙ όχι, όμως, κατά το έθιμο της Κυζίκου αλλά κατά τις επιταγές του διχασμού, που του επέτρεψαν να τους κάνει “ποδαρικό”!!…

Ι) Ισαβέλλα Μαλόβρουββα, «Σμύρνη, Διαμάντι της Ανατολής. Περιοδεία φαντασίας στην παλαιά Σμύρνη», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Α’, σελ. 181-184. 2) Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, σελ. 54. 3) lφιγένεια Χρυσοχόου, Ξεριζωμένη Γενιά, σελ. 394. 4) Σωκράτης Ρωνάς, «Λαϊκό Μηνολόγιο Σμύρνης», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Ζ’, σελ. 310. 5) Δημ. Λουκάτος, ” Το έθιμο της Βασιλόπιτας”, Μικρασιατικά Χρονικά, Τόμος Ι΄, σελ. 121. 6) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 123. 7) Γεώργιος Μέγας, Ελληνικαί εορταί και έθιμα λαϊκής λατρείας, Αθήνα 1956, σελ. 61. 8 ) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 124. 9) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 60-61. 10) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 125. 11) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 72. 12) Γ. Μέγας, ό.π., σελ. 70. 13) Λύσανδρος Θεοδωρίδης, «Η Παραμονή του Αγίου Βασιλείου εις Κασταμονήν», Μικρασιατικά Χρονικά, τόμος Β’, σελ. 172. 14) Ηλίας Βενέζης, Μικρασία, Χαίρε, σελ. 37-38. 15) Δημ. Λουκάτος, ό.π., σελ. 108


http://ellinwnparadosi.blogspot.gr/

Τρία ἄγνωστα θρησκευτικὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη: «Χριστούγεννα» - «Πρωτοχρονιά» - «Φῶτα»

Τρία ἄγνωστα θρησκευτικὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη: «Χριστούγεννα» - «Πρωτοχρονιά» - «Φῶτα»

Γιῶργος Βαλέτας - Ἀπὸ τὸ περιοδικό ΝΕΑ ΕΣΤΙΑ, 1941

Εἰσαγωγή

Εἶχα προχωρήσει ἀρκετὰ στὴν ἔκδοση τοῦ ἔργου μου γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη, ὅταν μὲ δεύτερες καὶ σοφώτερες φροντίδες καὶ ἔρευνες βεβαιώθηκα, ὅτι τὸ ψευδώνυμο ῾Βυζαντινός᾿, ποὺ ἔφεραν ἀρκετὰ ἄρθρα δημοσιευμένα στὴν «Ἐφημερίδα» τοῦ 1887 καὶ 1888, ἀνήκει στὸν Παπαδιαμάντη. Δὲν μοῦ μένει πιὰ καμμιὰ ἀμφιβολία γιὰ τὴ γνησιότητα τῶν ἄρθρων αὐτῶν καὶ τὰ προσγράφω στὴ βιβλιογραφία του γιὰ νὰ περαστοῦνε μία μέρα στὴ λαχταριστὰ ἀπ᾿ ὅλους ἀναμενόμενη καὶ πάντα ἀναβαλλόμενη καὶ ἐμποδιζόμενη ἀπὸ ἀτυχίες καὶ συμφορὲς καὶ διεκδικήσεις καὶ ἀδιαφορίες μεγάλη ἐθνικὴ ἔκδοση (National Ausgabe) τοῦ Παπαδιαμάντη.

Ὡς μεταφραστὴς στὴν «Ἐφημερίδα», ὁ Παπαδιαμάντης δὲν περιοριζόταν μόνο στὴν ἐπιφυλλίδα, ἀλλά, ὅταν μὲ τὸν καιρὸ γνωρίστηκε κι ἐκτιμήθηκε κι ἀγαπήθηκε ἀνάλογα μὲ τὰ προσόντα καὶ τὸ χαρακτήρα του, ἐκτελοῦσε καὶ χρέη συντάκτη, στὴν ἀρχὴ ἐλαφρότερα, ἀργότερα σοβαρώτερα, δίνοντας παράπλευρα καὶ τὴ λογοτεχνική του συνεργασία, ἐφόσον τὸ ἐπέτρεπε ὁ χῶρος καὶ τὸ ζητοῦσαν οἱ περιστάσεις. Ἡ «Ἐφημερίδα» ἀπ᾿ τὰ 1888 ἄλλαξε ἐμφάνιση ὕλης, ἔγινε μεγαλύτερη καὶ ποικιλώκερη, κι᾿ ἴσα-ἴσα ἀπὸ τότε πρέπει ν᾿ ἀναζητηθῇ καὶ ν᾿ ἀναγνωρισθῇ ἡ συνεργασία τοῦ Παπαδιαμάντη. Ἡ ἐργασία αὐτὴ εἶναι δύσκολη βέβαια, ἀλλὰ κάποτε θὰ συμπληρωθῆ, εἴτε ἀπὸ τὴ γενεά μας εἴτε ἀπ᾿ τοὺς μεταγενεστέρους μας.

Ἤδη ἀπ᾿ τὰ 1887 ὁ Παπαδιαμάντης ἐμφανίζεται μὲ πρωτότυπη συνεργασία ὑπογραμμένη μὲ τὸ ἀρχικό του ῾Π᾿ ἢ καὶ ἀνυπόγραφη (1). Ἔτσι, τὸ Πάσχα τοῦ 1887 παρουσιάζεται μὲ ἕξη κατὰ σειρὰν ἄρθρα μὲ τὸ γενικὸ τίτλο «Ἡ Μεγάλη Ἑβδομὰς ἐν Ἀθήναις» καὶ μὲ τοὺς ὑπότιτλους «Μεγάλη Τρίτη, Μεγάλη Πέμπτη κλπ. ... Ἡ Κυριακὴ τοῦ Πάσχα». Τὰ πασχαλινὰ αὐτὰ ἄρθρα συνεχίστηκαν χωρὶς διακοπή, μὲ μιὰ ἐπιστολὴ γιὰ τοὺς πυροβολισμοὺς τοῦ Πάσχα («Ἐφημερίς», 7 τοῦ Ἀπρίλη 1887, 3β), μ᾿ ἕνα περιγραφικὸ ἄρθρο «Ὁ Ἐπιτάφιος καὶ ἡ Ἀνάστασις εἰς τὰ χωρία» (γιὰ τὸ ὁποῖο ἔγινε σχετικὸς λόγος σὲ ἄλλη συνεργασία μου στὸ τεῦχος αὐτό), χωρισμένο σὲ δυὸ μέρη («Ἐφημερὶς », 7 καὶ 10 τοῦ Ἀπρίλη 1887, 2 α β).

Ὅλ᾿ αὐτὰ τὰ ἄρθρα εἶναι θρησκευτικὰ καὶ ἐπίκαιρα (2), γραμμένα ἀπὸ τὸ περίσσευμα τῆς πίστης καὶ τοῦ ζήλου τοῦ Παπαδιαμάντη γιὰ νὰ τονώσουν στοὺς ἀναγνῶστες τὸ θρησκευτικὸ αἴσθημα, — κατὰ τοῦτο ἀληθεύει ἡ παιδική του ἀπάντηση στὴ μητέρα του, πὼς θὰ γινόταν ῾κοσμοκαλόγερος᾿,— νὰ ὑποδείξουν τὴ σημασία τῶν ἑορτῶν καὶ τῶν μεγάλων ἀκολουθιῶν, νὰ γνωρίσουν τὴν ἐκκλησιαστικὴ τάξη καὶ τὸν ἀσματικὸ πλοῦτο ποὺ τὴ συνοδεύει. Θρῆσκος καὶ φιλακόλουθος, ὁ Παπαδιαμάντης πάντα εὕρισκε μέσα του, καὶ δὲν τὸν παρωθοῦσε ποτέ, τὸ ρόλο τοῦ κατηχητῆ καὶ ἀπολογητῆ· τοῦ Χριστιανισμοῦ.

Τὴ σειρὰ αὐτῶν τῶν πασχαλινῶν θρησκευτικῶν ἐπίκαιρων ἄρθρων ἀκολούθησε σὲ λίγους μῆνες, τὸ δεκαπεντάγουστο τοῦ 1887, ἕνα παρόμοιο ἄρθρο τοῦ Παπαδιαμάντη: «Ἡ Κοίμησις τῆς Θεοτόκου». Καὶ σὲ λίγο, ὅταν ᾖρθαν τὰ Χριστούγεννα, ἐκδόθηκαν ἀπὸ τὸν ἰδαλγὸ ἐκεῖνο δυὸ χειρόγραφα μαζί: τὸ ἕνα ἦταν τὸ διήγημά του ῾Χριστόψωμο᾿, μὲ τὴν ὑπογραφὴ Π., καὶ τὸ ἄλλο ἕνα ἀρθρίδιό του ἱστορικοθρησκευτικό, ῾Τὰ Χριστούγεννα᾿, ἀνυπόγραφο, - καὶ τὰ δυὸ γιὰ τὸ χριστουγεννιάτικο φύλλο τῆς «Ἐφημερίδας» προωρισμένα. Ἀλλ᾿ ὁ Παπαδιαμάντης λογάριαζε χωρὶς τὸν ξενοδόχο! Ὁ ἀρχισυντάκτης ἔδωσε μόνο τὸ ἐπίκαιρο ἄρθρο καὶ ἄφησε τὸ διήγημα γιὰ τὸ ἑπόμενο. Ἀλλὰ τὸ θρησκευτικὸ ἄρθρο ἦταν ἀνυπόγραφο, καὶ ὁ διευθυντὴς σημείωσε ἀποκάτω τὴν ἔνδειξη : (ὑπογρ.), καὶ τὸ γύρισε στὸν Παπαδιαμάντη, ὁ ὁποῖος ὑπόγραψε τότε μὲ τὸ ψευδώνυμο ῾Βυζαντινός᾿(3). Τὸ ἄρθρο τυπώθηκε στὴν «Ἐφημερίδα» τὴ χριστουγεννιάτικη, μὲ τὴν ἔνδειξη τοῦ διευθυντῆ καὶ μὲ τὸ ψευδώνυμο τοῦ Παπαδιαμάντη.
Τὴν Πρωτοχρονιὰ καὶ τὰ Φῶτα ἀκολούθησαν τὰ ἀλλὰ δυὸ ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ ἄρθρα τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὸ ἴδιο ψευδώνυμο, ποὺ πολὺ γρήγορα τὸ παράτησε, ἴσως γιατὶ ἔγινε γνωστό, καὶ προτίμησε πάλι τὴν ἀνωνυμία. Ἔτσι τὰ μεταγενέστερα ἐπίκαιρα θρησκευτικὰ τοῦ ἄρθρα τοῦ 1888 τὰ δημοσιεύει ἀνώνυμα.

Πὼς τ᾿ ἀκόλουθα τρία θρησκευτικὰ ἄρθρα εἶναι τοῦ Παπαδιαμάντη, ἀμφιβολία δὲν χωρεῖ καμιά, γιατὶ φωνάζουν μόνα τους καὶ σὲ κεῖνον ποὺ πολὺ λίγο γνωρίζει τὸν τρόπο καὶ τὸ ὕφος καὶ τὶς προτιμήσεις τοῦ Σκιαθίτη. Τὰ δημοσιευόμενα στὸ δεύτερο ἄρθρο δημοτικὰ κάλαντα εἶναι σκιαθίτικα (4), κι ὁ συγγραφέας ὁ ἴδιος ὑποδηλώνει πὼς εἶναι νησιώτης, καὶ γνωρίζει τὶς γιορτὲς καὶ τὰ τροπάρια, καὶ γράφει γιὰ τὶς γιορτὲς καὶ γιὰ τοὺς ὕμνους, συνεχίζοντας τὴν ἐπίκαιρη θρησκευτικὴ ἑορταστικὴ ἀρθρογραφία του, ποὺ ἀργότερα ἔμελλε νὰ τὴν ἀντικαταστήσῃ μὲ τὴ διηγηματογραφία. Πάνω σὲ τέτοια περιστατικὰ καὶ σὲ παρόμοιες ψυχικὲς τάσεις τοῦ δημιουργοῦ της πῆρε τὴ διαμόρφωσή της ἡ φιλολογία τῶν ἑορτῶν.

Σημειώσεις


1. - Ἀπ᾿ τὰ ἕξη λ.χ. πασχαλιάτικα ἄρθρα τοῦ 1887 τὸ ἕνα (της Μεγάλης Παρασκευῆς ) εἶναι ἀνυπόγραφο.
2. - Ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὰ σημειώνω καὶ τὸ Πασχαλινὸ ἄρθρο τοῦ 1888, ποὺ εἶναι σὲ θέση πανηγυρικοῦ - θρησκευτικοῦ δευτέρου κυρίου ἄρθρου στὴν «Ἐφημερίδα». Τὸ ἄρθρο αὐτὸ εἶναι ἀνυπόγραφο, ἀλλὰ ἀνήκει στὸν Παπαδιαμάντη, ὅπως θ᾿ ἀποδείξω ἄλλοτε.
3. - Χαρακτηριστικὸ καὶ τὸ ψευδώνυμο ἀκόμα, δείχνει τὴ στενὴ σχέση τοῦ Παπαδιαμάντη μὲ τὸ βυζαντινὸ κόσμο. Τότε ποὺ οἱ Ἕλληνες ψευδαττικιστὲς κι ἀρχαϊστὲς καταφρονοῦσαν τὸ Βυζάντιο, τότε ποὺ ἄλλοι ἀπὸ ἱστορικὴ σκοπιὰ προσπαθοῦσαν νὰ τὸ δικαιώσουν καὶ νὰ τὸ ἀνυψώσουν, ὁ Παπαδιαμάντης τὸ ἐζοῦσε καὶ τὸ ἀνάπνεε βαθειά του, ὅπως ἀκριβῶς τὸ ἔχει μέσα του ὁ νέος ἑλληνισμός. Πρβλ. καὶ ὅσα γράφει γιὰ τὸ Βυζάντιο στὸ ῾Λαμπριάτικο Ψάλτη᾿ (σέλ. 19, Φέξη ) καὶ τὸ κεφάλαιο τοῦ βιβλίου μου ῾Παπαδιαμάντης᾿ τὸ ἐπιγραφόμενο «Ἡ Βυζαντινὴ πατρίδα» (σελ. 349-350). Πάνου ἀπ᾿ ὅλα ὅμως ἀξιανάγνωστο γιὰ τὴ βυζαντινὴ σκέψη καὶ τάση (Μεγάλη Ἰδέα) τοῦ Παπαδιαμάντη εἶναι τὸ ποίημά του (1891 ): «Ἡ κοιμάμενη Βασιλοπούλα».
Ἐκειὸς εἶν᾿ ἡ ἐλπίς μας, ὁ Μεσσίας,
ἐκειὸς τοῦ Γένους ὁ ἐγδικητής,
ὁποῦ κοιμᾶται στὰ ὑπόγεια τῆς
Ἁγίας τοῦ Θεοῦ Σοφίας.
4. - Τοὺς δυὸ στίχους ἀπ᾿ τὰ Κάλαντα τοῦ δεύτερου ἄρθρου «Ἁγιοβασιλειάτικα»:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τὸν χρόνου,
Ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται ...
καθὼς καὶ τὸ στίχο:
Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου
καὶ τὸν ἄλλον:
Ν᾿ ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ἔλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
τοὺς ἐπαναλαμβάνει ὁ Παπαδιαμάντης στὸ διήγημά του· ῾Ὁ Ἀμερικάνος᾿ (στὸν τόμο «Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σέλ. 136). Τὸ διήγημα εἶναι μεταγενέστερο ἀπ᾿ τὸ ἄρθρο κατὰ τέσσερα χρόνια.



Χριστούγεννα

Ἐὰν τὸ Πάσχα εἶναι ἡ λαμπρότατη τοῦ Χριστιανισμοῦ ἑορτή(1), τὰ Χριστούγεννα βεβαίως εἶναι ἡ γλυκύτατη καὶ συγκινητικωτάτη, καὶ διὰ τοῦτο ἀνέκαθεν ἐθεωρήθη ὡς οἰκογενειακὴ κατ᾿ ἐξοχὴν ἑορτή.

Ἐν τῇ Ἑσπερίᾳ δὲ τὰ κατ᾿ αὐτὴν ἀνεπτύχθησαν καὶ διετυπώθησαν ὄντως, ὥστε προσέλαβεν ἰδιόρρυθμον τίνα τύπον, καὶ ἤθη, ἔθιμα καὶ παραδόσεις ἰδιαίτεραι πρὸς αὐτὴν συνεκροτήθησαν(2) καὶ ἐπ᾿ αὐτῆς ἀντεπέδρασαν.
Ὁλόκληρον φιλολογίαν ἀποτελοῦσι τὰ λεγόμενα Contes de Noel, τὰ Χριστουγεννιάτικα δηλ. παραμύθια, ὧν τινα ἐξόχων συγγραφέων ἔργα εἶναι ὡραιότατα, βιβλιοθήκην δὲ ὁλόκληρον δύνανται νὰ γεμίσωσι τὰ κατ᾿ ἔτος ἐκδιδόμενα Christmas Numbers, τὰ ἔκτακτα δηλ. φυλλάδια τῶν εἰκονογραφημένων περιοδικῶν(3) τὰ δημοσιευόμενα ἐπὶ τῇ ἑορτῇ τῶν Χριστουγέννων, μετὰ καλῶν εἰκόνων καὶ ποικιλωτάτης τερπνῆς ὕλης.

Οὐδὲν δὲ ἄπορον ἂν ἐν τῇ Δύσει ἰδίως ἀνεπτύχθη ἡ ἑορτὴ αὕτη, διότι ἐκ τῆς Δύσεως ἔχει ἂν ὄχι τὴν ἀρχήν, τουλάχιστον τὴν τάξιν καὶ τὴν σύστασιν.
Γνωστὸν ὅτι πρῶτος ὁ θεῖος Χρυσόστομος, «ἐλθόντων τινῶν ἀπὸ τῆς Δύσεως καὶ ἀπαγγειλάντων», ἐκανόνισε τὴν ἑορτὴν ταύτην ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, ὅτε, κατ᾿ αὐτὸν τὸν μήνα Δεκέμβριον τὴ ιε´, ἐχειροτονήθη πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, περὶ τὰ τέλη τοῦ δ´ αἰῶνος.

Διότι, φαίνεται, ἕως τότε ἐπεκράτει σύγχυσις, καὶ ἐωρτάζετο μὲν κατὰ τόπους ἡ Χριστοῦ Γέννησις, ἀλλ᾿ ἐτέλουν τὴν ἑορτὴν ἄλλοι ἄλλοτε καὶ δὲν συνεφώνουν περὶ τῆς ἡμέρας. Ἡ Δυτικὴ Ἐκκλησία εἶχεν ὁρίσει ἀπ᾿ ἀρχῆς τὴν κε´ τοῦ Δεκεμβρίου καὶ τὴν ἡμέραν ταύτην ἔταξεν ἐν τῇ Ἀνατολῇ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος.

Οὐχ ἧττον ὅμως ἡ Χριστοῦ Γέννησις ἐτιμᾶτο ἔκπαλαι ἐν τῇ Ἀνατολικῇ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μέγιστοι δὲ τῶν Πατέρων, οἵτινες ἔζησαν κατὰ τὴν Δ´ ἑκατονταετηρίδα, τὸν χρυσοῦν ἐκεῖνον αἰώνα τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, ὧν πολλοὶ εἶναι κατά τι ἀρχαιότεροι τοῦ Χρυσορρήμονος διδασκάλου, συνέθεσαν πανηγυρικοὺς καὶ ἐγκωμιαστικοὺς λόγους πρὸς τιμὴν τῆς ἡμέρας. Τὸ δημοτικώτατον ἐκεῖνο ᾄσμα, τὸ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε, Χριστὸς ἐξ οὐρανῶν, ἀπαντήσατε, Χριστὸς ἐπὶ γῆς, ὑψώθητε», εἶναι κατὰ λέξιν ἠρανισμένον ἐκ τοῦ πανηγυρικοῦ τοῦ ἱεροῦ Γρηγορίου τοῦ Ναζιανζηνοῦ, τοῦ καὶ Θεολόγου ἐπικαλουμένου. Ἐκ πανηγυρικοῦ λόγου ἐλήφθη ἐπίσης καὶ τὸ ἐξαποστειλάριον τῆς ἑορτῆς. «Ἐπεσκέψατο ἡμᾶς ἐξ ὕψους ὁ Σωτὴρ ἡμῶν, ἀνατολὴ ἀνατολῶν...» Ἡ τελευταία αὐτὴ φράσις, ἔχει τὸ προνόμιον, ὡς ἤκουσα, νὰ ἐμπνέῃ μέγαν ἐνθουσιασμὸν εἰς τοὺς ἀτυχήσαντας μὲν περὶ τὴν γλώσσαν, Ἕλληνας δὲ τὴν καρδίαν καὶ τὸ φρόνημα ἀδελφοὺς ἡμῶν τῆς Καισαρείας καὶ Καππαδοκίας, εὐλόγως καυχωμένους καὶ λέγοντας(4) ὅτι «ἐξ Ἀνατολῆς τὸ φῶς».

Ἐπειδὴ δὲ περὶ πανηγύρεων καὶ ἐγκωμίων ὁ λόγος, δὲν δύναμαι νὰ λησμονήσω τοὺς προσφιλεῖς μοι ἀσματογράφους, καὶ νὰ μὴ ἀποτείνω τὸν φόρον τοῦ θαυμασμοῦ μου εἰς πάντας μὲν τοὺς ποιητὰς τῶν διαφόρων τῆς ἑορτῆς ὕμνων, ἀλλ᾿ ἰδίως εἰς τοὺς συνθέτας τῶν δυὸ αὐτῆς Κανόνων, τὸν ἱερόν, λέγω, Κοσμᾶν, ποιητὴν τοῦ ἀ᾿ Κανόνος, οὗ ἡ ἀρχὴ «Χριστὸς γεννᾶται, δοξάσατε...» (5), καὶ τὸν πολὺν Ἰωάννην τὸν Δαμασκηνόν, ποιητὴν τοῦ β´ Κανόνος, οὗ ἡ ἀρχὴ «Ἔσωσε λαόν...»(5). Ὁ β´ οὗτος Κανών, συγκείμενος ὅλος ἐκ δωδεκασυλλάβων ἰαμβικῶν στίχων (καθότι τὸ μέλος δὲν ἐπιτρέπει τρίβραχυν οὐδ᾿ ἀνάπαιστον ἐν οὐδεμίᾳ τῶν διποδιῶν χώρα), ἔχει ὡς ἀκροστιχίδα τὸ ἡρωοελεγεῖον τοῦτο ἐπίγραμμα:
Εὐεπίης μελέεσσιν ἐφύμνια ταῦτα λιγαίνει
Υἷα Θεοῦ μερόπων ἕνεκα τικτόμενον
Ἐν χθονί, καὶ λύοντα πολύστονα πήματα κόσμου.
Ἀλλ᾿ ἄνα, ῥητῆρας ῥύεο τῶν δε πόνων.
Ἓν μόνον ᾄσμα θὰ παραθέσω ἐκ τοῦ ἰαμβικοῦ τούτου Κανόνος ὡς δεῖγμα τὸν ὅλου:
Λύμην φυγοῦσα τοῦ θεοῦσθαι τῇ πλάνῃ,
Ἄλητον ὑμνεῖ τὸν κενούμενον Λόγον
Νεανικῶς ἅπασα σὺν τρόμῳ κτίσις,
Ἄδοξον εὖχος δειματουμένη φέρειν,
Ῥευστὴ γεγῶσα, κἂν σοφῶς ἐκαρτέρει.
Καὶ ἐκ τοῦ πρώτου Κανόνος παραθέτω ἐπίσης τρία κατὰ σειρὰν τροπάρια τῆς η´ ᾠδῆς. Καὶ τὰ τρία ἀναφέρονται εἰς τὴν προσκύνησιν τῶν Μάγων, ἀλλ᾿ ἐν μὲν τῷ α´ καὶ γ´ εὐφυῶς ἀντιπαραβάλλεται αὕτη πρὸς τὴν αἰχμαλωσίαν Βαβυλῶνος, ἐν δὲ τῷ β´ γίνεται εὔγλωττος ὑπαινιγμὸς εἰς τὸν ψαλμὸν «Ἐπὶ τῶν ποταμῶν Βαβυλῶνος ἐκεῖ ἐκαθίσαμεν...»(5). Τὰ τρία τροπάρια ἔχουσιν ὡς ἑξῆς:
Ἕλκει Βαβυλῶνος ἡ θυγάτηρ παίδας δορικτήτους Δαυΐδ, ἐκ Σιὼν ἐν αὐτῇ, δωροφόρους πέμπει δὲ μάγους παῖδας, τὴν τοῦ Δαβὶδ θεοδόχον θυγατέρα λιτανεύσοντας, διὸ ἀνυμνοῦντες ἀναμέλψωμεν, εὐλογεῖτε ἡ κτίσις πᾶσα τὸν Κύριον, καὶ ὑπερυψούτω, εἰς πάντας τοὺς αἰῶνας.
Ὄργανα παρέκλινε τὸ πένθος ᾠδῆς, οὗ γὰρ ἦδον ἐν νόθοις οἱ παῖδες Σιών. Βαβυλῶνος, λύει δὲ πλάνην πᾶσαν καὶ μουσικῶν ἁρμονίαν, Βηθλεὲμ ἐξανατείλας Χριστός, δι᾿ ὃ ἀνυμνοῦντες, κτλ.
Σκῦλα Βαβυλὼν τῆς βασιλίδος Σιών καὶ δορίκτητον ὄλβον ἐδέξατο, θησαυροὺς Χριστὸς ἐκ Σιὼν δὲ ταύτης καὶ βασιλεῖς, σὺν ἀστέρι ὁδηγῷ ἀστροπολοῦντας ἕλκει, κτλ. κτλ.
Καὶ κατὰ τὴν ἔννοιαν καὶ κατὰ τὴν γλώσσαν τὰ ἀνωτέρω παρατεθέντα ἀποσπάσματα, ἀδιστάκτως φρονῶ, ὅτι εἶναι ἐκ τῶν ὡραιοτέρων λεκτικῶν καλλιτεχνημάτων πάσης ἐποχῆς, καὶ τὸ λέγω χάριν ἐκείνων ἐκ τῶν ἡμετέρων, ὅσοι ἐκ προκαταλήψεως νομίζουσιν ὅτι δὲν ἐγράφοντο Ἑλληνικά, κατὰ τὸν Ζ´ καὶ Η´ αἰῶνα, ὑποθέτοντες καλοκαγάθως, ὅτι τὰ παρ᾿ ἡμῶν τῶν σημερινῶν γραφόμενα εἶναι Ἑλληνικά, καὶ ὅτι θ᾿ ἀναγνωσθῶσι ποτὲ ὡς Ἑλληνικὰ ὑπὸ τῶν ἐπιγιγνομένων.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς» [ἀρ. 359, 25 Δεκεμβρίου 1887, 2γ.)


Σημειώσεις


1. Ὁ Παπαδιαμάντης μ᾿ αὐτὴ τὴ φράση ἀναφέρεται στὰ ἄρθρα του γιὰ τὸ Πάσχα, ποὺ δημοσιεύθηκαν τὴ Λαμπρὴ τοῦ ἴδιου χρόνου στὴν ἴδια ἐφημερίδα μὲ τ᾿ ἀρχικό: Π.
2. Τὸ κείμενο στὴν « Ἐφημερίδα»: συνεκρήθησαν.
3. Τὰ παρακολουθοῦσε καὶ τὰ γνώριζε ὅλα, ὁ Παπαδιαμάντης ἀπ᾿ τὸ Γραφεῖο τῆς «Ἐφημερίδας», ὅπου ἐργαζόταν ὡς τακτικὸς συντάκτης καὶ μεταφραστής. Ἀπ᾿ αὐτὰ τὰ τεύχη τοῦ ἔδιναν καὶ μετέφραζε πολλὰ -πολιτικὰ καὶ ἱστορικὰ τὸ περισσότερο- ἄρθρα. Ἀπ᾿ τὰ χριστουγεννιάτικα δὲ καὶ πασχαλινὰ τεύχη τῶν περιοδικῶν αὐτῶν παρακολούθησε τὶς καλύτερες λογοτεχνικὲς σελίδες τῆς εὐρωπαϊκῆς φιλολογίας, ἰδίως τῆς Ἀγγλικῆς, πρὸς τὴν ὁποίαν ἰδιαίτερη, τὸν κατεῖχε κλίση. Τὰ διαβάσματα κι οἱ γνωριμίες ἐκεῖνες στάθηκαν πολὺ ἐποικοδομητικὲς γιὰ τὸν Παπαδιαμάντη.
4. Τὸ κείμενο στὴν «Ἐφημερίδα»: λέγοντες.
5. Τ᾿ ἀποσιωπητικὰ κατὰ δική μου προσθήκη


Ἁγιοβασιλειάτικα

Δὲν εἰξεύρω ποῖος περιπλανώμενος ραψῳδὸς συνέθηκε τὰ νῦν συνήθως ὑπὸ τῶν παίδων ἀδόμενα ᾄσματα τῶν Χριστουγέννων, τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καὶ τῶν Φώτων, τὰ ὁποῖα ἀκολουθοῦσι δῆθεν κατὰ γράμμα τὴν ἐκκλησιαστικὴν παράδοσιν, βρίθουσιν ὅμως κακοζήλων στίχων, οἷοι οἱ ἑξῆς:

Καὶ ἐπληρώθη τὸ ρηθὲν προφήτου Ἡσαΐου μετὰ τῶν ἄλλων προφητῶν καὶ τοῦ Ἱερεμίου...(1)
ὁ δεύτερος οὗτος στίχος εἶναι προδήλως διὰ τὸ κεχηνὸς τοῦ ρυθμοῦ:
Φωνὴ ἠκούσθη ἐν Ραμᾷ, Ραχὴλ τὰ τέκνα κλαίει,
παραμυθῆναι (!) οὐκ ἤθελεν, ὅτι αὐτὰ οὐκ ἔχει (!!).
Ἢ ἐν τῷ ἄσματι τῆς α´ τοῦ ἔτους:
Σήμερον εἶν᾿ περιτομὴ κι ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία,
καὶ προσκαλεῖσθε ἄρχοντες, γυναῖκες καὶ παιδία 
(1)...

Τόσον ἀληθεύει ὅτι ὑμνεῖ ἡ Ἐκκλησία, ὥστε ἕνα ἢ δυὸ ὕμνους μόνον ἔχει εἰς μνήμην τῆς Περιτομῆς, τοὺς λοιποὺς ἀφιεροῖ εἰς τὸν Μ. Βασίλειον.

Ἐννοεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι, θέλων ἐνταῦθα νὰ ἐκφράσω τὴν λύπην ἐπὶ τῇ ἐκθρονίσει τῶν γνησίων ᾀσμάτων τοῦ λαοῦ, ἣν κατώρθωσαν τὰ κακόφωνα ταῦτα ῥαψωδήματα, πολὺ ἀπέχω ἄλλως τοῦ νὰ θαυμάσω τὰ ἐν Ἀθήναις ἀκουόμενα δημώδη ᾄσματα:
Ἀρχιμηνιὰ κι ἀρχιχρονιά,
ψηλή μου δεντρολιβανιά, (;)
κι ἀρχι καλός σας χρόνος (;)
ἐκκλησιὰ μὲ τ᾿ ἅγιο θρόνος (!!)
Ἅης Βασίλης ἔρχεται
καὶ δὲν μᾶς καταδέχεται (;!!) 
(2)
...................................................
ἢ τὸ ἀδόμενον τῇ παραμονῇ τῶν Φώτων:
Ἀφέντη μου, πεντάφεντε, πέντε φορὲς ἀφέντη,
ἔχεις καὶ γυιὸ στὰ γράμματα καὶ γυιὸ στὸ ψαλιτήρι
 (sic).
Ἀλλ᾿ ὑπάρχουσιν, ἰδίως εἰς τὰς νήσους(3), ἄλλα κάλλιστα ᾄσματα τοῦ λαοῦ καὶ ἐπ᾿ αὐτῶν θέλω νὰ ἐνδιατρίψω ὀλίγον. Τινὰ τούτων ἔχουσιν ὑπόθεσιν ἀποκλειστικῶς τὴν ἑορτὴν τῆς ἡμέρας, ἄλλα, χωρὶς νὰ παρακολουθώσι τὰ ἱερὰ κείμενα, διεξέρχονται τὸ θέμα μὲ ποιητικὰ χρώματα, καὶ βοηθείᾳ τῆς δημώδους legende (4).

Ἐννοεῖται ὅτι τὰ κατωτέρω παρατιθέμενα εἶναι ἁπλὰ ἀποσπάσματα, διότι τὰ τοιαῦτα ἄλλως ἀλλαχοῦ ἄδονται καὶ πολλαχῶς ἀλλοιοῦται ἀπὸ στόματος εἰς στόμα ἡ ἔννοια καὶ ἡ λέξις. Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Χριστουγέννων ἔχει ὡς ἑξῆς:
Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτὴ τοῦ χρόνου,
ἐβγᾶτ᾿ ἀκοῦστε, μάθετε, τώρα Χριστὸς γεννιέται,
γεννιέται κι ἀνατρέφεται στὸ μέλι καὶ στὸ γάλα,
τὸ μέλι τρῶν οἱ ἄρχοντες, τὸ γάλα οἱ ἀντρειωμένοι.
Τὸ τῆς ἑορτῆς τῶν Φώτων:
Σήμερον τὰ φῶτα κι ὁ φωτισμός
καὶ τοῦ Ἰησοῦ μας ὁ βαφτισμός 
(5).
Σήμερα ἡ κυρά μας ἡ Παναγιά,
σπάργανα στὰ τίμια χέρια κρατεῖ
καὶ τὸν Ἅη Γιάννη παρακαλεῖ.
«Δύνεσ᾿, Ἅη Γιάννη Πρόδρομε,
γιὰ νὰ μοῦ βαφτίσεις Θεὸν παιδὶ;»
Δύνουμαι καὶ σῴνω καὶ προσκυνῶ,
γιὰ κοντοκαρτέρει ὡς τὸ πουρνό,
γιὰ ν᾿ ἀνέβω ἀπάνου στοὺς οὐρανούς,
γιὰ νὰ ρίξω δρόσο καὶ λίβανο,
ν᾿ ἁγιαστοῦν 
(6) οἱ βρύσες καὶ τὰ νερά,
ν᾿ ἁγιαστῇ 
(6) κι ἀφέντης μὲ τὴν κυρά».

Ἄλλα τῶν ᾀσμάτων ἐκφράζουσιν ἐπὶ τῇ ἑορτῇ ἐπαίνους καὶ προσρήσεις. Τὸ ἑπόμενον τεμάχιον ἐκρίθη ὑπὸ πολλῶν ἀπαράμιλλον τὸ ὕψος:
Σήκω, κυρὰ μ᾿, νὰ στολιστῆς (7), νὰ πᾶς ταχιὰ στὰ Φῶτα,
στὰ Φῶτα καὶ στὸν ἁγιασμὸ καὶ στὸν καλὸ τὸ χρόνο.
Βάλε τὸν ἥλιο πρόσωπο καὶ τὸ φεγγάρι ἀστήθι,
καὶ τοῦ κοράκου τὸ φτερὸ βάλ᾿ το καμαροφρύδι.
Ἐπανερχόμενοι εἰς τὴν ἑορτὴν τὸν Ἁγίου Βασιλείου (τὴν Περιτομὴν ἀγνοεῖ ὁ λαός, καὶ εὐλόγως), παραθέτομεν τὸ κύριον τῆς ἡμέρας ᾄσμα:
Ἅης Βασίλης ἔρχεται ἀπὸ τὴν Καισαρίτσα,
βαστάει κόλλα καὶ χαρτί, χαρτὶ καὶ καλαμάρι.
«Βασίλη μ᾿ ποῦθε ἔρχεσαι; καὶ ποῦθε κατεβαίνεις;»
Ἀπὸ τὴ μάννα μ᾿ ἔρχουμαι καὶ στὸ σκολειὸ πηγαίνω,
πάω νὰ μάθω γράμματα, νὰ πῶ τὴν ἀλφαβήτα».
Καὶ στὸ ραβδί, ποὺ ἦταν ξερό, χλωρὰ βλαστάρια πέτα (8)
κι ἀπάνου στὰ ξεβλάσταρα περδίκια κελαϊδοῦσαν,
ὄχι περδίκια μοναχά, μόνε καὶ περιστέρια.

Τὸ ᾄσμα τοῦτο μᾶς φαίνεται θαυμάσιον ἐν τῇ ἀφελείᾳ αὐτοῦ. Ἡ ἔμφυτος φιλομάθεια τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἐν μέσῳ τοσούτων διωγμῶν καὶ θλίψεων ἐπιζήσασα, μετεχειρίσθη τὴν ἐπὶ παιδεία φήμην τοῦ ἑλληνικωτάτου Ἁγίου ὡς προτροπὴν πρὸς τοὺς νέους πρὸς τὴν σπουδὴν καὶ μάθησιν, οὕτω δὲ καὶ μετὰ πολλοὺς αἰῶνας ὁ μέγας της Καισαρείας φωστὴρ παρίσταται οἰονεὶ συγγράφων δευτέραν «Πρὸς τοὺς νέους Παραίνεσιν».

Τὰ ἄλλα ᾄσματα τῆς ἡμέρας, ἀποτελοῦντα ὁρμαθὸν εὐχῶν καὶ ἐγκωμίων διὰ τὰ μέλη ἑκάστης οἰκογενείας, εἶναι οἰονεῖ συνέχεια τοῦ πρώτου, ἐξαρτωμένη ἐκ τοῦ ἐν τῷ προτελευταίῳ στίχῳ (9), ὅτι τὰ «περδίκια κελαϊδοῦσαν» καὶ ἰδοὺ τί κελαϊδοῦσαν:
Γιὰ βάλε τὸ χεράκι σου
τοῦτο ἀποτείνεται πρὸς τὸν οἰκογενειάρχην:
στὴν ἀργυρή σου τσέπη
κι ἂν εὕρεις γρόσα δός μας τα, φλουριὰ μὴν τὰ λυπᾶσαι,
κι ἂν εὕρεις καὶ μισὸ φλουρί, κέρνα τὰ παλληκάρια,
κέρνα τ᾿ ἀφέντη μ᾿ κέρνα τα, νὰ πιοῦνε στὴν ὑγειά σου,
καὶ στὴν ὑγειά σου, ἀφέντη μου, καὶ στὴν καλὴ χρονιά σου.
Νὰ ζήσεις χρόνια ἑκατό, διακόσα, παραπάνου,
κι ἀπ᾿ τὰ διακόσα κι ὕστερα ν᾿ ἀσπρίσεις νὰ γεράσεις,
ν᾿ἀσπρίσεις σὰν τὸν Ὄλυμπο, σὰν τ᾿ ἄσπρο περιστέρι,
σὰν τ᾿ ἀηδονάκι ποὺ λαλεῖ, τὸ Μάη, τὸ καλοκαίρι.
Καὶ τί λαλεῖ τὸ ἀηδονάκι τοῦτο; Ἰδοὺ ἀκούσατε: Λαλεῖ εὐχὰς διὰ τὰ ἄλλα μέλη τῆς οἰκογενείας:
Κυρά μου, τὸν γιόκα σου, κυρά μ᾿, τὸν ἀκριβό σου,
τὸν ἔλουζες, τὸν χτένιζες 
(10), στὸ δάσκαλο τὸν πάϊνες,
κι ὁ δάσκαλος 
(11) τὸν ἔδερνε μὲ δυὸ κλωνάρια μόσκο,
μὲ τέσσαρα βασιλικό, μὲ πέντε μαντζουράνα, κτλ.
Τοσαῦτα περὶ τοῦ υἱοῦ. Ἰδοὺ τώρα καὶ περὶ τῆς θυγατρός:
Κυρά μ᾿, τὴ θυγατέρα σου, κυρά μ᾿, τὴν ἀκριβή σου,
γραμματικὸς τὴν ἀγαπᾶ, πραμματευτὴς τὴ θέλει 
(12),
κι ὁ δάσκαλος ἀπ᾿ τὸ σκολειὸ 
(13) γυρεύοντας (14) τὴν στέλνει.

Δὲν ἐνθυμοῦμαι δυστυχῶς τὴν συνέχειαν τοῦ ᾄσματος τούτου (15), τὸ ὁποῖον ἤρχισε νὰ γίνεται περίεργον, χάρις εἰς τὰ τολμηρὰ διαβήματα τοῦ δασκάλου, ἀλλ᾿ εἰς τὸ μέλλον ἴσως δυνηθῶ νὰ συλλέξω πλείονα. Ἐπὶ τοῦ παρόντος εὔχομαι εἰς τὸν ἀναγνώστην ἐν ὑγείᾳ καὶ εὐτυχίᾳ τὸ Νέον Ἔτος.
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς», 1 Ἰανουαρίου 1888, σελ. 6 β-γ.)

Σημειώσεις


1. Τ᾿ ἀποσιωπητικὰ δική μου προσθήκη.
2. Τὰ θαυμαστικὰ καὶ ἐρωτηματικὰ εἶναι τοῦ Παπαδιαμάντη.
3. Ὑπονοεῖ τὴ Σκιάθο, ὅπου στὰ παιδικά του χρόνια, μὲ τοὺς παιδικούς του φίλους καὶ συγγενεῖς, τὸ Σωτήρη Οἰκονόμου, τὸν Ἀλέξανδρο Μωραϊτίδη, τὸν περίφημο πλατωνιστὴ Σπυρίδωνα Μωραΐτη, γύριζαν τὶς γιορτὲς κι ἔψαλλαν τὰ κάλλαντα. (Βλ. σχετικὰ τὰ διηγήματα τοῦ «Τῆς Κοκώνας τὸ Σπίτι» καὶ «Ὁ Σημαδιακός» («Μάγισσες», Φέξης, σ. 71 κ.ἄ.).
4. Τὴ λέξη αὐτὴ προτιμᾶ νὰ χρησιμοποιεῖ πολλὲς φορὲς ὁ Παπαδιαμάντης. Πρβλ. καὶ τὴν ἁπάντηση τοῦ Παπαδιαμάντη στὸ Ζερβὸ γιὰ τὰ «Θαλασσινὰ Εἰδύλλια» («Ἄστυ», 28-29 Αὐγ. 1891).
5. Ἀντὶ βαπτισμὸς τοῦ κειμένου.
6. Ἀντὶ ἁγιασθοῦν καὶ ἁγιασθῆ τοῦ Ππδ.
7. Ἀντὶ στολισθῆς τοῦ Ππδ.
8. Ἀντὶ τοῦ πέταε τοῦ Ππδ.
9. Τὸ κείμενο τῆς «Ἐφημερίδας» ἔχει ῾στίχον᾿.
10. Ἀντὶ τοῦ χθένιζες τοῦ Ππδ. (πιθανώτατα τυπογραφ. λάθος).
11. Ἀντὶ τοῦ δάσσκαλος τοῦ Ππδ. Τὸ διπλὸ σ ἴσως ἠθελημένο γιὰ ν᾿ ἀποδώσει τὴν προφορὰ τοῦ ῾ch᾿.
12. Τὴν θέλει (τὸ κείμενο).
13. Σχολειὸ (τὸ κείμενο τῆς Ἐφημ.).
14. Γυρεύωντας τὴν στέλλει (ἀδιανόητη γραφὴ στὸ ἴδιο κείμενο).
15. Τρόπος ὑπεκφυγῆς ἐκ μέρους τοῦ Παπαδιαμάντη, ποὺ προσπαθοῦσε στὴ ζωὴ καὶ στὴν τέχνη ν᾿ ἀποφεύγει τὴν αἰσχρὴ καὶ πολὺ συνηθισμένη δυστυχῶς στὰ χρόνια μας ἐκμετάλλευση τῆς περιέργειας τοῦ ἀναγνώστη μὲ διάφορα πορνογραφικὰ καὶ τραγικὰ καρυκεύματα. «Ἡ ὕλη αὕτη εἶναι ζῶν πῦρ...» φωνάζει κάπου, καὶ πετᾷ ἀπότομα τὴν πέννα του, σταματώντας τὴ διήγησή του στὴ μέση. Μάθημα καὶ παράδειγμα γιὰ μίμηση, ἐφ᾿ ὅσον ὑπάρχει καιρός. Στὸ «Σημαδιακό» («Οἱ Μάγισσες», ἔκδ. Φέξη, σελ. 151), ἐκτὸς ἀπ᾿ τὴν ἰδιαίτερη ἐξύμνηση κάθε προσώπου τοῦ σπιτιοῦ, μᾶς δίνει ὁ Παπαδιαμάντης κι᾿ ἕνα ὡραῖο σκιαθίτικο δημοτικὸ τῆς Πρωτοχρονιᾶς, ποὺ περιλαμβάνει ὅλα τὰ παιδιά, τ᾿ ἀγόρια τὰ ξενιτεμένα στὸ πέλαγος καὶ στὴ βιοπάλη:
Κυρά μου, τὰ παιδάκια σου, κυρά μου, τ᾿ ἀκριβά σου,
καράβι τριοκάταρτο στὸ πέλαγο ἀρμενίζουν
καὶ μὲ τ᾿ ἀφέντη τὴν εὐχὴ γρόσα πολλὰ θὰ φέρουν.
Κι ὁ κὺρ Βορηᾶς τὰ κύματα φυσάει καὶ τὰ σπρώχνει.
Σπρῶχνε, Βορηά,τὰ κύματα, νὰ μὤρθει τὸ παιδί μου,
Τ᾿ ἀγαπημένο μου πουλὶ καὶ τὸ ξεπεταρούδι,
ἀνάθρεμμα τῆς ἀγκαλιᾶς, τῆς ξενιτιᾶς λουλούδι...




Θεοφάνεια

Σήμερον ἡ Ἐκκλησία ἡμῶν ἑορτάζει τὴν μεγάλην ἑορτὴν τῶν Θεοφανείων, καὶ ποιεῖται μνείαν τῆς βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ ἐν τῷ Ἰορδάνῃ. Ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος καὶ Βαπτιστής, ὅστις ἔμβρυον ἐν τῇ μήτρᾳ εἶχεν ἀναγνωρίσει τὸν Λυτρωτὴν καὶ ἐσκίρτησεν, ἀνὴρ γενόμενος ὑπῆρξε καὶ ὁ πρῶτος πιστεύσας, ὑποδείξας καὶ κηρύξας τὸν Χριστόν. «Ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ, ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου», εἶπεν ὅτε εἶδε τὸν Ἰησοῦν περιπατοῦντα. «Ἔρχεται ἄλλος ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λύσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ», ἔλεγε πρὸς τοὺς μαθητᾶς του. Τινὲς δὲ τῶν μαθητῶν τούτων, ἐγκαταλιπόντες αὐτόν, ἠκολούθησαν τὸν Ἰησοῦν, ὅθεν ὁ Ἰωάννης ἐγκαρτερῶν καὶ ὑποτασσόμενος ἔλεγεν, «Ἐκεῖνον δεῖ αὐξάνειν, ἐμὲ δὲ ἐλαττοῦσθαι». Ἐκ τῶν μαθητῶν τούτων τοῦ Ἰωάννου λέγεται ὅτι ἦσαν ὁ Ἀνδρέας ὁ πρωτόκλητος καὶ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ Σίμων Πέτρος, ὅστις καὶ πρῶτος ἐκ τῶν ἄλλων ἀποστόλων ὡμολόγησε τὸν Χριστόν, «Ραββί, σὺ εἶ ὁ Χριστός, ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, σὺ εἶ ὁ βασιλεὺς τοῦ Ἰσραήλ». Πρὸς τοῦτον λοιπὸν τὸν Ἰωάννην, τὸν κηρύττοντα καὶ βαπτίζοντα βάπτισμα μετανοίας, προσῆλθεν ὁ Χριστὸς ὡς ἄνθρωπος καὶ ἐβαπτίσθη θέλων νὰ δώσῃ τὸ παράδειγμα.

Ἐπειδὴ περὶ βαπτίσματος ὁ λόγος, καλὸν νομίζω ἐνταύθα νὰ ὑποβάλω πρακτικάς τινας παρατηρήσεις περὶ τοῦ τρόπου καθ᾿ ὃν τελεῖται παρ᾿ ἡμῖν τὸ Βάπτισμα.
Οἱ παλαιοὶ πρακτικώτατοι καὶ μεμορφωμένοι ἱερεῖς, καίτοι ἀγράμματοι λεγόμενοι, εἴξευρον νὰ ἐκτελῶσι κανονικώτατα τὰς τρεῖς καταδύσεις καὶ ἀναδύσεις, κρατοῦντες τὸν βαπτιζόμενον ὄρθιον πρὸς ἀνατολὰς βλέποντα, ἐφαρμόζοντες τὴν δεξιὰν ἐπὶ τῆς μασχάλης τοῦ βρέφους ἀβρῶς ἅμα καὶ ἀσφαλῶς, φράττοντες δὲ διὰ τῆς ἀριστερᾶς τὸ στόμα αὐτοῦ. Ἐφρόντιζον περὶ τῆς θερμοκρασίας τοῦ ὕδατος καὶ ἑκάστη κατάδυσις ἐγίνετο ἀκαριαία, τὸ δὲ διάλειμμα μεταξὺ τῶν καταδύσεων ἐγίνετο ἀρκετόν, ὥστε ν᾿ ἀναπνεύση τὸ βρέφος(1).

Τοιούτῳ τρόπῳ οὐδεὶς βαπτιζόμενος ἔπαθε ποτέ τι ἐν τῇ κολυμβήθρᾳ. Τὸ σημερινὸν ὅμως σμῆνος τῶν ἱερέων, τοὺς ὁποίους ἡ διεφθαρμένη πολιτικὴ ἐπιβάλλει πολλάκις ἀξέστους καὶ ἀκαλλιεργήτους εἰς τοὺς Σ. Σ. ἱεράρχας νὰ τοὺς χειροτονῶσιν, ἀφοῦ κακῶς ἐκτελεῖ, ἢ μᾶλλον κακῶς παραλείπει τοσούτους ἄλλους τύπους, ὀφείλει τουλάχιστον νὰ σεβασθῇ αὐτὸ τὸ θεμέλιον τῆς πίστεως ἡμῶν, τὸ ἅγιον βάπτισμα.
Γράφομεν ταῦτα, διότι ἔχομεν λόγους νὰ πιστεύωμεν ὅτι πολλοὶ τῶν ἱερέων, χαριζόμενοι εἰς τὴν τυφλὴν καὶ μωρὰν πολλάκις φιλοστοργίαν ἀμαθῶν καὶ προληπτικῶν γονέων, οἵτινες νομίζουν, ὅτι κάτι θὰ πάθη τὸ χαϊδευμένον νεογνόν των ἐν τῇ ἱερᾷ κολυμβήθρᾳ, ἐκτελοῦσι σχεδὸν ράντισμα, καὶ ὄχι βάπτισμα.

Οἱ τῆς Δυτικῆς Ἐκκλησίας εἶναι συγγνωστοί, διότι ἠγνόησαν τὴν ἔννοιαν τοῦ ἑλληνικοῦ ρήματος βαπτίζω, baptizo, ὅτι δηλ. σημαίνει βάπτω, βυθίζω, βουτῶ, οἱ Ἕλληνες ὅμως δὲν πρέπει ποτὲ νὰ τὴν ἁγνοήσωσιν.
Εἶναι καιρὸς νὰ φυλαχθῆ ὁ ἱερὸς οὖτος τύπος, διότι ἂν ἐξακολουθήση ἡ ἀμάθεια τοῦ κλήρου, καὶ πληθυνθῆ ἡ ἀθεΐα καὶ ἡ ἀσέβεια, μετὰ μίαν γενεάν, ὅτε θὰ εἴμεθα μισοβαφτισμένοι ὅλοι, θὰ δεήση νὰ διαταχθῆ γενικὸς ἀναβαπτισμὸς ὅλων τῶν κατοίκων τοῦ Ἑλληνικοῦ Βασιλείου, ἀρρένων καὶ θηλέων. Διότι πρέπει νὰ εἴμεθα συνεπεῖς. Ἡ ἡμετέρα Ἐκκλησία εἰς μὲν τοὺς προσερχόμενους ἐκ τῶν Δυτικῶν εἰς τοὺς κόλπους της ἐπιβάλλει τὸν ἀναβαπτισμόν, τοὺς δὲ Ἀρμενίους τοὺς μυρώνει μόνον, καὶ τοῦτο διότι οὖτοι μὲν εἶναι κανονικῶς βεβαπτισμένοι διὰ τριῶν ἀναδύσεων καὶ καταδύσεων, ἐκεῖνοι δὲ ἀτελῶς μόνον διὰ ραντισμοῦ. «Συντηρώμεθα χάριτι, πιστοί, καὶ σφραγίδι, ὡς γὰρ ὄλεθρον ἐφυγον, Ἑβραῖοι, φλιᾶς πάλαι αἱμαχθείσης, οὕτω καὶ ἡμῖν ἐξόδιον τὸ θεῖον τοῦτο, τῆς παλιγγενεσίας λουτήριον ἔσται, ἕνεκεν καὶ τῆς Τριάδος, ὀψόμεθα φῶς τὸ ἄδυτον».
ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΣ
(«Ἐφημερίς», 6 Ἰανουαρίου 1888, 3α.)


Σημειώσεις


1. Ὅλες αὐτὲς οἱ λεπτομέρειες, ποὺ καὶ οἱ παπάδες ἀκόμα δὲν καλοξέρουν, μᾶς φαίνονται περίεργες ἀπ᾿ τὴν πρώτη ματιά. Μὰ ὅσοι ἐδιάβασαν τὴ βιογραφία τοῦ Παπαδιαμάντη καὶ τὸν παρακολούθησαν στὰ παιδικά του χρόνια, θὰ θυμοῦνται πὼς τὸ παπαδοπαίδι ἐκεῖνο παρακολουθοῦσε βῆμα πρὸς βῆμα τὸν πατέρα του σ᾿ ὅλες τὶς λειτουργίες καὶ τελετές, καὶ τὸν βοηθοῦσε «καὶ συνέψαλλε μετ᾿ αὐτοῦ» καὶ τὸν ρωτοῦσε γιὰ θρησκευτικὲς λεπτομέρειες καὶ τύπους, γιατὶ ὁ πατέρας του ἦταν ἀρχαιοπρεπὴς παπάς, ἀπόγονος καὶ μαθητὴς τῶν κολλυβάδων τῆς Σκιάθου, καὶ γνώριζε κατὰ βάθος τὴν παλαιὰ ἐκκλησιαστικὴ τάξη, καὶ τὴν τηροῦσε μὲ φανατισμό. Ὁ Παπαδιαμάντης ἔχει γράψει καὶ ἄλλα παρόμοια εἰδικὰ λειτουργικὰ ἄρθρα, ὅπου κατήγγελλε ἢ καυτηρίαζε διάφορες παρατυπίες καὶ παραλείψεις, π.χ. Τὰ «Μνημόσυνα καὶ τὸ Καθαρτήριον», «Ἱερεῖς τῶν πόλεων καὶ ἱερεῖς τῶν χωρίων» κλπ. Τὸ δὲ διήγημά του «Τὰ τραγούδια τοῦ Θεοῦ» ἔχει τὴν ἀρχὴ καὶ τὴν ἔμπνευσή του ἀπ᾿ τὸ ἁπλούστατο γεγονὸς μιᾶς ἐκκλησιαστικῆς παρατυπίας, ποὺ ἤθελε νὰ τὴν καυτηριάσει ὁ Παπαδιαμάντης. Καὶ ἡ παρατυπία αὐτὴ ἦταν ὅτι στὴν κηδεία ἑνὸς νηπίου ἐψάλη ὄχι ἡ εἰδική, μὰ ἡ κοινὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία. Γιὰ ἐκκλησιαστικὲς παρατυπίες παράβαλε καὶ τὸ διήγημα «Ὁ Καλόγερος», ὑπάρχουν ὅμως κι ἄλλα σκόρπια χωρία στὰ διηγήματά του.


Ἀποσπάσματα

Εἰσῆλθεν ἐν πρώτοις εἰς ἓν ἀρχοντικὸν μέγαρον. Εἶδεν ἐκεῖ τὸ ψεῦδος καὶ τὴν σεμνοτυφίαν, τὴν ἀνίαν καὶ τὸ ἀνωφελὲς τῆς ζωῆς, ζωγραφισμένα εἰς τὰ πρόσωπα τοῦ ἀνδρὸς καὶ τῆς γυναικὸς καὶ ἤκουε τὰ δυὸ τέκνα νὰ ψελλίζωσιν εἰς ἄγνωστον γλώσσαν.
***
Φρονῶ ὅτι ἡ καλὴ μνήμη ὀφείλει νὰ εἶναι καλὸν χωνευτήριον, ὡς ὁ στόμαχος, ὅστις δέχεται παντοῖα ἐδέσματα, χωρὶς νὰ ἐνθυμῆται τὰ εἴδη αὐτῶν.
***
Καὶ τὸ τρίτον παιδίον, ὁ Μῆτσος, ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔβλεπα, ἤρχετο εἰς τὸ παντοπωλεῖον καὶ ἐζήτει ἀπὸ τὸν μικρὸν μπακάλην, ὅστις ἦτο ἀκριβὴς εἰς τὰ σταθμά, ἀλλὰ δὲν ἐνόει ἀπὸ ἐλεημοσύνην, ἤρχετο καὶ ἐζήτει νὰ τοῦ στάξῃ «μιὰ σταξιὰ λάδι στὸ γυαλί», αὐτὸ τὸ ὁποῖον θὰ ἦτο ἄξιον νὰ στάξῃ μίαν σταγόνα νεροῦ εἰς πολλῶν πλουσίων χείλη εἰς τὸν ἄλλον κόσμον!...
Καὶ ἠτιολόγει τὴν αἴτησίν του, λέγων:
- Δὲν ἔχουμε πατέρα στὸ σπίτι!


http://users.uoa.gr/~nektar/arts/tributes/alexandros_papadiamantis/tria_ar8ra.htm

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2019

Εις μνημόσυνον αιώνιον ....

Εις μνημόσυνο αιώνιο ... 
Σεβαστε κ Αγαπημένε μας Γεροντα και Πατέρα κ Μάρτυρα....βασιλευσες...στα αλήθεια έφυγες για τον ουρανό και την βασιλεία του Θεού...."την βασιλεία του Θεού να ζητάμε εν ειρήνη και μετανοια"  ο χαιρετισμός σου μετά την εξομολόγηση...
1983 όταν ήρθε ο Δημήτρης και μας είπε:βρήκαμε Πνευματικό...κ έτσι άρχισαν να ανηφορίζουν το μονοπάτι που οδηγούσε στο μοναστήρι σου Γεροντα μας,μισή ώρα δρόμος από τον δημόσιο δρόμο , όμορφα κ σπουδαία αγόρια και κορίτσια με πρόσωπα που λαμπυριζαν για να ξαποστάσουν στο πετραχειλι του πολύτιμου Γεροντα τους.
Τελευταια ,σαν την αιμοροουσα του Ευαγγελίου συρθηκα και εγώ το μονοπάτι αυτό . Πάντα με την ίδια λαχτάρα και ανυπομονησία για πολλά χρόνια,κάτω από το ευλογημένο πετραχήλι σου σκέπαζες ,ελευθερωνες από τις αιχμαλωσιες, το ορφανό και ανόητο,το φυλαξες,το στολισες."ένα ψοφιμι ειμαι,",έλεγες συχνά.
Τωρα εσαι στο φως των αγγέλων και τα υπέροχα μάτια σου..
Και εμείς μέσα στην ψυχή του πόνου μας, ανεβαίνουμε την ανηφορια δια το μοναστήρακι σου και ο πανέμορφος δρόμος έγινε μια ερημιά.
Πολυτιμε Γεροντα και Πατέρα μας,το πολυχρονιο μαρτύριο σου για να γίνουμε αληθινά παιδιά του Χριστού μας,ας γίνει στεφάνι αμάραντο στο θρόνο του γλυκού σου Ιησού της Κυρας των αγγέλων και των πολυαγαπημενων σου Αγίων.
Ολοι μαζί ολοχαροι στην βασιλεία του Θεού!!!
Δώρο αγάπης του ουρανού πολυαγαπημένε μας Γεροντα...

καλη αντάμωση π Γρηγοριε...

Πέμπτη 19 Δεκεμβρίου 2019

Το 40ημερο μνημόσυνο του Αγίου Γέροντα Γρηγορίου Κτήτορα και Πνευματικού της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση της Χαλκιδικής, θα πραγματοποιηθεί το Σαββάτο 21/12 /2019 το πρωί στην Ιερά Μονή.





Το 40ημερο μνημόσυνο του Αγίου Γέροντα Γρηγορίου Κτήτορα και Πνευματικού της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου στη Μεταμόρφωση της Χαλκιδικής, θα πραγματοποιηθεί το Σαββάτο 21/12/2019 το πρωί στην Ιερά Μονή.

 
Χαρισματικός ο Γέροντας Γρηγόριος (Παπασωτηρίου), κτήτορας και πνευματικός της Ιεράς Μονής Τιμίου Προδρόμου Μεταμόρφωσης Χαλκιδικής.

Γεννήθηκε το 1940 στην Παλαιοκώμη Σερρών. Ήταν πνευματικό τέκνο του μακαριστού Αρχιμανδρίτου Γενναδίου Διακάκη από τη Θεσσαλονίκη. Εκάρη μονάχος με υπόδειξη του Οσίου Παΐσίου του Αγιορείτου, με τον οποίο πολύ συνδεόταν πνευματικά. Ο αείμνηστος Μητροπολίτης Κασσανδρείας Συνέσιος (Βισβίνης) τον χειροτόνησε Διάκονο και Πρεσβύτερο και τον διόρισε Ιεροκήρυκα της Ιεράς Μητροπόλεως.

Το έτος 1977, με ευλογία του Μητροπολίτου και με οδηγία του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου, ίδρυσε την Ιερά Μονή Τιμίου Προδρόμου στο χωριό Μεταμόρφωση Χαλκιδικής και ανέλαβε Πνευματικός και Εξομολόγος αυτής.

Πάρα πολλοί χριστιανοί κατέφευγαν σε αυτόν για Εξομολόγηση βρίσκοντας ανάπαυση στις ψυχές τους. Σκορπούσε παντού Αγάπη και Χάρη Θεού, ενώ διακρινόταν για το φιλήσυχον και το ειρηνικόν του χαρακτήρος .

 Διατηρούσε πνευματικό σύνδεσμο με τον μακαριστό Άγιο Γέροντα Ισαάκ από την Καλύβη Αναστάσεως του Κυρίου στην Καψάλα του Αγίου Όρους.

Γέροντα σ΄ευχαριστούμε για όλα όσα μας πρόσφερες, ακόμα και την ίδια ζωή Σου.

Καλή Αντάμωση διευχών Σου.
-->

Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 2019

Αγνώστου πατρός




Ήταν Σεπτέμβριος του 1982 όταν η Φανή έφυγε από το χωριό της, κοντά στα Σέρβια της Κοζάνης, για να έλθει στη συμπρωτεύουσα να δουλέψει σε ένα μεγάλο κατάστημα με εποχιακά είδη στην Εγνατία οδό. Στην αρχή ήταν φοβισμένη και διστακτική. Σύντομα όμως κατάφερε να κυκλοφορεί με άνεση παντού. Νοίκιασε ένα δυάρι στην οδό Ολύμπου, κοντά στην πλατεία Δικαστηρίων για να πηγαίνει στη δουλειά με τα πόδια.

Τρία χρόνια αργότερα γνώρισε το Μιχάλη, ένα παλικάρι οχτώ χρόνια μεγαλύτερό της, όμορφο κι ευγενικό. Αρραβωνιάστηκαν και ετοιμάζονταν να παντρευτούν όταν η Υπηρεσία του Μιχάλη τον έστειλε ξαφνικά στη Μάνη, με σκοπό να αντικαταστήσει κάποιον για δυο χρόνια. Τι να κάνει η καημένη η Φανή; Μόνο υπομονή μπορούσε να κάνει. Μετρούσε τις μέρες, τις εβδομάδες και περίμενε.

Τον είδε μετά από εννέα μήνες, όταν κατάφερε εκείνος να πάρει άδεια και να έλθει στη Θεσσαλονίκη. Η επόμενη φορά που τον ξανάδε ήταν ύστερα από ένα χρόνο, λίγο πριν την οριστική επιστροφή του. Τότε της φάνηκε πολύ αλλαγμένος. Σαν απόμακρος, σαν ...
«Είναι πολύ κουρασμένος» σκέφτηκε.
Δεν ήθελε να βάλει κακό με το νου της, αλλά εκείνος μετά από δυο μέρες κομπιάζοντας, τής ξεστόμισε την αλήθεια.
«Στη Μάνη γνώρισα μια κοπέλα ... Μη φανταστείς τίποτα σπουδαίο ... Να, κάτι επιπόλαιο ... Αλλά αυτή έμεινε έγκυος ... Και με βρήκαν τα αδέλφια της. Τρόμαξα πολύ. Με πίεσαν να την πάρω ... Αλλά εγώ εσένα αγαπάω ... Μόλις βάλουμε στεφάνι, θα τη χωρίσω και θα πάρω εσένα».

Σκίστηκε η καρδιά της στα δυο. Δεν μπορούσε να βγάλει άχνα. Μόνο όταν συνήλθε μάζεψε τα κομμάτια της και του είπε ήσυχα
«Μείνε μαζί της και με το παιδί σας».
Δεν τον ξανάδε, δεν μίλησαν ξανά, δεν έμαθε νέα του.
Κάποιο ανοιξιάτικο βράδυ του 1986, φεύγοντας από το μαγαζί, τον είδε άξαφνα στο απέναντι πεζοδρόμιο. Ταράχτηκε, αλλά προχώρησε θαρρετά, χωρίς να τον κοιτάξει και έστριψε στο πρώτο στενό. Εκείνος την πήρε από πίσω. Έφτασε σπίτι σχεδόν τρέχοντας. Το ίδιο έγινε και το επόμενο βράδυ και το μεθεπόμενο. Εκείνος την περίμενε πάντα στο απέναντι πεζοδρόμιο και την ακολουθούσε μέχρι να μπει στην είσοδο της πολυκατοικίας. Πάντα αμίλητος. Πέρασε πάνω από μήνας έτσι.

Ένα βράδυ σχόλασε λίγο νωρίτερα. «Ευτυχώς» είπε από μέσα της.
«Δεν θα έχω παρέα απόψε».
Περπάτησε βιαστικά και σε πέντε λεπτά βρέθηκε στην πολυκατοικία όπου έμενε. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, μπήκε, πήρε το ασανσέρ για το 2ο όροφο κι όταν βγήκε τον είδε να την περιμένει μπροστά στην πόρτα του διαμερίσματός της. Δεν του μίλησε. Έβαλε το κλειδί στην πόρτα, άνοιξε γρήγορα, μπήκε μέσα και πριν προλάβει να κλείσει την πόρτα, εκείνος κράτησε με δύναμη την πόρτα και βρέθηκε μαζί της στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

- Επιτέλους, τι θέλεις; τον ρώτησε.
- Εσένα ! της είπε με νόημα και με μια γρήγορη κίνηση τής άρπαξε τα κλειδιά από τα χέρια. Κλείδωσε την πόρτα και την κοίταξε όπως κοιτάει το λιοντάρι ένα ανυπεράσπιστο ελαφάκι.
Δεν τόλμησε να πει σε κανέναν για το φοβερό συμβάν. Εξάλλου δεν είχε φίλες.
Πρωί απόγευμα στη δουλειά, δεν είχε καιρό ούτε για βόλτες ούτε για έξοδα. Σε λίγες μέρες έφτασε η Μεγαλοβδομάδα. Πήγε στο χωριό της το Μ. Σάββατο το απόγευμα. Η μάνα την υποδέχθηκε όπως πάντα, με χαρές και γέλια. Εκείνη με κόπο κατάφερε να χαμογελάσει. Φοβόταν πολύ να το πει στους δικούς της. Ντρέπονταν τα αδέλφια της. Δεν έβλεπε την ώρα για να γυρίσει τη Δευτέρα του Πάσχα στη Θεσσαλονίκη.

Πέρασε παραπάνω από μήνας όταν φάνηκαν τα πρώτα ανησυχητικά σημάδια: πρωινές ζαλάδες και ναυτία. Αγόρασε έντρομη ένα τεστ εγκυμοσύνης και περίμενε με αγωνία να γυρίσει στο σπίτι. Όταν είδε το αποτέλεσμα, κρατήθηκε από το χερούλι της πόρτας για να μην λιποθυμήσει.
Την άλλη μέρα έκανε μικροβιολογική εξέταση με την ελπίδα να μην είναι τίποτα. Διαψεύστηκε.
Το κεφάλι της ήταν άδειο. Δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα. Βρισκόταν σ’ ένα τούνελ χωρίς διέξοδο. Περπατούσε σαν υπνωτισμένη για να πάει στη δουλειά όταν άκουσε δυνατές φωνές «Να με κλείσεις φυλακή θες;».
Ήταν ένας αγριεμένος ταξιτζής που λίγο έλειψε να τη χτυπήσει. Τότε συνειδητοποίησε ότι περπατούσε μέσα στη μέση του δρόμου ανάμεσα στα αυτοκίνητα.

Μακάρι να την είχε χτυπήσει. Θα είχαν τελειώσει τα βάσανά της. Ήθελε πολύ, μα πάρα πολύ να τελειώσει η ζωή της.
«Και γιατί να μην τελειώσει τώρα;» σκέφτηκε.
Η πιο απλή λύση. Κανείς δεν θα μάθαινε τίποτα. Θα γλίτωνε μια για πάντα.
Δεν κατάλαβε πότε βρέθηκε στο κατάστημα. Η Ναταλία, η υπάλληλος του διπλανού καταστήματος την κοίταξε γλυκά.
«Καλημέρα κοριτσάκι!» της είπε γελώντας. Με τη Ναταλία δεν μιλούσαν πολύ. Τα αφεντικά τους ήταν ανταγωνιστές, που θα πει εχθροί, γιατί πουλούσαν και οι δύο το ίδιο εμπόρευμα. Δεν φτάνει που δεν μιλούσαν εκείνοι, δεν επέτρεπαν ούτε στις υπαλλήλους τους να μιλάνε μεταξύ τους. Εκείνες όμως, δεν τους άκουγαν. Το πρωί όταν ήταν μόνες τους αντάλλασσαν στα πεταχτά μια κουβέντα. Όχι πολλά πράγματα. Μια καλημέρα και δυο λογάκια.
«Τι έχει το κοριτσάκι μου και είναι λυπημένο; Ποιος το στενοχώρησε;» συνέχισε η Ναταλία. Την κοίταξε στα μάτια η Φανή. «Θέλω να σου μιλήσω» της είπε.
«Αλλά όχι τώρα. Μπορείς το βράδυ; Όταν σχολάσεις, περίμενέ με στη γωνία».
Το βράδυ κατά τις εννιάμιση συναντήθηκαν οι δυο κοπέλες στη γωνία, κάτω από την τέντα ενός καταστήματος.

Έπεσε η Φανή στην αγκαλιά της Ναταλίας και έκλαιγε, έκλαιγε ασταμάτητα.
«Δεν μου φταίει σε τίποτα να το σκοτώσω, αλλά δεν μπορώ και να το κρατήσω. Αποφάσισα να βάλω τέρμα στη ζωή μου» της είπε όταν σταμάτησε το κλάμα.
«Θέλω τουλάχιστον κάποιος να ξέρει γιατί έφυγα. Διάλεξα εσένα, χωρίς να σε ξέρω καλά – καλά. Μα μου φαίνεσαι εντάξει κοπέλα».
Ο ουρανός από πάνω ήταν κατάμαυρος σαν την ψυχή της. Η βροχή που έπεφτε έκανε τόσο θόρυβο που σκέπαζε τα λόγια της. Μόνο οι αστραπές που φώτιζαν, φανέρωναν την αγωνία, τη θλίψη και την απογοήτευση στο προσωπάκι της.
Ταράχτηκε η Ναταλία σαν άκουσε όλα τούτα. Έμεινε αμίλητη για κάμποσα λεπτά αγκαλιάζοντας σφιχτά τη Φανή.

«Άκουσέ με», της είπε σοβαρά. «Θες να πάμε μαζί σε έναν παππούλη; Τον ξέρω καλά, χρόνια τώρα τον έχω πνευματικό. Θες να τον δεις κι εσύ; Μη φοβάσαι, δεν θα σε μαλώσει».
«Θέλω» είπε χωρίς να το πολυσκεφτεί η Φανή.
Την άλλη μέρα που ήταν Σάββατο κι ήταν κλειστά τα καταστήματα το απόγευμα, η Ναταλία κρατώντας τη Φανή από το χέρι πήγε στο υπόγειο του Ναού, εκεί που ήταν το Εξομολογητήριο και περίμεναν υπομονετικά να έλθει η σειρά της για να δει τον π. Ιωακείμ.
Στις πεντέμιση μπήκε μέσα η Φανή. Απέξω η Ναταλία περίμενε με αγωνία. Πέρασε μισή ώρα, κόντευε μία ώρα κι οι κυρίες που περίμεναν μαζί της άρχισαν να διαμαρτύρονται. Στην αρχή με αναστεναγμούς και νοήματα κι ύστερα πιο έντονα.
«Αμάν βρε παιδί μου» είπε κάποια εμφανώς αγανακτισμένη.
«Aν θέλουν να συζητήσουν, ας έρχονται άλλη ώρα».

Που να ’ξερε η καημένη πως πίσω από την κλειστή πόρτα γινόταν μάχη για να σωθούν δυο ζωές. Η Ναταλία έκανε πως δεν τις άκουγε. Είχε ανοίξει το βιβλιαράκι με την Παράκληση και ψιθύριζε
«Διάσωσον ἀπὸ κινδύνους τοὺς δούλους σου Θεοτόκε ...».
Όταν επιτέλους άνοιξε η πόρτα είχαν περάσει μία ώρα και τριάντα πέντε λεπτά.
Η Φανή ήταν κατακόκκινη και κλαμμένη. Οι κυρίες δεν συγκινήθηκαν με το θέαμα. Την αγριοκοίταξαν, αλλά εκείνη ούτε που κατάλαβε τίποτα. Πήρε τη Ναταλία από το χέρι και βγήκαν έξω βιαστικά.
«Θα μου το βαφτίσεις, όταν με το καλό γεννηθεί;» ήταν η πρώτη της κουβέντα και χάθηκε η μία στην αγκαλιά της άλλης.
Τώρα άρχιζαν τα δύσκολα. Αργά ή γρήγορα θα το μάθαινε το αφεντικό, οι γονείς της, όλοι. «Αυτός είναι ο σταυρός σου» της είπε ο π. Ιωακείμ σε μια από τις επόμενες φορές που πήγε να τον βρει.

«Μη δειλιάσεις, όλα θα τα φροντίσει ο Θεός. Και το παιδί θα σου φέρει ευλογία» της τόνιζε.
Όταν το έμαθε το αφεντικό, την κοίταξε με τέτοια περιφρόνηση που δεν άντεξε και κατέβασε τα μάτια της.
«Καλή σιγανοπαπαδιά ήταν» σκεφτόταν εκείνος. Ήθελε πολύ να την απολύσει, αλλά δεν μπορούσε. Την προστάτευε ο νόμος.
Τα πιο δύσκολα ήρθαν όταν το έμαθαν οι δικοί της.
«Δεν είσαι πια κόρη μας. Μην τολμήσεις και εμφανιστείς στο χωριό» της μήνυσε ο πατέρας με μια ξαδέλφη της.
Μόνο η αδελφή της η μεγάλη ήρθε κρυφά στη Θεσσαλονίκη για να τη βρει και να της πει ότι ξέρει ένα γιατρό που μπορεί να διακόψει την κύηση, ακόμα κι αν είναι πέντε μηνών το παιδί.
«Είσαι τρελή» της είπε έντονα.
«Σκέψου ότι τότε που έμεινες έγκυος, έγινε το ατύχημα με το Τσερνομπίλ. Εμείς στο χωριό αργήσαμε να το μάθουμε. Θυμάσαι πόσα χόρτα μαζέψαμε και φάγαμε; Θυμάσαι πόσο γάλα ήπιαμε από τις κατσίκες του πατέρα; Πού πήγε όλο αυτό το δηλητήριο; Στο μωρό σου! Δε φτάνει που θα είναι μπάσταρδο, θα είναι και ζαβό!».

Αναστέναξε βαθιά και κοίταξε την εικόνα της Παναγίας πάνω στο κομοδινάκι της.
«Παναγιά μου και μάνα, δεν θ’ αντέξω δυο κακά ... Φύλαξέ το, τό αγγελούδι μου!».
Απέμεινε τώρα ολομόναχη από συγγενείς και γνωστούς. Βρήκε όμως, μια όμορφη συντροφιά εκεί στην ενορία του π. Ιωακείμ. Δεν την άφησαν μόνη της. Ούτε πριν ούτε μετά τον τοκετό.
Τα λόγια του π. Ιωακείμ βγήκαν αληθινά. Κάποιος ιδιοκτήτης ιδιωτικού σχολείου έμαθε την ιστορία της και εισηγήθηκε στο Συμβούλιο να την προσλάβουν ως γραμματέα και όταν η μικρή Αγγελική γινόταν 4 ετών, να φοιτήσει δωρεάν στο Νηπιαγωγείο και αργότερα στο Δημοτικό.
Δεν ήταν ωστόσο, εύκολο να τη δεχθεί η κοινωνία έτσι όπως ήταν, μια ανύπαντρη μητέρα. Οι ίδιοι άνθρωποι που προσπαθούν να κουκουλώσουν ένα παραστράτημα με ένα φόνο, οι ίδιοι στήνουν στο απόσπασμα μια δύστυχη κοπέλα που αποφάσισε να κρατήσει το μωρό.

Η περίπτωσή της μάλιστα, είχε επιπλέον την ιδιαιτερότητα του βιασμού. Αλλά ποιος νοιάζεται για το πώς και το γιατί. Οι υπάλληλοι του Δημοτολογίου, του ΙΚΑ, της Εφορείας όταν έβλεπαν την ένδειξη «άγαμη» στα χαρτιά της, την κοίταζαν πάντα με εκείνο το βλέμμα, το γεμάτο περιφρόνηση ...
«Δεν ξέρουμε γιατί το επέτρεψε ο Θεός» της έλεγε συχνά ο π. Ιωακείμ.
«Έχε εμπιστοσύνη και δεν θα σε αφήσει».
Η μικρή Αγγελική μεγάλωνε και γινόταν σωστό αγγελούδι. Μαζί μεγάλωναν κι οι απορίες της:
"Πού είναι ο δικός μου ο μπαμπάς; Γιατί δεν έχω κανέναν παππού και καμμία γιαγιά; Γιατί δεν έχω θείους, θείες, ξαδέλφια;"
Δύσκολες ερωτήσεις. Η Φανή ένιωθε ώρες ώρες πως περπατά σε τεντωμένο σκοινί, προσπαθώντας να εξηγήσει στην αθώα ψυχούλα τα ανεξήγητα. Πάντα με τη βοήθεια ενός ψυχολόγου και πάντα με την ευχή του π. Ιωακείμ.

Κάποιες κυρίες από την ενορία βλέποντας τον αγώνα και την αγωνία της θέλησαν να της γνωρίσουν κάποιον για να συμπορευτεί μαζί του και να έχει ένα στήριγμα.
Δεν περίμενε όμως, να έχει τέτοια αντιμετώπιση από τους υποψήφιους γαμπρούς. Όλοι, μα όλοι την αντιμετώπιζαν σαν γυναίκα ελευθέρων ηθών. Αυτό την πλήγωσε βαθιά και πια ούτε ήθελε να ακούσει για γνωριμίες και προξενιά.
Μέχρι που η νοικοκυρά της, μια γυναίκα με πολλή αγάπη, μεγάλη κατανόηση και ακόμα μεγαλύτερη διάκριση, της έκανε λόγο για το Δημοσθένη.
Η Φανή ήταν ανένδοτη. Μετά από πολλές πιέσεις, αναγκάστηκε να δεχθεί να τον συναντήσει, χωρίς ωστόσο να ελπίζει σε τίποτα.
Τον βρήκε μια μέρα μετά το σχόλασμα, απεριποίητη, άκεφη και όταν τον είδε σκέφτηκε «Ας του τα πω όλα χύμα από την αρχή, για να φύγει μια ώρα γρηγορότερα».

Και ξεκίνησε ψυχρά.
«Θέλω να ξέρεις ότι έχω ένα εξώγαμο παιδί 12 ετών».
Πάγωσε όταν τον είδε να αλλάζει όψη.
Την κοίταξε στην αρχή θλιμμένα, απορημένα κι ύστερα άρχισε ... να κλαίει.
Η Φανή δεν ήξερε τι να κάνει. Μπροστά της ήταν ένας άντρας δυο μέτρα που έκλαιγε ασταμάτητα.
«Είμαι κι εγώ εξώγαμο παιδί» της είπε όταν ηρέμησε.
«Πέρασε η ζωή μου ανάμεσα στο Ορφανοτροφείο και στην οικογένεια που με αναδέχθηκε. Δεν θέλω άλλο παιδί να περάσει τέτοιο πόνο».
Ο γάμος έγινε σε ένα μήνα στην ενορία του π. Ιωακείμ. Δεν χρειάστηκε να γνωριστούνε άλλο. Ο μεγάλος προξενητής από ψηλά είχε φροντίσει να έλθουν κοντά οι ψυχές τους και να αγαπηθούν.
Το πιο απίστευτο όμως, έγινε αμέσως μετά, όταν ο Δημοσθένης με επίσημη πράξη αναγνώρισε ως νόμιμο παιδί του της Αγγελική. Και όταν τον ρώτησαν παραξενεμένοι οι θετοί γονείς του, τους είπε πως έκανε μια επιπολαιότητα νεανική και πως έπρεπε να αποκαταστήσει την αδικία στην κοπέλα (!).

Την ευτυχία ήρθε να συμπληρώσει ο ερχομός του Γεράσιμου, ενός κατάξανθου μπέμπη που έμοιαζε καταπληκτικά στην Αγγελική.
Αργότερα οι ηλικιωμένοι γονείς τής Φανής μετακόμισαν στη Θεσσαλονίκη, κοντά στην κορούλα τους και την οικογένειά της.
Ποτέ δεν έμαθαν ποιος είναι ο βιολογικός πατέρας της Αγγελικής. Δεν είχε νόημα.
Σήμερα ο Γεράσιμος είναι φοιτητής στη Φιλοσοφική Θεσσαλονίκης.

Η Αγγελική είναι μαία.
Πριν από ένα χρόνo γνώρισε τον Άγγελο, έναν πραγματικό άγγελο, ειδικευόμενο γιατρό γυναικολόγο και ετοιμάζονται να παντρευτούν. Τον ελεύθερο χρόνο τους φροντίζουν εθελοντικά κοπέλες που αντιμετωπίζουν ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη.
Κάποιο απόγευμα ένας δημοσιογράφος που έκανε ρεπορτάζ για τις εκτρώσεις τους ρώτησε μεταξύ άλλων
«Αν το μωρό είναι καρπός βιασμού; Ούτε τότε κάνουν έκτρωση;»
Εκείνη απάντησε ήρεμα
«Εγώ ξέρω ένα τέτοιο μωρό που το άφησε η μανούλα του να γεννηθεί κι ας είχε κόντρα όλη την κοινωνία κι ας είχε ρουφήξει όλη τη ραδιενέργεια που μας ήρθε από την τότε Σοβιετική Ένωση».
«Κι εγώ, κι εγώ ξέρω ένα τέτοιο μωρό!» συμπλήρωσε ο Άγγελος.

Και συνέχισαν οι δυο τους αθόρυβα και ουσιαστικά την εθελοντική προσφορά τους σε όλα τα πλάσματα που ο Θεός στέλνει στο δρόμο τους.
Κρ. Π.
ΥΓ. Απίθανη ιστορία! Συνέβη στ΄ αλήθεια πριν κάποια χρόνια... Πρώτη της δημοσίευση σήμερα.