Σελίδες

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (1)......Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης

* Μετάφρασις εκ του Αγγλικού πρωτοτύπου
JESUS CHRIST - THE LIFE OF THE WORLD
υπό Δεσποίνης Δ. Κοντοστεργίου Δρ. Θ.

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Ο Χριστός εις την Παλαιάν Διαθήκην και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι
2. Μύησις εις την Ζωήν και εις "πάσαν την Αλήθειαν" δηλαδή τον Χριστόν δια του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστήν
3. Διάγνωσις και θεραπεία
4. Το Σώμα του Χριστού
5. Προφητεύειν και Θεολογείν
6. Συνέπεια και συμπεράσματα


Ο κύριος σκοπός της πίστεως της θεολογίας και του δόγματος περί Χριστού και της σχέσεώς Του με τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα, είναι να οδηγήση την ανθρωπότητα 1) εις την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας, δηλαδή εις την θεραπείαν του κέντρου της ανθρωπίνης προσωπικότητος, και 2) εις τον δοξασμόν (θέωσιν), ο οποίος είναι η τελειοποίησις της προσωπικότητος εν τη θέα της ακτίστου δόξης και βασιλείας του Χριστού εν μέσω των Αγίων Του, των μελών του Σώματός Του, της Εκκλησίας. Η πίστις, η προσευχή, η θεολογία και το δόγμα είναι αι θεραπευτικαί μέθοδοι και τα σήματα επί της οδού από την κάθαρσιν και τον φωτισμόν της καρδίας προς τον δοξασμόν, ο οποίος, όταν επιτευχθή, καταργεί την πίστιν, την προσευχήν, την θεολογίαν και το δόγμα, αφού ο τελικός σκοπός αυτών είναι η κατάργησίς των εις την θέωσιν και την ανιδιοτελή αγάπην. [ 2 ]

Επομένως, το θέμα "Ιησούς Χριστός - Η Ζωή του Κόσμου" είναι αρχικώς και ουσιαστικώς θεραπευτικόν και τελειοποιητικόν εις την φύσιν του και με αυτήν την έννοιαν εκκλησιολογικόν. Μόνον οι φωτισμένοι και δοξασμένοι είναι μέλη του Σώματος του Χριστού και ναοί του Αγίου Πνεύματος. Απ' αυτής της επόψεως, η κάθαρσις και ο φωτισμός έχουν μερικούς παραλληλισμούς με τας θεραπευτικάς επιστήμας, είδικώς με την ψυχιατρικήν, αλλά η θέωσις είναι γνωστή και διατηρείται μόνον εις τον πυρήνα της χριστιανικής παραδόσεως και πιθανώς εις τον Ιουδαϊσμόν επίσης. Είναι συγγενείς με τας κοινωνικάς επιστήμας όχι ως ηθικαί αρχαί (μοραλιστικαί), αλλά ως θεραπευτικός ασκητισμός. Καθώς τις δεν ημπορεί να χωρίση την ψυχιατρικήν γνώσιν από την πρακτικήν, ομοίως η πίστις, η προσευχή, η θεολογία και το δόγμα δεν ημπορούν να χωρίσουν από την θεραπευτικήν των εφαρμογήν. Καθώς τις δεν ημπορεί να μετατρέψη την ψυχιατρικήν γνώσιν εις έν αφηρημένον ή μεταφυσικόν σύστημα, κατά τον ίδιον τρόπον δεν ημπορεί τις να κάμη αυτό ούτε με την Ορθόδοξον παράδοσιν. Η σχέσις μεταξύ της διαγνώσεως και της θεραπείας είναι περίπου η ιδία δια την πατερικήν θεολογίαν, καθώς είναι δια την ιατρικήν επιστήμην. Η αλήθεια καταμετρείται από την επιτυχίαν της θεραπείας και η επιτυχής θεραπεία αποδεικνύει την περιγραφικήν ανάλυσιν των τρόπων και των μέσων, δια των οποίων επιτυγχάνεται.

Θα χωρίσωμεν το θέμα μας με τας κάτωθι επικεφαλίδας: α) Ο Χριστός εις την Παλαιάν Διαθήκην και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι, β) Μύησις εις την Ζωήν και εις "πάσαν την Αλήθειαν" του Χριστού δια του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστήν, γ) Διάγνωσις και θεραπεία, δ) Το Σώμα του Χριστού, ε) Προφητεύειν και θεολογείν και στ) Συνέπεια και συμπεράσματα.


1) Ο Χριστός εις την Παλαιάν Διαθήκην και αι Οικουμενικαί Σύνοδοι.

Υπαρχει μία ουσιαστική έποψις των θεολογικών προϋποθέσεων όλων των Οικουμενικών Συνόδων, αφορώσα εις το Πρόσωπον του Χριστού, ήτις ή παρελήφθη ή απερρίφθη από εκείνους, οι οποίοι ακολουθούν τον Αυγουστίνον. Αυτό εγείρει το ερώτημα ότι, πόσον εκείνοι, οι οποίοι ενεργούν τοιουτοτρόπως, δέχονται αυτάς τας Συνόδους;

Με την μοναδικήν εξαίρεσιν του Αυγουστίνου, οι Πατέρες υποστηρίζουν ότι ο Ιησούς Χριστός, προ της γεννήσεώς Του από την Παρθένον Θεοτόκον, εν τω κτιστώ Του Προσώπω του Αγγέλου του Κυρίου, της Μεγάλης Βουλής Αγγέλου, του Κυρίου της Δόξης, του Κυρίου Σαββαώθ, είναι Αυτός, ο Οποίος απεκάλυψεν "εν Εαυτώ" τον Θεόν εις τους Πατριάρχας και Προφήτας της Παλαιάς Διαθήκης. Αμφότεροι οι Αρειανοί και Ευνομιανοί συνεφώνησαν ότι ο Χριστός ήτο Εκείνος ο Οποίος έκαμεν αυτό εις το Πρόσωπόν Του ή την Υπόστασίν Του, η Οποία υπήρχε προ της δημιουργίας των αιώνων, αλλά αυτοί επέμενον ότι Ούτος εδημιουργήθη εκ του μη όντος και δεν είναι επομένως της ιδίας φύσεως (ομοούσιος) με τον Θεόν, ο Οποίος είναι μόνος αληθινός Θεός "κατά φύσιν".

Δια να αποδείξουν τα σημεία των ταύτα οι Αρειανοί και Ευνομιανοί συνεζήτησαν, ως έκαμε και ο Ιουδαίος Τρύφων με τον Ιουστίνον Μάρτυρα, ότι δεν ήτο ο Άγγελος Κυρίου εις την φλεγομένην και μη κατακαιομένην βάτον, ο Οποίος είπεν "Εγώ ειμί ο Ών" [ 3 ] αλλά ο Ίδιος ο Θεός μέσω του κτιστού Λόγου - Αγγέλου. Οι Πατέρες επέμενον ότι ο Άγγελος - Λόγος απεκάλυψεν αυτό δια τον Εαυτόν Του επίσης και όχι μόνον δια τον Θεόν. Ο Άγγελος του Κυρίου ωμίλησε δια τον Εαυτόν Του, όταν είπεν εις τον Μωυσή: "Εγώ ειμί ο Θεός του Πατρός Σου, ο Θεός του Αβραάμ και ο Θεός του Ισαάκ και ο Θεός του Ιακώβ. [ 4 ]

Εναντίον των Αρειανών ο Άγιος Αθανάσιος ισχυρίζεται ότι το όνομα "άγγελος" ενίοτε απευθύνεται εις τον άκτιστον Λόγον και άλλοτε εις τινα κτιστόν άγγελον. Ούτος επιμένει ότι δεν ημπορεί να γίνη σύγχυσις εις το ότι ορά τις ένα κτιστόν άγγελον ή τον άκτιστον Υιόν του Θεού, ο Οποίος μερικάς φοράς αποκαλείται "Άγγελος" εις την Παλαιάν Διαθήκην. Επιμένει δε ότι "όταν οράται ο Υιός, τότε οράται ο Πατήρ, διότι Ούτος (Υιός) είναι το απαύγασμα (ακτινοβολία) του Πατρός, και ούτως ο Πατήρ και ο Υιός έν εισί... Είναι πολύ φανερόν ότι, όσα λέγει ο Θεός, Ούτος (Θεός) τα λέγει μέσω του Λόγου και ουχί μέσω τινός άλλου... Και ο εωρακώς τον Υιόν, γνωρίζει ότι, Τούτον εωρακώς, εώρακεν ουχί ένα άγγελον, ούτε τινά απλώς μεγαλύτερον των αγγέλων, ούτε εν συντομία κτίσμα τι, αλλά τον Ίδιον τον Πατέρα. Και ο ακούων του Λόγου γνωρίζει ότι ακούει του Πατρός. Καθώς εκείνος, ο οποίος ακτινοβολεί από ακτινοβολίαν (λάμψιν), γνωρίζει ότι φωτίζεται από τον ήλιον [ 5 ] Ως κλειδί εις την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, ο Άγιος Αθανάσιος, δηλώνει "ότι δεν υπάρχει τίποτε άλλο εκτός του ότι ο Πατήρ ενεργεί... δια του Υιού..." [ 6 ]

Αυτό σημαίνει ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι Χριστοκεντρική, αφού ο Χριστός είναι ο προενσαρκωθείς Άγγελος του Κυρίου και της Μεγάλης Βουλής, ο Κύριος της Δόξης και ο Κύριος Σαββαώθ, εις τον Οποίον οι πατριάρχαι και προφήται βλέπουν και ακούουν τον Θεόν και μέσω του Οποίου λαμβάνουν την χάριν, την βοήθειαν και την συγχώρησιν.

Το ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί συνεφώνουν ότι ο Άγγελος - Λόγος ήτο Εκείνος, όστις ενεφανίσθη και απεκάλυψεν τον Θεόν εις τους Προφήτας και ομοίως ήτο το Ίδιον Πρόσωπον, το Οποίον έγινεν Άνθρωπος και Μεσσίας, θα έπρεπε να ληφθή πολύ σοβαρώς ως το κλειδί της κατανοήσεως των αποφάσεων της Α' και των ακολούθων Οικουμενικών Συνόδων. Είναι σπουδαίον να κατανοήση τις ότι οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί δεν διεφώνουν θεωρητικώς επί ενός αφηρημένου Δευτέρου Προσώπου της Αγίας Τριάδος, του Οποίου την ταυτότητα και την φύσιν σκιαγραφούσε τις υποκειμενικώς δια στοχασμού επί βιβλικών χωρίων με την βοήθειαν της Εκκλησιαστικής φιλοσοφίας και του Αγίου Πνεύματος. Εκείνο, δια το οποίον αυτοί συνεζήτουν, ήτο η πνευματική εμπειρία των προφητών και αποστόλων, ιδιαιτέρως, εάν είναι είς κτιστός ή άκτιστος Λόγος, ο Οποίος εμφανίζεται "εν δόξη" εις αυτούς και αποκαλύπτει "εν Εαυτώ", ως Εικών του Θεού, τον Πατέρα, ως Αρχέτυπον.

Επειδή οι Ευνομιανοί εδέχοντο τας ιδίας θέσεις με τους Αρειανούς δια εμφανίσεις του υποτιθεμένου κτιστού Λόγου - Αγγέλου εις τους προφήτας, αυτή η ιδία συζήτησις μετεφέρθη εις την Β' Οικουμενικήν Σύνοδον. Ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, με ολίγην ανυπομονησίαν, απευθύνεται εις τον Ευνόμιον, ως ακολούθως: "ου παύση προσαγορεύων, ω άθεε, τον όντως όντα, την πηγήν της ζωής, τον πάσι τοις ούσι του είναι παρεκτικόν; Ός οικίαν εαυτώ και πρέπουσαν τη εαυτού αϊδιότητι εν τω προς τον ίδιον θεράποντα Μωσέα χρηματισμώ προσηγορίαν εξεύρεν, όντα εαυτόν ονομάσας; "Εγώ γαρ ειμί, φησίν, ο ών"". Και τούτοις ουδείς αντερεί μη ουχί εκ προσώπου του Κυρίου ειρήσθαι, ούκουν όστις γε μη το ιουδαϊκόν κάλυμμα, επί τη αναγνώσει Μωσέως, κατά της εαυτού καρδίας επικείμενον έχει. [ 7 ] Γέγραπται γάρ, ότι "ώφθη τω Μωσεί άγγελος Κυρίου επί του βάτου εν πυρί φλογός". [ 8 ] Άγγελον τοίνυν προτάξασα της διηγήσεως η Γραφή, Θεού επάγει την φωνήν, "Είπε γάρ, φησί, τω Μωσεί. Εγώ ειμί ο Θεός του πατρός σου Αβραάμ". [ 9 ] Και μετ' ολίγα πάλιν "Εγώ ειμί ο ών", Τις ουν ο αυτός και άγγελος και Θεός; Άρα ουχί περί ου μεμαθήκαμεν, ότι καλείται το όνομα αυτού "Μεγάλης Βουλής Άγγελος"". [ 10 ] Μετά συνοψίζων τας ιδίας παρατηρήσεις δια την συνάντησιν μεταξύ του Αγγέλου - Λόγου και του Ιακώβ, το οποίον ευρίσκει τις εις τον Άγιον Αθανάσιον τον Μέγα και εις τους προηγουμένους πατέρας, ο Άγιος Βασίλειος εκφράζει την ιδίαν εξηγητικήν αρχήν καθώς είδαμε εις τον επίσκοπον Αλεξανδρείας. "Παντί ουν δήλον, ότι ένθα και άγγελος και Θεός ο αυτός προσηγόρευται, ο Μονογενής εστι δηλούμενος, εμφανίζων εαυτόν κατά γενεάν τοις ανθρώποις, και το θέλημα του Πατρός τοις αγίοις εαυτού διαγγέλλων. Ώστε και επί του Μωσέως όντα εαυτόν ονομάσας, ου άλλός τις παρά τον Θεόν Λόγον, τον εν αρχή όντα προς τον Θεόν, νοηθείη". [ 11 ]

Ο Ευνόμιος απήντησεν εις αυτά τα επιχειρήματα του Βασιλείου με την αξίωσιν ότι ο Υιός είναι ο άγγελος του Όντος, αλλ' ουχί ο Ίδιος "ο Ών". Ο άγγελος ούτος ονομάζεται Θεός δια να δείξη την υπεροχήν του επί όλων των πραγμάτων τα οποία εδημιουργήθησαν δι' αυτού, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι είναι "ο Ών". Ούτως ο Ευνόμιος ισχυρίζεται ότι "ο μεν αποστέλλων Μωσήν, αυτός ήν ο Ών, δι' ου δε απέστειλε ελάλει, του μεν όντος άγγελος, των δε άλλων απάντων Θεός". [ 12 ]


Η σοφιστική πανουργία του επιχειρήματος ημπορεί να φαίνεται παράξενος, αλλά είναι εν τούτοις σπουδαία ως η μαρτυρία του γεγονότος, ότι η ταυτότης του Αγγέλου, ο Οποίος ονομάζεται Θεός εις την Παλαιάν Διαθήκην, με τον Χριστόν, τον Μονογενή Υιόν του Θεού και Δημιουργόν, ήτο τόσον κατωχυρωμένη εις την παράδοσιν, ώστε οι Ευνομιανοί δεν ημπορούσαν ποτέ να σκεφθούν να μην αμφισβητήσουν ως ο Αυγουστίνος, είς νεώτερος σύγχρονος αυτών, έτοιμος να πράξη τούτο εις την Βόρειον Αφρικήν, παρά το γεγονός ότι ο υποτιθέμενος δάσκαλός του Αμβρόσιος και όλοι οι λοιποί Δυτικοί Πατέρες συνεφώνησαν με την παράδοσιν, την οποίαν περιεγράψαμεν εδώ.

Ο Μέγας Βασίλειος δεν ημπορούσε να απαντήση εις τας ερωτήσεις του Ευνομίου κατά των ιδικών του επιχειρημάτων, διότι είχεν αποθάνει. Έτσι ο αδελφός του Γρηγόριος έκαμε αυτό εις τα 12 βιβλία του, "Κατά Ευνομίου", τα οποία ανεκοίνωσεν εις τον Άγιον Ιερώνυμον κατά την διάρκειαν της Β' Οικουμενικής Συνόδου, το 381.

Ο Άγιος Γρηγόριος μεταξύ των άλλων ισχυρίζεται ότι "ει Μωσεί μεν παραιτείται τον άγγελον" [ 13 ] αυτός δε χρηματίζων αυτώ συνέμπορος γίνεται και καθηγεμών της στρατιάς [ 14 ] φανερώς αποδείκνυται δια τούτων, ότι ο τη όντος επωνυμία εαυτόν γνωρίσας, ο μονογενής έστι Θεός. Ει δε προς τούτο τις αντιλέγει, της Ιουδαϊκής υπολήψεως έσται συνήγορος, τον Υιόν μη συμπαραλαμβάνων εις την του λαού σωτηρίαν. Ει γαρ άγγελος μεν τοις Ισραηλίταις ου συνεπέρχεται ο δε δια της του όντος επωνυμίας δηλούμενος, ο Μονογενής ουκ έστι, καθώς Ευνόμιος βούλεται, ουδέν άλλο ή τα εκ της συναγωγής δόγματα προς την Εκκλησίαν του Χριστού μεταφέρεται. Ουκούν των δύο το έτερον εξ ανάγκης ομολογήσουσιν, ή μηδαμώς παρείναι τω Μωϋσή τον μονογενή Θεόν, ή αυτόν τον Υιόν είναι τον όντα παρ' ου ο λόγος προς τον θεράποντα γίνεται. Αλλ' αντιλέγει τοις ειρημένοις αυτήν την Γραφήν [ 15 ] προτεινομένους λέγουσαν, αγγέλου προτετάχθαι φωνήν, και ούτως επήχθαι τον του Όντος διάλογον. Τούτο δε ουκ αντίρρησις, αλλά βεβαίωσις των ημετέρων εστίν. Και ημείς γαρ φαμεν εναργώς τον προφήτην το περί του Χριστού μυστήριον εμφανές ποιήσαι τοις ανθρώποις βουλόμενον, άγγελον τον όντα προσαγορεύσαι, ως αν μή, μόνης της του όντος επωνυμίας κατά τον διάλογον ευρισκομένης, προς τον Πατέρα ο νούς των λεγομένων επαναφέροιτο". [ 16 ]

Τα κείμενα αυτά των εγκρίτων Πατέρων της Α' και Β' Οικουμενικής Συνόδου θα έπρεπε να είναι επαρκείς ενδείξεις ότι δια τους Πατέρας των Συνόδων το δόγμα της Αγίας Τριάδος ήτο ταυτόν με τας εμφανίσεις του Χριστού, του ασάρκου Λόγου εις τους προφήτας και (τού Ιδίου λόγου) με την ανθρωπίνην φύσιν Του εις τους αποστόλους. Ουδείς μέσα εις την Ορθόδοξον Παράδοσιν, εκτός του Αυγουστίνου, αμφέβαλε ποτέ δι' αυτήν την ταυτότητα του Λόγου με αυτό το συγκεκριμμένον Άτομον, το οποίον απεκάλυπτεν "εν Εαυτώ" τον αόρατον Θεόν της Παλαιάς Διαθήκης εις τους Προφήτας καί, ο Οποίος έγινεν άνθρωπος και εσυνέχισεν αυτήν την ιδίαν αποκάλυψιν της δόξης του Θεού εντός και μέσω της ιδικής Του ανθρωπίνης φύσεως, την οποίαν έλαβεν εκ της Παρθένου.

Η έρις μεταξύ των Ορθοδόξων, των Αρειανών και Ευνομιανών δεν ήτο εν σχέσει με το ποιός ήτο ο Λόγος εις την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην, αλλά εν σχέσει με το τί είναι ο Λόγος και ποιά είναι η σχέσις Του με τον Θεόν Πατέρα. Οι Ορθόδοξοι υπεστήριξαν ότι ο Λόγος είναι άκτιστος και άτρεπτος υπάρχων πάντοτε από την ουσίαν ή την υπόστασιν του Πατρός, ο Οποίος αιωνίως και κατά φύσιν είναι η αιτία της υπάρξεως του Υιού Του προ των αιώνων. Οι Αρειανοί και οι Ευνομιανοί επέμενον ότι αυτός ο ίδιος Άγγελος Λόγος είναι τρεπτόν δημιούργημα του Θεού, το οποίον έχει την ύπαρξίν Του προ των αιώνων εκ του μη όντος όχι από την φύσιν του Θεού αλλά από την θέλησίν Του.

Ούτως η βασική ερώτησις ήτο. Είδον οι Προφήται και Απόστολοι μέσα εις την άκτιστον δόξαν του Θεού (Ορθόδοξοι και Αρειανοί) ή εις την κτιστήν ενέργειαν (Ευνομιανοί) ένα άκτιστον ή ένα κτιστόν Λόγον, ένα Λόγον, ο Οποίος είναι Θεός κατά φύσιν και έχει συνεπώς όλας τας ενεργείας και δυνάμεις του Θεού κατά φύσιν, ή ένα Θεόν κατά χάριν, ο Οποίος έχει τινάς, αλλά όχι όλας τας ενεργείας του Θεού Πατρός και τότε μόνον κατά χάριν και ουχί κατά φύσιν; Αμφότεροι, Ορθόδοξοι και Αρειανοί - Ευνομιανοί, συνεφώνουν κατ' αρχήν ότι, εάν ο Λόγος έχη όλας τας δυνάμεις και ενεργείας του Πατρός κατά φύσιν, τότε είναι άκτιστος, εάν όχι τότε Αυτός είναι κτίσμα.

Το πρόβλημα εις το κέντρον της διαμάχης ταύτης ήσαν αι εμπειρίαι της αποκαλύψεως ή του δοξασμού ή της θεώσεως, τας οποίας παρέχει ο Θεός, εν τω Πνεύματί Του μέσω του Λόγου Του - Αγγέλου - Χριστού εις τους Προφήτας, Αποστόλους και Αγίους. Αι εμπειρίαι αύται ή αυτοί οι βίοι των αγίων είναι καταγεγραμμένοι αρχικώς εις την Βίβλον, αλλά επίσης εις την μετα-βιβλικήν συνέχισιν της Πεντηκοστής εις το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησίαν. Επομένως, αμφότεροι αι πλευραί επεκαλούντο τους Πατέρας όλων των αιώνων, αρχίζοντες με τους βίους των, τους καταγεγραμμένους εις την Γένεσιν και επεκτεινομένους έως των ημερών των. Αυτοί δεν ημπορούν να συμφωνήσουν με την αυθεντίαν των μαρτύρων της εποχής των, αλλά είχον έν κοινόν σημείον συζητήσεως εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην, καθώς και εις την προηγουμένην πατερικήν παράδοσιν.

Τοιουτοτρόπως οι Ορθόδοξοι και οι αιρετικοί χρησιμοποιούν αμφοτέρας, την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην άνευ διακρίσεως, δια ν' αποδείξουν αν οι προφήται και οι απόστολοι είδαν μίαν κτιστήν ή άκτιστον θείαν υπόστασιν ή πρόσωπον του Χριστού. Η επιχειρηματολογία είναι απλή. Αμφότεροι αι πλευραί καταγράφουν όλας τας δυνάμεις και ενεργείας του Θεού τας αναγραφομένας εις την Βίβλον. Κάνουν το ίδιο δια τον Άγγελον - Λόγον - Μονογενή Υιόν. Τότε συγκρίνουν αυτάς να ιδούν εάν ταυτίζωνται ή όχι. Αυταί αι ενέργειαι δεν αρκεί να είναι απλώς όμοιαι, αλλά να είναι ταυτόν.


Αμφότεροι, Ορθόδοξοι και Αρειανοί, συνεφώνουν πλήρως με την κληρονομηθείσαν παράδοσιν, της Παλαιάς Διαθήκης, μαρτυρουμένην δια των αποστόλων και Αγίων, εις τους οποίους ο Θεός αποκαλύπτει την δόξαν Του, εν τω Ενσαρκωθέντι Υιώ Του, διότι τα κτίσματα δεν ημπορούν να γνωρίζουν την άκτιστον ουσίαν του Θεού και διότι μεταξύ ακτίστου και κτιστού εκ του μη όντος ουδεμία ομοιότης υπάρχει. Ούτως, δια να αποδείξουν οι Αρειανοί ότι ο Λόγος είναι κτίσμα, ισχυρίζοντο ότι Ούτος δεν γνωρίζει ούτε την ουσίαν του Θεού ούτε την ιδικήν Του ουσίαν και δεν είναι κατ' ουδένα τρόπον όμοιος με τον Θεόν. Οι Ορθόδοξοι ισχυρίζοντο ότι ο Λόγος γνωρίζει την ουσίαν του Πατρός και είναι κατά πάντα όμοιος με τον Πατέρα, έχοντας όλα, όσα έχει ο Πατήρ, (ο Υιός έχει) κατά φύσιν εκτός της Πατρότητος ή το να είναι αιτία της υπάρξεως του Εαυτού Του και του Αγίου Πνεύματος.

Οι Ορθόδοξοι και οι Αρειανοί συνεφώνουν ότι, ό,τι είναι ο Θεός εν Εαυτώ κατά φύσιν και ό,τι είναι Ούτος ή (ό,τι) κάνει κατά βούλησιν δεν ταυτίζονται, αλλά διαφωνούν οξέως εις την εφαρμογήν της διακρίσεως μεταξύ της θείας ουσίας και θελήσεως ή ενεργείας. Ούτως οι Ορθόδοξοι ισχυρίζοντο ότι ο Θεός είναι αίτιος της υπάρξεως του Λόγου κατά φύσιν και της υπάρξεως των δημιουργημάτων κατά βούλησιν ενώ οι Αρειανοί ισχυρίζοντο ότι αμφότερα, και ο Λόγος και όλα τα άλλα δημιουργήματα, είναι προϊόντα της θείας βουλήσεως.

Εναντίον αυτών των θέσεων οι Ευνομιανοί ισχυρίζοντο ότι η ουσία και η άκτιστος ενέργεια του Θεού είναι ταυτόν, ότι ο Λόγος είναι προϊόν της κτιστής ενεργείας του Θεού, ότι το Άγιον Πνεύμα είναι το προϊόν της κτιστής ενεργείας του Λόγου και ότι κάθε κτιστόν είδος είναι προϊόν των χωριστών ή διακρινομένων κτιστών ενεργειών του Αγίου Πνεύματος. Εάν κάθε είδος δεν είχε την ατομικήν του ενέργειαν εκ του Αγίου Πνεύματος, θα υπήρχε μόνον έν κτιστόν είδος και όχι πολλά, συμφώνως προς τον Ευνόμιον.

Ο Ευνόμιος με αυτά πράγματι μιμείται με ιδικόν του τρόπον την βιβλικήν και πατερικήν μαρτυρίαν του δοξασμού. Εις τον βιβλικόν και πατερικόν δοξασμόν κάθε δημιούργημα μετέχει και κάθε άγιος κοινωνεί με τον Λόγον, ο Οποίος είναι παρών εις τον καθένα πολλαπλασιάζων αδιαιρέτως την άκτιστον δόξαν Του, η οποία είναι ολόκληρος και όχι εν μέρει εις τον καθένα, παρούσα εις (τόν καθένα) και εντός του καθενός, καθώς εδίδαξεν ο Χριστός [ 17 ] και απεκάλυψεν κατά την Πεντηκοστήν [ 18 ] και η οποία φέρει εν Λόγω και τον Πατέρα και το Άγιον Πνεύμα. Αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αρχέτυπα εις τον Θεόν και ότι ο Θεός συνέχει όχι μόνον τα είδη αλλά κάθε φρικτόν μέρος της υπάρξεως εις όλας τας πολλαπλάς του μορφάς. Ούτως το άτομον ποτέ δεν θυσιάζεται από τον Χριστόν δι' έν υποτιθέμενον κοινόν καλόν, αλλά ταυτοχρόνως το κοινόν καλόν είναι το καλόν δια κάθε άτομον. Ως συνέπεια του μυστηρίου της Αναλήψεως του Χριστού εν τη ιδική Του κυρία δόξη και εν τη φανερώσει Του εις τους μαθητάς Του εν τω Πνεύματι της δόξης, την Πεντηκοστήν. Ούτος είναι τώρα Όλος παρών εις τον καθένα και εντός αυτού ο οποίος ευρίσκεται εις τα στάδια του φωτισμού και του δοξασμού (θεώσεως). Δι' αυτόν τον λόγον καθένας, ο οποίος κοινωνεί του Σώματος και του Αίματος του Χριστού εις την Θείαν Ευχαριστίαν μεταλαμβάνει όχι μέρος του Χριστού, αλλά ολόκληρον την ανθρωπίνην φύσιν του Χριστού, η οποία από την Πεντηκοστήν μερίζεται αμερίστως εις κάθε μέλος του Σώματός Του. Ούτως δια συμμετοχής εις τον ευχαριστιακόν άρτον, ο οποίος είναι είς και εις το ποτήριον, το οποίον είναι έν, κάθε μέλος του Σώματος του Χριστού μεταλαμβάνει όχι μέρος, αλλά Ολόκληρον τον Χριστόν και γίνεται, ό,τι ήδη είναι, ναός ή μονή του Πατρός και του Αγίου Πνεύματος εν τω Ενσαρκωθέντι Λόγω από κοινού με τα άλλα μέλη του Σώματος του Χριστού.

2) Μύησις εις την Ζωήν και εις "πάσαν την Αλήθειαν" δηλαδή τον Χριστόν δια του Αγίου Πνεύματος κατά την Πεντηκοστήν.

Όλαι αι διακρίσεις, αι οποίοι ανεπτύχθησαν και διευκρινίσθησαν κατά την διάρκειαν των συζητήσεων, των αναφερομένων εις τας Α' και Β' Οικουμενικάς Συνόδους, μετεφέρθησαν μέσω όλων των μεταγενεστέρων Οικουμενικών Συνόδων, αι οποίαι εις την πραγματικότητα ήσαν προεκτάσεις της Α'. Τα ρήματα και νοήματα των Πατέρων όμως, δεν ημπορούν να χωρισθούν από τας προϋποθέσεις των. Ημπορεί να υπάρχη ποικιλία εις τα ρήματα και νοήματα αλλά όχι εις τας προϋποθέσεις αυτών.

Αι προϋποθέσεις των περί Θεού ρημάτων και νοημάτων των Πατέρων ευρίσκονται εις τα πνευματικά στάδια: 1) της καθάρσεως της καρδίας 2) του φωτισμού της καρδίας και 3) του δοξασμού ή της θεώσως της καρδίας και της όλης υπάρξεως του καθενός, εις τον οποίον ο Λόγος εμφανίζεται εν τω Πνεύματί του και εν Εαυτώ αποκαλύπτει τον Πατέρα. Αυτός, ο οποίος δια του Πνεύματος ορά τον Χριστό ορά τον Πατέρα. Αυτή η εμπειρία είναι ο ακρογωνιαίος λίθος των δογματικών διατυπώσεων εις την πατερικήν παράδοσιν.

Έχομεν ήδη παραθέσει μερικά Πατερικά κείμενα, τα οποία δείχνουν σαφώς ότι οι Πατέρες των Α' και Β' Οικουμενικών Συνόδων έλαβον την κληρονομηθείσαν παράδοσιν ως δεδομένην, ότι εις τας εμπειρίας των του δοξασμού, αυτοί, οι Προφήται, Απόστολοι και Άγιοι είχαν μίαν πραγματικήν όρασιν του Θεού εν τω ακτίστω Του Αγγέλω - Λόγω προ και μετά της Ενσαρκώσεώς Του. Ο Χριστός αποκαλύπτων την άκτιστον δόξαν ή βασιλείαν του Πατρός, ως ιδικήν Του φυσικήν δόξαν κατά την Μεταμόρφωσίν Του, τουτέστιν ενώπιον των τριών μαθητών με την παρουσίαν του Μωϋσέως και του Ηλία, είναι επανάληψις των ιδίων εμφανίσεων του Χριστού, ως Κυρίου της Δόξης, εις την Παλαιάν Διαθήκην, αλλά τώρα μέσω της ανθρωπίνης φύσεώς Του. Το σοβαρόν λάθος του Αγίου αποστόλου Πέτρου εις την πρότασιν να παραγγείλουν σκηνάς δια το γεγονός (μίαν δια τον Χριστόν, μίαν δια τον Ηλίαν και μίαν δια τον Μωυσήν) εις μίμησιν της σκηνής του μαρτυρίου, εις την οποίαν ο Μωϋσής εκοινώνησεν της δόξης του Θεού, ωφείλετο εις το γεγονός ότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είχεν η ιδία αντικαταστήσει την σκηνήν του μαρτυρίου του Μωϋσέως και τον ναόν του Σολομώντος και έκαμεν ταύτα πλεονάζοντα και ότι ο Ίδιος ο Χριστός είναι Εκείνος, ο Οποίος αποκαλύπτει την δόξαν Του, την οποίαν έχει κατά φύσιν από τον Πατέρα.

Συμφώνως προς τους Πατέρας της Εκκλησίας, η ομιλία και η προσευχή του Χριστού αναφερόμεναι εις το Ιω. 13, 31-17, 26, περιλαμβάνουσαι την υπόσχεσιν ότι, όταν έλθη το Πνεύμα της Αληθείας "Ούτος... θα οδηγήση υμάς εις πάσαν την Αλήθειαν" [ 19 ] εξεπληρώθησαν κατά την Πεντηκοστήν, η οποία έγινεν η διαρκής εμπειρία εκείνων, οι οποίοι έκτοτε ηνώθησαν με την κοινωνίαν των δοξασμένων.



Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Προφήται δεν είχαν οδηγηθή εις την Αλήθειαν, ή ότι οι Απόστολοι δεν είχαν οδηγηθή εις την Αλήθειαν, μερικοί δια του φωτισμού, άλλοι δια του δοξασμού επίσης. Αλλά ότι οι Απόστολοι επρόκειτο να οδηγηθούν εις πάσαν την Αλήθειαν κατά την αποκάλυψιν της Πεντηκοστής. Κατ' ουδένα τρόπον αυτό δεν σημαίνει ότι η Εκκλησία θα ωδηγήτο σταδιακώς ή εις πληρεστέραν κατανόησιν πάσης της αληθείας, ή εις την αποκατάστασιν ή δημιουργίαν της ενότητος μεταξύ των διηρημένων εκκλησιών. Η ομιλία του Χριστού και η προσευχή δια ενότητα είναι δια την ενότητα των Αποστόλων και των πιστών εις την εμπειρίαν του δοξασμού, δηλαδή όρασιν (θέαν) της ακτίστου δόξης της Αγίας Τριάδος εν τη ανθρωπίνη φύσει του Χριστού, [ 20 ] χαρισμένη εν τη πληρότητί της δια της μεθέξεως εν τη εμπειρία της Πεντηκοστής.

Ο δοξασμός της Πεντηκοστής ηκολούθησε τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού των μαθητών του Χριστού, ως σαφώς αντανακλάται εν τη ευαγγελική παραδόσει. Τα Ευαγγέλια Ματθαίου, Μάρκου και Λουκά ανταποκρίνοναι εις το στάδιον της καθάρσεως της καρδίας των κατηχουμένων και το Ευαγγέλιον του Ιωάννου εις το στάδιον του φωτισμού και του δοξασμού. Εις το στάδιον του φωτισμού, η ιδιοτελής αγάπη μετατρέπεται εις ανιδιοτελή αγάπην και ετοιμάζει τους μαθητάς να ίδουν εις τον Χριστόν την θεότητα της Αγίας Τριάδος, ως δόξαν και όχι ως πυρ καταναλίσκον. Η ανιδιοτελής αγάπη, είναι η προϋπόθεσις δια να οδηγηθή ο πιστός εις "πάσαν την αλήθειαν", δια του Πνεύματος του Χριστού. Αυτό σημαίνει ότι τα δόγματα και η πνευματικότης είναι αδιαχωρίστως ηνωμένα εις τα στάδια της καθάρσεως και του φωτισμού. Αλλά εις την κατάστασιν του δοξασμού, το δόγμα ή η γνώσις περί Θεού αντικαθίσταται δια της ακτίστου πραγματικότητος, την οποίαν αυτό (δόγμα) θέλει να δείξη αλλά δεν ημπορεί να εκφράση.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο οποίος επικαλείται την ιδικήν του εμπειρίαν του δοξασμού εις την αναίρεσιν των ισχυρισμών των Ευνομιανών ότι ο άνθρωπος ημπορεί να γνωρίση την ουσίαν του Θεού [ 21 ] τονίζει το σημείον αυτό σαφώς. Αναφέρει ότι κάποιος φιλόσοφος (ο Πλάτων) ισχυρίζεται ότι "φράσαι Θεόν αδύνατον, νοήσαι χαλεπόν". Ο Άγιος Γρηγόριος διαφωνεί τονίζων ότι "Θεόν φράσαι μεν αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον, το μεν γαρ νοηθέν, τάχα αν λόγος δηλώσειεν, ει και μη μετρίως, αλλ' αμυδρώς γε..." [ 22 ] Αυτό σημαίνει ότι να εννοήση τις και να εκφράση τον Θεόν δεν είναι μόνον αδύνατον εις τους απίστους, αλλά ακόμη και εις τους φίλους του Θεού, οι οποίοι έχουν φθάσει είτε εις τον φωτισμόν είτε εις τον δοξασμόν. Ο Θεός παραμένει μυστήριον ακόμη και όταν οράται.

Εν τούτοις, εκείνοι οι οποίοι φθάνουν εις τον φωτισμόν και τον δοξασμόν, χρησιμοποιούν νοήματα και ρήματα εις την ομιλίαν περί Θεού. Βεβαίως, αυτά τα νοήματα και ρήματα είναι εμπνευσμένα από την εμπειρίαν του δοξασμού. Οι πνευματικοί πατέρες χρησιμοποιούν ρήματα και νοήματα να οδηγήσουν τους άλλους μέσω της καθάρσεως εις τον φωτισμόν, ως έκαναν οι προφήται, οι απόστολοι και ο Ίδιος ο Χριστός. Επομένως, να χρησιμοποιή τις τα νοήματα αυτά και τα ρήματα ως μέσον φιλοσοφικής θεωρίας περί Θεού, είναι εις κακήν χρήσιν αμφοτέρων, δηλαδή και αυτομάτως οδηγεί τινα εις πλάνην, η οποία τον αποκόπτει από την δυνατότητα να είναι κεκαθαρμένος εις την καρδίαν και από το να φθάση εις τον φωτισμόν. Αυτή η κακή χρήσις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων είναι η πηγή όλων των αιρέσεων.

Ο ευσεβιστικός και φιλοσοφικός στοχασμός περί της Βίβλου και η βιβλική κριτική μέσα εις αυτά τα πλαίσια της σχέσεως, είναι αδιέξοδοι δρόμοι, οι οποίοι δεν οδηγούν εις την πραγματικότητα, την οποίαν δεικνύει ο Χριστός και εις την Παλαιάν και την Καινήν Διαθήκην. Η Βίβλος δεν είναι αποκάλυψις ή Λόγος του Θεού, αλλά σχετική προς αυτά. Η αποκάλυψις και ο Λόγος του Θεού κοινωνούνται εις τους ανθρώπους μόνον μέσω της καθάρσεως εις τα στάδια του φωτισμού και ειδικώς του δοξασμού ή της θεώσεως, εις τα οποία η Πεντηκοστή μεταδίδεται από γενεάς εις γενεάν ως η βάσις και το κεντρικόν σημείον της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής.

Εις την Παλαιάν Διαθήκην έχομεν τας εμφανίσεις του Θεού εις τους προφήτας δια του Αγγέλου - Λόγου, ο Οποίος συνεχίζει εις την Ενσάρκωσίν Του να εμφανίζηται εν δόξη είς τινας των Αποστόλων, π.χ. κατά την Μεταμόρφωσίν Του. Ούτος εξηγεί εις τους μαθητάς Του ότι εντός ολίγου δεν θα τον ίδουν πλέον, διότι πρέπει να πάη προς τον Πατέρα Του, αλλά πάλιν εντός ολίγου αυτοί θα τον ίδουν. [ 23 ] Τούτο επραγματώθη προκαταρκτικώς εις τας μετά την Ανάστασιν εμφανίσεις του Χριστού εις τους μαθητάς Του, εμφανίσεις, εις τας οποίας ο κόσμος δεν ημπορούσε ελευθέρως να συμμετάσχη. Εν συνεχεία έχομεν την τελικήν εξαφάνισίν Του από τα μάτια του κόσμου εις την Ανάληψίν Του και την επανεμφάνισίν Του κατά την Πεντηκοστήν εν Αγίω Πνεύματι, το Οποίον έκτοτε μορφώνει ολόκληρον τον Χριστόν εις ένα έκαστον των μαθητών και πιστών, οι οποίοι κατηλλαγμένοι με τον Χριστόν και φίλοι του Θεού [ 24 ] ξεπέρασαν το στάδιον του δούλου. [ 25 ] Ο όρος του Παύλου δια την Εκκλησίαν, ως το Σώμα του Χριστού, είναι το αποτέλεσμα του νέου τρόπου, κατά τον οποίον η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού μετέχει εις το μυστήριον της παρουσίας του Θεού δια του Αγγέλου - Λόγου εις τους φωτισμένους και δοξασμένους, μερίζων Εαυτόν αμερίστως εν τη δόξη Του. Ούτως από την Πεντηκοστήν η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού μερίζεται επίσης αμερίστως, ούτως ώστε είναι ολόκληρος παρούσα εις ένα εκαστον των καταλλαγέντων φίλων του Θεού. Αυτό ακριβώς είναι εκείνο, το οποίον ο Χριστός εξήγησεν ότι θα συνέβαινεν εις το Ιω. 14, 23. Ούτως κάθε φίλος του Θεού γίνεται ο φορεύς ολοκλήρου του Σώματος του Χριστού και ταυτοχρόνως όλοι οι φίλοι του Θεού είναι έν Σώμα του Χριστού συγκεντρωμένοι εις τον ίδιον τόπον (επί το αυτό) μετέχοντες εις τον Ένα Άρτον και εις το Έν Ποτήριον. Αυτό είναι το Μυστήριον της Εκκλησίας ιδρυμένον κατά την Πεντηκοστήν και "πάσα η αλήθεια", εις την οποίαν υπεσχέθη ο Χριστός ότι ο παράκλητος θα οδηγήση τους φίλους Του. Ούτως το Σώμα του Χριστού είναι οικοδομημένον με την προσθήκην των φωτισμένων και δοξασμένων από κάθε γενεάν μέχρι της συντελείας.



Πρό του θανάτου και της Αναστάσεως του Χριστού ακόμη και οι δοξασμένοι, ως οι Πατριάρχαι και οι Προφήται, απέθανον φυσικόν και πνευματικόν θάνατον και ανέμενον την πνευματικήν των και σωματικήν ανάστασιν, την οποίαν οι Πατέρες ονομάζουν πρώτην και δευτέραν Ανάστασιν. Ο πνευματικός θάνατος είναι ή να μη βλέπουν την δόξαν του Θεού, ή να βλέπουν αυτήν την ίδιαν δόξαν ως "πύρ καταναλίσκον" και "σκότος εξώτερον" της κολάσεως. Η πρώτη ανάστασις είναι διαρκής και αδιάκοπος θέα της δημιουργίας εν τη δόξη του Θεού εν Χριστώ, καθώς εις την περίπτωσιν και εις την κοινωνίαν των Αγίων, πέραν του τάφου από του θανάτου και της αναστάσεως του Χριστού. Αυτοί ετελειοποίησαν τον γάμον των με τον Χριστόν, ο οποίος θα ολοκληρωθή με την τελικήν ανάστασιν και αποκατάστασιν των πάντων. Εντεύθεν του τάφου, οι πιστοί έχουν τον "αρραβώνα του Πνεύματος" εν ταις καρδίαις αυτών δηλαδή την νοεράν προσευχήν. [ 26 ]

Δεν υπάρχει καταλλαγή άνευ του Μυστηρίου του Σταυρού, το οποίον ταυτίζεται με τον δοξασμόν. Κανείς δεν ημπορεί να γίνη φίλος του Θεού, εκτός, εάν εκουσίως σηκώση τον ιδικόν Του σταυρόν και ακολουθήση τον Χριστόν. Να δοξασθής σημαίνει να σταυρωθής, το οποίον με την σειρά του σημαίνει να έχης την δύναμιν του Θεού να μετατρέψης την ιδιοτελή και εγωκεντρικήν αγάπην εις θεοειδή δηλαδή εις αγάπην "ήτις ου ζητεί τα εαυτής". Αυτή η καταλλαγή του ανθρώπου με τον Θεόν ήτο ενεργός εις τους Πατριάρχας, Προφήτας και Αποστόλους προ της Σταυρώσεως, διότι αυτοί συμμετείχον είς το Μυστήριον του Σταυρού. Δια τούτο, αυτοί έγιναν φίλοι του Θεού και έλαβον την δωρεάν της παρρησίας να μαλώνουν με τον Θεόν χάριν της σωτηρίας των άλλων.

Το Μυστήριον του Σταυρού είναι η άκτιστος καταλλάσσουσα δύναμις του Θεού, η οποία θεραπεύει τας ασθενείας εκείνων, οι οποίοι θέλουν να δεχθούν θεραπείαν υπακούοντας μέχρι θανάτου εις το θέλημα του Θεού Λόγου, ο Οποίος έδωκε τον νόμον εις τον Μωϋσήν και τους μακαρισμούς εις τους Αποστόλους. Η εκουσία Σταύρωσις του Κυρίου της Δόξης είναι η πλήρης, αλλ' όχι η μόνη φανέρωσις εις την ιστορίαν της δυνάμεως του Μυστηρίου του Σταυρού. Κάθε δοξασμός ενός φίλου του Θεού και προ και μετά της Σταυρώσεως του Χριστού είναι επίσης φανέρωσις της δυνάμεως του Μυστηρίου τούτου. [ 27 ]

συνεχιζεται...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου