Υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ευσταθείας των αγίων του Θεού Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως του Κυρίου δεηθώμεν...........Κύριε ελέησον.... المسيح قام ..... حقا قام ХРИСТОС ВОСКРЕСЕ .... ВОИСТИНУ ВОСКРЕСЕ
Σελίδες
▼
Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010
ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (2)....Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης
3) Διάγνωσις και θεραπεία.
Η πατερική παράδοσις ήτο υποχρεωμένη να χρησιμοποιήση την φιλοσοφικήν γλώσσαν της εποχής της, δια να γίνη κατανοητή και να πολεμήση τας αιρετικάς διαστροφάς της εκκλησιαστικής παραδόσεως. Τούτο, εν τούτοις, δεν σημαίνει ότι η φιλοσοφία εχρησίμευσεν εις την κατανόησιν της διδασκαλίας του Χριστού. Πάντως, οι Πατέρες απέρριπτον τους αφηρημένους στοχασμούς περί Θεού και την σχέσιν Του με την δημιουργίαν και επέμενον εις την εμπειρικήν προσέγγισιν της ενώσεως μετά του Θεού, δια μέσου της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας. Εντός αυτού του πλαισίου πρέπει να εννοηθούν οι όροι αυτών (δηλαδή των πατέρων), "πράξις" (κάθαρσις, φωτισμός) και "θεωρία" (όρασις). Τούτο δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την μεσαιωνικήν δυτικήν διάκρισιν μεταξύ κοινωνικής δράσεως και στοχαστικής θεωρίας περί Θεού, η οποία δια τους Πατέρας είναι δαιμονική και πηγή όλων των αιρέσεων. "Πράξις" είναι η κάθαρσις της καρδίας και "θεωρία" είναι η όρασις της δόξης, την οποίαν η καρδία έχει, ή δια της εσωτερικής πίστεως του φωτισμού, ή δια του δοξασμού, ή της θεώσεως. Θέωσις είναι η όρασις (θέα) της δόξης του Θεού εν Χριστώ. Θέωσις δεν είναι ο φωτισμός ή απλώς η συμμετοχή εις την Θείαν Ευχαριστίαν, ως φαίνεται να πιστεύουν μερικοί Ορθόδοξοι σήμερα.
Αι διακρίσεις αύται προϋποθέτουν το γεγονός ότι η καρδία και όχι η διάνοια είναι το κέντρον της πνευματικότητος και το μέρος όπου μορφούται ο Θεολόγος και επίσης το γεγονός ότι η καρδία συνήθως δεν λειτουργεί σωστά. Εκείνοι, των οποίων αι καρδίαι αντλούν μόνον αίμα φυσικώς, νομίζουν ότι ο εγκέφαλος και το νευρικόν σύστημα είναι τα γνωστικά κέντρα του ανθρώπου δια την ανάλυσιν των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεών τινος προς την Παλαιάν και Καινήν Διαθήκην. Η καρδία φαίνεται να λαμβάνηται ως έν τοιούτον κέντρον. Αυτοί φυσικώς συμπεραίνουν ότι αυτό γίνεται, εξ αιτίας της αρχικής και ανακριβούς αντιλήψεως αυτού.
Εν τούτοις, η Ορθόδοξος παράδοσις γνωρίζει ότι η καρδία, παραλλήλως με την άντλησιν του αίματος είναι, όταν καλλιεργηθή καταλλήλως, ο τόπος της κοινωνίας μετά του Θεού δια της αδιαλείπτου προσευχής, δηλαδή της αεννάου μνήμης του Θεού. Τα λόγια του Χριστού, "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία ότι αυτοί τον Θεόν όψονται", [ 28 ] έχουν ληφθή πολύ σοβαρώς, διότι έχουν εκπληρωθή εις όλους εκείνους, οι οποίοι έλαβαν το χάρισμα του δοξασμού και προ και μετά της Ενσαρκώσεως. -
Η Πατερική και Δογματική Θεολογία είναι δια τους Πατέρας η ιδία πραγματικότης και μαθαίνεται καταλλήλως, όταν η διάνοια παρατηρή τας ενεργείας του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν και συνεργή εις την εκδίωξιν όλων των λογισμών και των καλών και των κακών, οι οποίοι δεν ανήκουν εκεί, δια να τους αντικαταστήση με την μοναδικήν σκέψιν - προσευχήν - μνήμην του Θεού (τήν μονολόγιστον ευχήν).
Με την πάροδον του χρόνου μερικοί Πατέρες ωνόμασαν "νούν" την ενέργειαν της ψυχής εντός της καρδίας, όταν αυτή επανέλθη εις την φυσικήν της κατάστασιν και επεφύλασσαν τα ονόματα "λόγος" και "διάνοια" δια την λογικήν ή δι' ό,τι σήμερον πολλοί θα εκάλουν εγκέφαλον και το νευρικόν του σύστημα. Άλλοι Πατέρες θα συμπεριλάβουν την προσευχητικήν ενέργειαν της καρδίας υπό τον όρον "νούς", εις τον οποίον επίσης τότε συμπεριλαμβάνονται αι διανοητικαί και λογικαί ενέργειαι της ψυχής συγκεντρωμέναι εις τον εγκέφαλον. Δια να αποφευχθή σύγχυσις χρησιμοποιούμεν τους όρους "νοερά ενέργεια" και "νοερά προσευχή", δια να προσδιορίσωμεν την ενέργειαν του νοός εις την καρδίαν, ονομαζομένην "νοεράν ευχήν".
Η προσευχή εις την καρδίαν ημπορεί να γίνη αδιάλειπτος, ενώ η προσευχή η διαμένουσα εις την διάνοιαν ή τον εγκέφαλον ενεργεί δια της αποφάσεως του προσευχομένου και εις περιόδους εκλεγμένας υπ' αυτού. Εκείνος, ο οποίος έχει το χάρισμα της αδιαλείπτου προσευχής εις την καρδίαν του, προσεύχεται επίσης με το μυαλόν του ή την διάνοιαν, όταν προσεύχηται με άλλους και δια άλλους εν τη παρουσία αυτών και δια εποικοδομήν των. Αυτός, πράγματι εις αυτάς τας περιόδους προσεύχεται ο ίδιος με την διάνοιάν του και ταυτοχρόνως προσεύχεται εν τη καρδία του με το Πνεύμα, με την γλώσσαν της Πεντηκοστής ή τον λόγον, ο οποίος εδόθη εις αυτόν δια του Θεού εν Χριστώ. Η μία είναι η προσευχή του ανθρώπου εις τον Θεόν, η άλλη η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν Χριστώ εις τον Θεόν. Εν αυτώ ο Απόστολος Παύλος λαμβάνει την τοιαύτην διπλήν προσευχήν των χαρισματούχων ως φυσικόν φαινόμενον εις την Εκκλησίαν της Κορίνθου, αλλά επιπλήττει τους Κορινθίους με αυτό το χάρισμα, διότι δεν προσεύχονται επίσης με την διάνοιαν δια την ωφέλειαν των άλλων παρόντων, οι οποίοι είναι ικανοί να προσεύχωνται μόνον με το μυαλόν. [ 29 ] Αληθώς ο Παύλος μας λέγει ότι, όταν οι πιστοί φθάσουν εις την υιότητα ή την υιοθεσίαν εν Χριστώ αυτό σημαίνει ότι "εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του Υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον, αββά ο Πατήρ ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ' υιός, ει δε υιός και κληρονόμος Θεού δια Χριστού". [ 30 ] Όταν ομιλή περί αυτής της προσευχής δια του Πνεύματος ή δια της γλώσσης ο Παύλος, δεν αναφέρεται εις την προσευχήν την ακουστήν εις τους άλλους. "Ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ, ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια". [ 31 ] "Εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς ωφελήσω εάν μη υμίν λαλήσω...". [ 32 ] Αυτό δεν πρέπει να συγχέεται με το ότι οι απόστολοι έγιναν αντιληπτοί κατά την ημέραν της Πεντηκοστής καθείς εις την ιδικήν του διάλεκτον. Ο Παύλος ομιλεί περί αυτών, οι οποίοι δεν είχον την προσευχήν του Πνεύματος εις τας καρδίας των και ούτω δεν εγνώριζον τί προσηύχοντο οι άλλοι, διότι αυτοί δεν ήκουγον τίποτε.
Ο Παύλος θεωρεί αυτήν την προσευχήν δια του Πνεύματος ή δια των γλωσσών εις την καρδίαν ως προϋπόθεσιν του χαρίσματος της προφητείας. Ούτος ισχυρίζεται, ότι εκείνοι οι οποίοι έλαβον την χάριν της προσευχής από τον Θεόν είναι υποχρεωμένοι να φθάσουν εις το να προφητεύουν: "Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσας, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύη ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη". [ 33 ] Αυτή η δωρεά της προσευχής εν Πνεύματι είναι η έλευσις του Θεού εν Χριστώ εις την καρδίαν και η άρσις από αυτήν του καλύμματος, το οποίον σκοτίζει την σωστήν ανάγνωσιν του Μωϋσέως. [ 34 ] Εν τούτοις, αυτό το δώρον της προφητείας δεν προλέγει πλέον την έλευσιν του Αγγέλου της Μεγάλης Βουλής, αλλά εξηγεί την προφητείαν της Παλαιάς Διαθήκης, ως εκπληρώθη εις τον Κύριον της Δόξης, ο Οποίος έγινε Χριστός δια της Γεννήσεως ως Άνθρωπος από την Παρθένον, του Οποίου το έργον ετελειοποιήθη δια του θανάτου Του, της Αναστάσεως, της Αναλήψεως και της επανόδου εν Αγίω Πνεύματι κατά την Πεντηκοστήν. Αυτό συνέβη, διότι αυτός, ο οποίος προσεύχεται δια των γλωσσών ή δια του Πνεύματος, γνωρίζει τον Χριστόν αναστάντα, προσωπικώς κατοικούντα εν τη καρδία του με τον Πατέρα, [ 35 ] γενόμενος ναός του Θεού και ουχί απλώς αναγινώσκων περί Αυτού εν τη Γραφή.
Η προσευχή εν Πνεύματι, ή η νοερά προσευχή αποκαλείται επίσης αένναος μνήμη του Θεού. Είναι αυτή, η οποία εξηφανίσθη δια της πτώσεως, έχουσα ως συνέπειαν τον σκοτασμόν του νοός και την σκληρότητα της καρδίας.
Σήμερον υπάρχουν γενικώς δύο γνωστά μνημονικά συστήματα εις τας ζώσας υπάρξεις: 1) η κυτταρική μνήμη, η οποία ορίζει την ανάπτυξιν και δραστηριότητα του ατόμου σχετικώς με τον εαυτόν του και 2) η εγκεφαλική μνήμη, η οποία ορίζει τας ενεργείας και σχέσεις του ατόμου εις τον εαυτόν του και εις το περιβάλλον του. Ακόμη υπάρχει εις τους ανθρώπους μία μη ενεργός ή υπο-ενεργός μνήμη του Θεού εις την καρδίαν, η οποία, όταν επανέλθη εις την κανονικήν της ενέργειαν, καταλήγει εις την αποκατάστασιν όλων των άλλων σχέσεων, δια της μετατροπής της ιδιοτελούς και εγωκεντρικής αγάπης της βασιζομένης εις τον φόβον, εις ανιδιοτελή αγάπην ελευθερωμένην από τον φόβον. [ 36 ]
Η πτώσις του ανθρώπου ή η κατάστασις της κληρονομικής αμαρτίας: είναι α) η αποτυχία της νοεράς ενεργείας εις το να λειτουργή σωστά ή εις το να μη λειτουργή διόλου, β) η σύγχυσίς της με τας λειτουργίας του εγκεφάλου και του σώματος γενικώς και γ) η κατά συνέπειαν υποδούλωσίς της εις τον φόβον και το περιβάλλον. Κάθε άτομον λαμβάνει πείραν της πτώσεως της ιδικής του, νοεράς ενεργείας εις ποικίλους βαθμούς, ως εκτίθεται εις έν περιβάλλον μη - ενεργών ή υπό - ενεργών δραστηριοτήτων. Το αντίθετον είναι συνήθως αληθές, όταν το περιβάλλον κυριαρχήται από τον εν Χριστώ φωτισμόν, πάλιν εις ποικίλους βαθμούς.
Το αποτέλεσμα της όχι σωστής λειτουργίας των νοερών ενεργειών είναι αι ουχί φυσικαί σχέσεις μεταξύ Θεού και ανθρώπου και ανθρώπων μεταξύ των και η ιδιοτελής χρήσις αμφοτέρων, Θεού και πεπτωκότος ανθρώπου, δια την ατομικήν κατανόησιν της ασφαλείας και ευτυχίας. Ο Θεός ή οι Θεοί, τους οποίους ο άνθρωπος φαντάζεται ότι υπάρχουν εκτός του φωτισμού, είναι ψυχολογικαί προβολαί της ανάγκης του δια ασφάλειαν. Εξ αιτίας του φόβου και της ανησυχίας αι σχέσεις του με τους άλλους και με τον Θεόν είναι χρησιμοθηρικαί. Ουχ ήττον όμως, κάθε άτομον διατηρείται υπό της ακτίστου δημιουργικής και συνεκτικής δόξης, φωτός, δυνάμεως, χάριτος κ.λ.π, του Θεού, ακόμη και όταν δεν είναι μέλος του Σώματος του Χριστού, εφ' όσον δεν έχει οδηγηθή εις τον φωτισμόν δια της καθάρσεως της νοεράς ενεργείας του εις την καρδίαν. Η αντίδρασις αυτής της αμέσου σχέσεώς του ή κοινωνίας μετά του Θεού φθάνει από την πώρωσιν της καρδίας (δηλαδή από το σβήσιμο της σπίθας της χάριτος) έως της εμπειρίας του δοξασμού των αγίων. Αυτό σημαίνει ότι όλοι οι άνθρωποι είναι ίσοι εις την κατοχήν της νοεράς ενεργείας, αλλά όχι εις την ποιότητα ή τον βαθμόν ή την λειτουργίαν αυτής.
Είναι σπουδαίον να σημειώσωμεν την σαφή διάκρισιν μεταξύ της πνευματικότητος, η οποία είναι ριζωμένη αρχικώς εις την νοεράν δύναμιν της καρδίας και της διανοητικότητος, η οποία είναι ριζωμένη εις τον εγκέφαλον. Ούτω, έχομεν τας ακολούθους τέσσαρας κατηγορίας ανθρώπων: 1) εκείνους με τα ολίγα διανοητικά προσόντα, οι οποίοι φθάνουν εις το ύψιστον επίπεδον της νοεράς τελειότητος, 2) εκείνους με τα ύψιστα διανοητικά προσόντα, οι οποίοι πίπτουν εις το χαμηλόν ή ακόμη εις το χαμηλότερον επίπεδον της νοεράς ατελείας, 3) εκείνους οι οποίοι φθάνουν εις αμφότερα, εις τα ύψιστα διανοητικά προσόντα και την νοεράν τελειότητα και 4) εκείνους της πενιχράς διανοητικής ικανότητος και προσόντων με πώρωσιν της καρδίας.
Αυτοί οι παράγοντες είναι το κλειδί της κατανοήσεως της πατερικής και βιβλικής διδασκαλίας και της διατυπώσεως των δογμάτων των Οικουμενικών Συνόδων. Δεν έχουν τίποτα να κάνουν με την φιλοσοφίαν και τα μεταφυσικά και είναι πολύ περισσότερον παρόμοια με την σύγχρονον ψυχιατρικήν. Ο άνθρωπος δεν έχει φυσικήν νοεράν ενέργειαν, η οποία θα έπρεπε να λειτουργήση σωστά εις την καρδίαν. Η θεραπεία δι' αυτήν την ασθένειαν, η οποία ονομάζεται προπατορικόν αμάρτημα, είναι η αένναος μνήμη του Θεού, άλλως ονομαζομένη αδιάλειπτος προσευχή ή φωτισμός, η οποία δεν έχει τίποτα να κάμη με την Αυγουστίνειον ή Πλατωνικήν αντίληψιν του φωτισμού μέσω ενοράσεως ή γνώσεως των αρχετύπων.
Κατάλληλος προετοιμασία δια την όρασιν του Θεού εις την κοινήν Του δόξαν μετά του Χριστού είναι να γίνη κάποιος ναός του Αγίου Πνεύματος δια της μετατροπής της ιδιοτελούς και χρησιμοθηρικής αγάπης εις ανιδιοτελή και μη χρησιμοθηρικήν τοιαύτην. Αυτή η μετατροπή γίνεται εις το ύψιστον επίπεδον του σταδίου του φωτισμού, το οποίον καλείται θεωρία, δηλαδή όρασις (θέα) - εις αυτήν την περίπτωσιν είναι η όρασις των ακτίστων λόγων ή ενεργειών του Θεού εις την δημιουργίαν δια της αδιαλείπτου προσευχής και της αεννάου μνήμης του Θεού. Η νοερά ενέργεια (νούς) απελευθερούται από την υποδούλωσίν της εις την διάνοιαν, εις τα πάθη και εις το περιβάλλον και επηρεάζεται μόνον από αυτήν την μνήμη του Θεού, η οποία λειτουργεί ταυτοχρόνως με τας συνήθεις δραστηριότητας της καθημερινής ζωής. Όταν η νοερά ενέργεια (νούς) είναι εις τοιαύτην κατάστασιν, ο άνθρωπος έχει γίνει ναός του Θεού εν Χριστώ δι' Αγίου Πνεύματος.
Ο Μέγας Βασίλειος γράφει εις τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον ότι "τούτό εστι του Θεού ενοίκησις, το δια της μνήμης ενιδρυμένον έχειν εν εαυτώ τον Θεόν. Ούτω γινόμεθα ναός Θεού, όταν μη φροντίσι γηΐνας το συνεχές της μνήμης διακόπτηται, όταν μη τοις απροσδοκήτοις πάθεσιν ο νούς εκταράττηται, αλλά πάντα αποφυγών ο φιλόθεος (νούς) επί Θεόν αναχωρή και εξελαύνων τα προσκαλούμενα ημάς εις κακίαν, τοις προς αρετήν επιτηδεύμασιν ενδιατρίβη". [ 37 ] Ο Μέγας Βασίλειος δεν λέγει εδώ ότι ένα άτομον γίνεται ναός του Θεού δια της διακοπής της απασχολήσεως του εαυτού του με τας γηΐνας φροντίδας, και να σκέπτεται με την λογικήν του αδιαλείπτως μόνον περί Θεού, αλλά εννοεί την μνήμην του Θεού, της νοεράς ενεργείας η οποία συνεχίζεται ταυτοχρόνως με την απασχόλησιν με τας καθημερινάς υποθέσεις και ειδικώς, όταν κάποιος υφίσταται ταλαιπωρίας.
Ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, ο παραλήπτης αυτής της επιστολής, τονίζει ότι "Μνημονευτέον Θεού μάλλον ή αναπνευστέον, και ει οίόν τε τούτον ειπείν, μηδέ άλλο τι ή τούτο πρακτέον... ει δει και το Μωϋσέως ειπείν [ 38 ] κοιταζόμενον, διανιστάμενον, οδοιπορούντα, ό,τι ουν άλλο πράττοντα, και τη μνήμη τυπούσθαι προς καθαρότητα". [ 39 ]
Ο Άγιος Γρηγόριος επιμένει ότι το περί Θεού φιλοσοφείν επιτρέπεται μόνον εις εκείνους, οι οποίοι έχουν περάσει τας εξετάσεις και έχουν φθάσει εις την θεωρίαν και οι οποίοι έχουν προηγουμένως καθαρισθή εις την ψυχήν και εις το σώμα ή το ολιγώτερον καθαρίζονται, δηλαδή με τα ιδικά του λόγια εις εκείνους, οι οποίοι είναι "εξητασμένοι και διαβεβηκότες εν θεωρία και προ τούτων και ψυχήν και σώμα κεκαθαρμένοι ή καθαιρόμενοι, το μετριώτατον". [ 40 ]
Αυτή η κατάστασις της θεωρίας έχει τα δύο στάδια, τα οποία ήδη ανεφέραμε: α) τον συσχετισμόν του περιβάλλοντος κάποιου δια της αεννάου μνήμης του Θεού εις την καρδίαν και β) την όρασιν του περιβάλλοντος κάποιου, και του εαυτού του διαβρωμένου από την δόξαν του Θεού και με την ενοίκησιν της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού. Ο δοξασμός ή η θέωσις είναι δώρον του Θεού, το οποίον δεν ζητεί κάποιος, αλλά το δίδει ο Θεός εις τους φίλους Του, συμφώνως προς τας ανάγκας των και προς τας ανάγκας των άλλων.
Κατά την διάρκειαν αυτού του τελευταίου σταδίου της δόξης, η αδιάλειπτος προσευχή, η προφητεία και η γνώσις περί του Θεού (η Θεολογία) τελειώνουν, αφού αντικατασταθούν δια της οράσεως της δόξης του Θεού εν Χριστώ, οπότε μένει μόνον η αγάπη: "Προφητείαι καταργηθήσονται... γλώσσαι παύσονται... γνώσις καταργηθήσεται... όταν έλθη το τέλειον...". [ 41 ] Αλλά "η αγάπη ουδέποτε εκπίπτει". [ 42 ] "Βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον, άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην". [ 43 ] Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί εδώ περί μιας μελλοντικής εμπειρίας, την οποίαν ο ίδιος είχεν ήδη "καθώς και επεγνώσθην".
Όταν με την σειράν του ο εν Χριστώ δοξασμός, δι' αυτής της συναντήσεως "πρόσωπον προς πρόσωπον" τελειώνει, τότε η νοερά προσευχή, η προφητεία και η γνώσις περί Θεού (Θεολογία) επανέρχονται. Ούτω και αν ακόμη όλα αυτά είχαν καταργηθή εις τον Παύλον, κατά την διάρκειαν της θεώσεώς του, αυτό επανήλθεν εις την προσευχήν δια του Πνεύματος, προφητείαν και γνώσιν, περιμένων την επανάληψιν της εμπειρίας ταύτης είτε εις την ενδιάμεσον είτε εις την τελικήν της μορφήν, κατά την γενικήν εμφάνισιν του Χριστού εν δόξη.
Ο δοξασμός προ της Πεντηκοστής ήτο προσωρινός και δεν εσυνεχίσθη μετά θάνατον. Τώρα η θέωσις εις το Σώμα του Χριστού είναι πάλι προσωρινή εμπειρία εντεύθεν του τάφου, αλλά μόνιμος εμπειρία των Αγίων εν Χριστώ μετά τον θάνατον των σωμάτων των. Ακόμη ο δοξασμός εις το Σώμα του Χριστού δεν περιορίζεται εις την καρδίαν, ούτε εκδηλούται μόνον εις το πρόσωπον, καθώς συνέβαινεν με τους προφήτας, των οποίων η δόξα είχε καταργηθή, [ 44 ] αλλά τώρα επεκτείνεται εις ολόκληρον το σώμα εκείνων, οι οποίοι έχουν δοξασθή. Ούτω ακόμη και τα σώματα των Αγίων εκδηλώνουν τον μόνιμον δοξασμόν των κατόχων των, με το να είναι αναφαιρέτως εμπνευσμένα δια του μονίμου δοξασμού των, έχοντας γίνει άγια λείψανα.
Κατά την διάρκειαν του δοξασμού τα αδιάβλητα πάθη του σώματος, καθώς ύπνος, πείνα, δίψα, φόβος, θάνατος, κόπος, φθορά αναστέλλονται. Υπό άλλης απόψεως το μυαλό και το σώμα λειτουργούν κανονικά, άπαξ και κάποιος προσαρμοσθή να βλέπει τον εαυτόν του και το περιβάλλον του εμπεπλησμένα υπό της δόξης του Χριστού, η οποία είναι αμφότερα, και σκότος (γνόφος) και φως και τίποτε απ' αυτά, εφ' όσον δεν ομοιάζει με τίποτε κτιστόν. Τελείως διαφορετικώς του φωτισμού, η θέωσις δεν είναι γνώσις, διότι είναι υπεράνω της γνώσεως. [ 45 ] Ο πρώτος δοξασμός κάποιου εκπληρώνεται με την απώλεια της προσανατολισμού του, διότι αρχικώς βλέπει τις το άκτιστον, αλλά, όταν εγκλιματισθή αρχίζει να ξανά-βλέπει το κτιστόν του περιβάλλον εις αυτό το Φώς, το οποίον είναι η ημέρα του Κυρίου που δεν έχει τέλος. Ούτω, αν και η αδιάλειπτος προσευχή και η γνώσις περί του Θεού τερματίζονται, εν τούτοις η γνώσις και η εμπειρία του περιβάλλοντος του θεουμένου συνεχίζονται.
Δικαίωσις δια μόνης της πίστεως μόνον, είναι η διδασκαλία της Βίβλου. Αλλά αυτή η σώζουσα πίστις είναι η κατάστασις του φωτισμού της καρδίας, καθώς την περιεγράψαμε μέχρι τώρα και η οποία μερικάς φοράς καλείται ενδιάθετος πίστις: "Πάντες γαρ υιοί Θεού εστε δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε" [ 46 ] "Ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών κράζον, αββά ο Πατήρ, ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ' υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού". [ 47 ] Η υιότης, δικαίωσις και προσευχή του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν είναι ταυτόσημος πραγματικότης. Δεν υπάρχει δικαίωσις δια νόμου ή δι' έργων, αλλά μόνον δια του Χριστού, ο Οποίος έδωκε τον νόμον. Ο νόμος δεν δίδει ζωήν. Μόνον ο Χριστός δίδει ζωήν: "Ει γαρ εδόθη νόμος ο δυνάμενος ζωοποιήσαι, όντως αν εκ νόμου ήν η δικαιοσύνη". [ 48 ] Είναι η πίστις, η οποία μορφούται εις εκείνους, οι οποίοι έχουν το δώρον της προσευχής δια του Αγίου Πνεύματος εις τας καρδίας των, η οποία δίδει την βεβαίωσιν της αγάπης του Θεού εν Χριστώ και καταλήγει εις την αγάπην "ήτις ου ζητεί τα εαυτής". [ 49 ]
Αυτή η θεραπεία και μεταβολή της ανθρωπίνης προσωπικότητος εν σχέσει με την ανθρωπότητα γενικώς κάνει την διαφοράν μεταξύ εκείνων, οι οποίοι θεραπεύονται και εκείνων, οι οποίοι δεν θεραπεύονται ακόμη, πολύ σαφή. Πίστις εις τον Χριστόν, χωρίς την υποβολήν εις θεραπείαν εν Χριστώ, δεν είναι πίστις δι' όλους. Εμπιστοσύνη εις τον ιατρόν τινος, χωρίς την υποβολήν εις την θεραπείαν την οποίαν ούτος του συνέστησε, θα ήτο ακριβώς το ίδιον είδος αντιφάσεως, ως προς την ορολογίαν.
Με σκοπόν ότι αυτή η θεραπεία ελαμβάνετο υπ' όψει σχετικώς με τον κόσμον γενικώς, θα ημπορούσε να τονισθή ότι εάν ο προφητικός Ιουδαϊσμός και ο διάδοχός του Χριστιανισμός ενεφανίζετο εις τον εικοστόν αιώνα, θα είχον ίσως ταξινομηθή όχι ως θρησκείαι, αλλά ως ιατρικαί επιστήμαι παρόμοιαι προς την ψυχιατρικήν, με ευρυτέραν επίπτωσιν επί της κοινωνίας οφειλομένην εις την επιτυχίαν των να θεραπεύσουν εις ποικίλους βαθμούς την ασθένειαν των μερικώς λειτουργούντων ανθρωπίνων προσωπικοτήτων. Με κανένα τρόπον δεν ημπορούσαν αύται να συγχέωνται με θρησκείας, αι οποίαι δια ποικίλων μαγικών μεθόδων και τεχνασμάτων υπόσχονται την διαφυγήν από ένα δήθεν προβαλλόμενον υλικόν κόσμον του κακού ή ανυποστάτων φαινομένων εις ένα δήθεν προβαλλόμενον κόσμον ασφαλείας και ευδαιμονίας.
Μία άλλη πλευρά θεωρήσεως αυτού είναι να συγκεντρωθώμεν ολίγον περισσότερον εις τας συνεπείας της βιβλικής και πατερικής αντιλήψεως περί του παραδείσου και της κολάσεως. Ο ίδιος ο Θεός είναι και τα δύο, και παράδεισος και κόλασις, αμοιβή και τιμωρία. Όλοι οι άνθρωποι εδημιουργήθησαν δια να βλέπουν ακαταπαύστως τον Θεόν εν τη ακτίστω δόξη του Χριστού. Εάν ο Θεός θα είναι δια τον κάθε άνθρωπον παράδεισος ή κόλασις, αμοιβή ή τιμωρία, εξαρτάται από την ανταπόκρισιν του ανθρώπου εις την αγάπην του Θεού εν Χριστώ και εις την αποδοχήν του της συνταγής δια μεταβολήν της ιδιοτελούς και εγωκεντρικής του αγάπης εις την θεοειδή αγάπην, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής".
Με αυτό εννοείται ότι καμμία θρησκεία ή εκκλησία δεν ημπορεί να διεκδικήση δια τον εαυτόν της το δικαίωμα να αποφασίζη ποιός πηγαίνει εις τον παράδεισον και ποιός πηγαίνει εις την κόλασιν, αφού όλοι ενωρίτερα ή αργότερα θα ίδουν την δόξαν του Θεού εν Χριστώ είτε ως φως είτε ως πυρ καταναλίσκον. Η αληθής ζωή εν Χριστώ είναι μία τέτοια προετοιμασία δια της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας, ώστε αυτή η θέα να είναι παράδεισος και όχι κόλασις. Η αρχική ευθύνη εκείνων εις το στάδιον του φωτισμού είναι να φωτίσουν άλλους, ούτως ώστε δια της ανιδιοτελούς και ουχί χρησιμοθηρικής αγάπης να ζουν και να εργάζωνται μαζί εις την κοινωνίαν και συγχρόνως να προετοιμάζουν εαυτούς και αλλήλους δια την αιωνίαν εμπειρίαν, την οποίαν καθείς θα έχη.
Την στιγμήν κατά την οποίαν κάποιος διαχωρίζει τον παράδεισον και την κόλασιν και φαντάζεται ότι αι καταστάσεις αύται είναι διαφορετικά μέρη, ή ότι η κόλασις είναι στέρησις της θέας του Θεού, τότε ούτος αυτομάτως εισάγει μαγικάς απόψεις εις την βιβλικήν αντίληψιν της θεραπείας. Ούτω η θέα του Θεού γίνεται παράδεισος δια όλους οι οποίοι δια του ενός ή άλλου τρόπου κερδίζουν αυτό το στάδιον. Η μαγεία αύτη ημπορεί να λάβη την μορφήν του προορισμού, της σωτηρίας δια μόνης της πίστεως, ή δια καλών έργων επίσης, ή δια μετοχής εις τα μυστήρια και ιερατικάς αφέσεις αμαρτιών ή δια συνδυασμού όλων αυτών. Αύται αι παραλλαγαί της παραδόσεως μετακινούν απαραλλάκτως την ανάγκην αλλαγής από τον άνθρωπον εις τον Θεόν, του οποίου η σώζουσα στάσις δια τον άνθρωπον προσδιορίζεται δια μιας δουλικής υπακοής εις το θέλημά Του. Ούτοι δεν γνωρίζουν ότι ο Θεός αγαπά όλα τα δημιουργήματά Του αδιακρίτως (περιλαμβανομένου και του ιδίου του διαβόλου) με την ιδίαν αγάπην, ότι ο Θεός ήτο και είναι πάντοτε φίλος των ανθρώπων και ότι είναι ο άνθρωπος και όχι ο Θεός, ο οποίος έχει ανάγκην συμφιλιώσεως, δηλαδή θεραπείας του κακώς λειτουργούντος μέρους της προσωπικότητός του.
4) Το Σώμα του Χριστού.
Ότι ο Χριστός ήλθε με το Άγιον Πνεύμα και τον Πατέρα μετά την Ανάστασίν Του, την Ανάληψιν και την επιστροφήν του να ενοικήση εις τους πιστούς, είναι μία βασική προϋπόθεσις και του Αποστόλου Παύλου και του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Ιωάννου. Με την δεδομένην σχέσιν του Αποστόλου Λουκά προς τον Παύλον, το γεγονός της Πεντηκοστής το αναφερόμενον υπό του Λουκά πολύ πιθανώς έχει μίαν Παύλειον εκκλησιολογικήν βάσιν. Εν τούτοις, από μίαν σπουδαίαν άποψιν, δηλαδή σχετικώς με το φαινόμενον της γλωσσολαλίας, ο Λουκάς πράγματι έχει γίνει το κλειδί εις τον Παύλον αντί του αντιθέτου.
Θα έπρεπε να σημειωθή ότι αι επιστολαί του Αποστόλου Παύλου απευθύνονται εις τους ήδη μυημένους εις τα μυστήρια της Εκκλησίας. Το Ευαγγέλιον του Ιωάννου είναι έν βιβλίον κατηχήσεως μετά το Βάπτισμα προωρισμένον δι' εκείνους, οι οποίοι έχουν ήδη το Άγιον Πνεύμα. Αλλά το Ευαγγέλιον του Λουκά, εν τούτοις, ως αυτά του Μάρκου και του Ματθαίου είναι κατήχησις προ του βαπτίσματος και αι Πράξεις των Αποστόλων προορίζονται δια ακροατήριον όχι μυημένον εις την εσωτερικήν ζωήν του Χριστού. Εν τούτοις, αφού ο Λουκάς ήτο μαθητής και ακόλουθος του Παύλου, τα γραπτά του προυποθέτουν και αντανακλούν αυτήν την εσωτερικήν ζωήν εν Χριστώ.
Δια τον Ευαγγελιστήν Ιωάννην η έλευσις του Αγίου Πνεύματος είναι η εκπλήρωσις της υποσχέσεως του Χριστού ότι θα ετοιμάση ένα τόπον εκεί, όπου κατά την επιστροφήν Του, θα παραλάβη τους μαθητάς Του μεθ' Εαυτού, ούτως ώστε να είναι και αυτοί όπου είναι Αυτός. [ 50 ] Με την μεσιτείαν του Χριστού ο Πατήρ θα δώση εις τους μαθητάς Αυτού άλλον Παράκλητον, τον οποίον αυτοί γνωρίζουν, διότι ενοικεί εις αυτούς και θα είναι μέσα τους. [ 51 ] "Εν εκείνη τη ημέρα" θα γνωρίσουν οι μαθηταί ότι ο Χριστός είναι "εν τω Πατρί" και αυτοί είναι "εν τω Χριστώ" και Ούτος είναι "εν αυτοίς". [ 52 ] Αυτοί βλέπουν τον Χριστόν, διότι ζη και θα ζήσουν. [ 53 ] Ο Χριστός θα εμφανίζηται εις εκείνον, ο οποίος Τον αγαπά. [ 54 ] Ο Χριστός και ο Πατήρ Του θα έλθουν και θα ενοικήσουν εν αυτώ. [ 55 ] Όταν έλθη το Άγιον Πνεύμα, θα διδάξη αυτούς πάντα και θα τους υπενθυμίση κάθε τι, το οποίον Ούτος είπεν εις αυτούς. [ 56 ] Όταν το Πνεύμα της αληθείας έλθη, το οποίον θα αποστείλη ο Πατήρ δια του Χριστού, θα μαρτυρήση περί του Χριστού και οι μαθηταί θα μαρτυρήσουν, διότι αυτοί είναι με τον Χριστόν από την αρχήν. [ 57 ] Όταν το Πνεύμα της αληθείας έλθη θα οδηγήση τους μαθητάς "εις πάσαν την αλήθειαν", διότι Τούτο δεν θα ομιλήση "αφ' Εαυτού, αλλ' όσα αν ακούση λαλήσει και τα ερχόμενα αναγγελλεί" εις τους μαθητάς. Τούτο θα δοξάση τον Χριστόν, διότι θα λάβη από Αυτόν αυτά, τα οποία θα αναγγείλη εις τους μαθητάς Του. Ο Χριστός είπεν ότι "πάντα όσα έχει ο Πατήρ" είναι ιδικά Του. Δια τούτο το Πνεύμα της Αληθείας θα λάβη από Αυτόν και θα αναγγείλη εις τους μαθητάς. Έπειτα ο Χριστός επαναλαμβάνει ότι "μικρόν και ου θεωρείτέ με και πάλιν μικρόν και όψεσθέ με". [ 58 ] Μετά φθάνει εις το τελικόν σημείον των κεφαλαίων 14-17: "Πάτερ, ούς δέδωκάς μοι, θέλω ίνα όπου ειμί εγώ κακείνοι ώσι μετ' εμού, ίνα θεωρώσι την δόξαν την εμήν ήν δέδωκάς μοι, ότι ηγάπησάς με προ καταβολής κόσμου". [ 59 ]
Δια τον Ιωάννην η Ανάληψις της ανθρωπίνης φύσεως του Χριστού είναι μία απολύτως προϋπόθεσις δια την εκ μέρους του Χριστού αποστολήν του Αγίου Πνεύματος, ως είναι εμφανώς δια τον Λουκάν και κατ' επέκτασιν δια τον Παύλον: "Νύν δε υπάγω προς τον πέμψαντά με... συμφέρει υμίν ίνα εγώ απέλθω, εάν γαρ εγώ μη απέλθω, ο παράκλητος ουκ ελεύσεται προς υμάς, εάν δε πορευθώ, πέμψω αυτόν προς υμάς". [ 60 ] Ότι ο Ιωάννης δεν συγχέει τας μετά την Ανάστασιν εμφανίσεις του Χριστού με την επάνοδόν Του εν Αγίω Πνεύματι κατά την Πεντηκοστήν, είναι σαφές από το ότι αναφέρει τα λόγια του Χριστού εις την Μαρίαν την Μαγδαληνήν: "Μη μου άπτου, ούπω γαρ αναβέβηκα προς τον Πατέρα μου". [ 61 ] Αλλά εις τας επομένας αναφερομένας εμφανίσεις ο Χριστός είπεν εις τον Θωμάν τον Δίδυμον να βάλη την χείραν του εις την πλευράν Του. Ο Θωμάς επίστευσεν, μάλλον βλέπων παρά ψηλαφών: "ότι εώρακάς με πεπίστευκας"; [ 62 ]
Ο τόπος της κοινής κατοικίας αυτού, ο οποίος αγαπά τον Πατέρα εν Χριστώ είναι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού, ο Ναός του Λόγου κατά φύσιν και της φυσικής Του δόξης, την οποίαν ο Χριστός ως Λόγος έλαβεν από τον Πατέρα και κατά φύσιν μετέχει με το Άγιον Πνεύμα. Με το να γίνη κάποιος μέλος του Σώματος του Χριστού, γίνεται ναός του Θεού και ταυτοχρόνως μένει εν τω Θεώ, ως εις τον ναόν Του. Η Πεντηκοστή είναι τα γενέθλια της Εκκλησίας, διότι η ανθρωπίνη φύσις του Χριστού είναι παρούσα και κατά χάριν ηνωμένη με κάθε μέλος του Σώματος Αυτού, όχι ως μέρος του Χριστού εις καθένα, αλλά κατά χάριν ολόκληρος ο Χριστός είναι εις κάθε μέλος. Ο Χριστός απήλθεν, ώστε ώφειλε να επιστρέψη εν Αγίω Πνεύματι δια μιας νέας παρουσίας της ανθρωπίνης φύσεώς Του, η οποία ως η άκτιστος δόξα του Θεού, μερίζεται αμερίστως μεταξύ πολλών πιστών, ούτως ώστε ο Χριστός είναι παρών εντός και ηνωμένος κατά χάριν εις καθένα εκ των μελών του Σώματός Του. Ταυτοχρόνως το Σώμα του Χριστού παραμένει Ένα, ούτως ώστε τα μέλη Του είναι ένα με κάθε άλλο εν τη δόξη και βασιλεία της Αγίας Τριάδος.
Συμφώνως προς τας Πράξεις των Αποστόλων ο Χριστός είπεν εις τους μαθητάς Του προ της Αναλήψεώς Του, ότι μετ' ολίγον θα εβαπτίζοντο εν Αγίω Πνεύματι. [ 63 ] Κατά την Πεντηκοστήν "ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ' ένα έκαστον αυτών, και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος, Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι". [ 64 ] Εν όψει της συνδέσεως του Ιωάννου περί της ελεύσεως του Αγίου Πνεύματος με την επανεμφάνισιν του Χριστού εις τους μαθητάς Του, καθώς είδαμε, και τας πραγματικάς εμφανίσεις του Χριστού μετά την Πεντηκοστήν, π.χ. εις τον Στέφανον (Πράξ. 7, 55-56) και εις τον Παύλον (Πράξ. 9,3 κ. ε. 22,6 κ. ε. 17 κ. ε.) υπάρχει κάποια βάσις να δεχθώμεν την δυνατότητα ή ακόμη και την πιθανότητα ότι το χωρίον των Πράξεων 1,11 θα ημπορούσε να ληφθή ως εκπληρούμενον δια του χωρίου των Πράξεων 2, 1 κ.ε. Καθ' όν χρόνον ο Χριστός ανελαμβάνετο "ιδού δύο άνδρες παρειστήκεισαν αυτοίς εν εσθήτι λευκή" λέγοντας εις τους Αποστόλους ότι ο Χριστός "ελεύσεται, όν τρόπον εθεάσασθε αυτόν πορευόμενον εις τον ουρανόν".
Εν πάση περιπτώσει, το "λαλείν ετέραις γλώσσαις" και το "αποφθέγγεσθαι" δεν πρέπει να συγχέωνται. Το "αποφθέγγεσθαι" εις το χωρίον των Πράξεων 2,4 σημαίνει "προφητεύειν", καθώς είναι σαφές από όλην την ομιλίαν του Αποστόλου Πέτρου εις το χωρίον των Πράξεων 2,14 κ. ε. Κάποιος λαμβάνει πρώτα το χάρισμα της γλωσσολαλίας εις την καρδίαν και έπειτα εμπνέεται εις το μυαλό να κατανοή τους προφήτας και τον Χριστόν, με σκοπόν να προφητεύη. Αυταί αι διακρίσεις είναι καθαραί εις τον Απόστολον Παύλον και θα ήτο απίθανον να μην ήτο ο Λουκάς έμπειρος με αυτάς. Άπαξ ο άνθρωπος λάβη την δωρεάν της γλωσσολαλίας, τότε το Πνεύμα ημπορεί ή όχι να δημιουργήση τοιαύτας καταστάσεις, καθώς εις το χωρίον των Πράξεων 2, 6-13.
Εν πάση περιπτώσει, το βάπτισμα εν Πνεύματι είναι ταυτόν με την λήψιν της δωρεάς της γλωσσολαλίας και είναι σαφώς διακρινόμενον από το βάπτισμα εν ύδατι. Ο Παύλος πρώτα εδοξάσθη εις το όραμά του με τον Χριστόν εν δόξη και έπειτα εβαπτίσθη. [ 65 ] Πότε έλαβε την δωρεάν των γλωσσών δεν καταγράφει αν και κατεγράφη ότι το κατείχε. Οι δώδεκα μαθηταί του Απολλώ, οι οποίοι είχαν λάβει το βάπτισμα μετανοίας του Ιωάννου, "εβαπτίσθησαν εις το όνομα του Κυρίου Ιησού. Και επιθέντος αυτοίς του Παύλου τας χείρας ήλθε το Πνεύμα το Άγιον επ' αυτούς, ελάλουν, τε γλώσσαις και προεφήτευον". [ 66 ] Εις την περίπτωσιν του εκατοντάρχου Κορνηλίου και της ακολουθίας του, αυτοί πρώτον εβαπτίσθησαν εν Πνεύματι, αφού έλαβον την δωρεάν των γλωσσών δια ή εν δοξασμώ και έπειτα εβαπτίσθησαν δι' ύδατος, οπότε ο Πέτρος ούτω δεν ημπορούσε πλέον να αντιδράση: "Έτι λαλούντος του Πέτρου τα ρήματα ταύτα επέπεσε το Πνεύμα το Άγιον επί πάντας τους ακούοντας τον λόγον. Και εξέστησαν οι εκ περιτομής πιστοί όσοι συνήλθον τω Πέτρω, ότι και επί τα έθνη η δωρεά του Αγίου Πνεύματος εκκέχυται, ήκουον γαρ αυτών λαλούντων γλώσσαις και μεγαλυνόντων τον Θεόν. Τότε απεκρίθη ο Πέτρος, μήτι το ύδωρ κωλύσαι δύναταί τις του μη βαπτισθήναι τούτους, οίτινες το Πνεύμα το Άγιον έλαβον καθώς και ημείς;". [ 67 ] Εις την απολογίαν του δι' αυτό που έκανεν ο Πέτρος ανακαλεί εις την μνήμην του τί είπεν ο Χριστός προ της Αναλήψεώς Του περί λήψεως βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι (Πράξ. 1,5) και καταλήγει, "ει ουν την ίσην δωρεάν έδωκεν αυτοίς ο Θεός ως και ημίν... εγώ δε τί ήμην δυνατός κωλύσαι τον Θεόν;". [ 68 ] Η ελληνική λέξις "ίση" εις το κείμενον σημαίνει ότι η δωρεά, η ληφθείσα εδώ, δεν είναι μόνον η ιδία, καθώς της Πεντηκοστής, αλλά επίσης, ίση. Είναι αυτή η ιδέα της ισότητος η οποία κείται εις τον πυρήνα των προβλημάτων εις την Κόρινθον, όπου πολλοί με μόνην την δωρεάν των γλωσσών επίστευαν τους εαυτούς των ότι είναι ίσοι με τους άλλους, χωρίς να αντιλαμβάνωνται ότι αυτό συμβαίνει έτσι μόνον, όταν αι γλώσσαι προηγούνται ή έπονται δια δοξασμού, αφού κατά την διάρκειαν της θέας του Θεού όλα τα χαρίσματα καταργούνται εκτός της αγάπης.
Αυτό το βάπτισμα εν Πνεύματι, το οποίον καταλήγει εις την δωρεάν των γλωσσσών και το οποίον κανονικώς συνοδεύεται με το χάρισμα της προφητείας, είναι προφανώς η αρχή του χρίσματος, του μυστηρίου δια του οποίου κάποιος γίνεται μέλος του Σώματος του Χριστού και ναός του Θεού. Δια τον Απόστολον Παύλον η δωρεά των γλωσσών φαίνεται να είναι η ελαχίστη προϋπόθεσις δια να γίνη κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού. Είναι η βάσις όχι μόνο της προφητείας, αλλά όλων των χαρισμάτων. Μετά από αυτούς οι οποίοι ομιλούν γλώσσας είναι οι ιδιώται και οι άπιστοι. Αυτοί δεν είναι ούτε μέλη του Σώματος του Χριστού, ούτε χαρισματούχοι. Οι ιδιώτες έχουν ένα ειδικόν τόπον εις την εκκλησίαν και λέγουν αμήν εις τας καταλλήλους στιγμάς κατά την διάρκειαν των προσευχών. [ 69 ] Το γεγονός ότι αυτοί λέγουν αμήν εις τας ευχαριστιακάς προσευχάς σημαίνει ότι αυτοί ήσαν πιθανώς βαπτισμένοι δι' ύδατος και περίμεναν την έλευσιν του Αγίου Πνεύματος εις την καρδίαν των, δηλαδή την δωρεάν των γλωσσών, και ημπορούσαν να συμμετάσχουν εις την ευχαριστιακήν κοινωνίαν, ως είχαν κάνει οι απόστολοι επίσης προ της Πεντηκοστής. Αυτοί προφανώς ήσαν οι βαπτισμένοι λαϊκοί της αποστολικής κοινότητος.
Οι άπιστοι είναι προφανώς κατηχούμενοι ειδωλολατρικής προελεύσεως, οι οποίοι δεν ημπορούν να τύχουν μεταχειρίσεως ως Ιουδαίοι. Οι Ιουδαίοι εθεωρούντο ακόμη ως πιστοί, εφ' όσον δεν απέρριπτον πλέον εντελώς τον Ενανθρωπήσαντα Κύριον της Δόξης.
Αυτοί με τα χαρίσματα εις το χωρίον Α' Κορ. 12,4-10 (εις τα οποία χαρίσματα συμπεριλαμβάνονται αι "διακονίαι" και τα "ενεργήματα" απαριθμούμενα εις αυτό, καθώς είναι σαφές εις το χωρίον Α' Κορ. 12,28-31) και αυτοί με τα χαρίσματα εις αυτούς τους τελευταίους στίχους, είναι όλοι μέλη του κλήρου καταγεγραμμένοι συμφώνως προς τας πνευματικάς των δωρεάς, αλλά όχι αυστηρώς με την λειτουργικήν των δραστηριότητα ή χειροτονίαν. Ούτοι εκλήθησαν κατ' ευθείαν υπό του Θεού, ο Οποίος δίδει την δωρεάν της προσευχής δια γλώσσης, μετά από κατάλληλον προετοιμασίαν υπό πνευματικού πατρός. Ο Παύλος λέγει ότι οι Κορίνθιοι ημπορεί να έχουν πολλούς διδασκάλους εν Χριστώ, αλλ' όχι πολλούς πατέρας: "Εν γαρ Χριστώ Ιησού δια του Ευαγγελίου εγώ υμάς εγέννησα". [ 70 ] Εν τούτοις, ο Παύλος ευχαριστεί τον Θεόν, διότι δεν εβάπτισε κανένα από τους Κορινθίους εκτός ολίγων. [ 71 ] Τούτο σημαίνει ότι ο Παύλος εγέννησεν αυτούς εις την περιοχήν των χαρισμάτων, εκ των οποίων το θεμέλιον είναι να ομιλή τις ή να προσεύχηται εν γλώσσαις. Με άλλα λόγια, τα χαρίσματα είναι καρποί του βαπτίσματος εν Αγίω Πνεύματι και σημείον ότι έχει γίνει κάποιος μέλος του Σώματος του Χριστού. "Και γαρ εν ενί Πνεύματι ημείς πάντες εις έν σώμα εβαπτίσθημεν... Και πάντες εις έν Πνεύμα εποτίσθημεν". [ 72 ] Αυτό είναι εμφανώς το βάπτισμα του Αγίου Πνεύματος. Από όλα, όσα έπονται, το Σώμα του Χριστού περιλαμβάνει μόνον εκείνους, οι οποίοι εβαπτίσθησαν ούτως.
Καθώς εις τας Πράξεις, ούτω εις τον Παύλον, ομιλών εν γλώσσαις είναι έν βασικόν σημείον του ότι εβαπτίσθη κάποιος εν Αγίω Πνεύματι. Αλλά, εις το χωρίον Α' Κορ. 12, 10 και 12, 28, 30, το "γένη γλωσσών" εκ πρώτης όψεως φαίνεται να είναι χωρισμένον από τα υψηλότερα χαρίσματα, δίδων την εντύπωσιν ότι η Εκκλησία ημπορεί να ενεργή χωρίς αυτά. Εν τούτοις, το κείμενον "μή πάντες γλώσσαις λαλούσι" [ 73 ] δεν αναφέρεται εις τους υψηλότερον χαρισματούχους, αλλά μάλλον ότι "οι ιδιώται" και "οι άπιστοι" δεν ομιλούν γλώσσαις, καθώς είναι σαφές εις το χωρίον Α' Κορ. 14, 16, 23, 24. Όταν ο Παύλος αριθμή αυτούς, τους οποίους έθεσεν ο Θεός εις την Εκκλησίαν, ούτος αρχίζει με τους Αποστόλους εις την πρώτην θέσιν και τελειώνη με τα "γένη γλωσσών" εις την τελευταίαν θέσιν. [ 74 ] Οι "ιδιώται" δεν περιλαμβάνονται ούτε εδώ, ούτε εις την τάξιν της Εκκλησίας εις το χωρίον Α Κορ. 14, 26 κ.ε. Ο λόγος δι' αυτό είναι ότι αυτοί δεν έχουν ακόμη την δωρεάν του Αγίου Πνεύματος να προσεύχωνται αδιαλείπτως εν αυτοίς και επομένως δεν έχουν τοποθετηθή υπό του Θεού εις το Σώμα του Χριστού.
Ότι τα υψηλότερα χαρίσματα περιλαμβάνουν τα χαμηλότερα, αλλά όχι τα χαμηλότερα τα υψηλότερα, είναι σαφές από ό,τι ο Απόστολος Παύλος λέγει περί εαυτού: "Ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών, αλλ' εν εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση". [ 75 ] Με αυτό δεν εννοείται ότι ο Απόστο λος Παύλος δεν προσεύχεται εις την εκκλησίαν εν γλώσση δηλαδή εν Πνεύματι, αλλά ότι εις την εκκλησίαν αυτός ήτο υποχρεωμένος να προσεύχηται επίσης με την διάνοιαν, δια την οικοδομήν των άλλων: "Προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ". [ 76 ]
Μετά τα "γένη γλωσσών" ο Απόστολος Παύλος προφανώς εννοεί προσευχή, απαγγελία ψαλμών και ψαλμωδία πνευματικών ύμνων και ωδών. [ 77 ] Ούτω μερικοί έχουν "γένη γλωσσών" και άλλοι έχουν επί πλέον "ερμηνείαν γλωσσών". [ 78 ] "Ζηλούτε δε τα πνευματικά, μάλλον δε ίνα προφητεύητε... Θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύη, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη". [ 79 ] Καθώς εις τας Πράξεις, ούτω και εδώ η προφητεία υπάρχει εξ αιτίας της δωρεάς των γλωσσών, αλλά αυτό το τελευταίον δεν ημπορεί πάντα να οδηγήση εις την προφητείαν. Δεν υπάρχει ένδειξις ότι ο Κορνήλιος και οι ακόλουθοί του προεφήτευαν, αν και ελάλουν γλώσσαις ως αποτέλεσμα του δοξασμού των.
Όταν ο Απόστολος Παύλος λέγη [ 80 ] "θέλω δε πάντας υμάς λαλείν γλώσσαις, μάλλον δε ίνα προφητεύητε, μείζων γαρ ο προφητεύων ή ο λαλών γλώσσαις, εκτός ει μη διερμηνεύει, ίνα η εκκλησία οικοδομήν λάβη" [ 81 ] εννοεί ότι αυτός, ο οποίος μόνον "λαλεί γλώσσαις", πρέπει να μάθη να διερμηνεύη τους ψαλμούς και τας προσευχάς εν τη καρδία του, δηλαδή να τα μεταφέρη εις την διάνοιάν του δια να εισακουσθούν. "Διόπερ ο λαλών γλώσση προσευχέσθω ίνα διερμηνεύη, εάν γαρ προσεύχωμαι γλώσση, το πνεύμά μου προσεύχεται, ο δε νούς μου άκαρπός εστι. τί ουν εστι; προσεύξομαι τω πνεύματι, προσεύξομαι δε και τω νοΐ, ψαλώ τω πνεύματι, ψαλώ δε και τω νοΐ. επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη ευχαριστία; επειδή τί λέγεις ουκ είδε, συ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ' ο έτερος ουκ οικοδομείται. ευχαριστώ τω Θεώ μου πάντων υμών μάλλον γλώσσαις λαλών, αλλ' εν τη εκκλησία θέλω πέντε λόγους δια του νοός μου λαλήσαι, ίνα και άλλους κατηχήσω ή μυρίους λόγους εν γλώσση". [ 82 ] Ο Παύλος ουδέποτε λέγει ότι κάποιος διερμηνεύει αυτό το οποίον ο άλλος "λαλεί γλώσσαις". Διερμηνεύει κανείς αυτά, τα οποία ο ίδιος "λαλεί γλώσσαις" εν τη καρδία του. Επομένως το Α' Κορ. 14, 27-28 σημαίνει "είτε γλώσση τις λαλεί, κατά δύο ή το πλείστον τρείς, και ανά μέρος, και είς διερμηνευέτω, εάν δε μη ή διερμηνευτής, σιγάτω εν εκκλησία, εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ". Ο διερμηνεύς είναι σαφώς εκείνος, ο οποίος έχει την χάριν να μεταφέρη την προσευχήν του πνεύματός του, εν τη καρδία εις την διάνοιάν του δια να γίνη ακουστή δια την οικοδομήν των άλλων.
Ο Απόστολος Παύλος ελυπήθη, διότι μία ομάς Κορινθίων χαρισματούχων είχε προφανώς πείσει τους άλλους να κάνουν την ομαδικήν λατρείαν της καρδίας, χωρίς να μεταφέρουν την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος δια της λογικής, ώστε να μην ακούσουν και οι άλλοι. Δια τον Παύλον αυτό είναι καλόν: "σύ μεν γαρ καλώς ευχαριστείς, αλλ' ο έτερος ουκ οικοδομείται". [ 83 ] "Επεί εάν ευλογήσης τω πνεύματι, ο αναπληρών τον τόπον του ιδιώτου πώς ερεί το αμήν επί τη σή ευχαριστία; επειδή τί λέγεις ουκ οίδε,". [ 84 ] Είναι φανερόν ότι να προσεύχηται εν γλώσση ή δια του Πνεύματος είναι όροι εναλλασσόμενοι.
Ο Απόστολος Παύλος συζητεί δια τα είδη των φωνών που υπάρχουν εις τον κόσμον, τόσον των αψύχων αντικειμένων ως των αυλών, αρπών και σαλπίγγων, όσον και των ανθρωπίνων. Ότι ο Παύλος ομιλεί δια φωνάς καθ' εαυτάς αι οποίαι παράγονται και όχι περί συγχεομένων και μη αντιληπτών φωνών, φαίνεται καθαρά από τον όρον "άδηλον φωνήν" εις το Α' Κορ. 14, 8, το οποίον σημαίνει αφανής ή φωνή που δεν ακούεται. Εις το 14, 9 ο Παύλος ομιλεί δια την αδυναμίαν της κατανοήσεως του λόγου, εκτός εάν μεταδίδεται με λέξεις σχηματιζόμενος δια της γλώσσης. Τότε συνεχίζει λέγων, "τοσαύτα ει τύχοι γένη φωνών εστιν εν κόσμω και ουδέν αυτών άφωνον, εάν ουν μη ειδώ την δύναμιν της φωνής, έσομαι τω λαλούντι βάρβαρος και ο λαλών εν εμοί βάρβαρος". [ 85 ]
Φαίνεται καθαρά ότι το κεφάλαιον 14 της Α' Κορ. δεν αντιλέγει εις κανένα σημείον με εκείνο, το οποίον κυριολεκτικώς ετέθη εξ αρχής ως αντικείμενον συζητήσεως: "Ο γαρ λαλών γλώσση ουκ ανθρώποις λαλεί, αλλά τω Θεώ, ουδείς γαρ ακούει, πνεύματι δε λαλεί μυστήρια". [ 86 ] "Νυνί δέ, αδελφοί, εάν έλθω προς υμάς γλώσσαις λαλών, τί υμάς ωφελήσω, εάν μη υμίν λαλήσω...". [ 87 ]
Τούτο το γεγονός ότι ωρισμένοι Κορίνθιοι ωμίλουν εν γλώσσαις, αλλ' ούτε διερμήνευον ούτε επροφήτευον, θα ήτο οριστική απόδειξις ότι τούτο, δηλαδή το "γλωσσολαλείν" δεν ήτο το "αποφθέγγεσθαι" των Πράξεων 2, 1 κ.ε. Από το άλλο μέρος, ο Παύλος δεν κάνει τον παραμικρόν υπαινιγμόν δια να κατανοήσουν ο είς τον άλλον. Φαίνεται ότι μόνον οι ιδιώται και οι άπιστοι δεν ημπορούσαν να συμμετάσχουν εις ό,τι συνέβαινε. Εν τούτοις, όταν όλο το σώμα των χαρισματούχων ενασχολήται με την προφητείαν, τότε αμφότεροι, και οι ιδιώται και οι άπιστοι, συνειδητοποίουν ότι "τά κρυπτά της καρδίας των φανερά γίνεται, ελεγχόμενοι και ανακρινόμενοι υπό πάντων". [ 88 ] Αυτή είναι η διάγνωσις, δια την οποίαν ωμιλήσαμεν εις το τελευταίον κεφάλαιον. Αυτοί απέκτων την πεποίθησιν ότι οι προφήται αληθώς είχον τον Θεόν εντός των. Η τελική εμπιστοσύνη και υποταγή εις την θεραπείαν αυτών των πνευματικών Πατέρων, οδηγεί εις την υιοθεσίαν των εν Πνεύματι και εις ένωσιν με το Σώμα του Χριστού, δηλαδή εις την υποδοχήν του χαρίσματος των γλωσσών.
Ούτως, η διάγνωσις της πνευματικής ασθενείας της καρδίας ενός εκ των θεραπευτών με το χάρισμα της διακρίσεως των πνευμάτων [ 89 ] είναι η πλέον βασική προϋπόθεσις της αποκτήσεως της θεραπευτικής προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία η οποία μόνη δίδει την κατανόησιν εκείνων των πραγμάτων, τα οποία αναφέρονται εις τον Χριστόν και εις το Σώμα Αυτού, δηλαδή την Εκκλησίαν. Αυτό είναι διατί "αι γλώσσαι εις σημείόν εισιν ου τοις πιστεύουσι, αλλά τοις απίστοις, η δε προφητεία ου τοις απίστοις, αλλά τοις πιστεύουσιν". [ 90 ] Με άλλα λόγια, αι γλώσσαι δεν είναι σημείον δι' εκείνους, οι οποίοι έχουν το χάρισμα της εσωτερικής προσευχής εν τη καρδία των, εφ' όσον έχουν το χάρισμα των γλωσσών, αλλά εκείνων, οι οποίοι δεν έχουν αυτό το χάρισμα. Η προφητεία, από το άλλο μέρος, είναι σημείον όχι δι' όσους δεν έχουν αυτήν την πίστιν, εφ' όσον δεν έχουν το χάρισμα των γλωσσών, το οποίον κάνει δυνατή και την προφητείαν και την κατανόησίν της, αλλά δι' εκείνους, οι οποίοι έχουν πίστιν, εφ' όσον έχοντες αυτό το χάρισμα των γλωσσών κατανοούν την προφητείαν. Ούτως πρέπει να αρχίση κάποιος με την εξωτερικήν πίστιν της αποχής της αυθεντίας ή της ικανότητος του θεραπευτού. Να παραμείνη εις την κατάστασιν της προσευχής και απαγγελίας των ψαλμών εν τη καρδία, χωρίς να προοδεύση τουλάχιστον εις την διερμηνείαν, η οποία εποικοδομεί τους άλλους, είναι ανακοπή προόδου της πνευματικής αυξήσως και δεν θα οδηγήση εις την αγάπην, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής". "Δια τούτο εν υμίν πολλοί ασθενείς και άρρωστοι και κοιμώνται ικανοί". [ 91 ]
Η γλωσσολαλία δεν είναι φαινόμενον ιδιάζον εις την Κόρινθον. Ο Απόστολος Παύλος ομιλεί εις τους Ρωμαίους περί της "λογικής λατρείας" και περί της μεταμορφώσεως δια της ανανεώσεως του νοός. [ 92 ] Αυτό είναι δυνατόν δια της απελευθερώσεως του νοός από τον νόμον, ο οποίος κατοικεί εις τα μέλη τινός, και πολεμεί εναντίον του νόμου, τον οποίον απεδέχθη δια του νοός και αιχμαλωτίζει αυτόν (τόν άνθρωπον) εις το νόμον της αμαρτίας. [ 93 ] "Αυτός εγώ τω μεν νοΐ δουλεύω νόμω Θεού, τη δε σαρκί νόμω αμαρτίας. Ουδέν άρα νυν κατάκριμα τοις εν Χριστώ Ιησού μη κατά σάρκα περιπατούσιν, αλλά και κατά πνεύμα. Ο γαρ νόμος του πνεύματος της ζωής εν Χριστώ Ιησού ηλευθέρωσέ με από του νόμου της αμαρτίας και του θανάτου". [ 94 ] "Ει δε Χριστός εν υμίν, το μεν σώμα νεκρόν δι' αμαρτίαν, το δε πνεύμα ζωή δια δικαιοσύνην". [ 95 ] "Όσοι γαρ Πνεύματι Θεού άγονται, ούτοί εισιν υιοί Θεού. ου γαρ ελάβετε πνεύμα δουλείας πάλιν εις φόβον, αλλ' ελάβετε πνεύμα υιοθεσίας, εν ω κράζομεν, αββά ο πατήρ. αυτό το πνεύμα συμμαρτυρεί τω πνεύματι ημών ότι εσμέν τέκνα Θεού". [ 96 ] Με άλλα λόγια, γνωρίζει κανείς την δικαίωσιν και την υιοθεσίαν εν Χριστώ δια του Πνεύματος, όταν ακούη την προσευχήν του Πνεύματος εν τη καρδία του αδιαλείπτως.
Ότι ο νόμος ούτος του Πνεύματος της εν Χριστώ ζωής είναι το χάρισμα της Α' Κορ. και των Πράξεων, είναι σαφές από την κατάληξιν της εκθέσεως του Παύλου: "Το γαρ τί προσευξόμεθα καθό δη ουκ οίδαμεν, αλλ' αυτό το Πνεύμα υπερεντυγχάνει υπέρ ημών στεναγμοίς αλαλήτοις, ο δε ερευνών τας καρδίας οίδε τί το φρόνημα του Πνεύματος, ότι κατά Θεόν εντυγχάνει υπέρ αγίων". [ 97 ] Με άλλα λόγια δια να είναι κανείς μέλος του Σώματος του Χριστού, πρέπει να έχη αυτό το χάρισμα των γλωσσών: "Ει δε τις Πνεύμα Χριστού ουκ έχει, ούτος ουκ έστιν αυτού". [ 98 ] Ημπορεί κάποιος να καταλάβη διατί ο Ιωάννης καλεί το Άγιον Πνεύμα "άλλον Παράκλητον", το οποίον κυριολεκτικώς σημαίνει συνήγορος ή κάποιον, ο οποίος μεσολαβεί υπέρ άλλου.
Ίσως ένα από τα πλέον καταπληκτικά χωρία σχετικώς με τα "γένη γλωσσών" είναι το Εφεσ. 5, 18-20: "αλλά πληρούσθε εν Πνεύματι, λαλούντες εαυτοίς (πρβλ. το λαλούντες εαυτοίς με το εαυτώ δε λαλείτω και τω Θεώ της Α, Κορ. 14,28) ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς, άδοντες και ψάλλοντες εν τη καρδία υμών τω Κυρίω, ευχαριστούντες πάντοτε υπέρ πάντων εν ονόματι του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού τω Θεώ και πατρί". Αυτό βεβαίως είναι διακρινόμενον από το "ψαλώ δε και το νοΐ". Αυτό επίσης είναι σαφής αντανάκλασις του τί είπεν ο Παύλος δια τον εαυτόν του εις το χωρίον της Α' Κορ. 14, 18, καθώς και μαρτυρία δια την αδιάλειπτον φύσιν του "γένη γλωσσών".
Υπό το φως αυτών ημπορεί τις να στραφή εις την Α' Θεσσαλ. 5,16-22: "Πάντοτε χαίρετε, αδιαλείπτως προσεύχεσθε, εν παντί ευχαριστείτε, τούτο γαρ θέλημα Θεού εν Χριστώ Ιησού εις υμάς. Το Πνεύμα μη σβέννυτε, προφητείας μη εξουθενείτε. πάντα δε δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε, από παντός είδους πονηρού απέχεσθε". Αυτό είναι περίληψις των όσων εξητάσαμεν έως εδώ.
Ο νόμος του Πνεύματος της εν Χριστώ ζωής είναι τοιουτοτρόπως όχι εις αντίθεσιν με την κτιστήν Τορά (Πεντάτευχον), αλλά αυτός, ο οποίος κάνει δυνατή την εκπλήρωσίν της. Ημπορεί τις να δη διατί οι Πατέρες δεν σκέπτονται μέσα εις τα πλαίσια ότι η Παλαιά Διαθήκη είναι νόμος και η Καινή Διαθήκη χάρις. Δια τον Παύλον πίστις δεν είναι απλώς μία αποδοχή των δογμάτων, αλλά το χάρισμα των γλωσσών εν τη καρδία. Αι ίδιαι θέσεις τονίζονται σαφώς εις την επιστολήν του Παύλου προς Γαλάτας: "ο νόμος παιδαγωγός ημών γέγονεν εις Χριστόν ίνα εκ πίστεως δικαιωθώμεν, ελθούσης δε της πίστεως ουκέτι υπό παιδαγωγόν εσμεν". [ 99 ] Ο Παύλος δεν κάνει εδώ μίαν ιστορικήν αντίθεσιν μεταξύ της Παλαιάς και Καινής Διαθήκης εις την ορολογίαν του νόμου, ο οποίος υποθετικώς κατηργήθη δια της χάριτος με την έλευσιν του Χριστού. Ούτος ομιλεί περί της διακρίσεως μεταξύ των κατηχουμένων υπό την καθοδήγησιν του νόμου και εκείνων, οι οποίοι εβαπτίσθησαν εν πνεύματι εις την εποχήν του. Οι Γαλάται ήσαν, ως πνευματικά τέκνα, υπό την καθοδήγησιν της Τορά, αλλά τώρα έχοντες λάβει το βάπτισμα "εν Πνεύματι" δεν είναι πλέον ιδιώται ή άπιστοι, διότι έχουν τον άκτιστον νόμον του Αγίου Πνεύματος του Χριστού εν ταις καρδίαις των. Πίστις εδώ δεν είναι απλώς πεποίθησις ή εμπιστοσύνη εις τον Χριστόν, αλλά ενδιάθετος πίστις, η οποία έρχεται ως το χάρισμα των γλωσσών: "Πάντες γαρ υιοί Θεού εστέ δια της πίστεως εν Χριστώ Ιησού, όσοι γαρ εις Χριστόν εβαπτίσθητε, Χριστόν ενεδύσασθε... ότι δε εστε υιοί, εξαπέστειλεν ο Θεός το Πνεύμα του υιού αυτού εις τας καρδίας υμών, κράζον, αββά ο πατήρ, ώστε ουκέτι εί δούλος, αλλ' υιός, ει δε υιός, και κληρονόμος Θεού δια Χριστού". [ 100 ] Δικαίωσις δια της πίστεως, το χάρισμα των γλωσσών, βάπτισμα εν Χριστώ καταλλαγή και υιοθεσία είναι μία ταυτή πραγματικότης.
Εις τα πλαίσια, της εν Χριστώ ζωής "ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ, πάντες γαρ είς εστέ εν Χριστώ Ιησού". [ 101 ] Εις το επίπεδον της προσευχής εν γλώσσαις και προφητείαις, όλοι είναι είς εν Χριστώ. Ούτως έχομεν το "πάς ανήρ προσευχόμενος ή προφητεύων" και "πάσα γυνή προσευχομένη ή προφητεύουσα" της Α ' Κορ. 11, 4-5. Εν τούτοις οι άνδρες ηδύναντο να κάνουν αυτό με τα κεφάλια τους ακάλυπτα και αι γυναίκες με τα κεφάλια τους κεκαλυμμένα, διότι "παντός ανδρός η κεφαλή ο Χριστός εστι, κεφαλή δε γυναικός ο ανήρ, κεφαλή δε Χριστού ο Θεός". [ 102 ] Εφ' όσον τις προφητεύει δια την οιδοκομήν των άλλων [ 103 ] και της Εκκλησίας, [ 104 ] θα ανέμενέ τις ότι αι γυναίκες προφητεύουν επίσης εις την Εκκλησίαν: "Δύνασθε γαρ καθ' ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται". [ 105 ] Εν τούτοις ο Παύλος απαγορεύει εις τας γυναίκας να ομιλούν εις την Εκκλησίαν. [ 106 ] Από το άλλο μέρος, η εντολή του Παύλου ότι αι γυναίκες θα έπρεπε να προφητεύουν με κεκαλυμμένην την κεφαλήν τους φαίνεται ότι αναφέρεται σχετικώς με την ενδυμασίαν των εις τας συνάξεις της Εκκλησίας. Ότι αι γυναίκες προφητεύουν παραλλήλως με τους άνδρας είναι η πρώτιστος εκπλήρωσις της προφητείας της Παλαιάς Διαθήκης αναφερομένη υπό του Πέτρου εις την ομιλίαν του την Πεντηκοστήν. [ 107 ]
Οι προφήται, οι οποίοι αναφέρονται εις το Εφεσ. 2,20 είναι προφανώς όχι εκείνοι της Παλαιάς Διαθήκης, αλλά της Εκκλησίας, ως εις την περίπτωσιν της Εφεσ. 3,5: Ο Χριστός "ετέραις γενεαίς ουκ εγνωρίσθη τοις υιοίς των ανθρώπων ως νυν απεκαλύφθη τοις αγίοις αποστόλοις αυτού και προφήταις εν Πνεύματι...". Αυτό φαίνεται να είναι σαφής αναφορά εις το γεγονός ότι εκείνοι, οι οποίοι έχουν την δευτέραν θέσιν εις την Εκκλησίαν μετά τους Αποστόλους, [ 108 ] την έχουν, διότι ο Χριστός απεκάλυψε τον Εαυτόν Του εν δόξη εις αυτούς, ως είχε κάμει και εις τους Αποστόλους. Με άλλα λόγια, αυτοί δεν προεφήτευον μόνον, διότι είχον το χάρισμα των γλωσσών, αλλά διότι είχον επίσης δοξασθή εν Χριστώ δια του Πνεύματος. Εις την αμφισβήτησιν ότι όλα τα μέλη του Σώματος του Χριστού, δεν είναι τα ίδια, ο Παύλος συμπεραίνει λέγων, "είτε δοξάζεται έν μέλος, συγχαίρει πάντα τα μέλη. Υμείς δε εστε σώμα Χριστού και μέλη εκ μέρους. Και ούς μεν έθετο ο Θεός εν τη εκκλησία πρώτον αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους...". [ 109 ] Υπό το φως της Εφεσ. 3,5 αυτό σημαίνει ότι οι προφήται είχον κληθή κατά τον ίδιον τρόπον, ως οι Απόστολοι. Υπ' αυτό το πρίσμα προφανώς πρέπει να κατανοηθή το Εφεσ. 2,19 εξ. "Άρα ουν ουκέτι εστέ ξένοι και πάροικοι, αλλά συμπολίται των αγίων και οικείοι του Θεού, εποικοδομηθέντες επί τω θεμελίω των αποστόλων και προφητών, όντος ακρογωνιαίου αυτού Ιησού Χριστού...".
Ό,τι έχομεν ενώπιόν μας είναι η κλίμαξ τελειώσεως, η οποία αποκορυφούται εις την αγάπην "ήτις ου ζητεί τα εαυτής" [ 110 ] και η οποία και μόνη "ουδέποτε εκπίπτει" [ 111 ] όταν όλα τα χαρίσματα καταργούνται με την έλευσιν του τελείου, δηλαδή ο δοξασμός, ή η θέα του Θεού εις την συνάντησιν "πρόσωπον προς πρόσωπον" με τον Χριστόν εν δόξη. [ 112 ] Εν τούτοις, μετά από αυτή την συνάντησιν η αγάπη παραμένει παραλλήλως με την πίστιν και την ελπίδα και τα συνοδεύοντα χαρίσματα.
Ό,τι έχει γίνει γνωστόν ως ευχαριστιακή εκκλησιολογία είναι έν δομικόν φαινόμενον, του οποίου η πρωτότυπος συναφής έκφρασις ήτο η Παύλειος πραγματικότης του Σώματος του Χριστού. Εις το κέντρον της δομής ήτο η διάγνωσις της ασθενείας της καρδίας και η θεραπεία της με τας εννοίας των χαρισμάτων, εκ των οποίων η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία ήτο το εκ των ών ουκ άνευ και ο δοξασμός η βάσις. Όταν η τοπική κοινότης ήτο το Παύλειον Σώμα του Χριστού, η ευχαριστιακή εκκλησιολογία ήτο η ομαλή ή φυσική δομική έκφρασίς Του. Εν τούτοις με τα διάφορα στάδια της εξασθενήσεως του κέντρου τούτου του τοπικού εκκλησιάσματος, η δομή της Εκκλησίας υπέστη μίαν εξέλιξιν, η οποία ήτο το αποτέλεσμα της αποφασιστικότητος εκείνων οι οποίοι διετήρησαν την παράδοσιν της προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία από γενεάς εις γενεάν, εφ' όσον αυτή είναι το κέντρον της αποστολικής παραδόσεως και διαδοχής.
Ο κλήρος υποτίθεται ότι εκλέγεται από τους πιστούς, δηλαδή από εκείνους, οι οποίοι είναι εις το στάδιον είτε του δοξασμού είτε του φωτισμού. Η εκλογή ήτο η αναγνώρισις της αυθεντίας της πνευματικότητος, εις την οποίαν κάποιος είχε φθάσει. Η ιστορική πορεία καθ' ήν έγινε δυνατόν ωρισμένοι πατριάρχαι και μητροπολίται να χειροτονούν επισκόπους, οι οποίοι δεν είχον φθάσει εις την πνευματικήν εμπειρίαν, εις την οποίαν οδηγούν τα δόγματα, αλλά των οποίων το μυστήριον δεν ημπορούν να εκφράσουν περιγράφεται υπό του Συμεώνος του Νέου Θεολόγου (απέθανε το 1042) ανεγνωρισμένου ως ενός των μεγίστων πατέρων. Αυτό σημαίνει ότι η ιστορική του ανάλυσις είναι έν ακέραιον τμήμα της αυτοκατανοήσεως της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Εις μίαν εργασίαν σχετικήν με την εξομολόγησιν, άλλοτε αποδιδομένην εις τον Άγιον Ιωάννην τον Δαμασκηνόν, ο Άγιος Συμεών εξηγεί πώς "ιδιώται" στην εκκλησία, δια της προσποιήσεως ότι δήθεν έφθασαν εις τον φωτισμόν - τον οποίον δεν είχον, άρχισαν να χειροτονούνται επίσκοποι. Εξ αιτίας εκείνων των μη φωτισθέντων ενεφανίσθησαν αι αιρέσεις εις την Εκκλησίαν. Εν τούτοις, αυτό δεν σημαίνει ότι κάποιος είναι Ορθόδοξος, διότι δεν εισάγει νέα δόγματα, αλλά, διότι είναι φωτισμένος. Αδυνατούντες να εύρουν τοιούτους υποψηφίους, ή έχοντες εύρει αυτούς επροτίμων τους αναξίους. Ούτω ωρισμένοι επίσκοποι και μητροπολίται εχειροτόνουν επισκόπους, οι οποίοι δεν είχον φθάσει εις το στάδιον του φωτισμού. Εις την θέσιν του σταδίου του φωτισμού αυτοί "τούτο μόνον απαιτούντες, το εγγράφως εκθέσθαι το της πίστεως σύμβολον, και τούτο μόνον αποδεχόμενοι, το μήτε υπέρ του αγαθού ζηλωτόν είναι, μήτε δια το κακόν τινι αντιμάχεσθαι, ειρήνην ενταύθα τη Εκκλησία περιποιούμενοι, ό χείρον πάσης έχθρας εστί, και μεγάλης ακατατασίας". [ 113 ]
Εις το πρόσωπον του Αγίου Συμεώνος ημπορεί κανείς να διακρίνη σαφώς την απ' αιώνων αρχαίαν πάλην μεταξύ της αποστολικής παραδόσεως της διαγνώσεως και θεραπείας και εκείνων, οι οποίοι υποβιβάζουν την σωτηρίαν εις πίστιν και εμπιστοσύνην εις τα δόγματα και εις τας αξιομισθίας των καλών έργων και της ηθικής.
Οιαιδήποτε και αν ήσαν αι αιτίαι πράγματι δια την προέλευσιν του μοναχισμού, η προσευχή του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία έμεινε το κέντρον αυτού και η ψυχή του. Ακόμη από την αρχήν του βίου του Αγίου Αντωνίου, ο Άγιος Αθανάσιος μας πληροφορεί ότι "προσηύχετο δε συνεχώς, μαθών ότι δει κατ' ιδίαν προσεύχεσθαι αδιαλείπτως". [ 114 ] Ο Άγιος Ιωάννης ο Κασσιανός μας πληροφορεί ότι η αδιάλειπτος προσευχή είναι το έργον "κάθε μοναχού εις την πρόοδόν του προς διαρκή μνήμην του Θεού...". [ 115 ]
Αυτή η παράδοσις ήτο πάρα πολύ ζωντανή εις τα Μεροβίγκεια Βασίλεια των Φράγκων. Αλλά το επισκοπείον ήτο μεταμορφωμένον εις έν διοικητικόν όργανον των Φράγκων Βασιλέων. Ούτως, αν και ο Άγιος Γρηγόριος Τουρώνης ήτο μέγας θαυμαστής του Κασσιανού, του Βασιλείου του Μεγάλου και των πνευματικών των απογόνων εις την Γαλατίαν - Γαλλίαν, δεν καταλάβαινε πράγματι τί ακριβώς έκαναν. Εις την περιγραφήν του της ζωής του Πατρόκλου του ερημίτου, ο Γρηγόριος γράφει ότι "η τροφή του ήτο ψωμί μουσκεμένο σε νερό και ραντισμένο με αλάτι. Τα μάτια του ποτέ δεν έκλεισαν δια ύπνο. Προσηύχετο αδιαλείπτως καί, όταν σταματούσε προς στιγμήν να προσεύχηται, εξώδευε τον χρόνον του διαβάζων ή γράφων". [ 116 ] Ο Γρηγόριος νομίζει ότι δια να προσεύχηται κανείς αδιαλείπτως, θα έπρεπε να μένη τρόπον τινά άγρυπνος αδιαλείπτως. Επίσης, εφ' όσον ο Πάτροκλος ήτο γνωστός ότι εξώδευε τον χρόνον του διαβάζων και γράφων, αυτό σημαίνει δια τον Γρηγόριον ότι έπρεπε να σταματήση να προσεύχηται, δια να ασχοληθή με αυτά. Ο ισχυρισμός του ότι "τά μάτια του Πατρόκλου δεν έκλειναν ποτέ δια ύπνον" είναι εξαιρετικώς απίθανος. Μόνον, όταν ο Πάτροκλος ήτο εις το στάδιον του δοξασμού, δεν εκοιμάτο. Αλλά δεν έτρωγε ψωμί ούτε έπινε νερό και το σπουδαιότερο, κατά την διάρκειαν αυτού του σταδίου εσταματούσε να προσεύχηται (γλώσσαι παύσονται - Α' Κορ. 13, 8). Όταν αυτός δεν ήτο εις αυτό το στάδιον της δόξης, προσηύχετο αδιαλείπτως και όταν ήτο άγρυπνος και όταν εκοιμάτο και όταν εδιάβαζε και όταν έγραφε.
συνεχιζει...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου