Σελίδες

Τρίτη 2 Νοεμβρίου 2010

ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ - Η ΖΩΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ (3)....Ιωάννης Σ. Ρωμανίδης


5) Προφητεύειν και Θεολογείν.

Ό,τι παρετηρήσαμεν έως τώρα είναι ισχυραί ενδείξεις ότι προφητεύειν και γινόμενος κάποιος προφήτης, κατά τον Απόστολον Παύλον, είναι όμοιον, εάν όχι ταυτόν, προς το θεολογείν και γινόμενος κάποιος θεολόγος, κατά την πατερικήν παράδοσιν. Η εξαφάνισις του όρου προφήτης και προφητεία ημπορεί να οφείληται εις την εμφάνισιν του Κανόνος της Καινής Διαθήκης, εις την επικράτησιν των όρων πρεσβύτερος και επίσκοπος και εις την σπανιότητα της εμπειρίας του δοξασμού και ως εκ τούτου του προφήτου, με επακόλουθον την σπανιότητα του χαρίσματος των γλωσσών. Αλλά, αι πραγματικότητες των χαρισμάτων των γλωσσών και του δοξασμού καθ' εαυταί δεν εξηφανίσθησαν και διετηρήθησαν εις την μοναχικήν κίνησιν, η οποία έγινε το κύριον κέντρον αυτής της παραδόσεως, η οποία ετροφοδότει την Εκκλησίαν με τους μητροπολίτας της, αρχιεπισκόπους και τελικώς με επισκόπους επίσης.

Ό,τι αντιμετωπίσαμεν εις το Α' Κορ. 12-14 και ειδικώς εις το Α' Κορ. 14,26 ε., είναι το Αποστολικόν Θεολογικόν σχολείον της Εκκλησίας. Αυτό είναι το σχολείον, εις το οποίον εφοίτησαν οι Πατέρες της Εκκλησίας. Υπενθυμίζομεν το σπουδαιότατον επιχείρημα, το οποίον ο Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος εχρησιμοποίησεν έναντι των Ευνομιανών, ότι να θεολογή τις ή να φιλοσοφή περί Θεού επιτρέπεται μόνον εις εκείνους, οι οποίοι έχουν φθάσει εις θεωρίαν, το οποίον σημαίνει την προσευχήν του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία, δηλαδή την αδιάλειπτον μνήμην του Θεού, η οποία διακόπτεται από καιρού εις καιρόν δια του δοξασμού. Ούτως το να προφητεύη τις ή να θεολογή είναι το να διερμηνεύη την Αγίαν Γραφήν υπό την καθοδήγησιν του χαρίσματος των γλωσσών και να γίνη Προφήτης ή Θεολόγος είναι το να έχη φθάσει κάποιος εις τον δοξασμόν.

Εν τούτοις, αυτή η Θεολογία είναι καθαρώς θεραπευτική και έκφρασις της υγείας. Το να ανέρχεται κανείς εις τον δοξασμόν επάνω εις το άρμα της νοεράς προσευχής είναι η πορεία της θεραπείας και το να φθάση εις τον δοξασμόν είναι η γεύσις της ενάρξεως της υγείας και τελειώσεως. Ταυτοχρόνως αυτός ο δοξασμός είναι η αποκάλυψις "πάσης της αληθείας" υπό του Αγίου Πνεύματος.

Συμφώνως προς τους Πατέρας της Εκκλησίας, οι προφήται επίσης είχαν την αδιάλειπτον προσευχήν, η οποία ήτο η φυσική οδός των προς δοξασμόν. Εν τούτοις, αι εμπειρίαι αύται δεν περιείχον ούτε τα μέλη εις το Σώμα του Χριστού ούτε την μόνιμον κατάργησιν του θανάτου. Αύται δεν ήσαν ακόμη το χάρισμα των γλωσσών της Πεντηκοστής. Ούτως, το τελευταίον χάρισμα περιέχει το προηγούμενον, αλλά ουχί αντιστρόφως. Ούτως, όποιος έχει το τελευταίον γνωρίζει την έννοιαν του προηγουμένου. Αυτός, ο οποίος έχει το χάρισμα των γλωσσών ή νοεράν προσευχήν, αλλά χωρίς δοξασμόν, ημπορεί να εξελιχθή εις την διάκρισιν του προφητικού φρονήματος. Αλλά αυτός, ο οποίος δεν έχει αυτό το χάρισμα, δεν ημπορεί. "Ημείς δε ου το πνεύμα του κόσμου ελάβομεν, αλλά το Πνεύμα το εκ του Θεού, ίνα ειδώμεν τα υπό του Θεού χαρισθέντα ημίν" [ 117 ]

Εντός μιας τοιαύτης συναφείας κάθε χαρισματούχος Κορίνθιος κατά την διάρκειαν των συναθροίσεων ηρμήνευεν ένα ψαλμόν, ή ένα σημείον της διδασκαλίας, ή μίαν εμπειρίαν της αποκαλύψεως, ή είχε κάτι να πή, ή να διερμηνεύση ή να διδάξη περί του χαρίσματος των γλωσσών: [ 118 ] "Προφήται δε δύο ή τρεις λαλείτωσαν, και οι άλλοι διακρινέτωσαν, εάν δε άλλω αποκαλυφθή καθημένω, ο πρώτος σιγάτω. δύνασθε γαρ καθ' ένα πάντες προφητεύειν, ίνα πάντες μανθάνωσι και πάντες παρακαλώνται, και πνεύματα προφητών προφήταις υποτάσσεται, ου γαρ εστιν ακαταστασίας ο Θεός, αλλά ειρήνης". [ 119 ] Με άλλα λόγια, οι προφήται γνωρίζουν την μέθοδον του προφητεύειν. Έτσι κάθε διδασκαλία και ανταλλαγή απόψεων μεταξύ εκείνων, οι οποίοι μελετούν τους προφήτας, αλλά δεν έχουν γίνει ακόμη προφήται, πρέπει να γίνηται υπό την καθοδήγησιν των προφητών. Είναι οι εν Χριστώ δοξασμένοι, οι οποίοι κρίνουν όλους, αλλά δεν κρίνονται από κανένα: "Ο πνευματικός ανακρίνει μεν πάντα, αυτός δε υπ' ουδενός ανακρίνεται, τις γαρ έγνω νουν Κυρίου, ός συμβιβάσει αυτόν; ημείς δε νουν Χριστού έχομεν". [ 120 ] Με άλλα λόγια, οι νόες ή αι διάνοιαι των Αποστόλων και προφητών έχουν γίνει όπως του Χριστού χάριν του δοξασμού αποτέλεσμα του οποίου είναι ότι δεν ζουν πλέον, έχοντες σταυρωθή και έχοντες αποθάνει ως προς την αμαρτίαν, αλλά ζη ο Χριστός "εν αυτοίς". Αυτοί είναι οι κατ' εξοχήν φίλοι του Θεού. [ 121 ]

Ό,τι έχομεν εις το Α' Κορ. 14, 26-33 είναι μία ανταλλαγή εμπειρίας του Αγίου Πνεύματός τινος υπό την καθοδήγησιν των προφητών προς οικοδομήν και αύξησιν κατανοήσεως και τελειώσεως. Αυτή είναι η αποστολική μορφή της δημοσία ενώπιον της εκκλησίας εξομολογήσεως, ως είναι σαφές επίσης από το Α' Κορ. 14, 24, όπου, η προφητεία οδηγεί εις την ανάκρισιν των ιδιωτών και απίστων και την φανέρωσιν των κρυπτών πραγμάτων των καρδιών των. Φαίνεται αρκούντως σαφές ότι η προφητεία του Παύλου και η πατερική αντίληψις της θεολογίας είναι η ιδία. Ο προφήτης και ο θεολόγος μορφούνται δια της καθάρσεως, του φωτισμού και του δοξασμού της καρδίας, εν τω οποίω δοξασμώ η ενέργεια του Αγίου Πνεύματος διαβρώνει την διάνοιαν και τα πάθη, ώστε να μεταβάλη την ιδιοτελή αγάπην εις ανιδιοτελή, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής".

Εκείνο, το οποίον είναι σημαντικόν είναι ότι ο Χριστός, τον Οποίον οι χαρισματούχοι εγνώρισαν δια της εμπειρίας εις τους εαυτούς των και ευκαιριακώς είδον δια του Αγίου Πνεύματος εν τη δόξη του Θεού, είναι ο Ίδιος Χριστός, τον Οποίον εύρον εις την Παλαιάν Διαθήκην εις τον δοξασμόν των Προφητών. Ο Παύλος αποκαλύπτει εις μίαν σύντομον παρατήρησιν την βασικήν δομήν της λατρείας και πίστεως των αποστολικών κοινοτήτων: "Ει γαρ έγνωσαν, ουκ αν τον Κύριον της Δόξης εσταύρωσαν". [ 122 ] Ο τρόπος κατά τον οποίον αυτό το κείμενον παρεμβάλλεται και η μοναδικότης του εις τας επιστολάς του Παύλου σημαίνει ότι είναι το δεδομένον της πίστεως όλων των πιστών. Δεν ημπορεί να υπάρχη αμφιβολία περί της εννοίας, εφ' όσον ολίγον πιο πέρα ο Παύλος λέγει ότι ο Χριστός ήτο Αυτός ο Οποίος ωδήγησε τους Εβραίους κατά την έξοδον από την Αίγυπτον και τους υπεστήριζεν καθ' όσον διέμενον εις την έρημον: "έπινον γαρ εκ πνευματικής ακολουθούσης πέτρας, η δε πέτρα ήν ο Χριστός". [ 123 ] Οι Γαλάται εδέχθησαν τον Παύλον "ως άγγελον Θεού, ως Χριστόν Ιησούν" [ 124 ] - πιθανώς μία σύγκρισις με την φιλοξενίαν του Αβραάμ του Αγγέλου της Δόξης. Ο Παύλος δεν βλέπει τον Χριστόν εις την Παλαιάν Διαθήκην ως κάποιο είδος ουρανίου ή επιγείου Μεσσίου, αλλά ως τον Ίδιον τον Κύριον της Δόξης, ο Οποίος έγινεν ο Μεσσίας δια της Γεννήσεώς Του υπό της Παρθένου.

Το όνομα προφήτης εις την Παύλειον χρήσιν σημαίνει αυτόν, ο οποίος είδε τον ίδιον Κύριον της Δόξης, ως οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης. Αυτό είναι το κλειδί - παράγων εις την εμπειρίαν του χαρίσματος της προφητείας και αποτελεί το κέντρον της λατρείας και σπουδής της Παυλείου συναθροίσεως των χαρισματούχων. Η Αγία Γραφή, την οποίαν εχρησιμοποίουν, είναι η Παλαιά Διαθήκη, εις την οποίαν με μάρτυρα την ιδικήν των εμπειρίαν των γλωσσών, έβλεπεν τον Χριστόν παντού εντός του βίου των προφητών, ως τον Κύριον και Άγγελον της Δόξης. Εάν εδιάβαζον την Παλαιάν Διαθήκην με τας προϋποθέσεις του Αυγουστίνου και των θεολογικών του απογόνων, δεν θα υπήρχον ποτέ ούτε Αρειανοί και Ευνομιανοί, ούτε ιστορικαί Οικουμενικαί Σύνοδοι, όχι, διότι δεν θα υπήρχον αιρετικοί, αλλά, διότι δεν θα υπήρχον ούτε Αρειανοί, Ευνομιανοί και φυσικά ούτε Ορθόδοξοι. Το να θεολογή κανείς περί ενός αφηρημένου μονοθεϊσμού που νομίζει κανείς ότι ευρίσκει εις την Παλαιάν Διαθήκην, ή περί μιας φιλοσοφικής ιδέας του Θεού, είναι ωσάν να κάμη αστρονομίαν κάποιος με την φαντασίαν του αντί με τα τηλεσκόπια υπό την καθοδήγησιν των ειδικών. Εξ αυτής της απόψεως οι Αρειανοί και Ευνομιανοί ανήκον εις την πατερικήν και βιβλικήν παράδοσιν της εμπειρικής θεολογίας, ενώ ο Αυγουστίνος περιεπλανάτο εις το πεδίον του νεοπλατωνικού μυστικισμού και του αφηρημένου μονοθεϊσμού.


Ότι ο Απόστολος Παύλος επίστευεν ότι ο Θεός εν Χριστώ δια του Αγίου Πνεύματος αποκαλύπτει "πάσαν την αλήθειαν" κατά τον δοξασμόν, είναι σαφές από την έκθεσιν της διακρίσεως μεταξύ νηπίου και ανδρός. "Ότε ήμην νήπιος, ως νήπιος ελάλουν, ως νήπιος εφρόνουν, ως νήπιος ελογιζόμην, ότε δε γέγονα ανήρ, κατήργηκα τα του νηπίου. βλέπομεν γαρ άρτι δι' εσόπτρου εν αινίγματι, τότε δε πρόσωπον προς πρόσωπον, άρτι γινώσκω εκ μέρους, τότε δε επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην". [ 125 ] Πηγαίνει κανείς από την παιδικήν ηλικίαν, που ήτο κάτω από τον νόμον, [ 126 ] εις την ανδρικήν δια της πίστεως, έχων το χάρισμα των γλωσσών, εις την οποίαν ο κτιστός νόμος αντικαθίσταται δια του ακτίστου νόμου εν τη καρδία εις την ανθρωπίνην Του φύσιν. Κατά την διάρκειαν αυτού του χρόνου βλέπει κανείς "δι' εσόπτρου εν αινίγματι και γινώσκει εκ μέρους και προφητεύει εκ μέρους". [ 127 ] Ο Παύλος ομιλεί προ εκείνων, οι οποίοι προφητεύουν ως έν αποτέλεσμα του χαρίσματος των γλωσσών. "Όταν δε έλθη το τέλειον, τότε το εκ μέρους καταργηθήσεται... Τότε... επιγνώσομαι καθώς και επεγνώσθην". [ 128 ] Ό,τι λέγει ο Παύλος είναι ότι δεν είναι κανείς προφήτης [ 129 ] μόνον, διότι δια του χαρίσματος των γλωσσών αυτός προφητεύει. Ανωτέρα από την προφητείαν είναι η κατάργησις εν δοξασμώ, η οποία είναι η έλευσις του τελείου, όταν κάποιος "γινώσκεται", καθώς ο Παύλος "επεγνώσθη" υπό του Θεού. Είναι αυτή η εμπειρία, η οποία κάνει Αποστόλους και Προφήτας.

Ότι ο Απόστολος Παύλος θα εταράσσετο εντελώς με την ιδέαν ότι η Εκκλησία ή οδηγείται εις "πάσαν την αλήθειαν" ή εις μίαν καλυτέραν αντίληψιν "πάσης της αληθείας", φαίνεται σαφώς από το ακόλουθον: "Αλλά καθώς γέγραπται, ά οφθαλμός ουκ είδε και ούς ουκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ουκ ανέβη, ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν, ημίν δε ο Θεός απεκάλυψε δια του Πνεύματος αυτού". [ 130 ] Δια τον Παύλον, ο Θεός αποκαλύπτει εις κάθε δοξασμένον "όσα" εκ των "πραγμάτων", "ά ητοίμασεν ο Θεός τοις αγαπώσιν αυτόν". Με άλλα λόγια, "πάσαν την αλήθειαν" [ 131 ] εις την οποίαν θα συμμετάσχουν εκείνοι, οι οποίοι αγαπούν τον Θεόν.

Φαίνεται σαφώς ότι πουθενά εις την Καινήν Διαθήκην δεν ευρίσκομεν την ιδέαν ότι "πάσα η αλήθεια" αποκαλύπτεται εις την Εκκλησίαν, ή ότι η Εκκλησία οδηγείται εις μίαν κατανόησιν "πάσης της αληθείας". "Πάσα αλήθεια", η οποία είναι ο Χριστός, και αποκαλύπτεται δια του Πνεύματός Του ή του Πνεύματος της Αληθείας, εις εκείνους, οι οποίοι δοξάζονται εις το Σώμα Του. Τα άλλα μέλη του Σώματος του Χριστού, οι οποίοι είναι μέλη, διότι έχουν το χάρισμα της προσευχής του Αγίου Πνεύματος αδιαλείπτως εν ταις καρδίαις των, γινώσκουν, ή προφητεύουν, ή θεολογούν εκ μέρους. Είναι αυτοί, οι οποίοι βλέπουν "δι' εσόπτρου εν αινίγματι και γινώσκουν εκ μέρους και προφητεύουν εκ μέρους". [ 132 ] Οι υπόλοιποι εξ εκείνων, οι οποίοι πιστεύουν εις τον Χριστόν είναι νήπιοι υπό τον νόμον. Ότι αυτοί θα έπρεπε να προφητεύουν ή να θεολογούν θα ήτο δια τους Πατέρας κατά την αντιμετώπισίν των με τους λαϊκούς ή τους αιρετικούς, οι οποίοι προσεποιούντο ότι ήσαν Θεολόγοι.

Εφ' όσον θα ήτο ασφαλές να υποθέσωμεν ότι ο προφήτης ήτο εις την σκέψιν του Παύλου αναγκαίον μέλος της δομής του Σώματος του Χριστού [ 133 ] ών ουσιώδες μέρος των θεμελίων του, παραλλήλως με τους Αποστόλους, θα εφαίνετο επίσης να ακολουθή ότι χωρίς αυτούς δεν υπάρχει Εκκλησία. Αυτό φυσικώς είναι αληθές, εφ' όσον εννοήσωμεν ότι το όνομα προφήτης σημαίνει αυτόν, ο οποίος ως οι Απόστολοι έχει την εμπειρίαν του δοξασμού. Ούτως, είτε ονομάζονται προφήται είτε Πατέρες της Εκκλησίας είναι δευτερεύον. Το σπουδαίον είναι ότι εκείνοι με την αδιάλειπτον προσευχήν, οι οποίοι φθάνουν εις δοξασμόν είναι ο κεντρικός πυρήν της Ιεράς Παραδόσεως, εφ όσον χωρίς αυτούς δεν υπάρχει Σώμα Χριστού. Είτε κάποιος έχει τοιούτους Πατέρας εις τας συγκεκριμμένας τοπικάς εκκλησίας, ή εις τα μοναστήρια, δεν αλλάζει το γεγονός ότι αυτοί είναι οι ειδικοί δια την πρόοδον των μελών του Σώματος του Χριστού. Χωρίς αυτούς τα μυστήρια της Εκκλησίας γίνονται έν σύστημα μαγείας. Ο Απόστολος Παύλος δεν λέγει ότι το Σώμα του Χριστού οικοδομείται όντως δια του βαπτίσματος, χρίσματος, θείας ευχαριστίας κ.λ.π., αλλά δια των Αποστόλων και προφητών εννοών Αποστόλους και Πατέρας, οι οποίοι γεννούν πνευματικώς άλλους εν Χριστώ, ετοιμάζοντες αυτούς δια την αποδοχήν της προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν ταις καρδίαις των. Μόνον μέσα εις αυτά τα πλαίσια τα μυστήρια του βαπτίσματος, χρίσματος, θείας ευχαριστίας, ιερωσύνης, εξομολογήσεως, μετανοίας κ.λ.π. δεν είναι μαγεία.

Με τας δεδομένας προϋποθέσεις, αι οποίαι παρουσιάσθησαν εις την μελέτην ταύτην, θα έπρεπε να είναι σαφές διατί, εκτός του Αυγουστίνου, κανείς Πατήρ της Εκκλησίας δεν εφαντάσθη τον εαυτόν του να είναι απησχολημένος εις μίαν δήθεν προσπάθειαν αποπείρας της Εκκλησίας να κατανοή το μυστήριον του Θεού και την Ενσάρκωσιν προοδευτικώς καλύτερα με την πάροδον του χρόνου. Η διατύπωσις του δόγματος δεν έχει καμμίαν σχέσιν με ουδεμίαν προσπάθειαν κατανοήσεως αυτών των μυστηρίων. Όλοι οι Πατέρες συμφωνούν με τον Άγιον Γρηγόριον τον Θεολόγον, αποκαλούμενον ούτως, διότι είχε φθάσει εις τον δοξασμόν, ότι: "Θεόν, φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον". Θεολογία είναι η περί του Θεού γνώσις εν αδιαλείπτω προσευχή και η σπουδή της Γραφής και του Δόγματος. Είναι είς οδηγός προς τον Θεόν εις ένα ωκεανόν προλήψεων και παρανοήσεων περί Αυτού. Αμφότερα καταργούνται εις την θέαν του Χριστού εν τη δόξη του Πατρός Του, δια του Πνεύματος και συγχρόνως μία εμπειρία, η οποία υπερβαίνει ρήματα και νοήματα και εμπνέει ταύτα ρήματα και νοήματα, τα οποία θα οδηγήσουν άλλους εις Αυτόν. Αυτό σημαίνει ότι κάποιος πρέπει να καθορίση μίαν καθαράν διάκρισιν μεταξύ του δόγματος και του μυστηρίου του Θεού. Ο Αυγουστίνος συνέχεε τα δύο και ενόμιζεν ότι δια της αποδοχής του ενός, ημπορούσε να κατανοήση το άλλο δια της πίστεως. Αλλά, ο σκοπός του δόγματος, δεν είναι να γίνη κατανοητόν το μυστήριον αλλά να καταργηθή το δόγμα εν τω μυστηρίω του δοξασμού, ο οποίος είναι υπεράνω της κατανοήσεως, εφ' όσον ο Θεός είναι μυστήριον και παραμένει τοιούτον ακόμη και εις εκείνους, οι οποίοι βλέπουν Αυτόν εν Χριστώ. Ακόμη κανείς κατανοεί το δόγμα, αλλά μόνον, όταν γνωρίζη τον σκοπόν του και δεν το συγχέει με τον Ίδιον τον Θεόν.


Η διατύπωσις του δόγματος εις το Σύμβολον της Πίστεως και εις τους όρους των Τοπικών και Οικουμενικών Συνόδων της Ορθοδόξου Παραδόσεως έχει γίνει εις κάθε μίαν περίπτωσιν μία αντίδρασις προς αίρεσιν και ποτέ έν μέρος μιας προβαλλομένης μεθόδου μεταβολής της μελέτης ή εκείνου του περιφήμου, αλλά μη υπαρκτού όρου θεολογούμενον εις το δόγμα. Οι Πατέρες θεολογούν μέσω της συμμορφώσεως της νοήσεώς των πρός: 1) την αδιάλειπτον προσευχήν των, 2) την Γραφήν εντός της Παραδόσεως των ιδικών των Πατέρων και 3) τον ιδικόν των δοξασμόν, εάν ήτο εις αυτό το στάδιον ή εις τον δοξασμόν των άλλων, αλλά όχι δια της διαλεκτικής.

Δια να κλείσωμεν αυτό το κεφάλαιον σημειώνομεν ότι ο Ωριγένης (περίπου 185-255 μ.Χ.) ταυτίζει την γλωσσολαλίαν της Α' Κορ. με την αδιάλειπτον προσευχήν του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία και βλέπει την παράδοσιν αυτήν ενεργώσαν, εις την Παλαιάν Διαθήκην, εφ' όσον αυτή είναι εκείνη, η οποία αναδεικνύει Προφήτας. Οι Καππαδόκαι Πατέρες δεν δείχνουν σημεία διαφωνίας με τον Ωριγένην επ' αυτού, έως εκεί που ήτο δυνατόν να εξακριβώσω. Κατά την εποχήν του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου (344-407), όμως η παράδοσις, η οποία είχεν επικρατήσει εις ωρισμένους κύκλους της Αντιοχείας ήτο, ότι η γλωσσολαλία ήτο το χάρισμα, το οποίον είχον οι απόστολοι να ομιλούν τας γλώσσας των λαών, τους οποίους ευηγγελίζοντο. Ουχ ήττον όμως, τούτο το χάρισμα των γλωσσών προϋπέθετε ότι συνώδευε το χάρισμα της αδιαλείπτου προσευχής, την οποίαν συμφώνως προς τον Χρυσόστομον, ο Παύλος αναφέρει εις την Α' Κορ. 14, 14-16. Ο Άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας (375-444) φαίνεται ότι ακολουθεί μίαν μέσην οδόν σχετικώς με την γλωσσολαλίαν του Παύλου, εφ' όσον σημειώνει, καθώς και ημείς ετονίσαμεν, ότι "ουδείς ακούει". ετονίσαμεν, ότι "ουδείς ακούει". [ 134 ] Αυτός δεν φαίνεται τόσον βέβαιος, όσον ο Χρυσόστομος ότι αυτό σημαίνει ότι ουδείς κατανοεί. Είναι σαφές ότι αυτή η προδιάθεσις ήτο αρκούντως ανεπτυγμένη ότι οι Απόστολοι ευρίσκοντο εις έν τοιούτον πνευματικόν επίπεδον μόνοι τους, ώστε, εν συγκρίσει με τα ιδικά των χαρίσματα, τα επιζώντα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος εις την Εκκλησίαν να θεωρώνται κατώτερα. Ό,τι είναι σπουδαίον, όμως, δια τον σκοπόν αυτής της εργασίας είναι ότι το χάρισμα καθ' εαυτό της αδιαλείπτου προσευχής εν τη καρδία και ο δοξασμός (θέωσις) ποτέ δεν έπαυσαν να θεωρώνται ως ο πυρήν της παραδόσεως από την εποχήν των προφητών της Παλαιάς Διαθήκης.



6) Συνέπεια και συμπεράσματα.

1) Φαίνεται ότι δια να είμεθα συνεπείς με την Παύλειον, πρώϊμον χριστιανικήν και πατερικήν κατανόησιν του Ιησού Χριστού, ως Ζωής του Κόσμου, θα εχρειάζετο να πλησιάση κάποιος το θέμα από την πλευράν της εμπειρικής θεολογίας, η οποία υπερκαλύπτει τας θεραπευτικάς επιστήμας. Πιθανώς, ημπορεί τις μεθοδολογικώς να ξεχωρίση την εμπειρίαν της προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία από το ενδιαφέρον δια την μετά θάνατον ζωήν, με σκοπόν της εξετάσεως αυτού του φαινομένου εις συσχέτισιν με εκείνας τας επιστήμας τας συγγενείς με την ιατρικήν επιστήμην. Η ύπαρξις της νοητικής ενεργείας και η λειτουργία της ή μή, δεν ημπορεί να αφορά μόνον τους θεολόγους. Αληθώς, η θεραπεία της κάνει την παράδοσιν, η οποία γνωρίζει πώς να επιτύχη αυτή την θεραπείαν, περισσότερον θετικήν επιστήμην από την ψυχιατρικήν εις την σύγχρονον μορφήν της. Εις κάθε περίπτωσιν η υπόθεσις της επανενώσεως της χριστιανοσύνης πρέπει να επιτευχθή δια της λήψεως επιστημόνων ασχολουμένων με την εξέτασιν αυτής της προσεγγίσεως. Θα δυνάμεθα να σημειώσωμεν ότι ούτε η Βίβλος ούτε οι Πατέρες θεωρούν τον δοξασμόν ως εμπειρίαν μόνον δια την μετά θάνατον ζωήν. Κανονικοί θεραπευταί είναι εκείνοι, οι οποίοι, όχι μόνον έχουν την αδιάλειπτον προσευχήν του Αγίου Πνεύματος εν ταις καρδίαις των, αλλά, οι οποίοι επίσης είχον την εμπειρίαν του δοξασμού εις αυτήν την ζωήν. Αυτοί είναι οι κύριοι φορείς της παραδόσεως της θεραπείας της νοητικής ενεργείας, δηλαδή του νοός.

2) Αυτό σημαίνει ότι η παράδοσις των Προφητών, Αποστόλων και Πατέρων, δεν είναι πολύ διαφορετική από την παράδοσιν των συγχρόνων επιστημονικών εταιριών. Αι υποθέσεις και θεωρίαι δεν ημπορούν να χωρισθούν από την παράδοσιν της εμπειρικής επαληθεύσεως. Η ιατρική δεν ημπορεί να χωρισθή από την διάγνωσιν και θεραπείαν. Η διάγνωσις και θεραπεία δεν ημπορούν να μετατραπούν εις τελετουργικάς πράξεις, αι οποίαι δεν επιφέρουν την αποκατάστασιν εξακριβωμένης υγείας. Κατά τον ίδιον τρόπον, τα μυστήρια και η λειτουργία δεν ημπορούν να χωρισθούν από την κάθαρσιν και τον φωτισμόν του νοός, ούτε ημπορεί η πίστις, η προσευχή, η θεολογία και το δόγμα να χωρισθούν από την εμπειρικήν επιβεβαίωσιν της αδιαλείπτου προσευχής του Αγίου Πνεύματος εν τη καρδία και από τον δοξασμόν.

3) Εις την πραγματικότητα, όμως η πίστις, η προσευχή, η θεολογία και το δόγμα αφ' ενός και τα μυστήρια και η λειτουργία αφ' ετέρου έχουν χωρισθή από την διάγνωσιν και θεραπείαν της ασθενείας του νοός. Τούτο συνέβη, όχι μόνον εκτός της Ορθοδόξου Παραδόσεως, αλλά συμβαίνει επίσης και εντός αυτής. Αληθώς, είς τινας περιπτώσεις αυτό συνέβη εις ευρεία τμήματα των συνοδικών εκκλησιών και δια μακρόν χρόνον, όταν ο παραδοσιακός ή πατερικός μοναχισμός έχει ή είχε δι' ένα διάστημα καταπιεσθή ή τεθή εις το περιθώριον.

4) Ημπορεί κανείς εύκολα να διακρίνη από την σχέσιν μεταξύ του φωτισμού και δοξασμού ή δόγματος και μυστηρίου ότι υπάρχει πολλή ευρύτης δια την ανάπτυξιν των νοητικών και γλωσσολογικών μέσων χρησιμοποιουμένων να βοηθήσουν εις την προετοιμασίαν τινός να δεχθή το χάρισμα της αδιαλείπτου προσευχής και της ενδιαθέτου πίστεως, δια να γίνη ναός του Αγίου Πνεύματος και μέλος του Σώματος του Χριστού. Αλλά αυτή η νοητική και γλωσσολογική ανάπτυξις δεν είναι σημείον βαθυτέρας κατανοήσεως. Η υψίστη κατανόησις είναι η συμμετοχή εις τον δοξασμόν, ο οποίος υπερβαίνει την κατανόησιν. Η Πεντηκοστή ουδέποτε είναι υπερβατή και πάντοτε είναι ενεργός εις τον φωτισμόν και τον δοξασμόν. Ούτε ο φωτισμός ούτε ο δοξασμός ημπορούν να καθιδρυθούν. Η ταυτότης της εμπειρίας του φωτισμού και δοξασμού μεταξύ των χαρισματούχων δεν συνεπάγεται ακριβή ταυτότητα εις την δογματικήν διατύπωσιν, ειδικώς όταν οι χαρισματούχοι είναι γεωγραφικώς χωρισμένοι δια μακράν χρονικήν περίοδον. Αλλά, όταν συναντώνται ευκόλως συμφωνούν δια την ομοιομορφίαν της δογματικής διατυπώσεως της ταυτοσήμου πνευματικής εμπειρίας των. Η μεγάλη ώθησις δια την ταυτόσημον δογματικήν διατύπωσιν εδόθη κατά την διάρκειαν της εποχής, κατά την οποίαν ο χριστιανισμός έγινεν η επίσημος θρησκεία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και διηυκόλυνε την ανάγκην της κυβερνήσεως να διακρίνη τους γνησίους θεραπευτάς από τους κομπογιαννίτας, κατά τον ίδιον τρόπον, κατά τον οποίον αι κυβερνητικαί υπηρεσίαι έχουν την ευθύνην να διακρίνουν τα γνήσια μέλη της ιατρικής επιστήμης από τους κομπογιαννίτας και τους πρακτικούς ιατρούς των πρωτογόνων φυλών δια την προστασίαν των πολιτών των. Η ορθόδοξος θεραπευτική επιστεύετο ότι είναι και αληθώς έν επιβεβαιούμενον και επαληθεύσιμον φαινόμενον.

5) Η βιβλική παράδοσις, όπως διεφυλάχθη από τους πατέρας δεν ημπορεί να ταυτισθή ή να υποβιβασθή εις ένα σύστημα ηθικών διδαγμάτων ή χριστιανικής ηθικής. Είναι μάλλον είς θεραπευτικός ασκητισμός, ο οποίος δεν πτοείται από κανένα βαθμόν της ασθενείας της καρδίας ή του νοός, ει μη από την τελείαν πώρωσίν των. Το να λάβη κανείς την μορφήν αυτού του ασκητισμού χωρίς την καρδίαν και τον πυρήνα του και να τον εφαρμόση εις σύστημα ηθικών διδαγμάτων δια την προσωπικήν και κοινωνικήν ηθικήν είναι ως να παρουσιάση μίαν κοινωνίαν πουριτανών υποκριτών, οι οποίοι πιστεύουν ότι αυτοί έχουν μίαν ειδικήν απαίτησιν δια την αγάπην του Θεού χάριν της ηθικής των, ή του προορισμού των, ή αμφοτέρων. Αι εντολαί του Χριστού δεν ημπορούν να τηρηθούν δια τινος αποφάσεως δια πράξιν ή δια τινος εμπιστοσύνης εις το ότι είναι εκλεκτοί. Ένας άνθρωπος με σπασμένα πόδια δεν ημπορεί να τρέξη εις αγώνα, αν και τόσον πολύ το επιθυμεί. Ημπορεί να το κατορθώση μόνον όταν έχουν θεραπευθή τα πόδια του και έχουν επανέλθει εις ανταγωνιστικόν βαθμόν δυνάμεως. Κατά τον ίδιον τρόπον, κάποιος δεν ημπορεί να τηρήση τας εντολάς, εκτός αν υποστή την κάθαρσιν και τον φωτισμόν του νοός και φθάση εις το κατώφλιον του δοξασμού.

6) Η πατερική προσέγγισις εις το θέμα της Γενικής Συνελεύσεως του ΠΣΕ εις το Βανκούβερ το 1983, περιγράφεται εις αυτήν την εισήγησιν, θα έπρεπε να είναι μία σαφής ένδειξις ότι η προσοχή θα έπρεπε επίσης να στραφή εις μίαν προσεκτικήν μελέτην της ταυτότητος της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης, εις τον θεραπευτικόν ασκητισμόν και εις τον Χριστο-κεντρισμόν των. Αυτό ημπορεί να αποδειχθή το κλειδί δια τον διάλογον με τους Εβραίους. Ο Χριστός εις την Παλαιάν Διαθήκην δεν είναι ο Μεσσίας, αλλά ο Άγγελος του Κυρίου και της Μεγάλης Βουλής, ο Κύριος της Δόξης. Δεν είναι κάποιος Μεσσίας, ο οποίος εξυψώθη εις Θεότητα υπό του αρχαίου χριστιανισμού. Αντιθέτως, ήτο ο Κύριος της Δόξης, ο Οποίος έγινεν άνθρωπος δια της γεννήσεώς Του από την Παρθένον Μαριάμ και ούτως έγινε Μεσσίας.

7) Ουδέποτε εις την ιστορίαν η Ορθόδοξος Παράδοσις εξέλαβεν ότι οι πιστοί είναι μία κοινωνία μυημένων, οι οποίοι δεν ευθύνονται δια την κοινωνίαν γενικώς. Αντιθέτως, ο Ορθόδοξος Χριστιανισμός εισεχώρησεν εις κάθε άποψιν της κοινωνίας, ειδικώς δια του θεραπευτικού ασκητισμού, εις τον οποίον συμμετείχον αυτοκράτορες, δημόσιοι υπάλληλοι, στρατιωτικοί, διανοούμενοι, έμποροι, αγρόται, εργάται, νέοι και γέροι ομοίως, οι οποίοι έβλεπον τον μοναχισμόν ως κέντρον ασκήσεως της τελειώσεως των θεραπευτών των.


8) Το ενδιαφέρον της Ορθοδόξου Παραδόσεως δι' όλας τας όψεις της Κοινωνίας, τον πολιτισμόν και τας πολιτιστικάς εκδηλώσεις επίσης προέρχεται από την συναίσθησιν ότι όλοι οι άνθρωποι όχι μόνον έχουν νοεράν ενέργειαν αλλ' επίσης την άκτιστον δόξαν, ή χάριν, ή βασιλείαν του Θεού εντός αυτών, αν και αυτά είναι εις χαμηλήν ή σχεδόν μίαν ανενεργόν μορφήν εξ αιτίας των ασθενειών του νοός και της υποδουλώσεώς του εις την λογικήν, τα πάθη και το περιβάλλον, με επακόλουθον την επικράτησιν του φόβου, του άγχους και εξω-πραγματικών αντιλήψεων. Οι Ορθόδοξοι επίσης ενεργούν υπό την αντίληψιν ότι 1) ο Ίδιος ο Θεός ενεργεί αμέσως εις κάθε άνθρωπον, ανεξαρτήτως των εσφαλμένων πεποιθήσεών του και της θεραπευτικής καταστάσεως, 2) αγαπά όλα τα δημιουργήματα με την ιδίαν αγάπην και 3) όλοι θα ίδουν την άκτιστον δόξαν του Χριστού, μερικοί ως φώς, άλλοι ως πυρ και σκότος εξώτερον, αναλόγως εάν αι καρδίαι των έχουν φωτισθή ή πωρωθή.

9) Δεν υπάρχει άλλη ένωσις με τον Χριστόν από αυτήν, η οποία επιτυγχάνεται δια της καθάρσεως, του φωτισμού, και του δοξασμού εις την παρούσαν ζωήν. Η ορατή δομή της Εκκλησίας είναι και η έκφρασις της ενώσεως και ο εγγυητής ότι όλοι αυτοί, οι οποίοι επιθυμούν, ημπορούν να προχωρήσουν εις αυτήν την θεραπείαν προσφερομένην δια του Χριστού μέσω των αγίων Του.

10) Τα κριτήρια δια την επανένωσιν των διηρημένων Χριστιανών δεν ημπορούν να είναι διάφορα από εκείνα, δια την ένωσιν των συνδέσμων των επιστημόνων. Οι αστρονόμοι θα ετρόμαζον με την ιδέαν ότι θα έπρεπε να ενωθούν με τους αστρολόγους. Οι τελευταίοι θα έπρεπε να γίνουν αστρονόμοι, δια να γίνουν αποδεκτοί. Τα μέλη ενός συγχρόνου ιατρικού συνδέσμου θα ήσαν έξ ίσου τρομαγμένα με την υπόδειξιν ότι θα έπρεπε να γίνουν έν σωματείον, με τους κομπογιαννίτας και τους πρακτικούς ιατρούς των πρωτογόνων φυλών. Κατά τον ίδιον τρόπον οι Πατέρες θα ετρόμαζον με την ιδέαν δια μίαν ένωσιν μεταξύ της παραδόσεώς των και των εκκλησιών, αι οποίαι έχουν μικράν ή καθόλου κατανόησιν περί της θεραπείας της καθάρσεως, του φωτισμού και του δοξασμού και έχουν θέσει την καθιδρυματικήν αυθεντίαν εις τας χείρας των κομπογιαννιτών. Το πρόβλημα της ενώσεως απλοποιείται μόνο του εις την επιτυχίαν των εκκλησιών να παράγη τα αποτελέσματα, δια τα οποία υποτίθεται ότι υπάρχει. "Μακάριοι οι καθαροί τη καρδία, ότι αυτοί τον Θεόν όψονται". [ 135 ]



ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[ 1 ] Ομιλία η οποία εξεφωνήθη κατά την διάρκειαν του Π.Σ.Ε. Ορθόδοξον Συμβούλιον εις την Δαμασκόν, 5-9 Φεβρουαρίου 1982 και εδημοσιεύθη εις το Xenia Ecumenica, αρ. 39, σελ. 232-275, Helsinki, 1983. Η μετάφρασις δημοσιεύθη εις το "Γρηγόριος ο Παλαμάς", αφιέρωμα εις τον Παναγιώτατον Μητροπολίτην Θεσσαλονίκης κ.κ. Παντελεήμονα Β'.

[ 2 ] Α' Κορ. 13,8-10.

[ 3 ] Έξ. 3, 14.

[ 4 ] Έξ. 3, 6.

[ 5 ] Μεγάλου Αθανασίου, Κατά Αρειανών 3,12-14. "Ει γαρ μη ήν ενότης και ίδιον της του Πατρός ουσίας γέννημα ο Λόγος, ως το απαύγασμα του φωτός, αλλά διειστήκει τη φύσει του Πατρός (77), ήρκει τον πατέρα δούναι μόνον, ουδενός των γενητών επικοινωνούντος προς τον πεποιηκότα εν τοις διδομένοις, νυν δε η τοιαύτη (78) δόσις δείκνυσι την ενότητα του Πατρός και του Υιού. Ουκ αν γούν εύξαιτό τις λαβείν παρά του Θεού (79) και των αγγέλων, ή παρά τινος των άλλων κτισμάτων, ουδ' αν είποι τις, Δώη σοι ο Θεός και ο άγγελος (80), αλλά παρά Πατρός και του Υιού δια την ενότητα και την ενοειδή δόσιν. Δια γαρ του Υιού ενεργεί ο Πατήρ, ούτω γαρ και ο λαβών ασφαλή την χάριν έχει. Ει δε ο πατριάρχης Ιακωβ, ευλογών τους εγγόνους Εφραίμ και Μανασσή έλεγεν. Ο Θεός ο τρέφων με εκ νεότητός μου έως της ημέρας ταύτης, ο άγγελος ο ρυόμενός με (81) εκ πάντων των κακών, ευλογήσαι τα παιδιά ταύτα, ου των κτισθέντων και την φύσιν αγγέλων όντων ένα συνήπτε (83) τω κτίσαντι αυτούς Θεώ, ουδέ αφείς τον τρέφοντα αυτόν Θεόν παρ' αγγέλου την ευλογίαν ήτει τοις εγγόνοις, αλλ' ειρηκώς. Ο ρυόμενός με εκ πάντων των κακών, έδειξε μη των κτισθέντων τινά αγγέλων, αλλά τον Λόγον είναι του Θεού, όν τω Πατρί συνάπτων ηύχετο, δι' ου και ούς εάν θέλη ρύεται ο Θεός. Τούτον γαρ και μεγάλης βουλής Άγγελον του Πατρός ειδώς καλούμενον, ουκ άλλον ή αυτόν (84) είναι ευλογούντα, και ρυόμενον εκ των κακών έλεγεν. Ου γαρ αυτός μεν παρά Θεού ηξίου ευλογείσθαι, τους δε εγγόνους ήθελε παρ' αγγέλου, αλλ' όν αυτός παρεκάλει λέγων, Ου μη σε αποστείλω, εάν μη με ευλογήσης (Θεός δε ήν ούτος, ως αυτός φησιν. Είδον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον), τούτον ευλογήσαι και τους υιούς του Ιωσήφ (85) ηύχετο. Αγγέλου μεν ουν ίδιον το διακονείν τη του Θεού προστάξει, πολλάκις δε και προπορεύεται εκβάλλειν (86) τον Αμορραίον, και πέμπεται φυλάξει τον λαόν εν τη οδώ, αλλά και ταύτα ουκ έστιν αυτού, του δε προστάξαντος και αποστείλαντος αυτόν Θεού, ου και το ρύεσθαι έστιν, ούς αν αυτός θελήση ρύεσθαι (87), δια τούτο ουκ άλλος ή αυτός Κύριος ο Θεός ο οφθείς είπεν αυτώ, και ιδου εγώ μετά σού, διαφυλάσσων σε εν τη οδώ πάση, ου αν πορευθής και ουκ άλλος, αλλά πάλιν ο Θεός ο οφθείς επέσχε του Λάβαν την επιβουλήν, κελεύσας αυτώ μη λαλήσαι πονηρά τω Ιακώβ, και αυτός δε ουκ άλλον ή τον Θεόν παρεκάλει λέγων, Εξελού με (88) εκ χειρός του αδελφού μου Ησαύ, ότι φοβούμαι αυτόν, και γαρ και ταις γυναιξίν ομιλών έλεγεν, ότι (89) ουκ έδωκεν ο Θεός τω Λάβαν κακοποιήσαί με.
Δια τούτο και ο Δαβίδ ουκ άλλον ή αυτόν τον Θεόν παρεκάλει περί του ρυσθήναι. Προς σέ, Κύριε, εν τω θλίβεσθαί με, εκέκραξα, και επηκουσάς μου, Κύριε, ρύσαι την ψυχήν μου από χειλέων αδίκων, και από γλώσσης δολίας, τούτω και την χάριν ανατιθείς ελάλησε (90) και τους λόγους της ωδής εν τω επτακαιδεκάτω ψαλμώ εν ή ημέρα ερρύσατο αυτόν ο Κύριος εκ χειρός πάντων των εχθρών αυτών, και εκ χειρός Σαούλ, και είπεν, Αγαπήσω σε, Κύριε, η ισχύς μου, Κύριος στερέωμά μου και καταφυγή μου, και (91) ρύστης μου. Ο δε Παύλος, πολλούς διωγμούς υπομείνας, ουκ άλλω ή τω Θεώ ηυχαρίστει λέγων, Εκ πάντων (92) με ερρύσατο ο Κύριος, και ρύσεται, εις όν ηλπίκαμεν, και ουκ άλλος δε ή ο Θεός ηυλόγησε τον Αβραάμ και τον Ισαάκ, και ο Ισαάκ δε επευχόμενος τω Ιακώβ (93) έλεγεν. Ο Θεός μου ευλογήσαι σε, και αυξήσαι σε και πληθυνεί σε, και έση εις συναγωγάς εθνών, και δώη σοι την ευλογίαν Αβραάμ του πατρός μου. Ει δε ουκ άλλου τινός εστι το ευλογείν και το ρύεσθαι (94), ή του Θεού, και ουκ άλλος τις ήν ο ρυόμενος τον Ιακώβ ή αυτός ο Κύριος, τον δε ρυόμενον αυτόν ο πατριάρχης επεκαλείτο επί τους εγγόνους (95), δήλόν εστιν, ως ουκ άλλον εν τη ευχή συνήπτε τω Θεώ ή τον τούτου Λόγον, όν δια τούτο και άγγελον εκάλεσεν, ότι μόνος αυτός εστιν ο αποκαλύπτων τον Πατέρα, Όπερ και ο Απόστολος εποίει λέγων, Χάρις υμίν και ειρήνη από Θεού Πατρός ημών και Κυρίου Ιησού Χριστού, ούτω γαρ και ασφαλής (96) ήν η ευλογία δια το αδιαίρετον του Υιού προς τον Πατέρα, και ότι μία και η αυτή εστιν η διδομένη χάρις. Κάν γαρ ο Πατήρ δώη, δια του Υιού και εν τω Υιώ παρέχων. Ευχαριστώ γαρ φησί ο Απόστολος γράφων Κορινθίοις, τω Θεώ μου πάντοτε περί υμών επί τη χάριτι του Θεού (98) τη δοθείση υμίν εν Χριστώ Ιησού. Τούτο δε και επί φωτός και απαυγάσματος αν τις ίδοι, και γαρ όπερ φωτίζει το φώς, τούτο το απαύγασμα καταυγάζει, όπερ δε και φωτός εστίν ο φωτισμός. Ούτω και βλεπομένου του Υιού, βλέπεται ο Πατήρ ως απαύγασμα, ούτως ο πατήρ και ο Υιός έν εισι.
Τούτο δε επί των γενητών και κτισμάτων (99) ουκ αν τις είποι. Ούτε γάρ, εργαζομένου του Πατρός, εργάζεταί τις αυτά των αγγέλων, ή άλλος τις των κτισμάτων, ουδέν γαρ τούτων ποιητικόν αίτιόν εστιν, αλλά των γινομένων εισίν, άλλως τε και κεχωρισμένοι, και διεστηκότες (1) του μόνου, και άλλο την φύσιν όντες, και έργα τυγχάνοντες, ούτε άπερ εργάζετο ο Θεός, δύναται εργάζεσθαι, ούτε, καθά προείπον, χαριζομένου του Θεού, συγχαρίζεσθαι, ούτε βλεπομένου αγγέλου, είποι αν τις εωρακέναι τον Πατέρα. Άγγελοι μεν γάρ, ως γέγραπται, λειτουργικά πνεύματά εισιν εις διακονίαν αποστελλόμενοι (2), και τας παρ' αυτού δια του λόγου δωρεάς διδομένας απαγγέλλοντές εισι τοις λαμβάνουσι. και αυτός δε ο άγγελος, ορώμενος, ομολογεί απεστάλθαι παρά του Δεσπότου, ως επί Ζαχαρίου ο Γαβριήλ, και επί της Θεοτόκου Μαρίας ο αυτός (3) ωμολόγησε. και ο βλέπων δε αγγέλων οπτασίαν οίδεν, ότι τον άγγελον είδε, και ου τον Θεόν".


[ 6 ] Αυτόθι, 3, 12.

[ 7 ] Β' Κορ. 3, 15.

[ 8 ] Έξ. 3, 2.

[ 9 ] Έξ. 3, 6.

[ 10 ] Ησ. 9, 6.

[ 11 ] Ιω. 1, 2. Μ. Βασιλείου, Ανατρεπτικός του Απολογητικού του δυσσεβούς Ευνομίου Β', 18.

[ 12 ] Γρηγορίου Νύσσης, Κατά Ευνομίου 11, 3.

[ 13 ] Έξ. 33, 15, 34, 9.

[ 14 ] Έξ. 33, 17.

[ 15 ] Έξ. 3, 2.

[ 16 ] Κατά Ευνομίου 11, 3.

[ 17 ] 'Ιω. 14, 2-2.

[ 18 ] Πράξ. 2, 3-4.

[ 19 ] Ιω. 16, 13.

[ 20 ] Ιω. 17, 24.

[ 21 ] Θεολογικός Λόγος, 2, 3.

[ 22 ] Θεολογικός Λόγος, 2, 4.

[ 23 ] Ιω. 16, 11, 16-33.

[ 24 ] Ιω. 16, 27.

[ 25 ] Ιω. 15, 14-15.

[ 26 ] Β' Κορ. 1, 22, 5, 5, Εφ. 1, 14.

[ 27 ] Δια το Μυστήριον του Σταυρού, την δικαίωσιν και την καταλλαγήν, βλέπε το Προπατορικόν Αμάρτημα, Αθήνα, 1957, σελ. 60-91, ειδικώς υποσ. 82.

[ 28 ] Ματθ. 5, 8.

[ 29 ] Κορ. 14, 14 κ.ε.

[ 30 ] Γαλ. 4, 6-7.

[ 31 ] Α' Κορ. 14, 2.

[ 32 ] Α' Κορ. 14, 6.

[ 33 ] Α' Κορ. 14, 5.

[ 34 ] Β' Κορ. 3, 15.

[ 35 ] Ιω. 14, 23.

[ 36 ] Α' Ιω. 4, 18.

[ 37 ] Επιστ. 2.

[ 38 ] Δευτ. 6, 7.

[ 39 ] Θεολογικός Α', 5.

[ 40 ] Αυτόθι Α', 3.

[ 41 ] Α' Κορ. 13, 8-9.

[ 42 ] Αυτόθι.

[ 43 ] Α, Κορ. 13, 12.

[ 44 ] Β' Κορ. 3, 7 κ.ε.

[ 45 ] Α' Κορ. 13, 8.

[ 46 ] Γαλ. 3, 26-27.

[ 47 ] Γαλ. 4, 6-7.

[ 48 ] Γαλ. 3, 21.

[ 49 ] Α' Κορ. 13, 5.

[ 50 ] Ιω. 14, 2-3.

[ 51 ] Ιω. 14, 16-17.

[ 52 ] Ιω. 14, 20.

[ 53 ] Ιω. 14, 19.

[ 54 ] Ιω. 14, 21.

[ 55 ] Ιω. 14, 23.

[ 56 ] Ιω. 14, 26.

[ 57 ] Ιω. 15, 26-27.

[ 58 ] Ιω. 16, 13-16.

[ 59 ] Ιω. 17, 24.

[ 60 ] Ιω. 16, 5-7.

[ 61 ] Ιω. 29, 29.

[ 62 ] Ιω. 20, 29.

[ 63 ] Πράξ. 1, 5, πρβλ. Ματθ. 3, 12.

[ 64 ] Πράξ. 2, 3-4.

[ 65 ] Πράξ. 9, 18, 22, 16.

[ 66 ] Πράξ. 19, 5-6.

[ 67 ] Πράξ. 10, 44-47.

[ 68 ] Πράξ. 11, 17.

[ 69 ] Α' Κορ. 14, 16.

[ 70 ] Α' Κορ. 4, 14-15.

[ 71 ] Α' Κορ. 1, 14-16.

[ 72 ] Α' Κορ. 12, 13.

[ 73 ] Α' Κορ. 12, 30.

[ 74 ] Α' Κορ. 12, 28.

[ 75 ] Α' Κορ. 14, 18-19.

[ 76 ] Α' Κορ. 14, 15.

[ 77 ] Εφεσ. 5, 18-20.

[ 78 ] Α' Κορ. 12, 18, 29.

[ 79 ] Α' Κορ. 14, 1, 5.

[ 80 ] Αντικατεστάθησαν αι δύο παράγραφοι με δύο άλλας παραγράφους κατά παράκλησιν του συγγραφέως.

[ 81 ] Α' Κορ. 14, 5.

[ 82 ] Α' Κορ. 14, 13-19.

[ 83 ] Α' Κορ. 14, 17.

[ 84 ] Α' Κορ, 14, 16.

[ 85 ] Α' Κορ. 14, 10-11.

[ 86 ] Α' Κορ. 14, 2.

[ 87 ] Α' Κορ. 14, 6.

[ 88 ] Α' Κορ. 14, 24-25.

[ 89 ] Α' Κορ. 12, 10.

[ 90 ] Α' Κορ. 14, 22.

[ 91 ] Α' Κορ. 11, 30.

[ 92 ] Ρωμ. 12, 1-2.

[ 93 ] Ρωμ. 7, 23.

[ 94 ] Ρωμ. 7, 25, 8, 1-2.

[ 95 ] Ρωμ. 8, 10.

[ 96 ] Ρωμ. 8, 14-16.

[ 97 ] Ρωμ. 8, 26-27.

[ 98 ] Ρωμ. 8, 9.

[ 99 ] Γαλ. 3, 24.

[ 100 ] Γαλ. 3, 26-27, 6-7.

[ 101 ] Γαλ. 3, 28.

[ 102 ] Α' Κορ. 11, 3.

[ 103 ] Α' Κορ. 14, 3.

[ 104 ] Α' Κορ. 14, 4.

[ 105 ] Α' Κορ. 14, 31.

[ 106 ] Α' Κορ. 14, 34-36.

[ 107 ] Πράξ. 2, 17.

[ 108 ] Α, Κορ. 12, 28.

[ 109 ] Α, Κορ. 12, 26-28.

[ 110 ] Α' Κορ. 13, 5.

[ 111 ] Α' Κορ. 13, 8.

[ 112 ] Α' Κορ. 13, 10-12.

[ 113 ] PG 95, 300ΑΒ,

[ 114 ] Κεφ. 3.

[ 115 ] Collationes Χ, 10.

[ 116 ] Ιστορία των Φράγκων, 5, 10.

[ 117 ] Α' Κορ. 2, 12.

[ 118 ] Α' Κορ. 14, 26.

[ 119 ] Α' Κορ. 14, 29-33.

[ 120 ] Α' Κορ. 2, 15-16.

[ 121 ] Γαλ. 2, 18-20.

[ 122 ] Α' Κορ. 2, 8.

[ 123 ] Α' Κορ. 10, 1-5.

[ 124 ] Γαλ. 4, 14.

[ 125 ] Α ' Κορ. 13, 9-12.

[ 126 ] Γαλ. 3, 24,

[ 127 ] Α' Κορ. 13, 9-12.

[ 128 ] Α' Κορ. 13, 10-12.

[ 129 ] Α' Κορ. 12, 29.

[ 130 ] Α' Κορ. 2, 9-10.

[ 131 ] Ιω. 16, 13.

[ 132 ] Α' Κορ. 13, 12.

[ 133 ] Εφεσ. 2, 19-22, 5-6, 4, 11-13, Α ' Κορ. 12, 28.

[ 134 ] Α' Κορ. 14, 2.

[ 135 ] Ματθ. 5, 8.

http://www.romanity.org/

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου