Σελίδες

Σάββατο 6 Οκτωβρίου 2018

7 Οκτωβρίου της Αγίας Ταρσώς δια ΧΝ Σαλής,



Απολυτίκιον Αγίας Ταρσώς δια ΧΝ Σαλής

Ήχος δ΄ :Ταχύ προκατάλαβε

Μωρίαν εκούσιον δια Χριστόν τον Θεόν
επόθησας πάνσεμνε και ακλινεί λογισμώ
Αυτώ ηκολούθησας, όθεν σοφώς βιώσασα
εν μονή Κερατέας, έσχες διακονούντας τους αγγέλους Οσία
Ταρσώ παναοίδιμε, πρέσβευε υπέρ των τιμώντων σε.


Μια  από  τις  παλιές  μοναχές  της  μονής,  η  αδελφή  Θεονύμφη,  είχε  προσέλθει  στην  μονή  το  1948  λίγους  μήνες   πριν  την  Ταρσώ.  Έζησαν  μαζί  πολύ  χρονικό  διάστημα,  ως  δόκιμες  στον  ξενώνα.  Μου  διηγήθηκε  η  ίδια  ότι  πάντα  την  απασχολούσε  το  μυστήριο  που  έκρυβε  η  Ταρσώ.  Ποτέ  δεν  κοιμήθηκε  ξαπλωμένη,  αλλά  πάντα  καθήμενη  στο  πάτωμα  του   δωματίου  που  έμεναν  οι  δόκιμες,    κι αργότερα  στα  χωράφια  κοντά  στο  πατητήρι  του  μοναστηριού.  Είχε  κάνει  εντύπωση  σε όλες,  ότι  δεν  δεχόταν  να  πλησιάσει  τους  συγγενείς  της  όταν  την  επισκέπτονταν,  αλλά  τους  έλεγε  να  αφήσουν  τα  πράγματα  που  της  έφερναν  και  να  φύγουν,  φοβούμενη  μήπως  την  πάρουν  από  το  μοναστήρι. Ενώ  ήταν  πάντα  καθαρή,  παρόλο  που  έκανε  πολλές  δουλειές,  ποτέ  δεν  την  είδαν  να  πλένει  ή  να  απλώνει  ρούχα,  και  έλεγαν  μεταξύ  τους  ότι  μάλλον  πηγαίνει  στην  θάλασσα  και  τα  πλένει.  Εκείνη  την  εποχή  η  παραλία  ήταν  εντελώς  ερημική.

 Κάποια  νύκτα  που  έπιασε  δυνατή  νεροποντή  και  το  νερό  είχε  ανεβεί  ψηλά  ώστε  να  μπαίνει  στην  κουζίνα  του  ξενώνα,  η  αδελφή  Θεονύμφη  μη  μπορώντας  να  πάει  ούτε  λίγα  βήματα  έξω  για  να  βγάλει  τα  νερά  από  την  κουζίνα,  θυμήθηκε  την  Ταρσώ  που  έμενε  έξω  στα  χωράφια  και  άρχισε  να  ανησυχεί  έντονα  γι`αυτήν.  Σε  λίγη  ώρα  που  μετριάστηκε  η  βροχή,  Την  βλέπει  ξαφνικά  να  μπαίνει  στο  δωμάτιο  κουκουλωμένη  με  ένα  κομμάτι  αδιάβροχο   και  να  βαδίζει  κατευθείαν  στην  γωνιά  της  και  όπως  πάντα  κάθησε  κατάχαμα  (στην  συνηθισμένη  στάση,  κόντρα  στον  τοίχο),  χωρίς  να  πεί  λέξη.  Η  αδελφή  χάρηκε  που  την  είδε  κι  άρχισε  να  την    παρατηρεί,   διαπιστώνοντας  με  έκπληξη  πως  ήταν  στεγνή  κι ούτε  στα  παπούτσια  δεν  είχε  βραχεί!!!  Ακόμη  ούτε  πατημασιές  υπήρχαν  στο  δωμάτιο!  Άρχισε  λοιπόν  να  της  ρωτάει   με  θαυμασμό:
-       Ταρσούλα  μου  που  ήσουν;  ανησύχησα  πολύ !
-       «Κύριε  Ιησού  Χριστέ  ελέησον  ημάς!»
-       Μα  πώς…δεν  βράχηκες;
-       «Κύριε  Ιησού  Χριστέ  ελέησον  ημάς!»
-       Αχ  Ταρσούλα  μου…
-       «Κύριε  Ιησού  Χριστέ  ελέησον  ημάς…»
      
  Αρκετά  χρόνια  μετά  την  κοίμησή  Της,  είδε  το  εξής  όνειρο:
Βρισκόταν  έξω  από  την  μονή,  σε  άγνωστο  υπαίθριο  τοπίο.  Εκεί  που  περπατούσε  βλέπει  ξαφνικά  κάποιαν  άγνωστη  ντυμένη  με  ένα  μακρύ  φόρεμα  αστραφτερό  σαν  από  κρύσταλλο  και  στο  κεφάλι  φορούσε  ένα  μεγάλο  σαρίκι  με  κόκκινες  κορδέλες  και  σταυρούς,  σαν  του  Αγίου  Ιωάννου  του  Δαμασκηνού.  Η  άγνωστη  την  κάλεσε  να  την  ακολουθήσει  :  «Έλα  πάμε!»  κι  αμέσως  κατάλαβε  από  την  φωνή  ότι  ήταν  η  Ταρσώ.  Βρέθηκαν  να  βαδίζουν  στον  αέρα  πάνω  από  μια  άβυσσο  και  η  αδ.  Θεονύμφη  άρχισε  να  βάζει  λογισμούς  ότι  μάλλον  πέθανε  και  η  ψυχή  της  ακολουθούσε  την   Ταρσώ.  Τότε  Την  άκουσε  να  της  λέει  «μη  βάζεις  τέτοιους  λογισμούς,  δεν  πέθανες  ακόμη!».  Κάποια  στιγμή  της  είπε  να  σταματήσει  εκεί  γιατί  είχε  κάποια  αποστολή  να  εκτελέσει.  Να  στείλει  δώρα  στους  κεκοιμημένους!

Βλέπει  λοιπόν  την   Ταρσώ  να  φορτώνει  δέματα  σε  ένα  άρμα  όπως  του  προφήτου  Ηλιού,  τα  οποία  έπαιρνε από  ένα  μεγάλο  σωρό  εκεί  κοντά.  Είχε  σχεδόν  γεμίσει  το  άρμα,  όταν  στην  αδελφή  Θεονύμφη    γεννήθηκε  η  επιθυμία  να  μπορούσε  να  έστελνε  κι  αυτή  κάτι  στην  μητέρα  της,  που  είχε  κοιμηθεί  πριν  από  χρόνια.  Τότε γύρισε  η  Ταρσώ  προς  το  μέρος  της,  την  κοίταξε  για  μια  στιγμή  στα  μάτια  και  φορτώνοντας  ένα   δέμα  στο  παϊτόνι  είπε  δυνατά  «αυτό  είναι  για  την  μητέρα  σου» .  Σκέφτηκε  μετά  να  μπορούσε  να  έστελνε  και  για  την  Νονά  της  που  είχε  κοιμηθεί  πρόσφατα  σε  ηλικία  105  ετών.  Βλέπει  πάλιν  την  Ταρσώ  να  παίρνει  ένα  μικρότερο  δέμα  αρκετά  περιποιημένο  και  να  της  λέγει:  «αυτό  καλό  είναι  για  την  νονά  σου;».  Μετά  της  λέγει:
-  Κατέβα  τώρα  να  γυρίσεις  πίσω.
-  Φοβάμαι!…πώς  θα  κατέβω  από  τόσο  ψηλά;  Δεν  θα  με  πάρεις  μαζί  σου; 
-  Όχι  ακόμη…
Και  κοιτάζοντας  κάτω,  ξύπνησε  ευρισκόμενη  σε  μεγάλη  ψυχική  ευφορία  και  χαρά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου