"...«Πρὶν ἀπὸ λίγα χρόνια, εἶπε, ἤρθανε στὴν Πάρο
κάποιοι κυνηγοὶ ἀπὸ τὸν Εὔριπο (Εὔβοια) γιὰ νὰ κυνηγήσουνε ἐλάφια κι᾿ ἄλλα ἀγρίμια,
κ᾿ ἕνας ἀπ᾿ αὐτούς μου εἶπε τούτη τὴ γλυκύτατη ἱστορία: Μιὰ μέρα, μοῦ εἶπε, ἦρθα
σ᾿ αὐτὸ τὸ νησὶ μὲ κάποιους συντρόφους γιὰ νὰ κυνηγήσουμε, ὅπως τώρα. Ἐγὼ
χώρισα ἀπὸ τοὺς ἄλλους καὶ πῆγα νὰ προσκυνήσω στὴν ἐκκλησιὰ τῆς Παναγίας.
Μπαίνοντας μέσα, εἶδα μέσα σ᾿ ἕνα λάκκο λίγα λουμπινάρια, δηλαδὴ λούπινα, ποὺ
κάνει πολλὰ τοῦτος ὁ τόπος. Εἶπα μέσα μου μήπως βρίσκεται στὸ νησὶ κανένας ἅγιος
ἀσκητής, καὶ κοίταξα στὅνα καὶ στἄλλο μέρος τῆς ἐκκλησιᾶς.
Ἐκεῖ ποὺ κοίταζα, βλέπω στὸ δεξιὸ μέρος τῆς Ἁγίας Τράπεζας ἕνα
κομμάτι ψιλὸ πανὶ σὰν τὴν τσίπα τῆς ἀράχνης, ποὺ τὸ σάλευε ὁ ἀγέρας, καὶ θέλησα
νὰ πάγω κοντύτερα γιὰ νὰ δῶ καλὰ τί ἤτανε. Μὰ ἄκουσα μία φωνὴ ποὺ μοὖλεγε:
«Στάσου, ἄνθρωπε, μὴν πλησιάσης, γιατὶ εἶμαι μία γυναίκα γυμνή, καὶ
ντρέπουμαι». Ἐγὼ ἀπὸ τὸ φόβο μου θέλησα νὰ φύγω, γιατὶ τὰ μαλλιὰ τῆς κεφαλῆς
μου σηκωθήκανε σὰν τ᾿ ἀγκάθια, κ᾿ ἔτρεμα ἀπὸ τὸ φόβο μου.
Μὰ στάθηκα, καὶ σὰν ἦρθα λίγο στὰ συγκαλά μου, τὴ ρώτησα ποιὰ
ἤτανε κι᾿ ἀπὸ ποῦ; Κ᾿ ἐκείνη μοῦ εἶπε: «Ρίξε μου, σὲ παρακαλῶ, κανένα ροῦχο νὰ
σκεπαστῶ, κ᾿ ἔπειτα θὰ σοῦ πῶ ὅ,τι εἶναι θέλημα Θεοῦ νὰ μάθης». Τότε τῆς ἔριξα
τὸ πανωφόρι μου, κι᾿ ἀφοῦ τὸ φόρεσε, πρῶτα ἔκανε τὸ σταυρό της καὶ τὴν προσευχή
της, γιὰ νὰ μὴ νομίσω πὼς εἶναι κανένα φάντασμα, κ᾿ ὕστερα ἦρθε κοντά μου. Ἐγὼ
σὰν εἶδα ἕνα τέτοιο θέαμα, ἔφριξα. Γιατὶ ἔβλεπα μὲν πὼς ἤτανε γυναίκα, ἀλλὰ δὲν
ἔμοιαζε μὲ ἄνθρωπο, ἐπειδὴ δὲν εἶχε ἀπάνω της σάρκα ὁλότελα, παρὰ μοναχὰ τὸ
πετσὶ μὲ τὰ κόκκαλα, κι᾿ αὐτὸ μαῦρο κι᾿ ἄσκημο. Οἱ τρίχες τῶν μαλλιῶν της ἤτανε
κάτασπρες, καὶ τὸ πρόσωπό της ἀλλαγμένο, δίχως ὕλη ὁλότελα, σὰν ἴσκιος ἀπὸ ἄνθρωπο.
Κι᾿ ἀπὸ τὸν πολὺ τὸ φόβο μου ἔπεσα χάμω προύμυτος, καὶ τὴν παρακαλοῦσα νὰ μὲ
βλογήση. Καὶ κείνη σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ μάτια της κ᾿ ἔκανε προσευχὴ
μυστικά, κ᾿ ὕστερα μοῦ εἶπε: «Ὁ Θεὸς νὰ σὲ ἐλεήση, ἄνθρωπε τοῦ Θεοῦ, ποὺ Ἐκεῖνος
σὲ ὡδήγησε σὲ μένα τὴν τιποτένια, γιὰ νὰ σοῦ ἱστορήσω τὴ ζωή μου.
Μάθε λοιπὸν πὼς εἶμαι ἀπὸ ἕνα χωριὸ τῆς Μυτιλήνης λεγόμενο
Μήθυμνα, καλογραῖα τὴν τάξη, Θεοκτίστη τὸ ὄνομα. Καὶ τὸν καιρὸ ποὺ ἤμουνα
μικρή, τελευτήσανε οἱ γονιοί μου. Τότε ἐγὼ ἐπῆγα σ᾿ ἕνα γυναικεῖο μοναστήρι καὶ
κουρεύθηκα μοναχή. Καὶ σὰν ἤμουνα δεκαοχτὼ χρονῶν, εἶχα πάει τὸ Πάσχα στὸ χωριό
μου γιὰ νὰ δῶ μία ἀδελφὴ ποὺ εἶχα παντρεμένη. Καὶ τὴν ἴδια νύχτα ἤρθανε οἱ Ἄραβες
ἀπὸ τὴν Κρήτη καὶ σκλαβώσανε ὅλους τους χωριανούς μου, καὶ μαζί τους κ᾿ ἐμένα.
Καὶ βάζοντάς μας στὰ καράβια τους, φύγαμε ἀπὸ κεῖ καὶ φτάξαμε σὲ τοῦτο τὸ νησί.
Σὰν ἀράξαμε, ὁ ἀρχηγὸς τοὺς ὁ Νίσσυρης πρόσταξε νὰ μᾶς βγάλουνε ἔξω, γιὰ νὰ
λογαριάση πόσα ἀξίζαμε. Ἐγὼ τότε ἔκανα πὼς δίψασα καὶ πὼς πῆγα νὰ πιῶ, κι᾿ ἀφοῦ
ξεμάκρυνα ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἐμπῆκα στὸ δάσος καὶ περπάτησα μὲ τόση βία, ποὺ
καταξέσκισα τὰ πόδια μου ἀπὸ τὶς πέτρες κι᾿ ἀπὸ τὰ ξύλα. Στὸ τέλος, ἔπεσα χάμω
σὰν πεθαμένη, μὴν μπορώντας νὰ σταθῶ ὄρθια ἀπὸ τοὺς πόνους. Τὸ πρωί, εἶδα τοὺς
Σαρακηνοὺς νὰ φεύγουν, κι᾿ ἀπὸ τὴ χαρά μου ξέχασα τοὺς πόνους.
Εἶναι τώρα τριανταπέντε χρόνια καὶ περισσότερο ποὺ κατοικῶ ἐδῶ,
κι᾿ ἡ τροφή μου κατὰ πρῶτο ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ κ᾿ ἡ βοήθεια τῆς Παναγίας Θεοτόκου,
καὶ κατὰ δεύτερο τὰ λουμπινάρια καὶ τὰ χόρτα. Κ᾿ ἐπειδὴ ξεσκισθήκανε τὰ ροῦχα
μου καὶ λιώσανε, μὲ ντύνει καὶ μὲ σκεπάζει ἡ δύναμη τοῦ Θεοῦ, ποὺ κυβερνᾶ καὶ
κρατᾶ τὰ πάντα».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια ἡ ἁγία, εὐχαρίστησε τὸ Θεὸ καὶ ἡσύχασε
λίγο. Ὕστερα, μοῦ εἶπε πάλι: «Ὅσα ἔπαθα ὡς τὰ σήμερα, σοῦ τὰ διηγήθηκα μὲ
βραχυλογία, ἄνθρωπε. Ἀλλὰ σὲ παρακαλῶ νὰ μοῦ κάνης τούτη τὴ χάρη, γιὰ τὸν
Κύριο. Ξεύρω πὼς θἄρθης κι᾿ ἄλλη φορὰ μὲ τοὺς συντρόφους σου γιὰ νὰ κυνηγήσετε.
Λοιπόν, σὰν ξανἄρθετε, πὲς σὲ κανέναν ἱερέα νὰ μοῦ φέρη μία μερίδα ἀπὸ τὸ
δεσποτικὸ Σῶμα γιὰ νὰ κοινωνήσω, καὶ μὴν πῆς σὲ κανέναν ἄλλον τίποτα γιὰ μένα».
Ἀφοῦ εἶπε αὐτὰ τὰ λόγια, μοῦ ἔδωσε τὴν εὐχή της, κ᾿ ἐγὼ τῆς ἔδωσα
ὑπόσχεση νὰ κάνω ὅσα μου παράγγειλε. Ὕστερα, τῆς ἔκανα μετάνοια, κ᾿ ἔφυγα.
Σὲ λίγον καιρό, ἤρθαμε πάλι ἐδῶ, ὅπως εἶχε πῆ ἡ ἁγία, καὶ τῆς
ἐφέραμε τὰ ἅγια Μυστήρια. Ἀλλὰ δὲν τὴ βρήκαμε, ἢ γιατὶ εἶχε πάει σὲ κανένα ἄλλο
μέρος τοῦ νησιοῦ, ἢ γιατὶ κρύφθηκε ἐπειδὴ ἤτανε κι᾿ ἄλλοι μαζί μου, καὶ δὲν ἤθελε
νὰ τὴ δοῦνε. Σὰν φύγανε ὅμως οἱ ἄλλοι συντρόφοι μου γιὰ νὰ κυνηγήσουνε, βλέπω τὴν
ἁγία μπροστά μου, φορεμένη τὸ ροῦχο ποὺ τῆς εἶχα δώσει. Σὰν εἶδε τὰ ἅγια
Μυστήρια ποὺ βαστοῦσα, ἔπιασε κ᾿ ἔκλαιγε ἀπὸ τὴ χαρά της. Καὶ σὰν κοινώνησε, εἶπε:
«Νῦν ἀπολύεις τὴν δούλην Σου, Δέσποτα, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοί μου τὸ σωτήριόν
Σου. Τώρα ποὺ ἔλαβα τὴν ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν μου, ἂς πάγω ὅπου προστάξει ἡ
παντοδυναμία Σου».
Αὐτὰ εἶπε, κι ἀφοῦ σήκωσε τὰ χέρια της καὶ τὰ κράτησε ὑψωμένα
πολλὴ ὥρα, ἔκανε τὴν προσευχὴ τῆς νοερά. Κ᾿ ἐγὼ ἀφοῦ ἐπῆρα τὴν εὐχή της, ἔφυγα.
Καθίσαμε στὸ νησὶ λίγες μέρες καὶ κάναμε καλὸ κυνήγι. Καὶ πρὶν
νὰ φύγουμε, γύρισα πάλι στὴν ἐκκλησία, γιὰ νὰ πάρω τὴν εὐλογία τῆς ἁγίας
Θεοκτίστης, γιὰ βοήθειά μου στὸ ταξίδι μας. Ἀλλά, μπαίνοντας μέσα στὴ
ρεπιασμένη ἐκκλησιά, τὴν εἶδα νὰ κείτεται νεκρή, στὸν τόπο ποὺ τὴν εἶχα βρῆ
πρωτύτερα, μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια, καὶ τυλιγμένη μὲ τὸ φόρεμα ποὺ τῆς εἶχα
δώσει.
Τότε ἔπεσα καταγῆς, κλαίγοντας καὶ καταφιλώντας ἐκεῖνο τ᾿ ἁγιασμένο
καὶ παρθενικὸ καὶ ἄσπιλο λείψανο. Ἔπειτα βγῆκα ἔξω καὶ φώναξα τοὺς συντρόφους μου,
κι᾿ ἀφοῦ ἀνάψαμε κεριὰ καὶ λιβάνια καὶ ψάλλαμε τὴ νεκρώσιμη ἀκολουθία, τὴ
θάψαμε στὸν ἴδιο τόπο ποὺ τὴ βρήκαμε»."
ο βίος της Aγίας από τον Φώτη Κόντογλου.