ΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΗΘΟΣ ΤΟΥ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ
Δρ. Δρ. Χρήστος Αθαν. Τερέζης
Πρώην Κοσμήτωρ του Πανεπιστημίου Πατρών
Εισαγωγικά
Ένα από τα βασικά προβλήματα που παρουσιάζονται στον χώρο τής ιστορικής μελέτης, αναλυτικής διείσδυσης και κριτικής είναι η απουσία τού ερευνητή (ή τού ερασιτέχνη αναγνώστη) από τα προς θεώρηση γεγονότα. Η απουσία αυτή έχει αναντιλέκτως ως αποτέλεσμα να μην γίνεται με τον δέοντα αντικειμενικό τρόπο η ανάγνωση των ιστορικών συμβάντων. Το πρόβλημα αυτό με ιδιαίτερη άνεση υπερβαίνεται ως προς πλείστες λεπτομέρειές του όταν ο αφηγητής είναι αυτόπτης μάρτυς των όσων εξιστορεί. Πρόκειται για ένα κεφαλαιώδες πλεονέκτημα, καθότι η συγχρονική κλίμακα του ιστορικού με το ιστορούμενο γεγονός αποφέρει την προσωπική διαλεκτική αναμέτρησή του με τις όποιες ποικίλες αρθρώσεις τού αντικειμένου τής αναφοράς του, σχέση η οποία συντελεί στην αμεσότητα της ανάλυσης ή και της ερμηνείας. Και αυτή η αμεσότητα συνιστά το εφαλτήριο για την πιο ουσιαστική γνώση των γεγονότων, τόσο κατά πλάτος όσο και κατά βάθος. Επιπλέον, ο εν λόγω ιστορών ενδεχομένως να μετέχει όχι μόνον ως εμπειρικός αναγνώστης αλλά και ως δρών πρόσωπο στις εσωτερικές διαθέσεις, στα κίνητρα και στις προοπτικές των φορέων και των εκτελεστών τής περιγραφόμενης ιστορικής πράξης. Και συνιστά αναμφισβήτητο δεδομένο ότι μία πράξη πάντοτε εκδιπλώνεται σύμφωνα με τα συνειδητά ή τα ασυνείδητα σχήματα ενός ατόμου ή μίας συλλογικότητας, σε σχέση με μία ανάγκη ή με μία διεκδίκηση ή με μία προοπτική.
Η Επανάσταση του 1821 αποτελεί για τον Νέον Ελληνισμόν ένα γεγονός αφετηριακής τάξης, και όχι μόνον πολιτικού, οικονομικού και κοινωνικού ενδιαφέροντος. Είναι η σύνθετη εκείνη πράξη διά τής οποίας προσλαμβάνει εφαλτήριο συμπύκνωσης και τέλεσης η προσδοκία τεσσάρων αιώνων η εμφορούμενη από την αλύτρωτη επιθυμία των υποδούλων Ελλήνων. Με την εν λόγω Επανάσταση οντοποιείται η συλλογική ανάγκη ενός λαού να αποκαταστήσει την διασαλευθείσα τάξη τού ιστορικού γίγνεσθαι. Πλείστες πραγματείες έχουν συνταχθεί για τις παραμέτρους της εκδήλωσής της, με το ερμηνευτικό και με το αξιολογικό κριτήριο να είναι διάχυτα. Ο αυθεντικός όμως ερευνητής –ακόμη και ανεπαισθήτως ως προς την εν λόγω δυνατότητά του– είναι ο βιώσας το γεγονός που έλαβε χώρα, ο διαρκώς πάσχων για την πραγμάτωσή του. Και το πλεονέκτημα για την μελέτη τής Ελληνικής Επαναστάσεως είναι ότι έχουν διασωθεί πλείστα κείμενα αγωνιστών της, στα οποία με κάθε αμεσότητα εκφράζεται η ουσία της, τόσο ως σύλληψη όσο και ως διαδικασία, με το τελολογικό παράδειγμα να είναι σε ορισμένες περιπτώσεις εμφανές.
***
Το κείμενο των Ἀπομνημονευμάτων τού Ιωάννη Μακρυγιάννη με την αγνή γλώσσα του και το αυθεντικό ύφος του, είναι ένα από τα σπουδαιότερα πεζογραφικά κείμενα της νεοελληνικής ιστορικής και συγχρόνως λογοτεχνικής παραγωγής[1]. Θα ηδύνατο να υποστηριχθεί ότι ανήκει στην κατηγορία εκείνων των κειμένων τα οποία χαρακτηρίζουν ή ακόμη και σφραγίζουν την πνευματική κληρονομιά ενός λαού. Παρόλο που ο ίδιος δεν είχε περατώσει εγκύκλιες σπουδές, εντούτοις διηγούμενος τα γεγονότα τής Επαναστάσεως και εκθέτοντας τις γενικότερες ούτως ειπείν ερμηνευτικές προσεγγίσεις του εκφράζει το πνεύμα τής Ορθοδοξίας όπως ακριβώς εβιώθη από την απλότητα της ψυχής των υποδούλων Ελλήνων. Και είναι το έργο του πράγματι ένα επίτευγμα θεολογικό, διότι σε πλείστες αρθρώσεις τής εκτύλιξής του προσεγγίζει τις θεματολογίες του λειτουργικά και υπό το πρίσμα τής αμεσότητας, ως προς την προθετικότητα και την αναφορικότητα, των σχέσεων. Η αμεσότητα αυτή το καθιστά απολογητικό όχι βεβαίως υπό την επιστημονική θεώρηση αλλά ως εκφράζον την αποκεκαλυμμένη αλήθεια μέσα από την εμπειρία των ανθρώπων ως πιστών και ως μετεχόντων στα κεφαλαιώδη τού βίου. Πρόκειται για την παράμετρο εκείνη που βιώνει και επιδιώκει να ανανεώνει η Ορθοδοξία. Οι έννοιες που χρησιμοποιεί στο έργο του ο Μακρυγιάννης δεν είναι αφηρημένες και τυπικολογικά σχηματοποιημένες, αλλά είναι εντεταγμένες στο σώμα τού λαού ως εκ βαθέων εσωτερικότητες, ο οποίος τις εκφράζει και τις πραγματώνει σε μία πεποικιλμένη κλίμακα επιλογών και αναφορών.
Στον πρόλογο των Ἀπομνημονευμάτων του διατυπώνει την ακόλουθη οριστική και αξιωματικής τάξης κανονιστική πρόταση: «Χωρίς αρετή και πόνο εις την πατρίδα και πίστη εις την θρησκεία τους έθνη δεν υπάρχουν» (τόμ. Α΄, σελ. 16). Ήδη εξαρχής αποκαλυπτικά φέρει επί σκηνής με ρητόν τρόπο τις απόψεις του, οι οποίες εκφράζουν τα βιώματα και ως πεποιθήσεις τού ελληνικού λαού για όσα θεωρεί ως κεφαλαιώδη για την σύνταξη ενός εθνικού οργανισμού. Οι χρησιμοποιούμενες λέξεις παραπέμπουν σε συγκεκριμένες πραγματικότητες και δεν έχουν ένα ιδεολογικό επίχρισμα, οι οποίες ορίζουν τον «χώρον» εντός τού οποίου λαμβάνει την σύνθετη υπόστασή του το άτομο, είτε μεμονωμένο είτε συλλογικώς. Η πατρίς και η θρησκεία στην συνείδηση του Μακρυγιάννη δεν αποτελούν έννοιες που θα έχουν σχέση ως ποιότητες του ανθρώπου, με συμβατικές κοινωνικοπολιτικές συγκείμενες φατριαστικού ή ανταγωνιστικού χαρακτήρα. Ο Μακρυγιάννης όμως δεν αρκείται στην ως άνω επισήμανση, αλλά την διευρύνει και αξιωματικά εκ νέου υποστηρίζει: «Η πατρίδα τού κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το πάν» (τόμ. Α΄, σελ. 18). Η εδώ πρόταση είναι σαφούς μαξιμαλιστικής τάξης. Δεν αποτελούν δηλαδή συμβεβηκότα τα ως άνω προβαλλόμενα ως αξιακά σχήματα για έναν άνθρωπο και ευρύτερα για τον λαόν, αλλά είναι η προϋπόθεση για την ύπαρξή του. Η συνειδητοποίηση μάλιστα όλης αυτής τής κατάστασης έχει ως επακόλουθο την καθολική αφοσίωση στην ανάδειξή της. Και ο στρατηγός προεκτείνει σε προσωπική κλίμακα «… και εργαζόμουν διά την πατρίδα μου και θρησκεία μου να την δουλέψω ‘λικρινώς, καθώς την δούλεψα, να μην με ειπή κλέφτη και άρπαγον, αλλά να με ειπή τέκνο της και εγώ μητέρα μου». Η αφοσοιωση όμως αυτή δεν νοείται εκτός τής αγάπης, σύνδεση αναφορικότητας την οποία κηρύσσει απερίφραστα ο Μακρυγιάννης: «Και όσο αγαπώ την πατρίδα μου δεν αγαπώ άλλο τίποτας» (τόμ. Β΄, σελ. 47), με συνέπεια, στο κορυφαίο επίπεδο των αναφορών του, να κινείται με όρους αποκλειστικότητας,
Εφόσον λοιπόν η πατρίς και η θρησκεία είναι τόσον συνυφασμένες μεταξύ τους και με το σώμα τού λαού που τις βιώνει και τις εκφαίνει, προκύπτει ως αποτέλεσμα η κοινή πορεία τους μέσα από την ιστορική πραγματικότητα προς τον επιδιωκόμενο στόχο τού λατρευτικού συνόλου τής Εκκλησίας, και των πιστών και των αγίων. Γράφει ο κορυφαίος αυτός αγωνιστής για ένα γεγονός τής παιδικής ηλικίας του: «Έγινα ως δεκατεσσάρων χρονών και πήγα εις ένα πατριώτη μου εις Ντεσφίνα… Στάθηκα με εκείνον μιάν ημέρα. Ήταν γιορτή και πανηγύρι τού Αγιαννιού. Πήγαμεν εις το πανηγύρι· μόδωσε το τουφέκι του να το βαστώ. Εγώ θέλησα να το ρίξω, ετσακίστη. Τότε μ’ έπιασε σε όλον τον κόσμο εμπρός και με πέθανε εις το ξύλον. Δεν μ’ έβλαβε το ξύλο τόσο, περισσότερον η ντροπή του κόσμου. Τότε όλοι τρώγαν και πίναν κι εγώ έκλαιγα. Αυτό το παράπονον δεν εύρα άλλον κριτή να το ειπώ να με δικαιώση, έκρινα εύλογον να προστρέξω εις τον Άγιο Γιάννη, ότι εις το σπίτι μου μόγινε αυτήν η ζημιά και η ατιμία. Μπαίνω την νύχτα μέσα στην εκκλησία του και κλειώ την πόρτα κι αρχινώ τα κλάματα με μεγάλες φωνές και μετάνοιες· “τί είναι αυτό οπούγινε σ’ εμέναν, γομάρι είμαι να με δέρνουν;” Και τον περικαλώ να μου δώση άρματα καλά και ασημένια και δεκαπέντε πουγγιά χρήματα και εγώ θα του φκιάσω μεγάλο καντήλι ασημένιον. Με τις πολλές φωνές κάμαμεν τις συμφωνίες με τον Άγιον» (τόμ. Α΄, σελ. 22). Αυτή η συμφωνία ή αυτός ο διάλογος μεταξύ τού Μακρυγιάννη και του Αϊ- Γιάννη εγγράφετο ακριβώς στην κοινωνία μεταξύ θείου και ανθρώπου, μία αμοιβαιότητα που εξασφαλίζει σε όλο το σώμα τής Εκκλησίας το συμπορεύεσθαι. Πρόκειται για μία διαδρομή που βεβαιώνει αποκαλυπτικά τον εσωτερικό σύνδεσμο, την ενότητα και την οικουμενικότητα της μίας και καθολικής Εκκλησίας. Και αυτή η εκκλησιαστική οικουμενικότητα ως ένα από τα κατεξοχήν χαρακτηριστικά τής πίστης ευρίσκεται σε μία αδιαίρετη ενότητα με την εθνική υπόσταση, πορευόμενες και οι δύο διαχρονικά μέσα από συγκεκριμένες, αλλά και παραλλάσσουσες μεταξύ τους, ιστορικές μεταβάσεις.
Και οι επί τού διαμειβόμενου ζητήματος προεκτάσεις τού Μακρυγιάννη είναι συναρπαστικές σε ανοίγματα: «Τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζή, και σοφοί και αμαθείς και πλούσιοι και φτωχοί και πολιτικοί και στρατιωτικοί και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι, όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομεν να ζήσωμεν εδώ. Το λοιπόν δουλέψαμε όλοι μαζή, να την φυλάμεν και όλοι μαζή και σα να μη λέγει ούτε ο δυνατός “εγώ” ούτε ο αδύνατος. Ξέρεις πότε θα λέγη ο καθείς “εγώ”; Όταν αγωνιστή μόνος του και φκιάση ή χαλάση να λέγη “εγώ”· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε “εμείς”. Είμαστε εις το “εμείς” και όχι εις το “εγώ”. Και εις το εξής να μάθωμεν γνώση, αν θέλωμεν να φκιάσωμεν χωριόν, να ζήσωμεν όλοι μαζή» (τόμ. Β΄, σελ. 172). Στο ανωτέρω αξιολογικό αλλά και διαπιστωτικό εδάφιο συναντάται ο γνήσιος ορθόδοξος χριστιανός, ο απλός εκείνος που έχει συνδέσει την πίστη του και την αρετή του με το όλον σώμα τής Εκκλησίας και δεν τις έχει καταστήσει ατομικές επιδιώξεις. Είναι το πρόσωπο που προβάλλει την μετάβαση από το «εγώ» στο «εμείς», με έναν τρόπο που δηλοί το πώς υπερβαίνεται το άτομο και καθίσταται πρόσωπο. Η ρωμαλέα οικουμενικής τάξης ρήση τού Αποστόλου Παύλου: «Οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδέ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδέ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν οὐκ θῆλυ· πάντες γάρ ὑμεῖς εἷς ἔστε ἐν Χριστῷ Ἰησού» (Προς Γαλάτας, 3, 28) αναβιώνει δυναμοκρατικά στην συνείδηση του Μακρυγιάννη, υπό τούς όρους διά των οποίων προσλαμβάνει τα αιτήματα της επικαιρότητας.
Ο νεοέλληνας αγωνιστής δεν αρκείται όμως στα ανωτέρω. Η συμφωνία την οποία τελεί με τον Αϊ-Γιάννη παρουσιάζει προεκτάσεις, λαμβάνει μία εσχατολογική αναφορά και αποκτά έναν όλο και αναπτυσσόμενο δεσμό με την αιωνιότητα. Η πίστη του στην παρουσία τού Θεού εκδηλώνεται τόσο εκ βαθέων, ώστε το όποιας υφής έργο του να λαμβάνει χαρακτήρα δοξολογικόν. Ανεξάντλητη είναι η αναφορά του στον Θεόν, ενώ θεωρεί ότι το σύνολο του υπαρκτού εξαρτάται από την πρόνοιά Του, η οποία και το έχει δημιουργήσει. Συγχρόνως, ότι η ίδια παρεμβαίνει με προσωπικές εκδηλώσεις στην ιστορία, συντελούσα ώστε το θέλημά Του να αρθρώνεται με καίριες διεισδύσεις στην πορεία της. Τα επιμέρους κείμενα είναι άκρως ενδεικτικά: «Ο Θεός ούτε του ενός κέφι θα κάμη, ούτε αλλουνού τον δόλον. Ό,τι είπε αυτός, ο δίκαιος βασιλέας, εκείνο θα γενή». Σε μίαν άλλη αποστροφή του αναφερόμενος στον Καποδίστρια γράφει: «Ότι η δυστυχισμένη πατρίδα είναι ατυχής από την κυβένησιν αρχή ως τώρα. Ο Θεός ας την κυβερνήση και σωθή κατά τούς αγώνες της». Και σε μίαν έξαρση συγκατάβασης εύχεται: «… κι ο Θεός συγχωρέση τους αίτιους και σ’ αυτόν να δώσουνε λόγο», «ο Θεός ας τους συγχωρέση εκείνους όπου αδίκησαν και να μας φωτίζη εις το καλό», «ότι διά τις θυσίες των αγωνιστών ο Θεός τούς βράβεψε» (τόμ Β΄, σελ. 33). Επίσης, σε μία ποιητική αναφορά του προς την Πατρίδα, όπου διατυπώνει λόγον για την ατυχία της διότι κυβερνάται από αναξίους, κορυφώνει το εκφραστικό ύφος ως προς τα κεφαλαιώδη: «Μόνος ο Θεός, μόνος ο αληθινός αυτός και δίκαιος κυβερνήτης σε κυβερνεί και σε διατηρεί ακόμα!» (τόμ. Β΄, σελ. 70). Και η υμνολογία του βαθμιαία φθάνει στην αποθέωσή της αναφερόμενος στα σχετικά με την διεκδίκηση του Συντάγματος: «Ετούτο το Σύνταμα όπου αποχτήσαμεν δεν είναι ανθρώπινον έργον, είναι του Θεού, όπου αποφάσισε να λευτερώσει αυτό το δυστυχισμένο έθνος από τις αδικίες των εγωιστών» (τόμ. Β΄, σελ. 125). Υπό μίαν ανοικτή θεώρηση, θα υποστηρίζαμε ότι με τις ανωτέρω ρήσεις καταγράφεται ό,τι ορίζεται ως πολιτική θεολογία. Από εκεί οδηγείται ο Μακρυγιάννης στο υφολογικό απόγειό του, στην καθεαυτή ελπίδα και πίστη τού ελληνικού λαού, στην πίστη του για την ανάστασή του, μία ανάσταση με μεταφυσική προέλευση: «Εσύ, Κύριε, θ’ αναστήσης τους πεθαμένους Έλληνες… Και με την δύναμή σου και την δικαιοσύνη σου θέλης να ξαναζωντανέψης τους πεθαμένους· και η απόφασή σου η δίκια είναι να μεταειπωθή Ελλάς, να λαμπρυνθή αυτήνη και η θρησκεία του Χριστού και να υπάρξουν οι τίμιοι και οι αγαθοί άνθρωποι, εκείνοι όπου προασπίζονται το δίκαιον» (τόμ. Β΄, σελ. 43). Εδώ δηλαδή συνδέει την Θεολογία ως Χριστολογία με το ηθικώς πράττειν και μάλιστα με κορυφαίας τάξης αρεταϊκά χαρακτηριστικά όπως είναι η αγαθότητα και η δικαιοσύνη, με την πρώτη να εκφράζει την αγνή πρόθεση και με την δεύτερη την αποφασιστική ποιοτικώς ακεραία αξιακώς εφαρμοστικότητα.
Παρ’ όλον όμως και ο Μακρυγιάννης εκφράζει την πίστη του στο δεδομένο πως ο Θεός παρεμβαίνει στο ιστορικό γίγνεσθαι και αποκαλύπτεται μέσω τής φυσικής πραγματικότητας, αυτή η αποδοχή δεν καταλήγει σε μοιρολατρικές ή σε παθητικές προσωπικές και συλλογικές καταστάσεις. Στον Μακρυγιάννη δεν συναντάται η παρουσία ενός απρόσωπου Λόγου, του οποίου το σύνολο του υπαρκτού θα είναι όργανο, αλλά η αποδοχή μίας κοινωνίας θείου-ανθρωπίνου, μίας μετοχής τού ανθρωπίνου στις θείες ενέργειες. Αλλά υπό μίας ανοικτής τάξης διευκρίνιση: η εν λόγω μετοχή εκφράζεται ευχαριστιακά μέσω τής ελεύθερης ενεργείας τού ανθρώπου, η οποία θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί και ως αυτεξούσια. Μία αλληλουχία ορισμένων χωρίων θα καταδείξει τα ανωτέρω σαφέστερον. Αναφερόμενος στην αντίθεσή του προς το πνεύμα τού Θεόφιλου Καΐρη, του εισηγητή τής θεοσέβειας, γράφει: «Θέλησε ο Θεός να γίνη διά να δοξάζωμεν οι άνθρωποι τα μεγάλα του κατορθώματα και την παντοδυναμία του» (τόμ. Β΄, σελ. 100). Και σε άλλη θεματική συνάφεια: «Η αγαθότης τού Θεού είναι άβυσσος της θαλάσσης, τους μωρούς κάνει σοφούς, τους σοφούς μωρούς, τους αντρείους δειλούς, τους δειλούς αντρείους, διά να δοξάζεται ο πλάστης τού παντός» (τόμ. Β΄, σελ. 109).
Η ως άνω δηλαδή δοξολογία δεν είναι εφικτό να νοείται ως τοιαύτη, εάν δεν εκφράζεται ως ευχαριστία διά τής ελευθέρας ανταποκρίσεως των ανθρώπων προς όσα η ίδια πολυτρόπως και ως τελεστική λατρεία περιλαμβάνει. Η πίστη εκφράζεται δυναμοκρατικά και όχι στατικά ούτε με συμβατικούς επαναληπτικά όρους. Έρχεται να αποτυπωθεί διά μίας πολιτικά πραξιακής και συνειδητοποιημένης εκ βαθέων οικειοποίησης του θείου θελήματος, εκφραζόμενης με συγκεκριμένες επιλογές και με τις δράσεις εκείνες που επικαίρως τούς αντιστοιχούν. Η αποδοχή τής θέλησης του Θεού να ελευθερωθή η Ελλάς καλεί σε αγώνα: «Και η πίστη εις τον Θεόν… λευτέρωσαν την πατρίδα τους». Ο Μακρυγιάννης πάντως έχει σαφή συνείδηση της σχέσης μεταξύ τής θείας θέλησης και της ανθρώπινης ελευθερίας και πρωτοβουλίας. Ενώ λοιπόν ανέμενε στους Μύλους τού Άργους την επίθεση του Ιμπραήμ αναφέρει τον εξής διάλογό του με τον Δεριγνύ: «Μου λέγει ο Ντερνύς· τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες, τι πόλεμο θα κάμετε με τον Μπραΐμη αυτού; Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός οπού μας προστατεύει και θα δείξωμεν την τύχη μας σ’ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες». Στις συγκρούσεις μάλιστα με τον Κιουταχή στον Πειραιά γράφει τα εξής: «Είδε ο αρχηγός ο Γκόρδον τον κίνδυνον και πήρε τους συντρόφους του και την αρχηγίαν του και μπήκε εις το καράβι… Του λέγω· Κόπιασε η γενναιότητά σου και σ’ αυτήνη τη μπατάγια τη σημερινή θα γένη ο Θεός αρχηγός… Τι θα κάμης, μου λέγει, σε τόσο πλήθος Τούρκων; Είναι ο Θεός του λέγω και κάνει ο ίδιος!». Πλέον αποκαλυπτικός είναι όταν αναφέρεται στα γεγονότα της 3ης Σεπτεμβρίου 1934: «Σηκώθηκα και πήγα εις τις εικόνες και κάνω την προσευχή μου και λέγω· Κύριε, βλέπεις σε τι κατάστασις έφτασα. Ο μόνος σωτήρας είναι η παντοδυναμία σου και η ευσπλαχνία σου, σ’ εμάς που κινδυνεύουμε και εις την ματοκυλισμένη μας πατρίδα. Τότε η άπειρη ευσπλαχνία τού Θεού και η αγαθότης του μούδωσε φώτισιν και θάρρος. Πιάνω και φκιάνω μίαν σημαία και γράφω· Εθνική Συνέλεψη, Σύνταγμα. Λέω. Εις το όνομα του Θεού και της βασιλείας του σηκώνεται η σημαία τής πατρίδας» (τόμ. Β΄, σελ. 108). Η αρχή περί τής προνοιακής αποκλειστικότητας είναι ρητή και αδιαπραγμάτευτη, αρκεί βεβαίως να έχει ενεργοποιηθεί εκ βαθέων η ανθρώπινη διαυγαστική αναγωγή, η προσδιοριζόμενη αναντιλέκτως και από τις επίκαιρες καταστάσεις, ώστε η όλη ανάγνωση να μην προσλαμβάνει ιδεαλιστικά και ρομαντίζοντα χαρακτηριστικά.
Με τα όσα ακολουθούν, το διαμειβόμενο ζήτημα προσλαμβάνει πιο συστηματικά χαρακτηριστικά και εγγράφεται σε θεωρητικές αναγνώσεις. Δεχόμενος λοιπόν ο Μακρυγιάννης την θέληση του Θεού να ελευθερωθεί η Ελλάς, προοπτική την οποία χαρακτηρίζει ως ανάσταση, ο αγών λαμβάνει στην οπτική του την σημασία μίας αυτονόητης πράξης προς αποκατάσταση μίας διασαλευθείσας τάξης πραγμάτων, μίας τάξης στην οποία θα επικρατεί η θέληση και η δικαιοσύνη τού Θεού. Από τα συμφραζόμενα προκύπτει ότι η θεία δικαιοσύνη πρέπει να καταστεί και δικαιοσύνη των ανθρώπων, διότι, οσάκις μία τέτοια προοπτική δεν πραγματοποιείται, κυριαρχεί η παρουσία τού κακού. Και η κυριαρχία των Τούρκων είναι για τον Μακρυγιάννη εκδήλωση του κακού, ενώ ο αγών, ως αντίθετος προς το κακό, αποκαθιστά την δικαιοσύνη, δηλαδή το καλό. Τοιουτοτρόπως ο αγών για τον Μακρυγιάννη, ως άρνηση του αρνητικού και ως επαναγωγή στο θετικό, κατέχει επικυρωμένες βεβαιότητες καταξίωσης. Τα κείμενα αναδεικνύουν με χαρακτηριστικόν τρόπο τις ως άνω αρεταϊκές επισημάνσεις. Ήδη στις πρώτες σελίδες τού έργου του διαβάζουμε: «Και η θεία χάρη, δόξα να έχη, στράβωνε τους Τούρκους» (τόμ. Α΄, σελ. 25), για να συνεχίσει κατωτέρω αναφερόμενος σε μίαν μάχη: «Όμως η αδικία, όσο να κάμη η αντρεία, νικιέται ότι βγήκαν από τού Θεού τον δρόμον οι Τούρκοι» (τόμ. Α΄, σελ. 32).
Η δικαιοσύνη όμως εκείνη η οποία καταξιώνει τον αγώνα πρέπει δυναμικά να συνεχίζεται. Αυτή θα προσδώσει την αυθεντικώς ανανεούμενη αρετή στο νεοσύστατο έθνος. Σε μία έντονη αντίδρασή του προς τον Καποδίστρια και τους σπιούνους γράφει: «Κι από αυτό φαίνεται ότι είναι μακριά απ’ την δικαιοσύνη του Θεού. Οι Έλληνες, Κυβερνήτη, διψούσαν δι’ αρετή και διά πατριωτισμόν» (τόμ. Β΄, σελ. 12). Αντιπαραβάλλοντας μάλιστα την κατάσταση του αγώνα με αυτή τού Κυβερνήτη, γράφει: «Κι εσείς οι αναγνώστες τηράτε, όσον καιρόν ήταν με την δικαιοσύνη, πώς ήταν η πατρίδα· όταν πήρε αυτούς, πού κατήντησε αυτός και η πατρίδα» (τόμ. Β΄, σελ. 15). Και συνεχίζει: «Και εσέναν σε φέραν όχι διά τζελάτη και τύραγνον, σε φέραν να κυβερνήσης ανθρώπους όπου αφανίστηκαν διά την πατρίδα και να τους αποκαταστήσης έθνος μ’ αρετή» (τόμ. Β΄, σελ. 25). Απευθυνόμενος μάλιστα προς τους ξένους τονίζει: «Αν δεν υπάρχει σ’ εσάς αρετή, υπάρχει η δικαιοσύνη τού μεγάλου Θεού, του αληθινού βασιλέα. Ότι εκείνου η δικαιοσύνη μάς έσωσε και θέλει μας σώσει· ότι όσα είπε αυτός είναι όλα αληθινά και δίκαια –και τα δικά σας ψέματα δολερά» (τόμ. Β΄, σελ. 42). Αυτή την εσωτερική ανάγκη για δικαιοσύνη εκφράζει απευθυνόμενος και προς τον Ρούδχαρτ: «Από δικαιοσύνη διψάζει η πατρίδα και ‘λικρίνεια, όποιοι την κυβερνούν ο Θεός να τους φωτίση και να τους οδηγήση εις αυτόν» (τόμ. Β΄, σελ. 69). Και αλλαχού: «Θυμηθήτε ότι υπάρχει Θεός και όσα φαντάζεστε και οργανίζετε διά να υποστηρίζετε την κακία και ασωτεία των συντρόφων σας και ‘νεργήτε την αδικία και βοηθόν έχετε εις αυτά τον διάβολον, ο δίκιος Θεός όλες αυτές τις προσπάθειες θα σας τις χαλάσει σ’ ένα μινούτο» (τόμ. Β΄ σελ. 89). Η αναφορά στον διάβολον παραπέμπει σε δυνάμεις αρνητικού αξιολογικού προσήμου, οι οποίες παρεμβαίνουν αποδομητικά στο ιστορικό γίγνεσθαι.
Διαπιστώνουμε ότι ο Μακρυγιάννης δίδει πρωτεύουσα σημασία στην αρετή, διότι άνευ τής ηθικής δομικότητάς της δεν καταξιούται η ελευθερία. Και οι εκτιμήσεις του αυτές έρχονται σε αντίθεση προς κάθε μορφή αποκλειστικώς ορθολογιστικά εκκοσμικευμένης οργάνωσης των κρατών. Στην συνείδηση του στρατηγού προέχει η αρετή τού κράτους, η διά έργων αναφερόμενη στους πολίτες και όχι τόσο οι θεωρητικές αρχές που το θεμελιώνουν. Προφανώς τα άνευ ποιοτικής και μεταμορφωτικής εφαρμογής γραπτά κείμενα θα τα εκλαμβάνει ως στερούμενα πολιτικής σημασίας. Για τον Όθωνα γράφει τα εξής: «…και δεν αποφασίζει να προφυλάξη αυτό οπού τον εμπιστεύτηκε ο Θεός και να κυβερνήση με τον φόβον εκεινού, όπου διορίζει βασιλείς ν’ αναστήνουν τα κράτη τους και να προικίζουν τους υπηκόους τους ηθική και αρετή και να ‘χουν την σέβαση εις την πατρίδα τους και πίστη εις την θρησκεία τους» (τόμ. Β ΄, σελ. 130). Υπάρχουν άλλα δύο κειμενικά σημεία, όπου το πολιτικό «δέον» τού κράτους πηγάζει από το οντολογικό «είναι» αυτού και κατευθύνεται επαναληπτικά, προφανώς μέσω ανανεούμενων πραγματώσεων, προς την εν λόγω πηγή τους. «Το λοιπόν, αν θέλαμε το λίγον να γένη μεγάλον, πρέπει να λατρεύωμεν Θεόν, ν’ αγαπάμε πατρίδα· να ’χωμεν αρετή· τα παιδιά μας να τα μαθαίνωμεν γράμματα και ηθική» (τόμ. Β΄, σελ. 135). Επίσης, «Η αρετή κι ο πατριωτισμός και η φρονιμάδα κάνουν την πατρίδα να υπάρξη και να ευτυχήση. Η κακία και η ιδιοτέλεια χάνουν την πατρίδα» (τόμ. Β΄, σελ. 136). Ο Μακρυγιάννης βιώνει ως πραγματικότητα την στόχευση στην οποία πρέπει να ανταποκριθεί. Και αυτή παραπέμπει στην όλο και διευρυνόμενη πίστη του για την εσωτερική σχέση τής αρετής με την ελευθερία, την οποία θεάται υπό ένα απόλυτο πρίσμα , σαφώς διιστορικής αξιολογικής τάξης, ώστε να προτιμά τον τουρκικό ζυγό από την κατάσταση που επικρατεί στο νεοσύστατο κράτος. «Αν μας έλεγε κανένας αυτήνη τη λευτεριά οπού θα γενόμαστε, θα περικαλούσαμε τον Θεόν να μας αφήση εις τους Τούρκους άλλα τόσα χρόνια, όσα να γνωρίσουν οι άνθρωποι, τι θα πη πατρίδα, τι θα ειπή θρησκεία, τι θα ειπή φιλοτιμία, αρετή, τιμιότητα. Αυτά λοιπόν από όλους εμάς, πολιτικούς και στρατιωτικούς» (τόμ. Β΄, σελ. 157). Η κριτική όχι μόνον είναι διάχυτη με τις διαπιστώσεις της, αλλά και βιώνεται σε προοπτική οριστέου με το εκάστοτε «τι».
Επιλεγόμενα
Η ως άνω παράκληση του Μακρυγιάννη να παραταθεί ο τουρκικός ζυγός συνιστά ένα ερμηνευτικό με βάση την ιστορική συνείδησή του σχήμα το οποίο, θεοειδές ήδη από την αφορμή του, στην σύγχρονη εποχή πρέπει να αντηχεί σε προκεχωρημένον βαθμόν. Διερχόμεθα μία περίοδο πλήρους σχεδόν αξιακής αλλοτρίωσης και οσημέραι διαδηλούται θριαμβικώς από την πλειοψηφία τής πολιτικής και πνευματικής ηγεσίας τού τόπου μας ο άνευ όρων εξευρωπαϊσμός τής Ελλάδος και η ένταξή της στο ψηφιακό παράδειγμα. Αφελληνιζόμεθα και υπό άστοχους μιμητικούς όρους προσλαμβάνουμε τα αμοραλιστικά χαρακτηριστικά τής παραγωγικότητας, της αποτελεσματικότητας και της ανταγωνιστικότητας. Ίσως στην τρέχουσα ιστορική περίοδο την κινούμενη υπό την πιεστική συνθήκη μίας απολεσθείσας αυτοσυνειδησίας, καθηκόντως ορίζεται σε μείζονα βαθμόν από οποτεδήποτε, να κατανοηθεί η γλώσσα τού Μακρυγιάννη. Ίσως η μαξιμαλιστική αυτή επιχειρηματολογία του καταστεί ένα φώς οδηγητικό για μία αναδίπλωση στον εαυτό μας προς αποκατάσταση της Ορθοδοξίας μας με τα οικουμενικά χαρακτηριστικά τού ελληνικού λόγου, τα οποία μάλιστα είχαν και την ιστορική επικυρωτική προκείμενή τους κατά την ελληνιστική περίοδο μετά την απελευθερωτική των συνειδήσεων εκστρατεία τού Μεγάλου Αλεξάνδρου. Και βεβαίως μία τέτοια ανάγνωση μπορεί να χορηγήσει στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις τής οικονομίας μία εκρηκτική ανανέωση εθνικού περιεχομένου, με την παραγωγικότητα να προκύπτει από τις ηθικές βάσεις τής δημιουργικότητας. Δεν θα πρόκειται μάλιστα για μία κεφαλαιοκρατικού τύπου αποτελεσματικότητα ή ανταγωνιστικότητα αλλά για μία συναντίληψη αναφορικά με τις αρεταϊκές δομήσεις τής οικονομίας. Η ελληνική γλώσσα τότε θα μπορέσει να εξικνείται μεταμορφωτικά έως και την Βακτριανή και έως του Ινδούς, με τον Κωσταντίνο Καβάφη να αγάλλεται.
Κλείνουμε την μελέτη μας με τις ακόλουθες επισημάνσεις του Ph. Sherrard: «Πίσω από την Επανάσταση, όπως μας την παρουσιάζει ο Μακρυγιάννης –και πρέπει να δεχθούμε πως εδώ μιλάει από την καρδιά του ελληνικού λαού– πίσω από την Ιστορία την ίδια, όπως την έβλεπε, υπάρχει ένα πνευματικό όραμα του ανθρώπινου πεπρωμένου. Το όραμα αυτό βλέπει την Ιστορία όχι όπως την βλέπουν οι περισσότεροι επαγγελματίες ιστορικοί, δηλαδή σαν μια νεκρή ζώνη όπου κείτονται πεθαμένα ζητήματα, αλλά σαν τον στίβο όπου παίζεται ένα ζωτικό δράμα ανάμεσα στο δίκαιο και στην αδικία, ανάμεσα στο έγκλημα και την τιμωρία του, έτσι, ώστε στο τέλος να αποκαθίσταται η βασιλεία τού καλού. Πίσω από τις πράξεις στο ιστορικό πεδίο, ανθρώπινο, ηρωικό και τραγικό, βρίσκεται αυτό το όραμα της θείας Δικαιοσύνης, και είναι αυτό που δίνει νόημα στις πράξεις –την ανθρωπιά, τον ηρωισμό και την τραγικότητά τους» (Δοκίμια για τον νεοελληνισμό, μτφρ. Ν. Γκάτσος κ.α., εκδ. “Αθηνά”, Αθήνα 1971, σελ. 149).
[1] Τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη έχουν τύχει πολλαπλών επιδόσεων. Εμείς έχουμε αντλήσει το υλικό μας από τις εκδόσεις “Εστία”, σε μεταγραφή και σημειώσεις του Γιάννη Βλαχογιάννη (σε δύο τόμους, Αθήνα 2011).