Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΥΜΝΟΙ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ, ΨΑΛΛΟΥΝ ΟΙ ΜΟΝΑΧΕΣ ΤΗΣ ΟΡΜΥΛΙΑΣ


Τρεις μέρες στην έρημο του Αγίου Όρους


Οδοιπορικό στα ασκητήρια του γέροντα Ιωσήφ του Ησυχαστή


ΥΜΝΟΙ ΚΥΡΙΑΚΗΣ ΤΗΣ ΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ, ΣΤΑΝΙΤΣΑΣ


Σχετικά μέ τήν διαφήμιση: «Ἄσε τόν θεῖο, πιάσε τό τζόκερ….».



Ἀθήνα, 28/05/2015
Ἀπό:
Μαρία Γκιουρτζιάν (ἰατρό)
Διευθύντρια ΕΣΥ, Α΄Ὀρθοπαιδική Κλινική
Γ.Ν.Α. «Γ.Γεννηματᾶς»,
Μεσογείων, Ἀθήνα

Πρός Ἐθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης

Σχετικά μέ τήν διαφήμιση: «Ἄσε τόν θεῖο, πιάσε τό τζόκερ….».

Ἡ συγκεκριμένη διαφήμιση ἀπευθύνεται σέ κάποιον (πού δέν θά ἄξιζε νά ἀποκληθεῖ ἄνθρωπος), ὁ ὁποῖος θέλει νά κερδίσει χρήματα ἀφαιρῶντας τήν ζωή τοῦ θείου του, μέ ἔμμεσο καί πονηρό τρόπο, προκειμένου νά τόν κληρονομήσει. Ἡ διαφήμιση συνεχίζει δείχνοντας ὅτι τελικά δέν κατόρθωσε νά «ἐξουδετερώσει» κι’ἔτσι νά κληρονομήσει τόν θεῖο του. Κι’ἐδῶ, τώρα, ἔρχεται ἡ διαφήμιση νά ἐνισχύσει τίς φιλοχρήματες διαθέσεις του καί τοῦ προτείνει (ἀφοῦ δέν τά κατάφερε να «ἐξοντώσει» τόν θεῖο του ὥστε νά πάρει τήν περιουσία του) νά δοκιμάσει νά παίξει joker, μήπως καί μπορέσει νά κερδίσει ἔτσι τά χρήματα πού ἐπιθυμεῖ. Ἀδιαφορεῖ, δηλαδή, ὁ διαφημιστής γιά τήν ἠθική ὑπόσταση αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου προσπαθῶντας νά τόν βοηθήσει τελικά στίς φιλοχρήματες διαθέσεις του γιά νά ἐνισχυθοῦν , ἐπί πλέον καί τά κέρδη αὐτῶν πού διακινοῦν τό παιχνίδι τοῦ joker…..
Τό μήνυμα αὐτῆς τῆς διαφήμισης εἶναι πονηρό, ἀνήθικο ἕως καί ἀπάνθρωπο….. Καί μήν  ξεχνᾶμε ὅτι τήν παρακολουθοῦν καί ψυχές (π.χ. παιδιά κἄ) πού δέν ἔχουν ἀναπτυγμένη τήν ἱκανότητα διάκρισης καταστάσεων.

«Ω! τῆς παραφροσύνης καί τῆς ψυχοκτονίας τῆς τῶν διαφημιζόντων.»
κατά τό : <<  Ω! τῆς παραφροσύνης καί τῆς Χριστοκτονίας τῆς τῶν προφητοκτόνων>>(ἀπό την 3η στάση Ἐγκωμίων Μεγ. Παρασκευῆς).


Μαρία Γκιουρτζιάν
Ψυχάρη 24, Ἀθήνα 11141
Τηλ. 6944566382

Σάββατο 30 Μαΐου 2015

To τελευταίο κείμενο του γ.Εφραίμ του Κατουνακιώτου, (+14/27.2.1998)




«Μα πότε θα έλθη η ευλογημένη εκείνη ημέρα ;
Η μεγάλη και επιφανής , που όλοι μαζύ , Αγγελοι και άνθρωποι θα ενωθούν εις δοξολογίαν Θεού;
Μέσα στο αιώνιον και γλυκύτατον και ανεκδιήγητον φώς;
Μέσα στην αιώνιον χαρά;
Ω ! Τι αιώνιος χαρά περιμένει τους χριστιανούς !
Ω ! έρωτας του γλυκυτάτου και ωραιοτάτου Ιησού !
Ω βασιλική ερωτική μέθη!
Ω! αθάνατος ψυχή ! Χριστιανική ψυχή
τι έχεις να κληρονομήσης ! Τι έχεις να απολαύσης!
Τι σού έχει ετοιμάσει ο γλυκύτατος Νυμφίος σου Ιησούς!
Ένα θα γίνης με Αυτόν.
«καί ο  αγιαζων καv οι αγιαζόμενοι αξ ενός πάντες» (Εβρ.β,11)
που θα τον βλέπης πρόσωπον προς πρόσωπον αιωνίως .
Και θα Τον φιλής, θα Τον φιλής, θα Τον φιλής στα μάτια, στο στόμα, στα χέρια Του, στην πλευράν Του, στο στήθος Του, και όσο Τον φιλής τόσον περισσότερον θα καίγεσαι από ζέση πνευματική , από αγάπη να Τον φιλής.
Ω ! Ερωτικό ξεχείλισμα της ασματικής νύμφης , τής ορθοδόξου χριστιανικής ψυχής προς τον γλυκύτατο Νυμφίον της, τον Ιησούν.
Που στόμα και μάτια ενώθηκαν, έγιναν ένα στο ίδιο σώμα
Τα μεν μάτια να αναλύονται, να λιώνουν σε ερωτικά δάκρυα, σε δάκρυα χαράς, σε δάκρυα ειρήνης και γλυκύτητος
το δε στόμα σε ατέλειωτα ερωτικά άσματα σε ερωτικούς ύμνους δοξολογίας χωρίς τέλος
όπως Αυτός ο ίδιος ο Νυμφίος της την έχει μάθει την έχει διδάξει από πολλήν αγάπη προς αυτήν.

Επίλογος
«Έφη το σεπτόν και σεβάσμιον στόμα
νοσφισμός (=αποχωρισμός) υμίν ου γενήσεται φίλοις»
 
Αμήν.

(το παραπάνω κείμενο είναι το τελευταίο που έγραψε ιδιοχείρως  ο ησυχαστής παππούλης το 1994, λίγο μετά έχασε το φως του.
Ας έχουμε την ευχή του.)

 http://misha.pblogs.gr

Γιατί το Αγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας, (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)





Σ’ έναν τακτικό αναγνώστη της Αγίας Γραφής, που ρωτά γιατί το Αγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινης γλώσσας (Αγ. Νικόλαος Βελιμίροβιτς)

Όταν ο Κύριος βαπτίσθηκε στον Ιορδάνη το Αγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε εν είδει περιστεράς. Εμφανίσθηκε όχι για να προσθέσει κάτι στον Χριστό, αλλά συμβολικά, έτσι ώστε να δείξει αυτό που υπάρχει μέσα στον Χριστό: την ακακία, την καθαρότητα και την ταπεινότητα. Αυτό συμβολίζει το περιστέρι. Όταν οι απόστολοι συγκεντρώθηκαν την πεντηκοστή ημέρα από την ημέρα της Ανάστασης, το Αγιο Πνεύμα εμφανίσθηκε με τη μορφή πύρινων γλωσσών. Εμφανίσθηκε ως πύρινη γλώσσα για να τους αφαιρέσει κάτι και να τους προσθέσει κάτι. Δηλαδή, να αφαιρέσει από αυτούς κάθε αμαρτία, κάθε αδυναμία, φόβο και ακαθαρσία της ψυχής και να τους δωρίσει τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά. Οι πύρινες γλώσσες επισημαίνουν συμβολικά αυτά τα τρία: τη δύναμη, το φως και τη ζεστασιά.

Γνωρίζεις ότι το πυρ είναι δυνατό, γνωρίζεις πως φωτίζει και ζεσταίνει. Αλλά όταν μιλάς για το Αγιο Πνεύμα πρόσεξε να μην σκέπτεσαι υλικά αλλά πνευματικά. Γίνεται λόγος λοιπόν, για την πνευματική δύναμη, για το πνευματικό φως και για την πνευματική ζεστασιά. Και αυτά είναι: η δυνατή θέληση, ο φωτισμένος νους και η ζέση της αγάπης. Μ΄αυτά τα τρία πνευματικά όπλα εξόπλισε το Αγιο Πνεύμα τους στρατιώτες του Χριστού για να αντιμετωπίσουν τον κόσμο. Ο Διδάσκαλος τους είχε απαγορεύσει ακόμα και ράβδο να φέρουν από τα επίγεια όπλα.

Γιατί το πυρ εμφανίζεται με τη μορφή γλωσσών πάνω από τα κεφάλια τους; Επειδή οι απόστολοι έπρεπε μέσω της γλώσσας να κηρύξουν στους λαούς το χαρμόσυνο νέο, την ευαγγελική αλήθεια και ζωή, την επιστήμη της μετάνοιας και της συγχώρεσης. Με τον λόγο έπρεπε να μάθουν, με τον λόγο να θεραπεύουν, με τον λόγο να παρηγορούν, με τον λόγο να αγιάζουν και να καθοδηγούν, με τον λόγο να φροντίζουν την Εκκλησία. Επίσης, με τον λόγο να αμύνονται, αφού τους είπε ο Οδηγός να μην φοβούνται τους διώκτες και να μην υπερασπίζονται εαυτούς στα δικαστήρια κατά το δοκούν, επειδή είναι απλοί άνθρωποι, και τους βεβαίωσε: «Ου γαρ υμείς έστε οι λαλούντες αλλά το Πνεύμα του πατρός υμών το λαλούν εν υμίν» (Ματθ. 10, 20). Θα μπορούσαν άραγε να μιλούν τη συνηθισμένη γλώσσα των ανθρώπων για το μέγιστο χαρμόσυνο νέο το οποίο έφθασε ποτέ στα αυτιά των ανθρώπων, ότι ο Θεός εμφανίσθηκε στη γη και άνοιξε στους ανθρώπους τις πύλες της αθάνατης ζωής; Θα μπορούσε άραγε ο άνθρωπος με τη θνητή ανθρώπινη φύση να διαδώσει αυτό το ζωοποιό βάλσαμο μέσα από τη δυσωδία της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και μάλιστα έως την άκρη του κόσμου; Με τίποτα και ποτέ. Μόνο το πύρινο Πνεύμα του Θεού μπορούσε να το κάνει, το οποίο διά στόματος αποστόλων σκόρπισε ουράνιες σπίθες στο επίγειο σκοτάδι.

Αλλά, άνθρωπε, δεν αισθάνθηκες ποτέ το Πνεύμα του Θεού μέσα σου; Δες, και εσύ είσαι βαπτισμένος με Πνεύμα· με νερό και Πνεύμα. Άραγε ποτέ δεν σε ξάφνιασε μέσα σου κάποια μεγάλη και φωτεινή σκέψη, σιωπηρός λόγος του Αγίου Πνεύματος; Ποτέ δεν σε ξάφνιασε σαν άνεμος και δεν φούντωσε μέσα στην καρδιά σου η αγάπη για τον Δημιουργό σου φέρνοντάς σου δάκρυα στα μάτια;

Παραδώσου στην θέληση του Θεού και φύλαξε αυτό που δονεί την ψυχή· θα γνωρίσεις το θαύμα της Πεντηκοστής, που στάθηκε πάνω από τους αποστόλους.

Ειρήνη και χαρά από το Άγιο Πνεύμα.


(ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΒΕΛΙΜΙΡΟΒΙΤΣ, "Δρόμος δίχως Θεό δεν αντέχεται", Εκδ. "Εν Πλω", σ. 104)

 http://www.alopsis.gr

Παρασκευή 29 Μαΐου 2015

Η επίσκεψη του κρυπτοχριστιανού ιερέως- στρατηγού.





 από το βιβλίο  "Το Συναξάρι των κρυφών Ονείρων" -του Γ.Πρίντζιπα

 Η είδηση προκάλεσε μεγάλη αναταραχή. Τούρκικος στρατός θα περνούσε από τα χωριά τους, πηγαίνοντας στα σύνορα με τη Ρωσία. Πόλεμος…..   Το νέο ήρθε με το Γιάννη τον Παπαδόπουλο, που γύριζε με πραμάτειες από μακριά. Λεφούσι ολάκερο έρχεται κατά τα μέρη τους. Όπου πέρασαν ο κόσμος αγανάχτησε. Ακόμη και στα τούρκικα χωριά. Γι’ αυτού, το ίδιο βράδυ, οι προεστοί μαζεύτηκαν στο σπίτι του παπά Τιμόθεου. Ήρθε κι ο Γιάννης που έφερε το μήνυμα κι άρχισε η συζήτηση. Ξεδίπλωμα των πιο θλιβερών αναμνήσεων. Ο καθένας και μια ιστορία. Κι η ώρα περνούσε χωρίς κατάληξη χωρίς τελειωμό. Στο τέλος ο παπάς δεν άντεξε.

«Αφήστε τώρα τα παλιά. Στο σήμερα ελάτε», φώναξε. Όλοι σώπασαν. Ακουγόταν μόνο ένας ψίθυρος.

«Να φύγουμε. Να φύγουμε».

Ο γερό – Θρασύβουλος Πασχαλίδης δεν μπορούσε να κρύψει τον πανικό του. Η συζήτηση πάλι φούντωσε. Λύσεις εφικτές και ανέφικτες κατάκλυσαν το δωμάτιο. Οι πιο πολλές είχαν το ίδιο τέλος. Το φευγιό! Οι πιο ψύχραιμοι προσπαθούσαν να κάνουν τους άλλους να σκεφτούν λογικά.

«Δεν είναι δυνατό να ερημωθεί το χωριό. Είναι σαν να τους παραδίνουμε τα πάντα».

   «Στο κάτω της γραφής πρόκειται για τακτικό στρατό. Να πάμε στο διοικητή του, να ζητήσουμε εγγυήσεις».

   «Εγγυήσεις; Ονειροβατείς αγαπητέ μου».

   Κι η συζήτηση κρατούσε για τα καλά, ενώ η νύχτα έφτανε στο τέλος της. Κάποτε, επιτέλους, βρέθηκε η καλύτερη λύση. Να κρύψουν τα κορίτσια, τα πρόβατα και τις αγελάδες. Γύρω τα βουνά ήταν γιομάτα δάση για τα ζώα και σπηλιές για τα κορίτσια. Για μια – δυο μέρες δεν θα πάθουν τίποτα. Εξάλλου θα πάνε μαζί και μερικοί πατεράδες για ασφάλεια.

Την άλλη μέρα το χωριό έμοιαζε μ’ ένα μεγάλο νοικοκυριό που μετακομίζει. Κοπάδια – κοπάδια τα ζώα πορεύονταν κατά το δάσος και τα πιο πολλά σπίτια, αυτά που είχαν κορίτσια να κρύψουν, ετοίμαζαν το φευγιό τους. Ένας μικρός ξεσηκωμός. Φωνές, βιασύνες, γκρίνιες. Τα κορίτσια δεν έφευγαν με ευχαρίστηση. Ήταν όμως και μερικά που χαίρονταν για την περιπέτεια. Περίμεναν έτσι να σπάσει η μονοτονία της καθημερινότητας. Τ’ αγόρια ζήλευαν που το σχέδιο δεν περιλάμβανε κι αυτά, ενώ μερικά, που η καρδιά τους πενθούσε για τον προσωρινό χωρισμό, ξεροστάλιαζαν στις γωνιές περιμένοντας να αποχαιρετήσουν με το βλέμμα την αγαπημένη τους.

….   Δυο μέρες μετά ο στρατός έστελνε τα προανακρούσματά του. Κατά το μεσημέρι έφτασε μια ίλη του ιππικού, που πέρασε μέσα απ’ το χωριό, σκορπίστηκε στην πεδιάδα κι ύστερα στράφηκε στα γύρω υψώματα. Οι στρατιώτες έδειχναν σαν κάτι να ψάχνουν. Οι πιο έμπειροι κατάλαβαν. Ζητούν μέρος για στρατοπέδευση.

«Βλέπεις παπά; Στο χωριό μας θα καταυλίσουν», είπε ο δάσκαλος.

«Εμείς κάναμε αυτό που έπρεπε. Το λόγο έχει τώρα ο Θεός», απάντησε αυτός.

Οι στρατιώτες γυρόφερναν στον κάμπο και τα υψώματα κι οι ρωμιοί αισθάνονταν τα πόδια τους να τρέμουν. Ήρθε η ώρα. «Κακό που μας βρήκε» ψιθύριζαν μεταξύ τους. Από το πρωί, που γύρισε ο ταχυδρόμος κι έφερε νεώτερες ειδήσεις για το στρατό, όλους τους πλάκωσε βαριά θλίψη. Αρχηγός τους ήταν ένα σκληρός και πολύ αυστηρός στρατηγός ο Μεχμέτ πασάς. Λένε πως ήταν απότομος με τους ανθρώπους και εντελώς άφωνος. Γι’ αυτό τούχαν βγάλει το παρανόμι σοϊλεμέζ, αμίλητος. Κανείς δεν τολμά να παρακούσει τις διαταγές του. Κι αν αυτό έγινε κάποτε, οι δράστες το πλήρωσαν ακριβά. Όσο για αξιωματικός; Ο καλύτερος! Νέος έφτασε να γίνει στρατηγός για τα κατορθώματά του. πολλά λένε για τις ιδιοτροπίες και τη σκληράδα του. Να, στα χωριά που πέρασαν τις προηγούμενες μέρες, χτύπησε ένα φούρναρη, που πουλούσε βρώμικο ψωμί. Σ’ ένα άλλο απείλησε το μουχτάρη, γιατί δεν φέρθηκε καλά στο στρατό. Λένε πως όλη τη μέρα γυρίζει στους στρατώνες κι όλο φωνάζει και τιμωρεί. Μια μέρα έβαλε το άλογο του σε τιμωρία. Ένα λοχία τον κρέμασε ανάποδα γιατί κρύφτηκε να καπνίσει την ώρα των ασκήσεων και τον μπακάλη σ’ ένα χωριό θέλησε να τον εκτελέσει γιατί έκλεψε στο ζύγι.

Εκείνο το βράδυ το χωριό ησύχασε από πολύ νωρίς. Με το ηλιοβασίλεμα όλοι πήραν το δρόμο για τα σπίτια τους κι ο τελευταίος ο Μηνάς ο πασβάντης (ο νυχτοφύλακας), που ανάβει τα φανάρια, όταν κλείσθηκε μέσα, μόλις είχε πέσει το πρώτο σκοτάδι. Παντού ερημιά. Ακόμη κι αυτά τα σκυλιά, που άλλες νυχτιές δεν έκλειναν το στόμα τους, απόψε είχαν λουφάξει.

Το πρωί ο ήλιος βγήκε πεντακάθαρος. Μια ασυνήθιστη για την εποχή, ζέστη γιόμιζε χαρά κι ελπίδα τις καρδιές. Μαζί με το σκοτάδι διαλύθηκαν κι οι φόβοι κι έτσι τα σπίτια άνοιξαν και βγήκαν οι άντρες για τις δουλειές τους. Πήγε κι ο παπάς πάνω στην εκκλησιά, χτύπησε την καμπάνα κι ύστερα κατέβηκε στο σχολειό. Εκεί ο δάσκαλος, η μόνη εξαίρεση στη γενική λησμονιά, έστελνε τα παιδιά στα σπίτια τους.

«Άδικα τα φοβίζεις» του είπε ο παπάς. «Μπορεί να μην έλθουν σήμερα».

   «Όχι. Εντός της ημέρας θα καταφθάσουν» απάντησε εκείνος με σιγουριά. Και πριν τελειώσει τη φράση του:

«Να! Καλώς μας βρήκαν».

Έδειξε προς την άκρη του χωριού. Γύρισε κι ο παπά – Τιμόθεος και είδε κι αυτός τα μπαϊράκια να πλησιάζουν ενώ ακουγόταν όλο και πιο έντονο το ποδοβολητό των αλόγων……   Έξω απ’ το χωριό στα δεξιά άρχιζε να υψώνεται το βουνό κι αριστερά απλωνότανε ο κάμπος. Εκεί μαζεύτηκε όλο τ’ ασκέρι. Μόλις πέρασε κι ο τελευταίος στρατιώτης ο παπάς, ο δάσκαλος κι ο μουχτάρης πήγαν στην αγορά.

«Πάθατε τίποτα; Τι  σας έκαναν;» ρωτούσαν στα μαγαζιά.

Κι η απάντηση:

«Ούτε που μας πρόσεξαν!»

Καθώς έφευγαν φώναξε ένας απ’ το καφενείο.

«Παπά – Τιμόθεε. Λες να ξέχασαν τα χούγια τους;»

Γύρισαν πίσω και μπήκαν στο καφενείο. Έκλεισαν την πόρτα και στάθηκαν στη μέση. Αμέσως κι οι άλλοι τους περικύκλωσαν. Μίλησε πρώτος ο παπάς:

«Μην ξεθαρρεύεστε. Τούρκοι είναι. Τώρα πέρασαν ήσυχα. Αργότερα; Αύριο που θα φεύγουν; Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος».

Μετά ο δάσκαλος:

«Βεβαίως αν συνεχίσουν να μη μας ενοχλούν, πάει να πει πως κάτι άλλαξε, μα δεν το βλέπω. Ακούσατε τι έγινε στα τούρκικα χωριά!»

Κι ο μουχτάρης:

«Καλά κάνανε. Τον ξέρω αυτόν τον φούρναρη. Είναι βρωμιάρη».

«Ωστόσο» τον έκοψε ο παπάς, «πρέπει να έχουμε το νου μας. Κι εσείς καλύτερα να γυρίσετε στα σπίτια σας».

Η πρόταση δεν τους άρεσε. Καθώς απομακρύνονταν οι τρείς, αυτοί κάτι μουρμούριζαν. Δυο μόνο πήραν απρόθυμα το δρόμο για τα σπίτια τους. οι άλλοι άπλωσαν την αρίδα τους και άναψαν τους ναργιλέδες!

….   Κατά το μεσημέρι τρείς αξιωματικοί φάνηκαν στην αγορά. Πέρασαν όλον το μεγάλο δρόμο, τον «ευθύ» κι έφτασαν ως το τελευταίο σπίτι. Μετά γύρισαν την πόρτα και περίμεναν. Μέσα η παπαδιά, η κυρά – Σουλτάνα, με τη μεγάλη της κόρη, την Αγαθή, σταυροκοπήθηκαν. Το μυαλό τους πήγε στο κακό κι αισθάνθηκαν να λυγίζουν τα γόνατά τους. Στο δεύτερο χτύπημα η Αγαθή πήγε ν’ ανοίξει κι η παπαδιά άρχιζε να κάνει τάματα στους αγίους.

Μόλις άνοιξε η πόρτα, ακούστηκαν οι αξιωματικοί να ρωτούν:

«Ειδοποιείτε, παρακαλούμε, τον κύριο οικοδεσπότη;»

«Είναι στην αγορά», απάντησε η Αγαθή, αφού πρώτα μέσα της τους έσουρε όσες βρισιές της ήρθαν το μυαλό.

«Να πάω να τον φωνάξω;» ρώτησε.

«Αν θέλετε», απάντησε ο πιο μεγάλος.

Χωρίς καθυστέρηση άρχισε να κατηφορίζει τον «ευθύ», ξεχνώντας την πόρτα του σπιτιού ανοιχτή. Από μέσα ακούγονταν οι προσευχές της μάνας της, ενώ στα παράθυρα, απέναντι, φάνηκαν δειλά, φοβισμένα, τα πρόσωπα των γειτόνων. Στο μεταξύ κάποτε κι η παπαδιά σκέφτηκε να βγει έξω, να μη φανεί πως δεν τους καταδέχθηκε. Πως ήλθαν στο σπίτι τους κι αυτή δεν φέρθηκε με ευγένεια. Σταυροκοπήθηκε, είπε τρείς φορές «Ιησούς Χριστός νικά» κι έκανε τα πρώτα βήματα για την εξώπορτα. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει. Στη μέση του δρόμου τόχε κιόλας μετανοιώσει. Ήθελε να κλειστεί στο δωμάτιό της, μα τα πόδια της δεν την υπάκουαν. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε η φωνή του παπά. Τότε, αμέσως πήρε θάρρος και βγήκε έξω.

Ο παπά – Τιμόθεος είχε αρχίσει τις φιλοφρονήσεις.

«Μα τι λέτε παλικάρια μου! Μετά χαράς! Να, εδώ η θυγατέρα μου θα του ετοιμάσει το καλύτερο δωμάτιο».

   Μετά γύρισε στην παπαδιά:

«Έλα κυρά. Απόψε έχουμε μουσαφίρη!»

   «Μουσαφίρη;» ρώτησε αυτή.

«Ναι. Σπίτι μας θα μείνει ο στρατηγός!»

Της έκανε την καρδιά περιβόλι. Άλλο που δεν ήθελε. Να μαγαρίσει το σπίτι της ο Τούρκος.

«Κοπιάστε να δείτε το σπίτι». Ο παπάς καλούσε μέσα τους τρείς αξιωματικούς. Αυτοί πέρασαν, είδαν το δωμάτιο που θα έμενε ο στρατηγός, χαιρέτησαν κι έφυγαν.

Τότε θυμήθηκε να νευριάσει η παπαδιά.

«Χριστιανέ μου είσαι με τα καλά σου;» φώναξε. «Τι τον θέλεις τον άπιστο μέσα στο σπίτι σου;»

Ο παπάς την κοίταξε αυστηρά.

«Κυρά – Σουλτάνα κάνε τη ρόκα σου» την αποπήρε. «Το σπίτι του παπά είναι ανοιχτό για όλους. Ακόμα και για τους τούρκους».

Το απόγευμα ο Μεχμέτ πασάς έφτασε στο χωριό. Τον υποδέχτηκαν οι αξιωματικοί, ο γραμματικός κι ο ιπποκόμος του, ο παπά – Τιμόθεος κι ο μουχτάρης. Μόλις τους είδε, κατέβηκε απ’ το άλογο και πρώτα χαιρέτησε τον παπά. Κάποιος απ’ τους αξιωματικούς τον ενημέρωσε για το που θα διανυκτερεύσει κι όταν του είπε «στο σπίτι του παπά», άστραψε το πρόσωπό του.

«Μεγάλη μου τιμή» απάντησε.

Ύστερα ανέβηκε πάλι στ’ άλογό του και ξεκίνησε για το στρατόπεδο. Ο παπάς κι ο μουχτάρης στέκονταν και τον έβλεπαν ν’ απομακρύνεται, στητός, καμαρωτός.

«Περίεργα πράματα Γιάννη. Δεν νομίζεις;» ρώτησε ο παπάς.

Ο άλλος συνέχιζε να κοιτά σκεφτικός. Μετά είπε:

«Τι νάχει στο μυαλό του παπά; Τι νάχει;»

Πέρασε αρκετή ώρα και πριν νυχτώσει ο στρατηγός ήρθε στο σπίτι του παπά. Του έδειξαν το δωμάτιό του, τακτοποίησαν τα πράγματα του και μετά πέρασαν στο μουσαφίρ – οντά. Ώρα κι αυτός ν’ αναπαυθεί. Να πει και δυο λόγια μακριά από στρατούς και έγνοιες. Γι’ αυτό έδωσε εντολή. Οι αξιωματικοί κι οι συνοδοί του αν γυρίσουν στο στρατόπεδο. «Θα πέσω νωρίς» τους είπε να τ’ ακούσουν κι ο μουχτάρης κι ο δάσκαλος, που είχαν έρθει στο παπαδόσπιτο, να χαιρετήσουν τον ξένο. Έτσι σηκώθηκαν κι αυτοί, είπαν δυο λόγια, κάτι σαν «καλωσήρθατε» και τα παρόμοια κι έφυγαν μαζί με τους αξιωματικούς. Παπάς και στρατηγός έμειναν μόνοι στο σαλόνι. Αμηχανία!

Τη σιωπή έσπασε ο στρατηγός.

«Πως είναι η ζωή σας εδώ;» ρώτησε. «Πώς τα βολεύετε;»

Μια φωνή ακούστηκε στ’ αυτιά του παπά – Τιμοθέου. «Φυλάξου!» Παγίδα ή ενδιαφέρον; Χρόνια τώρα με δαύτους ήξερε να ξεφεύγει:

«Πώς να τα περνάμε; Φτωχοί άνθρωποι  οι πιο πολλοί, με μεγάλες φαμελιές. Ολημερίς αγωνίζονται με τα στοιχεία της φύσης, να σπείρουν, να θερίσουν, να δουλέψουν τη γη. Τα βράδια νωρίς μαζεύονται στα σπίτια τους. μόνη τους χαρά κανένας γάμος, κανένα πανηγύρι».

Καθώς μιλούσε πέρασε στο μυαλό του μια σκέψη. «Ας πω και κανένα παράπονο». Και συνέχισε:

«Χριστιανικό το χωριό μας ζει με το φόβο του αύριο. Σχώρα με στρατηγέ μου, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα».

   «Οι Τούρκοι σας παιδεύουν;» Ο στρατηγός κάτι ζητούσε να μάθει.

Έμεινε σιωπηλός. Καλύτερα να μετράει τα λόγια του.

«Μίλα ελεύθερα. Δεν έχεις να φοβηθείς τίποτα. Σου δίνω το λόγο μου». Ο στρατηγός επέμενε.

«Να σου πως στρατηγέ. Όποτε περνούν τους νοιώθουμε στο πετσί μας. Εσείς μόνο αποτελείτε εξαίρεση». Ο παπά – Τιμόθεος άρχισε να ξεθαρρεύει. «Είναι φορές που με τους ανθρώπους της εξουσίας δεν έχουμε κανένα πρόβλημα. Μα και φορές, τις πιο πολλές, που καταριόμαστε τη μοίρα μας, που ζούμε στο μέρος αυτό».

Μικρή παύση. Ο στρατηγός τον κοίταγε αμίλητος.

«Είναι και οι γείτονες» συνέχισε. «Ξέρεις τι θα πει κακός γείτονας; Το καλοκαίρι φέρανε τα ζώα τους στα χωράφια λίγο πριν το θερισμό. Καταστροφή. Μετά, να σου και ο χαράτς αγκασί, ο φοροειστράχτορας. Δοσίματα για το στρατό λέει. Τι μένει στους φτωχούς; Και μήπως μπορείς να διαμαρτυρηθείς; Να ζητήσεις το δίκιο σου; Ούστ γκιαούρ, ακούς να σε βρίζουν».

Πάνω στην ώρα φάνηκε η παπαδιά.

«Το τραπέζι είναι έτοιμο. Κοπιάστε», τους είπε και περίμενε να σηκωθούν.

Η διακοπή νευρίασε τον παπά. Όμως τον ησύχασε μια σκέψη. Ίσως καλύτερα έτσι. Είχε πάρει φόρα. Προτιμότερο ν’ απαλύνει την ατμόσφαιρα.

«Γι’ αυτό είπα προηγουμένως. Εσείς είστε η εξαίρεση», πρόσθεσε.

«Μην καθυστερείτε. Θα κρυώσει το φαγητό».

Η παπαδιά σκεφτόταν πιο πρακτικά ζητήματα.


Πέρασαν στην τραπεζαρία που είχαν για τους μουσαφίρηδες. Στο τραπέζι, στην κεφαλή, κάθισε ο παπάς δεξιά του ο στρατηγός και στην άλλη μεριά η παπαδιά. Πριν αρχίσουν βρέθηκε στο δίλημμα. Να κάνει προσευχή ή όχι. Ο ξένος είναι Τούρκος. Λες να παραξηγηθεί; Κι αν δεν κάνει; Επιτρέπεται; Παπάς άνθρωπος; Γρήγορα πήρε την απόφαση. Το σπίτι είναι χριστιανικό κι όχι μουσουλμανικό. Θα έκανε προσευχή λοιπόν! Έτσι σηκώθηκε έκανε το σταυρό του κι άρχισε. Σηκώθηκε κι ο στρατηγός σταύρωσε τα χέρια και στάθηκε ευλαβικά. Στο τέλος σταυροκοπήθηκε πάλι ο παπάς, το ίδιο κι η παπαδιά. Και τότε έγινε η αποκάλυψη. Το ίδιο έκανε κι ο ξένος! «Τώρα εξηγούνται τα πάντα». Ο παπά – Τιμόθεος είχε καταλάβει. Ήξερε γι’ αυτούς και δεν ξαφνιάσθηκε. Του μίλησε στα ελληνικά:

«Δικός μας είσαι στρατηγέ;»

Αυτός συνέχιζε να μένει όρθιος με κατεβασμένο το κεφάλι. Απάντησε ψιθυριστά:

«Ελεύθερος ιερεύς».

   «Ιερεύς είπες;» Τώρα ο παπά – Τιμόθεος δεν μπόρεσε ν’ αποφύγει την έκπληξη.

«Ναι πάτερ μου. Ιερεύς».

   Έμειναν βουβοί κοιτάζοντας ο ένας τον άλλο. Πέρασαν αρκετές στιγμές και κανείς δεν έσπαγε τη σιωπή του. Ώσπου μίλησε η παπαδιά:

«Κύριε ελέησον! Τι ακούει κανείς».

   «Προέρχομαι από την περιοχή του ποταμού Όφι», είπε ο στρατηγός. «Είμαι κι εγώ ένας απ’ αυτούς τους δίπιστους. Έχετε ακούσει γι’ αυτούς; Τους ξέρετε;»

   «Ναι πάτερ μου», απάντησε ο παπάς.

Η αποκάλυψη διέλυσε τους φόβους και τους έφερε πιο κοντά. Ο τοίχος έπεσε. Άλλαξαν κι οι προσφωνήσεις. Ο παπά – Τιμόθεος απέναντί του δεν έβλεπε πια κανένα στρατηγό.

«Γνωρίζω την περίπτωσή σας. Έχουμε κι εδώ, στην περιοχή μας».

Κι η παπαδιά:

«Η σούπα θα κρυώσει». Φροντίδα; Αμηχανία; Και τα δυο;

Κάθισαν. Άρχισαν να τρώνε, με τα ερωτήματα ξεπηδούσαν το ένα μετά το άλλο. Ο στρατηγός – παπάς δεν προλάβαινε ν’ απαντήσει.

«Λειτουργείτε στον Όφι;»

   «Σε εκκλησία, κανονικά;»

   «Πως αναγνωρίζεστε;»

   «Δεν κινδυνεύετε να φανερωθείτε;»

   Τα πρωτεία στις ερωτήσεις είχε η κυρά – Σουλτάνα.

Έβαλε δεν έβαλε δυο μπουκιές στο στόμα του ο ξένος κι άρχισε να τους διηγείται τη ζωή του, προσπαθώντας να βάλει σε κάποια τάξη τις απαντήσεις:

«Οι εκκλησιές μας» είπε «είναι κρυφές, υπόγειες. Πάνω τους είναι ένα σπίτι η κάτι άλλο. Για να μπείς περνάς από μέρη που δεν τα βγάζει ο νους του ανθρώπου, όπως ένας στάβλος ή ο αχυρώνας. Στο χωριό μας η εκκλησιά είναι κάτω από το σπίτι του μουλά Σουλεϊμάν. Σ’ ένα άλλο, μακρινό, είναι κάτω από ένα ύψωμα. Το μόνο που φαίνεται είναι ένα αλώνι. Πίσω του είναι ένα μικρός τοίχος. Στο ρίζωμα του τοίχου ένα χαντάκι καλυμμένο με χόρτα. Τραβάς τα χόρτα και βλέπεις μια πόρτα. Είναι η πόρτα μιας αποθήκης, όπου βάζουν τ’ άχυρα. Μόλις μπεις μέσα, στ’ αριστερά, υπάρχει μια άλλη πόρτα. Εκεί είναι η εκκλησιά».

Η ώρα προχωρούσε κι αυτός δεν έλεγε να σταματήσει. Λίγο – λίγο φανέρωσε όλες τις λεπτομέρειες της κρυφής ζωής. Μίλησε για την καθημερινή ζωή τους, που εξωτερικά έμοιαζε με τη ζωή των άλλων. Όμως μέσα στα σπίτια η μάσκα έπεφτε. Έξω φωνάζει ο Κιαμήλ τη γυναίκα του Αισέ, μέσα στο σπίτι ο ίδιος τη φωνάζει Μαρία κι αυτή Γιάννη. Όλοι τους προσπαθούν, έστω και λίγο, όσο τους επιτρέπει η περίσταση, να έχουν κάπου κρυμμένη μια εικόνα. Να κάνουν το σταυρό τους. πολλοί τις έχουν μέσα σε ντουλάπες κι ανάβουν το καντήλι χωρίς να τους βλέπει κανείς. Τις νηστείες τις κρατούν όλες. Σχολαστικά. Αν βγάλεις τα εξωτερικά, αυτά που βλέπει ο κόσμος, σε τίποτα δεν διαφέρουν από τους άλλους χριστιανούς.

«Πηγαίνετε στο τζαμί;» Η παπαδιά συνέχιζε τις ερωτήσεις.

Και βέβαια! Υπάρχουν χωριά, όπως το δικό τους, που όλοι είναι κρυφοχριστιανοί. Εκεί υπάρχει τζαμί, που όμως γεμίζει μόνο όταν ένα ξένος βρεθεί στο χωριό. Στα άλλα που ζουν μαζί με τους γνήσιους τούρκους τα πράγματα είναι δύσκολα. Πηγαίνουν στο τζαμί γιατί υπάρχει πάντα ο φόβος του γείτονα. Μέσα τους όμως λένε τροπάρια και προσευχές. Ο χότζας φωνάζει στον Αλλάχ κι αυτοί μέσα τους μιλούν στο Χριστό, μιλούν στην Παναγιά, μιλούν στους αγίους.

«Με τα παιδιά πως τα βολεύετε; Δεν υπάρχει κίνδυνος να σας μαρτυρήσουν;»

   Είναι η μόνιμη αγωνία τους. Η πρώτη φροντίδα τους είναι τα βαφτίσια. Στο χωριό τους, που δεν έχουν φόβο, τα βαφτίζουν στην κρυφή εκκλησιά. Σ’ άλλα όμως έπρεπε να σκαρφισθούν ολόκληρο σχέδιο. Νύχτα τα πηγαίνουν σ’ ένα κοντινό χωριό, που έχει παπά. Κρυφό ή φανερό. Αυτός τα βαφτίζει όχι στην εκκλησιά, μα σε κάποιο σπίτι, όπου δήθεν όλοι πάνε για βεγγέρα. Άλλοι τα πάνε στα μοναστήρια. Για πιο πολλή ασφάλεια νύχτα πηγαίνουν, νύχτα γυρίζουν. Κανείς δεν τους παίρνει χαμπέρι. Τα χριστιανικά ονόματα τα μαθαίνουν στα παιδιά, όταν πια μεγαλώσουν. Όταν πήξει λίγο το μυαλό. Τότε μαθαίνουν κι όλα τα μυστικά της ζωής τους. Τότε μαθαίνουν για την κρυφή πίστη τους. Μετά τα βαφτίσια ο κουμπάρος δίνει το παιδί στη μάνα κι εύχεται: «Με το καλό, να ζήσει φανερά».

Πιο δύσκολα είναι με τα κορίτσια. Μεγαλώνουν γρήγορα κι αν γίνονται κι όμορφα δύσκολα κρύβονται. Για νάχουν το κεφάλι τους ήσυχο φροντίζουν νωρίς, από μικρά, να τ’ αρραβωνιάζουν με παιδιά δικά τους. όταν έρθει η ώρα νύχτα γίνεται ο γάμος ορθόδοξα και μέρα τούρκικα. Αυτή είναι η κανονική πορεία. Ο δρόμος που έχουν από καιρό προετοιμάσει. Είναι όμως φορές που όλα τα υπολογίζουν, ένα όμως τους ξεφεύγει. Η καρδιά των παιδιών. Λίγες περιπτώσεις, μα έχει συμβεί κάποιο κορίτσι δικό τους να παντρευτεί Τούρκο. Τότε το θεωρούν χαμένο. Και δυστυχώς έτσι είναι. Από όσες γνωρίζει μόνο σε μια περίπτωση ο Τούρκος έγινε κρυφός χριστιανός. Αν τώρα ένας άντρας παντρευτεί τουρκάλα, φροντίζει πρώτα να την κάνει χριστιανή κι ύστερα να κοιμηθεί μαζί της. Όταν η κοπέλα συμφωνήσει πηγαίνουν σ’ ένα από τα μοναστήρια της περιοχής τους. Γίνεται η κατήχηση, μετά η βάφτιση και τέλος ο γάμος.

«Θυμάσαι το τραγούδι που έλεγε η μάνα μου;» Η παπαδιά ρώτησε τον παπά – Τιμόθεο. Χωρίς να περιμένει απάντηση άρχισε να το σιγοτραγουδά:

«Μην τυραγνιέσαι. Σόνια μου και μη βαρειοκαρδίζεις

   θ’ αλλάξει το χρυσόνομα και τούρκικο θα βάλεις

   άντρα παίρνεις ολόχρυσο, είναι χριστιανοπαίδι

   στα φανερά Μαχμούτ αγάς και στα κρυφά Νικόλας

   και στη μονή μεσονυχτίς θα πάτε για στεφάνι».

   «Και δεν υπάρχει κίνδυνος να μη θελήσει η γυναίκα; Κι ακόμη χειρότερα να μαρτυρήσει το μυστικό του άντρα;» ρώτησε ο παπάς.

«Και βέβαια υπάρχει» απάντησε ο στρατηγός. «Λέγαν οι πατεράδες μας πως μια γυναίκα μετάνοιωσε που έγινε χριστιανή και μαρτύρησε τον άντρα της, τον παπά που τη βάφτισε και την κατήχησε και πολλούς άλλους. Είναι επικίνδυνο. Γι’ αυτό οι οικογένειες φροντίζουν να μην πέσουν σ’ αυτή την περιπέτεια».

   Δυσκολίες έχουν και με τις κηδείες. Όταν έρθει η ώρα κάποιου δικού τους φροντίζουν, πριν μαθευτεί ο θάνατος, να κάνουν την κηδεία νύχτα. Αν δεν υπάρχει δικός τους παπάς, καλούν ξένο. Άγνωστο στο χωριό. Αν πάλι κι αυτό δεν τους είναι μπορετό, στην εκκλησιά κάποιου γειτονικού χωριού ή στο κοντινό μοναστήρι διαβάζεται η κηδεία, χωρίς το νεκρό. Κάποιοι, πιο τολμηροί παπάδες, πηγαίνουν νύχτα στον τάφο και κάνουν εκεί την κηδεία. Στο χωριό τους γίνονταν τα τούρκικα έθιμα μόνο αν υπάρχει ξένος και κινδυνεύουν να φανερωθούν, αλλιώς, χωρίς να πάνε το νεκρό στην εκκλησιά, για το φόβο των Ιουδαίων, τον διαβάζουν στο σπίτι.

«Στα χωριά σας υπάρχουν πολλοί κρυφοί παπάδες;» ρώτησε πάλι ο παπά Τιμόθεος.

Πως μπορεί ν’ απαντήσει κανείς; Στο χωριό τους πάντοτε υπήρχε και μάλιστα από την οικογένειά τους. Τις πιο πολλές φορές ήταν και μολλάς, όπως ο πατέρας του. Ο ίδιος, ποτέ δεν είχε σκεφτεί τον εαυτό του παπά. Μάλλον τόχε αποκλείσει. Σαν πέθανε όμως ο πατέρας του κι έμεινε το χωριό αλειτούργητο, άρχισαν οι πιέσεις. Πρώτα οι χωριανοί. Στο τέλος κι ο δεσπότης. «Δεν έχεις δικαίωμα ν’ αφήσεις το χωριό χωρίς παπά» του είπε. Τα ίδια του έλεγε κι η γυναίκα του. «Να πω ότι υπηρετείς μακριά; Όχι. Όλο εδώ γύρω θα είσαι». Έτσι τ’ αποφάσισε. Βρήκε κάποια πρόφαση και πήρε άδεια. Πήγε στο μοναστήρι του Χουτουρά κι εκεί ο δεσπότης μια μέρα τον έκανε διάκο και την άλλη παπά. Κάθισε και λίγε μέρες να μάθει να λειτουργεί και μετά γύρισε στο χωριό. Στρατηγός και παπάς. Η ζωή άρχιζε να του παίζει τα δικά της παιχνίδια.

Αυτά στο δικό τους χωριό. Σ’ άλλα μέρη, που δεν υπάρχει παπάς έρχεται κάποιος ιερομόναχος από το κοντινό μοναστήρι. Τις πιο πολλές φορές κάνει το γυρολόγο, τον έμπορο. Είναι όμως και μερικοί πολύ θαρραλέοι, που έρχονται ντυμένοι δερβίσηδες. Τότε μόλις εμφανισθούν, ένας ολάκερος κόσμος μπαίνει σε κίνηση για να ειδοποιηθούν όλοι οι δίπιστοι. Έτσι το βράδυ κάπου θα συγκεντρωθούν, σε σπίτι ή σε κρυφή εκκλησιά, κι εκεί θα είναι κι ο παπάς που τους έστειλε το μοναστήρι.

***

   Πέρασε ώρα πολλή ίσαμε να σηκωθούν απ’ το τραπέζι και τα πιάτα έμειναν σχεδόν απείραχτα. Ποιος είχε το νού του στο φαγητό; Ήταν καιρός ν’ ανοίξουν την καρδιά τους και να μιλήσουν γι’ αυτούς τους ίδιους, για τα παιδιά τους, τη ζωή τους. Ο στρατηγός είχε αφήσει πίσω τη γυναίκα και τα τέσσερα παιδιά του. Δυο κορίτσια στην ώρα τους για παντρειά και δυο αγόρια μικρότερα. Το μεγάλο το πρώτο του κορίτσι μάλιστα, θα το πάντρευε εκείνες τις μέρες, αν ο πόλεμος δεν τους άλλαζε τα σχέδια. Ο πόλεμος. Πόσες φορές δεν του είχε αναστατώσει τη ζωή; Και μαζί τη ζωή των δικών του; Τον έκανε βέβαια στρατηγό. Στρατηγό τιμημένο που πήρε δυο δυο τους βαθμούς «επ’ ανδραγαθία». Όμως τι τα θες! Παπάς και πολεμιστής δεν γίνεται. Μεγάλη δυσκολία. Φεύγεις για τη μάχη και δεν ξέρεις τι σε περιμένει το κάθε λεπτό. Ξεκινάς για λίγο και μπορεί να μείνεις στο μέτωπο μήνες ολάκερους. Αλειτούργητος εσύ, αλειτούργητοι κι οι άλλοι στο χωριό. Άσε το χειρότερο κι ωστόσο το πιο συνηθισμένο στον πόλεμο. Το θάνατο! Στου γίνεται αχώριστος σύντροφος και παίζει μαζί σου απίστευτα παιχνίδια. Έχει μάθει βέβαια, τόσα χρόνια, να τον αψηφά. Να μη σκιάζεται απ’ την παρουσία του. Μα είναι χριστιανός και ως παπάς επιθυμεί να είναι έτοιμος για κείνη την ώρα. Τη στερνή. Την ώρα που προσμένεις ολάκερη ζωή.

Κοντά μεσάνυχτα αποφάσισαν να υποκύψουν σε μια δύναμη, που ώρα τώρα τους πολιορκούσε. Στον ύπνο. Είπαν τόσα κι όμως αισθάνονταν, πως μόλις τώρα άρχισαν να μιλούν. Ο παπά – Τιμόθεος μάλιστα είχε την εντύπωση πως δεν πρόλαβε καν να μιλήσει, μα δεν είχε και τη διάθεση να διακόψει τον ξένο του. Απόψε ήταν δική του η βραδιά. Έτσι που τον άκουγε καταλάβαινε πως ο Θεός οδήγησε τα πράγματα με τέτοιο τρόπο, ώστε αυτός να γνωρίζει καλύτερα και να μην κρίνει. Κι ο άλλος να βγάλει από μέσα του καημούς, χρόνια τώρα στιβαγμένους.

Στο δωμάτιο, που θα κοιμόταν, είχε στρώσει η παπαδιά τα καλύτερα σεντόνια και σε μια γωνία, σ’ ένα τραπέζι, είχε βάλει μια εικόνα του Χριστού κ ένα αναμμένο καντήλι. Το απαλό φως του φάνηκε βάλσαμο και μια δύναμη τον παρακινούσε να γονατίσει να προσευχηθεί. Στην πόρτα τον καληνύχτισε ο παπά – Τιμόθεος.

«Κι όπως είπαμε. Πριν ξημερώσει να είσαι έτοιμος» πρόσθεσε.

«Θα είμαι», απάντησε ο στρατηγός.

Νύχτα ακόμη οι δυο άντρες έβγαιναν στους δρόμους του κοιμισμένου χωριού. Το σκοτάδι ήταν πυκνό κι ο ξάστερος ουρανός βομβάρδιζε με παγωνιά τη γη. Με πολλές προφυλάξεις έφτασαν στην εκκλησιά. Ο παπά – Τιμόθεος, όσο πιο ήσυχα γινότανε, άνοιξε την πόρτα και πέρασαν μέσα. Χωρίς ν’ ανάψει άλλο φως, παρά με μόνο των καντηλιών, μπήκαν στο Ιερό. Εκεί ο στρατηγός – παπάς φόρεσε ένα πετραχήλι κι άρχισε να διαβάζει τη μετάληψη. Στο μεταξύ ο παπά – Τιμόθεος άνοιξε το αρτοφόριο και ετοίμαζε την αγία κοινωνία. Όπως όταν πηγαίνει να μεταλάβει έναν άρρωστο. Δίπλα του, σε λίγο, ο κρυφός παπάς ήταν έτοιμος.

«Μεταδίδοτέ μοι Ελευθερίω τω αναξίω ιερεί τοπ τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου και Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού». Η φωνή του ακουγόταν βαθειά απόκοσμη ενώ δυο δάκρυα άρχισαν να αυλακώνουν το πρόσωπό του. Ο στρατηγός ήταν έτοιμος για τον πόλεμο.

Είχε προχωρήσει η μέρα κι ο ήλιος είχε ζεστάνει τη γη. Ο στρατός στον κάμπο παρατάχθηκε. Έτοιμος να συνεχίσει την πορεία του προς το μέτωπο. Στο σπίτι του παπά ο στρατηγός τους αποχαιρέτησε όλους και αντάλλαξε ασπασμό με τον παπά. Έξω οι υπασπιστές τους είχαν φέρει το άλογό του και τον περίμεναν να βγει. Τότε έφθασαν στο σπίτι ο δάσκαλος με το μουχτάρη. Θέλησαν, είπαν, να τον ευχαριστήσουν, για την καλή συμπεριφορά του στρατού. «Αλλιώς είχαμε συνηθίσει» συμπλήρωσε ο μουχτάρης. Αυτός, σαν να ενοχλήθηκε τους ζήτησε να μην έχουν καμιά υποχρέωση και να γυρίσουν στις δουλειές τους. Ο στρατός δεν έκανε τίποτα το σπουδαίο. Απλώς φέρθηκε όπως φέρεται ένας πειθαρχημένος τακτικός στρατός. Έκανε το καθήκον του. Γι’ αυτό δεν χρειάζονται ευχαριστίες.

«Τι λες στρατηγέ μου» απάντησε ο δάσκαλος. «Βγες έξω να δεις. Όλο το χωριό μαζεύτηκε να σ’ αποχαιρετήσει».

Πραγματικά. Μπροστά στην πόρτα, εκεί που τον περίμεναν οι αξιωματικοί, είχαν μαζευτεί όλοι οι άντρες του χωριού. Μόλις φάνηκε ο στρατηγός ξέσπασαν σε χειροκροτήματα. Πολλοί ήθελαν να του σφίξουν το χέρι. Με χίλιους κόπους ξέφυγε και ανέβηκε στο άλογό του. πριν ξεκινήσει έφερε γύρω το βλέμμα του. Μετά έκανε νόημα και στους άλλους και άρχισαν να προχωρούν. Πιο κάτω, πριν την ελαφρά κλίση του δρόμου, σταμάτησε. Γύρισε πίσω και κοίταξε κατά το παπαδόσπιτο. Εκεί, στο κατώφλι, στεκόταν ο παπάς. Ο Σοϊλεμέζ σήκωσε το χέρι. Το ίδιο έκανε κι ο παπά – Τιμόθεος.

 Ύστερα χάθηκε στην καμπή του δρόμου.


http://fdathanasiou.wordpress.com/

Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Κλείστηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, όχι για να παίξει, αλλά για να παλέψει!



Ο παπα-Σάββας

Ένας από τους πιο αγαπημένους φίλους του παπα-Τύχωνα ήταν και ο ευλαβέστατος παπα-Σάββας, ο οποίος είχε την αδιάλειπτη προσευχή και είχε φθάσει μάλιστα σε μεγάλη πνευματική κατάσταση. Ο παπα-Σάββας είχε έρθει από δέκα τεσσάρων χρονών , μικρό παιδί, αφήνοντας τους γονείς του και την πατρίδα του, την Φιλιππιάδα, και κλείστηκε στο Περιβόλι της Παναγίας, όχι για να παίξει, αλλά για να παλέψει. Και πραγματικά, αγωνίσθηκε παλληκαρίσια, έγινε αθλητής του Χριστού και στεφανώθηκε.

Αιτία της φυγής του από τον κόσμο, όπως μου έλεγε, ήταν ο βίος του Αγίου Ιωάννη του Καλυβίτη, ο οποίος του άναψε στην καρδιά του την γλυκιά φλόγα της αγάπης του Χριστού, και έτσι ήρθε στο Άγιον Όρος, στην Ι. Μονή Εσφιγμένου.

Αγωνίστηκε πολύ φιλότιμα από μικρός μέχρι τα γεράματά του ο Παπα-Σάββας, χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, γι’ αυτό και σκεφτόταν πάντα τους άλλους και προσπαθούσε πώς να αναπαύσει τον καθένα.

Μετά από πολυχρόνια άσκηση επόμενο ήταν να υποστεί και ορισμένες σωματικές βλάβες, να έχει προβλήματα με την υγεία του. Ο αθλητής του Χριστού όμως τους πόνους, τους πανηγύριζε με την υπομονή του, ενθυμούμενος τους Αγίους Μάρτυρες, και δοξολογούσε το Θεό.

Όταν τον ρωτούσα «πώς πάει η υγεία σας», εκείνος μου έλεγε:
«Δόξα τω Θεώ, πολύ καλά. Εγώ τίποτα δεν υποφέρω εν συγκρίσει με τους Αγίους Μάρτυρες, όπως και δεν έχω κάνει τίποτε εν συγκρίσει με τους Οσίους Πατέρες» (ενώ ποτέ του δεν παρέλειψε τα πνευματικά του καθήκοντα μέχρι τα γεράματά του, όταν τον είχαν εγκαταλείψει πια οι σωματικές του δυνάμεις, και οι πόνοι είχαν δυναμώσει) ο παπα-Σάββας ήταν πάντα χαρούμενος στους πόνους και συνέχεια έλεγε Δόξα σοι ο Θεός.

Οι Πατέρες της Μονής από αγάπη τον πήγαν στην Αθήνα για εξετάσεις σε κλινική, κι εκείνος έκανε υπακοή σαν καλός Κοινοβιάτης. Ο φιλήσυχος όμως Σάββας δυσκολεύτηκε περισσότερο από τον κοσμικό θόρυβο παρά από τους πόνους της αρρώστιας και παρακάλεσε τους Πατέρες να τον φέρουν πάλι στην Μετάνοιά του, στο περιβόλι της Παναγίας.

Οι Πατέρες το δέχθηκαν και τον πήγαν προσωρινά στην Ι. Μονή Χρυσοβαλάντου, για να συνέλθει λίγο, και μετά να φύγουν για το Άγιον Όρος. Ένα βράδυ όμως είχε πλημμυρίσει από άρρητη ευωδία όλη η Μονή, και η Γερόντισσα δεν μπορούσε να το εξηγήσει! Σε λίγο διαπίστωσαν ότι η ευωδία έβγαινε από το κελλί, όπου έμενε ο παπα-Σάββας. Όταν άνοιξαν την πόρτα ,γέμισε ο τόπος από άρωμα, και βρήκαν τον παπα-Σάββα να έχει παραδώσει το πνεύμα του. Τότε κατάλαβαν ότι το άρωμα αυτό έβγαινε από την αρωματισμένη ψυχή του παπα-Σάββα. Ήρθαν μετά και οι Πατέρες και τον μετέφεραν στη Μετάνοιά του. Την ευχή του να έχουμε . Αμήν.

(ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΑΪΣΙΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ, «Αγιορείται Πατέρες και αγιορείτικα»).


http://orthodoxhpisth.eu/

Η κραυγή ικεσίας των κατσικιών ....




Άλλοτε πάλι, όταν έγινε μεγάλη ξηρασία στην έρημο του Σινά , μαζεύτηκε ένα μεγάλο κοπάδι κατσικιών και γύριζαν όλα τα μέρη στα Άρσελάου ζητώντας να πιουν νερό και δεν εύρισκαν, γιατί ήταν μήνας Αύγουστος.

Όταν λοιπόν επρόκειτο όλη αυτή ή αγέλη να εξολοθρευθεί από τη δίψα, ανέβηκαν σε μια βουνοκορφή πιο ψηλή από όλα τα βουνά της έρημου.

Κι αφού όλα εκείνα τα ζώα κοίταξαν στον ουρανό, έβαλαν μαζί δυνατές φωνές σαν να φώναζαν προς τον Θεό, τον δημιουργό και Κύριο της δόξας.

Και δεν έφυγαν απ' αυτόν τον τόπο, αλλά, λέγουν ότι έπεσε κοντά τους βροχή, μόνο στον τόπο εκείνο πού βρισκόταν και έτσι ήπιαν, σύμφωνα με τον λόγο του προφήτη, πού λέγει για τον Θεό ότι δίνει στα κτήνη την τροφή τους και στους νεοσσούς των κοράκων, πού τον παρακαλούν.


ΓΕΡΟΝΤΙΚΟ ΤΟΥ ΣΙΝΑ. ΕΚΔΟΣΕΙΣ Ι .Μ. ΤΟΥ ΘΕΟΒΑΔΙΣΤΟΥ ΌΡΟΥΣ ΣΙΝΑ


http://misha.pblogs.gr/

Η ζωή του Αγίου Γερασίμου του Ιορδανίτη



Παιδικά και νεανικά χρόνια του Αγίου Γερασίμου

Στα πολύ παλιά χρόνια, πριν περάσουν τετρακόσια χρόνια από την γέννηση του Ιησού Χριστού μας, γεννήθηκε στα Μύρα της Λυκίας ένας από τους μεγαλύτερους αγίους της Ορθοδοξίας, ο Άγιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης.
Τα Μύρα ήταν αρχαία πόλη της Μικράς Ασίας, που ήταν Ελληνική από τα πανάρχαια χρόνια. Την εποχή του Βυζαντίου τα Μύρα έγιναν πρωτεύουσα της επαρχίας της Λυκίας και μέχρι τον 17ο αιώνα ήταν έδρα επισκόπου. Ένας από τους επισκόπους των Μύρων, ήταν και ο Άγιος Νικόλαος ο προστάτης των θαλασσών. Ο Άγιος Νικόλαος λάμπρυνε με την παρουσία του τον επισκοπικό θρόνο των Μύρων κατά τον 4ο αιώνα και πέθανε λίγα χρόνια πριν γεννηθεί ο Άγιος Γεράσιμος. Τα ερείπια που σώζονται δείχνουν ότι τα Μύρα βρίσκονται τέσσερα χιλιόμετρα μακριά από την θάλασσα.
Ο ευλογημένος Γεράσιμος γεννήθηκε όταν αυτοκράτορας του Βυζαντίου ήταν ο Ζήνωνας, μεταξύ 376 και 391 μ.Χ. Οι γονείς του ήταν πλούσιοι, ευσεβείς και ευλαβείς χριστιανοί. Τα άφθονα υλικά αγαθά δεν τους εμπόδισαν να έχουν αυστηρές ηθικές αρχές. Τον πολυαγαπημένο τους γιο τον ανάθρεψαν σύμφωνα με τα αθάνατα διδάγματα της Αγίας μας Ορθόδοξης Εκκλησίας. Του έδωσαν μια τέλεια χριστιανική ανατροφή.
Όσο μεγάλωνε ο χαριτωμένος Γεράσιμος, τόσο πιο πολύ πλουτιζόταν με άφθονες αρετές, που του χάριζε ο φωτοδότης Χριστός. Δεν ήθελε να ζει όπως οι πιο πολλοί νέοι της εποχής του και να φροντίζει μόνο το σώμα του, παραμελώντας την αθάνατη ψυχή του. Ήταν φρόνιμος και προσεκτικός. Καταλάβαινε πως η ζωή του ανθρώπου πάνω στην γη είναι προσωρινή, ενώ ο Παράδεισος είναι παντοτινός και αιώνιος. Ο μεγάλος σεβασμός στο Θεό ριζώθηκε για καλά στα τρίσβαθα της ψυχής του από τα παιδικά του χρόνια. Οι γονείς του τον αφιέρωσαν από βρέφος στον Θεό και από παιδί ζούσε την μοναχική ζωή σε κοινόβιο μοναστήρι

Σε κοινόβιο Μοναστήρι – Στην έρημο της Λυκίας

Η ακλόνητη πίστη του γνωστικού Γεράσιμου και ο διακαής του πόθος να γίνει μοναχός τον οδήγησαν στην απόφαση να εγκαταλείψει οριστικά την κοσμική ζωή. Αφού μοίρασε τα πλούσια υπάρχοντά του στους φτωχούς, αφιερώθηκε στην ήρεμη και απλή ζωή των καλόγερων. Έγινε επίσημα μοναχός, έδιωξε κάθε κοσμική φροντίδα και αφοσιώθηκε με όλη την δύναμη της ψυχής του, στην απόκτηση των γνήσιων αρετών. Στην αρχή έγινε μοναχός σε κοινόβιο μοναστήρι.
Κοινόβιο λέγεται το μοναστήρι στο οποίο ζουν μαζί πολλοί μοναχοί, εκκλησιάζονται όλοι μαζί, υπακούουν και εξομολογούνται στον ίδιο ηγούμενο, το γέροντά τους, τρώνε σε κοινό τραπέζι, καθένας τους κάνει κάποια δουλειά, το διακόνημα και δεν έχουν δικά τους χρήματα ή οποιαδήποτε περιουσία.
Αφού πέρασε αρκετό καιρό στο κοινόβιο, ο ενάρετος Γεράσιμος απόκτησε πείρα της μοναχικής ζωής και προόδευσε περισσότερο στις ασκητικές αρετές. Τότε, με την ευλογία του γέροντά του, έφυγε από το κοινόβιο και ζούσε μόνος του, σαν ασκητής, στους πιο απρόσιτους και έρημους τόπους της Λυκίας.
Ο καλοκάγαθος Γεράσιμος δεν αγαπούσε να ζει όπως οι περισσότεροι νέοι της εποχής του, που φρόντιζαν μόνο το σώμα τους και αδιαφορούσαν για την σωτηρία της αθάνατης ψυχής τους. Ήξερε ότι η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή, μαζί με τις άλλες αρετές που καλλιεργούσε συστηματικά, ήταν τα σκαλοπάτια που θα τον οδηγούσαν στην Αιώνιο Βασιλεία.
Αγωνιζόταν συνέχεια για να καθαρίσει την ψυχή του από κάθε πάθος και ακαθαρσία κι έτσι να φωτισθεί ο νους του από τα χαρίσματα του Αγίου Πνεύματος.
Με ευχαρίστηση απέφευγε τα πολλά και νόστιμα φαγητά και καθετί που βάραινε την κοιλιά το θεωρούσε βάρος και ενόχληση για τη φύση. Έτσι ο νους του διατηρούταν καθαρός και ήσυχος. Κοιμόταν πολύ λίγο, όσο χρειαζόταν για να διατηρείται στη ζωή και δεν απέφευγε τους κόπους και τους μόχθους. Αγαπούσε ν' ασχολείται με τις αγρυπνίες, τις προσευχές και τη μελέτη των αγίων πατέρων. Για το θέμα του ύπνου έλεγε: "Όποιος θέλει να ζήσει περισσότερο, πρέπει να κοιμάται λιγότερο. Ο πολύς ύπνος κάνει το σώμα αδύναμο και ασθενικό. Ζωή είναι κυρίως το μέρος του χρόνου κατά το οποίο είμαστε ξύπνιοι. Γι αυτό οι παλιοί σοφοί έλεγαν τον ύπνο αδελφό του θανάτου. Το κρεβάτι είναι ένα είδος φέρετρου, γιατί μας εμποδίζει από την ενέργεια, που είναι η βάση της ζωής".
Ο γενναίος στρατιώτης του Χριστού, εφαρμόζοντας όσα πίστευε, κοιμόταν μόνο όσο του ήταν αναγκαίο, όσο του χρειαζόταν για να ζει. Τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του τον ξόδευε σε προσευχή, σε μελέτη, σε αυτοεξέταση, σε αγαθοεργίες και σε άλλο Θεάρεστο έργο. Με τους πολύμοχθους αγώνες του στην έρημο της πατρίδας του, της Λυκίας, ο μακάριος Γεράσιμος έδειξε στους μοναχούς τον ορθόδοξο δρόμο της μοναχικής ζωής. Πάλεψε σκληρά εναντίον των δαιμόνων, ασκήτευε για αρκετό χρόνο με ιδρώτες, πόνους και μόχθους και στο τέλος αναδείχθηκε νικητής.

Στους Αγίους Τόπους - Κοντά στον Άγιο Ευθύμιο - Στην έρημο του Ιορδάνη

Από μικρός ο Άγιος Γεράσιμος είχε μεγάλο πόθο να επισκεφθεί τους Αγίους Τόπους. Ο σκοπός της σφοδρής αυτής επιθυμίας του ήταν διπλός. Ήθελε να προσκυνήσει τα μέρη που αγίασε με τον παρουσία Του ο Πανάγιος Θεάνθρωπος Χριστός και να ασκητεύσει στα θεοβάδιστα μέρη της ερήμου του Ιορδάνη. Θεωρούσε την έρημο καταλληλότερη για τους μεγαλύτερους ασκητικούς αγώνες, τους οποίους πάντοτε αγαπούσε.
Αυτή την εποχή πολλοί διαλεχτοί άνδρες και γυναίκες, από την Ανατολή και τη Δύση, έπαιρναν το δρόμο που οδηγούσε στην Αγία Πόλη, την Ιερουσαλήμ. Αρκετοί απ’ αυτούς, αφού προσκυνούσαν τους Πανάγιους τόπους, γύριζαν χαρούμενοι στις πατρίδες τους. Άλλοι πάλι αφιέρωναν τον εαυτό τους στο θεό και έμεναν μόνιμα στα αγιασμένα αυτά μέρη και γίνονταν μοναχοί. Μερικοί εγκαταστάθηκαν στις έρημους και ίδρυσαν μοναστήρια. Τέτοιοι ήταν ο Μέγας Ευθύμιος, ο Θεόκτιστος, ο Κυριάκος ο Αναχωρητής και άλλοι.
Επιτέλους ο ευσεβής πόθος του Οσίου Γερασίμου να προσκυνήσει τους τόπους που αγίασε με την παρουσία Του ο Κύριος μας πραγματοποιείται. Το 451 μ.Χ. φτάνει στα Ιεροσόλυμα και προσκυνεί τον Πανάγιο Τάφο και τα άλλα ιερά προσκυνήματα. Το ίδιος έτος είχε φτάσει εκεί και ο Άγιος Θεοδόσιος ο Κοινοβιάρχης.
Αλλά και η άλλη, μεγάλη του επιθυμία πραγματοποιείται. Ο Πανάγαθος Θεός στέλνει πλούσια την ευλογία Του στους γνήσιους στρατιώτες Του. Μετά την προσκύνηση στα Ιεροσόλυμα, ο Άγιός μας καταφεύγει στην έρημο της Νεκράς Θάλασσας για να ασκητεύσει. Αφού άκουσε για τη φήμη του Αγίου Ευθυμίου, που ασκήτευε τότε στη γειτονική έρημο του Ρουβά, πήγε κοντά του για λίγο καιρό και τον συμβουλεύτηκε. Πολύ ωφελημένος από την πείρα και τις συμβουλές του γίγαντα αυτού της Ορθοδοξίας, φτάνει στη γειτονική έρημο του Ιορδάνη, όπου αποφασίζει να εγκατασταθεί μόνιμα και να περάσει με αυστηρή άσκηση τον υπόλοιπο χρόνο του επίγειου βίου του.
Μετά την εγκατάσταση του στην περιοχή του Ιορδάνη ο Όσιος συνέχισε τους σκληρούς ασκητικούς αγώνες του. Ο αγώνας του ήταν πολύ δύσκολος και κουραστικός, γιατί γινόταν εναντίον του σατανά, που μισεί πολύ τους ανθρώπους και θέλει την καταστροφή τους, οδηγώντας τους μακριά από το Θεό, στην αιώνια κόλαση. Εκτός των άλλων δυσκολιών εδώ είχε να αντιμετωπίσει και τον αφόρητο καύσωνα, γιατί η περιοχή είναι έρημος και βρίσκεται σχεδόν τετρακόσια μέτρα κάτω από την επιφάνεια της Μεσογείου Θάλασσας.
Τέτοιους σκληρούς αγώνες έκανε ο Άγιος σ’ αυτή την έρημη περιοχή. Η Θεία Χάρη όμως τον δυνάμωνε και με ακαταμάχητα όπλα τη βαθιά πίστη, την επιμονή και υπομονή έφτασε στην τελική νίκη. Έτσι μετά το θάνατο του η Εκκλησία μας τον ανακήρυξε άγιο. Είναι γνωστός σαν ο Όσιος Γεράσιμος ο Ιορδανίτης και τον γιορτάζουμε στις τέσσερις Μαρτίου.
Όσιοι λέγονται οι άγιοι που πεθαίνουν ειρηνικά, είτε στα γεράματα τους, είτε από κάποια αρρώστια. Οι άγιοι που θανατώνονται βίαια και υποφέρουν πολλά βάσανα, γιατί δεν αρνούνται το Χριστό, λέγονται μάρτυρες.
Τώρα ο Άγιος ζει μέσα στην αγαπημένη του έρημο. Αγωνίζεται αδιάκοπα για ν’ αποκτήσει μεγαλύτερες αρετές. Δεν ήθελε να μένει στάσιμος, αλλά ήθελε κάθε μέρα να ξεπερνά τον εαυτό του στους κόπους και τους μόχθους της ασκητικής ζωής. Ποτέ του δεν κοίταζε πίσω αλλά μπροστά. Οπλισμένος με τα ανίκητα όπλα της αρετής και δυναμωμένος με τη Θεία Χάρη, νικά τους δαίμονες και τους αναγκάζει να τραπούν σε άτακτη φυγή. Γίνεται ένας καθηγητής της ερήμου. Η φωνή του τραβάει σαν μαγνήτης κοντά του πολλούς μοναχούς και ασκητές, από διάφορα μέρη, που ήθελαν να τον έχουν οδηγό για τη σωτηρία της ψυχής τους. Ανάμεσα σ' αυτούς που ήθελαν να γίνουν μαθητές του ήταν και ορισμένοι ξακουστοί μοναχοί και μεγάλοι ασκητές της ερήμου.
Βλέποντας ο Όσιος τόσους ασκητές να τον περιτριγυρίζουν, όπως οι μέλισσες κυκλώνουν την κηρήθρα, αποφασίζει να ιδρύσει κοινόβιο μοναστήρι και λαύρα ένα περίπου μίλι μακριά από τον Ιορδάνη ποταμό.
Η λαύρα αποτελείται από σπηλιές, σε καθεμιά από τις οποίες μένει μόνος του ένας μοναχός. Στη λαύρα έμεναν οι μεγαλύτεροι μοναχοί κι αυτοί που είχαν πείρα στη μοναχική ζωή. Στο κοινόβιο ζούσαν οι νεότεροι και οι αρχάριοι.
Επειδή ο θεοφόρος Γεράσιμος είχε φήμη σπουδαίου ασκητή, η λαύρα του γέμισε γρήγορα με μοναχούς, που ζούσαν σκορπισμένοι στην περιοχή της Ιεριχώς και στις όχθες του ποταμού Ιορδάνη. Έτσι δίκαια ο Άγιος ονομάστηκε Ιορδανίτης, γιατί ήταν ο πρώτος που κατοίκησε συστηματικά σ' αυτήν την έρημο και συγκέντρωσε εδώ μοναχούς.
Το κοινόβιο μοναστήρι βρισκόταν στη μέση της λαύρας. Όσοι από τους μοναχούς του κοινοβίου τηρούσαν τους κανόνες που έβαζε ο Άγιος και έκαναν ασκητική ζωή, μετά από μακροχρόνιους αγώνες, μπορούσαν να εγκατασταθούν σε ξεχωριστά κελιά, στη λαύρα.
Ο Άγιος Γεράσιμος είναι ο πρώτος ιδρυτής του κοινοβιακού και του αναχωρητικού βίου. Αναχωρητές λέγονταν οι μοναχοί που ζούσαν στη λαύρα.

Οι κανόνες που έβαλε ο Άγιος στους Αναχωρητές

Ο Όσιος μας αγαπούσε πολύ τη ζωή των αναχωρητών. Γι’ αυτό περνούσε μέρος της μοναχικής του ζωής στην έρημο. Κατοικούσε κοντά στους μαθητές του ή μαζί με άλλους μεγάλους και ξακουστούς δασκάλους της ερήμου, όπως τον Άγιο Ευθύμιο, το Θεόκτιστο, τον Άγιο Κυριάκο τον Αναχωρητή και άλλους.
Οι μοναχοί που ζούσαν στη λαύρα λέγονταν αναχωρητές γιατί έφευγαν (αναχωρούσαν) από το κοινόβιο και ζούσαν μόνοι στις σπηλιές της ερήμου. Αργότερα πολλοί μοναχοί από όλα σχεδόν τα μοναστήρια έφευγαν στην έρημο, στην αρχή της μεγάλης Σαρακοστής και γύριζαν το Σάββατο του Λαζάρου.
Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο Άγιος Ζωσιμάς που εξομολόγησε, κοινώνησε και έθαψε, με τη βοήθεια ενός λιονταριού, την Οσία Μαρία την Αιγύπτια. Αυτή έζησε 47 χρόνια στην έρημο του Ιορδάνη, κοντά στο μοναστήρι του Άγιου Γερασίμου. Μάλιστα κοντά στο μοναστήρι σώζεται μια σπηλιά απόκρημνη, όπου η παράδοση λέει ότι κατοικούσε η Αγία για αρκετό καιρό.
Στους μοναχούς που ζούσαν στη λαύρα ο Άγιος έδωσε εντολή να ζουν σύμφωνα με τους πιο κάτω αυστηρούς κανόνες:
Τις πέντε μέρες της βδομάδας ο καθένας να ησυχάζει στο κελί του. Να τρώει μόνο ψωμί και φοινίκια και να πίνει νερό. Το Σάββατο και την Κυριακή να πηγαίνουν στο ναό του μοναστηριού, να ψάλλουν, να εξομολογούνται, να συμμετέχουν στη Θεία Λειτουργία και Θεία Κοινωνία και μετά να τρώνε στο Κοινόβιο μαγειρεμένο φαγητό και να πίνουν και λίγο κρασί.
Πρόσταξε στα κελιά τους να μην έχουν τίποτε άλλο, εκτός από τα αναγκαία, να μην ανάβουν λυχνάρι ή φωτιά και να μην τρώνε μαγειρεμένο φαγητό. Απέφευγαν επίσης τη γαστριμαργία και τα πάθη της ψυχής, όπως τη λύπη, την οργή, τη δειλία και τη λήθη.
Καθένας ήταν υπόχρεος να συνεισφέρει στο Κοινόβιο από το εργόχειρο του, κάθε Σάββατο, που θα ερχόταν σ’ αυτό. Το δειλινό της Κυριακής, αφού θα έπαιρνε το εφόδιό του για όλη την εβδομάδα, δηλαδή ψωμί, καρπούς φοινικιάς, νερό και κλαδιά, αναχωρούσε για το κελί του.
Δεν είχαν άλλη ενδυμασία, εκτός από εκείνη που φορούσαν. Ως στρώμα είχαν ψαθί ή κάποιο ελαφρό σκέπασμα. Είχαν ένα πήλινο αγγείο για νερό, για να πίνουν και για να διατηρούν φρέσκα τα κλαδιά που θα έπλεκαν. Όταν έβγαιναν από τα κελιά τους έπρεπε να τα αφήνουν ανοικτά, ώστε όποιος ήθελε να μπορεί να μπαίνει σ' αυτά και να παίρνει ό,τι χρειάζεται. Όλα τα πράγματα ήταν κοινά.
Ορισμένοι κάτοικοι της Ιεριχώς, που βρίσκεται κοντά στο μοναστήρι του Αγίου Γερασίμου, λυπούνταν τους ασκητές και τους πήγαιναν κάθε Σάββατο και Κυριακή λιτά φαγητά και τρόφιμα. Αυτοί όμως δεν τα δέχονταν και για να τους αποφύγουν έφευγαν μακριά.
Ο ίδιος ο Άγιος τηρούσε όλους αυτούς τους κανόνες και όλες τις μέρες της Αγίας Σαρακοστής δεν έτρωγε τίποτε, εκτός από τη Θεία Κοινωνία, που έπαιρνε την Κυριακή.
Αφού έζησε μ’ αυτό τον τρόπο ο Άγιος Γεράσιμος ο Αναχωρητής, δίκαια έγινε πρότυπο αρετής και σωτηρίας. Ήταν ένας μεγάλος καθηγητής της ερήμου, όπως τον Άγιο Αντώνιο, τον Άγιο Σάββα τον Αγιασμένο, το Μεγάλο Ευθύμιο, τον Άγιο Θεοδόσιο τον Κοινοβιάρχη και άλλους.
Φρόντιζε περισσότερο για την πνευματική εργασία, αλλά δεν παραμελούσε τελείως και την πρακτική. Ο Θεός του έδωσε μεγάλη χάρη. Τέτοια χάρη είχε όπως ο Αδάμ, πριν από την παρακοή.

Ο Άγιος Γεράσιμος και το Λιοντάρι

Σε τέτοια πνευματικά ύψη είχε φτάσει ο Άγιος Γεράσιμος, ώστε και αυτά τα άγρια θηρία ακόμη τον σέβονταν, του υπάκουαν και τον υπηρετούσαν. Η μεγάλη χάρη που του είχε δώσει ο Θεός φαίνεται και από την ιστορία του Αγίου με το λιοντάρι.
Ο Άγιος εικονίζεται πάντοτε με ένα λιοντάρι. Γιατί άραγε; Αυτό το άγριο λιοντάρι έζησε κοντά στον Όσιο Γεράσιμο και τον υπηρετούσε με θαυμαστό τρόπο, όσο καιρό ζούσε. Αλλά και όταν κοιμήθηκε ο Άγιος τον ακολούθησε με παράδοξο τρόπο, αφού πέθανε πάνω στον τάφο του από υπερβολική λύπη.
Κάποια μέρα, ενώ ο Άγιος περπατούσε στην όχθη του ποταμού Ιορδάνη, συναντήθηκε με ένα λιοντάρι. Μόλις το θηρίο τον αντίκρισε, άρχισε να βρυχάται με παρακλητικό τρόπο και να ανασηκώνει με δυσκολία το ένα του πόδι.
Τι είχε συμβεί;
Ένα μυτερό κομμάτι καλαμιού του είχε μπηχθεί στο πόδι με αποτέλεσμα αυτό να πρησθεί, να γεμίσει πύο και να μην μπορεί να περπατήσει από τους πόνους.
Όταν ο γέροντας είδε τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν το λιοντάρι, το λυπήθηκε. Αφού το πλησίασε, κάθισε σε μια πέτρα, πήρε το πόδι του λιονταριού και το εξέτασε προσεκτικά. Το έσχισε με ένα σουγιά, έβγαλε το καλάμι με πολλά υγρά και πύο και καθάρισε καλά την πληγή. Μετά την έδεσε καλά με ένα πανί και έδιωξε το λιοντάρι. Αυτό όμως δεν έφευγε. Αφού θεραπεύτηκε, έμεινε κοντά στον Άγιο, δεν τον άφησε ποτέ πια, ημέρεψε σαν πρόβατο και τον ακολουθούσε σαν γνήσιος μαθητής του. Ο γέροντας θαύμαζε τη μεγάλη ευγνωμοσύνη του θηρίου, που πολύ σπάνια τη συναντάς στους ανθρώπους.
Από τότε ο γέροντας έτρεφε το λιοντάρι, δίνοντας του ψωμί και βρεγμένα όσπρια. Στη Λαύρα, δηλαδή στις σπηλιές, υπήρχε ένα γαϊδούρι που έφερνε νερό από τον ποταμό Ιορδάνη για τις ανάγκες των ασκητών. Ο Άγιος ανέθεσε τη φύλαξη αυτού του ζώου στο λιοντάρι. Ήταν υπεύθυνο να το βόσκει κοντά στον ποταμό και να το προσέχει κατά τη διαδρομή του. Ο γέροντας εμπιστεύθηκε στο θηρίο το γαϊδούρι, όπως σε μικρό βοσκό ένα πρόβατο. Το λιοντάρι έκανε αυτή την υπηρεσία για αρκετό χρονικό διάστημα. Άλλοτε ακολουθούσε το γαϊδούρι, περιτριγυρίζοντας το προστατευτικά σαν σκύλος, άλλοτε καθόταν κοντά του ή πρόσεχε τους γύρω δρόμους, όταν εκείνο έβοσκε. Όσοι το έβλεπαν απορούσαν, σταυροκοπιόνταν και θαύμαζαν για το παράξενο αυτό θέαμα.
Κάποτε το λιοντάρι και το γαϊδούρι χώρισαν για λίγη ώρα. Αυτό έγινε είτε γιατί το λιοντάρι αποκοιμήθηκε είτε διότι απομακρύνθηκε για λίγο, για να βρει τροφή. Κάποιοι Άραβες έμποροι καμηλιέρηδες που περνούσαν από εκεί βρήκαν το γαϊδούρι μονάχο του και το έκλεψαν. Όταν το λιοντάρι αναζήτησε παντού το "φίλο του" και δεν τον βρήκε, γύρισε στη Λαύρα σκυθρωπό και λυπημένο.
Ο Όσιος, μόλις είδε το λιοντάρι μόνο του και σ’ αυτή την κατάσταση, υποψιάστηκε ότι θα έφαγε το γαϊδούρι και με ύφος γεμάτο σοβαρότητα του είπε:
Τι συμβαίνει λιοντάρι; Έφαγες το γαϊδούρι; Φαίνεται λοιπόν ότι ξαναγύρισες στην προηγούμενη σου φύση, αν και δοκίμασες να μεταμορφωθείς σε πρόβατο και ν' αποκτήσεις την ιδιότητα τον σκύλου. Αλλά η φύση νίκησε. Θυμήθηκες την προηγούμενη υπερηφάνεια και τη βασιλική σου κυριαρχία πάνω στα άλλα ζώα, εσύ ο φονιάς και πεθύμησες πάλι να είσαι αρχηγός. Αλλά εγώ θα σε ταπεινώσω και θα γκρεμίσω τον εγωισμό σου. Να είσαι λοιπόν, όχι λιοντάρι, όπως πεθύμησες, αλλά γάιδαρος κουβαλητής".
Πραγματικά το λιοντάρι γίνεται τώρα γαϊδούρι. Ο Όσιος το διατάζει με απλότητα να αναλάβει την υπηρεσία του γαϊδάρου. Φορτωμένο τις στάμνες να μεταφέρει το νερό στους μοναχούς από τον ποταμό. Υποτάσσεται στον Άγιο και εκτελεί την εργασία του γαϊδάρου, όπως ακριβώς και προηγουμένως συμπεριφερόταν πρώτα σαν αρνί και μετά σαν έμπιστος σκύλος.
Από τότε που κλέψανε το γαϊδουράκι πέρασε αρκετός καιρός. Το λιοντάρι εκτελούσε τη νέα του υπηρεσία ευχάριστα, ακούραστα και πρόθυμα.
Μερικοί αναφέρουν και το παρακάτω περιστατικό: Κάποτε ένας στρατιωτικός πήγε να δει το γέροντα. Είδε το λιοντάρι να μεταφέρει νερό και έμεινε έκπληκτος από το παράξενο αυτό θαύμα. Τότε έδωσε στον Άγιο τρία χρυσά νομίσματα - τόση ήταν τότε η τιμή ενός γαϊδάρου - και απάλλαξε το λιοντάρι από τη δύσκολη δουλειά.
Μια μέρα οι Άραβες έμποροι, που είχαν κλέψει το γαϊδούρι, περνούσαν και πάλι από τον ίδιο δρόμο, κοντά στην όχθη του Ιορδάνη, έχοντας μαζί τους και το κλεμμένο ζώο. Το λιοντάρι βρισκόταν την ώρα εκείνη σ’ αυτό το ίδιο μέρος, για να μεταφέρει νερό. Είδε το γαϊδουράκι, το αναγνώρισε και αφήνοντας την ιδιότητα του γαϊδάρου, παρουσιάζεται σαν λιοντάρι και αρχίζει να βρυχάται και να στρέφεται εναντίον των εμπόρων. Αυτοί φοβήθηκαν και το έβαλαν στα πόδια, αφήνοντας μόνα τους τα ζώα.
Το λιοντάρι έπιασε με τα δόντια του το σχοινί και τράβηξε μαζί με το γαϊδουράκι και όλες τις καμήλες κατά το μοναστήρι. Όταν έφτασαν στο μοναστήρι το λιοντάρι οδήγησε όλα τα ζώα έξω από το κελί του Οσίου, γεμάτο χαρά. Ήταν πολύ χαρούμενο, έκανε διάφορα πηδήματα και κινήσεις και φαινόταν σαν ένας γενναίος στρατιώτης που έρχεται από τον πόλεμο φορτωμένος με λάφυρα.
Όταν ο γέροντας είδε το πρωτοφανές αυτό θέαμα, χαμογέλασε, κατάλαβε ότι άδικα κατηγόρησε το λιοντάρι, το απάλλαξε από τη δύσκολη δουλειά του και του έδωσε και όνομα. Το ονόμασε λοιπόν Ιορδάνη. Αυτό είναι ένα άλλο σημάδι της μεγάλης χάρης που πήρε από το Θεό ο Άγιός μας. Έδινε ονόματα στα άγρια θηρία και στα άλλα ζώα, συνομιλούσε μαζί τους, ήταν ήμερα μαζί του και του υπάκουαν, όπως στον Αδάμ, πριν από το προπατορικό αμάρτημα.
Μερικοί αναφέρουν ότι ο Άγιος ελευθέρωσε τελείως το λιοντάρι και αυτό έκλινε το κεφάλι, αποχαιρέτισε τον Άγιο και χάθηκε στην απέραντη έρημο. Όμως μια φορά τη βδομάδα ερχόταν στη Λαύρα και τον προσκυνούσε. Άλλοι λένε ότι ο Ιορδάνης έμεινε με το Γέροντα πέντε χρόνια και άλλοι ότι δεν τον αποχωρίστηκε ποτέ. Άλλοι πάλι αναφέρουν ότι γύριζε μέσα και έξω από τη Λαύρα για άλλα τρία χρόνια, μέχρι που κοιμήθηκε ο Άγιος.
Στο μεταξύ, οι έμποροι, αφού ξεφοβήθηκαν και θαύμασαν, βλέποντας το λιοντάρι να τραβάει το γαϊδούρι από το σχοινί, ακολούθησαν από μακριά το θηρίο με τη συνοδεία του. Έφτασαν και αυτοί στη Λαύρα και παρακολούθησαν όσα έγιναν. Ένιωσαν μεγάλη ντροπή για την κακή τους πράξη, γονάτισαν και έπεσαν μπρούμυτα στα πόδια του Αγίου και τον παρακάλεσαν να τους συγχωρέσει. Ζήτησαν την ευχή και την ευλογία του και του πρόσφεραν πολλά δώρα, μερικά από τα οποία είχαν μεγάλη αξία.
Ο Άγιος δέχτηκε μερικά από τα δώρα των εμπόρων, τους έδωσε χρήσιμες συμβουλές και ορισμένα δώρα από το μοναστήρι. Τους ευχήθηκε και τους έστειλε στα σπίτια τους, μαζί με τις καμήλες και τα εμπορεύματα τους. Εκείνοι έφυγαν, ευχαριστώντας τον Άγιο. Από τότε έρχονταν συχνά στο μοναστήρι και έφερναν μαζί τους πολλά δώρα.
Όταν ο Άγιος κοιμήθηκε ο Ιορδάνης έτυχε να μην είναι στη Λαύρα. Μετά από λίγες μέρες ήρθε και ζητούσε να βρει το γέροντα και να τον προσκυνήσει. Μάταια όμως. Ο μεγάλος ευεργέτης του δε φαινόταν πουθενά.
Μόλις ο Άγιος Σαββάτιος, ο μαθητής του Αγίου Γερασίμου, είδε το λιοντάρι να ψάχνει του είπε:
- Ιορδάνη, ο γέροντας μας, μας άφησε ορφανούς και έφυγε και πήγε στους ουρανούς, κοντά στον Κύριο. Αλλά πάρε τροφή και φάγε.
Το λιοντάρι όμως δεν ήθελε να φάει. Εξακολουθούσε να κοιτάζει ανήσυχα εδώ κι εκεί. Ήθελε να δει τον Άγιο και βρυχόταν δυνατά, χωρίς να σιωπά ούτε για μια στιγμή. Μάταια ο Άγιος Σαββάτιος και οι άλλοι μοναχοί το χάιδευαν στη ράχη και του έλεγαν να φάει και να ησυχάσει. Όσο προσπαθούσαν να τον παρηγορήσουν με λόγια, τόσο δυνατότερα φώναζε. Οι μοναχοί συγκινήθηκαν και δάκρυσαν, βλέποντας τη μεγάλη λύπη που ένιωθε το λιοντάρι, επειδή δεν έβλεπε τον Άγιο Γέροντα.
Ο Άγιος Σαββάτιος με νοήματα προσπαθούσε να του δώσει να καταλάβει ότι ο Άγιος πέθανε. Αυτό όμως συνέχιζε να βρυχάται λυπημένο και αγανακτισμένο.
Στο τέλος ο γέροντας του είπε:
- Έλα μαζί μου και Θα δεις τον τάφο του.
Αφού τα είπε αυτά άρχισε να προχωρεί και ο Ιορδάνης τον ακολουθούσε. Όταν έφτασαν και οι δυο στον τάφο του Αγίου σταμάτησαν.
Ο Άγιος Σαββάτιος τότε είπε:
- Εδώ είναι θαμμένος, Ιορδάνη, ο γέροντας Γεράσιμος.
Στάθηκε ο Άγιος Σαββάτιος κοντά στον τάφο του Αγίου Γερασίμου, δάκρυσε και έβαλε μετάνοια.
Όταν τον είδε το λιοντάρι, έκαμε και αυτό μετάνοια. Μετά έπεσε πάνω στον τάφο του Αγίου, κτυπούσε το κεφάλι του και βρυχήθηκε δυνατά.
Από τον πολύ πόνο που ένιωσε, επειδή έχασε τον Άγιο, ψόφησε αμέσως. Τόσο πολύ αγαπούσε τον Άγιο Γεράσιμο.
Αυτό το θαυμαστό γεγονός έγινε όχι γιατί το λιοντάρι είχε λογική ψυχή. Έγινε γιατί ο Θεός ήθελε να δοξάσει το μεγάλο αυτόν Άγιο και μετά το θάνατο του.

Το τέλος του Οσίου Γερασίμου

Αφού έζησε ζωή αγγελική, ο Άγιος Γεράσιμος κοιμήθηκε σε βαθιά γεράματα, το 475 μ.Χ. Μετά τους σκληρούς αγώνες του και τη μεγάλη προσφορά του στο μοναχισμό είχε ένα ήσυχο, οσιακό τέλος, σε ηλικία περίπου εκατό χρονών. Ο Άγιος πέθανε στις τέσσερις Μαρτίου. Από τότε που ανακηρύχθηκε άγιος γιορτάζουμε τη μνήμη του αυτή τη μέρα και πανηγυρίζει το μοναστήρι του, που βρίσκεται στους Αγίους Τόπους, στην έρημο του ποταμού Ιορδάνη, κοντά στην Ιεριχώ.
Η γιορτή του έρχεται, σχεδόν πάντοτε, μέσα στη Μεγάλη Σαρακοστή. Είναι η περίοδος του πένθους και της προσευχής, που τόσο αγαπούσε ο Άγιος όσο καιρό ζούσε.
Πολλοί δέχονται ότι ο Άγιος θάφτηκε μισό μίλι μακριά από το μοναστήρι του.
Μετά την καταστροφή του μοναστηριού από τους Άραβες, το λείψανο του μεταφέρθηκε στη Μονή Καλαμώνος, στο μέρος που είναι σήμερα το μοναστήρι του Αγίου.
Μέχρι σήμερα κανένας δεν ξέρει το ακριβές μέρος, όπου βρίσκεται το άγιο λείψανο του.
Ίσως μ' αυτό τον τρόπο ο Άγιος να αποφεύγει τις πολλές τιμές.
Αυτό έκανε και όταν ήταν στη ζωή.
Γύρω στα τέλη Ιουνίου του 2002, ο ηγούμενος του Αγίου Γερασίμου, αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος, μετά από ανασκαφές, βρήκε έξω από το μοναστήρι τάφους με λείψανα. Εδώ υπολογίζεται να ήταν το κοιμητήριο του μοναστηριού. Ίσως κάπου κοντά να βρίσκεται και το πολύτιμο λείψανο του μεγάλου αυτού Αγίου.

http://www.iordanitis.net

Τρίτη 26 Μαΐου 2015

Η ζωή του Αγίου Ιωάννη του Ρώσσου



Άγιος Ιωάννης ο Ρώσσος


View Larger Map

Πορεία προς τον Άγιο Ιωάννη το Ρώσσο


Από το απόγευμα της προηγούμενης δεκάδες χιλιάδες πιστοί ξεκινούν με τα πόδια από τη Χαλκίδα, την Αρτάκη, τα Ψαχνά και τις γύρω περιοχές για να φτάσουν μετά τα μεσάνυχτα στο Προκόπι στον Άγιο Ιωάννη το Ρώσσο.


View Larger Map

Έχω επισκεφτεί τον 'Αγιο τη μέρα της γιορτής του.....οι άνθρωποι στο δρόμο είναι κάτι φανταστικό....και το βράδυ η ευλογημένη αγρυπνία με Αγιορείτες ιερομόναχους και ψάλτες...!!!

Άγιος Πορφύριος, από τον π. Ανανία Κουστένη






Ένα απόσπασμα από το βιβλίο του πατρός Ανανία Κουστένη για τον Αγιο Πορφύριο.

Έλεγε ο γέροντας Πορφύριος: Βρε, τώρα που ‘μαι γεροντάκι και μέσα σ αυτό το σώμα, τι να κάνω κι εγώ, που πονάω αφόρητα; που δυσκολεύομαι; Φτάνω στο αμήν; Νιώθω το κεφάλι μου, να ναι σ ένα τηγάνι γεμάτο λάδι βραστό. Κι εκεί να τηγανίζομαι γιατί είχε καρκίνο στον εγκέφαλο. και τόσα άλλα. Χωρίς νεφρά, χωρίς το να ……. Ε, βρε, όταν θα βγω απ αυτό το κουφάρι, τότε θα ‘μαι μαζί με όλους σας. Δεν θα κουράζομαι τότε. Θα τρέχω. Θα σας αγαπώ και δεν θα σας αφήνω ποτέ, μα ποτέ.

Όλοι οι Άγιοι και οι ήρωες και οι ευλαβείς και ευσεβείς είναι μαζί μας περισσότερο κι από τότε, που τους βλέπαμε, που ταν ορατοί και μας πρόσφεραν τόσα πολλά και τόσα καλά. Μεγαλεία έχει η Εκκλησία! Άλλα δεν τους βλέπομε εμείς, παρότι είναι κοντά μας, γιατί δεν έχουνε σώμα το ακούμπησαν στη γη το σώμα, να ξεκουραστεί, μέχρι τη Δευτέρα Παρουσία γι αυτό και λέμε στο Πιστεύω Προσδοκώ Ανάστασιν νεκρών. Κι εννοείται νεκρών σωμάτων γιατί οι ψυχές είναι αθάνατες και δεν πεθαίνουνε. Είναι το αθάνατο στοιχείο. Δεν πεθαίνουν. Απλά βγαίνουν από το σώμα και το αφήνουν χωρίς αυτές και τότε το σώμα, τι κάνει; Ως χώμα, που είναι, πέφτει στη γη, εξ ης ελήφθη και ονομάζεται πως; Πτώμα. Η γλώσσα μας είναι ιερή και αγία και σημαντική της αληθείας. Έτσι, λοιπόν, Είναι μαζί μας οι Άγιοι και οι πεθαμένοι γι αυτό και στη Θεία Λειτουργία κάνουμε προσκλητήριο, αφού είναι το Μυστικό Δείπνο του Χριστού, προσκλητήριο ζώντων και νεκρών. 

Όλων των ζώντων χριστιανών της γης και προσφέρεται η Θεία Λειτουργία και υπέρ της οικουμένης και υπέρ πάσης πνοής και υπάρξεως. Αφού ο Χριστός έσαρκώθη κι επήρε πάνω Του όλη την ανθρώπινη φύση. Άλλα και την προσφέρομε και υπέρ πάντων των αποθαμένων. Από την Παναγία εν πρώτοις, εξαιρέτως, αυτό σημαίνει, προσφέρομε τη Θεία Λειτουργία Υπέρ της Παναγίας Άχραντου και μετά, υπέρ όλων των αγίων και υπέρ όλων των αποθαμένων και τι έχομε στο Άγιο δισκάριο, που βγάζει ο ιερεύς κατά τη Μεγάλη Είσοδο; Έχομε όλη την Εκκλησία. Τον ουρανό και τη γη. Ο Χριστός, ο αμνός του Θεού, εν μέσω Θεών, θεουμένων κατά χάριν, που λέει ο Άγιος Συμεών Θεσσαλονίκης, ανάμεσα στην Παναγία, στους αγγέλους και στους Αγίους, και μπροστά στον αμνόν, δεξιά και αριστερά οι μερίδες των ζώντων και των τεθνεώτων. Τι είναι το Άγιο δισκάριο; Ο ουρανός και η γη. Η Εκκλησία. Η επί γης άκτιστος η επί γης άκτιστος Εκκλησία και η ουράνια, η οποία είναι μία. Μία ποίμνη γέγονε αγγέλων και ανθρώπων και μία Εκκλησία.


ευχαριστούμε το Παναγιώτη Κακάμπουρα για την αποστολή

Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

Ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Θεολόγος ἡ Ἀπόστολος καὶ Εὐαγγελιστής



Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ὁ ἀγαπημένος μαθητὴς τοῦ Κυρίου, «ὁ ἐπιπεσὼν ἐπὶ τὸ στῆθος τοῦ Ἰησοῦ», εἶναι ἐκεῖνος ποὺ ἔγραψε τὸ κατὰ Ἰωάννην Εὐαγγέλιον, ἀλλὰ καὶ τὶς τρεῖς Καθολικὲς Ἐπιστολές, ποὺ φέρουν τὸ ὄνομά του.

Ἡ μνήμη τοῦ Ἀποστόλου Ἰωάννου ἑορτάζεται στὶς 26 Σεπτεμβρίου. Ἡ σημερινὴ ἑορτὴ συνδέεται μὲ τὴν ἀνάδυση θαυματουργικῆς κόνεως (σκόνης) ἀπὸ τὸν τάφο τοῦ Εὐαγγελιστοῦ, μέσῳ τῆς θαυματουργικῆς ἐπενέργειας τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ποὺ οἱ ντόπιοι τὴν ἀποκαλοῦσαν «ἐπίγειο μάνα».

Ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης, ἀφοῦ, ὕστερα ἀπὸ θεῖο φωτισμό, προέβλεψε ὅτι ἐπρόκειτο νὰ μεταστεῖ ἀπὸ τὴν παροῦσα ζωὴ στὴν αἰώνια καὶ ἀτελεύτητη, παρέλαβε τοὺς μαθητές του καὶ βγῆκε ἔξω ἀπὸ τὴν Ἔφεσο. Ἐκεῖ σὲ ἕνα σημεῖο ὑπέδειξε νὰ ἀνοιγεῖ τάφος. Μόλις ἔγινε αὐτό, μπῆκε μέσα ζωντανὸς καὶ κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη. Ὁ τάφος αὐτὸς ἐφεξῆς ἔγινε πηγὴ ἰαμάτων.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Ἀποστόλου καὶ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου, ἐτελεῖτο στὸν περιφανὴ ναό του, ὁ ὁποῖος βρισκόταν στὸν τόπο ποὺ ὀνομάζεται Ἕβδομον, στὸ σημερινὸ Μακροχώρι Κωνσταντινουπόλεως. Γιὰ τὸ ναὸ αὐτὸ στὸν Ἕβδομον, ποὺ ὑπῆρχε κατὰ τὰ τέλη τοῦ 4ου αἰῶνος μ.Χ., γνωρίζουμε σχετικὰ ἀπὸ τὸν Σωκράτη τὸν Σχολαστικό. Κατὰ τὸν 9ο αἰώνα μ.Χ. ὁ ναὸς τοῦ Θεολόγου ἦταν καταβεβλημένος, ἴσως ἐξαιτίας σεισμῶν ἢ καιρικῶν ἐπηρειῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀνήγειρε αὐτὸν ἐκ βάθρων ὁ αὐτοκράτορας Βασίλειος ὁ Μακεδών.


Ἀπολυτίκιον. Ἦχος β’.
Ἀπόστολε Χριστῷ τῷ Θεῷ ἠγαπημένε, ἐπιτάχυνον ῥῦσαι λαὸν ἀναπολόγητον· δέχεταί σε προσπίπτοντα, ὁ ἐπιπεσόντα τῷ στήθει καταδεξάμενος. Ὃν ἰκέτευε Θεολόγε, καὶ ἐπίμονον νέφος ἐθνῶν διασκεδάσαι, αἰτούμενος ἡμῖν εἰρήνην, καὶ τὸ μέγα ἔλεος.


Κοντάκιον αὐτόμελον. Ἦχος β’.
Τὰ μεγαλεῖα σου Παρθένε τίς διηγήσεται; βρύεις γὰρ θαύματα, καὶ πηγάζεις ἰάματα, καὶ πρεσβεύεις ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ἡμῶν, ὡς θεολόγος καὶ φίλος Χριστοῦ.

Μεγαλυνάριον.
Πέτρα ὡς ἡ πάλαι τῷ Ἰσραήλ, ὤφθη Θεολόγε, ὁ σὸς τάφος ὁ εὐαγής· βρύει γὰρ τῷ κόσμῳ, ὡς μάννα ψθχοτρόφον, τρυφῆς ἐπουρανίου, κόνιν θεόσδοτον.



http://www.synaxarion.gr

Ύμνος στον άγιο ιερομάρτυρα Διονύσιο τον Αρεοπαγίτη ............(αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς)



Ο πανεύφημος άγιος Διονύσιος
μέγας θεολογικός νους και γραμματέας οξυγράφος!
Τον εντός της καρδίας τον νου προς τον Θεό κατεύθυνε.
Έζησε ουράνια μυστήρια και τα αποκάλυψε σ’ εμάς.
Διέκρινε τη δόξα των ουρανίων τάξεων,
περιέγραψε την ουράνια ιεραρχία:
Αρχές, Εξουσίες. Δυνάμεις, Κυριότητες. Θρόνοι, Σεραφίμ, Χερουβίμ, Αρχάγγελοι,
Χρυσόφτεροι άγγελοι του Θεού.
Και η υπεραγία Θεοτόκος!

Με δέος τα έβλεπε όλα, υπερκοσμίως θεωρών και ό,τι λάμπει πάνω από τη σκόνη της γης: ουράνιες δυνάμεις άπειρης ισχύος, ήλιοι αθάνατοι, αστέρες υπέρλαμπροι!

‘Όσα είδε ο μυσταγωγός των απορρήτων Διονύσιος τα αποκρυστάλλωσε,
μαρτυρία λαμπρή έδωσε στην Εκκλησία,
έτσι καταύγασε κι εμπλούτισε την Εκκλησία.

Και οι άθλοι του έγιναν χρυσάφι,
με τον μαρτυρικό του θάνατο για τον Χριστό.

Τώρα ο ουρανομύστης άγιος λάμπει στον ουρανό και οι αγγελικοί οικοδεσπότες, απαστράπτοντες με τη δόξα του Θεού, αποκαλούν τον Διονύσιο «Αδελφό».

πηγή: Αγίου Νικολάου Βελιμίροβιτς, «Ο Πρόλογος της Αχρίδος», εκδ. Άθως

http://vatopaidi.wordpress.com

Κυριακή 24 Μαΐου 2015

Ο ύμνος της μη-κατάκρισης ............




Επιστολὴ Παύλου πρὸς Ρωμαίους (ιδ’ 1 – 27)

1 Τὸν δὲ ἀσθενοῦντα τῇ πίστει προσλαμβάνεσθε, μὴ εἰς διακρίσεις διαλογισμῶν.

2 ὃς μὲν πιστεύει φαγεῖν πάντα, ὁ δὲ ἀσθενῶν λάχανα ἐσθίει.

3 ὁ ἐσθίων τὸν μὴ ἐσθίοντα μὴ ἐξουθενείτω, καὶ ὁ μὴ ἐσθίων τὸν ἐσθίοντα μὴ κρινέτω· ὁ Θεὸς γὰρ αὐτὸν προσελάβετο.

4 σὺ τίς εἶ ὁ κρίνων ἀλλότριον οἰκέτην; τῷ ἰδίῳ Κυρίῳ στήκει ἢ πίπτει· σταθήσεται δέ· δυνατὸς γάρ ἐστιν ὁ Θεὸς στῆσαι αὐτόν.

5 ὃς μὲν κρίνει ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὃς δὲ κρίνει πᾶσαν ἡμέραν. ἕκαστος ἐν τῷ ἰδίῳ νοῒ πληροφορείσθω.

6 ὁ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ φρονεῖ, καὶ ὁ μὴ φρονῶν τὴν ἡμέραν Κυρίῳ οὐ φρονεῖ. καὶ ὁ ἐσθίων Κυρίῳ ἐσθίει. εὐχαριστεῖ γὰρ τῷ Θεῷ· καὶ ὁ μὴ ἐσθίων Κυρίῳ οὐκ ἐσθίει, καὶ εὐχαριστεῖ τῷ Θεῷ.

7 οὐδεὶς γὰρ ἡμῶν ἑαυτῷ ζῇ, καὶ οὐδεὶς ἑαυτῷ ἀποθνῄσκει·

8 ἐάν τε γὰρ ζῶμεν, τῷ Κυρίῳ ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τῷ Κυρίῳ ἀποθνῄσκομεν. ἐάν τε οὖν ζῶμεν ἐάν τε ἀποθνῄσκωμεν, τοῦ Κυρίου ἐσμέν.

9 εἰς τοῦτο γὰρ Χριστὸς καὶ ἀπέθανε καὶ ἀνέστη καὶ ἔζησεν, ἵνα καὶ νεκρῶν καὶ ζώντων κυριεύσῃ.

10 Σὺ δὲ τί κρίνεις τὸν ἀδελφόν σου; ἢ καὶ σὺ τί ἐξουθενεῖς τὸν ἀδελφόν σου; πάντες γὰρ παραστησόμεθα τῷ βήματι τοῦ Χριστοῦ.

11 γέγραπται γάρ· ζῶ ἐγώ, λέγει Κύριος, ὅτι ἐμοὶ κάμψει πᾶν γόνυ, καὶ πᾶσα γλῶσσα ἐξομολογήσεται τῷ Θεῷ.

12 ἄρα οὖν ἕκαστος ἡμῶν περὶ ἑαυτοῦ λόγον δώσει τῷ Θεῷ.

13 Μηκέτι οὖν ἀλλήλους κρίνωμεν, ἀλλὰ τοῦτο κρίνατε μᾶλλον, τὸ μὴ τιθέναι πρόσκομμα τῷ ἀδελφῷ ἢ σκάνδαλον.

14 οἶδα καὶ πέπεισμαι ἐν Κυρίῳ Ἰησοῦ ὅτι οὐδὲν κοινὸν δι’ αὐτοῦ· εἰ μὴ τῷ λογιζομένῳ τι κοινὸν εἶναι, ἐκείνῳ κοινόν.

15 εἰ δὲ διὰ βρῶμα ὁ ἀδελφός σου λυπεῖται, οὐκέτι κατὰ ἀγάπην περιπατεῖς. μὴ τῷ βρώματί σου ἐκεῖνον ἀπόλλυε, ὑπὲρ οὗ Χριστὸς ἀπέθανε.

16 μὴ βλασφημείσθω οὖν ὑμῶν τὸ ἀγαθόν.

17 Οὐ γάρ ἐστιν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ βρῶσις καὶ πόσις, ἀλλὰ δικαιοσύνη καὶ εἰρήνη καὶ χαρὰ ἐν Πνεύματι ἁγίῳ·

18 ὁ γὰρ ἐν τούτοις δουλεύων τῷ Χριστῷ εὐάρεστος τῷ Θεῷ καὶ δόκιμος τοῖς ἀνθρώποις.

19 ἄρα οὖν τὰ τῆς εἰρήνης διώκωμεν καὶ τὰ τῆς οἰκοδομῆς τῆς εἰς ἀλλήλους.

20 μὴ ἕνεκεν βρώματος κατάλυε τὸ ἔργον τοῦ Θεοῦ. πάντα μὲν καθαρά, ἀλλὰ κακὸν τῷ ἀνθρώπῳ τῷ διὰ προσκόμματος ἐσθίοντι.

21 καλὸν τὸ μὴ φαγεῖν κρέα μηδὲ πιεῖν οἶνον μηδὲ ἐν ᾧ ὁ ἀδελφός σου προσκόπτει ἢ σκανδαλίζεται ἢ ἀσθενεῖ.

22 σὺ πίστιν ἔχεις; κατὰ σεαυτὸν ἔχε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. μακάριος ὁ μὴ κρίνων ἑαυτὸν ἐν ᾧ δοκιμάζει.

23 ὁ δὲ διακρινόμενος ἐὰν φάγῃ κατακέκριται, ὅτι οὐκ ἐκ πίστεως· πᾶν δὲ ὃ οὐκ ἐκ πίστεως, ἁμαρτία ἐστίν.

24 Τῷ δὲ δυναμένῳ ὑμᾶς στηρίξαι κατὰ τὸ εὐαγγέλιόν μου καὶ τὸ κήρυγμα Ἰησοῦ Χριστοῦ, κατὰ ἀποκάλυψιν μυστηρίου χρόνοις αἰωνίοις σεσιγημένου,

26 φανερωθέντος δὲ νῦν, διά τε γραφῶν προφητικῶν κατ’ ἐπιταγὴν τοῦ αἰωνίου Θεοῦ εἰς ὑπακοὴν πίστεως εἰς πάντα τὰ ἔθνη γνωρισθέντος,

27 μόνῳ σοφῷ Θεῷ διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ᾧ ἡ δόξα εἰς τοὺς αἰῶνας· ἀμήν.



http://istologio.org

Mάρτυρας ! Μεγάλη υπόθεση !!



Παρατηρήστε και κοσμικούς που παρουσιάζουν τέτοια θυσία που δεν την έχουν ούτε μοναχοί.
Στον κόσμο -μου κάνει μεγάλη εντύπωση-, παρόλο που οι άνθρωποι μπορεί να μην πιστεύουν , να έχουν τις αδυναμίες τους, τα πάθη τους, πώς τα οικονόμησε ο Θεός και έχουν μαλακή καρδιά.
Βλέπουν κάποιον που έχει ανάγκη, και άς είναι άγνωστος και πάνε και του προσφέρουν βοήθεια.
Πολλοί που δεν πιστεύουν ούτε στον Παράδεισο , αν δουν έναν κίνδυνο, τρέχουν να προλάβουν να μη γίνη κακό να σκοτωθούν αυτοί για να σωθούν άλλοι,, να δώσουν περιουσίες κλπ

Πριν από χρόνια , σε μια βιοτεχνία κινδύνεψε να τυλιχθή ένας εργάτης σε ένα μηχάνημα, και ενώ ηταν τόσοι άνδρες , έτρεξε μια γυναίκα να τον γλυτώση.
Οι άνδρες που είχαν και παλληκαριά και κοιτούσαν...
Τον γλύτωσε τελικά, αλλά τυλίχτηκε εκείνη με τα φορέματα της και σκοτώθηκε.
Μάρτυρας ! Μεγάλη υπόθεση !

Τέτοιοι άνθρωποι δεν σκέφτονται τον εαυτό τους, τον πετάνε έξω.
Και όταν τον πετάνε έξω , τότε πετιέται μέσα τους ο Χριστός...

π.Παϊσιος λόγοι Β' σελ 212

 http://misha.pblogs.gr/

Εορτολόγιο

Δημοφιλείς αναρτήσεις


Banner Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων
Ξεκινάμε μια προσπάθεια παρουσίασης Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων.
Αν δεν υπάρχει ο δικός σας, ζητάμε συγνώμη,
ενημερώστε μας και θα τον συμπεριλάβουμε.





Create your own banner at mybannermaker.com!
Πέρα από το άτομο
Make your own banner at MyBannerMaker.com!

















(υπό κατασκευή)


Τα banner μας
Αντιγράψτε τον κώδικα στη δική σας σελίδα
για να εμφανιστούν τα banner μας.
Ειδοποιήστε μας για να συμπεριλάβουμε και το δικό σας.