Τρίτη 24 Οκτωβρίου 2017

Η αγρυπνία του μοναχού στο κελί του




Αφού είδαμε μέχρι τώρα τι ζητάμε από τον Θεόν στην αγρυπνία μας, για να είναι ένα σάλτο προς τον Θεόν και όχι ένα σκοτάδι, ένα μαρτύριο, τώρα ας πλησιάσωμε περισσότερο την ώρα αυτή της αγρυπνίας.
Είμαστε μόνοι στο κελλί, δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα, ούτε μεταφέρομε μέριμνες ή λογισμούς. Όταν όλα τα θέτωμε εκποδών από το μυαλό και την καρδιά μας, δεν ευρίσκουν κάποιο σημείο για να κολλήσουν. Ό,τι είναι ξένο προς την ζωή μας, δεν έχει καμιά όρεξι να μπή στον νου ή στην καρδιά μας· μόλις πλησίαση, φεύγει ευθύς αμέσως. Οτιδήποτε κολλάει στο μυαλό μας, σημαίνει ότι το θέλομε, το αγαπούμε, υπάρχει ήδη στο βάθος της ψυχής μας. Βεβαίως, ο Θεός επιτρέπει στον σατανά να βάλη κάτι πειραστικό μέσα στον άνθρωπο, αλλά μόνον σε έναν πνευματικό άνθρωπο, για να αποκτήση περισσότερη δόξα, τιμή και απόλαυσι. Γενικώς όμως, όλα όσα έχομε στον νου, προέρχονται από τον βαθύτατο χώρο της βουλήσεως και της καρδιάς μας. Εάν αυτά τα αποβάλωμε με μία βουλητική διάθεσι, τότε μένομε ελεύθεροι και μπορούμε να γεμίσωμε με ό,τι θέλομε την ώρα και τον νου μας. Με τί θα γεμίσωμε λοιπόν την λειτουργία μας; Με ποιούς θα ασχοληθούμε;

Εφ’ όσον είμαστε μόνοι μας, το πρώτο που θα κάνωμε είναι να φέρωμε κοντά μας, με το δικαίωμα που μας δίνει ο ίδιος ο Θεός, τον Θεόν μας. Δεν χρειάζεται να κουρασθούμε, διότι ο Θεός είναι παρών. Δεν ζητάμε από τον Θεόν τίποτε, παρά μόνον να νοιώσωμε και να πιστεύσωμε αυτό που είναι αληθές. Ότι είναι παρών. Ακόμη και να θέλωμε, δεν είναι δυνατόν να απιστούμε στην παρουσία και στην οντότητα του Θεού. Κοι¬τάζομε μέσα στο σκοτάδι; Εκεί είναι ο Θεός. Κοιτάζαμε την εικόνα, τον τοίχο; Εκεί είναι ο Θεός. Παντού είναι ο Θεός.
Καμιά φορά η μιζέρια μας, ο αυθεντισμός μας, η αδράνειά μας, η ραθυμία μας, μας κάνουν να αναρωτιώμαστε πού είναι ο Θεός, διότι έτσι καλύπτεται η συνείδησίς μας και βολευόμαστε στην καθημερινότητά μας. Με την σκέψι ότι ο Θεός είναι μακριά μας, η ζωή μας ρυθμίζεται πολύ καλά και δεν έχομε καμία αγωνία. Αφ’ ης στιγμής όμως θέλομε να είμαστε συνεπείς με την αλήθεια ότι ο Θεός είναι ο εγγύς, ο ων, από την στιγμή εκείνη ο τα πάντα πληρών πρέπει να γίνη το πλήρωμα και του δικού μου κελλιού.

Ο πρώτος λοιπόν που γεμίζει το κελλί μου είναι ο Θεός. Ίσταμαι ενώπιον του Θεού, τον αγαπώ, τον αγκαλιάζω νοερώς ή αισθαντικώς, τον φιλώ, του χαμογελώ, του υπόσχομαι, τον παρακαλώ, τον βάζω να μου υπόσχεται, όπως έκαναν οι άγιοι της Εκκλησίας, γονατίζω μπροστά του, κλαίω, και σιγά- σιγά αρχίζω νοιώθω ότι ανοίγει για μένα η πύλη του ουρανού, ότι δεν είμαι τόσο τυφλός. Αν και τα νοερά μου μάτια έχουν ακόμη πολλή αμβλυωπία, η καρδιά μου, που είναι πιο ευαίσθητη, λυγίζει ευκολώτερα και μπορεί να αντιλαμβάνεται τον Θεον ταχύτερα. Αρχίζω τώρα να του μιλάω, να του εμπιστεύωμαι, να του ανοίγω την καρδιά μου, να του ζητώ, να του απαιτώ, και εκείνος, έχω την αίσθησι ότι με ακούει, διότι πάντοτε έχει την ευαισθησία να ακούη. Ο Θεός πάντοτε είναι πλήρης ακοής· κατά τον προφήτη σκύβει το ους του επάνω μας.

Εάν ο Θεός σκύβη, για να μας μιλήση, για να μας δώση τον λόγο του, πόσο μάλλον σκύβει για να ακούση την κραυγή της καρδιάς μας που πάσχει από την δική του απουσία. Έτσι, η οροφή μας γίνεται ένα άνοιγμα, ένα παράθυρο, και εγώ δεν είμαι μόνος, σπάει η παγωνιά της μοναξιάς. Μπορώ τώρα ό,τι κάνω να το κάνω με μεγαλύτερη επίγνωσι ότι το κάνω γι’ αυτόν. Ακόμη και αν θα έκανα ακροβατισμούς, είμαι βέβαιος ότι θα ένοιωθε τι ήθελα να του πω με αυτούς, πολλώ μάλλον με όλες αυτές τις προσπάθειες της ψυχής μου. Ζω κάτι πολύ ήρεμο, πολύ γλυκύ, κάτι που το αρχίζω μετά από την γαλήνη και την ησυχία, που τα επεδίωξα και τα πέτυχα. Με μία σωματικο-πνευματική προσπάθεια αμέσως το επιτυγχάνομε αυτό. Πρέπει να είναι κανένας πολύ ανήμπορος, ακρωτηριασμένος πνευματικά, αχρηστεμένος, για να μην μπορή να το πετύχη. Αλλά όλοι μας δεν προλάβαμε ακόμη να αχρηστευθούμε τόσο πολύ, ώστε να μην μπορούμε να ονομάσωμε τον Θεόν μας Θεόν ζώντα και άληθινόν.
Κατά κανόνα, ο Θεός είναι πολύ άμεσος στις απαντήσεις του, μόνο που θέλει το κάθε τι να γίνεται με την απλότητα ενός μικρού παιδιού. Όπως το παιδάκι φωνάζει τον πατέρα του, έτσι να φωνάζωμε και εμείς τον Θεόν. Αν έχω αυτή την ταπείνωσι και αυτή την ελπίδα και την πίστι εν τη απιστία μου, ο Θεός οπωσδήποτε θα μου εμφανισθή. Ουδείς ποτέ ζήτησε τον Θεόν και αστόχησε.

Εν συνεχεία βάζομε στο κελλί μας την Αγία Γραφή και τους Πατέρες. Η Αγία Γραφή είναι γεμάτη από αποκαλύψεις του Θεού. Θέλοντας και μη, διαβάζοντάς την δεν κάνομε τίποτε άλλο, παρά να συναντάμε τον Θεόν. Ο Θεός, ο ων, παρίσταται μυστικώς και μας μιλάει διά μέσου των Γραφών. Έτσι, από την μια έχομε την εσωτερική μυστική αποκάλυψι του Θεού, και από την άλλη το ζωντανό και απλό αυτό γεγονός, ο Θεός να μας αποκαλύπτεται -ποιός μπορεί να δυσπιστήση σε κάτι τέτοιο;- μέσα από τις γραμμές της Αγίας Γραφής. Αυτή η αποκάλυψις είναι πιο πολύ στα μέτρα μας, αισθητή. Βλέπομε άλλοτε να κινήται ο Θεός προς τον άνθρωπο, άλλοτε ο άνθρωπος προς τον Θεόν ή μακράν του Θεού· άλλοτε ο Θεός να απειλή, άλλοτε να συμβουλεύη ή να αγαπά. Μιλάει ο Θεός, μιλούν οι άγγελοι, μιλούν οι άγιοί του. Και όλα αυτά τα γεγονότα είναι δικά μας, τα ζούμε, τα οικειοποιούμαστε. Βλέπομε την αμαρτωλότητά μας συγκρίνοντας την ζωή μας με την ζωή των αγίων σχεδόν δεν περνάει σελίδα που δεν βρίσκομε τον εαυτό μας. Όταν διαβάζωμε την Αγία Γραφή επικαλούμενοι τον φωτισμό του Αγίου Πνεύματος, όσο χοντροκομμένη και να είναι η ψυχή μας, αυτά τα νοιώθει, τα χαίρεται· η Αγία Γραφή γίνεται ένας διάλογος με τον αληθινόν Θεόν.

Οι ψαλμοί παίζουν σημαντικό ρόλο στην αγρυπνία, όταν μάλιστα διαρκή αρκετές ώρες. Σιγά- σιγά μαθαίνομε τα νοήματά τους, μπαίνουν μέσα στην καρδιά μας, μαλακώνουν τα σπλάγχνα μας και μας γεμίζουν. Το Ψαλτήρι είναι από τα πλέον πνευματοφόρα βιβλία της Εκκλησίας μας. Έτσι, η μελέτη της Αγίας Γραφής γίνεται ένα θαυμάσιο και πολύ εύκολο μέσο κοινωνίας με τον Θεόν γίνεται μία προσευχή, αλλά και μία προετοιμασία για την προσευχή. Με την μελέτη αυτή ανανεώνομε τις σχέσεις μας και τις υποσχέσεις μας με τον Θεόν, θυμόμαστε και πάλι τις επαγγελίες του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος και αποκτούμε προσωπική σχέσι με την ιστορία της Εκκλησίας μας και με τον ίδιον τον Θεόν. Μπορούμε να μελετούμε ακόμη και ερμηνείες της Αγίας Γραφής. Αυτό μπορεί να γίνη την νύκτα, μπορεί και την ήμερα.
Συνεχίζομε με οποιαδήποτε άλλη πνευματική μελέτη, η οποία όμως δεν μας χαλάει την ατμόσφαιρα αυτή, δεν μας βγάζει από το κελλί μας, αλλά μας κρατάει γονατιστούς ενώπιον του Κυρίου.
Όταν κανείς έχη περισσότερες ώρες για κανόνα, μπορεί να χρησιμοποιή ταυτοχρόνως ένα εργόχειρο, να πλέκη ένα κοαποσχοίνι ή να κάνη οτιδήποτε άλλο. Μπορεί ακόμη, όταν οι ώρες είναι ατέρμονες, να διανθίζη την ώρα του με μια γραφική εργασία, που δεν τον αποσπά άλλα είναι ένα διάλειμμα, με την επίγνωσι ότι εδώ καθίζει τον Θεόν και εκείνος γράφει ή κάνει την συγκεκριμένη δουλειά. Είμαι ποιμήν; Κάνω την ποιμαντική μου εργασία ή μελετώ τους κανόνες της Εκκλησίας. Είμαι υποτακτικός; Κάνω κάτι σχετικό με την υποτακτική μου δουλειά ή μελετώ ένα θεολογικό βιβλίο.

Εάν είμαι περισσότερο αδύνατος, με ευλογία μπορώ να κάνω αντί για προσευχή οποιαδήποτε δουλειά· στην ανάγκη κάτι είναι και αυτό· και εάν θυμηθώ, έστω και μια φορά, ας πω το «Κύριε Ιησού Χριστέ, ελέησόν με». Εάν το ξεχάσω, όταν τελειώσω, ας πω, δόξα σοι ο Θεός που μου έδωσες απόψε αυτή την αγρυπνία. Και έτσι, το δόξα σοι ο Θεός σφραγίζει όλη αυτή την ταλαιπωρία της νύκτας και πάω και κοιμάμαι ήσυχος, γιατί εγώ έκανα αυτό που μπορούσα να κάνω σήμερα, και ο Θεός ας κάνη το δικό του. Εγώ, σαν άνθρωπος αγωνίσθηκα, σαν άνθρωπος πόνεσα, σαν άνθρωπος αδύνατος και αμαρτωλός αμάρτησα, σαν άνθρωπος έκλαψα, σαν άνθρωπος συντετριμμένος μετανόησα, και ο Θεός, σαν άγιος, σαν πολυεύσπλαχνος, σαν ελεήμων, σαν πατέρας στοργικός, ας μου δώση εκείνο που μπορεί να μου δώση.
Επίσης, μπορώ να διαβάζω ορισμένες ακολουθίες. Όταν ακόμη είμαι σε ένα στάδιο που χρειάζεται να καταλάβω τον εαυτό μου, οι Ώρες μπορούν να μου καλύψουν ένα χρονικό διάστημα, διότι έχουν ψαλμούς και τροπάρια γεμάτα από νοήματα της Αγίας Γραφής, είναι δηλαδή παρμένες από την ζωή και την αποκάλυψι του Θεού, από την παρουσία του Αγίου Πνεύματος, την σταύρωσι και την ταφή του Χριστού. Όλα αυτά με ενισχύουν.
Μπορώ λοιπόν να διαβάζω, να προσεύχωμαι, να κάνω έργα των χειρών μου, να πλουτίζω τον χρόνο μου, αρκεί να μη σταματώ να είμαι ενώπιον του Θεού.
Μεγάλη σημασία για τον κανόνα μου έχει και το να βάζω στο κελλί μου τους αγίους. Οι άγιοι μου κάνουν πιο εύκολο τον αγώνα μου, μου γεμίζουν τον χώρο, διότι είναι χιλιάδες χιλιάδων και μυριάδες μυριάδων. Αν αναλογισθώ και τους αγγέλους και τους αρχαγγέλους, και αν οι άγιοι για μένα δεν είναι απλώς νοητά πρόσωπα, αλλά είναι και λείψανα και εικόνες, που η καθεμιά είναι ένα σημάδι της αληθινής παρουσίας του Θεού, τότε η βοήθεια είναι πολύ μεγάλη. Σχεδόν παύει το κελλί μου να έχη τόπο αισθητώς άδειο, το γεμίζει ο Θεός. Αλλά τί παθαίνομε εμείς οι άνθρωποι! Νοιώθομε πιο κοντά μας τους αγίους, και θα έλεγε κανείς ότι αυτό το κάνει ο πονηρός. Όχι· ο Θεός, η ανθρώπινη φύσις μάς κάνει να νοιώθωμε περισσότερο εγγύς τον άγιο, γιατί και αυτός ήταν σαν και εμάς, ασθενής, αδύνατος• πάλεψε, αμάρτησε, σηκώθηκε όπως και εμείς. Ήταν σύμφυτος με την αμαρτία και εν συνεχεία έγινε σύμφυτος της ζωής του Χριστού.

Καλούμε λοιπόν τους αγίους, τους αγγέλους, που και αυτοί έχουν κάποια παχύτητα, όπως παραδέχεται η δογματική της Εκκλησίας μας, ή έχομε τα απτά σημάδια της παρουσίας τους, τις εικόνες και τα λείψανά τους. Καλόν είναι οι εικόνες που βάζομε στο κελλί μας και οι άγιοι που καλούμε να έχουν κάποια σχέσι με την ζωή μας· κάποιο περιστατικό, κάποια αρρώστια, κάποιος φωτισμός, κάποια ζωηρή ανάμνησις, κάποιο εσωτερικό ή εξωτερικό, ψυχικό ή σαρκικό βίωμα να μας έχη συνδέσει μαζί τους. Αν δεν έχωμε κάτι τέτοιο, τουλάχιστον να το επιθυμούμε· κάτι είναι και αυτό και μπορεί κάτι να μας δώση. Έχω, λόγου χάριν, το όνομα του αγίου Νικόδημου. Δεν μου μιλάει ο άγιος Νικόδημος, αλλά είναι ο άγιός μου. Θα τον καλέσω, θα τον βάλω στο κελλί μου. Διαβάζω τον άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο, τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά και μου κάνουν εντύπωσι. Διαβάζω τον Μέγα Βασίλειο και μου μιλάει. Αυτούς τους αγίους θα τους καλέσω στο κελλί μου, και θα τους αφήσω να μιλούν συνεχώς στην ψυχή μου.
Αφού καλέσω τους αγίους, βάζω τον καθένα στην θέσι του. Εδώ τον άγιο που τον αγαπώ περισσότερο, εκεί τον άγιο που μου αρέσει να τον βλέπω συχνότερα με τα μάτια της σαρκός μου ή της ψυχής μου. Μπροστά μου εκείνον για τον οποίο έχω την πείρα πως ό,τι του ζητώ μου το δίνει, οπότε και τώρα, εάν του ζητήσω κάτι, θα μου το δώση. Αν σήμερα νοιώθω βαρύς, αν βλέπω τον ουρανό σκοτεινό, αυτός ο άγιος έχω την πείρα ότι θα με βοηθήση. Και πράγματι, αν βρούμε τα κουμπιά ενός αγίου, διαπιστώνομε ότι ο άγιος μάς λύνει τα πάντα, μας βάζει στην ζωή του και μπαίνει και μέσα μας. Ο κάθε άγιος μπορεί να εχη κάτι να μας δώση. Αν κάποιος είναι πτωχός στην ζωή του, δηλαδή στα μυαλά του, θα έχη λίγους αγίους. Άλλος μπορεί να έχη πολλούς ή να πάρη όσους θέλει. Αρκεί να ξέρη να συνάπτη δεσμούς με τους αγίους, διαβάζοντας και ξαναδιαβάζοντας την ζωή τους.

Όταν κάποιος μάς απωθή ή είναι στενοχωρημένος μαζί μας, τον πλησιάζομε, τον ερωτούμε γιατί είναι στενοχωρημένος, μήπως έχη κάτι μαζί μας, του πάμε ένα δώρο για να τον γλυκάνωμε, τον χαροποιούμε, κοιτάζαμε τι θέλει για να μας αγαπάη περισσότερο ή για να τον αγαπήσωμε· και είναι ένας άνθρωπος θνητός, μπορεί και αμαρτωλός. Πολύ περισσότερο πρέπει να κάνωμε κάτι τέτοιο με έναν άγιο. Χρειάζεται να συσχετισθούμε μαζί του, για να μπορούμε να έχωμε την άνεσι και την ευχέρεια να του ζητάμε ό,τι θέλομε. Ο άγιος πάλεψε στην ζωή του, έζησε με έναν συγκεκριμένο τρόπο, κουράσθηκε για τον Χριστόν, γι’ αυτό δεν ανέχεται να του αποσπάσωμε τα μυστικά χωρίς να κουρασθούμε. Εκείνος είναι βέβαιος ότι και εμείς κοπιάζοντας μπορούμε να επιτύχωμε, διότι γνωρίζει εξ ιδίας πείρας την αγάπη και την ετοιμότητα του Θεού να μας πλουτίζη. Όμως θέλει να καταβάλωμε και εμείς τον δικό του μόχθο, να κάνωμε τις δικές του ασκητικές δοκιμές. Αυτό είναι μία απαίτησις του πνευματικού νόμου της σχέσεώς μας με τους αγίους. Επομένως, πρέπει να αποκτήσωμε προσωπικά νήματα με τους αγίους. Αν δεν αποκτήσωμε με πολλούς, τουλάχιστον ας αποκτήσωμε με έναν. Προκειμένου να είμαστε μόνοι, καλύτερα να είμαστε και με έναν άλλον.

Ας σχετισθούμε με τον άγιο που φέρομε το όνομά του ή με τον άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή, που είναι πολύ πρόχειρος και εύκολος· ακόμη και τους μουσουλμάνους ακούει. Ας σχετι¬σθούμε με τον άγιο Νικόλαο, που πηγαίνει και στους αμαρτωλούς και στους εγκληματίες και τους σώζει. Ας σχετισθούμε με την Παναγία. Ποιός μίλησε στην Παναγία και αστόχησε, δεν άκουσε την φωνή της, δεν δέχθηκε το χάδι της; Την Παναγία ακόμη και μέσα από την κόλασι την φωνάζουν· πόσο μάλλον εμείς που είμαστε έξω από την κόλασι. Ας έχωμε, όσο μπορούμε, τους δικούς μας μεσίτες. Και αναμφιβόλως, ποιός αγνοεί ότι οι άγιοι είναι πρόσωπα ζωντανά, ότι ευρίσκονται «εν χειρί Θεού» και επομένως μπορούν να ενεργούν οι ίδιοι;
Πώς όμως ενεργούν; Διά του Αγίου Πνεύματος, διά των αγγέλων και διά μυρίων άλλων τρόπων. Εν Αγίω Πνεύματι μπορούν να γίνουν ορατοί. Αυτό είναι βέβαιο, το λένε και οι Πατέρες μας. Έτσι, τα δυό χέρια γίνονται αμέσως τέσσερα. Τα δυό μάτια γίνονται τέσσερα μάτια. Τα δυό πόδια γίνονται τέσσερα πόδια, η μια καρδιά γίνεται δυό καρδιές. Και ένας άλλος ζη μαζί με μένα και κυριαρχεί και αγωνίζεται για το θέμα της υγείας μου, των αναγκών μου, για να καταλάβω κάτι, να νοιώσω κάτι, σε κάτι να διαφωτισθώ.

Άραγε, τί μπορώ να του ζητήσω; Οτιδήποτε, προπάντων όμως την σωτηρία μου, την αποκάλυψι του θελήματος του Θεού, ή να μου δώση τον Χριστόν που αυτός κατέχει. Ένας τέτοιος κόπος και μια τέτοια προσπάθεια μας γεμίζει με αναμνήσεις. Μία φορά στις εκατό να πετύχωμε κάτι, αυτή η μία φορά είναι δυνατόν να μας θρέφη για ένα, δέκα, είκοσι, πενήντα χρόνια. Πολλές φορές ακούμε να λένε: «Υπάρχει άγιος! θυμάμαι όταν ήμουν παιδάκι -τώρα είναι υπέργηρος και ακόμη ζη το γεγονός αυτό- βράδιασα στο χωράφι και άρχισα να φοβάμαι. Τότε φώναξα δυνατά: Άγιε μου Νικόλαε. Και αμέσως ο άγιος με άρπαξε από το χέρι και με έφερε στο χωριό». Είμαστε πιο κοντά με τους αγίους, καταλαβαίναμε ότι είναι πιο πρόθυμοι να έλθουν, ότι μας νοιώθουν περισσότερο, ότι μας αγαπούν πιο εύκολα, ότι είναι επιεικέστεροι μαζί μας, γιατί είναι του αυτού φυράματος με μας. Έτσι, μπορούμε να περάσωμε περίφημα την βραδιά μας. Όταν μάλιστα ασχολούμαστε και με την ζωή τους και προσπαθούμε να τους μιμηθούμε, τότε γίνεται καλύτερη η βραδιά μας.

Οι άγιοι λοιπόν πρεσβεύουν συνεχώς στον Χριστόν. Δεν θα χρησιμοποιήσω αυτόν που είναι αυτόβουλος και αυτοδύναμος και αυτενέργητος; Θα είναι πολύ αφελές εκ μέρους μου. Και αν ακόμη ο άγιος δεν έχη πάρει από τον Θεόν το δώρημα που του ζητώ, διότι ο καθένας έχει το δικό του δώρημα, μπορεί και μεσιτεύει. Και μια μεσιτεία δεν πάει ποτέ χαμένη.
Κάποιος μοναχός παρακαλούσε επίμονα για κάτι τον άγιο Σίμωνα, τον κτίτορα της Σιμωνόπετρας, αλλά φαινόταν αδύνα¬τον να πραγματοποιηθή. Πήγε τότε στον παπα-Εφραίμ και του παραπονέθηκε ότι πήγαν χαμένες οι προσευχές του. «Άντε, του λέγει εκείνος, φύγε» ποτέ δεν πάει η προσευχή χαμένη, και θα πάη χαμένη η μεσιτεία ενός αγίου που προσεδρεύει πρόσωπο με πρόσωπο στο θυσιαστήριο του Θεού, και μπορεί να συμπαρασύρη στην μεσιτεία όλους τους αγίους που είναι τριγύρω του;

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου. «Νηπτική ζωή και Ασκητικοί κανόνες», εκδ. Ίνδικτος- Αθήναι 2011, σ. 472-482)
ΠΗΓΗ: Πεμπτουσία


 http://athonikoipateres.gr/

Κυριακή 22 Οκτωβρίου 2017


Μοναχός Ενώχ Καψαλιώτης (1895 – 13 Οκτωβρίου 1979)





Ο κατά κόσμον Ιωάννης Μπένια του Κωνσταντίνου και της Κασσάνδρας γεννήθηκε στο Βιντερέη Τουτοβά της Ρουμανίας το 1895. Ο πατέρας του είχε καταλάβει ότι θέλει να πάει να γίνει μοναχός και του έφτιαξε μεγάλο σπίτι, για να τον δελεάσει και να παραμείνει. Εκείνος πήγε στρατιώτης και όταν επέστρεψε, είπε πως θέλει να πάει για προσκύνημα στο Άγιον Όρος. Ο πατέρας του πάλι δεν τον άφηνε. Έφυγε κρυφά με πλοίο από την Κωνστάντζα κι έφθασε στον Πειραιά, όπου βρήκε πολλούς πρόσφυγες από τη Μικρά Ασία. Δεν είχε τίποτε χαρτιά μαζί του. Μπήκε σ’ ένα τρένο και πήγε στη Θεσσαλονίκη και από εκεί μ’ ένα πλοίο έφθασε χαρούμενος στη Δάφνη.
Ήλθε στο πολυύμνητο Περιβόλι της Παναγίας το 1923 από τη Μολδαβία. Εκάρη μοναχός κατά την εορτή του Λαυριώτικου Κελλιού της Αγίας Σκέπης στη Βίγλα την 1.10.1927. Η βιογραφία του δεν είναι τόσο γνωστή. Σε αυτόν ίσχυαν απόλυτα οι μακαρισμοί του Κυρίου για την πτωχεία του πνεύματος και την παιδική ακακία.

Ο Ρουμάνος Γερο-Ενώχ διάβηκε τη ζωή του στο Άγιον Όρος ως ένας φιλοξενούμενος. Τελευταίες του κατοικίες, από το 1946, ήταν έρημα Κελλιά των Καρύων και της περιώνυμης Καψάλας, δίχως τζάμια στα παράθυρα και καμιά θέρμανση. Πήγαν να του κλέψουν τα ρούχα. Τί να του κλέψουν; Λίγα μπαλωμένα είχε. Δεν παραπονιόταν και δεν γκρίνιαζε ποτέ. Ήταν ευχαριστημένος, ευχάριστος, αναπαυμένος και αναπαυτικός. Τον γνωρίσαμε ένα απόγευμα στην αυλή της μονής Σταυρονικήτα. Για χρόνια έφτιαχνε σκούπες από τις άφθονες σουσούρες της Καψάλας.

Έλεγε: «Ο μοναχός είναι σαν το σκυλί, δεν του δίνεις τίποτε, του δίνεις ψωμί, του δίνεις κλωτσιά, όλα τα δέχεται». Ένα τέτοιο «σκυλί» στάθηκε, δίχως να έχει καμιά απαίτηση από τους άλλους. Γύριζε με κάτι παλιοκονσερβοκούτια και ζητούσε λίγο φαγάκι. Τον ρωτούσαν: «Γέροντα έχεις φαγητό;». Απαντούσε χαμογελαστά και χαριτωμένα: «Άμα έχει, καλά είναι, άμα δεν έχει, ακόμη πιο καλά». Ζούσε σ’ ένα καθημερινό πανηγύρι στην καθαρή καρδιά του. Ήταν πάντα αληθινά χαρούμενος. Περιφερόταν στα δάση και τα καλντερίμια ξυπόλητος. Έχοντας τα παπούτσια στο χέρι και το Ψαλτήρι. Κάθε τόσο στάθμευε και διάβαζε το Ψαλτήρι. Όταν πήγαινε σε κάποιο μοναστήρι ή στις Καρυές έβαζε τα παπούτσια του. Ήταν γεμάτος ψύλλους πάνω του, καθώς και όλο το κελλί του. Ζούσε πρωτόγονα, μέσα στα κουρέλια, σαν το σκυλί. «Ο άντρωπο», έλεγε με τα σπασμένα ελληνικά του, «δεν πρέ¬πει να ζητάει ντόξα. Όταν είναι με ντόξα ο άντρωπο, είναι σαν να θέλει να κερδίσει κι αυτό το κόσμο και τον ουρανό. Αυτό δεν γίνεται …». Ήταν ένας αληθινός μοναχός. «Ο μοναχός πρέπει να είναι ταπεινός. Να μην πηγαίνει ψηλά αλλά χαμηλά. Με ταπείνωση σώζεται εύκολα… Απλός μοναχός και ταπεινός σώζεται εύκολα». Πόσο απλά, αλήθεια, είναι τα πράγματα, κι όμως πόσο τα μπερδεύουμε. Σ’ ένα μοναχό που του είπε πως έχει εγωισμό, του είπε: «Αυτό είναι φτηνό, το έχουν και οι γύφτοι …».
Ήταν, επαναλαμβάνουμε, ένα μακαριζόμενο από τον Κύριο παιδί. Στο πρόσωπό του έλαμπε η καθαρότητα της καρδιάς του. Δεν προσανατολιζόταν εύκολα σε αυτή τη γη. Η πυξίδα του σταθερά έδειχνε τη Βασιλεία των Ουρανών. Χαιρόσουν να τον βλέπεις για τη χάρη του. Σου έδινε μία άνεση. Είναι σίγουρο πως θεωρούσε τον εαυτό του πολύ χειρότερο από σένα. Ήταν τόσο απονήρευτος, καλοκάγαθος, χαμογελαστός, χαριτωμένος και φιλικός πάντοτε μαζί σου. Είχε διαρκή μνήμη θανάτου. Μιλούσε για τη μέλλουσα κρίση. «Όλοι οι άγγελοι είναι ταπεινοί και οι δαίμονες υπερήφανοι…Ο κόσμος αυτός είναι παγίδα. Οι δαίμονες θέλουν να μας πιάσουν μέσα και να μη σωθούμε τη Δευτέρα Παρουσία».

Σε μία επίσκεψή του στη μονή Γρηγορίου οι πατέρες κατέγραψαν λίγους από τους απλούς και χαριτωμένους λόγους του: «Γιατί να θέλεις αξιώματα; Δεν θέλεις σώσει ψυχή σου; Αφού ήρθες Άγιο Όρος για σώσει ψυχή σου, και πάλι θέλεις δόξα, υπερηφάνεια, δόξα των ανθρώπων; Όχι! Να είσαι απλός, ταπεινός. Εγώ θέλω σώσει ψυχή μου. Δεν υπάρχει πιο καλό πράγμα από να σώσει ο άνθρωπος την ψυχή του … Εγώ ήρθα Άγιο Όρος για να σώσω ψυχή μου. Επειδή διάβασα ότι Περβόλι Παναγίας Άγιο Όρος και είπα εκεί εύκολα σώζεται ο άνθρωπος. Και ήρθα το 1923. Τώρα είμαι 80 χρονών. Τί περιμένω τώρα; Τάφο! Όλοι θα πεθάνουμε. Σήμερα είμαστε, αύριο δεν είμαστε στον κόσμο αυτό». Είχε και το προορατικό χάρισμα. Έβλεπε από μακριά τι ακριβώς συνέβαινε και το έλεγε με τέτοιο τρόπο, που αμέσως δεν το καταλάβαινες.
Συνέχιζε ο αξιομακάριστος: «Η ευχή πρέπει να είναι συνέχεια στον μοναχό. Αυτή θα μας σώσει, τίποτ’ άλλο. Βέβαια. Η Παναγία είπε στον Υιό της: Απόστολοι έδωσες μερτικό, εγώ δεν έχω μερτικό; Και ο Ιησούς Χριστός είπε: Έχεις, να, το Άγιο Όρος. Κι έτσι απ’ όλο τον κόσμο μόνο το Άγιο Όρος είναι της Παναγίας. Κι όποιος έρχεται μ’ αγάπη για την Παναγία και με φόβο για τη σωτηρία της ψυχής του, ελπίζει στην Παναγία, σώζεται και είναι καλά Δευτέρα Παρουσία!».
Όταν αρρώστησε πολύ, τον πήγανε για πρώτη φορά έξω στο νοσοκομείο. Όταν βγήκε από το νοσοκομείο και τον πέρασαν από το μοναστήρι της Σουρωτής, οι μοναχές τού ζήτησαν να τους πει κάτι πνευματικό κι εκείνος έκανε τον σαλό κι έλεγε, «δεν ξέρω τίποτε, δεν ακούω …».
Επί 56 χρόνια συνεχώς στο Περιβόλι της Παναγίας αγωνίσθηκε φιλότιμα για τη σωτηρία του. Για την Παναγία ήλθε στο θεομητροβάδιστο Άγιον Όρος, καθώς έλεγε.

Στις 13.10.1979 ταξίδεψε ειρηνικός για τη «ντόξα» τ’ ουρανού, φιλοξενούμενος ξανά, επί τρίμηνο, όλος χάρη και χαρά στη φιλόξενη μονή Σταυρονικήτα, στο κοιμητήρι της οποίας ενταφιάσθηκε αναμένοντας τη σάλπιγγα του αρχαγγέλου. Αναπαύεται το σώμα του εκεί και η ψυχή του περιπολεύει στους ουρανούς.
Ο τότε ηγούμενος της μονής Σταυρονικήτα Βασίλειος έγραφε γι’ αυτόν: «Στο μοναστήρι μας έρχεται κάθε τόσο ένας γέρος ασκητής και ζητά λίγη βοήθεια. Μ’ αυτά που παίρνει τρέφεται εκείνος και βοηθεί και άλλους πιο γέρους από αυτόν … Ο Γέροντας αυτός παρ’ όλο ότι έχει περάσει τα 75 του χρόνια, δεν έχει απαίτηση να τον σέβεται κα¬νείς. Ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του σαν σκύλο. Βάζει μετάνοια και ζητά ευλογία από όλους, μοναχούς, δοκίμους και προσκυνητές. Έχει όμως ντυθεί με μια τέτοια ανέκφραστη χάρη, που γίνεται πανηγύρι χαράς κάθε φορά που θα έλθει στο μοναστήρι. Όλοι, μοναχοί και προσκυνη¬τές, συγκεντρωνόμαστε γύρω του για να ακούσουμε τους λόγους της χάριτος που βγαίνουν από το στόμα του, για να φωτισθούμε από τη χαρά που εκπέμπει το πρόσωπό του, χωρίς εκείνος να το υποψιάζεται. Μοιάζει με τον αββά που ζήταγε από τον Θεό να μην τον δοξάσει επί της γης, και τόσο πολύ έλαμψε το πρόσωπό του, που δεν μπορούσε κανείς να το ατενίσει κατάματα».
Στον μοναχό που τον διακονούσε στα τέλη του έλεγε: «Δόξα να έχει ο Θεός. Εμείς οι άνθρωποι τί μπορούμε να κάνουμε; Εμείς χαμένο το έχουμε. Ο Θεός κάνει κουμάντο. Αυτός ξέρει μας οικονομάει· αυτός είναι ο μεγάλος οικονόμος … Δόξα τω Θεώ καλά πέρασα στο Άγιον Όρος». Ασφαλώς τώρα θα είναι πολύ καλύτερα.

Ένας άλλος μοναχός, που τον γνώρισε από κοντά, αναφέρει περί αυτού στις ωραίες σημειώσεις του: «Πετεινό υπό τον ουρανό, πλανήτης στον ιερό Άθωνα. Ήταν άνθρωπος χαριτωμένος, με χάρη Θεού, απλός στους τρόπους και στους λόγους. Πάντοτε οικοδομητικός, άλατι ηρτυμένος ο κάθε λόγος που έβγαινε από τα χείλη του. Η τελευταία παραμονή του στη μονή τον ωρίμασε σαν το φρούτο, που είναι έτοιμο να πέσει από το δένδρο. Η τροφή του όσο πήγαινε ελαττωνόταν κι έφθασε να πίνει μόνο λίγες κουταλιές νερό αντί άλλης τροφής. Σε όλο αυτό το διάστημα υπέδειξε και απόδειξε στην πράξη την πνευματική του πρόοδο και ανωτερότητα. Φάνηκε στα πράγματα ότι η διδασκαλία του συμφωνούσε με την πράξη και δεν ήταν διαφορετική. Κάθε ημέρα και ώρα φόρτωνε τους αδελφούς που τον διακονούσαν, κι εκείνους που τον επισκέπτονταν, μ’ ευχαριστίες, μ’ ευχές κι ευγνωμοσύνη πολλή, για τον κόπο και την αγάπη τους, που τον περιέβαλαν, και γινόταν δάσκαλος πιο πειστικός τώρα από το κλινάρι της εξόδου του. Δεν θέλησε να πάει έξω να ιαθεί. Αφέθηκε καλύτερα στα χέρια του Θεού».

Ο φιλοαθωνίτης Ι. Μ. Χατζηφώτης έγραφε σ’ ένα ποίημά του γι’ αυτόν:
«Ο άγιος Ρουμάνος ασκητής Ενώχ έφερε να πουλήσει σουσούρες στο κονάκι
κι ο Γέροντας τον δοκίμαζε να τις αφήσει ευλογία.
Οι θάμνοι του Θεού, είναι, εγκώ τον κόπο μόνο έβαλα, να ναι ευλογημένο, είπε,
και χάθηκε στο δρόμο για τη Σκήτη.
Την άλλη ημέρα στις Ώρες ο Γερο-Ενώχ κατά Χριστόν σαλός κοιμήθηκε κι ο Επίτροπος
έμεινε να μετράει το χρέος …»


Πήγες – Βιβλιογραφία
Παϊσίου ιερομ., Γερο-Ενώχ ο ερημίτης (+1979), Εκ βαθέων 2/2003, σσ. 16-18. Φιλοθέου Γρηγοριάτου μοναχού, Παρηγοριά η επίσκεψη του μακαριστού Γερο-Ενώχ στο μοναστήρι μας, Ο Όσιος Γρηγόριος 5/1980, σσ. 61-64. Π.Μ.Τ., Ο π. Ενώχ ο απλούς, ο Αγιορείτης, Ορθόδοξη Μαρτυρία 4/1982, σσ. 40-44. Χρυσοστόμου Ροδοστόλου επισκόπου, Πόθος και Χάρις στον Άθωνα, Άγιον Όρος 2000, σσ. 258-260.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Β’ – 1956-1983, σελ.977-981 , Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011.


Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος




Σκέφτηκα πολύ μέχρι να πάρω την απόφαση και να γράψω για αυτό τον μεγάλο Άγιο. Αυτόν τον μέγιστο προφήτη, όπως Είπε και ο Ίδιος ο Σωτήρας μας για τον Άγιο Ιωάννη με τούτα τα λόγια:

«Τι εξήλθατε εις την έρημον θεάσασθαι; κάλαμον υπό ανέμου σαλευόμενον; αλλά τι εξήλθατε ιδείν; άνθρωπον εν μαλακοίς ημφιεσμένον; ιδού οι τα μαλακά φορούντες εν τοίς οίκοις των βασιλέων εισίν. αλλὰ τι εξήλθατε ιδείν; προφήτην; ναι, λέγω υμίν, και περισσότερον προφήτου. ούτος έστιν περὶ ου γέγραπται, Ιδοὺ εγώ αποστέλλω τον άγγελόν μου προ προσώπου σου, ος κατασκευάσει την οδόν σου έμπροσθέν σου. αμὴν λέγω υμίν, ούκ εγήγερται εν γεννητοίς γυναικών μείζων Ιωάννου τού βαπτιστού.»

Δηλαδή:
Τι βγήκατε να δείτε στην έρημο; Kαλάμι που σαλεύει στον άνεμο; Αλλά τι βγήκατε τότε να δείτε; άνθρωπο ντυμένο με ρούχα πολυτελή; Εκείνοι που φορούν πολυτελή ρούχα, στα παλάτια των βασιλιάδων βρίσκονται. Αλλά τότε; τι βγήκατε να δείτε; Προφήτη; Σας λέω, Ναι! Είναι μάλιστα περισσότερο κι από προφήτης. Γιατί αυτός είναι εκείνος για τον οποίο γράφτηκε: Δες! Εγώ στέλνω τον αγγελιοφόρο μου πριν από εσένα. Και αυτός θα προετοιμάσει τον δρόμο που θα διαβείς. Σας βεβαιώνω ότι καμιά γυναίκα δεν κυοφόρησε ποιο σπουδαίο από τον Ιωάννη τον Βαπτιστή.

Δικαίως λοιπόν μπαίνει δίπλα στον Σωτήρα μας σε όλες τις Εκκλησιές. Φοβήθηκα που πήρα την απόφαση να γράψω, γιατί με τέτοια πρόσωπα της Εκκλησίας μας πρέπει να είσαι ακριβής! Δεν αρκεί να τον παινέψεις τον Άγιο. Ο Άγιος Ιωάννης και Τίμιος πρόδρομος δεν χαμπάριαζε από αλεπουδοευγένειες και κολακείες ούτε όταν ζούσε. Ήταν σκληροτράχηλος, μεγαλωμένος στην έρημο και ολοένα έλεγε «Μετανοείτε, ήγγικεν γαρ η βασιλεία των ουρανών» δηλαδή: Μετανιώστε για τις αμαρτίες σας πλησιάζει η βασιλεία των ουρανών. Φώναζε δε, όσο δυνατά μπορούσε για να τον ακούσουν όλοι οι άνθρωποι.

Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής ήταν Γιός του προφήτη Ζαχαρία και της Ελισάβετ. Γεννήθηκε στις 24 του Ιούνη έξι μήνες δηλαδή, πριν γεννηθεί ο Σωτήρας μας.  Η Ελισάβετ είχε συγγένεια με τη Θεοτόκο. Όταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ επισκέφτηκε την Παναγία που ζούσε στη Ναζαρέτ και της είπε ότι θα γεννήσει τον Σωτήρα μας, της αποκάλυψε για την Ελισάβετ που ζούσε στην Ιουδαία της Παλαιστίνης ότι είναι 6 μηνών έγκυος και θα γεννήσει τον Τίμιο Πρόδρομο. Όταν η Θεοτόκος μετά από ένα μήνα επισκέφτηκε την Ελισάβετ, ο Άγιος Ιωάννης που ήταν στην κοιλιά της μάνας του, κλωτσούσε συνέχεια για να δώσει και αυτός τον χαιρετισμό του στον Αναμάρτητο Χριστό μας που κυοφορούσε τότε η Παναγιά μας. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.

Ο Ζαχαρίας, πατέρας του Τιμίου Προδρόμου και ενδόξου Βαπτιστή Ιωάννου είχε καημό μεγάλο γιατί δεν είχε παιδί. Προσπαθούσε συνέχεια με την γυναίκα του χωρίς αποτέλεσμα. Προσευχόταν στον Θεό με πόνο παραθέτοντας τις ελπίδες του σε Αυτόν, πέρασαν όμως τα χρόνια. Άσπρισαν τα μαλλιά του. Το ίδιο και της γυναίκας του. Είδε και αποείδε το άφησε τελείως μετά. Γέροντας είχε γίνει. Ο Θεός όμως ποτέ δεν ξεχνάει τις δίκαιες και γεμάτες πόνο προσευχές. Ποτές δεν αποστρέφει το βλέμμα Του, από ανθρώπους που στηρίζονται εντελώς στο όνομα Του. «Εαυτούς και αλλήλους και πάσαν την ζωήν ημών Χριστώ τω Θεώ παραθώμεθα».


Μια μέρα και ενώ βρισκόταν στον Ναό του Σολομώντα ο Ζαχαρίας. Του έπεσε ο κλήρος να θυμιάσει το θυσιαστήριο. Μπήκε λοιπόν μέσα στο Θυσιαστήριο και καθώς ευωδίαζε ο λιβανωτός βλέπει μέσα στο θυσιαστήριο στη δεξιά μεριά μια απαστράπτουσα ουράνια ύπαρξη. Ήταν ο Αρχάγγελος Γαβριήλ. Φοβήθηκε-ταράχτηκε και τότε μίλησε ο Αρχάγγελος και του είπε: μη φοβάσαι Ζαχαρία, ο Θεός με έστειλε για να σου πω ότι οι προσευχές σου εισακούστηκαν. Θα γεννήσεις προφήτη που όμοιος του δεν υπήρξε ποτέ. Θα έχει το χάρισμα του προφήτη Ηλία και θα προετοιμάσει την οδό του Κυρίου. Το όνομα αυτού Ιωάννης. Θα επαναφέρει στο σωστό δρόμο πολλούς ανθρώπους του Ισραήλ. Ο Ζαχαρίας όμως βλέποντας ότι είχε πλέον γεράσει αυτός και η γυναίκα του, είπε: Μα πως θα γίνει αυτό εγώ γέρασα, το ίδιο και η γυναίκα μου. 

Ο Αρχάγγελος του είπε: ο Θεός που στέκομαι δίπλα του, αυτό μου μήνυσε να σου αναγγείλω και αφού δεν πίστεψες αμέσως στον Λόγο Του, θα μείνεις κωφάλαλος μέχρι να γεννηθεί το παιδί. Αυτά είπε και έφυγε. Πράγματι από εκείνη τη στιγμή ούτε άκουγε ούτε μιλούσε. Καθυστέρησε δε, να βγει και από το θυσιαστήριο και ο κόσμος που περίμενε ανησύχησε. Τον αγαπούσαν τον Ζαχαρία οι άνθρωποι γιατί ήταν δίκαιος και γλυκομίλητος. Παρόλα αυτά βρήκε κουράγιο, θύμιασε το θυσιαστήριο και πήγε στο σπίτι του με τη γυναίκα του και τους συγγενείς του, οι οποίοι απόρησαν που ξαφνικά ούτε να μιλήσει ούτε να ακούσει μπορούσε. Αυτό κράτησε μέχρι που γεννήθηκε ο Ιωάννης, όπως του είχε πει ο Αρχάγγελος.

Όταν Γεννήθηκε ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος και μόλις συμπλήρωσε 16 χρόνους έφυγε για την έρημο της Ιουδαίας. Πήγε να μονάσει εκεί. Λένε ότι έτρωγε μέλι που άφηναν τα άγρια μελίσσια μέσα στις σχισμές των πετρών και ακρίδες. Οι ακρίδες μπορεί να είναι τα ζωύφια  που όλοι γνωρίζουμε σήμερα, αλλά το ποιο λογικό είναι να εννοεί τις άκρες που υπάρχουν στις κορυφές κάποιων χόρτων που βρισκόταν εκεί στην έρημο. Η ενδυμασία του ήταν λιτή. Φορούσε μάλλινο ένδυμα από τρίχα καμήλας και στη μέση του είχε ζώνη δερμάτινη. «το ένδυμα αυτού από τριχών καμήλου και ζώνην δερμάτινην περί την οσφύν αυτού, η δε τροφή αυτού ην ακρίδες και μέλι άγριον». 

Σε ηλικία 30 χρόνων κατά θεία εντολή πηγαίνει στον Ιορδάνη ποταμό και αρχίζει να διδάσκει. Βάπτισε πολύ κόσμο τότε. Πλήθη ερχόταν καθημερινά και έπερναν βάπτισμα μετανοίας από τα χέρια του Αγίου. Αυτός συνέχεια φώναζε: «εγώ μεν υμάς βαπτίζω εν ύδατι εις μετάνοιαν. ο δε οπίσω μου ερχόμενος ισχυρότερός μου έστιν, ου ουκ ειμὶ ικανὸς τα υποδήματα βαστάσαι. αυτὸς υμάς βαπτίσει εν πνεύματι αγίῳ και πυρί.» Δηλαδή: Μετανοείτε εγώ σας βαπτίζω με νερό. Αυτός που Έρχεται, είναι τόσο ισχυρότερος που ούτε τα υποδήματα Του είμαι άξιος να κρατάω, Αυτός θα σας Βαπτίσει με Πνεύμα Άγιο και Φωτιά.


Μια μέρα εμφανίστηκε μπροστά του Ο Σωτήρας μας και τον είπε να τον Βαπτίσει. Ο Άγιος όμως του λέει εγώ να βαπτίσω εσένα; Εσύ πρέπει να Βαπτίσεις εμένα. Εγώ δεν είμαι άξιος ούτε το λουρί από το Σανδάλι Σου να λύσω. Ο Χριστός μας όμως του είπε ότι έτσι πρέπει να γίνει. Φυσικά ο Ιωάννης πειθαρχεί στο Θέλημά Του. Ο Ιωάννης είχε αποκτήσει μαθητές που τους προέτρεπε μόλις εμφανίστηκε ο Χριστός να ακολουθήσουν πλέον Αυτόν και να φύγουν από κοντά του. Εδώ φαίνεται η ταπεινότητα του λέγοντας στους μαθητές του να ακολουθήσουν τον Σωτήρα μας. Όταν ο Σωτήρας μας Βαπτίστηκε, βυθίστηκε μέσα στο νερό και αμέσως ανεγέρθηκε επάνω από τα ύδατα του Ιορδάνη ποταμού γιατί ήταν αναμάρτητος. Ούτε τα νερά μπόρεσαν να τον σκεπάσουν. 

Άρχισαν δε να παίρνουν διαφορετική φορά από αυτή που ακολουθούν. Δηλαδή έρρεαν ανάποδα. Το ίδιο γίνεται ακόμη και σήμερα, κάθε φορά στα Θεοφάνεια που πέφτει ο σταυρός μέσα στα ύδατα του Ιορδάνη. Τα νερά πηγαίνουν αντίθετα. Ποιος σώφρον άνθρωπος που βρισκόταν εκεί και είδε και άκουσε όλα αυτά έμεινε αδιάφορος και δεν πίστεψε; Γιατί υπήρχε πλήθος κόσμου όταν βαπτιζόταν ο Χριστός μας. Η Αγία Τριάδα εμφανίστηκε πλήρης! Η Φωνή Του Πατρός που Έλεγε: «Ούτος εστίν ο Υιός μου ο αγαπητός εν ω ευδόκησα». Ο Σωτήρα μας, ο Υιός του Θεού να εγείρεται από τα ύδατα σαν να τον σηκώνει χέρι αόρατο. Το Άγιον Πνεύμα σε μορφή Λευκής Περιστεράς να κάθεται στην Κεφαλή του Σωτήρα μας. Ποιος έζησε όλα αυτά τα γεγονότα και δεν τον άγγιξε τίποτα; Θα μου πείτε οι οβραίοι βλέπουν κάθε χρόνο να γυρίζουν τα νερά όταν βουτάνε τον Σταυρό οι Ορθόδοξοι Ιερείς και ακόμα δεν πίστεψαν. Επίσης θα δείτε σε κάποιες εικόνες της βάπτισης του Σωτήρα μας να έχει κάτω από το νερό τερατόμορφα ψάρια. Με την Βάπτιση Του καθαρίζουν όλα τα νερά και δεν υπάρχει τίποτα κακό.

Η εμφάνιση, ο ασκητικός βίος του, τα κηρύγματα και οι βαπτίσεις μετάνοιας προκάλεσε την προσοχή του Μεγάλου Συνεδρίου των Εβραίων που έστειλε ανθρώπους για να δει τι συνέβαινε, η οποίοι έλαβαν ως απάντηση «φωνή βοώντος εν τη ερήμω, ευθύνατε την οδόν Κυρίου»

Όπως ήταν φυσικό, τα τίμια λόγια του Προδρόμου ενοχλούσαν τις διεφθαρμένες συνειδήσεις των Φαρισαίων καθώς και του Ηρώδη που τον ρεζίλευε συνέχεια για την παράνομη συμβίωσή του με την σύζυγο του αδελφού του Ηρώδη Φιλίππου, την Ηρωδιάδα. 

Ο Ηρώδης φυλάκισε τον Άγιο Ιωάννη αλλά δεν ήθελε να τον θανατώσει γιατί ήξερε ότι είχε δίκιο αλλά εκτός αυτού φοβότανε και τον λαό που αγαπούσε τον βαπτιστή τους. Στα γενέθλιά του ζήτησε από την κόρη της Ηρωδιάδας τη Σαλώμη η οποία ήταν ελαφρών ηθών, να του χορέψει και της υποσχέθηκε με όρκο να της δώσει ότι του ζητήσει. Η Ηρωδιάδα, η μητέρα της, που μισούσε τον Ιωάννη, βρήκε τότε την ευκαιρία που αναζητούσε όπου προέτρεψε τότε την κόρη της να ζητήσει το κεφάλι του προφήτη Ιωάννη μέσα σ΄ ένα πινάκιο (πιάτο). Όταν ήρθε η κεφαλή του Τίμιου Προδρόμου μπροστά της. ζήτησε αυτό το τρισάθλιο και ελεεινό γύναιο, να τρυπήσουν τη γλώσσα του Ιωάννη με μια βελόνα. Καταλαβαίνεται πόσο μισούσε η αθλιότητα της, τον Βαπτιστή για τις αλήθειες που ξεστόμιζε. Η γλώσσα έκανε ένα σπάσιμο και ακούστηκε ξανά η φωνή του Βαπτιστή που είπε δυνατά «μετανοείτε». Μέχρι την τελευταία στιγμή, ακόμα και μετά τον Θάνατο του, προειδοποιούσε ο Άγιος Ιωάννης και Τίμιος Πρόδρομος, ο νουνός του Σωτήρα μας να μετανιώσουμε. Τι άλλο μπορούσε να κάνει παραπάνω για την ανθρωπότητα ο Μεγάλος αυτός Άγιος;

Ο Άγιος Ιωάννης δεν προετοίμασε μόνο τον δρόμο του Σωτήρα μας στη γη αλλά και στον Άδη. Τότε δεν είχαν δικαίωμα εισόδου οι ψυχές στον Παράδεισο ήταν επτασφράγιστες οι πύλες που οδηγούσαν προς την Άνω Ιερουσαλήμ, από ισχυρούς δαίμονες και άλλα ταγκαλάκια του εωσφόρου. Ο Άγιος Ιωάννης πήγε στον Άδη και εκεί δίδαξε και προφήτεψε και πάλι τον ερχομό του Σωτήρα μας. Ο Αδάμ λένε άκουσε τα βήματα του πλάστη του πρώτος! Φώναξε ο Σωτήρας μας στον Άδη. 

Όποιος θέλει ας με ακολουθήσει και κατευθύνθηκε στις επτασφράγιστες πύλες. Άρατε πύλες διέταξε. Ποιος είσαι; φώναξαν οι δαίμονες. Κύριος ο Θεός σου, ο Υιός του Θεού Είπε. Ποιον να σταματήσουν Τον Αναμάρτητο; Ποιον πήγανε να σταματήσουν οι φοβεροί δαίμονες Το Θεό; Μετά από αυτό άδειασε ο Άδης. Ο εωσφόρος τρελάθηκε. Τι είναι αυτό πόπαθα ολοένα έλεγε μαστιγώνοντας τους άλλους δαίμονες. Γι΄ αυτό σε κάποιες εικόνες βλέπουμε τον Άγιο Ιωάννη να βρίσκεται στην είσοδο μιας σπηλιάς και να δείχνει με το δεξί του χέρι τον Χριστό μας, ο οποίος κατευθύνεται προς τα εκεί.

Ο Άγιος Ιωάννης θα είναι ο Αρχάγγελος ταξιάρχης στη θέση του έκπτωτου εωσφόρου. Το τάγμα που θα αντικαταστήσει η ανθρωπότητα. Για τον λόγω αυτό βλέπουμε σε κάποιες εικόνες του να έχει φτερά και να κρατάει το πινάκιο με την κεφαλήν του επάνω σε αυτό.
Αυτός είναι ο Άγιος Ιωάννης και ας με συγχωρήσει ο Θεός για την φτηνή περιγραφή που έδωσα στον Πρόδρομο Του.

Τον Άγιο Ιωάννη τον Γιορτάζουμε μια φορά την 23 Σεπτέμβρη που έγινε η σύλληψη του, μια φορά στις 24 Ιουνίου που είναι το γενέθλιο του, μια στις 29 Αυγούστου που είναι ο Αποκεφαλισμός του και μια στις 7 Ιανουαρίου που είναι η σύναξή του.

ΜΗΠΩΣ ΚΑΙ ΣΗΜΕΡΑ Η ΑΝΘΡΩΠΟΤΗΤΑ ΧΡΕΙΑΖΕΤΑΙ ΕΝΑΝ ΑΓΙΟ ΙΩΑΝΝΗ ΝΑ ΜΑΣ ΟΔΗΓΗΣΕΙ ΣΤΗ ΜΕΤΑΝΟΙΑ;

Αθανάσιος Νάκος.
Υπολοχαγός Πεζικού

Πέμπτη 19 Οκτωβρίου 2017

Γέροντας Αιμιλιανός, Ο γλυκύτερος του Όρους





Ο γλυκύτερος του Όρους.....

Αχ, ο Γέροντας Αιμιλιανός... Το χαμόγελο του, η αγγελική φυσιογνωμία του, η γλυκύτητα της πρακτικής θεολογίας του.

Ο Γέρων Αιμιλιανός βίωσε αισθητά τη Χάρι του Θεού ήδη από νεαρή ηλικία, όταν ακόμη νεότατος, ούτε καν τριάντα ετών, ασκούνταν στην Ιερά Μονή Δουσίκου του Αγίου Βησσαρίωνος.

Μία νύχτα, στη Δουσίκου, κατά την ώρα που προσεύχονταν, εισήλθε σε διλήμματα σε ότι αφορούσε ορισμένες αποφάσεις που έπρεπε να πάρει για το μέλλον του. Θα έμενε ο Αιμιλιανός στο μοναστήρι; Θα γινόταν ιεραπόστολος; Θα εμπλούτιζε τις γνώσεις του με σπουδές; Υπήρχαν και άλλες πολλές δυσκολίες από πρόσωπα και γεγονότα, τα οποία του είχαν γεννήσει ένα πλήθος διλημμάτων.    

«Μα, Θεέ μου, το πρόσωπο Σου θέλω να δω!!» ξέσπασε ο Αιμιλιανός. «Δε θέλω κάτι άλλο!!».

«Εκείνη την ώρα που φώναζε δυνατά» μάς μεταφέρει τα γεγονότα ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Σίμωνος Πέτρας, Αρχιμ. Ελισσαίος, «το κελλί του το περιέλουσε ένα φως».
Δεν ήταν το φως της λάμπας, ούτε κάποιο συναφές με τα φώτα που γνωρίζουμε μέσα στον κόσμο.

«Και, τότε, κατάλαβε» διηγείται ο Γέροντας Ελισσαίος για τον πολυαγαπημένο Γέροντα του, «ότι αυτός είναι ο Θεός: το φως!». Ήταν ο ίδιος ο Χριστός που είχε επισκεφθεί τον Αιμιλιανό.

«Το φως είναι ο Θεός» επισημαίνει εύστοχα ο Γέρων Ελισσαίος ο Σιμωνοπετρίτης. «Αυτό το φως που θα το ονομάζαμε: το φως που ξυπνάει την καρδιά».

Έτσι κάπως ξύπνησε η καρδιά του νεαρού Αιμιλιανού, ανακουφιζόμενος πια από τα διλήμματα του. «Τελείωσε» είπε από μέσα του, «θα μείνω στον μοναχισμό!».

Την ίδια νύχτα, όταν κατέβηκε ο Αιμιλιανός να λειτουργήσει, παρατήρησε γύρω από την Αγία Τράπεζα ότι όλα ήταν φως! Συλλειτούργησε εκείνην τη νύχτα με τον παπά Δημήτριο τον Γκαγκαστάθη, με τον οποίον τα επόμενα χρόνια συνδέθηκε στενά και του απέδιδε μεγάλο σεβασμό.

Οι δυο τους, εκείνην τη νύχτα, είδαν τον ίδιον τον Άγιο Βησσαρίωνα να περνάει πίσω από την Αγία Τράπεζα κατά την ώρα του Χερουβικού.

«Τον είδες;» είπε ο πατήρ Δημήτριος.
«Μη μιλάς τώρα...» αποκρίθηκε ψιθυριστά ο Αιμιλιανός.    

«Αυτή ήταν η αρχή της μυστικής του εμπειρίας» λέει ο Γέροντας Ελισσαίος για τον πολυαγαπημένο Γέροντα του, «η οποία μετά του άνοιξε τον δρόμο και τον έστρεψε ολοκληρωτικώς και πλήρως αφοσιωμένο προς τον μοναχισμό».

Ο Γέρων Αιμιλιανός ο Σιμωνοπετρίτης είχε πάντα ένα γλύκασμα στον λόγο του σαν να μιλούσε κάποιο πριγκιπόπουλο. Χαλύβδωνε, όμως, τα όσα εξέφερε με μία σπάνια αυστηρότητα και ακρίβεια, που σου θύμιζε πρίγκιπα σε πόλεμο, ο οποίος δεν υποχωρεί στη λεπτομέρεια του οπλισμού του, στην άκρως επισταμένη προετοιμασία του στρατεύματος του.



Κυριακή 15 Οκτωβρίου 2017

Η θαυμάσια πεθερά, αξίες που έχουν μάλλον χαθεί σην εποχή μας!!!



Όλη  νύχτα     Νίκη  η  νεαρή  μάνα  με τα  δύο  μικρά  παιδιά  γύριζε   στο   στρώμα   της. Πώς  θα   το  κρατούσε   μυστικό   το  ότι  μεγάλωνε μέσα  της ένα  νέο  παιδί  που   δεν ήταν  του  άνδρα  της  ο  οποίος  έλειπε   στην  ξενιτιά;. Είχε   σχεδόν  αποφασίσει  να πάει  και  να  τελειώσει  τη   ζωή  της  πέφτοντας   στο  ποτάμι  παρακάτω  από   το   χωριό  με  τη   μεγάλη   ρουφήχτρα. Τα  παιδιά   θα  τα  άφηνε   στην   πεθερά  της  που  έμενε  μαζί  τους  και  ήταν   χρυσός  άνθρωπος. Το  πρωί   αποφάσισε  να  της πει   την   τρομερή   της  απόφαση. Το  κακό   δεν θεραπεύεται  με  κακό  αλλά  μόνο  με καλό, θα   το  λύσουμε   το  θέμα. Η  Αρετή,  η εφευρετική πεθερά   είχε  ένα   αγροτόσπιτο   στην  άκρη  του   χωριού  και μέσα  σε  20  μέρες   αφού   το  άσπρισε  και  ετοίμασε  μετακόμισαν   εκεί  μάνα,   δύο  παιδιά  και  η  πεθερά. Στο   χωριό  είπαν   ότι  πήγαν νωρίτερα   για να   είναι  έτοιμοι  και θα παρακολουθούν  το   σιτάρι  για  τη   συγκομιδή. Πέρασαν   5  μήνες,   Η  Νίκη  γέννησε  και  η  πεθερά   σαν μαμή   την  ξεγέννησε  και  άρχισε  να περιποιείται   το  νεογέννητο. Μετά   από   25  μέρες  η  πεθερά  έβαλε  σε  ένα  καλαθάκι  το  μωρό  κα  πήγε   στο  έμπα  του   χωριού  και  το  άφησε   στην  άκρη   του   δρόμου  κρυμμένη  κοντά   για  να  δει   τι  θα   γίνει. Το  μωρό  ξύπνησε  άρχισε  να  κλαίει  και  δύο  περαστικοί άκουσαν  το  κλάμα   του και έκπληκτοι  πλησίασαν  το  καλάθι. Η  Αρετή   που  παραφύλαγε  προσευχόμενη  πετάχτηκε  πάνω , άρπαξε   το  μωρό  και  άρχισε  να  το   χορεύει λέγοντας:
‘’Το  είχα  τάμα  να  μεγαλώσω  ένα   ορφανό  και να  που  μου  το  έστειλε  ο  Θεός   ας  έρθουν  να  το  αναζητήσουν  οι  δικοί   του  και  απομακρύνθηκε  με   το  μωράκι  στην   αγκαλιά.
Το   χωριό  έμαθε  ότι  η  καλόψυχη  Αρετή   μάζεψε  ένα   ορφανό  και  έτσι  μεγάλωνε  μαζί  με τα  άλλα ώσπου  ήρθε   ο  πατέρας.’’ Τίνος   είναι  το παιδί  μάνα; ρώτησε. Είναι  δικό  μου  και θα  το μεγαλώσω  απάντησε  η  Αρετή  γιατί  το   βρήκα  πεντάρφανο   στο   δρόμο. Η  Νίκη   πρόλαβε  και  σκούπισε  δύο  δάκρυα  πριν  τη   δει  ο άνδρας  της  ο  οποίος   δέχθηκε   την  ευεργεσία  της  μάνας     του. Ο άνδρας  δεν  έφυγε  πια   για  την  ξενιτιά  και  η  οικογένεια  απέκτησε  άλλα   δύο  παιδιά  και  μεγάλωναν  όλα  μαζί.
Μετά από   12   χρόνια  πέθανε  η  Αρετή  και όταν την  έθαψαν    ήταν   ζεστή  και  σε    40  μέρες   φύτρωσε   στον  τάφο  της  ένας   βασιλικός  που  στο  χρόνο  είχε  γίνει  θάμνος  που  κατασκήνωναν  τα  πουλιά. Η  Νίκη  που  ήξερε   τι  μεγάλο καλό  είχε  κάνει  η  πεθερά  της  για  χρόνια   σιωπούσε, μα  κάποτε   αποκάλυψε   το   μυστικό   στο   σύζυγό  της. Αφού  η  μάνα  μου   δεν  σε  κατέκρινε   ούτε   και  εγώ  απάντησε  ο  άνδρας   της  ,  σε   συγχωρώ. Ήταν  ο   ‘’γιος’’    της  μάνας  του! Πώς  θα  μπορούσε  να   φερθεί  αλλιώς;
(Περιοδικό:’’  η  δράση  μας’’  Οκτώβριος   2017)

Σάββατο 14 Οκτωβρίου 2017

ΤΑ ΧΟΥΓΙΑ ΔΕΝ ΑΛΛΑΖΟΥΝ ΜΕΧΡΙ ΝΑ ΠΕΘΑΝΕΙ Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ




Επειδή είναι τόσο δύσκολο να αλλάξη το «χούγι» του ανθρώπου, αφού το αγαπάει, γι’ αυτό είναι φρόνιμο να μην θέλωμε να αλλάζωμε τους άλλους, τον εαυτό μας όμως να τον αλλάζωμε.
Λόγου χάριν, θα δής ότι ο άλλος είναι τεμπλέλης. Μη θέλης να αλλάξη. Θα διαπιστώσης οτι ο διπλανός σου είναι πολυλογάς. Δέξου τον όπως είναι. Τί μπορέις μόνον να κάνης;

Όταν δής τα παππούτσα του, κλείσε την πόρτα σου και μή μιλάς, ωστέ να κτυπήση και να αναγκασθή να φύγη. Ή, βλέπεις ότι ο άλλος είναι υβριστής· φωνάζει, νευριάζει. Όταν σε πλησιάσει, πές στον εαυτό σου: Τώρα θα έρθουν τα σύννεφα, οι βροντές, οι αστραπές· θα αρχίσουν οι φωνές, οι θυμοί. Να το περιμένης αυτό, και να μην θέλης να αλλάξη.

Να μή λές: Μα, καλόγηρος και να θυμώνη; Διότι απο την ώρα εκείνη διακυβεύεται η δική σου ζωή.

Όπως, όταν αμαρτάνη ο άλλος  τον δικαιολογούμε και λέμε οτι άνθρωπος είναι, το ίδιο να λέμε και για το «χούγι» των άλλων. Αλλά, όταν αμαρτάνωμε εμείς, να λέμε: Δεν μπορεί να αμαρτάνη ο άνθρωπος που γεννήθηκε απο το Πνεύμα το Άγιον διότι η αμαρτία είναι χωρισμός απο τον Θεόν. ‘Αλλα θα πούμε για τον εαυτό μας και άλλα για τους άλλους. Αποτυγχάνει καθημερινά, όταν θελήση να επιφέρη κάποια αλλαγή στον άλλον και ιδίως στην γνώμη του άλλου.

Γι’ αυτό, μόλις ο άλλος σου πή κάτι, εσύ όχι μόνο να το δεχθής, αλλά να βάλης και θαυμαστικά. Θα σου πή, επι παραδείγματι, πετάει ο γάιδαρος. Βεβαίως, πετάει ο γάιδαρος. Θα του πής, αφού κατάλαβες ότι αυτός πιστεύει οτι πετάει. Θα σου πή η γή είναι επίπεδος. Βεβαίως, επίπεδος είναι η γή, θα του πής, και ας ξεύρης εσύ ότι η γή είναι στρογγυλή. Θα σου πή, πρώτα έγινε η γή και την Τρίτη μέρα έγινε το φώς, όπως λέγει η Γραφή. Βεβαίως θα πείς, το λέει ο Μωυσής· δεν μπορεί να λέη ψέματα ο Μωυσής· και ας ξεύρης εσύ πρώτα οτι έγινε το φώς και μετά η γή. Δηλαδή δεχόμαστε οτιδήποτε λέει ο άλλος. Θα δής τότε μέσα στην καρδιά σου ειρήνη, χαρά, άπλα, άνεσιν, Θεόν.

Χαρισματική Οδός 
   
Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Πλησιάζει η τελευταία στιγμή της ζωής μου, κατά την οποία «ουκ έστιν ο μνημονεύων σου», και ακόμη δεν ανεκάλυψα ότι ζω χωρίς Θεόν




Ο άνθρωπος ζη κάθε ημέρα μέσα σε ένα τρελό μεθύσι, σε μάι ευφροσύνη, σε μία ικανοποίηση, σε μία «ευτυχία» και «ανάπαυσι», σε μία ευαρέσκεια και αυτάρκεια.
Κάθε ημέρα αναπαύεται σε ένα στρώμα το οποίο προέρχεται από τις ποικίλες αμαρτίες του, στην πραγματικότητα όμως πίνει και τρώει τον ευατό του, ζυμώνει το είναι του με τον εαυτό του.

Διότι, ποιος θα μπορούσε να επιζήσει και στον μεγαλύτερο πόνο, αν δεν είχε κάποια χαρά; Έχω την χαρά της γυναικός μου, την χαρά της ελπίδος, της αναγνωρίσεώς μου, του χρήματός μου, ποικίλες χαρές. Κάθε φορά βρίσκω και κάτι. Μπορεί να διαβάσω ένα περιοδικό και να με απορροφήση πέντε ώρες. Αυτή η απορρόφησις είναι μία μέθη άνευ οίνου. Γνωρίζομε όμως ότι δεν είναι δυνατόν ο πιστός να έχει αληθινή ευφροσύνη χωρίς δάκρυα και αληθινή χαρά χωρίς λύπη. Δεν είναι δυνατόν επίσης να υπάρχει κατα Θεόν λύπη, δηλαδή μετάνοια αληθινή, άνευ της χαρμονής, άνευ της χαράς του Χριστού, άνευ της παρουσίας Του. Η λύπη είναι κατά Θεόν όταν είναι χαρμολύπη, και η χαρά είναι αληθινή, όταν βγαίνει από τα δάκρυα της μετανοίας.

Είναι λοιπόν δυνατόν ο άνθρωπος να χαίρεται, να έχει χίλιες δύο ικανοποιήσεις, επιθυμίες ή ενέργειες, να είναι ή να φαίνεται χαρούμενος, αλλά η χαρά του να είναι ψευδής, αν δεν υπάρχει ο οίνος των δακρύων. Μόνον τα δάκρυα δίνουν την αληθινή μέθη. Αλλά και όσα δάκρυα δεν χαρίζουν την μέθη, την χαρά, την ευτυχία, είναι ψευδή, εγωπαθή, μειονεκτικά, αρρωστημένα, δαιμονιώδη, δεν είναι πνευματικά. Τα δάκρυα δεν έχουν αυτά καθ’ εαυτά σημασία. Η σημασία τους έγκειται στην μέθη την οποία προκαλούν, η δε μέθη ελέγχεται για το γνήσιό της από το αν προέρχεται από τον αληθινό οίνο. Γι’ αυτό ο αββάς Ησαΐας λέγει, έως πότε θα έχω χαρές χωρίς δάκρυ μετανοίας; Και έως πότε τα μάτια μου θα βγάζουν δάκρυα, χωρίς να έχω μεθύσι, χωρίς να είμαι χαρούμενος;

Πόσες φορές εμείς μετανοούμε και δεν έχουμε χαρά! Είναι βέβαιο τότε ότι θα ξαναπέσουμε. Πόσες φορές εξομολογούμεθα και δεν πυρπολείται και δεν μεθάει η καρδιά μας! Προφανώς, είναι ψεύτικος αυτός ο οίνος. Πόσες φορές πιστεύουμε ότι βρήκαμε την αλήθεια ή την χαρά, αλλά δεν έχουμε τον οίνο, το δάκρυ το πνευματικό! Έως πότε λοιπόν θα είναι ψεύτικη η χαρά μου, η λύπη μου, ψεύτικες οι μετάνοιές μου, όλες οι προσφορές μου και οι θυσίες μου για τον Θεό; Εώς πότε θα αμελώ και θα ζω αυτή την ψευδότητα;

Έχω μεθύσι, αλλά δεν έχω οίνο, δεν έχω δάκρυ, διότι η σκληρότητα της καρδιάς μου, που επαχύνθη, που ελιπάνθη, εξήρανε τους οφθαλμούς μου. Από την καρδιά βγαίνουν όλα. Όταν είναι σκληρή η καρδιά, τί να βγάλουν τα μάτια;

Είναι η περιπέτεια της ζωής μας, λόγω των ποικίλων φροντίδων και ενδιαφερόντων μας. Κάθε φορά δηλαδή κάτι μας απασχολεί, κάτι γυαλίζει στα μάτια μας ως επιθυμία. Σήμερα με απασχολεί να πετύχω αυτό, αύριο να διαμορφώσω το μοναστήρι μου κατά τον καλύτερο τρόπο. Κάθε φορά κάτι σαν σαράκι τρώει και σκληραίνει την ρίζα της καρδιάς μου και εν συνεχεία της κεφαλής μου και με αχρηστεύει.

Ο περισπασμός της διανοίας και της καρδιάς είναι η οριστική αχρήστευσις του ανθρώπου. Η φροντίδα, όπως λέγει και η Αγία Γραφή, οδηγεί σε αδιέξοδα. Επιθυμώ και δεν έχω. Επιθυμώντας και μη έχοντας, ή επιδιώκω περισσότερο την πραγματοποίηση τους, ή αναζητώ άλλους ορίζοντες, για να μπορώ να έχω δικό μου μεθύσι, δική μου χαρά. Έτσι, περιπίπτω σε έναν περισπασμό της καρδιάς, ζω από εδώ και από εκεί, ζω παντού, δεν ζω όμως την δική μου ύπαρξη. Το αποτέλεσμα αυτών των ποικίλων απασχολήσεων και περισπασμών είναι να ξεχνάω τα πάντα. Ξεχνάω ότι δεν έχω οίνο, ξεχνάω την λήθη που γεννιέται μέσα μου.

Τί σημαίνει λήθη; Έχω, λόγου χάριν, λήθη του τάδε προσώπου, σημαίνει ότι το πρόσωπο αυτό είναι ανύπαρκτο για μένα. Επομένως όταν ο αββάς Ησαΐας λέγει «ο περισπασμός της καρδιάς μου εποίησέ μοι λήθην» σημαίνει ότι το αποτέλεσμα της λήθης είναι μέσα μου, εγώ είμαι ο τόπος της απουσίας του Θεού. Οι φροντίδες μου και οι επιθυμίες μου με τα οποία ζω, μου απομακρύνουν τον Θεόν· γίνομαι ως άθεος εν τω κόσμο.

«Έως την ώρα του σκότους». Επειδή έχω μεθύσια, ζω νομίζοντας ότι έχω Θεόν, μέχρι την ώρα που θα γλιστρήσω μέσα στο σκοτάδι. Πλησιάζει η τελευταία στιγμή της ζωής μου, κατά την οποία «ουκ έστιν ο μνημονεύων σου», και ακόμη δεν ανεκάλυψα ότι ζω χωρίς Θεόν.


 http://www.orthodoxia.online

Σάββατο 7 Οκτωβρίου 2017

Στις 7 Οκτωβρίου 1989 εκοιμήθη εν Κυρίω η μακαρία Tαρσώ η δια Χριστόν Σαλή

-->

 Κάποτε  η  μοναχή  Σοφία  η  πορτάρισσα,  πέρασε  κάποιο  μεγάλο  πειρασμό.  Βρισκόταν  σε  μεγάλη  αθυμία.  Πέρασε  λοιπόν  η  Ταρσώ  από  την  πόρτα  και  την  είδε.  Δεν  αντάλλαξαν  κανένα  λόγο  μόνο  τα  βλέμματά  τους   διασταυρώθηκαν.  Την  ίδια  νύχτα,  είδε  η  αδελφή  στον  ύπνο της  ένα  χαριτωμένο  παιδάκι  με  φωτεινό  πρόσωπο,  γαλανά  ματάκια  και  ξανθά  μαλλιά  που  κατέληγαν  στους  ώμους  σε  μπούκλες.  Φορούσε  κυανό  ποδήρη  χιτώνα,  ήρθε  πολύ  κοντά  στο  πρόσωπό  της  και  την  κοίταζε  με  ένα  γλυκύτατο  μειδίαμα,  επίμονα  στα  μάτια.  Η  αδελφή  ένοιωθε  απερίγραπτη  ευτυχία  σε  σημείο  που  έκλαιγε  από  χαρά  και  αισθανόταν  μια  φλόγα  να  πυρπολεί  την   καρδιά  της.  Δεν  ήθελε  με  κανένα  τρόπο  να  αποχωριστεί  από  το  Θείο  εκείνο  Νήπιο  και  μόνο  τόλμησε  με  πολύ  συστολή,  να  το  ρωτήσει  ποιο  είναι  το  όνομά  του.  Εκείνο  απάντησε  με  υπερκόσμια  χάρη  «Χρήστος».   Την  άλλη  μέρα  είχε  απερίγραπτη  χαρά  στην  ψυχή  της,  που όπως  η  ίδια  διηγήθηκε,  διήρκεσε   πολλές  μέρες  στην  συνέχεια  και  δεν  υπήρχε  η    παραμικρή  ενθύμηση  του  πειρασμού  που  είχε  περάσει. 
 Την  επομένη  ημέρα  από  το  θαυμαστό  εκείνο  όνειρο,  πέρασε  η  Ταρσώ  από  την  πόρτα,  κοντοστάθηκε,  την  κοίταξε,  χαμογέλασε  με  υπονοούμενο  και  την  ρώτησε  χωρίς  να  περιμένει  απάντηση  « πού  πήγε  ο  Χρήστος ;». 

 

    Η   αδελφή  Επιστήμη  (Τσακίρογλου), από  παιδί   γνώριζε  την  Ταρσώ,  όταν  με  τους  γονείς  και  τα  αδέλφια  της  επισκέπτονταν  την  μονή  της  Κερατέας  και  παρέμεναν  σαν  προσκυνητές  στον  ξενώνα,  συμμετέχοντας  στις  πανηγύρεις  και  τις  εορτές  του  μοναστηριού.  Τότε  η  Ταρσώ  ήταν  νέα  στην  ηλικία  και  σύχναζε  στον  ξενώνα,  απ`όπου  έπαιρνε  και  το  φαγητό  της  από  την  αδελφή  Μαγδαληνή.  Κανείς  δεν  της  έδινε  ιδιαίτερη  σημασία,  γιατί  και  ο  λόγος  της  δεν  είχε  ειρμό.  Επαναλάμβανε  συνέχεια « μου  πήρανε  το  νυφικό  και  το  βάλανε  στην  καμπάνα»  και  τα  παιδάκια  γελούσανε  μαζί  της.  Όλοι,  μαζί  και  η  αδ. Επιστήμη  -Ελένη  τότε- νόμιζαν  ότι  δεν  είχε  συναίσθηση  γι`αυτά  που  συνέβαιναν  γύρω  της,  ώσπου  κάποτε  συνέβη  το  εξής  περιστατικό.  Τα  παιδιά  που  βρίσκονταν  στον  ξενώνα,  παίζοντας  απομακρύνθηκαν  προς  το  δάσος  και  η  μητέρα  της  αδ. Επιστήμης – μετέπειτα  μοναχή  Ελισάβετ-  όταν  τα  αναζήτησε,  δεν  βρίσκονταν  εκεί κοντά  κι  άρχισε  να  ανησυχεί.  Όλες  οι  μοναχές  του  ξενώνα,  άρχισαν  να  καλούν  τα  παιδιά  με  τα  ονόματά  τους  προς  όλες  τις  κατευθύνσεις  και  επικράτησε  για  λίγο  πανικός.  Τότε  η  Ταρσώ  που  βρισκόταν   εκεί  και  κανείς  δεν  της  είχε  δώσει  σημασία,  πλησίασε  την  μητέρα  και  δείχνοντάς  της  προς  την  κατεύθυνση  που  είχαν  φύγει,  της  είπε  «μην  ανησυχείς,  προς  τα  κει  πήγε  η  Ελένη».  Πηγαίνοντας  λοιπόν  προς  το  μέρος  που  της  είχε υποδείξει,  τα  συνάντησε  πού  επέστρεφαν  ανέμελα  από  τον  περίπατό  τους.
Όταν  αργότερα  έγινε  μοναχή,  από  την  αρχή  την  προβλημάτιζε  η  Ταρσώ,  που  μάλλον  οίκτο  και  συμπάθεια  της  προκαλούσε,  με  την  σκληρή  ζωή  που  ζούσε  και  την  γενική  απόρριψη  που  εισέπραττε  από  τις  μοναχές.  Έτσι  στην  αρχή  είχε  αμφιβολίες  για  την  πνευματική  της  κατάσταση  και  προσεχτικά  παρακολουθούσε  τους  τρόπους  της,  όσο  βέβαια  της  ήταν  δυνατό  σαν  νέα  μοναχή.
 Παρατήρησε  λοιπόν,  ότι  είχε  απλώσει  στο  χώμα  μέσα  στο καλυβάκι  της, ένα  ακανόνιστο  κομμάτι   χαρτί  από  σακί  τσιμέντου,  και  πάνω  σ’αυτό  έριχνε  λίγη  ποσότητα  από  όλες  τις  τροφές  που  της  πήγαινε  η  αδ. Μαρίνα.  Αυτές  σάπιζαν  και  μύριζαν  άσχημα.  Η  αδ. Επιστήμη  την  ερώτησε  κάποτε  για  την  ενέργειά  της  αυτή  και  με  τον  χαρακτηριστικό  της  φαιδρό  τόνο,  απάντησε:
« …για  τα  ποντικάκια  ευλογημένη!!!».  Όμως  εκείνη  θυμήθηκε  τον  Μέγα  Αρσένιο  από  το  Γεροντικό  που  ποτέ  δεν  άλλαζε  το  νερό  των  βαϊων  και  υπέφερε  την  αφόρητη  δυσοσμία  χάριν ασκήσεως.  Η  ίδια  αδελφή  κάποτε  που  μπήκε  στο  καλυβάκι  της,  είδε  μια  πρόχειρη  αυτοσχέδια  κατασκευή  σαν ξύλινη  σκάλα, ακουμπισμένη  στον  τοίχο  και  εννόησε  ότι  χρησιμεύει  σαν ένα είδος  «κρεμαστήρα»,  για  τις  ολονύκτιες  προσευχές  της.  Καμιά  φορά  που  την  συναντούσε  στο  μονοπάτι  προς  τον  Άγιο  Μόδεστο  ή  την  Ζωοδόχο  Πηγή,  την  έπαιρνε  από  το  χέρι  καθόντουσαν  μαζί  σε  μια  μεγάλη  πέτρα  και  την  παρακαλούσε  να  κάνουν  προσευχή.  Η  Ταρσώ  τότε  απάγγελνε  την  ευχή  της  ενάτης: «Δέσποτα  Κύριε  Ιησού  Χριστέ… ο  μακροθυμήσας  επι  τοις  ημών  πλημμελήμασι  και  άχρι της  παρούσης  ώρας  αγαγών  ημάς…»,  την  οποία  αγαπούσε  ιδιαίτερα  η  αδελφή  και  μυστικά  της  μετέδιδε  την  δύναμη  της  προσευχής   και  την  πνευματική  χαρά.
     H   Γερόντισσα  Επιστήμη (Αλαμάνη)  η  ηγουμένη,  διηγήθηκε  κάποτε  στην  αδ. Επιστήμη,  ένα  περιστατικό  σχετικά  με  κάποιον  κάτοικο  της  Κερατέας,  ο  οποίος  είχε  πολλή  ευλάβεια  στην  Ταρσώ  και  του  οποίου  έλειπε  ένα  δάκτυλο  της  χειρός.  Ο  άνθρωπος  αυτός  ήταν  αυτοκινητιστής  και  παλιότερα είχε  έρθει  στο  μοναστήρι  για  κάποια  δουλειά,  τότε  που  η  Ταρσώ  περιφέρονταν  στον  ξενώνα.  Εκεί  συνέβη  να  ανταλλάξουν  κάποια  λόγια,  τα  οποία  θεώρησε  προσβλητικά  για  τον  εαυτό  του   και  μη  υπολογίζοντάς  την  για  λογικό  άνθρωπο  την   χτύπησε.  Τότε  εκείνη  γελώντας  του  είπε  «θα  δείς  τι  θα  πάθει  αυτό  το  χέρι!».  Την  άλλη  μέρα  προσπαθώντας  να  επισκευάσει  μια  ζημιά  στο  αυτοκίνητό  του,  έξω  από  το  σπίτι  του,  έχασε  το  ένα  του  δάκτυλο.   

   Η  αδελφή  Παύλα  η  γαλλίδα  είχε  την  Ταρσώ  σε  μεγάλη  ευλάβεια,  γιατί  πάντα  την  ανέπαυε,  όταν  είχε  σύγχυση  λογισμών  και  ταραχή.  Αυτό  συνέβαινε  ενώ  τότε  η  αδελφή  δεν  μιλούσε  καθόλου  Ελληνικά  και  η  επικοινωνία  τους  γινόταν  «πνευματικώ  τω τρόπω».  Πολλές  φορές  την  επισκέπτονταν  στο  καλυβάκι  της  και  πήγαιναν  μαζί  στο  βουνό  κάνοντας  εσωτερική  προσευχή.  Η  Ταρσώ  μετέδιδε  με  τρόπο  μυστικό  την  «ευχή»  στην  αλλοδαπή  δόκιμη   και  για  να  της  διαλύσει   κάθε  λογισμό  ευλαβείας  στο  πρόσωπό  της,  πολλές  φορές   καθώς  ανέβαιναν  στο  δάσος,  σταματούσε  ξαφνικά  και  έκανε  την  σωματική  της  ανάγκη  εκεί  μπροστά,  χωρίς  να  απομακρυνθεί  καθόλου  από  το  μονοπάτι  που  βάδιζαν.  Αγαπούσε  πολύ  την  αδ. Παύλα…και  συνέχεια  την  μάλωνε.  Άλλοτε  γιατί  της  είχε  χαλάσει  τάχα τον  μικρό  μπαξέ  της  (λίγα  κρεμμύδια  και  σκόρδα  που  φύτευε  καμιά  φορά  έξω  από  το καλυβάκι  της)  κι  άλλοτε  γιατί  της  είχε  βάλει  ζωύφια  (ψαλίδες),  στο  πλαστικό  σκεύος  που  της  έφερναν  το  φαγητό  της.  Και  στις  δυο  περιπτώσεις  αυτουργός  ήταν  η  ίδια  η  Ταρσώ.  Πάντοτε  όμως  όταν  συνέβαινε  να  της  φέρουν  το  φαγητό  την  ώρα  που  η  νεαρή  δόκιμη  βρίσκονταν  εκεί,  την  υποχρέωνε  να  το  μοιραστούν.  Αυτό  έκανε  και  σε όποιον  άλλον  τύχαινε  εκεί,  εκείνη  την  ώρα.  Γι`αυτό,  δεν  δεχόταν  ποτέ  ένα  αυγό  ή  ένα  πορτοκάλι  λόγου  χάριν,  αλλά  πάντα  τα  ήθελε  διπλά.
   Κάποια  Κυριακή  της  Τυρινής,  τον  καιρό  που  η  παραπάνω  αδελφή  ήταν  κοσμική   ακόμη  και  παρέμενε  στον  ξενώνα,  συνέβη  το  εξής  αξιοσημείωτο  γεγονός: 
Βρισκόταν  θλιμμένη   στο  δωμάτιό  της,  γιατί  οι  μοναχές  που  διακονούν στον  ξενώνα,  είχαν  πάει  για  την  βραδινή  τράπεζα  και  την  «συγχώρηση»   μέσα  στο  μοναστήρι,  ενώ  εκείνη  θα  έτρωγε  μόνη  της, όπως  συνηθίζεται  για  τους  κοσμικούς  σ’αυτό  το  μοναστήρι.  Κάποια  στιγμή  χτύπησε  η  πόρτα στο  δωμάτιό  της  και  προς  μεγάλη  της  έκπληξη  εμφανίστηκε  η  Ταρσώ.  Με  μεγάλη  χαρά  την  τράβηξε  μέσα  και  κλείδωσε  την  πόρτα  πίσω  της,  για να την  κρατήσει  μυστικά  να  φάνε  μαζί.  Εκείνη  κάθισε  κατάχαμα  όπως  συνήθιζε,  πήρε  το  ευαγγέλιο  στην  γαλλική  γλώσσα  που  είχε  η  αδελφή  και  άρχισε  να  διαβάζει  ευκρινώς  σε  άπταιστα  γαλλικά!!!  Σημειωτέον  ότι  η  αδελφή  Παύλα  τότε  δεν  μιλούσε  καθόλου  ελληνικά.
Πέρασε  αρκετή  ώρα,  όταν  ακούστηκαν  φωνές  έξω.  Όλοι  έψαχναν  την  Ταρσώ,  γιατί  η  αδελφή  Μαρίνα  που  της  πήγε  το  φαγητό,  δεν  την  βρήκε  στο  καλυβάκι  της  και  η  ώρα  ήταν  προχωρημένη.  Κάποια  στιγμή  χτύπησαν  την  πόρτα  στο  δωμάτιο  της  Παύλας  και  εκείνη  άνοιξε  έντρομη.  Μπροστά  της  ήταν  η  υπεύθυνη  του  ξενώνα  αδελφή  Αγάθη,  φανερά  ταραγμένη,  η  οποία  όρμησε  μέσα  και  άρχισε  να  «στολίζει»  την  Ταρσώ  με  άγριες  φωνές  και  χειρονομίες… Αυτό  έγινε,  γιατί  της  απαγόρευαν  να  έρχεται  στον  ξενώνα  και  μάλιστα  να  συναναστρέφεται   με  τις  δόκιμες.  Εκείνη  είχε  χαμηλώσει  τα  μάτια  της,  αλλά  μετά  από  λίγο  σήκωσε  το  δεξί  της  χέρι  και  έκαμε  το  σημείο  του  Σταυρού  στον  αέρα,  έτσι  ώστε  να  τυπώσει  την  Αγάθη  από  την  κορυφή  ως  τα  πόδια.  Τότε  σαν  να  χτύπησε  την  μοναχή   κεραυνός,  έπαψε  τις  φωνές  και  για  λίγα  λεπτά,  κοίταζε την Ταρσώ  και  την  αδ. Παύλα  σαν  άκακο  αρνάκι…κατόπιν  έκανε  σιωπηλά  μεταβολή  και  βγήκε  ήρεμα  από  το  δωμάτιο. 

  Η  αδελφή  Επιστήμη   είχε  αποκτήσει  μεγάλη  ευλάβεια  στην  Ταρσώ,  την  οποία  μετέδωσε  και  σε  πολλές  αδελφές,  καθώς  και  σε  γνωστές  της  κοσμικές  που  την  επισκέπτονταν  στο  μοναστήρι.  Προσπαθούσε  να  ξεκλέβει  λίγο  χρόνο  και  να  τρέχει  να  την  συναντήσει…πολλές  φορές  λάθρα  και  χωρίς  «ευλογία»  από  την  διοίκηση  της  μονής.  Σιγά  σιγά,  αναπτύχθηκε  μια  οικειότητα  μεταξύ  τους  και  η  Ταρσώ  της  μιλούσε  με  μεγαλύτερη  ελευθερία,  χωρίς  όμως  να  της  αποκαλύψει  ποτέ,  τίποτε  από  την  εσωτερική  της  ζωή,  ούτε  και  της  μίλησε  ποτέ  με  απόλυτα  λογικό  ειρμό.  Της  επέτρεπε  όμως  με  ένα  μοναδικό  τρόπο,  να  την  «διαβάζει»  σε  πάμπολλες  περιπτώσεις.
  Κάποτε  είχε  έρθει  στο  μοναστήρι  μια  γνωστή  της  αδελφής  Επιστήμης,  η  οποία  είχε  επιτηδευμένη  εμφάνιση,  έβαφε  τα  μαλλιά  της.  Η  γυναίκα  αυτή  από  προηγούμενες  επισκέψεις  ευλαβήθηκε  την  Ταρσώ  και  πάντα  ήθελε  να  την  επισκέπτεται  και  να  παίρνει  την  ευχή  της.  Πήγαν  λοιπόν  μαζί  με  την  αδελφή  στο  καλυβάκι  της  και  αφού  έμειναν  αρκετή  ώρα  μαζί  της  και  άκουσαν  τα  «σαλά»  της,  φεύγοντας,  η  αδ.  Επιστήμη  άδραξε  την  ευκαιρία  για  να  διορθώσει  την  φίλη  της  και  λέγει  στην  Ταρσώ : 
-           «Πείτε  της  να  μη  βάφει  τα  μαλλιά  της,  για  να  της  δίδει  και  ο  πνευματικός  ευλογία  να  μεταλαμβάνει…» και  η  Ταρσώ:
-           «Ζηλεύεις  που  είναι  όμορφη!!!» 
Της  έδωσε  λοιπόν  να  εννοήσει  ότι  η  πνευματική  ζωή,  έχει  να  κάμει  με  το  βάθος  της  υπόστασης,  το  οποίο  οφείλει  να  διορθώσει  ο  άνθρωπος,  με  την  συνέργια  της  Χάριτος του  Θεού  και  τον  δικό  του  προσωπικό  αγώνα.  Δεν  συνίσταται  σε  κανόνες  και  εξωτερικούς  τύπους,  που  αν  μη  τι  άλλο,  δεσμεύουν  την  ελευθερία  και  προκαλούν  ψυχολογικές  πιέσεις,  όταν  δεν  πηγάζουν  από  την  εσωτερική  διάθεση  του  ανθρώπου  και  δεν  εμπνέονται  από  την  έφεση  της  ψυχής   για  τον  Θεό. 

 π. Γεώργιος Αθανασάκης 
Τυμπάκι Κρήτης

Εορτολόγιο

Δημοφιλείς αναρτήσεις


Banner Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων
Ξεκινάμε μια προσπάθεια παρουσίασης Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων.
Αν δεν υπάρχει ο δικός σας, ζητάμε συγνώμη,
ενημερώστε μας και θα τον συμπεριλάβουμε.





Create your own banner at mybannermaker.com!
Πέρα από το άτομο
Make your own banner at MyBannerMaker.com!

















(υπό κατασκευή)


Τα banner μας
Αντιγράψτε τον κώδικα στη δική σας σελίδα
για να εμφανιστούν τα banner μας.
Ειδοποιήστε μας για να συμπεριλάβουμε και το δικό σας.