Τετάρτη 26 Ιουνίου 2019

Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας Vladimir Lossky





Το θείον φως
 
''Η μετά του Θεού ένωσις είναι μυστήριον,
 το όποιον τελειούται εν τοις ανθρωπίνοις προσώποις..''

Ο άνθρωπος εις την οδόν προς την ένωσιν ουδέποτε ελαττούται, ως προς την προσωπικότητα του, καίτοι αρνείται την ατομικήν του θέλησιν, τας φυσικάς του κλίσεις. Αρνούμενος ο άνθρωπος ελευθέρως παν ό,τι είναι εις αυτόν ατομικόν εκ φύσεως, ολοκληρούται εν χάριτι. Παν ό,τι δεν είναι εκούσιον, παν ό,τι δεν είναι συνειδητόν δεν έχει προσωπικήν αξίαν. Αι στερήσεις, οι πόνοι, δεν δύνανται να γίνουν οδός προς την ένωσιν, εάν δεν γίνουν αποδεκταί ελευθέρως. Εν τέλειον πρόσωπον λαμβάνει εν πλήρει συνειδήσει όλας τας αποφάσεις του· είναι ελεύθερον πάσης βίας, πάσης φυσικής ανάγκης.

Όσον προοδεύει τις εις την οδόν της ενώσεως, τόσον περισσότερον συνειδητός γίνεται. Η συνείδησις αυτή εν τη πνευματική ζωή καλείται γνώσις υπό των ασκητικών Πατέρων της Ανατολής. Εκδηλούται πλήρως εις τας υψηλοτέρας βαθμίδας της μυστικής οδού, ως η τελεία γνώσις της Αγίας Τριάδος. Δια τον λόγον αυτόν Ευάγριος ο Ποντικός εταύτιζεν την βασιλείαν του Θεού με την γνώσιν της Αγίας Τριάδος, την συνείδησιν του αντικειμένου της ενώσεως. Αντιθέτως η άγνοια, εις το ακρότατον αυτής όριον, θα είναι η κόλασις - εσχάτη κατάπτωσις του προσώπου (1).

Η πνευματική ζωή, η αύξησις του ανθρώπου εν τη χάριτι είναι πάντοτε συνειδητή, ενώ η άγνοια είναι σημείον αμαρτίας, «ο ύπνος της ψυχής». Οφείλομεν επομένως να είμεθα συνεχώς εν εγρηγόρσει, να διάγωμεν ως τέκνα φωτός («ὡς τέκνα φωτός περιπατεῖτε» Εφ. ε' 9), κατά τον λόγον του Αποστόλου Παύλου: «ἔγειρε ὁ καθεύδων καί ἀνάστα ἐκ τῶν νεκρῶν καί ἐπιφαύσει σοι ὁ Χριστός» (Εφ. ε', 14).

Η Αγία Γραφή είναι πλήρης εκφράσεων αναφερομένων εις το φως, εις την θείαν φωτοχυσίαν, εις τον Θεόν, ο οποίος καλείται «Φως». Δια την μυστικήν θεολογίαν της Ανατολικής Εκκλησίας ταύτα δεν είναι μεταφοραί ή ρητορικά σχήματα, αλλά λόγοι εκφράζοντες μίαν πραγματικήν όψιν της θεότητος. Εάν ο Θεός καλήται Φως, είναι διότι δεν δύναται να μείνη ξένος εις την ημετέραν εμπειρίαν.

Η «γνώσις», η συνείδησις του Θεού, πλην της εις τον ανώτερον βαθμόν, είναι μία εμπειρία του ακτίστου φωτός και αυτή δε ακόμη η εμπειρία αύτη είναι φως· «ἐν τῷ φωτί σου ὀψόμεθα φῶς» (Ψαλμ. 35, 10). Είναι αυτό το οποίον δεχόμεθα και υπό του οποίου καταλαμβανόμεθα εν τη μυστική εμπειρία.

Δια τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον η εμπειρία του φωτός,
η οποία είναι η συνειδητή πνευματική ζωή ή η «γνώσις»,
αποκαλύπτει την παρουσίαν της κεκτημένης υπό του ανθρώπου χάριτος:

«Οὐ γάρ ὅ οὐκ οἴδαμεν λαλοῦμεν, ἀλλ' ὅ οἴδαμεν μαρτυροῦμεν, ὅτι τό φῶς ἐν τῇ σκοτία ἤδη φαίνεται καί ἐν νυκτί καί ἐν ἡμέρα καί ἐντός καί ἐκτός. Ἐντός μέν ἐν ταῖς καρδίαις ἡμῶν, ἐκτός δέ ἐν τῷ νοΐ περιλάμπον ἡμᾶς ἀνεσπέρως, ἀτρέπτως, ἀναλλοιώτως, ἀσχηματίστως, λαλοῦν, ἐνεργοῦν, ζῶν καί ζωοποιοῦν καί φῶς τούς λαμπομένους ἀπεργαζόμενον. Ἡμεῖς μαρτυροῦμεν ὅτι ὁ Θεός φῶς ἐστί καί οἱ αὐτόν καταξιωθέντες ἰδεῖν πάντες ὡς φῶς ἐθεάσαντο καί οἱ λαβόντες αὐτόν, ὡς φῶς αὐτόν ἔλαβον, ὅτι προπορεύεται ἔμπροσθεν αὐτοῦ τό φῶς τῆς δόξης αὐτοῦ καί δίχα φωτός ἀμήχανόν ἐστι φανῆναι αὐτόν. Καί οἱ μή ἰδόντες τό φῶς αὐτοῦ, οὐδέ ἐκεῖνον εἶδον, ὅτι ἐκεῖνος τό φῶς ἐστι. Καί οἱ μή λαβόντες τό φῶς οὔπω τήν χάριν ἔλαβον οἱ γάρ τήν χάριν λαβόντες φῶς Θεοῦ καί Θεόν ἔλαβον, καθώς εἶπε τό φῶς, ὁ Χριστός «ἐνοικήσω ἐν αὐτοῖς καί ἐμπεριπατήσω». Οἱ δέ μήπω τοῦτο παθόντες ἤ ἀξιωθέντες, πάντες οἱ τοιοῦτοι ὑπό τόν πρό τῆς χάριτος νόμον εἰσί, δοῦλοι καί μαθηταί δούλων καί ἀκροαταί νόμου καί τέκνα παιδίσκης καί υἱοί σκότους τυγχάνουσι, κἄν βασιλεῖς κἄν πατριάρχαι, κἄν ἀρχιερεῖς κἄν ἱερεῖς, κἄν ἄρχοντες κἄν ἀρχόμενοι, κἄν λαϊκοί κἄν μονάζοντες, κἄν ἀσκηταί κἄν ἡγούμενοι, κἄν πτωχοί κἄν πλούσιοι, κἄν ἀσθενεῖς κἄν ὑγιεῖς τῷ σώματι πέλωσι. Πάντες γάρ οἱ ἐν σκότει καθήμενοι υἱοί σκότους εἰσί καί μετανοῆσαι οὐ βούλονται. Ἡ γάρ μετάνοια θύρα ἐστίν ἐξάγουσα ἀπό τοῦ σκότους καί εἰσάγουσα εἰς τό φῶς. Ὁ οὖν προς τό φῶς μή εἰσελθών οὐ διῆλθε τήν θύραν τῆς μετανοίας καλῶς εἰ γάρ διῆλθεν, ἐγένετο ἄν ἐν φωτί. Ὁ δέ μή μετανοῶν ἁμαρτάνει, διότι οὐ μετανοεῖ. «Τῷ γάρ εἰδότι καλόν ποιεῖν καί μή ποιοῦντι, φησίν, ἁμαρτία αὐτῷ ἐστιν». Ὁ δέ ποιῶν τήν ἁμαρτίαν δοῦλος ἐστι τῆς ἁμαρτίας καί μισεῖ τό φῶς καί οὐκ ἔρχεται πρός τό φῶς, ἵνα μή φανερωθῇ αὐτοῦ τά ἔργα» (2).

Εάν η ζωή εν τη αμαρτία είναι εκουσίως πάντοτε ασυνείδητος
(κλείνομεν τους οφθαλμούς δια να μη ίδωμεν τον Θεόν),
η ζωή εν τη χάριτι είναι μία συνεχής πρόοδος της γνώσεως,
μία αυξανομένη εμπειρία του θείου φωτός.

Κατά τον Άγιον Μακάριον τον Αιγύπτιον, η φλόγα της χάριτος ανημμένη υπό του Αγίου Πνεύματος εις τας ψυχάς των χριστιανών τας καθίστα ικανάς να φωτίζουν ως λαμπάδες έμπροσθεν του Υιού του Θεού. Άλλοτε μεν το θείον τούτο φως αναλόγως της ανθρωπινής θελήσεως ενδυναμούται και απαστράπτει λαμπρώς, άλλοτε δε ελαττούται και δεν δίδει πλέον λάμψιν εις τας εκ των παθών συγκεχυμένας καρδίας. «Διότι τό ἄϋλον καί θεῖον πῦρ φωτίζειν μέν ψυχάς καί δοκιμάζειν εἴωθεν, ὥσπερ ἄδολον χρυσόν ἐν καμίνῳ τό πῦρ ἐνήργησεν ἐν τοῖς ἀποστόλοις, ἡνίκα ἐλάλουν γλώσσαις πυρίναις. Τοῦτο τό πῦρ διά τῆς φωνῆς Παῦλον περιλάμψαν, τήν μέν διάνοιαν αὐτοῦ ἐφώτισεν, τήν δέ αἴσθησιν τῆς ὅψεως αὐτοῦ ἠμαύρωσεν. Οὐ γάρ χωρίς σαρκός εἶδεν ἐκείνου τοῦ φωτός τήν δύναμιν. Τοῦτο τό πῦρ ὤφθη Μωϋσῇ ἐν τῇ βάτῳ· τοῦτο τό πῦρ ἐν εἴδει ὀχήματος Ἠλίαν ἐκ τῆς γῆς ἥρπασε... ὅθεν καί ἄγγελοι καί τά λειτουργικά πνεύματα τούτου τοῦ πυρός τῆς λαμπρότητος μετέχουσι... Τοῦτο τοιγαροῦν τό πῦρ δαιμόνων ἐστί φυγαδευτήριον, καί ἁμαρτίας ἀναιρετικόν, ἀναστάσεως δέ δύναμις καί ἀθανασίας ἐνέργεια, ψυχῶν ἁγίων φωτισμός καί λογικῶν δυνάμεων σύστασις» (3).

Αύται είναι αι θείαι ενέργειαι, αι «ἀκτῖνες θεότητος» δια τας οποίας
ομιλεί ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης, δημιουργικαί δυνάμεις, αι οποίαι
εισδύουν εις τον κόσμον και γίνονται γνωσταί εκτός των κτισμάτων
ως το απρόσιτον φως, εν ω κατοικεί η Αγία Τριάς.

Αι ενέργειαι παρεχόμεναι εις τους χριστιανούς δια του Αγίου Πνεύματος δεν εμφανίζονται πλέον ως εξωτερικοί αιτίαι, αλλ' ως η χάρις, εσωτερικόν φως, το οποίον μεταμορφώνει την φύσιν θεούν αυτήν. «Ὅτι φῶς ὁ Θεός οὐ κατ' οὐσίαν, ἀλλά κατ' ἐνέργειαν λέγεται», λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (4). Ως Θεός φανερούται, μεταδίδεται, δύναται να καταστή γνωστός, είναι Φως. Ο Θεός καλείται Φως, όχι μόνον κατ' αναλογίαν προς το υλικόν φως. Το θείον φως δεν έχει αλληγορικήν και αφηρημένην τινά εννοιαν: είναι δεδομένον της μυστικής εμπειρίας. «Καί τό μέν θεῖον τοῦτο φῶς μέτρῳ δίδοται, καί τό μᾶλλον καί ἧττον ἐπιδέχεται, κατά τήν ἀξίαν τῶν ὑποδεχόμενων» (5).

Η τελεία θεωρία της θεότητος, η οποία καθίσταται ορατή εν τω ακτίστω φωτί, είναι το «μυστήριον της ογδόης ημέρας» και ανήκει εις τον μέλλοντα αιώνα. Εν τούτοις εκείνοι οι οποίοι είναι άξιοι δι' αυτήν, επιτυγχάνουν να ιδούν «τήν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μαρκ. θ, 1) εκ της παρούσης ήδη ζωής, ως είδον αυτήν οι τρεις Απόστολοι εις το όρος Θαβώρ.

Αι θεολογικαί έριδες περί της φύσεως του φωτός της Μεταμορφώσεως του Χριστού περί το μέσον του 14ου αιώνος, κατά τας οποίας αντετάχθησαν οι υπερασπισταί της δογματικής παραδόσεως της Ανατολικής Εκκλησίας προς τους ανατολικούς θωμιστάς, απέβλεπον κατά βάθος εις εν σπουδαιότατον θεολογικόν πρόβλημα. Επρόκειτο περί της πραγματικότητος της μυστικής εμπειρίας, περί της δυνατότητος συνειδητής επικοινωνίας μετά του Θεού, περί της ακτίστου ή κτιστής φύσεως της χάριτος. Το θέμα του εσχάτου προορισμού των ανθρώπων, η ιδέα της μακαριότητος, της θεώσεως διεκυβεύετο.

Εγίνετο μία σύγκρουσις μεταξύ της μυστικής θεολογίας και της θρησκευτικής φιλοσοφίας, ή μάλλον μιας θεολογίας ιδεών, η οποία ηρνείτο να παραδεχθή παν ό,τι εφαίνετο εις αυτήν ανοησία, «μωρία». Ο Θεός της Αποκαλύψεως και της θρησκευτικής εμπειρίας ευρέθη αντιμέτωπος προς τον Θεόν των φιλοσόφων και των σοφών επί του πεδίου του μυστικισμού και δια μίαν ακόμη φοράν η θεία μωρία εθριάμβευσε της ανθρωπίνης σοφίας. Υποχρεωμένοι να προσδιορίσουν την θέσιν των, να σχηματίσουν ιδέας των αληθειών, αι οποίαι υπερέκειντο πάσης φιλοσοφικής σκέψεως, οι φιλόσοφοι τελικώς εξέφρασαν μίαν κρίσιν η οποία εφάνη «μωρία» δια την ανατολικήν παράδοσιν: εβεβαίωνον την κτιστήν φύσιν της θεούσης χάριτος. Δεν θα επανέλθωμεν πλέον επί του θέματος, το οποίον ανεπτύξαμεν εις το 4ον Κεφάλαιον, εις το οποίον εγένετο λόγος περί της διακρίσεως μεταξύ της ουσίας και των ενεργειών του Θεού. Περαίνοντες την μελέτην ημών, οφείλομεν να εξετάσωμεν τας θείας ενεργείας υπό μίαν άλλην έποψιν: υπό την έποψιν του ακτίστου φωτός, εν ω αποκαλύπτεται ο Θεός και μεταδίδεται εις εκείνους, οι όποιοι έρχονται εις ένωσιν μετ' Αυτού.

Το φως τούτο ή η έλλαμψις δύναται να προσδιορισθή ως ο ορατός χαράκτηρ της θεότητος, των ενεργειών ή της χάριτος, δια της οποίας γνωρίζεται ο Θεός.

Το φως τούτο δεν είναι διανοητικής φύσεως, ως είναι ενίοτε η έλλαμψις του νοός,
με την αλληγορικήν και αφηρημένην έννοιαν.

Πολύ δε περισσότερον δεν είναι μία αισθητή πραγματικότης. Εν τούτοις το φως τούτο πληροί συγχρόνως νουν και αισθήσεις αποκαλυπτόμενον εις τον όλον άνθρωπον και όχι εις μίαν των ιδιοτήτων του. Το θείον φως ως δεδομένον της μυστικής εμπειρίας υπέρκειται συγχρόνως των αισθήσεων και του νοός. Είναι άϋλον και ουδέν αισθητόν έχει δια τον λόγον αυτόν ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος εις τα ποιήματα του το αποκαλεί «ἀόρατον πῦρ» και βέβαιοι την ορατότητα του:

«Ἔστι πῦρ τό θεῖον ὄντως Ἄκτιστον ἀόρατόν γε Ἄναρχον καί ἄϋλον τε» (6), αλλά δε είναι πολύ περισσότερον νοητόν φως. Ο «Αγιορείτικος Τόμος», μία απολογία συνταχθείσα υπό των μοναχών του Αγίου Όρους κατά τας θεολογικάς διαμάχας περί του φωτός της Μεταμορφώσεως, διακρίνει το αισθητόν φως, το νοητόν και το άκτιστον, το υπερέχον εξ ίσου των δύο πρώτων· «Ἄλλου μέν φωτός ὁ νοῦς, ἑτέρου δέ ἡ αἴσθησις ἀντιλαμβάνεσθαι πέφυκεν. Ἡ μέν γάρ αἰσθητοῦ, καί τά αἰσθητά ἦ αἰσθητά δεικνύντος· τοῦ δέ νοῦ φῶς ἐστιν, ἡ ἐν νοήμασι κειμένη γνῶσις· οὐ τοῦ αὐτοῦ τοίνυν φωτός, ὄψις τε καί νοῦς ἀντιλαμβάνεσθαι πεφύκασιν, ἀλλά μέχρις ἄν κατ' οἰκείαν φύσιν καί ἐν τοῖς κατά φύσιν ἐνεργῇ ἑκάτερον αὐτῶν. Ὅταν δέ πνευματικῆς καί ὑπερφυοῦς εὐμοιρήσωσι χάριτος τε καί δυνάμεως, αἰσθήσει τε καί νῷ, τά ὑπέρ πᾶσαν αἴσθησιν και πάντα νοῦν οἱ κατηξιωμένοι βλέπουσιν..., ὡς οἶδε μόνος ὁ Θεός, καί οἱ τά τοιαῦτα ἐνεργούμενοι» (7).

Η πλειονότης των Πατέρων, οι οποίοι ωμίλησαν περί της Μεταμορφώσεως,
μαρτυρούν την άκτιστον φύσιν, την θείαν φύσιν του φωτός,
του εμφανισθέντος εις τους Αποστόλους.

Οι Άγιοι Γρηγόριος ο Ναζιανζηνός, Κύριλλος Αλεξανδρείας, Μάξιμος, Ανδρέας Κρήτης, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Συμεών ο Νέος Θεολόγος, Ευθύμιος Ζηγαβινός εκφράζονται με το αυτό πνεύμα και θα ήτο πολύ άστοχον να ερμηνεύωμεν πάντοτε τα χωρία αυτά ως ρητορικός εμφάσεις.

Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς αναπτύσσει την διδασκαλίαν ταύτην εν σχέσει προς το θέμα της μυστικής εμπειρίας. Το φως, το όποιον οι Απόστολοι είδον επί του Όρους Θαβώρ, είναι φυσική ιδιότης του Θεού.

Αιώνιον, ατελεύτητον, υπάρχον εκτός χρόνου και τόπου, ενεφανίσθη εις τας θεοφανείας της Παλαιάς Διαθήκης ως η δόξα του Θεού: εμφάνισις τρομερά και αφόρητος δια τα κτίσματα καθ' όσον είναι εξωτερική, ξένη προς την ανθρωπίνην φύσιν προ Χριστού, εκτός της Εκκλησίας.

Δια τον λόγον αυτόν, κατά τον Άγιον Συμεών τον Νέον Θεολόγον, ο Απόστολος Παύλος εις την προς Δαμασκόν οδόν μη έχων εισέτι την προς τον Χριστόν πίστιν ετυφλώθη και έπεσεν εις την γην από την λάμψιν του θείου φωτός (8). Αντιθέτως, η Μαγδαληνή Μαρία, κατά τον Άγιον Γρηγόριον τον Παλαμάν ηδυνήθη να ίδη το φως της Αναστάσεως, το οποίον επλήρου το μνημείον και καθίστα ορατόν παν ό,τι ευρίσκετο εντός αυτού, παρά το σκότος της νυκτός, «μήπω τῆς αἰσθητῆς ἡμέρας τελέως ἐκφανείσης» (9)· το φως εκείνο επίσης κατέστησεν αυτήν ικανήν, να ίδη τους αγγέλους και να συνομιλήση μετ' αυτών.

Την στιγμήν της ενανθρωπίσεως το θείον φως συνεκεντρώθη ούτως ειπείν εν τω Χριστώ, εν τω Θεανθρώπω, εν ω κατώκει σωματικώς άπαν το πλήρωμα της θεότητος. Τούτο σημαίνει ότι η ανθρώπινη φύσις του Χριστού εθεώθη δια της υποστατικής ενώσεως μετά της θείας φύσεως· ότι καίτοι ο Χριστός κατά την επίγειον ζωήν Του εφώτιζε πάντοτε δια του θείου φωτός, τούτο έμενεν αόρατον δια την πλειονότητα των ανθρώπων.

Η Μεταμόρφωσις δεν υπήρξε εν φαινόμενον προσδιοριζόμενον υπό χρόνου και τόπου: ουδεμία αλλαγή συνέβη δια τον Χριστόν κατ' εκείνην την στιγμήν, ακόμη και εν τη ανθρωπινή Αυτού φύσει, αλλά αλλαγή τις εγένετο εν τη συνειδήσει των Αποστόλων, οι οποίοι έλαβον προς στιγμήν την ικανότητα, να ιδούν τον διδάσκαλόν των, ως ήτο, καταυγαζόμενον εν τω αιωνίω φωτί της θεότητος Του (10). Δια τους Αποστόλους υπήρξε μία έξοδος εκ της ιστορίας, έλαβον γνώσιν τίνα της αιωνίου πραγματικότητος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει εις τας ομιλίας Του περί της Μεταμορφώσεως: «...τῆς θεότητος ἐστι τό φῶς ἐκεῖνο, καί ἄκτιστόν ἐστι... οὐδέ τό φῶς ἐκεῖνο αἰσθητόν, οὐδέ οἱ ὁρῶντες αἰσθητικοῖς ἁπλῶς ἑώρων ὀφθαλμοῖς, ἀλλά μετασκευασθεῖσι τῇ δυνάμει τοῦ θείου Πνεύματος» (11).

Δια να ίδωμεν το θείον φως δια των σωματικών οφθαλμών, ως είδον τούτο οι Μαθηταί επί του όρους Θαβώρ, πρέπει να μετάσχωμεν αυτού του φωτός, να μεταμορφωθώμεν δι' αυτού εν τινι μέτρω.


                                                                              
Η μυστική εμπειρία προϋποθέτει επομένως μεταβολήν τίνα της φύσεως ημών, μεταμόρφωσιν αυτής δια της χάριτος. Ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέγει τούτο σαφώς:

«ὁ θείας ἐνεργείας εὐμοιρήσας καί τήν θείαν ἀλλοίωσιν ἠλλοιωμένος αὐτός ὅλος οἶον φῶς ἐστι, καί μετά τοῦ φωτός ἐστι, καί σύν τῷ φωτί γνωστῶς ὁρᾷ τά χωρίς τηλικαύτης ἀπορρήτου χάριτος ἀνέκφαντα τοῖς πᾶσιν, οὐχ ὑπέρ τάς σωματικάς αἰσθήσεις μόνον γεγονώς, ἀλλά καί ὑπέρ πᾶν ὅ,τι τῶν ἡμῖν γνωρίμων, πάντως δέ καί τοῖς ὑπέρ ἡμᾶς τῇ γε φυσική δυνάμει· Θεόν γαρ ὁρῶσιν οἱ κεκαθαρμένοι τήν καρδίαν κατά τόν ὑπό τοῦ Κυρίου ἀψευδῆ μακαρισμόν, ὅς φῶς ὤν κατά τήν θεολογικωτάτην Ἰωάννου τοῦ τῆς βροντῆς υἱοῦ φωνήν οἰκίζει τε καί ἐμφανίζει ἑαυτόν τοῖς ἀγαπώσιν αὐτόν, καί ἀγαπηθεῖσιν ὑπό αὐτοῦ» (12).

Το σώμα δεν πρέπει να είναι εμπόδιον εις την μυστικήν έμπειρίαν· η περιφρόνησις υπό του Μανιχαίου της σωματικής φύσεως είναι ξένη προς τον ορθόδοξον άσκητισμόν.... «Μή ἄν ψυχήν μόνην, μήτε σῶμα μόνον λέγεσθαι ἄνθρωπον, ἀλλά τό συναμφότερον, ὅν δή καί κατ' εἰκόνα πεποιηκέναι Θεός λέγεται», λέγει ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς (13). Το σώμα πρέπει να εκπνευματοποιηθή, να γίνη «σώμα πνευματικόν» κατά την έκφρασιν του Αποστόλου Παύλου.

Το έσχατον τέλος ημών δεν είναι μία διανοητική μόνον θεωρία του Θεού· εάν συνέβαινεν ούτως, η ανάστασις των νεκρών θα ήτο ανώφελος. Οι μακάριοι θα ίδουν τον Θεόν πρόσωπον προς πρόσωπον εν τη πληρότητι της κτιστής φύσεως των. Δια τον λόγον αυτόν ο «Αγιορείτικος Τόμος» αποδίδει από της παρούσης ζωής εις την εξαγνισθείσαν φύσιν του σώματος ωρισμένας πνευματικάς ικανότητας: «εἰ γάρ συμμεθέξει τότε τῇ ψυχῇ τό σῶμα τῶν ἀπορρήτων ἀγαθῶν, καί νῦν δήπου συμμεθέξει, κατά τό ἐγχωροῦν.... καί αὐτό τά θεῖα πείσεται, καταλλήλως ἑαυτῷ, μετασκευασθέντος, καί ἁγιασθέντος, ἀλλ' οὐ καθ' ἕξιν νεκρωθέντος τοῦ τῆς ψυχής παθητικοῦ» (14).

Η χάρις ως φως αρχή της φανερώσεως δεν δύναται να παραμείνη αόρατος εν ημίν. Δεν είναι δυνατόν να μη αισθανθώμεν τον Θεόν, εάν η φύσις ημών είναι πνευματικώς υγιής. Η αναισθησία εν τη πνευματική ζωή είναι μία κατάστασις ανώμαλος. Πρέπει να δυνάμεθα να αναγνωρίζωμεν τας ατομικάς καταστάσεις και να κρίνωμεν τα φαινόμενα της μυστικής ζωής. Δια τον λόγον αυτόν ο Άγιος Σεραφείμ του Sarov αρχίζει τας πνευματικάς του διδασκαλίας δια των λόγων: «ο Θεός είναι πυρ, το οποίον αναζωογονεί και καταφλέγει τας καρδίας. Εάν αισθανθώμεν εις τας καρδίας ημών το εκ του δαίμονος προερχόμενον ψύχος διότι ο δαίμων είναι ψυχρός ας επικαλεσθώμεν τον Κύριον και Αυτός θα έλθη και θα αναζωπύρωση την καρδίαν ημών δια της προς Αυτόν και προς τον πλησίον αγάπης. Και προ της θερμότητος του ιδικού Του προσώπου το ψύχος του εχθρού θα διαλυθή» (15).

Η χάρις θα γίνη γνωστή ως η χαρά, η ειρήνη, η εσωτερική θερμότης, ως το φως. Αι καταστάσεις ακηδίας, της «μυστικής νυκτός», δεν έχουν την αυτήν έννοιαν εις την πνευματικότητα της Ανατολικής και της Δυτικής Εκκλησίας. Εν πρόσωπον το οποίον έρχεται ολονέν εις στενωτέραν ένωσιν μετά του Θεού, δεν δύναται να μείνη εκτός του φωτός. Εάν ευρίσκεται βεβυθισμένον εις τα σκότη, είναι διότι η φύσις του ημαυρώθη υπό τινός αμαρτίας, η διότι ο Θεός δοκιμάζει αυτό, δια να αύξηση έτι περισσότερον τον ζήλον του. Αι καταστάσεις αύται παρέρχονται δια της υπακοής και της ταπεινοφροσύνης εις τας όποιας ο Θεός άπαντα φανερούμενος εκ νέου εις την ψυχήν, μεταδίδων το φως Του εις τον άνθρωπον, τον οποίον επ' ολίγον είχεν εγκαλείψει.

Η ακηδία είναι μία νοσηρά κατάστασις, η οποία δεν πρέπει να είναι διαρκής· ουδέποτε εθεωρήθη υπό των ασκητικών και μυστικών συγγραφέων της ανατολικής παραδόσεως ως απαραίτητος και κανονικός σταθμός της οδού προς την ένωσιν. Εις την οδόν ταύτην είναι εν σύνηθες δυστύχημα, πάντοτε όμως έπίφοβον. Αποτέλεσμα της ακηδίας είναι η λύπη, η ανία, η ψύξις της καρδίας, η οποία δημιουργεί την αναισθησίαν.

Είναι μία δοκιμασία η οποία θέτει τον άνθρωπον εις τα όρια του πνευματικού θανάτου. Διότι η προς την αγιότητα άνοδος, ο άγων δια το θείον φως, δεν είναι ακίνδυνος.

Εκείνοι οι όποιοι αναζητούν το φως, την συνειδητήν εν τω Θεώ ζωήν,
 διατρέχουν ένα μεγάλον πνευματικόν κίνδυνον, αλλά ο Θεός
 δεν τους αφήνει να πλανώνται εις τα σκότη.

Το θείον φως - Vladimir Lossky, Η μυστική θεολογία της Ανατολικής Εκκλησίας,
Θεσσαλονίκη 1964, μτφρ. Πρεσβυτέρας Στέλλας Κ. Πλευράκη, σελ. 259-269
------------------------------------------------------------------------------------------------

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

(1). «Κεφάλαια πρακτικά», 33,25, ΡG 40, 1268 Α.

(2). Κατήχησις ΚΗ'.

(3). Ὁμιλία 25, 9, 10, ΡG 34, 673 Β C.

(4). «Κατά Ἀκίνδυνου», ΡG 150, 823.

(5). Γρηγ. Παλαμά, «Ὁμιλία εἰς τήν Μεταμόρφωσιν», ΡG 151, 448 Β. Ιδέ την υπέροχον μελέτην του Μ gr. Basile Krivocheine, «Ἡ ἀσκητική καί θεολογική διδασκαλία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ», Seminarium Kondakovianum 8, Ρrague 1936, σ. 99-154. Μετ. εις την γερμ. υπό Ηugolin Landvogt, εις το « Das ö stliche Christentum », 8, 1939.

(6). Εκδ. Σμύρνης, 1886, 2 μέρος, σ. 1.

(7). Αγιορείτικος Τόμος, ΡG 150, 1833 D.

(8). Λόγος 57, Ι, εκδ. ρωσ. του Αγ. Όρους 2 σ . 36· Γρηγ. Παλαμ. «Κεφαλ. φυσικά» κ.λ.π. ΡG 150, 1169 Α.

(9). Λόγος 20, ΡG 151, 268 Α Β.

(10). Αγιορείτικος Τόμος, ΡG 150, 1232 C.

(11). Λόγος 34, ΡG 151, 433 Α Β.

(12). Λόγος «Εις τα Εισόδια της Θεοτόκου», Εκδ. Σοφοκλέους του εξ Οικονόμων, Αθήναι 1861 σ. 175 -177.

(13). «Διάλογος περί ψυχής και σώματος» ΡG 150, 1361 C.

(14). ΡG 150, 1233 Β -D.

(15). Relation de la vie et des oeuvres du P. Séraphin, de bienheureuse mémoire, hiéromoine et reclus de Sarov, Μόσχα 1851, σελ. 63. (Ρωσ.)


orthodoxfathers.com
 http://pneumatoskoinwnia.blogspot.com

Τρίτη 25 Ιουνίου 2019

Αυτός ο άγιος δεν ήταν άνθρωπος σαν εμένα; Πώς έγινε άγιος;




Διαβάζεις την ζωή των αγίων και βλέπεις μπροστά σου ζωντανές μεταφράσεις του Ευαγγελίου και εμπνέεσαι. Τους γνωρίζεις σιγά σιγά. Βλέπεις πώς γεννήθηκαν, ποια ήταν η κατά σάρκα μητέρα τους, πώς άρχισαν την ζωή τους, πώς έχυσαν τους ιδρώτες τους, τα αγιασμένα τους δάκρυα, πώς πότισαν την γη με το πολύτιμο, το ζεστό τους αίμα. Το αίμα εκείνο που ήταν ενωμένο με το αίμα του Χριστού. Ενθουσιάζεσαι και σου έρχεται να πηδήσεις για να φτάσεις ψηλά. 

Τους διαβάζεις και τους νοιώθεις μαζί σου, σα να ακούς την αναπνοή τους. Σα να καθώμαστε όλοι μαζί και ύστερα από λίγο σας λέω: Κουραστήκατε, αγαπητοί μου, ας κάνουμε έναν περίπατο. Κάνουμε περίπατο καικουβεντιάζουμε όλοι μαζί φιλικά σαν οικογένεια. Έτσι νοιώθεις τους αγίους μέσα στην ζωή σου, όταν τους διαβάζεις. Σου γεννιέται αμέσως το ερώτημα: Αυτός ο άγιος δεν ήταν άνθρωπος σαν εμένα; Πώς έγινε άγιος; Μπορώ και εγώ να γίνω άγιος. Βλέπεις τον ηρωισμό του, την αγάπη του προς τον Θεό και η καρδιά σου εξάπτεται και θέλεις ακόμη και να τον ξεπεράσεις.

Γέροντας Αιμιλιανός Σιμωνοπετρίτης 





 www.orthodoxianewsagency.gr
-->

Οἱ μακαρισμοὶ τοῦ Ἁγίου Παϊσίου



Ἐπιμέλεια: Ἠλιάδης Χριστόδουλος - Φιλόλογος

 Στὶς 2 Δεκεμβρίου τοῦ 1972, ὁ Ἅγιος Παΐσιος, ἔστειλε μιὰ ἐπιστολὴ στὶς μοναχὲς στὴ Σουρωτή, ξεκινώντας ἔτσι τὸ λόγο του... «Σήμερα μὲ ἐπίασε μιὰ τρέλα καὶ πῆρα τὸ μολύβι, ὅπως κάνει ὁ τρελὸς ποὺ γράφει τὰ ξεσπάσματά του στοὺς τοίχους»... Συνεχίζοντας, μᾶς παρέθεσε τοὺς δικούς του μακαρισμοὺς ποὺ εἶναι πολὺ παρηγορητικοὶ καὶ ἐλπιδοφόροι γιὰ τὴν ἐδῶ καὶ τὴν ἄλλη ζωή...

 Μακάριοι ὅσοι ἀγαπήσανε τὸν Χριστὸ περισσότερο ἀπ’ ὅλα τά τοῦ κόσμου καὶ ζοῦν μακριά τοῦ κόσμου καὶ σιμὰ στὸν Θεό, μὲ τὶς παραδεισένιες χαρές, ἐπὶ τῆς γῆς.
 Μακάριοι ὅσοι κατόρθωσαν νὰ ζοῦν στὴν ἀφάνεια καὶ ἀπέκτησαν μεγάλες ἀρετὲς καὶ δὲν ἀπέκτησαν οὔτε καὶ μικρὸ ὄνομα.
 Μακάριοι ὅσοι κατόρθωσαν νὰ κάνουν τὸν παλαβὸ καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο προφύλαξαν τὸν πνευματικό τους πλοῦτο.
 Μακάριοι ὅσοι δὲν κηρύττουν μὲ λόγια τὸ Εὐαγγέλιο, ἀλλὰ τὸ ζοῦνε καὶ κηρύττουν μὲ τὴν σιωπή τους, μὲ τὴν Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία καὶ τοὺς προδίδει.
 Μακάριοι ὅσοι χαίρονται, ὅταν τοὺς κατηγοροῦν ἀδίκως, παρὰ ὅταν τοὺς ἐπαινοῦν δικαίως γιὰ τὸν ἐνάρετο βίο τους. Ἐδῶ εἶναι τὰ σημάδια τῆς ἁγιότητος καὶ ὄχι στὸν ξερὸ ἀγώνα τῶν σωματικῶν ἀσκήσεων καὶ τὸν μεγάλο ἀριθμὸ τῶν ἀγώνων, ποὺ ὅταν δὲν γίνονται μὲ ταπείνωση καὶ μὲ σκοπὸ τὴν ἀπέκδυση τοῦ παλαιοῦ μας ἀνθρώπου, μόνον ψευδαισθήσεις δημιουργοῦν.

Μακάριοι αὐτοὶ ποὺ....προτιμοῦν νὰ ἀδικοῦνται παρὰ νὰ ἀδικοῦν καὶ δέχονται ἤρεμα καὶ σιωπηλὰ τὶς ἀδικίες, διότι αὐτοὶ φανερώνουν καὶ ἐμπράκτως μὲ αὐτὸ ὅτι πιστεύουν εἰς ἕνα Θεόν, Πατέρα, Παντοκράτορα καὶ ἀπὸ Αὐτὸν περιμένουν νὰ δικαιωθοῦν καὶ ὄχι ἀπὸ ἀνθρώπους, γιὰ νὰ ἐξοφλήσουν ἐδῶ μὲ ματαιότητα.
Μακάριοι ὅσοι ἔχουν γεννηθεῖ ἀνάπηροι ἢ ἔγιναν ἀπὸ ἀπροσεξία τους, ἀλλὰ δὲν γογγύζουν καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεό. Αὐτοὶ θὰ ἔχουν τὴν καλύτερη θέση στὸν Παράδεισο μαζὶ μὲ τοὺς Ὁμολογητᾶς καὶ Μάρτυρας ποὺ δώσανε γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ τὰ χέρια καὶ τὰ πόδια τους, καὶ τώρα φιλοῦν μὲ εὐλάβεια στὸν Παράδεισο συνέχεια τὰ πόδια καὶ τὰ χέρια τοῦ Χριστοῦ.
 Μακάριοι ὅσοι γεννηθήκανε ἄσχημοι καὶ εἶναι περιφρονημένοι ἐδῶ στὴν γῆ, διότι αὐτοὶ δικαιοῦνται τὸ ὀμορφότερο μέρος τοῦ Παραδείσου, ὅταν δοξολογοῦν τὸν Θεὸ καὶ δὲν γογγύζουν.

 Μακάριες οἱ χῆρες ποὺ φορέσανε τὰ μαῦρα σ’ αὐτὴν τὴν ζωή, ἔστω καὶ ἀκούσια, καὶ ζοῦν ἄσπρη πνευματικὴ ζωὴ καὶ δοξολογοῦν τὸν Θεό, χωρὶς νὰ γογγύζουν, παρὰ οἱ δυστυχισμένες ποὺ φοροῦν παρδαλὰ καὶ ζοῦν παρδαλὴ ζωή.
 Μακάρια καὶ τρὶς μακάρια τα ὀρφανὰ ποὺ ἔχουν στερηθεῖ τὴν μεγάλη στοργὴ τῶν γονέων τους, διότι αὐτὰ κατόρθωσαν νὰ κάνουν Πατέρα τοὺς τὸν Θεὸ ἀπὸ τούτη τὴν ζωὴ καὶ ἔχουν παράλληλα καὶ τὴν στοργὴ ποὺ στερηθήκανε τῶν γονέων τους στὸ Ταμιευτήριο τοῦ Θεοῦ, ἡ ὁποία τοκίζεται.
 Μακάριοι οἱ γονεῖς ποὺ δὲν χρησιμοποιοῦν τὴν λέξη «μὴ» στὰ παιδιά τους, ἀλλὰ τὰ φρενάρουν ἀπὸ τὸ κακὸ μὲ τὴν ἁγία τους ζωή, τὴν ὁποία μιμοῦνται τὰ παιδιά, καὶ ἀκολουθοῦν τὸν Χριστὸ μὲ πνευματικὴ λεβεντιὰ χαρούμενα.

 Μακάρια τα παιδιὰ ποὺ ἔχουν γεννηθεῖ «ἐκ κοιλίας μητρὸς» ἅγια, ἀλλὰ μακαριότερα εἶναι αὐτὰ ποὺ γεννηθήκανε μὲ ὅλα τοῦ κόσμου τὰ κληρονομικὰ πάθη καὶ ἀγωνισθήκανε μὲ ἱδρῶτες καὶ τὰ ξεριζώσανε καὶ κληρονομήσανε τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐν ἰδρώτι τοῦ προσώπου.
 Μακάρια τα παιδιὰ ποὺ ἔζησαν ἀπὸ μικρὰ σὲ πνευματικὸ περιβάλλον καὶ ἔτσι ἀκούραστα προχωρήσανε στὴν πνευματικὴ ζωή. Τρὶς μακάρια ὅμως εἶναι αὐτὰ τὰ ἀδικημένα παιδιὰ ποὺ δὲν βοηθηθήκανε καθόλου (ἀντιθέτως τὰ σπρώχνανε στὸ κακό), ἀλλὰ μόλις ἀκούσανε γιὰ τὸν Χριστό, γυαλίσανε τὰ μάτια τους, καὶ μὲ μιὰ στροφὴ ἑκατὸν ὀγδόντα μοιρῶν γυαλίσανε ἀπότομα τὴν ψυχή τους καὶ βγήκανε καὶ ἀπὸ τὴν ἕλξη τῆς γῆς καὶ κινηθήκανε στὴν πνευματικὴ τροχιά.

 Καλότυχοι, λένε οἱ κοσμικοί, οἱ ἀστροναῦτες ποὺ γυρίζουν στὸν ἀέρα ἄλλοτε ἀπ’ ἔξω καὶ ἄλλοτε ἀπὸ μέσα στὸ φεγγάρι. Μακάριοι ὅμως εἶναι οἱ ἐξαϋλωμένοι τοῦ Χριστοῦ Παραδεισοναῦτες ποὺ ἀνεβαίνουν στὸν Θεὸ καὶ γυρίζουν στὸν Παράδεισο στὴν μόνιμή τους κατοικία, ταχτικά, μὲ τὸ πιὸ ταχύτερο μέσο καὶ δίχως πολλὰ καύσιμα παρὰ μὲ ἕνα παξιμάδι.
 Μακάριοι ὅσοι δοξάζουν τὸν Θεὸ καὶ γιὰ τὸ φεγγάρι ποὺ τοὺς φέγγει, καὶ περπατοῦν τὴν νύχτα. Μακαριότεροι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὸ ἔχουν καταλάβει ὅτι οὔτε τὸ φῶς τοῦ φεγγαριοῦ εἶναι τοῦ φεγγαριοῦ, ἀλλὰ οὔτε τὸ δικό τους πνευματικὸ φῶς εἶναι δικό τους ἀλλὰ τοῦ Θεοῦ. Μὰ εἴτε σὰν καθρέφτης γυαλίζουν εἴτε σὰν ἁπλὸ γυαλὶ γυαλίζουν εἴτε σὰν καπάκι ἀπὸ κονσερβοκούτι γυαλίζουν, ἐὰν δὲν πέσουν οἱ ἀκτίνες τοῦ ἡλίου, δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ γυαλίσουν.

 Καλότυχοι, λένε οἱ κοσμικοί, αὐτοὶ ποὺ ζοῦν στὰ κρυστάλλινα παλάτια καὶ ἔχουν ὅλες τὶς εὐκολίες. Μακάριοι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ κατορθώσανε νὰ ἁπλοποιήσουν τὴν ζωή τους καὶ ἐλευθερωθήκανε ἀπὸ τὴν θηλιὰ τῆς κοσμικῆς αὐτῆς ἐξελίξεως τῶν πολλῶν εὐκολιῶν (=τῶν πολλῶν δυσκολιῶν) καὶ ἀπαλλαχτήκανε ἀπὸ τὸ φοβερὸ ἄγχος τῆς σημερινῆς ἐποχῆς μας.
 Καλότυχοι, λένε οἱ κοσμικοί, αὐτοὶ ποὺ μποροῦν καὶ ἀπολαμβάνουν τὰ ἀγαθά τοῦ κόσμου. Μακάριοι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ τὰ δίνουν ὅλα γιὰ τὸν Χριστὸ καὶ στεροῦνται καὶ κάθε ἀνθρώπινη παρηγοριὰ πάλι γιὰ τὸν Χριστό, καὶ ἔτσι κατορθώνουν νὰ βρίσκονται κοντὰ στὸν Χριστὸ μέρα νύχτα, μὲ τὴν θεία Του παρηγοριὰ ποὺ εἶναι πολλὲς φορὲς τόσο πολλή, ποὺ λέει κανεὶς στὸ Θεό: «Θεέ μου, ἡ ἀγάπη σου δὲν ὑποφέρεται, διότι εἶναι πολλὴ καὶ στὴν μικρή μου καρδιὰ δὲν χωράει».

 Καλότυχοι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν τὶς μεγαλύτερες δουλειὲς καὶ τὰ μεγαλύτερα μέγαρα, λένοι οἱ κοσμικοί, διότι αὐτοὶ ἔχουν ὅλες τὶς δυνατότητες καὶ κινοῦνται ἄνετα. Μακάριοι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν μιὰ φωλιά, γιὰ νὰ κουρνιάζουν, καὶ λίγα τρόφιμα καὶ σκεπάσματα, κατὰ τὸν θεῖο Παῦλο, καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο κατόρθωσαν καὶ ἀποξενώθηκαν ἀπὸ τὸν μάταιο κόσμο, καὶ τὴν γῆ τὴν χρησιμοποιοῦν ὡς ὑποπόδιο, σὰν παιδιὰ τοῦ Θεοῦ, καὶ ὁ νοῦς τοὺς βρίσκεται συνέχεια κοντὰ στὸν Καλὸ Πατέρα τοὺς Θεό.

 Καλότυχοι αὐτοὶ ποὺ γίνονται στρατηγοὶ καὶ ὑπουργοὶ καὶ μὲ τὸ οἰνόπνευμα (ἔστω γιὰ λίγες ὧρες), καὶ τὸ χαίρονται αὐτὸ οἱ κοσμικοί. Μακάριοι ὅμως εἶναι αὐτοὶ ποὺ ἔχουν ἀπεκδυθεῖ τὸν παλαιό τους ἄνθρωπο καὶ ἔχουν ἐξαϋλωθεῖ καὶ κατόρθωσαν νὰ εἶναι ἐπίγειοι Ἄγγελοι μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦμα καὶ βρήκανε τὴν παραδεισένια θεία κάνουλα καὶ πίνουν καὶ μεθοῦν συνέχεια ἀπὸ τὸ παραδεισένιο κρασί.

 Μακάριοι ὅσοι ἔχουν γεννηθεῖ τρελοὶ καὶ θὰ κριθοῦν καὶ ὡς τρελοὶ καὶ ἔτσι θὰ εἰσαχθοῦν στὸν Παράδεισο χωρὶς διαβατήριο. Μακάριοι εἶναι ὅμως καὶ τρὶς μακάριοι οἱ πολὺ γνωστικοὶ ποὺ κάνουν τὸν τρελὸ γιὰ τὴν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καὶ κοροϊδεύουν ὅλη τὴν ματαιότητα τοῦ κόσμου, ποὺ ἡ διὰ Χριστὸν αὐτὴ τοὺς τρέλα ἀξίζει περισσότερο ἀπ’ ὅλη τὴν γνώση καὶ τὴν σοφία τῶν σοφῶν ὅλου τοῦ κόσμου τούτου.



πηγή:  orthodoxia-ellhnismos.gr

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2019

Archbishop Elpidophoros Speaks about His Encounter with St. Iakovos Tsalikis


Τι απεκάλυψε ο Άγ. Παΐσιος 3 εβδομάδες πριν την κοίμησή του για τα επερχόμενα γεγονότα στην Ελλάδα..


Aς μιλήσουμε για αγάπη που τόσο ανάγκη έχουμε στην εποχή μας




Aς μιλήσουμε για αγάπη που τόσο ανάγκη έχουμε στην εποχή μας...Θα σας "θυμίσουμε"αυτή τη λέξη μέσα από τα λόγια του Γέροντα Πορφύριου...«Μακριά από τη Ζήλια έλεγε ο γέροντας Πορφύριος. Τον κατατρώγει τον άνθρωπο. Από φθόνο, μια Μοναχή προς άλλη, την φαντάστηκε να ασχημονεί με τον πνευματικό, και το έλεγε σαν πραγματικότητα.

Όλα γίνονται στο φθονερό άνθρωπο. Εγώ τα έζησα. Οι άνθρωποι με είχαν για καλό και ερχόντουσαν πολλοί για να εξομολογηθούν. Και μου τα έλεγαν με ειλικρίνεια.Μακριά από αυτά τα γυναικίστικα παράπονα. Το Χριστό, μωρέ, το Χριστό να αγαπήσουμε με πάθος, με θείο έρωτα.Ευτυχισμένος ο μοναχός που έμαθε να αγαπάει όλους μυστικά. Δεν ζητά από τους άλλους αγάπη, ούτε τον νοιάζει να τον αγαπούν.

Εσύ αγάπα όλους, και προσεύχου μυστικά μέσα σου. Ξέχυνε την αγάπη σου προς όλους. Και θα έλθει ώρα που θα αγαπάς αβίαστα. Και θα νιώθεις, ότι όλοι σ' αγαπούν. Ένα κοσμικό τραγούδι λέει:«Μη μου ζητάς να σ' αγαπώ.Η αγάπη δεν ζητιέται.Μέσα στα φύλλα της καρδιάςμονάχη της γεννιέται».Πάρ' το πνευματικά. Εσύ σκόρπα φυσικά, από την καρδιά σου, την αγάπη του Χριστού.Μερικοί μοναχοί, ιδίως γυναίκες, λένε:- Μ' αγαπάς;- Γιατί δεν μ' αγαπάς;Πω πω! Πόσο μακριά είναι από την αγάπη του Χριστού!Φτώχεια, πνευματική φτώχεια.

Μη σε νοιάζει αν σ' αγαπούν. Εσύ μόνο ξεχείλιζε από αγάπη Χριστού προς όλους. Και τότε μυστικά έρχεται μια μεταβολή, μια αλλαγή σ' όλο το σύνολο. Αυτό που σου λέω είναι η καλύτερη ιεραποστολή. Εφάρμοσέ το και τηλεφώνησέ μου τα αποτελέσματα».

 από τα λόγια του Γέροντα Πορφύριου

Κυριακή 23 Ιουνίου 2019

Πατρικές νουθεσίες Γέροντος Πορφυρίου



Γέροντος ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ (1906-1991)


* Μια θρησκεία μόνον είναι, η Ορθόδοξος Χριστιανική Θρησκεία. Και το πνεύμα αυτό το ορθόδοξον είναι το αληθές. Τα άλλα πνεύματα, είναι πνεύματα πλάνης και οι διδασκαλίες είναι μπερδεμένες.

* Και διάβολος υπάρχει και όλα όπως τα γράφει η Γραφή υπάρχουνε. Και διάβολος και κόλαση και όλα.

* Ο άνθρωπος έχει φτιάξει πολλούς θεούς, και οι θεοί είναι πάρα πολλοί. Ακόμη και αυτοί οι άσωτοι, οι άθεοι πιστεύουνε στον Θεό, όχι στον αληθινό, αλλά εις την σάρκα, εις τα πάθη, στην ύλη..., όλοι κάτι λατρεύουνε... Σ' αυτό που λατρεύει κανείς σ' αυτό δουλεύει. Δηλαδή είσαι πόρνος, είσαι άνθρωπος της σαρκός, δουλεύεις για την σάρκα, για την ύλη.

* ... η αλήθεια είναι στην Ορθοδοξία... Υπάρχουν πολλά φώτα, που βλέπει κανείς και εντυπωσιάζεται, μα ένα είναι το φως το αληθινόν... αξίζει να λατρέψει κανείς τον μόνον αληθινόν Θεόν, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν... Οι αλήθειες του Θεού, όπως τις έχει πει, από την αρχή, αυτές είναι. Δεν υπάρχουνε άλλες αλήθειες, νέες, επειδή ο κόσμος προόδεψε και η επιστήμη και οι άνθρωποι πήγανε στα άστρα...

*  Μόνο η Θρησκεία του Χριστού ενώνει και όλοι πρέπει να προσευχόμαστε να έρθουνε σ' αυτή. Έτσι θα γίνει ένωσις, όχι με το να πιστεύεις ότι όλοι είμαστε το ίδιο και ότι όλες οι θρησκείες είναι το ίδιο. Δεν είναι το ίδιο... προσεύχομαι ο Θεός να σας δώσει φώτιση να καταλάβετε ότι δεν έχει σχέση η Θρησκεία, η Ορθοδοξία μας, με άλλες θρησκείες.

* ...Αν αρνηθείς (σημ. την ύπαρξη) το σατανά, θα πει ότι δεν είσαι ορθόδοξος... Ο Θεός να μας φωτίσει όλους, να τον γνωρίσουμε και να τον αγαπήσουμε.

*  «...Τι να σου κάνη η μόρφωση; Μόνο η χάρη του Θεού, μόνο η αληθινή αγάπη μας, που θυσιάζεται μυστικά για τους άλλους, μπορεί να σώση και τους άλλους και εμάς».

*  «...Δεν πρέπει να πολεμάτε τα παιδιά σας, αλλά τον σατανά που πολεμά τα παιδιά σας. Να τους λέτε λίγα λόγια και να κάνετε πολλή προσευχή... Με την προσευχή θα τους μιλήση ο Θεός».

* «Να είμαστε ταπεινοί, αλλά να μην ταπεινολογούμε. Η ταπεινολογία είναι παγίδα του διαβόλου, που φέρνει την απελπισία και την αδράνεια, ενώ η αληθινή ταπείνωση φέρνει την ελπίδα και την εργασία των εντολών του Χριστού».

* «Αν έρθει η χάρις του Θεού, όλοι και όλα αλλάζουν, έλα όμως που, για να έρθει, χρειάζεται πρώτα να ταπεινωθούμε;»

*  «...Μπορεί κάποιος να μιλά για τις αμαρτίες του και να είναι υπερήφανος κι άλλος να μιλά για τις αρετές του και να είναι ταπεινός».

* «Να μη κατηγορής τον άλλον για τα σφάλματά του και να μην του τα υπενθυμίζης. Τότε τον καθίζει στο σκαμνί η ιδία η συνείδησή του και τον δικάζει. Μόνον έτσι διορθώνεται το κακό. Διαφορετικά, όταν εσύ τον κατακρίνεις, αμύνεται, δικαιολογεί τον εαυτό του, ρίχνει τις ευθύνες του σε σένα και σε άλλους, γίνεται σκληρός και το κακό αντί να διορθωθεί, χειροτερεύει».

* «Όταν ο αδελφός μας σφάλλει, εμείς πρέπει να βαστάξουμε τον πειρασμό του. Η αληθινή αγάπη, μας εμπνέει να κάνουμε θυσίες χάριν του πλησίον... Χωρίς θυσία, με την κατάκριση μας, σπρώχνουμε τον αδελφό μας, που αμάρτησε, να πέση πιο χαμηλά, ενώ με την σιωπηλή θυσία της αγάπης μας και την μυστική προσευχή μας για εκείνον, ξυπνάμε την συνείδησή του, που σηκώνεται και τον κατηγορεί κι έτσι μετανοεί και διορθώνεται. Με την σιωπή σου βοήθησες το παιδί».

* « ... Το αν θα πάμε στον παράδεισο ή στην κόλαση δεν εξαρτάται από το εάν έχουμε λίγα ή πολλά χρήματα, αλλά από τον τρόπο που θα χρησιμοποιήσουμε αυτά που έχουμε. Τα χρήματα, τα κτήματα και όλα τα υλικά αγαθά μας δεν είναι δικά μας, του Θεού είναι, εμείς έχουμε μόνο την διαχείρησή τους. Πρέπει να ξέρουμε, ότι ο Θεός θα μας ζητήσει λογαριασμό και για την τελευταία δραχμή μας, αν την διαθέσαμε σύμφωνα με το θελημά Του ή όχι».

* «...Το παν είναι να αγαπήση ο άνθρωπος τον Χριστό και όλα τα άλλα προβλήματα τακτοποιούνται».

* «Να προσέχης ιδιαίτερα τον δαίμονα της ακηδίας. Μην τον υποτιμάς. Όταν υποτάξει την ψυχή, την ναρκώνει και την παραλύει. Είναι μεγάλος δαίμονας, όταν μπαίνει μέσα στον άνθρωπο, δεν μπαίνει μόνος του, αλλά ακολουθείται από πλήθος άλλων δαιμόνων...».

* «Ο Θεός δεν τιμωρεί, ο άνθρωπος αυτοτιμωρείται, απομακρυνόμενος από τον Θεό. Είναι, ας πούμε: Εδώ νερό, εκεί φωτιά. Είμαι ελεύθερος να διαλέξω, βάζω το χέρι μου στο νερό, δροσίζομαι, το βάζω στη φωτιά, καίγομαι».

*  «Ο Θεός σέβεται το θέλημά μας. Ό,τι κάνεις να το κάνεις επειδή το θέλεις, ελεύθερα, υπεύθυνα και με ευχαρίστηση».

*  «Απαιτείται θυσία αγάπης για τον Χριστό και για τον πλησίον».

*  «Ο σκοπός μας δεν είναι να καταδικάζουμε το κακό, αλλά να το διορθώνουμε. Με την καταδίκη ο άνθρωπος μπορεί να χαθεί, με την κατανόηση και βοήθεια θα σωθεί. Τον αμαρτωλό πρέπει να τον αντικρύζουμε με αγάπη και με σεβασμό στην ελευθερία του...».

* «Για οποιαδήποτε άδικη κατηγορία εις βάρος σου να μην αγανακτείς, ούτε από μέσα σου. Είναι κακό. Το κακό αρχίζει από τις κακές σκέψεις. Όταν πικραίνεσαι και αγανακτείς, έστω μόνον με τη σκέψη, χαλάς την πνευματική ατμόσφαιρα. Εμποδίζεις το Άγιο Πνεύμα να ενεργήσει και επιτρέπεις στο διάβολο να μεγαλώσει το κακό. Εσύ πάντοτε να προσεύχεσαι, να αγαπάς και να συγχωρείς, διώχνοντας από μέσα σου κάθε κακό λογισμό».

* «Σήμερα οι άνθρωποι ζητούν να τους αγαπήσουν και γι' αυτό αποτυγχάνουν. Το σωστό είναι να μην ενδιαφέρεσαι αν σε αγαπούν, αλλά αν εσύ αγαπάς τον Χριστό και τους ανθρώπους. Μόνο έτσι γεμίζει η ψυχή».

* «...Όταν αγαπάμε, νομίζουμε, ότι προσφέρουμε στους άλλους, ενώ στην πραγματικότητα προσφέρουμε πρώτα στον εαυτό μας. Η αγάπη χρειάζεται θυσίες. Να θυσιάζουμε ταπεινά κάτι δικό μας, που στην πραγματικότητα είναι του Θεού».

*  «Πολλοί λένε ότι η χριστιανική ζωή είναι δυσάρεστη και δύσκολη, εγώ λέω ότι είναι ευχάριστη και εύκολη, αλλά απαιτεί δύο προϋποθέσεις: Ταπείνωση και αγάπη».

* «...Έτσι και στην ψυχή, που όλος ο χώρος της είναι κατειλημμένος από το Χριστό, δεν μπορεί να μπει και να κατοίκησει ο διάβολος, όσο και αν προσπαθήσει, διότι δεν χωράει, δεν υπάρχει κενή θέση γι' αυτόν. Μ' αυτό τον τρόπο θα μπορέσουμε να ζήσουμε την αληθινή χριστιανική ζωή».

* «Να προσεύχεσαι χωρίς αγωνία, ήρεμα, με εμπιστοσύνη στην αγάπη και στην Πρόνοια του Θεού. Μην κουρασθείς να προσεύχεσαι».

* «...Με την αγιότητα αλλάζει ο άνθρωπος, όσο αμαρτωλός κι αν είναι, φεύγουν τα ψυχικά τραύματα. Σήμερα οι γιατροί τα λένε ψυχασθένειες, ενώ στην πραγματικότητα είναι δαιμονική επίδραση και οφείλεται στις αμαρτίες».

* «...Αν αφήσουμε τον Χριστό να κατοίκηση σ' ολόκληρη την ψυχήν μας, τότε φεύγει η αμαρτία, φεύγει η στενοχώρια, φεύγει η αρρώστεια και πετάμε και τα φάρμακα».

* «...Η σωτηρία του παιδιού σας περνά μέσα από τον εξαγιασμό τον δικό σας· όχι την θεωρία, αλλά την πράξη του εξαγιασμού...».

* «Ο αγιασμός δεν είναι ακατόρθωτο πράγμα, είναι μάλιστα εύκολος, φθάνει εσείς να αποκτήσετε ταπείνωση και αγάπη».

* «...Το άγχος είναι ασθένεια της ψυχής και δεν εξαρτάται από υλικές ελλείψεις. Μπορεί ένας υγιής άνθρωπος να έχη πολλά εκατομμύρια στην Τράπεζα και να ζη μέσα στο άγχος. Το άγχος καταπολεμείται με την εμπιστοσύνη στην Πρόνοια του Θεού και τον καλόν αγώνα».

* «Οι ασθένειες μας βγάζουν σε καλό, όταν τις υπομένουμε αγόγγυστα, παρακαλώντας τον Θεό να μας συγχώρησει τις αμαρτίες και δοξάζοντας το όνομα Του».

* «...Τίποτε στη ζωή μας δεν είναι τυχαίο. Ο Θεός φροντίζει ακόμη και για τις πιο μικρές λεπτομέρειες της ζωής μας. Δεν αδιαφορεί για μας. Μας αγαπά πολύ, μας έχει στο νου Του κάθε στιγμή και μας προστατεύει...».

* «Πρέπει να αποκτήσουμε από τώρα τη χάρη του Θεού. Χωρίς τη χάρη του Θεού οι προσπάθειές μας δεν θα φέρουν αποτέλεσμα και δεν θα πάμε στον Παράδεισο. Ο Θεός μας δίνει τη χάρη του, όταν εμείς είμαστε ταπεινοί».

* «...Η ψυχή είναι ένας κήπος χωρισμένος σε δύο μέρη. Στον μισό φυτρώνουν αγκάθια, στον άλλο μισό λουλούδια· και έχουμε μια δεξαμενή νερού (τις δυνάμεις της ψυχής) με δύο βρύσες και δύο αυλάκια. Η μία κατευθύνει το νερό στα αγκάθια και η άλλη στα λουλούδια. Κάθε φορά μόνο μια βρύση μπορώ ν' ανοίξω. Αφήνω απότιστα τα αγκάθια και μαραίνονται, ποτίζω τα λουλούδια και ανθίζουν».

* «...Όταν έρθη μέσα μας ο Χριστός, τότε ζούμε μόνο το καλό, την αγάπη για όλο τον κόσμο. Το κακό, η αμαρτία, το μίσος εξαφανίζονται μόνα τους, δεν μπορούν, δεν έχουν θέση να μείνουν»

*  «Δεν γίνεται κανείς χριστιανός με την τεμπελιά, χρειάζεται δουλειά, πολλή δουλειά».

* Ο πατήρ Πορφύριος διά τον εαυτόν του· «...εγώ είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός και προσεύχομαι ταπεινά στον Χριστό, να με ελεήσει».

* «Όταν αγαπούμε τον Χριστό, τα αμαρτωλά μας πάθη υποχωρούν μόνα τους, χάνουν την δύναμη τους, μπροστά στην δύναμη της αγάπης. Όταν ξημερώση και φωτίση το δωμάτιο μας αυτός ο ήλιος, το σκοτάδι φεύγει, δεν μπορεί να μείνει».

* «...Να μην στενοχωριέσαι ποτέ. Ο Χριστός αναστήθηκε για να μας δώση πολλή αγάπη και χαρά, από τώρα. Από τώρα, ν' αρχίσουμε να συμμετέχουμε, όλο και πιο αισθητά, στην φωτεινή ημέρα της βασιλείας της αγάπης του Χριστού, όπου δεν βραδυάζει ποτέ».

*  «Να γίνης αθάνατος από τώρα, πεθαίνοντας για τον κακό εαυτό σου».

(Το σταχυολόγημα των πατρικών και σωτηρίων αυτών νουθεσιών έγινε από το διδακτικώτατο βιβλίον ΚΟΝΤΑ ΣΤΟ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΟΡΦΥΡΙΟ του πνευματικού του τέκνου Κων/νου Γιαννιτσιώτη, εκδόσεως Ιερού Ησυχαστηρίου Η ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ, Αθήναι 1995).

Ψυχοσωτήρια Διδάγματα Συγχρόνων Γερόντων
Εκδόσεις "Ορθόδοξος Κυψέλη"
Θεσσαλονίκη

 https://www.impantokratoros.gr

ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΚΛΗΣΕΙΣ ΩΣ ΕΜΠΟΔΙΟ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ.



Εάν θέλης να πετύχης την υψίστη πνευματική αρετή και τους αναβαθμούς της θείας χάριτος και την ανάβασί σου στην κορυφή, όπου είναι η παναγία Τριάς, πρόσεχε αυτό που ανά πάσαν στιγμή προσπαθεί να σε ρίξη, και είναι οι περιττές του σώματος παρακλήσεις- δηλαδή πρόσεχε, μην αναπαύης το κορμί σου. Όταν λέμε το κορμί, δεν εννοούμε μόνον το σώμα· εννοούμε ολόκληρον τον άνθρωπο, ο οποίος θέλει να είναι άνετος, να μήν του κλείνουν τους δρόμους, για να βρίσκη αμέσως ό,τι χρειασθή, ό,τι έχει ανάγκη. Αυτό, λέγει ο όσιος, είναι θάνατος, σου αφαιρεί την θέα τού Θεού. Όπως ξαφνικά χαλάει το βίντεο και χάνεται κάθε ακρόασις και κάθε θέαμα, έτσι ακριβώς συμβαίνει και με τις παρηγοριές της ανθρωπίνης ζωής μας.

Πρόσεχε λοιπόν οι παρηγοριές σου να είναι οι αναγκαιότατες στην ανθρώπινη φύσι και μάλιστα στην κατάστασί σου. Παραδείγματος χάριν, ο έγγαμος άνθρωπος έχει τις παρηγοριές της συζύγου του ή του συζύγου της. Είναι φυσικό αυτό για τον γάμο, διότι στους εγγάμους δόθηκε από τον Θεόν η εντολή να ζουν ο καθένας κατά τον τρόπο που αρέσει στον άλλον. Το να αρέσω στην σύζυγό μου ή να αρέση η σύζυγός μου σε μένα, αυτό είναι η παρηγοριά μας και η χαρά μας, η ευχαρίστησίς μας και το μεροδούλι της ζωής μας· αγαπιόμαστε και ζούμε και χαιρόμαστε. Αυτό προσιδιάζει στον γάμο. Όποιος όμως δεν είναι έγγαμος, δεν μπορεί να έχη την παρηγοριά κάποιου προσώπου. Διότι, όταν συναφθή με κάποιο πρόσωπο, το γεγονός αυτό ή θα είναι μία αμαρτωλή μείξις, ή θα είναι μία παράλογη, παράνομη και ανώμα-λη σύμπραξις, μία ιδιάζουσα φιλία.

Όσον αφορά τον μοναχό, επειδή είναι άζυγος αλλά νυμφευμένος με τον Κύριον, οι αναπαύσεις και οι παρακλήσεις, που έχουν γνησιότητα και μπορούν να του δίνουν χαρά, παραδείσια εντρύφη-σι καί τρυφή, είναι οι παρακλήσεις του Αγίου Πνεύματος και οι θαλπωρές που δίνει η μοναχική οικογένεια. Όπως οι γονείς χαίρονται με τα παιδιά τους και τα παιδιά με τους γονείς και με τα αδέλφια τους, έτσι ακριβώς είναι και το μοναστήρι. Χαιρόμαστε την λατρεία μας, την κοινωνία μας, τις συνάξεις μας και όλες τις ευκαιρίες πού μας δίνονται στο μοναστήρι, όχι όμως έξω από το μοναστήρι. Έξω από το μοναστήρι ο μοναχός χάνεται. Και αν φαίνεται ότι γίνεται μεγιστάνας, είναι ένας απολωλώς, διότι το ψάρι δεν μπορεί να ζήση έξω από την θάλασσα.

Βέβαια το σώμα μας, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ασθενειών, χρειάζεται κάποιες ανθρώπινες παρακλήσεις, αλλά όχι όσες μπορούμε να του δώσωμε. Όταν ο άνθρωπος μαθαίνη σε αναπαύσεις, σε ικανοποιήσεις, θέλει όλο και περισσότερες. Όταν κάποιος παραδείγματος χάριν δεν έχη καρέκλα, αλλά έχη ένα σκαμνάκι, είναι ικανοποιημένος. Όταν τον βάλης να καθίση σε καρέκλα, μετά δεν θα μπορή να καθίση στο σκαμνί, θα θέλη καρέκλα. Και εάν δει πολυθρόνα, θα θέλη πολυθρόνα. Και εάν συνηθίση την πολυθρόνα και δει μια σεζλόνγκ, θα θέλη σεζλόνγκ. Επίσης, εάν ξεκουράζεται σε στρώμα και τύχει, εκ του πονηρού, την ώρα που πάει να ξεκου-ρασθή, να βγάλη κανένα δάκρυ λέγοντας το «Κύριε Ιησού Χριστέ», τότε θα πη ότι η ωραιότερη προσευχή γίνεται στο μαλακό στρώμα. Έτσι καταντούμε με τις ψυχικές και σωματικές αναπαύσεις. Ιδιαιτέρως δε, πρέπει να το προσέχωμε, όταν είμαστε ασθενείς.

Επίσης, όταν δεν αισθανώμαστε άνετα στις κοινωνικές μας σχέσεις, όταν δηλαδή έχωμε κάποιο πρόβλημα στην ψυχή μας -το πρόβλημα είναι πάντοτε δικό μας, δημιουργείται από κάποια απροσεξία μας ή από τήν φιλαυτία μας, από κάποια ενοχή μας ή μικροψυχία μας, από κάποια μικροπρέπεια ή μειονεξία-, τότε θέλομε κάποιες αναπαύσεις, ώστε να ισορροπήσωμε λίγο και να μη φαίνεται το κατάντημά μας. Το ίδιο γίνεται με το φαγητό, την ξεκούρασι, με τις ανέσεις και τα πράγματα που χρησιμοποιούμε. Και όσο δίνεις σε κάποιον, τόσο αυτός γίνεται άδης και θέλει να καταβροχθίζη όλο και περισσότερα. Και ό,τι και αν του δώσης, μετά δεν θα πει ποτέ όχι.

Επομένως, ας μη δίνωμε ανάπαυσι στο σώμα μας και στους κροτάφους μας ξεκούρασι και στα βλέφαρά μας ύπνον, μέχρι να ετοιμάσωμε τον ναό του Κυρίου, που είναι η εν κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είσοδός μας στα άγια των αγίων, στους ουρα-νίους θαλάμους. Μέχρι την ώρα εκείνη, ο μοναχός πρέπει να είναι ένας οδοιπόρος. «Εν οδοιπορίαις πολλάκις», λέγει ο απόστολος Παύλος, «εν κόπω και μόχθω, εν πειρασμοίς, εν κινδύνοις θαλάσσης». Δηλαδή μόνον ο άνθρωπος ο οποίος δαμάζει τον εαυτό του με τον βραχίονα, τουτέστι με την δύναμι του Θεού, και ο οποίος καταλαβαίνει ότι εδώ στην γη πρέπει να θαλασσομαχή, πρέπει να είναι ο αγωνιστής και ο μάρτυρας της ζωής, αυτός μόνον εισέρχεται στους ουρανίους θαλάμους. 

(Αρχιμ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου, ΘΕΙΑ ΑΝΑΒΑΣΙΣ)

Πέμπτη 13 Ιουνίου 2019

Τὰ εἴδη τῆς φαντασίας καὶ ὁ ἀγώνας ἐναντίον της Τοῦ ἀρχιμ. Σωφρονίου (Σαχάρωφ)



ΑΦΟΥ τολ­μή­σα­με νὰ γρά­ψου­με γιὰ τὴν «Ἱερὰ ἡσυ­χία», ποὺ τόσο ἀγα­ποῦ­σε ὁ Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νός, πρέ­πει νὰ μι­λή­σου­με καὶ γιὰ τὸν ἀνα­πό­φευ­κτο ἀσκη­τι­κὸ ἀγώνα κατὰ τῆς φαν­τα­σί­ας. Καὶ αὐτὸ τὸ κε­φά­λαιο τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς εἶναι ἐξαι­ρε­τι­κὰ λεπτὸ καὶ πο­λύ­πλο­κο καὶ δὲν ἐλ­πί­ζου­με πὼς θὰ τὸ διε­ξέλ­θου­με ἱκα­νο­ποι­η­τι­κά. Ἐπει­δὴ βα­σι­κή μας προ­σπά­θεια εἶναι ἡ ἔκ­θε­ση συγ­κε­κρι­μέ­νης πεί­ρας, θε­ω­ροῦ­με ὑπο­χρε­ω­τι­κὸ νὰ πε­ρι­γρά­ψου­με ἁπλὰ τὴ συ­νεί­δη­ση καὶ τὶς πα­ρα­στά­σεις ἐκεῖ­νες ποὺ ἐπι­κρά­τη­σαν μέχρι σή­με­ρα στοὺς ἀσκη­τι­κοὺς κύ­κλους τῶν πα­τέ­ρων τοῦ Ἄθω, τὶς ὁποῖ­ες συμ­με­ρι­ζό­ταν καὶ ὁ ἴδιος ὁ Γέ­ρον­τας. Ἀφή­νου­με κατὰ μέρος τὶς θε­ω­ρί­ες τῆς σύγ­χρο­νης ἐπι­στη­μο­νι­κῆς ψυ­χο­λο­γί­ας. Δὲν προ­χω­ροῦ­με σὲ σύγ­κρι­ση ἢ κρι­τι­κὴ αὐτῶν ἢ τῶν ἄλλων θε­ω­ριῶν. Ση­μειώ­νου­με μόνο ὅτι σὲ πολλὰ δὲν συμ­πί­πτουν, γιατὶ οἱ δύο θε­ω­ρί­ες ἔχουν ὡς βάση δια­φο­ρε­τι­κὲς κο­σμο­λο­γι­κὲς καὶ ἀν­θρω­πο­λο­γι­κὲς πα­ρα­στά­σεις.

Γρά­φει ὁ Γέ­ρον­τας:
«Ἀδελ­φοί, ἂς λη­σμο­νή­σου­με τὴ γῆ καὶ ὅλα ὅσα ὑπάρ­χουν σὲ αὐτήν. Ἡ γῆ μᾶς ἀπο­σπᾶ ἀπὸ τὴ θε­ω­ρία τῆς Ἁγίας Τριά­δος, ἡ Ὁποία εἶναι ἀκα­τά­λη­πτη στὸ νοῦ, ἀλλὰ οἱ Ἅγιοι Τὴν ἐπο­πτεύ­ουν στοὺς οὐ­ρα­νοὺς ἐν Πνεύ­μα­τι Ἁγίῳ. Ἐμεῖς ἂς μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χὴ χωρὶς καμία φαν­τα­σία…» (σ. 441).
«Ὅταν ἡ ψυχὴ μὲ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα γνω­ρί­σει τὸν Κύριο, τότε κάθε στιγ­μὴ ἀκα­τά­παυ­στα ἐκ­πλήσ­σε­ται ἀπὸ τὴν εὐ­σπλαγ­χνία τοῦ Θεοῦ, τὸ με­γα­λεῖο καὶ τὴν παν­το­δυ­να­μία Του. Ὁ Ἴδιος ὁ Κύ­ριος μὲ τὴ χάρη Του, ἐλεεῖ καὶ δι­δά­σκει τὴν ψυχὴ μὲ τα­πει­νὲς καὶ ἀγα­θὲς σκέ­ψεις, ὅπως ἡ μη­τέ­ρα τὸ ἀγα­πη­μέ­νο παιδί της, καὶ τὴν κάνει νὰ αἰ­σθαν­θεῖ τὴν πα­ρου­σία καὶ τὴν ἐγ­γύ­τη­τά Του πρὸς τὴν ψυχή, καὶ μὲ τα­πεί­νω­ση θε­ω­ρεῖ τὸν Κύριο χωρὶς κα­νέ­να λο­γι­σμό».

Ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς φαν­τα­σί­ας ἐκ­δη­λώ­νε­ται μὲ πολ­λοὺς καὶ ποι­κί­λους τρό­πους. Ὁ ἀσκη­τὴς πα­λεύ­ει πρὶν ἀπὸ ὅλα μὲ τὸ εἶδος ἐκεῖ­νο τῆς φαν­τα­σί­ας, ἡ ὁποία συν­δέ­ε­ται μὲ τὴν ἐνέρ­γεια τῶν χον­δρῶν σαρ­κι­κῶν παθῶν. Γνω­ρί­ζει ὅτι κάθε πάθος ἔχει τὴ μορφή του, ἐπει­δὴ ἀνή­κει στὴ σφαί­ρα τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου, ἡ ὁποία ἀνα­πό­φευ­κτα ὑπάρ­χει στὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη μορφὴ καὶ πα­ρέ­χει τὴ μιὰ ἢ τὴν ἄλλη εἰ­κό­να. Μὲ κα­νο­νι­κὲς συν­θῆ­κες ἡ ἐνέρ­γεια τῆς ἐμ­πα­θοῦς ἐπι­θυ­μί­ας τότε μόνο ἀπο­κτᾶ δύ­να­μη στὸν ἄν­θρω­πο, ὅταν ἡ ἐμ­πα­θὴς εἰ­κό­να γί­νε­ται ἐσω­τε­ρι­κὰ δεκτὴ καὶ προ­σελ­κύ­ει τὸ νοῦ μὲ τὸ μέρος της. Ἂν ὁ νοῦς ἀπορ­ρί­ψει τὴν προ­τει­νό­με­νη σὲ αὐτὸν μορφὴ τοῦ πά­θους, αὐτὴ δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξε­λι­χθεῖ καὶ σβή­νει. Ὅταν γιὰ πα­ρά­δειγ­μα ἔρ­χε­ται σαρ­κι­κὴ ἐπι­θυ­μία, ἔστω καὶ φυ­σιο­λο­γι­κή, ὁ ἀσκη­τὴς προ­φυ­λάσ­σει τὸ νοῦ του ἀπὸ τὴν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους ποὺ ἔρ­χε­ται ἀπὸ ἔξω. (Μι­λών­τας ἐδῶ γιὰ νοῦ ἔχου­με ὑπόψη ὄχι τὸ λο­γι­κό, τὴ λο­γι­κὴ σκέψη, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ θὰ ὁρί­ζα­με ἴσως κα­λύ­τε­ρα ὡς «προ­σο­χή»). Ἂν ὁ νοῦς δὲν δε­χθεῖ αὐτὴ τὴν εἰ­κό­να, τὸ πάθος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἀνα­πτύ­ξει τὴν ἐνέρ­γειά του. Μιὰ τέ­τοια τή­ρη­ση τοῦ νοῦ ἀπὸ τὴν εἰ­κό­να τοῦ πά­θους δίνει στὸν ἄν­θρω­πο τὴν πραγ­μα­τι­κὴ δυ­να­τό­τη­τα, ἀπο­δε­δειγ­μέ­νη ἀπὸ χι­λιε­τῆ ἀσκη­τι­κὴ πείρα, νὰ φυ­λά­ξει πλή­ρως σὲ ὅλη τὴ ζωὴ τὴν σώ­φρο­να ἐγ­κρά­τεια, ἀκόμη καὶ ὅταν τὸ σῶμα εἶναι ἰσχυ­ρό, ὅπως βλέ­που­με στὸ πα­ρά­δειγ­μα τοῦ Γέ­ρον­τα. Ἀν­τί­θε­τα, ἂν ὁ νοῦς τοῦ ἀν­θρώ­που δέ­χε­ται μὲ ἡδονὴ τὴν ἐμ­πα­θὴ εἰ­κό­να, ἡ ἐνέρ­γειά της ὑπο­βάλ­λει σὲ τυ­ραν­νι­κὸ βια­σμὸ ἀκόμη καὶ τὸ ἀνί­κα­νο, ἀσθε­νι­κὸ καὶ ἐξαν­τλη­μέ­νο σῶμα.

Ἂς πά­ρου­με ἄλλο πάθος, λόγου χάρη τὸ μίσος. Καὶ αὐτὸ ἔχει ἐπί­σης τὴν εἰ­κό­να του· καὶ ἂν ὁ νοῦς προ­φυ­λά­γε­ται ἀπὸ τὸ “συν­δυα­σμὸ” μὲ αὐτήν, τὸ πάθος δὲν μπο­ρεῖ νὰ ἐξε­λι­χθεῖ· σὲ πε­ρί­πτω­ση, ὅμως, ποὺ θὰ ἑνω­θεῖ μαζί της, τότε τὸ πάθος ἀνά­λο­γα μὲ τὸ μέτρο αὐτῆς τῆς ἑνώ­σε­ως θὰ ἀπο­κτᾶ συ­νε­χῶς με­γα­λύ­τε­ρη δύ­να­μη καὶ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὣς τὸ βαθμὸ τῆς κα­το­χῆς.
Τὸ ἄλλο εἶδος φαν­τα­σί­ας, μὲ τὸ ὁποῖο πα­λεύ­ει ὁ ἀσκη­τής, ὀνο­μά­ζε­ται συ­νή­θως ὀνει­ρο­πό­λη­ση-ρεμ­βα­σμός. Ὁ ἄν­θρω­πος βγαί­νει ἀπὸ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ κα­τά­στα­ση τῶν πραγ­μά­των στὸν κόσμο καὶ ζεῖ στὴ σφαί­ρα τῆς φαν­τα­σί­ας. Ἐπει­δή, ὅμως, ἡ φαν­τα­σία εἶναι ἀνί­σχυ­ρη νὰ δη­μιουρ­γή­σει κάτι «ἐκ τοῦ μὴ ὄντος», τὰ ἀπό­το­κά της θὰ ἔχουν ὁπωσ­δή­πο­τε τὰ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὰ τοῦ γύρω κό­σμου. Μὲ ἄλλα λόγια, θὰ ὑπάρ­χουν σὲ αὐτὰ ἀνα­πό­φευ­κτα, ὅπως συμ­βαί­νει καὶ στὰ ὄνει­ρα, στοι­χεῖα τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κό­σμου, καὶ γι’ αὐτὸν τὸ λόγο ὄχι τε­λεί­ως ἀπρό­σι­τα. Γιὰ πα­ρά­δειγ­μα, ἕνας φτω­χὸς φαν­τά­ζε­ται τὸν ἑαυτό του βα­σι­λιὰ ἢ προ­φή­τη ἢ με­γά­λο ἐπι­στή­μο­να. Πράγ­μα­τι ἡ ἱστο­ρία γνω­ρί­ζει πε­ρι­πτώ­σεις φτω­χῶν ἀν­θρώ­πων ἀπὸ τὰ κα­τώ­τε­ρα στρώ­μα­τα τῆς κοι­νω­νι­κῆς ἱε­ραρ­χί­ας ποὺ ἔγι­ναν αὐ­το­κρά­το­ρες κ.τ.λ., ἀλλὰ κάτι τέ­τοιο συ­νή­θως δὲν συμ­βαί­νει σὲ αὐ­τοὺς ποὺ ὀνει­ρο­πο­λοῦν.
Ἐλ­πί­ζου­με ὅτι ὁ ἀνα­γνώ­στης κα­τά­λα­βε τί ἐν­νο­οῦ­με, ὅταν μι­λᾶ­με γιὰ «ὀνει­ρο­πό­λη­ση», καὶ γιὰ νὰ μὴ μα­κρη­γο­ροῦ­με, περ­νᾶ­με σὲ ἄλλο εἶδος ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς δυ­νά­με­ως τῆς φαν­τα­σί­ας. Ὁ ἄν­θρω­πος χρη­σι­μο­ποιεῖ τὴν ἱκα­νό­τη­τα τῆς μνή­μης καὶ τῆς πα­ρα­στά­σε­ως καὶ ἔτσι μπο­ρεῖ νὰ σκέ­πτε­ται, γιὰ νὰ βρεῖ τὴ λύση κά­ποιου προ­βλή­μα­τος, λ.χ. τε­χνι­κοῦ· τότε ὁ νοῦς του ἀνα­ζη­τεῖ μὲ τὴ νόηση τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἔμ­πρα­κτης πραγ­μα­το­ποι­ή­σε­ως αὐτῆς ἢ τῆς ἄλλης ἰδέας. Τὸ εἶδος αὐτὸ τῆς ἐρ­γα­σί­ας τοῦ νοῦ, ποὺ συ­νο­δεύ­ε­ται ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία, ἔχει μέ­γι­στη ση­μα­σία γιὰ τὸν πο­λι­τι­σμὸ καὶ εἶναι ἀπα­ραί­τη­το στοι­χεῖο στὴ δομὴ τῆς ζωῆς. Ὁ ἀσκη­τής, ὅμως, ποὺ με­ρι­μνᾶ γιὰ τὴν κα­θα­ρὰ προ­σευ­χή, προ­σπα­θεῖ μὲ τὴν ἀκτη­μο­σύ­νη νὰ πε­ριο­ρί­σει τὸν ἑαυτό του ἀπὸ κα­θε­τί, γιὰ νὰ μὴν τὸν ἐμ­πο­δί­σει αὐτὸ τὸ εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας «νὰ δίνει στὸν Θεὸ τὴν πρώτη του σκέψη καὶ τὴν πρώτη του δύ­να­μη», δη­λα­δὴ νὰ συγ­κεν­τρώ­νε­ται πλή­ρως στὸν Θεό.

Τέλος, ἕνα ἀκόμη εἶδος φαν­τα­σί­ας, γιὰ τὸ ὁποῖο θέ­λου­με νὰ μι­λή­σου­με, εἶναι οἱ ἀπό­πει­ρες τοῦ λο­γι­κοῦ νὰ διεισ­δύ­σει στὰ μυ­στή­ρια τοῦ εἶναι καὶ νὰ συλ­λά­βει τὸν Θεῖο κόσμο. Αὐτὲς οἱ ἀπό­πει­ρες συ­νο­δεύ­ον­ται ἀνα­πό­φευ­κτα ἀπὸ τὴ φαν­τα­σία, ποὺ πολ­λοὶ τεί­νουν νὰ ἀπο­κα­λέ­σουν μὲ τὸ ὑψηλὸ ὄνομα τῆς «θε­ο­λο­γι­κῆς δη­μιουρ­γί­ας». Ὁ ἀθλη­τὴς τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας καὶ τῆς κα­θα­ρᾶς προ­σευ­χῆς πα­λεύ­ει μέσα του ἀπο­φα­σι­στι­κὰ ἐναν­τί­ον αὐτοῦ τοῦ εἴ­δους «δη­μιουρ­γί­ας», ποὺ μπο­ρεῖ νὰ εἶναι δια­δι­κα­σία ἀν­τί­θε­τη πρὸς τὴν τάξη τοῦ αὐ­θεν­τι­κοῦ εἶναι, δη­λα­δὴ μπο­ρεῖ νὰ δη­μιουρ­γεῖ ὁ ἄν­θρω­πος τὸν Θεὸ κατὰ τὴν δική του εἰ­κό­να καὶ ὁμοί­ω­ση.

Ἴσως αὐτὰ ποὺ εἴ­πα­με νὰ προ­κα­λέ­σουν πολ­λὲς ἀπο­ρί­ες καὶ ἀν­τιρ­ρή­σεις, ἀλλὰ δὲν μπο­ροῦ­με νὰ ἐπε­κτα­θοῦ­με σὲ δια­σα­φή­σεις, ἐλ­πί­ζον­τας πώς, ὅπου ὑπάρ­χει ἡ διά­θε­ση, θὰ γί­νου­με ἀν­τι­λη­πτοὶ ὅπως πρέ­πει.
Ὁ ἀθλη­τὴς τῆς προ­σευ­χῆς ξε­κι­νᾶ ἀπὸ τὴν πίστη ὅτι ὁ Θεὸς δη­μιούρ­γη­σε ἐμᾶς καὶ ὄχι ἐμεῖς τὸν Θεό. Γι’ αὐτὸ ἀπο­σπᾶ­ται ἀπὸ κάθε θε­ο­λο­γι­κὴ ἢ φι­λο­σο­φι­κὴ δη­μιουρ­γία καὶ στρέ­φε­ται πρὸς τὸν Θεὸ μὲ μιὰ “ἀνεί­δεη” προ­σευ­χή. Καὶ ἂν συγ­κα­τα­βεῖ ἡ Θεία εὐ­δο­κία καὶ δοθεῖ στὸν προ­σευ­χό­με­νο νὰ γευ­θεῖ τὴν ἐγ­γύ­τη­τα τοῦ Θεοῦ, ἡ γνώση γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ βρί­σκε­ται πέρα ἀπὸ ὅλα θὰ πάρει κά­ποια μορφή, τὴν ὁποία δὲν «ἐπι­νόη­σε», ὅμως, ὁ ἀσκη­τὴς ἢ ὁ προ­φή­της, ἀλλὰ ἔχει δοθεῖ «ἄνω­θεν».

Ὁ ἀσκη­τὴς μὲ τὴν προ­σευ­χὴ ζητᾶ τὸν Θεό, τὸν Ποι­η­τή του, καὶ ὁ Θεὸς μὲ τὴ συγ­κα­τά­βα­ση καὶ τὴν εὐ­δο­κία Του δίνει τὴ γνώση γι’ Αὐτὸν μὲ εἰ­κό­νες προ­σι­τὲς στὸν ἄν­θρω­πο. Οἱ εἰ­κό­νες ποὺ δίνει ὁ Θεὸς κα­τα­στρέ­φουν τὰ πάθη στὸν ἄν­θρω­πο καὶ τὸν ἁγιά­ζουν. Ἄν, ὅμως, τὶς δε­χθεῖ ὡς τε­λεί­ω­ση τῆς ἀπο­κα­λύ­ψε­ως, πέ­φτει σὲ πλάνη, καὶ τότε ἀκόμη καὶ οἱ εἰ­κό­νες ποὺ δό­θη­καν ἄνω­θεν μπο­ροῦν νὰ ἀπο­τε­λέ­σουν ἀξε­πέ­ρα­στο ἐμ­πό­διο γιὰ μιὰ τε­λειό­τε­ρη θε­ο­γνω­σία.
Ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ ἰδέα τοῦ Θεοῦ πραγ­μα­το­ποιεῖ­ται καὶ ὑλο­ποιεῖ­ται στὸν κόσμο, ἡ κτι­στή, ὅμως, ἐλευ­θε­ρία πο­ρεύ­ε­ται ἀν­τί­στρο­φο δρόμο: Ἀνα­ζη­τεῖ τὸν Ἴδιο τὸν Θεό, στὸν Ὁποῖο βρί­σκε­ται τὸ ἀπώ­τε­ρο τέλος καὶ ἡ ἔσχα­τη ἔν­νοια τοῦ εἶναι της. Ὁ σκο­πὸς τοῦ κτι­στοῦ κό­σμου δὲν βρί­σκε­ται στὴν ἴδια τὴν ὕπαρ­ξή του καὶ γιὰ χάρη της, ἢ στὴ μορφὴ καὶ στὸν τρόπο τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του, ἀλλὰ στὴ γνώση τοῦ Κτί­στου καὶ τὴ θέωση τοῦ κτί­σμα­τος.
Αἰτία τῆς δη­μιουρ­γί­ας τοῦ κό­σμου εἶναι ἡ ὑπε­ρεκ­χει­λί­ζου­σα ἀγα­θό­τη­τα τοῦ Θεοῦ καὶ κα­θό­λου ἡ ἀναγ­καιό­τη­τα τῆς ἐν­σαρ­κώ­σε­ως τοῦ Θεοῦ Λόγου. Μὲ ἄλλα λόγια, ἡ σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν ἦταν ἀπα­ραί­τη­τη γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Λόγο καὶ ἡ δη­μιουρ­γία τοῦ κό­σμου δὲν ἦταν ἁπλῶς προ­κα­ταρ­κτι­κὴ πράξη γιὰ τὴ σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ.

Ἡ συγ­κα­τά­βα­ση τοῦ Λόγου δὲν εἶναι ἔν­δει­ξη γιὰ τὴν ἐν­δο­γε­νὴ ἀξία τοῦ κό­σμου. Τὸ τέλος ἢ ἡ ἔν­νοια τῆς Θείας συγ­κα­τα­βά­σε­ως ἀπο­κα­λύ­πτε­ται στὸ ἴδιο τὸ ὄνομα ποὺ πῆρε ὁ Θεὸς Λόγος μὲ τὴν τα­πει­νὴ σάρ­κω­σή Του: Ἰη­σοῦς-Σω­τήρ· «καὶ κα­λέ­σεις τὸ ὄνομα Αὐτοῦ Ἰη­σοῦν· Αὐτὸς γὰρ σῴσει τὸν λαὸν Αὐτοῦ» (Ματθ. αʹ 21).
Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἰδε­α­τὸς κό­σμος, δη­λα­δὴ ὁ κό­σμος τῶν ἰδεῶν. Καὶ ἡ μορφὴ τοῦ δο­θέν­τος ἐμ­πει­ρι­κοῦ ὄντος δὲν εἶναι ὑλο­ποί­η­ση τοῦ θείου ἰδε­α­τοῦ κό­σμου, δη­λα­δὴ τέ­τοια, ποὺ χωρὶς αὐτὴν θὰ πα­ρου­σια­ζό­ταν τὸ Θεῖο Ὂν ὡς ἐλ­λι­πές, ἀτε­λές.
Ἡ δη­μιουρ­γι­κὴ ἰδέα τοῦ ἀν­θρώ­που, ποὺ εἶναι στραμ­μέ­νη πρὸς τὸν κόσμο, ζητεῖ τὴν ὑλο­ποί­η­σή της, χωρὶς τὴν ὁποία πα­ρα­μέ­νει ἀνεκ­πλή­ρω­τη στὴν ἐξέ­λι­ξή της. Στὸν Θεῖο ὅμως κόσμο δὲν συμ­βαί­νει ἔτσι. Ἡ ἐν­σάρ­κω­ση τοῦ Θεοῦ Λόγου δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶναι τὸ τε­λι­κὸ στά­διο μιᾶς Θε­ο­γο­νι­κῆς πο­ρεί­ας, δη­λα­δὴ τε­λεί­ω­ση μιᾶς ἐξέ­λι­ξης στὴν Ἴδια τὴν Θε­ό­τη­τα, καὶ συ­νε­πῶς ἀναγ­καία γιὰ τὸν Ἴδιο τὸν Θεὸ πρὸς ὁλο­κλή­ρω­ση τοῦ Εἶναι Του.
Αὐτὴ εἶναι μὲ λίγα λόγια ἡ δογ­μα­τι­κὴ βάση τῆς πνευ­μα­τι­κῆς προ­σευ­χῆς, γιὰ τὴν ὁποία γί­νε­ται λόγος.

Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ προ­σευ­χὴ δὲν εἶναι οὔτε καλ­λι­τε­χνι­κὴ δη­μιουρ­γία οὔτε ἐπι­στη­μο­νι­κὴ ἐρ­γα­σία οὔτε φι­λο­σο­φι­κὴ ἔρευ­να καὶ στο­χα­σμὸς οὔτε ἀφη­ρη­μέ­νη δια­νο­η­τι­κὴ θε­ο­λο­γία. Ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ζωὴ δὲν ἔγ­κει­ται στὴν ἱκα­νο­ποί­η­ση τῶν συ­ναι­σθη­μα­τι­κῶν μας ἐπι­διώ­ξε­ων μὲ τὴν πραγ­μα­το­ποί­η­σή τους, δη­λα­δὴ μὲ τὴ με­τα­τρο­πή τους σὲ βιώ­μα­τα ἢ ὑλο­ποι­η­μέ­νες μορ­φές, π.χ. στὴν τέχνη. Ὅλα αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦν διά­φο­ρες ὄψεις ἐκ­δη­λώ­σε­ως τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας τοῦ ἀν­θρώ­που. Ἄλλες μπο­ροῦν νὰ το­πο­θε­τη­θοῦν ψη­λό­τε­ρα, ἄλλες χα­μη­λό­τε­ρα· μπο­ρεῖ δη­λα­δὴ νὰ γίνει μιὰ ἀξιο­λο­γι­κὴ ἱε­ράρ­χη­ση αὐτῶν τῶν μορ­φῶν. Ὅμως, ἔτσι ἢ ἀλ­λιῶς ὅλα αὐτὰ ἀπο­τε­λοῦν ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας, τὴν ὁποία πρέ­πει νὰ ξε­πε­ρά­σου­με, γιατὶ ἀλ­λιῶς εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ φθά­σου­με στὴν τέ­λεια προ­σευ­χὴ ἢ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ο­λο­γία ἢ τὴν ἀλη­θι­νὰ θε­ά­ρε­στη ζωή.
Τέ­τοια εἶναι συ­νε­πῶς ἡ ὁδὸς τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ: Ζητεῖ τὸν Ποι­η­τή του Θεὸ στὸ ὑπερ­βα­τι­κό Του Εἶναι. Γι’ αὐτὸ κατὰ τὴν πράξη τῆς νο­ε­ρᾶς προ­σευ­χῆς ἀγω­νί­ζε­ται ἐναν­τί­ον μυ­ριά­δων εἰ­κό­νων, καὶ τῶν ἐπο­πτι­κῶν, ὅσων δη­λα­δὴ ἔχουν τὴν μία ἢ τὴν ἄλλη ἐξω­τε­ρι­κὴ μορφή, πε­ρί­γραμ­μα, ἔκτα­ση στὸ χῶρο ἢ τὸ χρόνο, χρῶμα κ.τ.λ., καὶ τῶν δια­νο­η­τι­κῶν (εἰ­κό­νων), δη­λα­δὴ τῶν ἐν­νοιῶν, γιὰ νὰ προ­σεύ­χε­ται γυ­μνὸς ἀπὸ κάθε κτι­στὴ εἰ­κό­να στὸν Θεὸ «ἐνώ­πιος Ἐνω­πίῳ», πρό­σω­πο πρὸς Πρό­σω­πο (Κλῖ­μαξ ΚΖʹ 20).

Ὁ Θεὸς δη­μιουρ­γεῖ τὸν κόσμο καὶ ἡ δη­μιουρ­γία αὐτὴ ἀκο­λου­θεῖ τὴν τάξη τῆς συγ­κα­τα­βά­σε­ως. Ὁ ἄν­θρω­πος, ὅμως, ποὺ πο­ρεύ­ε­ται πρὸς τὸν Θεό, πο­ρεύ­ε­ται κατὰ τὴν τάξη τῆς ἀνα­βά­σε­ως καὶ κατὰ τὴν ἀνά­βα­σή του ἀπὸ τὴν κτίση πρὸς τὸν Θεὸ δὲν ἀρ­νεῖ­ται τὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα καὶ τὴν ἀξία τῆς κτί­σε­ως, ἀλλὰ ἁπλῶς δὲν τὴν ἀπο­λυ­το­ποιεῖ καὶ δὲν τὴν θε­ο­ποιεῖ· δὲν τῆς προσ­δί­δει αὐ­το­σκο­πὸ καὶ αὐ­το­α­ξία. Ὁ Θεὸς ἔκανε τὸν κόσμο, ὄχι γιὰ νὰ ζεῖ ὁ Ἴδιος τὴ ζωὴ τῆς κτί­σε­ως, ἀλλὰ γιὰ νὰ κοι­νω­νή­σει ἡ λο­γι­κὴ κτίση στὴ Θεία Του ὕπαρ­ξη. Ὅταν ὁ λο­γι­κὸς ἄν­θρω­πος δὲν πε­τύ­χει τὴ θέωση, ἡ ὁποία δὲν μπο­ρεῖ νὰ πραγ­μα­το­ποι­η­θεῖ χωρὶς τὴ συμ­με­το­χή του, τότε ἐξα­φα­νί­ζε­ται καὶ ἡ ἴδια ἡ ἔν­νοια τῆς ὑπάρ­ξε­ώς του. Ἡ συ­νεί­δη­ση τοῦ με­γα­λεί­ου τῆς κλή­σε­ώς του, ἑνω­μέ­νη μὲ τὴ θε­ω­ρία τῆς θείας δη­μιουρ­γί­ας, γεννᾶ στὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώ­που με­γά­λο θάμ­βος ἐνώ­πιον τοῦ Ποι­η­τοῦ τῶν ὅλων, ἀλλὰ συγ­χρό­νως καὶ τε­λεί­ως ρε­α­λι­στι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη γιὰ κάθε πράγ­μα τοῦ κό­σμου. Ταυ­τό­χρο­να, ὅμως, ἡ ἴδια συ­νεί­δη­ση ὁδη­γεῖ στὴν ἀπό­σπα­ση ἀπὸ κάθε κτι­στὸ γιὰ χάρη τῆς θε­ω­ρί­ας τοῦ Μόνου Θεοῦ. Αὐτὴ ἡ ἀπό­σπα­ση δὲν εἶναι ἀπέκ­δυ­ση τοῦ πραγ­μα­τι­κοῦ κτι­στοῦ εἶναι, μὲ τὴν ἔν­νοια τῆς ἀπορ­ρί­ψε­ως ἢ τῆς ἀρ­νή­σε­ώς του ὡς «φά­σμα­τος». Δὲν εἶναι ἡ ἀπό­σπα­ση αὐτὴ ποι­η­τι­κὴ ἢ φι­λο­σο­φι­κὴ ἀε­ρο­βα­σία στὴ σφαί­ρα τῶν ὑψη­λῶν καὶ ὡραί­ων μορ­φῶν ἢ τῶν «κα­θα­ρῶν» ἰδεῶν, ὅσο ψηλὰ ἀξιο­λο­γι­κὰ καὶ ἂν βρί­σκον­ται αὐτές, γιατὶ ἡ στάση αὐτὴ ὁδη­γεῖ πάλι σὲ φαν­τα­σιώ­δη κόσμο. Ὄχι. Ἡ ἀπό­σπα­ση ἢ ἡ ἀποχὴ ἀπὸ ὅλα στὴν πνευ­μα­τι­κὴ προ­σευ­χὴ εἶναι συ­νέ­πεια τῆς ὁλο­κλη­ρω­τι­κῆς ἐφέ­σε­ως γιὰ τὸν ζῶντα καὶ ἀλη­θι­νὸ Θεό, ἕνεκα τῆς ἀπέ­ραν­της πρὸς Αὐτὸν ἀγά­πης καὶ τῆς κλή­σε­ώς μας νὰ ζοῦμε ἐν Αὐτῷ, ὁ Ὁποῖ­ος εἶναι ὁ Αὐ­το­σκο­πὸς καὶ ἡ Αὐ­το­α­ξία. «Ὁ Θεὸς Φῶς ἐστι καὶ σκο­τία ἐν Αὐτῷ οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία» (Αʹ Ἰωάν. αʹ 5).

Ὁ ἁπλὸς καὶ τα­πει­νὸς πι­στὸς ἀπαλ­λάσ­σε­ται ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῆς φαν­τα­σί­ας μὲ τὴν ἀκέ­ραια καὶ δια­καὴ ἐπι­θυ­μία νὰ ζεῖ σύμ­φω­να μὲ τὸ ἅγιο θέ­λη­μα τοῦ Θεοῦ. Αὐτὸ εἶναι τόσο ἁπλό, καὶ συ­νά­μα τόσο «ἀπο­κε­κρυμ­μέ­νον ἀπὸ σοφῶν καὶ συ­νε­τῶν», ποὺ δὲν ὑπάρ­χει δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐξη­γη­θεῖ μὲ λόγια.
Στὴν ἀνα­ζή­τη­ση αὐτὴ τοῦ θε­λή­μα­τος τοῦ Θεοῦ πε­ρι­κλεί­ε­ται καὶ ἡ «ἀπο­τα­γὴ» τοῦ κό­σμου. Ἡ ψυχὴ θέλει νὰ ζεῖ μὲ τὸν Θεὸ καὶ γι’ αὐτὸ «ἀπο­τάσ­σε­ται» τὸ θέ­λη­μά της καὶ τὴ φαν­τα­σία της, ποὺ δὲν μπο­ροῦν νὰ δη­μιουρ­γή­σουν πραγ­μα­τι­κὴ ὕπαρ­ξη, ἀλλὰ ἐμ­φα­νί­ζον­ται ὡς «σκό­τος ἐξώ­τε­ρον».
Ὁ κό­σμος τῆς ἀν­θρώ­πι­νης φαν­τα­σί­ας εἶναι κό­σμος τῶν «φα­σμά­των» τῆς ἀλη­θεί­ας, κοι­νὸς στοὺς ἀν­θρώ­πους καὶ τοὺς πε­πτω­κό­τας ἀγ­γέ­λους καὶ γι’ αὐτὸ ἡ φαν­τα­σία γί­νε­ται πολ­λὲς φορὲς ἀγω­γὸς δαι­μο­νι­κῆς ἐνέρ­γειας.
Τόσο οἱ δαι­μο­νι­κὲς εἰ­κό­νες ὅσο καὶ αὐτὲς ποὺ ἐπι­νο­εῖ ὁ ἴδιος ὁ ἄν­θρω­πος, μπο­ροῦν νὰ ἐπι­δροῦν στοὺς ἀν­θρώ­πους με­τα­σχη­μα­τί­ζον­τάς τους ἢ με­τα­μορ­φώ­νον­τάς τους, ἀλλὰ πάν­τως ἕνα εἶναι ἀνα­πό­φευ­κτο: Κάθε εἰ­κό­να, εἴτε δη­μιουρ­γη­μέ­νη ἀπὸ τὸν ἄν­θρω­πο εἴτε ἐμ­πνευ­σμέ­νη ἀπὸ τοὺς δαί­μο­νες, ποὺ γί­νε­ται δεκτὴ ἀπὸ τὴν ψυχή, δια­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ μορφὴ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να καὶ ὁμοί­ω­ση Θεοῦ. Ἡ ἐνέρ­γεια τῆς φαν­τα­σί­ας στὴν ἔσχα­τή της ἐξέ­λι­ξη ὁδη­γεῖ σὲ αὐ­το­θέ­ω­ση τοῦ κτί­σμα­τος, δη­λα­δὴ στὴν ἀνα­γνώ­ρι­ση θείας ἀρχῆς στὴν ἴδια τὴν φύση τοῦ ἀν­θρώ­που. Μὲ τὴ βάση αὐτὴ ἡ φυ­σι­κὴ θρη­σκεία, δη­λα­δὴ ἡ θρη­σκεία τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ, ἀπο­κτᾶ μοι­ραί­ως παν­θεϊ­στι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα.

Καὶ οἱ ἀν­θρώ­πι­νες καὶ οἱ δαι­μο­νι­κὲς εἰ­κό­νες ἔχουν δύ­να­μη, συχνὰ πολὺ με­γά­λη, ὄχι ὅμως γιατὶ εἶναι δη­μιουρ­γι­κὲς κα­θε­αυ­τὲς μὲ τὴν πλήρη ση­μα­σία τῆς λέ­ξε­ως, ὅπως ἡ θεία δύ­να­μη ποὺ κτί­ζει ἀπὸ τὸ μηδέν, ἀλλὰ ἐπει­δὴ ἡ ἀν­θρώ­πι­νη θέ­λη­ση κλί­νει μὲ τὸ μέρος τους, καὶ μόνο μὲ τὴν ὑπο­τα­γή της μορ­φο­ποιεῖ­ται ὁ ἄν­θρω­πος ἀπὸ τὶς εἰ­κό­νες αὐτές. Ὁ Κύ­ριος, ὅμως, ἀπε­λευ­θε­ρώ­νει ὅσους με­τα­νο­οῦν ἀπὸ τὴν ἐξου­σία τῶν παθῶν καὶ τῆς φαν­τα­σί­ας, καὶ ὅποιος χρι­στια­νὸς ἀπε­λευ­θε­ρω­θεῖ κα­τα­φρο­νεῖ τὴ δύ­να­μη τῶν φαν­τα­στι­κῶν εἰ­κό­νων.
Ἡ ἐξου­σία τοῦ κο­σμι­κοῦ κακοῦ στὸν ἄν­θρω­πο εἶναι τε­ρά­στια καὶ κα­νέ­νας ἀπό­γο­νος τοῦ Ἀδὰμ δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὴ νι­κή­σει χωρὶς τὸν Χρι­στὸ καὶ ἔξω ἀπὸ Αὐτόν. Ἐκεῖ­νος εἶναι ὁ Ἰη­σοῦς-Σω­τὴρ μὲ τὴν κύρια καὶ μο­να­δι­κὴ ση­μα­σία τῆς λέ­ξε­ως. Αὐτὴ εἶναι ἡ πίστη τοῦ ὀρ­θό­δο­ξου ἀσκη­τῆ καὶ γι’ αὐτὸ ἡ εὐχὴ τῆς νο­ε­ρᾶς ἡσυ­χί­ας γί­νε­ται μὲ τὴν ἀδιά­λει­πτη ἐπί­κλη­ση τοῦ ὀνό­μα­τος τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ, ἀπ’ ὅπου ἡ προ­σευ­χὴ αὐτὴ πῆρε καὶ τὴν ὀνο­μα­σία «προ­σευ­χὴ τοῦ Ἰησοῦ».
Ὁ ἡσυ­χα­στὴς μο­να­χὸς ἀγω­νι­ζό­με­νος κατὰ τῆς φαν­τα­σί­ας ποὺ δια­στρέ­φει τὴν πνευ­μα­τι­κὴ ζωή, συ­ναν­τιέ­ται μὲ τὶς ποι­κι­λό­μορ­φες ἐκ­δη­λώ­σεις της, ποὺ μπο­ροῦν νὰ τα­ξι­νο­μη­θοῦν μὲ διά­φο­ρους τρό­πους. Ὁ Γέ­ρον­τας τὶς συ­νό­ψι­ζε στὶς τέσ­σε­ρις μορ­φὲς ποὺ ἐκ­θέ­σα­με πα­ρα­πά­νω, μορ­φὲς ποὺ τοῦ ἔδι­ναν τὴ δυ­να­τό­τη­τα νὰ ἐκ­φρά­σει τὴν οὐσία τοῦ προ­βλή­μα­τος.

Ἡ πρώτη μορφὴ ἀνα­φέ­ρε­ται γε­νι­κὰ στὸν ἀγώνα κατὰ τῶν παθῶν.
Ἡ δεύ­τε­ρη χα­ρα­κτη­ρί­ζει ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο. Σὲ αὐτὴ τὴ μορφὴ φαν­τα­σί­ας ἀνά­γε­ται καὶ ἡ γνω­στὴ μέ­θο­δος τοῦ «δια­λο­γι­σμοῦ» (med­i­ta­tion), ὅταν ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴ φαν­τα­σία δη­μιουρ­γεῖ στὸ νοῦ του ἐπο­πτι­κὲς εἰ­κό­νες ἀπὸ τὴ ζωὴ τοῦ Χρι­στοῦ ἢ ἄλλες ἱερὲς πα­ρα­στά­σεις. Συ­νή­θως στὴν ἐρ­γα­σία αὐτὴ κα­τα­φεύ­γουν οἱ ἀρ­χά­ριοι ἢ ἄπει­ροι ἀσκη­τές. Ὁ ἐρ­γά­της μιᾶς τέ­τοιας «φαν­τα­σιώ­δους» προ­σευ­χῆς δὲν κλεί­νει τὸ νοῦ του στὴν καρ­διὰ γιὰ χάρη τῆς ἐσω­τε­ρι­κῆς νή­ψε­ως, ἀλλὰ τὸν προ­ση­λώ­νει στὴν ἐπο­πτι­κὴ πλευ­ρὰ τῶν θείων, ὅπως ὁ ἴδιος φαν­τά­ζε­ται, εἰ­κό­νων, ὁδη­γεῖ τὸν ἑαυτό του σὲ κα­τά­στα­ση ψυ­χι­κῆς διε­γέρ­σε­ως, ποὺ σὲ πε­ρί­πτω­ση ἐν­τα­τι­κῆς συγ­κεν­τρώ­σε­ως μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὣς τὴν ἰδιό­τυ­πη πα­θο­λο­γι­κὴ ἔκ­στα­ση. Χαί­ρε­ται γιὰ τὰ «ἐπι­τεύγ­μα­τά» του, ἀφο­σιώ­νε­ται στὶς κα­τα­στά­σεις αὐτές, τὶς καλ­λιερ­γεῖ, τὶς θε­ω­ρεῖ πνευ­μα­τι­κές, ὑψη­λὲς καὶ ὀφει­λό­με­νες στὴν ἐνέρ­γεια τῆς χά­ρι­τος, ἔχει τὴν ἰδέα πὼς καὶ ὁ ἴδιος εἶναι ἅγιος καὶ θε­ω­ρὸς τῶν μυ­στη­ρί­ων τοῦ Θεοῦ καὶ τέλος φθά­νει σὲ πα­ραι­σθή­σεις καὶ ψυ­χι­κὲς ἀσθέ­νειες ἢ στὴν κα­λύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση πα­ρα­μέ­νει στὴν πλάνη περ­νών­τας τὴ ζωή του σὲ φαν­τα­στι­κὸ κόσμο.

Ἡ τρίτη καὶ τέ­ταρ­τη μορφὴ φαν­τα­σί­ας μπο­ροῦ­με νὰ ποῦμε πὼς βρί­σκον­ται στὴ βάση ὅλου τοῦ ὀρ­θο­λο­γι­στι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ. Γι’ αὐτὸ ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἰδιαί­τε­ρα δύ­σκο­λη γιὰ τὸν μορ­φω­μέ­νο ἄν­θρω­πο, ποὺ βλέ­πει στὸν πο­λι­τι­σμὸ αὐτὸ τὸν πνευ­μα­τι­κό του πλοῦ­το· ἡ ἀπό­σπα­ση ἀπὸ αὐτὸν εἶναι ἀσυγ­κρί­τως δυ­σκο­λό­τε­ρη ἀπὸ τὴν ἀπο­τα­γὴ τοῦ ὑλι­κοῦ πο­λι­τι­σμοῦ.
Ὅποιος προ­σεύ­χε­ται μὲ τὸν τρίτο τρόπο γνω­ρί­ζει πόσο ὀδυ­νη­ρὴ εἶναι αὐτὴ ἡ ἀπο­τα­γή. Μᾶς ἔτυχε νὰ πα­ρα­τη­ρή­σου­με ἕνα πα­ρά­δο­ξο φαι­νό­με­νο: Ἀνά­με­σα στοὺς ἁπλοὺς καὶ ὀλι­γο­γράμ­μα­τους ἀσκη­τὲς ποὺ ἀγά­πη­σαν τὴν νοερὰ προ­σευ­χὴ συ­ναν­τᾶ­ται συ­χνό­τε­ρα ἡ ἀνά­βα­ση σὲ με­γα­λύ­τε­ρο ὕψος καὶ κα­θα­ρό­τη­τα παρὰ ἀνά­με­σα στοὺς μορ­φω­μέ­νους, οἱ ὁποῖ­οι στὴ συν­τρι­πτι­κὴ πλειο­ψη­φία τους πα­ρα­μέ­νουν στὸν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς.

Ὅσοι ἔχουν βα­θειὰ θρη­σκευ­τι­κὴ καὶ ἀσκη­τι­κὴ διά­θε­ση κα­τα­νο­οῦν πολὺ γρή­γο­ρα ὅτι τὸ τρίτο εἶδος τῆς φαν­τα­σί­ας ἀπο­τε­λεῖ στρο­φὴ πρὸς τὴ γῆ. Εἶναι λοι­πὸν ὀφθαλ­μο­φα­νὴς ἡ ἑτε­ρο­γέ­νειά της στὴν προ­σευ­χὴ καὶ ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον της κατὰ τὴν ὥρα τῆς προ­σευ­χῆς ἁπλο­ποιεῖ­ται. Δια­φο­ρε­τι­κὰ συμ­βαί­νει μὲ τὸ τέ­ταρ­το εἶδος, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ ἀπο­κτή­σει ἰδιαί­τε­ρη λε­πτό­τη­τα καὶ νὰ πα­ρου­σιά­ζε­ται ὡς ἔνθεη ζωή. Ἡ ἀπο­κλει­στι­κὴ σπου­δαιό­τη­τα τοῦ προ­βλή­μα­τος αὐτοῦ στὴν ἀσκη­τι­κὴ μᾶς ἀναγ­κά­ζει νὰ πα­ρα­τεί­νου­με ἐδῶ τὸ λόγο.
Σὲ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν πρῶτο τρόπο ἐπι­κρα­τεῖ ἡ ρεμ­βά­ζου­σα φαν­τα­σία, ἐνῶ σὲ ὅσους προ­σεύ­χον­ται μὲ τὸν δεύ­τε­ρο κυ­ριαρ­χεῖ ὁ πει­ρα­σμὸς νὰ κα­τορ­θω­θοῦν τὰ πάντα μὲ τὴν ὁδὸ τῆς λο­γι­κῆς. Σὲ αὐ­τοὺς ἡ ζωὴ συγ­κεν­τρώ­νε­ται στὸν ἐγ­κέ­φα­λο. Ὁ νοῦς τους δὲν εἶναι ἑνω­μέ­νος μὲ τὴν καρ­διά, ἀλλὰ συ­νε­χῶς ὁρμᾶ πρὸς τὰ ἔξω, ἀγω­νι­ζό­με­νος νὰ τὰ κα­τα­κτή­σει ὅλα μὲ τὴ νόηση. Ἔχον­τας μιὰ ὁρι­σμέ­νη πνευ­μα­τι­κὴ πείρα, ἀνε­παρ­κῆ ὅμως ἀκόμη, προ­σπα­θοῦν «μὲ τὸ νοῦ τους» νὰ συμ­πλη­ρώ­σουν τὰ κενὰ τῆς πεί­ρας αὐτῆς καὶ νὰ εἰ­σχω­ρή­σουν δια­νο­η­τι­κῶς στὰ μυ­στή­ρια τῆς Θείας ὑπάρ­ξε­ως. Ἔτσι εἰ­σχω­ροῦν ἀνα­πό­φευ­κτα στὶς θε­ω­ρί­ες τους με­ρι­κὰ στοι­χεῖα, γεν­νή­μα­τα φαν­τα­στι­κῆς ἐνέρ­γειας. Ἡ ἰδε­ώ­δης ἐκεί­νη σφαί­ρα, στὴν ὁποία κι­νοῦν­ται σὲ μιὰ τέ­τοια πε­ρί­στα­ση, ἂν ἔχουν καὶ με­γά­λα δια­νο­η­τι­κὰ προ­σόν­τα, τοὺς δίνει μιὰ «φαι­νο­με­νι­κὴ» ὑπε­ρο­χὴ ἀπέ­ναν­τι στοὺς ἄλ­λους, γε­γο­νὸς ποὺ ἐνι­σχύ­ει ἀκόμη πε­ρισ­σό­τε­ρο τὴν αὐ­το­πε­ποί­θη­σή τους.
Χα­ρα­κτη­ρι­στι­κὴ δια­στρο­φή, στὴν ὁποία ὁδη­γεῖ ὁ δεύ­τε­ρος τρό­πος προ­σευ­χῆς, εἶναι ὁ ὀρ­θο­λο­γι­σμός.

Ὁ ὀρ­θο­λο­γι­στὴς θε­ο­λό­γος οἰ­κο­δο­μεῖ τὸ σύ­στη­μά του, ὅπως ὁ ἀρ­χι­τέ­κτο­νας οἰ­κο­δο­μεῖ ἕνα ἀνά­κτο­ρο ἢ ἕνα ναό, χρη­σι­μο­ποιών­τας ἐμ­πει­ρι­κὲς καὶ με­τα­φυ­σι­κὲς ἔν­νοιες ὡς οἰ­κο­δο­μι­κὰ ὑλικὰ καὶ φρον­τί­ζει ὄχι τόσο γιὰ τὴ συμ­φω­νία τῆς ἰδε­ώ­δους οἰ­κο­δο­μῆς του μὲ τὴν ἀν­τι­κει­με­νι­κὴ ἀλή­θεια τοῦ εἶναι, ὅσο γιὰ τὸ με­γα­λεῖο καὶ τὴν ἁρ­μο­νι­κὴ ἀκε­ραιό­τη­τα τοῦ συ­στή­μα­τός του ἀπὸ λο­γι­κὴ ἄποψη.
Πολ­λοὶ με­γά­λοι ἄν­θρω­ποι, ὅσο πα­ρά­δο­ξο καὶ ἂν εἶναι αὐτό, δὲν μπό­ρε­σαν νὰ ἀν­τι­στα­θοῦν στὸν οὐ­σια­στι­κὰ ἀφελῆ αὐτὸν πει­ρα­σμό, ποὺ ἔχει ὡς κρυμ­μέ­νη ἀρχὴ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια.
Τὰ γεν­νή­μα­τα τῆς εὐ­φυ­ΐ­ας τοῦ δια­νο­η­τι­κοῦ θε­ο­λό­γου εἶναι γι’ αὐτὸν πο­λύ­τι­μα, ὅπως εἶναι γιὰ τὴ μάνα ἀγα­πη­μέ­να τὰ παι­διά της, ὁ καρ­πὸς τῆς κοι­λί­ας της. Ἀγαπᾶ τὴ δη­μιουρ­γία του σὰν τὸν ἑαυτό του, γιατὶ ταυ­τί­ζε­ται μαζί της ἐγ­κλω­βι­σμέ­νος στὴ σφαί­ρα της. Σὲ τέ­τοιες πε­ρι­πτώ­σεις καμιὰ ἐξω­τε­ρι­κὴ ἐπέμ­βα­ση δὲν μπο­ρεῖ νὰ τὸν βο­η­θή­σει. Ἂν ὁ ἴδιος δὲν ἀπο­κολ­λη­θεῖ μόνος τους ἀπὸ αὐτὸ ποὺ θε­ω­ρεῖ ὡς πλοῦ­το του, δὲν θὰ φθά­σει ποτὲ στὴν κα­θα­ρὰ προ­σευ­χὴ καὶ τὴν ἀλη­θι­νὴ θε­ω­ρία.

Πολ­λοὶ θε­ο­λό­γοι-φι­λό­σο­φοι, οὐ­σια­στι­κῶς ὀρ­θο­λο­γι­στές, ἀνέρ­χον­ται στὴν ὑπερ­λο­γι­κή, θὰ λέ­γα­με, σφαί­ρα τῆς δια­νόη­σης, ἀλλὰ ἡ σφαί­ρα αὐτὴ δὲν εἶναι ἀκόμη ὁ Θεῖος κό­σμος. Πε­ρι­κλεί­ε­ται στὰ ὅρια τῆς ἀν­θρώ­πι­νης κτι­στῆς φύ­σε­ως καὶ αὐτὴ ἡ ἰδιό­τη­τα τὴν κάνει ἐφι­κτὴ στὸ λο­γι­κὸ σύμ­φω­να μὲ τὴ φυ­σι­κὴ τάξη τῶν πραγ­μά­των.
Οἱ ἐνο­ρά­σεις τοῦ νοῦ τους δὲν χω­ροῦν στὰ πλαί­σια τοῦ ἐν­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, δη­λα­δὴ στὴν τυ­πι­κὴ λο­γι­κή, ἀλλὰ εἰ­σχω­ροῦν στὴ σφαί­ρα τῆς με­τα­λο­γι­κῆς καὶ τοῦ ἀν­τι­νο­μι­κοῦ συλ­λο­γι­σμοῦ, ἀλλὰ καὶ σὲ αὐτὸν οὐ­σια­στι­κὰ δὲν παύ­ουν νὰ εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα δια­νο­η­τι­κῆς ἐρ­γα­σί­ας.
Ἡ ὑπέρ­βα­ση τοῦ στε­νοῦ ἐν­νο­μι­κοῦ ὀρ­θο­λο­γι­σμοῦ ἀπο­τε­λεῖ ἔν­δει­ξη ὑψη­λῆς δια­νο­η­τι­κῆς καλ­λιέρ­γειας, ἀλλὰ δὲν εἶναι ἀκόμη ἡ «ἀλη­θι­νὴ πίστη» καὶ ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ω­ρία τοῦ Θεοῦ.
Οἱ ἄν­θρω­ποι αὐτοί, ποὺ ἔχουν πολ­λὲς φορὲς ἀξιό­λο­γες ἱκα­νό­τη­τες γιὰ λο­γι­κὴ δια­νόη­ση, ἐξαι­τί­ας ἀκρι­βῶς αὐτῶν τῶν ἱκα­νο­τή­των καὶ μὲ πλήρη συ­νέ­πεια πρὸς αὐτὲς φτά­νουν στὴν ἐπί­γνω­ση τῆς σχε­τι­κό­τη­τας τῶν νόμων τῆς ἀν­θρώ­πι­νης δια­νο­ή­σε­ως καὶ ἀν­τι­λαμ­βά­νον­ται ὅτι εἶναι ἀδύ­να­τον νὰ πε­ρι­λη­φθεῖ ὅλο τὸ εἶναι στὸ ἀτσά­λι­νο πλέγ­μα τῶν λο­γι­κῶν συλ­λο­γι­σμῶν. Αὐτὴ ἡ ἐπί­γνω­ση τοὺς ἀνε­βά­ζει σὲ θε­ω­ρία ποὺ ὑπερ­βαί­νει τὴν τυ­πι­κὴ λο­γι­κή, ἀλλὰ καὶ τότε βλέ­πουν ἁπλῶς τὴν ὡραιό­τη­τα τοῦ νοῦ ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ. Καὶ ἐπει­δὴ ὅσοι εἰ­σέρ­χον­ται πρῶ­τοι στὴ σφαί­ρα αὐτὴ τῆς «σιω­πῆς τοῦ νοῦ» αἰ­σθά­νον­ται «μυ­στι­κι­στι­κὸ δέος», νο­μί­ζουν πὼς ἡ θε­ω­ρία τους εἶναι πείρα μυ­στι­κῆς Θε­ο­κοι­νω­νί­ας, ἐνῶ στὴν πραγ­μα­τι­κό­τη­τα μέ­νουν ἀκόμη μέσα στὰ ὅρια τῆς κτι­στῆς ἀν­θρώ­πι­νης φύ­σε­ως.

Οἱ κα­τη­γο­ρί­ες ποὺ χρη­σι­μο­ποιεῖ ὁ νοῦς-λο­γι­κὸ σὲ πα­ρό­μοιες κα­τα­στά­σεις βγαί­νουν ἔξω ἀπὸ τὰ ὅρια τῶν δια­στά­σε­ων τοῦ χρό­νου καὶ τοῦ χώρου καὶ δί­νουν στὸν ἐπό­πτη τους κά­ποιο αἴ­σθη­μα αἰ­ώ­νιας σο­φί­ας. Αὐτὰ εἶναι τὰ τε­λευ­ταῖα ὅρια, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ φθά­σει ὁ δια­νο­ού­με­νος νοῦς μέσα ἀπὸ τὸ δρόμο τῆς φυ­σι­κῆς ἀνα­πτύ­ξε­ως καὶ αὐ­το­γνω­σί­ας του, ἡ ὁποία εἶναι δυ­να­τὸν νὰ πάρει μορφὴ φω­τό­μορ­φης αὐ­το­θε­ω­ρί­ας. Ἡ ἐμ­πει­ρία αὐτή, ἀνε­ξάρ­τη­τα ἀπὸ τὸ πῶς θὰ ἑρ­μη­νευ­θεῖ, δη­λα­δὴ ποιὰ δογ­μα­τι­κὴ δια­τύ­πω­ση θὰ λάβει, εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ ἐμ­πει­ρία «παν­θεϊ­στι­κῆς» τά­ξε­ως.
Φθά­νον­τας «μέχρι συν­τε­λεί­ας φωτὸς μετὰ σκό­τους» (Ἰὼβ κστʹ 10), ὁ ἄν­θρω­πος βλέ­πει τὴ νοερή του ὡραιό­τη­τα, τὴν ὁποία πολ­λοὶ θε­ώ­ρη­σαν ὡς Θε­ό­τη­τα. Τὸ φῶς ποὺ φαί­νε­ται εἶναι φῶς, ὄχι ὅμως τὸ Φῶς ἐκεῖ­νο τὸ Ἀλη­θι­νό, «ἐν ᾧ σκο­τία οὐκ ἔστιν οὐ­δε­μία», ἀλλὰ τὸ φυ­σι­κὸ φῶς τοῦ νοῦ τοῦ ἀν­θρώ­που ποὺ δη­μιουρ­γή­θη­κε κατ’ εἰ­κό­να Θεοῦ.
Τὸ φῶς αὐτὸ τοῦ νοῦ, ποὺ ἀξιο­λο­γι­κὰ ὑπε­ρέ­χει ἔναν­τι τοῦ φωτὸς κάθε ἄλλης ἐμ­πει­ρι­κῆς γνώ­σε­ως, δι­καί­ως μπο­ρεῖ νὰ κλη­θεῖ σκό­τος, γιατὶ εἶναι τὸ «κενὸ» τῆς ἀπεκ­δύ­σε­ως καὶ δὲν ὑπάρ­χει σὲ αὐτὸ ὁ Θεός. Καὶ ἴσως ἀξί­ζει στὴν πε­ρί­πτω­ση αὐτή, πε­ρισ­σό­τε­ρο ἀπὸ ὁποια­δή­πο­τε ἄλλη, νὰ θυ­μη­θοῦ­με τὰ λόγια τοῦ Κυ­ρί­ου: «Σκό­πει οὖν μὴ τὸ φῶς τὸ ἐν σοὶ σκό­τος ἐστί;» (Λουκ. ιαʹ 35). Πράγ­μα­τι, ἡ πρώτη κο­σμι­κὴ προϊ­στο­ρι­κὴ κα­τα­στρο­φή, ἡ πτώση τοῦ Ἑω­σφό­ρου, “υἱοῦ τῆς πρω­ΐ­ας”, ποὺ ἔγινε ἄρ­χον­τας τοῦ σκό­τους, ἦταν ἀπο­τέ­λε­σμα αὐ­το­ε­ρω­τι­κῆς θε­ω­ρί­ας τῆς ὡραιό­τη­τάς του· θε­ω­ρί­ας, ποὺ κα­τέ­λη­ξε σὲ αὐ­το­θέ­ω­ση.
Μι­λᾶ­με μὲ ψυχρὴ καὶ ἀσύν­δε­τη γλώσ­σα, ἀλλὰ ἐκεῖ­νος ποὺ στά­θη­κε στοὺς πνευ­μα­τι­κοὺς αὐ­τοὺς χώ­ρους ἴσως θὰ πεῖ:
«Πράγ­μα­τι, φο­βε­ρό… Ποῦ βρί­σκε­ται, λοι­πόν, ἡ ἐγ­γύ­η­ση γιὰ τὴν ἀλη­θι­νὴ Θε­ο­κοι­νω­νία καὶ ὄχι γιὰ τὴ φαν­τα­σιώ­δη, φι­λο­σο­φι­κή, παν­θεϊ­στι­κή»;

Ὁ μα­κά­ριος Γέ­ρον­τας Σι­λουα­νὸς βε­βαί­ω­νε κα­τη­γο­ρη­μα­τι­κὰ πὼς τέ­τοια ἐγ­γύ­η­ση, ὑπο­κεί­με­νη στὸν λο­γι­κό μας ἔλεγ­χο, εἶναι ἡ πρὸς τοὺς ἐχθροὺς ἀγάπη. Ἔλεγε:
«Ὁ Κύ­ριος εἶναι τα­πει­νὸς καὶ πράος καὶ ἀγαπᾶ τὸ πλά­σμα Του καὶ ἐκεῖ ὅπου εἶναι τὸ Πνεῦ­μα τοῦ Κυ­ρί­ου, ἐκεῖ ὁπωσ­δή­πο­τε θὰ εἶναι ἡ τα­πει­νὴ ἀγάπη γιὰ τοὺς ἐχθροὺς καὶ ἡ προ­σευ­χὴ γιὰ τὸν κόσμο. Καὶ ἂν δὲν ἔχεις αὐτὴ τὴν ἀγάπη, τότε πα­ρα­κά­λε­σε καὶ θὰ σοῦ τὴν δώσει ὁ Κύ­ριος, ποὺ εἶπε: “Αἰ­τεῖ­τε καὶ δο­θή­σε­ται ὑμῖν, ζη­τεῖ­τε, καὶ εὑ­ρή­σε­τε” (Ματθ. ζʹ 7)».
Κα­νεὶς ἂς μὴν τολμᾶ νὰ ὑπο­τι­μᾶ τὸ «ψυ­χο­λο­γι­κὸ» αὐτὸ κρι­τή­ριο, γιατὶ μιὰ τέ­τοια ψυ­χι­κὴ κα­τά­στα­ση εἶναι ἀπο­τέ­λε­σμα ἀλη­θι­νῆς Θεϊ­κῆς ἐνέρ­γειας. Ὁ Θεὸς ποὺ σώζει, σώζει ὁλό­κλη­ρο τὸν ἄν­θρω­πο, ἔτσι ποὺ ὄχι μόνο ὁ νοῦς-πνεῦ­μα, ἀλλὰ καὶ τὰ ψυ­χι­κὰ συ­ναι­σθή­μα­τα καὶ τὸ λο­γι­κὸ καὶ αὐτὸ τὸ σῶμα, τὰ πάντα κα­θα­γιά­ζον­ται ἀπὸ τὸν Θεό.
Τὰ δυ­σκο­λό­τα­τα αὐτὰ αἰ­ώ­νια προ­βλή­μα­τα τῆς πνευ­μα­τι­κῆς ζωῆς τοῦ ἀν­θρώ­που τὰ θί­γου­με ἐδῶ μόλις καὶ μετὰ βίας. Δὲν ἐπι­χει­ροῦ­με τὴ δια­λε­κτι­κή τους δια­σά­φη­ση, ὥστε νὰ γί­νουν ὁλο­φά­νε­ρα γιὰ τὴ λο­γι­κὴ ἀν­τί­λη­ψη. Ἂν εἴ­χα­με ἐνώ­πιόν μας ἕνα τέ­τοιο ἐγ­χεί­ρη­μα, θὰ ἦταν ἀπα­ραί­τη­το νὰ ἐρευ­νή­σου­με ὁλό­κλη­ρη σειρὰ ἱστο­ρι­κῶν πα­ρα­δειγ­μά­των. Τὸ ἔργο, ὅμως, αὐτὸ ἂς τὸ ἀνα­λά­βει ἄλλος. Προ­σω­πι­κὰ θε­ω­ροῦ­με ἀπραγ­μα­το­ποί­η­τη μιὰ πα­ρό­μοια ἀφη­ρη­μέ­νη δια­σά­φη­ση καὶ εἴ­μα­στε τε­λεί­ως πε­πει­σμέ­νοι ὅτι ἡ μόνη ὁδὸς γιὰ τὴν κα­τα­νόη­ση τῆς ἀλή­θειας περνᾶ μέσα ἀπὸ τὴν πίστη καὶ τὴ ζων­τα­νὴ πείρα: εἶναι ἡ ὁδὸς τῆς ἴδιας τῆς ὑπάρ­ξε­ως. Ἐδῶ, ὅμως, ὀφεί­λου­με νὰ δεί­ξου­με ὅτι ἡ αὐ­θεν­τι­κὴ ἐκεί­νη πείρα ποὺ ἐν­νο­οῦ­με δὲν ἐξαρ­τᾶ­ται μόνο ἀπὸ τὴν προ­αί­ρε­ση τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ δί­νε­ται σὲ αὐτὸν ἄνω­θεν, ὡς δῶρο εὐ­δο­κί­ας. Ἡ φι­λο­σο­φι­κὴ καὶ παν­θεϊ­στι­κὴ πείρα εἶναι δυ­να­τὴ μέσα στὰ ὅρια τῆς φυ­σι­κῆς ἱκα­νό­τη­τας καὶ προ­αι­ρέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που, ἀλλὰ ἡ χρι­στια­νι­κὴ πείρα τῆς ὑπερ­φυ­σι­κῆς κοι­νω­νί­ας μὲ τὸν Ὑπο­στα­τι­κὸ Θεὸ ξε­περ­νᾶ τὰ ὅρια τῆς προ­αι­ρέ­σε­ως τοῦ ἀν­θρώ­που.

Ἡ χρι­στια­νι­κὴ ζωὴ εἶναι συμ­φω­νία δύο θε­λή­σε­ων, τῆς Θείας, ποὺ εἶναι ἄκτι­στη, καὶ τῆς ἀν­θρώ­πι­νης, ποὺ εἶναι κτι­στή. Ὁ Θεὸς μπο­ρεῖ νὰ ἐμ­φα­νι­σθεῖ στὸν ἄν­θρω­πο σὲ ὅλους τοὺς δρό­μους, σὲ κάθε χρο­νι­κὴ στιγ­μὴ καὶ σὲ κάθε πνευ­μα­τι­κὸ ἢ φυ­σι­κὸ τόπο, ἀλλὰ ὁ Ἴδιος, ποὺ εἶναι πέρα ἀπὸ κάθε ἐξα­ναγ­κα­σμό, ποτὲ δὲν πα­ρα­βιά­ζει τὸ αὐ­τε­ξού­σιο τῆς εἰ­κό­νας Του. Ἂν ἡ κτι­στὴ ἐλευ­θε­ρία στρέ­φε­ται αὐ­το­ε­ρω­τι­κὰ πρὸς τὸν ἑαυτό της ἢ θε­ω­ρεῖ τὸν ἑαυτό της ὡς τὴν ἄκτι­στη θεία ἀρχή, πα­ρό­λο τὸ φαι­νο­με­νι­κὸ ὕψος αὐτῆς τῆς θε­ω­ρί­ας, τὴν ὁποία πε­ρι­γρά­ψα­με πα­ρα­πά­νω, ὁ ἄν­θρω­πος πα­ρα­μέ­νει κλει­στὸς στὴν ἐνέρ­γεια τῆς Θείας χά­ρι­τος.
Ἡ κοι­νω­νία μὲ τὸν Θεὸ ἐπι­τυγ­χά­νε­ται στὴν ὁδὸ τῆς προ­σευ­χῆς· καὶ τώρα ἀκρι­βῶς γιὰ τὴν προ­σευ­χὴ θὰ κά­νου­με λόγο. Ἂν καμιὰ φορὰ εἰ­σερ­χό­με­θα στὴ σφαί­ρα τῆς δια­λε­κτι­κῆς, αὐτὸ γί­νε­ται, ὄχι γιατὶ ἐλ­πί­ζου­με νὰ πεί­σου­με κά­ποιον μὲ τὸν τρόπο αὐτόν, ἀλλὰ γιὰ νὰ δεί­ξου­με ὅτι οἱ δρό­μοι τῆς προ­σευ­χῆς διέρ­χον­ται ἀπὸ αὐτὸν τὸ χῶρο τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑπάρ­ξε­ως, ὁπότε αὐτὴ προ­σλαμ­βά­νει κο­σμι­κὲς δια­στά­σεις. Σὲ κάθε ἀπό­πει­ρα λο­γι­κο­ποι­ή­σε­ως τῆς πνευ­μα­τι­κῆς πεί­ρας βλέ­που­με τὴ δυ­να­τό­τη­τα τῶν πιὸ δια­φο­ρε­τι­κῶν ἀν­τιρ­ρή­σε­ων. Καὶ εἶναι δυ­να­τὲς οἱ ἀν­τιρ­ρή­σεις, γιατὶ κα­θέ­νας μας εἶναι ἐλεύ­θε­ρος στὴν ἰδε­α­τὴ σφαί­ρα τῆς κο­σμο­θε­ω­ρί­ας του νὰ ἐκλέ­ξει ὁποια­δή­πο­τε ἱε­ραρ­χία ἀξιῶν.

Συ­νε­χί­ζον­τας τὸ λόγο γιὰ τὴν προ­σευ­χὴ προ­σπα­θοῦ­με νὰ σκια­γρα­φή­σου­με σχη­μα­τι­κὰ μιὰ ἀπὸ τὶς δυ­σκο­λό­τε­ρες συγ­κρού­σεις ποὺ συ­ναν­τᾶ στὸ δρόμο του ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τής, ὅταν περνᾶ ἀπὸ τὸν δεύ­τε­ρο τρόπο προ­σευ­χῆς στὸν τρίτο, καὶ μά­λι­στα στὸν ἀγώνα ἐναν­τί­ον τῆς δια­νο­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας.
Μὲ τὴν προ­σε­κτι­κὴ αὐ­το­α­νά­λυ­ση ὁ ἄν­θρω­πος ἀνα­κα­λύ­πτει τὸ ψυ­χο­λο­γι­κὸ προ­σὸν τῆς λο­γι­κῆς σκέ­ψε­ως, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κα­θο­ρι­σθεῖ ὡς ἡ ἐσω­τε­ρι­κὴ ἀξιο­πι­στία τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, μὲ ἄλλα λόγια ὡς ἡ ὑπο­κει­με­νι­κὴ ἐνάρ­γεια τῆς ὀρ­θό­τη­τας τῶν λο­γι­κῶν μας συμ­πε­ρα­σμά­των. Ὑπάρ­χει ἕνας κα­τα­ναγ­κα­σμὸς στὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τα τοῦ λο­γι­κοῦ μας, στὶς ἀπο­δεί­ξεις του καὶ ἀπαι­τεῖ­ται με­γά­λη καλ­λιέρ­γεια καὶ βα­θειὰ πνευ­μα­τι­κὴ πείρα, γιὰ νὰ γίνει φα­νε­ρὴ ἡ πα­ρά­δο­ξη αὐτὴ ἀπάτη. Γιὰ τὴν ἀπαλ­λα­γὴ ἀπὸ τὴν ἐξου­σία της εἶναι ἀπα­ραί­τη­τη ἡ Θεία βο­ή­θεια.
Ἡ ἀνα­κά­λυ­ψη τῆς «γο­η­τεί­ας» αὐτῆς ὣς ἕνα ση­μεῖο εἶναι δυ­να­τὴ καὶ μέσα ἀπὸ τὴ θε­ω­ρη­τι­κὴ ἀνά­λυ­ση τῶν βα­σι­κῶν ἀρχῶν τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, δη­λα­δὴ τῶν ἀρχῶν τῆς ταυ­τό­τη­τας καὶ τῆς ἐπαρ­κοῦς αἰ­τιο­λο­γή­σε­ως.
Ἡ πρώτη, ἡ ἀρχὴ τῆς ταυ­τό­τη­τας, εἶναι ἡ στα­τι­κὴ θέση τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας, ἡ ἀσά­λευ­τη βάση της, νεκρὴ στὴν ἀκι­νη­σία της.

Ἡ δυ­να­μι­κὴ θέση τῆς δια­νο­ή­σε­ώς μας ἐκ­φρά­ζε­ται μὲ τὴ δεύ­τε­ρη ἀρχή, τῆς «ἐπαρ­κοῦς» αἰ­τιο­λο­γή­σε­ως. Ἡ αἰ­ω­νό­βια πείρα τῆς ἱστο­ρί­ας ἀπέ­δει­ξε μὲ με­γά­λη πει­στι­κό­τη­τα τὴν συμ­βα­τι­κό­τη­τα τῆς ἀρχῆς αὐτῆς. Ἡ κρίση γιὰ τὴν ἐπαρ­κὴ αἰ­τιο­λό­γη­ση εἶναι πάν­το­τε ὑπο­κει­με­νι­κή: Ὅ,τι ὁ ἕνας θε­ω­ρεῖ ἐπαρ­κὲς δὲν ἰσχύ­ει κατ’ ἀνάγ­κη καὶ γιὰ τοὺς ἄλ­λους. Καὶ ἂν ἐξε­τά­σου­με βα­θύ­τε­ρα τὸ πρό­βλη­μα, θὰ δοῦμε ὅτι οὐ­σια­στι­κὰ ἡ τέ­λεια ἐπαρ­κὴς αἰ­τιο­λό­γη­ση ἀπαι­τεῖ ἀπό­λυ­τη παγ­γνω­σία.
Ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τὴς ἀνα­κα­λύ­πτει τὴ σχε­τι­κό­τη­τα τῆς ἀν­θρώ­πι­νης σκέ­ψε­ως μὲ ἄλλον τρόπο καὶ γε­νι­κῶς ἀνα­ζη­τᾶ τὴ λύση τῶν ὑπαρ­ξια­κῶν προ­βλη­μά­των στὸ χῶρο τῆς πί­στε­ως καὶ τῆς προ­σευ­χῆς. Στη­ρί­ζε­ται ὄχι στὴν ἀδύ­να­τη κρίση του, ἀλλὰ στὸν Με­γά­λο Θεό. Πι­στεύ­ει ὅτι οἱ ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ ἀπο­τε­λοῦν τὸ ἀλάν­θα­στο μέτρο, «τὸν κα­νό­να τῆς ἀλη­θεί­ας». Πι­στεύ­ει ὅτι οἱ ἐν­το­λὲς εἶναι ἀπὸ τὴν ἴδια τους τὴ φύση ἡ Θεία δύ­να­μη, ἡ ἴδια ἡ αἰ­ώ­νια ζωὴ καὶ ἔτσι ὁδη­γεῖ­ται νὰ πα­ρί­στα­ται πάν­το­τε ἐνώ­πιον τῆς κρί­σε­ως τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι ἡ μόνη δί­καιη. Κάθε ἔργο, κάθε λόγος, κάθε ἐσω­τε­ρι­κὴ κί­νη­ση τῆς σκέ­ψε­ως ἢ τῆς αἰ­σθή­σε­ως, ἔστω καὶ ἡ μι­κρό­τε­ρη, ὅλα, ὑπο­βάλ­λον­ται στὴν κρίση τοῦ λόγου τοῦ Χρι­στοῦ.
Ὅταν ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος μᾶς ἐπι­σκιά­ζει καὶ γί­νε­ται ἡ ἐσω­τε­ρι­κὴ δύ­να­μη ποὺ ἐνερ­γεῖ μέσα μας, τότε οἱ κι­νή­σεις τῆς ψυχῆς μας φυ­σι­κὰ πλη­σιά­ζουν στὴν τε­λειό­τη­τα τῶν ἐν­το­λῶν. Ὅταν, ὅμως, ἔρ­χον­ται οἱ ὧρες τῆς Θείας ἐγ­κα­τα­λεί­ψε­ως, τῆς ἄρ­σε­ως τῆς χά­ρι­τος, καὶ τὸ Θεῖο Φῶς ἐναλ­λάσ­σε­ται μὲ τὸ βαθὺ σκο­τά­δι ποὺ ξε­ση­κώ­νουν τά πάθη, τότε ὅλα με­τα­βάλ­λον­ται μέσα μας καὶ ἀρ­χί­ζει στὴν ψυχὴ με­γά­λος πό­λε­μος.

Ποι­κι­λό­μορ­φοι εἶναι οἱ πνευ­μα­τι­κοὶ πό­λε­μοι, ἀλλὰ ὁ πό­λε­μος κατὰ τῆς ὑπε­ρη­φά­νειας εἶναι ὁ βα­θύ­τε­ρος καὶ ὁ βα­ρύ­τε­ρος. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια εἶναι ἐχθρὸς τοῦ Θείου νόμου. Δια­στρέ­φει τὴν Θεία τάξη τῶν ὄντων καὶ φέρει παν­τοῦ τὴ διά­σπα­ση καὶ τὸ θά­να­το. Ἐμ­φα­νί­ζε­ται καὶ στὸ σαρ­κι­κὸ ἐπί­πε­δο, ἀλλὰ κυ­ρί­ως μαί­νε­ται στὸ δια­νο­η­τι­κὸ καὶ τὸ πνευ­μα­τι­κό. Ἐγ­κα­θι­στᾶ τὸν ἑαυτό της στὴν πρώτη θέση καὶ ἀγω­νί­ζε­ται γιὰ νὰ κυ­ριαρ­χή­σει σὲ ὅλους καὶ ὅλα, ἔχον­τας ὡς κύριο ὅπλο της τὸ λο­γι­κό (ratio).
Τὸ λο­γι­κὸ προ­βάλ­λει τὰ ἐπι­χει­ρή­μα­τά του καὶ ἀπορ­ρί­πτει ὡς πα­ρά­λο­γες τὶς ἐν­το­λὲς τοῦ Χρι­στοῦ καὶ μά­λι­στα τὴν ἐν­το­λὴ «Μὴ κρί­νε­τε, ἵνα μὴ κρι­θῆ­τε» (Ματθ. ζʹ 1). Λέει ὅτι ἡ ἱκα­νό­τη­τα τῆς κρί­σε­ως ἀπο­τε­λεῖ τὸ δια­κρι­τι­κὸ προ­τέ­ρη­μα τοῦ ἀν­θρώ­που, ὅτι στὴν ἱκα­νό­τη­τα αὐτὴ πε­ρι­κλεί­ε­ται ἡ ὑπε­ρο­χή του ἀπέ­ναν­τι σὲ ὅλον τὸν κόσμο καὶ χάρη σὲ αὐτὴν καὶ μόνο μπο­ρεῖ ὁ ἄν­θρω­πος νὰ τὰ ἐξου­σιά­ζει ὅλα.
Τὸ λο­γι­κό, γιὰ νὰ στε­ρε­ώ­σει τὴν ὑπε­ρο­χή του στὸ εἶναι, προ­βάλ­λει τὶς ἐπι­τεύ­ξεις, τὸν πο­λι­τι­σμό του. Πα­ρου­σιά­ζει πλῆ­θος ἀπο­δεί­ξε­ων, φαι­νο­με­νι­κὰ ἰσχυ­ρῶν, ποὺ ἀπο­δει­κνύ­ουν δῆθεν μὲ τὴν ἱστο­ρι­κὴ πείρα τῆς ζωῆς ὅτι αὐτὸ καὶ μόνο ἔχει τὸ δι­καί­ω­μα τῆς ἀπο­φά­σε­ως, τὸ δι­καί­ω­μα τῆς συ­στά­σε­ως ἢ δια­πι­στώ­σε­ως τῆς ἀλή­θειας. Αὐ­το­α­πο­κα­λεῖ­ται: «ὁ ρυθ­μί­ζων τὸ εἶναι λόγος».

Ἀπρό­σω­πο ὡς πρὸς τοὺς νό­μους τῆς λει­τουρ­γί­ας του τὸ λο­γι­κό, τὸ ὁποῖο εἶναι οὐ­σια­στι­κὰ μιὰ ἀπὸ τὶς ἐκ­δη­λώ­σεις τῆς ἀν­θρώ­πι­νης ὑπο­στά­σε­ως, μιὰ ἀπὸ τὶς ἐνέρ­γειές της –σὲ πε­ρί­πτω­ση ποὺ τοῦ πα­ρέ­χε­ται πρω­τεύ­ου­σα θέση στὴν πνευ­μα­τι­κὴ ὀν­τό­τη­τα τοῦ ἀν­θρώ­που–, βαθ­μη­δὸν κα­τα­λή­γει στὸ ση­μεῖο νὰ ἀγω­νί­ζε­ται πιὰ ἐναν­τί­ον τῆς πηγῆς του, δη­λα­δὴ ἐναν­τί­ον τῆς «ὑπο­στα­τι­κῆς» ἀρχῆς.
Ἀνε­βαί­νον­τας, ὅπως φαν­τά­ζε­ται, ὣς τὶς ὕψι­στες κο­ρυ­φές, κα­τε­βαί­νον­τας, ὅπως νο­μί­ζει, ὣς τὶς ἔσχα­τες ἀβύσ­σους, τὸ λο­γι­κὸ προ­σπα­θεῖ νὰ ψη­λα­φή­σει τὰ ὅρια τοῦ εἶναι, γιὰ νὰ δώσει στὸ κα­θέ­να τὸν «ὁρι­σμὸ» ποὺ τοῦ ται­ριά­ζει. Κι ὅταν δὲν πε­τύ­χει τὸ σκοπό του αὐτό, κα­τα­πί­πτει ἐξαν­τλη­μέ­νο καὶ ἀπο­φαί­νε­ται: «Οὐκ ἔστι Θεός».
Συ­νε­χί­ζον­τας τὸν ἀγώνα ἐπι­κρα­τή­σε­ως, μὲ τόλμη καὶ συγ­χρό­νως μὲ νο­σταλ­γία λέει:
«Ἂν ὑπάρ­χει Θεός, πῶς εἶναι δυ­να­τὸν νὰ δεχτῶ ὅτι αὐτὸς ὁ Θεὸς δὲν εἶμαι ἐγώ»; (Ἡ ἔκ­φρα­ση ἀνή­κει σὲ συγ­κε­κρι­μέ­νο πρό­σω­πο, ποὺ ἀκο­λού­θη­σε αὐτὴ τὴν ὁδό).
Χωρὶς νὰ φθά­σει τὰ ὅρια τοῦ κο­σμι­κοῦ εἶναι, ἀπο­δί­δον­τας στὸν ἑαυτό του τὸ ἄπει­ρο, ὀρ­θώ­νε­ται ὑπε­ρή­φα­νο καὶ συμ­πε­ραί­νει:
«Ἐξε­ρεύ­νη­σα τὰ πάντα καὶ που­θε­νὰ δὲν βρῆκα κάτι με­γα­λύ­τε­ρο ἀπὸ ἐμένα· ἄρα ἐγὼ εἶμαι Θεός».
Καὶ πράγ­μα­τι, ὁ νοῦς-λο­γι­κό, ὅταν σὲ αὐτὸν μόνο συγ­κεν­τρω­θεῖ ἡ πνευ­μα­τι­κὴ ὕπαρ­ξη τοῦ ἀν­θρώ­που, βα­σι­λεύ­ει καὶ ἐξου­σιά­ζει στὴν ἀφη­ρη­μέ­νη σφαί­ρα ποὺ τοῦ προ­σι­διά­ζει τόσο, ὥστε δὲν βρί­σκει τί­πο­τε ὑψη­λό­τε­ρό του καὶ ἀπο­δέ­χε­ται τε­λι­κὰ ὅτι μέσα του ὑπάρ­χει μιὰ θεία ἀρχή.
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἔσχα­το ὅριο τῆς δια­νο­η­τι­κῆς φαν­τα­σί­ας καὶ συγ­χρό­νως τὸ ἔσχα­το βάθος πτώ­σε­ως καὶ σκό­τους.

Ὑπάρ­χουν ἄν­θρω­ποι ποὺ σπεύ­δουν νὰ συ­ναν­τή­σουν τὶς ἀπαι­τή­σεις αὐτὲς τοῦ λο­γι­κοῦ καὶ τὶς ἀπο­δέ­χον­ται σὰν νὰ εἶναι ἡ ἀλή­θεια, ἀλλὰ ὁ ὀρ­θό­δο­ξος ἀσκη­τὴς τὶς πο­λε­μᾶ. Στὴ σύγ­κρου­ση αὐτὴ ἐπεμ­βαί­νουν ξένες δυ­νά­μεις. Ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον τους παίρ­νει τρα­γι­κὸ χα­ρα­κτή­ρα καὶ ἐξαι­ρε­τι­κὴ ἔν­τα­ση, καὶ ἡ νι­κη­τή­ρια ἔκ­βα­ση γιὰ τὸν ἀσκη­τὴ δὲν εἶναι δυ­να­τὴ παρὰ μόνο μὲ τὴν πίστη ποὺ νικᾶ τὸν κόσμο. «Πᾶν τὸ γε­γεν­νη­μέ­νον ἐκ τοῦ Θεοῦ νικᾷ τὸν κό­σμον· καὶ αὕτη ἐστὶν ἡ νίκη ἡ νι­κή­σα­σα τὸν κό­σμον, ἡ πί­στις ἡμῶν» (Αʹ Ἰωάν. εʹ 4).
Γιὰ νὰ λύσει τὰ προ­βλή­μα­τα αὐτὰ ὁ μο­να­χός, δὲν κά­θε­ται στὸ ἄνετο κά­θι­σμα ἑνὸς γρα­φεί­ου, ἀλλὰ στὴ σιγὴ τῆς νύ­χτας, μα­κριὰ ἀπὸ τὸν κόσμο, κρυμ­μέ­νος ἀπὸ τὰ βλέμ­μα­τα καὶ τὰ αὐτιὰ τῶν ἀν­θρώ­πων γο­να­τί­ζει καὶ μὲ καυτὰ δά­κρυα ἐνώ­πιον τοῦ Θεοῦ προ­σεύ­χε­ται:
«Ὁ Θεός, ἱλά­σθη­τί μοι τῷ ἁμαρ­τω­λῷ», ὅπως ὁ τε­λώ­νης (Λουκ. ιηʹ 13), ἤ, ὅπως ὁ Πέ­τρος:
«Κύριε, σῷσόν με» (Ματθ. ιδʹ 30).

Ἀτε­νί­ζει μὲ τὸ πνεῦ­μα του τὴν ἄβυσ­σο τοῦ «ἐξω­τέ­ρου σκό­τους» ποὺ ἀνοί­γε­ται μπρο­στά του καὶ γι’ αὐτὸ ἡ προ­σευ­χή του εἶναι φλο­γε­ρή… Τὰ λόγια του ἀδυ­να­τοῦν νὰ κα­τα­δεί­ξουν τὸ μυ­στή­ριο αὐτοῦ τοῦ θε­ά­μα­τος καὶ τὴ δύ­να­μη αὐτοῦ τοῦ ἀγώνα, ποὺ μπο­ρεῖ νὰ κρα­τή­σει πολλὰ χρό­νια, ὥσπου νὰ κα­θα­ρι­σθεῖ ὁ ἄν­θρω­πος ἀπὸ τὰ πάθη του καὶ νὰ ἔρθει τὸ Θεῖο Φῶς, ποὺ θὰ ἀπο­κα­λύ­ψει τὸ ψεῦ­δος τῶν κρί­σε­ών μας καὶ συγ­χρό­νως θὰ με­τα­θέ­σει τὴν ψυχὴ στὶς ἄπει­ρες δια­στά­σεις τῆς ἀλη­θι­νῆς ζωῆς.
Μι­λή­σα­με πολ­λὲς φορὲς μὲ τὸν Γέ­ρον­τα γι’ αὐτὰ τὰ θέ­μα­τα. Ἔλεγε ὅτι ἡ αἰτία τοῦ πο­λέ­μου ἔγ­κει­ται ὄχι στὸ λο­γι­κὸ κα­θαυ­τό, ἀλλὰ στὴν ὑπε­ρη­φά­νεια τοῦ πνεύ­μα­τός μας. Μὲ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια δυ­να­μώ­νει ἡ ἐνέρ­γεια τῆς φαν­τα­σί­ας, ἐνῶ μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση ἀνα­χαι­τί­ζε­ται. Ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια φυ­σιοῦ­ται ἀπὸ τὴν ἐπι­θυ­μία νὰ δη­μιουρ­γή­σει τὸν δικό της κόσμο, ἐνῶ ἡ τα­πεί­νω­ση δέ­χε­ται μὲ εὐ­γνω­μο­σύ­νη τὴ ζωὴ ἀπὸ τὸν Θεό.

Μετὰ ἀπὸ μα­κρο­χρό­νιο καὶ ἐπί­μο­νο ἀγώνα ὁ μα­κά­ριος Γέ­ρον­τας ἀπέ­κτη­σε τὴ δύ­να­μη νὰ πα­ρα­μέ­νει μὲ τὸ νοῦ ἐν τῷ Θεῷ ἀπο­κρού­ον­τας τοὺς ἐπερ­χό­με­νους λο­γι­σμούς. Στὸν πό­λε­μο κατὰ τῶν ποι­κί­λων ἐχθρῶν ἔπαθε τὰ πάν­δει­να, ἀλλά, ὅταν τὸν γνω­ρί­σα­με, μι­λοῦ­σε γιὰ τὸ πα­ρελ­θὸν μὲ βα­θειὰ εἰ­ρή­νη ψυχῆς καὶ μὲ πολὺ ἁπλὲς ἐκ­φρά­σεις:
«Νοῦς πα­λαί­ει πρὸς νοῦν… ὁ νοῦς μας μὲ τὸ νοῦ τοῦ ἐχθροῦ… Ὁ ἐχθρὸς ἔπεσε ἀπὸ τὴν ὑπε­ρη­φά­νεια καὶ τὴ φαν­τα­σία καὶ ἐκεῖ πα­ρα­σύ­ρει καὶ μᾶς… Στὸν πό­λε­μο αὐτὸ ἀπαι­τεῖ­ται με­γά­λη ἀν­δρεία… Ὁ Κύ­ριος ἀφή­νει τὸ δοῦλο του νὰ πα­λεύ­ει, ἐνῶ ὁ Ἴδιος τὸν προ­σέ­χει ἀπὸ κοντά, ὅπως πρό­σε­χε τὸν Μέγα Ἀν­τώ­νιο, ὅταν πά­λευε μὲ τὰ δαι­μό­νια… Θυ­μά­στε βέ­βαια πὼς στὸ Βίο τοῦ Ἁγίου Ἀν­τω­νί­ου ἀνα­φέ­ρε­ται ὅτι κα­τοί­κη­σε μέσα σ’ ἕνα μνῆμα καὶ ἐκεῖ οἱ δαί­μο­νες τὸν ἔδει­ραν, μέ­χρις ὅτου ἔμει­νε ἀναί­σθη­τος. Ὁ φίλος του ποὺ τὸν ὑπη­ρε­τοῦ­σε τὸν με­τέ­φε­ρε στὸ Κυ­ρια­κὸ τοῦ χω­ριοῦ. Τὴ νύχτα, ὅταν ὁ Ἀν­τώ­νιος ξα­να­βρῆ­κε τὶς αἰ­σθή­σεις του, πα­ρα­κα­λοῦ­σε τὸ φίλο του νὰ τὸν ξα­να­πά­ει πίσω στὸ μνῆμα. Βαριὰ ἄρ­ρω­στος ὁ Ὅσιος δὲν μπο­ροῦ­σε νὰ στα­θεῖ στὰ πόδια του καὶ προ­σευ­χό­ταν ξα­πλω­μέ­νος, ὁπότε δο­κί­μα­σε νέα σκλη­ρὴ ἐπί­θε­ση τῶν δαι­μό­νων. Καὶ ὅταν ὑπο­φέ­ρον­τας φο­βε­ρὰ ἀνέ­βλε­ψε καὶ εἶδε φῶς, κα­τά­λα­βε τὴν ἔλευ­ση τοῦ Κυ­ρί­ου μέσα στὸ φῶς. Καὶ Τοῦ εἶπε:
—Ποῦ ἤσουν; Γιατί δὲν φά­νη­κες ἀπὸ τὴν ἀρχή, γιὰ νὰ μοῦ ἁπα­λύ­νεις τὸν πόνο;
Κι ὁ Κύ­ριος τοῦ ἀπάν­τη­σε:
—Ἀν­τώ­νιε, ἐδῶ ἤμουν, ἀλλὰ πε­ρί­με­να νὰ δῶ τὸ ἀγώ­νι­σμά σου.

»Ἔτσι κι ἐμεῖς πρέ­πει πάν­το­τε νὰ θυ­μό­μα­στε πὼς ὁ Κύ­ριος πα­ρα­κο­λου­θεῖ τὸν ἀγώνα μας ἐναν­τί­ον τοῦ ἐχθροῦ, καὶ γι’ αὐτὸ νὰ μὴ φο­βό­μα­στε, ἔστω καὶ ἂν μᾶς ἐπι­τε­θεῖ ὅλος ὁ ἅδης, ἀλλὰ νὰ εἴ­μα­στε ἀν­δρεῖ­οι».
«Οἱ Ἅγιοι δι­δά­χθη­καν τὸν πό­λε­μο ἐναν­τί­ον τοῦ ἐχθροῦ. Γνώ­ρι­ζαν ὅτι οἱ ἐχθροὶ ἐνερ­γοῦν μὲ τὸ δό­λω­μα τῶν λο­γι­σμῶν καὶ γι’ αὐτὸ σὲ ὅλη τους τὴ ζωὴ δὲν δέ­χον­ταν τοὺς λο­γι­σμούς. Ὁ λο­γι­σμὸς στὴν ἀρχὴ ἐμ­φα­νί­ζε­ται σὰν καλός, ἀλλὰ ὕστε­ρα ἀπο­σπᾶ τὸ νοῦ ἀπὸ τὴν προ­σευ­χὴ καὶ ἀρ­χί­ζει κα­τό­πιν νὰ πε­ρι­πλέ­κει τὶς σκέ­ψεις. Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγ­κη νὰ ἀπορ­ρί­πτου­με ἀμέ­σως κάθε λο­γι­σμό, ἔστω καὶ ἂν μᾶς φαί­νε­ται καλός, καὶ νὰ ἔχου­με κα­θα­ρὸ τὸ νοῦ μας ἐν τῷ Θεῷ. Ἂν πα­ρό­λα αὐτὰ ἔλθει κά­ποιος λο­γι­σμός, τότε δὲν πρέ­πει νὰ μᾶς πιά­νει τα­ρα­χή, ἀλλὰ μὲ με­γά­λη ἐλ­πί­δα στὸν Θεὸ νὰ μέ­νου­με στὴν προ­σευ­χή… Δὲν πρέ­πει νὰ τα­ρά­ζε­ται ὁ ἀσκη­τής, γιατὶ οἱ ἐχθροὶ χαί­ρον­ται καὶ μὲ τὴ σύγ­χυ­σή μας… Προ­σεύ­χε­σθε καὶ ὁ λο­γι­σμὸς θὰ φύγει… Αὐτὴ εἶναι ἡ ὁδὸς τῶν Ἁγίων».

Ὁ Γέ­ρον­τας ἔλεγε ὅτι ἡ ὑπε­ρη­φά­νεια δὲν γνω­ρί­ζει τέλος στὶς ἀξιώ­σεις της: Στὰ γρα­πτά του ὑπάρ­χει ἡ ἑξῆς πα­ρα­στα­τι­κὴ πα­ρα­βο­λή:
«Ἕνας κυ­νη­γὸς ἀγα­ποῦ­σε πολὺ νὰ πε­ρι­φέ­ρε­ται στὰ δάση καὶ τοὺς κάμ­πους γιὰ κυ­νή­γι. Κά­ποια ἡμέρα κυ­νη­γών­τας γιὰ πολλὴ ὥρα ἀνέ­βαι­νε σ’ ἕνα ψηλὸ βουνὸ κι ἐπει­δὴ κου­ρά­στη­κε κά­θι­σε σὲ μιὰ με­γά­λη πέτρα. Βλέ­πον­τας ἕνα σμῆ­νος ἀπὸ που­λιὰ νὰ πετᾶ ἀπὸ τὴ μία κο­ρυ­φὴ στὴν ἄλλη σκέ­φτη­κε: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν ἔδωσε φτερὰ στὸν ἄν­θρω­πο, γιὰ νὰ μπο­ρεῖ νὰ πε­τά­ει”; Ἐκεί­νη τὴν ὥρα ἀπὸ τὸν ἴδιο τόπο περ­νοῦ­σε ἕνας τα­πει­νὸς ἐρη­μί­της καὶ γνω­ρί­ζον­τας τὶς σκέ­ψεις τοῦ κυ­νη­γοῦ τοῦ εἶπε:
»Συλ­λο­γί­ζε­σαι γιατί ὁ Θεὸς δὲν σοῦ ἔδωσε φτερά. Ἀλλὰ ἂν σοῦ δώσει φτερά, πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “Τὰ φτερά μου εἶναι ἀδύ­να­τα καὶ μ’ αὐτὰ δὲν μπορῶ νὰ πε­τά­ξω ὣς τὸν οὐ­ρα­νὸ γιὰ νὰ δῶ τί ὑπάρ­χει ἐκεῖ”. Καὶ ἂν σοῦ δο­θοῦν τέ­τοια δυ­να­τὰ φτερά, ποὺ νὰ μπο­ρέ­σεις νὰ ἀνε­βεῖς ὣς τὸν οὐ­ρα­νό, καὶ τότε θὰ εἶσαι ἀνι­κα­νο­ποί­η­τος καὶ θὰ πεῖς: “Δὲν κα­τα­λα­βαί­νω τί γί­νε­ται ἐδῶ”. Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κα­τα­λά­βεις, τότε καὶ πάλι δὲν θὰ εἶσαι εὐ­χα­ρι­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “γιατί ἐγὼ δὲν εἶμαι ἄγ­γε­λος”; Καὶ ἂν γί­νεις ἄγ­γε­λος, τότε καὶ πάλι θὰ εἶσαι δυ­σα­ρε­στη­μέ­νος καὶ θὰ πεῖς: “Γιατί δὲν εἶμαι Χε­ρου­βείμ”; Καὶ ἂν γί­νεις Χε­ρου­βείμ, τότε θὰ πεῖς: “Γιατί ὁ Θεὸς δὲν μὲ ἀφή­νει νὰ κυ­βερ­νῶ τὸν οὐ­ρα­νό”; Καὶ ἂν σοῦ δοθεῖ νὰ κυ­βερ­νᾶς τὸν οὐ­ρα­νό, τότε δὲν θὰ εὐ­χα­ρι­στη­θεῖς καί, σὰν κά­ποιον ἄλλον, θὰ ζη­τή­σεις μὲ αὐ­θά­δεια πε­ρισ­σό­τε­ρα. Γι’ αὐτὸ πάντα νὰ τα­πει­νώ­νε­σαι καὶ θὰ εἶσαι ἱκα­νο­ποι­η­μέ­νος μὲ ὅ,τι σοῦ δί­νε­ται καὶ τότε θὰ ζεῖς μὲ τὸν Θεό».

Ὁ κυ­νη­γὸς εἶδε ὅτι ὁ ἐρη­μί­της εἶπε τὴν ἀλή­θεια καὶ εὐ­χα­ρί­στη­σε τὸν Θεό, ἐπει­δὴ τοῦ ἔστει­λε τὸ μο­να­χό, γιὰ νὰ τὸν συ­νε­τί­σει καὶ νὰ τὸν δι­δά­ξει τὸν ὁδὸ τῆς τα­πει­νώ­σε­ως.
Ὁ Γέ­ρον­τας ὑπο­γράμ­μι­ζε μὲ ἐπι­μο­νὴ ὅτι ἡ ὁδὸς τῶν ἁγίων ἔγ­κει­ται στὸ ὅτι μὲ τὴν τα­πεί­νω­ση κα­θα­ρί­ζουν τὸ νοῦ τους ἀπὸ κάθε φαν­τα­σία:
«Ἔλε­γαν οἱ Ἅγιοι: Θὰ τι­μω­ρη­θῶ στὸν ἅδη. Καὶ αὐτό, πα­ρό­λο ποὺ ἔκα­ναν θαύ­μα­τα. Γνώ­ρι­ζαν ἀπὸ τὴν πείρα ὅτι, ἂν ἡ ψυχὴ κα­τα­δι­κά­ζει τὸν ἑαυτό της στὸν ἅδη, ἀλλὰ συγ­χρό­νως ἐλ­πί­ζει στὴν εὐ­σπλαγ­χνία τοῦ Θεοῦ, τότε ἡ δύ­να­μη τοῦ Θεοῦ ἔρ­χε­ται σὲ αὐτὴν καὶ τὸ Ἅγιο Πνεῦ­μα μαρ­τυ­ρεῖ φα­νε­ρὰ τὴ σω­τη­ρία. Μὲ τὴν αὐ­το­κα­τά­κρι­ση ἡ ψυχὴ τα­πει­νώ­νε­ται καὶ δὲν ὑπάρ­χουν πιὰ μέσα της λο­γι­σμοί, ἀλλὰ στέ­κε­ται μὲ κα­θα­ρὸ νοῦ μπρο­στὰ στὸν Θεό.
»Νά ἡ πνευ­μα­τι­κὴ σοφία».
Ὁ ἄν­θρω­πος τρυ­πά­ει τὴ γῆ μὲ γε­ω­τρύ­πα­νο, γιὰ νὰ ἐξο­ρύ­ξει πε­τρέ­λαιο ἀπὸ τὰ ἔγ­κα­τά της, καὶ πε­τυ­χαί­νει τὸ σκοπό του. Μὲ τὸ λο­γι­κὸ δια­περ­νᾶ ὁ ἄν­θρω­πος τὸν οὐ­ρα­νό, σκο­πεύ­ον­τας νὰ ἁρ­πά­ξει τὸ πῦρ τῆς Θε­ό­τη­τας, ἀλλὰ ἐξαι­τί­ας τῆς ἀλα­ζο­νί­ας του ὁ Θεὸς τὸν ἀπω­θεῖ.
Οἱ Θεῖες θε­ω­ρί­ες προ­σφέ­ρον­ται στὸν ἄν­θρω­πο, ὄχι ὅταν τὶς ἐπι­διώ­κει ἔχον­τας κυ­ρί­ως αὐτὲς ὡς στόχο, ἀλλὰ ὅταν ἡ ψυχὴ κα­τέρ­χε­ται στὸν ἅδη τῆς με­τα­νοί­ας καὶ αἰ­σθά­νε­ται ἀλη­θι­νὰ τὸν ἑαυτό της χει­ρό­τε­ρο ἀπὸ ὅλη τὴν κτίση. Οἱ θε­ω­ρί­ες, ὅμως, ποὺ κα­τα­κτῶν­ται μὲ τὴ βία τοῦ λο­γι­κοῦ, δὲν εἶναι ἀλη­θι­νές, δη­λα­δὴ θείας προ­ε­λεύ­σε­ως, ἀλλὰ «κατὰ τὸ δο­κοῦν». Καὶ ὅταν αὐτὸ τὸ «δο­κοῦν» θε­ω­ρεῖ­ται ὡς ἀλή­θεια, τότε στὴν ψυχὴ τοῦ ἀν­θρώ­που δη­μιουρ­γεῖ­ται μιὰ κα­τά­στα­ση ποὺ πα­ρεμ­πο­δί­ζει ἀκόμη καὶ τὴ δυ­να­τό­τη­τα ἐνέρ­γειας τῆς χά­ρι­τος, δη­λα­δὴ τὴν ἀλη­θι­νὴ θε­ω­ρία.

Μὲ τὴ θε­ω­ρία ποὺ ἐνερ­γεῖ ἡ χάρη ἀπο­κα­λύ­πτον­ται πράγ­μα­τα ποὺ ὑπερ­βαί­νουν καὶ τὴν πιὸ δη­μιουρ­γι­κὴ φαν­τα­σία, ὅπως λέει σχε­τι­κὰ ὁ θεῖος Παῦ­λος: «ἃ ὀφθαλ­μὸς οὐκ εἶδε καὶ οὖς οὐκ ἤκου­σε καὶ ἐπὶ καρ­δί­αν ἀν­θρώ­που οὐκ ἀνέβη» (Αʹ Κορ. βʹ 9). Ὅταν πα­ρό­μοια μὲ τοὺς Ἀπο­στό­λους ὁ ἄν­θρω­πος ἁρ­πα­γεῖ μὲ τὴ χάρη στὴν ὅραση τοῦ Θείου Φωτός, ἔπει­τα θε­ο­λο­γεῖ «δι­η­γού­με­νος» ὅ,τι εἶδε καὶ γνώ­ρι­σε. Ἡ πραγ­μα­τι­κὴ θε­ο­λο­γία δὲν εἶναι ἐπι­νόη­ση τοῦ ἀν­θρώ­πι­νου λο­γι­κοῦ ἢ ἀπο­τέ­λε­σμα κρι­τι­κῶν με­λε­τῶν, ἀλλὰ ἐκμυ­στή­ρευ­ση γιὰ τὴν ἀνώ­τε­ρη ἐκεί­νη ὕπαρ­ξη, στὴν ὁποία εἰ­σῆλ­θε ὁ ἄν­θρω­πος μὲ τὴν ἐπε­νέρ­γεια τοῦ Ἁγίου Πνεύ­μα­τος. Ἄλ­λο­τε πα­ρέ­χε­ται καὶ λόγος γιὰ τὴν ἔκ­φρα­ση τῶν βλε­πο­μέ­νων, ἄλ­λο­τε ὑπάρ­χουν δυ­σκο­λί­ες στὴν ἐξεύ­ρε­ση λόγων καὶ ἐν­νοιῶν ποὺ θὰ μπο­ροῦ­σαν νὰ ἐκ­φρά­σουν, ἔστω καὶ κατὰ προ­σέγ­γι­ση, αὐτὸ ποὺ βρί­σκε­ται πέρα ἀπὸ κάθε γήινη εἰ­κό­να καὶ ἔν­νοια. Πα­ρό­λες, ὅμως, αὐτὲς τὶς δυ­σκο­λί­ες καὶ τὴν ἀνα­πό­φευ­κτη ποι­κι­λο­μορ­φία στὴν ἔκ­φρα­ση, ὅποιος γνώ­ρι­σε, αὐτὸς θὰ δια­κρί­νει σὲ ὁποια­δή­πο­τε λε­κτι­κὴ μορφὴ τὴν αὐ­θεν­τι­κὴ θε­ω­ρία ἀπὸ τὴν ἀπα­τη­λὴ θε­ω­ρία τοῦ λο­γι­κοῦ στο­χα­σμοῦ, ὅσο με­γα­λο­φυ­ὴς καὶ ἂν εἶναι αὐτός.



Πηγή:
Ἀρ­χι­μαν­δρί­της Σω­φρό­νιος (Σα­χά­ρωφ). Ὁ Ἅγιος Σι­λουα­νὸς ὁ Ἀθω­νί­της. Με­τα­γλώτ­τι­ση τῆς στʹ ἐκ­δό­σε­ως στὴ δη­μο­τι­κή, δέ­κα­τη ἕκτη ἔκ­δο­ση, Ἱερὰ Σταυ­ρο­πη­για­κὴ Μονὴ Τι­μί­ου Προ­δρό­μου, Ἔσσεξ Ἀγ­γλί­ας, 2015, Μέ­ρος Αʹ «Βίος καὶ δι­δα­σκα­λία τοῦ Ἁγίου Σι­λουα­νοῦ», Κε­φά­λαιο ΣΤʹ «Τὰ εἴδη τῆς φαν­τα­σί­ας καὶ ὁ ἀγώ­νας ἐναν­τί­ον της».


 http://athonikoipateres.gr

Εορτολόγιο

Δημοφιλείς αναρτήσεις


Banner Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων
Ξεκινάμε μια προσπάθεια παρουσίασης Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων.
Αν δεν υπάρχει ο δικός σας, ζητάμε συγνώμη,
ενημερώστε μας και θα τον συμπεριλάβουμε.





Create your own banner at mybannermaker.com!
Πέρα από το άτομο
Make your own banner at MyBannerMaker.com!

















(υπό κατασκευή)


Τα banner μας
Αντιγράψτε τον κώδικα στη δική σας σελίδα
για να εμφανιστούν τα banner μας.
Ειδοποιήστε μας για να συμπεριλάβουμε και το δικό σας.