Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018

Αγιος Γεροντας Αμφιλοχιος Μακρής της Πατμου


ΜΑΣ ΜΙΛΑ Ο ΠΑΤΗΡ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟΣ ΤΣΟΥΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΑΜΦΙΛΟΧΙΟ ΜΑΚΡΗ


Ο νέος άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αμφιλόχιος Μακρής


Ζωντανή πίστη είναι εκείνη που γεννά Αγίους! Η Αγία και Ιερά Σύνοδος του Οικουμενικού Πατριαρχείου, η οποία συνεδριάζει στο Φανάρι, υπό την προεδρία του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου, αποφάσισε σύμφωνα με πληροφορίες σήμερα, Τετάρτη 29 Αυγούστου 2018, την αγιοκατάταξη του Γέροντος της Πάτμου Αμφιλοχίου Μακρή (1889-1970).

Ο νέος άγιος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, Αμφιλόχιος Μακρής, ήταν φίλος και πνευματικό παιδί του Αγίου Νεκταρίου.
Πρόκειται πάντως για μια αγιοκατάταξη που στα Δωδεκάνησα ήταν κοινό μυστικό από το 2014.

Ο Γέροντας Αμφιλόχιος Μακρής γεννήθηκε στο νησί της αποκάλυψης, στην Πάτμο το 1889. Υπήρξε μεγάλος υπερασπιστής της Ορθοδοξίας, έχοντας υποφέρει πολλά κατά τη διάρκεια της Ιταλικής κατοχής στα νησιά της Δωδεκανήσου.

Κατά τη διάρκεια εκείνων των χρόνων, ίδρυσε πολλά κρυφά σχολειά και διασφάλισε ότι η ελληνική γλώσσα και η ορθόδοξη πίστη θα συνεχιζόταν και θα μεταλαμπαδευόταν στα νέα παιδιά των νησιών, παρά τις απόπειρες των φασιστών και της εκκλησίας της Ρώμης να αποκοπούν από τις ρίζες τους.

Για πολλά χρόνια ήταν ηγούμενος της μονής του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου στην Πάτμο. Επίσης ίδρυσε τη Γυναικεία Μονή του Ευαγγελισμού το 1937, η οποία χαρακτηρίζεται εως σήμερα σήμα κατατεθέν για τον πιστό. Έχει χαρακτηριστεί για τις πολλές αρετές του, την αγάπη του, την ταπεινότητά του και την πατρική του ανησυχία για τα πνευματικά παιδιά του.

Ο Γέροντας Αμφιλόχιος υπήρξε μεγάλος οπαδός της δύναμης του μοναχισμού και της χριστιανικής Ιεραποστολής. Ο ίδιος ταξίδεψε ως ιεροκήρυκας κατά τη διάρκεια όλων των πολεμικών ετών και αργότερα.

Επιπλέον ο γέροντας ίδρυσε πολλά μοναστήρια σε διάφορα ελληνικά νησιά και ήταν υπεύθυνος για τα ορφανοτροφεία και διάφορα άλλα φιλανθρωπικά ιδρύματα. Ο πρεσβύτερος εκοιμήθη το 1970

-->



πηγη

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΚΙ ΑΡΧΟΝΤΙΑ ΣΤΗ ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΜΑΣ-Π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ




Τρίτη 28 Αυγούστου 2018

''Οι ασθένειες της καρδιάς'' Σεβ. Μητρ.Λεμεσού κ.κ. Αθανασίου.



Πόσων ετών κοιμήθηκε η Παναγία μας;

-->


Η Παναγία μας προσφέρθηκε 3 ετών στο Ναό, από τους γονείς Της Ιωακείμ και Άννα. Εκεί έμεινε 12 έτη.

Σε ηλικία 15 ετών μνηστεύθηκε τον Ιωσήφ.Ο Αρχάγγελος Γαβριήλ την αποκάλεσε Κεχαριτωμένη φέρνοντάς Της, το χαρμόσυνο μήνυμα: ἰδοὺ συλλήψῃ ἐν γαστρὶ καὶ τέξῃ υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἰησοῦν. Οὗτος ἔσται μέγας καὶ υἱὸς ὑψίστου κληθήσεται.
 
Σε ηλικία 16 ετών η Παναγία εγέννησε τον Ιησού.

33 χρόνια μετά, ήταν παρούσα στα φρικτά Πάθη και  στην Σταύρωση του Υιού Της.
Έζησε μετά την Ανάληψη του Κυρίου, άλλα 10 χρόνια και σε ηλικία 59 ετών, μετέστη πρὸς τὴν ζωήν, μήτηρ ὑπάρχουσα τῆς ζωῆς.


 http://agiameteora.net

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018

"Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου..."




Γράφει ο Πρωτ. Αδαμάντιος Αυγουστίδης, Ψυχίατρος, Αναπλ. Καθηγητής της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών

Στις εφηβικές μου αναμνήσεις συνυπάρχουν τα πάρτι, η ροκ μουσική και η γιαγιά μου. Για εκείνην, η ροκ μουσική δεν ήταν παρά ένας κακότεχνος θόρυβος. Πάντως σεβόταν περισσότερο την νεανική μας σύγχυση, από όσο εμείς την νηφάλια σοφία της. Ήξερε που πηγαίναμε, αλλά ποτέ δεν έμπαινε στον πειρασμό να αντιπαρατεθεί προς ο, τι θεωρούσε φυσικό για την ηλικία μας. Σηκωνόταν, μας φιλούσε, ευχόταν να περάσουμε καλά, κι ύστερα προσέθετε να έχουμε τον Χριστό στην καρδιά μας εκεί που θα είμαστε, και ας κάνουμε ο, τι θέλουμε. Μετά μας σταύρωνε, ευχόταν να είναι η Παναγιά μαζί μας, και συμπλήρωνε διστακτικά, σαν να μην ήταν σίγουρη αν έπρεπε η όχι να το ξεστομίσει, να μην αργήσουμε, γιατί θα προσευχόταν για μας όσο λείπαμε και δεν άντεχε να ξενυχτάει…
Τελειόφοιτός της Ιατρικής, αφελώς πεπεισμένος για την παντοδυναμία της επιστήμης, βρέθηκα στην Μονή Τιμίου Προδρόμου στο Έσσεξ. Έμεινα μόνο λίγες μέρες στο μοναστήρι αλλά η ανακάλυψη υπήρξε συγκλονιστική. Οι μοναχοί ζούσαν με τον τρόπο της γιαγιάς μου. Αναγνωριστικά σημάδια: το κομποσχοίνι, το ανεπιτήδευτο χαμόγελο και η άνευ όρων αποδοχή του άλλου.

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα πήγα να δω τη γιαγιά. Μισοαστεία-μισοσοβαρά της είπα κάποια στιγμή: «Τόσα κομποσχοίνια έχεις, δεν θα μου δώσεις κι εμένα ένα;» Σοβάρεψε απότομα. Σχεδόν βούρκωσε. Πήγε και μου έφερε ένα κομποσχοίνι μεταξωτό και είπε: «Πάρτο. Είναι το δικό σου. Στο φυλάω τρία χρόνια και περίμενα πότε θα μου το ζητήσεις». Η γιαγιά μου περίμενε να γυρίσω από τα πάρτι, από την Αγγλία, από…. τον λανθασμένο δρόμο. Εγώ, και όσοι άλλοι συμπεριλαμβάνονταν στην προσευχή της…

Λίγους μήνες, πριν την αναχώρηση από τα επίγεια, με είχε πάρει ιδιαιτέρως και με αιφνιδίασε πάλι. Σε ένα χαρτοκιβώτιο είχε μαζέψει μία σειρά με όλα τα λειτουργικά βιβλία. Με την ίδια απλότητα, που μου έδωσε το «δικό μου» κομποσχοίνι, μου άφησε ρητή εντολή: «Αν κάποιος από σας γίνει ιερέας, θα τα κρατήσει αυτός. Αν όχι, θα βρεις κάποιο φτωχό ναό και θα τα δώσεις εκεί»…

Στην κηδεία της πολλοί άγνωστοι εμφανίστηκαν και μιλούσαν γι’ αυτήν με ευγνωμοσύνη. Όπως εκείνη η ηλικιωμένη κυρία, που έλεγε ότι η γιαγιά συνέχισε να την δέχεται στο σπίτι της, όταν όλοι την απέφευγαν. Και αυτό, γιατί απόκτησε ένα εξώγαμο παιδί λίγο μετά τον πόλεμο και την θεωρούσαν πόρνη. Διηγιόταν, ανάμεσα στα κλάματα, πως της έχωνε τσάντες με τρόφιμα κάτω από το παλτό, παρακαλώντας την να μην το μάθει κανείς…».

Η γιαγιά μου και πολλοί άλλοι ευλογημένοι παππούδες και γιαγιάδες αναπαύονται πια εν ειρήνη. Η ευθύνη για το σήμερα και το αύριο έχει περάσει στα χέρια μας. Καλούμαστε να καθρεφτίσουμε τον εαυτό μας στην παρακαταθήκη που μας άφησαν και να προβληματιστούμε σοβαρά για τον τρόπο, που θα διαχειριστούμε την πνευματική μας κληρονομιά.


 https://eptalofos.gr

Η πνευματική αρχοντιά του Γέρ. Αιμιλιανού




Γ. Πνευματική  αξιοπρέπεια  και   πνευματική  αρχοντιά.

«… Ήρθε » έλεγε , ο Γέροντας (Εφραίμ Κατουνακιώτης) « ( ο π. Αιμιλιανός) , κάθισε απέναντί  μου  στο  δωμάτιο, έβγαλε  το  σκληρό  σκούφο  του. Ντυμένος  σαν  πριγκηπόπουλο. ’ Είμαι  ηγούμενος  στα  Μετέωρα’είπε. ‘ Θα  ήθελα  να σας  ρωτήσω  για  τη  νοερά  προσευχή. – Στα  Μετέωρα  πολύς  κόσμος  Γέροντα. Να  έρθετε  στο Άγιον Όρος ’  του  απάντησα. Σαν  έφυγε  λέω : ‘ ας κάνω  προσευχή να  ιδώ  τι  άνθρωπος είναι  αυτός… Αυτός ο  άνθρωπος είναι ευωδία…» [568]. Με  πνευματική  ενάργεια, ο γέροντας  Εφραίμ  Κατουνακιώτης περιγράφει το  βίωμα , που  αποκτούσε  κανείς  στην  πρώτη  του  συνάντηση  με  το  γέροντα  Αιμιλιανό :  ένας  αρχοντικός  άνθρωπος , ο  οποίος   με  τη  ζωή  του  απέπνεε οσμή  ευωδίας  πνευματικής, ευωδίας  Χριστού[569]. Επειδή  συνειδητά επέλεγε  τη  σιωπή  και  την ολιγολογία , τον  εσωτερικό  του  κόσμο – πλούτο  πρόδιδε η βιοτή  του, η  πολιτεία  του, το  παράδειγμά  του, δίχως  καμμιά  επιτήδευση – εξωραϊσμό – διάθεση  αυτοπροβολής. Ήταν  πάντοτε  προσεκτικός, μετρημένος, τακτικός, φρόνιμος, συνετός. Το στέρεο  βήμα  του, οι  κινήσεις  των χεριών  του, ο  τρόπος της  αναπνοής ,ιδιαίτερα  κατά  την ώρα  της  Θείας  Λειτουργίας, στο  άγιο  Βήμα, στο θρόνο, στο  στασίδι, στην  τράπεζα , στο γραφείο, στο  παρεκκλήσι  του ηγουμενείου, στους  διαδρόμους της  μονής, παντού  μετέδιδε  μια  αρχοντιά  [570], μια  μεγαλοπρέπεια-ιεροπρέπεια.

    Ἦταν  χριστοτερπής  στους  τρόπους  του, ευθυτενής στο  παράστημα, διαπεραστικός στο βλέμμα, διαγνωστικός  στο  λόγο  του. «…Σε  διαπερνούσε διακριτικά, ευγενικά , πατρικά,  φιλόστοργα. Είχε  ένα  ηρωϊκό  και  συνάμα φιλάνθρωπο  φρόνημα. Μπορούσε  να  κάνει ο,τι πιο γενναίο και  πιο αγαθό  για να  σε  συνδράμει…» [571]. Διέθετε , ανθρωπιά, απλότητα, αμεσότητα, βάθος,  παρά  το  πλήθος  και  τον  πλούτο  των  γνώσεων  και  των  εμπειριών  του.  Με  ανεπιτήδευτο ύφος ,  δεν  παρίστανε  τον ηγούμενο ,  αλλά  άφηνε   να διακρίνεις  αμυδρά  τον  βαθύ  εαυτό  του , ο  οποίος  χαρακτηριζόταν  από ένα  «νοικοκυριό»  μιαν  οικονομία  προερχόμενη  από  τη Θεία  Οικονομία  με  τάξη και  τιμιότητα[572].

   Γλυκύς  στη  συμπεριφορά και  στην καθημερινή  αναστροφή  του  γνώριζε  τα  όρια  της  οικειότητος  και  επετύγχανε , όταν  τα υπερέβαινε  κανείς, με  μια  πρόσκαιρη στυφότητα να προσγειώνει  και  να επαναπροσανατολίζει  στο συνήθη  ρυθμό  της  μοναστικής  ζωής. Φιλόκαλος  κι  ευσχήμων αρεσκόταν  στην  αναζήτηση  του  τελείου και  του  πραγματικά  ωραίου,  ιδιαιτέρως  στα τεχνικά  και οικοδομικά , σεβόμενος  πάντοτε  την  παράδοση  και  απεχθανόμενος  κάθε  τι  προκλητικό, ανεπίκαιρο  και  πομπώδες.

   Τίποτε  όμως  δεν  τον  αποσπούσε  από  τη  βίωση  της  εσωτερικής  νήψεως γι’ αυτό  δεν  ταρασσόταν η  εσωτερική  του  ειρήνη και  χαρά[573]  από  περιττές μέριμνες , δυσκολίες, καταστροφές, προβλήματα. Ο γέροντας  Αιμιλιανός  ήταν  ένας  γνήσιος  πνευματικός  «αριστοκράτης» και  το  απέδειξε  περίτρανα με  τη  διαδοχή  του. Δεν  μέθυσε – πόθησε  την εξουσία ,  ώστε  να  αισθανθεί  απογυμνωμένος απ’ αυτήν, αλλά  τη  διακονία , που είναι αναφαίρετος  πλούτος  της  ψυχής[574]   κι  αίσθηση  ελευθερίας. Σ  ὅλη του  τη  ζωή  είναι  αξιοπρεπής και  μεγαλειώδης  κατά  το  πρότυπο  του  Κυρίου  ακόμη  και  στην  αντιμετώπιση  των   πολλών  ασθενημάτων  του  σώματος  και  δη  της  τελευταίας  ανήκεστης βλάβης  της  εύθραυστης  υγείας  του. Η  αξιοπρέπεια , για  τον π.Αιμιλιανό ,  δεν είναι ένα επικάλυμμα  του  εγωϊσμού και  των  επιθυμιών  μας  αλλά  μια  εσώτατη  λειτουργία  της  ψυχής  που  ισορροπεί  εντός  της  αποδεχόμενη  ταυτοχρόνως  την  ουδενότητά  της.

   Συμπερασματικά, όσον  αφορά  το  βίο  και  την  πολιτεία  του Γέροντος,  η  προσωπικότητά  του  θυμίζει  δίκαιο και  προφήτη της  Παλαιάς  Διαθήκης, χαριτωμένο, προσγειωμένο και  ταυτόχρονα ουράνιο άνθρωπο, φιλόστοργο , φιλογενή και  φιλόπαιδα  πατέρα, πεπειραμένο διδάσκαλο, βεβιωκότα οδηγό.
[Συνεχίζεται]

[568] Γέροντας Εφραίμ Κατουνακιώτης , οπ.παρ., σ. 91-2.

[569] Β΄ Κορ. 2, 15  και  Εφεσ. 5,2

[570] Πρβλ. Γέροντος Παϊσίου Λόγοι, τ. Α  σ. 35, 67, 249

[571] Μοναχού  Μωϋσέως Αγιορείτου, οπ. παρ., σ. 444

[572] Επισκόπου Αθανασίου Γιέβτις ,μνημ. εργ.,  στο ΣΥΝΑΞΙΣ  ΕΥΧΑΡΙΣΤΙΑΣ,  σ. 39-43

[573] Ιερομ. Σεραπίωνος Σιμωνοπετρίτου  , μνημ. εργ.,  σ.113

[574] «Τυπικόν»  Ι.Κ. Ευαγγελισμού  Ορμυλίας , στο   Κατηχήσεις τ.1, 186 κ.ε  σ.171  και 311.


Παρασκευή 24 Αυγούστου 2018

Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός: Η διδασκαλία του έκανε θαύματα!


Ο Ιερομάρτυρας, Άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός.

Όπως αναφέρει αυτήκοος μάρτυρας του κηρύγματος του Αγίου Κοσμά του Αιτωλού, η διδασκαλία του ήταν απλούστατη όπως αυτή των αλιέων Αποστόλων.

Και αυτός ήταν γαλήνιος και ήσυχος, και φαινόταν να είναι πλήρης της χάριτος, της ιλαρότητας και της ενθέου γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος.
Όπως αναφέρει ο αυτήκοος μάρτυρας:

“ο Θεός που κυβερνά και οικονομεί τα πάντα, συνηργούσε άνωθεν και εβεβαίωνε τους λόγους του Αγίου με σημεία και θαύματα, όπως ακριβώς συνέβαινε και κατά τις περιοδείες των Αποστόλων».
Ως παραδείγματα αναφέρει αυτά που συνέβησαν στην Κεφαλλονιά:
Στο νησί αυτό ζούσε κάποιος φτωχός ράφτης ο οποίος είχε το δεξί του χέρι για πολλά χρόνια  ακίνητο και άχρηστο. Αυτός, λοιπόν, κατέφυγε στον Άγιο και τον παρακάλεσε να τον θεραπεύσει.

Τότε ο άγιος Κοσμάς του είπε να παρακαλουθήσει με ευλάβεια την διδασκαλία του και ο Θεός θα τον ευσπλαχνισθεί. Ο φτωχός ράφτης υπάκουσε και αφού άκουσε ευλαβώς το κήρυγμα, την επόμενη μέρα θεραπεύτηκε τελείως!
Όταν κάποιος άλλος παράλυτος έμαθε αυτό το παράδοξο γεγονός, παρεκάλεσε και ο ίδιος και τον μετέφεραν εν ώρα διδασκαλίας του Ιερόμαρτυρα Κοσμά και έτσι μετά από λίγες μέρες έγινε καλά.
Στο κάστρο της Άσσου έμενε ένας ευγενής, ο οποίος από πολλά χρόνια ήταν εντελώς κουφός. Για τον λόγο αυτό πήγε και αυτός στον τόπο που δίδασκε ο Άγιος και έτσι έγινε καλά αμέσως!

Εσύ να πιστεύεις και θα δεις και μεγαλύτερα θαύματα!



Ο Γέροντας, Ιερομόναχος, Πατήρ Σίμων Αρβανίτης (1901-1988).


[Διήγηση Μοναχού Ζωσιμά]:

Μια μέρα είχε έλθει ένα πούλμαν στο μοναστήρι με 50 άτομα. Ο Γέροντας [ο Πατήρ Σίμων Αρβανίτης] μου είπε να τους δώσω να φάνε.

Εγώ ετοίμασα την τράπεζα και βλέπω ότι ψωμί δεν είχαμε· είχαμε μόνο ένα καρβέλι.

Τι να κάνω; το παίρνω και πηγαίνω στον Γέροντα και είπα:
– Γέροντα, δεν έχουμε ψωμί· μόνο αυτό το καρβέλι υπάρχει.

Και λέει:
– Φέρ’ το εδώ.
Το δίνω, το ευλόγησε και είπε:
– Μη φοβάσαι, και κόψ’ το στο καλάθι· θα φτάσει να φάνε και θα περισσέψει.

Το παίρνω εγώ και άρχισα να κόβω· έκοβα, έκοβα ψωμί και δεν τέλειωνε το καρβέλι!

Έφαγε όλο το πούλμαν και περίσσευσαν και κομμάτια ψωμί.
Το είπα αυτό στον Γέροντα και μου είπε:
– Εσύ να πιστεύεις και θα δεις και μεγαλύτερα θαύματα.

-->

Περπατούσε με σπασμένη την σπονδυλική του στήλη!



Άγιος Σεραφείμ της Βίριτσας (1866-1949).

Μια φορά ένας από τους κατοίκους της Βίριτσα έκανε σκι και έσπασε την σπονδυλική του στήλη. Οι συγγενείς του έτρεξαν αμέσως στον πατέρα Σεραφείμ [Άγιο Σεραφείμ της Βίριτσας] με την παράκληση να προσευχηθεί για την υγεία του.

Ο Γέροντας τους καθησύχασε, λέγοντάς τους ότι όλα θα πάνε καλά.
Όταν ήλθαν οι γιατροί και είδαν τον τραυματισμένο ένιωσαν μεγάλη έκπληξη και δεν μπόρεσαν να καταλάβουν πώς μπορεί ένας άνθρωπος με σπασμένη την σπονδυλική στήλη να περπατάει.

Τους είπαν ότι τον βοήθησε ο πατήρ Σεραφείμ. Και εκείνοι απάντησαν·
– Όταν υπάρχει ένας τέτοιος χειρουργός εμείς δεν έχουμε καμία δουλειά εδώ.




-->

Τετάρτη 22 Αυγούστου 2018

Δεν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν· ἐσκοτίσθη ὁ νοῦ μου ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου. (Αγ.Ισαάκ του Σύρου)




.. δέν ἔχω καρδίαν θλιβομένην πρός ἀναζήτησίν σου,
δεν ἔχω μετάνοιαν,δέν ἔχω κατάνυξιν,
οὐδέ δάκρυα, τά ὁποῖα ἐπαναφέρουσι τά τέκνα είς τήν ἰδίαν αὐτῶν πατρίδα.

Δεν ἔχω, δέσποτα, δάκρυον παρακλητικόν·
ἐσκοτίσθη ὁ νοῦ μου ἀπό τήν ματαιότητα τοῦ κόσμου,
καί δέν δύναται ν' ἀτενίσῃ πρός σέ μετά πόνου·
ἐψυχράνθη ἡ καρδία μου ἀπό τό πλῆθος τῶν πειρασμῶν,
καί δέν δύναται νά θερμανθῇ διά τῶν δακρύων τῆς πρός σέ ἀγάπης.

Ἀλλά σύ, Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ ὁ Θεός μου, ὁ θησαυρός τῶν ἀγαθῶν,
δώρησαί μοι τελείαν μετάνοια,
καί καρδίαν ἐπίπονον, ἵνα ὁλοψύχως ἐξέλθω εἰς ἀναζήτησίν σου·
διότι ἄνευ σοῦ θέλω ἀποξενωθῆ ἀπό παντός ἀγαθοῦ.

Χάρισαί μοι λοιπόν, ὦ ἀγαθέ, τήν χάριν σου·
ὁ πατήρ, ὅστις σ' ἐγέννησεν ἐκ τῶν κόλπων αὐτοῦ ἀχρόνως καί ἀϊδίως,
ἄς ἀνανεώσῃ εἰς ἐμέ τάς μορφάς τῆς εἰκόνος σου·
σ' ἐγκατέλιπον, μή μ' ἐγκαταλείπῃς·
ἐχωρίσθην ἀπό σοῦ, ἔξελθε εἰς ἀναζήτησίν μου,
καί εὑρών εἰσάγαγέ με εἰς τάς νομάς σου,
καί συναρίθμησόν με μετά τῶν προβάτων τῆς ἐκλεκτῆς σου ποίμνης,
καί διάθρεψόν με μετ' αὐτῶν ἐκ τῆς χλόης τῶν θείων σου μυστηρίων,
τῶν ὁποίων ὑπάρχει κατοικητήριον ἡ καθαρά καρδία,
εἰς τήν ὁποίαν ἀναφαίνεται ἡ ἔλλαμψις τῶν ἀποκαλύψεών σου,
ἡ ὁποία ἔλλαμψις εἶναι παρηγορία καί ἀναψυχή τῶν κοπιόντων διά σέ ἐν θλίψεσι καί διαφόροις ἀτιμίαις·
τῆς ὁποίας ἐλλάμψεως εἴθε ν' ἀξιωθῶμεν καί ἡμεῖς διά τῆς χάριτος καί φιλανθρωπίας σου,τοῦ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἰς τους αἰῶνας τῶν αἰώνων".Ἀμήν.



 https://proskynitis.blogspot.com

Τετάρτη 15 Αυγούστου 2018

Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου. Μακαριστός Αρχ. Γεώργιος Καψάνης


Ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστὸς μᾶς δίδει αὐτὴν τὴν δυνατότητα, νὰ ἑνωθοῦμε μὲ τὸν Θεὸ καὶ νὰ ἐπανέλθουμε στὸν πρωταρχικὸ σκοπὸ ποὺ εἶχε τάξει ὁ Θεὸς γιὰ τὸν ἄνθρωπο.

Γι᾿ αὐτὸ ἀναγγέλλεται ἀπὸ τὴν Ἁγία Γραφὴ ὡς ἡ ὁδός, ἡ θύρα, ὁ ποιμὴν ὁ καλός, ἡ ζωή, ἡ ἀνάσταση, τὸ φῶς. Εἶναι ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος διορθώνει τὸ λάθος τοῦ πρώτου Ἀδάμ. Ὁ πρῶτος Ἀδὰμ μᾶς χώρισε ἀπὸ τὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀνυπακοή του καὶ τὸν ἐγωισμό του.

Ὁ δεύτερος Ἀδάμ, ὁ Χριστός, μᾶς ἐπαναφέρει πάλι στὸν Θεὸ μὲ τὴν ἀγάπη Του καὶ τὴν ὑπακοή Του πρὸς τὸν Πατέρα, ὑπακοὴ μέχρι θανάτου, «θανάτου δὲ σταυροῦ». Προσανατολίζει πάλι τὴν ἐλευθερία μας πρὸς τὸν Θεό, ἔτσι ὥστε προσφέροντάς την σ᾿ Αὐτὸν νὰ ἑνωνόμαστε μαζί Του.

Τὸ ἔργο ὅμως τοῦ νέου Ἀδὰμ προϋποθέτει τὸ ἔργο τῆς νέας Εὔας, τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία καὶ αὐτὴ διόρθωσε τὸ λάθος τῆς παλαιὰς Εὔας.

Ἡ Εὔα ὤθησε τὸν Ἀδὰμ στὴν παρακοή. Ἡ νέα Εὔα, ἡ Παναγία, συντελεῖ στὸ νὰ σαρκωθεῖ ὁ νέος Ἀδάμ, ὁ ὁποῖος θὰ ὁδηγήσει τὸ ἀνθρώπινο γένος στὴν ὑπακοὴ τοῦ Θεοῦ.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ Κυρία Θεοτόκος, ὡς καὶ τὸ πρῶτο ἀνθρώπινο πρόσωπο ποὺ ἐπέτυχε τὴν θέωση - κατ᾿ ἐξαίρετο καὶ ἀνεπανάληπτο μάλιστα τρόπο, διαδραμάτισε στὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας ὄχι ἁπλῶς βασικὸ ρόλο, ἀλλὰ ἀναγκαῖο καὶ ἀναντικατάστατο.

Ἐὰν ἡ Παναγία δὲν εἶχε προσφέρει μὲ τὴν ὑπακοή της τὴν Ἐλευθερία της στὸν Θεὸ καί, κατὰ τὸν ἅγιο Νικόλαο Καβάσιλα, τὸν μεγάλο θεολόγο τοῦ ΙΔ´ αἰῶνος, δὲν εἶχε πεῖ τὸ "ναί" στὸν Θεό, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ ὁ Θεός.

Διότι ὁ Θεὸς ποὺ ἔδωσε τὴν ἐλευθερία στὸν ἄνθρωπο δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὴν παραβιάσει.

Δὲν θὰ μποροῦσε νὰ σαρκωθεῖ, ἐὰν δὲν εὑρίσκετο μιὰ τέτοια ἁγνή, παναγία, ἀκηλίδωτη ψυχὴ σὰν τὴν Θεοτόκο, ἡ ὁποία θὰ προσέφερε ὁλοκληρωτικὰ τὴν ἐλευθερία της, τὴν θέλησή της, τὸν ἑαυτό της ὅλο στὸν Θεό, ὥστε νὰ Τὸν ἑλκύσει πρὸς τὸν ἑαυτό της καὶ πρὸς ἡμᾶς.

Ὀφείλουμε πολλὰ στὴν Παναγία μας.

Γι᾿ αὐτὸ ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ εὐλαβεῖται τόσο πολὺ τὴν Θεοτόκο...

Γι᾿ αὐτὸ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς, συνοψίζοντας τὴν Πατερικὴ θεολογία, λέγει ὅτι ἡ Παναγία μας ἔχει τὰ δευτερεῖα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὅτι εἶναι θεὸς μετὰ τὸν Θεόν, μεθόριο μεταξὺ κτιστοῦ καὶ ἄκτιστου.

«Προΐσταται τῶν σωζομένων», κατ᾿ ἄλλη ὡραία ἔκφραση θεολόγου τῆς Ἐκκλησίας μας. Ὁ δὲ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης, ὁ νεώτερος αὐτὸς ἀπλανὴς φωστὴρ καὶ διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει ὅτι καὶ αὐτὰ τὰ ἀγγελικὰ τάγματα φωτίζονται ἀπὸ τὸ φῶς ποὺ λαμβάνουν ἀπὸ τὴν Παναγία.

Γι᾿ αὐτὸ καὶ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία μας ἐγκωμιάζεται ὡς «τιμιωτέρα τῶν Χερουβεὶμ καὶ ἐνδοξοτέρα ἀσυγκρίτως τῶν Σεραφείμ».

Ἡ σάρκωσις τοῦ Λόγου καὶ ἡ θέωσις τοῦ ἀνθρώπου εἶναι τὸ μέγα μυστήριο τῆς Πίστεως καὶ Θεολογίας μας.

Αὐτὸ ζεῖ κάθε ἡμέρα ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας μὲ τὰ μυστήριά της, τὴν ὑμνολογία της, τὶς εἰκόνες της, μὲ ὅλη τὴν ζωή της. Ἀκόμη καὶ ἡ ἀρχιτεκτονικὴ ἑνὸς Ὀρθόδοξου Ναοῦ αὐτὸ μαρτυρεῖ.

Ὁ τροῦλος τῶν ἐκκλησιῶν, πάνω στὸ ὁποῖο εἶναι ζωγραφισμένος ὁ Παντοκράτωρ, συμβολίζει τὴν κάθοδο τοῦ Οὐρανοῦ στὴν γῆ.

Ὅτι ὁ Κύριος «ἔκλινεν οὐρανοὺς καὶ κατέβη». Ὅτι ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος «καὶ ἐσκήνωσεν ἐν ἡμῖν», ὅπως γράφει ὁ Εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης (Ἰω. α´ 14).

Ἐπειδὴ δὲ ἔγινε ἄνθρωπος διὰ τῆς Θεοτόκου, εἰκονίζουμε τὴν Θεοτόκο τὴν κόγχη τοῦ ἱεροῦ, γιὰ νὰ δείξουμε ὅτι δι᾿ αὐτῆς ὁ Θεὸς ἔρχεται στὴν γῆ καὶ στοὺς ἀνθρώπους.


Αὐτὴ εἶναι «ἡ γέφυρα δι᾿ ἧς κατέβη ὁ Θεός» καὶ πάλι «ἡ μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν», ἡ Πλατυτέρα τῶν οὐρανῶν, ἡ χώρα τοῦ ἀχωρήτου, ποὺ ἐχώρησε μέσα της τὸν ἀχώρητο Θεὸ γιὰ τὴν σωτηρία μας.

Στὴν συνέχεια δείχνει ἡ Ἐκκλησία μας τοὺς θεωμένους ἀνθρώπους. Αὐτοὺς ποὺ ἔγιναν θεοὶ κατὰ Χάριν, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος.

Γι᾿ αὐτὸ στὶς Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες μας μποροῦμε καὶ εἰκονίζουμε ὄχι μόνο τὸν σαρκωθέντα Θεό, τὸν Χριστό, καὶ τὴν ἄχραντο Μητέρα Του, τὴν Κυρία Θεοτόκο, ἀλλὰ καὶ τοὺς Ἁγίους, γύρω καὶ κάτω ἀπὸ τὸν Παντοκράτορα.

Σ᾿ ὅλους τοὺς τοίχους τοῦ Ναοῦ ζωγραφίζουμε τὰ ἀποτελέσματα τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ: Τοὺς ἁγίους καὶ θεωμένους ἀνθρώπους.

Ἄρα εἰσερχόμενοι μέσα σὲ ἕνα ὀρθόδοξο Ναὸ καὶ βλέποντας τὴν ὡραία ἁγιογράφηση, ἀμέσως λαμβάνουμε μία ἐμπειρία: Μαθαίνουμε ποιὸ εἶναι τὸ ἔργο τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν ἄνθρωπο, ποιὸς εἶναι ὁ σκοπὸς τῆς ζωή μας.

Ὅλα στὴν Ἐκκλησία ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν θέωση τοῦ ἀνθρώπου.

Ἡ συμβολὴ τῆς Θεοτόκου στὴν θέωσι τοῦ ἀνθρώπου

Μακαριστός Αρχ. Γεώργιος Καψάνης

Σχόλιο Π. Κοινωνίας: Και μία συγκλονιστική μαρτυρία, για την συμβολή της Κυρίας Θεοτόκου, την μεταλαμπάδευση του ''άυλου πυρ'', του Φωτός της Μεταμορφώσεως, μέσω της θαυματουργής εικόνας της Παναγίας της Πορταΐτισσας, σε προσκυνητή, το κάλεσμα της μοναχικής κλήσης...

'' Έφτασα στη Μονή, όπου συνάντησα τους δύο συμφοιτητές μου, Κύπριοι στην καταγωγή...''

 Άρχισε ο ένας να μου εξιστορεί πώς έγινε μοναχός...

Ο ίδιος δεν είχε καμιά σκέψη να γίνει μοναχός. Μάλιστα είχε έρθει στο Άγιο Όρος κάποιες φορές, τριγύρισε, του άρεσε, αλλά μέχρι εκεί...

Την τελευταία όμως φορά που επισκέφτηκε το Άγιο Όρος, πήγε και προσκύνησε την Παναγία στην Ιβήρων....

- Ξαφνικά, ένοιωσα μια φωτιά να βγαίνει από την εικόνα και να μπαίνει μέσα μου.

- Και μετά τι έγινε;

- Ήρθα, στη Θεσσαλονίκη, έκατσα περίπου 3 μήνες, αλλά δεν άντεξα άλλο...

Έπρεπε να γυρίσω πίσω.

Τίποτα πια δεν ήταν στη ζωή μου το ίδιο μετά από αυτό. Με πιστεύεις;

- Σε πιστεύω.......


 https://pneumatoskoinwnia.blogspot.com
-->

ΡΕΜΒΑΣΜΟΣ ΤΟΥ ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΥ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ





ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ

ΑΠΑΝΤΑ

ΤΟΜΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟΣ

ΚΡΙΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ν. Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΔΟΜΟΣ

ΑΘΗΝΑ 1985

Σελ. 85-97

Ἀνάμεσα εἰς συντρίμματα καὶ ἐρείπια, λείψανα παλαιᾶς κατοικίας ἀνθρώπων ἐν μέσῳ ἀγριοσυκῶν, μορεῶν μὲ ἐρυθροὺς καρπούς, εἰς ἔρημον τόπον, ἀπόκρημνον ἀκτὴν πρὸς μίαν παραλίαν βορειοδυτικὴν τῆς νήσου, ὅπου τὴν νύκτα ἑπόμενον ἦτο νὰ βγαίνουν καὶ πολλὰ φαντάσματα, εἴδωλα ψυχῶν κουρασμένων, σκιαὶ ἐπιστρέφουσαι, καθὼς λέγουν, ἀπὸ τὸν ἀσφοδελὸν λειμῶνα, ἀφήνουσαι κενὰς οἰμωγὰς εἰς τὴν ἐρημίαν, θρηνοῦσαι τὸ πάλαι ποτὲ πρόσκαιρον σκήνωμά των εἰς τὸν ἐπάνω κόσμον ― ἐκεῖ ανάμεσα ἐσώζετο ἀκόμη ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Δὲν ὑπῆρχε πλέον οἰκία ὀρθή, δὲν ὑπῆρχε στέγη καὶ ἄσυλον, εἰς ὅλον τὸ ὀροπέδιον ἐκεῖνο, παρὰ τὴν ἀπορρῶγα ἀκτήν. Μόνος ὁ μικρὸς ναΐσκος ὑπῆρχε, καὶ εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου ὁ Φραγκούλης Κ. Φραγκούλας εἶχε κτίσει μικρὸν ὑπόστεγον, καλύβην μᾶλλον ἢ οἰκίαν, λαβὼν τὴν ξυλείαν, ὅσην ἠδυνήθη νὰ εὕρῃ, καί τινας λίθους ἀπὸ τὰ τόσα τριγύρω ἐρείπια, διὰ νὰ στεγάζεται προχείρως ἐκεῖ καὶ καπνίζῃ ἀκατακρίτως τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν*, ἔξω τοῦ ναοῦ, ὁ φιλέρημος γέρων.

Ὁ ναΐσκος ἦτο ἰδιόκτητος· πρᾶγμα σπάνιον εἰς τὸν τόπον, λείψανον παλαιοῦ θεσμοῦ· ἦτον κτῆμα αὐτοῦ τοῦ γέροντος Φραγκούλα. Ὁ ἀξιότιμος πρεσβύτης, φέρων ὅλα τὰ ἐξωτερικὰ γνωρίσματα προεστοῦ, ὡραῖον φέσι τοῦ Τουνεζίου, ἐπανωβράκι* τσόχινον, μὲ ζώνην πλατεῖαν κεντητήν, μακρὰν τσιμπούκαν μὲ ἠλέκτρινον μαμέν, καὶ κρατῶν μὲ τὴν ἀριστερὰν ἠλέκτρινον μακρὸν κομβολόγιον, δὲν ἦτο καὶ πολὺ γέρων, ὣς πενηνταπέντε χρόνων ἄνθρωπος. Κατήγετο ἀπὸ τὴν ἀρχαιοτέραν καὶ πλέον γνησίως αὐτόχθονα οἰκογένειαν τοῦ τόπου. Ἦτον ἐκ νεαρᾶς ἡλικίας εὐσταλής, ὑψηλός, λεπτὸς τὴν μέσην, μελαχροινός, μὲ ἁδροὺς χαρακτῆρας τοῦ προσώπου, δασείας ὀφρῦς, ὀφθαλμοὺς μεγάλους, ὀγκώδη ρῖνα, χονδρὰ χείλη προέχοντα. Ἠγάπα πολὺ τὰ μουσικά, τά τε ἐκκλησιαστικὰ καὶ τὰ ἐξωτερικά, ὑπῆρξε δὲ μὲ τὴν χονδρὴν ἀλλὰ παθητικὴν φωνήν του ψάλτης καὶ τραγουδιστὴς εἰς τὸν καιρόν του μέχρι γήρατος.

Τὴν Σινιώραν, ὡραίαν νέαν, λεπτοφυῆ, λευκοτάτην, τὴν εἶχε νυμφευθῆ ἀπὸ ἔρωτα. Ἤδη εἶχε συζήσει μαζί της ὑπὲρ τὰ εἴκοσι πέντε ἔτη, καὶ εἶχεν ἀποκτήσει τέσσαρας υἱοὺς καὶ τρεῖς θυγατέρας. Ἀλλὰ τώρα, εἰς τὸν οὐδὸν τοῦ γήρατος, δὲν συνέζη πλέον μαζί της.

Εἶχε χωρίσει ἅπαξ ἤδη, ἀφοῦ ἐγεννήθησαν τὰ τέσσαρα πρῶτα παιδία, δύο υἱοὶ καὶ δύο θυγατέρες· ὁ πρῶτος οὗτος χωρισμὸς διήρκεσεν ἐπί τινας μῆνας. Εἶτα ἐπῆλθε συνδιαλλαγὴ καὶ συμβίωσις πάλιν. Τότε ἐγεννήθησαν ἄλλα δύο τέκνα, υἱὸς καὶ θυγάτριον. Εἶτα ἐπῆλθε δεύτερος χωρισμός, ὑπὲρ τὸ ἔτος διαρκέσας. Μετὰ τὸν χωρισμόν, δευτέρα συνδιαλλαγη. Τότε ἐγεννήθη ὁ τελευταῖος υἱός. Ἀκολούθως ἐπῆλθε μακρὸς χωρισμὸς μεταξὺ τῶν συζύγων. Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμός, μετὰ πολλὰς ἀγόνους ἀποπείρας συνδιαλλαγῆς, διήρκει ἤδη ἀπὸ τριῶν ἐτῶν καὶ ἡμίσεος. Δὲν ἦτο πλέον φόβος νὰ γεννηθοῦν ἄλλα τέκνα. Ἡ Σινιώρα ἦτον ὑπερτεσσαρακοντοῦτις ἤδη.

Τὴν ἑσπέραν ἐκείνην, τῆς 13 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 186… ἐκάθητο μόνος, ὁλομόναχος, ἔξω τοῦ ναΐσκου, εἰς τὸ προαύλιον, ἔμπροσθεν τῆς καλύβης τὴν ὁποίαν εἶχε κτίσει, ἐκάπνιζε τὸ τσιμπούκι του, κ᾿ ἐρρέμβαζεν. Ὁ καπνὸς ἀπὸ τὸν λουλὰν ἀνέθρῳσκε καὶ ἀνέβαινεν εἰς κυανοῦς κύκλους εἰς τὸ κενόν, καὶ οἱ λογισμοὶ τοῦ ἀνθρώπου ἐφαίνοντο νὰ παρακολουθοῦν τοὺς κύκλους τοῦ καπνοῦ, καὶ νὰ χάνωνται μετ᾿ αὐτῶν εἰς τὸ ἀχανές, τὸ ἄπειρον. Τί ἐσκέπτετο;

Βεβαίως, τὴν σύζυγόν του, μὲ τὴν ὁποίαν ἦσαν εἰς διάστασιν, καὶ τὰ τέκνα του, τὰ ὁποῖα σπανίως ἔβλεπεν. Ἐσχάτως τοῦ εἶχον παρουσιασθῆ, πρώτην φορὰν εἰς τὴν ζωήν του, καὶ οἰκονομικαὶ στενοχωρίαι. Ὁ Φραγκούλας ἦτο μεγαλοκτηματίας. Εἶχε παμπόλλους ἐλαιῶνας, ἀμπέλια ἀρκετά, καὶ χωράφια ἀμέτρητα. Μόνον ἀπὸ τὸν ἀντίσπορον τῶν χωραφίων ἠμποροῦσε νὰ μὴν ἀγοράζῃ ψωμὶ δι᾿ ὅλου τοῦ ἔτους, αὐτὸς καὶ ἡ οἰκογένειά του. Οἱ δὲ ἐλαιῶνες, ὅταν ἐκαρποφόρουν, ἔδιδον ἀρκετὸν εἰσόδημα. Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ δὲν εἰργάζετο ποτὲ μόνος του, τὰ ἔξοδα «τὸν ἔτρωγαν»! Εἶτα αὐξανομένης τῆς οἰκογενείας, συνηυξάνοντο καὶ αἱ ἀνάγκαι. Καὶ ὅσον ηὔξανον τὰ ἔξοδα, τόσον τὰ ἔσοδα ἠλαττοῦντο. Ἦλθαν «δυστυχισμένες χρονιές», ἀφορίαι, συμφοραί, θεομηνίαι. Εἶτα, διὰ πρώτην φοράν, ἔλαβεν ἀνάγκην μικρῶν δανείων. Δὲν ἐφαντάζετο ποτὲ ὅτι μία μικρὰ κάμπη ἀρκεῖ διὰ νὰ καταστρέψῃ ὁλόκληρον φυτείαν. Ἀπηυθύνθη εἰς ἕνα τοκογλύφον τοῦ τόπου.

Οἱ τοιοῦτοι ἦσαν ἄνθρωποι «φερτοί», ἀπ᾿ ἔξω, καὶ ὅταν κατέφυγον εἰς τὸν τόπον, ἐν ὥρᾳ συμφορᾶς καὶ ἀνεμοζάλης, κατὰ τὴν Μεγάλην Ἐπανάστασιν ἢ κατὰ τὰ ἄλλα κινήματα τὰ πρὸ αὐτῆς, ἀρχομένης τῆς ἑκατονταετηρίδος, κανεὶς δὲν ἔδωκε προσοχὴν καὶ σημασίαν εἰς αὐτούς.

Ἀλλ᾿ ἐπειδὴ οἱ ἐντόπιοι εἶχον ἀποκλειστικὴν προσήλωσιν εἰς τὰ κτήματα, οὗτοι, οἱ ἐπήλυδες, ὡς πράττουσιν ὅλοι οἱ φύσει καὶ θέσει Ἑβραῖοι, ἔδωκαν ὅλην τὴν σημασίαν καὶ τὴν προσοχήν των εἰς τὰ χρήματα. Ἤνοιξαν ἐργαστήρια, μαγαζεῖα, κ᾿ ἐμπορεύοντο, κ᾿ ἐχρηματίζοντο. Εἶτα ἦλθεν ὥρα, ὅπως καὶ τώρα καὶ πάντοτε συμβαίνει, ὁπότε οἱ ἐντόπιοι ἔλαβον ἀνάγκην τῶν χρημάτων, καὶ τότε ἤρχισαν νὰ ὑποθηκεύουν τὰ κτήματα. Ἑωσότου παρῆλθε μία γενεά, ἢ μία καὶ ἡμίσεια, καὶ τὰ χρήματα ἐπέστρεψαν εἰς τοὺς δανειστάς, συμπαραλαβόντα μεθ᾿ ἑαυτῶν καὶ τὰ κτήματα.

Ἕως τότε δὲν εἶχε συλλογισθῆ τοιαῦτα πράγματα ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας, οὔτε τὸν ἔμελε ποτέ του περὶ χρημάτων. Ἀλλ᾿ ἐπ᾿ ἐσχάτων, εἶχε λάβει ἀνάγκην καὶ δευτέρου καὶ τρίτου δανείου, καὶ οἱ δανεισταὶ προθύμως τοῦ ἔδιδαν, ἀλλ᾿ ἀπῄτουν νὰ τοὺς καθιστᾷ ὑπέγγυα τὰ καλύτερα κτήματα, ἐκ τῶν ὁποίων ἕκαστον εἶχε, κατ᾿ αὐτὸν ἐκτιμητήν, δεκαπλασίαν ἀξίαν τοῦ ποσοῦ τοῦ δανειζομένου. Πλὴν φεῦ! αὐτὸς δὲν ἦτο ὁ μόνος καημός του…

Ὁ Φραγκούλης Φραγκούλας δὲν ἐφόρει πλέον τὸ ὡραῖόν του μαῦρον φέσι, τὸ τουνεζιάνικον· ἔφερεν οἰκιακὸν μαῦρον σκοῦφον ἐπὶ τῆς κεφαλῆς. Ἀλλ᾿ εὑρίσκετο σήμερον εἰς τὴν ἐξοχήν. Ἐὰν τὸν συνηντῶμεν τὴν προτεραίαν εἰς τὴν ἀγοράν, κάτω εἰς τὴν πολίχνην, θὰ ἐβλέπομεν ὅτι εἶχε βάψει μαῦρον τὸ φέσι του… Εἶχε πρόσφατον πένθος.

«Ἄχ! Τό ᾽χασα, τὸ καημένο μ᾿, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!»

Ὁ γερο-Φραγκούλης ἐστέναξε, καὶ εἶχε δίκαιον νὰ στενάξῃ. Τὸ καλύτερον κοράσιόν του, τὸ τρίτον, τὸ μικρότερον, δεκατετραετὲς μόλις τὴν ἡλικίαν ―τὸ ὁποῖον εἶχε γεννηθῆ κατά τι διάλειμμα ἔρωτος μεταξὺ δύο χωρισμῶν― τοῦ εἶχεν ἀποθάνει πρὸ ὀλίγων μηνῶν…

Καὶ αὐτὸς ἦλθεν εἰς τὴν Παναγίαν, διὰ νὰ κλαύσῃ καὶ νὰ πῇ τὸν πόνον του. Ἦτον κτῆμά του ὁ ναΐσκος τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας. Τὸ ἐκκλησίδιον ἦτον εὐπρεπέστατον, ὡραῖα στολισμένον καὶ εἶχε καλὰς εἰκόνας, καὶ μάλιστα τὴν φερώνυμον, τὴν γλυκεῖαν Παναγίαν τὴν Πρέκλαν, σκαλιστὸν χρυσωμένον τέμπλον, πολυέλεον καὶ μανουάλια ὀρειχάλκινα, κανδήλια ἀργυρᾶ. Ἔφερε πάντοτε ὁ ἰδιοκτήτης μαζί του τὴν βαρεῖαν ὑπερμεγέθη κλεῖδα τῆς δρυΐνης θύρας τῆς στερεᾶς, καὶ δὲν ἔλειπε συχνὰ νὰ ἐπισκέπτεται τὴν Παναγίαν του· ἱερόσυλος εὐτυχῶς κανεὶς ἀκόμη δὲν εἶχεν ἀναφανῆ εἰς τὰ μέρη αὐτά.

Ἦτον ἡ προπαραμονὴ τῆς ἑορτῆς, ὅτε θὰ ἐτελεῖτο πανήγυρις εἰς τὸν ναΐσκον, τιμώμενον ἐπ᾿ ὀνόματι τῆς Κοιμήσεως. Θὰ ἤρχοντο ἀπὸ τὸν τόπον πολλαὶ οἰκογένειαι καὶ ἄτομα, δωδεκάδες τινὲς προσκυνητῶν καὶ πανηγυριστῶν, καὶ ὁ παπα-Νικόλας, ὁ συμπέθερός του. Εἰς τὸν παπα-Νικόλαν ὁ Φραγκούλας ἔδιδε διὰ τὸν κόπον του ἓν τάλληρον, περιπλέον δὲ εἰσέπραττεν ὁ παπὰς διὰ λογαριασμόν του τὰς δεκάρας, ὅσας ἔδιδαν αἱ γυναῖκες «διὰ νὰ γράψουν τὰ ὀνόματα» ἢ τὰ «ψυχοχάρτια».

Ὅλα τ᾿ ἄλλα, προσφοράς, ἀρτοκλασίας, πώλησιν κηρίων, κτλ. τὰ εἰσέπραττεν ὁ Φραγκούλας ὡς εἰσόδημα ἰδικόν του…

Καὶ τώρα τοὺς ἐπερίμενε νὰ ἔλθουν πάλιν… καὶ ἀνελογίζετο πῶς ἄλλοτε, ὅταν ἦτον νέος ἀκόμη, μετὰ τὸν πρῶτον χωρισμὸν ἀπὸ τὴν γυναῖκά του, ἡ πανήγυρις αὐτὴ τῆς Παναγίας τῆς Κοιμήσεως ἔγινεν ἀφορμὴ διὰ νὰ ἐπέλθῃ συνδιαλλαγὴ μετὰ τῆς γυναικός του. Κατόπιν τῆς συνδιαλλαγῆς ἐκείνης ἐγεννήθη ὁ τρίτος υἱός, καὶ τὸ Κουμπώ, τὸ θυγάτριον τὸ ὁποῖον ἐθρήνει τώρα ὁ γερο-Φραγκούλας…

«Τό ᾽χασα τὸ καημένο μου, τὸ εὐάγωγο, τό ᾽χασα!…»

Ὤ, δὲν ἐλυπεῖτο τώρα τόσον πολὺ τὸν ἀπὸ τῆς γυναικός του χωρισμόν ―τὴν ὁποίαν ἄλλως τρυφερῶς ἠγάπα― ὅσον ἐθρήνει τὴν σκληρὰν ἀπώλειαν ἐκείνην τῆς κορασίδος, τὴν ὁποίαν εἰς τὸν ἄλλον κόσμον ἤλπιζε μόνον νὰ ἐπανεύρῃ… Καὶ κατενύσσετο πολὺ ἡ καρδία του κ᾿ ἐθλίβετο… Καὶ ἀνελογίσθη ὅτι τὸ πάλαι ἐδῶ οἱ χριστιανοί, ὅσοι ἦσαν ὡς αὐτὸς τεθλιμμένοι, εἰς τὸν ναΐσκον αὐτὸν τῆς Παναγίας τῆς Πρέκλας, ἤρχοντο τὰς ἡμέρας αὐτὰς νὰ εὕρωσι, διὰ τῆς ἐγκρατείας καὶ τῆς προσευχῆς καὶ τοῦ ἱεροῦ ᾄσματος, ἀναψυχὴν καὶ παραμυθίαν… Τὸν παλαιὸν καιρόν, πρὸ τοῦ Εἰκοσιένα, ὅταν τὸ σήμερον ἔρημον καὶ κατηρειπωμένον χωρίον ἐκατοικεῖτο ἀκόμη, ὅλοι οἱ κάτοικοι καὶ τῶν δύο ἐνοριῶν ἤρχοντο εἰς τὸν ναὸν τῆς Πρέκλας, ὅστις ἦτο ἁπλοῦν παρεκκλήσιον, ν᾿ ἀκούσωσι τὰς ψαλλομένας Παρακλήσεις, καθ᾿ ὅλον τὸν Δεκαπενταύγουστον…

Ἄφησεν εἰς τὴν ἄκρην τὸ τσιμπούκι, τὸ ὁποῖον εἶχε σβήσει ἤδη ἀνεπαισθήτως, ἐν μέσῳ τῆς ἀλλοφροσύνης καὶ τῶν ρεμβασμῶν τοῦ καπνιστοῦ, καὶ ἀκουσίως ἤρχισε νὰ ὑποψάλλῃ.

Ἔλεγε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν κανόνα τὸν εἰς τὴν Παναγίαν, ὅπου διεκτραγῳδοῦνται τὰ παθήματα καὶ τὰ βάσανα μιᾶς ψυχῆς, καὶ τὴν σειρὰν ὅλην τῶν κατανυκτικῶν ὕμνων, ὅπου εἷς βασιλεὺς Ἕλλην, διωγμένος, πολεμημένος, στενοχωρημένος, ἀπὸ Λατίνους καὶ Ἄραβας καὶ τοὺς ἰδικούς του, διεκτραγῳδεῖ πρὸς τὴν Παναγίαν τοὺς ἰδίους πόνους του, καὶ τοὺς διωγμοὺς ὅσους ὑπέφερεν ἀπὸ τὰ στίφη τῶν βαρβάρων, τὰ ὁποῖα ὀνομάζει νέφη.

Εἶτα, κατὰ μικρόν, ἀφοῦ εἶπεν ὅσα τροπάρια ἐνθυμεῖτο ἀπὸ στήθους, ὕψωσεν ἀκουσίως τὴν φωνήν, καὶ ἤρχισε νὰ μέλπῃ τὸ ἀθάνατον ἐκεῖνο:

«Ἀπόστολοι ἐκ περάτων, συναθροισθέντες ἐνθάδε,
Γεθσημανῇ τῷ χωρίῳ, κηδεύσατέ μου τὸ σῶμα.
 Καὶ σύ, Υἱὲ καὶ Θεέ μου, παράλαβέ μου τὸ πνεῦμα».

… Καὶ εἶτα προσέτι, παρεκάλει διὰ τοῦ ᾄσματος τὴν Παναγίαν, νὰ εἶναι μεσίτρια πρὸς τὸν Θεόν, «μὴ μοῦ ἐλέγξῃ τὰς πράξεις, ἐνώπιον τῶν ἀγγέλων…» Ὤ, αὐτὸ εἶχε τὴν δύναμιν καὶ τὸ προνόμιον νὰ κάμνῃ πολλὰ ζεύγη ὀφθαλμῶν νὰ κλαίωσι τὸν παλαιὸν καιρόν, ὅταν οἱ ἄνθρωποι ἔκλαιον ἀκόμη ἑκούσια δάκρυα ἐκ συναισθήσεως…

Ὁ γερο-Φραγκούλας ἐπίστευε καὶ ἔκλαιεν… Ὤ, ναί, ἦτον ἄνθρωπος ἀσθενής· ἠγάπα καὶ ἡμάρτανε καὶ μετενόει… Ἠγάπα τὴν θρησκείαν, ἠγάπα καὶ τὴν σύζυγον καὶ τὰ τέκνα του, ἐπόθει ἀκόμη τὸν συζυγικὸν βίον, ἐπόθει καὶ τὸν βίον τὸν μοναχικόν. Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχεν ἀγαπήσει ἐξ ὅλης καρδίας τὴν Σινιωρίτσαν του… καὶ τὴν ἠγάπα ἀκόμη. Ἀλλ᾿ ὅσον τρυφερὸς ἦτο εἰς τὸν ἔρωτα, τόσον εὐεπίφορος εἰς τὸ πεῖσμα, καὶ τόσον γοργὸς εἰς ὀργήν. Ὤ! ἀτέλειαι τῶν ἀνθρώπων.

Τώρα, εἰς τοὺς τελευταίους χρόνους, εἶχε γνωρίσει ἀκόμη καὶ τὴν οἰκονομικὴν στενοχωρίαν, τὸ παράπονον τῆς ξεπεσμένης ἀρχοντιᾶς, τὰς πιέσεις καὶ τὰς ἀπειλὰς τῶν τοκογλύφων. «Τὸ διάφορο, κεφάλι*! τὸ διάφορο, κεφάλι!» Ἐπὶ τέσσαρας ἐνιαυτοὺς ἦτο ἀφορία, αἱ ἐλαῖαι δὲν ἐκαρποφόρησαν· ὁ καρπὸς εἶχε προσβληθῆ ἀπὸ ἄγνωστον ἀσθένειαν, διὰ τὰς ἁμαρτίας τῶν ἰδιοκτητῶν. Εἶχαν κιτρινίσει καὶ μαυρίσει αἱ ἐλαῖαι, καὶ ἦσαν γεμᾶται ἀπὸ βοῦλες, καὶ εἶχαν πέσει ἄκαιρα. Τόσα «ὑποστατικά», τόσα «μούλκια»*, τόσο «βιός», ἀγύριστα* κτήματα, σχεδὸν τσιφλίκια, ἠπειλοῦντο νὰ περιέλθωσιν εἰς χεῖρας τῶν τοκογλύφων. ― Ἐγέννα ἢ ὄχι ἡ γῆ, ἐκαρποφόρουν ἢ ὄχι τὰ δένδρα, ὁ τόκος δὲν ἔπαυε. Τὰ κεφάλαια «ἔτικτον». Ἔπαυσε νὰ τίκτῃ ἡ γόνιμος (ὅπως λέγει ὁ Ἅγ. Βασίλειος), ἀφοῦ τὰ ἄγονα ἤρχισαν κ᾿ ἐξηκολούθουν νὰ τίκτουν…

Ἀνελογίζετο αὐτά, κ᾿ ἔκλαιεν ἡ ψυχή του. Δὲν ἤλπιζε πλέον, οὔτε ηὔχετο σχεδόν, νὰ ἤρχετο ἡ Σινιωρίτσα αὔριον, εἰς τὴν πανήγυριν, ὅπως ἤρχετο τακτικὰ κάθε χρόνον, ἄλλοτε, ὅταν ἦσαν «μονοιασμένοι» ― ὅπως εἶχεν ἔλθει καὶ ἅπαξ, εἰς καιρὸν ὁποὺ εὑρίσκοντο χωρισμένοι, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν… Τώρα μόνον ἡ ψυχὴ τῆς Κούμπως, τῆς ἀθῴας μικρᾶς παρθένου, εἴθε νὰ παρίστατο ἀοράτως εἰς τὴν πανήγυριν, ἀγαλλομένη.

Ὤ! ἄλλοτε, πρὸ δεκαπέντε ἐτῶν, πρὶν γεννηθῇ ἀκόμη ἡ Κούμπω ― ναί, ἡ Παναγία εἶχε δωρήσει τὸ ἁβρὸν ἐκεῖνο ἄνθος εἰς τὸν Φραγκούλην καὶ τὴν Σινιώραν, καὶ ἡ Παναγία πάλιν τὸ εἶχε δρέψει καὶ τὸ εἶχεν ἀναλάβει πλησίον της, πρὶν μολυνθῇ ἐκ τῆς ἐπαφῆς τῶν ματαίων τοῦ κόσμου… Τὸν καιρὸν ἐκεῖνον εἶχε συμβῆ ὁ πρῶτος χωρισμός, τὸ πρῶτον πεῖσμα, τὸ πρῶτον κάκιωμα μεταξὺ τῶν συζύγων. Καὶ ὁ Φραγκούλης, θυμώδης, ὀξύχολος, δριμύς, εἶχεν ἀναβῆ, ὅπως τώρα, ἀπὸ τὴν πολίχνην τὴν κατοικημένην εἰς τὸ παλαιὸν χωρίον τὸ ἔρημον, τοῦ ὁποίου ἐσώζοντο τότε ἀκόμη ὀλίγισται οἰκίαι, καὶ δὲν ἦτο ἐρείπιον ὅλον, ὅπως σήμερον. Καὶ καθὼς τώρα, εἶχεν ἔλθει δύο ἢ τρεῖς ἡμέρας πρὸ τῆς ἑορτῆς εἰς τὸ παρεκκλήσιον τῆς Πρέκλας, ἐκάθητο δὲ εἰς τὰ πρόθυρα τοῦ ναΐσκου κ᾿ ἐκάπνιζε τὸ μακρὸν τσιμπούκι μὲ τὸ ἠλέκτρινον ἐπιστόμιον. Πλὴν τότε τὸ φέσι του ἦτο κατακόκκινον, καὶ τώρα ἐφόρει μαῦρον σκοῦφον… Καὶ τότε ὁ Φραγκούλης ἦτον σαράντα χρόνων, καὶ τώρα ἦτον πενηνταπέντε… Τότε ἔτρεφε πεῖσμα καὶ χολήν, ἀλλ᾿ εἶχε πολὺ περισσότερον καὶ βαθύτερον συζυγικὸν ἔρωτα, καὶ μόνον νύξιν ἤθελεν· ἦτον ἕτοιμος νὰ συγχωρήσῃ· καὶ ν᾿ ἀγαπήσῃ… Ἀλλὰ τώρα δὲν ἔχει πλέον οὔτε πεῖσμα σχεδὸν οὔτε ὀργήν, ἠγάπα τὴν Σινιώραν, τὴν ἐπόνει, ἀλλ᾿ ἔκλαιε πολὺ περισσότερον διὰ τὸ θυγάτριόν του, τὸ Κουμπώ, «τὸ καημένο, τὸ εὐάγωγο!»

Ἐκείνην τὴν φοράν, ὁ παπα-Νικόλας, ἅμα ἔφθασε τὴν παραμονήν, ἀκολουθούμενος ἀπὸ πλῆθος προσκυνητῶν διὰ τὴν πανήγυριν, ἐστάθη πλησίον τῆς θύρας τοῦ ναοῦ, παρὰ τὴν γωνίαν, καὶ τοῦ εἶπε μυστηριωδῶς:

― Θά ᾽χῃς μουσαφιρλίκια, θαρρῶ.

― Τί τρέχει, παπά; ἠρώτησε μειδιῶν ὁ Φραγκούλας, ὅστις ἐμάντευσε πάραυτα.

― Θὰ σοῦ ἔλθῃ τ᾿ ἀσκέρι… Κοίταξε, Φραγκούλη, φρόνιμα, χωρὶς πείσματα…

Ὁ παπάς, ἀσκέρι λέγων, ἐννοοῦσε προφανῶς τὴν οἰκογένειαν τοῦ Φραγκούλα· ἀλλὰ τάχα μόνον τὰ παιδία τὰ δύο μεγαλύτερα ἐκ τῶν τεσσάρων; ― καθόσον τὰ ἄλλα δύο τὰ μικρά, δὲν θὰ ἠδύναντο νὰ κουβαληθοῦν εἰς διάστημα τριῶν ὡρῶν ὁδοιπορίας χωρὶς τὴν μητέρα των. Ὁ Φραγκούλης ἠθέλησε νὰ βεβαιωθῇ.

― Θά ᾽ρθῃ μαζὶ κ᾿ ἡ μάννα τους;

― Βέβαια… πιστεύω, εἶπεν ὁ παπάς.

Τῷ ὄντι, ὅταν ἐβράδιασε καλά, καὶ ἤρχισε νὰ σκοτεινιάζῃ, ἡ κυρα-Σινιώρα ἦλθε, μαζὶ μὲ τὴν γραῖαν μητέρα της, καὶ μὲ τὰ τέσσαρα παιδιά της, ἐν συνοδίᾳ καὶ ἄλλων προσκυνητριῶν, γειτονισσῶν ἢ συγγενῶν της. Ἀπὸ πολλῶν μηνῶν δὲν εἶχεν ἰδεῖ τὸν σύζυγόν της, ὅστις εἶχε κατοικήσει χωριστά, ― εἰς εὐτελὲς δωμάτιον, χάριν ταπεινώσεως, τὸ ὁποῖον ὠνόμαζε «τὸ κελλί του», καὶ ἔζη ἀπὸ μηνῶν ὡς καλόγηρος. Ἐπλησίασε δειλή, κάτω νεύουσα· ὁ Φραγκούλης ἵστατο ἐκεῖ, παραπέρα ἀπὸ τὴν θύραν τῆς ἐκκλησίας, κ᾿ ἔκαμνε πὼς ἔβλεπεν ἀλλοῦ, καὶ πὼς ἐπρόσεχεν εἴς τινα ὁμιλίαν περὶ ἀγροτικῶν ὑποθέσεων, μεταξὺ δύο ἢ τριῶν χωρικῶν.

Ἡ Σινιώρα εἰσῆλθεν εἰς τὸν ναΐσκον, ἐπροσκύνησεν, ἐκόλλησε κηρία, καὶ ἠσπάσθη τὰς εἰκόνας. Εἶτα, μετά τινα ὥραν, ἐξῆλθεν. Ἐπλησίασε συνεσταλμένη, κ᾿ ἐχαιρέτισε τὸν σύζυγόν της. Οὗτος ἔτεινε πρὸς αὐτὴν τὴν χεῖρα, καὶ ἠσπάσθη φιλοστόργως τὰ τέκνα του.

Ἤδη ἐνύκτωνε, καὶ ἐψάλη ὁ Μικρὸς Ἑσπερινός. Ἀκολούθως, μετὰ τὸ λιτὸν σαρακοστιανὸν τὸ ὁποῖον ἔφαγον κατὰ ὁμάδας καθίσαντες οἱ διάφοροι προσκυνηταί, ἐδῶ κ᾿ ἐκεῖ, ἐπὶ τῶν χόρτων καὶ τῶν ἐρειπίων, ὁ Φραγκούλης ἡτοίμασεν ἰδιοχείρως ξύλινον σήμαντρον, πρόχειρον, κατὰ μίμησιν ἐκείνων τὰ ὁποῖα συνηθίζονται εἰς τὰ μοναστήρια, καὶ φέρων τρεῖς γύρους περὶ τὸν ναόν, τὸ ἔκρουσε μόνος του, πρῶτον εἰς τροχαϊκὸν ρυθμόν, «τὸν Ἀδάμ, Ἀδάμ, Ἀδάμ!» εἶτα εἰς ἰαμβικόν, «τὸ τάλαντον! τὸ τάλαντον!»

Εὐθὺς τότε, τὰ δύο παιδία τοῦ Φραγκούλα, καὶ πέντε ἢ ἓξ ἄλλοι μικροὶ μοσχομάγκαι, ἀνερριχήθησαν ἐπάνω εἰς τὴν στέγην τοῦ ναοῦ, ἄνωθεν τῆς θύρας, καὶ ἤρχισαν νὰ βαροῦν τρελά, ἀλύπητα, ἀχόρταστα, τὸν μικρὸν μισορραγισμένον κώδωνα, τὸν κρεμάμενον ἀπὸ δύο διχαλωτῶν ξύλων ἐκεῖ ἐπάνω. Ὕστερον ἀπὸ πολλὰς φωνάς, μαλώματα καὶ ἐπιπλήξεις τοῦ Φραγκούλα, τοῦ μπαρμπα-Δημητροῦ τοῦ ψάλτου, καὶ τοῦ Παναγιώτου τῆς Ἀντωνίτσας (ἑνὸς καλοῦ χωρικοῦ, ὅστις δὲν ἐκουράζετο νὰ τρέχῃ εἰς ὅλα τὰ ἐξωκκλήσια, καὶ νὰ κάμνῃ «κουμάντο», ἑωσοῦ ἐπὶ τέλους ἡ Δημαρχία ἠναγκάσθη νὰ τὸν ἀναγνωρίσῃ ὡς ἰσόβιον ἐπίτροπον ὅλων τῶν ἐξοχικῶν ναῶν), τὰ παιδία μόλις ἔπαυσαν ὀψέποτε νὰ κρούουν τὸν κώδωνα, κ᾿ ἐξεκόλλησαν τέλος ἀπὸ τὴν στέγην τοῦ ναΐσκου. Ὁ παπα-Νικόλας ἔβαλεν εὐλογητόν, καὶ ἤρχισεν ἡ ἀκολουθία τῆς Ἀγρυπνίας.

Ὁ Φραγκούλας ἦτο τόσον εὐδιάθετος ἐκείνην τὴν ἑσπέραν, ὥστε ἀπὸ τοῦ «Ἐλέησόν με ὁ Θεός», τῆς ἀρχῆς τοῦ Ἀποδείπνου, μέχρι τοῦ «Εἴη τὸ ὄνομα», εἰς τὸ τέλος τῆς Λειτουργίας ―ὅπου ἡ παννυχὶς διήρκεσεν ὀκτὼ ὥρας ἄνευ διαλείμματος― ὅλα τὰ ἔψαλε καὶ τὰ ἀπήγγειλε μόνος του ἀπὸ τοῦ δεξιοῦ χοροῦ, μόλις ἐπιτρέπων εἰς τὸν κὺρ Δημητρόν, τὸν κάτοχον τοῦ ἀριστεροῦ χοροῦ, νὰ λέγῃ κι αὐτὸς ἀπὸ κανένα τροπαράκι, διὰ νὰ ξενυστάξῃ. Ἔψαλε τὸ «Θεαρχίῳ νεύματι» καὶ εἰς τοὺς ὀκτὼ ἤχους μοναχός του, προφάσει ὅτι ὁ κὺρ Δημητρὸς «δὲν εὕρισκεν εὔκολα τὸν ἦχον», ἤτοι δὲν ἠδύνατο νὰ μεταβῇ ἀβιάστως καὶ ἄνευ χασμωδίας ἀπὸ ἤχου εἰς ἦχον. Εἰς τὸ τέλος τοῦ Ἑσπερινοῦ, μοναχός του ἐδιάβασε τὸ Συναξάρι, καί, χωρὶς νὰ πάρῃ ἀνασασμόν, μοναχός του πάλιν ἤρχισε τὸν Ἑξάψαλμον. Ἔψαλε Καθίσματα, Πολυελέους, Ἀναβαθμοὺς καὶ προκείμενα, εἶτα ὅλον τὸ «Πεποικιλμένη» ἕως τὸ «Συνέστειλε χορός», καὶ ὅλον τὸ «Ἀνοίξω τὸ στόμα μου» ἕως τὸ «Δέχου παρ᾿ ἡμῶν». Εἶτα ἔψαλεν Αἴνους, Δοξολογίαν, ἐδιάβασεν Ὥρας καὶ Μετάληψιν, πρὸς χάριν ὅλων τῶν ἡτοιμασμένων διὰ τὴν Θείαν Κοινωνίαν, καὶ εἰς τὴν Λειτουργίαν πάλιν ὅλα, Τυπικά, Μακαρισμούς, Τρισάγιον, τὸ Χερουβικόν, τὸ «Αἱ γενεαὶ πᾶσαι», τὸ Κοινωνικόν, κτλ. κτλ.

Ὅλα αὐτὰ τὰ ἐνθυμεῖτο ἀκόμη, ὡς νὰ ἦτον χθές, ὁ γερο-Φραγκούλας, καὶ εἶχον παρέλθει δεκαπέντε ἔτη ἔκτοτε. Ἀκόμη καὶ μικρά τινα φαιδρὰ ἐπεισόδια, τὰ ὁποῖα συνέβησαν εἰς τὴν Λιτήν, μικρὸν πρὸ τοῦ μεσονυκτίου, κατὰ τὴν ἔξοδον τῆς ἱερᾶς εἰκόνος εἰς τὸ ὕπαιθρον. Ἐπειδὴ αἱ γυναῖκες εἶχαν κολλήσει πολλὰ καὶ χονδρὰ κηρία, τὰ πλεῖστα ἔργα αὐτῶν τῶν ἰδίων χειρομάλακτα, τὰ δὲ κηρία συμπλεκόμενα εἰς δέσμας καὶ περιπλοκάδας ἀπὸ τὸν Παναγιώτην τῆς Ἀντωνίτσας, τὸν πρόθυμον εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τῆς ἱερᾶς πανηγύρεως, εἶχαν λαμπαδιάσει, εἰς μίαν στιγμὴν ὀλίγον ἔλειψε νὰ πάρῃ φωτιὰν τὸ φελόνι τοῦ παπᾶ, εἶτα καὶ τὸ γένειόν του. Τότε ὁ Παναγιώτης τῆς Ἀντωνίτσας, μὴ εὑρίσκων ἄλλο προχειρότερον μέσον, ἥρπαζε τὰς ὀγκώδεις δέσμας τῶν φλεγόντων κηρίων, τὰς ἔφερε κάτω εἰς τὸ ἔδαφος, κ᾿ ἐπάτει δυνατὰ μὲ τὰ τσαρούχια του διὰ νὰ τὰ σβήσῃ. Αἱ γυναῖκες δυσφοροῦσαι ἐγόγγυζον, νὰ μὴν πατῇ τὰ κηριά, γιατὶ εἶναι κρῖμα.

Τότε εἷς τῶν παρεστώτων, υἱὸς πλουσίου τοῦ τόπου, ἀπὸ ἐκείνους οἵτινες εἰς τὸ ὕστερον κατέστησαν δανεισταὶ τοῦ Φραγκούλα ―καὶ ὅστις ἐλέγετο ὅτι ἐμελέτα εἰς τὰς ἐκλογὰς νὰ βάλῃ κάλπην ὡς ὑποψήφιος δήμαρχος― ἠκούσθη νὰ λέγῃ ὅτι πρέπει νὰ μάθουν νὰ κάμνουν «οἰκονομία, οἰκονομία στὰ κηριά! ἡ νύχτα μεγαλώνει… ἰσημερία τώρα, κοντεύει… ἔχει νύχτα…»

Ἀλλ᾿ αἱ γυναῖκες, ἐνῷ ἤξευραν, καλύτερα ἀπὸ ἐκεῖνον, ὅλας τὰς οἰκονομίας τοῦ κόσμου, δὲν ἐννοοῦσαν τί θὰ πῇ «οἰκονομία στὰ κηριά», ἀφοῦ ἅπαξ εἶναι ἀγορασμένα καὶ πληρωμένα, καὶ εἶναι μελετημένα καὶ ταμένα ἐξ ἅπαντος νὰ καοῦν, διὰ τὴν χάριν τῆς Παναγίας. Μία ἀπ᾿ αὐτάς, γερόντισσα, ἀνεπόλησε κάτι τι δι᾿ ἕνα θαῦμα, τὸ ὁποῖον εἶχεν ἀκούσει ἀπὸ τὸ συναξάρι τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, ὅπου ὁ Ἅγιος, εἰς τὴν Σαλονίκην, ἐπέπληξεν αὐστηρῶς τὸν νεωκόρον, ἔχοντα τὴν μανίαν νὰ σβήνῃ μισοκαμένα τὰ κηριά ― καὶ ἡ γερόντισσα ἤρχισε νὰ τὸ διηγῆται χθαμαλῇ τῇ φωνῇ εἰς τὴν πλησίον της: «Ἀδελφὲ Ὀνήσιμε, ἄφες νὰ καοῦν τὰ κηρία, ὅσα προσφέρουν οἱ χριστιανοί, καὶ μὴ ἁμαρτάνῃς…»

Τὴν ἰδίαν ὥραν συνέβη καὶ τοῦτο. Ἐνῷ ὁ παπὰς ἀπήγγελλε τὰς μακρὰς αἰτήσεις τῆς Λιτῆς, ἐπισυνάπτων καὶ τὰ ὀνόματα ὅλα, ζωντανὰ καὶ πεθαμένα, ὅσα τοῦ εἶχον ὑπαγορεύσει ἀφ᾿ ἑσπέρας αἱ εὐλαβεῖς προσκυνήτριαι, ὁ Φραγκούλης ἔψαλλε μεγαλοφώνως τὸ τριπλοῦν «Κύριε Ἐλέησον» μὲ τὴν χονδρὴν φωνήν του, καὶ μὲ ὅλον τὸ πάθος τῆς ψαλτικῆς του. Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἐφαίνετο νὰ εἶχε πειραχθῆ ὀλίγον, ἴσως διότι ὁ Φραγκούλας ἐν τῇ ψαλτομανίᾳ του δὲν τοῦ ἐπέτρεπε νὰ πῇ κ᾿ ἐκεῖνος ἕνα τροπαράκι σωστό (διότι ἅμα ἤρχιζεν ὁ Δημητρὸς τὸ δικό του, ὁ Φραγκούλας, μὲ τὴν γερήν, κεφαλικὴν φωνήν του, ἐκθύμως συνέψαλλε, τοῦ ἥρπαζε τὴν πρωτοφωνίαν, καὶ ὑπέτασσε καὶ ἐκάλυπτε τὴν ἀσθενῆ καὶ τερετίζουσαν φωνὴν ἐκείνου), ἔλαβε τὸ θάρρος νὰ τοῦ κάμῃ παρατήρησιν.

― Πιὸ σιγά, πιὸ ταπεινά, κὺρ Φραγκούλη· σιγανώτερα νὰ τὸ λὲς τὸ Κύριε ἐλέησον, γιατὶ δὲν ἀκούονται τὰ ὀνόματα, καὶ θέλουν οἱ γυναῖκες νὰ τ᾿ ἀκοῦνε.

Εἶχε κάπως δίκαιον, διότι πράγματι αἱ γυναῖκες ἀπῄτουν νὰ λέγωνται ἐκφώνως τὰ ὀνόματα, ὅσα εἶχαν εἰπεῖ εἰς τὸν παπὰν νὰ γράψῃ. Ἐννοοῦσαν νὰ τ᾿ ἀκούῃ κι ὁ Θεὸς κ᾿ ἡ Παναγία κι ὅλος ὁ κόσμος. Ἡ καθεμία ἤθελε ν᾿ ἀκούσῃ «τὰ δικά της τὰ ὀνόματα», καὶ νὰ τ᾿ ἀναγνωρίσῃ, καθὼς ἀπηγγέλλοντο ἀραδιαστά. Ἄλλως θὰ εἶχαν παράπονα κατὰ τοῦ παπᾶ, κι ὁ παπὰς ἂν ἤθελε νὰ φάγῃ κι ἄλλοτε, εἰς τὸ μέλλον, προσφορές, ὤφειλε νὰ τὰ ἔχῃ καλὰ μὲ τὶς ἐνορίτισσες.

Τότε ἡ Ἀργυρή, ἡ πρωτότοκος τοῦ Φραγκούλα, οὖσα τότε δωδεκαέτις, πονηρά, θυμόσοφος κορασίς, καθὼς ἔστεκε πλησίον εἰς τὸν πατέρα της, ἐψήλωσεν ὀλίγον διὰ νὰ φθάσῃ εἰς τὸ οὖς του, καὶ τοῦ λέγει κρυφά:

― Πατέρα, ἄφησε καὶ τὸν μπαρμπα-Δημητρὸ νὰ ψάλῃ «Κύριε ἐλέησον».

Τοῦτο ἦτο ὡς ἔμπνευσις καὶ βοήθημα διὰ τὸν Φραγκούλην. Ἐπειδὴ οὗτος δὲν ἤθελε φανερὰ νὰ ὑπακούσῃ εἰς τὴν σχεδὸν αὐθάδη παραίνεσιν τοῦ Δημητροῦ, καὶ πάλιν δὲν ἤθελε νὰ δείξῃ ὅτι ἐθύμωσεν, ἐστράφη πρὸς τὸν καλὸν γέροντα, καὶ τοῦ λέγει:

― Πέ, Δημητρό, σαράντα φορὲς τὸ «Κύριε ἐλέησον».

Τότε ὁ μπαρμπα-Δημητρός, ὅστις ἂν καὶ εἶχε γηράσει, δὲν εἶχε μάθει ἀκόμη καλὰ τὰ Τυπικά, καὶ δὲν ἤξευρεν ἀκριβῶς πότε κατὰ τὴν Λιτὴν τὸ Κύριε ἐλέησον λέγεται τρὶς καὶ πότε τεσσαρακοντάκις, ἤρχισε πράγματι νὰ τὸ ψάλλῃ σαράντα φορές, ὥστε ὁ παπὰς ἐβιάσθη ν᾿ ἀπαγγείλῃ ραγδαίως καὶ ἀθρόα τὰ τελευταῖα ὀνόματα, καί, διὰ νὰ εἶναι σύμφωνος μὲ τὸν ψάλτην, ἤρχισε πρὸ τῆς ὥρας νὰ λέγῃ: «…ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι… ἀπὸ λιμοῦ, λοιμοῦ, σεισμοῦ, καταποντισμοῦ, πυρός, μαχαίρας» καὶ τὰ ἑξῆς.

Τέλος, μετὰ τὴν λειτουργίαν, ὁ παπάς, ὁ Φραγκούλας καὶ ἡ οἰκογένειά του, καὶ ὀλίγοι φίλοι, ἐκάθισαν κ᾿ ἔφαγαν ὁμοῦ καὶ ηὐφράνθησαν, καὶ τὴν ἑσπέραν ὁ Φραγκούλης ἐπανήρχετο, εἰρηνικῶς καὶ μὲ ἀγάπην, μετὰ τῆς συζύγου καὶ τῶν τέκνων του, ὑπὸ τὴν οἰκιακὴν στέγην.

Πρὶν παρέλθῃ ἔτος, ἐγεννήθη ἡ Κούμπω. Ἡ κόρη αὕτη, πλάσμα χαριτωμένον καὶ συμπαθές, ἀνετρέφετο καὶ ἡλικιοῦτο, ἐγίνετο τὸ χάρμα καὶ ἡ παρηγορία τοῦ πατρός της. Δὲν εἶχε μόνον νοημοσύνην πρώιμον, ἀλλὰ κάτι ἄλλο παράδοξον γνώρισμα, οἱονεὶ χαρακτῆρα φρονίμου γυναικὸς εἰς ἡλικίαν παιδίσκης. Ὕστερον, μετὰ χρόνους, ὅταν ἐπῆλθεν ὁ δεύτερος χωρισμός, ἡ Κούμπω, ὀκταέτις τότε, ἔτρεχε πλησίον τοῦ πατρός της, εἰς τὸ «κελλί του», ὅπου κατῴκει εἰς τὴν ἀνωφερῆ ἐσχατιὰν τῆς πολίχνης, καὶ τὸν ἐγέμιζε περιποιήσεις καὶ τρυφερότητας.

Αὐτὴ μόνη ἐδέχετο προθύμως τοὺς πατρικοὺς χαλινούς, ἐνῷ τὰ ἄλλα τέκνα δὲν ἤρχοντο ποτὲ πλησίον τοῦ πατρός των, καὶ διὰ τοῦτο ἐκεῖνος τὴν ὠνόμαζε «τὸ εὐάγωγο». Καθημερινῶς ἔτρεχε νὰ τὸν εὕρῃ, καὶ δὲν ἔπαυε νὰ τὸν παρακαλῇ:

―Ἔλα, πατέρα, στὸ σπίτι· μὴ μᾶς ἀφήσῃς, λέγ᾿ ἡ μητέρα, ζωνταρφανά*.

Μίαν τῶν ἡμερῶν ἔτρεξε δρομαία, φαιδρά, καὶ πνευστιῶσα τοῦ εἶπε:

― Τά ᾽μαθες, πατέρα;… Θὰ παντρέψουμε τ᾿ Ἀργυρώ μας… Ἔλα στὸ σπίτι, γιατὶ δὲν εἶναι πρέπο, λέγει ἡ μητέρα, νὰ εἶστε χωρισμένοι ἐσεῖς, ποὺ θὰ παντρευτῇ τ᾿ Ἀργυρώ μας… γιὰ νὰ μὴν κακιώση ὁ γαμπρός!…

Τῷ ὄντι ὁ Φραγκούλας ἐπείσθη, κ᾿ ἐφιλιώθη μὲ τὴν σύζυγόν του. Ἠρραβώνισαν τὴν Ἀργυρώ, εἶτα μετ᾿ ὀλίγους μῆνας τὴν ἐστεφάνωσαν… Εἶτα πάλιν ἐπῆλθε τρίτος χωρισμὸς μεταξὺ τοῦ παλαιοῦ ἀνδρογύνου, καὶ μ᾿ ἕνα γεροντόπαιδον μαζί, τὸ ὁποῖον ἦλθεν εἰς τὸν κόσμον σχεδὸν συγχρόνως μὲ τὸν γάμον τῆς πρωτοτόκου.

Τότε ἡ Κούμπω, ἥτις εἶχε γίνει δεκατριῶν ἐτῶν, δὲν ἔπαυε νὰ τρέχῃ πλησίον τοῦ πατρός της, καὶ νὰ τὸν παρακινῇ ν᾿ ἀγαπήσῃ μὲ τὴν μητέρα.

Μίαν ἡμέραν, θλιβερὰ τοῦ εἶπε:

― Δὲν θὰ μπορῶ πλέον νά ᾽ρχωμαι οὔτε στὸ κελλί σου, πατέρα. Εἶναι κάτι κακὲς γυναῖκες, ἐκεῖ στὸ μαχαλά, στὸ δρόμο ποὺ περνῶ, καὶ τὶς ἄκουσα ποὺ λέγανε, καθὼς περνοῦσα: «Νά τὸ κορίτσι τῆς Φραγκούλαινας, ποὺ τὴν ἔχει ἀπαρατήσει ὁ ἄντρας της…» Δὲν τὸ βαστῶ πλέον, πατέρα…

Τῷ ὄντι παρῆλθον τρεῖς ἡμέραι, καὶ ἡ Κούμπω δὲν ἐφάνη εἰς τὸ κελλὶ τοῦ πατρός της. Τὴν τετάρτην ἡμέραν ἦλθε πολὺ ὠχρὰ καὶ μαραμένη, ἐφαίνετο νὰ πάσχῃ.

― Τί ἔχεις, κορίτσι μου; τῆς εἶπεν ὁ πατήρ της.

―Ἂν δὲν ἔλθῃς, πατέρα, τοῦ ἀπήντησεν ἀποτόμως αἴφνης, μὲ παράπονον καὶ μὲ πνιγμένα δάκρυα, νὰ ξεύρῃς, θὰ πεθάνω ἀπ᾿ τὸν καημό μου!…

―Ἔρχομαι, κορίτσι μου, εἶπεν ὁ Φραγκούλης.

Τῷ ὄντι, τὴν ἄλλην ἡμέραν ἐπῆγεν εἰς τὴν οἰκίαν. Ἀλλ᾿ ἡ νεαρὰ κόρη ἔπεσε πράγματι ἀσθενής, καὶ εἶχε δεινὸν πυρετόν. Ὅταν ὁ πατέρας ἦλθε παρὰ τὴν κλίνην της, καὶ τῆς ἀνήγγειλεν ὅτι ἔκαμεν ἀγάπην μὲ τὴν μητέρα της, διὰ νὰ χαρῇ, ἦτον ἀργὰ πλέον. Ἡ τρυφερὰ παιδίσκη ἐμαράνθη ἐξ ἀγνώστου νόσου, καὶ οὔτε φάρμακον οὔτε νοσηλεία ἴσχυσε νὰ τὴν ἀνακαλέσῃ εἰς τὸν πρόσκαιρον κόσμον. Ἐκοιμήθη χωρὶς ἀγωνίαν καὶ πόνον, ἐξέπνευσεν ὡς πουλί, μὲ τὴν λαλιὰν εἰς τὸ στόμα:

― Πατέρα! πατέρα! στὴν Παναγία νὰ κάμετε μιὰ λειτουργία… μὲ τὴν μητέρα μαζί…

Εἶπε καὶ ἀπέθανε.

Ὁ Φραγκούλης ἔκλαυσεν ἀπαρηγόρητα· ἔκλαυσεν ἀχόρταστα, ὁμοῦ μὲ τὴν σύζυγόν του… Κατόπιν ἀπεσύρθη, κ᾿ ἐξηκολούθησε νὰ κλαίῃ μόνος του, εἰς τὴν ἐρημίαν..

Ὁ τελευταῖος οὗτος χωρισμὸς ἦτον μᾶλλον φιλικὸς καὶ μὲ τὴν συναίνεσιν τῆς Σινιώρας, ἥτις ἔβλεπεν ὅτι ὁ γέρων σύζυγός της ἐπεθύμει μᾶλλον νὰ γίνῃ μοναχός. Ὁ Φραγκούλης ἐνθυμεῖτο τὴν τελευταίαν σύστασιν τῆς Κούμπως, «μὲ τὴν μητέρα μαζί». Μόνον ἓν παροδικὸν πεῖσμα τοῦ εἶχεν ἔλθει. Τοῦ ἐφάνη ὅτι αἱ ἴδιαι ἀδελφαί της, ἡ ὕπανδρος, καὶ ἡ ἄλλη ἡ δευτερότοκος, δὲν τὴν ἐλυπήθησαν ὅσον ἔπρεπε, δὲν τὴν ἐπένθησαν ὅσον τῆς ἤξιζε, τὴν ἀτυχῆ μικράν, τὴν Κούμπω. Ἔκτοτε ἐξηκολούθει νὰ ζῇ ὁλομόναχος πάλιν, τώρα, «ἐπὶ γήραος οὐδῷ». Καὶ ἐνθυμεῖτο τὸν στίχον τοῦ Ψαλτηρίου: «Μὴ ἀπώσῃ με εἰς καιρὸν γήρως… καὶ ἕως γήρως καὶ πρεσβείου μὴ ἐγκαταλίπῃς με».

Καὶ τὴν ἡμέραν αὐτήν, τὴν παραμονὴν τῆς Κοιμήσεως πάλιν, τὸν εὑρίσκομεν νὰ κάθηται εἰς τὸ προαύλιον τοῦ ναΐσκου, καὶ νὰ καπνίζῃ μελαγχολικῶς τὸ τσιμπούκι του, μὲ τὸν ἠλέκτρινον μαμέν… ἀναλογιζόμενος τόσα ἄλλα καὶ τοὺς ὀχληροὺς δανειστάς του, οἱ ὁποῖοι τοῦ εἶχαν πάρει ἐν τῷ μεταξὺ τὸ καλύτερον κτῆμα· ἕνα ὁλόκληρον βουνόν, ἐλαιῶνα, ἄμπελον, ἀγρὸν μὲ ὀπωροφόρα δένδρα, μὲ βρύσιν, μὲ ρέμα καὶ νερόμυλον … καὶ νὰ ἐκχύνῃ τὰ παράπονά του εἰς θρηνώδεις μελῳδίας πρὸς τὴν Παναγίαν.

«Ἐκύκλωσαν αἱ τοῦ βίου με ζάλαι, ὥσπερ μέλισσαι κηρίον, Παρθένε…»

Κ᾿ ἐπόθει ὁλοψύχως τὸν μοναχικὸν βίον, ὀλίγον ἀργά, κ᾿ ἐπεκαλεῖτο μεγάλῃ τῇ φωνῇ τὸν «Γλυκασμὸν τῶν Ἀγγέλων, τῶν θλιβομένων τὴν χαράν», ὅπως ἔλθῃ εἰς αὐτὸν βοηθὸς καὶ σώτειρα·

«ἀντιλαβοῦ μου καὶ ῥῦσαι,
τῶν αἰωνίων βασάνων…»

(1906)


-->

Τρίτη 14 Αυγούστου 2018

Ήθη και Έθιμα του Δεκαπενταύγουστου.........



Μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθοδοξίας είναι η 15η Αυγούστου, ημέρα της Κοίμησης της Θεοτόκου. Στον ελληνικό λαό η επίκληση της Παναγίας είναι η περισσότερο καθιερωμένη. Η Παναγία διεκδικεί τα περισσότερα προσωνύμια που προέρχονται από:

- τον τρόπο αγιογραφίας της Εικόνας Της (π.χ., Βρεφοκρατούσα, Γλυκοφιλούσα)

- τη θεολογική ιδιότητα (π.χ., Ελεούσα, Κυρά, Μεγαλόχαρη)

- την παλαιότητα του εικονίσματός Της (π.χ., Μαυριώτισσα, Γερόντισσα)

- τον τρόπο εύρεσης της εικόνας Της (π.χ., Θεοσκέπαστη, Σπηλαιώτισσα, Πλατανιώτισσα, Πορταΐτισσα, Μυρτιδιώτισσα, Φανερωμένη)

- τον τόπο προέλευσης της εικόνας (π.χ., Αθηνιώτισσα, Αργοκοιλιώτισσα, Βατοπεδινή, Πολίτισσα).

Τέλος, απαντώνται προσωνύμια που δίνονται ανάλογα της εποχής και των εργασιών που συμπίπτει η εορτή της (π.χ., Φλεβαριανή, Μεσοσπορίτισσα, Ακαθή – εκ του Ακάθιστου ύμνου).

Οι εικόνες της Παναγίας βρέθηκαν σε πολλές περιπτώσεις με θαυματουργό τρόπο και απετέλεσαν κίνητρο για τη δημιουργία Ιερών Ναών στη χάρη Της. Χιλιάδες πιστών συρρέουν κάθε χρόνο για να προσκυνήσουν την εικόνα και να παρακαλέσουν για τη βοήθειά Της.

Οι εκκλησίες και τα μοναστήρια που είναι αφιερωμένα στη Θεοτόκο, υποδέχονται υπέρλαμπρα τους επισκέπτες του 15αύγουστου.

Η ημέρα που είναι αφιερωμένη στην Κοίμηση της Θεοτόκου δεν είναι στις περισσότερες περιπτώσεις μέρα πένθους για μια αγαπημένη γυναίκα που «έφυγε», αλλά γιορτή χαράς και αγαλλίασης για το σμίξιμο της μητέρας με τον αγαπημένο της γιο, την άνθηση της φύσης, την πλημμύρα των συναισθημάτων, την επιστροφή των ανθρώπων στη γενέθλια γη τους.

Σε κάθε περιοχή της Ελλάδας, υπάρχει ένα τελετουργικό που συνδέεται με την ημέρα αυτή. Ήθη και έθιμα αιώνων αναβιώνουν το 15αύγουστο με πιο χαρακτηριστικά τα εξής:

Ημαθία (Καστανιά) – Παναγία Σουμελά

Χιλιάδες πιστοί από όλη την Ελλάδα αλλά και το Εξωτερικό συρρέουν κάθε χρόνο και στις εκδηλώσεις που γίνονται στην Παναγία Σουμελά, την ιστορική εκκλησία που βρίσκεται στις πλαγιές του Βερμίου, κοντά στο χωριό Καστανιά.

Η εκκλησία κτίστηκε το 1951 από τους πρόσφυγες του Πόντου, στη μνήμη της ιστορικής ομώνυμης Μονής, τα ερείπια της οποίας βρίσκονται στο όρος Μελά, κοντά στην Τραπεζούντα του Πόντου. Εδώ φυλάσσεται η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, που είναι φιλοτεχνημένη από τον Ευαγγελιστή Λουκά.

Μετά τον μέγα εσπερινό της παραμονής γίνεται η λιτάνευση της Αγίας Εικόνας και στη συνέχεια ακολουθούν καλλιτεχνικές εκδηλώσεις με ποντιακά συγκροτήματα, ενώ ανήμερα της Παναγίας γίνεται η περιφορά της Αγίας Εικόνας, την οποία ακολουθεί πλήθος πιστών.

Στο αποκορύφωμα της μεγάλης γιορτής της χριστιανοσύνης, ποντιακά συγκροτήματα από την Μακεδονία προσφέρουν μοναδικές στιγμές με παραδοσιακούς σκοπούς και πολύωρο γλέντι.

Κοζάνη (Σιάτιστα) – Παναγία Μικρόκαστρου

Το έθιμο των καβαλάρηδων προσκυνητών έρχεται από την τουρκοκρατία, όταν αποτελούσε μια ευκαιρία στους σκλαβωμένους να δείξουν τη λεβεντιά και τον πόθο τους για λευτεριά.

Στις 14 και 15 Αυγούστου όλη η Σιάτιστα δονείται στους ρυθμούς των χάλκινων και του ασταμάτητου γλεντιού.

Την παραμονή της γιορτής οι πλατείες Χώρας, Γεράνειας και η γειτονιά του Μπούνου συγκεντρώνουν τις παρέες των καβαλάρηδων, οι οποίοι παρασύρουν Σιατιστινούς και επισκέπτες στο γλέντι.

Ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου, οι καβαλάρηδες ξεκινούν το πρωί για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας στο φερώνυμο Μοναστήρι που βρίσκεται στο Μικρόκαστρο. Το μεσημέρι οι παρέες των καβαλάρηδων με τα καταστόλιστα άλογα μπαίνουν επιβλητικά στη Σιάτιστα και στην πλατεία της Χώρας τους επισκέπτονται αρχές και λαός.

Το γλέντι συνεχίζεται στις πλατείες της Χώρας και της Γεράνειας, στην πλατεία του Δημαρχείου, αλλά και στις γειτονιές της Σιάτιστας μέχρι αργά το βράδυ.

Έβρος (Φέρες) – Παναγία Κοσμοσωτήρα

Και στις Φέρες Έβρου, η Παναγία έχει την τιμητική της, το απόγευμα του Δεκαπενταύγουστου όταν, με επίκεντρο την εκκλησία της Παναγίας της Κοσμοσώτηρας, τελείται μέγας πανηγυρικός εσπερινός.

Από το ναό ξεκινά μια από τις πιο συγκινητικές λιτανείες της ιερής εικόνας, ενώ οι εορταστικές εκδηλώσεις ξεπερνούν το στοιχείο της θρησκευτικής κατάνυξης και απογειώνονται με τα κέφια των ανθρώπων.

Ιωάννινα (Ζαγοροχώρια)

Ξακουστά σε ολόκληρη την Ελλάδα είναι τα πανηγύρια της Παναγίας που γίνονται τον Δεκαπενταύγουστο στα Ζαγοροχώρια. Σε χωριά όπως η Βίτσα και το Τσεπέλοβο, οι εκδηλώσεις στη μνήμη της Κοίμησης της Θεοτόκου είναι τριήμερες και προσφέρουν την ευκαιρία για ατελείωτο γλέντι με παραδοσιακούς ηπειρώτικους χορούς.

Κι ενώ οι δύο πρώτες ημέρες το γλέντι είναι ανοιχτό για όλους, την τρίτη και τελευταία ημέρα της χαράς και του κεφιού, τον πρώτο λόγο έχουν οι ντόπιοι, με τοπικούς σκοπούς και ηπειρώτικους χορούς.

Ιωάννινα (Παλαιόπυργος Πωγωνίου) – Κοίμηση της Θεοτόκου

Στον Παλαιόπυργο, το πανηγύρι οργανώνει Πολιτιστικός Σύλλογος του χωριού. Το μεσημέρι, μετά το φαγητό, το οποίο γίνεται στον προαύλιο χώρο της εκκλησίας, ακολουθούν τα «ντολιά», ένα έθιμο το οποίο γίνονταν και παλιά και συνεχίζεται και σήμερα.

Κατά το έθιμο η εντολή ντολή -ντολιά δίνεται από τον «ντολή πασά» που ορίζεται κάποιος από τους μεγαλύτερους, και παίρνοντας το ποτήρι του με το κρασί θα το τσουγκρίσει με έναν παρευρισκόμενο (κάποιο ξένο καλεσμένο, τον παπά κ.α.). Θα πιεί τρία ποτήρια ή τρείς φορές και θα τα αφιερώσει κάθε φορά και σε διάφορους ζητώντας από τους οργανοπαίκτες να παίξουν ένα τραγούδι.

Ύστερα οι υπόλοιποι με την σειρά που ορίζει ο «ντολή πασάς» αφιερώνουν τις ευχές τους όπου θέλει ο καθένας ζητώντας και από ένα τραγούδι. Ένας και από τους σκοπούς αυτού του εθίμου ήταν να διαλύονται και οι μικροπαρεξηγήσεις που είχαν δημιουργηθεί και να υπάρχει ομόνοια μεταξύ των χωριανών.

Το βράδυ ακολουθεί παραδοσιακό πανηγύρι με τοπικές ενδυμασίες και Πωγωνήσιους χορούς. Το γλέντι διαρκεί μέχρι τις πρωινές ώρες.

Καβάλα (Θάσος) – Παναγία Θάσου

Πατάτες, ρύζι, μοσχάρι και στιφάδο περιλαμβάνει το γεύμα που παρατίθεται στο μεγάλο τραπέζι που συμμετέχουν όλοι οι πιστοί που έχουν συρρεύσει στον Ιερό Ναό της Κοίμησης της Θεοτόκου, στην Παναγία της Θάσου, στο χωριό που πήρε το όνομά του από τη Θεοτόκο.

Μετά τη λιτάνευση της εικόνας, που συνοδεύεται από πολυμελή μπάντα, όλοι μαζεύονται στο προαύλιο της εκκλησίας, με σκοπό να φουντώσει το γλέντι, με χορούς από όλη την Ελλάδα, μεζέδες, κρασί.

Μαγνησία (Σκιάθος) – Επιτάφιος Παναγίας

Στο νησί της Σκιάθου το Δεκαπενταύγουστο, χιλιάδες προσκυνητών συρρέουν από ολόκληρο το νησί αλλά και τα γειτονικά μέρη όπου την παραμονή της γιορτής, το βράδυ, όπου γίνεται η έξοδος του επιτάφιου της Παναγίας μέσα σε μια ατμόσφαιρα μοναδικής κατάνυξης, υπό την συγκινητική μελωδία των εγκωμίων της Θεοτόκου που ψάλλουν όλοι μαζί οι Σκιαθίτες.

Λέσβος (Αγιάσος) – Παναγία Αγιασώτισσα

Στην ενδοχώρα της Λέσβου, στην γραφική κωμόπολη της Αγιάσου, ο Δεκαπενταύγουστος αποτελεί μια ξεχωριστή εμπειρία για όλους.

Με επίκεντρο της ξακουστή εκκλησία της Παναγίας της Αγιάσου, οι πιστοί, επισκέπτες και ντόπιοι, απολαμβάνουν ένα από τα ωραιότερα πανηγύρια του ανατολικού Αιγαίου. Η ομώνυμη εικόνα είναι έργο του ευαγγελιστή Λουκά, πλασμένη με κερί και μαστίχα.

Πολλοί από τους προσκυνητές, με αφετηρία την πόλη της Μυτιλήνης, περπατούν 25 χιλιόμετρα για να φθάσουν στον αυλόγυρο της εκκλησίας, όπου και διανυκτερεύουν.

Την ημέρα της γιορτής της Παναγίας, ύστερα απ’ τη καθιερωμένη λειτουργία, γίνεται η περιφορά της εικόνας γύρω από το ναό, ενώ οι εορταστικές εκδηλώσεις φθάνουν στο αποκορύφωμά τους με τις μουσικές και χορευτικές εκδηλώσεις στην πλατεία του χωριού.

Στην Αγιάσο τον Δεκαπενταύγουστο συναντά κανείς όλα αυτά που συνθέτουν την εικόνα ενός τυπικού νησιώτικου πανηγυριού, πλανόδιους πωλητές, μουσικοχορευτικά συγκροτήματα και λαϊκές ορχήστρες, ενώ τα σκωπτικά πειράγματα δίνουν και παίρνουν, συντηρώντας μια παράδοση αιώνων.

Κυκλάδες (Τήνος) – Παναγία της Τήνου

Το προσκύνημα στην Παναγία της Τήνου είναι, ίσως, το μεγαλύτερο θρησκευτικό προσκύνημα του Ελληνισμού. Στο νησί που είναι απόλυτα ταυτισμένο με την Παναγιά του, συγκεντρώνονται κάθε χρόνο χιλιάδες πιστοί, όχι μόνο από την Ελλάδα, για να προσκυνήσουν την θαυματουργή εικόνα της Παναγίας, στην Εκκλησία της Μεγαλόχαρης και ν’ αποθέσουν τα τάματά τους.

Η εικόνα των πιστών που ανεβαίνουν τα σκαλοπάτια, μέχρι την εικόνα, γονατιστοί είναι από τις πιο χαρακτηριστικές. Η περιφορά του επιταφίου της Παναγίας γίνεται όπως στον Επιτάφιο του Χριστού, τη Μεγάλη Παρασκευή, με τους χιλιάδες πιστούς να ακολουθούν με αναμμένα κεριά.

Το πανηγύρι διαρκεί έως τις 23 Αυγούστου, στα εννιάμερα δηλαδή της Παναγίας, ενώ, παράλληλα με τις εκδηλώσεις για την Κοίμηση της Θεοτόκου, στο νησί γιορτάζεται και η επέτειος της βύθισης του αντιτορπιλικού Έλλη από τους Ιταλούς, που έγινε λίγο πριν ξεσπάσει ο πόλεμος με τους Ιταλούς, τον δεκαπενταύγουστο του 1940.

Κυκλάδες (Πάρος) – Παναγία Εκατονταπυλιανή

Από τις εντυπωσιακότερες εκκλησίες του Αιγαίου, ο παλαιοχριστιανικός ναός της Εκατονταπυλιανής, βρίσκεται στην Παροικιά, την πρωτεύουσα της Πάρου και είναι από τους αρχαιότερους και καλύτερα διατηρημένους χριστιανικούς ναούς.

Σύμφωνα με την παράδοση, χτίστηκε εξαιτίας ενός τάματος της Αγίας Ελένης. Πιστοί από ολόκληρη την Ελλάδα συγκεντρώνονται εδώ τον Δεκαπενταύγουστο για να προσκυνήσουν την εικόνα της Παναγίας της Εκατονταπυλιανής (17ου αιώνα) και να πάρουν μέρος στις εορταστικές εκδηλώσεις.

Μετά την καθιερωμένη περιφορά του επιταφίου, ξεκινά το μεγάλο πανηγύρι των ανθρώπων, που το γλεντάνε μέχρι τις πρωινές ώρες, με παραδοσιακή μουσική, παριανό κρασί και ντόπιους μεζέδες. Την ίδια ώρα, στο λιμανάκι της Νάουσας της Πάρου η νύχτα γίνεται μέρα, όταν δεκάδες καΐκια προσεγγίζουν την προβλήτα με αναμμένα δαδιά.

Οι συγκεντρωμένοι, εντυπωσιασμένοι από το θέαμα, περιμένουν την κορύφωση, με την άφιξη των «πειρατών» στο λιμάνι για την έναρξη της γιορτής με νησιώτικους χορούς, και πρώτο και καλύτερο τον Mπάλο.

Κυκλάδες (Κουφονήσια) – Με τα καΐκια στην Παναγιά

Τον Δεκαπενταύγουστο γιορτάζει η Παναγία στο εκκλησάκι της στο Κάτω Κουφονήσι. Μετά τη λειτουργία προσφέρεται φαγητό από τους κατοίκους και κατόπιν μεταφέρονται με τα καΐκια τα οποία κάνουν αγώνες για το ποιος θα περάσει τον άλλο στο Πάνω Κουφονήσι.

Με την επιστροφή ντόπιοι και ξένοι το γλεντάνε μέχρι πρωίας στα μαγαζιά του νησιού, με μουσική, κρασί, ούζο και θαλασσινούς μεζέδες για τους οποίους έχουν φροντίσει οι ψαράδες.

Δωδεκάνησα (Κάρπαθος) – Παναγία στην Όλυμπο

Για τους πιο ταξιδεμένους, που έχουν αψηφήσει την απόσταση και τις δυσκολίες στην πρόσβαση, το πανηγύρι της Κοίμησης της Θεοτόκου, στην Όλυμπο της Καρπάθου είναι από τα πιο κατανυκτικά.

Εδώ, στην Όλυμπο, οι λειτουργίες είναι βαθιά συνδεδεμένες με το πένθος που χαρακτηρίζει αυτή την συγκυρία για τον Χριστιανισμό και το αποκορύφωμα του παραδοσιακού εορτασμού είναι ο χορός που γίνεται στη μικρή πλατεία, μπρος στην εκκλησιά της Παναγίας, με τους οργανοπαίκτες να παίζουν τον Κάτω Χορό, αργόσυρτο και με σοβαρή διάθεση.

Αρχικά, οι άντρες καθισμένοι στο τραπέζι και με ένα κομμάτι βασιλικό στο πέτο, τραγουδούν και πίνουν, με τη συνοδεία λαούτου και λίρας. Στη συνέχεια, και καθώς πέφτει το σκοτάδι, ξεκινά ο χορός, στον οποίο μπαίνουν, σιγά-σιγά, και οι γυναίκες ντυμένες με τις εκπληκτικής ομορφιάς και λαμπρότητας παραδοσιακές γιορτινές φορεσιές τους.

Ο χορός αργός και πάντα με σταθερό βήμα και κατανυκτική διάθεση, κρατά για ώρες και η όλη ατμόσφαιρα είναι από τις ωραιότερες που μπορεί να βιώσει ο πιστός στα πανηγύρια του Αιγαίου.

Δωδεκάνησα (Nίσυρος) – Παναγία Σπηλιανή

Ένας από τους πιο πολυήμερους και ξεχωριστούς εορτασμούς της Παναγιάς πραγματοποιείται στο νησί της Νισύρου. Εδώ γιορτάζεται το Nιάμερο της Παναγίας, που ξεκινά στις 6 Aυγούστου, γιορτή της Mεταμορφώσεως του Σωτήρος.

Tο έθιμο είναι αφιερωμένο στην γυναίκα, καθώς οι μαυροντυμένες Eννιαμερίτισσες (γυναίκες ταγμένες στην Παναγία) αναλαμβάνουν πρωταγωνιστικό ρόλο στη λατρευτική δράση. Eγκαθίστανται στο χώρο του μοναστηριού της Παναγίας της Σπηλιανής που βρίσκεται μέσα στο κάστρο των Iπποτών, προσκυνούν και καθαρίζουν τον χώρο και τα ιερά σκεύη.

Στην πραγματικότητα, διεξάγονται δύο παράλληλες λατρευτικές τελετουργίες, η επίσημη εκκλησιαστική από τους ιερείς και η ανεπίσημη με ιέρειες τις Eννιαμερίτισσες, που ακολουθούν αυστηρή νηστεία, κάνουν 300 μετάνοιες κάθε εικοσιτετράωρο και ψάλλουν.

Tην ημέρα του Δεκαπενταύγουστου, με τη λήξη της λειτουργίας, οι ιερείς λιτανεύουν την εικόνα της Παναγίας έως το χωριό για να ευλογήσει το πανηγύρι. Oι Eννιαμερίτισσες, από την άλλη πλευρά, κρατούν τους δίσκους με τα κόλλυβα και προπορεύονται, ανοίγοντας το δρόμο για την ιερή εικόνα.

Το γλέντι ξεκινά τη στιγμή που η εικόνα φτάνει στο χωριό, με τον τοπικό χορό της «κούπας», τραγούδια και άφθονο κρασί, ενώ οι Εννιαμερίτισσες αποσύρονται.

Δωδεκάνησα (Πάτμος) – Επιτάφιος Παναγίας

Στο νησί της Πάτμου, το νησί της Ορθοδοξίας, όπου τα πάντα περιστρέφονται γύρω από το ιστορικό μοναστήρι της Αποκάλυψης, οι μοναχοί του τηρούν το έθιμο του επιταφίου της Παναγίας, ένα έθιμο με βυζαντινές καταβολές.

Ο χρυσοποίκιλτος επιτάφιος της Παναγίας περιφέρεται στα σοκάκια του νησιού σε μεγαλοπρεπή πομπή, ενώ οι καμπάνες του μοναστηριού και των άλλων εκκλησιών ηχούν ασταμάτητα.

Δωδεκάνησα (Κάσος) – Κοίμηση της Θεοτόκου

Ένα ακόμη χωριό με το όνομα Παναγία είναι ο τόπος του μεγαλυτέρου πανηγυριού της Κάσου, κάθε Δεκαπενταύγουστο. Στην τοπική εκκλησία της Κοίμησης της Θεοτόκου τηρούνται, κάθε χρόνο, όλα τα πατροπαράδοτα έθιμα κατά τον εορτασμό του Δεκαπενταύγουστου.

Εκατοντάδες Κασιώτες απ’ όλη την Ελλάδα, αλλά και μετανάστες όλες τις γωνιές του κόσμου, συρρέουν στο νησί, μαζί με τους ξένους επισκέπτες, για να προσκυνήσουν στην Παναγία, να γλεντήσουν με τα πατροπαράδοτα έθιμα και να δοκιμάσουν κασιώτικα ντολμαδάκια και πιλάφι.

Δωδεκάνησα (Λειψοί) – Παναγία του Χάρου

Στο Μοναστήρι της Παναγίας στους Λειψούς, η Παναγία δεν κρατάει το Θείο Βρέφος αλλά τον Εσταυρωμένο Χριστό, σε μια εικόνα μοναδική στην χριστιανική παράδοση. Η Παναγία του Χάρου γιορτάζει στις 23 Αυγούστου, δηλαδή στα εννιάμερα της Παναγίας.

Σύμφωνα με το έθιμο, που τηρείται από το 1943, τοποθετούνται την άνοιξη κρινάκια γύρω από την εικόνα τα οποία στη συνέχεια ξεραίνονται και ανθίζουν ξανά, τον Αύγουστο.

Kεφαλονιά – Παναγία η Φιδούσα

Πλήθος πιστών συγκεντρώνεται κάθε χρόνο στην αυλή της Iεράς Mονής της Παναγιάς της Φιδούς στην περιοχή Mαρκόπουλου, Kεφαλονιάς για να δουν τα «φιδάκια της Παναγίας». Kάθε 15 Aυγούστου τα μικρά φιδάκια εμφανίζονται στο καμπαναριό και η εκκλησιαστική επιτροπή τα μεταφέρει στο προαύλιο του Iερού Nαού.

Σύμφωνα με την παράδοση, τα φιδάκια φέρνουν καλή τύχη στο νησί και αν δεν εμφανιστούν, ο οιωνός είναι κακός, όπως έγινε, για παράδειγμα, την χρονιά των μεγάλων σεισμών, μερικές δεκαετίες πριν.

ΠΗΓΕΣ:


http://www.pass2greece.gr/culture_det.asp?culture_id=62


http://dosambr.wordpress.com/


http://palaiopogoni.gr/pogoni//?page_id=5


http://el.wikipedia.org/wiki/


http://www.ippikossiatistas.gr/


http://users.sch.gr/babaroutsoup/today/ethima/ethima5.htm


http://vatopaidi.wordpress.com/

Εορτολόγιο

Δημοφιλείς αναρτήσεις


Banner Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων
Ξεκινάμε μια προσπάθεια παρουσίασης Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων.
Αν δεν υπάρχει ο δικός σας, ζητάμε συγνώμη,
ενημερώστε μας και θα τον συμπεριλάβουμε.





Create your own banner at mybannermaker.com!
Πέρα από το άτομο
Make your own banner at MyBannerMaker.com!

















(υπό κατασκευή)


Τα banner μας
Αντιγράψτε τον κώδικα στη δική σας σελίδα
για να εμφανιστούν τα banner μας.
Ειδοποιήστε μας για να συμπεριλάβουμε και το δικό σας.