Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2017

Ο Χριστιανισμός είναι.......

Ο Χριστιανισμός είναι η υπερβολή όλων των υπερβολών, το πιό απίστευτο από όλα τα απίστευτα. Για τούτο η πόρτα που μπαίνει κανένας στην εξωτική χώρα του Χριστού, είναι μιά μοναχά, η πίστη!

κυρ Φώτης Κόντογλου.

Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 2017

Πως ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός συνέγραψε θεία άσματα, μελωδήματα, Λόγους και άλλα ψυχωφελή


Κάποτε απέθανε κάποιος γείτονας του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού, ο δε αδελφός του νεκρού πικραινόταν και παρεκάλει τον Άγιο να συνθέσει κανένα τροπάριο κατανυκτικό για να παρηγορηθεί στην λύπη του. Ο δε Άγιος ευλαβείτο τον Γέροντά του και δεν ήθελε να παραβεί την εντολή του. Επειδή όμως πολύ τον στενοχώρησε εκείνος καί στον Θεό τον όρκισε, συγκατέβει και συνέθεσε τροπάριο νεκρώσιμο, πολύ ωραίο καί εναρμόνιο, το οποίο έως την σήμερον ψάλλεται, ήτοι το: «Πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα»...

Ήταν δε τότε μόνος ο Ιωάννης στο κελλί του και έψαλλε το τροπάριο με μελωδία θαυμάσια. Έτυχε όμως τότε να έρχεται ο Γέρων, ο οποίος ακούγοντας την μελωδική εκείνη φωνή, εθυμώθη και του λέγει: «Αντί να κλέεις, χάσκεις και χαίρεσαι, παρήκοε;» Ο δε Άγιος εδικαιολογείτο, λέγων την αιτία. Ο Γέρων όμως ουδόλως ειρήνευσε, αλλά τον εδίωξε από το κελλί του ως παρήκοο. Ο δε θαυμάσιος Ιωάννης, ενθυμούμενος την παράβαση των Προπατόρων, για την οποία δικαίως εξώσθησαν του Παραδείσου, έκλαιε πικρώς, οδυρόμενος περισσότερο απ’ εκείνον, του οποίου ο αδελφός απέθανε και έβαλε μεσίτες τους Γέροντες όλους και αυτόν τον Ηγούμενο να παρακαλέσουν τον Γέροντά του να του δώσει συγχώρηση. Αλλ’ ο Γέρων, ως αυστηρός, δεν έκλινε ποσώς προς συμπάθεια.

Οι μεν λοιπόν παρεκάλουν αυτόν να του δώσει άλλον κανόνα καί να μη τον διώξει τελείως. Ο δε αποκρινόταν: «Εάν δεχθεί να καθαρίσει όλους τους ρύπους και τις ακαθαρσίες της Λαύρας από τις αναπαύσεις με τα χέρια του, θα τον συγχωρήσω, άλλως δεν τον δέχομαι ουδόλως». Αυτά εκείνοι ακούσαντες έφριξαν, και εντρέποντο να του τα ειπούν, πλην μετά βίας καί αισχύνης το ομολόγησαν. Ο δε όταν άκουσε αυτά έλαβε μεγάλη αγαλλίαση και είπε: «Αυτό είναι εύκολο να το κάμω, ευλογείτε, Πατέρες Άγιοι». Και ευθύς λαβών τα εργαλεία, εισήλθε στην ανάπαυση του γείτονα αυτού και αρχίζει να μολύνει τα χέρια εκείνα, που μοσχοβολούσαν από τα αρώματα πρότερα καί την χριστοθεράπευτο δεξιά έβαλε στην κόπρο καί δεν σιχαινόταν ο αοίδιμος. Βλέποντας ο Γέρων την πολλή προθυμία του Ιωάννου στην υπακοή και την εις βάθος ταπείνωση, έδραμε και τον ενηγκαλίσθη χαίρων και τον κατεφίλει καί κατησπάζετο λέγων: «Καλότυχος εγώ, που αξιώθηκα να έχω τέτοιον μαθητή υπήκοο και αθλητή γενναιότατο». Ο δε Άγιος, όσο έβλεπε, ότι τον επαινούσε ο Γέρων, τόσο μάλλον ταπεινωνόταν και ευλαβούμενος τους λόγους του έκλαιε, καθώς κάμνουν όλοι οι φρόνιμοι, όταν άλλοι τους εγκωμιάζουν.


Εισελθόντες λοιπόν στο κελλί, χαιρόταν ο Άγιος, ότι του έδωσε την συγχώρηση, ο δε Γέρων τον προσέταξε πάλι να φυλάττει σιωπή ως ψυχοσωτήριο.

Ολίγες όμως μετά από αυτά ημέρες, φαίνεται στον Γέροντα κοιμώμενο, η Πανύμνητος και Πανάμωμος Δέσποινα και του λέγει: «Γιατί έφραξες τέτοια βρύση θαυμάσια, η οποία προχέει δαψιλές νάμα καί ύδωρ αναπαύσεως των ψυχών νεκταρώδες καί γλυκύτερο απ’ εκείνο, το οποίο ανέβλυσε στην έρημο; Άφησε την πηγή να ποτίσει την οικουμένη άπασαν, να σκεπάσει θάλασσες αιρέσεων και να τις μετατρέψει σε θαυμασία γλυκύτητα. Αυτός έχει να υπερβεί του Δαβίδ την προφητική κιθάρα και το ψαλτήριο. Αυτός θα μελωδήσει άσματα καινά, μεγαλουργήματα γλυκύτερα και ωραιότερα προς τον Κύριο από την ωδή του Μωϋσέως καί την χοραυλία της Μαρίας. Προς σύγκριση της ηδυτάτης και θαυμαστής αυτού κιθάρας θέλουν λογισθεί μύθος άχρηστος τα του Ορφέως ανόητα μελωδήματα. Ούτος θέλει μελωδήσει την πνευματική και ουράνιο μελουργία. Ούτος θέλει ορθοτομήσει τα της Πίστεως δόγματα και θέλει στηλιτεύσει πάσης αιρέσεως διαστροφή και δολερότητα».

Το πρωΐ, όταν ξύπνησε ο Γέρων, ο οποίος είδε την οπτασία αυτή καί απεκαλύφθησαν σ’ αυτόν τέτοια μυστήρια, έβαλε μετάνοια προς τον Άγιο λέγων: «Ω τέκνον της υπακοής του Χριστού, άνοιξε το στόμα σου και λάλησε τους λόγους, τους οποίους έγραψε στην καρδία σου το Πνεύμα το Άγιο, διότι ανέβης στο Σίναιο όρος των οπτασιών και των θαυμασίων αποκαλύψεων του Θεού, δια την πολλή σου ταπείνωση. Τώρα λοιπόν ανάβα προθύμως στο όρος της Εκκλησίας καί κήρυξε στην Ιερουσαλήμ ευαγγελιζόμενος, όσα δεδοξασμένα ελάλησε προς την εμήν ευτέλεια η Αειπάρθενος Μήτηρ του Θεού δια σε και συγχώρησέ μοι για όσα σου έπταισα, διότι από την αγνωσία μου σε εμπόδισα»,
Τότε άρχισε ο Ιωάννης να ψάλλει τα μελίρρυτα εκείνα άσματα και θεία μελωδήματα, που με αυτά τόσο πολύ την Εκκλησία εφαίδρυνε καί καθ' εκάστη σ’ αυτήν ακούεται ο καθαρός ήχος των εορταζόντων.

Όχι δε μόνο Κανόνες και Τροπάρια καί μουσικά Ιδιόμελα και προσόμοια συνέθεσε, αλλά και πανηγυρικούς λόγους πολλούς στις Δεσποτικές εορτές και εγκώμια στην Υπεραγία Θεοτόκο και σε άλλους Αγίους πολλούς συνέταξε, καθώς στα βιβλία της Εκκλησίας μας φαίνονται ως και σε αρχαία χειρόγραφα, τα οποία σώζονται στα βασιλικά Μοναστήρια του Αγίου Όρους, γραμμένα δια χειρός παλαιών διδασκάλων, σε πάσα εορτή αναγινωσκόμενα έως την σήμερον. Έτι δε και την ιερά εκείνη Βίβλο της Θεολογίας συνέθεσε, την οποία εάν ονομάσω θεοχάρακτη πλάκα δεν ψεύδομαι. Περιγράφει δε σε αυτήν τα μυστήρια και τα δόγματα της αληθούς ημών Πίστεως με συντομία θαυμάσια και άλλα πολλά χρήσιμα περί της των όντων, νοητών και αισθητών, θεωρίας, την οποία βίβλο ουράνιο εκάλεσα, διότι έκαστον αυτής δίδαγμα λάμπει και φωτίζει με τις ορθές αποδείξεις, τις φυσικές και τις Γραφικές, αλλά και πολύ επιστημονικές, τόσον ώστε, όποιος δεν κατατρυφήσει σ’ αυτήν και δεν απολαύσει τέτοιον ουρανό πολύφωτο, είναι όντως εσκοτισμένος καί δυστυχής.

Έγραψε δε και λόγους μακρούς ο αοίδιμος Ιωάννης για την των θείων Εικόνων προσκύνηση καί άλλα ψυχωφελή ποιήματα συνέθεσε.

http://stratisandriotis.blogspot.com

Τρίτη 12 Σεπτεμβρίου 2017

Στην πορεία της ζωής σου..




Πάντα θα υπάρχει ένας Πέτρος να σε αρνηθεί,
ένας Ιούδας να σε προδώσει
και ένας Πιλάτος να σε σταυρώσει,
αλλά...
και ένας Κυρηναίος να σε στηρίξει,
μια Βερόνικα Aγία για να σκουπίσει τον ιδρώτα σου
κι ένας ληστής να σε εκτιμήσει και να σου θυμίσει ποιός στ' αλήθεια είσαι.
Θυμήσου πως όλοι αυτοί υπήρξαν και στη ζωή Εκείνου που ήρθε να μας σώσει, να μας ελευθερώσει, να μας δώσει αιώνια ζωή.

Γι αυτό αδελφέ μου...
Συνέχισε να προχωράς, ο Θεός θα σε αναστήσει!



 http://apantaortodoxias.blogspot.gr/

Χαρά, Λύπης Όλεθρος (αρχ. Αιμιλιανού Σιμωνοπετρίτου)



Ο πόνος, η στενοχώρια, η αγωνία, η ψυχική τραγωδία είναι αποτέλεσμα της πτώσεως του ανθρώπου, η οποία οφείλεται στον εγωισμό του. Οι αναθυμιάσεις του εγώ γεννούν στην ψυχή την στενοχώρια, ενώ η φυσιολογική της κατάσταση είναι η χαρά, διότι ο Θεός είναι ειρήνη, είναι χαρά, και η ψυχή είναι εμφύσημα του Θεού, δημιουργήθηκε από Αυτόν και οδεύει προς Αυτόν. Επομένως, η στενοχώρια είναι ξένη και αδικαιολόγητη μέσα στην ανθρώπινη ζωή.
Και όμως σήμερα δεν βρίσκεις άνθρωπο χαρούμενο, που σημαίνει πως δεν βρίσκει κανείς άνθρωπο ισορροπημένο, ήρεμο, φυσιολογικό. Η στενοχώρια είναι αρρώστια τρομερή που μαστίζει την οικουμένη, η μεγαλυτέρα ίσως βάσανος της ανθρωπότητος, το μεγαλύτερό της δράμα. Δεν είναι απλώς τα προοίμια της κολάσεως αλλά η βίωσις της κολάσεως από της παρούσης ζωής.

Έλλειψις χαράς σημαίνει έλλειψις Θεού, ενώ η χαρά απόδειξις της παρουσίας αυτού. Εάν κανείς είναι κοσμικός άνθρωπος και τέρπεται επί τοις επικήροις, χαίρεται για τις ηδονές, για τα παροδικά και μάταια, αυτός ίσως έχει κάποια ηδονή, κάποια ευχαρίστηση, αλλά στην πραγματικότητα, αν προσέξει κανείς, θα δει ότι υπάρχει θλίψις και στενοχώρια στην ζωή του, όπως λέγει η Αγία Γραφή: <θλίψις και στενοχωρία επί πάσαν ψυχήν ανθρώπου του κατεργαζομένου το κακόν>. Δεν είναι δυνατόν να υπάρχει χαρά εκεί όπου υπάρχει παράβασις της εντολής του Θεού, όπως είναι αδύνατον να υπάρχει στενοχώρια με την εφαρμογή του νόμου του Θεού.

Χαρά, Λύπης Όλεθρος. Λύπη είναι ένα ξίφος που έρχεται αιφνιδίως και χτυπάει το σώμα, ιδιαίτερα όμως την ψυχή του ανθρώπου. Και μάλιστα κάτι που εξέρχεται από την κακία των ανθρώπων, από την αμαρτία, από την δυσωδία, από την αντίθεση των άλλων. Η λέξη λύπη είναι συγγενήςπρος την λέξη λύμη, η οποία σημαίνει πληγή, κάτι που στάζει πύον. Επομένως, λύπη είναι η κατάσταση της ψυχής, η οποία στάζει πύον. Κυρίως προέρχεται από βέλη τα οποία εξακοντίζονται από την κακία των ανθρώπων ή και από τις κακίες της δικής μας ψυχής. Η λύπη εδώ δεν είναι αυτό που λέμε, είμαι λυπημένος. Όταν λέμε, είμαι λυπημένος, κατά κανόνα εννοούμε, ζω τις αναθυμιάσεις της δικής μου αμαρτίας, της δικής μου εγωπάθειας, της δικής μου απομονώσεως από τον Θεό. Όταν οι πατέρες ομιλούν για την λύπη, εννοούν κάτι διαφορετικό.

Η χαρά λοιπόν είναι λύπης όλεθρος. Επομένως όταν μας χτυπήσουν τα βέλη αμαρτίας, των πονηρών παθών, των εμπαθών λογισμών, τα βέλη των κακών ανθρώπων ή οποιαδήποτε άλλα, όταν φαίνεται η δυσωδία του προτέρου μας βίου, όταν η αποτυχία της ζωής μας έλθει να μας χτυπήσει, τότε η χαρά είναι όλεθρος της λύπης. Η χαρά είναι σαν μια ασπίδα που χτυπούν τα βέλη και φεύγουν και δεν παθαίνεις τίποτε. Όλοι εκείνοι και όλα εκείνα που έρχονται να θλίψουν την δική μας ψυχή καταστρέφονται, απόλλυνται.

Η τροφή των εν Χριστώ ασκουμένων είναι η χαρά. Η χαρά τρέφει την ψυχή , το πνεύμα, τον νου, ώστε να μπορούν να ανεβαίνουν και να δίδωνται εις τον Θεόν. Καμία άσκησις, καμία εγκράτεια, κανείς πόθος, καμία αγάπη δεν μπορεί να φτάσει εις το τέρμα εάν δεν τρέφεται. Σκεφτείτε κάποιον που θέλει να είναι καλός αθλητής και δεν τρώει. Απλούστατα θα πέσει εις τον δρόμο. Έτσι ακριβώς παθαίνει και κάποιος πνευματικός ασκητής αν δεν έχει χαρά.



 http://orthodoxmathiteia.blogspot.gr

“Όταν θέλει ο Θεός και ο Διάβολος τον υπηρετεί”!




Κάποτε υπήρχε μια φτωχή γυναίκα, η οποία όλη την ώρα, ό, τι καλό και να της συνέβαινε κοίταζε τον ουρανό και έλεγε “Δόξα τω Θεώ” και αισθανόταν πολύ ευγνώμων για το οτιδήποτε.

Κάπου εκεί κοντά της όμως έμενε ένας πλούσιος άνθρωπος. Κάθε φορά λοιπόν περνούσε μπροστά από τό σπίτι της γυναίκας την άκουγε να λέει “Δόξα τω Θεώ, Ευχαριστώ Κύριε”

Στην αρχή δεν έδινε σημασία, αλλά κάποια στιγμή, αυτό άρχισε να τον εκνευρίζει. “Πως μπορεί αυτή η γυναίκα, τόσο φτωχή, να ευχαριστεί συνέχεια το Θεό;” σκεφτόταν.

Μια μέρα λοιπόν, αφού ξαναπέρασε μπροστά από το σπίτι της και την άκουσε να λέει πάλι “Δόξα τω Θεώ”, νευρίασε τόσο πολύ που είπε στον υπηρέτη του “Πήγαινε στου Σούπερ Μάρκετ και γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ’ αυτή τη γυναίκα και όταν σε ρωτήσει ποιος τα έφερε θα της πεις οτι ο Διάβολος τα έφερε”.

Έτσι λοιπόν κι έκανε ο υπηρέτης. Την επόμενη μέρα πήγε στο Σούπερ Μάρκετ, γέμισε δύο καρότσια με τρόφιμα, τόσο που ξεχείλιζαν, και πήγε στη γυναίκα.

Όταν έφτασε της χτύπησε τη πόρτα. “Α, Δόξα τω Θεώ, ευχαριστώ Κύριε” είπε εκείνη μόλις βγήκε έξω και αντίκρισε τα δυο καρότσια.

“Δεν θέλετε να μάθετε ποιος σας έστειλε τα τρόφιμα;” την ρώτησε ανυπόμονα ο υπηρέτης.

“Όχι παιδί μου, δεν έχει σημασία. Όταν θέλει ο Θεός και ο Διάβολος τον υπηρετεί” και παίρνοντας τα δυο καρότσια μπήκε μέσα ευτυχισμένη…

Δευτέρα 11 Σεπτεμβρίου 2017

Οταν η Ανύπαρκτη Ισχύς συναντά τη Σκιώδη Δόξα



Αν κοιτάξουμε γύρω μας θα δούμε πολλούς ανθρώπους που φαντάζουν ανεπαρκείς ξένοι, ατάλαντοι, λίγοι, ανεμπνευστοι, χωρίς ίχνος αγάπης και αγαθής προαίρεσης για αυτό που εκλήθησαν να προσφέρουν. Ειναι αυτοί που συνήθως μας αφεντεύουν.

Εχουν αποκτήσει μια αναγνώριση και δόξα στα μάτια των πολλών που θαμπώνονται με τους τίτλους και τη θέα των ψεύτικων θρόνων. Μια ισχύ που στιγμιαία κλονίζει την αίσθηση του ανθρώπου που πιστεύει στην έννοια του δικαίου,στην έννοια της απονομής της δικαιοσύνης Σαν να μας στερουν αυτοί οι άνθρωποι ακόμα και την ευκαιρία να διεκδικήσουμε και να παλέψουμε για την Σωτηρία της καλής πρόθεσης,της έντιμης και φιλότιμης προσπάθειας. Τι συμβαίνει όμως στα αλήθεια ;

Ολοι αυτοί οι άνθρωποι λαμβάνουν αυτό ακριβώς αυτό που ζήτησαν. Αναλαμβάνουν ένα κυρίαρχο ρόλο σε μια θέση που δεν τους ανήκει για να παραστήσουν ανώδυνα το ρόλο που είχαν όνειρο να γευθούν αλλά ήταν ανεπαρκείς για να γίνει πραγματικότητα. Ηθελαν δηλαδή τη ΔΟΞΑ ΤΗΣ ΙΔΙΟΤΗΤΑΣ. Οι πιο πολλοί αναζητούν τέτοιου είδους δόξα επιβεβαίωσης. Τελικά αυτό που ζητούν το λαμβάνουν αλλά με έναν πολύ διαφορετικό τρόπο. Αυτό ακριβώς παίρνουν. Γιατι;

Γιατί δεν υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία του εγωισμού τους απο αυτήν την Δοξα που κατέχουν. Η Δόξα είναι Νόμισμα που τιμά όσο αξίζεις. Αλλωστε αυτό σημαίνει και η λέξη απο μόνη της. Δόξα. Δοκώ =Noμίζω. Αποκτούν έτσι τη Δόξα αυτού που αξίζουν και ας μην φαινεται εξ αρχής. Καμαρωνουν για το Νομισμα που κρατούν επιδεικτικά αλλά κρύβουν και τον πόνο που νιώθουν απο το κάψιμο μέσα στη παλάμη τους. Ενα Νόμισμα που τη μια του πλεύρα εκείνη που έχει τυπωμένη τη ''βασιλική'' μορφή τους, την κρατούν προς το μέρος των ανθρωπων.

Την άλλη όμως πλευρά του νομισματος εκεινη που γράφει την ΤΙΜΗ την κοιτούν οι ίδιοι αλλά και εκείνοι που βρίσκονται πίσω απο τη πλάτη τους. Οι αληθινά αδικημένοι απο εκείνον που με τις μεθοδείες του τους γύρισε τη πλάτη.

ΒΛΕΠΟΥΝ ΤΗΝ ΙΔΙΑ ΘΕΑ. Την πραγματική τιμή του Νομίσματος. ΑΥΤΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΑΤΑΔΙΚΗ.

http://vtsabropoulos.blogspot.gr/
http://proskynitis.blogspot.gr/

Κυριακή 10 Σεπτεμβρίου 2017

Νά ζητᾶμε ἀπ΄τόν Θεό νά γίνει τό θέλημά Του στή ζωή μας, γέροντας Πορφύριος (Βίος και Λόγοι)



«Νά ζητᾶμε ἀπ΄τόν Θεό νά γίνει τό θέλημά Του στή ζωή μας»

Οἱ προσευχές μας δέν εἰσακούονται, διότι δέν εἴμαστε ἄξιοι. Πρέπει νά γίνεις ἄξιος, γιά νά προσευχηθεῖς. Δέν εἴμαστε ἄξιοι, διότι δέν ἀγαπᾶμε τόν πλησίον μας ὡς ἑαυτόν. Τό λέει ὁ ἴδιος ὁ Χριστός: «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ὕπαγε πρῶτον, διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου».
Νά πάεις πρῶτα νά συμφιλιωθεῖς μέ τόν ἀδελφό σου, νά συγχωρεθεῖς, γιά νά γίνεις ἄξιος. Ἄν δέν γίνει αὐτό, δέν μπορεῖς νά προσευχηθεῖς. Ἄν δέν εἶσαι ἄξιος, δέν μπορεῖς νά κάνεις τίποτα.
Ὅταν τακτοποιήσεις ὅλες τίς ἐκκρεμότητες καί ἑτοιμασθεῖς, τότε πάεις καί προσφέρεις τό δῶρο σου.
Ἄξιοι γίνονται ὅσοι ἐπιθυμοῦν καί λαχταροῦν νά γίνουν τοῦ Χριστοῦ, ὅσοι δίνονται στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Νά μήν ἔχεις κανένα θέλημα, αὐτό ἔχει μεγάλη ἀξία, εἶναι τό πᾶν.
Ὁ σκλάβος δέν ἔχει κανένα θέλημα. Τό νά μήν ἔχομε κανένα θέλημα μπορεῖ νά γίνει μ΄ἕναν τρόπο ἁπαλό• μέ τήν ἀγάπη στόν Χριστό καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.
«Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτάς, ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με· ὁ δὲ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται ὑπὸ τοῦ Πατρός μου καὶ ἐγὼ ἀγαπήσω αὐτὸν καὶ ἐμφανίσω αὐτῷ ἐμαυτόν»8.
Χρειάζεται ἀγώνας. Ἔχομε νά παλέψομε «πρὸς τοὺς κοσμοκράτορας τοῦ σκότους τοῦ αἰῶνος τούτου»9. Ἔχομε νά παλέψομε μέ τόν «λέοντα τὸν ὠρυόμενον»10. Δέν ἐπιτρέπεται στόν ἀγώνα νά ἐπιτύχει ὁ πολυμήχανος.


Αὐτό προϋποθέτει δάκρυ, μετάνοια, προσευχή, ἐλεημοσύνη, αἴτηση μέ συνοδεία τήν ἐμπιστοσύνη στόν Χριστό καί ὄχι τήν ὀλιγοπιστία. Μόνον ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς βγάλει ἀπ΄τόν κλοιό τῆς ἐρημιᾶς. Προσευχή καί μετάνοια καί ἐλεημοσύνη.
Δῶστε ἔστω κι ἕνα ποτήρι νερό, ἄν δέν ἔχετε χρήματα. Καί νά ξέρετε ὅτι ὅσο ἁγιάζεσθε, τόσο εἰσακούονται οἱ προσευχές σας.

Νά μήν ἐκβιάζομε μέ τίς προσευχές μας τόν Θεό. Νά μή ζητᾶμε ἀπ΄τόν Θεό νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό κάτι, ἀσθένεια κ.λπ., ἤ νά μᾶς λύσει τά προβλήματά μας, ἀλλά νά ζητᾶμε δύναμη καί ἐνίσχυση ἀπό Ἐκεῖνον, γιά νά τά ὑπομένομε.
Ὅπως Ἐκεῖνος κρούει μέ εὐγένεια τήν πόρτα τῆς ψυχῆς μας, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ζητᾶμε εὐγενικά αὐτό πού ἐπιθυμοῦμε κι ἄν ὁ Κύριος δέν ἀπαντάει, νά σταματᾶμε νά τό ζητᾶμε. Ὅταν ὁ Θεός δέν μᾶς δίδει κάτι πού ἐπίμονα ζητᾶμε, ἔχει τό λόγο Του. Ἔχει κι ὁ Θεός τά «μυστικά» Του. Ἐφόσον πιστεύομε στήν ἀγαθή Του πρόνοια, ἐφόσον πιστεύομε ὅτι Ἐκεῖνος γνωρίζει τά πάντα ἀπ΄τή ζωή μας κι ὅτι πάντα θέλει τό ἀγαθόν, γιατί νά μή δείχνομε ἐμπιστοσύνη; Νά προσευχόμαστε ἁπλά καί ἁπαλά, χωρίς πάθος καί ἐκβιασμό. Ξέρομε ὅτι παρελθόν, παρόν καί μέλλον, ὅλα εἶναι γνωστά, γυμνά καί τετραχηλισμένα ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.

Ὅπως λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος, «…οὐκ ἔστι κτίσις ἀφανὴς ἐνώπιον Αὐτοῦ, πάντα δὲ γυμνὰ καὶ τετραχηλισμένα τοῖς ὀφθαλμοῖς Αὐτοῦ»11. Ἐμεῖς νά μήν ἐπιμένομε· ἡ προσπάθεια κάνει κακό ἀντί γιά καλό. Μήν κυνηγᾶμε ν΄ἀποκτήσομε αὐτό πού θέλομε, ἀλλά νά τ΄ἀφήνομε στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γιατί, ὅσο τό κυνηγᾶμε, τόσο αὐτό ἀπομακρύνεται.
Ἄρα, λοιπόν, ὑπομονή καί πίστη καί γαλήνη. Κι ἄν τό ξεχάσομε ἐμεῖς, ὁ Κύριος ποτέ δέν ξεχνάει κι ἄν εἶναι γιά τό καλό μας, θά μᾶς δώσει αὐτό πού πρέπει κι ὅταν πρέπει.

Νά ζητᾶμε στήν προσευχή μόνο τή σωτηρία τῆς ψυχῆς μας. Δέν εἶπε ὁ Κύριος: «Ζητεῖτε δὲ πρῶτον τὴν Βασιλείαν τοῦ Θεοῦ… καὶ ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν»;12 Εὔκολα, εὐκολότατα ὁ Χριστός μπορεῖ νά μᾶς δώσει ὅ,τι ἐπιθυμοῦμε.
Καί κοιτάξτε τό μυστικό. Τό μυστικό εἶναι νά ζητᾶτε τήν ἕνωσή σας μέ τόν Χριστό ἀνιδιοτελῶς, χωρίς νά λέτε, «δῶσ΄μου τοῦτο, ἐκεῖνο…». Εἶναι αρκετό νά λέμε, «Κύριε Ἰησοῦ, ἐλέησόν με».
Δέν χρειάζεται ὁ Θεός ἐνημέρωση ἀπό μᾶς γιά τίς διάφορες ἀνάγκες μας. Ἐκεῖνος τά γνωρίζει ὅλα ἀσυγκρίτως καλύτερα ἀπό μᾶς καί μᾶς παρέχει τήν ἀγάπη Του. Τό θέμα εἶναι ν΄ἀνταποκριθοῦμε σ΄αὐτή τήν ἀγάπη μέ τήν προσευχή καί τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν Του.

Νά ζητᾶμε νά γίνει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ· αὐτό εἶναι τό πιό συμφέρον, τό πιό ἀσφαλές γιά μᾶς καί γιά ὅσους προσευχόμαστε.

Ὁ Χριστός θά μᾶς τά δώσει ὅλα πλούσια. Ὅταν ὑπάρχει ἔστω καί λίγος ἐγωισμός, δέν γίνεται τίποτα.

7. Ματθ. 5, 23-24.
8. Ἰωάν. 14, 21.
9. Ἐφ. 6, 12.
10. Πρβλ. Α׳ Πέτρ. 5, 8
11. Ἑβρ. 4, 13.
12. Ματθ. 6, 33 Λουκ. 12, 31.


Από το βιβλίο «ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΛΟΓΟΙ» του ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΠΟΡΦΥΡΙΟΥ ΚΑΥΣΟΚΑΛΥΒΙΤΟΥ

http://anavaseis.blogspot.com/

Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 2017

ΠΕΙΡΑΣΜΟΙ ΚΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥΣ Π.ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ


Ο μύθος του "Καλού Ανθρώπου"




Ο σημερινός άνθρωπος έχει παγιωθεί σε μια αυτοδικαίωση που συνήθως εκφράζεται ως εξής: «Είμαι καλός άνθρωπος, δε σκότωσα κανέναν, δεν πείραξα κανέναν, δίνω και ελεημοσύνη που και που, οπότε γιατί να μη με σώσει ο Θεός;».
Πολλοί άνθρωποι θεωρούν ότι ο Θεός είναι ένας αιώνιος χωροφύλακας και ότι η σωτηρία είναι μια κατάσταση που ο άνθρωπος κερδίζει μέσα από μια τήρηση εντολών του φαίνεσθαι. Μιλάμε για μια τρομερή πλάνη που οφείλουμε να θεραπεύσουμε ώστε ο άνθρωπος να μην κολυμπάει στο ψέμα και την υποκρισία.

Ο άνθρωπος σύμφωνα με τους Αγίους Πατέρες είναι ψυχοσωματική οντότητα. Όπως μας λέει και ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, ο άνθρωπος δεν είναι ούτε ψυχή ούτε σώμα αλλά το Όλον αυτού. Οπότε ο άνθρωπος θα μετέχει της Αναστάσεως ψυχοσωματικά και όχι απλά ένα μέρος του.
Οι εντολές και οι καλές πράξεις είναι μέσο της σωτηρίας και όχι αυτοσκοπός για να κερδίσουμε κάτι. Συγκεκριμένα οι εντολές είναι σημεία συνάντησης και σχέσης με τον ίδιο τον Τριαδικό Θεό. Το ότι κάποιος είναι εξωτερικά ένας καλός άνθρωπος δε σημαίνει τίποτα, μπορεί να είναι η αρχή για κάτι αλλά μπορεί να είναι και ένα τίποτα. Μπορώ δηλαδή να πω ένα καλημέρα και από μέσα μου να βρίζω, μπορεί να βοηθάω κάποιον γιατί έχω συμφέρον. Μπορεί να δίνω ελεημοσύνη και να προσδοκώ στο άμεσο μέλλον κάτι. Το θέμα είναι τι καρδιά υπάρχει πίσω από την πράξη ή τη σκέψη και αν αυτή η καρδιά έχει τροφοδότη τον Χριστό ή τον εγωισμό.

Οι πράξεις ωφελούν όταν είναι Χριστοκεντρικές με επιθυμία σταυρικής θυσίας (βλέπε παραβολή καλού Σαμαρείτη), αν όμως είναι ανθρωποκεντρικές τότε η ωφέλεια εξασθενεί στην φθαρτότητα του χρόνου. Mια πράξη που απορρέει από την Τριαδική σχέση διαπερνά το θάνατο.
Αν το θέμα ήταν κάποιες εντολές, τότε δεν μας χρειάζεται η ενσάρκωση. Δεν χρειαζόταν να έρθει ο Θεός στο κόσμο. Οι εντολές είναι μια προπαρασκευαστική
κατάσταση για να οικοδομηθεί η σωτηρία και η θεοειδής σχέση του ανθρώπου με τον Θεό. Άρα οι εντολές είναι σημεία που οδηγούν στην συνάντηση με τον Χριστό, αν μείνουμε σε αυτές απλά δεν θα τον συναντήσουμε και θα παραμένουμε σε σημείο μηδέν.
«Αν η καλοσύνη δεν συνδέετε με την Τριαδική αγάπη και την θυσία τότε είναι απλά μια νεκρή πράξη.»
Μια λαϊκή ρήση αναφέρει "Από έξω κούκλα και από μέσα πανούκλα", και ο Φαρισαίος καλός άνθρωπος ήταν και μάλιστα υπηρέτης του νόμου. Αλλά τι να την κάνεις την εξωτερική λαμπρότητα όταν το βασίλειο της καρδιάς είναι μολυσμένο;

Τι μας λέει πάνω σε αυτό το θέμα ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος:
«Όσοι υπερηφανεύονται για τα καλά τους έργα και δεν έχουν πίστη στο Θεό, μοιάζουν με λείψανα νεκρών, που είναι ντυμένα με ωραία ρούχα, αλλά δεν αισθάνονται την ωραιότητά τους. Σε τι ωφελείται, δηλαδή, ο άνθρωπος , όταν έχει ψυχή ντυμένη με καλά έργα αλλά νεκρή; Τα έργα γίνονται για τον Κύριο και με την ελπίδα των επουράνιων βραβείων. Αν, λοιπόν, αγνοείς Εκείνον που προκηρύσσει τα βραβεία , τότε για ποιόν αγωνίζεσαι;
Για να φάει κανείς, πρέπει να είναι ζωντανός. Όποιος δεν έχει ζωή, δεν είναι δυνατό να δεχθεί τροφή. Για να ζήσει κανείς αιώνια, πρέπει να έχει πίστη στο Χριστό, πίστη που τρέφεται και με τα καλά έργα. Όποιος δεν έχει πίστη στο Χριστό, ακόμα κι αν κάνει καλά έργα, δεν είναι δυνατό να κερδίσει την ουράνια βασιλεία, αν έχει ζωντανή πίστη.»

Ενώ ο Άγιος Ιγνάτιος Μπριαντσιανίνωφ μας αναφέρει:
«Σωτηρία είναι η ένωση του ανθρώπου με τον Θεό· η αποκατάσταση επικοινωνίας μαζί Του. Η σωτηρία είναι κάτι που μας ενδιαϕέρει όλους. Όλους τούς λαούς· όλους τούς ανθρώπους· ενάρετους και αμαρτωλούς!
Δεν αρκεί λοιπόν, να είμαστε «καλοί» άνθρωποι. Και αν άνθρωποι μεγάλοι και ϕωτισμένοι, κατέβαιναν τότε στον Άδη, πώς είναι δυνατό εσύ, να θέλεις να σωθείς χωρίς πίστη και επικοινωνία με τον Χριστό; Και πώς τολμάς και ψάχνεις να βρεις, αν και οι μουσουλμάνοι θα σωθούν; Επειδή απλά σου ϕαίνονται «καλοί»; Χωρίς ποτέ, να έχουν πιστεύσει στον Ένα και Μοναδικό Σωτήρα και Λυτρωτή;
Ας κάμουμε, λοιπόν, ϕροντίδα μας να αγαπήσουμε τον Χριστό. Γιατί σωτηρία χωρίς Αυτόν, μόνο χάρη σε μερικές «καλές» πράξεις, Δεν γίνεται.»

Ενώ ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς μας λέει για τους «καλούς» που λένε όμως ότι δεν πιστεύουν:
«Λένε: υπάρχουν και άθεοι καλοί άνθρωποι. Ναι, οι άθεοι μπορούν να είναι προσωρινά καλοί, επιφανειακά καλοί, φαρισαϊκά καλοί. Αλλά ο άθεος δεν μπορεί να είναι αληθινά καλός, διαρκώς καλός, βαθειά καλός, αθάνατα καλός, επειδή γι αυτό χρειάζεται να είσαι σε πνευματική σχέση, σε πνευματική συγγένεια με τον πραγματικά Μοναδικό Αγαθό και Αιώνια Αγαθό: με τον Θεό και Κύριο Χριστό. Είναι αληθινός δι' όλων των αιώνων ο θείος λόγος του Σωτήρος: “χωρίς εμού ου δύνασθε ποιείν ουδέν” (Ιωάν. ιε´ 5)».
Τέλος ο Άγιος Λουκάς ο Ιατρός μας αναφέρει:

«Μεταξύ των ανθρώπων που ζουν γύρω μας υπάρχουν και αυτοί που δεν πιστεύουν στον Θεό και όμως κάνουν πολλά καλά έργα. Συχνά ακούω την έξης ερώτηση: «Αυτό δεν είναι αρκετό, δεν θα σωθούν αυτοί οι άνθρωποι με τα καλά τους έργα»; Πρέπει οπωσδήποτε να δώσω την απάντηση. Όχι, δεν θα σωθούν μόνο με τα καλά έργα. Γιατί δεν θα σωθούν; Γιατί έτσι είπε ο Κύριος και Θεός μας Ιησούς Χριστός, όταν «επηρώτησε... νομικός, πειράζων αυτόν και λέγων" διδάσκαλε, ποια εντολή μεγάλη εν τω νόμω; ο δε Ιησούς έφη αυτώ: αγαπήσεις Κύριον τον Θεόν σου εν όλη τη καρδία σου... αυτή εστί πρώτη και μεγάλη εντολή, δευτέρα δε όμοια αύτη: αγαπήσεις τον πλησίον σου ως σεαυτόν» (Μτ. 22, 35-39).
Αν η πίστη στον Θεό και η αγάπη προς Αυτόν είναι "η πρώτη και σπουδαιότερη εντολή του νόμου" αν η δεύτερη εντολή για την αγάπη προς τον πλησίον πηγάζει απ' αυτή την πρώτη, και αν η αγάπη προς τον πλησίον παίρνει την δύναμή της από την αγάπη προς τον Θεό, τότε αυτό σημαίνει, ότι για να σωθεί κανείς πρέπει με όλη την καρδιά του να αγαπήσει τον Θεό, διότι αυτή είναι η πρώτη και η σπουδαιότερη εντολή του νόμου.»

Βλέπουμε ότι οι Άγιοι δεν αφήνουν περιθώρια για παρερμηνείες του δικού μας εγωισμού όσο αφορά την σωτηρία. Η πίστη, δηλαδή η σχέση στο Χριστό μέσω τών μυστηρίων σώζει τον άνθρωπο και όχι κάποια εξωτερική ή ηθική κατάσταση. Σε πολλά σημεία ο Κύριος αναφέρει «η πίστη σου σεσωκέ σε». Στον πλούσιο νεανίσκο τού ζητά κάτι παραπάνω από την τήρηση του νόμου του, τον καλεί σε σχέση με την φράση «ακολούθει μοι».

Η πρώτη και μοναδική εντολή του Θεού, είναι να αγαπήσεις τον Θεό με όλη σου την καρδιά. Όλες οι άλλες είναι αποτέλεσμα της εντολής αυτής. Εντολή πρώτη λέει ο Χριστός "Αγαπήσεις Κύριον τον Θεό σου εξ όλης της ψυχής σου, εξ όλης της καρδίας σου, εξ όλης της ισχύος σου και εξ όλης της διανοίας σου.

Και δεύτερη εντολή, δεύτερη εντολή όμοια με την πρώτη, η οποία βγαίνει μέσα από την πρώτη είναι το να αγαπήσεις τον πλησίον σου. Τα άλλα όλα είναι αποτελέσματα". Εάν αγαπάς τον Θεό δεν είναι δυνατό να μην αγαπάς τον πλησίον σου.
Ο άνθρωπος που αγαπά τον Θεό ως φυσικό αποτέλεσμα της αγάπης του Θεού έχει την αγάπη εις τον αδελφό του. Για αυτό και αναφέρει ότι η δεύτερη εντολή είναι όμοια με την πρώτη. Αγαπώ τον πλησίον όχι ηθικιστικά ή εξωτερικά αλλά θυσιαστικά ακόμα και να μπορέσω να πάρω τον καρκίνο που έχει και να γίνει δικός μου για να θεραπευτεί ο πλησίον. Διότι στα μάτια τού πλησίον που μπορεί να είναι και ο εχθρός μου βλέπω το δημιούργημα του Θεού και τον ίδιο τον Θεό μέσα από αυτή την συγκλονιστική ύπαρξη που μπορεί να με πολεμά αλλά εγώ την αγαπώ και προσεύχομαι. Διότι γνωρίζω ότι κανένας άνθρωπος δεν είναι κακός από την φύση του και όλοι έχουν πρόσκληση μετανοίας και σωτηρίας, οπότε μπορεί η δική μου προσευχή να είναι πρόδρομος και βοήθεια σωτηρίας μέσα από ένα θυσιαστικό γεγονός που απορρέει από τη σχέση μου με τον ίδιο τον Χριστό.

Ας διαβάσουμε υποκριτικές φράσεις «καλών ανθρώπων» όπου τελικά η καλοσύνη είναι εξωτερικό γεγονός χωρίς σύνδεση με τον Χριστό και πολλές φορές μπορεί να έχει καταστροφικά αποτελέσματα:
«Είμαι καλός άνθρωπος, αλλά όποιος πειράξει την γυναίκα μου θα τον σφάξω».

«Δεν πείραξα κανέναν, είμαι καλή κοπέλα αλλά έκανα έκτρωση διότι δεν μπορούσα να μεγαλώσω το παιδί οπότε καλύτερα που έγινε έτσι και για μένα και για το παιδί».
«Δίνω ελεημοσύνη όποτε μπορώ, αλλά είμαι στα δικαστήρια με τον αδερφό μου διότι δεν είναι δυνατόν να πάρει όλα τα κτήματα αυτός και Εγώ να μην πάρω τίποτα».
«Της πρόσφερα τα πάντα, αλλά τώρα έπαθε καρκίνο οπότε χωρίσαμε. Πρέπει να κοιτάξω λιγάκι τη ζωή μου»
«Περνάγαμε καλά είχαμε καλή σχέση, αλλά δυστυχώς χρεοκόπησε το μαγαζί που είχε οπότε καλύτερα ο καθένας να τραβήξει τον δρόμο του»
«Ήταν άτεκνη και τελικά χωρίσαμε. Εγώ ήθελα παιδιά αλλά από την στιγμή που αυτή δεν μπορούσε να κάνει δεν υπάρχει λόγος να είμαστε μαζί και χωρίσαμε»
«Σιγά μην τον παντρευτώ, μπορεί να τον αγαπώ αλλά δεν έχει λεφτά.»

Κάποιος που πραγματικά έχει σχέση με τον Χριστό δεν έχει σχέση με τις παραπάνω φράσεις διότι πολύ απλά δε θα έσφαζε κάποιον αλλά θα προσευχόταν για αυτόν, δε θα έκανε έκτρωση διότι στο έμβρυο βλέπει ολοκληρωμένο άνθρωπο, δε θα διεκδικούσε περιουσία από κανέναν, θα παρακαλούσε να πάρει τον καρκίνο της συντρόφου του, δε θα χώρισε τη σύντροφό του για λόγους ατεκνίας, αλλά θα βάδιζε στο δρόμο της Θέωσης, θα παντρευόταν ακόμα κι αν η μοναδική περιουσία ήταν ένα παγκάκι.

Απλά πράγματα αδερφοί μου χωρίς Χριστό ο άνθρωπος είναι μια ζωντανή βιολογική οντότητα αλλά μια νεκρή ύπαρξη, με Χριστό είναι Άγιος Ουράνιος άνθρωπος και επίγειος άγγελος. Οπότε δεν έχει σημασία να είμαι απλά ένας ηθικά "καλός άνθρωπος" αλλά Άγιος άνθρωπος για όλους τους ανθρώπους καλούς και κακούς χωρίς συμφέροντα και εγωϊσμούς, αλλά με μετοχή στον Χριστό. Φυσικά η πορεία αυτή περνά μέσα από τα μυστήρια και ιδιαίτερα από το μυστήριο της μετανοίας και εξομολογήσεως.



Παρασκευή 8 Σεπτεμβρίου 2017

Το πάθος του μοναχού




Η καμπάνα μόλις είχε σημάνει για το κάλεσμα των μοναχών στην εωθινή ακολουθία. Ο μοναχός Ησύχιος για ακόμη μία φορά έμπαινε με αρκετή δυσκολία στο καθολικό του ναού σέρνοντας, όπως συνήθιζε άθελά του τα τελευταία χρόνια, τα λεπτοκαμωμένα γερασμένα πόδια του προκαλώντας έτσι την αναστάτωση των περισσοτέρων μοναχών.
Ορισμένοι τον κοίταξαν περιφρονητικά. Άλλοι δεν καταδέχτηκαν ούτε το βλέμμα τους να του ρίξουν, αρκούμενοι στο να μουρμουρίζουν κάτι μέσα από τα δόντια τους.
Δεν ήταν αυτή όμως η κύρια αιτία αναστάτωσης. Εκείνο που προκαλούσε περισσότερο τους άλλους μοναχούς ήταν η έντονη μυρωδιά του τσιγάρου που αναδυόταν από τα βρωμισμένα ράσα του και από τη λευκοκιτρινισμένη γενειάδα του. Δεν μπορούσαν να ανεχτούν οι εν Χριστώ αδελφοί του ότι καλόγερος τέτοιας μεγάλης ηλικίας – ογδόντα τεσσάρων ετών και με έκδηλα τα σημάδια της φθοράς του χρόνου πάνω του – ήταν μπλεγμένος μ’ ένα τέτοιο πάθος, που οδηγούσε κάποιους πιο ασθενείς στη συνείδηση να ξεπερνούν τα όρια της αποστροφής του και να φτάνουν μερικές φορές στον εμπαιγμό και την προσβολή του προσώπου του.

Τι κι αν που ο Ησύχιος ήταν από τους παλαιοτέρους στο μοναστήρι; Η βρωμιά που άφηνε πίσω του είχε κάνει πολλούς όχι μόνο να μην τον αποδέχονται, αλλά και να μην τον σέβονται καθόλου.
Εκείνος δεν μιλούσε ποτέ. Έβλεπε την όλη ατμόσφαιρα γύρω του, έσκυβε το κεφάλι, ψιθύριζε προσευχές και… έδινε ευχές. Είχε καταφέρει σ’ ένα βαθμό να κάνει βίωμα ό,τι έλεγε το όνομά του.

Κανείς βεβαίως δεν γνώριζε την πραγματική ζωή και τον μεγάλο αγώνα που έκανε καθημερινά. Ούτε καν και ο νέος ηγούμενος του μοναστηριού, ο οποίος από παλιά τον κρατούσε σε κάποια απόσταση, κι όταν έγινε ηγούμενος απορροφήθηκε από τα διοικητικά βαριά καθήκοντά του. Μη γνωρίζοντας μάλιστα την πνευματική κατάστασή του, θεωρούσε καλό να κρατά «διακριτική» στάση απέναντί του, με σεβασμό μεν προς το γήρας του, αλλά και με την ενδόμυχη προσμονή, που δεν ήθελε ούτε στον εαυτό του να την ομολογήσει, πότε θα αναχωρήσει από τον κόσμο αυτόν για να γλιτώσει από τις πιέσεις και τα σχόλια των άλλων μοναχών.

Ένα σύνηθες φαινόμενο ήταν το γεγονός ότι πολλοί νεώτεροι μοναχοί κάθε φορά που περνούσαν έξω από το μικρό κελί του, τού χτυπούσαν δυνατά την μικρή ξύλινη πορτούλα του προσβάλλοντάς τον πολύ άσχημα, λέγοντας χαρακτηριστικά πως η μυρωδιά που έβγαινε από μέσα θα τον έκαιγε στην κόλαση…

Η αλήθεια όμως ήταν πως γεννήθηκε από δύο γονείς λάτρεις του τσιγάρου, αφού σ’ αυτούς ανήκε μία από τις μεγαλύτερες καπνοβιομηχανίες εκείνη την εποχή στην Ελλάδα. Έτσι, είτε το ήθελε είτε όχι, ο Ησύχιος (κατά κόσμον Παύλος) μεγάλωσε μέσα στο εργοστάσιο των γονιών του, με αποτέλεσμα ο καπνός να μην λείπει καμία ώρα της ημέρας ούτε από το σπίτι αλλά ούτε και από το χώρο εργασίας όπου τον έπαιρναν μαζί τους από πολύ μικρό. Ως εκ τούτου, ο Παύλος από την παιδική του ηλικία είχε εθιστεί στην μυρωδιά αυτή, πράγμα που τον έκανε πολύ φανατικό καπνιστή…

Η έντονη κλίση του όμως στην Εκκλησία – κατάλοιπο από τη συναναστροφή του με την ευλαβή γιαγιά του – κι ένα συγκλονιστικό γι’ αυτόν γεγονός που το θεώρησε ως επέμβαση του Θεού στη ζωή του, οδήγησε τα βήματά του εδώ κι αρκετές δεκαετίες στις μοναχικές τάξεις της ιστορικής μονής του αγίου Νεκταρίου. Ο αγώνας του έκτοτε να επιβεβαιώνει την κλίση του στην καλογερική με την τήρηση των αγίων εντολών του Χριστού ήταν μεγάλος.

Εκεί όμως που έδινε τις μάχες του καθημερινά, εκεί που φαινόταν άλλοτε να κερδίζει και άλλοτε να πνίγεται και να χάνει ήταν με την «οικογενειακή» μυρωδιά. Το τσιγάρο φάνταζε ο απόλυτος όγκος, το βουνό που μπροστά του διαπίστωνε ότι ίσως ποτέ δεν θα πατούσε την κορυφή του. Πραγματικά το τσιγάρο ήταν σαν δεύτερη τροφή του. Καλύτερα: η πρώτη τροφή του! Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα χωρίς αυτό.

Κι όμως η προσπάθεια που κατέβαλε όλα αυτά τα χρόνια ήταν αξιοθαύμαστη. Είχε καταφέρει όλο αυτό το διάστημα να μειώσει κατά πολύ το κάπνισμα και μάλιστα είχε φτάσει στο σημείο να καπνίζει μόνο ένα-δύο τσιγάρα τη μέρα. Γεγονός πάντως ήταν ότι παρόλο τον περιορισμό, το πάθος ήταν ενεργό.

Αυτός βεβαίως που ήξερε τον πνευματικό αγώνα του ήταν ο γέροντάς του, με τον οποίο συνδέθηκε πολύ αφότου εισήλθε στη μοναχική ζωή. Αυτός τον ενίσχυε, τον κατανοούσε, τον παρηγορούσε, τον προστάτευε… Η αναχώρησή του όμως για την ουράνιο βασιλεία έριξε πολύ το πνευματικό σθένος του Ησύχιου. Ο νέος Γέροντάς του, κατά πολύ νεώτερός του, δεν μπορούσε να κατανοήσει σε βάθος ακόμη την εσωτερική του ζωή, ενώ, όπως είπαμε, ο νέος ηγούμενος ακόμη περισσότερο δεν είχε και τον χρόνο καν να ασχοληθεί με τον γέροντα μοναχό.

Ο καιρός περνούσε και τα καψώνια των νεωτέρων προς τον φιλήσυχο μοναχό συνεχίζονταν παίρνοντας στο εξής και μορφή μίσους, καθώς κάποιοι ενοχλούνταν ακόμα κι από την σιωπή του ηλικιωμένου αυτού μοναχού…

‘Ήταν ανήμερα των αγίων Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου όταν μία ευωδία είχε διαχυθεί σ’ όλο το μοναστήρι. Όλοι αναστατωμένοι προσπαθούσαν να ανακαλύψουν την πηγή αυτής της άρρητης ευωδίας, η οποία μπορούσε ίσως να συγκριθεί μόνο με το πιο μεθυστικό λουλούδι στο περβόλι του Παραδείσου… Κι όμως κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει πως αυτή η θεϊκή και άγια ευωδία προερχόταν από το μικρό και ταπεινό κελί του μοναχού Ησυχίου.

Άπαντες έτρεξαν να δουν τι είχε συμβεί… Το μυστήριο λύθηκε σύντομα. Ο μοναχός Ησύχιος βρισκόταν μέσα στην αγκαλιά του αγαπημένου του Πατέρα. Είχε μόλις αναχωρήσει για την ουράνια πολιτεία των αγγέλων. Ο πολυαγαπημένος του γέροντας θα ήταν στο εξής πολύ περήφανος για τον καλό υποτακτικό του ο οποίος έστω και την έσχατη στιγμή κατάφερε να ξεπεράσει το πάθος του…

Ο Ησύχιος την τελευταία μέρα πριν την αναχώρησή του για τους ουρανούς, νίκησε τον πειρασμό του και αγωνιζόμενος μέχρι τέλους δεν κάπνισε καθόλου. Η επιβράβευση ίσως του Θεού για όλα τα χρόνια του πνευματικού του αγώνα, πολύ περισσότερο κατά του μεγάλου του πάθους, επήλθε με την ευωδία του σκηνώματός του, η οποία έγινε αφορμή για μετάνοια όλων των μοναχών αλλά και του νέου ηγουμένου του μοναστηριού…

Όλοι τώρα ήξεραν ότι ο γέρων Ησύχιος θα εξακολουθούσε να είναι μαζί τους και θα συνέχιζε να τους «μιλάει» με την ιερή σιωπή του, όπως άλλωστε έκανε μέχρι τότε, πρεσβεύοντας πια για εκείνους…

Του Στέφανου Δορμπαράκη


Π.ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΑΓΙΟ ΝΕΚΤΑΡΙΟ


Πέμπτη 7 Σεπτεμβρίου 2017

Μοναχός Φανούριος Καψαλιώτης (1898 - 18 Δεκεμβρίου 1986)

-->

Ο κατά κόσμον Βασίλειος Μαντρέας γεννήθηκε στο Τεκόστι της Ρουμανίας το 1898. Ηλθε από τη Ρουμανία στο Άγιον Όρος το 1913. Ο πατέρας του φεύγοντας του είπε: «Παιδί μου Βασίλη, σε αφιερώνουμε στην Παναγία, να ζήσεις με υπακοή και υπομονή, να ευα­ρεστήσεις τον Θεό, για να σώσει κι εμάς τους γονείς σου ο Θεός, με την αγία σου ζωή». Πήγε πρώτα στη ρουμανική σκήτη του Τιμίου Προ­δρόμου, όπου έζησε τριάντα χρόνια. Κατόπιν στη ρουμανική σκήτη του Αγίου Δημητρίου-Λάκκου. Επέστρεψε στη σκήτη του Τιμίου Προδρό­μου. Το 1915 εκάρη μεγαλόσχημος μοναχός. Στη συνέχεια πήγε στην Καψάλα.

Τελικά εγκαταστάθηκε στο Κελλί του Αγίου Βασιλείου στην Καψά­λα. Τον άγιο Βασίλειο τον είχε από μικρός μεγάλη ευλάβεια. Στο Κελλί αυτό είχαν κατοικήσει παλαιότερα άγιοι. Έμεινε σε αυτό το αγιοτρόφο Κελλί επί μία τεσσαρακονταετία. Επισκευάζοντας το Κελλί είχε φαί­νεται παραμελήσει τα μοναχικά του καθήκοντα. Του παρουσιάσθηκαν τότε στον ύπνο οι άγιοι Βασίλειος και Θεόφιλος. Ο δεύτερος αυστηρά του είπε, καθώς διηγείτο ο ίδιος:
«Να μην αφήνεις τα μοναχικά σου καθήκοντα, εμείς θα φροντίσουμε το Κελλί».

Ήταν λίαν ασκητικός. Θύμιζε παλαιούς ασκητές. Πολλά ημερόνυχτα προσευχόταν ακατάπαυστα. Άκρος νηστευτής, δεν έτρωγε σχεδόν τί­ποτε. Μελετηρός πολύ. Ιδιαίτερα αγαπούσε τον όσιο Ισαάκ τον Σύρο. Κοιμόταν ελάχιστα πάνω στις σανίδες με μαξιλάρι μία πέτρα. Τις χει­μωνιάτικες νύχτες θεωρούσε ατελείωτες. Ήταν καλογερικός και φιλακόλουθος. Μόλις έδυε ο ήλιος, άρχιζε την ακολουθία του. Συνέχιζε με κομποσχοίνι ως το πρωί. 

Προσευχόταν για όλο τον κόσμο. Όσους είχε γνωρίσει έστω και για λίγο. Για όσους του το είχαν ζητήσει. Προσ­ευχόταν με θερμά δάκρυα, εκζητώντας το έλεος του Θεού για όλο το ανθρώπινο γένος. Χαιρόταν να μνημονεύει ονόματα και να μαθαίνει για την πρόοδό τους.
Δεν είχε καμία ιδέα περί του εαυτού του. Δεν ήθελε κανείς να τον θεωρεί κάτι. Γι’ αυτό συχνά προσποιόταν μωρία. Μερικοί τον παρεξηγούσαν και τον θεωρούσαν λειψό. Αυτός όμως ήξερε καλά τί έκανε. Ζούσε ταλαιπωρώντας το σαρκίο του, δίχως καμιά ανάπαυση. Τον χει­μώνα δίχως θέρμανση και το Κελλί να βάζει από παντού κρύο και νερά. Το καλοκαίρι να κουβαλά νερό από μακριά. Λάτρευε την ησυχία και για χάρη της αδιαφορούσε πραγματικά για κάθε περιποίηση, διευκό­λυνση και άνεση. Τήρησε με ακρίβεια τις υποσχέσεις της κουράς του. Δεν έδωσε ποτέ μεγάλη άνεση στο ταλαίπωρο σαρκίο του.

Όσοι πήγαιναν να τον δουν έβλεπαν μία εικόνα πραότητος, αγαθότητος και απλότητος. Ήταν ένα μεγάλο παιδί. Απέπνεε την ευωδία ενός ταπεινού ασκητού. Μιλώντας για τον όσιο Θεόφιλο δάκρυζε. «Αν έχει ευλάβεια ο προσκυνητής», έλεγε, «αισθάνεται την ευωδία του οσίου». Τα λόγια του ήταν απλά και μεστά θείας σοφίας. Οι άγγελοι του χάριζαν γαλήνη και οι δαίμονες ανέδιδαν δυσωδία. Κάποτε τον επισκέφθηκαν οι Τρεις Ιεράρχες. Συνομίλησε άλλοτε με τον Μέγα Βασίλειο και τον όσιο Θεόφιλο. Είχε αγωνία για τη σωτηρία του. Η μεγάλη του άσκηση συνυπήρχε με τη μεγάλη αγάπη της αγαθής και αθώας καρδιάς του. Ηλικιωμένος πολύ έτρεχε να φροντίζει άλλα γεροντάκια.

Είχε πλήρη εμπιστοσύνη στον Θεό. Ζούσε με τα ελάχιστα. Με λί­γες ρόγες σταφύλι όλη την ημέρα, λίγα μούρα ή λίγα μανιτάρια. Αγα­πούσε τη φύση. Περπατούσε ανάμεσα στα δένδρα δοξολογώντας κι ευχαριστώντας τον Θεό για τις τόσες δωρεές του. Έριχνε ψωμιά στα πουλάκια και χαιρόταν αφάνταστα, σαν μικρό παιδί, να τα βλέπει να τρώνε.

Ένας μοναχός που τον επισκέφθηκε γράφει περί αυτού: «Ήταν ένα κοντό, αδύνατο γεροντάκι. Το πρόσωπό του ήταν φωτεινό, σαν τον ήλιο. Ήταν αληθινά πρόσωπο μικρού παιδιού, πράο, ροδοκόκκινο, νεανικό, καθάριο, ιλαρό, αγνό, άγιο. Δεν είχε τίποτε να μας κεράσει, μόνο λίγο νερό. Όταν τον ρωτήσαμε πώς περνάει, απάντησε: “Περνάω πολύ καλά. Με φροντίζει ο Χριστός και η Παναγία. Τρώγω παξιμάδι και χόρτα. Τη νύχτα κάνω κομβοσχοίνι, λέγοντας την ευχή. Δεν τα μετρώ. Λέγω το «Κύριε Ιησού Χριστέ ελέησόν με» μέχρι να έλθουν τα δάκρυα. Προ­σεύχομαι και κλαίω για όλο τον κόσμο. Σταματώ όταν θέλει ο Κύριος. Όταν σταματήσουν τα δάκρυά μου για τον κόσμο …”».

Προείδε το τέλος του. Του το είπε ο «φίλος» του ο Μέγας Βασίλειος. Πήγε στους άλλους Καψαλιώτες να ζητήσει συγχώρεση για τη μόνιμη αναχώρησή του. Ανεπαύθη στις 18.12.1986. Τον βρήκαν νεκρό στο κελλάκι του. Έξω είχε πέσει πολύ χιόνι. Ο συμπατριώτης του Γέροντας Ηρωδίων (†1990) ο φίλος και συναγωνιστής του, είπε: «Ο Γέρων Φα­νούριος δεν πέθανε, πήγε από τη μία ζωή στην άλλη ζωή. Να του κάνετε κομποσχοίνι, να έχουμε ειρήνη. Είναι άγιος». Έζησε, όπως είπαμε, με κάθε ακρίβεια τις μοναχικές υποτυπώσεις και υποσχέσεις της κουράς του. Δεν έδωσε καμία υλική ανάπαυση στον εαυτό του. Έλεγε χαριτω­μένα: «Μακάρι όση προθυμία έχουν οι άνθρωποι για τα κακά, τόση να είχαν και για τα καλά …».

ΥΓ. 
-->
Η αυταπάρνηση του δε ήταν τόση μεγάλη που όταν έγινε η εύρεση των λειψάνων του το ένα μηριαίο οστό ήταν σπασμένο και συγκολλημένο από μόνο του , δηλαδή το πάνω μέρος του οστού είχε μπει μέσα στο κάτω !! Αυτό βέβαια είχε τρομερούς πόνους για να γίνει ! Το είχε πάθει καθώς επισκεύαζε τη σκεπή του κελιού και έπεσε κάτω !!! Τον γνωρίσαμε λίγο πριν φύγει και ήταν όλος γεμάτος χαρά !!! Στη προσπάθεια να τον μαγνητοφωνήσουμε συνέχεια το εξής θαυμαστό ! Ενώ οι φωνές όλων των άλλων που ήταν μακριά του μαγνητοφώνου καταγράφηκαν λεπτομερώς και πολύ καθαρά , εκείνου η φωνή που ήταν δίπλα στο μαγνητόφωνο δεν καταγράφηκε απλά ακούγεται ένα μουρμουρητό χωρίς να κατεβαίνει κανείς τι λέει !! Πολύ αγαπητός πολύ χαριτωμένος, την Αγία ευχή του να έχουμε όλοι !!!

Πήγες – Βιβλιογραφία
Μοναχολόγιον Ιεράς Μονής Παντοκράτορος. Ανωνύμου Αγιορείτου μοναχού, Ο Γέ­ρων Φανούριος της Καψάλας, Ορθόδοξη Μαρτυρία 45/1995, σσ. 29-31.
Πηγή: Μοναχού Μωυσέως Αγιορείτου, Μέγα Γεροντικό εναρέτων αγιορειτών του εικοστού αιώνος Τόμος Γ΄1984-2000 , σελ.1173-1176, Εκδόσεις Μυγδονία, Α΄ Έκδοσις, Σεπτέμβριος 2011

http://www.pemptousia.gr
 http://agioritikesmnimes.blogspot.gr

Ασκητικά Αββά Ισαάκ Σύρου- Μέρος Β'


Επιστολή προς Φονβίζιν, Φιόντορ Ντοστογιέφσκι




«…Δεν ξέρω, αλλά μαντεύω από το γράμμα σας ότι επιστρέψατε στην πατρίδα με κάποια θλίψι. Αυτό το καταλαβαίνω. Σκέφθηκα μερικές φορές ότι αν κάποτε επέστρεφα στην πατρίδα μου, θα ένοιωθα μεγάλη οδύνη και χαρά. Δεν έζησα την ζωή σας και αγνοώ γι’ αυτήν πολλά πράγματα, όπως κάθε άνθρωπος για την ζωή τού άλλου.

Αλλ’ η ανθρώπινη ευαισθησία είναι κοινή σε όλους και φρονώ ότι, επιστρέφοντας στην πατρίδα του ο κάθε εξόριστος, πρέπει να ζήση εκ νέου, μέσα στην μνήμη του, όλη του την παρελθούσα δυστυχία. Αυτό μοιάζει με μια ζυγαριά, με την οποία ζυγίζομε και γνωρίζομε το αληθινό βάρος όλων όσων υποφέραμε, ανεχθήκαμε, χάσαμε και μάθαμε από τους άλλους. Αλλ’ είθε ο Θεός να σας χαρίζει μακροημέρευσι.

Άκουσα από πολλούς ότι είστε πολύ πιστός. Όχι επειδή είστε πιστός, αλλ’ επειδή εγώ έζησα κι εδοκίμασα όσα θα σας πω σε παρόμοιες στιγμές, διψάμε για πίστι σαν το “ξερό χορτάρι”. Κι εν τέλει την βρίσκομε, επειδή η αλήθεια γίνεται φανερή μέσα στην δυστυχία.

Για μένα, έχω να πω ότι είμαι παιδί του αιώνος μου, τέκνο της αμαρτίας και της αμφιβολίας. Έτσι είμαι τώρα κι έτσι θα είμαι, (το ξέρω), μέχρι τον τάφο. Τι φρικτά βάσανα μού στοίχισε, και μου στοιχίζει ακόμη σήμερα, αυτή η δίψα για πίστι, που είναι τόσο έντονη μέσα στην ψυχή μου, όσο υπάρχουν μέσα μου ενάντια επιχειρήματα.

Εν τούτοις, ο Θεός μού χαρίζει στιγμές όπου είμαι ολότελα γαλήνιος. Εκείνες τις στιγμές αγαπώ και νοιώθω ότι αγαπιέμαι από τους άλλους. Και αυτές τις στιγμές ακριβώς εσχημάτισα μέσα μου ένα πιστεύω, όπου όλα είναι φωτεινά και ιερά για μένα.

Αυτό το πιστεύω είναι απλό: Πιστεύω ότι δεν υπάρχει τίποτε πιο όμορφο, πιο βαθύ, πιο συμπαθητικό, πιο λογικό, πιο ζωντανό και τέλειο από τον Χριστό. Και λέω στον εαυτό μου, με ζηλόφθονη αγάπη, όχι μόνο ότι δεν υπάρχει τίποτε, αλλ’ ότι δεν μπορεί να υπάρχη.

Επί πλέον, αν κάποιος μου απεδείκνυε ότι ο Χριστός δεν ταυτίζεται με την αλήθεια κι ότι, στην πραγματικότητα, η αλήθεια είναι εκτός Χριστού, θα προτιμούσα τότε να παραμείνω με τον Χριστό, παρά να πάω με την αλήθεια…».

* Η επιστολή γράφτηκε το 1854



Τετάρτη 6 Σεπτεμβρίου 2017

Μια υπέροχη συνέντευξη ενός ηθοποιού με ΗΘΟΣ




Το καλοκαίρι του 2006 ο Πέτρου Μαμώνοφ “κήρυξε” στο Σότσι στη Μαύρη Θάλασσα. Ήταν αμέσως μετά την πρεμιέρα της ταινίας “Ostrov”. Αυτό το κείμενο αποδεικνύει ότι ο τεράστιος αυτός ηθοποιός και μουσικός, καταλαβαίνει πολύ καλά τι είναι πνευματική ζωή και ότι ο ρόλος του στο έργο μόνο τυχαίος δεν ήταν.
- “Πόσο διεστραμμένα είναι όλα σήμερα! Οι κριτικοί συζητούσαν πρόσφατα για την ταινία “Ostrov” του Pavel Lunghin και μιλούσαν για την εκκλησία σαν να είναι κάτι μυθικό, σαν να είναι ο Ilya Murometz (πρόσωπο της παλαιάς ρωσικής παράδοσης σ.σ.)

Πώς να ζήσεις εάν δεν πιστεύεις τίποτα; Τριγυρίζω συγχυσμένος δεξιά και αριστερά.

Ενώ όταν έχεις πίστη, όσο κουρασμένος και να είσαι, θα δώσεις τη θέση σου σε μια γριούλα στο λεωφορείο. Κι αυτό είναι χριστιανισμός. Τρέχεις να πλύνεις τα πιάτα χωρίς να σου το ζητήσουν. Είναι αυτό μια χριστιανική πράξη; Είναι.

Μην επιμένεις συνεχώς ότι έχεις δίκιο. Μη φωνάζεις “Το φαγητό είναι κρύο”. Κάνε υπομονή δύο λεπτά να στο ξαναζεστάνουν. Η καημένη η γυναίκα σου θα το κάνει γρήγορα. Είναι και αυτή κουρασμένη. Ο καθένας με το ρυθμό του και τις έννοιες του. Γιατί όλο επιμένετε, «η γυναίκα είναι υποχρεωμένη.», «ο άντρας πρέπει.» κ.τ.λ.

Αγάπη είναι να πορεύεσαι με κάποιον και να τον υποφέρεις. Να, βλέπεις κάποιον πεσμένο με τα μούτρα στο χιόνι (συνηθισμένο στη Ρωσία σ.σ.).Εμείς γρήγορα θα σκεφτούμε ότι είναι μεθυσμένος. Κι αν έχει πάθει ανακοπή καρδιάς; Τι κι αν είναι μεθυσμένος. Βοήθησέ τον να σηκωθεί, βάλε τον σ’ ένα παραπέτο να μην παγώσει. Αλλά όχι. Εμείς συνεχίζουμε το δρόμο μας. Ξεφεύγουμε από τον ίδιο τον εαυτό μας. Πρέπει να ζούμε όχι λέγοντας: “Δώσε μου”, αλλά “πάρε από εμένα”. Πολλοί δεν καταλαβαίνουν πως είναι να δώσεις το πουκάμισο που φοράς. Έχουμε συνηθίσει να ζούμε ανάποδα.

Όσα είναι ευάρεστα στο Θεό τα απορρίπτουμε.

Το κυριότερο, μη διστάζεις να βοηθήσεις τον αδύνατο. Για μας ισχύει το αντίθετο – “κατάπιε τον”. Ο πλούσιος παίρνει από το φτωχό κι αυτό το λίγο. Κλέβει όσο πιο πολύ γίνεται και μετά κρύβεται πίσω από ψηλούς φράχτες, για να μην του τα πάρουν άλλοι.
Έχουμε μια στρεβλή αντίληψη για τον χριστιανισμό. Αλλά τα πράγματα είναι απλά. Πόσο αίμα μπορείς να δώσεις στον άλλο; Είναι γραμμένο: “όσα κάνεις για τους αδελφούς μου τους ελαχίστους, σ’Εμένα το κάνεις”.

Να μπορείς να καθίσεις όσο πιο πολύ μπορείς στο προσκέφαλο της μάνας του, που υποφέρει από τα χρόνια και τις αρρώστιες. Να πού και πώς πρέπει να πεθαίνουμε κάθε μέρα!

Όπως τα παιδιά που έστειλαν στην Τσετσενία. Ένας κρετίνος πετάει μια χειροβομβίδα και ένας αντισυνταγματάρχης έπεσε πάνω της. Δε δίστασε και σκοτώθηκε. Έσωσε οχτώ άτομα. Ήταν κομμουνιστής. Αβάπτιστος. Σκέφτηκε όμως χριστιανικά.

Γιατί τι σου χρησιμεύει να πηγαίνεις στην εκκλησία και η καρδιά σου να είναι άδεια;Χωρίς μια χριστιανική πράξη. Μπορείς εσύ να επισκεφτείς όλα τα Άγια Όρη και να προσκυνήσεις όλα τα λείψανα. Τσάμπα. Βλέπεις ένα φτωχό, κακομοίρη και σκέφτεσαι “θα είναι από εκείνους τους απατεώνες που δείχνει η τηλεόραση”. – “Δώσε του 50 καπίκια. Δε θα φτωχύνεις”. Η αληθινή μαφία είναι αυτοί οι πέντε-έξι που χειραγωγούν τα πλήθη από την τηλεόραση..

Δε διακόπτω τους άλλους όταν μιλούν. Οι Άγιοι Πατέρες μας μαθαίνουν να στεκόμαστε μπροστά στους άλλους σαν να είμαστε μπροστά σε μια παλιά εικόνα. Τι σημαίνει να μην κρίνεις; Να μη βγάζεις καταδικαστικές αποφάσεις. Γνώμη είμαστε υποχρεωμένοι να έχουμε. Ο Χριστός προσπάθησε να κάνει κάποιες διευκρινήσεις στους Φαρισαίους, ενώ ο θυμός του ήταν δίκαιος. Έχεις δίκιο όταν θυμώνεις με τον εαυτό σου επειδή π.χ. χτες βράδυ μέθυσες. Να μισείς την αμαρτία σου, τα πάθη σου, αυτά που σε βασανίζουν και δε βρίσκεις γιατρικό. Μόνο αν μισήσεις την αμαρτία βαθιά θα γευτείς το άρωμα της νίκης. Αν και μεγάλος, κάθε μέρα προσπαθώ να μαθαίνω. Να, πηγαίνω συχνά με το λεωφορείο μέχρι την Μόσχα. Δύο ώρες χωρίς στάση. Μπροστά μου κάθονταν δύο νεαροί, μεθυσμένοι. Έβριζαν, μιλούσαν πάρα πολύ άσχημα. Έτρεμα και μόνο στην σκέψη ότι πρέπει να τους υποστώ για δύο ώρες. Μετά όμως σκέφτηκα. Για να δούμε. Ποιοι είναι αυτοί οι νεαροί; Μεγάλωσαν σε χωριό. Τι είδαν εκεί; Τον πατέρα μεθυσμένο, τη μάνα να τους δίνει σφαλιάρες, βρισιές. Η τηλεόραση συνεχώς ανοιχτή. Αυτή είναι η νέα γενιά. Τι να τους ζητήσεις. Εγώ προσωπικά τους έμαθα κάτι; Πέρασα το κατώφλι του σπιτιού τους; Τους διάβασα κάποιο βιβλίο; Βγαίνω από το λαβύρινθο των σκέψεών μου και διαπιστώνω ότι φθάσαμε…

Όλα είναι στα χέρια μας: το πώς ακούμε, το αν τα μάτια μας είναι καθαρά, το εάν τα αυτιά μας είναι κλεισμένα, το εάν η ψυχή μας είναι ξεκλειδωμένη, το αν η συνείδησή μας είναι καθαρή. Με αυτά τα πράγματα πρέπει να ασχοληθούμε. Οι άγιοι μας μαθαίνουν: σώσου και είναι αρκετό για μια ζωή. Τρόπος δράσης; Φτιάξε τον εαυτό σου. Ένα χιλιοστόμετρο. Αλλά αυτό το χιλιοστόμετρο θα φέρει πιο πολύ φως. Εάν μείνουμε όμως μόνο σε διαπιστώσεις.. τίποτα δε θ’ αλλάξει. Μόνο το κακό, από το οποίο έχουμε αρκετό, θα πολλαπλασιαστεί. Να ελαττώσουμε την κακία. Αυτό προσπαθήσαμε και με την ταπεινή ταινία μας το “Ostrov”.

Ίσως κάποιοι κριτικοί έχουν δίκιο. Ίσως υπάρχει πολύ “φλυαρία” στις κινήσεις. Προσπάθησα να τις εξηγήσω. Βρισκόμασταν σε μια περίεργη κατάσταση, μια αδυναμία από την οποία προσπαθήσαμε μ’ όλες μας τις δυνάμεις να βγούμε. Όπως τα παιδιά, δεν προσπαθούσαμε να καταλάβουμε, αλλά να συγκρατήσουμε τι συμβαίνει με τον άνθρωπο που αρχίζει να πιστεύει, και προσπαθεί να γνωρίσει το Θεό, όπως ήταν ο ήρωάς μου…

Επειδή ξεχνάμε ότι η αμαρτία είναι έλλειψη φωτός. Εμείς της δίνουμε μορφή, την κάνουμε χειροπιαστή…Με τους ερεθισμούς μας. Με την έλλειψη σεβασμού στον άλλο. Τι είναι παράδεισος και τι είναι κόλαση; Οι Πατέρες μας μαθαίνουν ότι παντού υπάρχει ένας ωκεανός θεϊκής αγάπης. Όσους λαθεύουν τους τιμωρεί με το μαστίγιο της αγάπης. Σκεφτείτε – έναν ωκεανό αγάπης, όπου όλος ο κόσμος αγαπιέται. Αυτό μας λείπει σ’ αυτή τη ζωή, η αγάπη. Να λοιπόν η κόλαση, η έλλειψη αγάπης. Και αν το σκοτάδι είναι έλλειψη φωτός, η σκοτεινή ψυχή, όταν βγαίνει στο φως, λειώνει.

Το μόνο που θέλω είναι να μεταδώσω κάτι από την προσωπική μου εμπειρία. Είμαι σαν όλους τους άλλους – αδύνατος. Αλλά αισθάνθηκα μια ανάγκη. Αισθάνομαι την Αλήθεια σαν κάτι το επείγον, σαν έναν κόμπο στο λαιμό. Μια από τις ονομασίες του Χριστού είναι ο Ήλιος της Αλήθειας. Προς αυτόν τον ήλιο κατευθύνομαι μ’ όλες μου τις πενιχρές δυνάμεις.

Διαβάζω: «Δε ζούμε ποτέ τη στιγμή. Ακόμη και τότε που καθόμαστε στο τραπέζι οι σκέψεις μας πετάνε, πότε στα αγγουράκια, πότε στο κβας, πότε στη σούπα. Δοκιμάστε έστω ανά λεπτό την ημέρα, όταν δεν έχετε κάτι να κάνετε, να συγκεντρωθείτε στον εαυτό σας, για να ζήσετε το τώρα. Σ’ εκείνο ακριβώς το λεπτό. Είναι πολύ δύσκολο. Αποτέλεσμα αυτής της προσπάθειας θα είναι να αισθανθείτε την παρουσία του Θεού».

Αισθάνομαι ηθοποιός; Εγώ είμαι ο Μαμμόνωφ Πέτρος Νικολάεβιτς. Προσπαθώ να κάνω τη δουλειά μου όσο καλύτερα μπορώ. Δίνω κάθε στιγμή όλες μου τις δυνάμεις. Όταν μετά από πέντε χρόνια θα κοιτάξω πίσω και θα πω: «Πώς μπόρεσες να παίξεις τόσο χάλια;» Θα έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, επειδή εκείνη τη στιγμή έκανα ότι μπορούσα.

Έτσι ήταν και με την ταινία “Ostrov”. Πέτυχε έτσι; Θα εντυπωσιάσει. Προσπάθησα να βοηθήσω τον εαυτό μου και τους γύρω μου. Όταν ο Χριστός μπήκε στην Ιερουσαλήμ επί πώλου όνου, τον έραναν με λουλούδια και τον υποδέχθηκαν με επευφημίες. Το ζωάκι πίστευε ότι σ’ αυτό, απευθύνονται όλα αυτά. Έτσι είμαστε και εμείς σαν τον όνο που έφερε το Χριστό. Εγώ έχω πολλά ταλέντα, αλλά τα έχω με την αξία μου; Ένα γενναιόδωρο χέρι τα έσπειρε. Ζω μ’ αυτά. Προσπαθώ να μην τα διαψεύσω, να μην τα προδώσω. Δεν έχω οργασμούς με το “εγώ” μου. Καταλαβαίνω ότι εγώ, ο Πέτρος Μαμμόνωφ δεν έκανα κάτι με την αξία μου. Έχω με τι να περηφανευτώ; Σ’ όσους ο Θεός δίνει, τους το ζητάει. Πρέπει να ζήσουμε όσο πιο καθαρά μπορούμε. Όλα είναι τόσο εύθραυστα, απροστάτευτα.


https://paraklisi.blogspot.gr

Σπάνιο βίντεο με τον Γέροντα Ευμένιο Σαριδάκη


Κυριακή 3 Σεπτεμβρίου 2017

ΕΜΠΟΝΟΣ ΚΡΑΥΓΗ ΚΕΛΛΙΩΤΩΝ ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ ΠΡΟΣ ΤΟΥΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥΣ ΚΛΗΡΙΚΟΥΣ ΚΑΙ ΛΑΪΚΟΥΣ ΑΔΕΛΦΟΥΣ ΗΜΩΝ ΜΑΡΤΙΟΣ 2017





Ἀπὸ τὶς 27 Ἰουνίου 2016 ἔχουν εἰσέλθει εἰς τὴν ἱστορίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας αἱ ἀποφάσεις τῆς συνόδου εἰς τὸ Κολυμπάριον Κρήτης. Τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων ποὺ ἐδημοσιεύθησαν, κατ᾽ ἐντολὴν πρέπει νὰ ἔχουν «πανορθόδοξον κῦρος» (Κανονισμὸς ὀργανώσεως... Ἄρθρον 13, §2).

῾Όμως, κατὰ τούς παρελθόντας ἤδη ἐννέα μῆνας, αἱ ἀποφάσεις αὐταὶ ἔχουν γίνει «σημεῖον ἀντιλεγόμενον» καὶ αἴτιον σφοδρᾶς διαμάχης. Ἔχουν δημοσιευθῆ πολλὰ σημαντικὰ ἐπικριτικὰ κείμενα ἀπὸ Ἀρχιερεῖς καὶ Ἱερὰς Συνόδους Ἐκκλησιῶν. Ἐπειδὴ τὰ κείμενα τῶν ἀποφάσεων τῆς συνόδου ἅπτονται τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ἡ ὁποία εἶναι ἡ βάσις καὶ τὸ θεμέλιον καὶ τῆς ἡμετέρας ἀσκήσεως ἐν Ἁγίῳ Ὄρει καὶ τῆς ὅλης ἀφιερώσεως τῆς ζωῆς ἡμῶν εἰς Χριστὸν τὸν Θεὸν ἡμῶν, καὶ ἐπειδὴ μᾶς ἐπιβάλλονται ὡς ἔχοντα πανορθόδοξον κῦρος, διὰ τοῦτο μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς τὰ ἐμελετήσαμεν. Δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ προσπερασθοῦν μὲ ἀδιαφορίαν καὶ νὰ παραβλεφθοῦν, διότι δὲν εἶναι ἁπλαῖ «γυμνῇ τῇ κεφαλῇ» προσωπικαὶ διακηρύξεις – ὅπως ἕως τώρα συνέβαινε – ἀλλ᾽ ἔχουν καὶ τὰς ὑπογραφὰς τῶν Προκαθημένων καὶ εὐαρίθμων Μητροπολιτῶν τῶν συνόδων δέκα αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν ἐκ τῶν δεκατεσσάρων εἰς τὸ σύνολον.

Πίστις, λοιπόν, τὸ προκείμενον καί «πίστις ἐστὶ τὸ πολεμούμενον καὶ κοινὸς σκοπὸς ἅπασι τοῖς ἐναντίοις καὶ ἐχθροῖς τῆς ὑγιαινούσης διδασκαλίας, τὸ στερέωμα τῆς εἰς Χριστὸν πίστεως κατασεῖσαι...» (Μ. Βασιλείου,Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος § 25, ΒΕΠΕΣ 52, σελ. 251). Εἰς τὴν ἰδίαν «συχνότητα» τῶν λόγων τοῦ Μ. Βασιλείου, ἔχομε νωποὺς τοὺς λόγους τοῦ Ἁγίου Παϊσίου τοῦ Ἁγιορείτου: «Σήμερα προσπαθοῦν νὰ γκρεμίσουν τὴν πίστη, γι᾽ αὐτὸ ἀφαιροῦν σιγά-σιγὰ ἀπὸ καμμία πέτρα, γιὰ νὰ σωριασθῆ τὸ οἰκοδόμημα τῆς πίστεως. Ὅλοι ὅμως εὐθυνόμαστε γιὰ τὸ γκρέμισμα αὐτό. Ὄχι μόνον αὐτοὶ ποὺ ἀφαιροῦν τὶς πέτρες καὶ τὸ γκρεμίζουν, ἀλλὰ καὶ ὅσοι βλέπουμε νὰ γκρεμίζεται καὶ δὲν προσπαθοῦμε νὰ τὸ ὑποστυλώσουμε»(Ἁγίου Παϊσίου, Λόγοι Β´, Ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουρωτῆς, σ.20).

Ἀκολουθοῦντες, λοιπόν, τὰς ἐντολὰς καὶ τὴν παράδοσιν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας, ἐμελετήσαμεν μετὰ προσοχῆς καὶ προσευχῆς, ὅπως ἐλέχθη, τὰ συνοδικὰ κείμενα. Κάτωθι, ἀναφέρομεν συνοπτικῶς τὰς ἡμετέρας διαπιστώσεις.
1. Εἰσαγωγικῶς καὶ γενικῶς, θὰ πρέπῃ νὰ ἐπισημανθῇ τὸ γεγονὸς ὅτι εἰς τὰ κείμενα ὑπάρχουν καὶ ἀρκεταὶ φράσεις, ἐπιδεχόμεναι καὶ Ὀρθόδοξον καὶ αἱρετικὴν ἑρμηνείαν, ὅπως ἐπίσης καὶ μερικαὶ σαφῶς Ὀρθοδοξόταται διατυπώσεις. Τὸ τελευταῖον αὐτό, ὅμως, – πολλῷ μᾶλλον τὸ πρῶτον – οὐδόλως εἶναι ἱκανὸν νὰ μᾶς καθησυχάσῃ καὶ ἐπαναπαύσῃ, ἐφ᾽ ὅσον – ὅπως θὰ δειχθῇ κατωτέρω – παραλλήλως συνυπάρχουν καὶ αἱ ἀντίστοιχοι κακόδοξοι τοιαῦται. Ἁπλῶς εὑρισκόμεθα πρὸ φαινομένου κλασσικῆςδιγλωσσίας. Ὅπως ἐδήλωσεν χαριτολογῶν ἱεράρχης, συμμετέχων μάλιστα εἰς τὴν σύνοδον: «Ἡ σύνοδος μᾶς τὰ ἔδωσε ὅλα. Ὁ καθεὶς διαλέγει καὶ παίρνει ὅ,τι θέλει!».

Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καὶ οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας, ὅμως, ἄλλως ἔπραττον καὶ ἄλλως μᾶς ἐδίδαξαν. Ὁ λόγος των δὲν ἦτο «ναὶ καὶ οὔ», ἀλλά «ναί, ναὶ καὶ οὔ, οὔ» (Β´ Κορ. α´, 17-20 καὶ Ἰακ. ε´, 12), ὅπως ἄλλωστε καὶ ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας προστάσσει (Ματθ. ε´, 37). Εἰς τὰς Ἱερὰς Συνόδους δὲν προσεπάθουν διὰ τῆς διγλωσσίας νὰ ἐπαναπαύσουν εἰς τὴν πλάνην των τοὺς αἱρετικούς, ἐπιφέροντες οὕτω καὶ σύγχυσιν εἰς τοὺς Ὀρθοδόξους, οὔτε ἐφεύρισκον καὶ ἐχρησιμοποίουν ἀμφισήμους διατυπώσεις, συστεγαζούσας ἀλήθειαν καὶ πλάνην, πρὸς ἐπιτυχίαν μιᾶς κακῶς νοουμένης ψευδεπιγράφου ἑνότητος. Τοὐναντίον, ἠγωνίζοντο μέχρις ἐσχάτων διὰ τὴν ἐξάλειψιν καὶ τοῦ παραμικροῦ ι (ἰῶτα), τὸ ὁποῖον θὰ συνετέλει εἰς αἱρετικὴν διατύπωσιν (Πρβλ. τοὺς ἀγῶνας των κατὰ τοῦ «ὁμοιουσίου»), καὶ ἐπέμενον ἀνυποχωρήτως καὶ διὰ τὴν συμπερίληψιν καὶ τῆς παραμικρᾶς προθέσεως, ὥστε ἡ διατύπωσις νὰ ἀποκλείῃ αἱρετικὴν παρερμηνείαν καὶ νὰ διασφαλίζῃ τὴν Ὀρθόδοξον ἑρμηνείαν. (Πρβλ. τὴν ἐπιμονήν των διὰ τὴν ἀποδοχὴν καὶ τοῦ «ἐν δύο φύσεσιν», καὶ ὄχι μόνον τοῦ «ἐκ δύο φύσεων» τῶν μετριοπαθῶν Μονοφυσιτῶν).

2. Ἐπὶ τῶν ἄρθρων τοῦ Κανονισμοῦ τῆς συνόδου, ἔχομεν ἐν πρώτοις νὰ παρατηρήσωμεν ὅτι, βάσει τοῦ ἄρθρου 8 § 2 καὶ ἄρθρ. 9 § 3, ἀπαγορεύετο ἡ ἐλευθέρα τοποθέτησις τῶν ἐπισκόπων, ἢ καὶ αὐτῶν τῶν προκαθημένων, ἐπὶ νέων μὴ ὁμοφώνως συμπεφωνημένων ζητημάτων εἰς τὰς προσυνοδικὰς διασκέψεις τῶν ἐπιτροπῶν. Ἐκ τῆς ἐκκλησιαστικῆς ὅμως ἱστορίας γνωρίζομεν ὅτι, εἰς τὰς οἰκουμενικὰς ἁγίας καὶ μεγάλας Συνόδους, ὑπῆρχε ἡ πλήρης ἐλευθερία οἱουδήποτε ἐπισκόπου καὶ ποιμενάρχου, νὰ θέςῃ ἕνα ζήτημα, πίστεως ἢ ποιμαντικὸν, πρὸς συζήτησιν καὶ ἐπίλυσιν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὴν πρώτη πρᾶξιν τῆς Ζ´ Οἰκουμενικῆς καὶ δὴ τὴν συζήτησιν τοῦ Πατριάρχου Ἁγίου Ταρασίου μετὰ τῶν μοναχῶν.
Εἰς τὸ ἄρθρο 11 § 2, καθορίζεται ἡ «ἀρχὴ τῆς ὁμοφωνίας» τῶν τροπολογιῶν ἐπὶ τῶν ἀρχικῶν προσυνοδικῶς συμπεφωνημένων κειμένων, πρὸς διαμόρφωσιν τῶν τελικῶν κειμένων, καθὼς καὶ ἡ ἀπόρριψις τῶν μὴ ὁμοφώνως ἀποδεκτῶν τροπολογιῶν. Κατ᾽ ἀρχάς, εἶναι ἐξόφθαλμον ὅτι καὶ μόνη ἡ διαφωνία καὶ ἡ μὴ συμμετοχὴ τῶν τεσσάρων Πατριαρχείων καταργεῖ τὸ ἄρθρον καί, κατὰ συνέπειαν, τὴν νομιμότητα τῆς συνόδου.

Πέραν τούτου, εἴδαμε ἐπὶ τοῦ πρακτέου, νὰ ὑπάρχῃ διαφωνία ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων, καὶ εἰς τὰ προσυμπεφωνημένα, καὶ εἰς τὰ τελικὰ  μὲ τὰς τροπολογίας, καὶ νὰ συνεχίζουν οἱ πλειοψηφοῦντες καὶ οἱ διαφωνοῦντες ὡς νὰ μὴ συνέβαινε τίποτε. Ἐρωτῶμεν εὐθαρσῶς, ἦτο σύναξις ἁγιοπνευματική, ποιμένων ὁμονοούντων ἐν πίστει καὶ ἀληθείᾳ;
Διότι, δημιουργήθηκε ἔτσι νέα καὶ πρωτοφανὴς ἐκκλησιαστικὴ κατάστασις, ὅπου μειοψηφοῦντες ἀρχιερεῖς νὰ διαφωνοῦν ἐπὶ δογματικῶν ζητημάτων καὶ νὰ εἶναι ἀναγκασμένοι νὰ ἀποδεχθοῦν τὴν αἱρετίζουσαν ἀπόφασιν τῆς πλειοψηφίας.
Εἰς τὸ ἄρθρο 12 § 1-3 καθορίζεται ἡ ψήφισις τῶν κειμένων τῆς συνόδου μόνον ὑπὸ τῶν προκαθημένων τῶν αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν. Εἰς τὸ σημεῖον αὐτό, ὑπενθυμίζομεν τὴν συνοδικὴν Ὀρθόδοξον παράδοσιν τῆς πλήρους καὶ ὁμοτίμου συμμετοχῆς τῶν ἀπανταχοῦ ἐπισκόπων, νοουμένων ὡς ποιμένων. Εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου ἔχομε διὰ πρώτην φορὰν νὰ ἐκπροσωποῦνται οἱ παρόντες ἐπίσκοποι ἀπὸ τὸν προκαθήμενόν τους.
Ἡ ὀδυνηρὰ συνέπεια εἶναι ὅτι ἀκυρώνεται ἡ διαχρονικὴ ἐκκλησιαστικὴ ἀρχὴ τοῦ ὁμοτίμου, ἐπισκόπου πρὸς ἐπίσκοπον. Διεχωρίσθησαν οἱ ἐπίσκοποι εἰς τοὺς κυριαρχικὰ πρώτους, τοὺς προέδρους τοπικῶν ἐκκλησιῶν, ἀπὸ τοὺς περὶ αὐτοὺς ἐπισκόπους, δίκην αὐλικῶν. Ἔτσι δημιουργήθηκε εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον μία τετραώροφος ἀρχιερωσύνη (δηλ. ὁ πρῶτος – προκαθήμενοι – λοιποὶ παρόντες – ἀποκλεισθέντες)· καὶ ἡ διαβάθμισις αὐτὴ τῆς ἑνιαίας ἀρχιερωσύνης δὲν παρουσιάζεται ἀπὸ τοὺς ἰθύνοντας τῆς συνόδου ὡς ἁπλῆ διοικητική, ἀλλὰ ὡς ἔχουσα θεολογικὰς βάσεις, κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀλλότριον τῆς Ὀρθοδόξου Θεολογίας.
Τέλος, βάσει τοῦ ἄρθρου 14, «νομίμως» ἦσαν προσκεκλημένοι, εἰς τὴν ἔναρξιν καὶ εἰς τὴν λῆξιν τῶν ἐργασιῶν τῆς συνόδου, ἀνίεροι ἑτερόδοξοι ψευδεπίσκοποι, πρὸς τοὺς ὁποίους μάλιστα ἐξεφράσθησαν μὲ πλῆθος ἐπαίνων, ὁ πρῶτος τῆς συνόδου, οἱ προκαθήμενοι καὶ πλειὰς ἱεραρχῶν.

Ἐπ᾽ αὐτοῦ ἰσχύει ὁ λόγος τοῦ Ἀποστόλου, τὸν ὁποῖον ὅμως δὲν ἀκολουθοῦν οἱ διάδοχοι τῶν Ἀποστόλων, «τίς γὰρ μετοχὴ δικαιοσύνῃ καὶ ἀνομίᾳ, τίς δὲ κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸςΒελίαρ, ἢ τίς μερὶς πιστῷ μετὰ ἀπίστου;» (Β´ Κορ. στ΄, 14-15). Οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας ἐξεφώνουν τὸ «ἀνάθεμα» κατὰ τῶν ἀμετανοήτων αἱρετικῶν· ἐμεῖς τοὺς ἐγκωμιάζομε!
Παραλείπομε νὰ σχολιάσωμεν ἀνηκούστους παραβιάσεις τοῦ Κανονισμοῦ – ὡς λ.χ. τὴν ὑπὸ τοῦ Πατριάρχου Σερβίας ὑπογραφὴν κειμένου, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι οἱ διαφωνοῦντες ἐπίσκοποί του ἦσαν ὑπερδιπλάσιοι τῶν συμφωνούντων(!), ἢ τὴν ὑπὸ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου Κύπρου παράνομον τοποθέτησιν τῆς ὑπογραφῆς του ἀντὶ τῆς ὑπογραφῆς τῶν μὴ ὑπογραψάντων διαφωνούντων ἐπισκόπων του(!!!) - διότι τοιαῦτα ἐξωφρενικὰ δὲν συμβαίνουν, ὄχι εἰς Ἁγίαν Σύνοδον, ἀλλ᾽ οὔτε εἰς ἀρχαιρεσίας τοῦ εὐτελεστέρου συλλόγου, παρὰ μόνον εἰς δικτατορικὰ καθεστῶτα.
Τὸ συμπέρασμα αὐτῆς τῆς ἑνότητος εἶναι ὅτι καὶ ὁ Κανονισμὸς λειτουργίας τῆς συνόδου ἦταν καινοφανὴς καὶ ἀντορθόδοξος, ἀλλὰ καὶ ἐν τῇ πράξει καὶ αὐτὸς ὁ ἀντορθόδοξος Κανονισμὸς πολλάκις παρεβιάσθη!

3. Εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον» τῆς συνόδου, κεφ. 1 § 1, ἀναφέρεται ἡ Ἐκκλησία, «ὡς εἰκόνα τῆς Ἁγίας Τριάδος». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή δὲν ἔχει καμμίαν πατερικὴν παραπομπήν, οὔτε καὶ ἀναλύεται. Εἰς τὸ προσυνοδικὸν κείμενο «Ἡ Ἀποστολὴ τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας ἐν τῷ συγχρόνῳ κόσμῳ», εἰς τὴν πρώτην παράγραφον τοῦ Β´ κεφαλαίου ὑπῆρχεν ἡ ἀναφορὰ διὰ τὸν ἄνθρωπον «ὡς κοινωνίαν προσώπων ἀντανακλώντων κατὰ χάριν διὰ τῆς ἑνότητος τοῦ ἀνθρωπίνου γένους τὴν ἐν τῇ Ἁγίᾳ Τριάδι ζωὴν καὶ κοινωνίαν τῶν θείων προσώπων». Ἡ ἀναφορὰ αὐτή, ἡ ὁποία ἡρμήνευεν τὴν ὡς ἄνω θέσιν, ἀπηλείφθη καὶ ἔτσι ἔμεινεν μόνον ὡς τίτλος τοῦ πρώτου κεφ. τῆς Ἐγκυκλίου. Ἡ ἀμάρτυρος αὐτὴ θέσις, εἰς ὅλην τὴν ἁγιοπατερικὴν παράδοσιν, δημιουργεῖ πρόβλημα, διότι γίνεται εἴσοδος ψευδωνύμου διδασκαλίας.

Εἰς τὰς 17 Νοεμβρίου 2016, ἔγινεν εἰς τὸ Κολυμπάρι σεμινάριον μὲ θέμα «Εἰσαγωγὴ εἰς τὰ κείμενα τῆς Ἁγίας καὶ Μεγάλης Συνόδου». Εἰς τὸ μήνυμά του πρὸς τὸ σεμινάριον, ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως δίδει τὴν κεκαλυμμένην ἑρμηνείαν τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἀναφέρων: «Αὐτὴ εἶναι καὶ ἡ οὐσία τῆς συνοδικότητος τῆς Ἐκκλησίας ἡμῶν, καθὼς ἡ πηγὴ τῆς ἀρχῆς αὐτῆς εὑρίσκεται εἰς τὴν σχέσιν τῶν τριῶν προσώπων τῆς Παναγίας Τριάδος, τὰ ὁποῖα καὶ ἐνεργοῦν συνοδικῶς εἰς τὸ σχέδιον τῆς σωτηρίας ἑνὸς ἐκάστου μέλους» (panorthodoxSynod.blogspot.gr/Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2016).

Περισσότερον ἀναλυτικὴν ἑρμηνείαν τῆς θέσεως ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι «εἰκόνα τῆς ῾Αγίας Τριάδος», κάνει ὁ «θεολογικός» νοῦς τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, ὁ Μητροπ. Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας, ὁ ὁποῖος, ἀναφερόμενος εἰς τὸ «Περὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος» § 63 τοῦ Μεγ. Βασιλείου, γράφει: «Ἀντὶ νὰ κάνει λόγο γιὰ τὴν ἑνότητα τοῦ Θεοῦ σὲ σχέση μὲ τὴ φύση του, προτιμᾶ νὰ ὁμιλεῖ γι᾽ αὐτὴ σὲ σχέση μὲ τὴν κοινωνία τῶν προσώπων· ἡ “κοινωνία” εἶναι γιὰ τὸν Βασίλειο ὀντολογικὴ κατηγορία. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ εἶναι κοινωνία. Τοῦτο δὲν σημαίνει ὅτι τὰ πρόσωπα προηγοῦνται ὀντολογικὰ τῆς κοινῆς οὐσίας τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ ὅτι ἡ μία οὐσία τοῦ Θεοῦ συμπίπτει μὲ τὴν κοινωνία τῶν Τριῶν Προσώπων». (Μητρ. Περγάμου Ἰωάννου, Ἔργα Α´, ἐκδόσεις ΔΟΜΟΣ, ΑΘΗΝΑ 2016, σελ. 260-261). Βεβαίως μὲ μίαν ἁπλῆν ἀνάγνωσιν τοῦ κειμένου τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, γίνεται φανερὸν ὅτι κακοποιεῖται καὶ διαστρεβλώνεται ὁ λόγος τοῦ Ἁγίου.
Εἰς ἄλλα κείμενά του ὁ Μητροπολ. Περγάμου γίνεται περισσότερον ἑρμηνευτικὸς αὐτῆς τῆς θέσεως. «Πρωτεῖο ὑπάρχει ἀκόμη καὶ στὴ ζωὴ τῆς Τριάδος, ἐφ᾽ ὅσον εἶναι ὁ Πατήρ ἡ “αἰτία” τῶν Τριαδικῶν Προσώπων... Τὸ πρωτεῖο στὴν τοπικὴ ἐκκλησία ἀναδύθηκε μέσα ἀπὸ τὴν Tριαδολογικὴ καὶ Xριστολογικὴ θεολογία, οἱ ρίζες του εἶναι βαθιὰ θεολογικές... Ὅτι τὸ πρωτεῖο αὐτὸ ἀποτυπώνεται στὴν Τριαδολογικὴ θεολογία καὶ στὴν Χριστολογία εἶναι προφανές, ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ primus (ὁ ἐπίσκοπος) νοεῖται ὡς ἐπέχων στὴν Ἐκκλησία τὴν θέσι (τὸν τόπο) τοῦ Πατρός» (Conciliarity and Primacy, Metropolitan of Pergamon John Zizioulas, Θεολογία 2/2015, σελ. 29-30).

Ἐκ τῶν ἰθυνόντων, λοιπόν, τῆς συνόδου, βλέπομε σαφῶς ἀποκαλύπτεται ἡ ἑρμηνεία τῆς ὡς ἄνω θέσεως, ἡ ὁποία εἶναι: Ἡ Ἐκκλησία εἶναι εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος – Ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι μία σύνοδος Τριῶν προσώπων. Εἰς αὐτὴν τὴν σύνοδον ὁ Πατὴρ εἶναι ὁ πρῶτος, ὅστις καὶ διασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἁγιοτριαδικῆς συνόδου – Ἑπομένως, καὶ ἡ Ἐκκλησία ὡς εἰκὼν τῆς Ἁγίας Τριάδος, εἶναι μία διαρκὴς σύνοδος, ἥτις διὰ «Θεολογικούς» λόγους ἔχει ἀνάγκην ἕναν πρῶτον, καὶ μάλιστα παγκόσμιον.

Εἰς αὐτὸ τὸ θεολογικὸν κατασκεύασμα, ἔχομε συνοπτικῶς τὰς ἑξῆς αἱρέσεις.
Πρῶτον, οὐδέποτε οἱ Ἅγιοι Πατέρες θέτουν εἰς μίαν ἑνιαίαν ὑπαρκτικὴν ὁμοιότητα καὶ ἀναλογίαν, τὴνΘεολογίαν (δηλ. τὴν ἐνδοτριαδικὴν ζωήν) μὲ τὴν Οἰκονομίαν (δηλ. τὴν σχέσιν τοῦ Θεοῦ μὲ τὸν κόσμον καὶτὴν ἐκκλησίαν). Μόνον ἡ παπικὴ θεολογία τὸ δέχεται ὡς ὅρον πίστεως, συμφώνως πρὸς τὴν analogia entis. Κατ᾽ αὐτὴν τὴν ἀρχήν, ἡ κτιστὴ φύσις εἶναι ἀνάλογη μὲ τὴν ἄκτιστον φύσιν. Μέσα ἀπὸ τὴν μελέτηντῆς κτιστῆς πραγματικότητος, κατανοεῖται καὶ περιγράφεται ἡ ἄκτιστος φύσις, μὲ ἐργαλεῖον τὴνἀνθρωπίνην νόησιν. Ἡ Ὀρθόδοξος ὅμως Θεολογία, ἡ μόνη ἀληθινὴ πίστις, ὁμολογεῖ ὅτι ὁ ἄκτιστοςΤριαδικὸς τρόπος ὑπάρξεως εἶναι ἀμέθεκτος καὶ ὑπὲρ πᾶσαν νόησιν. Οὐδέποτε μποροῦμε νὰ εἰποῦμε μὲἀνθρώπινα κριτήρια εἴτε ὅτι εἶναι σύνοδος ἡ Ἁγία Τριάς, εἴτε ὅτι εἶναι κοινωνία.
Δεύτερον, ἐὰν ὅπως ἰσχυρίζονται, ἡ Ἁγία Τριὰς εἶναι σύνοδος (μὲ ἀνθρώπινα κριτήρια), συνεπάγεται ὅτικάθε θεῖον Πρόσωπον ἔχει ἰδικήν του ὑποστατικὴν ἐνέργειαν, ἡ ὁποία συνέρχεται ἐν συνόδῳ μὲ τὰὑπόλοιπα θεῖα πρόσωπα. Εἰς ὅλους τοὺς Ὀρθοδόξους, ποὺ μαθητεύουν καθημερινῶς εἰς τὰ κείμενα τῶνἈκολουθιῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, εἶναι γνωστὸν ὅτι ἡ Ἁγία Τριὰς ἔχει μίαν ἐνέργειαν, μίαν δόξαν, μίανθέλησιν, μίαν πρόνοιαν, διότι ἔχει μίαν οὐσίαν (= ὁμοούσιος). Ἂν δεχθῶμεν τὴν Ἁγίαν Τριάδα ὡς σύνοδον,τότε συνεπάγεται ὅτι ἔχομεν τρεῖς ἐνεργείας προσώπων τὰ ὁποῖα συνέρχονται συνοδικῶς, ὁπότεαὐτομάτως ὁδηγούμεθα εἰς τρεῖς οὐσίας, διότι ἡ κάθε οὐσία ἔχει καὶ τὴν ἰδικήν της ἐνέργειαν. Ἑπομένως,χάνομε τὸ ὁμοούσιον, διὰ τὸ ὁποῖον οἱ Ἅγιοί μας ἔδωσαν μάχας καὶ αἷμα, καὶ καταλήγομεν εἰς τριθεΐαν, εἰςτρεῖς ἱεραρχημένους Θεούς, μὲ πρῶτον τὸν Πατέρα, ὁ ὁποῖος διαφυλάσσει τὴν ἑνότητα αὐτῆς τῆςΤριάδος, ἡ ὁποία ὅμως δὲν ἔχει καμμίαν σχέσιν μὲ τὴν ἀληθινὴν Ἁγίαν Τριάδα.

4. Μελετῶντες τὰ κείμενα τῆς συνόδου, πολλάκις συνηντήσαμε φράσεις περί «ἀποκαταστάσεως τῆς ἑνότητος» («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας...» §4, §19, §22, §24), περί «προωθήσεως τῆς ἑνότητος»(«Σχέσεις...» §16), περί «φανερώσεως τῆς ἑνότητος» («Ὀρθόδ. Διασπορά» §2, γ), καὶ συγκρίνοντες μὲ τὸ Unitatis Redintegratio (τὸ διάταγμα περὶ Οἰκουμενισμοῦ τῆς Β΄ Βατικανῆς), εἴδαμε ἀκριβῶς τὰς ἰδίας ἐκφράσεις καὶ ἐκεῖ, μὲ τὸ αὐτὸ πνεῦμα (UR § 1 § 5).

Τὴν λύπην αὐτῆς τῆς διαπιστώσεως μᾶς τὴν διεσκόρπισεν ἡ ἀπόφασις τῆς Ἱερὰς Συνόδου Πατριαρχ. Βουλγαρίας, ἡ ὁποία εἰς τὰ σημεῖα ποὺ σχολιάζει τὰς §4, §5 καὶ §12 τοῦ κειμένου «Σχέσεις», ἀναφέρει σχετικῶς: «Ἡ προσευχὴ τῆς Ἐκκλησίας γιὰ ἑνότητα ὅλων, δὲν σημαίνει τὴν ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος μὲ ἄλλους χριστιανούς, λὲς καὶ ἡ ἑνότης εἶναι κάτι ποὺ ἔχει χαθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία, ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ ἐννοεῖ εἶναι ἡ ἐπιστροφὴ στοὺς κόλπους της, ὅσων ἔχουν ἐκπέσει ἐξ αὐτῆς, μέσα ἀπὸ τὸ Βάπτισμα, τὸ Χρίσμα καὶ τὴν Θεία Εὐχαριστία. Ἐπὶ πλέον, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (τοῦ Πατριαρχ. Βουλγαρίας), δηλώνει ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν μπορεῖ νὰ ἀποδεχθῆ τὶς διάφορες θεωρίες περὶ αὐτῆς τῆς ἑνότητος ποὺ ἐπικρατοῦν στοὺς ἑτεροδόξους, ὅπως γιὰ παράδειγμα τὴν θεωρία τῆς “ἀοράτου Ἐκκλησίας”, τὴν “θεωρία τῶν κλάδων” καὶ τὴν θεωρία τῆς “ἰσότητος τῶν δογμάτων”, καθὼς ἐπίσης καὶ τὴν νοεσύστατη θεωρία τῆς “βαπτισματικῆς θεολογίας”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία ὑπάρχει μία ἀρχέγονη ἑνότητα σὲ ἕνα “κοινὸ βάπτισμα”. Ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας ἐδήλωσε ὅτι ὅλες αὐτὲς οἱ θεωρίες συνδέονται μὲ τὴν διδαχὴ περί “κτιστῆς χάριτος” τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἡ ὁποία ἔχει καταδικασθῆ ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία».

«Τὴν δήλωσιν ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία συμμετέχει σὲ οἰκουμενιστικὲς πρωτοβουλίες “μὲ στόχο τὴν ἀναζήτησιν τῆς (ἀπωλεσθείσης) ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τὴν θεωρεῖ ἀπαράδεκτη καὶ ἀνεπίτρεπτη, δεδομένου ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία δὲν ἔχει ἀπολέσει οὐδέποτε τὴν ἑνότητά της. Ἀντιθέτως, αὐτὸ ποὺ συνέβη εἶναι ὅτι οἱ αἱρέσεις, ποὺ ἐμφανίσθηκαν καὶ τὰ σχίσματα, ποὺ ἔγιναν, ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Ἐκκλησίαν».
«Ὁ δρόμος γιὰ τὴν ἐπίτευξιν τῆς ἑνότητος περνάει ἀπὸ τὴν μετάνοια καὶ τὴν ὁμολογία τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως καὶ τοῦ Ὀρθοδόξου βαπτίσματος» (orthodoxethos.com/Ἀπόφασις Ἱερᾶς Συνόδου Ἐκκλησίας τῆςΒουλγαρίας). Δηλαδή, διὰ νὰ ἑνωθοῦν οἱ αἱρετικοί μὲ τὴν Ἐκκλησίαν θὰ πρέπῃ νὰ μετανοήσουν, νὰ ὁμολογήσουν τήν Ὀρθόδοξον πίστιν καὶ νὰ λάβουν τὸ Ὀρθόδοξον βάπτισμα.
Ἐμεῖς, ἀκολουθοῦντες τὴν διαχρονικὴν Πατερικὴν Διδασκαλίαν («ἑπόμενοι τοῖς Ἁγίοις Πατράσι») καὶ συνακολουθοῦντες εἰς τὰς ἀποφάσεις τῆς Ἱερᾶς Συνόδου τῆς Ἐκκλησίας Βουλγαρίας, ὁμολογοῦμεν ὅτι, ὅπως δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν πολλὰ σώματα ἐν Χριστῷ, ἔτσι δὲν ἠμποροῦν νὰ ὑπάρχουν καὶ πολλαὶ Ἐκκλησίαι· «... μία τὲ ἐστιν ἡ Ἐκκλησία, καὶ ἕν τὸ τοῦ Χριστοῦ μυστήριον...» (Ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, Ε.Π.Ε, τομ. 3, σ. 150) Συνεπῶς, ὁ διχασμὸς καὶ ἡ διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας εἶναι πράγματα, ὀντολογικῶς καὶ οὐσιαστικῶς ἀδύνατα, διότι ὁ Θεάνθρωπος Χριστὸς εἶναι ἕνας καὶ μοναδικός. Διαίρεσις τῆς Ἐκκλησίας οὔτε ὑπῆρξε, οὔτε καὶ θὰ ὑπάρξῃ. Ὑπῆρξε καὶ θὰ ὑπάρξῃ ἀποκοπὴ ἀπὸ τὸ σῶμα της (πρβλ. Ἰω. ιε΄, 1-6). Εἰς τὸ πέρασμα τοῦ χρόνου, ἀπεσχίσθησαν καὶ ἐξέπεσαν ἀπὸ τὴν Μίαν, μοναδικὴν καὶ ἀδιαίρετον  Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν διάφοροι αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοί, οἱ ὁποῖοι ἔπαψαν νὰ εἶναι μέλη της καὶ σύσσωμοι τοῦ θεανθρωπίνου Σώματός της.

Ἔτσι, πρῶτοι ἀπὸ ὅλους, ἐξέπεσαν οἱ Γνωστικοί, μετὰ οἱ Ἀρειανοί, οἱ Πνευματομάχοι, οἱ Νεστοριανοί, οἱ Μονοφυσίται, οἱ Εἰκονομάχοι, οἱ Παπικοὶ, καὶ μετ᾽ αὐτῶν οἱ Προτεστάνται καὶ οἱ Οὐνίται, καὶ ὅσοι ἄλλοι ἀνήκουν εἰς τὴν αἱρετικο-σχισματικὴ λεγεῶνα, πολλοὶ ἐκ τῶν ὁποίων, δυστυχῶς, ἦσαν ἐπίσημα προσκεκλημένοι εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου.
Εἰς τὸ ἴδιον πνεῦμα εἶχεν ἐκφρασθῆ καὶ ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τῆς Γεωργιανῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (8 Ὀκτωβρ. 1998), εἰς μίαν σειρὰν ἀποφάσεων, ὅπου εἰς τὸ ἄρθρο 5 ἀναφέρει: «Ἡ αἱρετικὴ ἐκκλησιολογικὴ διδασκαλία, ποὺ ἀναπτύχθηκε στὰ βάθη τῆς μὴ Ὀρθοδόξου, μοντερνιστικῆς θεολογίας, ἀναφορικὰ μὲ τὴν ὕπαρξιν σωτηριώδους χάριτος πέραν τῶν κανονικῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας, ὅπως καὶ ἡ ἀκραία ἐκδήλωσίς της, ἡ λεγομένη “Θεωρία τῶν κλάδων”, σύμφωνα μὲ τὴν ὁποία οἱ ποικίλοι χριστιανικοὶ κλάδοι, ποὺ ὑπάρχουν σήμερα, θεωροῦνται διαφορετικοὶ καὶ ἰσότιμοι κλάδοι τῆς ἀληθινῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀπαράδεκτη».
(orthodoxethos.com / Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδ. Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).

5. Συναφὴς καὶ ἀλληλένδετος πλάνη μὲ τὴν προαναφερθεῖσαν («ἀναζήτησιν καὶ ἀποκατάστασιν τῆς ἑνότητος»), ὑπάρχουσα εἰς ἀρκετὰ σημεῖα τῶν συνοδικῶν κειμένων, εἶναι καὶ ἡ ἐκκλησιοποίησις τῶναἱρέσεων. Κατέστη πλέον ἐμφανὲς ὅτι αὐτὸς ἦτο καὶ ὁ κύριος στόχος αὐτῶν ποὺ ἐπρωτοστάτησαν κατὰ τὴν προετοιμασίαν καὶ τὴν διεξαγωγὴν τῆς συνόδου. Οὕτως ἑρμηνεύονται, ἄλλωστε, καὶ οἱ πανηγυρισμοὶ τοῦ Πάπα, καὶ δὴ διὰ τῆς δηλώσεώς του: «Τὸ πρῶτο βῆμα ἔγινε». (Πρωτοπρ. Θ. Ζήσης, «Ἡ Σύνοδος τῆς Κρήτης σὲ σύγκριση μὲ τὴν Ὀρθόδοξη Σύνοδο τῆς Κωνσταντινούπολης (1273)», «Θεοδρομία», ἔτος ΙΗ΄, τ. 3 – 4, σ. 547).
Ἐξ ὅλων τῶν σχετικῶν σημείων τῶν συνοδικῶν κειμένων, τὸ ἀπόσπασμα, τὸ ὁποῖον ἐδέχθη τὰς περισσοτέρας καὶ ἐντονωτέρας ἐπικρίσεις, εἶναι τὸ ἐν τῇ § 6 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...», τὸ ὁποῖον – ὅπως τελικῶς διεμορφώθη – ἀναφέρει: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἀποδέχεται τὴν ἱστορικὴν ὀνομασίαν τῶν μὴ εὑρισκομένων ἐν κοινωνίᾳ μετ᾽ αὐτῆς ἄλλων ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καὶ Ὁμολογιῶν».
Δὲν θὰ ἐπαναλάβωμεν ἐδῶ τὰ ὅσα εὔστοχα ἀντέτειναν εἰς τὴν ἀνωτέρω διατύπωσιν παραδοσιακοὶ Ἱεράρχαι, οἱ ὁποῖοι, παρὰ τὰς ἐντόνους πιέσεις, ἀπειλὰς καὶ εἰρωνείας, παρέμειναν ἀνυποχώρητοι καὶ δὲν ὑπέγραψαν τὸ ἐν λόγῳ κείμενον. Ἁπλῶς, θὰ ἀπαντήσωμεν εἰς δύο δικαιολογίας, τὰς ὁποίας χρησιμοποιοῦν, εἴτε ἐξ ἀφελείας, εἴτε ἐκ πονηρίας –Κύριος οἶδεν-, ὅσοι ὑπερασπίζονται, ἔτι δὲ καὶ ἐγκωμιάζουν τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα ὡς Ὀρθοδοξότατον!

α´ Ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ ὅρος «Ἐκκλησία» (εἰς τὸ ἀπόσπασμα) δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ ἐννοίᾳ, ἀλλ᾽ ὡς «τεχνικὸς ὅρος», λόγῳ τοῦ  αὐτοπροσδιορισμοῦ τῶν Χριστιανικῶν κοινοτήτων ὡς «Ἐκκλησίαι». Ὅμως, πέραν τοῦ ὅτι ἡ τοιαύτη χρῆσις ἀντενδείκνυται διὰ συνοδικὸν κείμενον καὶ οὐδέποτε μέχρι τοῦδε ἐπεχειρήθη, ἐρωτῶμεν: Ἄν, ὄντως, αὐτὸ ἦτο τὸ πνεῦμα τῶν ἀγνώστων ἐφευρετῶν τῆς ἀμφισήμου ταύτης διατυπώσεως, διατὶ δὲν τὸ διετύπωσαν σαφέστερον; Λ.χ.: «τὴν ὀνομασίαν “Ἐκκλησία” τῶν διαφόρων Χριστιανικῶν Κοινοτήτων», θέτοντές την μάλιστα ἐντὸς εἰσαγωγικῶν· ἤ «ἁπλῶς χρησιμοποιεῖ (ἡ Ὀρθ. Ἐκκλ.) κατ᾽ οἰκονομίαν καὶ καταχρηστικῶς τὸν ὅρον “Ἐκκλησία” ἐν τοῖς διαλόγοις». Διατί ἀντικατέστησαν τὸ προταθὲν ὑπὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος «γνωρίζει» διὰ τοῦ «ἀποδέχεται»; Διατί, τέλος, τὸ ἁπλούστατον, δὲν ἔβαλαν μίαν ὑποσημείωσιν, ἀναφέρουσαν τὴν ἐκ τῶν ὑστέρων δῆθεν ἑρμηνείαν των(τὸ ὅτι δηλαδή, ὁ ὅρος δὲν χρησιμοποιεῖται ἐν δογματικῇ - ἐκκλησιολογικῇ ἐννοίᾳ), ὥστε νὰ κατασιγάσῃ ἡ θύελλα τῶν ἀντιδράσεων, ἀλλὰ καὶ νὰ ἐπιτύχουν τὴν πολυπόθητον ὑπ᾽ αὐτῶν ὁμόφωνον ψήφισιν τοῦ κειμένου; Σαφέστατα, διότι δὲν ἐπίστευον ὅσα προφορικῶς ἰσχυρίζονται καὶ διότι ἐπεδίωκον πάσῃ θυσίᾳ νὰ ἐπιτευχθῇ γραπτῶς καὶ συνοδικῶς ἡ Ἐκκλησιοποίησις τῶν αἱρέσεων.

β´ Ἀπαιτοῦν στέφανον ὁμολογίας (!), διότι ἐχαρακτήρισαν τάς «Ἐκκλησίας» αὐτὰς ὡς «ἑτεροδόξους». Ἐρωτῶμεν: Ἀγνοοῦν –ἤ προσποιοῦνται ἄγνοιαν– ὅτι εἰς τὴν Οἰκουμενιστικὴν γλῶσσαν (τόσον τῶν ἐκ τῶν Ὀρθοδόξων ὅσον καὶ τῶν ἐκ τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν) ὁ ὅρος «ἑτερόδοξος» δὲν ἑρμηνεύεται ὡς«κακόδοξος», ἀλλ᾽ ὡς «ὀρθόδοξος πιστεύων εἰς μίαν ἑτέραν θεμιτὴν ποικιλομορφίαν καὶἰδιαιτερότητα»; Εἰς τὸ κείμενον, μάλιστα, τῆς Ι´ Συνελεύσεώς της, ἐν Ραβέννῃ (Ὀκτώβρ. 2007), ἡ Διεθνὴς Ἐπιτροπὴ διὰ τὸν Διάλογον Ὀρθοδόξων καὶ Παπικῶν ἐγκωμιάζει καὶ ὑπογράφει τὴν θεωρίαν τῆς «ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῶν κανονικῶν νομοθετημάτων ἐν ταῖς θεμιταῖς τούτων ποικιλομορφίαις», καὶ τὴν ἀπαισιωτέραν θεωρίαν τῆς «ἑνότητος τῆς καλούσης μακριὰ ἀπὸ τὴν πτῶσιν στὴν ὁμοιομορφίαν πρὸς τὴν ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα» (ἄρθρα 16 καὶ 31 τῆς συμφωνίας τῆς Ραβέννης). Κατὰ τὰ ἀνωτέρω, ἡ ἑνότης μεταξὺ ἑτεροδόξων εἶναι τὸ ἰδεατόν (!), ἐνῷ ἡ ἑνότης μεταξὺ ὁμοδόξων μόνον εἶναι ἀπευκταία «πτῶσις»!!!

Ἄλλωστε καὶ ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «ἄλλων» πρὸ τοῦ «ἑτεροδόξων Χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν» εἰς τὸ προαναφερθὲν ἀπόσπασμα («Σχέσεις...», § 6), προδίδει ὅτι οἱ ἀποκρυπτόμενοι ἐφευρεταί του θεωροῦν καὶ τὴν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ὡς μίαν «ἄλλην» παράλληλον ποικιλομορφίαν καὶ ἰδιαιτερότητα.Διαφορετικά, ἦτο περιττὴ ἡ χρῆσις τῆς λέξεως.
Ἐπιτευχθείσης τῆς Ἐκκλησιοποιήσεως ἐν τῇ § 6, πλειστάκις καὶ ἀλλαχοῦ κατονομάζονται ἀπεριφράστως Ἐκκλησίαι ἡ πανσπερμία τῶν αἱρετικῶν (π.χ.: «Σχέσεις...» § 16, § 17, § 19, § 21).
Περαίνοντες ἐπ᾽ αὐτοῦ τοῦ θέματος, ἐπισημαίνομεν ὅτι εἰς τὸ αὐτό κείμενον ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία διακρίνεται, εἰς μέν τὴν § 4, τῆς «Μιᾶς, Ἁγίας, Καθολικῆς καὶ Ἀποστολικῆς Ἐκκησίας», τὴν δημιουργίαν τῆς ὁποίας ἐπιδιώκει δῆθεν διά τῆς ἑνώσεώς της μετά τῶν ἄλλων Χριστιανῶν, εἰς δέ τὴν § 5, (διακρίνεται) τῆς «ἀρχαίας Ἐκκλησίας τῶν ἐπτά Οἰκουμενικῶν Συνόδων». Ἐκ τῶν δύο αὐτῶν παραγράφων φανερώνεται, σύν τοῖς ἄλλοις, ὅτι ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ἀποδέχεται καὶ υἱοθετεῖ τὴν δομικήν θεολόγησιν τοῦ Π.Σ.Ε., δηλαδή, τὴν «θεωρίαν τῶν κλάδων».

6. Πάντως, ὡς ὀλεθριώτερον καὶ κινδυνωδέστερον ἐξ ὅλων τῶν ἀποφασισθέντων εἰς τὴν σύνοδον τοῦ Κολυμπαρίου, θεωροῦμεν τὴν μακρὰν ἀναφοράν της εἰς τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ εἰς τὸ Π.Σ.Ε. Ἐν αὐτῇ:
α´. Προτρέπει, πιέζει καὶ σχεδὸν ἐξαναγκάζει, ἁπάσας τὰς Ὀρθοδόξους Ἐκκλησίας πρὸς συμμετοχὴν εἰς τοὺς διαιωνιζομένους σχεδὸν ἄνευ ὅρων διαλόγους, μέχρις ἐπιτεύξεως τοῦ τελικοῦ σκοποῦ τῆς ἑνώσεως,περιφρονοῦσα τὴν ἀποστολικὴν ἐντολήν: «αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίανπαραιτοῦ» (Τίτ. γ´, 10).
β´. Διὰ τῆς σιωπῆς της, εἰς τὴν οὐσίαν ἐπευλογεῖ πλείστας ὅσας φρικτὰς ἀντικανονικότητας(συμπροσευχάς, καὶ μάλιστα Λειτουργικάς, Οἰκουμενιστικὰς ἀκολουθίας κ.ἄ.), αἱ ὁποῖαι πραγματοποιοῦνται κατὰ τὴν διεξαγωγήν των, τῇ παρουσίᾳ καὶ συμμετοχῇ καὶ τῶν Ὀρθοδόξωνἐκπροσώπων, ἀδιαφοροῦσα, ὄχι μόνον δι᾽ ὅσα διακελεύουν οἱ σχετικοὶ Ἱεροὶ Κανόνες – τῶν ὁποίων οὐδεμίαν μνείαν ποιεῖται – ἀλλὰ καὶ διὰ τὴν πρόσφατον σχετικῶς ἀπόφασιν διορθοδόξου Συνάξεως, τὴν ὁποίαν ἐπικαλεῖται καὶ ἡ κατωτέρω Συνοδικὴ ἀπόφασις τοῦ Πατριαρχείου Γεωργίας: «Τέλος, τόσον ἡ συμπροσευχή, ὅσον καὶ ἡ μετοχὴ στὰ μυστήρια, ἀπὸ κοινοῦ μὲ μὴ Ὀρθοδόξους, εἶναι ἀπαράδεκτες, ὅπως αὐτὸ ἐπαναβεβαιώθηκε στὸ τελικὸ κείμενο, τὸ ὁποῖον ἀπεδέχθη ἡ διορθόδοξος Σύναξις ὅλων τῶν κανονικῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (Θεσσαλονίκη, 29 Ἀπριλίου – 2 Μαΐου 1998). Σύμφωνα μὲ τὸ ἄρθρον 13, § Β´ τοῦ κειμένου αὐτοῦ: «Οἱ Ὀρθόδοξες ἀντιπροσωπεῖες δὲν θὰ συμμετέχουν στὶς οἰκουμενικὲς ἀκολουθίες, τὴν κοινὴ προσευχὴ καὶ λατρεία τοῦ «Θεοῦ», οὔτε σὲ ἄλλες θρησκευτικὲς τελετὲς τῆς συνάξεως» (orthodoxethos.com, Ἡ Συνοδικὴ ἀπόφασις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τῆς Γεωργίας τοῦ 1998).

Ἀλλ᾽ ἀκόμη καὶ ὁ δεδηλωμένος οἰκουμενιστὴς Πατριάρχης Ἀθηναγόρας εἰς Ἐγκύκλιόν του πρὸς τοὺς Προκαθημένους τῶν Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (31-1-52) εἶχεν ἐπισημάνη: «Δέον ἵνα οἱ Ὀρθόδοξοι κληρικοὶ ἀντιπρόσωποι ὦσιν ὅσῳ τὸ δυνατὸν ἐφεκτικοὶ ἐν ταῖς λατρευτικαῖς μετὰ τῶν ἑτεροδόξων συνάξεσιν, ὡς ἀντικειμέναις πρὸς τοὺς Ἱεροὺς Κανόνας καὶ ἀμβλυνούσαις τὴν ὁμολογιακὴν εὐθιξίαν τῶν Ὀρθοδόξων...» (εἰς τό: Καρμίρη, Δογματικὰ καὶ Συμβολικὰ Μνημεῖα, σ.σ. 962-963). Εἶναι φοβερὸν καὶ νὰ τὸ διανοηθῶμεν. Αὐτή «ἡ ἄμβλυνσις τῆς ὁμολογιακῆς εὐθιξίας τῶν Ὀρθοδόξων», ἀπὸ κινδυνώδης καὶ ἀπευκταία ποὺ ἐθεωρεῖτο ἐπὶ Ἀθηναγόρου, σήμερον ἔχει καταστῆ ἐπιδιωκόμενος σκοπός! Δι᾽ αὐτό, οὐδέποτε εἴδομεν νὰ ἐπιβάλλωνται ἱεροκανονικαὶ ποιναὶ καὶ κυρώσεις εἰς τοὺς κατ᾽ ἐξακολούθησιν  συμμετέχοντας ἀντιπροσώπους. Ἀπ᾽ ἐναντίας, παραμένουν εἰς τὰς θέσεις των, ἀλλὰ καὶ ἐπιβραβεύονται. Αὐτὸν τὸν ἐπιδιωκόμενον σκοπὸν ὑπηρέτησε, δυστυχῶς, καὶ ἡ σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου.

γ´. Τὸ χείριστον. Διὰ τῶν προτροπῶν καὶ ἐγκωμίων της διὰ τοὺς διμερεῖς διαλόγους καὶ τὸ Π.Σ.Ε., ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, νομιμοποιεῖ καὶ ἐπισφραγίζει σωρείαν αἱρετικῶν κειμένων, τὰ ὁποῖα ἔχουν συνυπογράψει καὶ οἱ «Ὀρθόδοξοι» ἀντιπρόσωποι. Λ.χ.:
- Μετὰ τῶν Ἀντιχαλκηδονίων: Κοιναὶ συμφωνίαι (1989), (1990).
- Μετὰ τῶν Παπικῶν: Εἰς Μπάρι (1987), Μπάλαμαντ (1993), Ραβέννα (2007) κ.ἄ.
- Εἰς τὰς συνελεύσεις τοῦ Π.Σ.Ε.: Εἰς: Πόρτο-Ἀλέγκρε (2006), Πουσάν (2013) κ.ἄ.
Ἰδιαιτέρως μέσα εἰς τὸν «θεολογικόν» χῶρον τοῦ Π.Σ.Ε. εἶναι υἱοθετημέναι ὅλαι αἱ νέαι θεωρίαι περί «ἀοράτου Ἐκκλησίας», «θεωρία τῶν κλάδων», περί «ἰσότητος τῶν δογμάτων», «Βαπτισματικὴ Θεολογία».
Ἐπίσης, ὅλαι αἱ δραστηριότητες τοῦ Π.Σ.Ε ἔχουν ὡς στόχον τὴν ἀναζήτησιν τῆς χαμένης ἑνότητος ὅλων τῶν χριστιανῶν. Δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα κείμενον τοῦ Π.Σ.Ε., συμπεφωνημένον καὶ ὑπὸ τῶν «Ὀρθοδόξων», κατὰ τὰς περιοδικὰς γενικὰς συνελεύσεις των, τὸ ὁποῖον εἶναι ἀποδεκτὸν ἀπὸ τὴν Ὀρθόδοξον Θεολογίαν τῶν Ἁγίων Πατέρων μας.

Μέχρι στιγμῆς καθησυχάζαμε τὴν συνείδησίν μας – καὶ ἐν μέρει τὴν κατεπιέζαμε – καὶ ἀνεχόμεθα, χρησιμοποιοῦντες ὡς ἐπιχείρημα τὸ ὅτι τὰ ἀνωτέρω ἦσαν ἐνέργειαι ἐλαχίστων ἐκπροσώπων (ὁμιλοῦμεν ἐκ τῆς πλευρᾶς τῶν Ὀρθοδόξων) ἐνεργούντων αὐθαιρέτως. Καί, ὅτι, ἐφ᾽ ὅσον τὰ ὑπογραφόμενα δὲν ἐτύγχανον τῆς ἐπισφραγίσεώς των ὑπὸ τῶν τοπικῶν συνόδων τῶν Ἱεραρχιῶν – αἵτινες τὰς περισσοτέρας φορὰς οὔτε κἂν ἐνημερώνοντο ὑπευθύνως –, εἶναι ἄνευ οὐδεμιᾶς ἰσχύος, καί, συνεπῶς, θὰ ἠδυνάμεθα νὰ ἀδιαφορήσωμεν. Ἁπλῶς προσηυχόμεθα, καὶ ἠλπίζαμε καὶ ἀνεμέναμε νὰ ἀκυρωθοῦν καὶ καταδικασθοῦν ἀπὸ μίαν γενικωτέραν – ἢ ἔστω τοπικήν – Σύνοδον. Καὶ ἐνῷ αὐτὸ ὤφειλε νὰ εἶναι τὸ μοναδικὸν ἔργον τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, αὕτη, ἀπεναντίας, διὰ τῶν ὡς ἄνω ἐπαίνων καὶ προτροπῶν της, ἐπεσφράγισεν ἐμμέσως πάσας τὰς αἱρετικὰς ἀποφάσεις!

Καὶ ὄχι μόνον ἐμμέσως. Ἔχομεν καὶ ἄμεσον ἐπισφράγισιν! Εἰς τὴν § 19 τοῦ Κειμένου «Σχέσεις...» διακηρύσσεται ἀπεριφράστως ὅτι: «Αἱ ἐκκλησιολογικαὶ προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto (1950),τιτλοφορουμένης “Ἡ Ἐκκλησία, αἱ Ἐκκλησίαι καὶ τὸ Παγκόσμιον Συμβούλιον Ἐκκλησιῶν”, εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχὴν εἰς τὸ Συμβούλιον». Καὶ ναὶ μέν, ἐν συνεχείᾳ παραθέτει μερικὰ “ἀθῶα” ἀποσπάσματα ἐξ αὐτῆς τῆς Δηλώσεως, ὅμως ἀποσιωπᾷ καὶ ἀποκρύπτει ἕτερα. Συγκεκριμένως, ἡ Δήλωσις καταλήγοντας ἀναφέρει: «Οἱ Ἐκκλησίες ἀναγνωρίζουν ὅτι τὸ νὰ ἀποτελῆ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι εὐρύτερον καὶ περιεκτικώτερον (wider and more inclusive)ἀπὸ τὸ νὰ ἀποτελῆ μέλος τῆς ἰδίας του Ἐκκλησίας»!!! Υἱοθετεῖται, δηλαδή, ἀμέσως, σαφέστατα καὶ ἀπροκάλυπτα ἡ αἱρετικὴ Ἐκκλησιολογία τοῦ Προτεσταντισμοῦ! Πέραν τοῦ ὅτι καὶ μόνον ὁ τίτλος τῆς Δηλώσεως, ὁ ὁποῖος καὶ περιέχεται εἰς τὸ συνοδικὸν κείμενον, διὰ τῆς διακρίσεως Ἐκκλησίας καὶ Ἐκκλησιῶν διατρανώνει τὴν αἱρετικὴν Ἐκκλησιολογίαν.
Ὁμοίως ἔχομεν ἄμεσον ἐπισφράγισιν αἱρετικῶν ἀποφάσεων τοῦ Π.Σ.Ε. ὑπὸ τοῦ ἰδίου συνοδικοῦ κειμένου ἄλλας δὺο φορὰς. Ἀφ᾽ ἐνός μὲν, εἰς τὴν § 17, τῶν ἀναφερομένων εἰς τὴν εἰσήγησιν τῆς «Εἰδικῆς Ἐπιτροπῆς διὰ τὴν Ὀρθόδοξον συμμετοχήν εἰς τὸ Π.Σ.Ε.», τῶν τελικῶς ἐπικυρωθέντων ὑπὸ τῆς Κεντρικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Π.Σ.Ε. τὸ 2002, ἀφ᾽ ἑτὲρου δέ, εἰς τὴν § 21, τῶν θεολογικῶν κειμένων τῆς Ἐπιτροπῆς «Πίστις καὶ Τάξις» [ Ἀναλυτικήν ἀναφοράν περὶ αὐτῶν βλ. εἰς τὰ κείμενα: Μητροπολίτου Ναυπάκτου Ἱεροθέου «Παρέμβασις καὶ κείμενον εἰς τὴν Ἱεραρχίαν τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2148, σελ. 5 καὶ Πρωτοπρεσβυτέρου π. Ἀναστασίου Γκοτσοπούλου «Ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καὶ τὸ Π.Σ.Ε.», Ὀρθ. Τύπος, ἀρ. φύλ. 2136, σελ. 1 καὶ 5].

Θεωροῦμεν ὅτι καὶ μόνον δι᾽ αὐτάς τάς τρεῖς ἀμέσους ἐπισφραγίσεις της, καὶ κυρίως δι᾽ αὐτάς, διότι εἶναι τόσον ἀπροκάλυπτοι, ὥστε νὰ μὴ ἐπιδέχωνται καμμίαν ὑπεκφυγὴν ἢ συγκάλυψιν, ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης καθίσταται καταδικαστέα.

7. Τὸ ἀναφερόμενον εἰς τὴν § 22 τοῦ κειμένου «Σχέσεις...»: «Ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος» εἶναι πάντῃ καινοφανὲς καὶ ξένον πρὸς τὴνδιδασκαλίαν καὶ τὴν ζωὴν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας.
Ἐν πρώτοις, δι᾽ αὐτοῦ ἀντιφάσκει καὶ πρὸς ἑαυτὴν ἡ σύνοδος, καθόσον, εἰς τὴν § 3 τῆς «Ἐγκυκλίου» της, ἀναγνωρίζει τὸ κῦρος τῆς Συνόδου τοῦ 1484, τῆς ἀποκηρυξάσης τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας (1438-1439), καὶ δικαιωσάσης τὸν Ἅγιον Μᾶρκον τὸν Εὐγενικόν, τὸν μόνον κατ᾽ οὐσίαν ἀντιδράσαντα καὶ ἀνατρέψαντα αὐτήν. Ἐὰν ἤθελεν ἡ σύνοδος τῆς Κρήτης νὰ εἶναι συνεπὴς πρὸς τὴν ἀνωτέρω § 22 τοῦ συνοδικοῦ κειμένου της, ὤφειλεν, ἀπεναντίας, νὰ καταδικάσῃ τὴν Σύνοδον τοῦ 1484, ὡς περιφρονήσασαν τὸ «συνοδικὸν σύστημα (δηλαδή, τὴν Σύνοδον τῆς Φλωρεντίας)... τὴν ἀνωτάτην αὐθεντίαν ἐπὶ θεμάτων πίστεως» καὶ δικαιώσασαν «ἄτομον» (τὸν Ἅγιον Μᾶρκον), συντελέσαν εἰς τὴν «διάσπασιν τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας, ἐπὶ προφάσει τηρήσεως ἢ δῆθεν προασπίσεως τῆς γνησίας Ὀρθοδοξίας» (πάντα τὰ ἐντὸς εἰσαγωγικῶν προέρχονται ἀπὸ τὴν § 22). Ἀλλά, φυσικά, δὲν εἶχε τὴν τόλμην νὰ προχωρήσῃ – τοὐλάχιστον πρὸς τὸ παρόν – μέχρις ἐκεῖ, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ ἔλθῃ εἰς ἀντίθεσιν πρὸς ἑαυτήν.
Ἀντιτίθεται, φυσικά, διὰ τῆς § 22, καὶ πρὸς τὴν διαχρονικὴν πρᾶξιν τῆς Ἐκκλησίας, τὴν καταδικάσασαν συνόδους καὶ χαρακτηρίσασαν αὐτὰς ὡς Αἱρετικάς, Ληστρικὰς καὶ Ψευδοσυνόδους [ὡς λ.χ. τὴν ἐν Ἐφέσῳ(449), τῆς Ἱερείας (754), τῆς Λυῶνος (1274) κ. ἄ.], καὶ συγχρόνως ἁγιοκατατάξασαν τοὺς ἀντιταχθέντας πρὸς αὐτὰς καὶ διωχθέντας καὶ μαρτυρήσαντας ὑπ᾽ αὐτῶν.

Ἀντιτίθεται ἀκόμη καὶ πρὸς τὴν Ἐγκύκλιον τῶν τεσσάρων Πατριαρχῶν (1848), ἡ ὁποία κηρύσσει ὅτι:«τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, ἤτοι αὐτὸς ὁ λαός» εἶναι αὐτὸς ὁ ὁποῖος διασφαλίζει τὴν διατήρησιν τῆςγνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως, καὶ ὄχι τὸ συνοδικὸν σύστημα, –καὶ μάλιστα «μόνον» αὐτό–, ὅπως ἰσχυρίζεται ἡ σύνοδος εἰς τὴν § 22.
Ὡς ἐπισφράγισιν, παραθέτομε τὴν ἀπάντησιν τὴν ὁποίαν δίδει ἐν προκειμένῳ πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος τοῦ Πατριαρχείου Βουλγαρίας: «Τελικά, ὅσον ἀφορᾶ τὴν § 22, ἡ ὁποία δηλώνει ὅτι “ἡ διατήρησις τῆς γνησίας Ὀρθοδόξου πίστεως διασφαλίζεται μόνον διὰ τοῦ συνοδικοῦ συστήματος”, ἡ Ἱερὰ Σύνοδος (ἐνν. τῆς Βουλγαρίας) δηλώνει, ἀντιθέτως, ὅτι τὸ τελικὸν κριτήριον γιὰ τὴν ἀποδοχὴν τῶνἘκκλησιαστικῶν Συνόδων εἶναι ἡ ἐπάγρυπνη δογματικὴ συνείδησις ὅλου τοῦ Ὀρθοδόξου πληρώματος. Δηλώνει ἡ Ἱερὰ Σύνοδος ὅτι ἡ Οἰκουμενικὴ Σύνοδος δὲν χορηγεῖ μὲ αὐτόνομον ἢ μηχανιστικὸν τρόπον τὴν ὀρθὴν ἐκδοχὴν τῆς πίστεως, ἡ ὁποία ὁμολογεῖται ἀπὸ τοὺς Ὀρθοδόξους χριστιανούς» (orthodoxethos.com / Ἀπόφασις Ἱ. Συνόδου Πατριαρχείου Βουλγαρίας).

Τέλος, ἡ παραπομπὴ εἰς τὸν 6ον Κανόνα τῆς Β´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ἡ ὁποία τίθεται ἐν κατακλεῖδι τῆς § 22 – πρὸς δῆθεν κατοχύρωσιν –, εἶναι τελείως ἄσχετος, ἐφ᾽ ὅσον ὁ κανὼν δὲν ἀναφέρεται εἰς θέματα πίστεως! Δι᾽ αὐτὸ καὶ ὁ συντάξας τὴν ἐν λόγῳ § 22, δεδομένου ὅτι τὸ περιεχόμενόν της ὡμιλοῦσε διὰ τὴν διασφάλισιν τῆς πίστεως, προσέθεσε «ξεκάρφωτα» εἰς τὸ τέλος τὴν φράσιν «καὶ κανονικῶνδιατάξεων», προφανῶς διὰ νὰ τὴν χρησιμοποιήσῃ ὡς “γέφυραν” πρὸς τὸν ἄσχετον κανόνα, τὸν ὁποῖον εἶχε ἀνάγκην πρὸς κατοχύρωσιν!
Κατόπιν τῶν ἀνωτέρω, ἐκπλήσσει, θλίβει, ἀλλὰ καὶ προκαλεῖ ἱερὰν ἀγανάκτησιν ἡ εἴδησις, καθ᾽ ἥν, ὑπέρμαχοι τῆς συνόδου τῆς Κρήτης ἤρχισαν νὰ ἀπειλοῦν καὶ νὰ διώκουν τοὺς μὴ ἀποδεχομένους αὐτήν, βασιζόμενοι εἰς αὐτὴν τὴν ἀνυποστάτου περιεχομένου § 22· καὶ μόνον εἰς αὐτήν! Τὸ γεγονὸς αὐτὸ θὰ ἐξαντλήσῃ τὴν ἀνοχὴν τοῦ εὐσεβοῦς πληρώματος, καὶ θὰ ἐπισπεύσῃ τὴν καταδίκην τῆς συνόδου καὶ ὅσων θὰ συνεχίσουν ἀμετανοήτως νὰ τὴν ὑποστηρίζουν.

8. Εἰς τὸ ἐπίσημον «Μήνυμα» τῆς συνόδου ἀνεγνώσαμεν ὅτι: «Ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία ἐκφράζει τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητά της ἐν Συνόδῳ» («Μήνυμα», 1). Δηλαδή, ἡ σύνοδος θέλει νὰ μᾶς εἰπῇ ὅτι ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης «πραγματοποιεῖται» εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, ἑπομένως τὸ πλήρωμα αὐτῶν εὑρίσκει τὴν ἔκφρασίν του ΜΟΝΟΝ ἐν Συνόδῳ καὶ ἐγγυητὴς καθίσταται ὁ πρῶτος τῆς Συνόδου. Ἀποφεύγουν νὰ μᾶς εἰποῦν εἰς τί ἔγκειται ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἐκκλησίας.
Κατὰ τὴν Παράδοσιν τῶν θεοφόρων Πατέρων μας, ἡ ἑνότης καὶ ἡ καθολικότης τῆς Ἁγίας μας Ἐκκλησίας ἀναφέρεται εἰς τὸ μυστήριον τῆς σωτηρίας, τὸ ὁποῖον εἶναι αὐτὴ αὕτη ἡ πίστις ἡμῶν, - «ἡ μητέρα τῆς αἰωνίου ζωῆς» κατὰ τόν Ἁγ. Κύριλλον Ἀλεξανδρείας - καὶ ὄχι εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου. Εἰς τὴν πρώτην περίπτωσιν εἶναι δεδομένη ἡ ἑνότης, εἰς τὴν δευτέραν εἶναι ζητουμένη. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ἡ Σύνοδος προϋποθέτει τὴν ἑνότητα, δὲν τὴν ἀναζητεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα «ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας» καὶ εἰς τὴν ἑνότητα πάντας καλεῖ. Τὸ Πανάγιον Πνεῦμα εἶναι δεδομένον εἰς τὴν Ἐκκλησίαν καὶ εἰς τοὺς μετέχοντας εἰς Αὐτήν, διότι δέν εἶναι κάτι τὸ ὁποῖον εἶναι ἀπωλεσμένο καὶ ἀναζητεῖται.
Εἰς τὸ «Μήνυμα» τῆς συνόδου, βλέπομεν λοιπὸν νὰ μεταθέτουν τὴν ἑνότητα καὶ τὴν καθολικότητα τῆς Ἐκκλησίας ἀπὸ τὸ ἐπίπεδον τῆς πίστεως, εἰς τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου, διὰ τὴν τοπικὴν ἐκκλησίαν, καὶ εἰς τὴν σύναξιν τῶν ἐπισκόπων, διὰ τὴν ἐπαρχιακήν, ἢ οἰκουμενικὴν σύνοδον. Ἡ μετάθεσις αὐτὴ γεννᾷ μεγάλα ἐκκλησιολογικὰ προβλήματα. Θὰ περιορισθῶμεν εἰς μίαν μόνον παρατήρησιν. Κατά τὸν Μητροπολίτην Περγάμου «Ἡ μοναδικότητα τοῦ ἐπισκόπου σὲ κάθε τοπικὴ ἐκκλησία εἶναι ἕνας ὅρος “ἐκ τῶν ὧν οὐκ ἄνευ” γιὰ τὴν καθολικότητα αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας» (Μητρ. Περγάμου Ἰω. Ζηζιούλα, Ἔργα Α´,ὅπ.π., σελ. 586).

Δηλαδή, μὲ βάσιν τὰ ἀνωτέρω, αἱ τοπικαὶ Ἐκκλησίαι αἱ ὁποῖαι χηρεύουν λόγῳ θανάτου τοῦ ἐπισκόπου των, ἢ διὰ πολλοὺς ἄλλους λόγους, ἐπὶ μεγάλο χρονικὸ διάστημα, αὐτομάτως παύουν νὰ ἔχουν τὴν καθολικότητα καὶ τὴν ἑνότητα, ἐφ᾽ ὅσον χρόνον τοὺς λείπει τὸ πρόσωπον τοῦ ἐπισκόπου; Αὐτὰ εἶναι πράγματα ἀπαράδεκτα διὰ τὴν Ὀρθοδοξίαν.
Διὰ νὰ μὴ πελαγοδρομοῦμεν εἰς ἀλλοτρίους καὶ πειρασμικὰς ἐννοίας, θὰ ἀναφέρωμεν τὸν Ὀρθόδοξον λόγον τοῦ Ἁγίου Ἰουστίνου Πόποβιτς, τοῦ νέου ὁμολογητοῦ: «Στὴν οὐσία της ἡ καθολικότητα δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπὸ τὴν Θεανθρωπότητα, ἐπειδὴ ὁ Θεὸς Λόγος, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς Χριστός, εἶναι Ἐκεῖνος ποὺ ἐν Ἑαυτῷ ἑνώνει, συνάγει, καθολικοποιεῖ, οἰκουμενικοποιεῖ ὅλα τὰ λογικὰ κτίσματα μὲ τὸν ἑαυτό του, τὸν Δημιουργό, ἀλλὰ καὶ τὰ λογικὰ κτίσματα μεταξύ τους. Ἡ εἴσοδος καὶ ἡ ζωὴ σὲ αὐτὴν τὴν καθολικοποίηση πραγματοποιεῖται μὲ τὴν ἐλεύθερη βούληση καὶ διὰ τῶν ἱερῶν μυστηρίων καὶ τῶν ἁγίων ἀρετῶν… Στὴν πραγματικότητα, ὁ Θεάνθρωπος Κύριος Ἰησοῦς, εἶναι ὅλο τὸ βάθος, ὅλο τὸ ὕψος καὶ ὅλο τὸ πλάτος τῆς καθολικότητος» (Ἁγ. Ἰουστίνου Πόποβιτς, «Ἡ Ἐκκλησία, τὸ παμμυστήριον τοῦ Χριστοῦ», σελ. 259).

9. Εἰς τὸ κείμενον τοῦ «Μηνύματος», καθὼς καὶ εἰς τὴν «Ἐγκύκλιον», ὑπάρχει ἡ προβληματικὴ φράσις, «ἡ Ἐκκλησία δὲν ζεῖ γιὰ τὸν ἑαυτόν της». Ἀρχικῶς, ὀφείλομεν νὰ ἀποκαλύψωμεν ὅτι ἡ φράσις αὐτὴ εἶναι ἀκριβὴς ἀντιγραφὴ ἀπὸ τὸ κείμενον τοῦ διατάγματος «Ἡ χαρὰ καὶ ἡ ἐλπίδα. Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονο κόσμο» (GS) τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου. Ἐξ Ὀρθοδόξου ἀπόψεως, ὅμως, ὁ ἑαυτὸς τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. Ἡ Ἐκκλησία ζεῖ ὄντως διὰ τὸν ἑαυτόν της, δηλ. τὸν Χριστὸν, καὶ εἶναι τελείως αὐτόνομος ἀπὸ τὴν ζωὴν τοῦ κόσμου. Ἂν δεχθῶμεν τὴν  φράσιν αὐτὴν τοῦ «Μηνύματος», ὁμιλοῦμεν πλέον διὰ τὴν ἐκκοσμίκευσιν  τῆς Ἐκκλησίας.
Μέσα εἰς τὰ κείμενα τοῦ «Μηνύματος», τῆς «Ἐγκυκλίου» καὶ τῆς «Ἀποστολῆς» διακρίνομεν εὐκρινῶς μίαν γλῶσσαν ὅπως ἐκείνη τοῦ «κοινωνικοῦ Εὐαγγελίου» τῶν Προτεσταντῶν καὶ τοῦ κειμένου «Ἡ Ἐκκλησία μέσα στὸν σύγχρονον κόσμον», τῶν Παπικῶν. Βλέπομεν μίαν παρέμβασιν τῆς Ἐκκλησίας εἰς τὰ ἁπτὰ προβλήματα τῆς πολιτικῆς κοινωνίας καὶ εἰς τὰ ἀκανθώδη ζητήματα τοῦ συγχρόνου κόσμου, μέ μίαν γλῶσσαν ἀκινδύνου ρητορικῆς, ἀπογεγυμνωμένης ἀπὸ τὴν ἐλευθερία τοῦ Σταυροῦ, τὴν ὁποίαν προσφέρει ἡ Θεία Χάρις.
10. Ὑπάρχουν βεβαίως, πολλὰ ἀκόμη τὰ ὁποῖα θὰ ἠμποροῦσαν νὰ ἐπισημανθοῦν. Ὡς παράδειγμα, ἀναφέρομεν τὰ «παραθυράκια» τὰ ὁποῖα ἔχουν δημιουργηθῆ, ὅσον ἀφορᾷ τὰ κωλύματα γάμου. Διὰ μὲν τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μεθ᾽ ἑτεροδόξων τὸ «παράθυρον ἀνοίγεται» ὑπὸ τῆς συνόδου διὰ τῆς προσφερομένης δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας ὑπὸ τῆς Ἱ. Συνόδου ἑκάστης αὐτοκεφάλου Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (§ 5ii)· ὁπότε δίδεται συνοδικὴ ἐπισφράγισις εἰς τὸ φαινόμενον, οἱ ἑτερόδοξοι σύζυγοι νὰ ἀνήκουν, εἰς τὸ ὀρθόδοξον ἐκκλησίασμα, παραμένοντες ἀβάπτιστοι καὶ ἀχαρίτωτοι. Διὰ δὲ τὸν γάμον μετὰ τὴν χειροτονίαν τὸ «παράθυρον παραμένει μισάνοικτον», καθ᾽ ὅσον δηλοῦται μὲν ὅτι ἡ ἰσχύουσα κανονικὴ παράδοσις τὸν κωλύει, προηγουμένως ὅμως ἔχει προδηλωθῆ ὅτι «ἡ ἱερωσύνη αὐτὴ καθ᾽ ἑαυτὴν δὲν ἀποτελεῖ κώλυμα γάμου» (§ 4). Τέλος, διὰ τὸν γάμον μετὰ τὴν μοναχικὴν κουρὰν καὶ διὰ τὸν γάμον Ὀρθοδόξων μετὰ μὴ Χριστιανῶν, τά «παράθυρα περιμένουν κλειστὰ μίαν ἑπομένην σύνοδον νὰ τὰ ἀνοίξῃ» –ἐντὸς τῆς ἑπομένης ἑπταετίας, κατὰ τὴν δήλωσιν τοῦ «Μηνύματος» –, καθ᾽ ὅσον κωλύονται μέν «κατ᾽ ἀκρίβειαν», χωρὶς ὅμως νὰ ἀναφέρεται ρητῶς ἡ ἔλλειψις δυνατότητος ἐκκλησιαστικῆς οἰκονομίας (§ 3 καὶ § 5 iii).

Κατακλείοντες τὰς κυριωτέρας ἐπιλεκτικὰς καὶ συνοπτικὰς διαπιστώσεις, ἐπὶ τῆς συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, πιστεύομεν πώς ἐκ τῶν ἀνωτέρω λεχθέντων, κατέστη ἐμφανὲς ὅτι τὰ κείμενα αὐτῆς δὲν ἠμποροῦν νὰ ἐνταχθοῦν εἰς τὴν θεολογικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας· διότι δὲν ἀποτελοῦν συνεπῆ καὶ ἀκριβῆ συνέχειαν τῆς θεολογίας τῶν Θεοφόρων Πατέρων, τῶν ὁποίων τὰς εὐχὰς ἐπικαλούμεθα εἰς τὸ τέλος κάθε Ἐκκλησιαστικῆς πράξεως. Ἐπὶ Τριαδολογικοῦ καὶ Ἐκκλησιολογικοῦ ἐπιπέδου, ἐξ ἐπόψεως Ὀρθοδόξου, εἶναι ἀπαράδεκτα. Ὅλως ἰδιαιτέρως τὰ κείμενα: «Μήνυμα», «Ἐγκύκλιος», «Ἀποστολή», «Σχέσεις» καὶ «Μυστήριον τοῦ γάμου», εἶναι ἐπηρεασμένα κατὰ τὸ μεγαλύτερον ποσοστόν, ἀπὸ τὰ ἀντίστοιχα διατάγματα τῆς Β´ Βατικανῆς συνόδου.

Εἶναι, λοιπόν, «ἡλίου φαεινότερον» ὅτι ἀδυνατοῦμε νὰ δεχθῶμεν τὰς ἀποφάσεις τῆς συνόδου τῆς Κρήτης, διότι ἐν αὐταῖς ὑπάρχουν κείμενα δογματικῶς μὴ ὀρθόδοξα, τὰ ὁποῖα ἡ Ὀρθόδοξος δογματικὴ συνείδησίς μας καὶ κυρίως ἡ ἱερὰ παράδοσις τῶν Ἁγίων Πατέρων μας δὲν μᾶς ἐπιτρέπει νὰ ἀνεχθῶμεν, παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τὰ κείμενα αὐτά αὐτοτιτλοφοροῦνται ὡς ἔχοντα ἀναντίρρητον «πανορθόδοξον κῦρος».
Διὰ τοῦτο καὶ ὁ σκοπός τοῦ ἡμετέρου κειμένου εἶναι, ἀφ᾽ ἑνὸς μὲν νὰ ὁμολογήσωμεν διὰ λόγους συνειδήσεως τὴν ἀντίθεσίν μας πρὸς τὴν σύνοδον τῆς Κρήτης, ἀφ᾽ ἑτέρου, νὰ ἐνημερώσωμεν τούς παραπληροφορημένους ἐκ τῶν ἀδελφῶν μας κληρικούς καὶ λαϊκούς καὶ τέλος, νὰ ἀντιδράσωμεν πρὸς τὰς διαρκῶς αὐξανομένας ἐκκλησιαστικάς ἀπειλάς καὶ διώξεις κατὰ τῶν μὴ ἀποδεχομένων τὴν σύνοδον, ὡς μὴ ἐκφράζουσαν τὴν Ὀρθόδοξον πίστιν. Τὸ κείμενον αὐτὸ εἶναι ἔκφρασις πόνου καὶ ἀνησυχίας καὶ πολλῶν ἄλλων Ἁγιορειτῶν ἀδερφῶν μας τούς ὁποίους ἐκπροσωποῦμε οἱ κάτωθι ὑπογράφοντες.

Εὐχόμεθα καὶ κραυγάζομεν ἐμπόνως, ἐνώπιον Θεοῦ καὶ ἀνθρώπων, ὅπως ὁ Ἅγιος Τριαδικὸς Θεὸς δώσῃ τὴν φωτοποιὸν Χάριν Του, καὶ μία ἄλλη μεταγενεστέρα Σύνοδος, ὡς χειρουργός, ἐκβάλῃ τὰ κείμενα αὐτὰ ἀπὸ τὴν ζωὴν τῆς Ἐκκλησίας καὶ ἐπέλθῃ ἡ ἴασις.

Μετὰ πόνου καὶ ἀγάπης Χριστοῦ
οἱ κάτωθι Ἁγιορεῖται Κελλιῶται Πατέρες
Γ. Παΐσιος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίων Ἀρχαγγέλων «Ἀβερκαίων», Καρυαί.
Γ. Ἀρσένιος Ἱερομόναχος μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον «Παναγούδα».
Γ. Εὐφρόσυνος Μοναχός μετά τῆς συνοδίας αὐτοῦ - Ἱερ. Κελλίον Τιμίου Προδρόμου, Καρυαί.
Γ. Νικόλαος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Δημητρίου, Καρυαί.
Γ. Παντελεήμων Ἱερομόναχος - Ἱερ. Ἡσυχαστήριο Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Κατουνάκια.
Γ. Νικόδημος Μοναχός - Ἱερ. Κελλίον Ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Θεολόγου, Καρυαί.



Εορτολόγιο

Δημοφιλείς αναρτήσεις


Banner Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων
Ξεκινάμε μια προσπάθεια παρουσίασης Ορθόδοξων Ιστοχώρων και Ιστολογίων.
Αν δεν υπάρχει ο δικός σας, ζητάμε συγνώμη,
ενημερώστε μας και θα τον συμπεριλάβουμε.





Create your own banner at mybannermaker.com!
Πέρα από το άτομο
Make your own banner at MyBannerMaker.com!

















(υπό κατασκευή)


Τα banner μας
Αντιγράψτε τον κώδικα στη δική σας σελίδα
για να εμφανιστούν τα banner μας.
Ειδοποιήστε μας για να συμπεριλάβουμε και το δικό σας.