Εισαγωγικά
Το κλειδί δια την κατανόησιν της μεταβολής της Ορθοδόξου Καθολικής Παραδόσεως από παρανόμου εις νόμιμον θρησκείαν και κατόπιν εις επίσημον Εκκλησίαν, έγκειται εις το γεγονός, ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία διεπίστωσε, ότι δεν είχε απέναντί της απλώς μίαν επί πλέον μορφήν θρησκείας ή φιλοσοφίας, αλλά μίαν καλώς οργανωμένην Εταιρίαν Νευρολογικών Κλινικών, αι οποίαι εθεράπευον την νόσον της θρησκείας και την αναζητούσαν την ευδαιμονίαν ασθένειαν της ανθρωπότητος και έτσι παρήγον φυσιολογικούς πολίτας με ανιδιοτελή αγάπην, αφιερωμένους εις την ριζικήν θεραπείαν των προσωπικών τους και των κοινωνικών νοσημάτων. Η σχέσις που ανεπτύχθη μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας, ήτο ακριβώς αντίστοιχος προς την σχέσιν μεταξύ Κράτους και συγχρόνου Ιατρικής.
Μέθοδος
Η μέθοδος εις το υπόβαθρον της εκθέσεως αυτής είναι απλή. Οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης και οι Πατέρες επισημαίνουν εντός της ιστορίας την ιδικήν των εμπειρίαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και του δοξασμού (τής θεώσεως), την οποίαν ταυτίζουν με εκείνην των προφητών όλων των αιώνων, αρχίζοντες τουλάχιστον από του Αβραάμ. Αυτό αντιστοιχεί με την επανάληψιν της θεραπείας εις την ιατρικήν επιστήμην, της οποίας η μέθοδος μεταδίδεται από ιατρού εις ιατρόν. Αλλ' εις αυτήν την περίπτωσιν ο Χριστός, ο Κύριος της Δόξης και Μεγάλης Βουλής Άγγελος, είναι ο ιατρός ο οποίος προσωπικώς θεραπεύει και "τελειοί" τους ιατρούς Του, τόσον εις την Παλαιάν όσον εις την Καινήν Διαθήκην. Αυτή η ιστορική παράδοσις και διαδοχή θεραπείας και τελειώσεως "εν τω Κυρίω της Δόξης" πρίν και μετά την ενσάρκωσίν Του, συνιστά την καρδίαν και τον πυρήνα της Βιβλικής και της Πατερικής Παραδόσεως.
Διαιρούμεν την έκθεσίν μας εις τα ακόλουθα: 1) Η νόσος της θρησκείας. 2) Αι Σύνοδοι ως Εταιρείαι Νευρολογικών Κλινικών. 3) Σύνοδοι και Πολιτισμοί. 4) Συμπεράσματα. 5) Επίμετρον.
I. Η ΝΟΣΟΣ ΤΗΣ ΘΡΗΣΚΕΙΑΣ
Οι πατριάρχαι και οι προφήται της Παλαιάς Διαθήκης, οι απόστολοι και οι προφήται της Καινής Διαθήκης και οι διάδοχοί των γνωρίζουν καλώς την νόσον της θρησκείας και τον Ιατρόν που την θεραπεύει, δηλαδή τον Κύριον (Ιαχβέ) της Δόξης. Αυτός είναι ο Ιατρός των ψυχών και των σωμάτων ημών. Εθεράπευε την νόσον αυτήν στους φίλους και πιστούς Του πρό της ενσαρκώσεώς Του και συνεχίζει και ως Θεάνθρωπος να την θεραπεύει.
Η εν λόγω νόσος συνίσταται εις το ότι υπάρχει βραχυκύκλωμα μεταξύ του πνεύματος εν τη καρδία του ανθρώπου (δηλαδή της κατά τους πατέρας νοεράς ενεργείας) και του εγκεφάλου. Εις την φυσιολογικήν της κατάστασιν η νοερά ενέργεια κινείται κυκλικώς ωσάν στρόφαλος προσευχομένη εντός της καρδίας. Εις την νοσούσαν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια δεν στροφαλίζεται κυκλικώς. Αλλά ξεδιπλωμένη και ριζωμένη εις την καρδίαν κολάει στον εγκέφαλον και δημιουγεί βραχυκύκλωμα μεταξύ εγκεφάλου και καρδίας. Έτσι τα νοήματα του εγκεφάλου, που είναι όλα από το περιβάλλον, γίνονται νοήματα της νοεράς ενεργείας ριζωμένη πάντα στην καρδίαν. Έτσι ο παθών γίνεται δούλος του περιβάλλοντός του. Ως εκ τούτου συγχέει ορισμένα προερχόμενα εκ του περιβάλλοντός του νοήματα με τον θεόν ή τους θεούς του.
Με τον όρον Θρησκεία εννοούμεν κάθε "ταύτισιν" του ακτίστου με το κτιστόν και μάλιστα κάθε "ταύτισιν παραστάσεων" του ακτίστου με νοήματα και ρήματα της ανθρωπίνης σκέψεως, που είναι το θεμέλιον της λατρείας των ειδώλων. Τα νοήματα και ρήματα αυτά δύναται να είναι απλώς νοήματα και ρήματα ή και παραστάσεις και με αγάλματα και εικόνας εντός και εκτός νομιζομένου θεοπνεύστου κειμένου. Με άλλα λόγια και η ταύτισις των περί Θεού νοημάτων και ρημάτων της Αγίας Γραφής με το άκτιστον ανήκει και αυτή εις τον κόσμον της ειδωλολατρείας και είναι το θεμέλιον όλων των μέχρι τούδε αιρέσεων.
Εις την θεραπευτικήν παράδοσιν της Π. και της Κ. Διαθήκης χρησιμοποιούνται κατάλληλα νοήματα και ρήματα ως μέσα κατά την διάρκειαν της καθάρσεως και του φωτισμού της καρδίας και τα οποία καταργούνται κατά την διάρκειαν του δοξασμού όταν αποκαλύπτεται εν τω σώματι του Χριστού η πληρούσα τα κτιστά πάντα απερίγραπτος, ακατάληπτος και άκτιστος δόξα του Θεού. Μετά τον δοξασμόν τα νοήματα και τα ρήματα της νοεράς εν τη καρδία προσευχής επανέρχονται. Από τον δοξασμόν του ο παθών διαπιστώνει ότι ουδεμία ομοιότης υπάρχει μεταξύ κτιστού και ακτίστου και ότι Θεόν φράσαι αδύνατον και νοήσαι αδυνατώτερον.
Το θεμέλιον των αιρέσεων του Βατικανού και των Διαμαρτυρομένων είναι το γεγονός ότι ακολουθούν τον Αυγουστίνον ο οποίος εξέλαβε την εν λόγω αποκαλυφθείσαν δόξαν του Θεού εις την Π. και την Κ. Διαθήκην ως "κτιστήν," γενομέμην και απογενομένην μάλιστα. Όχι μόνον τούτο, αλλά και το χειρότερον, εξέλαβε μεταξύ άλλων και τον Μεγάλης Βουλής Άγγελον και την Δόξαν Του ως γινόμενα και απογινόμενα κτίσματα τα οποία ο Θεός φέρνει εκ του μηδενός εις την ύπαρξιν δια να οραθούν και να ακουσθούν και τα οποία επιστρέφει πάλιν εις την ανυπαρξίαν μετά την τέλεσιν της αποστολής των. Μάλιστα τας ανοησίας αυτάς αναπτύσει παραδείγματος χάριν εις το βιβλίον του De Trinitate (Βιβλία Β και Γ).
Αλλά δια να έχει κανείς ορθήν κατεύθυνσιν εις την θεραπείαν της νοεράς ενεργείας πρέπει να έχει οδηγόν την πείραν θεουμένου όστις μαρτυρεί περί ορισμένων αξιωμάτων: ότι μεταξύ α) του ακτίστου Θεού και των ακτίστων ενεργειών Του και β) των κτισμάτων Του ουδεμία ομοιότης υπάρχει και ότι "Θεόν φράσαι αδύνατον, νοήσαι δε αδυνατώτερον." (Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος.) Μόνον βάσει αυτών των αξιωμάτων δύναται κανείς να αποφύγει το κατάντημα να αποκτήση οδηγόν τον διάβολον μέσω δήθεν θεολόγων που στοχάζονται περί Θεού και των θείων.
Εις την φυσικήν κατάστασίν της η νοερά ενέργεια ρυθμίζει τα πάθη, δηλαδή της πείνας, της δίψας, του ύπνου, του ενστίκτου της αυτοσυντηρήσεως (δηλαδή του φόβου θανάτου) ώστε να είναι αδιάβλητα. Εις νοσούσαν κατάστασιν τα πάθη γίνονται διαβλητά. Αυτά, εν συνδυασμώ με την αδέσποτον πλέον φαντασίαν, δημιουγούν μαγικάς θρησκείας δια την χαλιναγώγισιν των στοιχείων της φύσεως ή και της επιπλέον σωτηρίας της ψυχής εκ της ύλης εις κατάστασιν ευδαιμονίας ή και της ευδαιμονίας με σώμα και ψυχή.
Η πίστις, κατά την Αγίαν Γραφήν, είναι η συνεργασία με το Άγιον Πνεύμα, το Οποίον εγκαινιάζει την θεραπείαν της νόσου της ιδιοτελούς αγάπης εις την καρδίαν και την μεταβάλλει εις αγάπην, η οποία "ου ζητεί τα εαυτής." Η θεραπεία αυτή κορυφώνεται με τον δοξασμόν (τήν θέωσιν) και συνιστά την πεμπτουσίαν της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας, η οποία αντικατέστησε δι' αυτής την ειδωλολατρείαν ως τον πυρήνα του Ελληνικού Πολιτισμού της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Οφείλομεν να έχωμεν σαφή εικόνα των πλαισίων εντός των οποίων και η Εκκλησία και το Κράτος είδον την συμβολήν των θεουμένων εις την θεραπείαν της νόσου της θρησκείας που διαστρέφει την ανθρωπίνην προσωπικότητα δια μέσου της αναζητήσεως της ευδαιμονίας εντεύθεν και πέραν του τάφου δια να κατανοήσωμεν τον λόγον, δια τον οποίον η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ενεσωμάτωσε την Ορδόδοξον Εκκλησίαν εις το διοικητικόν της δίκαιον. Ούτε η Εκκλησία, ούτε το Κράτος είδον την αποστολήν της Εκκλησίας ως απλήν άφεσιν αμαρτιών των πιστών δια την μετά θάνατον είσοδόν των εις τον παράδεισον. Τούτο θα ισοδυνάμη με ιατρικήν συγχώρησιν των νόσων των ασθενών δια την μετά θάνατον θεραπείαν των. Και η Εκκλησία και το Κράτος εγνώριζον καλώς ότι η άφεσις αμαρτιών ήτο μόνον η αρχή της θεραπείας της αναζητούσης την ευδαιμονίαν νόσου της ανθρωπότητος. Η θεραπεία αυτή ήρχιζεν με την κάθαρσιν της καρδίας, έφθανεν εις την αποκατάστασιν της καρδίας εις την φυσικήν της κατάστασιν του φωτισμού και ετελειοποιείτο ο όλος άνθρωπος εις την υπέρ φύσιν καταστασιν του δοξασμού, δηλαδή της θεώσεως. Το αποτέλεσμα της θεραπείας και της τελειώσεως ταύτης δεν ήτο μόνον η κατάλληλος προετοιμασία δια την μετά τον σωματικόν θάνατον ζωήν, αλλά και η μεταμόρφωσις της κοινωνίας εδώ και τώρα από συγκροτήματα εγωϊστικών και εγωκεντρικών ατόμων εις κοινωνίαν ανθρώπων με ανιδιοτελή αγάπην, "ήτις ου ζητεί τα εαυτής."
συνεχιζεται
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου